† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

Ἃγιος Ἰωάννης ὀ Δαμασκηνός (4 Δεκεμβρίου)

 



ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η ζωή του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού υπήρξε ζωή συνεχών αγώνων. Αγωνίστηκε εναντίον της νέας αιρέσεως των εικονομάχων γιατί έζησε κατά τον 8ον αιώνα που η εικονομαχία συγκλόνιζε τα θεμέλια της Εκκλησίας. Εναντίον της υπερηφάνειας και της υψηλοφροσύνης, γιατί ήταν κάτοχος όλης της επιστημονικής γνώσεως της εποχής του, όπως φαίνεται και από έργα του που μας άφησε.

Εναντίον της αγάπης του πλούτου και της ανθρώπινης δόξας, γιατί και θέση επίζηλη κατείχε, αλλά και πλούτη είχε άφθονα.
Παρ' όλα αυτά, επειδή αγάπησε τη μοναχική πολιτεία, εγκατέλειψε τα πάντα στον κόσμο αυτό και έγινε υποτακτικός σ' εάν αυστηρό γέροντα. Και στη ζωή της υποταγής όμως έδειξε ότι είχε πάρει απόφαση να πεθάνει για την αγάπη του Χριστού ο παλαιός άνθρωπος μέσα και να γεννηθεί ο νέος, ο κατά Χριστόν πλασθείς.

Νους οξύς και πολυμαθής μας άφησε σπουδαία έργα δογματικά, αλλά και σπουδαιότατα τροπάρια και ύμνους της Εκκλησίας και δικαίως θεωρείται σαν ένας από τους κορυφαίους υμνογράφους.
Η υπακοή και η ταπείνωση του, καθώς και η όλη του ζωή έμεινε παραδειγματική και σήμερα προβάλλει η μορφή του σαν υπόδειγμα για μίμηση όλων, όσων θέλουν να κερδίσουν τα μόνιμα και αναφέρεται αγαθά του ουρανού.

Οι γονείς του Ιωάννη

Ο άγιος Ιωάννης, ο λεγόμενος Δαμασκηνός, έζησε κατά την εποχή της βασιλείας του Λέοντος Γ' του Ισαύρου (717-741) και μέχρι της βασιλείας του διαδόχου αυτού Κωνσταντίνου του Κoπρωνύμου.

Ονομάσθηκε ο άγιος «Δαμασκηνός» από το όνομα της ιδιαιτέρας του πατρίδας Δαμασκού. Η πόλη αυτή βρίσκεται στη Συρία. Την εποχή, που γεννήθηκε, ήταν η πόλη υποδουλωμένη στους Αγαρηνούς και οι κάτοικοι είχαν αλλάξει την πίστη τους. Μόνο οι γονείς του Ιωάννη ήσαν πιστοί και ευσεβείς, σαν τα ευωδιαστά ρόδα ανάμεσα στα αγκάθια. Ο Θεός για τη αρετή τους, τους αντάμειψε και τους έκανε θαυμαστούς. Αυτοί οι αιχμάλωτοι έγιναν κριτές των κυριών τους. Καθώς συνέβη στους Τρεις Παίδες, που ήσαν Αιχμάλωτοι των Ασσυρίων και στον Ιωσήφ, που ήταν αιχμάλωτος των Αιγυπτίων. Και τώρα ο πατέρας του Ιωάννη έγινε πρωτοσύμβουλος του Αμηρά.

Αυτόν διάλεξε για να τον έχει σύμβουλο και διοικητή των δημοσίων, αν και ήταν αλλόπιστος, εξ' αιτίας του πλούτου του και της καταγωγής του.

Σαν διοικητής κυβερνούσε τη χώρα με δικαιοσύνη και σοφία. Ήταν πολύ φιλάνθρωπος και έδινε από τον πλούτο του για να εξαγοράζει και να ελευθερώνει τους αιχμαλώτους από τους Αγαρηνούς, γιατί κινδύνευαν να χάσουν την πίστη τους και τη ζωή τους. Έπειτα έδινε γη για να την καλλιεργούν σ' όσους ήθελαν να μείνουν στην Ιουδαία ή στη Παλαιστίνη, γιατί εκεί είχε πολλά χωράφια. Όσοι πάλι δεν ήθελαν να μείνουν εκεί, τους έδινε χρήματα για να πάνε, όπου ήθελαν.

Δεν ξόδευε ποτέ χρήματα σε συμπόσια ή για πολύτιμα φορέματα, όπως συνηθίζουν οι πλούσιοι, αλλά μόνο για θεάρεστα έργα.

Ο Θεός σαν αμοιβή για τα φιλάνθρωπα έργα του, του χάρισε τον Ιωάννη, τον παγκόσμιο φωστήρα της Εκκλησίας, που τη στόλισε με εξαιρετικά τροπάρια.

Εύρεση δασκάλου

Χάρηκε, γιατί του χάρισε ο Κύριος κληρονόμο και μόλις μεγάλωσε το παιδί, αναζητούσε να του βρει δάσκαλο σοφό και επιθυμούσε να το αναδείξει μεγάλο φιλόσοφο. Επειδή ο πόθος του ήταν θεάρεστος, ο Θεός εξεπλήρωσε την επιθυμία του.

Οι βάρβαροι της πόλης εκείνης αιχμαλώτισαν πολλούς χριστιανούς από διαφόρους τόπους και τους έφεραν εκεί. Απ' αυτούς άλλους πώλησαν κι άλλους, όσους δεν θέλησε κανείς να τους αγοράσει, αποφάσισαν να τους φονεύσουν. Ανάμεσα σ' αυτούς έτυχε να είναι και κάποιος μοναχός από την Ιταλία, Κοσμάς στο όνομα, σεμνός κι ενάρετος.

Ενώ οι βάρβαροι οδηγούσαν τους αιχμαλώτους εκεί, που θα τους θανάτωναν, συνάντησαν τον πατέρα του Ιωάννη. Εκείνος βλέποντας τον Κοσμά με λυπημένη όψη και με δάκρυα στα μάτια τον πλησίασε και του είπε:

- Γιατί κλαις, άνθρωπε του Θεού; Λυπάσαι που θα στερηθείς τον κόσμο, που, όπως βλέπω από τον μοναχικό σου σχήμα, τον απαρνήθηκες και νέκρωσες το σώμα σου;
Σ' αυτά τα λόγια απάντησε ο μοναχός:

- Ο Θεός γνωρίζει, ότι δεν λυπάμαι για τη στέρηση της παρούσας ζωής, γιατί εγώ τον κόσμο τον αρνήθηκα όπως είπες. Αλλά λυπάμαι, γιατί έμαθα όλες τις επιστήμες. Φιλοσοφία, Ρητορική, Διαλεκτική, Αριθμητική, Γεωμετρία και κάθε άλλη σοφία. Εκπαιδεύτηκα και στη Μουσική και έμαθα και Αστρονομία. Μπορώ να πω, ότι δεν άφησα τίποτε, που να μη μάθω, για να εννοήσω από την αρμονία και την ομορφιά των δημιουργημάτων τον Δημιουργό της Κτίσεως.

Έπειτα σπούδασα και την δική μας Θεολογία. Επειδή όμως δε βρήκα ακόμη μαθητή για να τον αφήσω διάδοχο της σοφίας μου λυπάμαι και θλίβομαι. Γιατί όπως θέλουν οι πλούσιοι ν' αποκτήσουν παιδιά για να τους κληρονομήσουν, έτσι επιθυμούν και οι φιλόσοφοι ν' αφήσουν διαδόχους στη σοφία τους, για να έχουν μνήμη αθάνατη. Έτσι φεύγει ο σοφός για την αιώνια ζωή σαν τον δούλο, που διπλασίασε το τάλαντο. Διαφορετικά θα κριθεί σαν ανωφελής. Γι' αυτό στεναχωρούμαι, επειδή φοβάμαι, μήπως ο Δεσπότης με συναριθμήσει με τον πονηρό δούλο που έκρυψε το τάλαντο.

Μόλις άκουσε αυτά ο άρχοντας, που είχε πόθο να βρει τέτοιο σοφό άνθρωπο, λέγει στον Κοσμά.
Μη λυπάσαι γι' αυτή την αιτία, δάσκαλε, και ίσως ο Κύριος εκπληρώσει τα αιτήματα της καρδιάς σου.

Πήγε στον άρχοντα των Σαρακηνών και του εζήτησε να του χαρίσει αυτόν τον αιχμάλωτο. Έτσι και έγινε. Πήρε, λοιπόν, τον Κοσμά, τον οδήγησε στο σπίτι του, τον περιποιήθηκε και του είπε:

- Γνώριζε, σοφότατε και λογικότατε, ότι όχι μόνο από την αιχμαλωσία σε λύτρωσα, αλλά σε κάνω και δεσπότη του σπιτιού μου, μέτοχο στις χαρές και στις λύπες μου. Άλλη χάρη δεν ζητώ από την αγιοσύνη σου, παρά μόνο να καταβάλλεις κάθε προσπάθεια να διδάξεις αυτά τα δύο παιδιά, όλη την σοφία και την μάθηση που γνωρίζεις. Είναι δε τα παιδιά ο Ιωάννης γνήσιο παιδί μου και ο Κοσμάς από τα Ιεροσόλυμα, που τον πήρα από μικρό κοντά μου, γιατί ήταν ορφανός και τον αγαπώ όχι λιγότερο από τον Ιωάννη.

Ο Κοσμάς μόλις άκουσε αυτά, χάρηκε και όπως το διψασμένο ελάφι που τρέχει στο νερό, έτσι και αυτός με μεγάλη επιθυμία δίδασκε τους μαθητές του τη φιλοσοφία του.

Οι δύο νέοι λόγω της οξύτητας του πνεύματος μέσα σε λίγα χρόνια σπούδασαν και έμαθαν τις επιστήμες. Το πόσο καλά μορφώθηκαν, φαίνεται στα ποιήματά και στα συγγράμματα τους. Ο Ιωάννης έγραψε πολλούς λόγους περί Ορθοδοξίας κατά των αιρετικών. Έγραψε και ψυχωφελείς ομιλίες, που θαυμάζει κανείς τη σοφία του.

Παρ' όλη τη σοφία του καθόλου δεν υπερηφανευόταν, αλλά όπως τα καρπερά δέντρα, όσο είναι φορτωμένα από καρπούς τόσο και περισσότερο γέρνουν προς τη γη, έτσι κι ο πάνσοφος Ιωάννης.

Αναχώρηση του δασκάλου

Σχετική εικόναΌταν ο δάσκαλος είδε, ότι οι μαθητές του έφτασαν σε ικανό σημείο σοφίας πήγε στον πατέρα τους και του είπε:

- Κύριε, όπως ήθελες, έγιναν τα παιδιά σου θαυμάσια στη σοφία. Και δεν αρκέσθηκαν να γίνουν μόνον, όπως ο δάσκαλος τους, αλλά κατά πολύ ανώτεροι στο ύψος της φιλοσοφίας. Λοιπόν, επειδή δε με χρειάζονται πια, ζητώ από την ευγένεια σου μια χάρη.

Σαν πληρωμή του κόπου μου να μ' αφήσεις να πάω σε κανένα ασκητήριο για να μελετήσω την άνω σοφία, προς την οποία η φιλοσοφία με καθοδήγησε.

Ο άρχοντας, όταν άκουσε αυτά λυπήθηκε, γιατί δεν ήθελε ν' αποχωρισθεί τέτοιο χρήσιμο άνθρωπο. Αλλά, για να μη φανεί προς τον ευεργέτη του αχάριστος του έδωσε την άδεια και χρήματα για το ταξίδι του.

Έφυγε, λοιπόν, ο Κοσμάς, και πήγε στην Λαύρα του Αγίου Σάββα. Εκεί πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του μέχρι που έφυγε για την αιώνια μακαριότητα. Το ίδιο και ο πατέρας του Ιωάννη μετά από λίγο καιρό έφυγε για τον ουρανό.

Ο αρχηγός των Σαρακηνών βλέποντας τη σοφία του Ιωάννη του έδωσε το αξίωμα του πατέρα του. Ο Ιωάννης έγινε πρωτοσύμβουλος, παρά τη θέληση του. Επιθυμία του ήταν να αναχωρήσει από τον κόσμο.

Εκείνη την εποχή ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ο Λέων Γ' ο Ίσαυρος (717-741), που σαν λιοντάρι κατασπάραζε την Εκκλησία του Χριστού διώκοντας τους πιστούς, που προσκυνούσαν τις εικόνες.

Ο Ιωάννης, θερμός ζηλωτής της πίστεως έγραφε επιστολές και τις έστελνε στην Βασιλεύουσα. Καταπολεμούσε τις απόψεις του Λέοντος αποδεικνύοντας με φιλοσοφικούς συλλογισμούς και με ιστορικά παραδείγματα από τη ζωή των Αγίων, την αναγκαία προσκύνηση των αγίων εικόνων.
Τέτοιες επιστολές, έστελνε και σε πολλούς ανθρώπους για να τις διαβάζουν μεταξύ τους και να στερεώνονται στην ευσέβεια και να μαθαίνουν πως θ' απαντούν στους εικονομάχους.

Η συκοφαντία

Μόλις έμαθε αυτά ο ασεβής βασιλιάς συζήτησε το θέμα με άλλους άρχοντες εικονομάχους και αποφάσισαν να διαβάλλουν τον Ιωάννη στον άρχοντα των Σαρακηνών, για να τον θανατώσει. Βρήκαν, λοιπόν, μια επιστολή του Ιωάννη, που την έδειξε ο Λέων σε μερικούς δασκάλους και τους ρώτησε, αν μπορούν να μιμηθούν το γραφικό χαρακτήρα εκείνου.

Βρέθηκε ένας έμπειρος καλλιγράφος, που υποσχέθηκε, ότι θα μιμηθεί ακριβώς το χαρακτήρα. Αυτόν διάταξε ο Λέων να αντιγράψει μια επιστολή γραμμένη από τον ίδιο, σαν από τον Ιωάννη και απευθυνόμενη στον ίδιο. Η επιστολή έλεγε: «Βασιλιά πολυχρονεμένε, στέλνω την αρμόζουσα ευγνωμοσύνη και τον πρέποντα σεβασμό στη βασιλεία σου. Μάθε ότι αυτή την εποχή η πόλη της Δαμασκού είναι παραμελημένη από τους Αγαρηνούς, γιατί ο στρατός τους είναι εξασθενημένος. Στείλε στόλο και στρατό πολύ, όσο μπορείς, να την καταλάβεις χωρίς πόλεμο. Θα σε βοηθήσω σ' αυτό κι εγώ, γιατί όλη η πόλη είναι σχεδόν στην εξουσία μου».

Έπειτα έγραψε ο Λέων ο ίδιος επιστολή προς τον Σαρακηνό άρχοντα και του έγραφε:

«Δεν γνωρίζω τίποτε καλύτερο από το να φυλάσσει ο καθένας τις συνθήκες ειρήνης. Δε θέλω να χαλάσω τη φιλία, που έχω με την ευγένειά σου, αν και κάποιος έμπιστος φίλος σου με παρακινεί και με προκαλεί σε τούτο. Πολλές φορές μάλιστα μου έστειλε επιστολή να έλθω να κυριεύσω τη χώρα σου. Για να βεβαιωθείς δε ότι σου λέω την αλήθεια σου στέλνω μία από τις επιστολές. Έτσι θα γνωρίσεις τη δική μου αληθινή φιλία και εκείνον το δόλιο, που μου τις έγραψε.

Έστειλε λοιπόν ο βασιλιάς τις επιστολές με ένα του δούλο. Ο βάρβαρος ηγεμόνας θύμωσε και κάλεσε τον Άγιο.

Κόψιμο του δεξιού χεριού του Ιωάννη.

Σχετική εικόνα
Ο Ιωάννης εννόησε το δόλο του Λέοντος και εξήγησε στον άρχοντα ότι ποτέ δεν έβαλε στο νου του τέτοια προδοτική πράξη. Εζήτησε δε προθεσμία ν' αποδείξει το άδικο. Ο βάρβαρος όμως δεν πίστεψε και πρόσταξε να του κόψουν το δεξί χέρι. Κόπηκε το χέρι, που έλεγχε καθένα που μισούσε τον Κύριο και κρεμάστηκε στην αγορά, για να το βλέπουν όλοι.

Το βράδυ έστειλε μεσίτες ο Ιωάννης στο βάρβαρο παρακαλώντας να του χαρίσει το κομμένο χέρι για να το θάψει. Ο Σαρακηνός συμφώνησε και του έδωσε το χέρι. Ο Άγιος το πήρε το πήγε στο ναό, που είχε στο σπίτι του. Έπεσε κάτω μπροστά στη αγία εικόνα της Θεομήτορος και προσευχόμενος με δάκρυα έλεγε:

«Δέσποινα Πάναγνε Μήτερ, η τον Θεόν μου τεκούσα,
δια της θείας εικόνας η δεξιά μου εκόπη.
Ουκ αγνοείς την αιτίαν, δι' ην εμάνη ο Λέων
Προφθασον, τοίνυν, ως τάχος και ιασαί μου την χείρα.
Η δεξιά του Υψίστου, η από Σου σαρκωθείσα,
Πολλάς ποιεί τας δυνάμεις δια της Σης μεσιτείας.
Την δεξιάν μου ταύτην και νυν ιασάτω λιταίς σου.
Ως αν, Σους ύμνους, ους δοίης και του εκ Σου σαρκωθέντος.
Εν ρυθμικαίς αρμονίαις συγγράψηται, Θεοτόκε,
Και συνεργός χρηματίση της Ορθοδόξου λατρείας,
Δύνασαι γαρ όσα αν θέλης, ως του Θεού Μητηρ ούσα»

Λέγοντας αυτά ο Ιωάννης αποκοιμήθηκε και βλέπει την αγία εικόνα της Αειπαρθένου και του λέγει:

«Γιατρεύτηκε το χέρι σου και μη λυπάσαι πλέον γι' αυτό. Κάνε τώρα αυτό γραφίδα γραμματέως όπως μου υποσχέθηκες».

Θεραπεία του κομμένου χεριού

Τότε ξύπνησε ο Άγιος και βλέποντας το χέρι του θεραπευμένο, δοξολογούσε και ευχαριστούσε τον Κύριο και την Άχραντη Μητέρα του. Έψαλλε όλη την νύκτα λέγοντας
«Η δεξιά σου χειρ, Κύριε, εν ισχύι δεδόξασται η δεξιά σου την θραυσθείσαν μου δεξιάν εθεράπευσε. Δια της δεξιάς μου ταύτης θέλεις θρυμματίσει και συντρίψει τους υπεναντίους εικονοθραύστας».

Την άλλη μέρα είδαν το θαύμα μερικοί γείτονες του Αγίου και πήγαν στον Σαρακηνό λέγοντας:Άρχοντα, αυτοί που πρόσταξες να κόψουν το χέρι του Ιωάννη, δεν υπάκουσαν. Αλλά κάποιος δούλος ή φίλος του δέχτηκε να του κόψουν το δικό του χέρι, αφού πήρε πολλά χρήματα. Έτσι οι δήμιοι αφού πήραν και οι ίδιοι χρήματα δεν εξετέλεσαν την προσταγή.
Ο άρχοντας διέταξε τότε να 'ρθει ο Ιωάννης για να δει τα χέρια του. Πήγε, λοιπόν, ο Άγιος και έδειξε το χέρι του που είχαν κόψει. Γύρω δε από το χέρι, στο σημείο που είχε συγκολληθεί, υπήρχε κατά θεία οικονομία μια γραμμή.
Λέγει τότε ο βάρβαρος στον Ιωάννη:
- Ποιος γιατρός σε θεράπευσε; Και τι βότανα έβαλε;
- Ο παντοδύναμος Κύριος μου και μόνον Αυτός, που τα πάντα μπορεί να κάνει.
- Ανεύθυνος είσαι, όπως φαίνεται και άδικα σε κατάκρινα, γιατί δεν εξέτασα καλά την υπόθεση. Σε παρακαλώ συγχώρεσέ με και έχε την τιμή του πρωτοσύμβουλού μου. Σου υπόσχομαι δε να μην κάνω τίποτε χωρίς τη συμβουλή σου.
Τότε ο Άγιος έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε να τον αφήσει να πάει σ' άλλη υπηρεσία που περισσότερο επιθυμούσε. Ο άρχοντας είχε στην αρχή αντιρρήσεις, αλλά τελικά του έδωσε την άδεια.

Αναχώρηση από τον κόσμο

Ελευθέρωσε, λοιπόν, τους δούλους του, μοίρασε τα πλούτη του στους φτωχούς και στην εκκλησία και πήγε στη Μονή του αγίου Σάββα. Παρακάλεσε τον ηγούμενο, λέγοντας με πολλή ταπείνωση:

- Εγώ, Δέσποτα είμαι το χαμένο πρόβατο και έρχομαι στο Χριστό από την ερημιά του κόσμου. Να δεχθείς, λοιπόν εμένα, τον ανάξιο, και να με πάρεις στα πρόβατα της ποίμνης σου.

Ο Ηγούμενος χάρηκε και αφού φώναξε κάποιον επίσημο γέροντα του έδωσε υποτακτικό τον Άγιο, για να τον διδάσκει και να τον καθοδηγεί στη μοναχική πολιτεία.

Ο γέροντας τον πήρε στο κελλί του, τον νουθέτησε και του είπε:

- Πρόσεχε να μην κάνεις τίποτε χωρίς το θέλημά μου.

Αυτό είναι το θεμέλιο της μοναχικής πολιτείας, να κόψεις το θέλημά σου και να προσφέρεις τις προσευχές και τα δάκρυα στο Θεό. Αυτό είναι η καθαρή θυσία. Αυτό, λοιπόν, ας είναι η πρώτη σου εργασία στα σωματικά, δηλαδή το ψυχοσωτήριο πένθος. Ως προς τη ψυχή, πρόσεχε να μην αφήσεις το νου σου να σκέφτεται ανωφελή πράγματα και κοσμικά. Να μη υπερηφανεύεσαι για τη σοφία σου, γιατί δε σε ωφελεί καθόλου, αν δεν αποκτήσεις ταπείνωση.

Τέτοια κι άλλα πολλά του είπε ο γέροντας και μεταξύ άλλων τον διέταξε να μη στείλει επιστολή σε κανένα, ούτε να ψάλλει τροπάριο, ούτε να πει λόγους φιλοσοφίας. Να σιωπά και να μιλά, όταν είναι ανάγκη. Όπως ορίζουν οι νόμοι της μοναχική ζωής.

Σαν γη αγαθή δέχτηκε ο Άγιος τις συμβουλές και αγόγγυστα υποτασσόταν στις προσταγές του γέροντα, χωρίς ν' αμφιβάλλει ή να κατακρίνει τα προστάγματα του.

Υποταγή και ταπείνωση

Μετά από καιρό θέλοντας ο γέροντας να δοκιμάσει τον Ιωάννη, αν είχε υποταγή και ταπείνωση, έκανε το εξής. Του έδωσε ζεμπίλια πλεγμένα με φοινικόφυλλα και του είπε:
- Πάρε αυτά τα εργόχειρα και πήγαινε στη Δαμασκό. Εκεί να τα πωλήσεις.
Του όρισε δε μια τιμή διπλάσια από την αξία τους. Του είπε να μην τα δώσει λιγότερο, γιατί το μοναστήρι είχε ανάγκη από χρήματα.
Ο μέχρι θανάτου υπάκουος δεν εναντιώθηκε καθόλου στο γέροντά του, αλλά πήρε στον ώμο το φορτίο και πήγε στη Δαμασκό. Εκεί στην αγορά ρακένδυτος και άλουστος ο πρώην ευγενής και ένδοξος, πωλούσε τα ζεμπίλια. Οι αγοραστές μόλις άκουγαν τιμή διπλάσια θύμωναν, έβριζαν τον Άγιο και έφευγαν.
Πέρασε απ' εκεί ένας από τους δούλους του και τον γνώρισε. Λυπήθηκε τον κύριο του και αφού προσποιήθηκε ότι δεν τον γνώριζε αγόρασε όλα τα ζεμπίλια. Ο Άγιος πήρε τα χρήματα και γύρισε χαρούμενος στο μοναστήρι, γιατί νίκησε την υπερηφάνεια του.
Μετά από καιρό πέθανε κάποιος γείτονας του Ιωάννη. Ο αδελφός το νεκρού παρακάλεσε τον Άγιο να συνθέσει κανένα τροπάριο για να τον παρηγορεί στη λύπη του. Ο Άγιος όμως δεν θέλησε να παραβεί την εντολή του γέροντα του. Τελικά, επειδή πιέστηκε, εσύνθεσε ένα ωραιότατο τροπάριο που ψάλλεται και σήμερα το «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα».
Τιμωρία και ανυπακοή
Μια μέρα ήταν μόνος του ο Ιωάννης στο κελλί του κι έψαλλε το τροπάριο. Έτυχε τότε να περάσει ο γέροντας του, που όταν άκουσε την ψαλμωδία, θύμωσε και του είπε:
- Αντί να κλαις, γελάς και χαίρεσαι;
Ο Άγιος του εξήγησε, αλλά ο γέροντας τον έδιωξε σαν ανυπάκουο. Ο Ιωάννης θυμήθηκε την παράβαση των πρωτοπλάστων και έκλαψε πικρά. Έβαλε δε μεσίτες όλους τους γέροντες και τον Ηγούμενο να παρακαλέσουν το γέροντα του να του δώσει συγχώρηση. Εκείνος όμως ήταν αυστηρός και δεν άλλαξε.
Τότε οι γέροντες τον παρακαλούσαν να του δώσει άλλον κανόνα και να μην τον διώξει τελείως. Είπε λοιπόν, εκείνος:
- Αν δεχθεί να καθαρίσει τις ακαθαρσίες της Λαύρας με τα χέρια του, θα τον συγχωρήσω, διαφορετικά δεν τον δέχομαι.
Μόλις το άκουσε ο Άγιος χάρηκε και είπε:
- Αυτό είναι εύκολο να το κάμω. Ευλογείτε, άγιοι πατέρες.

Πήρε αμέσως τα εργαλεία και άρχισε με τα χέρια να καθαρίζει την κόπρο.

Μόλις τον είδε ο γέροντας του κατάλαβε το μέγεθος της ταπείνωσης του και της υπακοής. Έτρεξε, τον αγκάλιασε και του είπε.

- Είμαι καλότυχος, γιατί αξιώθηκα να έχω τέτοιο μαθητή.

Ο Άγιος όταν άκουσε τους επαίνους, έκλαιγε ταπεινώνοντας, τον εαυτό του. Ο γέροντας του, του έδωσε συγχώρεση και το συμβούλευσε να διατηρεί τη ψυχοσωτήρια σιωπή.

Άδεια να μελωδεί

Μετά από λίγες μέρες είδε στον ύπνο του ο γέροντας την Παναγία που του είπε:

- «Γιατί έφραξες τέτοια θαυμάσια βρύση; Άφησε την πηγή να ποτίσει όλη την οικουμένη, να σκεπάσει τις θάλασσες των αιρέσεων. Αυτός θα ξεπεράσει τον Δαβίδ. Θα μελωδήσει την ουράνια μελουργία. Θα στηλιτεύσει τις αιρέσεις και θα ορθοτομήσει τα δόγματα της πίστεως».

Το πρωί μόλις ξύπνησε ο γέροντας, πήγε στον Άγιο και του είπε:
- Παιδί της υπακοής του Χριστού, άνοιξε το στόμα σου και πες τους λόγους, που το άγιο Πνεύμα έγραψε στην καρδιά σου. Ανέβα στο όρος της Εκκλησιάς και δίδαξε τον κόσμο. Συγχώρεσε και μένα για ό,τι έφταιξα, διότι σε εμπόδισα από άγνοια.

Άρχισε από τότε ο Ιωάννης να συνθέτει εκείνες τις μελωδίες, με τις οποίες λαμπρύνονται οι ακολουθίες της εκκλησίας μας. Εσύνθεσε όχι μόνο κανόνες και τροπάρια, ιδιόμελα και προσόμοια αλλά και πανηγυρικούς λόγους στις Δεσποτικές εορτές και εγκώμια στην Υπεραγία Θεοτόκο και σ' άλλους Αγίους.

Σπουδαίο είναι και το έργο του, που επιγράφεται «Πηγή Γνώσεως». Περιγράφει σ' αυτό τα μυστήρια και τα δόγματα της Πίστεως μας, με ορθές αποδείξεις γραφικές αλλά και επιστημονικές.

Έγραψε και πολλούς λόγους για την προσκύνηση των θείων εικόνων. Ποιήματα πολλά εσύνθεσε με τον Άγιο Κοσμά, πνευματικό αδελφό του, που τον είχε συμμέτοχο στους κόπους και στους αγώνες της πνευματικής ζωής. Ο Άγιος Κοσμάς άφησε πολλούς κανόνες και τροπάρια. Για την αρετή του χειροτονήθηκε χωρίς να το θέλει από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, Επίσκοπος της πόλεως Μαϊουμά.

Ο Πατριάρχης χειροτόνησε και τον Ιωάννη πρεσβύτερο, που εξακολούθησε και μετά τη χειροτονία του να μένει στη μονή.

Ο Άγιος τελείωσε τη ζωή του, σας πολύαθλος αγωνιστής σε ηλικία εκατόν τεσσάρων χρονών.

Η Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη του στις 4 Δεκεμβρίου.

Έκδοση Ορθοδόξου Ιδρύματος  "Ο Απόστολος Βαρνάβας"

Πηγή: “www.impantokratoros.gr” 

Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ'

Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας διδάσκαλε καὶ σεμνότητος, τῆς οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Ἰωάννη σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.



Απολυτίκιο.
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.

Θείον όργανον, της Εκκλησίας, λύρα εύσωμος, της ευσεβείας, ανεδείχθης Ιωάννη πανεύφημε' όθεν πυρσεύεις του κόσμου τα πέρατα, ταις των σοφών σου δογμάτων ελλάμψεσι. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

Κοντάκιον
Ήχος δ'. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.

Τον υμνογράφον και σπετόν Ιωάννην, της Εκκλησίας, παιδευτήν και φωστήρα, και των εχθρών αντίπαλον υμνήσωμεων πιστοί∙ όπλον γαρ οράμενος, τον Σταυρόν του Κυρίου, πα΄σαν απεκρούσατο, των αιρέσεων πλάνην∙ και ως θερμός προστάτης εις Θεόν, πάσι παρέχειν, πταισμάτων συγχώρησιν.




Ἡ Ἁγία Βαρβάρα ἡ Μεγαλομάρτυς (4 Δεκεμβρίου)


Η Αγία Βαρβάρα έζησε το τέλος του 3ου αι. και αρχές του 4ου στην Ηλιούπολη, πόλη της Κοίλης Συρίας. Ο πατέρας της ονομαζόταν Διόσκουρος και ήταν φανατικός ειδωλολάτρης. Ήταν πολύ πλούσιος και διοικητής της Ηλιούπολης με μεγάλη πολιτική εξουσία και δύναμη.

Οι ιστορικές πληροφορίες δεν αναφέρουν καθόλου το όνομα της μητέρας της, ούτε ποιά στάση τήρησε σε όλη την περιπέτεια και στο φρικτό μαρτύριο της κόρης της. Υποθέτουμε πώς είχε πεθανει. Η Βαρβάρα ήταν το μονακριβο παιδί τους. Ήταν αφάνταστα ωραία στο σώμα, αλλά και στην ψυχή, και είχε πολλή χάρη, ευφυία, σεμνότητα και σωφροσύνη.

Όταν έφθασε σε ηλικία γάμου παρουσιάστηκαν πολλοί υποψήφιοι γαμπροί, και από τους εξέχοντες άρχοντες και από τους μεγιστάνες και από τους λοιπούς επιφανείς άνδρες της Ηλιούπολης. Όλα όμως τα προξενιά η Βαρβάρα τα έδιωχνε, πράγμα που ο πατέρας της δεν το έβλεπε με καλό μάτι. Ήταν γι' αυτόν αδικαιολόγητη η εμμονή της κόρης του να μη θέλει διακεκριμένους γαμπρούς, που την ζητούσαν σε γάμο. Υπέθεσε όμως πώς ήταν μιά νεανική ιδιοτροπία και είχε την ελπίδα ότι αργότερα θα υποχωρούσε και θα δεχόταν να παντρευτεί.
Εν τω μετάξύ, όσο μεγάλωνε, μεγάλωνε αφάνταστα και η ομορφιά της και την έκανε «περιλάλητη και περιμάχητη». Όσο περνούσε ο καιρός, ο Διόσκουρος γέμιζε πιό πολύ από ποικίλους φόβους και φαίνεται ο πιό μεγάλος του φόβος ήταν ορισμένοι ψίθυροι ότι η Βαρβάρα του συμπαθούσε τον Χριστιανισμό. Γι' αυτό και περιόρισε την ελευθερία της τόσο, όσο να μην την βλέπει κανείς, ούτε και να την συναναστρέφεται. Μόνο υπηρέτες και υπηρέτριες, πιστοί στον Διόσκουρο, την συνόδευαν. Κατα την παράδοση, τόσο την περιόρισε, που έφτιαξε ειδικό πύργο και την έκλεισε μεσα.

Οι φόβοι του όμως βγήκαν αληθινοί. Η πανεύφημη Βαρβάρα ξαφνικά παρουσιάζεται χριστιανή. Φαίνεται κάποια από τις υπηρέτριες ήταν κρυπτοχριστιανή και μετέδωσε στη Βαρβάρα τα σωτήρια χριστιανικά δόγματα και διδάγματα. Αυτη λοιπόν η κρυπτοχριστιανή υπηρέτρια της Βαρβάρας, την πήγε κρυφά στην χριστιανική κατακόμβη, την γνώρισε με έναν ιερέα από την Αλεξάνδρεια, την κατήχησε και μετά από λίγο καιρό τη βάπτισε στο όνομα της Αγίας Τριάδος.

Η Βαρβάρα ζεί τώρα πιά σε καινούργιο κόσμο. Η χαρά της είναι αφάνταστη. Τώρα νιώθει την πραγματική ευτυχία και αγαλλίαση. Καταλαβαίνει όλο και πιό πολύ ότι η ομορφιά και τα πλούτη και η μόρφωση δέν έχουν καμμιά αξία μπροστά στο μεγάλο θησαυρό της αληθινής πίστεως, που της αποκάλυψε ο Θεός και που τον ζεί πιά χωρίς τον πραγματικό δισταγμό. Αγάπησε ολοκληρωτικά το Νυμφίο της Χριστό. Θυσίασε τα πάντα γιά να κερδίσει «τον πολύτιμο μαργαρίτη». Μπροστά στην πραγματική ευσέβεια και αρετή, και πρό παντός μπροστά στην αγάπη του Χριστού, η παμμακάριστη Βαρβάρα, παραμέρισε όλες τις αμαρτωλές απολαύσεις του κόσμου, νέκρωσε όλα τα ψυχοφθόρα σαρκικά σκιρτήματα, περιφρόνησε κοσμικές τιμές και δόξες, τα θυσίασε όλα και προτίμησε να υποστεί τις θλίψεις τού μαρτυρίου προκειμένου να κερδίσει τον πολύτιμο, άφθαρτο και αναφαίρετο θησαυρό, την αιώνια ζωή.

Ο Διόσκουρος χωρίς να υποψιάζεται τίποτα γιά όλα αυτα που είχαν συμβεί, κάνει πρόταση γάμου στην Βαρβάρα. Εκείνη με σθένος του είπε: «Μη μού κάνεις ξανα λόγο γιά γάμο, γιατί τότε δεν θα σε ξαναπώ πατέρα και θα με αναγκάσεις να σκοτωθώ μόνη μου». Της άφησε χρόνο να το σκεφτεί. Όμως είχε πάρει σταθερή και αμετάκλητη την απόφαση περί παρθενίας και αφοσίωσης στο Νυμφίο Χριστο, και ήδη ζούσε μεσα στον πύργο «εν προσευχή και νηστεία».

Ο Διόσκουρος αλλάζει τακτική. Της επιτρέπει πιά να βγαίνει όποτε θέλει από τον πύργο, να δημιουργεί σχέσεις και συναναστροφές με όποιους θέλει, και να πηγαίνει όπου θέλει. Έτσι άρχισε να βγαίνει έξω και να συναναστρέφεται χριστιανές, και με πολλή προφύλαξη να παρακολουθεί ακολουθίες και κηρύγματα των καταδιωκόμενων χριστιανών. Ιδιαίτερα, τα μαρτύρια των χριστιανών που μάθαινε την βοήθησαν πολύ να στερεωθεί και να ανδρωθεί στην πίστη.

Ο πατέρας της έμαθε τώρα ότι η κόρη του ήταν χριστιανή. Αποφάσισε να φύγει προσωρινα για υποθέσεις του σε άλλη χώρα. Πρίν φύγει θέλησε να κατασκευάσει έξω από τον πύργο ένα ωραίο λουτρό. Έκαμε το σχέδιο, το έδωσε στούς τεχνίτες, με τις αναλογες οδηγίες και έφυγε. Κάποια μερα η Αγία κατέβηκε από τον πύργο και είδε το λουτρό. Καθώς το παρατηρούσε πρόσεξε ότι η οικοδομη είχε δύο μόνο παράθυρα. Ρώτησε τούς κτιστες και εκείνοι απάντησαν ότι αυτή την εντολή είχαν. Η Βαρβάρα τούς είπε να κάνουν και ένα τρίτο παράθυρο και αυτή θα είχε την ευθύνη.

Οι τεχνίτες υπάκουσαν και το έφτιαξαν. Βλέποντας η Αγία τα τρία παράθυρα ένιωσε ανεκλάλητη χαρά και ικανοποίηση. Ο δέ Παναγαθος και Ελεήμων Θεός φώτιζε συνεχώς την ψυχή της, γέμιζε με Άγιο Πνεύμα την καρδιά της και μεγάλωνε το θάρρος και την παρρησία της για να ομολογήσει πέρα γιά πέρα την αλήθεια για τον αγαπημένο της Νυμφίο. Κάποια φορά που κατέβηκε να δει το λουτρό, σταθηκε στο σημείο που ήταν η κολυμβήθρα του, ανατολικά, και χάραξε με το δάκτυλό της πάνω στο μάρμαρο το σημείο τού Σταυρού. Και ω τού θαύματος! Σάν να ήταν το δάκτυλό της μιά σμίλη από σίδερο και άνοιξε τόσο βαθύ λάξευμα στο μάρμαρο, ώστε το σημείο εκείνο να φαίνεται μεχρι σήμερα και να δοξάζεται η αδιαίρετη Αγία Τριάδα.

Ο πατέρας της επέστρεψε και έμαθε το γεγονός και από εδώ και πέρα αρχίζει η φρικτή μαρτυρική ζωή και το σύντομο τέλος της ενάρετης Βαρβάρας. Απολογείται στον πατέρα της για την κατασκευή των τριών παραθύρων και του τονίζει ότι «οι τρεις θυρίδες φωτίζουν πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον».

Με αυτόν τον τρόπο αποκάλυψε με περίσσιο θάρρος και παρρησία την πίστη και αφοσίωσή της στον Τριαδικό Θεό των χριστιανών και τη σφοδρή και πλήρη αντίθεσή της στους θεούς των ειδώλων. Ο Διόσκουρος δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ζήτησε από την κόρη του καθαρή ομολογία. Η Βαρβάρα τότε είπε στον πατέρα της καθαρά πως γνώρισε και αγάπησε τη χριστιανική πίστη και πως, με την πίστη αυτή, γέμισε η διάνοιά της από φως, η καρδιά της από αγνότητα και το πνεύμα της από επανάπαυση. Ακούγοντας αυτά ο Διόσκουρος δεν μπορούσε να τα πιστέψει. Γι' αυτό της ζήτησε την επομένη να τον ακολουθήσει σε μιά ειδωλολατρική τελετή. Η Βαρβάρα αρνήθηκε και βλέποντας την αμετάκλητη απόφασή της φούντωσε από το κακό του. Άδειασε η καρδιά του από κάθε πατρική στοργή και όλη η αγάπη του μετατράπηκε σε λυσσαλέο μίσος. Λησμόνησε ότι ήταν σπλάχνο του και με την καρδιά του γεμάτη από φαρμάκι σήκωσε το ξίφος του να την σκοτώσει.

Συγκρατήθηκε όμως. Κι έδωσε εντολή να την περιορίσουν πολύ αυστηρά. Η σεμνότατη μάρτυς εμποδίζεται, περιορισμένη τώρα μέσα στα σίδερα και κάτω από τα μάτια των φρουρών της, να εκτελέσει τα θρησκευτικά της καθήκοντα. Έτσι κατόρθωσε με την βοήθεια κάποιας πιστής της υπηρέτριας να δραπετεύσει και να καταφύγει στο πιό κοντινό βουνό. 
Μόλις έφθασε εκεί σήκωσε τα χέρια της στον ουρανό και ζήτησε τη βοήθεια του Θεού να την γλιτώσει από τα χέρια του τυράννου πατέρα της. Και ο Θείος Δημιουργός δέν άργησε να απαντήσει. Την έκρυψε από τα φονικά χέρια του πατέρα της. Ο Διόσκουρος την χάνει από τα μάτια του. Συνεχίζει να την ψάχνει για να την βρει. Συναντά δύο βοσκούς και τους ρωτά άν είδαν μιά κοπέλλα. Ο ένας, καλοκάγαθος, προτίμησε να πεί ψέμα, που θα ήταν σωτήριο, παρά αλήθεια βλαπτική. Ο άλλος, άθλιος και πονηρός δέν μίλησε αλλά με το δάκτυλό του έδειξε το σημείο που ήταν κρυμμένη. Η καταδίωξη τού Διόσκουρου πέτυχε. Μετά από λίγο συνέλαβε την κόρη του. Δεν ήταν όμως πιά πατέρας, αλλά σωστος τύραννος. «Εξακολουθείς να επιμένεις;» της λέγει. «Δεν μπορώ πατέρα να αρνηθώ τον Αληθινό Θεό». Τότε εκείνος την άρπαξε από τα μαλλιά, με μανία λιονταριού, την τίναξε πολλές φορές και με σφοδρή και βίαιη πτώση την έριξε κάτω στην γή. Έδωσε εντολή να την οδηγήσουν ξανά στον πύργο. Εκεί την έκλεισε σε ένα μικρό δωμάτιο με σιδερένια κάγκελα και έβαλε φρουρούς να την φυλάνε. Πέρασε έτσι ένας μήνας.

Κάθε δύο μέρες ο Διόσκουρος έπαιρνε μαζί του έναν ιερέα της ειδωλολατρίας και προσπαθούσε να της αλλάξει γνώμη. Εκείνη υποστήριζε αλύγιστα την πίστη της στο Χριστό και το Ευαγγέλιο. Έτσι την κατήγγειλε στον ηγεμόνα Μαρκιανό με την κατηγορία ότι βρίζει τα είδωλα.Ο Μαρκιανός βλέποντάς την,προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις, με συμβουλές, με υποσχέσεις και με απειλές να την πείσει να αρνηθεί το Χριστο, αλλά μάταια. Η Αγία δεν δελεάστηκε με τίποτα. Τότε ο Μαρκιανός έδωσε εντολή να αρχίσουν τα φοβερά βασανιστήρια. Την γύμνωσαν, την κτύπησαν με σκληρά βούνευρα χωρίς έλεος, και για να την κάνουν να νιώθει τους πόνους πιο δριμείς έτριβαν τις πληγές της με τρίχινα ρούχα. 

Τόση ήταν η μαστίγωση που το άγιο εκείνο σώμα καταπληγώθηκε και κατατρυπήθηκε και από το άσπιλο αίμα των πληγών της κατακοκκίνησε το μέρος της γης που την βασάνιζαν. Μετά από πολύωρα και σκληρά βασανιστηρια την κλείσανε στη φυλακή. Εκεί μεσα μια παρήγορη φωνή της έδινε θάρρος και ένα γλυκύτατο φως φώτισε το δεσμωτήριο. Μονομιάς τα τραύματα της θεραπεύτηκαν. Απέκτησε μεγαλύτερη υπομονή και καρτερία. Χαιρόταν για τα παθήματα της. Περίμενε με χαρά νέα βασανιστηρια σαν να πήγαινε σε γάμο.

Αρχίζει η δεύτερη εξέταση. Αρνείται και πάλι τα είδωλα. Ομολογεί τον Χριστο και αρχίζουν σκληρότερα βασανιστήρια. Σ' αυτό το σημείο παρουσιάζεται και δεύτερη μάρτυς του Χριστού. Είναι η ενάρετη Ιουλιανή. Παρακολουθούσε τα μαρτύρια της Βαρβάρας και βλέποντας το αίμα να τρέχει άφθονο από όλο το σώμα της Αγίας δεν άντεξε και άρχισε να κλαίει.

Ο Μαρκιανός διατάζει να κρεμάσουν και την Ιουλιανή και να της κάψουν τις σάρκες με αναμμενες λαμπάδες.Και οι δυο υπέμεναν τα τρομερά βασανιστηρια.Αμέσως διατάζει την μεν Ιουλιανή να την βάλουν φυλακή, την δε Βαρβάρα να την ξεγυμνώσουν και να την γυρίζουν στην πόλη γυμνή.


Στο άκουσμα του χειρότερου αυτού για την Αγία μαρτυρίου,το πρόσωπό της κατακοκκίνησε και φρίκη πέρασε το πνεύμα της. Προσευχήθηκε θερμά να μην πραγματοποιηθεί αυτο το μαρτύριο. Ο γεμάτος Θεός αγάπη όμως, δεν αργοπόρησε καθόλου, άκουσε την προσευχή της, και ώ του θαύματος ενώ της αφαιρούσαν τα ρούχα, η γύμνωσή της δεν φαινόταν. Άλλα ρούχα πιο ωραία αντικαθιστούσαν εκείνα που με μανία της ξέσχιζαν.

Ο Μαρκιανός τυφλωμένος δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει όλα αυτά που συνέβαιναν και με περισσότερη λύσσα διέταξε να τις αποκεφαλίσουν με ξίφος. Σε όλα αυτά τα μαρτύρια μπροστά ήταν και ο πατέρας της που ούτε καν πόνεσε. Μόλις ο δικαστής έβγαλε την καταδικαστική απόφαση, άρπαξε σαν λυσσασμενο λιονταρι την κόρη του για να την οδηγήσει στον τοπο του αποκεφαλισμού και να την φονεύσει ο ίδιος με τα καταραμεέα χέρια του. Η Αγία χωρίς να του καταλογίσει καθόλου την τόση σκληρότητα, είπε με πολλή συμπάθεια και τρυφερότητα «Πατέρα μου»! Είναι η εφαρμογή της τρομερής εκείνης διακήρυξης του Χριστού και το πρωτακουστο μηνυμά του πάνω στη γη : «αγαπάτε τους εχθρούς υμών».

Στο άκουσμα αυτό ο Διόσκουρος ταράχτηκε και της είπε : «δεν έχεις τίποτα το κοινό μαζί μου. Και για να ξεπλύνω το κακό που έκαμα με το να σε γεννήσω, θα σε θανατώσω εγώ με τα ίδια μου τα χέρια. Αυτή θα είναι η μόνη μου ευτυχία». Αφού έφθασαν στον τόπο του αποκεφαλισμού η Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, έκλινε την ιερή της κεφαλή μπροστα στο ξίφος του πατέρα της και δέχθηκε το μαρτύριο και το στεφάνι της άθλησης, την δε Ιουλιανή την ίδια ώρα, την αποκεφάλισε ο δήμιος. Και οι δύο στεφθήκανε με το μαρτυρικό, αμαράντινο της δόξας στεφάνι από τον δίκαιο επαινέτη και δωρεοδότη Κύριο.

Η Αγία μας Εκκλησία εορτάζει την μνήμη των δύο Μαρτύρων γυναικών στις 4 Δεκεμβρίου, που είναι και η ημέρα του μαρτυρίου τους.

Πηγή: “www.agiabarbaradafnis” 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον  
Ἦχος δ’.

Βαρβάραν τὴν Ἁγίαν τιμήσωμεν· ἐχθροῦ γὰρ τὰς παγίδας συνέτριψε, καὶ ὡς στρουθίον ἐῤῥύσθη ἐξ αὐτῶν, βοηθείᾳ καὶ ὅπλῳ τοῦ Σταυροῦ ἡ πάνσεμνος.


Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Τῷ ἐν Τριάδι εὐσεβῶς ὑμνουμένῳ, ἀκολουθήσασα σεμνὴ Ἀθληφόρε, τὰ τῶν εἰδωλων ἔλιπες σεβάσματα· μέσον δὲ τοῦ σκάμματος, ἐναθλοῦσα Βάρβαρα, τυράννων οὐ κατέπτηξας, ἀπειλὰς ἀνδρειόφρον, μεγαλοφώνως μέλπουσα ἀεί, Τριάδα σέβω τὴν μίαν θεότητα.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Τὸν νυμφίον σου Χριστὸν ἀγαπήσασα, τὴν λαμπάδα σου φαιδρῶς εὐτρεπίσασα, ταῖς ἀρεταῖς διέλαμψας Πανεύφημε· ὅθεν εἰσελήλυθας, σὺν αὐτῷ εἰς τοὺς γάμους, τὸ στέφος τῆς ἀθλήσεως, παρ' αὐτοῦ δεξαμένη, ἀλλ' ἐκ κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, τοὺς ἐκτελοῦντας Βαρβάρα τὴν μνήμην σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.

Ἐν τῇ ἀθλήσει σου, πάντας ἐξέπληξας, ὅτι ὑπέμεινας, τὰς τῶν τυράννων πληγάς, δεσμὰ, βασάνους, φυλακάς, Βαρβάρα παναοίδιμε· Ὅθεν καὶ τὸν στέφανον, ὁ Θεός σοι δεδώρηται, ὅνπερ ἐπεπόθησας, ψυχικῶς καὶ προσέδραμες· αὐτὸς καὶ τὰς ἰάσεις παρέχει, πᾶσι τοῖς πίστει προσιοῦσί σοι. 

Ὁ Οἶκος

Τὴν νυμφευθεῖσαν τῷ Χριστῷ διὰ τοῦ μαρτυρίου, Βαρβάραν συνελθόντες τιμήσωμεν ἀξίως, ὅπως αὐτῆς ταῖς προσευχαῖς λύμης ψυχοφθόρου λυτρωθέντες, καὶ λοιμοῦ, σεισμοῦ τε καὶ καταπτώσεως, τὸν βίον ἐν εἰρήνῃ διέλθωμεν, καταξιωθέντες μετὰ πάντων τῶν Ἁγίων, τῶν ἀπ' αἰῶνος Θεῷ εὐαρεστησάντων, διάγειν ἐν φωτί, καὶ μέλπειν ἀξίως, ἐθαυμάστωσας Σῶτερ τὰ σὰ ἐλέη πᾶσι τοῖς πίστει ὁμολογοῦσι, Τριάδα σέβω τὴν μίαν θεότητα.

Μεγαλυνάριον

Τον θείον κοσμήτορα της Χριστού Εκκλησίας πάντες Ιωάννην Δαμασκηνόν ύμνοις συν τη θεία σεπτή καλλιπαρθένω Βαρβάρα επαξίως ανευφημήσωμεν.


ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ; Άρθρο του Σεβ. Μητροπολίτη Αττικής και Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου


DSC 0954


Εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ; Άρθρο του Σεβ. Μητρ. Αττικής και Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου

«Ὑμεῖς ἐστὲ τὸ Φῶς τοῦ κόσμου, ὑμεῖς ἐστὲ τὸ ἄλας τῆς γῆς»

    Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Δεσπότης Χριστὸς καθιστᾶ φανερὸ ὅτι ὅσοι Τὸν ἀκολουθοῦν ὡς τέκνα ἀγάπης, ἔχοντας βαπτιστεῖ στὸ ὅνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀποτελοῦν γιὰ τὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων τὸ καλό παράδειγμα. Οἱ μαθητὲς τοῦ Φωτός εἶναι γιὰ τὸν κόσμο τὸ Φῶς ποὺ προσφέρει χαρά, ἀσφάλεια καὶ πρόοδο. Εἶναι, ἐπίσης, τὸ ἀλάτι ποὺ διατηρεῖ τὰ χρηστὰ καὶ χριστιανικὰ ἤθη σὲ μὶα κοινωνία πτώσης, ἐνῶ παράλληλα προσφέρει οὐσία καὶ νόημα στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, τοὺς μεταμορφώνει πρὸς τὸ καλύτερο.

     Ποιοι, ὅμως, εἶναι μαθητὲς Ἐκείνου;

    Τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴ δίνει ὁ Ἴδιος: «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταὶ ἐστὲ ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις».

    Ξεκάθαρος ὁ Διδάσκαλος τῆς Ἀγάπης∙ ἡ μεταξὺ μας ἀγάπη καὶ κοινωνία μᾶς καθιστᾶ μαθητές Του. Ἐπομένως, ὅσοι δὲν ἐκφράζουν ἀγάπη τὶ εἶναι; Σίγουρα ὄχι μαθητὲς Ἐκείνου καὶ, ἐπομένως, ὄχι φῶς. Καὶ ἄν δὲν εἶναι φῶς, κατὰ συνέπεια δὲν μεταδίδουν στὸν κόσμο τὴ χαρά, τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν πρόοδο, ἀλλὰ τὸ σκοτάδι, τὸν τρόμο καὶ, τελικά, τὴν ἀπώλεια. Μὲ ἄλλα λόγια, δὲν μεταδίδουν Χριστό, ἀλλὰ ἀντί-Χριστό.

    Εἶναι ἀρκετὲς οἱ φορὲς στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ φαινόμενα καταιγιστικά, ὅπως αὐτὸ τῆς διαρκῶς μεταλλασσόμενης μεταδοτικῆς ἀρρώστιας ποὺ ταλαιπωρεῖ τὴν ἀνθρωπότητα τὰ τελευταῖα δύο χρόνια, μᾶς θυμίζουν τοὺς ἔσχατους καιρούς. Τότε ἑμεῖς, μὲ τὴν «πεποίθηση» τῆς ἰσχυρῆς μας πίστης καὶ τῆς βαθιᾶς μας γνώσης, σὰν ἄλλοι προφῆτες, βγαίνουμε νὰ προειδοποιήσουμε τὸν κόσμο, τρομοκρατοῦμε, σπείρουμε τὸν πανικό, διχάζουμε. Μήπως, ἀδελφοί, μετατρεπόμαστε σὲ φορεῖς φόβου, ἀγωνίας κι ἀπελπισίας, κι ὄχι παρηγοριᾶς, στήριξης καὶ ἀλληλοσυμπαράστασης; Μήπως, αντί γιὰ φῶς, σκορπᾶμε τὸ σκοτάδι; Ἄν ναι, τότε ἡ πεποίθηση περὶ πίστεως, εἶναι μάλλον ψευδαίσθηση. 

     Στὸ σημεῖο αὐτό, τονίζω ὅτι δὲν εἴμαστε σύμφωνοι μὲ ὁποιαδήποτε ἀπόπειρα καταπάτησης τοῦ μεγαλύτερου δώρου τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, τῆς ἐλευθερίας, εἴτε πρόκειται γιὰ ἡλεκτρονικὸ ἔλεγχο προσωπικῶν δεδομένων, εἴτε γιὰ ἀκούσιο, ὑποχρεωτικὸ ἐμβολιασμό. Ὡστόσο, δὲν θὰ ἀποσύρουμε τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ νὰ διδάσκουμε περὶ τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων. Δὲν περιμέναμε τὸν κορωνοϊό γιὰ νὰ μάθουμε ὅτι αὐτὲς κυβερνοῦν τὸν κόσμο. Ὅπως ἐπίσης, δὲν περιμέναμε τὸν κορωνοϊὸ γιὰ νὰ προετοιμαστοῦμε γιὰ τὰ ἔσχατα. Θυμίζουμε ὅτι γιὰ τοὺς ἔσχατους καιρούς -τὸ προσδοκώμενο γιὰ ἑμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς γεγονός-ἐτοιμαζόμαστε συνεχῶς καὶ ἀκαταπαύστως, ἐμπλουτίζοντας τὴν ψυχή μας μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Εὐαγγελίου κι ὅ,τι συνδέεται καὶ ἀπορρέει ἀπὸ αὐτήν.

     Θὰ ἔλεγα ὅτι ἤδη πρὶν ἀπὸ σαράντα χρόνια μὲ διάφορες νέες τεχνολογικὲς ἀνακαλύψεις ποὺ εἰσάγονταν στὴν καθημερινή μας ζωή, πολὺς κόσμος φώναζε ὅτι ἦρθε ὁ ἀντίχριστος. Σκέφτομαι, ὅμως, ὅτι ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης ἔγραψε περὶ αὐτοῦ πρὶν δύο χιλιάδες χρόνια ὅτι «ἐν τῷ κόσμῳ ἐστὶν ἤδη». Ὁ δὲ Πρωτοκορυφαῖος Πέτρος ἔγραψε «πάντων τὸ τέλος ἤγγικεν». Καὶ ὅμως, δύο χιλιάδες χρόνια μετὰ, ἀκόμη δὲν ἔχει ἔρθει. Ἐκείνοι, ὅμως, δὲν τὰ ἔγραψαν γιὰ νὰ τρομοκρατήσουν τοὺς πιστούς, οὔτε νὰ μαζέψουν ὀπαδοὺς παριστάνοντας τοὺς σωτῆρες (ἀλίμονο ἄν κάποιος πιστέψει ὅτι πέραν τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει ἄλλος σωτήρας). Βλέποντας τὴν κατάπτωση τῆς κοινωνίας, οἱ Ἀπόστολοι τὰ ἔγραψαν γιὰ νὰ παροτρύνουν τοὺς πιστοὺς σὲ «σωφρoσύνη, σὲ νήψη μέσω τῆς προσευχῆς καὶ προπάντων σὲ ἀγάπη, ἡ ὁποία καλύψει πλῆθος ἀμαρτιῶν» (Α΄ Πε 4,7-8).

       Οἱ συνωμοσιολογίες ἔχουν κουράσει  τοὺς πάντες. Ἐὰν συνεχίσουν, θὰ ὲπαναλάβουν τὸν μύθο μὲ τὸν βοσκό, τὸν λύκο καὶ τὰ πρόβατα. Στὸ τέλος, θὰ ἔρθει τὸ κακό καὶ κανείς δὲν θα δίνει σημασία. Ὁ κόσμος -ὅταν θὰ πρέπει- θὰ εἶναι ἀποστασιοποιημένος καὶ ἀπροστάτευτος.

     Βεβαίως, καλὸ εἶναι νὰ προστατευθοῦμε ἀπὸ τὶς σκοτεινὲς δυνάμεις τῆς κάθε ἐποχῆς. Κυρίως, ὅμως, πρέπει νὰ προστατευθοῦμε ἀπὸ τὶς ἁμαρτωλές μας ἐπιθυμίες καὶ τὶς κακὲς πράξεις, διότι καὶ ἄν ἀκόμη δὲν ζήσουμε τὰ ἔσχατα, ἀναμφισβήτητα θὰ βιώσουμε τὸν προσωπικὸ θάνατο, ὁ ὁποῖος εἶναι κοντὰ καὶ ἔρχεται ἀπροσδόκητα. Τότε, ἐνώπιον τοῦ Δεσπότου, τὸν Παράδεισο θὰ μᾶς ἐξασφαλίσουν μόνο οἱ κατὰ Θεὸν πράξεις καὶ ἡ εἰλικρινὴς πίστη μας. Εἴμαστε ἔτοιμοι γιὰ τὸ προσωπικό μας κριτήριο;

     Δὲν ἔχω σκοπὸ νὰ κρίνω, οὔτε νὰ ἀπαξιώσω κανέναν. Γράφω μὲ λύπη, διότι αἰσθάνομαι ὅτι… ξεφύγαμε. Οἱ ἄνθρωποι, οἱ λίγοι ποὺ παρέμειναν πιστὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἔρχονται στὴν Ἐκκλησία, ἔρχονται γιὰ νὰ λάβουν παρηγοριὰ στὶς θλίψεις καὶ τὰ καθημερινὰ προβλήματα. Ἔρχονται γιὰ νὰ γεμίσουν Φῶς, Χαρὰ καὶ Ἐλπίδα. Σὲ κάθε περίπτωση δὲν πρέπει νὰ ἐπιστρέφουν στὰ σπίτια τους ἀπογοητευμένοι, φοβισμένοι ἤ ὀργισμένοι, διότι ὅλα αὐτὰ εἶναι συνώνυμα μὲ τὸ σκοτάδι. 

    Εὐαγγελίζουμε τὸν κόσμο; Ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴν Κάθαρση, τὸν Φωτισμό καὶ τὴν Θέωση τῆς ψυχῆς μας ἤ μόνο ξέρουμε νὰ κατακρίνουμε καὶ νὰ στιγματίζουμε τὰ λάθη τῶν ἄλλων; Κατηγοροῦμε τὸν αἱρετικὸ πάπα καὶ τὸ παπικὸ πρωτεῖο, μὰ ἄν κοιτάξουμε μὲ νηφαλιότητα γύρω μας, θὰ δοῦμε ὅτι μάλλον ἀπὸ τὸν μικρότερο ἴσως καὶ ὡς τὸν μεγαλύτερο, λαϊκοὶ καὶ κληρικοὶ -μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἐγὼ- μάλλον «διεκδικοῦμε» τὸ ἀλάθητο. Πιστεύουμε ὅτι κατέχουμε μία προνομιοῦχο θέση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ «παπίζουμε» στὴν ἀκοινώνητη μοναξιά μας, ἀνεξἐλεγκτοι ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἀρχή, τοὺς Ἀρχιερεῖς καὶ, γενικότερα, τὴν Ἱερὰ Σύνοδο.

    «Ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ· ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με». Καὶ μετὰ νομίζουμε ὅτι ὑπηρετοῦμε Χριστό…

     Μὲ λύπη γράφω. Μὲ λύπη, ἀλλὰ χάρην τοῦ καθήκοντος ποὺ περιέχει τὸ ὕψιστο Ἀρχιερατικὸ Ἀξίωμα. Μπροστὰ στὴν τήρηση τῆς εὐταξίας καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς νομιμότητας δὲν χωροῦν συμβιβασμοί μὲ τὸν οἱονδήποτε ποὺ θέλει νὰ ἐπιβάλλει τὰ «θέλω» του μέσα στὴ ζωὴ καὶ τὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας.

     Γιὰ κάποιους μπορεῖ νὰ εἶναι αὐστηρὰ τὰ γραφόμενα. Ἀς κοιτάξουν πώς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀντιμετώπιζε ὅσους ξέφευγαν ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου ἐπηρρεάζοντας τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Λέει στὸν μαθητή του, Τιμόθεο: «Τινες […] περὶ τὴν πίστιν ἐναυάγησαν […] οὓς παρέδωκα τῷ Σατανᾷ ἵνα παιδευθῶσιν». Ἄλλοτε, πάλι, λέει στοὺς Κορινθίους: «ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾿ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω». Σκληρή, ἀλλὰ δίκαιη ἡ γλώσσα τῆς ἀληθείας, ἡ ὁποία μᾶς διδάσκει ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ ὁ καθένας νὰ κάνει ὅ,τι θέλει, νὰ ἀθετεῖ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἱερὰς Συνόδου, ἡ ὁποία καὶ ἔχει ἐπωμισθεῖ τὸ βάρος τῆς διαχείρησης ὅλων τῶν δύσκολων περιστάσεων.

     ξίζει νὰ σημειωθεῖ πρὸς ἐνημέρωσιν καὶ συναίσθησιν ὅτι, σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες, τὰ ἔσχατα θὰ ἔλθουν ὅταν πάψει τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐπομένως, ἄν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας θέτουν ὡς κέντρο τῆς ζωῆς τους τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἀγωνίζονται καρδιακὰ νὰ τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχουν νὰ φοβηθοῦν τίποτα.

     Κλείνοντας, ἐπαναλαμβάνω τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου: «σωφρονήσατε οὔν καὶ νήψατε εἰς τὰς προσευχάς». Ἀς βάλουμε καλὴ ἀρχὴ γιὰ νὰ μάθουμε πρῶτα νὰ λέμε τὸ «Κύριε Ἰησού Χριστέ ἐλέησον με» καὶ ὕστερα θὰ μᾶς φωτίσει ὁ Κύριος γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ ζοῦμε ὡς Χριστιανοί καὶ πῶς νὰ ἀντιμετωπίζουμε κάθε ἀναφυόμενη δυσκολία.

      χρόνος κυλάει, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί. Ἀς ἔλθουμε εἰς ἐαυτοὺς καὶ ὰς εὐτρεπίσουμε μὲ πολλὴ ταπείνωση τὴ φάτνη τῆς ψυχῆς μας, μήπως καὶ αξιωθοῦμε νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν Ἤλιο τῆς Δικαιοσύνης.

† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2021

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1948)

 



Εἶναι παραμονὴ Χριστουγέννων. Βράδυ καὶ τὸ κρύο ἔξω εἶναι τσουχτερό. Τὸ χιόνι σὰν ἄσπρο σεντόνι σκεπάζει τοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ καὶ τὰ γύρω βουνά. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα πῆγαν στὴν ἐκκλησία. Τὰ παιδιὰ εἶναι λυπημένα, γιατὶ δὲν πῆγαν κι ἐκεῖνα. Τότε ἡ γιαγιά, γιὰ νὰ διώξη τὴ στενοχώρια τῶν παιδιῶν, ἄρχισε νὰ τοὺς λέη τὴ χριστουγεννιάτικη ἱστορία.

- Μιὰ φορά, ξεκίνησε ἕνας φτωχὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν καλύβα του νὰ βρῆ φωτιά. Γύριζε ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα, χτυποῦσε νὰ τοῦ ἀνοίξουν κι ἔλεγε:
- Βοηθῆστε με, καλοί μου ἄνθρωποι! Ἡ γυναίκα μου γέννησε ἕνα παιδάκι... Πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιά, γιὰ νὰ ζεστάνω κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό. Μὰ ἦταν νύχτα. Ὅλοι κοιμόνταν κλεισμένοι στὰ σπίτια τους καὶ κανένας δὲν ἔδινε ἀπάντηση στὰ παρακάλια του. Ὁ ἄνθρωπος ὅλο καὶ προχωροῦσε καὶ ξεμάκραινε ἀπὸ τὴ φτωχή του καλύβα.
Κάποτε εἶδε μακριὰ ἕνα μικρό φῶς. Ὅλος χαρά, πὼς θάβρισκε πιὰ φωτιά, κίνησε κατὰ κεῖ. Ὅταν πλησίασε, εἶδε πὼς ἦταν μιὰ μεγάλη φωτιὰ κι ὁλόγυρά της ἦταν ξαπλωμένα ἕνα κοπάδι ἄσπρα πρόβατα.
Τὸ κοπάδι τὸ φύλαγε ἕνας γεροβοσκός.
Κι ὁ ἄνθρωπος ποὺ χρειαζόταν τὴ φωτιά, πλησίασε τὰ πρόβατα καὶ εἶδε, πὼς στὰ πόδια τοῦ βοσκοῦ ἦταν ξαπλωμένα τρία μεγάλα σκυλιά.
Ὅταν πλησίασε ὁ ἄνθρωπος τὰ σκυλιά, ἐκεῖνα ξύπνησαν κι ἄνοιξαν τὰ μεγάλα τους στόματα, γιὰ νὰ γαβγίσουν. Μὰ ἡ φωνή τους παράλυσε στὸ στόμα τους καὶ κανένα γάβγισμα δὲν τάραξε τὴ νυχτερινὴ ἡσυχία.
Τότε ὁ ἄνθρωπος εἶδε, πὼς ἀνασηκώθηκε ἡ τρίχα τους, πὼς γυάλισαν τὰ δόντια τους καὶ πὼς ρίχτηκαν ἐπάνω του. Ἔνιωσε πὼς ἕνα σκυλὶ τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὰ γόνατα, τ’ ἄλλο ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ τρίτο κρεμάστηκε ἀπὸ τό λαιμό του. Μὰ τὰ δόντια τους ἔμειναν παράλυτα καὶ τὰ σκυλιά,  χωρὶς νὰ τοῦ κάνουν κανένα κακό, τραβήχτηκαν.

voskos xristosΤότε ὁ ἄνθρωπος ἔκαμε νὰ πλησιάση στὴ φωτιά, μὰ τὰ πρόβατα στριμώχτηκαν τὸ ἕνα κοντὰ στό ἄλλο, τόσο πολύ, ποὺ δὲν εἶχε ποῦ νὰ πατήση. Τότε κι αὐτὸς ἄρχισε νὰ πατάη στὶς πλάτες τους, μὰ κανένα ἀπὸ τὰ πρόβατα οὔτε κουνήθηκε,οὔτε ξύπνησε.
Τότε ὁ Γιαννάκης ρώτησε:
- Γιατί, γιαγιά, τὰ πρόβατα ἐξακολούθησαν ἥσυχα τὸν ὕπνο τους, ἀφοῦ ξέρομε πόσο δειλὰ εἶναι;
- Ἔχε λίγη ὑπομονὴ καὶ θὰ τὸ μάθης, εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε τὴ διήγησή της:
- Ὅταν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πλησίασε σχεδὸν τὴ φωτιά, ὁ βοσκὸς σήκωσε τὸ κεφάλι του.
Ἦταν ἕνας κατσουφιασμένος γέρος, παράξενος καὶ σκληρὸς καὶ μιλοῦσε ἀπότομα σὲ ὅλους. Ὅταν εἶδε τὸν ἄγνωστο, ποὺ πλησίαζε, ἔριξε ἐπάνω  του τὴ μακριά του γκλίτσα, ποὺ ἦταν στὴν ἄκρη μυτερή. Μὰ ἡ γκλίτσα λοξοδρόμησε κι ἔπεσε μὲ πολὺ κρότο στὴ γῆ, χωρὶς νὰ βλάψη τὸν  ἄγνωστο.
Ἡ γιαγιὰ ἤθελε νὰ ἐξακολουθήση, μὰ ὁ Κωστάκης τώρα μὲ τὴν ἀράδα του τὴ ρώτησε: - Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν πέτυχε ἡ γκλίτσα; Μὰ ἡ γιαγιά, χωρὶς νὰ προσέξη τὴν ἐρώτηση τοῦ Κωστάκη, ἐξακολούθησε:
- Τότε ὁ ἄγνωστος πλησίασε τὸ βοσκὸ καὶ τοῦ εἶπε:
- Καλέ μου ἄνθρωπε, βοήθησέ με καὶ δῶσε μου λίγη φωτιά. ῾Η γυναίκα μου γέννησε καὶ πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιὰ νὰ ζεσταθῆ κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό.
Ὁ βοσκὸς θέλησε νὰ τοῦ ἀρνηθῆ. Θυμήθηκε ὅμως, πὼς τὰ σκυλιὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν δαγκάσουν, τὰ πράβατα δὲν τὸν φοβήθηκαν καὶ δὲν  σκορπίστηκαν καὶ πὼς ἡ μαγκούρα του δὲν τὸν πέτυχε καὶ δείλιασε. Δὲν τόλμησε λοιπὸν νὰ ἀρνηθῆ στὸν ἄγνωστο.
- Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις! εἶπε ὁ βοσκός.
Μὰ ἡ φωτιὰ εἶχε χωνέψει πιὰ καὶ δὲν εἶχε κανένα μακρὺ ξύλο ἢ κλαδί. Ἦταν μονάχα ἕνας μεγάλος σωρὸς ἀπὸ ἀναμμένα κάρβουνα. Καὶ ὁ ἄγνωστος δὲν εἶχε οὔτε φτυάρι, οὔτε κανέναν τενεκέ, οὔτε τίποτ’ ἄλλο, γιὰ νὰ τὰ βάλη καὶ νὰ τὸν πάη σπίτι του.
Ὁ βοσκός, ποὺ τόνιωσε αὐτό, τοῦ ξαναεῖπε:
- Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις καὶ ἀπὸ μέσα του χαιρόταν, πὼς δὲ θὰ μπορέση νὰ πάρη φωτιά.
Μὰ ὁ ἄγνωστος ἔσκυψε, παραμέρισε μὲ τὸ χέρι του τὴ στάχτη ἀπὸ τὰ κάρβουνα, ὕστερα ἀνασήκωσε τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ φόρεμά του καὶ τὰ ἔβαλε  ἐκεῖ. Τί περίεργο ὅμως! Τὰ κάρβουνα, οὔτε τὰ χέρια του ἔκαιγαν, ὅταν τάπιανε, οὔτε τώρα τὸ φόρεμά του. Τὰ πήγαινε σπίτι του, σὰ νὰ μὴν  ἦταν ἀναμμένα κάρβουνα, ἀλλὰ μῆλα ἢ καρύδια.
Ἐδῶ γιὰ τρίτη φορὰ τὰ παιδιὰ ρώτησαν τὴ γιαγιά:
- Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν ἔκαψαν τὰ κάρβουνα;
- Τώρα θὰ ἰδῆτε γιατί, περιμένετε! Εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε.
Ὅταν εἶδε αὐτὰ ὁ κακὸς βοσκός, ἀπόρησε.
- Μὰ τί νύχτα εἶναι αὐτή, συλλογίστηκε, ποὺ τ’ ἀγριόσκυλα δὲ δαγκάνουν, τὰ πρόβατα δὲν τρομάζουν, ἡ γκλίτσα δὲν πληγώνει καὶ τὰ κάρβουνα  δὲν καῖνε;
Σταμάτησε τὸν ἄγνωστο καὶ τὸν ρώτησε:
- Τί νύχτα εἶναι ἡ σημερινὴ καὶ γιατί ὅλα ἔχουν τόση καλοσύνη γιὰ σένα;
- Ἄν δὲν τὸ βλέπεις μόνος σου, δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ σοῦ ἐξηγήσω, ἀποκρίθηκε ὁ ἄγνωστος, καὶ τράβηξε τὸ δρόμο του, γιὰ νὰ προφτάση νὰ  ζεστάνη τὴ γυναίκα του καὶ τὸ βρέφος.
Ὁ βοσκὸς ἀποφάσισε ν᾽ ἀκολουθήση τὸν ἄγνωστο καὶ νὰ μάθη τί σημαίνουν ὅλα αὐτά. Πήγαινε λοιπὸν ἀπὸ πίσω του, ὥσπου ὁ ἄγνωστος ἔφτασε στὴν καλύβα του.

Εἶδε τότε ὁ βοσκός, πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν εἶχε οὔτε καλύβα καὶ πὼς ἡ γυναίκα του καὶ τὸ μωρὸ ἦταν ξαπλωμένοι μέσα σὲ μιὰ γυμνὴ σπηλιά, ποὺ δὲν εἶχε τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ τοὺς τέσσερεις γυμνοὺς τοίχους. Ὁ βοσκὸς σκέφτηκε τότε, πὼς τὸ μικρὸ καὶ ἀθῶο βρέφος θὰ πάγωνε μέσα στὴ  σπηλιὰ κι ἂν καὶ ἡ καρδιά του ἦταν σκληρή, τὸ λυπήθηκε. Ξεκρέμασε τότε τὸ σακούλι, ποὺ εἶχε κρεμασμένο στὸν ὦμο του, ἔβγαλε μιὰ κάτασπρη μαλακὴ προβιὰ καὶ τὴν ἔδωσε στὸν ἄγνωστο νὰ τὴ στρώση κάτω ἀπὸ τὸ παιδάκι.
Ἐκείνη τὴ στιγμή, ποὺ αὐτὸς ὁ σκληρὸς ἄνθρωπος ἔνιωσε συμπόνια γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους κι ἔκαμε μιὰν ἐλεημοσύνη, ἄνοιξαν τὰ μάτια του. Εἶδε αὐτά, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε νὰ ἰδῆ κι ἄκουσε ἐκεῖνο, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε ν’ ἀκούση.
Εἶδε, πὼς ὁλόγυρα ἦταν ἄγγελοι μ᾽ ἀσημένιες φτεροῦγες καὶ πὼς στὰ χέρια τους κρατοῦσαν κιθάρες. Κι ἄκουσε ποὺ ἔψαλλαν, πὼς τὴ νύχτα ἐκείνη γεννήθηκε ὁ Σωτὴρας τοῦ κόσμου.
Τὸτε κατάλαβε ὁ βοσκός, γιατί τὴ νύχτα ἐκείνη δὲν μποροῦσε κανένας νὰ κάμη κακὸ στὸν ἄγνωστο.
Ἔπειτα εἶδε ὁ βοσκός, πὼς ἄγγελοι ἦταν παντοῦ. Κάθονταν στὴ σπηλιά, κατέβαιναν ἀπ᾽ τὸ βουνό, πετοῦσαν στὸν οὐρανό, περπατοῦσαν πολλοὶ μαζὶ στοὺς δρόμους, σταματοῦσαν στὴν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς καὶ κοίταζαν τὸ βρέφος. Παντοῦ ἦταν σκορπισμένη ἡ χαρά, τὸ τραγούδι καὶ μιὰ  λεπτὴ ψαλμωδία. Κι ὅταν ὁ βοσκὸς στὴ σκοτεινὴ ἐκείνη νύχτα εἶδε κι ἄκουσε, ὅσα πρὶν οὔτε ἔβλεπε οὔτε ἄκουε, ἔνιωσε μεγάλη χαρά, ποὺ ἄνοιξαν  τὰ μάτια του καὶ γονάτισε κι εὐχαρίστησε τὸ Θεό.

Τότε κι ὁ Γιαννάκης, ποὺ ἡ γιαγιὰ πιὰ σταμάτησε τὴ διήγησή της, εἶπε:
- Τώρα, γιαγιά, κατάλαβα κι ἐγώ, γιατί ἐκείνη τὴ νύχτα τὰ σκυλιὰ δὲ δάγκωναν, τὰ πρόβατα δὲν ξυπνοῦσαν ἀπὸ τὸ φόβο τους, ἡ γκλίτσα δὲν πλήγωνε καὶ τὰ κάρβουνα δὲν ἔκαιαν. Εἶχαν ὅλα τὴν καλοσύνη τοῦ Χριστούλη μας, γιατὶ τὸ μωρό, ποὺ γεννήθηκε ἐκείνη τὴ νύχτα, ἦταν ὁ  Χριστός!
῎Ε, γιαγιάκα;
- Ναί, παιδάκια μου, εἶπε ἡ γιαγιὰ καὶ φίλησε τὰ ἐγγονάκια της. ᾽Ελᾶτε τώρα καὶ σεῖς στὰ κρεβατάκια σας νὰ κοιμηθῆτε.

Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1948 - www.kapodistrias.info

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2021

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ: Περὶ πολυλογίας καὶ σιωπῆς


ΛΟΓΟΣ ΕΝΔΕΚΑΤΟΣ

Περὶ πολυλογίας καὶ σιωπῆς

ΕΧΟΜΕ ΑΝΑΦΕΡΕΙ μὲ συντομία στὰ προηγούμενα ὅτι εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο, καὶ γι᾿ αὐτοὺς ἀκόμη ποὺ θεωροῦνται πνευματικοί, νὰ κρίνουν τοὺς ἄλλους, πράγμα ποὺ ὑπεισέρχεται ἀνεπαίσθητα. Καὶ εἶναι τὸ νὰ κρίνη κανεὶς τοὺς ἄλλους σὰν νὰ κρίνη τὸν ἑαυτόν του καὶ νὰ τιμωρῆται ἀπὸ τὴν γλώσσα του. Τώρα λοιπὸν ἡ σειρὰ τῶν λόγων ἀπαιτεῖ νὰ ὁμιλήσωμε γιὰ τὴν αἰτία καὶ τὴν θύρα ἀπὸ ὅπου εἰσέρχεται καὶ ἐξέρχεται τὸ πάθος τῆς πολυλογίας.

2. Ἡ πολυλογία εἶναι ἡ καθέδρα τῆς κενοδοξίας. Καθισμένη ἐπάνω της ἡ κενοδοξία προβάλλει καὶ διαφημίζει τὸν ἑαυτόν της. Ἡ πολυλογία εἶναι σημάδι ἀγνωσίας, θύρα τῆς καταλαλιᾶς, ὁδηγὸς στὰ εὐτράπελα, πρόξενος τῆς ψευδολογίας, σκορπισμὸς τῆς κατανύξεως. Εἶναι αὐτὴ ποὺ δημιουργεῖ καὶ ποὺ προκαλεῖ τὴν ἀκηδία. Εἶναι πρόδρομος τοῦ ὕπνου, διασκορπισμὸς τῆς «σύννοιας», ἀφανισμὸς τῆς φυλακῆς τοῦ νοός, ἀπόψυξις τῆς πνευματικῆς θερμότητος, ἀμαύρωσις τῆς προσευχῆς.

3. Ἡ σιωπὴ ποὺ ἀσκεῖται μὲ ἐπίγνωσι καὶ διάκρισι εἶναι μητέρα τῆς προσευχῆς, ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία, διαφύλαξις τοῦ θείου πυρός, ἐπιστάτης τῶν λογισμῶν, σκοπὸς ποὺ παρατηρεῖ τοὺς ἐχθρούς, δέσμευσις τοῦ πένθους, φίλη τῶν δακρύων, καλλιεργητὴς τῆς μνήμης τοῦ θανάτου, ζωγράφος τῆς αἰωνίου κολάσεως, ἐπίμονος ἐξεταστῆς τῆς Κρίσεως, πρόξενος πνευματικῆς ἀνησυχίας καὶ λύπης, ἐχθρὸς τῆς παρρησίας, σύζυγος τῆς ἡσυχίας, ἀντίπαλος τῆς ἀγάπης νὰ κάνη τὸν διδάσκαλο, αὔξησις τῆς πνευματικῆς γνώσεως, δημιουργὸς θείων θεωρημάτων, μυστικὴ πνευματικὴ πρόοδος, κρυφὴ πνευματικὴ ἀνάβασις.

4. Ὅποιος ἐγνώρισε τὰ παραπτώματά του, ἐχαλιναγώγησε τὴν γλῶσσα του, ἐνῷ ὁ πολύλογος δὲν ἐγνώρισε ἀκόμη καθὼς πρέπει τὸν ἑαυτόν του. Ὁ φίλος τῆς σιωπῆς προσεγγίζει τὸν Θεὸν καὶ συνομιλώντας μυστικὰ μαζί Του φωτίζεται ἀπὸ Αὐτόν. Ἡ σιωπὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐδημιούργησε στὸν Πιλᾶτο σεβασμό. Καὶ ἡ ἠρεμία καὶ ἡ σιωπὴ ἑνὸς (ταπεινοῦ) ἀνδρὸς καταργεῖ τὴν κενόδοξη καυχησιολογία ἑνὸς ἄλλου.

5. Ὁ Πέτρος, ἐπειδὴ ὡμίλησε, ἔκλαυσε πικρά. Ἐλησμόνησε ἐκεῖνον ποὺ εἶπε: «Εἶπα, φυλάξω τὰς ὁδούς μου, τοῦ μὴ ἁμαρτάνειν με ἐν γλώσσῃ μου» (Ψαλμ. λη´ 1). Καὶ τὸν ἄλλον ποὺ εἶπε: «Κρεῖσσον πεσεῖν ἀπὸ ὕψους εἰς γῆν ἢ ἀπὸ γλώσσης» (πρβλ. Σοφ. Σειρὰχ κ´ 18).

6. Ἀλλὰ δὲν ἐπιθυμῶ νὰ γράψω περισσότερα γι᾿ αὐτὰ τὰ θέματα, παρ᾿ ὅλον ὅτι μὲ προτρέπουν σὲ αὐτὸ οἱ πονηρίες τῶν παθῶν (μὲ προτρέπουν δηλαδὴ νὰ χρησιμοποιήσω τὴν πολυλογία, ἐνῷ ὁμιλῶ γιὰ τὴν σιωπή). Τοῦτο μόνο θὰ προσθέσω: Ἄκουσα κάποτε ἕναν μοναχό, ποὺ ἤθελε νὰ ἐξετάση μαζί μου τὸ θέμα τῆς ἡσυχίας, νὰ λέγη ὅτι ἡ πολυλογία ὁπωσδήποτε γεννᾶται ἀπὸ τὶς ἑξῆς αἰτίες: Ἢ ἀπὸ κακὴ συναναστροφὴ καὶ κακὴ συνήθεια -ἀφοῦ ἡ γλώσσα, ἔλεγε, εἶναι μέλος τοῦ σώματος, ὅπως διαπαιδαγωγηθῇ, ἔτσι κατ᾿ ἀνάγκην καὶ θὰ συνηθίση- ἢ πάλι ἀπὸ κενοδοξία, πράγμα ποὺ συμβαίνει περισσότερο σὲ ὅσους ἔχουν πνευματικὸ πόλεμο, ἤ, μερικὲς φορές, ἀπὸ τὴν γαστριμαργία. Γι᾿ αὐτὸ πολλοὶ πολλὲς φορὲς δαμάζοντας τὴν κοιλία δεσμεύουν μὲ βία καὶ τὴν γλώσσα καὶ τὴν καθιστοῦν ἀνίσχυρη γιὰ πολυλογία.

7. Αὐτὸς ποὺ φροντίζει γιὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, ὠλιγόστευσε τὰ λόγια του. Καὶ αὐτὸς ποὺ ἀπέκτησε πένθος στὴν ψυχή του, ἀπέφυγε σὰν φωτιὰ τὴν πολυλογία.

8. Αὐτὸς ποὺ ἀγάπησε τὴν ἡσυχία, ἀσφάλισε τὸ στόμα του. Καὶ αὐτὸς ποὺ εὐχαριστεῖται νὰ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ κελλί του, ἐξέρχεται διότι τὸν διώχνει ἀπ᾿ ἐκεῖ τὸ πάθος αὐτό, (δηλαδὴ ἡ πολυλογία).

9. Ἐκεῖνος ποὺ ἐδοκίμασε τὴν ὀσμὴ τοῦ ὑψίστου καὶ θείου πυρός, ἀποφεύγει τὴν συνάντησι τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἡ μέλισσα τὸν καπνό. Τὴν μέλισσα τὴν διώχνει ὁ καπνός, καὶ αὐτὸν τὸν ἐνοχλεῖ ἡ συνάντησις τῶν ἀνθρώπων.

10. Πολὺ ὀλίγοι μποροῦν νὰ κρατήσουν τὸ νερὸ χωρὶς κάποιο φράγμα καὶ κάποιο βοηθητικὸ μέσο. Ὀλιγώτεροι ὅμως εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ μποροῦν νὰ δαμάσουν ἕνα ἀπύλωτο στόμα.

Δείτε σχετικά: ΕΔΩ