† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2021

Ζ΄ Λουκᾶ (καὶ Ἀρχαγγέλων), 2021



(Κήρυγμα ποὺ διαβάστηκε σὲ ἱερὸ ναὸ)

Σήμερα ἀκούσαμε στὴν ἱερὰ εὐαγγελικὴ περικοπὴ δύο μεγάλα θαύματα τοῦ Χριστού μας. Τὴν θεραπεία τῆς αἱμορροῦσας καὶ τὴν ἀνάστασι τῆς κόρης τοῦ ἀρχισυναγώγου Ἰαείρου.

Εἴδαμε τὴν πίστι τῆς αἱμορροούσας, τὴν πίστι ἐκείνη ποὺ θέλει ὁ Θεός μας γιὰ νὰ δείξουμε ὅτι πράγματι τὸν ἀγαποῦμε. Ἡ αἱμορροοῦσα δὲν βρῆκε τὴν θεραπεία στοὺς γιατρούς, τὴν βρῆκε στὸν Ἰατρὸ τῶν Ἰατρῶν, τὸν Χριστό. Ἐάν, βέβαια, ἐπέτρεπε ὁ Θεὸς θὰ μποροῦσε νὰ θεραπευθῇ καὶ ἀπὸ τοὺς γιατρούς. Ὁ Θεός μας πάντως θέλει νὰ ἐμπιστευόμαστε Αὐτὸν καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴν σωτηρία μας· καὶ ἐὰν ἀσθενοῦμε σωματικῶς εἴτε χρησιμοποιήσουμε φάρμακα καὶ γιατροὺς εἴτε ὄχι, νὰ ἔχουμε τὴν ἐλπίδα μας σὲ Αὐτὸν καὶ νὰ εἴμαστε προετοιμασμένοι πάντοτε μὲ μετάνοια καὶ ἐξομολόγησι. Οἱ Ἅγιοι μᾶς λέγουν μάλιστα ὅτι πρέπει νὰ πηγαίνουμε σὲ πιστούς, ταπεινούς καὶ ἔμπειρους γιατρούς, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε σὲ ὁποιονδήποτε ἐμπιστοσύνη. Ὑπάρχουν ταπεινοί, ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ πονηροὶ γιατροὶ καὶ γενικώτερον ἐπιστήμονες. Καὶ πολλὲς φορὲς οἱ ἐπιστήμονες ὑποπίπτουν σὲ μικρὰ ἢ μεγάλα λάθη. Ἔτσι, εἶναι ἀνεπίτρεπτη γενίκευσι νὰ πῇ κάποιος, ὅπως ἀκοῦμε στὶς ἡμέρες μας, ὅτι «πρέπει νὰ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὴν ἐπιστήμη».

Ἐπίσης, ὁ διδάσκαλος τοῦ Γένους Ἐπίσκοπος Νικηφόρος Θεοτόκης λέγει τὰ ἑξῆς σχετικὰ μὲ τὴν αἱμορροοῦσα: «Οι όχλοι ακολουθούσαν τον Χριστό σωματικά. Η αιμορροούσα, ὅμως, έτρεχε πίσω του όχι μόνο σωματικά, αλλά και πνευματικά. Και τί έλεγε μέσα της; Έλεγε πως ακόμα και αν αγγίξει το ένδυμα του Χριστού θα σωθεί. Οι όχλοι ακολουθώντας τον Ιησού πρόσφεραν σ’ Αυτόν τιμή σωματική. Η αιμορροούσα τρέχοντας πίσω Του πρόσφερε σ’ Αυτόν ευλάβεια και λατρεία του νου και της καρδιάς της (σ.σ. ὅπως πρέπει νὰ κάνουμε οἱ χριστιανοί). Εκείνοι πρόσφεραν μόνο το σώμα (σ.σ. ὅπως κάνουν οἱ χλιαροὶ καὶ ὀλιγόπιστοι). Αυτή πρόσφερε σώμα και ψυχή. Γι’ αὐτὸ η προσφορά εκείνων δεν έγινε δεκτή από τον Ιησού και ήταν άκαρπη γι’ αυτούς, ενώ η θυσία της αιμορροούσας ήταν ευπρόσδεκτη στον Ιησού και καρποφόρα γι’ αυτή. «‘Η πίστις σου σέσωκέ σε·» της είπε ο Ιησούς, «πορεύου εἰς εἰρήνην» (Λουκ. 8,48). Διπλό λοιπόν ήταν το κέρδος της. Και από την μάστιγα της ασθένειάς της θεραπεύτηκε και την ειρήνη του Θεού έλαβε».

Σήμερα, ἐπίσης, ἑορτάζουμε τοὺς Ἁγίους Ἀρχαγγέλους Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ καὶ ὅλες τὶς ἐπουράνιες δυνάμεις.

Στην Αγία Γραφή συχνά γίνεται λόγος για τις ουράνιες ασώματες δυνάμεις, τις οποίες ο άγιος Διονύσιος αρεοπαγίτης ταξινομεί σε τρεις τριαδικές τάξεις, τα ονόματα των οποίων έχουν σχέση με τις Θείες ιδιότητες τους. Η πρώτη τάξη σχηματίζεται από τα Σεραφείμ, τα Χερουβίμ και τους Θρόνους, και στέκεται πολύ κοντά στο θρόνο του Θεού, όπως το είδαν οι προφήτες Ησαΐας και Ιεζεκιήλ. Η δεύτερη τάξη απαρτίζεται από τις Κυριότητες, τις Δυνάμεις και τις Εξουσίες. Και ἡ τρίτη τάξη της Ουράνιας Ιεραρχίας απαρτίζεται από τις Αρχές, τους Αρχαγγέλους και τους Αγγέλους.

Οι ουράνιες δυνάμεις δημιουργήθηκαν πολύ πριν την δημιουργία του ορατού κόσμου: «Ὅτε ἐγενήθησαν ἄστρα, ἤνεσάν με φωνή μεγάλη πάντες ἄγγελοί μου» αναφέρεται χαρακτηριστικά στο βιβλίο του Ιώβ ( Ιώβ 38,7 ). Ο δε απόστολος Παύλος στην προς Κολασσαείς επιστολή του αναφέρεται με σαφήνεια στη δημιουργία των πάντων, ορατών και αοράτων από τον άναρχο Λόγο του Θεού (Κολ. 1, 16). Ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος μας λέγει πως ο Θεός με κίνητρο την «ἐκστατική» του αγάπη και αγαθότητα, έδωσε ύπαρξη και ζωή στους αγγέλους με σκοπό να συμμεριστούν ως λογικά όντα την Θεία Μακαριότητα. Ο δε άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός μας λέγει ότι «o Θεός δημιούργησε τους Αγγέλους εκ του μηδενός και τους έκανε κατά τη δική του εικόνα, ασώματη φύση, ωσάν κάποιο πνεύμα ή άυλη φωτιά σύμφωνα με το λόγο του Δαβίδ : «Ὁ ποιῶν τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα καὶ τοὺς λειτουργοὺς αὐτοῦ πυρὸς φλόγα», (ψαλμ.103,4). Ο άγγελος, σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη, είναι ύπαρξη λογική, πνευματική, αεικίνητη, ασώματη, αυτεξούσια και ελεύθερη, που υπηρετεί τον Θεό, και κατά χάρη έχει λάβει την αθανασία, αλλά το σχήμα και την κατάσταση αυτής της ύπαρξης μόνον ο Κτίστης γνωρίζει. Και ονομάζεται η φύση των αγγέλων ασώματη και άυλη σε σχέση με εμάς· διότι καθετί που συγκρίνεται με το Θεό, βρίσκεται ότι είναι παχύ και υλικό, καθώς μόνο το θείο είναι αληθινά άυλο και ασώματο. Ο Θεός είναι πανταχού παρών, αλλά οι άγγελοι δεν έχουν τέτοια δυνατότητα. Ο χώρος τοὺς περιορίζει, και όταν βρίσκονται στον ουρανό, δεν βρίσκονται στην γη. Βλέπουν όμως το Θεό και τρέφονται με τη διαρκή θέα του ».

Οι άγγελοι πραγματοποιούν τριπλό έργο. Πρώτα απ’ όλα δοξολογούν ακατάπαυστα τον Θεό μας. Αυτή η δοξολογία δεν τους έχει επιβληθεί ως εντολή, αλλά είναι τελείως αυθόρμητη, που πηγάζει από τους ίδιους ελεύθερα, όταν αντικρύζουν το κάλλος του Θεϊκού προσώπου και τα μεγαλεία της δημιουργίας του. Το δεύτερο έργο των αγγέλων είναι η διακονία στα μυστήρια της Θείας Οικονομίας. Το κάνουν αυτό λόγω της μεγάλης αγάπης και ευγνωμοσύνης προς τον Πλάστη τους, αλλά και της σφοδρής επιθυμίας για την δική τους πρόοδο. Το δε τρίτο έργο των αγγέλων αναφέρεται στην διακονία της σωτηρίας των ανθρώπων. Μετά την πτώση του ανθρώπου, ο Θεός στέλνει τους αγγέλους στους ανθρώπους για να τους οδηγήσουν στην μετάνοια, (καὶ στοὺς χριστιανοὺς) να τους προστατεύσουν, να τους παρηγορήσουν, να τους ενισχύσουν, να τους διδάξουν και να τους αποκαλύψουν τα μέλλοντα (σ.σ. ποὺ τοὺς τὰ ἀποκαλύπτει ὁ Θεός). Αυτό το έργο οι άγγελοι το επιτελούν με ιδιαίτερη προθυμία και χαρά, αφού όπως είπε ο Ίδιος ο Κύριος, κάθε φορά που μετανοεί ένας άνθρωπος για τις αμαρτίες του, εκείνοι πανηγυρίζουν και χαίρονται στον ουρανό (Λουκ. 15, 10).

Νὰ μὴ λησμονοῦμε, λοιπόν, νὰ ἐπικαλούμαστε στὶς προσευχές μας τίς ἅγιες ἀγγελικὲς δυνάμεις καὶ ἰδιαιτέρως τὸν φύλακα ἄγγελό μας. Μία προσευχὴ ποὺ πρότειναν παλαιοὶ ἅγιοι γέροντες τῆς περίφημης ρωσσικῆς μονῆς τῆς Ὄπτινα, ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε τὸ πρωὶ καὶ τὸ βράδυ καὶ ὁποτεδήποτε, εἶναι ἡ ἑξῆς: 3 (ἢ ἔστω 1) κατοστάρια κομποσχοίνια «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Ὑιὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς», 1 κομποσχοίνι «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς», μισὸ κομποσχοίνι «ἅγιε Ἄγγελε, πρέσβευε ὑπὲρ ἐμοῦ», καὶ μισὸ «Ἅγιοι Πάντες, πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν».

Τελειώνοντας, θὰ μιλήσουμε λίγο γιὰ τὴν ἐπικαιρότητα. Εἶναι πλέον φανερὸ σὲ ὅλους ὅτι οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις, καὶ ὅσοι πολιτικοὶ καὶ ἄλλοι ἀκολουθοῦν τακτικὲς ἐξοντώσεως τῶν λαῶν, μᾶς θέλουν διχασμένους, τρομοκρατημένους, φτωχοὺς καὶ ἐλεγχόμενους σὲ ὅλα. Μέρα μὲ τὴν ἡμέρα ἡ κατάστασι θυμίζει πολεμικὸ κλίμα. Ἡ διχόνοια χειροτερεύει, μὲ τὴν εὐθύνη βέβαια ὅλων αὐτῶν ποὺ τὴν ὑποκινοῦν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν δική μας εὐθύνη· γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Ὁ Θεός, ἀσφαλῶς, θέλει ἐμᾶς τοὺς χριστιανοὺς νὰ καθαρισθοῦμε μέσα ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, ποὺ περνοῦμε. Ἀλλὰ πρέπει νὰ ὑπομένουμε· καὶ πρέπει νὰ ὑπομένουμε μὲ σωστὸ τρόπο. Καὶ τὸ βασικό μας ὅπλο εἶναι ἡ ἀγάπη. Καὶ ἐπειδὴ ἡ πραγματικὴ ἀγάπη εἶναι κάτι ποὺ τὸ κατορθώνουν οἱ Ἅγιοι μὲ πολὺ κόπο καὶ μὲ πολλὴ ταπείνωσι, ἐμεῖς θὰ μπορούσαμε μὲ κάποιες προσπάθειες νὰ μειώσουμε τὴν διχόνοια ποὺ μᾶς μαστίζει, διότι ἐὰν δὲν ἀγωνισθοῦμε θὰ διαλυθοῦμε καί ὡς Ἐκκλησία καί ὡς κοινωνία. Κάποια ἀπὸ αὐτὰ ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ προσπαθήσουμε εἶναι τὰ ἑξῆς: Παύουμε νὰ παρακολουθοῦμε (στὴν τηλεόρασι καὶ ἀλλοῦ) ὅ,τι μᾶς προκαλεῖ ταραχὴ καὶ αἰσθήματα μίσους καὶ ἀπέχθειας πρὸς συνανθρώπους μας. Ἐξάλλου ἀκούγονται σὲ αὐτὰ τὰ Μέσα πολλὲς ἀναλήθειες, ἀνακρίβειες καὶ παραπλανητικὰ στοιχεῖα. Συζητοῦμε μὲ πραότητα μὲ ὅλους, ἰδιαιτέρως ὅταν διαφωνοῦμε. Πρέπει νὰ μάθουμε νὰ συζητοῦμε ἤρεμα ὅταν διαφωνοῦμε. Καὶ πρέπει βεβαίως νὰ ἀναζητοῦμε τὴν ἀλήθεια. Στὶς συνάξεις ποὺ κάνουμε, παρουσιάζουμε ὑλικό, μὲ τὸ ὁποῖο, ἀπὸ τὴν μία κατηχούμαστε γιὰ τὴν Ἀλήθεια τῆς Πίστεώς μας, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη προσεγγίζουμε τὴν ἀλήθεια γιὰ τὰ γεγονότα τῆς ἐποχῆς μας. Καὶ τὸ πιὸ σημαντικὸ: ἐρχόμαστε κοντὰ μεταξύ μας καὶ ἀποκτοῦμε ἕνα δέσιμο, τὸ ὁποῖο θὰ μᾶς βοηθήσῃ ὅταν οἱ καταστάσεις χειροτερεύσουν. Ἐπίσης, ἐὰν π.χ. κάποιοι καταγγέλουν ἄλλους γιὰ μὴ τήρησι μέτρων ἢ κάτι παρόμοιο, δὲν θὰ κρατοῦμε μίσος, δὲν θὰ συζητοῦμε μὲ ἄλλους ἐπικριτικῶς γιὰ τοὺς καταγγέλοντες, ἀλλὰ ἀντιθέτως θὰ δείξουμε ἀγάπη καὶ θὰ προσπαθήσουμε νὰ συγχωρεθοῦμε, θὰ προσπαθήσουμε νὰ συμφιλιώσουμε ἄλλους ποὺ ἔχουν τέτοιους πειρασμούς, θὰ προσπαθήσουμε νὰ μειώσουμε τὴν μνησικακία τῶν ἀδελφῶν καὶ συνανθρώπων μας. Ἐὰν δὲν τὸ προσπαθήσουμε αὐτό, θὰ χειροτερέψῃ πολὺ ἡ κατάστασι τοὺς ἑπομένους μῆνες στὸ χωριό μας, στὴν πόλη μας καὶ παντοῦ.

Τὸ πρόβλημα - εἶναι φανερὸ πλέον - δὲν εἶναι μόνον τὰ ἐμβόλια καὶ ἡ λεγομένη πανδημία (βέβαια, μετετράπη σὲ πραγματικὴ πανδημία, ἐξαιτίας τῆς διαχειρίσεως τῆς καταστάσεως). Εἶναι ἡ διχόνοια, τὸ πολεμικὸ κλίμα καὶ ὅλα αὐτὰ ποὺ προωθοῦν μὲ ἀφορμὴ τὴν λεγομένη πανδημία, προκειμένου νὰ προετοιμάσουν τὸ ἔδαφος για τὸν ἐρχομό τοῦ Ἀντιχρίστου. Ἠλεκτρονικά φακελώματα, τεχνολογίες παρακολουθήσεως καὶ ἐπηρεασμοῦ τῶν ἀνθρώπων, ἀντιχριστιανικοὶ καὶ ἀντισυνταγματικοὶ νόμοι καὶ τόσα ἄλλα, κατὰ τὰ προστάγματα τῆς Νέας Ἐποχῆς καὶ τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων. Ζοῦμε τώρα μιὰ ὑγειονομικὴ δικτατορία (ὅπως τὴν ἔχουν χαρακτηρίσῃ σημαντικὰ πρόσωπα παγκοσμίως), ποὺ ἐὰν δὲν ἀντισταθοῦμε κατὰ Θεόν, θὰ ὁδηγηθοῦμε στὴν παγκόσμιο δικτατορία τοῦ Θηρίου τῆς Ἀποκαλύψεως. Εἴθε νὰ κατανοήσουμε τὸ καθῆκον μας νὰ ἀποκτήσουμε ἀγάπη, ταπείνωσι, προσευχή, καὶ νὰ μᾶς φωτίσῃ ὁ Θεός μας νὰ κατανοήσουμε τί πράγματι συμβαίνει γύρω μας, ὥστε νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὴν κατάστασι ὅπως Αὐτὸς θέλει. Ἀμήν.

Ὁ Ἃγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης (11 Νοεμβρίου)


 Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, γεννήθηκε το 759 στη Κωνσταντινούπολι. Ο πατέρας του λεγόταν Φωτεινός και ήταν ταμίας του κράτους. Η μητέρα του λεγόταν Θεοκτίστη και ήταν σπάνια γυναίκα. Στον τάφο της ο άγιος Θεόδωρος έκλαψε και εξεφώνησε λόγο, όπου την χαρακτηρίζει με το όνομα «διμήτηρ», δηλαδή δύο φορές μητέρα. Σα' να της έλεγε• Μία φορά με γέννησες με το φυσικό τρόπο και μία με τρόπο πνευματικό αφού μαζί με το γάλα που με πότισες μου έδωσες και τη διδασκαλία του Χριστού.

Από τέτοια μάνα βγήκε. Από μικρός ακολούθησε την ενάρετη ζωή και δέχθηκε την ελληνική παιδεία. Μελέτησε τους κλασικούς συγγραφείς και προ παντός τους πατέρες της Εκκλησίας. Έγινε σπουδαίος Θεολόγος. Αγάπησε το Χριστό και αφιερώθηκε σ΄ αυτόν.

Το 781, με προτροπή της μητέρας του Θεοκτίστης, όλη η οικογένεια ασπάζεται τη μοναχική ζωή. Σε ένα μικρό πατρικό τους κτήμα κοντά στο χωριό Σακλουδίωνος της Προύσης ιδρύεται μοναστήρι. Εκεί ο άγιος Θεόδωρος γίνεται μοναχός με ηγούμενο και διδάσκαλο το θείο του Πλάτωνα. Το 789 χειροτονείται ιερεύς από τον πατριάρχη Ταράσιο. Και όταν το 794 ο θείος του παραιτήθηκε από ηγούμενος, τον διαδέχεται αυτός στην ηγουμενία. Δεν κράτησε όμως πολύ ο καιρός της ησυχίας. Μετά από δύο χρόνια το 796, συνέβη ένα θλιβερό γεγονός. Ο τότε αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος ο ΣΤ' (780-797) είχε μία εκλεκτή γυναίκα, τη Μαρία που οι ιστορικοί μαρτυρούν ότι ήταν υπόδειγμα συζύγου. Εν τούτοις ξαφνικά ο αυτοκράτορας τη διώχνει από τα ανάκτορα την στέλνει συνοδεία στρατιωτών σε μοναστήρι, κι εκεί χωρίς τη θέλησί της την κάνει καλόγρια πράγμα που απαγορεύουν οι κανόνες. Και μόνο αυτό; Αφού έδιωξε τη νόμιμη γυναίκα του, παίρνει ως σύζυγος μία νέα, τη Θεοδότη. Ο γάμος έγινε νύχτα. Ένας παπάς από εκείνους που αποτελούν αίσχος για την Εκκλησία του Χριστού -πάντοτε θα υπάρχουν προδότες-, ο Ιωσήφ που ήταν πρωτόπαπας στην Αγία Σοφία, ανέβηκε στα ανάκτορα και στεφάνωσε το παράνομο ζεύγος. Και την άλλη μέρα ο Κωνσταντίνος πήγε με τη Θεοδότη στην Αγία Σοφία, κ' εκεί η παλλακίδα στέφθηκε επισήμως βασίλισσα. Κακό παράδειγμα για μεγάλους και μικρούς.

Μεγάλο το σκάνδαλο. Και όμως κανείς δε μιλούσε. Τότε μέσα στη σιωπή ακούστηκε βροντή. Κάποιος φώναξε. Δεν ήταν πατριάρχης ούτε δεσπότης. Ένας απλό ιερομόναχος, ο ηγούμενος Θεόδωρος - να χουμε την ευχή του-. Αυτός ήλεγξε το παράνομο αυτοκρατορικό ζεύγος και τον αυλοκόλακα ιερέα που τους στεφάνωσε, έκοψε δε και το μνημόσυνο του πατριάρχου Ταρασίου (784-806) αφού κι αυτός δεν τιμώρησε τον παρανομήσαντα ιερέα. Προσπάθησε με κολακείες και δώρα να κάνη τον άγιο Θεόδωρο να συγκατατεθή, εκμεταλλευόμενος και το ότι η Θεοδότη ήταν εξαδέλφη του. Αν ήταν κανένας άλλος, θα είχε χαρά που η εξαδέλφη του έγινε βασίλισσα. Εκείνος όμως δεν σκέφθηκε έτσι. Κι όταν μία μέρα τόλμησαν να πάνε στο μοναστήρι, ο Θεόδωρος τους έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα. Αυτό όμως το πλήρωσε τον συνέλαβαν, τον μαστίγωσαν, και τον έστειλαν εξορία στη Θεσσαλονίκη.

Έπειτα, όταν ο Κωνσταντίνος τυφλώθηκε κι έχασε το θρόνο, ο άγιος Θεόδωρος υπέστρεψε από την εξορία το 798 επί της ευσεβούς βασιλίσσης Ειρήνης της Αθηναίας (797-802) και παρέλαβε την ερημωμένη μονή Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη. Η μονή Στουδίου έγινε λαμπρό μοναστικό κέντρο, και είχε γαλήνη και πρόοδο για μία περίπου δεκαετία. Έφθασε τότε να έχει χίλιους μοναχούς, που ζούσαν κοινοβιακώς. Κανείς δεν είχε ιδιοκτησία. Και εύρισκες να υπάρχουν εκεί όλα τα επαγγέλματα και γεωργοί και βοσκοί και κτίστες και ξυλουργοί και σιδηρουργοί και αγωγιάτες, και μάγειροι και υποδηματοποιοί ακόμη και τυπογράφοι. Εκεί υπήρχε το μεγαλύτερο τυπογραφείο της Ανατολής οι καλόγεροι ξενυχτούσαν αντιγράφοντας κείμενα. Τα άγια χεράκια τους έγραφαν Αποστόλους, Ευαγγέλια, πατέρας (Χρυσόστομο, Μέγα Βασίλειο, Μέγα Αθανάσιο...), έγραφαν και κλασσικούς (Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Θουκυδίδη). Αν υπάρχη σήμερα ο Πλάτων ο Αριστοτέλης και άλλοι κλασσικοί συγγραφείς, αυτό το οφείλουμε στα άγια χέρια των καλογήρων εκείνων.

Το 808 όμως ο άγιος Θεόδωρος αναγκάστηκε να κόψη το μνημόσυνο και του επόμενου πατριάρχου, του Νικηφόρου Α' (806-815). Πρώτον μεν διότι ανέβηκε στο αξίωμα του πατριάρχου αμέσως από λαϊκός και δεύτερον διότι αυτός υποχωρώντας στην επιθυμία του αυτοκράτορας Νικηφόρου (802-811) αποκατέστησε με Σύνοδο τον αυλοκόλακα Ιωσήφ στο Ιερατικό αξίωμα. Από το οποίο είχε καθαιρεθεί επί της βασιλίσσης Ειρήνης. Η νέα διακοπή αυτή του μνημόσυνου στοίχισε στον άγιο Θεόδωρο μια ακόμη εξορία στη νήσο Χάλκη. Μαζί του σκόρπισαν και όλοι οι Στουδίται. Το 811 επέστρεψαν από τη εξορία, αλλά πολύ σύντομα επί Λέοντος Ε' νέος αγώνας τους περίμενε, αποτέλεσμα του οποίου ήταν να διαλυθή η μονή Στουδίου. Φυσικό είνε να ρωτήση κανείς• Μα πως διαλύθηκε μία τέτοια αδελφότης; Αυτή τη φορά ο αγώνας ήταν για τις Ιερές εικόνες, τις οποίες οι εικονομάχοι έκαψαν και κατέστρεφαν. Έκανε μάλιστα στις 25 Μαρτίου του 815, που το έτος εκείνο συνέπιπτε με την Κυριακή των Βαΐων μία μεγάλη λιτανεία μετά τη θεία λειτουργία με τους μοναχούς του μέσα στη πόλι, που πήρε τη μορφή διαδηλώσεως του ορθοδόξου λαού κατά των αιρετικών εικονομάχων. Η διαδήλωσις αυτή του στοίχισε πάλι διωγμό και μία τρίτη εξορία. Στρατιώτες μπήκαν στο μοναστήρι δέρνοντας και χτυπώντας, συνέλαβαν τον ηγούμενο και σκόρπισαν τους μοναχούς. Ο άγιος Θεόδωρος εξωραΐστηκε στη Σμύρνη. Τον έκλεισαν στο υπόγειο του μητροπολιτικού μεγάρου και τον μαστίγωναν αλύπητα.

Το 820, επί Μιχαήλ Β' του Τραυλού (820-829),επέστρεψε από τη εξορία, και το 824, μένοντας πάντα ασυμβίβαστος διαμαρτυρήθηκε και για τον παράνομο γάμο και αυτού του αυτοκράτορος.

Το 826 τέλος, μακριά από το μοναστήρι για το οποίο τόσο κοπίασε, αρρώστησε βαρειά και κάλεσε γύρω του όσους είχαν απομείνει από την αδελφότητα του Στουδίου. Ήταν 11 Νοεμβρίου ημέρα Κυριακή και ενώ οι μοναχοί έψαλλαν τον 118ο ψαλμό, ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, ο μαχητής και ομολογητής, ο συγγραφέας και ποιητής έκλεισε τα μάτια του στο μάταιο αυτό κόσμο και παρέδωσε την αγία ψυχή του στα χέρια του Κυρίου, σε ηλικία 67 ετών.

Τι μας διδάσκει ο άγιος Θεόδωρος; Με τις τρεις εξορίες και τις κακουχίες που υπέστη μας διδάσκει να είμεθα έτοιμοι για αγώνες και θυσίες υπέρ της πίστεως. Μας διδάσκει ακόμα με το συγγραφικό και ποιητικό του έργο ν' αγαπούμε την προσευχή και τη λατρεία της Εκκλησίας μας• δικά του έργα είναι οι αναβαθμοί της Οκτωήχου, μεγάλο μέρος του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου, τα εγκώμια του Επιταφίου θρήνου, που ψάλλονται τη Μεγάλη Παρασκευή, και πολλοί άλλοι ύμνοι, πολλές επιστολές και πολλές κατηχήσεις.
Μας διδάσκει τέλος να περιφρουρήσουμε το ιερό θεσμό της ελληνορθόδοξου οικογένειας. Είνε εθνική συμφορά η διάλυσις της οικογενείας. Οι Ορθόδοξες Ελληνίδες να μένους πιστές στους άνδρες τους, οι ορθόδοξοι Έλληνες πιστοί στις γυναίκες τους, οι γονείς στοργικοί στα παιδιά τους, και τα παιδιά υπάκουα στους γονείς τους.

Αγαπητοί μου! Μεγάλη συμφορά στο έθνος μας είνε η διάλυσι της οικογενείας με τα τόσα διαζύγια που εκδίδονται. Η μασονία μας έχει περικυκλώσει από δυσμάς και ανατολάς, κ' είνε έτοιμο το έθνος να τιναχτεί στον αέρα. Αλλά δεν θα τιναχτή στον αέρα! Υπάρχουν οι μάρτυρες, υπάρχουν οι άγιοι υπάρχουν οι νεκροί, υπάρχει Θεός. Δεν θα τιναχτή στον αέρα, υπό έναν όρον. Ποιον όρο;

«Έως του θανάτου αγωνισταί περί της αληθείας, και Κύριος ο Θεός πολεμήσει υπέρ σου» (Σ. Σειρ. 4,28) Βάλτε το στην καρδιά σας, για να γίνη το ρητό αυτό σύμβολο του αγώνος μας αμήν.

Πηγή: www.ambelosalithini.gr

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Δώρων μέτοχος, τῆς ἀφθαρσίας, δῶρον ἄσυλον, τῆς Ἐκκλησίας, φερωνύμως ἀνεδείχθης Θεόδωρε, τοὶς ἱεροὶς γὰρ ἑπόμενος δόγμασιν, ὁμολογίας φωστὴρ ἐχρημάτισας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν Ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.

Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καὶ σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Θεόδωρε σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.



Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Τὸν ἀσκητικόν, ἰσάγγελόν τε βίον σου, τοῖς ἀθλητικοῖς, ἐφαίδρυνας παλαίσμασι, καὶ Ἀγγέλοις σύσκηνος, θεομάκαρ ὤφθης Θεόδωρε, σὺν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν. 

ᾈσματικὴ Ἀκολουθίατοῦ ἐν ῾Οσίοις Πατρὸς ἡμῶν
Θεοδώρου Στουδίτουτοῦ Ὁμολογητοῦ (759-826)

Ἅγιος Μηνᾶς ὁ Μεγαλομάρτυρας «ὁ ἐν τῷ Κοτυαείῳ» (11 Νοεμβρίου)

 Î£Ï‡ÎµÏ„ική εικόνα

Ὁ Ἅγιος Μηνᾶς γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο στὰ μέσα περίπου τοῦ 3ου αἰώνα μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς εἰδωλολάτρες. Ὡστόσο, τὸ εἰδωλολατρικὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο μεγάλωνε, δὲν κατάφερε νὰ σκληρύνει τὴν καρδιά του ἡ ὁποία, ὅταν ἦλθε ἡ στιγμή, σκίρτησε ἀκούγοντας τὴν φωνὴ τοῦ «ἐτάζοντος καρδίας καὶ νεφρούς» (Ψαλμ.7, 10) Θεοῦ καὶ ἔτσι ὁ ἔφηβος ἀκόμη, Μηνᾶς, ἔγινε χριστιανός.
Μεγαλώνοντας, ἐπέλεξε νὰ σταδιοδρομήσει στὸν Ρωμαϊκὸ στρατό, στὸ ἱππικὸ τάγμα τῶν Ρουταλικῶν, ὑπὸ τὴν διοίκηση τοῦ Ἀργυρίσκου. Ἡ ἕδρα τῆς μονάδας του ἦταν στὸ Κοτυάειον (σημερινὴ Κιουτάχεια) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐκεῖ ὁ Μηνὰς διακρίθηκε καὶ γιὰ τὴν φρόνησή του ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ἀνδρεῖο του φρόνημα καὶ γι’ αὐτὸ ἔχαιρε ἐκτιμήσεως στὸ κύκλο τῶν στρατιωτικῶν.
Δυστυχῶς ὅμως, τρεῖς αἰῶνες μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ παλαιὸς κόσμος ἀκόμη δὲν ἤθελε νὰ δεχθεῖ τὸ λυτρωτικὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως, παραμένοντας αὐτάρεσκα, ἐγωιστικὰ καὶ αὐτοκαταστροφικὰ προσκολλημένος στὴν φθορὰ καὶ τὸ σκοτάδι. Οἱ αὐτοκράτορες τῆς Ρώμης ἄρχισαν καὶ πάλι «πρὸς κέντρα λακτίζειν» (Πράξεις 26, 14). Ὁ Διοκλητιανὸς καὶ ὁ Μαξιμιανὸς διέταξαν διωγμὸ ἐναντίον τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ, διωγμὸ ὁ ὁποῖος κράτησε ἀπὸ τὸ 303 ἕως τὸ 311 μ.Χ. Ἔτσι, οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες διατάχθηκαν νὰ συλλαμβάνουν καὶ νὰ τυραννοῦν τοὺς χριστιανοὺς προσπαθώντας νὰ τοὺς κάνουν νὰ ἀλλαξοπιστήσουν. Αὐτὴ ἦταν καὶ ἡ πρώτη κρίσιμη στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Μηνᾶς κλήθηκε νὰ πεῖ «τὸ μεγάλο ναὶ ἢ τὸ μεγάλο ὄχι». Ἡ πίστη του στὸν Χριστὸ νίκησε τὴν κοσμικὴ «σύνεση» καὶ λογική.
Ὁ Ἅγιος δὲν ἄντεξε, πέταξε στὴν γῆ τὴν στρατιωτική του ζώνη ἀπεκδυόμενος μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν ἰδιότητα τοῦ στρατιώτη – διώκτη τῶν χριστιανῶν, καὶ διέφυγε στὸ παρακείμενο ὄρος. Ἐκεῖ ἀσκήτευε, προτιμώντας τὴν συντροφιὰ τῶν θηρίων τῆς φύσης ἀπὸ τὴν συντροφιὰ τῶν ἀποθηριωμένων εἰδωλολατρῶν. Ἐκεῖ, «ἐν ἐρημίαις πλανώμενος καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» (Ἑβρ. 11, 38), ἔζησε ἐπὶ ἀρκετὸ διάστημα μὲ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ προσευχή. Ἡ ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ ἡ ἡσυχία ἐθέρμαναν τὴν καρδιά του ἀνάβοντας τὸν θεῖο ἔρωτα καὶ τὸν πόθο τοῦ μαρτυρίου.
Ἔτσι, σὲ ἡλικία πενήντα περίπου ἐτῶν, μετὰ ἀπὸ θεία ἀποκάλυψη ὅτι εἶχε φτάσει ἡ ὥρα τοῦ μαρτυρίου, κατέβηκε στὴν πόλη, σὲ μέρα εἰδωλολατρικοῦ πανηγυριοῦ καὶ μὲ παρρησία, ἐν μέσῳ τῶν μαινομένων εἰδωλολατρῶν, ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ ὡς τὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό, μυκτηρίζοντας τὰ κωφὰ καὶ ἀναίσθητα εἴδωλα.
Συνελήφθη καὶ σύρθηκε δερόμενος μπροστὰ στὸν Πύρρο, τὸν διοικητὴ τῆς πόλεως. Ἐκεῖ, μιλώντας μὲ θάρρος, ἀποκάλυψε τὸ ὄνομά του, τὴν καταγωγή του, τὸ στρατιωτικό του παρελθὸν καί, φυσικά, διεκήρυξε μὲ τόλμη καὶ ἀταλάντευτη ἐπιμονὴ τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ὁδηγήθηκε στὴν φυλακὴ καὶ τὸ πρωὶ τῆς ἑπομένης ἡμέρας, μετὰ τὸ πέρας τοῦ εἰδωλολατρικοῦ πανηγυριοῦ, τὸν παρουσίασαν καὶ πάλι ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος ὁ ὁποῖος τὸν κατηγόρησε ὅτι ἐξύβρισε τοὺς θεοὺς καὶ μάλιστα μπροστά του καὶ ὅτι λιποτάκτησε ἀπὸ τὸν στρατό. Ὁ Ἅγιος ἀποδέχθηκε τὶς κατηγορίες χωρὶς δισταγμό.
Ὁ Πύρρος, εὐλαβούμενος στὴν ἀρχὴ τὴν ἡλικία καὶ τὴν εὐκοσμία του, προσπάθησε μὲ λόγια καὶ ὑποσχέσεις ἀλλὰ καὶ μὲ ἀπειλὲς στὴν συνέχεια, νὰ τὸν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν οἱ προσπάθειές του προσέκρουσαν στὴν σταθερὴ ἄρνηση τοῦ Ἁγίου, διέταξε νὰ τὸν ὑποβάλουν σὲ ἀνυπόφορα βασανιστήρια. Οἱ δήμιοι τὸν μαστίγωσαν τόσο πολὺ ὥστε ἄλλαξαν δυὸ καὶ τρεῖς φορὲς οἱ μαστιγωτές του. Τὸν κρέμασαν καὶ τὸν ἔγδερναν μέχρι ποὺ ἄρχισαν νὰ φαίνονται τὰ ἐσωτερικὰ ὄργανα τοῦ Ἁγίου. Ἔπειτα, σὰν νὰ μὴν ἔφθαναν αὐτά, ἔτριβαν τὸ καταπληγωμένο του σῶμα μὲ τρίχινο ὕφασμα καὶ στὸ τέλος τὸν ἔσερναν γυμνὸ καὶ κατακρεουργημένο πάνω σὲ μεταλλικὰ ἀγκάθια. Ὅλα τὰ ὑπέμενε μὲ γενναιότητα καὶ καρτεροψυχία ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, ἐφαρμόζοντας τὸ Εὐαγγελικὸ «καὶ μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθαῖος 10, 28).
Μάλιστα, τὴν ὥρα τοῦ μαρτυρίου, κάποιοι παλιοὶ συστρατιῶτες του τὸν προέτρεπαν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα λέγοντας ὅτι ὁ Θεός του θὰ τὸν δικαιολογήσει βλέποντας τὰ βασανιστήρια στὰ ὁποῖα τὸν ὑπέβαλλαν. Ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε ἀποφασιστικὰ καὶ τοὺς ἀπάντησε ὅτι προσφέρει θυσία ἀκόμη καὶ τὸν ἑαυτό του στὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος τὸν ἐνδυναμώνει γιὰ νὰ ὑπομένει τὶς πληγές.
Ὁ ἡγεμόνας, θαυμάζοντας τὴν εὐστοχία καὶ τὴν σοφία τῶν ἀπαντήσεων τοῦ Μάρτυρα, τὸν ρώτησε ἀπορρημένος πὼς εἶναι δυνατὸν ἕνας τραχὺς στρατιώτης σὰν αὐτὸν νὰ μπορεῖ νὰ ἀπαντᾶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο. Καὶ ὁ Ἅγιος, μὲ τὴ φώτιση τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀποκρίθηκε ὅτι αὐτὴ τὴν ἱκανότητα τὴν χαρίζει στοὺς μάρτυρές του ὁ Χριστός, ὅπως ἔχει ὑποσχεθεῖ στὸ Εὐαγγέλιο: «ὅταν δὲ προσφέρωσιν ὑμᾶς ἐπὶ τὰς συναγωγὰς καὶ τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας, μὴ μεριμνᾶτε πὼς ἢ τί ἀπολογήσησθε ἢ τί εἴπητε. Τὸ γὰρ Ἅγιον Πνεῦμα διδάξει ὑμᾶς ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἃ δεῖ εἰπεῖν» (Λουκᾶ ιβ’ 11 – 12).
Τότε, ἀπελπισμένος ὁ τύραννος, διέταξε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Βαδίζοντας πρὸς τὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης ὁ Ἅγιος πρόλαβε νὰ ζητήσει ἀπὸ κάποιους κρυπτοχριστιανοὺς νὰ μεταφέρουν τὸ λείψανό του στὴν Αἴγυπτο.
Ὁ ἀποκεφαλισμός του ἔγινε τὴν 11η Νοεμβρίου στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰ. μ.Χ. καὶ ἔτσι ἡ ψυχή του πέταξε χαρούμενη πρὸς τὸν Σωτῆρα Χριστὸ τὸν ὁποῖο τόσο ἐπόθησε ὁ Ἅγιος καὶ γιὰ τὸν ὁποῖο θυσιάσθηκε. Οἱ δήμιοι ἄναψαν φωτιὰ γιὰ νὰ κάψουν τὸ σῶμα του.
Ὅτι κατάφεραν οἱ χριστιανοὶ νὰ περισώσουν ἀπὸ τὴν πυρὰ τὸ μετέφεραν στὴν Αἴγυπτο καὶ τὸ ἔθαψαν κοντὰ στὴν Μαρεώτιδα λίμνη, νοτιοδυτικὰ τῆς Ἀλεξάνδρειας.
Στὸ σημεῖο ἐκεῖνο σταμάτησε, κατὰ τὴν παράδοση, ἡ καμήλα ποὺ μετέφερε τὰ λείψανα ἀρνούμενη πεισματικὰ νὰ προχωρήσει. Ἔτσι οἱ χριστιανοὶ κατάλαβαν ὅτι ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ ἐνταφιασθοῦν ἐκεῖ τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου.
Ἡ περιοχὴ τοῦ τάφου πολὺ σύντομα ἐξελίχθηκε σὲ προσκυνηματικὸ – λατρευτικὸ κέντρο.
Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὅταν ἦταν Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἀνήγειρε ναὸ πάνω στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου. Σὲ λίγα χρόνια δημιουργήθηκε ἐκεῖ ἐκτεταμένο κτιριακὸ συγκρότημα τὸ ὁποῖο περιελάμβανε δύο ναούς, μοναστῆρι, ξενῶνες καὶ ἄλλες ἐγκαταστάσεις.
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΗΝΑ
Κάποιος χριστιανὸς ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὁδεύοντας γιὰ τὸ πανηγύρι τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καὶ ἔχοντας μαζί του ἀρκετὰ χρήματα, κατέλυσε σὲ ἕνα ξενοδοχεῖο. Ὁ ξενοδόχος εἶδε τὰ ξένα χρήματα καί, κυριευμένος ἀπὸ ἀπληστία, σκότωσε τὸν προσκυνητή, τὸν διεμέλισε καὶ ἔβαλε τὰ κομμάτια του σὲ μία σπυρίδα (ζεμπίλι). AgiosMinas_2Ἐνῶ σκεφτόταν ποὺ νὰ θάψει τὰ μέλη τοῦ θύματός του γιὰ νὰ μὴν ἀποκαλυφθεῖ τὸ ἔγκλημα, καταφθάνει στὸ ξενοδοχεῖο ἕνας ἔφιππος στρατιώτης, ὁ Ἅγιος Μηνᾶς, καὶ τὸν ρωτάει ἐπίμονα ποὺ βρίσκεται ὁ προσκυνητής. Ὁ ξενοδόχος τὸν διαβεβαιώνει ὅτι δὲν γνωρίζει τίποτε ἀλλὰ ὁ Ἅγιος ξεπεζεύει, εἰσέρχεται στὰ ἐνδότερά του ξενώνα, βρίσκει τὴν σπυρίδα, τὴν φέρνει μπροστά του καὶ τὸν ρωτάει μὲ φοβερὸ καὶ ἄγριο βλέμμα νὰ τοῦ πεῖ ποιὸς εἶναι ὁ νεκρός.
Τότε ὁ φονιὰς ἔφριξε, πέφτοντας ἄφωνος καὶ τρέμων στὰ πόδια τοῦ ἄγνωστου ἱππέα. Ὁ Ἅγιος συνάρμοσε τὰ μέλη τοῦ θύματος, προσευχήθηκε καὶ ἀνέστησε τὸ νεκρὸ προσκυνητὴ παραγγέλνοντάς του νὰ δοξάζει τὸν Θεό. Ὁ ἀναστημένος, σὰν νὰ εἶχε ἐγερθεῖ ἀπὸ τὸν ὕπνο, κατάλαβε ὅσα ἔπαθε, ἐδόξασε τὸν Θεὸ καὶ προσκύνησε τὸν Ἅγιο.
Μόλις ὁ φονιὰς συνῆλθε ἀπὸ τὸν τρόμο του καὶ σηκώθηκε, τοῦ πῆρε ὁ Ἅγιος τὰ κλεμμένα χρήματα καὶ τὰ ἐπέστρεψε στὸν προσκυνητὴ λέγοντάς του νὰ συνεχίσει τὸν δρόμο του.
Ἔπειτα, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει τὴν εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ, στράφηκε πρὸς τὸν ξενοδόχο, τὸν ἔδειρε ὅπως τοῦ ἄξιζε, τὸν ἐνουθέτησε, τοῦ ἔδωσε συγχώρηση γιὰ τὸ ἔγκλημά του προσευχόμενος γι’ αὐτόν, καβάλησε τὸ ἄλογό του καὶ ἔγινε ἄφαντος. Τότε μόνο κατάλαβε ὁ ξενοδόχος ὅτι ὁ στρατιώτης αὐτὸς ἦταν ὁ Ἅγιος Μηνᾶς, γεγονὸς ποὺ θυμίζει τὴν ἐμπειρία τῶν δυὸ Ἀποστόλων κατὰ τὴν πορεία τους πρὸς Ἐμμαούς, μὲ τὴν συντροφιὰ τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. (Λουκᾶ κδ’ 31).
Κάποιος πλούσιος χριστιανὸς ἔταξε στὸν Ἅγιο Μηνᾶ νὰ προσφέρει ἕναν ἀσημένιο δίσκο στὸ ναό του. Παρήγγειλε λοιπὸν στὸν ἀργυροχόο δύο δίσκους καὶ τοῦ ζήτησε στὸν μὲν ἕνα νὰ γράψει τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου στὸν δὲ ἄλλον τὸ ὄνομα τὸ δικό του. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ δίσκος ὁ προορισμένος γιὰ τὸν Ἅγιο ἔγινε λαμπρότερος καὶ ὡραιότερος, ὁ χριστιανός, ἀπὸ ἀπληστία κινούμενος, δίχως νὰ ντραπεῖ τὸν κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό του.
Ταξιδεύοντας λοιπὸν στὴ θάλασσα, δείπνησε στὸ πλοῖο χρησιμοποιώντας ἀσυλλόγιστα καὶ χωρὶς εὐλάβεια τὸν δίσκο τοῦ Ἁγίου. Μετὰ τὸ δεῖπνο ὁ ὑπηρέτης τοῦ ἀνευλαβοῦς χριστιανοῦ προσπάθησε νὰ πλύνει τὸν δίσκο στὴ θάλασσα μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τοῦ πέσει στὸ νερὸ καὶ νὰ βυθισθεῖ. Τότε ὁ νεαρὸς ὑπηρέτης φοβήθηκε πολύ, σάστισε καί, προσπαθώντας νὰ πιάσει τὸν δίσκο, ἔπεσε καὶ αὐτὸς στὴ θάλασσα. 
AgiosMinas_3Ὅταν ὁ κύριός του ἀντελήφθη τὸ συμβάν, συναισθάνθηκε ὅτι πλήρωνε τὰ ἐπίχειρα τῆς ἀπληστίας του καὶ τυπτόμενος ἀπὸ τὴν συνείδησή του, παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ βρεῖ ἔστω τὸ λείψανο τοῦ μικροῦ ὑπηρέτη του, τάζοντας νὰ δώσει στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καὶ τὸν δεύτερο δίσκο, καὶ τὰ χρήματα ποὺ ἄξιζε ὁ χαμένος στὴ θάλασσα δίσκος. Ἀφοῦ βγῆκε στὴ στεριὰ περίμενε μὲ ἀγωνία στὴν ἀκρογιαλιὰ μήπως καὶ ἐκβρασθεῖ τὸ πτῶμα τοῦ ὑπηρέτη. Καὶ ἐνῶ παρατηροῦσε τὴν θάλασσα, βλέπει τὸν μικρὸ νὰ βγαίνει ζωντανὸς ἀπὸ τὸ νερὸ κρατώντας στὰ χέρια του καὶ τὸν ἀσημένιο δίσκο τοῦ Ἁγίου!
Ὁ πλούσιος ἔφριξε ἀπὸ τὸ θαῦμα καὶ ἔβγαλε φωνὴ μεγάλη τὴν ὁποία ἀκούγοντας οἱ ἐπιβάτες τοῦ πλοίου βγῆκαν ὅλοι ἔξω καί, βλέποντας τὸ συμβάν, ρωτοῦσαν τὸν ὑπηρέτη, ποὺ τοὺς διηγήθηκε τὰ ἑξῆς: «Μόλις ἔπεσα στὴ θάλασσα, παρουσιάσθηκαν μπροστά μου τρεῖς ἄνθρωποι. Ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ αὐτοὺς φοροῦσε στρατιωτικὴ στολή, ὁ ἄλλος ἦταν νεαρὸς καὶ ὁ τρίτος ἦταν Διάκονος. Αὐτοὶ οἱ τρεῖς μὲ πῆραν μαζί τους ἀπὸ τὸν βυθὸ καὶ περπατώντας χθὲς καὶ σήμερα, μὲ ἔφεραν μέχρι ἐδῶ».
Ὁ κύριος του παιδιοῦ καὶ οἱ ἐπιβάτες τοῦ πλοίου, ἀκούγοντας τὸ ἐξαίσιο θαῦμα, ἐδόξαζαν τὸν Θεὸ καὶ ἐθαύμαζαν γιὰ τοὺς τρόπους ποὺ χρησιμοποιεῖ προκειμένου οἱ ἄνθρωποι «εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθείν» (Β’ Τιμοθ. γ’ 7).
Οἱ τρεῖς ποὺ ἔσωσαν τὸν ὑπηρέτη ἦταν ὁ Ἅγιος Μηνᾶς (ὁ στρατιωτικός), ὁ Ἅγιος Βίκτωρ (ὁ νεαρός) καὶ ὁ Ἅγιος Βικέντιος (ὁ Διάκονος).
Οἱ δυὸ τελευταῖοι Ἅγιοι ἐμαρτύρησαν τὴν ἴδια ἡμέρα μὲ τὸν Ἅγιο Μηνᾶ. Τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ. ὁ Ἅγιος Βίκτωρ γδάρθηκε ζωντανὸς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. ὁ Ἅγιος Βικέντιος πέθανε ἔπειτα ἀπὸ σταύρωση καὶ ἐξάρθρωση τῶν μελῶν στὴν ὁποία τὸν ὑπέβαλαν οἱ βασανιστές του. Τιμῶνται μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Μηνᾶ τὴν 11η Νοεμβρίου.

AgiosMinas_4
Ἀκόμη ἕνα θαῦμα τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ ἔλαβε χώρα τὸ 1826 στὸ Ἡράκλειο τῆς Κρήτης, πόλη στὴν ὁποία ἰδιαιτέρως τιμᾶται ὁ Ἅγιος. Τὸ 1821, μετὰ τὴν ἔκρηξη τῆς μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης ἐναντίον τῶν Τούρκων, οἱ κατακτητὲς προχώρησαν σὲ σφαγὲς χιλιάδων ἀμάχων σὲ πολλὲς περιοχές. Ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ πλήρωσαν μὲ τὸ αἷμά τους τὴν ἐπανάσταση ἦταν καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Κρήτης. Μεταξὺ τῶν χιλιάδων θυμάτων ἦταν ὁ Μητροπολίτης Κρήτης, οἱ Ἐπίσκοποι Χανίων, Κνωσοῦ, Χερσοννήσου, Λάμπης, Σητείας κ.ἄ. οἱ ὁποῖοι ἐσφάγησαν, τὴν 24η Ἰουνίου 1821, στὸν περίβολο τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τοῦ Ἡρακλείου. Μάλιστα, ὁ ἱερουργῶν ἱερέας ἐσφάγη πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα!
Πέντε χρόνια ἀργότερα, τὸ 1826, οἱ Τοῦρκοι τοῦ Ἡρακλείου σχεδίαζαν νὰ προβοῦν σὲ σφαγὴ τῶν Χριστιανῶν, καὶ πάλι στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, στὶς 18 Ἀπριλίου, ἡμέρα τοῦ Πάσχα, τὴν ὥρα τῆς Ἀναστάσιμης Θείας Λειτουργίας γιὰ νὰ πιάσουν τοὺς Χριστιανοὺς ἀπροετοίμαστους. Γιὰ ἀντιπερισπασμὸ ἔβαλαν φωτιὰ σὲ διάφορα ἀπομακρυσμένα σημεῖα τῆς πόλης, ἐνῶ ὁπλισμένα στίφη εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ ναό, περιμένοντας τὴν ὥρα τῆς ἀναγνώσεως τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ νὰ εἰσβάλουν καὶ νὰ ἀρχίσουν τὴν σφαγή.
AgiosMinas_5Μόλις ὅμως ἄρχισε ἡ ἀνάγνωση ἐμφανίσθηκε ἕνας ἀσπρομάλλης ἡλικιωμένος ἱππέας ποὺ ἔτρεχε γύρω ἀπὸ τὸ ναὸ κραδαίνοντας τὸ ξίφος του καὶ κυνηγώντας τοὺς ἐπίδοξους σφαγεῖς οἱ ὁποῖοι τράπηκαν πανικόβλητοι σὲ φυγή. Ἔτσι σώθηκαν οἱ πολύπαθοι Χριστιανοὶ τοῦ Ἡρακλείου ἀπὸ τὸν φοβερὸ κίνδυνο.
Οἱ Τοῦρκοι νόμισαν ὅτι ὁ καβαλάρης ἦταν μουσουλμάνος πρόκριτος ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Διοικητὴ τῆς πόλης γιὰ νὰ ματαιώσει τὴν σφαγή. Ὅταν διαμαρτυρήθηκαν στὸν Διοικητή, αὐτὸς τοὺς διαβεβαίωσε ὅτι δὲν γνώριζε τίποτε καὶ μάλιστα διαπιστώθηκε ὅτι ὁ συγκεκριμένος πρόκριτος δὲν εἶχε βγεῖ καθόλου ἀπὸ τὸ σπίτι του.
Κατάλαβαν τότε οἱ Τοῦρκοι ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, κοινοποίησαν τὸ γεγονὸς στοὺς Ἕλληνες καὶ ἀπὸ τότε οἱ Μουσουλμάνοι ηὐλαβοῦντο πολὺ τὸν Ἅγιο, προσφέροντας μάλιστα καὶ δῶρα στὸ ναό του. Τὸ θαῦμα αὐτὸ τοὺ Ἁγίου Μηνᾶ καθιερώθηκε νὰ τιμᾶται στὸ Ἡράκλειο τὴν Τρίτη της Διακαινησίμου, ὁπότε καὶ ἐκτίθεται σὲ προσκύνηση, κατὰ τὸν ἑσπερινό, λείψανο τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποίος θεωρείται έκτοτε προστάτης της πόλης.
«Μεταξὺ τῶν ἀδικημένων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι καὶ ὁ Ὁσιώτατος πατὴρ Γεώργιος, ὁ Χατζή – Γεώργης, ὁ ὁποῖος εἶναι ἕνας σύγχρονος Ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας, ἀλλά, μποροῦμε νὰ ποῦμε, καὶ μεγάλος Ἅγιος, ἀνάλογα μὲ τὴν ἐποχή μας», γράφει ὁ Γέρων Παϊσιος ὁ Ἁγιορείτης.
Ὁ Γέρων Χατζή – Γεώργης (1809 – 1886), «ὁ μέγας καὶ περιβόητος ἀσκητής», ἀσκήτευσε στὸ Ἅγιον Ὄρος ἐπὶ μακρὸ χρονικὸ διάστημα. Ἐπὶ ἀρκετὰ χρόνια ἔμενε στὴν Κερασιά, στὸ μεγάλο Κελὶ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καὶ Ἁγίου Μηνᾶ, ὡς ὑποτακτικός του Πάπα – Νεόφυτου στὴν ἀρχὴ καὶ ὡς Γέρων τῆς Συνοδείας ἀπὸ τὸ 1848 καὶ ἔπειτα. «Κάποτε, ἐνῶ ὁ Γέροντας ἠσχολεῖτο μὲ τὸ ἐργόχειρο, κατὰ λάθος κατάπιε μεγάλη βελόνα καὶ προσευχήθηκε πρὸς τὸν μεγαλομάρτυρα Μηνᾶ.
Στάθηκε τότε ὁ Ἅγιος ἐνώπιόν του, ἔβαλε τὸ χέρι στὸν λαιμό του καὶ ἔβγαλε τὴν βελόνα».
AgiosMinas_6Τὸ 1942, κατὰ τὸν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οἱ ὑπὸ τὸν Ρόμμελ δυνάμεις τοῦ Ἄξονα στὴν Ἀφρικὴ εἶχαν καταφέρει νὰ προελάσουν τόσο ὥστε νὰ εἶναι ὁρατὸς ὁ κίνδυνος νὰ φθάσουν στὴν Διώρυγα τοῦ Σουέζ. Στὴν περιοχὴ τοῦ Ἐλ Ἀλαμέϊν (ἀραβικὴ παραφθορὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ), ὅπου βρίσκονταν τὰ ἐρείπια ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καὶ ἴσως καὶ ὁ τάφος του, οἱ ἀντίπαλες δυνάμεις προετοιμάζονταν γιὰ τὴν ἀποφασιστικὴ σύγκρουση ἡ ὁποία θὰ ἔκρινε τὸ ἂν οἱ σύμμαχοι θὰ κατάφερναν νὰ παραμείνουν στὴν Ἀφρική.
Μεταξὺ τῶν συμμαχικῶν στρατευμάτων βρισκόταν καὶ ἑλληνικὴ στρατιωτικὴ δύναμη, ἡ ὁποία πῆρε μέρος στὴ μάχη. Ἕνα ἀπὸ τὰ βράδια ἐκεῖνα, πολλοὶ στρατιῶτες εἶδαν τὸν Ἅγιο Μηνᾶ νὰ βγαίνει ἀπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ του ὁδηγώντας ἕνα καραβάνι μὲ καμῆλες, ὅπως ἀπεικονίζεται σὲ μία ἀπὸ τὶς παλαιὲς ἁγιογραφίες τοῦ ναοῦ του, καὶ νὰ μπαίνει μέσα στὸ στρατόπεδο τῶν ἐχθρικῶν δυνάμεων.
Ἡ ἐμφάνιση αὐτὴ κατατρόμαξε τοὺς Γερμανοὺς καὶ ὑπονόμευσε καίρια τὸ ἠθικό τους, πράγμα ποὺ συνέβαλε καθοριστικὰ στὴ νίκη τῶν συμμαχικῶν δυνάμεων.
Σὲ ἀνταπόδοση τῆς εὐεργεσίας αὐτῆς τοῦ Ἁγίου παραχωρήθηκε στὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας ὁ τόπος ἐκεῖνος καὶ ξανακτίσθηκε ὁ ναὸς καθὼς καὶ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Στρατείαν κατέλιπες τὴν κοσμικήν, ἀθλητά, οὐράνιον εἴληφας τὴν κληρουχίαν, σοφέ, καὶ στέφος ἀμάραντον, δόξαν ἀποδιώξας βασιλέως γηϊνου, ἄθλους δὲ διανύσας μαρτυρίου γενναίου. Διό, μεγαλομάρτυς Μηνᾷ, πρέσβευε σωθήναι ἠμᾶς.


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον  
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Tρισάριθμον σύνταγμα τῶν ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ συμφώνως τιμήσωμεν ὡς καθαιρέτας ἐχθροῦ, Μηνᾶν τὸν ἀοίδημον, Βίκτωρα τὸν γενναῖον καὶ Βικέντιον ἅμα, τούτοις συνευφημοῦντες στεφανίδα τὴν θείαν. Αὐτῶν, Χριστέ, ἱκεσίαις πάντας ἐλέησον.


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.

Τους μεγίστους αγώνας του μαρτυρίου σου, καρτεροψύχως ανύσας Μεγαλομάρτυς Μηνά, ουρανίων δωρεών λαμπρώς ηξίωσαι, και θαυμάτων αυτουργός, εκ Θεού αναδειχθείς, προστάτης ημίν εδόθης, και βοηθός εν ανάγκαις, και αντιλήπτωρ εναργέστατος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.

Τρισάριθμον σύνθημα, των αθλοφόρων Χριστού, υμνήσωμεν άσμασι, χαριστηρίοις πιστοί, Μηνάν τον αοίδιμον, Βίκτωρα τον γενναίον, και Βικέντιον θείον, πλάνην την των ειδώλων, καταργήσαντας πίστει. Αυτών ταις ικεσίαις, Χριστέ ο Θεός, σώσον τας ψυχάς ημών.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Τῆς στρατειᾶς ἥρπασε, τῆς ἐπικήρου, καὶ ἀφθάρτου ἔδειξε, σὲ Ἀθλοφόρε κοινωνόν, Μηνᾶ Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ τῶν Μαρτύρων ἀκήρατος στέφανος.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν.

Ἡ τὸ πρὶν ἀγνωσίας σκότει δεινῷ, κρατουμένη θεόφρον, Μάρτυς Μηνᾶ, Αἴγυπτος ἀνέτειλε, σὲ φωστῆρα παγκόσμιον, ἀθεΐας νύκτα, συντόνως ἐλαύνοντα, ταῖς βολίσι Μάκαρ, τῶν θείων ἀγώνων σου· ὅθεν τὴν φωσφόρον, καὶ σεπτήν σου ἡμέραν, φαιδρῶς ἑορτάζοντες, ἐκτενῶς σοι κραυγάζομεν, Ἀθλητῶν ἐγκαλλώπισμα, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος

Μεγάλης πρόξενος ἡμῖν, ὑπάρχει θυμηδίας, ἡ μνήμη τῶν Μαρτύρων, κατὰ παθῶν ἀνδρείαν, καὶ ἀριστείαν κατ' ἐχθρῶν ἐπιδεικνυμένη, ἐν φαιδρᾷ καὶ προσηνεῖ ὁμολογίας χάριτι· Δεῦτε οὖν ἐν ταύτῃ, φιλέορτοι πάντες εὐφρανθῶμεν, τῆς προσκαίρου εὐφροσύνης τὴν κρείτονα καὶ τελεωτέραν, Μηνᾶ τοῦ Ἀθλητοῦ τὴν μνήμην τελοῦντες, καὶ λαμβάνοντες παθῶν δῶρον τὴν λύσιν, τούτων δὲ δοτήρ, Χριστὸς ὁ Θεὸς ὑπάρχει, ὁ τῶν Μαρτύρων ἀκήρατος στέφανος.

Μεγαλυνάριον.

Φύλαξ καὶ θερμότατος ἀρωγός, πέλων Ἀθλοφόρε, τῶν καλούντων σε ἐν παντί, πλήρου τὰς αἰτήσεις, Μηνᾶ θαυματοβρύτα, τῶν πόθῳ ἐκζητούντων, τὴν σὴν ἀντίληψιν.

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2021

ΚΑΙ ΑΛΛΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΛΑΙΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

 



Ἡ κυρία Ἑλένη Κόντε, πού συναντήσαμε στήν Αἴγινα, στίς 3 Ὀκτωβρίου 2014, ἡμέρα τῆς κοιμήσεως τοῦ Ἁγίου Ἱερωνύμου, τοῦ Γέροντος τῆς Αἰγίνης, μᾶς βεβαίωσε ἐπίσης γιά τό κήρυγμα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου ὑπέρ τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου!

-Ὁ Ἅγιος κήρυσσε ἀπό ἄμβωνος καί δίδασκε νά μή ἀκολουθήσουμε τό νέο ἡμερολόγιο, λέγοντας:

-Θά ἀλλάξει τό ἑορτολόγιο, ἀλλά ἐσεῖς θά μείνετε μέ τήν Ἐκκλησία. Νά μήν ἀκολουθήσετε τήν ἀλλαγή!

-Τά ἀνωτέρω λόγια τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου τά ἄκουγε συχνά ἡ μητέρα μου Σωτηρία Λαδᾶ, πού τότε ἔμενε στήν Αἴγινα μέ τούς γονεῖς της Μιχαήλ καί Ἐλπίδα (παππούς μου καί γιαγιά μου).

Ὁ παππούς μου ἦταν «πηγαδᾶς», (ἄνοιγε πηγάδια στήν Αἴγινα).

Ἡ μητέρα μου εἶχε γεννηθεῖ το 1910 καί θυμόταν πολύ καλά, πού πήγαινε μέ τούς γονεῖς της στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου, γιατί τούς ἄρεσε ἡ κατανυκτική Λειτουργία, πού τελοῦσε ὁ Ἅγιος Νεκτάριος καί πολύ ἀναπαύονταν.

Κοιμήθηκε σέ ἡλικία 93 ἐτῶν, πρίν ἀπό δώδεκα χρόνια. Συχνά, μέχρι τελευταία, μᾶς θύμιζε τήν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, νά μείνουμε μέ τό Παλαιό , διδασκαλία πού ἡ ἴδια σάν μικρό παιδί ἄκουγε ἀπό τό στόμα του! 

Δείτε σχετικά:

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ & ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ : "ΚΙ ΑΝ ΑΛΛΑΞΟΥΝ ΟΛΟΙ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΤΕ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ" ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΣΑΣ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ"

 του Μητροπολίτου Αττικής και Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου


Ιστορικό του ναού της Ευαγγελιστρίας εις το Πυρί Θηβών, ο οποίος είναι χτισμένος κατ’ εντολήν τουΑγίου Νεκταρίου.
«Κι αν αλλάξουν όλοι να παραμείνετε στην παράδοση»
 «Τα σπίτια σας να γίνουν Εκκλησίες»...





Βρισκόμαστε στη Θηβα το 1924 στην περιοχή του Πυρίου. Όλα κυλούν ήρεμα και καλά. Οι νοικοκυρές στολίζουν τα σπίτια τους με τα έργα των χεριών τους, οι πατεράδες αγωνίζονται για το καθημερινόαναλώνοντας τις περισσότερες ώρες τους στα χωράφια ενώ τα παιδιά ανέμελα τρέχουν από δω και απόκει για να χορτάσουν το παιχνίδι τους. Ξαφνικά όμως μέσα σε αυτή την ηρεμία δύο άντρες ανεβασμένοιστα άλογά τους, γνωστοί στους περισσότερους των Θηβών, ο Κίμων ο Στεφανιώτης και ο Λουκάς οΚαλατζής, γυρίζουν αλαφιασμένοι και τρομαγμένοι φωνάζοντας, πάνω από τα άλογα που βρισκόντουσαν. «Μας ΦPAΓKEΨAN! Μας ΦPAΓKEΨAN!» Τι είχε συμβεί; Δυστυχώς είχαν πληροφορηθει πως η Ελλαδική Εκκλησία άλλαξε το ημερολόγιο χωρίς να γνωρίζει ο κόσμος, χωρίς να ρωτηθούν οι Αρχιερείς της Ελλάδος, εκτός από τους πέντε που το άλλαξαν.

«Μας φράγκεψαν! Μας φράγκεψαν!». Συνεχώς φώναζαν και ενημέρωναν τα γειτονικά χωριά των Θηβών.
Ναι, μα με ποιο δικαίωμα το έκαναν αυτό; Αφού αυτοί δεν ήταν κληρικοί, ήταν απλοί λαϊκοί. Από που πήραν το θάρρος αυτό; Τι γνώριζαν; Τι εντολή είχαν;

Οι δύο αυτοί άνδρες είχαν πνευματικό καθοδηγητή κάποιο επίσκοπο ο οποίος βρισκόταν σε ένα όμορφο νησί του Αργοσαρωνικού, την Αίγινα. Το όνομά του ήταν Νεκτάριος, Επίσκοπος Πενταπόλεως. Το 1918 είχαν πάει και οι δύο στο νησί να εξομολογηθούν και να πάρουν τη συμβουλή του για ένα θέμα το οποίο την εποχή εκείνη ήταν σε έξαρση. Το θέμα αυτό ήταν για την αλλαγή τουημερολογίου. Η ερώτησις των δύο ήταν κατά πόσο είναι εφικτή και επιτρεπτή η αλλαγή του ημερολογίου.Ο Άγιος Ιεράρχης όπως ήταν σοφός και πράος τούς απάντησε:

         -Παιδιά μου, δεν πρέπει να γίνει η αλλαγή του ημερολογίου διότι βάσει αυτού έχουν θεσπισθείόλες οι εορτές της Εκκλησίας μας και ιδιαιτέρως το αιώνιο Πασχάλιο.
 .
            - Μαλιστα Δέσποτα, εάν όμως η Εκκλησία δεχθεί τη μεταρρύθμιση τι γίνεται; Τι κάνουμε εμείς;
 .
         - Εσείς να παραμείνετε ως έχετε, δεν θα ακολουθήσετε τούς μεταρρυθμιστές διότι το Γρηγοριανόημερολόγιο έχει καταδικασθεί από τρεις πανορθοδόξους συνόδους επί πατριαρχίας Ιερεμίου του Τρανού 1592-1593 και Ανθίμου το 1848. Είναι αδύνατον Ορθόδοξοι Χριστιανοί να δεχθούν τηναλλαγή. Εγώ δε δέχομαι ούτε ακολουθώ κανέναν έστω κι αν μείνω μόνος μου. Ναι, Δέσποτα, αλλά εάν δεν έχουμε ιερείς τι θα κάνουμε;
       
             - Παιδιά μου θα οικονομήσει ο Κύριος μας και θα σας στείλει.
- Κι αν δεν έχουμε εκκλησία και εχουν γυρίσει όλοι με το Γρηγοριανό εκεί, πως το αντιμετωπίζουμε;
.
.- Γι’ αυτό προβληματίζεσθε; Δεν υπάρχει πρόβλημα, τα σπίτια σας να γίνουν Εκκλησίες.
.- Μα, πως Δέσποτα; Πως μπορεί να γίνουν αυτά; 

.- Εγώ παιδιά μου απεύχομαι να γίνη η αλλαγή, αλλά εάν γίνει τότε πρέπει να αντισταθείτε. Να είστε σίγουροι πως ο Χριστός μας θα είναι μαζί σας όταν συνειδητά υπερασπισθείτε τα Ιερά και τα Όσια της Εκκλησίας μας. Εάν διαβάσατε την Ιστορία της Εκκλησίας μας θα δείτε και θα γνωρίσετε πως σε περίοδοανταρσίας και ακαταστασίας στην Εκκλησία ότι πολλά σπίτια είχαν γίνει τόποι κοινής προσευχής»..
. .
Όλα αυτά αλλά και πολλά άλλα είπε και τους έλεγε ο επίσκοπος Πενταπόλεως Νεκτάριος. Έπειτα απόδύο χρόνια το 1920 ο Άγιος Ιεράρχης κοιμήθηκε.


Παρευρέθηκαν στην κηδεία του παίρνοντας για τελευταία φορά την ευχή του προσκυνώντας τον. Καθηκόντως λοιπόν οι δύο αυτοί άνδρες σεβόμενοι τη μνήμη του πνευματικού τους, ως συνειδητοί χριστιανοί, προσπάθησαν όσο το δυνατόν περισσότερο να ενημερώσουν τον κόσμο για το μεγάλο πνευματικό κακό που είχε γίνει στην Ελλάδα. Καταφέρνουν με τη χάρη του Κυρίου μας να βοηθήσουν πνευματικά, πολύ κόσμο με αποτέλεσμα αρκετά χωριά της Βοιωτίας να παραμένουν στη παράδοση. Ιερείς έρχονταν αραιά και που από το Άγιον Όρος για να τούς εξυπηρετήσουν και όχι μόνον αυτό αλλά στηναναζήτηση προς εξυπηρέτηση ιερού ναού ο Λουκάς Καλατζής αποφάσισε να κάνει τόπο κοινής προσευχής το σπιτάκι του, δίδοντας στο Εκκλησάκι την ονομασία του Ευαγγελισμού, ούτως ώστε ναέρθουν σε εκπλήρωση οι ευχές και οι εντολές του πνευματικού τους πατέρα του Επισκόπου ΠενταπόλεωςΑγίου Νεκταρίου του Θαυματουργού.
Πέρασαν 75 ολόκληρα χρόνια από τον χωρισμό της Εκκλησίας μας.
Η ιστορία έγραψε πολλά θλιβερά γεγονότα τα οποία συνέβησαν κατά το διάστημα αυτό. Παρόλα αυτάόμως η ζέση της πίστεως δεν έσβησε μέχρι σήμερα. Εξακολουθεί να υπάρχει και συνεχίζει παραμένονταςαμείωτη και σταθερή για τις επερχόμενες γενεές.

Τα ιστορικά γεγονότα είναι γνωστά σε εμάς από τους επιζώντας συνεχιστάς των Ιερών παραδόσεων Θηβαίους Ευάγγελο Τούτουζα, Χρήστο Λαλιώτη, Στυλιανό Σκούμα, οι οποίοι έζησαν από κοντά τόσον ωςπαιδιά όσον και ως ώριμοι πλέον άνδρες, τον Κιμωνα Στεφανιώτη και τον Λουκά Καλαντζή, τον μετέπειτα πατέρα Λεόντιο.


Σήμερα υπάρχει η μαρτυρία του ιστορικού ναού του Ευαγγελισμού της Κυρίας Θεοτόκου, ο οποίος εκτίσθη με την ευχή και την εντολή του Αγίου Νεκταρίου έχοντας υπερυψωμένο επάνωθεν τον περικαλλέστατο Ναό των Αγίων Πάντων πρωτοβουλία του μακαριστού Κωνσταντίντου Τούτουζα.


Αυτά τα λίγα αγαπητοί αναγνώστες από τη ζωή, τους αγώνες και την παρουσία της Εκκλησίας μας.


Ιδιαιτέρως ο γράφων αισθάνομαι αρκετά συγκινημένος και ευτυχισμένος διότι η θεία Πρόνοια οικονόμησε να υπηρετήσω τον ιστορικό Ναό της Ευαγγελιστρίας επί οκτώ συναπτά έτη ως εφημέριοςσυνεχίζοντας την εντολή του Αγίου Νεκταρίου:

.
«TA ΣΠITIA ΣΑΣ NA ΓINOYΝ EKΚΛΗΣIEΣ»
 «KI AN ΑΛΛΑΞOYΝ ΟΛOI, NA ΠAPAMEINETE ΣTHΝ ΠAPΑΔΟΣΗ»




Ο Ιερός Ναός Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (κάτω) και Αγίων Πάντων (επάνω) στην περιοχή Πυρί της πόλεως των Θηβών. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο ναός αυτός ήταν μέχρι πρότινος ιδιόκτητος και ανήκεστην, γνωστή για την προσήλωσή της στις πατρώες παραδόσεις, οικογένεια Τούτουζα. Για την καλύτερη διασφάλιση του ιερού χαρακτήρα του ναού οι ιδιοκτήτες απεφάσισαν να τον μεταβιβάσουν στοεκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας μας. 

*************************************************************


 «Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ», Αρ. φ. 902, έτος 50ον, 29/2/2000, σελ. 10!11.

ΠΗΓΗ: http://www.entoytwnika.gr/2013/11/blog-post_2061.html

Δείτε σχετικά:


Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ (9 Νοεμβρίου)


Ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως γεννήθηκε την Τρίτη 1 Οκτωβρίου του 1846 στην Σηλυβρία της Τουρκοκρατούμενης Θράκης, από ευσεβείς και φτωχούς γονείς -τους Δήμο (Δημοσθένη) και Μπαλού (Βασιλική) Κεφαλά. Ο πατέρας του καταγόταν από τα Ιωάννινα, ναυτικός στο επάγγελμα, και η μητέρα του καταγόταν από την Σηλυβρία. Ήταν το πέμπτο παιδί της οικογένειας και είχε πέντε ή έξη αδέρφια: τον Δημήτριο, τον Γρηγόριο, τη Σμαράγδα, τη Σεβαστή, τη Μαριώρα και τον Χαραλάμπη (το όνομα και η ύπαρξη του οποίου εμφανίζονται στην διαθήκη του Αγίου, ενώ κάποιες πηγές τον θέλουν να αντικατέστησε τον Άγιο ως διδάσκαλος στο χωριό Λιθί της Χίου). Κατά την βάπτιση του δε, του δόθηκε το όνομα Αναστάσιος.

Τα πρώτα γράμματα μαζί με χριστιανικές διδαχές τα έλαβε από την μητέρα του. Στη Σηλυβρία τελείωσε το δημοτικό και το σχολαρχείο. Ήταν ένα ευφυέστατο παιδί με πολύ καλή μνήμη, που έδειξε την διδασκαλική και θεολογική του κλίση από πολύ νωρίς. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι σε ηλικία μόλις επτά ετών, έραβε φύλλα χαρτιού μεταξύ τους με σκοπό να φτιάξει βιβλία για να γράψει σε αυτά τα λόγια του Θεού, όπως ο ίδιος είπε στην μητέρα του.

Κατόπιν μετανάστευσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάστηκε στην αρχή σε καπνοπωλείο, τόσο για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια του όσο και για να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές του. Εκείνο τον καιρό άρχισε να μελετά και να συλλέγει ρητά και αποφθέγματα Αγίων Πατέρων και κλασικών φιλοσόφων, τα οποία αποτέλεσαν το δίτομο βιβλίο «Ιερών και φιλοσοφικών λογίων θησαύρισμα», που εξέδωσε το 1895. Τα συγκέντρωνε όχι μόνο για δική του χρήση αλλά και για να μπορέσει να τα μεταφέρει στους συνανθρώπους του και να τους ωφελήσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πλευράς του χαρακτήρα του είναι ότι έγραφε κάποια από αυτά τα γνωμικά στις χάρτινες καπνοσακούλες του καπνοπωλείου, ώστε να τα διαβάσουν και να ωφεληθούν όσοι τις χρησιμοποιούσαν. Η πρακτική αυτή δε, έλυνε και το πρόβλημα της δημοσίευσης τους από εκείνον, ελλείψει χρηματικών πόρων.

Πριν ακόμα συμπληρώσει το 20ο έτος της ηλικίας του, προσελήφθη ως παιδονόμος στο, εν Κωνσταντινούπολη, σχολείο του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου (διευθυντής του σχολείου αυτού ήταν ο θείος του -από την πλευρά της μητέρας του- Αλέξανδρος Τριανταφυλλίδης) όπου συνέχισε τις σπουδές του, ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν διδάσκοντας τις μικρότερες τάξεις.

Την ίδια περίοδο έλαβε χώρα και το πρώτο θαύμα του Αγίου Νεκταρίου. Ενώ βρισκόταν σε ιστιοφόρο και ταξίδευε για να πάει από την Κωνσταντινούπολη στην ιδιαίτερη πατρίδα του -για να εορτάσει μαζί με την οικογένεια του τα Χριστούγεννα- έπιασε μεγάλη τρικυμία. Με την παραίνεση και τις προσευχές όμως του Αγίου, το πλοίο κατάφερε να φτάσει στον προορισμό του και έτσι γλύτωσαν την ζωή τους οι συνεπιβάτες του και φυσικά ο ίδιος.

Μετά την Κωνσταντινούπολη ήρθε η σειρά της Χίου να φιλοξενήσει τον «Άγιο του 20ου αιώνα». Στην αρχή εργάστηκε ως δημοδιδάσκαλος στο χωριό Λιθί, ενώ παράλληλα κήρυττε σε Ιερούς ναούς της περιοχής.
Μετά την πάροδο επτά ετών, εισήλθε ως δόκιμος μοναχός στην «Νέα Μονή», της Χίου, σε ηλικία 27 ετών. Τρία χρόνια αργότερα έγινε μοναχός (στις 7 Νοεμβρίου 1876) και έλαβε το όνομα Λάζαρος, ενώ άρχισε να εργάζεται ως γραμματέας του μοναστηριού. Λίγους μήνες αργότερα (στις 15 Ιανουαρίου 1877) χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος από τον τότε Μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο. Κατά την χειροτονία του, ήταν που έλαβε το όνομα Νεκτάριος.

Το ίδιο έτος (1877) έφυγε από την Νέα Μονή με άδεια και πήγε στην Αθήνα για να συνεχίσει τις σπουδές του. Αξίζει σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε ότι τα έξοδα των σπουδών του αυτών, κάλυψαν οι αδερφοί Χωρέμη -ο Ιωάννης και ο Δημοσθένης Χωρέμης. Στο νησί της Χίου επέστρεψε μετά από τρία έτη, έχοντας στις αποσκευές του το πτυχίο του Γυμνασίου.

Στα τέλη Σεπτέμβρη του 1882 μετέβη στην Αλεξάνδρεια όπου παρουσιάστηκε στον Πατριάρχη Σωφρόνιο και του εξέθεσε την επιθυμία του να συνεχίσει τις σπουδές του, δίνοντας του και μια συστατική επιστολή από τον Ηγούμενο της Νέας Μονής, Νικηφόρο. Ο Σωφρόνιος όντως τον βοήθησε (αναλαμβάνοντας το Πατριαρχείο τα ένα μέρος από τα έξοδα των σπουδών, τα υπόλοιπα τα κάλυψαν οι αδερφοί Χωρέμη) θέτοντας του όμως ως όρο μετά το πέρας των σπουδών του, να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια και να εργαστεί για το Πατριαρχείο.

Έτσι ο Άγιος Νεκτάριος, πήρε για άλλη μια φορά τον δρόμο για την Αθήνα όπου γράφτηκε στην Θεολογική Σχολή Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε τρία χρόνια αργότερα. Στην Θεολογική Σχολή διδάχθηκε: Δογματική, Ηθική, Παλαιά Διαθήκη, Εβραϊκά, Καινή Διαθήκη, Ποιμαντική, Πατρολογία, Χριστιανική Αρχαιολογία, Κατηχητική, Συμβολική και Ιστορία Δογμάτων. Την περίοδο των σπουδών του υπηρέτησε ως διάκονος στους ναούς: της Αγίας Ειρήνης (Αιόλου), της Παντάνασσας (Μοναστηράκι) και στου Αγίου Νικολάου (Πευκάκια).
Ήταν τέλη του 1885 ή αρχές του 1886 όταν επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια έχοντας τελειώσει τις σπουδές του στην Θεολογική Σχολή Αθηνών. Φτάνοντας εκεί ανέλαβε αμέσως καθήκοντα ιεροκήρυκα. Στις 23 Μαρτίου του 1886 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στον Ναό του Αγίου Σάββα από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας, ενώ τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου ανήλθε στο αξίωμα του Αρχιμανδρίτη. Εργάστηκε ως γραμματέας του Πατριαρχείου και κατόπιν ως Πατριαρχικός Επίτροπος στο Κάιρο.

Τον Ιανουάριο του 1889 ο Πατριάρχης Σωφρόνιος, αναγνωρίζοντας την αξία του Αγίου και βλέποντας την αγάπη με την οποία τον περιέβαλαν οι πιστοί, τον χειροτόνησε Μητροπολίτη Πενταπόλεως. Ο Άγιος ασκούσε τα καθήκοντα του με ζήλο και υποδειγματικό τρόπο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το ποίμνιο του να τον αγαπά όλο και περισσότερο, ενώ -στον αντίποδα- κάποιοι στο Πατριαρχικό περιβάλλον άρχισαν να τον συκοφαντούν -ζήλευαν την αγάπη που του είχαν οι χριστιανοί αλλά και το μεγαλείο του χαρακτήρα του.

Οι συκοφάντες έριξαν τους σπόρους τους, κι εκείνοι βρήκαν γόνιμο έδαφος στον υπερήλικο Πατριάρχη και φύτρωσαν. Αποτέλεσμα; Να αφαιρεθούν από τον Άγιο Νεκτάριο τα αξιώματα του, και να του επιτραπεί μόνο να διαμένει στο δωμάτιο του, χωρίς να μπορεί να κινείται στην περιοχή του Καΐρου και στις γύρω κωμοπόλεις. Οι συκοφάντες όμως δεν έμειναν ικανοποιημένοι. Συνέχισαν το βδελυρό τους έργο και έτσι, στις 11 Ιουλίου του 1890 εξεδόθη από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας «απολυτήριο», με το οποίο υποχρέωναν τον Άγιο να εγκαταλείψει την Αίγυπτο, παρόλο που εκείνος είχε συμμορφωθεί απόλυτα και χωρίς διαμαρτυρίες στις εντολές του Σωφρόνιου. Αξίζει να σημειωθεί ότι το «απολυτήριο» δεν ήταν σύμφωνο με τους κανόνες της Εκκλησίας -δεν είχε γίνει εκκλησιαστική δίκη- αλλά και δεν του καταβλήθηκαν οι μισθοί που του χρωστούσε το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας από την μέρα που χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως έως και την ημέρα που τον ανάγκασαν να αποχωρήσει από την Αίγυπτο.

Έτσι ο Άγιος Νεκτάριος πήρε για τρίτη φορά τον δρόμο για την Αθήνα. Οι συκοφάντες είχαν πετύχει το στόχο τους.
Από την στιγμή που έφτασε στην ελληνική πρωτεύουσα, άρχισε να αναζητά κάποια θέση που θα του επέτρεπε να προσφέρει ξανά τις υπηρεσίες του στους ανθρώπους. Μετά από ένα χρόνο -δύσκολο λόγω της άσχημης οικονομικής του κατάστασης- διορίστηκε από την Εκκλησία της Ελλάδος ιεροκήρυκας Ευβοίας, στις 15 Φεβρουαρίου του 1891. Κοντά στους εκεί χριστιανούς έμεινε δυόμιση χρόνια, έως τον Αύγουστο του 1893, όπου μετατέθηκε στο νομό Φθιώτιδος και Φωκίδος. Στην νέα του θέση παρέμεινε μόλις μισό χρόνο.

Το ήθος του, ο εξαίσιος χαρακτήρας του, η ευσέβεια του, αλλά και οι πράξεις του, έκαναν το ποίμνιο του να τον αγαπά σαν πατέρα και την φήμη του να εξαπλώνεται συνεχώς. Όταν αυτή η φήμη έφτασε στα αρμόδια "αυτιά", στην Αθήνα, αποφασίστηκε ο Άγιος Νεκτάριος να διοριστεί διευθυντής της Ριζαρείου σχολής, πράγμα που έγινε τον Μάρτιο του 1894.

Στην διεύθυνση της Ριζαρείου παρέμεινε για 14 ολόκληρα χρόνια. Στο διάστημα αυτών των ετών έδωσε νέα πνοή στο ίδρυμα και βοήθησε στην εκπαίδευση και την ανάδειξη πλήθους κληρικών και επιστημόνων. Παράλληλα συνέχισε -με μεγαλύτερη μάλιστα ένταση- το συγγραφικό του έργο. Μια ασχολία που τον συνόδευε από τα νεανικά του χρόνια και που χάρισε σε εμάς πνευματικούς θησαυρούς γεννημένους στο μυαλό και την ψυχή του Αγίου Νεκταρίου.

Τις περισσότερες ώρες της ημέρας εργαζόταν για τις ανάγκες της σχολής και τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του τον μοίραζε στην προσευχή, στην μελέτη, στην συγγραφή και στην αγαπημένη του ασχολία: την φροντίδα λουλουδιών και δέντρων.

Κατά την διάρκεια των θερινών διακοπών της σχολής, το καλοκαίρι του 1898, ο Άγιος Νεκτάριος επισκέφθηκε το Άγιο Όρος, όπου και περιόδευσε στις εκεί μονές για σχεδόν δύο μήνες. Στο διάστημα αυτό μελέτησε εκτενώς τα χειρόγραφα στις βιβλιοθήκες των μονών, προς αναζήτηση υλικού για τις επιστημονικές εργασίες του.

Παράλληλα με τα καθήκοντα του διευθυντού της Ριζαρείου, αναλαμβάνει και φιλανθρωπική δράση συνδράμοντας όσους είχαν ανάγκη σε πνευματικό και υλικό επίπεδο. Η έντονη σωματική και πνευματική δράση εκείνων των ετών, έδρασε αρνητικά την υγεία του Αγίου, ο οποίος αρρώσταινε όλο και πιο συχνά. Τότε ήταν που στο μυαλό του γεννήθηκε η ιδέα της επιστροφής στον μοναστικό βίο και ζήτησε από την Νέα Μονή Χίου το απολυτήριο του, ώστε να μπορέσει να μονάσει όπου ήθελε. Το εν λόγω απολυτήριο εστάλη από την Νέα Μονή στον Άγιο Νεκτάριο στις 24 Νοεμβρίου του 1900.

Όταν κάποια στιγμή ο Άγιος γνωρίστηκε με την Χρυσάνθη Στρογγυλού (μετέπειτα Ηγουμένη Ξένη), μια τυφλή και ευσεβή γυναίκα, μπήκε το πρώτο λιθαράκι για την δημιουργία της μονής στην Αίγινα. Η Χρυσάνθη μαζί με μερικές ακόμα γυναίκες επιθυμούσαν να μονάσουν και αναζητούσαν ένα πνευματικό οδηγό, τον οποίο βρήκαν στο πρόσωπο του Αγίου Νεκταρίου. Με παραίνεση του άρχισαν να αναζητούν τόπο για την δημιουργία ενός μοναστηριού, και τελικά κατέληξαν σε μια ερειπωμένη μονή -αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή και διαλυμένη από το 1834 με διάταγμα των Βαυαρών- στην Αίγινα. Όταν επισκέφθηκε και ο Άγιος τον τόπο εκείνο, αποφασίστηκε να επισκευαστούν τα παλαιά κτήρια της μονής και να ξανατεθεί το μοναστήρι σε λειτουργία. Οι εργασίες για τον σκοπό αυτό ξεκίνησαν το 1904, η δε μονή θα ήταν αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα. Ο Άγιος από την Αθήνα -ήταν ακόμα διευθυντής στην Ριζάρειο- καθοδηγούσε τις μοναχές και όποτε έβρισκε χρόνο επισκεπτόταν την μονή στην οποία έμελλε να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Μετά από τέσσερα χρόνια, έχοντας πλέον αποφασίσει να αποσυρθεί στο μοναστήρι της Αίγινας και να ασχοληθεί με την οργάνωση του και την πνευματική καθοδήγηση των καλογριών που το στελέχωναν, υπέβαλε την παραίτηση του στο διοικητικό συμβούλιο της Ριζαρείου στις 7 Φεβρουαρίου του 1908. Η παραίτηση έγινε δεκτή από το συμβούλιο, το οποίο τον συνταξιοδότησε -ως ελάχιστη αναγνώριση του έργου του- με το σημαντικό για την εποχή ποσό, των 250 δραχμών το μήνα.
Στη μονή εγκαταστάθηκε μετά το Πάσχα του ιδίου έτους, μιας και παρέμεινε στην θέση του διευθυντή της Ριζαρείου μέχρι να βρεθεί αντικαταστάτης.

Με δικά του έξοδα έκτισε μια μικτή οικία, πλησίον αλλά εκτός της μονής, στην οποία θα κατοικούσε. Αξιοσημείωτο είναι ότι έλαβε ενεργά μέρος στο κτίσιμο, κουβαλώντας χώμα ή λάσπη και σκάβοντας, βοηθώντας τους τεχνίτες. Ποτέ, σε όλη του τη ζωή, δεν θεώρησε κάποια εργασία ανάξια του. Πάντα έκανε ότι περνούσε από το χέρι του, με ιδιαίτερη χαρά, ζήλο και ταπεινοφροσύνη!

Μια υπόθεση στην οποία αφιέρωσε κόπο και χρόνο ήταν αυτή της επίσημης αναγνώρισης της Μονής από την Εκκλησία της Ελλάδος. Αναγνώριση που τελικά επιτεύχθηκε τέσσερα χρόνια μετά την κοίμηση του, και ανακοινώθηκε στις μοναχές με επιστολή του Αρχιεπισκόπου Χρυσόστομου, στις 15 Μαΐου του 1924.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Άγιος Νεκτάριος έπασχε από χρόνια προστατίτιδα, η οποία του δημιουργούσε αφόρητους πόνους. Τελικά συμφώνησε στις συστάσεις των γιατρών και ήρθε στην Αθήνα στο Αρεταίειο νοσοκομείο. Εκεί νοσηλεύτηκε -στον 2ο θάλαμο του 2ου ορόφου (ήταν θάλαμος Γ θέσης: απορίας)- για δύο σχεδόν μήνες. Στο πλευρό του, καθ' όλη την διάρκεια της νοσηλείας του, ήταν συνεχώς -και εναλλάσσονταν σε βάρδιες- οι μοναχές Ευφημία και Αγαπία. Τελικά γύρω στα μεσάνυχτα της 8ης προς 9ης Νοεμβρίου του 1920 ανεχώρησε για τους Ουρανούς, σε ηλικία 74 ετών.

Το σκήνωμα του Αγίου μεταφέρθηκε στην Αίγινα και από το λιμάνι μέχρι την Μονή το μετέφεραν στα χέρια τους οι πιστοί. Όλο το νησί θρηνούσε μα περισσότερο απ' όλους οι μοναχές που έχασαν τον Πατέρα και Οδηγό τους. Το ιερό του σκήνωμα ήδη είχε αρχίσει να αναδίδει ευωδία. Η ταφή του, έγινε στο προαύλιο της Μονής δίπλα στο αγαπημένο του πεύκο.

Όταν μετά από έξη μήνες άνοιξαν το μνήμα για να τοποθετηθεί μια επιτύμβια πλάκα -δωρεά της Ριζαρείου- το σκήνωμα του εξακολουθούσε να ευωδιάζει χωρίς να παρουσιάζει το παραμικρό σημάδι αλλοίωσης. Ενάμιση χρόνο αργότερα το μνήμα ξανανοίχτηκε και το ιερό σκήνωμα του εξακολουθούσε να παραμένει άφθαρτο και ευωδιάζον. Το ίδιο συνέβη και τρία χρόνια μετά την κοίμηση του. Συνολικά το σκήνωμα του παρέμεινε σε αυτή την κατάσταση για είκοσι ολόκληρα χρόνια!
Τριάντα δύο χρόνια, δε, μετά την κοίμηση του έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1953, από τον Μητροπολίτη Προκόπιο.

Η επίσημη αναγνώριση του, ως Αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, έγινε το 1961 με Πατριαρχική Συνοδική Πράξη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τότε καθορίστηκε και η 9η Νοεμβρίου ως ημέρα εορτής του Αγίου Νεκταρίου.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α'. Τῆς ἐρήμου πολίτης. 

Σηλυβρίας τὸν γόνον καὶ Αἰγίνης τὸν ἔφορον, τὸν ἐσχάτοις χρόνοις φανέντα ἀρετῆς φίλον γνήσιον, Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς ἔνθεον θεράποντα Χριστοῦ, ἀναβλύζει γὰρ ἰάσεις παντοδαπὰς τοῖς εὐλαβῶς κραυγάζουσι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυματώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.




Δείτε σχετικά: