† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2021

ΠΩΣ ΜΑΡΤΥΡΗΣΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΣ

 Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος


ΠΩΣ ΜΑΡΤΥΡΗΣΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΣ

Οι Ιουδαίοι, επειδή απελπίστηκαν για το σχέδιό που κατέστρωσαν εναντίον του Αποστόλου Παύλου, γιατί αυτός επικαλέστηκε τον Καίσαρα και στάλθηκε στη Ρώμη από τον Φήστο, στρέφονται ενάντια στον Άγιο Ιάκωβο, τον αδελφόθεο, στον οποίο είχε ανατεθεί από τους αποστόλους ο θρόνος της επισκοπής των Ιεροσολύμων. Και εναντίον του, τολμούν το εξής.

Αφού τον οδήγησαν στη μέση, του ζητούσαν να αρνηθεί την πίστη στο Χριστό μπροστά σε όλο το λαό. Επειδή όμως αυτός, αντίθετα με τη γνώμη όλων, μίλησε μπροστά στο πλήθος με ελευθερία και παρρησία, την οποία δεν περίμεναν, και ομολόγησε ότι ο Σωτήρας και Κύριός μας Ιησούς Χριστός είναι Υιός του Θεού, αυτοί δε μπορούσαν πλέον να ανεχτούν τη μαρτυρία του, καθώς άλλωστε πιστεύονταν από όλους τους ανθρώπους ότι ήταν πάρα πολύ δίκαιος εξ' αιτίας της ανωτερότητας της φιλοσοφίας και της θεοσέβειας που έδειχνε στη ζωή του, τον σκοτώνουν, παίρνοντας ως ευκαιρία την έλλειψη εξουσίας, καθώς λόγω του θανάτου του Φήστου αυτή την εποχή στην Ιουδαία, η τοπική διοίκηση είχε μείνει χωρίς άρχοντα και επίτροπο.

Και τον τρόπο του θανάτου του Ιακώβου έχουν ήδη φανερώσει και οι λόγοι του Κλήμεντος που παρατέθηκαν προηγουμένως, ο οποίος ιστορεί ότι τον έριξαν από το αέτωμα του ναού και τον ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου. Και με μεγάλη ακρίβεια ιστορεί τα σχετικά μ' αυτόν ο Ηγήσιππος, ο οποίος ανήκει στην πρώτη διαδοχή των αποστόλων, αναφέροντας στο πέμπτο του Υπόμνημα τα εξής.

«Αναλαμβάνει τη διοίκηση της Εκκλησίας μαζί με τους αποστόλους ο αδελφόθεος Ιάκωβος, ο οποίος ονομάστηκε από όλους δίκαιος, από τα χρόνια του Κυρίου ως τις μέρες μας, επειδή πολλοί είχαν το όνομα Ιάκωβος, αυτός από την κοιλιά της μητέρας του ήταν άγιος∙  Κρασί και οινόπνευμα δεν ήπιε, ούτε κρέας έφαγε, ξυράφι στο κεφάλι του δε χρησιμοποίησε, με λάδι δεν αλείφθηκε και στα δημόσια λουτρά δε λούστηκε.

 Μόνο σ' αυτόν επιτρεπόταν να μπει στα άγια∙  γιατί δε φορούσε μάλλινα άλλα λινά. Και έμπαινε στο ναό μόνος και βρίσκονταν γονατισμένος να ζητά συγχώρεση για το λαό, μέχρι το σημείο να έχουν σκληρύνει τα γόνατά του σαν της καμήλας, επειδή πάντοτε γονάτιζε προσκυνώντας τον Θεό και ζητώντας συγχώρεση για το λαό.
Και για την υπεροχή του στη δικαιοσύνη ονομαζόταν ο δίκαιος και «ωβλίας», το οποίο στα ελληνικά σημαίνει «περιοχή του λαού» και «δικαιοσύνη», όπως και οι προφήτες μαρτυρούν για αυτόν.

Κάποιοι λοιπόν από τις επτά μερίδες του λαού, όπως τις έχω προαναφέρει στα Υπομνήματα, τον ρωτούσαν ποια είναι η θύρα του Ιησού, και απαντούσε ότι είναι ο ίδιος ο σωτήρας. Από αυτά κάποιοι πίστεψαν ότι ο Ιησούς ήταν ο Χριστός.
Και οι μερίδες που προαναφέρθηκαν δεν πίστευαν ούτε στην ανάσταση, ούτε ότι θα έρθει και θα αποδώσει στον καθένα ανάλογα με τα έργα του. Και όσοι πίστεψαν, το έκαναν εξαιτίας του Αγίου Ιακώβου.

«Κι επειδή λοιπόν πίστευαν και πολλοί άρχοντες, θορυβήθηκαν οι Ιουδαίοι και οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι λέγοντας ότι υπάρχει κίνδυνος όλος ο λαός να προσδοκά τον Ιησού. Αφού λοιπόν συγκεντρώθηκαν, έλεγαν στον Ιάκωβο ∙ σε παρακαλούμε, συγκράτησε το λαό, γιατί πλανήθηκε για τον Ιησού, νομίζοντας ότι αυτός είναι ο Χριστός. Σε παρακαλούμε, πείσε όλους, όσοι ήρθαν για την ημέρα του Πάσχα, για τον Ιησού∙ γιατί όλοι πειθόμαστε σε σένα. Πράγματι, εμείς και όλος ο λαός αναγνωρίζουμε ότι είσαι δίκαιος και δεν προσωποληπτείς.

Πείσε κι εσύ λοιπόν τον όχλο να μην πλανάται για τον Ιησού. Και βέβαια όλος ο λαός και όλοι πειθόμαστε σε σένα. Στάσου λοιπόν πάνω στο αέτωμα του ναού, για να φαίνεσαι καλύτερα από ψηλά και να ακούει όλος ο λαός καλύτερα τα λόγια σου. Γιατί για το Πάσχα είχαν συγκεντρωθεί όλες οι φυλές μαζί με τους εθνικούς.

Έστησαν λοιπόν οι προαναφερθέντες γραμματείς και Φαρισαίοι τον Ιάκωβο πάνω στο αέτωμα του ναού και του φώναξαν και είπαν∙ «δίκαιε, που όλοι οφείλουμε να πειθόμαστε σε σένα, επειδή ο λαός πλανάται ακολουθώντας τον σταυρωμένο Ιησού, πες μας, ποια είναι η θύρα του Ιησού».

Και απάντησε με δυνατή φωνή∙ «Τι με ρωτάτε για τον υιό του ανθρώπου, κι αυτός κάθεται στον ουρανό, στα δεξιά της μεγάλης δύναμης, και πρόκειται να έρθει πάνω στα σύννεφα του ουρανού;».

Κι επειδή πολλοί πείσθηκαν και δόξαζαν για τη  μαρτυρία του Αγίου Ιακώβου και έλεγαν, «ωσαννά στον υιό του Δαυίδ», τότε πάλι οι ίδιοι γραμματείς και Φαρισαίοι έλεγαν μεταξύ τους∙ «λάθος κάναμε και προσφέραμε τέτοια μαρτυρία στον Ιησού∙ αλλά ας ανεβούμε και ας τον πετάξουμε κάτω για να φοβηθούν και να μην τον πιστέψουν».
Και φώναξαν λέγοντας, «ω, ω, πλανήθηκε και ο δίκαιος», και εκπλήρωσαν τη γραφή που βρίσκεται στον Ησαϊα, «ας σκοτώσουμε τον δίκαιο, γιατί δεν τον χρειαζόμαστε∙ λοιπόν, θα γευτούν τους καρπούς των πράξεών τους».

Αφού ανέβηκαν λοιπόν, έριξαν κάτω τον δίκαιο. Και έλεγαν μεταξύ τους∙ «ας λιθοβολήσουμε τον Ιάκωβο τον δίκαιο», και άρχισαν να τον λιθοβολούν, γιατί παρά την πτώση δεν πέθανε∙ αλλά γύρισε και γονάτισε λέγοντας∙ «Σε παρακαλώ, Κύριε Θεέ Πατέρα, συγχώρεσέ τους∙ γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν».
Κι ενώ λοιπόν έτσι τον λιθοβολούσαν, ένας από τους ιερείς, τους γιους του Ρηχάβ, του γιου του Ραχαβείμ, που αναφέρονται από τον Ιερεμία τον προφήτη, φώναζε λέγοντας∙ «σταματήστε∙ τι κάνετε; για σας προσεύχεται ο δίκαιος».

Και κάποιος απ' αυτούς, ένας που κατεργαζόταν υφάσματα, πήρε το ξύλο με το οποίο χτυπά τα υφάσματα και κατάφερε ένα χτύπημα στο κεφάλι του δίκαιου, και έτσι μαρτύρησε. Και τον έθαψαν  στον τόπο δίπλα στο ναό, και η στήλη του ακόμα βρίσκεται δίπλα στο ναό. Αυτός έχει γίνει αληθινός μάρτυρας για τους Ιουδαίους και τους Έλληνες, ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός. Και αμέσως ο Βεσπασιανός αρχίζει να τους πολιορκεί».
Αυτά εκτεταμένα τα αφηγείται και ο Ηγήσιππος συμφωνώντας με τον Κλήμεντα. Τόσο λοιπόν θαυμαστός ήταν ο Ιάκωβος και τόσο φημίζονταν για τη δικαιοσύνη του απ' τους άλλους όλους, ώστε και οι σώφρονες Ιουδαίοι να νομίζουν ότι αυτή είναι η αιτία που αμέσως μετά το μαρτύριό του πολιορκήθηκε η Ιερουσαλήμ, πράγμα το  οποίο δεν τους συνέβη για κανέναν άλλο λόγο, παρά για το ανοσιούργημα που τόλμησαν εναντίον του.
Και φυσικά ο Ιώσηπος δεν δίστασε να το επιβεβαιώσει εγγράφως με τα εξής λόγια∙


«Αυτά λοιπόν συνέβησαν στους Ιουδαίους σαν εκδίκηση για τον Ιάκωβο τον δίκαιο, επειδή ακριβώς τον σκότωσαν οι Ιουδαίοι, αν και ήταν πάρα πολύ δίκαιος».

Και ο ίδιος συγγραφέας, στο εικοστό βιβλίο της Αρχαιολογίας, περιγράφει το θάνατό του, ως εξής∙ «και ο Καίσαρας, όταν έμαθε το θάνατο του Φήστου, στέλνει για έπαρχο της Ιουδαίας τον Αλβίνο. Και ο νεότερος Άνανος, ο οποίος αναφέραμε ότι είχε παραλάβει την αρχιεροσύνη, ήταν θρασύς στο χαρακτήρα και ιδιαίτερα τολμηρός, και ανήκε στην αίρεση των Σαδδουκαίων, οι οποίοι είναι οι πιο σκληροί στις αποφάσεις από όλους τους Ιουδαίους, όπως ήδη το έχουμε αναφέρει.

Καθώς λοιπόν ήταν τέτοιος ο Άνανος, θεώρησε ότι βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία λόγω του θανάτου του Φήστου κι επειδή ο Αλβίνος ήταν ακόμη στο δρόμο, και συγκαλεί συνέδριο των κριτών και οδηγεί σε αυτό τον Ιάκωβο τον αδελφόθεο, και μερικούς άλλους, και κατηγορώντας τους ότι δήθεν παρανόμησαν, τους παρέδωσε για λιθοβολισμό.
Όσοι όμως θεωρούνταν ότι ήταν οι πιο επιεικείς στην πόλη και τηρούσαν τους νόμους με ακρίβεια, το έφεραν βαρέως, και στέλνουν κρυφά απεσταλμένο στο βασιλιά, παρακαλώντας τον να στείλει επιστολή στον Άνανο να μην κάνει πλέον τέτοιες πράξεις∙ γιατί ούτε προηγουμένως αυτός δεν είχε πράξει σωστά. Και κάποιοι απ' αυτούς προϋπαντούν τον Αλβίνο καθώς οδοιπορούσε από την Αλεξάνδρεια, και του εξηγούν ότι ο Άνανος δεν είχε δικαίωμα να συγκαλέσει συνέδριο χωρίς τη σύμφωνη γνώμη τη δική του.

Κι ο Αλβίνος πείσθηκε στα λόγια τους και γράφει οργισμένος στον Άνανο απειλώντας τον ότι θα τον τιμωρήσει, και ο βασιλιάς Αγρίππας για αυτό το λόγο του αφαίρεσε την αρχιεροσύνη, που την κατείχε για τρεις μήνες, και τον αντικατέστησε με τον Ιησού, το γιο του Δαμμαίου».

Ελεύθερη απόδοση από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου Καισαρείας Βιβλίο  Β'


Πηγή: IΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ

Ὁ Ἃγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος (23 Ὀκτωβρίου)


 Ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος εορτάζει στις 23 Οκτωβρίου και την Κυριακή μετά την Γέννηση του Ιησού Χριστού μαζί με τη μνήμη του Δαβίδ του Προφήτου και Ιωσήφ του μνήστορος.


Ζωή Ασκητική

Ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο Απόστολος του Κυρίου, ήταν από την Ιουδαία, υιός του μνήστορος Ιωσήφ. Ο Ιωσήφ ήταν παντρεμένος προτού μνηστευθεί την Παρθένο και από την γυναίκα του εκείνη είχε επτά παιδιά, τον Ιάκωβο, τον Ιωσή, τον Ιούδα, τον Σίμωνα (Συμεών), την Εσθήρ, την Μάρθα και την Σαλώμη, η οποία ήτο μητέρα των Αγίων Αποστόλων Ιωάννου και Ιακώβου. Είχε πεθάνει εκείνη και μνηστεύθει την Αειπάρθενο Μαριάμ, δια να μεγαλώσει τα παιδιά του, πού ένα από αυτά είπαμε είναι και ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος. Λέγεται Αδελφόθεος, όχι διότι ήταν αδελφός, αλλά διότι έζησαν σαν αδέλφια κάτω από την ίδια στέγη του Ιωσήφ. Πρώτα τον ονόμαζαν Ιοβλίαν, πού σημαίνει στην Εβραϊκή δίκαιος, διότι τόσο ενάρετα από βρέφος έζησε και τόση εγκράτεια είχε εις όλες του τις αισθήσεις και τα μέλη του, πού ήταν παράξενο. Τα μάτια του έβλεπαν πάντα δίκαια, γι αυτό ήταν πάντοτε άξιος του ελέους του Θεού. Η ακοή του ήταν πάντοτε για να ακούει σωτήρια αναγνώσματα. Στο στόμα του είχε πάντοτε τον νόμο. Το δεξί του χέρι ήταν πάντοτε έτοιμο για ελεημοσύνη, η δε τροφή του ήταν πάντοτε εγκρατής από όλα τα περιττά και άχρηστα. Ποτέ στη ζωή του δεν έφαγε έμψυχο πράγμα, δηλ. κρέας, ψάρι, θαλασσινά, ή άλλο πού να είχε πνοή και ζωή. Κρασί δεν έπινε ποτέ του. Μόνον με νερό ξεδιψούσε. Η τροφή του ήταν, ψωμί και δάκρυα.Τις μετάνοιες του φανέρωναν τα σκελετωμένα γόνατά του, εις τα οποία φαίνονταν μόνο το δέρμα με τα οστά, ενώ η σάρκα είχε χαθεί από την νηστεία. Το ένδυμά του ήταν ράσο τρίχινο. Λινό φορούσε μόνον, όταν έμπαινε στο ιερόν.

Παράδειγμα Επισκόπου

Όταν έγινε Επίσκοπος ο μέγας αυτός Ιάκωβος έδειξε τις αρετές του με την ταπεινοσύνη του και την μετριοφροσύνη του. Από την αρχή της Καθολικής επιστολής του Αποστόλου τούτου, φαίνεται πόσο ταπεινός. και μετριόφρων ήταν. Διότι υπογράφεται σ’ αυτήν: «Ιάκωβος, Θεού και Κυρίου Ιησού Χριστού δούλος», δεν αναφέρει κανένα από τα τρία μεγαλεία και αξιώματα πού είχε, Επίσκοπος, Απόστολος, Αδελφόθεος, καθώς ο Παύλος προς Γαλάτας τον μαρτύρησε Παίρνει παράδειγμα τον Διδάσκαλο.


Ιατρός των ψυχών


Έπειτα διορθώνει την κακήν ασθένεια μερικών, πού θεωρούν τον Θεό αίτιο των κακών. Αυτός λοιπόν ως γιατρός θεράπευσε την ασθένεια αυτή λέγοντας: «Κανένας όταν πειράζεται να μη λέγει ότι από τον Θεό πειράζομαι. Τέτοια βλασφημία να μη την βάλει κανείς στον νουν του. Διότι, ο Θεός δεν είναι δυνατόν να πειρασθεί ποτέ από κάτι κακόν και πονηρό, και συνεπώς είναι απολύτως αδύνατον, αυτός να προκαλέσει κακόν σε κανένα. Κανένας σπρώχνεται εις την αμαρτία, από δική του κακή επιθυμία. Αυτή τον παρασύρει και με το δόλωμα της ηδονής τον τραβά. Έπειτα τους συμβουλεύει να μη καυχηθεί κανείς, όταν κατορθώσει να κάμει κάτι καλόν, επειδή χωρίς την θεία χάριν δεν μπορούμε να κάνουμε κανένα καλό έργο. Αυτός μας δίδαξε να χαλιναγωγούμε την γλώσσα, να μη λέγουμε καταλαλιά ή κατάκριση. Είναι πολύ κακό να κατακρίνει κανείς τον άλλον. Μας δίδαξε να μη λέγουμε ψέματα. Εξαιρετικώς δε να αποφεύγουμε την επιορκία, δηλ. να ορκιζώμεθα ψέματα.


Τον ευλαβούντο και οι Απόστολοι

Τον θείον τούτον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο όλοι οι Απόστολοι τον είχαν σε μεγάλη ευλάβεια και τον λόγο του εφύλαττον ως νόμο, καθώς φαίνεται σε πολλά μέρη από τις πράξεις των Αποστόλων.


Αυτός λοιπόν ο μέγας και θείος Ιάκωβος ήταν Άγιος, από την κοιλιά της μητέρας του αγιασμένος, καθώς λέγουν τα ιερά βιβλία. Διά τούτο και μετά Χριστό πρώτος χειροτονήθηκε Επίσκοπος Ιεροσολύμων. Μονάχα αυτός έμπαινε εις τα άγια των αγίων, όχι μια φορά το χρόνο όπως οι Ιουδαίοι, αλλά κάθε ημέρα, επειδή ήταν αγνός και καθαρότατος από κάθε αμαρτία. Εκεί ευρισκόταν πάντοτε γονατισμένος παρακαλώντας τον Κύριο για τη σωτηρία του λαού. Περισσότεροι και από τον Μωυσή προσευχόταν.


Οι Φαρισαίοι παρακινούν τον Ιάκωβο να αρνηθεί τον Χριστo


Η θεάρεστη ζωή του Ιακώβου γινόταν παράδειγμα σε πολλούς Ιουδαίους και πολλοί γίνονταν Χριστιανοί. Άλλοι όμως, όπως ο Άνανος ξεσήκωνε τούς Ιουδαίους εναντίον του Ιακώβου. Μια μέρα οι ασεβείς είχαν τολμήσει να βάλουν τον Ιάκωβο στη μέση και να τον πιέζουν να αρνηθεί την πίστη του Χριστού. Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι επήγαν λοιπόν στον Ιάκωβο και του είπαν: «Σε παρακαλούμε Δίκαιε, δίδαξε τον λαό, διότι πλανήθηκαν και πιστεύουν στον Ιησού, νομίζοντες ότι αυτός είναι ο Χριστός. Γι αυτό την ημέρα του Πάσχα, κατά την οποία θα συγκεντρώνουν, προσπάθησε πολύ να τους πείσεις, να μη πλανώνται πιστεύοντας ένα άνθρωπο για Θεό».


Ο Ιάκωβος ομολογεί


Αμέσως λοιπόν, επειδή ήλθε η ώρα να αντισταθεί ο Άγιος κατά των Φαρισαίων και του ψεύδους, δεν δείλιασε για τον πρόσκαιρο θάνατον πού τον περίμενε. Άφησε την φωνή την ψυχή και την γλώσσα ελεύθερη και είπε: «Τί με ερωτάτε για τον Ιησού; Αυτός κάθεται στον ουρανό στα δεξιά του Πατρός Του. Αυτός πάλι θα έλθει καθισμένος σε νεφέλη του ουρανού να κρίνει με δικαιοσύνη την οικουμένη άπασα». Με την μαρτυρία αυτή του Ιακώβου πίστεψαν και άλλοι πολλοί και φώναζαν: «Ωσαννά τω Υιώ Δαβίδ». Οι τυφλοί Φαρισαίοι και Γραμματείς όρμησαν κατά πάνω του φωνάζοντας δυνατά για να τους ακούσει ο λαός: «Ως και ο δίκαιος πλανήθηκε».


Ο λιθοβολείται


Η μανία των Φαρισαίων γίνεται ακράτητη. Ανέβηκαν στο πτερύγιο, τον άρπαξαν τον Ιάκωβο σαν άγρια θηρία και τον γκρέμισαν στη γη. Επειδή όμως ο Άγιος δεν πέθανε αμέσως, αρχίζουν να τον λιθοβολούν οι κακούργοι. Εκείνος δεχόταν τις πέτρες τάραχος, σαν θησαυρό πολυτίμητο, και έλεγε γονατισμένος: «Κύριε Θεέ, Πάτερ, συγχώρεσέ τους, γιατί δεν ξέρουν τί κάνουν». Προσευχόταν για τους φονιάδες και τους αχάριστους, οι οποίοι, καίτοι τον άκουσαν να προσεύχεται γι' αυτούς, δεν σεβαστήκανε την μακροθυμία του οι αχάριστοι, αλλά ακόμη τον πετροβολούσαν. Ένας δε Ιερέας από τούς υιούς του Ρηχάβ, φώναζε: «Σταματήστε, τί κάνετε δυστυχισμένοι; για μας εύχεται ο Δίκαιος, και σεις, ώ άδικοι, τον πετροβολάτε;». Τότε ένας από τούς κακούργους εκείνους άρπαξε το ξύλο και με αυτό τον κτύπησε δυνατά στο κεφάλι και τον σκότωσε. Αμέσως τον πήραν αυτοί και τον έθαψαν κοντά στο Ναό. Μετά τον φόνο του Ιακώβου έπαθαν πολλά κακά οι Ιουδαίοι. Τοιουτοτρόπως λοιπόν με το Μαρτύριο του Δικαίου Ιακώβου, προστέθηκε ένας ακόμη Μάρτυς στους Μάρτυρες και τους Δικαίους.


 xristianos.gr


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.

Ὡς τοῦ Κυρίου Μαθητής, ἀνεδέξω δίκαιε τὸ Εὐαγγέλιον• ὡς Μάρτυς ἔχεις τὸ ἀπαράτρεπτον• τὴν παρρησίαν ὡς Ἀδελφόθεος• τὸ πρεσβεύειν ὡς Ἱεράρχης. Ἱκέτευε Χριστὸν τὸν Θεόν, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν


Κοντάκιοv. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ. 


Ὁ τοῦ Πατρὸς μονογενὴς Θεὸς Λόγος, ἐπιδημήσας πρὸς ἡμᾶς ἐπ’ ἐσχάτων, τῶν ἡμερῶν Ἰάκωβε θεσπέσιε, πρῶτόν σε ἀνέδειξε, τῶν Ἱεροσολύμων, ποιμένα καὶ διδάσκαλον, καὶ πιστὸν οἰκονόμον, τῶν μυστηρίων τῶν πνευματικῶν. Ὅθεv σε πάντες τιμῶμεν Ἀπόστολε.


Ὁ Οἶκος

Τὸν γόνον σε τοῦ Ἰωσήφ, καὶ Ἱεροσολύμων τὸν πρῶτον ἱεράρχην, Ἰάκωβε θεόπτα, καὶ τοῦ Κυρίου ἀδελφὸν ὕμνοις ἐγκωμίων ἀνυμνοῦμεν εὐσεβῶς, καὶ πίστει ἀνακράζομεν• Δώρησαι ἡμῖν δώρημα τέλειον ἐκ τοῦ Πατρὸς τῶν φώτων, καὶ ἀπέλασον τὴν θλίψιν τὴν ἐπερχομένην καὶ ἐνεστῶσαν ἐκ πλήθους πταισμάτων• ἐπῆραν γὰρ οἱ ἐχθροὶ καθ' ἡμῶν τὴν πτέρναν, καὶ ἐκύκλωσαν ἡμᾶς Ἰσμαηλῖται• ὧν θραῦσον ταχὺ τὰ τόξα ἱεροφάντορ, ἵνα σε πάντες τιμῶμεν Ἀπόστολε.

Μεγαλυνάριον.

Κλήσει ἀδελφόθεος πεφηνώς, Ἰάκωβε μάκαρ, τῶν ἀρρήτων μυσταγωγός, ἐν Σιὼν ἐδείχθης, καὶ πάθει σου τιμίῳ, τὸ ζωηφόρον πάθος, Χριστοῦ ἐδόξασας.

Δείτε σχετικά:

ΠΩΣ ΜΑΡΤΥΡΗΣΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΣ

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2021

ΑΓΙΟΣ ΑΡΤΕΜΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΑΣ (20 Ὀκτωβρίου)

 



Ο Άγιος Αρτέμιος ήταν διακεκριμένος πολιτικός του Βυζαντίου και ευσεβέστατος χριστιανός. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, εκτιμώντας τα ηθικά και πολιτικά του χαρίσματα, του έδωσε το αξίωμα του πατρικίου και τον διόρισε Δούκα και Αυγουστάλιο της Αλεξανδρείας.

Το 357 μ.Χ. πηγαίνει στην Πάτρα, κατ' εντολή του Αυτοκράτορα Κωνσταντίου, γιου του Μεγάλου Κωνσταντίνου, για να παραλάβει τα σεπτά λείψανα του Αγίου Ανδρέα και να τα ανακομίσει στον νεόκτιστο Ναό των Αγίων αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη (3 Μαρτίου 357 μ.Χ.).

Κατά την διαμονή του στην Πάτρα και με την επίβλεψη του κατασκεύασε υδραγωγείο. Στρατοπεδευμένος στην περιοχή της Μονής Γηροκομείου ελεούσε και βοηθούσε πλήθος αναξιοπαθούντων και κυρίως γερόντων, γεγονός που δικαιολογεί την τοπωνυμία Γηροκομείο.

Όταν, το 363 μ.Χ., ο Αρτέμιος άκουσε ότι ο Ιουλιανός ο Παραβάτης βασάνιζε τους χριστιανούς στην Αντιόχεια, ήλθαν στα χείλη του τα λόγια του ψαλμωδού Δαβίδ προς το Θεό: «Κύριε, πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με» (Ψαλμός Ν' (50), στ. 14). Κύριε, στήριξε με με σκέψεις σταθερές και θέληση ισχυρή, που να κυριαρχεί μέσα μου και να με κατευθύνει στην υπεράσπιση του αγαθού με θάρρος.

Πράγματι, ο Αρτέμιος, με τη δύναμη που του έδωσε ο Θεός, πήγε αμέσως στην Αντιόχεια και με παρρησία ήλεγξε ευθέως τον Ιουλιανό για τις παρανομίες του κατά των χριστιανών. Ο Ιουλιανός, που δεν περίμενε τέτοια στάση από αξιωματούχο, τον συνέλαβε και τον μαστίγωσε αλύπητα. Έπειτα του έσπασε τα κόκαλα με πέτρες, και τελικά τον αποκεφάλισε. Το Ιερό λείψανο του Αρτεμίου παρέλαβε κάποια διακόνισσα, η Αρίστη, που το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, στο ναό του προφήτου Προδρόμου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Εὐσέβειας τοῖς τρόποις καλλωπιζόμενος, ἀθλητικῆς ἀγλαΐας ὤφθης σοφὲ κοινωνός, πρὸς ἀγῶνας ἀνδρικοὺς παραταξάμενος· ὅθεν ὡς λύχνος φωταυγής, τῶν θαυμάτων τὰς βολάς, ἐκλάμπεις τῇ οἰκουμένῃ, Ἀρτέμιε Ἀθλοφόρε, πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον λόγον.

Εὐσεβείας ἐμπρέπων τοῖς κατορθώμασι, τῆς τῶν Μαρτύρων εὐκλείας ὤφθης σοφὲ κοινωνός, ἐναθλήσας ἀνδρικῶς Μάρτυς Ἀρτέμιε· ὅθεν πηγάζων δαψιλῶς, ἰαμάτων δωρεάς, τὸ πάθος ἐντεροκήλης, ὡς συμπαθὴς θεραπεύεις, τῶν προστρεχόντων τῇ πρεσβείᾳ σου.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς ἀριστέα τοῦ Σωτῆρος πολυθαύμαστον Καὶ παροχέα ἰαμάτων πλουσιόδωρον Ἀνυμνοῦμέν σε προφρόνως Μεγαλομάρτυς. Ἀλλ’ ὡς πέλων ἰατὴρ τῆς κήλης ἄριστος, Ἀσινῆ με ἐκ τῆς βλάβης ταύτης φύλαττε, Ἵνα κράζω σοι, χαίροις Μάρτυς Ἀρτέμιε.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος β΄. Τοὺς ἀσφαλεῖς.

Τὸν εὐσεβῆ καὶ στεφηφόροv Μάρτυρα, τὸν κατ' ἐχθρῶν νίκης ἀράμενον τρόπαια, συvελθόντες ἐπαξίως vῦν, ἐν ὑμνωδίαις εὐφημήσωμεv, Ἀρτέμιον τὸν μέγιστον ἐν Μάρτυσι, θαυμάτων τε δοτῆρα πλουσιώτατον, πρεσβεύει γὰρ Κυρίῳ ὑπὲρ πάντων ἡμῶν. 

Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς.

Τὸν στρατιώτην τοῦ Χριστοῦ τὸν ἀήττητον, καὶ καθαιρέτην τοῦ ἐχθροῦ γενναιότατον, τὸν ἐν μεγίστοις τέρασιν ἐκλάμψαντα, ἅπαντες Ἀρτέμιον, εὐφημήσωμεν πίστει· βρύει γὰρ ἰάματα, τοῖς προστρέχουσι πόθῳ, καὶ καταπαύει πάθη χαλεπά, καὶ τῶν ἐν θλίψει ἀνθρώπων προΐσταται.

Ὁ Οἶκος

Τὶς τοὺς ἀγῶνας ἐξαρκέσει ἐξειπεῖν Ἀθλοφόρε, ἢ τοὺς πόνους τοὺς σούς, οὓς περ ἀνδρείως ὑπέμεινας, διὰ τῆς πίστεως τοῦ Κυρίου, καὶ τῆς χάριτος ἧς περ κατηξιώθης; οὐκ ἐξαρκεῖ διηγήσασθαι στόμα ἀνθρώπινον· σοφίαν γὰρ ἐνδεδυμένος καὶ ἀνδρείαν, τὸν πλοῦτον ἐμίσησας καὶ τὴν ἀξίαν τὴν πρόσκαιρον, στρατιώτης φανεὶς γνησιώτατος. Καὶ νῦν πρεσβεύεις Κυρίῳ ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον

Δόξαν ὑπατείας ὑπεριδών, τὸ ὕπατον κλέος, ἐπορίσω τῶν ἀρετῶν, ὡς ἀνδραγαθήσας, Ἀρτέμιε ἐνδόξως· διὸ παντοίας βλάβης, ῥύου τοὺς δούλους σου.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον

Τὸν μεγαλομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, καὶ τῶν ἰαμάτων, τὸν πολλύρρυτον ποταμόν, τῆς ἐντεροκήλης, τὸν θεῖον ἰατῆρα, Ἀρτέμιον τὸν μέγαν, ὕμνοις τιμήσωμεν.


Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2021

῾Ο ῞Αγιος Λουκᾶς ῾Ο ᾿Απόστολος καί Εὐαγγελιστής (18 ᾿Οκτωβρίου)


Λουκάς ο ιατρός

Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Λουκάς καταγότανε από την Αντιόχεια της Συρίας. Ήταν Έλληνας και από μικρός ασχολήθηκε με τα γράμματα. Γνώριζε πολύ καλά τα Εβραϊκά και την Συριακή γλώσσανκαι φυσικά πολύ καλλίτερα την Ελληνική. Βλέπει κανείς στο Ευαγγέλιο του και στις Πράξεις του να χειρίζεται την Ελληνική γλώσσα, όσον ουδείς άλλος. Πήγε κατόπιν στην Αίγυπτο, διότι η Αλεξάνδρεια εφημίζετο τότε, ως πόλις των γραμμάτων.
Όταν μεγάλωσε, ήλθε στην Ελλάδα και γνώρισε καλά την Ελληνικών σοφία. Το επάγγελμα του ήταν γιατρός και μάλιστα ήταν πολύ καλός γιατρός. Έκτος όμως της ιατρικής, γνώριζε καλά και την ζωγραφική. Ήταν πολύ καλός ζωγράφος.

Συνεργός του Αποστόλου Παύλου

Ενώ όμως γνώριζε τόσα πολλά πράγματα, δεν γνώριζε από την αρχή την ευσέβεια και την Χριστιανική Πίστη. Ήτανε ειδωλολάτρης, όπως κι οι γονείς του.
Προσήλθε στον Χριστιανισμός αργότερα στην Αντιόχεια και κατ’ άλλους, όταν βρισκόταν στην Θήβα της Βοιωτίας. Πάντως άκουσε τον Απόστολο Παύλο. Αί! λοιπόν, από την στιγμή αυτή έγινε ο πιο πιστός και αφοσιωμένος μαθητής του Αποστόλου Παύλου μέχρι του μαρτυρικού θανάτου του. Δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Τα εγκατέλειψε όλα για την διάδοση του Εύαγγελίου. Συνοδεύοντας τον Παύλο περιοδεύει πόλεις και χωριά και ηπείρους. Κηρύττει και αυτός στα έθνη τα μεγαλεία του Θεού και οδηγεί τους ειδωλολάτρες στην πίστη του Χριστού.
Πήγε στη Θράκη, στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία, στην Αχαΐα, στην Πελοπόννησο, στην Ασία, στην Λυκία, στην Κιλικία, στην Κύπρο, στην Συρία, στο Ιλλυρικό και σ’ όλη την Ιουδαία. Δίδαξε παντού.
Για τον Χριστό και το Ευαγγέλιο του δεν λογαριάζει κόπους και ταλαιπωρίες και πείνα και κινδύνους.

Συγγράφει το Ιερό Ευαγγέλιο

Ο Απ. Λουκάς, πού ήταν όχι από τους δώδεκα αλλά από τους εβδομήκοντα μαθητές του Κυρίου, προσέφερε στην ανθρωπότητα τον μεγαλύτερο ν θησαυρό: Το Ιερόν Ευαγγέλιο και τις Πράξεις τον Αποστόλων, θέλησε, δεκαπέντε χρόνια μετά την Ανάληψη του Χριστού, να γράφει όσα άκουσε από τον Απόστολο Παύλο και άλλους Αποστόλους, περί της ζωής του Κυρίου. Το τρίτον κατά σειράν από τα Ιερά Ευαγγέλια της Εκκλησίας μας ανήκει στον Ευαγγελιστή Λουκά.
Αυτός μάλιστα, μόνος από τους τέσσαρις Ευαγγελιστές, αναφέρει για την γέννηση του Τιμίου Προδρόμου και για τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Αυτός διηγείται ζωηρότερα τη Γέννηση του Χριστού. Και αυτά τα άγια Πάθη του Χριστού μας τα περιγράφει παραστατικότατα, με περισσότερες λεπτομέρειες. Επίσης κατέγραψε τις περισσότερες παραβολές μέσα στο Ευαγγέλιο του.

Συγγράφει τις Πράξεις των Αποστόλων

Στις Πράξεις αναφέρει, για την Ανάληψη του Κυρίου. Περιγράφει ζωηρά την Πεντηκοστή και τον φωτισμό, πού δέχθηκαν οι Απόστολοι από το Άγιο Πνεύμα. Στις Πράξεις ομιλεί ακόμη, δια τον λιθοβολισμό του πρωτομάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου, καθώς και διά τα θαύματα του Αγίου Πέτρου. Αυτά και άλλα πολλά μας αναφέρει στο δεύτερο αυτό βιβλίο. Περισσότερο όμως στις Πράξεις ασχολείται με το έργο και τη δράσι του Αποστόλου Παύλου. Μιλάει για τον διωγμό, πού έκανε ο Παύλος εναντίον των πρώτων Χριστιανών από υπερβολικό ζήλο προς την Ιουδαϊκή πίστη, αλλά και πώς επέστρεψε στο Χριστό μετά το θείον φώς.

Ζωγραφίζει εικόνες της Παναγίας

Και δεν είναι μόνον αυτά τα θαυμαστά, πού έκαμε και έγραψε ο Ευαγγελιστής Λουκάς για το καλό της ανθρωπότητας ολοκλήρου. Είναι και άλλα.
Λένε, ότι πρώτος αυτός ζωγράφισε, σαν τεχνίτης άριστος, πού ήταν, τρεις εικόνες της Υπεραγίας Θεοτόκου. Την παριστάνει να κράτη στην αγκαλιά της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Υπάρχει μάλιστα παράδοσης, πού αναφέρει, ότι τις έδειξε στην ίδια την Παναγία, η όποια μόλις τις είδε, τις εύλογη σε και είπε:

- «Ἡ Χάρις τοῦ ἐξ ἐμοῦ τεχθέντος δί’ ἐμοῦ μετ’ αὐτῶν». Με άλλα λόγια: Χάρις του Χριστού, πού γεννήθηκε από μένα, να είναι διά μέσου εμού πάντα μαζί με τις εικόνες αυτές. Και πράγματι! Είναι μαζί στις εικόνες αυτές η χάρις της Παναναγίας διότι τελούνται διά μέσου αυτών αναρίθμητα θαύματα.
Από τις τρεις άγιες αυτές εικόνες, πού ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς, η μία εύρίσκεται στην Πελοπόννησο, στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Η άλλη εικών της Παναγίας, πού ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς λένε, ότι βρίσκεται στη μικρά Ρωσία, στη πόλη Βιλίνα, όπου υπάρχει Εκκλησίας της Παναγίας. Και η τρίτη βρίσκεται στο Μοναστήρι του Κύκκου της Κύπρου.
Έκτος από αυτές τις τρεις λέγουν, ότι έκαμε και άλλες εικόνες της Παναγίας, όπως την Οδηγήτρια, πού βρισκότανε στην Κωνσταντινούπολη και η οποία πολλάκις έσωσε την πόλη από τις επιδρομές των βαρβάρων.

Αποστολική Δράση

Μετά το μαρτυρικό τέλος του Απ. Παύλου, γύρισε στην Ελλάδα. Περπατώντας ο Απόστολος από τόπο σε τόπο και διδάσκοντας παντού το κήρυγμα του Ευαγγελίου, έφτασε και στην πόλη των Θηβών. Στην Θήβα ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Γκρέμισε τους ναούς των ειδώλων και έκτισε Ναούς Χριστιανικούς, διά την συνάθροιση των πιστών και την δόξα του Χριστού.
Η δράσις του συνεχίσθηκε και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Προχώρησε στην Ασία, έφτασε μέχρι την Αίγυπτο και τη Λιβύη. Την Θήβα όμως την είχε ως κέντρο. Η διδασκαλία του εκεί δημιούργησε πολλές αντιδράσεις. Έγινε στόχος των Ρωμαίων.
Όλος ο συρφετός των ειδωλολατρών επετέθη εναντίον του. Τον συνέλαβαν και τον βασάνισαν πολύ. Τέλος τον κρέμασαν εκ κλάδου ελαίας. Σε ηλικία 80 ετών, γέρων πλέον, αναχώρησε από τον μάταιο τούτον κόσμον και πήγε, για να συνάντηση τον Σωτήρα Χριστό, τον οποίο τόσον αγάπησε και για τον οποίο, τόσο κουράστηκε. Οι Χριστιανοί, όμως, επήραν το Άγιο Λείψανο του Ευαγγελιστεί και το έθαψαν στην σπουδαιότερη θέση, στο Πολυάνδριο Τον ενταφίασαν δε εντός μιας μαρμάρινης Λάρνακας. Από την Λάρνακα αυτή έβγαινε και μύρο, από το όποιον ευωδίαζε όλη η περιοχή εκείνη.

Εις τον τάφο του Αγίου Ευαγγελιστή εγίνοντο κατόπιν πολλά θαύματα. Πολλοί μάλιστα ξέοντες διά μαχαιριδίου την Λάρνακα, παρεσκεύαζον ιαματικά κολλύρια. Με αυτά έπλυναν τα πονεμένα μάτια τους. Εις το ,μέρος, όπου ετάφη ο Ευαγγελιστής στη Θήβα υπάρχει Ναός εις τιμήν του. Μέσα δε εις αυτόν υπάρχει και η ανωτέρω Λάρνακα. Ο Θεός θέλοντας να τον δοξάσει, και επειδή ήταν γιατρός, όταν ζούσε, έβρεχε κάθε χρόνο πάνω στον τάφο του την ημέρα της μνήμης του στις 18 Οκτωβρίου, κολλύριο. Με αυτό αλείφονταν, όσοι είχαν ασθένεια στα μάτια, και θεραπεύονταν αμέσως.
Το τίμιο λείψανο του μεταφέρθηκε επί του Αυτοκράτορα Κωνστάντου το 313 μ.Χ. από τον Άγ. Αρτέμιο, σαν (θησαυρός πολύτιμος, στην Κωνσταντινούπολη. Μαζί ,με αυτό μεταφέρανε και τα ιερά λείψανα των Αγίων Αποστόλων Ανδρέου του Πρωτοκλήτου από την Πάτρα και Τιμοθέου από την Έφεσο, στην οποίαν τον είχε χειροτονήσει Επίσκοπο ο Απ. Παύλος. Τα τρία λείψανα τα τοποθέτησε σε τρία αργυρά κιβώτια στον Ναό των Αγίων Αποστόλων.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.


Ἀπόστολε Ἅγιε, καὶ Εὐαγγελιστὰ Λουκᾶ, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.


Ἀκέστωρ σοφώτατος, Ἱερομύστα Λουκᾶ, ζωγράφος πανάριστος, τῆς Θεοτόκου Μητρός, ἐδείχθης Ἀπόστολε, ἔγραψας μάκαρ, λόγους, διὰ πνεύματος θείου, ἔδωκας ἐννοῆσαι, συγκατάβασιν ἄκραν, Χριστοῦ τῆς παρουσίας, διὸ πρέσβευε σωθήναι ἠμᾶς.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον

Λουκᾶν τὸν θεηγόρον καὶ τοῦ Παύλου συνέκδημον καὶ Εὐαγγελίου τοῦ τρίτου συγγραφέα θεόπνευστον, ἐν ὕμνοις τιμήσωμεν, πιστοί, ὡς ἄξιον ἐργάτην τοῦ Χριστοῦ. Τῷ φωτι γὰρ τοῦ Κυρίου καταυγασθεὶς μετέδωκε φῶς τῷ κόσμῳ. Γράψας τὰς θαυμαστὰς παραβολάς, σύστασιν ἐκκλησίας τε τῇ ἐπελεύσει τοῦ πνεύματος ἱστορησάμενος.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.


Μαθητὴς γεvόμενος τοῦ Θεοῦ Λόγου, σὺν τῷ Παύλῳ ἅπασαν, ἐφωταγώγησας τὴv γῆν, καὶ τὴν ἀχλὺν ἀπεδίωξας, τὸ θεῖον γράψας, Χριστοῦ Εὐαγγέλιον.

Ὁ Οἶκος

Ὡς ἰατρὸς καὶ μαθητὴς Λουκᾶ ἠγαπημένος, μυστικῇ χειρουργίᾳ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς μου, καὶ τὰ τοῦ σώματος ὁμοῦ ἴασαι, καὶ δὸς μοι κατὰ πάντα εὐεκτεῖν, καὶ σοῦ τὴν παναοίδιμον γηθόμενος γεραίρειν πανήγυριν, ὄμβροις τε δακρύων, ἀντὶ μύρων τὸ σεπτόν σου καὶ πάντιμον σῶμα καταβρέχειν· ὡς στήλη γὰρ ζωῆς ἐγγεγραμμένη τῷ ναῷ τῷ θαυμαστῷ τῶν Ἀποστόλων πᾶσιν ἐκφώνει, καθάπερ καὶ σὺ τὸ πρῶτον, τὸ θεῖον γράψας Χριστοῦ Εὐαγγέλιον. 

Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2021

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΛΟΥΚΑΣ: «Ζωγράφος πανάριστος , τῆς Θεοτόκου μητρός»





Πόσο όμορφη είναι η Ιερή μας Παράδοση. Πόσο απλά είναι όλα... Πόσο μεγαλειώδη και θαυμάσια. Ο ιατρός Λουκάς και η Παναγία μας συνομιλούν. Ο ιατρός της ζητάει την άδεια να την ζωγραφίσει και εκείνη την δίνει...Τι ωραία εικόνα. Πόσο όμορφα ξεκίνησε η απεικόνιση των Αγιων μορφών της ορθοδοξίας μας και η τιμητική τους προσκύνηση...

O Ευαγγελιστής Λουκάς ήταν ο πρώτος αγιογράφος στην ορθόδοξη μας ιστορία.

Οι πρώτες του εικόνες είχαν ως θέμα την Υπεραγία Θεοτόκο Κάποια μέρα ένοιωσε την επιθυμία να ζωγραφίσει την Παναγία και γι' αυτό και της το ζήτησε και «πήρε την ευλογία της». Τότε άγγελος Κυρίου, του έδωσε τρία ξύλα και πάνω σε αυτά έφτιαξε τις τρεις πρώτες εικόνες.


 Όταν τελείωσε την πρώτη εικόνα την οποία έκανε με χρώματα επάνω στο ένα από τα τρία ξύλα που πήρε από τον άγγελο, πήγε να την δείξει στην Παναγία για να ακούσει την αποψή της. Εκείνη (η Παναγία), είδε την εικόνα και του είπε ότι ήταν πολύ καλή, όμως είχε ένα έλλειμμα πολύ σημαντικό. Εικονιζόταν μόνη της, δεν είχε ζωγραφίσει ο Λουκάς τον Ιησού Χριστό, βρέφος.

Ο Ευαγγελιστής Λουκάς έκανε και δεύτερη εικόνα, την οποία έκανε με κερί και μαστίχα στο ένα από τα δύο ξύλα που έμειναν από αυτά που του έδωσε ο άγγελος, πήγε πάλι να την δείξει στην Παναγία.

Στο τελευταίο ξύλο που είχε μείνει, ο Ευαγγελιστής Λουκάς έκανε με χρυσό και ασήμι, την τρίτη εικόνα, και την πήγε και αυτή στην Παναγία

Τότε η πανάμωμος Παρθένος ευλόγησε και τις τρεις εικόνες κι είπε:

«Η χάρις του εξ εμού τεχθέντος δι' εμού μετ' αυτών».

Δηλαδή, η χάρη του υιού μου να είναι πάντα και με τις τρεις εικόνες.

Αυτές τις τρείς εικόνες της Παναγίας έφτιαξε ο Ευαγγελιστής Λουκάς, που έχουν Πατριαρχική αναγνώριση, παρ' όλο που υπάρχουν πολλές που αποδίδονται σ’ αυτόν και φτάνουν σε διάφορους αριθμούς (70, 80, 150 ...)

Η μία από τις τρεις εικόνες της Παναγίας που χάραξε πάνω σε ξύλο ο Ευαγγελιστής Λουκάς και διασώζονται, είναι η Παναγία Σουμελά. Από τις άλλες δύο, η μία βρίσκεται στη Μονή Κύκκου της Κύπρου και η άλλη στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου.

Απολυτίκιο του Αγίου Λουκά του Ευαγγελιστή και Ιατρού (18 Οκτωβρίου)

«Ακέστωρ σοφώτατος, Ιερομύστα Λουκά, ζωγράφος πανάριστος, της Θεοτόκου μητρός, εδείχθης Απόστολε• έγραψας μάκαρ, λόγους, διά πνεύματος θείου• έδωκας εννοησαι, συγκατάβασιν άκραν, Χριστου της παρουσίας• διό πρέσβευε σωθηναι ημάς»




http://www.im-ka.gr/Pages/Mones/MegaSphlaio.htm
http://www.imkykkou.com.cy/proskynima_monis.shtml
http://www.hellenica.de/Griechenland/Religion/GR/PanagiaSoumela.html     

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ ' ΛΟΥΚΑ - Εὐαγγέλιον - Ἐνώπιον τοῦ θανάτου: Ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ Καρθαγένης (+258 μ.Χ.)

 


 Εὐαγγελιο Κυριακῆς (Λουκ. ζ´ 11-16)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν·καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. ῾Ως δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς
μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· Μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. ῎Ελαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.

Ἀπόδοση:

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, πῆγε ὁ ᾿Ιησοῦς σὲ μιὰ πόλη ποὺ λεγόταν Ναΐν. Μαζί του ἦταν ἀρκετοὶ μαθητές του καὶ πολὺ πλῆθος. Τὴν ὥρα ποὺ πλησίαζαν στὴν πύλη τῆς πόλης, ἔβγαζαν ἕναν νεκρό, τὸν μονάκριβο γιὸ μιᾶς μάνας, ποὺ μάλιστα ἦταν χήρα. Κόσμος πολὺς ἀπὸ τὴν πόλη τὴ συνόδευε. ῞Οταν εἶδε τὴ χήρα ὁ Κύριος, τὴ σπλαχνίστηκε καὶ τῆς εἶπε· «Μὴν κλαῖς». ῎Επειτα προχώρησε, ἀκούμπησε τὴ σορό, καὶ ἀφοῦ στὸ μεταξὺ αὐτοὶ ποὺ βαστοῦσαν τὸ φέρετρο σταμάτησαν, εἶπε· «Νεαρέ, σὲ διατάζω νὰ σηκω-θεῖς». ῾Ο νεκρὸς ἀνακάθισε κι ἄρχισε νὰ μιλάει. ῾Ο ᾿Ιησοῦς τότε τὸν παρέδωσε στὴ μητέρα του. ῞Ολους τοὺς κυρίεψε δέος καὶ δόξαζαν τὸν Θεό· «Μεγάλος προφήτης», ἔλεγαν, «ἐμφανίστηκε ἀνάμεσά μας!» καί· «῾Ο Θεὸς ἦρθε νὰ σώσει τὸν λαό του!»



ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Ὁμιλία Ἁγίου Κυπριανοῦ Καρθαγένης
(+258 μ.Χ.),
«De Mortalitate», (P.L. 4, 58 3-602)                  
   
 Δέν πρέπει νά θλιβώμεθα, ἀγαπητοί χριστιανοί ἀπό τήν ἐκδημία τῶν ἀδελφῶν  μας πρός τόν Θεό, ἀφοῦ γνωρίζομε καλά ὅτι δένἔχουν χαθῆ, ἀλλ᾿ ὅτι ἁπλῶς προηγοῦνται ἀπό ἐμᾶς. Ξέρομε πράγματι ὅτι δέν μᾶς ἐγκαταλείπουν παρά γιά νά προπορευθοῦν, ὅπως κάνουν συχνά οἱ ταξιδιῶτες καί οἱ ναυτικοί. Μποροῦμε νά λυπούμεθα, χωρίς ὅμως νά θρηνοῦμε τήν ἀπώλειά τους.

            Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μέμφεται κάθε ἄνθρωπο πού δοκιμάζει 
θλίψι μέ τόν θάνατο τῶν δικῶν του, τόν ἐπιπλήττει καί μάλιστα τόν κατηγορεῖ: «Οὐ θέλομεν δέ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περί τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μή λυπῆσθε καθώς καί οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα. εἴγάρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καί ἀνέστη, οὔτω καί ὁ Θεός τούς κοιμηθέντας διά τοῦ Ἰησοῦ ἄξει (θά φέρη) σύν αὐτῷ» (Α' Θεσσ., δ' 13-14). Πράγμα πού σημαίνει ὅτι αὐτοί πού θλίβονται γιά τόν θάνατο τῶν δικῶν τους, εἶναι πράγματι αὐτοί πού δέν ἔχουν ἐλπίδα.

            Ἑπομένως, ἐμεῖς πού ζοῦμε μέ τήν ἐλπίδα καί πιστεύομε στόν Θεό, ἐμεῖς πού  ἔχομε τήν πεποίθησι ὅτι ὁ Χριστός ὑπέφερε γιά ἐμᾶςκαί ἀνέστη, πού ἔχομε ἀναγεννηθῇ δι' Αὐτοῦ καί ἐν Αὐτῷ, γιατί θλιβόμεθα τόσο μέ τήν ἐκδημία τῶν δικῶν μας, σάν νά ἦσαν χαμένοι διάπαντός, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Κύριός μας, μᾶς ἐνισχύει μέ αὐτούς τούς λόγους: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή· ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ,κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καί πᾶς ὁ ζῶν καί πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μή ἀποθάνῃ εἰς τόν αἰῶνα» (Ἰω. ια΄, 25-26).         Ἐάν, λοιπόν, πιστεύομε στόνἸησοῦ Χριστό, ἐάν ἔχομε ἐμπιστοσύνη στούς λόγους καί στίς ὑποσχέσεις Του, δέν θά πεθάνομε ποτέ.

            Ἄς μήν λησμονοῦμε ὅτι ὁ θάνατος δέν εἶναι μία τελική ἔξοδος, ἀλλά ἕνα πέρασμα, μιά πρόσκαιρη πορεία πρός τήν αἰωνιότητα. Ποιός δέν θά βιαζόταν νά φθάση σέ μία ζωή καλύτερη; Ποιός δέν θά ἦταν ἀνυπόμονος νά ἀλλάξη μορφή, νά μεταμορφωθῆ κατ᾿ εἰκόνα Χριστοῦ καί νά πλησιάση τό ταχύτερον στήν οὐράνια εὐγένεια καί δόξα, ὅπως τό  κηρύσσει ὁ ἀπ. Παῦλος: «Ἡμῶν γάρ τό πολίτευμα ἐνοὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καί σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα  Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ὅς μετασχηματίσει τό σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν εἰς  τό γενέσθαι αὐτό σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης Αὐτοῦ» (Φιλ. γ΄, 20).
     Ὅπως μαρτυρεῖ τό βιβλίο τῆς Γενέσεως, ὁ Ἐνώχ ἁρπάχθηκε ἀπό τήν ζωή,  αὐτός πού εἶχε τήν εὔνοια τοῦ Θεοῦ: «Εὐηρέστησεν Ἐνώχτῷ Θεῷ, καί οὐχ εὑρίσκετο, ὅτι μετέθηκεν αὐτόν ὁ Θεός» (Γεν. ε΄, 24).  Διά μέσου τοῦ Σολομῶντος, τό ἅγιον Πνεῦμα μᾶς διδάσκει ὁμοίως ὅτι,αὐτοί πού  εὐαρεστοῦν στόν Θεό, καλοῦνται πρόωρα ἀπό τήν ζωή καί ἐλευθερώνονται  γρηγορώτερα ἀπό τόν κόσμο· ἀπό φόβο μήπως, ἡπολύ μεγάλη παραμονή στήν γῆ, συμβῆ νά τούς φθείρη: «Ἡρπάγη, μή κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ. Ἀρεστή γάρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχήαὐτοῦ·  διά τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας» (Σοφ. Σολ. ιδ΄, 11-14)
            Εὑρίσκομε ἀκόμη μέσα στούς Ψαλμούς τό παράδειγμα τοῦ Δαυίδ, μιᾶς ψυχῆς ἀφοσιωμένης στόν Θεό μέ τήν πίστι τήν πνευματική, πού σπεύδει μέ βιασύνη πρός τόν Κύριο: «Ὡς ἀγαπητά τά σκηνώματά Σου, Κύριε τῶν δυνάμεων. Ἐπιποθεῖ καί ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰςτάς αὐλάς τοῦ Κυρίου» (Ψαλμ. πγ΄, 2).
   Εἶναι ἴδιον ἐκείνου πού ὁ κόσμος γοητεύει, πού ἀφήνεται νά πλανηθῆ ἀπό τά ἀπατηλά θέλγητρα τοῦ κόσμου, νά ἐπιθυμῆ νά παραμείνη ἐπί μακρόν στήν ζωή.  Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ὅμως, μᾶς ὑποχρεώνει ζωηρά νά μή προσηλωνόμεθα στόν  κόσμο,ὑπακούοντες στίς σαρκικές ἐπιθυμίες μας, καί μᾶς παροτρύνει μέ αὐτούς τούς λόγους: «Μή ἀγαπᾶτε τόν κόσμον μηδέ τά ἐν τῷ κόσμῳ·ἐάν τις ἀγαπᾷ τόν κόσμον, οὐκ ἔστιν ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός ἐν αὐτῷ· ὅτι πᾶν τό ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός καί ἡ ἐπιθυμία τῶνὀφθαλμῶν καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου, οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Πατρός, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ κόσμου ἐστί. Καί ὁ κόσμος παράγεται (παρέρχεται) καί ἡἐπιθυμία αὐτοῦ· ὁ δέ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα» (Α΄ Ἰω. β΄, 15-17).
    Ἄς εἴμεθα μᾶλλον ἕτοιμοι νά ὑπακούσωμε στίς βουλές τοῦ Θεοῦ, ἱσχυροί μέ  μιά ψυχή εὐθεῖα καί εἰλικρινῆ, μέ μιά πίστι ἀκλόνητηκαί ἕνα θάρρος σταθερό, καί ἄς μή θλιβώμεθα ἀπό τόν θάνατο αὐτῶν πού μᾶς εἶναι ἀγαπητοί. ὅταν σημάνη ἡ  ὥρα, νά καλέση καί ἐμᾶςὁ Θεός, ἄς βαδίσωμε πρός Αὐτόν χωρίς δισταγμό, χωρίς βαρυθυμία.

            Ἄν οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ ὤφειλαν, σέ κάθε ἐποχή, νά συμμορφώνονται μέ αὐτόν τόν κανόνα, ἡ τήρησίς του τώρα ἔχει γίνει μίαἀναγκαιότητα. Ὁ κόσμος, πράγματι, ἐπιταχύνει τόν ὄλεθρό του καί βρίσκεται πολιορκημένος ἀπό πλῆθος συμφορῶν πού τόν φθείρουν,εἰς τρόπον ὥστε ἐμεῖς πού ἔχομε συνείδησι τῶν κακῶν, πού τόν ἔχουν ἤδη προσβάλλει σφοδρῶς καί πού γνωρίζομε ὅτι γεγονότα ἀκόμηβαρύτερα τόν ἀπειλοῦν, συμπεραίνομε χωρίς κόπο ὅτι, τό μεγαλύτερο συμφέρον γιά ἐμᾶς τούς Χριστιανούς εἶναι νά ἀποσυρθοῦμε, τόγρηγορώτερον, ἀπό τήν γῆ ἐδῶ.

     Καί δέν πρέπει, ἀγαπητοί ἀδελφοί μου, νά λησμονοῦμε ὅτι, ἔχομε ἤδη ἀποχωρισθῆ  ἀπό τόν κόσμο καί ζοῦμε ἐδῶ κάτω «ὡςπάροικοι καί παρεπίδημοι» – σάν ξένοι καί περαστικοί – (Α΄ Πέτρ. β΄, 11), σάν ταξιδιῶτες. Εὐλογημένη ἡ ἡμέρα, πού ἔχει ὁρίσει στόν καθένατήν πραγματική του κατοικία καί πού, ἀφοῦ μᾶς ἀποσπάσει ἀπό αὐτόν τόν κόσμο καί μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τά δεσμά του,                   μᾶς μεταφέρει στόν Παράδεισο καί στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.        Τί γλυκύτητα νά πεθαίνης χωρίς φόβο! Τί μακαριότητα βαθειά καί ἀτελείωτη, νά ζῆςμέσα στήν αἰωνιότητα!

            Ποιός εἶναι αὐτός πού δέν θά ἔσπευδε νά ξαναφθάση στήν πατρίδα του, μετά ἀπό ἕνα διάστημα παραμονῆς στήν ξενιτειά; Πατρίδα μας εἶναι ὁ παράδεισος καί ᾿ἐξ ἀρχῆς εἴχαμε τούς Πατριάρχες γιά πατέρες. Γιατί, λοιπόν, δέν σπεύδομε ν᾿ ἀντικρύσωμε τήν πατρίδα μας;
   Ἐκεῖ εὑρίσκεται ὁ ἔνδοξος χορός τῶν Ἀποστόλων, ἡ ζωογόνος πληθύς τῶν Προφητῶν, ἡ ἀναρίθμητη στρατιά τῶν Μαρτύρων, στεφανωμένων γιά τά κατορθώματά τους ἐνάντια στόν ἐχθρό καί τόν πόνο, ἀπολαμβάνοντες ἐκεῖ τόν θρίαμβό των. Ἐκεῖ ἀκτινοβολοῦν οἱπαρθένοι, πού ὑπεδούλωσαν μέ ἀξιέπαινες προσπάθειες τήν φιληδονία τῆς σαρκός. Ἐκεῖ, τέλος, ἀνταμοίβονται οἱ ἄνθρωποι πούἐπέδειξαν εὐσπλαχνία καί οἶκτο, πού πολλαπλασίασαν τίς ἐλεήμονες πράξεις τους συντρέχοντες, σάν βοηθοί, στίς ἀνάγκες τῶν πτωχῶνκαί, πιστοί στά παραγγέλματα τοῦ Κυρίου, κατάφεραν νά ἀνυψωθοῦν ἀπό τά γήινα ἀγαθά στούς θησαυρούς τούς οὐράνιους.

   Ἄς βιαστοῦμε λοιπόν, νά τούς συναντήσωμε καί νά παρουσιασθοῦμε ἐνώπιον τοῦ  Κυρίου, καί ὁ Χριστός μας ἄς διαγνώση τόν πόθοτῆς πίστεως καί τῆς ψυχῆς μας· Αὐτός, ὁ Ὁποῖος ἀπονέμει τήν ὕψιστη ἀνταμοιβή τῆς δόξης Του σέ αὐτούς, πού τόν ἔχουν ποθήσει μέ τήνπιό μεγάλη θέρμη τῆς καρδιᾶς τους.

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ: Περὶ καταλαλιᾶς

 

ΛΟΓΟΣ ΔΕΚΑΤΟΣ

Περὶ καταλαλιᾶς

ΚΑΝΕΙΣ ΑΠΟ ὅσους σκέπτονται ὀρθὰ δὲν θὰ ἔχη, νομίζω, ἀντίρρησι ὅτι ἡ καταλαλιὰ γεννᾶται ἀπὸ τὸ μίσος καὶ τὴν μνησικακία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὴν ἐτοποθετήσαμε στὴν σειρά της μετὰ τοὺς προγόνους της. Καταλαλιὰ σημαίνει γέννημα τοῦ μίσους, ἀσθένεια λεπτή, ἀλλὰ καὶ παχειά· παχειὰ βδέλλα, κρυμμένη καὶ ἀφανής, ποὺ ἀπορροφᾶ καὶ ἐξαφανίζει τὸ αἷμα τῆς ἀγάπης. Σημαίνει ὑπόκρισις ἀγάπης, αἰτία τῆς ἀκαθαρσίας, αἰτία τοῦ βάρους τῆς καρδιᾶς, ἐξαφάνισις τῆς ἁγνότητος.

2. Ὑπάρχουν κόρες ποὺ διαπράττουν αἴσχη, χωρὶς νὰ κοκκινίζουν. Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες οἱ ὁποῖες φαίνονται ντροπαλές, καὶ ὅμως διαπράττουν, κρυφά, χειρότερα αἴσχη ἀπὸ τὶς προηγούμενες. Κάτι παρόμοιο παρατηροῦμε καὶ στὰ πάθη τῆς ἀτιμίας. Τέτοιες κόρες εἶναι ἡ ὑποκρισία, ἡ πονηρία, ἡ λύπη, ἡ μνησικακία, ἡ ἐσωτερικὴ καταλαλιὰ τῆς καρδιᾶς. Ἄλλη ἐντύπωσι δημιουργοῦν ἐξωτερικὰ καὶ ἄλλος εἶναι ὁ στόχος τους.

3. Ἄκουσα μερικοὺς νὰ καταλαλοῦν καὶ τοὺς ἐπέπληξα. Καὶ γιὰ νὰ δικαιολογηθοῦν οἱ ἐργάτες αὐτοὶ τοῦ κακοῦ μου ἀπήντησαν ὅτι τὸ ἔκαναν ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον πρὸς αὐτὸν ποὺ κατέκριναν. Ἐγὼ τότε τοὺς εἶπα νὰ τὴν ἀφήσουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ἀγάπη, γιὰ νὰ μὴ διαψευσθῇ ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Τὸν καταλαλοῦντα λάθρα τὸν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον» (Ψαλμ. ρ´ 5). Ἐὰν ἰσχυρίζεσαι ὅτι ἀγαπᾶς τὸν ἄλλον, ἂς προσεύχεσαι μυστικὰ γι᾿ αὐτὸν καὶ ἂς μὴ τὸν κακολογῆς. Διότι αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς ἀγάπης εἶναι εὐπρόσδεκτος ἀπὸ τὸν Κύριον.

4. Ἐπὶ πλέον ἂς μὴ λησμονῆς καὶ τοῦτο, καὶ ἔτσι ὁπωσδήποτε θὰ συνέλθης καὶ θὰ παύσης νὰ κρίνης αὐτὸν ποὺ ἔσφαλε: Ὁ Ἰούδας ἀνῆκε στὴν χορεία τῶν μαθητῶν, ἐνῷ ὁ λῃστὴς στὴν χορεία τῶν φονέων. Καὶ εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ πῶς μέσα σὲ μία στιγμὴ ὁ ἕνας ἐπῆρε τὴν θέσι τοῦ ἄλλου!

5. Ὅποιος θέλει νὰ νικήσῃ τὸ πνεῦμα τῆς καταλαλιᾶς, ἂς ἐπιρρίπτῃ τὴν κατηγορία ὄχι στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἁμάρτησε, ἀλλὰ στὸν δαίμονα ποὺ τὸν ἔσπρωξε στὴν ἁμαρτία. Διότι κανεὶς δὲν θέλει νὰ ἁμαρτήσῃ στὸν Θεόν, μολονότι ὅλοι αὐτοπροαίρετα ἁμαρτάνομε.

6. Εἶδα ἄνθρωπο ποὺ φανερὰ ἁμάρτησε, ἀλλὰ μυστικὰ μετενόησε. Καὶ αὐτὸν ποὺ ἐγὼ τὸν κατέκρινα ὡς ἀνήθικο, ὁ Θεὸς τὸν ἐθεωροῦσε ἁγνό, διότι μὲ τὴν μετάνοιά του Τὸν εἶχε πλήρως ἐξευμενίσει.

7. Αὐτὸν ποὺ σοῦ κατακρίνει τὸν πλησίον, ποτὲ μὴ τὸν σεβασθῆς, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ τοῦ εἰπῆς: «Σταμάτησε, ἀδελφέ. Ἐγὼ καθημερινῶς σφάλλω σὲ χειρότερα, καὶ πῶς μπορῶ νὰ κατακρίνω τὸν ἄλλον»; Ἔτσι θὰ ἔχης δυὸ ὀφέλη, μὲ ἕνα φάρμακο θὰ θεραπεύσης καὶ τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸν πλησίον.

8. Μία ὁδός, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὶς σύντομες ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἄφεσι τῶν πταισμάτων, εἶναι τὸ νὰ μὴ κρίνωμε, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι ἀληθινὸς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «μὴ κρίνετε, καὶ οὐ μὴ κριθῆτε» (Λουκ. στ´ 37). Ὅπως δὲν συμβιβάζεται ἡ φωτιὰ μὲ τὸ νερό, ἔτσι καὶ ἡ κατάκρισις μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπᾶ τὴν μετάνοια.

9. Ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, ἂν ἰδῆς κάποιον νὰ ἁμαρτάνη, μήτε τότε νὰ τὸν κατακρίνης. Διότι ἡ ἀπόφασις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄγνωστη στοὺς ἀνθρώπους. Μερικοὶ ἔπεσαν φανερὰ σὲ μεγάλα ἁμαρτήματα, κρυφὰ ὅμως ἔπραξαν πολὺ μεγαλύτερα καλά. Ἔτσι ἐξαπατήθηκαν οἱ φιλοκατήγοροι, καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἐκρατοῦσαν στὰ χέρια τους ἦταν καπνὸς καὶ ὄχι ἥλιος.

10. Ἂς μὲ ἀκούσετε, ἂς μὲ ἀκούσετε ὅλοι ἐσεῖς οἱ κακοὶ κριταὶ τῶν ξένων ἁμαρτιῶν. Ἐὰν εἶναι ἀλήθεια, ὅπως καὶ πράγματι εἶναι, ὅτι «ἐν ᾧ κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε» (Ματθ. ζ´ 2), τότε ἂς εἶσθε βέβαιοι, ὅτι γιὰ ὅσα ἁμαρτήματα κατηγορήσαμε τὸν πλησίον εἴτε ψυχικὰ εἴτε σωματικά, θὰ περιπέσωμε σ᾿ αὐτά. Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνῃ διαφορετικά.

11. Ὅσοι εἶναι αὐστηροὶ καὶ σχολαστικοὶ κριταὶ τῶν σφαλμάτων τοῦ ἄλλου, νικῶνται ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος, ἐπειδὴ δὲν ἀπέκτησαν ἀκόμη γιὰ τὰ ἰδικά τους ἁμαρτήματα ὁλοκληρωτικὴ φροντίδα (γνῶσι) καὶ μνήμη. Διότι ὅποιος ἀφαιρέση «τὸ περικάλυμμα τῆς φιλαυτίας» καὶ ἰδῆ μὲ ἀκρίβεια τὰ ἰδικά του κακά, γιὰ τίποτε ἄλλο δὲν θὰ φροντίση πλέον στὴν ζωή του, ἀναλογιζόμενος ὅτι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς του δὲν τοῦ ἐπαρκεῖ γιὰ νὰ πενθήση τὶς ἰδικὲς τοῦ ἁμαρτίες, ἔστω καὶ ἂν θὰ ἐζοῦσε ἑκατὸ ἔτη, καὶ ἂν θὰ ἔβλεπε ὁλόκληρο τὸν Ἰορδάνη ποταμὸ νὰ βγαίνη ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του ὡς δάκρυ.

12. Περιεργάσθηκα καλὰ τὴν κατάστασι τοῦ πένθους καὶ δὲν εὑρῆκα σ᾿ αὐτὴν ἴχνος καταλαλιᾶς ἢ κατακρίσεως.

13. Οἱ δαίμονες μᾶς σπρώχνουν πιεστικὰ ἢ στὸ νὰ ἁμαρτήσωμε ἤ, ἂν δὲν ἁμαρτήσωμε, στὸ νὰ κατακρίνωμε ὅσους ἁμάρτησαν, ὥστε μὲ τὸ δεύτερο νὰ μολύνουν οἱ κακοῦργοι τὸ πρῶτο. Ἂς γνωρίζης ὅτι γνώρισμα τῶν μνησικάκων καὶ φθονερῶν ἀνθρώπων εἶναι καὶ τοῦτο: Τὶς διδασκαλίες, τὰ πράγματα ἢ τὰ κατορθώματα τοῦ ἄλλου τὰ κατηγοροῦν καὶ τὰ διαβάλλουν μὲ εὐχαρίστησι καὶ εὐκολία, (νικημένοι καὶ) καταποντισμένοι ἄθλια ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ μίσους.

14. Εἶδα μερικοὺς οἱ ὁποῖοι μυστικὰ καὶ κρυφὰ διαπράττουν σοβαρώτατα ἁμαρτήματα, καὶ στηριζόμενοι στὴν ὑποκριτικὴ καθαρότητά τους, ἐπιτιμοῦν μὲ αὐστηρότητα αὐτοὺς ποὺ ὑποπίπτουν σὲ μερικὰ μικρὰ σφάλματα, τὰ ὁποῖα καὶ φανερώνουν.

15. Ἡ κρίσις εἶναι ἀναιδὴς ἁρπαγὴ τοῦ δικαιώματος τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ ἡ κατάκρισις ὄλεθρος τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ὁ ὁποῖος κατακρίνει.

16. Ὅπως ἡ «οἴησις» καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχη ἄλλο πάθος, μπορεῖ νὰ καταστρέψῃ τὸν ἄνθρωπο, ἔτσι καὶ ἡ κατάκρισις, ἐὰν καὶ μόνη ὑπάρχη μέσα μας, μπορεῖ νὰ μᾶς καταστρέψῃ ὁλοσχερῶς, ἀφοῦ ἄλλωστε καὶ ὁ Φαρισαῖος ἐκεῖνος τῆς παραβολῆς ἐξ αἰτίας αὐτῆς κατεδικάσθη.

17. Ὁ καλὸς «ραγολόγος» τρώγει τὶς ὥριμες ρῶγες τῶν σταφυλιῶν καὶ δὲν πειράζει καθόλου τὶς ἄγουρες. Παρόμοια ὁ καλόγνωμος καὶ συνετὸς ἄνθρωπος, ὅσες ἀρετὲς βλέπει στοὺς ἄλλους τὶς σημειώνει μὲ ἐπιμέλεια, ἐνῷ ὁ ἀνόητος ἀναζητεῖ τὰ ἐλαττώματα καὶ τὶς κατηγορίες. Γι᾿ αὐτὸν μάλιστα ἔχει λεχθῆ: «Ἐξηρεύνησαν ἀνομίαν, ἐξέλιπον ἐξερευνῶντες ἐξερευνήσεις» (Ψαλμ. ξγ´ 7).

18. Μὴ κατακρίνης καὶ ὅταν ἀκόμη βλέπης κάτι μὲ τοὺς ἴδιους τοὺς ὀφθαλμούς σου, διότι καὶ αὐτοὶ πολλὲς φορὲς ἐξαπατῶνται.

Βαθμὶς δεκάτη! Ὅποιος τὴν κατέκτησε εἶναι ἐργάτης τῆς ἀγάπης ἢ τοῦ πένθους.