† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2023

ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ (Ἃγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος)

Σχετική εικόνα

 

Αποτέλεσμα εικόνας για Άγιος Εφραίμ ο ΣύροςἌς μήν κυριευόμαστε λοιπόν ἀπό ἐκεῖνο τό φόβο πού ἔχει σχέση μέ τά πράγματα καί τίς καταστάσεις τοῦ μάταιου αὐτοῦ κόσμου. Νά μήν φοβόμαστε δηλαδή ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει φόβος (Α’ Ἰωάν. 4, 18). Γιατί ποιός ἀνθρώπινος φόβος μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ τό θεῖο φόβο; Καί ποιά φθαρτή ἀνθρώπινη δόξα μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ τήν μεγαλωσύνη, τήν ἀνέκφραστη δύναμη καί τήν ἄφθαρτη δόξα τοῦ Θεοῦ;

Ἐπειδή ὅμως μᾶς παρασύρουν τά γήινα πράγματα, δέν μποροῦμε, μέ τή δύναμη τῆς πίστης καί τό φωτισμό τῆς γνώσης, νά προσηλώσουμε τό νοῦ μας στά ἀόρατα. Ἄν λοιπόν, ἔστω καί μόνο ἀπό τή θέα τῶν ὁρατῶν πραγμάτων ὁδηγούμαστε στήν κατανόηση τῆς ἀνέκφραστης δύναμης τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ, ἄς σταθοῦμε ἐνώπιόν Του μέ δέος καί ἄπειρο σεβασμό.

Ἄν κάποιος θελήσει νά μετακινήσει ἕνα βράχο, ἔστω κι ἄν ὁ ἴδιος εἶναι βασιλιάς, δέν θά μπορέσει νά τό κάνει μέ ἄλλον τρόπο, παρά μονάχα ἄν χρησιμοποιήσει διάφορους μοχλούς καί σχοινιά. Ὁ Θεός ὅμως μπορεῖ νά κάνει τή γῆ νά τρέμει καί μόνο μέ τό βλέμμα Του (πρβλ.Ψαλμ. 103, 32). Δέν ἀπορεῖ ὁ νοῦς σου; Τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ καί μόνο νά κάνει τά βουνά νά τρέμουν κι ἄλλα βαριά πράγματα νά σαλεύουν! ‘Εκεῖνος θέλει καί εὐδοκεῖ καί στηρίζει τά σύμπαντα μέ τό λόγο Του! Δέν σέ ἐντυπωσιάζει πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ λάμψη τῆς ἀστραπῆς καί ὁ ἦχος τῆς βροντῆς; Αὐτά εἶναι τόσο ἐκπληκτικά ὥστε ὄχι μόνον οἱ ἄνθρωποι ζαρώνουν ἀπό τό φόβο τους, ἀλλά καί τά θηρία καί τά κτήνη καί τά ὄρνεα καί τά ὑδρόβια πουλιά. Ὅσα ὅμως κι ἄν ποῦμε, δέν θά καταφέρουμε νά παρουσιάσουμε τό μέγεθος αὐτοῦ τοῦ θέματος. Ἄς γονατίσουμε λοιπόν ἐνώπιόν Του κι ἄς κλάψουμε (πρβλ. Ψαλ. 94, 6) μπροστά στήν ἀγαθότητά Του, μιλώντας ἀπ’ τήν καρδιά μας καί λέγοντας: «Ἐσύ Κύριε, εἶσαι ὁ Θεός μας καί κανένας ἄλλος. ‘Ενώπιόν Σου ἁμαρτήσαμε κι ἐνώπιόν Σου τώρα προσπίπτουμε. Ἄν Σύ θελήσεις, νά μᾶς σώσεις Κύριε, κανένας δέν μπορεῖ ν’ ἀναχαιτίσει τούτη τήν ἀπόφασή Σου καί νά Σέ δυσκολέψει».

Ὁ Κύριος εἶναι εὔσπλαχνος καί ἀγαθός. Κι ἄν ἀκόμα ἐμεῖς παρασυρθήκαμε καί ἁμαρτήσαμε ἀπό ἀπερισκεψία, ἄς φροντίσουμε νά θεραπευθοῦμε μέ τή μετάνοια. Ἄν πάλι, ὡς ἄνθρωποι παρασυρθήκαμε ἀπό κάποιο πάθος, ἄς μήν ἀπελπιστοῦμε ἐντελῶς, ἀλλά γνωρίζοντας ποιός Θεός μᾶς ἔχει προσκαλέσει καί ἔχοντας συναίσθηση τῆς κλήσης μας, ἄς ἀκούσουμε ἐκεῖνον πού λέει: «Μετανοεῖτε, γιατί ἔφτασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 4, 17).

Δέν ὅρισε τή μετάνοια σάν φάρμακο γιά κάποια μονάχα ἁμαρτήματα, ἀποκλείοντας κάποια ἄλλα. Γιά κάθε εἴδους τραῦμα τῆς ἁμαρτίας, γιά κάθε ἁμάρτημα πνευματικό, ὁ Μεγάλος Γιατρός τῶν ψυχῶν μας, μᾶς τήν ἔχει, σάν φάρμακο χαρίσει.

Ἄς ξεριζώσουμε λοιπόν τίς κακές συνήθειες τῆς ψυχῆς μας. Ἀντί γιά τούς καυστῆρες ἄς μεταχειριστοῦμε τό φόβο τοῦ Θεοῦ, μέ τόν ὁποῖο θά μπορέσουμε νά ἀντικρούσουμε ὅλες τίς ἄστοχες ἐπιθυμίες πού φέρουν μέσα τους τά ἀγκάθια τῆς ἁμαρτίας. Ἄς ἀντιταχθοῦμε μέ τό συνετό λογισμό, σέ αὐτά πού μᾶς ὑπαγορεύουν οἱ φιλήδονοι λογισμοί, γιατί εἶναι γραμμένο: «Νά γίνεσθε ἅγιοι, γιατί ἐγώ εἶμαι ἅγιος» (Α’ Πέτρ. α’ 16).

Ἔτσι, μέ τή Χάρη τοῦ Σωτῆρα μας Θεοῦ, θά ἐπιτύχουμε τήν ἄφθαρτη ζωή.

Ὁ Κύριος γιά τήν ἐπιστροφή καί τήν εἰλικρινή μετάνοιά μας θά συγχωρέσει καί θά παραγράψει τίς ἁμαρτίες μας, γιατί εἶναι ἐλεήμων καί εὔσπλαχνος.

Κι ἄν κάποιος ἀπό ἐκείνους, πού ἔχουν τήν ἐντύπωση πώς ἔχουν κοπιάσει περισσότερο στήν ἄσκηση καί τήν ἀρετή, γογγύσει, γιά τή μεγάλη εὐσπλαχνία τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ, – ἐπειδή τάχα ἐνῶ μπήκαμε στή δουλειά πολύ ἀργά, μᾶς πληρώνει τό ἴδιο μέ τούς πρώτους- θά δώσει γιά μᾶς ἀπολογία ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί Δημιουργός καί θά πεῖ: «Φίλε, δέν σέ ἀδικῶ. Δέν ἔχεις μαζί μου συμφωνήσει νά ἐργαστεῖς γιά ἕνα δηνάριο; Πάρε ὅ,τι ἔχουμε συμφωνήσει καί πήγαινε στό καλό. Ἐγώ θέλω νά δώσω σέ τοῦτον πού ἦρθε τελευταῖος στή δουλειά, ὅ,τι ἀκριβῶς ἔδωσα καί σέ σένα τόν πρῶτο» (Ματθ. 20, 13-14).

Ὁ Θεός εἶναι ‘Εκεῖνος πού κρίνει καί δικαιώνει. Ποιός μπορεῖ νά βγεῖ μπροστά Του καί νά μᾶς καταδικάσει; (Ρωμ. 8, 34) κηση καί τήν ἀρετή, γογγύσει, γιά τή μεγάλη εὐσπλαχνία τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ, – ἐπειδή τάχα ἐνῶ μπήκαμε στή δουλειά πολύ ἀργά, μᾶς πληρώνει τό ἴδιο μέ τούς πρώτους- θά δώσει γιά μᾶς ἀπολογία ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί Δημιουργός καί θά πεῖ: «Φίλε, δέν σέ ἀδικῶ. Δέν ἔχεις μαζί μου συμφωνήσει νά ἐργαστεῖς γιά ἕνα δηνάριο; Πάρε ὅ,τι ἔχουμε συμφωνήσει καί πήγαινε στό καλό. Ἐγώ θέλω νά δώσω σέ τοῦτον πού ἦρθε τελευταῖος στή δουλειά, ὅ,τι ἀκριβῶς ἔδωσα καί σέ σένα τόν πρῶτο» (Ματθ. 20, 13-14).

Ὁ Θεός εἶναι ‘Εκεῖνος πού κρίνει καί δικαιώνει. Ποιός μπορεῖ νά βγεῖ μπροστά Του καί νά μᾶς καταδικάσει; (Ρωμ. 8, 34)

Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Ἀμήν.

Ἃγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2023

ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΨΕΥΔΟΠΡΟΦΗΤΩΝ ΚΑΙ ΨΕΥΔΟΔΙΔΑΣΚΑΛΩΝ - ΜΕΡΟΣ Α' (Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου)



Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Λόγος περί ψευδοπροφητών και ψευδοδιδασκάλων και άθεων αιρετικών και περί σημείων της συντέλειας του αιώνος τούτου. Ειπώθηκε καθώς αυτός ετοιμαζόταν να εκδημήσει από του σώματος.

α. Οδυνηρός ο λόγος, καθώς είναι και ο τελευταίος, όπως μου έχει δηλωθεί, αλλά και γεμάτος πολλή χαρά.  Από την μια είναι οδυνηρός, διότι δεν θα σας ξαναμιλήσω.  Από  την άλλη είναι γεμάτος χαρά, διότι έφθασε ο καιρός ν’ αναχωρήσω και να βρεθώ με τον Χριστό˙ και όπως είπε ο Κύριος, «Οὐκέτι λαλήσω μεθ΄ ὑμῶν» (Ιωαν. 14.30).
Και τώρα θα μιλήσω με πόνο καρδιάς περί των ψευδοπροφητών και ψευδοδιδασκάλων και των άθεων αιρετικών, για τους οποίους ο Παύλος έλεγε, «Πονηροὶ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον͵ πλανῶντες καὶ πλανώμενοι» (Β’ Τιμ 3.13), και για τους οποίους πολλές φορές σας μίλησα ήδη. Διότι πολλές ομιλίες έκανα με την χάρη του Χριστού, όπως πολύ καλά γνωρίζετε εσείς που αγαπάτε το Θεό. Σχεδόν σε κάθε ομιλία αναφερθήκαμε σ’ αυτούς, αν θυμάστε τα όσα είπαμε χθες.
Γνωρίζω ότι θυμάστε και μάλιστα όσοι είστε φιλόπονοι και αγαπάτε την Γραφή και τον Χριστό.  Διότι αυτός που αγαπά να διαβάζει την Γραφή δίκαια θα μπορούσε να ονομαστεί και φιλόχριστος, σύμφωνα με αυτό που ειπώθηκε από τον Δεσπότη, ότι «Ὁ ἀγαπῶν με͵ τοὺς λόγους μου τηρεῖ» (Ιωαν. 4.14: ὁ μή ἀγαπῶν με τούς λόγους μου οὐ τηρεῖ), «Ὁ ἀγαπῶν με͵ ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ Πατρός μου» (Ιωαν. 14.21),  «Ὁ ἀγαπῶν με͵ ἐν τῷ νόμῳ μελετήσει ἡμέρας καὶ νυκτός» (Ψαλμ 1.2), δηλ. το Ευαγγέλιο και τις λοιπές Γραφές.
Αυτού του είδους ο άνθρωπος έχει ανεξάλειπτη την μνήμη του Θεού στην καρδιά του, διότι περιμένοντας Αυτόν να επανέλθει εκ των ουρανών, πάντα φροντίζει να είναι έτοιμος όταν θα έρθει η ώρα της παρουσίας Του. Έχοντας πάντα ανά χείρας τα ιερά βιβλία, δεν ξεχνά εκείνα τα φοβερά βιβλία, για τα οποία έχει γραφεί, «Κριτήριον ἐκάθισε͵ καὶ βίβλοι ἠνεῴχθησαν» (Δαν. 7.10).
Βλέπε πόσο κέρδος είναι να ερευνά κανείς τις Γραφές, όπως πολλές φορές ακούσατε. Τι λέμε λοιπόν; Ότι τίποτα δεν παρέλειψε και δεν παρασιώπησε η Γραφή από όσα είναι συμφέροντα, αλλά παντού φωνάζει δια των προφητών και αποστόλων και μαρτυρεί από πριν και προσπαθεί να προειδοποιήσει και να εξασφαλίσει τον καθένα, ως μητέρα φιλότεκνος που αγαπά τα παιδιά της.
Επίσης αναφέρεται στα περασμένα, στα παρόντα και στα μέλλοντα, χωρίς να παραβλέπει τίποτα, όπως ειπώθηκε, από αυτά που μας συμφέρουν. Και τούτο χωρίς να μιλά στα κρυφά, χωρίς να ψιθυρίζει, αλλά παντού φωνάζει με πόνο και δύναμη, δια μέσω του νόμου, των προφητών και των αποστόλων και αυτού του ίδιου του Δεσπότη.
Δια μέσω του Ησαΐα του προφήτη λέγει, «Ἀναβόησον ἐν ἰσχύϊ͵ καὶ μὴ φείσῃ͵ ὡς σάλπιγγα ὕψωσον τὴν φωνήν σου» (Ησ. 58.1)˙ και πάλι λέγει, «Ἐπ΄ ὄρος ὑψηλὸν ἀνάβηθι ὁ εὐαγγελιζόμενος Σιών» (Ησ. 40.9), και παρακάτω λέγει, «Ὑψώσατε͵ μὴ φοβεῖσθε» (Ησ. 40.9). Πάλι ο Δαβίδ λέγει, «Ἐκοπίασα κράζων͵ ἐβραγχίασεν ὁ λάρυγξ μου» (Ψαλμ. 68.4). Ο Ιωάννης ο Θεολόγος στην Καθολική επιστολή του λέγει, «Βλέπετε ἑαυτούς» (Β’ Ιωάν. 1.8). Ο Παύλος; «Βλέπετε πῶς περιπατεῖτε» (Εφ. 5.15). Ο Κύριος, «Ἐγὼ παῤῥησίᾳ ἐλάλησα τῷ κόσμῳ͵ καὶ ἐν κρυπτῷ ἐλάλησα οὐδέν» (Ιωαν. 18.20). Και αλλού ο Ευαγγελιστής γι’ Αυτόν λέει, ότι «Ἕστηκε͵ καὶ ἔκραξεν λέγων· Ἐάν τις διψᾷ͵ ἐρχέσθω πρός με͵ καὶ πινέτω» (Ιωαν. 7.37).
Βλέπεις με πόσο αγώνα, με πόση σπουδή, πως κράζει με παρρησία και κανείς δεν μπορεί να μπει στο βαθύτερο νόημα; Και πάλι ο μακάριος Παύλος λέγει, «Βλέπετε τοὺς κύνας͵ βλέπετε τοὺς κακοὺς ἐργάτας͵ Βλέπετε τὴν κατατομήν. Βλέπετε πῶς περιπατεῖτε͵ ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι» (Φιλ. 3.2). Και ο Ιωάννης, «Βλέπετε ἑαυτοὺς͵ ἵνα μὴ ἀπολέσητε ἃ εἰργάσασθε͵ ὅτι πολλοὶ πλάνοι ἐξῆλθον εἰς τὸν κόσμον» (Β’ Ιωάν. 1.8). Και πολλά παρόμοια υπάρχουν στις θείες γραφές της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, που βοούν για να μας αφυπνίσουν από την ραθυμία μας. Εμείς όμως πράττουμε τα αντίθετα, όπως είπε και ο προφήτης Ησαΐας, ότι «Τοῖς ὠσὶν αὐτῶν βαρέως ἤκουσαν͵ καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἐκάμμυσαν» (Ησ. 6.10).
Είναι να θαυμάζει κανείς το πώς, ενώ ακούμε τόσο μεγάλα και τόσα πολλά λόγια, δεν εννοούμε να καταλάβουμε. Γι’ αυτό και θα βρεθούμε αναπολόγητοι την ημέρα της εξετάσεως, όταν θα έρθει αυτός που θα ρίξει φως στα κρυμμένα στο σκοτάδι και θα φανερώσει τις επιθυμίες των καρδιών, όταν θα καθίσει στο κριτήριο και θ’ ανοίξουν οι βίβλοι, αυτές τις οποίες τώρα εμείς χλευάζουμε όταν τις ακούμε, και δεν παραδεχόμαστε. Διότι καθένας από μας παραστράτησε ακολουθώντας το δικό του δρόμο και εγκαταλείποντας την ευθεία οδό, κι έτσι γίναμε όπως ήμασταν εξαρχής, όταν δεν μας καθοδηγούσες, Κύριε.
Πραγματικά σε μας εκπληρώθηκε η προφητεία του Δαβίδ, αυτή που λέει, «Καὶ ἐμίγησαν ἐν τοῖς ἔθνεσι͵ καὶ ἔμαθον τὰ ἔργα αὐτῶν» (Ψαλμ. 105.35).  Γι’ αυτό και είμαστε οι τελευταίοι σε όλη τη γη εξαιτίας των αμαρτιών μας και σε μας εκπληρώνονται τα σημεία των εσχάτων καιρών, όπως έχει γραφτεί˙ και οι ποιμένες λύκοι και τα πρόβατα κατασπαραγμένα˙ και  λιμός προ των πυλών, όχι λιμός άρτου, ούτε δίψα για νερό, αλλά πείνα ν’ ακούσει κανείς λόγο Θεού. Κανείς λοιπόν από αυτούς που ελπίζουν στον Κύριο να μην απελπίζεται. Μην αθυμείτε, προσβλέποντες πάντοτε σε αυτόν που είπε, ότι «Μεθ΄ ὑμῶν εἰμι» (Ματθ. 28.20).

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2023

ΕΙΣ ΑΥΤΟΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΛΑΟΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΠΟΙΜΕΝΑΣ (Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος)

 

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ανήκει στον Θεοφόρο χορό των Αγίων αντιαιρετικών Πατέρων που πολέμησε σφόδρα τον Αρειανισμό, που τα χρόνια εκείνα είχε καταλάβει σχεδόν εξ' ολοκλήρου την Εκκλησία μας, τον 4ο ήδη αιώνα μ. Χ. Όταν ήρθε από την Καππαδοκία στην Κωνσταντινούπολη δεν βρήκε ούτε έναν Ορθόδοξο πιστό, καθώς όλοι είχαν υποταχθεί στις δαιμονοκρατούμενες διαβολές του Αρείου. 


Ήταν δε, τόσο το μίσος των αιρετικών, που μέχρι και πέτρες εκτόξευαν εναντίον του, όταν κήρυττε τον ορθό λόγο του Χριστού μας και μετέφερε πιστά τις ιερές παραδόσεις αυτής της Εκκλησίας. Τότε συγγράφει και τον Λόγο ΚΣΤ', όπου φέρεται -φιλοθέως και αγιοπνευματικώς- συγκινητικά, ως υπέρμαχος της πατρώας ευσεβείας των προγόνων μας! Μέρος αυτού του Λόγου είναι ο ακόλουθος, ο οποίος δείτε πόσο διαχρονικά επίκαιρος είναι, όχι μόνο για τους σημερινούς -θλιβερά- αμετανόητους Οικουμενιστές, αλλά και για τους ''βασιλικά'' κοινωνούντες με αυτούς, ''επιφανικούς'' αντιοικουμενιστές, όταν ο ίδιος ο Άγιος είχε κόψει κάθε επαφή μαζί τους, δεν συλλειτουργούσε, δεν συμπροσευχόταν, αλλά, ούτε και κοινωνικός ήταν με αυτούς. 


Ο Άγιος κοιμήθηκε στο χωριό Γκέλβερι (Καρβάλη) της Καππαδοκίας, στο οποίο 14 αιώνες μετά είδε το φως του κόσμου τούτου, ένας άξιος απόγονος του κινήματος των Κολλυβάδων και συνομολογητής του, ο σύγχρονος Άγιος Ομολογητής Ιερώνυμος της Αίγινας! Να έχουμε τις ευλογίες τους και τις ευχές τους. Γ. Δ.


Ας ίδωμεν όσα δύναται να αδικηθή από ανθρώπους, άνθρωπος. Θα με ονομάσουν απαίδευτον; Μίαν σοφίαν γνωρίζω, το να φοβούμαι τον Θεόν, διότι «αρχή σοφίας είναι ο φόβος Κυρίου», και «τέλος λόγου είναι, να ακούεις το παν, να φοβήσαι τον Θεόν».

 Αυτά λέγει ο σοφώτατος Σολομών.  Ας με δείξουν λοιπόν ως στερούμενον φόβου, και ας νικήσουν. Της δε άλλης σοφίας μέρος μεν παρεμέρισα, μέρος δε εύχομαι και ελπίζω να προσλάβω με την χάριν του Πνεύματος.

Θα με κατηγορήσουν δια πτωχείαν, η οποία είναι η περιουσία μου; 

Είθε να απέβαλλα αυτά τα ράκια, δια να διέλθω γυμνός τας άκανθας του βίου· είθε επίσης να αποβάλω και τον βαρύν τούτον χιτώνα, όσον το δυνατόν γρηγορότερον, δια να λάβω ελαφρότερον. 

Θα με αποκαλέσουν φιλόπατριν; Πόσον μικρά σκέπτονται περί ημών, πραγματικοί υβρισταί και μισόξενοι! Υπάρχει, ω άνθρωποι, πατρίς περιγραπτή εις εμέ, ο οποίος έχω πάσαν πατρίδα και καμμίαν; Συ δε δεν είσαι ξένος και παρεπίδημος; 


Δεν σου επαινώ την κατοικίαν, αν αυτή είναι η περίπτωσίς σου, δια να μη εκπέσης της αληθινής πατρίδος, εις την οποίαν πρέπει να αποθέτωμεν τα πολιτικά μας δικαιώματα. Δεν θα μας ονειδίσης δε δια το γήρας και την φιλασθενικότητα; Δεν ανήκει όλον αυτό εις τον χώρον της ύλης και της φύσεως, δια να μάθης και κάτι από τα απόρρητά μου· εν μέρος το εδαπάνησε και ο λογισμός, δια να καυχηθώ και εγώ ολίγον. Συ δε δεν είσαι σφριγηλός και εύσωμος; Γλυκύ θέαμα! Είθε να είχες και ολίγα άσπρα μαλλιά και κάποιαν ωχρότητα, δια να πιστευθής τότε, ότι είσαι συνετός και φιλόσοφος. Τι άλλο περαιτέρω; Θα με καθαιρέσουν από θρόνους; 


Ποιους όμως; Αυτούς εις τους οποίους ευχαρίστως ανήλθα ή προηγουμένως ή τώρα; Μακαρίζω δε τους επιβαίνοντας θρόνων; Συ δε μου τους καθιστάς γλυκύτερους, επιβαίνων εις τον ιδικόν σου τόσον αναξίως; Ούτε τα προηγουμένως συμβάντα δεν σας εφανέρωσαν την γνώμην μου; Ή ήσαν και εκείνα κάποια απόλαυσις και δοκιμασία του πόθου; Πράγματι οι επιτήδειοι όλα τα ιδικά των τα αποδίδουν εις άλλους, άλλα μεν καθ' υποψίαν άλλα δε ρητώς. Τί είναι τάχα η συντριβή; Τί τάχα αι αραί, τας οποίας εκάμαμεν δημοσία εναντίον μας; Τί τάχα τα δάκρυα και το ότι εγίναμεν εις σας παρ' ολίγον ελεεινοί και μισητοί λόγω της αντιστάσεως; Θα μας αποστερήσουν προεδρίας; Αυτήν πότε και ποίος σώφρων εθαύμασε, ενώ τώρα και το να την αποφεύγη κανείς είναι στοιχειώδες δείγμα συνέσεως, όπως νομίζω εγώ τουλάχιστον; 


Αυτήν δια την οποίαν όλα τα πράγματά μας δονούνται και σείονται· δια την οποίαν τα πέρατα της οικουμένης είναι γεμάτα υποψίαν και πόλεμον κωφόν και ανώνυμον· δια την οποίαν κινδυνεύομεν να είμεθα των ανθρώπων, ενώ εγίναμεν από τον Θεόν, και ν' αποβάλωμεν το μέγα και νέον όνομα του Χριστιανού; Πόσον θα ήθελα να μη υπήρχε προεδρία, ούτε προτίμησις θέσεως και τυραννική προνομία, δια να εγνωριζόμεθα μόνον από την αρετην! Τώρα δε το δεξιόν τούτο και το αριστερόν και το μέσον, το υψηλότερον και το χαμηλότερον, και το προβάδισμα ή συμβάδισμα έχουν προκαλέσει εις ημάς πολλά συντρίμματα χωρίς λόγον, πολλούς ώθησαν εις τον βόθρον και απήγαγαν εις τον χώρον των εριφίων όχι μόνον των κατωτέρων, αλλ' ακόμη και των ποιμένων, οι οποίοι, ενώ είναι διδάσκαλοι του Ιησού, ηγνόησαν ταύτα. Θα με εμποδίσουν από τα θυσιαστήρια; 


Αλλά γνωρίζω και άλλο θυσιαστήριον, του οποίου τύποι είναι τα τώρα βλεπόμενα· θυσιαστήριον εις το οποίον δεν ήγγισε λαξευτήριον ούτε χειρ, ούτε ηκούσθη σίδηρος ή κάτι άλλο των τεχνικών και διακοσμητών, αλλ' είναι ολόκληρον έργον του νου και η ανάβασις εις αυτό γίνεται δια θεωρίας. Εις αυτό θα παραστώ, εις αυτό θα θυσιάσω ευπρόσδεκτα θύματα, θυσίαν και προσφοράν και ολοκαυτώματα, ανώτερα των προσφερομένων τώρα όσον ανωτέρα είναι η αλήθεια της σκιάς. Περί αυτού νομίζω ότι φιλοσοφεί και ο μέγας Δαυίδ λέγων, «και θα εισέλθω προς το θυσιαστήριον του Θεού, του ευφραίνοντος την πνευματικήν μου νεότητα». Από αυτό το θυσιαστήριον δεν θα με απομακρύνη όποιος το θέλει. Θα με απελάσουν από την πόλιν; Αλλ' όχι και από την ευρισκομένην εις τους ουρανούς. 


Ας καταφέρουν τούτο όσοι με πολεμούν! Και πράγματι το επεχείρησαν, αλλ' έως ότου δεν δύνανται να το επιτύχουν, μας ρίπτουν ρανίδες ύδατος ή μας κτυπούν με αύρας ή παίζουν με όνειρα· ούτω βλέπω εγώ τον πόλεμον αυτών, θα μου πάρουν τα αγαθά; Ποία; Αν πρόκειται περί των ιδικών μου, ας μου περικόψουν και τας πτέρυγας, τας οποίας δεν έχω περιβληθή· αν δε πρόκειται περί των της Εκκλησίας, τούτο είναι το αντικείμενον περί του οποίου γίνεται όλος ο πόλεμος· αυτά είναι δια τα οποία ο κλέπτης ζηλοφθονεί το ταμείον και προδίδει τον Θεόν δια τριάκοντα αργύρια, το χειρότερον όλων. Τόση δε είναι η τιμή όχι του προδιδομένου, αλλά του προδίδοντος. Θα μου κλείσουν τας οικίας των; Θα μου περικόψουν τας ανέσεις; Θα με αποξενώσουν από φίλους; 


Διότι, βλέπεις, πολύ φορτικοί εγίναμεν εις πολλούς, αν και μας προσεκάλουν - δεν θα φανώμεν αχάριστοι  εάν δε εγίναμεν φορτικοί, τούτο συνέβη δια την επιφυλακτικότητα μάλλον παρά δια την αποδοχήν. Το δε αίτιον είναι ότι μας ανέπαυσεν κάποιος ευσεβής και φιλόθεος οίκος, όπως τον Ελισσαίον ο της Σουναμίτιδος, συγγενών κατά το σώμα, συγγενών κατά το Πνεύμα, καθ' όλα φιλότιμων· πλησίον των οποίων συνεπήχθη ο λαός ούτος, διατηρών κρυφίως την διωκομένην ευσέβειαν, όχι αφόβως ούτε ακινδύνως. Είθε να τον αμείψη ο Κύριος δικαίως κατά την ημέραν της ανταποδόσεως! Αν δε επιδιώκωμεν τρυφήν, είθε να εντρυφήσουν εναντίον ημών οι μισηταί ημών διότι δεν θα καταρασθώ εις βάρος μου τίποτε χειρότερον. 


Από τους φίλους δε, άλλοι μεν δεν θα φύγουν από κοντά μας, γνωρίζω καλώς, ούτε αν κακοποιηθούν, διότι το γεγονός ότι αδικούνται μαζί με ημάς τους έκανε να πονούν μαζί μας· των δε άλλων έχομεν ήδη γυμνασθή να υπομένωμεν την υπεροψίαν, όταν μας περιφρονούν. Διότι εκ των φίλων και των πλησίον μου άλλοι μεν και φανερώς «επλησίασαν και εστάθησαν εις την αντίπαλον παράταξιν·», άλλοι δε, φιλανθρωπότεροι, «εστάθησαν από μακράν» και αυτήν την νύκτα «εσκανδαλίσθησαν όλοι». Σχεδόν και ο Πέτρος με απηρνήθη, και ίσως ούτε καν κλαίει πικρώς, δια να θεραπεύση την αμαρτίαν». Φαίνεται ότι εγώ είμαι ο μόνος γεμάτος τόλμην και θράσος· ο μόνος αισιόδοξος εις τα φοβερά, ο μόνος καρτερικός, και όταν δημοσία επαινούμαι και ιδιαιτέρως καταφρονούμαι, και όταν γνωρίζωμαι εις Ανατολήν και Δύσιν με το να πολεμούμαι. 


Ποία παραφροσύνη! «Αν παραταχθή εν στρατόπεδον εναντίον μου, δεν θα φοβηθή η καρδιά μου· εάν εγερθή εναντίον μου πόλεμος, εις αυτήν ελπίζω εγώ». Τόσον πολύ δεν θεωρώ φοβερόν κάτι από τα παρόντα, ώστε αφήνων τον εαυτόν μου, θρηνώ τους λυπήσαντάς με. Σεις, μέλη του Χριστού κάποτε, μέλη αξιότιμα δι' εμέ, αν και τώρα διεφθαρμένα, μέλη αυτής της ποίμνης, την οποίαν επροδώσατε σχεδόν πριν συναχθήτε, πώς διεσπάσθητε και διεσπάσατε ως βοΐδια, απολυμένα από τον ζυγόν; Πώς ηγείρατε εναντίον του θυσιαστηρίου θυσιαστήριον; Πώς κατεστράφητε αιφνιδίως; 


Πώς και οι ίδιοι ενεκρώθητε με την αποκοπήν και ημάς εκάματε να πονούμεν; Πώς κατεχράσθητε την απλότητα των ποιμένων προς διάλυσιν της ποίμνης; Διότι δεν θα μεμφθώ εκείνους δια την απειρίαν, αλλά θα κατηγορήσω σάς δια την κακίαν. «Ποίος θα σε βοηθήση εις την διαφθοράν σου, Ισραήλ;». Ποίον φάρμακον θα εύρω επουλωτικόν; Ποίον επίδεσμον; Πώς να συνάψω τα διεστώτα; Με ποία δάκρυα, ποίους λόγους, ποίας εύχάς, να θεραπεύσω το σύντριμμα; Ή ίσως με τον κατωτέρω τρόπον;


Τριάς αγία και προσκυνητή και τελεία, καλώς συναπτόμενη και προσκυνουμένη από ημάς, ιδικόν σου είναι το έργον τούτο, ιδικόν σου το κατόρθωμα. Συ δύνασαι ν' αποκαταστήσης τούτους πάλιν εις ημάς, αφού απεμακρύνθησαν τόσον, ώστε να παιδευθούν δια του χωρισμού προς ομόνοιαν, και ν' αντιδώσης εις ημάς δια τους εδώ μόχθους τα επουράνια και αστασίαστα. 
Το πρώτον δε και μέγιστον από αυτά είναι να φωτισθώμεν από σε τελειότερα και καθαρώτερα, πώς η ιδία και ως Μονάς νοείσαι και ως Τριάς ευρίσκεσαι; 
Πώς το αγέννητον και το γεννητόν και το εκπορευτόν είναι μία φύσις, τρεις ιδιαιτερότητες, «εις Θεός ο επί πάντων και δια πάντων και εν πάσιν», ούτε μετατιθέμενος ούτε μειούμενος ούτε τεμνόμενος, 
τώρα κατά μέρος μεν καταλαμβανόμενος, κατά μέρος δε ζητούμενος,
κάποτε δε καταληφθησόμενος ίσως εις όλον σου το είναι από τους εδώ καλώς ζήσαντας δια βίου και θεωρίας; 
Εις αυτόν πρέπει πάσα δόξα, τιμή, κράτος, εις τους αιώνας. 
Γένοιτο!


Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος

Πηγή

ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ: «Ἔχουσιν οὗτοι τοὺς οἴκους, ἡμεῖς τὸν ἔνοικον·»

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ 2023 (Ομιλία π.Ευθυμίου Μπαρδάκα)

 


ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ 2023 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

77897 2

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

            Σήμερα, Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἄνοιξε γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας τὸ κατανυκτικὸ Τριώδιο. Τὸ Τριώδιο εἶναι στὴν κυριολεξία ἕνα βιβλίο ποὺ περιέχει τὰ ἱερὰ γράμματα ἀπὸ τὴ σημερινὴ Κυριακὴ ἕως καὶ τὸ Μέγα Σάββατο. Λέγεται Τριώδιο, διότι στὶς καθημερινὲς ἀκολουθίες, στοὺς κανόνες, ἀντὶ γιὰ ὀκτὼ ὠδές, διαβάζουμε τρεῖς. Ὅλο τὸ διάστημα τοῦ Τριωδίου χωρίζεται σὲ τρεῖς περιόδου. Ἡ πρώτη εἶναι ἀπὸ χθὲς τὸ ἀπόγευμα ἕως καὶ τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς, ἡ δεύτερη ἀπὸ τὴν Καθαρὰ Δευτέρα ἕως τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, ἡ λεγόμενη Μεγάλη Σαρακοστή, καὶ ἡ τρίτη ἀπὸ τὸ ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων, μέχρι καὶ τὸ πρωὶ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ἡ λεγόμενη Μεγάλη Ἑβδομάδα. 

             σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀποτελεῖ μία παραβολή. Μᾶς ἀναφέρει ὁ Κύριος ὅτι δύο ἄνδρες, ἕνας Φαρισαῖος, αὐστηρὸς τηρητὴς τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, καὶ ἕνας τελώνης εἰσῆλθαν γιὰ νὰ προσευχηθοῦν στὸν ἱερὸ ναό. Μέσα ἀπὸ τὴν προσευχή τους διακρίνεται μία μεγάλη ἀντίθεση καὶ ἀποκαλύπτεται τὸ ποιὸν τῶν δύο ἀνθρώπων. 

             Φαρισαῖος, ξεκινᾶ τὴν προσευχή του λέγοντας: «Θεέ μου, σὲ εὐχαριστῶ». Τί ὠραία ἀρχή! Τί πιὸ καλὸ ἀπὸ τὸ νὰ ξεκινᾶ κανεὶς τὴν προσευχή του μὲ τὴν εὐχαριστία; Ἀφοῦ, λοιπόν, μᾶς ἐξέπληξε εὐχάριστα, συνεχίζει: «Εὐχαριστῶ ποὺ δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἤ σὰν αὐτὸν ἐκεῖ τὸν τελώνη. Νηστεύω δύο φορὲς τὴν Ἑβδομάδα καὶ ἀπὸ τὴν περιουσία μου δίνω ἐλεημοσύνη τὸ ἕνα δέκατο, σύμφωνα μὲ τὸν νόμο». 

            Ὁ σχολιασμὸς κρίνεται περιττός. Μὲ τὴν προσευχή του, ὁ Φαρισαῖος ἀφαιρεῖ τὴν μάσκα του, τὴν μάσκα ποὺ τὸν ἐμφάνιζε στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων εὐσεβῆ, ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, νηστευτή, ἐλεήμονα. Ἀποδεικνύεται ἄνθρωπος βαθύτατα ἀλαζονικός. Πιστεύει πραγματικὰ ὅτι ἔχει φτάσει σὲ τέτοιο ἐπίπεδο ἀρετῆς, ὥστε πλέον δὲν ζητᾶ ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ μάλλον ἀπαιτεῖ. Εἶναι ἄνθρωπος ἄσπλαχνος, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ θάβουν ὅλους τοὺς ὑπόλοιπους γιὰ νὰ πατήσουν πάνω τους. Δὲν σέβεται τὴν ἱερότητα τοῦ χώρου στὸν ὁποῖο βρίσκεται, καθὼς σὺν τοῖς ἄλλοις, δαχτυλοδείχνει καὶ θεωρεῖ ὡς ἀκάθαρτο τὸν ἀδερφό του τὸν τελώνη ποὺ βρίσκεται πιὸ δίπλα καὶ προσεύχεται. 

             δὲ τελώνης, αὐτὸς ὁ ἐξαιρετικὰ ἁμαρτωλός, πώς προσευχήθηκε; Πρὸς ἔκπληξιν ὅλων μας, πολὺ πιὸ πνευματικὰ ἀπὸ τὸν λεγόμενο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Ἡ στάση του, στάση μετανοίας. Οὔτε κὰν πλησίασε τὰ ἐνδότερα μέρη τοῦ ναοῦ. Στάθηκε ὅσο πιὸ μακριὰ γινόταν γιατὶ θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο. Μάλιστα, οὔτε τὰ μάτια δὲν σήκωνε στὸν οὐρανό, ἀλλὰ τὴ γῆ κοιτοῦσε, γιατὶ θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του χῶμα ποὺ ἀξίζει μέχρι καὶ νὰ τὸ ποδοπατοῦν ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν του. Ἔλεγε αὐτὸς ὁ ἁμαρτωλός: «Θεέ μου, ἐλέησέ με» καὶ καθὼς προσευχόταν χτυποῦσε τὸ στῆθος του, ἐξωτερικεύοντας τὸν πόνο ποὺ αἰσθανόταν στὴν ψυχή του. 

            πως εὔκολα διαπιστώνει ὁ καθένας, ἡ προσευχὴ ποὺ ἄρεσε στὸν Κύριο, εἶναι αὐτὴ ποὺ θὰ σεβόταν κάθε εὐσυνείδητος, αὐτὴ τοῦ ἀληθινὰ μετανιωμένου γιὰ τὶς πράξεις του, τελώνη. Ἔτσι, κατέβηκε στὸ σπίτι του ἀναπαυμένος. Τὸν ἀνέπαυσε ὁ Θεὸς ποὺ ἀντιτάσσεται στοὺς ὑπερηφάνους καὶ δίνει χάρη στοὺς ταπεινούς.

            Μεγάλο τὸ κακὸ τῆς ὑπερηφάνειας. Θὰ μπορούσαμε νὰ μιλοῦμε ὥρες γιὰ αὐτήν. Ὡστόσο, καὶ μόνο μία πρόταση καταφέρνει νὰ συνοψίσει τὸ μέγεθος τῆς καταστροφῆς ποὺ ἐπιφέρει: μὲ τὴν ὑπερηφάνειά του ἔπεσε ὁ ἀρχικὰ περίλαμπρος Ἑωσφόρος. Ἔπεσε καὶ ἔγινε σκοτεινὸς καὶ συνώνυμος τοῦ κακοῦ. Ἑπομένως, ὅσες ἀρετὲς καὶ ἄν ἔχει κανείς, ἄν δὲν τὶς διασφαλίσει μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη, χάνονται ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ. 

             δὲ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ μητέρα ὅλων τῶν καλῶν. Ὁ Χριστὸς ὅταν ἦρθε στὴ γῆ, ἔζησε ὡς «ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ», τὴν ὁποία μᾶς καλεῖ νὰ διδαχθοῦμε ἀπὸ αὐτόν. Γεννήθηκε σὲ πτωχικὴ φάτνη, ἔγινε φυγὰς στὴν Αἴγυπτο, μεγάλωσε στὴ Ναζαρέτ, εἶχε ὡς μαθητὲς τοὺς ψαράδες, ὑπέμεινε μὲ σιωπὴ τὶς κατηγορίες ἐναντίον του, φραγγελώθηκε, ἐμπτύσθηκε, χλευάσθηκε καί, τελικά, σταυρώθηκε γιὰ νὰ ἀκολουθήσει ἡ ἔνδοξη Ἀνάστασή του. Μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ ταπεινό, ἀλλὰ ἀνατρεπτικὸ πέρασμά του, κατάφερε νὰ κάνει τὰ πάντα καινούργια, ἀλλάζοντας τὴ ροὴ τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Ὁ Κύριός μας εἶναι ὁ μεγαλύτερος δάσκαλος τῆς ταπεινοφροσύνης. 

            Γιὰ σκεφτεῖτε, ποιός εἶναι χρησιμότερος σὲ μία κοινωνία, ὁ ὑπερήφανος, ἤ ὁ ταπεινός; Τὸν ταπεινὸ μὴν τὸν φοβᾶσαι διότι δὲν θὰ στραφεῖ ποτὲ ἐναντίον σου. Ὁ ὑπερήφανος, ἄν δεῖ ὅτι δὲν γίνεται τὸ δικό του, αὐτομάτως ἀλλάζει ὄψη καὶ μπορεῖ ἀπὸ τὸ πουθενὰ νὰ δημιουργήσει πολλὰ προβλήματα, ἐπηρεάζοντας ἀρνητικὰ τὸ σύνολο τῆς κοινωνίας. Ὁ ταπεινός, εἶπε κάποιος γέροντας, εἶναι σὰν τὸ καλάμι ποὺ πηγαίνει μὲ τὴ φορὰ τοῦ ἀνέμου καὶ γιὰ αὐτὸ μένει πάντα στὴ θέση του, ὁ δὲ ὑπερήφανος, εἶναι σὰν τὸ κυπαρίσσι ποὺ φέρνει ἀντίσταση στοὺς ἀνέμους, μέχρι ποὺ τελικὰ ξεριζώνεται καὶ χάνεται. Εἶναι, ἑπομένως, λογικὸ τὸ ὅτι ὁ Θεός, ἡ πηγὴ τῶν ἀγαθῶν, ἀντιτάσσεται στοὺς ὑπερηφάνους καὶ δίνει χάρη στοὺς ταπεινούς, καθὼς στοὺς ταπεινοὺς ἀναπαύεται. 

            Κάθε μέρα καὶ κάθε ὥρα τῆς ζωῆς μας εἶναι εὐκαιρία γιὰ μία νέα ἀρχή. Ἄν μέχρι τώρα συλλάβαμε τὸν ἑαυτό μας νὰ ὑπερηφανεύεται καὶ νὰ κομπάζει ὅτι εἶναι καλύτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καιρὸς νὰ σκεφτοῦμε διαφορετικά. Πρὸς τί ἡ ματαιδοξία; Ὅλοι χοϊκοὶ εἴμαστε καὶ ὅταν φύγουμε, ἐλάχιστοι καὶ ἐλάχιστα θὰ μᾶς θυμοῦνται. 

            Εὔχομαι τὸ Τριώδιο, στὸ ὁποῖο σήμερα εἰσοδεύσαμε, μέσα ἀπὸ τὴν ἱερὴ ὑμνολογία του καὶ τὰ ὑπέροχα μηνύματά του, νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ γίνουμε κὶ ἑμεῖς σὰν τὸν τελώνη, προκειμένου νὰ ἑλκύσουμε τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Γιὰ αὐτὸ μᾶς δίνεται τὸ Τριώδιο. Σὲ καμία περίπτωση τὸ Τριώδιο δὲν εἶναι συνώνυμο μὲ τὰ μασκαρέματα καὶ τὶς ἄσεμνες συνήθειες ποὺ πηγάζουν ἀπὸ μιὰ ἄλλη ἐποχή. Ἅγιοι Πατέρες, φωτισμένοι ἀπὸ τὸν Θεό, ἔγραψαν στὸ βιβλίο αὐτὸ γράμματα ποὺ ἀφοροῦν τὸν καθένα μας, γράμματα ποὺ μᾶς προτρέπουν νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὸν ἐγωισμό μας, τὴ ζήλεια, τὴν ἀγένεια, τὴν φιληδονία καὶ ὅλα τὰ κακά, καὶ ἀντ’ αὐτῶν νὰ γεμίσουμε τὴν ψυχή μας μὲ ὅ,τι καλό, ὅ,τι εὐγενές, ὅ,τι χριστιανικό.

Καλὸ Τριώδιο σὲ ὅλους! Καλὴ ἀρχή!

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2023

Λόγος περί τῆς ὑποθέσεως τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαῖου (Ἃγιος Ἀνδρέας, Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης)



Το περιεχόμενον της παραβολής του Τελώνου και του Φαρισαίου αποτελεί κάτι σαν προγύμνασμα και προετοιμασία, γι’ αυτούς που θέλουν να πλησιάσουν την ιερά ταπείνωση, που περιέχεται σε όλες τις αρετές, επάνω στις οποίες στηρίζεται πράγματι η Βασιλεία των ουρανών, και να απέχουν από την θεομίσητον αλαζονείαν, η οποία αποτρέπει τον άνθρωπον από κάθε φιλόχριστον αρετή. Ποίος λοιπόν δεν θα ποθήση να μιμηθή τον τελώνην και την επιστροφήν και την μετάνοιάν του, και δεν θα αποστραφή την έπαρση του Φαρισαίου, αφού η μεν ταπείνωσις συνδέεται με τον Χριστόν, η δε αλαζονεία με τον υπερήφανον δαίμονα;

Η αλαζονεία είναι χωρίς αμφιβολία αυτή που έκανε τον πρώτον από τους αγγέλους, που ονομαζόταν και εωσφόρος, διάβολον. Αυτή εξεδίωξε τον γενάρχην Αδάμ από τον Παράδεισον. «Καθείλε δυνάστας από θρόνων και ύψωσε ταπεινούς». «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν». Αυτή καταδικάζει τον Φαραώ: «Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού, ουκ έστι Θεός». Αυτή κατέβαλε τον Ναβουχοδονόσορα, διότι «Κυρίω Θεώ σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις», και «ου ποιήσεις ουδέν ομοίωμα». Αν και του ενός η αρρώστια εθεραπεύθη, ενώ του άλλου το πάθος κατήντησεν έξις. Αληθώς, πυρετός είναι η υπερηφάνεια που αδρανοποιεί την ευαισθησία του αρρώστου, ψυχασθένεια φοβερά που ερεθίζει τον άνθρωπο προς πτώσιν, υδρωπικία είναι, γεμάτη από υγρό και αέρα. «Τις γαρ αναβήσεται εις το όρος Κυρίου; Αθώος χερσί και καθαρός τη καρδία, ος ουκ έλαβε επί ματαίω την ψυχήν αυτού». Τοιαύτη ήταν η ματαιότης και η αγερωχία του Τύρου, που αφαιρώντας του και την τελευταίαν ικμάδα χάριτος, τον άφησε σαν ξηραμένην γη. Οπωσδήποτε το γνωρίζετε αυτό και με τον λόγο και με την πείρα. Ο αλαζών δεν αισθάνεται την ανάγκη της τελειοποιητικής χάριτος του Θεού, και γι’ αυτό είναι άνυδρος και ξηρός, αφού του λείπει η ζωτική θερμότης και η ζωογόνος υγρασία. Σ’ αυτόν, όπως στο απογυμνωμένον δένδρο, φτιάχνει την φωλιά του ο νυκτοκόρακας διάβολος.

Και με ένα λόγον, η ταπείνωσις είναι τροφός των αρετών, αρχή και τέλος και κεφαλή του κάλλους της χριστιανικής ευσεβείας. Αφανισμός των παθών, διατήρησις της υγρασίας στην ρίζα της πίστεως. Η ταπείνωσις συνυπάρχει με τον φόβον του Θεού, ο οποίος διώκει την ανομίαν, όπως είπαν και ο Ιερεμίας και ο Σολομών. Είναι αληθές ότι «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου». Αυτή κάνει τον Τελώνη κήρυκα του Πνεύματος, η δε αλαζονεία κατασκευάζει τον Φαρισαίον, τύμπανον κενό που ματαίως αλαλάζει. Αληθώς σαν τα ρόδια των Σοδόμων είναι ο υποκριτής, πεπόνι όμορφον απ’ έξω, αλλά εσωτερικώς σάπιος και άχαρος.

Ανέβη στον ναόν ο Τελώνης, και μάλιστα ανέβη και σωματικώς και ψυχικώς. Ανέβη στον ναόν ο Φαρισαίος σωματικώς, όχι όμως και ψυχικώς. Διότι ο μεν ένας ανέβη κατεβαίνοντας ψυχικώς με την ταπείνωση, ενώ ο άλλος κατέβη ψυχικώς ανεβαίνοντας με την υπερηφάνεια. Ο ένας ανέβη με «αναβάσεις εν τη καρδία αυτού», κατά τον Δαυίδ, επήρε δηλαδή τον δρόμο που οδηγεί στον Παράδεισον, ενώ ο άλλος κατέβη κατεβαίνοντας στον εωσφόρο, τον αρχηγόν της υπερηφανείας. Ο ένας ανέβη με την ανάβαση και την επίδοση στις αρετές, ενώ ο άλλος κατέβη από τις αρετές, και από αυτές επέρασε στις κακίες.

Πολλοί έρχονται μέσα στον ναόν, αλλά λίγοι μετέχουν της ιερότητός του, διότι δεν είναι άξιοι του οίκου του Θεού. Επειδή ο υπερήφανος «ου μένει εν τη αγάπη, ο δε μη μένων εν τη αγάπη, εν τω Θεώ ου μένει», κατά τον Ιωάννην. Ενώ αυτός που παραμένει στην αγάπη, μένει στον Θεόν, και ο Θεός σ’ αυτόν, και είναι ναός Θεού, σύμφωνα με τον Παύλον. Αυτοί οι άνθρωποι κυρίως εισέρχονται στον ιερόν ναό του Θεού, στους οποίους και ο Θεός ενεργεί με ιδιαίτερον τρόπο. Φωτίζει δε ο Θεός μόνον τους νηπίους και μικρούς, κατά τον μουσουργόν Δαυίδ. Διότι «όπου ταπείνωσις, εκεί και σοφία» κατά τον Σολομώντα. Σοφία πίστεως και σοφία πράξεως.

Αυτή η σοφία έλειπε από τον Φαρισαίο, γι’ αυτό και σαν υποκριτής που είναι, ευχαριστεί μόνον για τα εξωτερικά τον Θεόν, εσωτερικώς δε γίνεται αχάριστος προς τον Θεόν. Διότι δεν τηρεί την εντολήν «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Ήταν καλός ο λόγος «ευχαριστώ σοι», επειδή ο Φαρισαίος δεν απέδιδε την αρετήν στον εαυτόν του, όπως ο Ναβουχοδονόσορ και ο Σεμεΐας και ο Πέτρος. Σ’ αυτήν την υπερηφάνεια είχε πέσει ο εωσφόρος και ο Αδάμ. Ενόμιζε όμως πως έχει αυτό που δεν είχε. Και αν το είχε, το έχασε με την υπερηφάνεια. Επειδή κι εκείνος που έχει, οφείλει να ομολογή ότι δεν έχει, και να λέγη: «Αχρείος δούλος ειμί», επειδή «ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πας ζων».

Πράγματι αποβάλλει την αρετήν αυτός που δεν ταπεινώνεται και αυτός που δεν αγαπά, καταφρονεί. Αληθώς, είναι αρχή κάθε είδους αμαρτίας η υπερηφάνεια. Αυτήν ακολουθεί ο φθόνος, τον φθόνον ο φόνος. Εξ αιτίας αυτής ο Αβεσσαλώμ βλέπει σαν εχθρόν τον πατέρα του, και σπεύδει να τον φονεύση. Είναι όντως χειρότερος ο κρυφός κακός από τον φανερόν, και δεν διαφέρει από τον διάβολον, ο οποίος εξηπάτησε τον πρωτόπλαστο με τον όφιν.

Γι’ αυτό ο φανερά κακότροπος δικαιώνεται, και ο αφανής καταδικάζεται. Επειδή ο ένας έχει μόνον τους κακούς τρόπους, ενώ στον άλλον ακολουθούν το ψεύδος και η απάτη, και γι’ αυτό η άκρα αλήθεια τον αποδιώκει. Επειδή η αγάπη είναι που χαρακτηρίζει τους εκλεκτούς, σύμφωνα με την δευτέραν επιστολή του Πέτρου, το πρώτο κεφάλαιο της προς Εφεσίους του Παύλου και το τρίτο προς Κολασσαείς, η δε έχθρα αποδοκιμάζει.

Ο Τελώνης ανεγνώρισε την αμαρτία του, και εδικαιώθη, φεύγοντας μακριά της. Γι’ αυτό και ζει, σύμφωνα με τον Ιεζεκιήλ. Αυτή την ζωήν ηύρε και ο Δαυίδ, όπως του απεκάλυψε ο Νάθαν. Ο Φαρισαίος δεν ανεγνώρισε την αμαρτία του και έφυγε μακριά από την ζωή. Και πρόσεξε πάλι καλά τι λέγει το Ευαγγέλιον: «Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το Ιερόν προσεύξασθαι, ο εις Φαρισαίος και ο έτερος Τελώνης». Για παραδειγματισμόν των ανθρώπων οι οποίοι δικαιώνουν τους εαυτούς των και εξουθενώνουν αυτούς που αμαρτάνουν. Παρουσιάζει ο Κύριος τον Φαρισαίον ως παράδειγμα των υπερηφάνων, τον δε Τελώνην ως παράδειγμα αυτών που αμαρτάνουν αλλά προσεύχονται και εξομολογούνται με συντετριμμένην καρδίαν, ώστε να μας διδάξη όλους να μισούμε την υπερηφάνεια, την δε ταπείνωση να την αγαπούμε.

Δείχνει καθαρά από αυτήν την παραβολήν ο Χριστός, ότι η μεν δικαιοσύνη και η αρετή είναι μεγάλες και φέρουν τον άνθρωπο κοντά στον Θεόν, όταν όμως συνδυασθούν με την υπερηφάνεια, ρίπτουν τον άνθρωπο στον κατώτερον βυθό. Αυτό έπαθε και ο Φαρισαίος και από αυτήν την αιτία κατεκρίθη και κατέληξε στην απώλεια. Διότι η αδικία και η αμαρτία είναι βδελυκτή και μισητή και βαρυτέρα από κάθε κακίαν, και απομακρύνει τον άνθρωπον από τον Θεόν. Ενώ η ταπείνωσις με την μετάνοια και την εξομολόγηση, τον δικαιώνει και τον αξιώνει της σωτηρίας, τον φέρει δε και τον τοποθετεί κοντά στον Θεόν. Αυτό ηύρε ο Τελώνης και από αυτήν την αιτίαν εδικαιώθη και ηξιώθη της σωτηρίας.

«Ο Φαρισαίος σταθείς προς εαυτόν, είπε. Ο Θεός ευχαριστώ σοι, ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι». Αλίμονο, τι υπερηφάνεια! Ο Κύριος και ο Ησαΐας την κατακρίνουν, επειδή αυτή κατέβασε τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο, και προξένησε στον Φαραώ το θράσος και ακολούθως όλα τα κακά τότε στην Αίγυπτο. Αλίμονο στο αναιδέστατο στόμα. Δεν είμαι, λέγει, όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί ή και όπως αυτός εδώ ο Τελώνης. Ως αρχή της υπερηφανείας εμφανίζεται η ύβρις. Διότι όποιος περιφρονεί τους άλλους και τους θεωρεί σαν ένα τίποτε, και τους αποστρέφεται, άλλους ως πτωχούς, άλλους ως ταπεινής καταγωγής, άλλους ως αμαθείς και απλοϊκούς, άλλους δε ως αδίκους και αμαρτωλούς, από αυτήν την ύβρη παρασύρεται, και μόνον τον εαυτόν του θεωρεί σοφόν, συνετόν, ευγενή, πλούσιον, δυνατόν, δίκαιον και ανώτερον από όλους τους ανθρώπους. Πράγματι, η ύβρις είναι αρχή της υπερηφανείας, και η υπερηφάνεια κακόν γεννημένον από την ύβρη. Γι’ αυτό και η περιβόητος ημέρα του Κυρίου θα εκδικηθή κάθε υβριστήν και υπερήφανον, επειδή οι αμαρτίες αυτές ως συγγενείς τιμωρούνται με τον ίδιον τρόπο.

Ο Φαρισαίος έδειξε και με το σχήμα και με την στάση του την υψηλοφροσύνη και την αλαζονεία που είχε. Και τα λόγια του στην αρχή μεν ήσαν λόγια ευγνωμοσύνης, διότι έλεγε «ο Θεός ευχαριστώ σοι». Μετά απ’ αυτά όμως, όσα είπε ήσαν γεμάτα από αλαζονεία και υπερηφάνεια. Επειδή δεν είπε: Συ με δημιούργησες, Κύριέ μου, και με την βοήθεια την ιδική σου ελευθερώνομαι από κάθε αδικία και αρπαγήν και από τα άλλα κακά. Διότι λέγει: «Τι έχεις ο ουκ έλαβες;». Αλλά όλα τα κατορθώματα θεωρούσε ότι τα είχε κατορθώσει με την ιδικήν του δύναμη. Κάθε άνθρωπος πρέπει να γνωρίζη με βεβαιότητα ότι χωρίς την βοήθεια του Θεού, δεν ημπορεί, ούτε έχει τη δύναμη να κατορθώση κάτι καλό. «Χωρίς εμού» λέγει ο Χριστός «ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Και ο Απόστολος «ου του θέλοντος ουδέ του τρέχοντος, αλλά του ελεούντος Θεού»...

Γι’ αυτό ο μεν Τελώνης ήταν κήπος που έπλεε στα πνευματικά ύδατα, ο δε Φαρισαίος βαλανιδιά χωρίς φύλλα, σύμφωνα με τον Ησαΐα και τον Σολομώντα. Διότι αν και έχουμε τιμηθή με το αυτεξούσιον της προαιρέσεως, αλλ’ όμως χωρίς την συμμαχίαν από υψηλά, κανένα ανδραγάθημα δεν θα κατορθώσωμε να επιτελέσωμε. Μη λοιπόν θεωρούμε ιδικές μας τις νίκες στους αγώνες. Ιδική μας είναι μόνον η προαίρεσις για το καλλίτερον, και η προσπάθεια, του Θεού δε η πραγματοποίησις της αγαθής επιθυμίας και διαθέσεως εκείνου ο οποίος δεν έχει εκ φύσεως την δυνατότητα, αλλά λαμβάνει από την χάρη την ικανότητα να λέγη «ημπορώ…». Ο αντίθετος ισχυρισμός είναι περιαυτολογία και καύχησις. «Τι γαρ έχεις o ουκ έλαβες; ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη λαβών;».

«Νηστεύω δις του Σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι». Επειδή κατηγόρησε τους άλλους ανθρώπους και τον Τελώνην ο Φαρισαίος ότι είναι μοιχοί και άρπαγες, αυτός προβάλει αλαζονικώς απέναντι από την μοιχεία την νηστεία. Επειδή η πορνεία προέρχεται από την απόλαυση. Διότι ο χορτασμός είναι πατέρας της ύβρεως, και η πορνεία γεννιέται από το γεμάτο στομάχι. Ο Φαρισαίος όμως καταξηραίνοντας το σώμα με την νηστείαν, εκαυχάτο ότι απέχει πολύ από αυτά τα πάθη. Επειδή οι Φαρισαίοι νηστεύουν δύο ημέρες της εβδομάδος, Δευτέρα και Πέμπτη. Απέναντι δε στο «άρπαγες και άδικοι», ο Φαρισαίος έβαλε το «αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι». Εκαυχήθη ότι τόσον εναντιώνετο στην αρπαγή και στην αδικίαν, ώστε να δίδη και τα ιδικά του σε άλλους. Διότι οι Εβραίοι έδιδαν το ένα δέκατον από όσα είχαν, και αργότερα τα τρία δέκατα, το ένα τρίτον δηλαδή της περιουσίας τους. Αλλά και τις απαρχές και τα πρωτοτόκια και άλλα πολλά έδιδαν για τα αμαρτήματα, περί καθαρισμού, στις εορτές, όταν εγίνοντο περικοπές στα χρέη τους, και όταν ελευθέρωναν τους δούλούς και επίσης όταν έπαιρναν δάνεια χωρίς τόκον. Όλα αυτά εάν συμψηφισθούν και υπολογισθούν, δείχνουν ότι την μισήν περιουσία τους την έδιδαν στους άλλους ανθρώπους, χωρίς να υψηλοφρονούν και να αλαζονεύωνται ότι κάνουν κάτι μεγάλο. Και μάλιστα ας αναλογισθούμε ότι το Ευαγγέλιον λέγει: «Εάν μη περισσεύση η δικαιοσύνη υμών πλείον των Γραμματέων και Φαρισαίων, ουκ εισελεύσεσθε εις την βασιλείαν των ουρανών».

«Ο δε Τελώνης μακρόθεν εστώς, ουκ ήθελε ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι, αλλ’ έτυπτεν εις το στήθος αυτού λέγων. Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ. Λέγω υμίν ότι κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού. Ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται». Επειδή ο Τελώνης δεν είχεν έργα αγαθά, ούτε να τα απαριθμήση ημπορούσε στην προσευχή του όπως ο Φαρισαίος. Αλλά κτυπούσε το στήθος και μαστίγωνε την καρδία του, και με πολλήν συντριβή και κατάνυξιν έλεγε: «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Γι’ αυτό και εξιλεώνεται από τον ελεήμονα και διαλλακτικόν Κύριον. Διότι όλα τα αμαρτήματα τα αφανίζει η ταπεινοφροσύνη, η δε υπερηφάνεια αφανίζει όλες τις αρετές, επειδή είναι μεγαλυτέρα και βαρυτέρα από κάθε αμαρτία και κακία. Είναι καλύτερα, όταν αμαρτάνωμε, να επιστρέφωμε και να ταπεινωνώμεθα, παρά να κατορθώνωμε κάτι και μετά να υψηλοφρονούμε. Ο Τελώνης απηλλάγη από τα αμαρτήματα, επειδή εδέχθη την κατηγορίαν του Φαρισαίου με πραότητα και υπομονήν, ενώ ο Φαρισαίος από την δόξα έπεσε στο βάραθρον της ατιμίας, επειδή εδικαίωσε τον εαυτόν του και κατηγόρησε τον Τελώνη και τους άλλους ανθρώπους. Ο Τελώνης από την αξιοκατάκριτον ζωή και την αμαρτίαν επανήλθε στην μακαρίαν ζωή και κατάσταση, ενώ ο Φαρισαίος εταπεινώθη εξ αιτίας του μεγέθους της υψηλοφροσύνης του.

Δύο πράγματα απαιτούνται από όλους τους ανθρώπους, να κατακρίνωμε τα ιδικά μας αμαρτήματα και να συγχωρούμε τα αμαρτήματα των άλλων. Διότι εκείνος που βλέπει τα ιδικά του αμαρτήματα, συγχωρεί πιο εύκολα τους άλλους, ενώ εκείνος που κατακρίνει τους άλλους, τον ίδιον του εαυτόν κατακρίνει και καταδικάζει, έστω και αν έχη πολλές αρετές. Αληθώς μεγάλο πράγμα είναι το να μη κατακρίνωμε τους άλλους, αλλά τους εαυτούς μας, αδελφοί. Εμείς όμως, αφήνοντας τις ιδικές μας αμαρτίες, τους άλλους ιδίως κατακρίνουμε, τους άλλους εξετάζουμε, μη γνωρίζοντας ότι ακόμη και αν είμεθα δικαιότεροι από άλλους, εάν κατακρίνωμε τους άλλους, γινόμεθα ένοχοι και είμεθα άξιοι της ιδίας τιμωρίας και των ιδίων βασάνων, των οποίων είναι άξιος και αυτός τον οποίον κρίνουμε. «Ω γαρ κρίματι κρίνετε» λέγει, «τούτω και κριθήσεσθε». Διότι αυτός που πορνεύει, παραβαίνει εντολήν, όπως και εκείνος που τον κρίνει. Ώστε και οι δύο παραβαίνουν θείαν εντολή, και αυτός που πορνεύει και εκείνος που κρίνει.

Αλλά ας μεταφέρωμε μάλλον την εξέταση των άλλων και την λεπτομερή ενασχόληση στους εαυτούς μας, αγαπητοί. Και εάν ιδούμε κάποιους να αμαρτάνουν, εμείς ας έχωμε τις ιδικές μας αμαρτίες ενώπιον των οφθαλμών μας, και ας θεωρούμε τα ιδικά μας χειρότερα από των άλλων. Διότι εκείνος που ημάρτησε, ίσως και την ώραν της αμαρτίας να μετενόησε, ενώ εμείς μένουμε πάντοτε αδιόρθωτοι κατακρίνοντας και εξετάζοντας άλλους. Εκείνος ο Λωτ, αν και κατοικούσε στα Σόδομα, κανέναν δεν κατέκρινε, κανέναν δεν κατηγόρησε. Γι’ αυτό εδικαιώθη, και διεσώθη από την φωτιά και την πανωλεθρία, στα οποία κατεδικάστησαν οι Σοδομίτες. Ας ταπεινωθούμε λοιπόν και εμείς κατακρίνοντας τους εαυτούς μας, τους εαυτούς μας να ονειδίζωμε για να υψωθούμε, να γίνωμε ακατάκριτοι. Ας αγαπήσωμε την ταπεινοφροσύνην. Με αυτήν εδικαιώθη ο Τελώνης και απέβαλε το φορτίον των αμαρτημάτων του. Ας μισήσωμε την υψηλοφροσύνην, επειδή ο Φαρισαίος από αυτήν κατεκρίθη και έχασε τις αρετές που είχε. Ο Φαρισαίος, επειδή διέπραξε τα καλά με όχι καλόν τρόπο, κατεκρίθη. Ο Τελώνης απορρίπτοντας με καλόν τρόπο τα μη καλά έργα, εδικαιώθη. Διότι ο Θεός είδε με συμπάθειαν τον στεναγμόν του Τελώνου, και την συντριβήν του και τα κτυπήματα του στήθους του, και αφού εδέχθη το «ιλάσθητι» τον εδικαίωσε μαζί με τον Άβελ. Τις δε θυσίες και τις αρετές και τα κατορθώματα του καυχησιολόγου και υπερηφάνου Φαρισαίου τις εσιχάθη και τις απεστράφη, και τον κατεδίκασε, όπως τον αδελφοκτόνο Κάιν, για την ιδίαν αιτία. Να μάθωμε, αδελφοί, και να διδαχθούμε να κάνωμε μεγάλα κατορθώματα. Να μην υψηλοφρονούμε όμως γι’ αυτά. Και αν γίνωμε καλοί, δίκαιοι και επιεικείς και πονόψυχοι και ελεήμονες, εμείς να ταπεινωνώμεθα και να μην έχωμε υπεροψία και αλαζονεία, μήπως χάσωμε τους κόπους και τους πόνους μας. Διότι λέγει ο Κύριος «όταν ταύτα πάντα ποιήσητε, λέγετε ότι αχρείοι δούλοι εσμέν, ότι ο ωφείλομεν ποιήσαι, πεποιήκαμεν».

Είναι αναγκαίον και απαραίτητον χρέος να προσφέρωμε στον Θεόν των όλων την δουλικήν ταπείνωση, την υπομονήν, την υποταγήν, την υπακοήν, την ευγνωμοσύνη, την ευχαριστία, και να μεγαλύνωμε και να προσκυνούμε το πανάγιον θέλημά του, και να μην αισθανώμεθα σαν δαγκώματα τους ελέγχους και τις ύβρεις των άλλων, ούτε να καταβαλλώμεθα στους πειρασμούς, ούτε να δυσανασχετούμε, όταν μας κατηγορούν, διότι και από αυτά καρπωνόμεθα πολλήν ωφέλειαν. Ας μάθωμε και ας γνωρίσωμε, αδελφοί μου, την δύναμη και την ενίσχυση και την βοήθεια της ταπεινώσεως. Ας μάθωμε την καταδίκη και την ζημία και την απώλεια που προξενεί η υψηλοφροσύνη.

Και επειδή είναι μεγάλο αγαθόν η μετάνοια και η εξομολόγησις και η συντριβή και τα δάκρυα και οι από το βάθος της καρδίας μας στεναγμοί και η κατάνυξις, γι’ αυτό παρακαλώ να εξομολογήσθε στον Θεόν συνεχώς και να του φανερώνετε τα αμαρτήματά σας. Διότι εάν του παρουσιάζωμε γυμνήν την συνείδησή μας, και του δείχνωμε τα τραύματα των ψυχών μας, και δεν κρίνωμε τους άλλους, ούτε αποθηριωνόμεθα με τις ύβρεις των συνανθρώπων μας ούτε λυπούμεθα για τις κατηγορίες και τις αδικίες τους, θα μας λυπηθή ο φιλάνθρωπος Κύριος και θα μας κεράση τα φάρμακα της συμπαθείας και της ευσπλαχνίας του. Θα τα βάλη στα τραύματα μας και θα μας θεραπεύση. Ας δείξωμε τα αμαρτήματά μας στον Κύριον, ο οποίος δεν εντροπιάζει, αλλά θεραπεύει. Διότι και αν εμείς σιωπήσωμε, εκείνος τα γνωρίζει όλα.

Ας ειπούμε λοιπόν τα αμαρτήματά μας, αδελφοί, και ας εξομολογηθούμε καθαρά στον Κύριον, για να κερδίσωμε την συμπάθειάν του. Ας αφήσωμε τις αμαρτίες μας εδώ για να πάμε εκεί καθαροί και έτοιμοι, και να εισαχθούμε από τον δίκαιον Κριτή στην Βασιλεία του την ατελεύτητο και αιωνία, και να κληρονομήσωμε τις μελλοντικές εκείνες και αγέραστες διαμονές και την απέραντο χαρά και απόλαυση, τα οποία είθε να επιτύχωμε εν αυτώ Χριστώ τω Θεώ ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

(6ος -7ος αιών. Migne P.G., τ. 97, στ. 1255. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 449 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)



Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

Σύναξις τῆς ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ τῆς ἐπονομαζομένης «ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΣ» (21 Ἰανουαρίου)

 


Ανεβαίνοντας τη σκάλα που βρίσκεται στα αριστερά της κεντρικής πύλης του καθολικού της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου υπάρχει  παρεκκλήσιο αφιερωμένο στην Παναγία την Παραμυθία. Μέσα σ’ αυτό μεταφέρθηκε μετά την τέλεση του θαύματος, που θα περιγράψουμε, η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, τοιχογραφία του 14ου αι. που βρισκόταν άλλοτε στη  δεξιά άκρη τοῦ εξωνάρθηκα.

Παλαιά υπήρχε η συνήθεια, βγαίνοντας οι πατέρες από το Καθολικό, μετά το τέλος της ακολουθίας του Όρθρου, να ασπάζονται την εικόνα της Παναγίας που υπήρχε στον εξωνάρθηκα. Εκεί ο Ηγούμενος έδινε τα κλειδιά της κλεισμένης για τις βραδυνές ώρες πύλης της Μονής στον θυρωρό για να ανοίξει.

Κάποια χρονιά, αρχές του 14ου αι., στις 21 Ἰανουαρίου, τελείωσε ο Όρθρος. Οι πατέρες αποσύρθηκαν στα κελλιά τους για να αναπαυθούν, μέχρι να αρχίσουν τα καθημερινά τους διακονήματα. Τότε θα ανοιγόταν και η πύλη της Μονής. Δεν γνώριζαν ότι έξω από αυτήν παραμόνευαν πειρατές,- τότε ήταν μάστιγα στο Αιγαίο πέλαγος-, που την είχαν περιλυκλώσει, έτοιμοι να εισβάλλουν για να καταστρέψουν τα πάντα.

Στο ναό βρισκόταν μόνος ο Ηγούμενος, αφοσιωμένος στην προσευχή του. Πετάχτηκε ξαφνικά ακούοντας μια φωνή, που δεν έμοιαζε με φωνή ανθρώπου. Έντρομος κοίταξε γύρω του. Δεν είδε κανένα. Έξάλλου κανένας δεν ήταν μέσα στό ναό. Και όμως κάποιος μίλησε. Συγκέντρωσε την προσοχή του και γεμάτος φόβο κατάλαβε ότι η φωνή προερχόταν από την εικόνα της Θεομήτορος. Με ευλάβεια τέντωσε το αυτί του για να ακούσει. Άκουσε τότε τη φωνή της Παναγίας να λέει: «Μην ανοίξετε σήμερα την πύλη της Μονής, αλλά αφού ανεβείτε στα τείχη, να διώξετε τους πειρατές».

Κατάπληκτος ο Ηγούμενος προσήλωσε τα μάτια του στην εικόνα της Θεοτόκου. Αντίκρυσε τότε ένα εκπληκτικό θαύμα.

Η μορφή της Παναγίας ήταν ζωντανή. Το βρέφος Ιησούς που κρατούσε στα χέρια της πήρε και αυτό ζωή. Κίνησε το δεξί του χέρι και έκλεισε το στόμα της αγίας Μητέρας του, στρέφοντας προς αυτήν το φωτεινό πρόσωπό του.

Μια γλυκιά παιδική φωνή ακούστηκε να λέει: «Μη,  Μητέρα μου, μην τους το λες. Άφησε τους να τιμωρηθούν, όπως τους αξίζει, γιατί αμελούν τα μοναχικά τους καθήκοντα».

Τότε η Κυρία Θεοτόκος με μεγάλη μητρική παρρησία  προς τον μονογενή Υιόν της, σήκωσε ελαφρά το χέρι, συγκράτησε το χεράκι του, έκλινε λίγο προς τα δεξιά το θείο της πρόσωπο και επανέλαβε πιο έντονα : «Μην ανοίξετε σήμερα την πύλη της Μονής, αλλά αφού ανεβείτε στα τείχη, να διώξετε τους πειρατές…Και κοιτάξτε να μετανοήσετε, γιατί ο Υιός μου είναι οργισμένος μαζί σας». Επανέλαβε δε και για τρίτη φορά την προειδοποίηση: «Σήμερα, μην ανοίξετε την πύλη της Μονῆς…». Μετά το διάλογο η Κυρία Θεοτόκος και το Πανάγιο Βρέφος της αποκαταστάθηκαν πάλιν σαν εικόνα.

Ο Ηγούμενος γεμάτος θαυμασμό συγκάλεσε όλους τους Πατέρες, διηγήθηκε σ’ αυτούς τα υπερφυσικά γεγονότα που συνέβησαν και τους επανέλαβε τα λόγια που είχε ακούσει από τα χείλη της Παναγίας και του Θείου Βρέφους προς την Μητέρα του.

Όλοι με κατάπληξη στράφηκαν προς το μέρος της θαυματουργού εικόνας. Και η κατάπληξη τους αυξήθηκε. Η παράσταση της εικόνας ειχε μεταμορφωθεί. Η σύνθεση μεταβλήθηκε ολοκληρωτικά και δεν έμοιαζε καθόλου με την παλαιά εικόνα. Διατηρήθηκε η μορφή όπως φαίνεται σήμερα. Η Παναγία να κρατά το χέρι του Χριστού κάτω από το στόμα της και να κλίνει το κεφάλι της δεξιά για να το αποφύγει. Η έκφραση του προσώπου της είναι γεμάτη απέραντη επιείκεια, αγάπη, συμπάθεια και μητρική στοργή. Ο Χριστός παρόλο που παριστάνεται ως βρέφος έχει αυστηρό πρόσωπο ως Κριτής.

Η εικόνα αυτή είναι πράγματι αχειροποίητος, διότι κατασκευάστηκε στη μορφή που είναι σήμερα, όχι από ανθρώπινο χέρι, αλλά από τη Χάρη του Θεού, μετά τη θαυματουργική επέμβαση της Παναγίας μας για τη διάσωση της Μονής. Ονομάστηκε «Παναγία Παραμυθία», δηλαδή Παρηγορήτρια. Και δικαίως· διότι όπως λένε οι προσκυνητές της Μονής, που δεν χορταίνουν να την βλέπουν, η θέα της γλυκιάς έκφρασης του προσώπου της Παναγίας ξεκουράζει, αναπαύει, γαληνεύει και παρηγορεί τη ψυχή του ανθρώπου.

Με το θαύμα αυτό φανερώνεται για άλλη μια φορά η μητρική παρρησία της Θεοτόκου στο να μεσιτεύει για τις αμαρτίες των ανθρώπων «προς τον Υιόν και Θεόν της» και οι σωτήριες πρεσβείες της με τις οποίες απαλάσσονται από τα δεινά που δίκαια τους αξίζουν για το πλήθος των αμαρτιῶν τους.

Η εικόνα μεταφέρθηκε στο ιδιαίτερο παρεκκλήσιο της Παραμυθίας. Μπροστά σ’ αυτήν οι μοναχοί διατηρούν ακοίμητο κανδήλι, ψάλλουν καθημερινά Παράκληση και τελείται κάθε Παρασκευή Θεία Λειτουργία. Παλαιότερα υπήρχε η συνήθεια οι κουρές των μοναχών να γίνονται σ’ αυτό το παρεκκλήσιο.

Με αυτή την εικόνα συνδέεται και ο βίος του Ὁσίου Νεοφύτου, ο οποίος διετέλεσε «προσμονάριος», δηλαδή φύλακας και διακονητής του παρεκκλησίου  της  Παραμυθίας.

Ο Ὅσιος βρισκόταν σε αποστολή και υπηρεσία εκ μέρους της Μονής για ένα χρονικό διάστημα σε κάποιο μετόχι της, στην Εύβοια. Εκεί αρρώστησε βαρειά. Παρακάλεσε τότε την Παναγία να τον αξιώσει να πεθάνει στη μονή της μετανοίας του. Άκουσε αμέσως τη φωνή της Παναγίας να του λέει: «Νεόφυτε, πήγαινε στη μονή σου και μετά από ένα χρόνο να ετοιμασθείς για την έξοδο σου από τη ζωή». Ευχαριστώντας θερμά την Παναγία ο Όσιος για την παράταση της ζωής που του δόθηκε, είπε στον υποτακτικό του να ετοιμασθούν για την επιστροφή στη μονή.

Πράγματι, μετά την παρέλευση ενός έτους, μια μέρα αφού κοινώνησε τα άχραντα μυστήρια, ανεβαίνοντας τη σκάλα μπροστά από το παρεκκλήσιο της Παραμυθίας, άκουσε πάλι τη φωνή της Παναγίας: «Νεόφυτε, ο καιρός της εξόδου σου έφθασε». Όταν πήγε στο κελλί του αδιαθέτησε και αφοῦ έλαβε συγχώρηση από όλους τους πατέρες της αδελφότητας, παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.


Ἀπολυτίκιον

Της ποίμνης κυκλωθείσης υπό των πολεμίων,  και των διωκτών υλακτούντων κατά των σων προβάτων,  προσείπας τω δούλω σου Αγνή, καθ’ ύπαρ φωνήσασα αυτώ.  δια τούτο και χορείαι των μοναστών, σοι κράζουσι Θεοτόκε.  Δόξα τη αντιλήψει σου Σεμνή, δόξα τη προστασία σου,  δόξα Παραμυθία, σοί μόνη Πανύμνητε.




Απολυτίκιο Ήχος Α΄


Την πάντων υπερτέραν Θεοτόκον υμνήσωμεν, την


 Παραμυθίαν εν ταύτη, τη Μονή και προστάτιδα.


 Υπάρχει γαρ φρούδος τοις εχθροίς, και σκέπη


 σωτήριος ημίν, διά της αυτής εικόνος ως βασιλίς, εν


 θρόνω καθιδρυμένη. Δόξα διό τη ση βουλή, δόξα τοις


 θαυμασίοις σου, δόξα τη προς ημάς, Παρθένε, θεία


 προνοία σου.






ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2023

Ἄγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ

 


Εἰς τό παρόν τεῦχος, λίαν ζωηρῶς, διαγράφεται ἡ ἀγωνιστική δρᾶσις τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ἐναντίον τῶν τότε αἰρετικῶν Μονοθελητῶν. Ἡ ἐποχή, εἰς τήν ὁποίαν ὁ ὁσιος Μάξιμος ἐζησεν, ἔχει ἀρκετήν ὁμοιότητα μετά τῆς σημερινῆς. Περίοδος αἰρέσεως τότε, ὁμοίως και νῦν.Διά τοῦτο φρονοῦμεν ὅτι, ἡ τῶν ἀθλων καί ἀγώνων αὐτοῦ γνῶσις εἷναι λίαν χρήσιμος καί ὠφέλιμος, ὤστε ἐκ τούτων παραδειγματιζόμενοι νά ἐνεργῶμεν καί ἡμεῖς ἀναλόγως, ἄν ὅντως ἀπιθυμῶμεν νἀ εἴμεθα ὁρθόδοξοι, καί συνεχισταί τοῦ δρόμου τῶν ὁμολογητῶν πατέρων .