† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΠΟΙΜΕΝΑΣ - Αρχιεπισκόπου Αβερκίου (+1976)

 

Ένας ποιμένας θα μπορέσει να καταπολεμήσει με επιτυχία τις εκδηλώσεις αυτών των παθών (υπερηφάνεια, φιλαυτία, έπαρση, δυσαρέσκεια, εκδικητικότητα, ματαιοδοξία κλπ.) στο ποίμνιό του μόνο εάν το ποίμνιο δεν παρατηρήσει αυτά τα ίδια πάθη στον ποιμένα του: διαφορετικά θα αποδειχθεί ότι, όπως λέει η παροιμία, «το δρεπάνι βρήκε σε πέτρα». Και αν ο ποιμένας αντιταχθεί με την δική του υπερηφάνεια στην υπερηφάνεια του ποιμνίου του, τότε όλο το ποιμαντικό του έργο θα «ακυρωθεί».

Ένας αληθινός ποιμένας πρέπει να είναι «εικόνα πραότητας και ταπεινοφροσύνης» για το ποίμνιό του. Η οδηγία του Κυρίου πρέπει να ηχεί συνεχώς στα αυτιά και στην καρδιά του: «μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. ια΄ 29). Για να γίνει αυτό, δεν πρέπει να ταυτίζεται με την ΕκκλησίαΈνας ποιμένας δεν είναι η Εκκλησία, αλλά μόνο ένας υπηρέτης της Εκκλησίας, λίγο πολύ άξιος, αλλά στα δικά του μάτια πάντα ανάξιος. Πολλά παραδείγματα της θαυμαστής ταπεινοφροσύνης του Χριστού μας έδειξαν γνωστοί ποιμένες στην ιστορία της Εκκλησίας. Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το παράδειγμα του μεγάλου Ρώσου αγίου Τύχωνος του Ζαντόνσκ, ο οποίος έπεσε στα πόδια ενός Βογιάρου ευγενή που τον είχε χαστουκίσει στο μάγουλο, ζητώντας του συγχώρεση που του προκάλεσε εκνευρισμό. Ένα άλλο παράδειγμα σχετίζεται με την εποχή μας: ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Βλαντίκα Ιωάννης [Μαξίμοβιτς] του Σαν Φρανσίσκο επισκέφτηκε πριν από το θάνατό του και μάλιστα νουθέτησε μυστικά τον πιο άγριο εχθρό του, ο οποίος για πολύ καιρό τον εξύβριζε με τον χειρότερο τρόπο στην εφημερίδα του.

Για να αποκτήσει τέτοια σωτήρια ταπείνωση τόσο για τον εαυτό του, όσο και για το ποίμνιό του, ο ποιμένας πρέπει να θυμάται ότι, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Λόγου του Θεού, η ποιμαντική διακονία δεν είναι ηγεσία με την κοσμική έννοια, αλλά ακριβώς διακονία (=υπηρεσία)Ο ποιμένας δεν τολμά ποτέ, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνά τα λόγια του Κυρίου που είπε στους στενότερους μαθητές Του, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τα τέκνα του Ζεβεδαίου, σε εκείνη την περίπτωση που Του ζήτησαν τις πρώτες θέσεις για τον εαυτό τους στο Βασίλειο Του:

«Οἴδατε ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. Οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν μέγας γενέσθαι, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος· ὥσπερ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν» ( Ματθ. κ΄ 25-28).

Και οι Κανόνες της Εκκλησίας καταδικάζουν αποφασιστικά στους ποιμένες τον «τύφο της κοσμικής εξουσίας» («μηδὲ ἐν ἱερουργίας προσχήματι, ἐξουσίας τύφος κοσμικῆς περεισδύηται», Η΄ Κανόνας της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου).

Ο ποιμένας πρέπει να καλεί σε υπακοή στην Εκκλησία και όχι σε υπακοή στον εαυτό τουΜόνο η Εκκλησία είναι αλάθητη και όλοι εμείς οι άνθρωποι μπορούμε να κάνουμε λάθη και να πέσουμε σε σφάλματα. Επομένως, πρέπει να είμαστε σε θέση να παραδεχτούμε με ειλικρίνεια τα λάθη μας και να τα διορθώσουμε, κάτι που μπορεί να χρησιμεύσει μόνο στην ενίσχυση της εξουσίας μας και όχι να αποδίδουμε στον εαυτό μας το αλάθητο, το οποίο ανήκει αποκλειστικά σε ολόκληρη την Εκκλησία ως σύνολο. Ο πειρασμός του Παπισμού είναι πολύ επικίνδυνος για τον ποιμένα και επιβλαβής για τη διακονία του: «Αμάρτησε όπως θέλεις και όσο θέλεις, μόνο να με αναγνωρίζεις και να με υπακούς!».

Δεν υπάρχει τίποτα πιο καταστροφικό για τo ποιμαντικό έργο από το να είναι ένας ποιμένας εξαιρετικά επιεικής προς όλους, ακόμη και στις πιο σοβαρές αμαρτίες του ποιμνίου του, ενώ να είναι απείρως αυστηρός και απαιτητικός προς ένα μόνο πράγμα: την αμαρτία της ανυπακοής στον εαυτό του.

Απόσπασμα από το έργο του «Η ουσία και οι μέθοδοι της αληθινής Ποιμαντικής και η εποχή μας» (1969).

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ 2023 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

77th897 2

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

             λόγος τοῦ Θεοῦ τὸν ἄνθρωπο τὸν ὁποῖο βρίσκεται στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας ἔχει τὴ δύναμη νὰ τὸν μεταμορφώσει καὶ ἀπὸ σκοτεινὸ νὰ τὸν καταστήσει φωτεινό, ἀπὸ ἄγριο, Θεὸ κατὰ χάριν. Τότε, θὰ ρωτήσει καλοπροαίρετα κάποιος, γιατὶ ἡ κοινωνία μας βρίσκεται σὲ αὐτὸ τὸ χάος τῆς ἁμαρτίας; Μὴπως τάχα οἱ περισσότεροι δὲν ἔχουν ἀκούσει ποτὲ τὸν θεῖο λόγο, ἤ κάτι ἄλλο συμβαίνει; Τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴ δίνει σήμερα ὁ Χριστὸς μέσα ἀπὸ τὴν παραβολὴ τοῦ σπορέως. 

            Παραβολὴ εἶναι μία μικρὴ ἱστορία μὲ σκηνὲς ἀπὸ τὴν καθημερινότητά μας, ἡ ὁποία μᾶς βοηθᾶ νὰ κατανοήσουμε μεγάλες ἀλήθειες καὶ σημαντικὰ πνευματικὰ νοήματα. Τὸν παραβολικὸ τρόπο διδασκαλίας τὸν χρησιμοποιοῦσε συχνὰ ὁ Κύριός μας, προκειμένου νὰ γίνεται ἀντιληπτὸς ὁ λόγος Του ἀπὸ τὸν μικρότερο ἕως τὸν μεγαλύτερο, ἀπὸ τὸν πιὸ μορφωμένο, ἕως τὸν ἀγράμματο. Ὅλοι ὅσοι διακονοῦμε τὸν θεῖο λόγο πρέπει αὐτὸ νὰ τὸ λαμβάνουμε πολὺ σοβαρὰ ὑπ΄ ὄψιν, νὰ φροντίζουμε δηλαδὴ ὁ λόγος μας νὰ διακρίνεται ἀπὸ ἁπλότητα καὶ ἐγκαρδιότητα καὶ ὄχι ἀπὸ διάθεση ἐπίδειξης, ὥστε νὰ γίνει ὁ λόγος ἀπόλυτα κατανοητὸς ἀπὸ ὅλους. 

            Ξεκινᾶ, λοιπόν, ὁ Χριστὸς τὴν παραβολὴ λέγοντας ὅτι ὁ σπορέας βγῆκε στὸ χωράφι γιὰ νὰ σπείρει τὸν σπόρο του καὶ ἐξηγεῖ ὕστερα στοὺς Μαθητές Του ὅτι ὁ σπόρος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἐκ πρώτης ὄψεως, δὲν εἶναι εὐκαταφρόνητος ἕνας σπόρος; Ἕστω ὅτι εἴμαστε πεινασμένοι. Δὲν θὰ προτιμούσαμε μάλλον ἕναν ὤριμο καρπό, ἀπὸ ἕναν σπόρο, ὁ ὁποῖος ἄλλωστε συνεπάγεται κόπο, μόχθο καὶ σκληρὴ ἐργασία γιὰ νὰ αὐξηθεῖ; Σωστά. Ὡστόσο, τρώγοντας στὸ παρὸν τὸν καρπό, μετὰ μένουμε χωρὶς τροφή. Ἀντιθέτως, ἐπιλέγοντας τὸν σπόρο, ἐξασφαλίζουμε πολλαπλάσιους καρποὺς γιὰ τὸ μέλλον. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι πνευματικὰ πεινασμένοι καὶ ψάχνουν ἀπὸ ἐδὼ κὶ ἀπὸ κεὶ νὰ βροῦν «τροφή». Ὁ Χριστὸς προσφέρει τὸν σπόρο, τὸν λόγο Του. Αὐτός, ὅμως, στοὺς πολλοὺς δὲν φαίνεται ἑλκυστικός, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταφεύγουν σὲ πιὸ πρόχειρες καὶ προσωρινὲς λύσεις, οἱ ὁποῖες, ὅμως, δὲν λύνουν μόνιμα τὸ πρόβλημα τῆς «πείνας». Αὐτὸς ποὺ μπορεῖ γιὰ πάντα νὰ λύσει αὐτὸ τὸ πρόβλημα καὶ νὰ καλύψει ὅλα τὰ κενὰ τῆς ψυχῆς μας εἶναι μόνο ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, γιὰ αὐτὸ ὁ Κύριός μας τὸν παρομοιάζει μὲ τὸν μικρὸ σπόρο μὲ τὴ μεγάλη δύναμη.

            πιστρέφοντας στὴν παραβολή, μαθαίνουμε ὅτι κατὰ τὴν διαδικασία τῆς σπορᾶς, ἕνας σπόρος ἔπεσε στὴν ὁδὸ καὶ ἦλθαν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὸν ἔφαγαν. Πρόκειται γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀκοῦνε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μένουν παντελῶς ἀσυγκίνητοι καὶ ἀδιάφοροι, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἔρχεται ὁ πειρασμὸς καὶ νὰ ἁρπάζει τὸν σπόρο ἀπὸ τὴν καρδιά τους. Ἕτερος σπόρος ἔπεσε στὶς πέτρες καὶ μὲ τὸ ποὺ φύτρωσε ξεράθηκε, διότι δὲν εἶχε ὑγρασία, συμβολίζοντας τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δέχονται μὲ ἐνθουσιασμὸ τὸν θεϊκὸ λόγο, ἀλλὰ ἐπιφανειακά, χωρὶς νὰ τοῦ ἐπιτρέψουν νὰ ριζώσει, νὰ ἐπιβιώσει καὶ νὰ καρποφορήσει. Ἄλλος σπόρος ἔπεσε ἀνάμεσα στὰ ἀγκάθια καὶ ἐνῶ φύτρωσε καὶ ρίζωσε, ὕστερα ἀπὸ λίγο τὰ ἀγκάθια ἔπνιξαν τὸ φύτρο. Ἀγκάθια εἶναι τὰ ἀνθρώπινα πάθη, οἱ ἐπίγειες μέριμνες καὶ ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου ποὺ ὑπερβαίνουν τὴν ἐπιθυμία μας νὰ κάνουμε πράξη τὰ εὐαγγελικὰ διδάγματα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποτρέπουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ νὰ καρποφορήσει. Τέλος, ἕνας ἄλλος σπόρος ἔπεσε στὴ γῆ τὴν ἀγαθή, δηλαδὴ στὸν ἄνθρωπο τὸν καλοπροαίρετο, τὸν ταπεινό, ὁ ὁποῖος εἶναι καταδεκτικὸς στὴν ἀλήθεια, παρὰ τὶς ὅποιες ἀδυναμίες του. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο καρποφορεῖ ἑκατὸ φορὲς περισσότερο καὶ μεταμορφώνει ριζικὰ τὴ ζωή του.

            Τὸ χωράφι τῆς ψυχῆς μας σὲ τί κατάσταση βρίσκεται, ἀγαπητοί; Οὐσιαστικά, ἡ σημερινὴ παραβολὴ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση μᾶς καλεῖ νὰ ἀπαντήσουμε, γεγονὸς ποὺ ἀπαιτεῖ αὐτογνωσία. Ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα καὶ ἰδίως στὴν Ἑλλάδα πολλοὶ σοφοὶ μίλησαν γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα νὰ γνωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας, τὸ λεγόμενο «γνῶθι σαὐτόν». Πρόκειται πραγματικὰ γιὰ πολὺ μεγάλη ἀνάγκη ἄν θέλουμε νὰ προοδεύσουμε στὴν κατὰ Θεὸν ζωή, διότι μᾶς παρέχει σημαντικὰ ὀφέλη. Ἡ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας, μᾶς βοηθάει νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν πλάνη ποὺ ἀφορᾶ τὸ «ἐγώ» μας καὶ νὰ προσεγγίσουμε τὴν πραγματικότητα. Μᾶς βοηθάει νὰ κατανοήσουμε σὲ ποιὸ σημεῖο τοῦ χαρακτήρα μας νὰ δώσουμε περισσότερη βαρύτητα. Ὡς ἄλλη διάγνωση, μᾶς δείχνει ἄν ὑπάρχει κάποια ἀρρώστια καὶ μᾶς πληροφορεῖ μὲ τὶ φάρμακα χρειάζεται νὰ τὴν ἀντιμετωπίσουμε. Μᾶς διδάσκει ἄν ἀκολοθοῦμε σωστὴ πορεία, ἤ ἄν πρέπει νὰ ἀλλάξουμε διαδρομή. Μᾶς παρουσιάζει τὶς δυνατότητες καὶ τὶς ἀδυναμίες μας. Μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ταπείνωση, στὸν σεβασμὸ καὶ στὴν ἀγάπη. Τελικά, λοιπόν, ἐτοιμάζει καὶ τὸ χωράφι γιὰ νὰ πέσει ὁ σπόρος. 

            Εἶναι γεγονός, ὅτι καμία ἀπὸ τὶς τρεὶς ἄκαρπες περιπτώσεις ποὺ παρουσιάζει ὁ Χριστὸς στὴν παραβολὴ εἶναι καταδικασμένη νὰ μείνει γιὰ πάντα ἄκαρπη. Ἁπλῶς, κάθε περίπτωση χρειάζεται τὴν δυναμικὴ ἀντιμετώπισή μας. Εἶναι ἡ ψυχή μας σὰν τὸν χιλιοπατημένο δρόμο, σκληρὴ καὶ ἄγονη; Μὴν ἀπελπιζόμαστε! Μποροῦμε νὰ τὴν ὀργώσουμε σὲ βάθος καὶ τότε θὰ μπορεῖ νὰ ἐνεργοποιήσει τὸν σπόρο. Εἶναι ἡ ψυχή μας γεμάτη πέτρες καὶ δέχεται μόνο επιφανειακὰ τὸν σπόρο; Μποροῦμε νὰ τὶς ἀφαιρέσουμε μιὰ γιὰ πάντα, κάνοντας ὑπομονὴ στὶς δοκιμασίες γιὰ νὰ δώσουμε στὸν σπόρο τὸν χρόνο νὰ ριζώσει καλὰ μέσα μας. Εἶναι ἡ ψυχή μας γεμάτη ἀγκάθια, γεμάτη κοσμικὲς μέριμνες γιὰ πλούτη καὶ ἠδονές; Μποροῦμε καὶ αὐτὰ νὰ τὰ ἀφαιρέσουμε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τότε τίποτα δὲν θὰ ἐμποδίσει τὴν καρποφορία τοῦ σπόρου. 

            δηγούμαστε, τελικά, στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ κοινωνία μας βρίσκεται σὲ αὐτὸ τὸ χάος -παρ’ ὅλο ποὺ ἔχει ἀκούσει κάποιες φορὲς τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ- ὄχι διότι εἶναι προβληματικὸς ἤ ξεπερασμένος ὁ ἴδιος ὁ λόγος. Ὁ θεῖος λόγος ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἀγγίζει ψυχὲς καὶ αὐτὴ ἡ δύναμη εἶναι διαχρονική. Τὸν ἴδιο λόγο ποὺ ἀκοῦμε σήμερα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τὸν ἄκουσαν ληστὲς καὶ ἐπέστρεψαν τὰ κλοπιμαῖα, πόρνες καὶ ἀγάπησαν τὴν σεμνότητα καὶ τὴν ἁγνότητα, φονεῖς καὶ ἔχυσαν δάκρυα γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους. Αὐτοὶ μεταμορφώθηκαν διότι ἔδιωξαν τὶς πέτρες, ἀφαίρεσαν τὰ ἀγκάθια, ὄργωσαν τὸ χωράφι καὶ ἐπέτρεψαν στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ νὰ ἀναπαυθεῖ στὴν ψυχή τους. Ἄν τὰ κατάφεραν ἐκεῖνοι, πολὺ περισσότερο ὀφείλουμε νὰ τὰ καταφέρουμε κὶ ἑμεῖς ποὺ ξεγελοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας πιστεύοντας ἴσως πὼς βρισκόμαστε ἀπὸ ἐκείνους σὲ καλύτερη θέση. 

Μετ’ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2023

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΔΕΝ ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ (Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου)

 Ἡ ἀλήθεια δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πλῆθος

Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου

Ἐπιστολὴ 48 (ΜΗ΄) στὸ τέκνο του τὸν Ἀθανάσιο
(ποὺ εἶχε περιπέσει στὴν μοιχειανικὴ αἵρεση)

[…] Πρόσεχε λοιπόν, ἀδελφέ, τί λέγει ὁ μέγας Βασίλειος σ΄ ἐκείνους ποὺ κρίνουν τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὸ πλῆθος. «Αὐτὸς ποὺ δὲν τολμᾶ», λέγει, «νὰ δικαιολογήσει τὴ συζήτηση ποὺ γίνεται, οὔτε ἔχει νὰ παρουσιάσει ἀποδείξεις, καὶ ἐξαιτίας αὐτοῦ καταφεύγει στὸ πλῆθος, ὁμολογεῖ τὴν ἧττα του, ἐπειδὴ δὲν ἔχει κανένα ἐφόδιο θάρρους». Καὶ μετὰ ἀπὸ ἄλλα· «Ἄς μοῦ δείξει τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἀλήθειας ἔστω καὶ ἕνας, καὶ πολὺ σύντομα θὰ πεισθῶ. Ὅμως πλῆθος πολὺ χωρὶς ἀποδείξεις, εἶναι βέβαια ἱκανὸ νὰ ἀπειλήσει, ἀλλὰ νὰ πείσει καθόλου. Ἤ πόσες μυριάδες θὰ μὲ πείσουν νὰ πιστέψω ὅτι ἡ ἡμέρα εἶναι νύχτα, ἢ τὸ χάλκινο νόμισμα νὰ τὸ θεωρήσω χρυσὸ καὶ ἔτσι νὰ τὸ δεχθῶ, ἢ νὰ πιστέψω ὁλοφάνερο δηλητήριο, ἀντὶ γιὰ κατάλληλη τροφή;».

Ἔπειτα, ἐξαιτίας γήινων πραγμάτων δὲν θὰ φοβηθοῦμε τοὺς πολλοὺς ποὺ ψεύδονται, καὶ γιὰ χάρη τῶν δογμάτων θὰ ἀκολουθήσω μὲ νεύματα ἀναπόδεικτα, ἐγκαταλείποντας ἐκεῖνα ποὺ παραδόθηκαν ἀπὸ παλιὰ καὶ ἀπὸ μακρὸ χρόνο μὲ πολλὴ συμφωνία καὶ τὶς μαρτυρίες τῶν ἁγίων Γραφῶν;

Δὲν ἀκούσαμε τὸν Κύριο ποὺ λέγει: «Πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι, λίγοι ὅμως οἱ ἐκλεκτοί» (Ματθ. 20, 16), καὶ ἀλλοῦ πάλι, «Στενὸς καὶ γεμᾶτος θλίψεις εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴ ζωή, καὶ εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ τὸν βρίσκουν» (Ματθ. 7, 14); Ποιὸς λοιπὸν λογικὸς δὲν εὔχεται νὰ εἶναι μεταξὺ τῶν λίγων, ποὺ μέσα ἀπὸ τὴ στενὴ πύλη μπαίνουν στὴ σωτηρία, παρὰ μεταξὺ τῶν πολλῶν, οἱ ὁποῖοι μέσω τῆς πλατειᾶς ὁδοῦ σπρώχνονται πρὸς τὴν ἀπώλεια; Καὶ ποιὸς δὲν θὰ ἐπιθυμοῦσε, ἂν ζοῦσε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, νὰ βρίσκεται μὲ τὸ μέρος ἐκείνου, ποὺ ἦταν ὁ μόνος ποὺ δεχόταν τοὺς λίθους καὶ ἦταν ὁ περίγελος ὅλων, παρὰ μὲ τοὺς πολλοὺς ποὺ νόμιζαν πὼς ἔχουν τὴν ἀληθινὴ πίστη ἀπὸ τὴν κακὴ ἐξουσία;

Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ προκόβει κατὰ Θεόν, εἶναι προτιμότερος ἀπὸ μυριάδες ποὺ καμαρώνουν μὲ αὐθάδεια. Ὅπως βλέπουμε καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπου χιλιάδες ἀπὸ τὸν λαὸ ἔπεφταν χτυπημένοι ἀπὸ θεϊκὴ ὀργή, καὶ «μόνος ὁ Φινεὲς στάθηκε καὶ ἐξευμένισε τὸν Θεό, καὶ κόπασε ἡ καταστροφή» (Ἀριθ. 25, 7). Ἂν ὅμως ἐκεῖνος ἔλεγε, Πῶς νὰ τολμήσω νὰ ζητήσω ἐξιλέωση ὕστερα ἀπὸ τὰ τόσα πού ἔγιναν; Πῶς νὰ καταψηφίσω αὐτοὺς ποὺ ἀποφάσισαν νὰ ζοῦν μὲ τὸν τρόπο αὐτόν; Οὔτε αὐτὸς θὰ ἀρίστευε, οὔτε τὸ κακὸ θὰ σταματοῦσε, οὔτε οἱ ὑπόλοιποι θὰ σώζονταν, οὔτε ὁ Θεὸς θὰ τοὺς χάριζε τὴν εὔνοιά Του.

Εἶναι λοιπὸν καλό, εἶναι καλὸ [ἔστω] καὶ ὁ ἕνας νὰ μιλάει μὲ παρρησία καὶ νὰ ἀκυρώνει τὴν ἄδικη ἀπόφαση τῶν πολλῶν. Σὺ ὅμως, ἄν σοῦ ἀρέσει, προτίμησε ἀντὶ τοῦ Νῶε ποὺ σώζεται, τὸ πλῆθος ποὺ πνίγηκε, καὶ ἐμένα ἐπίτρεψέ μου νὰ τρέξω στοὺς λίγους ποὺ εἶναι μέσα στὴν Κιβωτό. Ἂν πάλι θέλεις κατάταξε τὸν ἑαυτό σου μαζὶ μὲ τοὺς πολλοὺς στὰ Σόδομα, ἐγὼ ὅμως θὰ συνοδέψω τὸν Λώτ, ἔστω καὶ ἂν μόνος του ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὰ πλήθη ἐπιδιώκοντας τὸ συμφέρον του.

Ὡστόσο γιὰ μένα καὶ τὸ πλῆθος εἶναι σεβαστό, ὄχι ὅμως ἐκεῖνο ποὺ ἀποφεύγει τὴν ἐξέταση, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ παρέχει ἀπόδειξη· ὄχι ἐκεῖνο ποὺ ἀμύνεται μὲ κακία, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ διορθώνεται μὲ τρόπο πατρικό· ὄχι ἐκεῖνο ποὺ χαίρεται μὲ τὴν καινοτομία, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ φυλάγει τὴν πατρικὴ κληρονομία.

Καὶ γιὰ ποιὸ πλῆθος μοῦ μιλᾶς; Αὐτὸ ποὺ πληρώθηκε μὲ κολακεία καὶ δῶρα; Αὐτὸ ποὺ ἐξαπατήθηκε ἀπὸ ἀμάθεια καὶ ἄγνοια; Αὐτὸ ποὺ ἔπεσε ἀπὸ δειλία καὶ φόβο; Αὐτὸ ποὺ προτίμησε τὴν πρόσκαιρη ἀπόλαυση τῆς ἁμαρτίας, ἀπὸ τὴν αἰώνια ζωή, πρᾶγμα ποὺ ὁμολόγησαν πολλοὶ φανερά; Μὲ τὸ πλῆθος ἐνισχύεις τὸ ψέμα; Ἔδειξες τὸ μέγεθος τοῦ κακοῦ. Γιατί, ὅσο περισσότεροι βρίσκονται στὸ κακό, τόσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ συμφορά.

(ΕΠΕ-Φιλοκαλία, τ. 18Β, Βιβλίο Ἐπιστολῶν Α΄, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 243-247)

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ’ ΛΟΥΚΑ: Λόγος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ «βγῆκε ὁ σπορέας νά σπείρει τόν σπόρο του»


 Γίνεται λόγος και για την καλλιέργεια που οφείλομε να κάνομε πριν από αυτή τη σπορά


Αποτέλεσμα εικόνας για Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ"Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός εξέλεξε τους μαθητές του όχι από τους σοφούς, όχι από τους ευγενείς, όχι από τους πλούσιους ή ένδοξους, αλλά από αλιείς και σκηνορράφους, φτωχούς και αγράμματους, με σκοπό να δείξει σε όλους, ότι ούτε η φτώχεια, ούτε η απαιδευσία, ούτε η ευτέλεια, ούτε κάποιο άλλο από τα παρόμοια είναι εμπόδιο για την απόκτηση της αρετής και την επίγνωση των θείων λογίων και των μυστηρίων τού Πνεύματος, αλλά και ο φτωχότερος και ο ευτελέστερος και ο πιο αμόρφωτος, αν δείξει προθυμία και την πρέπουσα επιστροφή προς το καλό, μπορεί όχι μόνο να γνωρίσει τη θεία διδασκαλία, αλλά και ο ίδιος να καταστεί διδάσκαλος με τη χάρη του Θεού. Αυτά βέβαια που εμποδίζουν προς τη σύνεση και την κατανόηση των πνευματικών διδαγμάτων είναι η ραθυμία μας και η με όλη τη δύναμη προσκόλληση στα πρόσκαιρα και στα βιοτικά, και εξαιτίας αυτών δεν μας δίνεται χώρος και ευκαιρία για την ακρόαση και μελέτη και ανάμνηση αυτών που ακούσθηκαν, ούτε φροντίζομε για τα μελλοντικά και τα αιώνια.
Και αυτό γίνεται φανερό περισσότερο από όλα και από την περικοπή τού ευαγγελίου που διαβάζεται σήμερα.

Αφού ο Κύριος μίλησε στο λαό παραβολικά, πλησιάζοντάς τον οι μαθητές του ιδιαιτέρως ζητούσαν να μάθουν τον σκοπό και τη σημασία τής παραβολής που λέχθηκε τότε και ερωτούσαν για ποιο λόγο μιλάει στο λαό με παραβολές, που δεν οδηγούν αβίαστα στην κατανόηση. Και ο Κύριος τότε λέγει προς αυτούς· «σε σας έχει δοθεί να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας τού Θεού, ενώ σ’ εκείνους προσφέρονται με παραβολές, ώστε βλέποντας να μη βλέπουν και ακούοντας να μη αντιλαμβάνονται».

Θα μπορούσε όμως κανείς να βρει το θάρρος και να πει· και τί σημαίνει αυτό, Κύριε; Εσύ που είσαι ο μόνος μεσίτης όλων, ο μόνος Δεσπότης και προνοητής των πάντων, ο μόνος κοινός Πατέρας, ο μόνος κοινός Σωτήρας, το φως αυτών που βρίσκονται στο σκότος της άγνοιας, το φως «που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο», τώρα φωτίζεις μόνο τους επίλεκτους μαθητές σου, ενώ στους άλλους μιλάς με ασάφεια, για να μη αναληφθούν τα λεγόμενα και φωτισθούν; Ναι, λέγει. Το μοναδικό ζώο σ’ αυτόν τον κόσμο που θέλησα να πλάσω με δική του προαίρεση είναι ο άνθρωπος· ήρθα βέβαια στον κόσμο όχι να εξαλείψω το πλάσμα των χεριών μου επειδή παραφθάρθηκε, αλλά να το διασώσω. Γι’ αυτό δεν σύρω με τη βία κανένα απολύτως· μόνους άξιους να φωτισθούν θεωρώ δίκαια αυτούς που θέλουν από μόνοι τους και ποθούν και ζητούν να κάνουν πράξη τη σωτήρια γνώση· γιατί «καθένας που αιτεί λαμβάνει και καθένας που ζητεί βρίσκει, και σε όποιον κρούει, θα ανοιχθεί»· από υπερβολική όμως φιλανθρωπία ομιλώ και σε εκείνους που δεν είναι τέτοιοι, αν και όχι με σαφήνεια, για να τους παρακινήσω και να τους προτρέψω να προτιμήσουν και να μάθουν να ζητούν, ώστε να δεχθούν τη σωτήρια γνώση. Γιατί έτσι θα δοθεί και σ’ αυτούς να γνωρίσουν τα μυστήρια της βασιλείας τού Θεού. Σε σας λοιπόν, λέγει, έχει δοθεί να τα γνωρίσετε, που το επιζητείτε με ιδιαίτερη φιλοπονία, ώστε να μετατρέψετε σε έργο τη γνώση. Γιατί καλό είναι όχι απλώς η γνώση, αλλ’ η έμπρακτη γνώση, όπως και η σύμφωνα με το λόγο πράξη· γιατί λέγει· «δεν θα δικαιωθούν οι ακροατές, αλλά οι εκτελεστές τού νόμου».

Αλλά βλέπετε ότι από τη δική μας απραξία και ραθυμία, αδελφοί, προέρχεται το να μη αντιλαμβανόμαστε και να μη κατανοούμε εύκολα την ιερή διδασκαλία; Αυτό λέγω και εγώ τώρα προς την αγάπη σας, που με εντολή, που ο Κύριος γνωρίζει, ορί­σθηκα διδάσκαλός σας. Αν κάποιος δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί τελείως το νόημα των διδασκομένων από εμένα στην εκκλησία, ας προσέρχεται σ’ εμένα κατ’ ιδίαν και να με ερωτά, και θ’ ακούσει με πολλή σαφήνεια και θα μετατρέψει σε έργο αυτό που άκουσε, με τη βοήθεια σ’ αυτό του Θεού, που μου δίνει λόγο, «όταν ανοίγω το στόμα μου», λόγω της επίμονης αυτής επιζήτησης αυτού.

Τώρα όμως ας δούμε από την αρχή την παραβολή. «Βγήκε ο σπορέας να σπείρει τον σπόρο του». Καλώς η χάρη τού Πνεύ­ματος νομοθέτησε να διαβάζεται τώρα η παραβολή αυτή στην εκκλησία ενώπιον όλων· γιατί τώρα είναι η εποχή τής σποράς και οι περισσότεροι φροντίζουν να παραχώνουν στη γη τούς από τη γη σπόρους. Αυτός όμως που σπέρνει στη γη τους ετήσιους καρπούς, επειδή σπέρνει φθαρτά, που αν δεν φθαρούν δεν φυτρώνουν, οπωσδήποτε θα θερίσει και θα καρπωθεί φθαρτά, πρόσκαιρη συντήρηση της σάρκας που έπειτα από λίγο θα διαλυθεί. Θα διδαχθούμε όμως με την παραβολή αυτή ποιά είναι τα πνευματικά και άφθαρτα σπέρματα και ποιος ο καιρός τής σποράς αυτής,ποιος επίσης ο σπορέας αυτών και ποια η κατάλληλη γι’ αυτά γη, για να μη κοπιάζομε με την ελπίδα τού θερισμού που θα μας θρέ­ψει πρόσκαιρα, αλλά και να κάνομε τα πάντα με την ελπίδα τού θέρους που θα μας προσφέρει αιώνια ζωή. Γιατί λέγει, «βγήκε ο σπορέας να σπείρει τον σπόρο του». Ποιός είναι αυτός; Είναι ο ίδιος ο Κύριος, αυτός που μέσω του Ψαλμωδού προείπε για τον εαυτό του, «θ’ ανοίξω το στόμα μου με παραβολές». Αλλά από πού βγήκε αυτός που είναι παντού παρών; Και πού ήρθε αυτός που δεν είναι από πουθενά απών; Αυτός λέγει πάλι για τον εαυτό του, «βγήκα από τον Πατέρα μου και ήρθα στον κόσμο». Βγήκε από τον Πατέρα του χωρίς να αποχωρισθεί από τους πατρικούς κόλπους, και ήρθε στον κόσμο αυτός που βρίσκεται μέσα στον κόσμο και μέσω του οποίου έγινε ο κόσμος, και κατέβηκε από τον ουρανό στη γη αυτός που γεμίζει τον ουρανό και τη γη. Ώστε το να εξέλθει ο μονογενής τού Θεού και το να έχει κατεβεί από τους ουρανούς δεν δηλώνει τίποτε άλλο, παρά την με σάρκα παρουσία του στον κόσμο και την κένωσή του από το απόρρητο ύψος της θεότητας στη μηδαμινότητα της ανθρώπινης φύσης.

Βγήκε λοιπόν αυτός έτσι «για να σπείρει τον σπόρο του». Ποιός είναι αυτός ο σπόρος; Ο λόγος τής διδασκαλίας, τα λόγια τής αιώνιας ζωής, οι εντολές τής αθανασίας, η επαγγελία τής νέας ζωής, το ευαγγέλιο της βασιλείας των ουρανών. Αυτού είναι αυτά· γιατί και αυτός λέγει για τον εαυτό του, «τα λόγια που εγώ λαλώ, είναι πνεύμα και ζωή», και ο Πέτρος έλεγε προς αυτόν, «έχεις λόγια ζωής αιώνιας». Μόνον αυτού λοιπόν είναι ο τέτοιος σπόρος και μόνον αυτός είναι που τον σπέρνει ασταμάτητα, με το οποίο γίνεται φανερό ότι αυτός είναι ο Θεός των πάντων. Βέβαια κάθε διδάσκαλος και ευαγγελιστής και κήρυκας της ευσέβειας και του ευσεβούς τρόπου ζωής σπέρνει ασφαλώς και αυτός τα λόγια τής ζωής, τον λόγο τής ευαγγελικής και ουράνιας διδασκαλίας, αλλά, αφού υπηρετήσει στη γενεά του τη βουλή τού Θεού, παρέρχεται, ενώ δεν υπήρχε ούτε προηγουμένως· και ο λόγος βέβαια της σωτηρίας που διδάσκοντας σπέρνει δεν είναι δικός του, αλλά του Θεού, που και συνεργεί με αυτόν και «του δίνει λόγο όταν ανοίγει το στόμα του».

Ο Κύριος όμως Ιησούς Χριστός, όντας Θεός αληθινός, έχει δικό του τον σπόρο αυτό τής αιώνιας ζωής και αυτός σπέρνει παντοτινά και μέσω του φυσικού νόμου μέσα στη κτίση, και μέσω του νόμου που έχει δοθεί γραπτώς στους Ισραηλίτες, και μέσω του προφητικού λόγου, και μέσω του ευαγγελίου τής χάριτος ύστερα. Καιρός βέβαια του σπόρου αυτού του είδους είναι όλος ο βίος κάθε ανθρώπου, και μάλιστα όλος ο χρόνος μετά την παρουσία τού Κυρίου μέχρι τη συντέλεια, ενώ καιρός τού θερισμού τού σπόρου αυτού είναι ο κατά την προσδοκώμενη δεύτερη έλευση και παρουσία τού Κυρίου· γι’ αυτό και ο απόστολος λέγει, «ο γεωργός οφείλει να οργώνει με ελπίδα», και «αυτός που σπέρνει στο πνεύμα, θα θερίσει αιώνια ζωή»· και ο Ψαλμωδός προφήτης· «αυτοί που σπέρνουν τώρα με δάκρυα, θα θερίσουν τότε με αγαλλίαση»


Βγήκε ο Κύριος να σπείρει τον σπόρο του. Πού; Στις καρδιές των ανθρώπων γιατί αυτές είναι τα χωράφια που δέχονται τα πνευματικά σπέρματα. Από αυτές άλλες μοιάζουν με δρόμο, καταπατημένες κατά κάποιο τρόπο και καταπιεσμένες από τους πονηρούς λογισμούς και τα πάθη και από τους επόπτες αυτών, τους πονηρότατους δαίμονες, άλλες μοιάζουν με πετρώδη γη, όσες από μικροψυχία και πώρωση δεν μπορούν να συγκρατήσουν μέχρι το τέλος τα σπέρματα της διδασκαλίας και να καρποφορήσουν με αυτά καρπούς προς αιώνια ζωή, και άλλες μοιάζουν με γεμάτο από αγκάθια έδαφος, επειδή το ενδιαφέρον τους συγκεντρώνεται στα κτήματα και τον πλούτο και τις πρόσκαιρες απολαύσεις και στα προερχόμενα από αυτές.

Καθώς λοιπόν παρατηρούνται πολλές διαφορές στις καρδιές τών ανθρώπων, «βγήκε» λέγει, «ο σπορέας να σπείρει τον σπόρο του· και καθώς έσπερνε, άλλος έπεσε στο δρόμο και καταπατήθηκε και το κατέφαγαν τα πετούμενα του ουρανού». Ένα μέρος λοιπόν, λέγει, ότι έπεσε στο δρόμο, δηλαδή σε καρδιές που ή ήταν έξω από την κύρια και ευθεία οδό, γι’ αυτό και καταπατήθηκε από τους πονηρούς δαίμονες που περπατούν στον κακότοπο, ή ήταν στην πονηρή οδό αυτών, γι’ αυτό και τα πετεινά τού ουρανού, δηλαδή τα εναέρια πονηρά πνεύματα, τον κατέφαγαν και τον αφάνισαν, και έτσι οι άνθρωποι εκείνοι είναι σαν να μη άκουσαν καθόλου τον λόγο τού Θεού· γιατί λέγει, «εκείνοι που έπεσαν δίπλα στο δρόμο είναι οι άνθρωποι που άκουσαν, έπειτα έρχεται ο διάβολος και αφαιρεί από τις καρδιές τους τον λόγο, για να μη σωθούν πιστεύοντας». «Και άλλο μέρος», λέγει, «έπεσε στην πέτρα», ενώ ο Ματθαίος λέγει, «στα πετρώδη μέρη», δηλαδή σε πωρωμένη και σκληρή καρδιά, μέσα στην οποία δεν μπορεί να εισχωρήσει ο λόγος, ώστε να την κυριεύσει με δύναμη και να ριζωθεί κατά κάποιο τρόπο μέσα σ’ αυτήν. Γι’ αυτό και λέγει, «αφού φύτρωσε, ξηράθηκε, γιατί δεν είχε ικμάδα»· δηλαδή, αφού έμεινε λίγο και φάνηκε να προοδεύει κάπως, έπειτα εξαφανίσθη­κε, καθώς προέκυψαν κάποιοι πειρασμοί, χωρίς να μπορέσει να φέρει τέλειο καρπό εξ’ αιτίας της αδυναμίας προαίρεσης· γιατί λέγει, «εκείνοι που έπεσαν πάνω στην πέτρα καρπό εξ’ αιτίας τής αδυναμίας είναι εκείνοι που όταν ακούσουν τον λόγο τον δέχονται με χαρά, δεν έχουν όμως ρίζα, αλλά πιστεύουν προσωρινά, και σε καιρό πειρασμού απομακρύνονται». «Και άλλο μέρος έπεσε ανάμεσα στα αγκάθια», δηλαδή σε καρδιές που είναι τελείως προσκολλημένες στα σωματικά και πρόσκαιρα και βιωτικά και βυθισμένες στις φροντίδες γι’ αυτά και στις ηδονές από αυτά. Γι’ αυτό και αφού βλάστησαν τα τέτοια αγκάθια μαζί με τον σπόρο, τον κατέπνιξαν και τον αφάνισαν. Γιατί λέγει, «αυτό που έπεσε στα αγκάθια είναι εκείνοι που άκουσαν τον λόγο, αλλά πορευόμενοι μέσω των φροντίδων και του πλούτου και των ηδονών τού βίου πνίγονται μαζί μ’ αυτά και δεν φέρουν καρπό».

Αφού ο Κύριος απομάκρυνε έτσι και αποδοκίμασε και εκείνους που δεν πρόσεξαν στη διδασκαλία τού θείου Πνεύματος, και που αυτοί είναι όσοι έπεσαν δίπλα στο δρόμο, και εκείνους που πρόσεξαν βέβαια, αλλά για λίγο, και που είναι αυτοί που μοιάζουν με πετρώδη γη, και εκείνους που τη δέχθηκαν οπωσδήποτε και την κρατούν με γνώση, αλλ’ έχουν διαφθαρεί από τον πλούτο και τη δόξα και την απόλαυση (γιατί αυτοί είναι οι ακανθώδεις), έπειτα με την παραβολή εισάγει και παρουσιάζει ποιοι είναι οι ευδόκιμοι, λέγοντας, «το άλλο μέρος έπεσε στο εύφορο το έδαφος», δηλαδή σε ψυχή που έχει καλή και αγαθή προαίρεση, η οποία και δέχεται με προθυμία και κρατεί μέσα της τον λόγο τής διδασκαλίας, μη επιτρέποντας στους εχθρούς τής σωτηρίας της να δημιουργήσουν μέσα από αυτήν είσοδο, και τον φυλάσσει υπομονετικά, μένοντας με σταθερότητα στα όσα άκουσε, με το να υποφέρει, με γενναιότητα τους πειρασμούς και τελεσφορεί, απορρίπτοντας τον χρηματιστικό και απολαυστικό και ρευστό βίο, και φέρει καρπό, όπως λέγει ο θείος Μάρκος, «που ανεβαίνει και αυξάνει σε τριάντα και εξήντα και εκατό φορές περισσότερο».

Θα μπορούσε όμως κάποιος να ονομάσει αυτά δουλεία, μισθοφορία, υιότητα. Πραγματικά αυτός που πλησιάζει τον Θεό αληθινά, πρώτα βέβαια ως υπεύθυνος είναι δούλος εξ αιτίας τής πρώτης ανυποταξίας και ανυπακοής, έπειτα, αφού δουλεύσει, επιθυμεί και μισθό, και αφού προκόψει στην αγάπη, είναι σαν υιός πλέον, που έχει φθάσει στην κατοχή τής αρετής και υπακούει κατά τρόπο φυσικό και αβίαστο στον ουράνιο Πατέρα. Ας προσπαθήσομε, αδελφοί, ή τη θεία υιοθεσία να κερδίσομε με την αγάπη προς τον Θεό, την απομάκρυνση από όλα τα γήινα, και τη διαρκή προσευχή και ψαλμωδία και απερίσπαστη προσήλωση σ’ αυτά, ή να συνταχθούμε με τους μισθωτούς, κατορθώνοντας την σε όλα εγκράτεια κατά τον αγώνα, ή να συναριθμηθούμε με τους δούλους πενθώντας τις προηγούμενες αμαρτίες μας· όποιος είναι έξω και από τα τρία αυτά, είναι έξω από τον χορό των σωζομένων.

Αλλά, λέγει, «λέγοντας αυτά ο Κύριος φώναζε, όποιος έχει αυτιά για να ακούει ας ακούει». Όχι ότι δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι αυτιά, αλλ’ ότι δεν τα έχουν όλοι για να ακούνε τον λόγο τής σωτηρίας. Επειδή όμως, σύμφωνα μ’ αυτό που λέγεται, «νους βλέπει και νους ακούει», αυτοί που ακούουν με νου και σύνεση, αυτοί έχουν αυτιά ν’ ακούουν. Αν επί πλέον «είναι και αγαθή η σύνεση εκείνων που την πραγματοποιούν» και ο λόγος διαβάζεται με τις πράξεις, εκείνος έχει αυτιά για ν’ ακούει, όχι εκείνος που απλώς ακούει, αλλ’ αυτός που υπακούει και κάνει πράξη αυτό που άκουσε.

Ας ακούσομε λοιπόν, αδελφοί, και εμείς με σύνεση, παρακαλώ, προ πάντων το ότι δεν είπε ο Κύριος, ότι βγήκε να οργώσει τα λογικά χωράφια, ούτε να κατακόψει δυο και τρεις φορές και να ξερριζώσει τις ρίζες τών άγριων βοτανών και να καταθρυμματίσει τους βώλους, δηλαδή να προκαλλιεργήσει τις καρδιές και τις διά­νοιές μας, αλλά βγήκε απευθείας να σπείρει. Γιατί; Επειδή η πριν από τη σπορά καλλιέργεια αυτή της ψυχής πρέπει να γίνεται από μας. Γι’ αυτό και ο πρόδρομος του ευαγγελίου τής χάριτος από πριν προέτρεπε με μεγάλη φωνή, λέγοντας, «ετοιμάσατε την οδό τού Κυρίου, κάμετε ευθείς τους δρόμους του», και «μετανοείτε, γιατί πλησίασε η βασιλεία τών ουρανών». Ετοιμασία βέβαια και αρχή μετάνοιας είναι η αυτομεμψία, η εξομολόγηση, η αποχή από τα κακά. Αλλά και επί πλέον απειλεί εκείνους που δεν είναι έτσι προετοιμασμένοι, ώστε να φέρουν καρπούς άξιους της μετάνοιας· γιατί λέγει· «κάθε δένδρο που δεν κάμνει καλό καρπό κόβεται και ρίχνεται στη φωτιά». Εκκοπή ασφαλώς είναι η απόφαση του Θεού εναντίον εκείνων που αμαρτάνουν αμετανόητα, σύμφωνα με την οποία, αφού αποσπασθούν και από την παρούσα και από τη μέλλουσα ζωή, παραπέμπονται, αλλοίμονο, στην άσβεστη γέεννα του πυρός.

Ας μετανοήσομε λοιπόν, αδελφοί, και ας δείξομε καρπούς άξι­ους της μετάνοιας·ας απομακρυνθούμε καθένας από τις κακίες του· ας μάθομε να λέμε και να πράττομε καλά· ας καταστήσομε τους εαυτούς μας πρόθυμους για την υποδοχή τού ουράνιου σπέρματος, του λόγου τής ζωής· ας σταματήσομε τη γλώσσα μας από τα κακά (ποιά είναι αυτά; η ματαιολογία, η κατηγορία, η καταλα­λιά), και τα χείλη μας, ώστε να μη εκστομίζουν όρκους και ψεύδη και φλυαρίες. Προφανώς αυτά είναι τα από την παραβολή λεγόμενα πονηρά πετεινά τού ουρανού, τα οποία κατατρώγουν και αφανίζουν το καλό σπέρμα.Γιατί κάθε λόγος είναι κατά κάποιο τρόπο εναέριο πτηνό· γι’ αυτό και κάποιοι ονόμασαν τους λόγους πτερόεντες. Ο πονηρός όμως λόγος, βγαίνοντας από τον πονηρό θησαυρό τής καρδιάς, σαν από φωλιά, μέσω του στόματος, αφαιρεί τον αγιασμό τής ψυχής· γι’ αυτό και ο Κύριος λέγει αλλού, ότι «αυτά που βγαίνουν από το στόμα είναι εκείνα που μολύνουν τον άνθρωπο». Να μη βγαίνει λοιπόν λόγος σάπιος από το στόμα σας αλλ’ εκείνος που είναι ικανός να προσφέρει εποικοδόμηση σ’ όσους τον ακούνε.

Κανένας λοιπόν από σας να μη είναι τόσο προσηλωμένος στα βιωτικά, ώστε ν’ απολιθωθεί κατά κάποιο τρόπο από αυτά, και να μη μπορεί ν’ ανοίγει τα αυτιά και την καρδιά στη δροσιά τών λόγων τής διδασκαλίας τού Πνεύματος. Γιατί δηλαδή το χώμα τής γης, όταν δέχεται τη βροχή, φουσκώνει και μαλακώνει και λιπαίνεται, ενώ το κεραμίδι μένει σκληρό και ξηρό και αδιάλυτο; όχι γιατί η γη θερμαίνεται με τις ακτινοβολίες τού ηλίου, αλλά δεν  κατακαίεται, γι’ αυτό και έχει ανοιχτούς τους πόρους προς υποδοχή τής βροχής, ενώ το κεραμίδι κατακαιόμενο από τη βίαια επαφή με τη φωτιά έχει τους πόρους στο βάθος δυνατά σφραγισμένους και κλειστούς, ώστε να μη μπορούν να δέχονται τη βροχή, έστω και αν είναι πάρα πολύ λεπτή; Έτσι και αυτός που κατέχεται από τα σωματικά και τα γήινα και τα βιωτικά σκληρύνεται υπερβολικά και για πάντα στην καρδιά και έχοντας νεκρωμένη τη διάνοια πριν επιστρέψει στη γη δεν συναισθάνεται την από τον Θεό διδασκαλία· αυτός όμως που χρησιμοποιεί τον κόσμο αυτό και σύμφωνα με την παραίνεση του αποστόλου δεν κάνει κατάχρηση αυτού, θα είναι έτοιμος να ζητεί και ν’ ακούει με σύνεση και να ενεργεί με ζήλο και προθυμία και τα ουράνια· και όχι μόνο ν’ ακούει έτσι, αλλά και να κρατά μέσα του τη διδασκαλία και να την μετατρέπει σε έργο, για να μακαρισθεί από τον Κύριο εξομοιούμενος με τον πιστό και φρόνιμο δούλο· γιατί λέγει· «αυτός που ακούει τους λόγους μου και τους εφαρμόζει, αυτόν θα τον θεωρήσω όμοιο με φρόνιμο άνδρα».

Αυτός που παραδίδεται αποχαυνωμένος στη γαστριμαργία και το υπερβολικό ποτό και τις απολαύσεις και τη μέθη να μη το κάνει αυτό στο εξής, αλλιώς μάταια θα δεχθεί το ουράνιο σπέρμα, τον λόγο τής διδασκαλίας. Γιατί δεν θα μπορέσει να φανεί καρποφόρα γη για τον Θεό. Όλοι εσείς γνωρίζετε ότι, όταν το υγρό υπερχειλίζει στα σπαρμένα χωράφια, αυτά δεν μπορούν να φέρουν καρπό· πώς λοιπόν θα μπορέσει να παρουσιάσει ουράνιο καρπό μια καρδιά που είναι καταμουσκεμένη με απολαύσεις και κρασοπότια; Αυτός που περιέπεσε σε κάποια ακαθαρσία πορνείας ας επιστρέψει και ας απομακρυνθεί απ’ αυτήν και ας καθαρίσει τον εαυτό του με τη μετάνοια. «Μήπως δηλαδή αυτός που πέφτει δεν σηκώνεται, ή αυτός που απομακρύνεται δεν επιστρέφει;». Γιατί αν κυλιέται σ' αυτόν τον βόρβορο, πώς δεχόμενος το θείο μύρο θα το κρατήσει μέσα του αβλαβές, το πολύτιμο μαργαριτάρι, εννοώ τον σωτήριο λόγο; Το μαργαριτάρι δεν φοριέται σε χοίρο, και το μύρο από τους συνετούς δεν ανακατεύεται με τον βόρβορο· γιατί είτε κάποιος χύσει αυτό και το αναμίξει με την κοπριά, είτε το βάλει σε ακάθαρτο σκεύος, όμοια αχρειώνει και καταστρέφει το μύρο, αν και βέβαια το θείο μύρο είναι απαθές· αλλ’ αυτό που θα πάθαινε, αν ήταν παθητό, αχρειωνόμενο, αυτό οπωσδήποτε θα πάθει αυτός που το τοποθέτησε σε τέτοιο σκεύος και δεν απομακρύνεται από την αμαρτία. Ο πλεονέκτης να σταματήσει στο εξής την πλεονεξία του, αλλά και να δίνει από όσα έχει σε εκείνους που δεν έχουν. Γιατί, αν δεν το κάνει αυτό, δεν θα διαφύγει τη θεία οργή, και αν δεν διαφύγει τη θεία οργή, πώς θα υποδεχθεί το θείο σπέρμα; Γιατί προς εκείνους που ερώτησαν, πώς θα αποφύγομε τη θεία οργή, ο Ιωάννης, ο Πρόδρομος του Κυρίου, έλεγε· «όποιος έχει δύο χιτώνες να προσφέρει τον ένα σε εκείνον που δεν έχει, και όποιος έχει τρόφιμα να κάνει το ίδιο».

Και γενικά ο καθένας σας τ’ αγκάθια και τα τριβόλια της αμαρτίας που έθρεψε μέσα του με την εμπαθή και φιλήδονη ζωή να τα ξερριζώσει με τη μετάνοια. Γιατί έτσι θα καλλιεργήσει τον εαυτό του και θα ετοιμασθεί για την υποδοχή τού σωτήριου σπέρματος και, αφού το λάβει, θα τελεσφορήσει και θα καρποφορήσει την αιώνια ζωή, για την οποία ζωή όχι μόνο τις ορέξεις τού σώματος αλλά, αν χρειασθεί, και την ίδια τη ζωή μας να προσφέρομε, γιατί έτσι θ’ ακολουθήσομε τα δεσποτικά ίχνη και θα γίνομε μέτοχοι τής με τη χάρη του Χριστού δόξας και βασιλείας, ζώντας μαζί μ’ αυτόν και δοξαζόμενοι μαζί του αιώνια.

Και μάρτυράς μας αδιάψευστος είναι ο κορυφαίος των μαρτύρων, ο θαυματουργός και μυροβλύτης Δημήτριος, στου οποίου την εικόνα γονατίζουν και παρίστανται χαρούμενοι βασιλείς και ιερείς, επειδή ακολούθησε τα δεσποτικά ίχνη με τον βίο και τον λόγο και τα πάθη, τού οποίου ευπρόσδεκτος πανηγυριστής και κοινωνός τής προκηρυσσόμενης ήδη τελετής θα είναι όχι γενικά οποιοσδήποτε, αλλ’ όποιος έχει προετοιμασθεί με τη μετάνοια. Γιατί, αυτός που απομακρύνθηκε από κάθε υλική προσπάθεια και, σύμφωνα με τον Παύλο, απέδειξε τον εαυτό του ολόκληρον ευωδία σε τέτοιο βαθμό, ώστε μετά την άθληση ν’ αναδείξει και τη σορό του πηγή ευωδέστατων μύρων, πώς θα δεχθεί να χορεύει γύρω του και να αναπέμπει ύμνους αυτόν που αναδίδει εμπαθή ύλη και εκπέμπει σαπίλα από αθεράπευτους μώλωπες αμαρτημάτων; Γιατί, σύμφωνα μ’ αυτό που έχει γραφεί, «δεν είναι ωραίος ο ύμνος των μαρτύρων σε στόματα αμαρτωλών». Ώστε λοιπόν, προεορτάζοντας, ας προκαθαρίσομε επίσης τους εαυτούς μας για την επερχόμενη κύρια ημέρα τής πανηγύρεως του μεγαλομάρτυ­ρα, ώστε, αφού ευφρανθούμε πνευματικά με την ανάμνηση των άθλων του για τον Χριστό και τον πριν από τους άθλους κατά Χριστόν βίο του και ευφρανθούμε μαζί μ’ αυτόν, να λάβομε αυτό αρραβώνα τής ελπιζόμενης από μας συμβίωσης μαζί με τους αιώνια ευφραινόμενους στους ουρανούς.

Αυτή τη συμβίωση είθε να επιτύχομε όλοι μας με τις πρεσβείες τού πολιούχου τής πόλης μας και Χριστομάρτυρα προς δόξα τού Πατέρα και τού Υιού και τού αγίου Πνεύματος, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.

(Πηγή: Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 11, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)

ΠΗΓΗ:  http://www.alopsis.gr

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2023

ΔΑΚΡΥΑ ΚΑΤΑΝΥΞΕΩΣ (Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος)

 Αποτέλεσμα εικόνας για δάκρυα μετανοίας



Μέσα στά θεόπνευστα κείμενα τοῦ ὁσίου Συμεών τοῦ Στουδίτη, ἀνάμεσα στίς ἄλλες θαυμάσιες διδαχές του, βρέθηκε γραμμένο καί τοῦτο: «Ἀδελφέ, νά μήν κοινωνήσεις ποτέ σου τά Ἄχραντα Μυστήρια χωρίς δάκρυα». Αὐτό τό φύλαξε ὁ ἴδιος σ᾿ ὅλη του τή ζωή, γι᾿ αὐτό τό δίδαξε καί σέ μᾶς. Ἀλλά μόλις τ᾿ ἄκουσαν μερικοί, ὄχι μόνο λαϊκοί ἀλλά καί μοναχοί ὀνομαστοί στήν ἀρετή, παραξενεύτηκαν καί εἶπαν: “Ἐμεῖς λοιπόν πρέπει νά μένουμε σχεδόν πάντα ἀκοινώνητοι, γιατί εἶν᾿ ἀδύνατο νά κοινωνοῦμε κάθε φορά μέ δάκρυα”. 

Ἀκούγοντας τους ἐγώ ὁ ἄθλιος, ἀποτραβήχθηκα κι ἔκλαψα πικρά. Ἀλλοίμονο στή τύφλωση καί τήν ἀναισθησία τους! Ἄν φρόντιζαν νά ἔχουν ἀδιάλειπτη μετάνοια, δέν θά τό ἔλεγαν ἀδύνατο. Ἄν εἶχαν καρπούς πνευματικούς, δέν θά ἦταν ἀμέτοχοι σ᾿ αὐτό τό θεῖο χάρισμα. Ἄν ἀποκτοῦσαν γνήσιο φόβο Θεοῦ, θά παραδέχονταν πώς μπορεῖ κανείς νά κλαίει ὄχι μόνο ὅταν κοινωνεῖ, ἀλλά πάντα.
“Καί ὅμως”, λένε ἐκεῖνοι, “δέν εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εὐκολοκατάνυκτοι. Ὑπάρχουν πολλοί, πού ἔχουν μιά φυσική σκληρότητα. Αὐτοί δέν κλαῖνε οὔτε ὅταν τούς δέρνουν. Πῶς λοιπόν μποροῦν νά μεταλαβαίνουν πάντα μέ δάκρυα;”.
Ἀλλά, ρωτάω κι ἐγώ, πῶς συμβαίνει νά εἶναι ἄλλος δυσκολοκατάνυκτος καί ἄλλος εὐκολοκατάνυκτος; Πῶς ἔγινε ἔτσι ὁ πρῶτος καί ἀλλιῶς ὁ δεύτερος; Ἀκοῦστε: Ὁ δυσκολοκατάνυκτος ἔγινε τέτοιος ἀπό προαίρεση κακή, ἀπό λογισμούς πονηρούς καί ἀπό ἔργα ἁμαρτωλά. Ὁ Εὐκολοκατάνυκτος, ἀντίθετα, ἀπό προαίρεση καλή, ἀπό λογισμούς ἀγαθούς καί ἀπό ἔργα ἀρετῆς. Σκέψου καί θά δεῖς, ὅτι πολλοί ἄνθρωποι πού ἦταν καλοί, ἔγιναν κακοί διαμέσου αὐτῶν τῶν τριῶν: τῆς προαιρέσεως, τῶν λογισμῶν καί τῶν ἔργων. Καί ἄλλοι, πού ἦταν κακοί, ἔγιναν καλοί πάλι μ᾿ αὐτά. Ὁ Ἑωσφόρος ἀπό ποῦ ἔπεσε; Δέν ἔπεσε ἀπό προαίρεση καί λογισμό πονηρό; Ὁ Καίν ἀπό ποῦ ἔγινε ἀδελφοκτόνος, ἄν ὄχι ἀπό κακή προαίρεση καί πονηρούς λογισμούς φθόνου κατά τοῦ Ἄβελ; Καί ὁ Σαούλ ἀπό ποῦ παρακινήθηκε νά σκοτώσει τό Δαβίδ, πού τιμοῦσε καί ἀγαποῦσε πρωτύτερα; Ἀπό τή φύση του ἤ ἀπό τήν κακή του προαίρεση; Ἀσφαλῶς ἀπό τή δεύτερη, γιατί κανένας δέν ἔγινε ἀπό τό Θεό πονηρός. Ἀλλά τί θά ποῦμε καί γιά τούς ληστές, πού σταυρώθηκαν μαζί μέ τό Χριστό; Ὁ ἕνας, πού εἶχε ἀγαθή προαίρεση, πίστεψε καί παρακαλοῦσε μετανοημένος τόν Κύριο νά τόν πάρει μαζί Του στή βασιλεία Του. Καί ὁ ἄλλος, πού εἶχε πονηρή προαίρεση, ἀπιστοῦσε καί Τόν ὀνείδιζε.
Ἑπομένως ὁ καθένας γίνεται εἴτε εὐκολοκατάνυκτος καί ταπεινός εἴτε δυσκολοκατάνυκτος καί ὑπερήφανος ἀπό τήν αὐτεξουσιότητα τῆς προαιρέσεώς του. Γιά νά τό καταλάβετε ὅμως καλύτερα, ἀκοῦστε καί τό παρακάτω παράδειγμα.
Δύο ἄνθρωποι, ἴσως καί σαρκικοί ἀδελφοί, εἶναι συνομήλικοι, ὁμότεχνοι, ὁμόγνωμοι, ὅμοιοι σέ ὅλα. Συμβαίνει μάλιστα νά εἶναι καί οἱ δύο κακοί, ἄσπλαχνοι, φιλάργυροι, ἀκόλαστοι – μέ δυό λόγια, βουτηγμένοι μέσα στό βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας. Αὐτοί λοιπόν οἱ δύο ἀδελφοί πᾶνε σέ μοναστήρι καί γίνονται μοναχοί. Ὁ ἕνας ἀπέχει ἀπ᾿ ὅλα τά κακά, καί μέ πολύ κόπο κατορθώνει νά γίνει ἐνάρετος. Ὁ ἄλλος, ἀντίθετα, δέν κάνει τίποτα γιά νά βελτιωθεῖ. Γίνεται μάλιστα χειρότερος ἀπό πρίν. Γιατί λοιπόν δέν κατόρθωσαν καί οἱ δύο τήν ἀρετή ἤ δέν κυλίστηκαν καί οἱ δύο ὅμοια στήν κακία; Ἐπειδή ὁ πρῶτος, μόλις μπῆκε στό μοναστήρι, ἄρχισε νά μιμεῖται τούς ἐναρέτους Πατέρες, νά προσέχει τήν ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν καί νά συναγωνίζεται τούς ἄλλους στή νηστεία, στίς προσευχές, στή σιωπή, στήν κατάνυξη, στήν πραότητα. Ὑπέμεινε ἀκόμα μέ προθυμία καί καρτερία τίς ταπεινώσεις, τίς θλίψεις καί τούς κόπους τῆς ἀσκήσεως χωρίς γογγυσμό, ἔκανε ὅ,τι τόν πρόσταζαν χωρίς ἀντιλογία κι ἔτρεχε πρῶτος στίς πιό εὐτελεῖς ἐργασίες. Κοντολογῆς, ἔκανε μ᾿ ἐπίγνωση ὅλα ὅσα μᾶς διδάσκουν οἱ ἱερές Γραφές, γιά νά βρεῖ ἔλεος ἀπό τό Θεό καί νά συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες του. Ὁ ἄλλος ὅμως δέν ἔκανε τίποτε ἀπ᾿ αὐτά, καί ἔμεινε ἀδιόρθωτος, ὅπως ἦταν καί πρίν γίνει μοναχός, γιά νά μήν πῶ πώς ἔγινε καί χειρότερος. Πῶς λοιπόν αὐτοί οἱ δυό τόσο ὅμοιοι ἄνθρωποι ἀκολούθησαν τόσο διαφορετικό δρόμο; Ἀσφαλῶς ἀπό τήν καλή του προαίρεση ὁ ἕνας καί ἀπό τήν κακή ὁ ἄλλος.
Ἔτσι καί κάθε ἄνθρωπος δέν γίνεται εὐκολοκατάνυκτος ἤ σκληρόκαρδος παρά ἀπό τήν προαίρεσή του, καθώς καί ἀπό τήν ἐσωτερική τοποθέτηση καί τήν πολιτεία του. Γιατί πῶς εἶναι δυνατό νά ἔχει δάκρυα κατανύξεως, ἐκεῖνος πού συνεχῶς διασπᾶται σέ χίλιες δυό μάταιες μέριμνες, καί δέν ἔχει νοῦ γιά προσευχή, γιά σιωπή, γιά ἡσυχία, γιά ἀνάγνωση τῶν ἱερῶν βιβλίων;Πῶς μπορεῖ ν᾿ ἀποκτήσει κατάνυξη, ἐκεῖνος πού περιεργάζεται «τούς πάντας καί τά πάντα», καί θέλει νά μαθαίνει τό καθετί καί ν᾿ ἀνακατεύεται στίς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων; Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος πότε θά βρεῖ χρόνο ν᾿ ἀναλογισθεῖ τίς ἁμαρτίες του, νά συντριβεῖ καί νά κλαψεῖ γιά τίς πτώσεις του, νά σκεφτεῖ καί νά μελετήσει τά σφάλματά του;
Ὅποιος δέν κλείνει τό στόμα του γιά νά μήν πεῖ ἄπρεπες ἤ περιττές κουβέντες, ὅποιος δέν κλείνει τ᾿ αὐτιά του γιά νά μήν ἀκούει μάταια κι ἀνώφελα λόγια, αὐτός δέν θυμᾶται τή φοβερή ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Δέν σκέφτεται ὅτι θά σταθεῖ μπροστά στό φοβερό κριτήριο τοῦ Χριστοῦ γυμνός κι ἀνυπεράσπιστος, καί θά δώσει ἀπολογία γιά κεῖνα πού ἔκανε στή ζωή του. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι δυνατό ν᾿ ἀποκτήσει δάκρυα καί νά κλάψει ἀπό μετάνοια καί κατάνυξη, ἔστω κι ἄν ζήσει ἑκατό χρόνια. Καί μπορεῖ νά πηγαίνει στήν ἐκκλησία καί νά συμμετέχει στίς ἱερές ἀκολουθίες μαζί μέ τούς εὐσεβεῖς πιστούς, ἀλλά τό κάνει ἀπό συνήθεια, σάν μιά ρουτίνα, μέ ἀμέλεια καί ὀκνηρία. Γι᾿ αὐτό βγαίνει ἀπό τό ναό τοῦ Θεοῦ χωρίς ὠφέλεια, καί δέν αἰσθάνεται καμιά ἀλλοίωση πρός τό καλύτερο στήν ψυχή του.
Ἄν λοιπόν θέλουμε δάκρυα, πρέπει νά βιάσουμε τόν ἑαυτό μας καί νά ὑπομένουμε τίς θλίψεις, τίς ταπεινώσεις καί τούς πειρασμούς, θεωρώντας τόν ἑαυτό μας χειρότερο ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἄν θέλουμε κατάνυξη, πρέπει νά δουλέψουμε πρῶτα σ᾿ ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Ἡ κατάνυξη εἶναι μιά θεία φωτιά, πού διαλύει τά πάθη. Τά δάκρυά της πλένουν καί καθαρίζουν τή λερωμένη ἀπό τήν ἁμαρτία ψυχή μας. Κανένας ἄνθρωπος δέν ἁγιάσθηκε, δέν ἔλαβε Πνεῦμα Ἅγιο καί δέν ἔγινε κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά καθαριστεῖ πρῶτα μέσα στά δάκρυα τῆς κατανύξεως, τῆς μετάνοιας καί τῆς συντριβῆς.
Ἐκεῖνοι μάλιστα πού ἰσχυρίζονται ὅτι δέν μπορεῖ νά κλαίει κανείς κάθε μέρα, φανερώνουν ἔτσι πώς εἶναι γυμνοί ἀπό ἀρετή. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς τό λένε καθαρά: Ἐκεῖνος πού θέλει νά κόψει τά πάθη του, μόνο μέ τά δάκρυα θά τά κόψει. Κι ἐκεῖνος πού θέλει ν᾿ ἀποκτήσει ἀρετές, μόνο μέ πένθος θά τό κατορθώσει. Ἀλήθεια, σέ τί χρησιμεύουν τά ἐργαλεῖα μιᾶς τέχνης, ὅταν λείπει ὁ τεχνίτης, πού γνωρίζει νά τά μεταχειριστεῖ καί νά φτιάξει ὅ,τι θέλει; Δέν χρησιμεύουν σέ τίποτα. Σέ τί ὠφελεῖ τόν κηπουρό νά σκάψει ὅλο του τόν κῆπο καί νά φυτέψει κάθε λογῆς λαχανικά, ἄν δέν κατεβεῖ βροχή νά τά ποτίσει; Δέν τόν ὠφελεῖ σέ τίποτα. Ἔτσι κι ἐκεῖνος πού μεταχειρίζεται τίς ἄλλες ἀρετές καί κοπιάζει νά τίς ἀποκτήσει, δέν ὠφελεῖται καθόλου χωρίς τήν ἁγία κατάνυξη, τήν ἀπαραίτητη προϋπόθεση ὅλων τῶν ἀρετῶν.
Λοιπόν, ἀδελφοί μου, πρίν καί πάνω ἀπ᾿ ὅλες τίς ἀρετές εἶναι ἡ μετάνοια, τόπένθος καί τά δάκρυα, πού ἀκολουθοῦν τό πένθος. Οὔτε πένθος γίνεται χωρίς μετάνοια, οὔτε δάκρυα χωρίς πένθος. Καί τά τρία εἶναι ἀλληλένδετα, καί δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει τό ἕνα χωρίς τά ἄλλα. Ἄς μή λέμε λοιπόν ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά κλαῖμε κάθε μέρα, γιατί ἐρχόμαστε σέ ἀντίθεση μέ τόν Κύριο, πού μακάρισε ὅσους κλαῖνε, καί ὑποσχέθηκε ὅτι θά γελάσουν ἀπό χαρά καί ἀγαλλίαση στήν οὐράνια βασιλεία Του: «Μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε».
Γιά νά ἔρθει ὅμως καί σέ μᾶς ἡ χάρη τῶν δακρύων, πρέπει, ὅπως εἴπαμε, νά διαβάζουμε ἀδιάκοπα τά ἱερά βιβλία, νά ὑπομένουμε καρτερικά τίς θλίψεις, τούς ἐμπαιγμούς, τίς κατηγορίες καί τίς διαβολές, νά προσευχόμαστε στό Θεό γι᾿ αὐτούς πού μᾶς κάνουν κακό, νά ταπεινώνουμε τόν ἑαυτό μας σέ κάθε εὐκαιρία, ν᾿ ἀποφεύγουμε τή φλυαρία καί νά μήν ἀσχολούμαστε μέ τούς ἄλλους, ἀλλά νά σκεφτόμαστε μόνο τίς δικές μας ἁμαρτίες καί νά μετανοοῦμε βαθιά γι᾿ αὐτές. Κι ἄν δέν ἔχουμε δάκρυα, τουλάχιστο νά τά ζητᾶμε ἀπό τό Θεό. Ἡ αὐτομεμψία καί τό πένθος, πάντως, βοηθοῦν τήν ψυχή νά βρεῖ τήν κατάνυξη. Πρῶτος καρπός τοῦ πένθους γιά τίς ἁμαρτίες μας εἶναι τά δάκρυα, πού προσφέρονται στό Θεό σάν θυσία εὐπρόσδεκτη καί καθαρίζουν τό ρύπο τῆς ψυχῆς. Κι ὅταν ἡ ψυχή ἔρθει σέ κατάσταση μετάνοιας κι ἀληθινοῦ πένθους, δέν περνάει οὔτε μιά μέρα δίχως δάκρυα, ὅπως ὁ προφήτης Δαβίδ, πού ἔλεγε: «Λούσω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τήν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τήν στρωμνήν μου βρέξω».
Ἄς ἀγωνιστοῦμε λοιπόν κι ἐμεῖς νά μετανοήσουμε ἀληθινά, ν᾿ ἀποκτήσουμε ἐπίγνωση τῶν πολλῶν καί μεγάλων ἁμαρτημάτων μας καί νά καθαριστοῦμε ἀπ᾿ αὐτά, ἀκούγοντας τήν προτροπή τοῦ ἁγίου ἀδελφοθέου Ἰακώβου: «Καθαρίσατε χεῖρας ἁμαρτωλοί καί ἁγνίσατε καί κλαύσατε· ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μεταστραφήτω καί ἡ χαρά εἰς κατήφειαν. Ταπεινώθητε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καί ὑψώσει ὑμᾶς».
Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος

(Ἀπό τό βιβλίο: “ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ”, Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττική)
Πηγή: alopsis.gr

Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2023

ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΦΑΝΗΣ Ο ΓΡΑΠΤΟΣ: Ο μεγάλος ομολογητής της Ορθοδοξίας μας (11 Οκτωβρίου)

  

Μια από τις ηρωικότερες περιόδους της εκκλησιαστικής μας ιστορίας είναι και η περίοδος της εικονομαχίας (726-842), κατά την οποία ανεδείχθησαν πλήθος ομολογητών της Ορθοδόξου Πίστεως. Υπερασπίσθηκαν με σθένος την Ορθοδοξία, ορθώνοντας το ανάστημά τους στους διώκτες των Ιερών Εικόνων, οι οποίοι έχοντας την αυτοκρατορική δύναμη, δίωκαν με μανία τους ομολογητές της Ορθοδοξίας.

Ένας από αυτούς υπήρξε ο άγιος Θεοφάνης ο επονομαζόμενος Γραπτός. Γεννήθηκε στην Παλαιστίνη το 745. Πατέρας του ήταν ο ευσεβής Ιωαννάς, ο οποίος φρόντισε να μεταδώσει, τόσο στον ίδιο, όσο και στον αδελφό του Θεόδωρο την ευσέβεια. Φρόντισε επίσης να τους μορφώσει, στέλνοντάς τους στη φημισμένη Μονή του Αγίου Σάββα, κοντά στο σοφό διδάσκαλο Γέροντα Μιχαήλ, να σπουδάσουν την ιερή επιστήμη της Θεολογίας, καθώς και αρχαία Ελληνικά, γραμματική, ποίηση, μουσική κλπ.

Τα δύο αδέλφια έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και επιμέλεια στις σπουδές τους και επίσης μυήθηκαν στην ορθόδοξη πνευματικότητα και στο μοναχικό ασκητικό πνεύμα. Ο δάσκαλός τους Μιχαήλ το 811 τους πήρε μαζί του, ως υποτακτικούς του στη Μονή των Σπουδαίων, κοντά στο ναό της Αναστάσεως. Κατόπιν ο Πατριάρχης Θωμάς τους χειροτόνησε ιερείς και τους έστειλε πρέσβεις στην Κωνσταντινούπολη και στη Ρώμη, προκειμένου να στηρίξουν τους διωκόμενους Ορθοδόξους από τους διώκτες τους εικονομάχους, αλλά και να ζητήσουν τη στήριξη για τις απειλές και τις διώξεις που ασκούσαν οι Άραβες μουσουλμάνοι κατά του Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων. Εγκαταστάθηκαν στην περίφημη Μονή της Χώρας.

Αλλά, λίγο αργότερα, το 815 πέθανε ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβές (811-813) και ανέβηκε στο θρόνο ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος (813-820), ο οποίος εγκαινίασε τη δεύτερη περίοδο της εικονομαχικής έριδας. Διέταξε την πλήρη απαγόρευση προσκύνησης και τιμής των Ιερών Εικόνων, ακόμα και με την ποινή του θανάτου, την καταστροφή όλων των Εικόνων και το ασβέστωμα των τοιχογραφιών των ναών. Τότε τα δύο αδέλφια, Θεοφάνης και Θεόδωρος, μαζί με το δάσκαλό του Μιχαήλ, παρουσιάστηκαν στον ασεβή αυτοκράτορα και τον ήλεγξαν για το διάταγμά του. Ο Λέων, όχι μόνον δεν έδειξε σημάδια συνετισμού, αλλά διέταξε τον άγριο βασανισμό τους. Τους μαστίγωσαν άγρια και τους έκλεισαν στη φυλακή. Αφού απέκρουσαν και τις προσπάθειες του μελλοντικού εικονομάχου Πατριάρχη Ιωάννου Γραμματικού, να συμμορφωθούν με το αυτοκρατορικό διάταγμα, τους ξεχώρισαν. Έκλεισαν τα δύο αδέλφια σε ένα φρούριο στο Βόσπορο, στερώντας τους ακόμα και την τροφή.

Μετά τη δολοφονία του Λέοντα (820) κόπασαν οι διωγμοί των Ορθοδόξων και τα δύο αδέλφια εγκαταστάθηκαν στην Ιερά Μονή Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Σωσθενίου στο Βόσπορο, οι οποίοι με τον υποδειγματικό ασκητικό τους αγώνα και τις πολλές επιστολές τους στερέωσαν την ορθόδοξη πίστη. Αλλά το 829 ανέβηκε στο θρόνο ο επίσης φανατικός εικονομάχος αυτοκράτορας Θεόφιλος (829-842), ο οποίος εγκαινίασε νέα σφοδρή εικονομαχική περίοδο, καταδιώκοντας απηνώς τους ομολογητές Ορθοδόξους. Τα δυο αδέλφια εξορίστηκαν στη νήσο Αφουσία, το 834, μαζί με άλλους ορθοδόξους ομολογητές. Επειδή δεν πειθάρχησαν, και ασκούσαν σφοδρή κριτική κατά των εικονομάχων και του Παλατίου, κλήθηκαν το 836 σε νέα ανάκριση από τον αυτοκράτορα. Οι δύο ομολογητές μοναχοί ήλεγξαν και πάλι με θάρρος και παρρησία τον ασεβή αυτοκράτορα, ομολογώντας την ορθόδοξη πίστη. Υποβλήθηκαν και πάλι σε νέα βασανιστήρια. Με πυρωμένο σίδερο έγραψαν στα μέτωπά τους δώδεκα ιμαβικούς στίχους, με την αιτία των διώξεών τους. Γι’ αυτό ονομάστηκαν από τότε Γραπτοί. Στη συνέχεια τους έριξαν στην πιο υγρή και σκοτεινή φυλακή του Πραιτωρίου, με στόχο να πεθάνουν απομονωμένοι. Τότε πήραν επιστολές παρηγορητικές από το δάσκαλό τους Μιχαήλ και τον άγιο Μεθόδιο, ενθαρρύνοντας τους να υπομείνουν ως τέλους τα μαρτύρια. Σε λίγο καιρό τους έστειλαν σε νέα εξορία στην Απάμεια της Βιθυνίας (Μουδανιά), όπου όμως έγιναν ενθουσιωδώς δεκτοί από το λαό. Ο Θεόδωρος, κοιμήθηκε το 838, εξουθενωμένος από τις κακουχίες. Ο αδελφός του Θεοφάνης, αψηφώντας την διαταγή του αυτοκράτορα, να μείνει άταφο το σώμα του, το ενταφίασε, συνθέτοντας και έναν εξαίσιο ποιητικό κανόνα.

Μετά από την θαρραλέα αυτή πράξη του, ο Θεοφάνης εξορίστηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάστηκε δραστήρια για την επικράτηση του Ορθοδόξου Δόγματος και την απόκρουση της αιρέσεως της εικονομαχίας. Αλλά το 842 πέθανε ο ασεβής Θεόφιλος και στο θρόνο ανέβηκε ο ανήλικος γιός του Μιχαήλ Γ΄ (842-867), τον οποίο επιτρόπευε η ευσεβής αυτοκράτειρα αγία Θεοδώρα, η οποία έπαυσε αμέσως τους διωγμούς, επανέφερε σε ισχύ τις αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787) και το 842 αναστήλωσε οριστικά τις άγιες Εικόνες. Παράλληλα επανέφερε από την εξορία και έβγαλε από τις φυλακές τους ομολογητές της πίστεως. Ο Θεοφάνης ανακλήθηκε από την εξορία και ο Πατριάρχης άγιος Μεθόδιος το 842 τον χειροτόνησε Μητροπολίτη Νικαίας. Εκεί πέρασε το υπόλοιπο του πολυτάραχου επίγειου βίου του, ποιμαίνοντας θεοφιλώς το ποίμνιό του, προσευχόμενος και ασκούμενος. Ως άφθαστος ποιητής και υμνογράφος συνέθεσε πλήθος εκκλησιαστικών ύμνων, οι οποίοι ψάλλονται μέχρι σήμερα κατά τις δεσποτικές και θεομητορικές εορτές και σε μνήμες αγίων. Κοιμήθηκε ειρηνικά την 11η Οκτωβρίου του 845. Ανακηρύχτηκε άγιος και η σεπτή μνήμη του εορτάζεται την ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του.

Ο άγιος Θεοφάνης ο Γραπτός συγκαταλέγεται στους μεγάλους Πατέρες, Ομολογητές και υμνογράφους της Εκκλησίας μας, ο οποίος αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στην ομολογία και την προάσπιση της Ορθοδόξου πίστεως, της μόνης αληθινής και σώζουσας πίστεως. Τόσον αυτός, όσο και οι άλλοι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, είναι (πρέπει να είναι) και σε μας σήμερα τα μεγάλα ζωντανά παραδείγματα, να μην κάνουμε την παραμικρή έκπτωση και υποχώρηση στα θέματα της πίστεως, όπως έκαμαν και εκείνοι!

Λάμπρος Σκόντζος, Θεολόγος

Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ'.
Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καὶ σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Θεόφανες σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἀπολυτίκιον (Ήχος πλ α'. Τον συνάναρχον λόγον)
Μυηθεῖς τῶν Ἀγγέλων Πάτερ τὸ σύντονον, θεοφανείας ἀρρήτου ἐδείχθης σάλπιγξ χρυσή, περιούσιον λαὸν τρέφων τοὶς λόγοις σου, τῶν γὰρ πανσόφων σου ᾠδῶν, ἡ πανεύσημος μολπή, εὐφραίνει τὴν Ἐκκλησίαν, δι' ἣν λαμπρῶς ἠγωνίσω, θεομακάριστε Θεόφανες.