† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023

ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΛΩΝΗ ΖΑΚΧΑΙΟΥ (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς)



 1. Πρωτύτερα ἐπήραμε ἀφορμὴ ἀπὸ τὶς διηγήσεις τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ περὶ τῆς  τῶν λεπρῶν καὶ τυφλῶν κατὰ τὸσῶμα γιὰ τὴν πνευματικὴ ὁμιλία πρὸς τὴν ἀγάπη σαςΣήμερα θέμα θὰ ἔχωμε τὸν κατὰ τὴν ψυχὴ τυφλὸ Ζακχαῖο πού κατοικοῦσεστὴν Ἱεριχῶ καὶ τὴν ἀναβλεψὶ του καταὐτήν.


Εἶναι δὲ μεγάλο τὸ σχετικὸ μὲ αὐτὸν θαῦμα καὶ ὄχι μικρότερο ἀπὸ τὰ σχετικὰ μἐκείνουςΔιότι καὶ αὐτὸς εἶχε σκοτεινούς τουςἐσωτερικοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδιᾶς, ὅπως ὁ τυφλὸς ἐκεῖνος εἶχε σκοτεινούς τους ὀφθαλμοὺς τῆς ἔξω ἀπὸ τὸ πρόσωπο μορφῆς·ἀφοῦ οὔτε αὐτὸς δὲν μποροῦσε κατὰ τὴ διὴγησι νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ, ἀπαλλάχθηκε δὲ καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸ σκότος τοῦ νοῦ μὲ μόνο τὸ λόγοἐκείνου πού καὶ στὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου μὲ μόνο τὸ λόγο συνέστησε τὸ φῶς καὶ κατηύγασε ὅλη τὴν αἰσθητὴ κτίσι. Ὅπως δηλαδὴ τότε, πρὶν νὰ εἰπῆ ὁ Θεός, «ἂς γίνη φῶς, κι' ἔγινε φῶς», ὑπῆρχε σκότος ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἄβυσσο, ἔτσι καὶ τώρα, πρὶν νὰ εἰπῆ πρὸς τὸν Ζακχαῖο ὅτι «σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸν οἶκο σου», τὸ δεινὸ σκότος τῆς φιλαργυρίας ἦταν καθισμένο ἐπάνω στὴν ψυχὴ τούτου,ἐνῶ ἡ διάνοιά του ἦταν ὁπωσδήποτε παραχωμένη μαζὶ μὲ τὸ χρυσὸ σὲ σκοτεινοὺς τόπους, ὅπου θησαυρίζεται ἀπὸ τοὺς φιλαργύρουςὁ χρυσὸς καὶ ἄργυρος.


2. Ἂς ἰδοῦμε λοιπὸν τὰ σχετικὰ μὲ αὐτὸν κατὰ τὴ διήγησι«Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁ Ἰησοῦς ἀφοῦ εἰσῆλθε διερχόταν τὴν Ἱεριχώ. Ποιὸν ἐκεῖνο καιρό; Ὅταν ἐκαθάρισε τοὺς λεπρούς, ὅταν ἐφώτισε τοὺς τυφλούς, ὅταν διὰ τῆς σχετικὰ πρὸς αὐτοὺς φήμης μαζὶ μὲπολλοὺς ἄλλους προσείλκυσε καὶ τὸν Ζακχαῖο πρὸς τὸν πόθο τῆς θέας του. «Ἀφοῦ λοιπὸν εἰσῆλθε ὁ Ἰησοῦς διερχόταν τὴν Ἱεριχῶ»•ὄχι δὲ μόνο τὴν Ἱεριχώ, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἰουδαία διερχόταν ὁ Κύριος, καὶ τὴ Γαλιλαία καὶ γενικῶς τὴ γῆ. Διότι δὲν ἦλθε ἐδῶ γιὰ νὰπαραμείνη σωματικῶς, ἂν καὶ ἔλαβε τὸ σῶμα σὰν τὸ δικό μας ὑπὲρ ἠμῶν, ὅπως εὐδόκησε, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ διέλθη κι' ἀνεβῆ πρὸς τὸν οὐρανὸ ἀπὸ ὅπου κατῆλθε, ἀνεβάζοντας μαζὶ καὶ τὸ δικό μας φύραμα καὶ τοποθετώντας τὸ ἐπάνω ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία•ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν καιρὸ τῆς διδασκαλίας διερχόταν περιοδεύοντας ὅλο τὸν τόπο τῆς Παλαιστίνης. Ὅπως δηλαδὴ στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας συνήγαγε σ' ἕνα δίσκο ὅλο τὸ φῶς τῆς ἡμέρας καὶ ἔκαμε βασιλέα της τὸν ἥλιο, δὲν τὸν ἄφησε δὲ νὰ στέκεται, ἀλλὰ τὸνἔκαμε νὰ περιπολῆ• ἔτσι, συνάπτοντας τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος μὲ τὸ σῶμα καὶ παρουσιάζοντας τὸν ἑαυτὸ τοῦ βασιλέα τοῦπαντὸς πραγματικὰ ἐπίγειο καὶ ἐπουράνιο, ὁρατὸ καὶ ἀόρατο, ἀρκτὸ καὶ ἀΐδιο, δὲν ἐδέχθηκε νὰ κάθεται ἐπάνω σ' ἕνα τόπο, ἀλλ' εὐδόκησε νὰ περιέρχεται ἕως ὅτου ἀπεργασθῆ σωτηρία μόνιμη καὶ ἀδιάκοπη στὸ μέσο τῆς γῆς, καθὼς προανήγγειλε ὁ Δαβὶδ λέγοντας, «ὁ Θεὸς ὁ πρὸ αἰώνων βασιλεύς μας, ἀπεργάσθηκε σωτηρία στὸ μέσο τῆς γῆς»• διότι αὐτὴν τὴν σωτηρία ἐπετέλεσε ὁΚύριος περιερχόμενος. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἥλιος δὲν περιπολεῖ γενικῶς ὅλον τὸν οὐρανό, ἀλλὰ τὸ μεσαῖο μέρος τοῦ ζωοδιακοῦ πόλου, ἔτσι λοιπὸν καὶ «ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης» Χριστός, περιερχόμενος σὲ ὅση ἔκτασι ἐχρειαζόταν τὸ μέσο τῆς κατοικουμένης ἀπὸ τὰ ζῶα, διερχόταν τὰ μέρη του, κι' ἔτσι ἀφοῦ εἰσῆλθε διερχόταν τὴν Ἱεριχῶ.

3. «Καὶ ἰδού», λέγει, «ἦταν ἕνας ἄνδρας ὀνομαζόμενος Ζακχαῖοςπού ἦταν μάλιστα ἀρχιτελώνηςἮταν δὲ πλούσιος αὐτὸς κι'ἐζητοῦσε νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε ἐξ αἰτίας τοῦ ὄχλου, διότι ἦταν μικρὸς στὸ σῶμα». Ὄχι δὲ μόνο ἦταν μικρός, ἀλλὰἦταν καὶ μακριὰ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ• διότι ἂν ἐπλησίαζε, ἔστω καὶ μικρόσωμος, δὲν θὰ ἐστερεῖτο τῆς θέας. Ἐγὼ δὲ νομίζω ὅτι τοῦτοςἑλκυόταν καὶ ἀναχαιτιζόταν ἀρρήτως ἀπὸ τὴν θεία δύναμι τοῦ Ἰησοῦ• ἑλκυόταν δηλαδή, ἐπειδὴ εἶχε τρόπο χρηστὸ καὶ ψυχὴκατάλληλη γιὰ τὴν ἀρετή, γι' αὐτὸ κι' ἐπιθυμοῦσε κι' ἐπιχειροῦσε νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ• ἀναχαιτιζόταν δὲ ἀπὸ τὴ θεία δύναμι, διότι αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τὰ ἀντίθετα στὴν πολιτεία τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν τελωνία καὶ τὸν πλοῦτο. Αὐτὰ νομίζω δεικνύοντας καὶὁ εὐαγγελιστὴς στοὺς συνετοὺς μὲ λίγα λόγια, ἐφ' ὅσον μὲν ἦταν θαυμάσιος στοὺς τρόπους, εἶπε γι' αὐτόν, «ἰδοὺ ἕνας ἄνδραςὀνομαζόμενος Ζακχαῖος, ἐφ' ὅσον δὲ ἦταν πιασμένος στοὺς βρόχους τῆς κακίας, πρόσθεσε «καὶ αὐτὸς ἦταν ἀρχιτελώνης, καὶ βέβαια πλούσιος». Πραγματικὰ τὸ μὲν «ἰδοὺ ἕνας ἄνδρας» λέγεται στὶς περιπτώσεις τῶν ἀξιολόγων πού δὲν ἀνήκουν στοὺς πολλούς. Καὶπρὸς αὐτὸ τείνει ἡ μνεία τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀνδρός• διότι δὲν ἦταν ἀπὸ ἐκείνους, γιὰ τοὺς ὁποίους λέγει ὁ Δαβίδ, «δὲν θὰ ἀναφέρω τὰὀνόματά τους διὰ τῶν χειλέων μου». Τὸ ὅτι δὲ ἐμαρτύρησε ὅτι δὲν ἦταν μόνο τελώνης, ἀλλὰ καὶ ἀρχιτελώνης καὶ γι' αὐτὸ πλούσιος,ἔδειξε ὅτι ἦταν διακεκριμένος σὲ κακία. Ἀλλ' ἐπειδή, ὡς μικρόσωμος καὶ ἀπομακρυσμένος ὁ Ζακχαῖος, δὲν μποροῦσε νὰ ἰδῆ τὸνἸησοῦ, λέγει, «ἔτρεξε ἐμπρὸς καὶ ἀνέβηκε σὲ μία συκομορέα, γιὰ νὰ τὸν ἰδῆ· διότι ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ μέρος ἐπρόκειτο νὰ περάση». Παρατήρησε τὴν σφοδρότητα τοῦ πόθου καὶ ἀναλογίσου ἀπὸ αὐτὸ ποιὸς ἦταν ὁ τρόπος του. Ὅταν δηλαδὴ δὲν μπόρεσε νὰδιασπάση τὸν ὄχλο, δὲν ἀπογοητεύθηκε, ἀλλὰ μᾶλλον προσέτρεξε καὶ δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν πόθο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ὄχλο· καὶἀφοῦ προπορεύθηκε, ἀνέβηκε σὲ μία συκομορέα πού ἦταν φυτευμένη στὸ δρόμο, γιὰ νὰ ἰδῆ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ποθούμενο.

4. Κι' ἐκεῖνος ἔκαμε τοῦτες τὶς ἐνέργειες σοφῶς καὶ φιλοθέως μὲ κεντρίσματα πόθου κτυπώμενος καὶ προτρέχοντας στὴν ὁδό, μὲ πτερὰ πόθου ἀνυψούμενος κι' ἀνεβαίνοντας στὸ δένδρο. Τί δὲ ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς, ἡ ἐνυπόστατος σοφία τοῦ ἀνάρχου Πατρός, αὐτὸς πού λέγει διὰ τοῦ Σολομῶντος, «ἐγὼ ἀγαπῶ ὅσους μὲ ἀγαποῦν· ὅσοι δὲ μὲ ἀγαποῦν, θὰ εὕρουν χάριν, «ὁ ὁποῖος καὶ στοὺς δρόμουςἀκόμη τοὺς φέρεται μὲ εὐμένεια;».

Φθάνει τὸν Ζακχαῖοτὸν βλέπει πρῶτοςτὸν προσφωνεῖ φιλικώτατα καὶ τοῦ ὑπόσχεται τὴν ἐπίσκεψι καὶ διαμονὴ στὸν οἶκοτουΔιότι, λέγει, «ὅταν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς στὸν τόπο» (ὅπου δηλαδὴ ἡ συκομορέα ἐβάσταζε τὸν Ζακχαῖο σὰν οὐράνιο καρπὸ λόγω τοῦἐνθέου πόθου του) καὶ ἐκύτταξε πρὸς τὰ ἐπάνω, τὸν εἶδε καὶ τοῦ εἶπε»· «Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα· διότι σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸν οἶκό σου». Μοῦ φαίνεται ὅτι δὲν ἀνεγνώριζαν εὔκολα τὸν Ἰησοῦ ἀνάμεσα στὸν ὄχλο ἀπὸ μόνη τὴ θέα αὐτοὶ πού δὲν τὸν εἶχανἰδεῖ προηγουμένως, διότι περιπατοῦσε μὲ λιτότητα καὶ δὲν εἶχε τίποτε διαφορετικὸ ἀπὸ τοὺς πολλούς, ἀλλὰ καὶ ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸνὰ ἐπιτύχη κανεὶς τὴ θέα τοῦ κατὰ πρόσωπο ἀπὸ ψηλά, διότι συνήθως ἔσκυβε πρὸς τὸν ἑαυτό του. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ γνωρίζων τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἰδὼν τὸν ἐνδόμυχο πόθο τοῦ Ζακχαίου τὸν προσφωνεῖ καὶ καλεῖ μὲ τὸ ὄνομά του τοῦτον πού δὲν εἶχε ἰδεῖποτὲ προηγουμένως κατ' ὄψι, γιὰ νὰ τοῦ δείξη τὴν ὄψι του ἀπὸ φιλανθρωπία καὶ νὰ γνωρίση τὸν ἑαυτό του πρὸς τὸν ποθοῦντα φυλοφρόνως καὶ νὰ τοῦ δείξη ὅτι δὲν ποθεῖ μόνο ἀλλὰ καὶ ποθεῖται. Ἐππλέον δὲ καὶ προστάσσει νὰ σπεύση στὸ σπίτι, ὥστε μὲἀφθονία νὰ πράξη καὶ νὰ ἀποκομίση τὰ τέλη τῆς θεοφιλίας ἀπὸ αὐτὸν πού δίδει μὲ τὸ παραπάνω ὅσα ζητοῦμε ἢ σκεπτόμαστε.

5. «Αὐτὸς δέ», λέγει, «κατέβηκε καὶ τὸν ὑποδέχθηκε μὲ χαρά». Διότι αὐτὸς πού πρὶν τὸν ἰδῆ τρέχει γιὰ τὴν θέα του καὶ πράττει τὰ πάντα, ὥστε νὰ τὴν ἐπιτύχη, πῶς δὲν θὰ ἔσπευδε, ὅταν τὸν εἶδε καὶ τὸν ἄκουσε, καὶ μάλιστα ὅταν ἐδέχθηκε τέτοια ἐπαγγελία; Μόλις λοιπὸν εἶδε ὅτι καὶ ἡ ἐπαγγελία ἐπραγματοποιήθηκε, αὐτὸς ὁ ἴδιος ἐχαιρόταν πού συνευρισκόταν μὲ τὸν ποθούμενο καὶ ἤδηἐγευόταν τὶς ἄφθαρτες χάριτες ἀπὸ τὴν πηγή· οἱ δὲ βλέποντες, ἐπειδὴ δὲν ἔβλεπαν μὲ σύνεσι, λέγει, «ἐγόγγυζαν κατὰ τοῦ Ἰησοῦ, λέγοντας ὅτι εἰσῆλθε στὸ σπίτι ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου».

6. Ἀλλὰ ὁ τελώνηςἀμιλλώμενος σὲ φιλοτιμία μὲ αὐτὸν πού ὄχι μόνο κατέβηκε ἕως ἐμᾶς μὲ σάρκα ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄφατηφιλανθρωπία ἐσήκωσε τὸν ὀνειδισμό μας, «ἀφοῦ ἐστάθηκε καὶ εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦ»• τὸ ὅτι δὲ ἐστάθηκε εἶναι δεῖγμα βεβαίαςγνώμηςθαρραλέας καὶ ταπεινῆς συγχρόνως• ἀφοῦ λοιπὸν ἐστάθηκε καὶ ἀποστόμωσε μὲ παρρησία τοὺς κατηγόρουςεἶπε πρὸς τὸνἸησοῦ• ἰδούΚύριεδίδω τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου στοὺς πτωχούςκαὶ ἂν ἐξεβίασα κανένατοῦ τὰ ἀνταποδίδω στὸ τετραπλό».Καὶ παρουσιαζόμενος μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δίκαιος, διέλυσε τὸν ὀνειδισμὸ τῶν γογγυστῶν πρὸς τὸν Κύριο πού ἔλεγαν, «ὅτι εἰσῆλθε νὰ διαμείνη στὸ σπίτι ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου»• διότι, ἀφοῦ ἀπέδωσε νομίμως τετραπλάσια τὰ μὲ ἐκβιασμὸ συναχθένταἀπομακρύνθηκε πραγματικὰ ἀπὸ τὸ κακό, ἀφοῦ δὲ διένειμε τὰ ὑπάρχοντα στοὺς πτωχοὺς ἔπραξε τὸ ἀγαθὸ καὶ ἐφάνηκε σὲ ὅλα καθαρμένος. Ὥστε ὁ Κύριος πρὸς μὲν τοὺς Φαρισαίους ἔλεγε, «ἀλλὰ ἂν δώσετε κατὰ δύναμι ἐλεημοσύνη, ὅλα θὰ εἶναι καθαρὰ σὲσᾶς» τώρα δὲ ἀποφασίζοντας ἐν σχέσει μὲ τέτοιες πράξεις καὶ παίρνοντας ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἀπολογία πρὸς τοὺς ἐναντίον του γογγυστᾶς, λέγει «σήμερα ἦλθε σωτηρία σὲ τοῦτον τὸν οἶκο, ἐφ' ὅσον καὶ ὁ Ζακχαῖος εἶναι υἱὸς τοῦ Ἀβραάμ», ὡς γενόμενος τώρα πιστός, ὡς δίκαιος καὶ φιλόξενος καὶ φιλόπτωχος. Διότι «ἦλθε ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ ζητήση καὶ νὰ σώση τὸ ἀπολωλός», λέγονταςἐκεῖνο ἀκριβῶς πρὸς τοὺς γογγυστάς, ὅτι εἰσῆλθα μὲν στὸ σπίτι ἁμαρτωλοῦ γιὰ νὰ καταλύσω, ἀλλὰ τὸ ἔκαμα γιὰ νὰ τὸν μετασκευάσω καὶ τὸν σώσω, δεικνύοντάς τὸν ἀντὶ φιλαργύρου φιλόθεο, ἀντὶ ἀδίκου δίκαιο, ἀντὶ μισοξένου φιλόξενο, ἀντὶἀσυμπαθοῦς ἐλεήμονα, ὅπως τὸν βλέπετε νὰ γίνεται τώρα.

7. Ἀλλὰ βλέπετε ὅλοι τὸν Ζακχαῖο, πῶς ἀγάπησε καὶ ἐζήτησε, καὶ ἀγαπήθηκε καὶ προσηλώθηκε καὶ ἐξοικειώθηκε μὲ τὸν Χριστό; Ὅποιος λοιπὸν εἶναι τελώνης ἢ ἀρχιτελώνης πού πλουτεῖ ἀπὸ τὸ ἔργο του κακῶς καὶ συνάζει ἀδίκως, ἂς μιμηθῆ τὴν ὁδὸ τοῦἀρχιτελώνη τούτου πρὸς τὴν σωτηρία, καὶ ἂς ἀποδίδη καὶ σκορπίζη καλῶς, ὅσα ἐθησαύρισε κακῶς. Ὅποιος εἶναι πτωχός, ἐπειδὴἔγινε θῦμα ἁρπαγῆς ἢ γιὰ ἄλλον λόγο, ἂς εἶναι εὐχαριστημένος• διότι ἔχει τὴν σωτηριώδη πτωχεία, μᾶλλον δὲ ἂς τὴν κάμη αὐτὸς σωτηριώδη διὰ τῆς εὐχαριστίας, πρὸς τὴν ὁποία καταφεύγοντας καὶ ὁ πλούσιος τελώνης προθύμως ἐσώθηκε, ὅπως ἀκούσατε τώρα περὶ αὐτοῦ. Αὐτὰ λοιπὸν ὡς πρὸς τὴν διήγησι.

8. Στὴ συνέχεια δὲ παρακολουθήσατε μὲ προσοχὴ ὅσοι ἔχετε διεισδυτικώτερη τὴ διάνοια. Ἐπειδὴ δηλαδὴ τὸ ὄνομα Ζακχαῖος σημαίνει δικαιούμενος, παρακαλῶ νόησε ἀπὸ αὐτὸ τοὺς Φαρισαίους πού δικαιώνουν τοὺς ἑαυτοὺς των, πού εἶναι σὰν νὰ τελωνοῦν κατὰ κάποιον τρόπο, ὅπως λέγει ὁ Κύριος στὰ εὐαγγέλια, «κατατρώγοντας τὰ σπίτια τῶν χηρῶν καὶ προσευχόμενοι ἐπιδεικτικὰπολλὴ ὥρα». Ὅταν λοιπὸν κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς ποθήση νὰ ἐπιγνώση τὴν ἀλήθεια, ζητεῖ νὰ ἰδῆ καὶ νὰ γνωρίση, ὅπως ἐζητοῦσε ὁΖακχαῖος, τὸν Ἰησοῦ, ἀφοῦ αὐτὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια· μὴ μπορώντας δὲ ὡς μικρόσωμος καὶ μικρόνους, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦμικρόσωμου Ζακχαίου, ἀνεβαίνει σὲ μιὰ συκομορέα, δηλαδὴ στὴν ἀκρίβεια τοῦ νόμου καὶ τῶν ἰουδαϊκῶν ἐθῶν, νομίζοντας ὅτι ἀπὸαὐτοῦ θὰ ἐπιτύχη τὴν ἀλήθεια τόσο κατὰ τὴ γνῶσι ὅσο καὶ κατὰ τὴν πράξι. Ὁ δὲ Κύριος, πού διερχόταν ἀπὸ τὴν νόμιμη πολιτεία, σὰν ἀπὸ κάποια ὁδό, ἀφοῦ εἶδε τὸν ἀγαθό του σκοπὸ καὶ τὸν πρὸς τὴν ἀλήθεια πόθο, ἀποκαλύπτει σ' αὐτὸν τὸν ἑαυτό του, καὶ τὸν προσφωνεῖ προσκαλώντας καὶ τὸν διατάσσει νὰ κατεβῆ ἀπὸ τὴ συκομορέα, δηλαδὴ νὰ ἐγκαταλείψη τὸν μωσαϊκὸ νόμο πού δὲν καρποφορεῖ τίποτε σπουδαῖο, καὶ νὰ σπεύση στὴν χάρι καὶ τὴν κατὰ τὸ εὐαγγέλιο διαγωγή, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ λάβη ἔνοικο τὸν Θεὸ καὶ νὰ καρπωθῆ τὴ σωτηρία.

9. Αὐτὸς λοιπόν, ἐπειδὴ ὑπήκουσε στὸ Λόγο καθὼς ἐδίδασκε καὶ ἐκαλοῦσε, ὅπως ἐκεῖνος ὁ Ναθαναὴλ (διότι καὶ αὐτὸν τὸν εἶδεὁ Χριστὸς νὰ εἶναι κάτω ἀπὸ τὴ σκιά, δηλαδὴ νὰ ζῆ κατὰ τὸν σκιώδη βίο) ἢ ὁ μέγας Παῦλος (διότι κι' αὐτόν, «ἐπειδὴ ἔγινε ἄμεμπτος κατὰ τὴν δικαιοσύνη τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου», ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, πρῶτος τὸν ἐκύτταξε καὶ τὸν προσκάλεσε ὁ Χριστός)• ὅποιος λοιπὸνὑπακούση ἔτσι τὸν Λόγο πού προσκαλεῖ καὶ διδάσκει, γίνεται ἀκριβῶς Ζακχαῖος• καὶ τὰ μισὰ τῶν διδαγμάτων ἀπὸ τὸν νόμο πού κατεῖχε προηγουμένως ἀφήνει στοὺς Ἰουδαίους τοὺς πτωχοὺς κατὰ τὴ διάνοια, δηλαδὴ περιτομές, σαββατισμούς, βαπτισμούς, ζωοθυσίες καὶ γενικῶς ὅλα τὰ ταιριαστὰ στὸ χαμαίζηλο γράμμα. Παριστώντας δὲ καὶ συνάγοντας ἀπὸ τὰ λόγια καὶ τὰπαραγγέλματα τοῦ νόμου ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός, ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἂν ποτὲ ἐσυκοφάντησε κάποιον ἀπὸ τοὺς πιστοὺς λέγοντάς τὸν ἄπιστον ἢ σὰν τέτοιον τὸν ἐκακοποίησε ἀνοικτά, ἀποδίδει πολλαπλασίως θεραπεύοντας πολλοὺς πιστοὺς καὶὁδηγώντας πολλοὺς ἀπίστους πρὸς τὴν πίστι στὸν Χριστό. Ἔχομε σύντομα καὶ τὴν ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία.

10. Ἐπειδὴ ὁ Ζακχαῖος κατὰ τὴ διήγησι προηγουμένως ἦταν φιλάργυρος (διότι καὶ ἐσύναζε τὸ χρυσὸ ἀπὸ τὴν τελωνία καὶκοντὰ του τὸ κρατοῦσε πλουτώντας), ὕστερα ὅμως παρουσιάσθηκε φιλόπτωχοςμᾶλλον δὲ πτωχὸς καὶ ἀκτήμων ἑκουσίωςἀφοῦἄλλα τὰ ἔδωσε καὶ ἄλλα τὰ ἀνταπέδωσετώρα ἐμεῖς θὰ ἐπαινέσωμε τὴν ἀρετὴ ἢ θὰ γίνωμε κατήγοροι τῆς κακίαςΔιότι τὰ μέτρα τῆς ὁμιλίας δὲν ἐπιτρέπουν νὰ τὰ κάμωμε καὶ τὰ δύο. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ λόγος εἶναι γιὰ μᾶς τοὺς παρισταμένους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν γνωρίζω ἂν εἶναι κανεὶς ἑκούσιος κάτοχος της ἀκτημοσύνης, ἀλλὰ στὴ φιλαργυρία ὑποχωροῦμε σχεδὸν ὅλοι, ἂς εἰποῦμε λοιπὸν λίγα καὶ ἀνάλογα μὲ τὴν ὥρα περὶ φιλαργυρίας, γιὰ νὰ φανερώσωμε τὴν ἀπὸ αὐτὴν φθορά, ἀπαλλάσσοντάς μας ἀπὸ αὐτὴν κατὰ τὴδύναμί μας. Ἡ φιλαργυρία εἶναι αἰτία ὅλων τῶν κακῶν αἰσχροκέρδειας, σφικτοχεριᾶς, γλισχρότητος, ἀστοργίας, ἀπιστίας, μισανθρωπίας, ἁρπαγῆς, ἀδικίας, πλεονεξίας, τόκου, δόλου, ψεύδους, καὶ ὅλων τῶν ὁμοίων μὲ αὐτά. Ἐξ αἰτίας τῆς φιλαργυρίας γίνονται ἱεροσυλίες, λωποδυσίες καὶ κάθε εἶδος κλοπῆς• ἐξ αἰτίας τῆς φιλαργυρίας δὲν ὑπάρχουν μόνο στοὺς δρόμους καὶ στὴν ξηρὰκαὶ στὰ πελάγη ἅρπαγες καὶ λησταὶ καὶ πειραταί, ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν πόλι ἄδικα σταθμὰ καὶ ζύγια καὶ διπλὰ μέτρα καὶ περίεργη κουρὰ καὶ παραχάραξις νομισμάτων, ὑπέρβασις ὁρίων, πονηροὶ ἀνταγωνισμοὶ γειτόνων. Αὐτὴ φέρει ἔθνη ἐναντίον ἐθνῶν καὶδιαλύει δυνατὲς φιλίες καὶ μερικὲς φορὲς διασπᾶ τὴ συγγένεια• ἐξ αἰτίας αὐτῆς προδίδει κανεὶς καὶ τὴν πατρίδα, ἄλλος στρατόπεδοὁμόφυλο, ἄδικος δικαστὴς τὸ νόμο καὶ μάρτυς τὴν ἀλήθεια, καὶ πρὶν ἀπὸ ὅλα ὁ καθένας τὴν ψυχή του. Ἔτσι κατὰ τὸν θεῖο ἀπόστολο, «ἡ φιλαργυρία εἶναι μητέρα καὶ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν», ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας μερικοὶ πού τὴν ὀρέγονται ἀποπλανήθηκαν ἀπὸ τὴν πίστι καὶ περιπλέχθηκαν σὲ πολλὲς ὀδύνες.

11. Ἀλλὰ προσέξετε μὲ σύνεσι τὴ φωνὴ τοῦ ἀποστόλου• διότι δὲν εἶπε ὅσοι πλουτοῦν ἀποπλανήθηκαν ἀπὸ τὴν πίστιἀλλὰὅσοι ὀρέγονται τὸν πλοῦτοὅπως καὶ ἀλλοῦ λέγει ὅτι «ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ πλουτήσουν πέφτουν σὲ πειρασμοὺς καὶ παγίδες τοῦΔιαβόλου». Νὰ μὴ εἰπῆτε λοιπόν, πτωχοὶ εἴμαστε οἱ περισσότεροι ἐδῶ• τί ὁμιλεῖς κατὰ τῆς φιλαργυρίας πρὸς ἀνθρώπους πού δὲνἔχομε σχεδὸν χρήματα; Τὸ πράττω διότι ἔχομε τὴ νόσο διὰ τῆς ἐπιθυμίας στὴν ψυχὴ καὶ χρειαζόμαστε γι' αὐτὴν θεραπεία. Ἐὰν δὲμοῦ εἰπῆς ὅτι δὲν ἔχεις τὴν νόσο, δεῖξε ὅτι δὲν ζητεῖς ν' ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὴν πτωχεία, ἀλλ' ὅτι τὴν θεωρεῖς ποθεινότερη καὶπολυτιμότερη ἀπὸ τὸν πλοῦτο καὶ χαίρεις καὶ εὐχαριστεῖς τὸν Θεὸ γι' αὐτήν, μὲ τὴν πεποίθησι ὅτι σου καθιστὰ εὐκολώτερη τὴσωτηρία. Ἂν δὲ εἶναι κανεὶς πλούσιος, ἂς ἀκούη μὲν ὅτι δύσκολα θὰ εἰσέλθη πλούσιος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ ἂς γνωρίζηἐπίσης ὅτι καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἦταν πλούσιος, καὶ ὅμως ἐσώθηκε (διότι ἦταν φιλόξενος καὶ φιλόπτωχος, ἀλλ' ὄχι φιλάργυρος) καὶ ὁ Ἰὼβ πού ἐδοκιμάσθηκε διὰ πλούτου καὶ πτωχείας, ὅταν ἦταν πλούσιος λέγει γιὰ τὸν ἑαυτό του, «δὲν ἐθεώρησα τὸ χρυσάφι δύναμί μου καὶ δὲν εὐφράνθηκα γιὰ τὸν πολὺ πλοῦτο πού ἀπέκτησα».

12.  Ἑπομένως ὁ ἔρως πρὸς τὸν πλοῦτο εἶναι κακό, πού ἂν δὲν προσέχη, καὶ ὁ πτωχὸς καὶ ὁ πλούσιος τὸν παθαίνει ματαίως.Ἐπειδὴ δὲ ὁ πονηρὸς πλοῦτος μερικὲς φορὲς προσλαμβάνει μαζί του καὶ συζυγία πονηρότερη, δηλαδὴ τὴν ὑψηλοφροσύνη καὶ τὴν πεποίθησι στὸν πλοῦτο, γι' αὐτὸ γράφοντας πρὸς τὸν Τιμόθεο ὁ θεῖος Παῦλος λέγει, «στοὺς πλουσίους του παρόντος αἰῶνος παράγγελλε νὰ μὴ ὑψηλοφρονοῦν μήτε νὰ ἐλπίζουν στὴν ἀδηλότητα τοῦ πλούτου, ἀλλὰ στὸν Θεό». Διότι ἡ ταπείνωσις ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους εἶναι ἐπίγνωσις ἀληθείας• ὅποιος δὲ καυχᾶται γιὰ τὸν πλοῦτο πού εἶναι περισσότερα ἀπὸ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μαςἀληθινὰ γήινος καὶ ἐλπίζει σ' αὐτόν, εἶναι πραγματικὰ ἄφρων καὶ κατὰ τίποτε ἀνόμοιος ἀπὸ τοὺς πλουσίους πού προέβαλε ὁ Κύριος σὲ παραβολή• ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ μὲν ἕνας ἔχοντας στὰ πρόθυρά του τὸν Λάζαρο οὔτε τὸν ἐκύτταζε ἀπὸ ὑψηλοφροσύνη, ὁ δὲ ἄλλος διαλεγόμενος μὲ τὴν ψυχὴ του περὶ τῶν γιὰ πολλὰ ἔτη θησαυρισμένων ἀγαθῶν παρέστησε ποιὰ εἶναι ἡ ἐλπίδα στὸν πλοῦτο• γι' αὐτὸ τὸν μὲν ἕνα ἐδέχθηκε ἄσβεστη φλόγα, τὸν δὲ ἄλλο ἡ ἀναπόφευκτη ἀπαίτησις τῆς ψυχῆς. Βλέπετε τὸ τέλος τῶν προσηλωμένων στὸν πλοῦτο; Γι' αὐτὸ λέγει ὁ Δαβὶδ «ἐὰν ρέη πλοῦτος, μὴ προσκολλᾶτε σ' αὐτὸν τὴν καρδιά»• ὁ δὲ Σολομῶν λέγει, «ὅποιος ἔχει πεποίθησι στὸν πλοῦτο, θὰ πέση», σὲ ἄλλο δὲ σημεῖο πάλι παρομοιάζει ὅσους χάσκουν στὰ κέρδη μὲ ἅδη καὶ καταστροφὴ λέγοντας, «ὅπως ὁ ἅδης καὶ ἡ καταστροφὴ δὲν χορταίνουν, ἔτσι καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν ἀφρόνων»• ὁ δὲ Κύριος λέγει, «ἀλλοίμονο στοὺς πλουσίους, ἀλλοίμονο στοὺς χορτασμένους».

13. Ἀλλὰ ἐμεῖςἀδελφοίἂς πλουτήσωμε σὲ ἀγαθὰ ἔργα• ἂς γεμίσωμε μὲ ὅσα ἔχομε τὰ στομάχια τῶν πτωχῶνὥστε ν'ἀξιωθοῦμε τὴν ἐπηγγελμένη φωνὴ καὶ εὐλογία καὶ νὰ κληρονομήσουμε τὴν οὐράνια βασιλείαΚαὶ εἴθε ὅλοι μας νὰ τὴνἀποκτήσωμε μὲ τὴν χάρι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο πρέπει δόξα, κράτος, μεγαλοσύνη καὶμεγαλοπρέπεια μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

(Γρηγορίου Παλαμά έργα, τόμος 11, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσ/νίκη 1986)

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Ο ΠΑΠΑΣ ΤΗΣ ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑΣ ΤΟΥΣ ΚΟΙΝΩΝΟΥΣΕ ΚΑΙ ΕΠΕΙΤΑ ΚΑΤΑΛΥΕ (ΕΠΙΝΕ) ΤΗΝ ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΟΛΛΗΣΕΙ ΛΕΠΡΑ( Βίντεο)

«Ο παπάς της Σπιναλόγκας τους κοινωνούσε και έπειτα κατάλυε την υπόλοιπη θεία κοινωνία χωρίς να κολλήσει λέπρα»


Ο ιερομόναχος πατήρ Χρύσανθος Κουτσουλογιαννάκης έζησε εκεί και λειτουργούσε στους λεπρούς, 10 ολόκληρα χρόνια, τους κοινωνούσε και έπειτα κατάλυε (έπινε) την υπόλοιπη θεία κοινωνία χωρίς να κολλήσει λέπρα!

Δείτε το συγκλονιστικό βίντεο:

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΕΔΙΑΖΟΜΕΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΥΣΕΩΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

Picture

 ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου


Ἀπίστευτο, ἀλλά δυστυχῶς ἀληθινό! Στό Δῆμο Βόλου καί στό χώρο τοῦ Δημοτικοῦ   Κοιμητηρίου, ὅπως λέγεται, θά κατασκευαστεῖ τό πρῶτο ἀποτεφρωτήριο νεκρῶν στήν Ἐλλάδα! Ἀπό τήν ὄμορφη πόλη μας θά ξεκινήσει, δυστυχῶς, αὐτή ἡ ἀσέβεια! «Εἰς ποίους καιρούς τετήρηκας ἡμᾶς Κύριε»! Ἀλλά ἄς κάνουμε κάποιες ἀπαραίτητες ἐπισημάνσεις ἐπί τοῦ θέματος.

Στόν Χριστιανισμό ὡς Ὀρθοδοξία, ἡ ἀνθρωπολογία εἶναι ἀρρήκτως συνυφασμένη μέ τήν Θεολογία καί δέν μπορεῖ νά ξεχωριστεῖ ἀπό αὐτήν ἐπειδή ἔτσι ἀρέσει στούς ἀνθρώπους τοῦ σκότους, οἱ ὁποῖοι διά μέσου τῶν αἰώνων πολυειδῶς καί πολυτρόπως πολεμοῦν τόν Ἀληθινό Θεό καί τήν ἐπί γῆς ζῶσα εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Στό ἀνθρωπολογικό ἐπίπεδο, λοιπόν, ἡ Ὀρθοδοξία βλέπει τήν κορωνίδα τῆς θεία δημιουργίας, αὐτόν πού ἀποτελεῖ τήν «ἀνακαιφαλαίωσιν τῶν τοῦ Θεοῦ κτισμάτων»[1], τόν ἄνθρωπο,συνθετικά. Τόν θεωρεῖ ἑνωτικά καί ὄχι διαιρετικά ὅπως τόν βλέπουν οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἀρχαίους φιλοσόφους.  Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη Παράδοσή μας, τό σῶμα ἀποτελεῖ ἀναπόστατο ὀντολογικό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος δέν ὑπῆρξε χρονική στιγμή κατά τήν ὁποία νά ὑπῆρχε χωρίς σῶμα, διότι ἐξ ἀρχῆς ὁ πλάστης ἥνωσε δύο στοιχεῖα στόν ἄνθρωπο ἀχωρίστως καί ἀδιαιρέτως[2]. Ὁ ἄνθρωπος, ὡς ὁ μέγας κόσμος μέσα στόν μικρό, εἶναι τό μεθόριο μεταξύ δύο κόσμων, ἡ συμπύκνωση, ἡ συμπερίληψη τοῦ σύμπαντος, ἀφοῦ ἑνώνει τό νοερό καί τό αἰσθητό.[3] Τό σῶμα,  ὡς τό ἕνα ἀπό τά δύο συστατικά στοιχεῖα τῆς ὑπάρξεώς τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἱερό, προοριζόμενο νά «συνδιαιωνίσει τήν ψυχή»(Ἀθηναγόρου, περί Ἀναστάσεως), νά ζήσει καί αὐτό στήν ἀτέρμονη Αἰωνιότητα, μετά τήν κοινή Ἀνάσταση τῶν ἀνθρώπων, κατά τήν Δευτέρα, Ἔνδοξο Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.

 Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως γνωρίζουμε, καταφάσκει τό ὑλικό σῶμα, τό τιμᾶ καί τό σέβεται, διότι καί αὐτό μετέχει τῆς χαρισματικῆς θεώσεως, ὅπως ὑπογραμμίζεται ἀπό κορυφαίους Πατέρες καί ἐμπειρικούς Θεολόγους, ὅπως λ.χ. τόν ἅγιο Συμεών τόν Ν. Θεολόγο, τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ κ.ἄ. Τό ἀνθρώπινο σῶμα εἶναι Ναός Θεοῦ κατά τόν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν Παῦλο, ὁ ὁποῖος γράφει πρός τούς Κορινθίους: «ὑμεῖς ναός Θεοῦ ἐστέ ζῶντος»[4]. Ἡ ἀξία καί ἱερότητα τοῦ σώματος παρουσιάζεται σέ πολλά ἁγιογραφικά καί πατερικά ἐδάφια, τά ὁποῖα παραλείπουμε γιά τό στενόν τοῦ χώρου. Καί ἡ ταφή τοῦ σώματος μετά θάνατον διδάσκεται  στήν πράξη ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, ἀπό τόν Ἴδιο τόν «Παθόντα καί Ταφέντα δι᾿ ἠμᾶς» Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς Πατέρες καί ἐφαρμόζεται ἀπό ὅλους τούς πιστούς. Ἡ ὅλη Παράδοσή μας δέχεται τήν ταφή τῶν σωμάτων, μιά πράξη πού ἤδη ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο παραλληλίζεται μέ τή σπορά τοῦ κόκου τοῦ σιταριοῦ καί συνδέεται μέ τήν προσδοκία τῆς νέας ζωῆς.[5] Ἀπό πλευρᾶς Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ἐκκλησίας θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὑπάρχουν ἔμμεσες ἀναφορές καί θέσεις ὅτι ἡ ταφή εἶναι ὁ μόνος κανονικός τρόπος μεταχειρίσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων, γι᾿ αὐτό καί ἀναφέρεται στόν ΙΓ΄ Κανόνα τῆς Α΄ Οἰκ. Συνόδου ὅτι «περί τῶν ἐξοδευόντων ὁ παλαιός καί κανονικός Νόμος φυλαχθήσεται καί νῦν».[6] Ἀντίθετα, ὑπάρχει Κανονική ἀναφορά ἀπορριπτική τῆς καύσεως στόν ΞΕ΄ Κανόνα τῆς Πενθέκτης Συνόδου, ὁ ὁποῖος κατακρίνει τόν Μανασσῆ γιά τήν καύση τῶν παιδιῶν του μαζί μέ ἄλλες εἰδωλολατρικές πράξεις πού ἔκανε καί γι᾿ αὐτό «ἐπλήθυνε τοῦ ποιῆσαι τό πονηρόν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, τοῦ παροργήσαι αὐτόν».[7]    

Εἶναι ἀπαραίτητο νά ἐπισημανθεῖ ὅτι ὁ βιολογικός θάνατος, μέ τόν ὁποῖο χωρίζονται τά δύο συστατικά τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ψυχή καί τό σῶμα δέν ἀποτελεῖ τό τελευταῖο στάδιο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Μετά τήν ἀναχώρηση τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα δέν καταργεῖται ἡ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. Δέν πρέπει νά ἀγνοοῦμε πώς ἡ ἀδιαίρετη φύση τοῦ ἀνθρώπου παραμένει αἰωνίως ἀδιαίρετη. Προσωρινό ἐπεισόδιο στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι ἡ σύνδεση τῆς ψυχῆς μέ τό σῶμα, ὅπως δίδασκαν οἱ φιλόσοφοι (Πλάτων). Γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους, προσωρινό ἐπεισόδιο εἶναι ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. Καί τό γεγονός αὐτό, στόν μέν Πλατωνισμό βιώνεται ὡς ἀπελευθέρωση τῆς ψυχῆς ἀπό τόν τόπο τῆς φυλακίσεώς της, σέ μᾶς δέ βιώνεται ὡς  διάσπαση τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρώπου (ὡς «ρῆξη τῆς ψυχοσωματικῆς συμφυΐας» καθώς ψάλλουμε στή Νεκρώσιμο Ἀκολουθία ) καί αὐτή ἡ διάσπαση ὑπερβαίνεται στήν Ἀνάσταση.  Ὁ ἄνθρωπος κατά τήν Πατερική μας Γραμματεία «δυνάμει τέθραυσται, ἵνα ἐν τῇ Ἀναστάσει ὑγιῆς εὑρεθῇ».[8] Δέν χάνεται, οὔτε ἐκμηδενίζεται! Ἄλλωστε, πάλι κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο, «σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν».[9]

Οἱ κλασικές περί ἀνθρώπου θέσεις τῆς Φιλοσοφίας, ὅπως α) τοῦ Πλάτωνος περί ἐγκλεισμοῦ τῆς προϋπαρχούσης ψυχῆς στό σῶμα καί β) τοῦ Ἀριστοτέλη περί ἐνοικήσεως τοῦ ἄνωθεν ἐρχομένου νοῦ στό ψυχοσωματικό στοιχεῖο, ἀπό τίς ὁποῖες θεωρίες συνάγεται ὅτι οὐσία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ψυχή ἤ ὁ νοῦς ἀντίστοιχα, παύουν νά ἰσχύουν στήν ὀρθόδοξη Πατερική Θεολογία καί ἀνθρωπολογία. Καί τοῦτο διότι τό «κατ᾿ εἰκόνα» Θεοῦ στόν ἄνθρωπο ἐντοπίζεται (ἐκτός ἀπό τό λογικό, νοερό, αὐτεξούσιο κλπ.) καί στό σῶμα, τό ὁποῖο γίνεται (ἐμπροϋπόθετα)κατοικητήριο τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὁ ὀγκόλιθος τῆς ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἅγιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λαμᾶς θά μᾶς πεῖ  ὅτι «τό συ­ναμφό­τε­ρον», ὁ ὅλος ἄνθρω­πος, ὡς ψυ­χή καί σῶμα, εἶναι καί λέγεται εἰκό­να τοῦ Θε­οῦ: «Μή ἄν ψυ­χήν μό­νην, μή­τε σῶμα μό­νον λέ­γε­σθαι ἄνθρω­πον, ἀλλά τό συ­ναμ­φό­τε­ρον, ὅν δή καί κατ᾿εἰκό­να πε­ποι­η­κέ­ναι Θε­ός λέ­γεται».[10] Νωρίτερα τόν 5ο αἰῶνα, ὁ συνώνυμός του καί ἀδελφός τοῦ Μ. Βασιλείου, ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης εἶχε καταθέσει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὡς ψυχοσωματική ὁλότητα εἶναι «γήινον πλάσμα τῆς ἄνω δυνάμεως ἀπεικόνισμα».[11]  Σκοπός δέ τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου πού εἰκονίζει τόν Θεό εἶναι νά χωρέσει μέσα του τόν εἰκονιζόμενο, δηλαδή τόν ἴδιο τόν Θεό. Ὅλα τά ἄλλα ὑποτάσσονται καί ἐντάσσονται στόν σκοπό αὐτό.

Αὐτό τό «γήινο πλάσμα» πού ὡς ἑνωμένο ὅλον ἀπεικονίζει τόν Δημιουργό Του, ἐπιδιώκουν σήμερα νά τό διαχωρίσουν πλατωνικά ἐκεῖνοι πού δηλώνουν τήν ἀπαξία πρός τό σῶμα, ἀφοῦ θέλουν μετά τόν βιολογικό θάνατο καί τήν ἀναχώρηση τῆς ψυχῆς ἀπ᾿ αὐτό νά τό πετοῦν στόν κλίβανο γιά ἀποτέφρωση! Αὐτό τό σῶμα ὅμως, δέν εἶναι ἄχρηστο, οὔτε ἀπόβλητο, ἀλλά ἔχει τήν τιμή καί τήν ἀξία του ὅπως εἴπαμε. Καί τοῦτο διότι ναί μέν εἶναι ὑλικό, ἀλλά ἐμπεριέχει «ἐνσημαινομένας πνευματικάς διαθέσεις» κατά τόν Ἅγιο Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, δηλαδή συνιστᾶ ἕνα πνευματικό γεγονός, ἀφοῦ καί αὐτό δέχεται τήν ἄκτιστη Χάρη καί Ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Δέν θά πρέπει νά ἀγνοοῦμε ὅτι σέ ὁλόκληρη τήν ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης,  ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἀντιμετωπίζεται ὡς εἰδωλολατρική συνήθεια καί θεωρεῖται ὡς ἀποκρουστική πράξη. Εἰδικότερα, ὁ διά πυρᾶς θάνατος συνδέεται στήν Παλαιά Διαθήκη μέ εἰδεχθῆ ἐγκλήματα. Ἡ Καινή Διαθήκη θεωρεῖ αὐτονόητη τήν ταφή τῶν νεκρῶν, ἐνῶ στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μόνο διῶκτες της κατέφυγαν στήν ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων τῶν Χριστιανῶν, γιά νά ἐξαφανίσουν τή μνήμη τους καί νά πλήξουν τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεώς τους. Κατά τούς νεώτερους, τέλος, χρόνους ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἐφαρμόσθηκε καί ὡς κάποια μορφή ἐξαγνισμοῦ τοῦ κόσμου ἀπό τήν παρουσία τους. Εἶναι γεγονός ὅτι οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες δείχνουν ἀποστροφή καί ἐχθρότητα πρός τό σῶμα. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅμως, δέν βλέπει τό σῶμα ἐχθρικά οὔτε τό θεωρεῖ ὡς «σῆμα», δηλαδή ὡς τάφο, ὅπως τό θεωροῦσε ὁ Πλάτων, ὥστε νά θέλει νά τό ἀφανίσει μέ τήν φοβερή, ἀσεβῆ καί εἰκονοκλαστική διαδικασία τῆς ἀποτεφρώσεως! Εἶναι ὄντως εἰκονοκλαστική πράξη διότι τό ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπως προελέχθη εἶναι Ναός τοῦ Θεοῦ, Ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί τούς Ναούς δέν τούς καῖμε! Τό ἀνθρώπινο σῶμα, αὐτή ἡ φύση τήν ὁποία διά τῆς Ἐνανθρωπήσεως προσέλαβε ὁ Χριστός, εἶναι ἡ ζωντανή Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποία καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά λατρεύσει τόν ἐν τριάδι Θεό. Καί ὅποιοι λατρεύουν ἀληθινά τόν ἄκτιστο Θεό, θεμελιώνουν μέ τά λείψανά τους τίς κτιστές Ἐκκλησίες[12], πού στεγάζουν τούς ζωντανούς, τά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος  τῆς μεγάλης τιμῆς ἀπό μέρους τῆς Ἐκκλησίας τῶν ἱερῶν λειψάνων. Πλοῦτος ἀδαπάνητος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τά ἅγια, ἄφθαρτα και θαυματουργούντα λείψανα τῶν θεοφόρων τέκνων της! Αὐτά φέρουν ἔκδηλα τά σημεῖα τῆς θεώσεως, τά σήμαντρα τοῦ θείου ἐλέους, τά τεκμήρια τῆς ἐν Χριστῷ «ἀνακράσεως»[13]  καί γι᾿ αὐτό  τά διατηρεῖ ἡ Ἐκκλησία ὡς πολύτιμους θησαυρούς. Αὐτῶν τῶν θείων δώρων καί δωρεῶν ἀξιώνεται ὁ ἄνθρωπος μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Καί κατά τόν θεοφόρο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὅπως ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό δέν χωρίστηκε ἡ θεότητα μετά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό Σῶμα ἐπάνω στόν Σταυρό,  ἔτσι καί στούς Ἁγίους μας,  μετά τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα κατά τόν βιολογικό θάνατο, δέν χωρίστηκε ἀλλά παρέμεινε ἡ θεοποιός Χάρις καί ἐπί τοῦ σώματος, εἰς πίστωσιν τῆς Ἁγιότητος.[14]  Ἄν εἶχε υἱοθετηθεῖ ἀπό παλαιά ἡ καύση τῶν νεκρῶν, θά εἴχαμε σήμερα ἅγια λείψανα;

 Ὅποιος βλέπει τό νεκρό σῶμα ὡς λείψανο, ὡς σεβαστό δηλαδή ὑπόλειμμα, κατάλοιπο τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, θέλει νά τό τιμήσει. Καί στήν περίπτωση αὐτή ἡ ταφή καί ἡ μετά ταῦτα διατήρηση τῶν ὀστῶν εἶναι ἱερή. Ἀλλά καί ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία πού ἐπιτελοῦμε στούς κεκοιμημένους ἐν Χριστῷ, ἀκόμη καί ὡς ὁρολογία παραπέμπει σέ ἀγάπη καί φροντίδα.  Ἡ λέξη «κηδεία» προέρχεται ἀπό τό ρῆμα «κήδομαι», πού σημαίνει φροντίζω. Ὅταν κάτι θέλουμε νά τό φροντίσουμε, δέν τό καῖμε! Εἶναι φρικτό καί ἀποκρουστικό καί νά τό σκεφθεῖ κανείς!  Ἄλλο εἶναι νά παραδίδεται μέ τίς εὐχές τῆς Ἐκκλησίας ὁ «σεπτός νεκρός» ὅπως λέμε στή μητέρα γῆ «ἐξ ἧς ἐλήφθη», μέ τή γνωστή  ἐκείνη παραπεμπτική καί θεολογική φράση καί ἄλλο εἶναι νά ὁδηγεῖται ἀπάνθρωπα στή φωτιά πρός ἐξαφάνιση καί τοῦ τελευταίου στοιχείου τῆς ὑλικῆς του ὑποστάσεως!

Ἄν ὅλα αὐτά σήμερα ἀγνοοῦνται, ἤ σκοπίμως παραθεωροῦνται ἀπό τούς δῆθεν προοδευτικούς τοῦ τόπου μας καί υἱοθετοῦνται ξενόφερτες πρακτικές ὅπως ἡ καύση τοῦ σώματος μετά θάνατον γιά τό λόγο ὅτι δῆθεν προκαλοῦνται μολύνσεις καί μικρόβια, ἄς συνειδητοποιήσουν ἐπιτέλους ὅτι τή μόλυνση τή δημιουργοῦν οἱ ζωντανοί· ὄχι οἱ νεκροί! Ἀντίθετα, ὅπως ἔχει τεκμηριωμένα ἐπισημανθεῖ, ρύπανση περιβάλλοντος ὁπωσδήποτε θά προκαλεῖ ἡ καύση τῶν νεκρῶν σωμάτων…

Συμπερασματικά θά καταθέσουμε ὅτι «ἡ καύση τῶν νεκρῶν, ὁποιαδήποτε ἐπιχειρήματα καί ἄν ἔχει πρός ὑποστήριξή της, βρίσκεται ἔξω ἀπό τήν ὀρθόδοξη παράδοση. Τό σῶμα πρέπει νά μπεῖ στόν τάφο, νά ἀποδοθεῖ στή μητέρα γῆ, νά ἐπιστρέψει στό χῶμα ἀπό τό ὁποῖο πλάστηκε, σύμφωνα μέ τό πρόσταγμα τοῦ Δημιουργοῦ του. Νά κοιμᾶται ἤρεμα στό μνῆμα μέχρι τή στιγμή πού θ᾿ ἀκουσθεῖ, κατά τή Δευτέρα Παρουσία ἡ σάλπιγγα τοῦ ἀγγέλου, γιά νά ξυπνήσει μαζί μέ τά ἄλλα νεκρά σώματα ἀπό τόν ὕπνο του, νά ντυθεῖ τά ἄφθαρτα ἱμάτιά του, ν᾿ ἀναστηθεῖ καί, ἑνωμένο πάλι μέ τήν ψυχή του, νά πάει κοντά στόν πλάστη του καί νά κριθεῖ καί αὐτό σύμφωνα μέ ὅσα ἔπραξε κατά τή διάρκεια τοῦ ἐπί γῆς βίου του. Ἄλλωστε ὁ τάφος εἶναι ἕνα σύμβολο, ἡ παρουσία τοῦ ὁποίου τόσο εὔγλωττα διδάσκει τούς ζωντανούς γιά τήν ἀλήθεια τῆς ζωῆς, ἡ ἐστία ἡ ὁποία συγκεντρώνει γύρω της τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων γιά τά προσφιλῆ τους πρόσωπα πού ὁ θάνατος ἀφήρπασε».[15]

Εἴθε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ὁ Ὁποῖος, κατά τήν σωτηριώδη Ἔνσαρκο Οἰκονομία του προσέλαβε ὅλον τόν ἄνθρωπο ψυχοσωματικῶς γιά νά τόν σώσει[16], νά μήν ἐπιτρέψει νά ἐκκινήσει ἀπό τήν πόλη μας ἀλλά καί ἀπό καμία πόλη τῆς Ἁγιοτόκου πατρίδος μας αὐτή ἡδιαβεβοημένη ἀσέβεια τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων!

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2014


[1] Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΝΓ΄, ΕΠΕ, 11, 330 - 332.
[2] Βλ. πρ. Θεοδώρου Ζήση, Εἰσαγωγή στόν Πλάτωνα, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 191
[3] Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος, 45, 7: «Τοῦτο δή βουληθείς ὁ τεχνίτης ἐπιδείξασθαι Λόγος, καί ζῶον ἐξ ἀμφοτέρων (ἀοράτου τε λέγω καί ὁρατῆς φύσεως) δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπον…οἷόν τινα κόσμον ἕτερον, ἐν μικρῷ μέγαν, ἐπί τῆς γῆς ἵστησιν ἄγγελον ἄλλον, προσκυνητήν μικτόν, ἐπόπτην τῆς ὁρατῆς κτίσεως, μύστην τῆς νοουμένης…ὁρατόν καί νοούμενον, τόν αὐτόν πνεῦμα καί σάρκα».
[4] Β΄Κορ. 6, 16.
[5] Α΄Κορ. 15, 36 -37.
[6] «Πηδάλιον», σελ. 141.
[7] Βλ. ΞΕ΄ Καν. τῆς Πενθέκτης Οἰκ. Συνόδου, «Πηδάλιον», σελ.278.
[8] Θεοφίλου Ἀντιοχείας, Πρός Αὐτόλικον, «Θεοῦ μοναρχία, κόσμου γένεσις καί ἀνθρώπου ποίησις», 2, 26. Βλ. Π. Χρήστου, Ἡ περί ἀνθρώπου διδασκαλία τοῦ Θεοφίλου Ἀντιοχείας, ἀνάτυπον ἐκ τοῦ περιοδικοῦ «Γρηγόριος Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1957.
[9] Α΄Κορ. , 44.
[10] «Τί­νας ἄν εἴποι λό­γους σῶμα κατὰ ψυχῆς», ΜPG 150, 1361C.
[11] Κατηχητικός ὁ Μέγας, 6, MPG. 45, 28 Α.
[12] Ἡ Ζ΄ Ἁγία Οἰκ. Σύνοδος στόν 7ο ἱερό Κανόνα της  διατάσσει τήν καθιέρωση τῶν Ναῶν, διά τῆς τοποθετήσεως σ᾿ αὐτούς ἱερῶν λειψάνων. Γιά νά γίνει βεβαίως αὐτή ἡ καθιέρωση θά πρέπει νά ὑπάρχουν ἱερά λείψανα καί αὐτό λαμβάνει χώρα μόνο μέ τήν ταφήτῶν σωμάτων καί ὄχι μέ τήν καύση τους! Ἡ δέ δύναμις τῶν ἰερῶν λειψάνων εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε, ὅπως άναφέρετσι στά Πρακτικά τῶν Οἰκ. Συνόδων, «ἐκ λειψάνων πολλάκις μαρτύρων καί εἰκόνων ἐλαύνονται δαίμονες». (Βλ. Ζ΄Οἰκ. Σύνοδος, Πράξη 4, Σπ. Μήλια, Πρακτικά, τόμ. Γ΄, 282/782).
[13] Ὁ ὅρος «ἀνάκρασις» χρησιμοποιήθηκε κυρίως ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης. Στήν πρό τῆς Σαρκώσεως τοῦ Λόγου ἐποχή (Παλαιά Διαθήκη)  δέν ὑπῆρχαν βεβαίως οἱ προϋποθέσεις τῆς ἀνακράσεως ἀνθρώπου καί Θεοῦ. Ἡ ἀνάκραση τῶν δύο φύσων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐπιτρέπει καί τήν ἀνάκραση τῶν ἀνθρώπων μέ τό θεῖο, ἀλλά τώρα πλέον στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ἵνα τῇ πρός τό θεῖον ἀνακράσει συναπωθεωθῇ τό ἀνθρώπινον». MPG. 45, 1152 C. Βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, Β΄, σελ. 608 -609.
[14] «Οὐ γάρ διέστη τούτων ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ὥσπερ οὐδέ τοῦ προσκυνητοῦ σώματος Χριστοῦ διέστη ἡ θεότης ἐπί τοῦ ζωοποιοῦ θανάτου». Φιλοκαλία, τόμ, Δ΄, ἐκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 118.
[15] Βλ. Ἀν. Θεοδώρου, «Ἄμωμοι ἐν ὁδῷ», ἐκδ. «Ἀποστολική Διακονία», Ἀθήνα 1990, σελ. 225.
[16] Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, χαρακτηριστική φράση ἀπό τό Κατά Ἀπολλιναρίου: «Ὅλος ὅλον ἀνέλαβέ με, καί ὅλος ὅλῳ ἡνώθη, ἵνα ὅλον τήν σωτηρίαν χαρίσηται». MPG. 37, 181 C – 181 A.


Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2023

Η ΣΩΣΤΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΘΛΙΨΕΩΝ (Ἃγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος)

 


Όπως πλησιάζουν τα βλέφαρα το ένα το άλλο, έτσι και οι πειρασμοί είναι κοντά στους ανθρώπους. Και αυτό το οικονόμησε ο Θεός να είναι έτσι, με σοφία, για να έχουμε ωφέλεια. για να κρούεις δηλ. επίμονα, εξαιτίας των θλίψεων, τη θύρα του ελέους του Θεού και για να μπει μέσα στο νου σου, με το φόβο των θλιβερών πραγμάτων, ο σπό­ρος της μνήμης του Θεού, ώστε να πας κοντά του με τις δεήσεις, και να αγιασθεί η καρδιά σου με τη συνεχή ενθύμησή του. Και ενώ εσύ θα τον παρακαλείς, αυτός θα σε ακούσει…

* Ο πορευόμενος στο δρόμο του Θεού πρέπει να τον ευχαριστεί για όλες τις θλίψεις που τον βρί­σκουν, και να κατηγορεί και να ατιμάζει τον αμελή εαυτό του, και να ξέρει ότι ο Κύριος, που τον αγαπά και τον φροντίζει, δε θα του παραχωρούσε τα λυπηρά, για να ξυπνήσει το νου του, αν δεν έδειχνε κάποια αμέλεια. Ακόμη μπορεί να επέτρεψε ο Θεός κάποια θλίψη, διότι ο άνθρωπος έχει υπερηφανευθεί, οπότε ας το καταλάβει και ας μην ταραχθεί κι ας βρίσκει την αιτία στον εαυτό του, ώστε το κακό να μη γίνει διπλό, δηλ. να υποφέρει και να μη θέλει να θεραπευθεί. Στο Θεό που είναι η πηγή της δικαιοσύνης, δεν υπάρχει αδικία. Αυτό να μην περάσει από το νου μας.

* Μην αποφεύγεις τις θλίψεις, διότι βοηθούμενος απ’ αυτές μαθαίνεις καλά την αλήθεια και την αγάπη του Θεού. Και μη φοβηθείς τους πειρασμούς, διότι μέσα από αυτούς βρίσκεις θησαυρό. Να προσεύχεσαι να μην εισέλθεις στους ψυχικούς πειρασμούς όσο για τους σωματικούς, να ετοιμάζε­σαι να τους αντιμετωπίσεις με όλη τη δύναμή σου, γιατί χωρίς αυτούς δεν μπορείς να πλησιάσεις το Θεό. Μέσα σ’ αυτούς εμπεριέχεται η θεία ανάπαυση. Όποιος αποφεύγει τους σωματικούς πειρασμούς, αποφεύγει την αρετή.

* Χωρίς πειρασμούς η πρόνοια του Θεού για τον άνθρωπο δε φανερώνεται, και είναι αδύνατο, χωρίς αυτούς, να αποκτήσεις παρρησία στο Θεό, και να μάθεις τη σοφία του αγίου Πνεύματος και, ακόμη, δε θα μπορέσει να στεριωθεί μέσα στην ψυχή σου ο θεϊκός πόθος. Προτού να έρθουν οι πειρασμοί, ο άνθρωπος προσεύχεται στο Θεό σαν ξένος. Από τότε όμως που θα εισέλθει σε πειρασμούς για την αγάπη του Θεού, και δεν αλλάξει γνώμη, έχει το Θεό, να πούμε, υποχρεωμένο απέναντί του, και ο Θεός τον λογαριάζει για γνήσιο φίλο του. Διότι πολέμησε και νίκησε τον εχθρό του, για να εκπληρώσει το θέλημα του Θεού.

* Ο Θεός δεν δίνει μεγάλο χάρισμα χωρίς να προηγηθεί μεγάλος πειρασμός γιατί ανάλογα με την σφοδρότητα των πειρασμών ορίσθηκαν τα χαρίσματα από τη σοφία του Θεού, την οποία όμως δεν καταλαβαίνουν συνήθως οι άνθρωποι. Από το μέγεθος των μεγάλων θλίψεων που σου στέλνει η πρόνοια του Θεού, καταλαβαίνεις πόση τιμή σου κάνει η μεγαλοσύνη του. Διότι ανάλογη με τη λύπη που δοκιμάζεις είναι και η παρηγοριά που δέχεσαι.

* Αν με ρωτήσεις ποια είναι η αιτία για όλα αυ­τά, σου απαντώ: Η αμέλεια σου. γιατί δε φρόντισες να βρεις τη γιατρειά τους. Η γιατρειά όλων αυτών είναι μία, και μ’ αυτή ο άνθρωπος βρίσκει αμέσως στην ψυχή του την παρηγοριά που ποθεί. Και ποια λοιπόν είναι αυτή η γιατρειά; Είναι η ταπεινοφροσύνη της καρδιάς. Χωρίς αυτήν είναι αδύνατο να χαλάσεις το φράχτη των πειρασμών. απεναντίας μάλιστα βρίσκεις ότι οι πειρασμοί είναι ισχυρότεροι και σε εξουθενώνουν….

* Κατά το μέτρο της ταπεινοφροσύνης, σου δίνει ο Θεός και τη δύναμη να υπομένεις τις συμφορές σου. Και κατά το μέτρο της υπομονής σου, το βάρος των θλίψεών σου γίνεται ελαφρό και, έτσι, παρηγοριέσαι. Και όσο παρηγοριέσαι, τόσο η αγάπη σου προς το Θεό αυξάνει. Και όσο αγαπάς το Θεό, τόσο μεγαλώνει η χαρά που σου χαρίζει το άγιο Πνεύμα. Ο εύσπλαχνος Πατέρας μας, θέλοντας να βγάλει σε καλό τους πειρασμούς των πραγματικών του παιδιών, δεν τους παίρνει, παρά τους δίνει τη δύναμη να τους υπομείνουν. Όλα αυτά τα αγαθά (την παρηγοριά, την αγάπη, τη χαρά) τη δέχονται οι αγωνιστές ως καρπό της υπομονής, για να φτάσουν οι ψυ­χές τους στην τελειότητα. Εύχομαι ο Χριστός και Θεός μας να μας αξιώσει με τη χάρη του να υπομένουμε την πίκρα των πειρασμών για την αγάπη του και με ευχαριστίες της καρδιάς μας. Αμήν.

* Οι άγιοι δείχνουν έμπρακτα την αγάπη τους στο Θεό με όσα υποφέρουν για το όνομά του, όταν δηλ. τους στέλνει στενοχώριες, χωρίς όμως να απο­μακρύνεται απ’ αυτούς, γιατί τους αγαπά. Απ’ αυτή την πάσχουσα αγάπη τους αποκτά η καρδιά τους παρρησία, ώστε να ατενίζουν προς αυτόν ελεύθερα και με την πεποίθηση ότι θα εισακουσθούν τα αιτήματά τους και θα εκπληρωθούν. Μεγάλη είναι η δύναμη της προσευχής που έχει παρρησία. Γι’ αυτό αφήνει ο Θεός τους αγίους του να δοκιμάσουν κάθε λύπη, για να αποκτήσουν πείρα και να βεβαιωθούν για τη βοήθειά του και για το πόσο προνοεί και νοιάζεται γι’ αυτούς. Έτσι, αποκτούν σοφία και σύνεση από τους πειρασμούς, για να μη γίνουν αμαθείς, καθώς θα τους λείπει η πνευματική άσκηση και στο καλό και στο κακό, και για να αποκτήσουν, από τη δοκιμασία τους, τη γνώση όλων των πραγμάτων που χρειάζονται. γιατί, αλλιώς, θα παρασυρθούν από άγνοια και θα γίνουν καταγέλαστοι από τους δαίμονες. Διότι, αν γυμνάζονταν μόνο στα καλά και δεν είχαν την εμπειρία της πάλης με το κακό, θα πήγαιναν στον πόλεμο εντελώς άπειροι…


* Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γευθεί και να εκτι­μήσει το καλό, αν προηγουμένως δε δοκιμάσει την πίκρα από τους πειρασμούς….

* Οι άνθρωποι τότε έρχονται σε αληθινή επίγνωση, όταν ο Θεός τους στερήσει τη δύναμή του και τους κάνει να συναισθανθούν την ανθρώπινη αδυναμία, και τη δυσκολία που προκαλούν οι πειρασμοί, και την πονηριά του εχθρού, και με ποιον α­ντίπαλο έχουν να παλέψουν, και πόσο ασθενής είναι η ανθρώπινη φύση τους, και πώς τους φυλάει η θεϊκή δύναμη, και πόσο προχώρησαν και προόδευσαν στην αρετή, και ότι χωρίς τη δύναμη του Θεού είναι ανίσχυροι μπροστά σε οποιοδήποτε πάθος. Κι αυτό το κάνει ο Θεός, για να αποκτήσουν, από όλες αυτές τις αρνητικές εμπειρίες, αληθινή ταπείνωση, και να πλησιάσουν κοντά του, και να περιμέ­νουν τη βέβαιη βοήθειά του, και να προσεύχονται με υπομονή. Και όλα αυτά από που θα τα μάθουν, παρά από την πείρα των πολλών θλίψεων τις οποίες επιτρέπει ο Θεός και δοκιμάζουν; Αλλά και πίστη σταθερή αποκτά κανείς από τους πειρασμούς καθώς βεβαιώνεται για τη θεϊκή βοήθεια, που πολλές φορές βρίσκει στον αγώνα του….

* Οι αγωνιστές, λοιπόν, πειράζονται για να αυξήσουν τον πνευματικό τους πλούτο. οι αμελείς, για να φυλαχθούν απ’ ό,τι τους βλάπτει. οι κοιμισμένοι, για να ξυπνήσουν. οι απομακρυσμένοι, για να πλησιάσουν στο Θεό. και οι φίλοι του Θεού, για να εισέλθουν στον άγιο οίκο του με παρρησία. Ένας γιος, άβγαλτος στη ζωή, δεν μπορεί να διαχει­ρισθεί τον πλούτο του πατέρα του και να βοηθηθεί απ’ αυτόν. Γι’ αυτό λοιπόν, στην αρχή στέλνει δυσκολίες και βάσανα ο Θεός στα παιδιά του και, με­τά, τους φανερώνει τι τους χαρίζει. Δόξα τω Θεώ που, με πικρά φάρμακα, μας χαρίζει την απόλαυση της πνευματικής υγείας.

* Είναι κανείς που δε στενοχωριέται και δεν κουράζεται, ενόσω γυμνάζεται; Και είναι κανείς, στον οποίο να μη φαίνεται πικρός ο καιρός, που πίνει το φαρμάκι των πειρασμών και των θλίψεων; Χωρίς, λοιπόν, να περάσει απ’ αυτό το στάδιο δεν μπορεί να αποκτήσει ισχυρή κράση. Αλλά και η υ­πομονή στους πειρασμούς δεν είναι δική μας. Πώς μπορεί, αλήθεια, ο άνθρωπος, ένα πήλινο αγγείο, να βαστάζει μέσα του το νερό, αν δε το κάνει στέρεο η θεϊκή φωτιά; Αν σκύψουμε το κεφάλι, τότε ό,τι καλό και ωφέλιμο ζητήσουμε από το Θεό στην προσευχή μας με ταπείνωση, με διαρκή πόθο και με υπομονή, όλα θα μας τα δώσει.

* Όπως τα μικρά παιδιά τρομάζουν από τα φοβε­ρά θεάματα, και τρέχουν και πιάνονται από τα φορέματα των γονέων τους, και ζητούν τη βοήθειά τους, έτσι και η ψυχή: όσο στενοχωριέται και θλίβεται από το φόβο των πειρασμών, προστρέχει και κολλάει στο Θεό, και τον παρακαλεί με ακατάπαυτες δεήσεις. Και όσο οι πειρασμοί πέφτουν επάνω της, ο ένας μετά τον άλλο, τόσο και παρακαλεί περισσότερο. Αλλά όταν σταματήσουν και ξαναβρεί την ανά­παυσή της, συνήθως χάνει την επαφή της με την πραγματικότητα και απομακρύνεται από το Θεό.

* Οι θλίψεις και οι κίνδυνοι θανατώνουν την ηδυπάθεια, ενώ η καλοπέραση και η αδιαφορία την τρέφουν. Γι’ αυτό και ο Θεός και οι άγιοι Άγγελοι χαίρονται στις θλίψεις και στις στενοχώριες μας, ενώ ο διάβολος και οι συνεργάτες του χαίρονται ό­ταν τεμπελιάζουμε και καλοπερνούμε.


* Άφησε λοιπόν τη φροντίδα σου στο Θεό, και σε όλες τις δυσκολίες σου κατάκρινε τον εαυτό σου, ότι εσύ ο ίδιος είσαι ο αίτιος για όλα…

*  Όλες οι λυπηρές περιστάσεις και οι θλίψεις, αν δεν έχουμε υπομονή, μας διπλοβασανίζουν. Γιατί ο άνθρωπος με την υπομονή του διώχνει την πί­κρα των συμφορών, ενώ η μικροψυχία γεννά την απελπισία της κόλασης. Η υπομονή είναι μητέρα της παρηγοριάς. είναι μια δύναμη ψυχική, που γεν­νιέται από την πλατιά καρδιά. Αυτή τη δύναμη ο άνθρωπος δύσκολα τη βρίσκει πάνω στις θλίψεις του, αν δεν έχει τη θεία χάρη, που την αποκτά με την επίμονη προσευχή και με δάκρυα.

Πηγή: “ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ”

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023

ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΚΑΙ ΕΟΡΤΙΑ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΟΔΙΚΟ ΕΟΡΤΑΣΜΟ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ 2023 (τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Καλλινίκου)

Ὁμιλία τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Καλλινίκου στόν Συνοδικό Ἑορτασμό τῶν Ἁγίων Θεοφανείων

Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς.

Πανοσιολογιώτατοι, Αἰδεσιμολογιώτατοι Πρεσβύτεροι.

Ἱεορλογιώτατοι Διάκονοι.

Ὁσιώτατοι Μοναχοί καί Μοναχές.

Ἀξιότιμοι κύριοι ἐκπρόσωποι τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας.

Λαέ τοῦ Θεοῦ εὐλογημένε.

 

“Σήμερον ἡ Ἱερά καί μεγαλόφωνος

τῶν Ὀρθοδόξων πανήγυρις ἀγάλλεται”

Μέ τά λόγια αὐτά ἡ Ἐκκλησία μας ἐκφράζει τά συναισθήματά της γιά τήν σημερινή γιορτή. Εἶναι συναισθήματα χαρᾶς καί εὐφροσύνης γιά τό μεγάλο αὐτό γεγονός. Ποιό εἶναι ὅμως αὐτό τό γεγονός;

Εἶναι ἡ βάπτιση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ στόν Ἰορδάνη ποταμό.

archiepiskopostheof

Τριάντα χρόνια μετά τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, διάστημα πού τό πέρασε ὁ Ἰησοῦς τηρώντας κατά πάντα τόν νόμο καί κάνοντας ἀπόλυτη ὑπακοή στή μητέρα του Μαριάμ καί στόν θετό του πατέρα Ἰωσήφ (“ἦν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς”), πρίν ἀρχίσει τή δημόσια δράση Του, ἦλθε ὁ καιρός νά ἀποκαλυφθεῖ στούς ἀνθρώπους ὅτι εἶναι: ὁ “Θεός ἐν σώματι”, ὅτι εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, γνήσιος καί “ὁμούσιος τῷ Πατρί”, ὅτι εἶναι ἐκεῖνος τόν ὁποῖον οἱ προφῆτες εἶχαν προαναγγείλει καί ὁ λαός μέ πολλή προσδοκία περίμενε.

Τόν καιρό ἐκεῖνο, ὅπως ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς (Λουκ γ΄ 2-3) “ἐγένετο ρῆμα Θεοῦ ἐπί Ἰωάννην τόν Ζαχαρίου Υἱόν ἐν τῇ ἐρήμῳ καί ἦλθεν εἰς πᾶσαν τήν περίχώρον τοῦ Ἰορδάνου, κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν”, δηλ. ἦλθε κατ’ ἐντολήν τοῦ Θεοῦ, ἀπό τά βάθη τῆς ἐρήμου στήν περιοχή τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνη, ὁ Ἰωάννης υἱός τοῦ Ζαχαρία καί προέτρεπε τόν λαό νά μετανοήσει καί νά βαπτιστεῖ τό “βάπτισμα τῆς μετανοίας”, γιά νά συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες του. Ὅλοι ὅσοι ἐβαπτίζοντο ἔμπαιναν στό νερό, ἐξομολογούμενοι δημοσίως τίς ἁμαρτίες τους καί ἔβγαιναν ὅταν εἶχαν τελειώσει τήν ἐξομολόγησή τους.

Μονολότι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἀναμάρτητος καί δέν εἶχε ἁμαρτίες νά ἐξομολογηθεῖ , ἐν τούτοις, γιά νά ἐκπληρώσει καθ’ ὅλα τόν νόμο, “πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην”, ἦλθε στόν Ἰορδάνη γιά νά βαπτισθεῖ ἀπό τόν Ἰωάννη. Ὁ Ἰωάννης φωτισμένος ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀναγνωρίζει στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ τόν ἀναμενόμενο Μεσσία. Θεορῶντας τόν ἑαυτό του ἀνάξιο γιά νά τολμήσει νά βαπτίσει τόν Κύριο καί Θεό του, μέ ταπείνωση τοῦ λέγει: “Ἐγώ χρείαν ἔχω ὑπό σοῦ βαπτισθῆναι καὶ σύ ἔρχῃ πρὸς με;”, δηλ. “ἐγώ ἔχω ἀνάγκη νά βαπτισθῶ ἀπό σένα καί ἐσύ ἔρχεσαι σέ μένα;”. Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς ἀφοπλίζει τό λογικό δισταγμό τοῦ Ἰωάννη λέγοντάς του: “ἂφες ἄρτι. Οὕτω γάρ πρέπον ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην”, δηλ. “ἄστα αὐτά τώρα, ἔτσι πρέπει νά γίνει, γιά νά ἐκπληρώσουμε καθ’ ὅλα τόν νόμο”.

ποχώρησε ὁ Ἰωάννης, καί μόλις ὁ Χριστός βαπτίσθηκε, “εὐθύς ἀνέβη ἀπό τοῦ ὕδατος”. Τήν ἴδια στιγμή ἄνοιξαν οἱ ουρανοί καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, “ἐν εἴδει περιστερᾶς”, ἦλθε ἐπάνω ἀπό τόν Χριστό, ταυτόχρονα ἀκούστηκε φωνή ἀπό τόν οὐρανό πού ἔλεγε “οὗτος ἐστίν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ὧ ηὐδόκησα”.

Αὐτή ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ, ἔχει διπλό περιεχόμενο. Δηλώνει κατ’ ἀρχήν ὅτι ὄντως ὁ βαπτιζόμενος Χριστός εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, Θεός ἀληθινός ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ. Καί δεύτερον ὅτι εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, στόν ὁποῖο ὁ Πατέρας “εὐδόκησε”, δηλαδή συγκατατέθηκε μέ χαρά στό νά πραγματώσει τό ἔργο τῆς σωτηρίας.

Εἶναι γνωστό πώς ὁ Χριστός δέν εἶχε ἀνάγκη βαπτίσματος, ἐφ’ ὅσον τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ὁδηγοῦσε τούς ἀνθρώπους στήν συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν τους. Βαπτίσθηκε ὅμως γιά νά δώσει σέ μᾶς τούς ἀνθρώπους παράδειγμα πρός μίμηση “καί νά πληρώση πᾶσαν δικαιοσύνην”, (Ματθ. Γ´, 15), δηλαδή νά τηρήσει τόν νόμο καί ἔτσι νά ἐκπληρωθοῦν οἱ προφητεῖες, πού ἑκατοντάδες χρόνια πρίν εἶχαν περιγράψει τό γεγονός.

 

 Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀναφέρει ἑπτά λόγους γιά τούς ὁποίους βαπτίστηκε ὁ Χριστός:


α. Ὁ Χριστός δέν βαπτίστηκε γιατί εἶχε ἀνάγκη ἀπό ψυχική κάθαρση, ἀλλά πῆρε ἐπάνω Του τή δική μας κάθαρση: “οὐχ ὡς αὐτός χρήζων καθάρσεως, ἀλλά τήν ἐμήν οἰκειούμενος κάθαρσιν”.

β. Γιά νά συντρίψει τά κεφάλια τῶν νοητῶν δρακόντων (δηλ. τῶν δαιμόνων) μέσα στό νερό, διότι οἱ δαίμονες μετά τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ ἔχουν κατακλύσει τή φύση. Ὁ Χριστός μέ τά βάπτισή Του τούς διώχνει ἀπό παντοῦ.


γ. Γιά νά πνίξει τήν ἁμαρτία καί ὅλον τόν παλαιό Ἀδάμ μέσα στό νερό τοῦ Χριστιανικοῦ βαπτίσματος.


δ. Γιά νά ἁγιάσει τόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο.


ε. Γιά νά ἐκπληρώσει τόν νόμο καί μέ τό βάπτισμα.


στ. Γιά νά ἀποκαλύψει στούς ἀνθρώπους τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος.


ζ. Γιά νά γίνει γιά μᾶς τύπος καί ὑπογραμμός σέ ὅλα, ἀλλά καί στό βάπτισμα.

 

Γιά τό μυστήριο τῆς βάπτισης τοῦ Χριστοῦ θά ἔπρεπε νά μιλᾶμε πολύ.

 

μεῖς ὅμως θά σταθοῦμε σέ τρία μόνο σημεῖα, μέ πολύ λίγα λόγια.

 

Πρῶτον: μέ τήν βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύφθηκε, φανερώθηκε ἡ προσκύνηση τῆς Ἁγίας Τριάδος. Φανερώθηκε ἡ ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὡς φωνή τοῦ γεννήτορα Πατέρα καί σάν περιστέρι τό Ἅγιο Πνεῦμα πετοῦσε πάνω ἀπό τήν κεφαλή τοῦ βαπτιζομένου Κυρίου. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Θεός ἀποκάλυψε στούς ἀνθρώπους τήν προσκύνησή Του, ὡς τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ.

χι μόνο τήν ἐποχή ἐκείνη, ἀλλά καί σήμερα, ἰδιαίτερα σήμερα, οἱ ἄνθρωποι προσκυνοῦν καί λατρεύουν ἄλλους θεούς ψεύτικους! Πέρασαν δυό χιλιάδες χρόνια, ἀφότου ἦρθε ὁ Χριστός στόν κόσμο, κι’ οἱ ἄνθρωποι ἐξακολουθοῦν νά εἶναι εἰδωλολάτρες! Ἔχουν ἐφεύρει καί θεοποιήσει ὑλικά πράγματα, ὅπως τό χρῆμα, τή δόξα, τίς ἡδονές, τίς ἀπολαύσεις, τά ἀξιώματα, τήν ἐξουσία, τήν διαφθορά καί τόσα ἄλλα!

Σ’ αὐτή τήν κατάσταση ἡ σημερινή γιορτή μᾶς σαλπίζει ἕνα μήνυμα: μᾶς λέει ὅτι ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός! Ὁ Τριαδικός Θεός, ἡ προσκύνηση τοῦ ὁποίου φανερώθηκε στόν Ἰορδάνη! Καί ὅποιος προσκυνᾶ ἄλλους, ψεύτικους θεούς, δέν εἶναι Χριστιανός! Εἶναι στήν πλάνη, στή δυστυχία καί ἀπώλεια, γιατί ὅπως λέγει ὁ ψαλμωδός “οἱ μακρύνοντες ἀπό σοῦ, ἀπολλοῦνται” (Ψαλ. ΟΒ΄, 27).

Δεύτερον: Μέ τήν βάπτισή Του ὁ Κύριος δίδαξε σέ μᾶς τούς ἀνθρώπους, πώς ὅποιος δέν βαπτισθεῖ, δέν σώζεται. Γι’ αὐτό στό Εὐαγγέλιο λέει, «ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται» (Μαρκ. ΙΣΤ´, 16).

Μέ τό βάπτισμα γίνεται ὁ ἄνθρωπος μέλος τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Γιά νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἑνωθεῖ μέ τήν Ἁγία Τριάδα. Καί ἡ ἕνωση αὐτή γίνεται μέ τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου. Δηλαδή ἑνώνεται ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Χριστό, γίνεται μέλος τοῦ σώματός Του καί ἔτσι, μέ γέφυρα τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἑνώνεται μέ τόν Θεό, γίνεται κατά χάρη θεός.

Τό νά εἶναι κάποιος μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, σημαίνει ὅτι πρέπει νά εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας πού εἶναι μία. Διότι ἕνας εἶναι ὁ Χριστός, ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ὁπότε ἕνα εἶναι καὶ τὸ σῶμα Του. Ἡ πεποίθηση ὅτι ὑπάρχουν πολλές ἐκκλησίες μέσω τῶν ὁποίων μπορεῖ κάποιος νὰ σωθῇ εἶναι πεπλανημένη. Αὐτό εἶναι ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀπ’ τήν ὁποία, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη αἵρεση, κινδυνεύει σήμερα ἡ Ὀρθοδοξία!

 Ἐκκλησία πού ἵδρυσε ὁ Χριστός εἶναι ἡ γνησία ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἔχει θεμέλιό Της τούς δώδεκα Ἀποστόλους καί τήν ὀρθή πίστη, πού ἐκεῖνοι μᾶς παρέδωσαν. Ἀπό τήν ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ κατά καιρούς ἀπεκόπησαν ὁμάδες ἀνθρώπων μέ πεπλανημένη πίστη.

Τέτοιες ὁμάδες εἶναι οἱ ὁμάδες τῶν αἱρετικῶν καί τῶν σχισματικῶν, πού ἀπεκόπησαν ἀπ’τήν Ἐκκλησία, ὅπως εἶναι σήμερα οἱ Μονοφυσίτες, οἱ Παπικοί, οἱ Προτεστάντες, οἱ Οἰκουμενιστές, πού τό 1924, παρά τά ἀναθέματα τριῶν Πανορθοδόξων Συνόδων τῶν ἐτῶν 1583,1587 καί 1593, ἄλλαξαν στή λατρεία μας τό ἐκκλησιαστικό ἑορτολόγιο. Ὅσοι ἔμειναν πιστοί στήν παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας καί δέν δέχθηκαν νά προσθέσουν, ἤ νά ἀφαιρέσουν, κάτι ἀπ’ αὐτή, αὐτοί καί μόνον ἐξακολουθοῦν νά εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Κι’ αὐτοί, εἴμαστε ἐμεῖς, οἱ γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ὅπως μᾶς ὀνομάζει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων κι’ ἄλλοι Πατέρες.

λλά, καί ὅσοι, μετά τό 1924, ἀπέκοψαν τόν ἑαυτό τους ἀπ’ τήν Ἐκκλησία μέ τά διάφορα σχίσματά τους, ἁμαρτάνουν καί αὐτοί βαρύτατα.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι σαφεῖς, ὅταν λένε «ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, δέν ὑπάρχει ἐλπίδα σωτηρίας». Γι’ αὐτό ὅλους αὐτούς, ἰδιαίτερα ἀπό τό 1924 καί μετά, πού ἀπεκόπησαν ἀπ’ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τούς καλοῦμε νά ἐπανέλθουν μέ τήν ἀληθινή μετάνοια στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή καί μόνον εἶναι ἡ κατά Θεόν “ἕνωση”, γιά τήν ὁποία σήμερα μιλᾶνε πολλοί!

 κάθε Χριστιανός, πού θέλει τήν σωτηρία του ὀφείλει νά ἐξετάσει ποιά εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ!

 εὐθύνη γιά τήν σωτηρία βαρύνει τόν καθένα μας. Γι’ αὐτό ὁ καθένας μας, ἀς ἀναλάβει τίς εὐθῦνες του!

Καί ἕνα τρίτο, καί τελευταῖο, σημεῖο πού θέλω νά θίξω εἶναι τοῦτο: Μέ τήν βάπτιση τοῦ Κυρίου Ἁγιάζονται ὄχι μόνο τά ὕδατα τοῦ Ἰορδάνη, ἀλλά καί ὁλόκληρη ἡ φύση, τό σύμπαν. Ὅποιος παρακολουθήσει τά τροπάρια τῆς σημερινῆς γιορτῆς θά ἰδεῖ, ὅτι συνεχῶς αὐτά ἀναφέρονται στή φύση, στά ὕδατα, στούς ποταμούς, στίς θάλασσες, στή ξηρά, στό στερέωμα κ.λ.π. Κι’ αὐτό εἶναι δικαιολογημένο, γιατί μέ τήν ἁμαρτία τῶν πρωτοπλάστων ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, “πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καί συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν”(Ρωμ.Η΄,22). Καί θά “συστενάζει καί συνωδύνει” μέχρι τήν Δευτέρα τοῦ Χριστοῦ Παρουσία, Ὁπότε τό σύμπαν ὁλόκληρο θά κατακαεῖ, καί θά ὑπάρξει καινούργιος οὐρανός καί καινούργια γῆ, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ΄΄καινούς οὐρανούς καί γῆν καινήν προσδοκῶμεν΄΄(Πετρ. Γ΄,13).

 Χριστός ὅταν ἐδημιούργησε τό σύμπαν, τό ἐδημιούργησε “καλό λίαν”! Οὔτε σεισμοί γινόντουσαν, οὔτε ἀνομβρίες, οὔτε πλημμύρες, οὔτε ἄλλες φυσικές καταστροφές ὑπῆρχαν. Ὅλα αὐτά συμβαίνουν μετά τήν παρακοή τῶν πρωτοπλάστων.

Καί οἱ συμφορές αὐτές θά αὐξάνονται, ὅσο ἡ ἀνθρωπότητα θά βαδίζει στούς ἔσχατους καιρούς, πρίν τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Τό θεόπνευστο βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, τό ὁποῖο ἔγραψε ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, πρίν ἀπό 1900 χρόνια περίπου, προφητεύει μερικά φοβερά πράγματα, τά ὁποῖα ἤδη ἀρχίζουν νά ἐπαληθεύονται στίς μέρες μας.

πως διαβάζουμε σ’ αὐτή, καί ἰδιαίτερα στά κεφάλαια Η΄,Θ΄καί ΙΣΤ΄, στίς ἔσχατες μέρες πού θά ἔρθει ὁ ἀντίχριστος, λόγῳ τῆς ἀσεβείας, ἁμαρτίας καί ἀποστασίας τῶν ἀνθρώπων θά ἐκραγεῖ ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ σέ ὅσους δέν θά φέρουν τό σφράγισμα τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ διά τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος διδομένη καί παραμένουσα θεία χάρις στόν ἀληθινό πιστό Ὀρθόδοξο Χριστιανό.

Θά γίνουν μεγάλες φυσικές καταστροφές, ὅπως σεισμοί, καύσωνες κ.λ.π. διότι ὁ ἥλιος θά καίει!

Οἱ συγκλονιστικές αὐτές περιγραφές τῆς ἀποκαλύψεως ἀποκαλύπτουν ὅσα ἤδη ἀρχίζουν νά ἐκτυλίσσονται στίς μέρες μας μέ καταστροφές, ὄχι μόνο φυσικές, (ὅπως πλημμύρες, ἀνομβρίες, πυρκαγιές, καύσωνες, σεισμοί, κατολισθήσεις κ.λ.π.) ἀλλά καί τεχνικές, ἐπιδιωκόμενες ἀπ’ τόν ἄνθρωπο (ὅπως πόλεμοι, βομβαρδισμοί, μόλυνση τῆς ἀτμόσφαιρας, τῶν ὑδάτων, τῶν θαλασσῶν, τῶν πηγῶν, τῶν ποταμῶν, τῆς γῆς, τῶν τροφῶν μας κ.ο.κ.)!

Αὐτή εἶναι ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ, πού εὐχόμεθα νά ἀφήσει ἀνέγγιχτους ὅσους ἔχουν τήν σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ὁ ἁγιασμός μας μέ τή χάρη Του. Καί γι’ αὐτό τόν ἁγιασμό τῶν πιστῶν, ἀλλά καί τῆς φύσεως παρακαλέσαμε σήμερα τό Θεό. Καί τόν παρακαλοῦμε συνεχῶς. Ἀλλά, δέν εἶναι ἀρκετό αὐτό, τό νά παρακαλοῦμε μόνο τό Θεό νά μᾶς φυλάξει ἀπ’ τά κακά, τίς παγίδες τοῦ διαβόλου. Πρέπει ὅλοι μας νά ἐπιδιώκουμε τόν ἁγιασμό μας αὐτόν, μέσα ἀπ’ τήν Ἐκκλησία, πού εἶναι ἡ κιβωτός τῆς σωτηρίας.

Εἴθε ὁ Κύριός μας, πού γιά χάρη μας ἔγινε ἄνθρωπος καί καταδέχθηκε νά βαπτισθεῖ στόν Ἰορδάνη ἀπό τόν Ἰωάννη, σάν ἕνας κοινός ἄνθρωπος νά μᾶς σκεπάζει ὅλους, νά μᾶς προστατεύει, νά μᾶς εὐλογεῖ νά μᾶς φωτίζει καί νά μᾶς χαρίζει τήν εἰρήνη, ὥστε νά μπορέσουμε νά βγοῦμε σύντομα ἀπό τό ἀδιέξοδο στό ὁποῖο μᾶς ἔχουν ὁδηγήσει ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἀλόγιστοι χειρισμοί καί οἱ σκοπιμότητες τῶν διεθνών σκοτεινῶν κέντρων πού ἐποφθαλμιοῦν τήν ἀνεξαρτησία μας καί τήν περήφανη πολιτιστική καί ἱστορική παράδοση μας.

 

Σέ ὅλους δέ τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ὅπου Γῆς, Χρόνια Πολλά εἰρηνικά καί εὐλογημένα!

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2023

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΤΕΛΕΙΑ ΖΩΗ; (Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης)

Μοῦ ζήτησες, ἀγαπητέ μου, νὰ σοῦ περιγράψω ποιὸς εἶναι ὁ τέλειος βίος σύμφωνα μὲ ἕνα πρότυπο, γιὰ νὰ προσβλέπεις σ’ αὐτό, ἔτσι ὥστε ἂν βρεθεῖ μὲ τὴν περιγραφὴ αὐτὸ τὸ ὁποῖο ζητᾶς, νὰ ἐφαρμόσεις στὴ ζωή σου τὸ ἀγαθὸ πού σου γνωστοποιήθηκε. Ἀλλὰ ἐγὼ δυσκολεύομαι ἐξίσου καὶ γιὰ τὰ δυό. Ἐπειδὴ νομίζω ὅτι εἶναι πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις μου τὸ καθένα ἀπ’ αὐτὰ τὰ δυό, τόσο το νὰ περιγράψω μὲ τὰ λόγια τὴν τελειότητα, ὅσο καὶ τὸ νὰ δείξω στὴ ζωὴ αὐτὸ ποὺ θὰ σκεφθεῖ ὁ νοῦς. Καὶ μὴ νομίσεις ὅτι αὐτὴ ἡ ἀδυναμία εἶναι μόνο δική μου. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ προχώρησαν πολὺ στὴν ἀρετή, ὁμολογοῦν πὼς κάτι τέτοιο τοὺς εἶναι ἀκατόρθωτο. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ δώσω τὴν ἐντύπωση, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ ψαλμωδοῦ, ὅτι «φοβᾶμαι ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει φόβος» (Ψάλμ. 13, 5), θὰ σοῦ ἐκθέσω σαφέστερα αὐτὸ ποὺ θέλω.


Ἡ τελειότητα σ’ ὅλα τα ἄλλα, ὅσα μποροῦν νὰ μετρηθοῦν μὲ τὴ βοήθεια τῶν αἰσθήσεων, περικλείεται μέσα σὲ καθορισμένα ὅρια. Στὴν περίπτωση π.χ. τοῦ ποσοῦ καὶ τοῦ συνεχῶς μεταβαλλόμενου καὶ τοῦ καθορισμένου, τὰ ὅρια αὐτὰ εἶναι ἡ ἀφετηρία καὶ τὸ τέρμα, ἐπειδὴ καθετὶ ποὺ μετριέται σὲ ποσότητα περιλαμβάνεται στὰ ἰδιαίτερά του ὅρια. Καὶ ὅποιος χρησιμοποιεῖ ὡς μέτρο τὸν πῆχυ ἢ τὴ δεκάδα, ξέρει ὅτι ἡ τελειότητά τους ἔγκειται στὸ ὅτι ἀπὸ κάπου ἀρχίζουν καὶ κάπου τελειώνουν. Στὴν ἀρετὴ ὅμως τὰ πράγματα διαφέρουν.

Γιατί ὅπως ξέρουμε ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο, ἕνα εἶναι τὸ ὅριο τῆς ἀρετῆς τῆς τελειότητας, τὸ νὰ μὴν ἔχει ὅριο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνος ὁ μεγάλος καὶ ἀνώτερος στὴ διάνοια θεῖος Ἀπόστολος, ἂν καὶ ἔτρεχε πάντοτε γιὰ τὴν κατάχτηση τῆς ἀρετῆς, ὅμως ποτὲ δὲν σταμάτησε νὰ προχωρεῖ πρὸς τὰ ἐμπρὸς (Φιλιπ. 3,13). Καὶ αὐτὸ γιατί δὲν ἔνιωθε ἀσφαλής, ἂν σταματοῦσε ἔστω καὶ γιὰ λίγο. Γιατί; Διότι τὸ ἀγαθὸ εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τοῦ ἀπέραντο καὶ προσδιορίζεται μόνο ἀπὸ τὴν ἀντιπαράθεσή του πρὸς τὸ ἀντίθετο, ὅπως ἡ ζωὴ ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι.

Καὶ γενικὰ κάθε ἀγαθὸ τελειώνει πάντοτε ἐκεῖ ὅπου ἀρχίζει αὐτὸ ποὺ θεωρεῖται ἀντίθετό του. Ὅπως, λοιπόν, τὸ τέλος τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ θανάτου, ἔτσι καὶ τὸ σταμάτημα τῆς προόδου στὴν ἀρετὴ εἶναι ἡ ἀφετηρία τοῦ δρόμου τῆς κακίας. Συνεπῶς εἶναι ἀλήθεια αὐτὸ ποὺ εἶπα, ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ μιλήσω γιὰ τὴν τελειότητα στὸ χῶρο τῆς ἀρετῆς, ἐπειδὴ ἀποδείχθηκε ὅτι καθετὶ ποὺ περικλείεται σὲ ὅρια, δὲν εἶναι ἀρετή.

Ἀλλὰ ἐπειδὴ εἴπαμε ὅτι εἶναι ἀδύνατο καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ ζοῦν τὸν ἐνάρετο βίο, νὰ φθάσουν στὴν τελειότητα, θὰ πρέπει νὰ ἀποσαφηνίσω τὸ λόγο μου καὶ γι’ αὐτὸ τὸ θέμα. Κατ’ ἀρχὴν καὶ στὴν κυριολεξία ἀγαθό, ποὺ ἡ ἴδια τοῦ ἡ φύση εἶναι ἡ ἀγαθότητα, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, καὶ ὁτιδήποτε μπορεῖ νὰ κατανοήσει κανεὶς γιὰ τὴ θεϊκὴ φύση, αὐτὸ καὶ εἶναι καὶ λέγεται ἀγαθό. Καὶ ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε, δὲν ὑπάρχει κανένα ὅριο γιὰ τὴν ἀρετὴ ἔξω καὶ ξέχωρα ἀπὸ τὴν κακία, καὶ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν ἐπιδέχεται τίποτε τὸ ἀντίθετο (πρὸς τὸ ἀγαθό), γι’ αὐτὸ θεωρεῖται ἡ θεία φύση ἀπέραντη καὶ ἀπεριόριστη.

Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ζεῖ τὴν ἀληθινὰ ἐνάρετη ζωή, δὲν κάνει τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ζεῖ ἑνωμένος μὲ τὸν Θεό, ἐπειδὴ Ἐκεῖνος εἶναι ἡ ὁλοκληρωμένη ἀρετή. Καὶ ἐπειδὴ ὅσοι ἔχουν ἐπίγνωση, ἐπιθυμοῦν νὰ ἔχουν ἐπικοινωνία μὲ τὸ ἀγαθὸ κατὰ τὴ φύση του, καὶ αὐτὸ δὲν ἔχει ὅρια, γι’ αὐτὸ ἀναγκαστικὰ καὶ ἡ ἐπιθυμία ἐκείνου ὁ ὁποῖος κοινωνεῖ μὲ τὸ ἀγαθό, δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ἔχει τέλος, ἐπειδὴ ἐπεκτείνεται μαζὶ μὲ τὸ ἄπειρο.
Συνεπῶς εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο νὰ πετύχει κανεὶς τὸ τέλειο, ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε, ἡ τελειότητα δὲν περικλείεται σὲ ὅρια, καὶ γιὰ τὴν ἀρετὴ ἕνα ὅριο ὑπάρχει: τὸ ἄπειρο. Πῶς θὰ μποροῦσε, λοιπόν, νὰ φθάσει κανεὶς στὸ τέλος, ποῦ ἐπιθυμεῖ, ὅταν δὲν βρίσκει αὐτὸ τὸ τέλος;

Ἀλλὰ ὅμως, ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε πιὸ πάνω, εἶναι ἐντελῶς ἀσύλληπτο αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε, δὲν θὰ πρέπει νὰ παραβλέπουμε τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου ἡ ὁποία λέγει: «νὰ γίνεσθε τέλειοι, ὅπως εἶναι τέλειος ὁ οὐράνιος Πατέρας σᾶς» (Ματθ. 5,48). Γιατί ὅταν πρόκειται γιὰ τὰ ἀπὸ τὴ φύση τοὺς καλά, καὶ ὅταν δὲν εἶναι, δυνατὸ νὰ ἐπιτύχουμε τὸ ὅλο, θὰ ἦταν μεγάλο κέρδος γιὰ τοὺς συνετοὺς καὶ τὸ νὰ μὴν ἀποτύχουν στὸ μέρος. Θὰ πρέπει, λοιπόν, νὰ καταβάλουμε κάθε προσπάθεια, γιὰ νὰ μὴν ὑστερήσουμε ἀπὸ τὴ δυνατὴ τελειότητα, ἀλλὰ νὰ ἀποκτήσουμε ἀπὸ αὐτὴν τόση, ὅση χρειάζεται, γιὰ νὰ φθάσουμε στὸ βάθος αὐτοῦ ποὺ ζητᾶμε. Μποροῦμε μάλιστα νὰ ποῦμε πὼς ἡ φύση τῆς ἀνθρώπινης τελειότητας εἶναι τέτοια, ὥστε νὰ ἐπιθυμεῖ καὶ νὰ ἐπιδιώκει πάντοτε νὰ ἔχει ὅσο μπορεῖ μεγαλύτερη συμμετοχὴ στὸ καλό.

Τελειότητα καὶ πρόοδος

Αὐτὴ εἶναι, κατὰ τὴ γνώμη μου βέβαια, ἡ τελειότητα στὸ χριστιανικὸ βίο. Τὸ νὰ ἔχεις κοινωνία καὶ κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ κατὰ τὸν λόγο καὶ κατὰ τὰ ἔργα τοῦ βίου σ’ ὅλες τὶς προσωνυμίες, μὲ τὶς ὁποῖες ἑρμηνεύεται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ αὐτὴ ἡ κοινωνία νὰ εἶναι τέτοια, ὥστε, σύμφωνα μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, νὰ ἀναδεχθεῖς στὸν ἑαυτό σου ὁλόκληρο τὸν ἁγιασμὸ σ’ ὁλόκληρό το σῶμα, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ πνεῦμα (Ἃ’ Θεσ. 5,23), κρατώντας τὸν διαρκῶς ἔξω ἀπὸ κάθε ἐπιμιξία μὲ τὸ κακό.

Ἂν θὰ ἰσχυριζόταν κανεὶς ὅτι εἶναι δύσκολο νὰ κατακτηθεῖ τὸ ἀγαθό της τελειότητας, ἐπειδὴ μόνον ὁ Κύριος της κτίσης εἶναι ἄτρεπτος, ἐνῶ ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι τρεπτὴ καὶ εὔκολα ὑπόκειται στὶς μεταβολές, καὶ ἀκόμη ἂν ἔλεγε: Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν νὰ κατορθώσει κανεὶς μέσα στὴν τρεπτὴ τοῦ φύση, νὰ μείνει σταθερὸς καὶ ἀμετάβλητος στὸ ἀγαθό; Σ’ ἕνα παρόμοιο ἰσχυρισμὸ τοῦτο θὰ λέγαμε, πὼς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πάρει κανεὶς τὸ στεφάνι τῆς νίκης, ἂν δὲν ἀγωνισθεῖ νόμιμα (Β΄ Τιμ. 2,5). Καὶ δὲν γίνεται νόμιμο ἀγώνισμα χωρὶς νὰ ὑπάρχει ὁ ἀνταγωνιστής. Ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ ἀντίπαλος οὔτε καὶ τὸ στεφάνι θὰ δινόταν. Γιατί νίκη μὲ τὸν ἑαυτό της δὲ λογίζεται, ἂν δὲν ὑπάρχει ἐκεῖνο ποὺ νικᾶται.

Συνεπῶς ἃς ἀναλάβουμε τὸν ἀγώνα ἐνάντια σ’ αὐτὸ τὸ μεταβλητό της φύσης μας καὶ ἃς πιαστοῦμε στὰ χέρια διὰ τῶν λογισμῶν σὰν μὲ κάποιον ἀντίπαλο, ὄχι βέβαια γιὰ νὰ τὴν συντρίψουμε, ἀφοῦ γίνουμε νικητές της, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν τῆς ἐπιτρέψουμε νὰ πέσει. Ἄλλωστε δὲν εἶναι τρεπτὸς ὁ ἄνθρωπος μόνο πρὸς τὸ κακό. Γιατί τότε θὰ τοῦ ἦταν ἀδύνατο, νὰ γίνει ἀγαθός, ἂν μόνο πρὸς τὸ ἀντίθετό του ἀγαθοῦ εἶχε ἀπὸ τὴ φύση τοῦ τὴν κλίση. Τώρα ὅμως τὸ καλύτερο ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς τροπῆς εἶναι ἡ αὔξηση στὰ ἀγαθά, ἐπειδὴ πάντοτε ἡ ἀλλοίωση πρὸς τὸ καλύτερο μεταβάλλει πρὸς τὸ ἁγιότερο ἐκεῖνον ποὺ καλῶς ἀλλοιώνεται.

Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ σὲ πολλοὺς φαίνεται φοβερό, ἐννοῶ το ὅτι ἡ φύση μᾶς εἶναι τρεπτή, ὁ λόγος τὸ παρουσίασε σὰν ἄλλο φτερὸ γιὰ τὴν πτήση πρὸς τὰ ἀνώτερα. Ὥστε ποινὴ γιὰ μᾶς θὰ ἦταν νὰ μὴν μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε τὴν ἀλλοίωση πρὸς τὸ καλύτερο. Ἃς μὴ λυπᾶται λοιπὸν ὅποιος βλέπει στὴν ἀνθρώπινη φύση τὴ ροπὴ πρὸς τὴ μεταβολή, ἀλλὰ ἃς ἀγωνίζεται νὰ μεταβάλλεται διαρκῶς πρὸς τὸ καλύτερο καὶ νὰ μεταμορφώνεται ἀπὸ δόξα σὲ δόξα (Β’ Κορ.3,18). Ἔτσι νὰ μεταβάλλεται. Καὶ μὲ τὴν καθημερινὴ προκοπὴ νὰ γίνεται πάντοτε καλύτερος καὶ συνεχῶς τελειότερος καὶ ποτὲ νὰ μὴ φθάνει στὸ τέρμα τῆς τελειότητας. Ἐπειδὴ αὐτὴ εἶναι ἀληθινὰ ἡ τελειότητα, τὸ νὰ μὴ σταματᾶς ποτὲ τὴν προσπάθεια γιὰ περισσότερη προκοπὴ καὶ βελτίωση, οὔτε νὰ περιορίζεις τὴν τελειότητα σὲ κάποιο ὅριο.

 ( Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Μυστικὴ Θεολογία, ἐπιλογὴ κειμένων, ἔκδ. Ἐπέκταση σ.83-93).