† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ ΤΩΝ ΠΑΝΕΥΦΗΜΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΚΟΡΥΦΑΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ (29 Ἰουνίου) - Εὐαγγέλιο - Ἀπόστολος





Ἐλθὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη Καισαρείας τῆς Φιλίππου ἠρώτα τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγων· τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; Οἱ δὲ εἶπον· οἱ μὲν Ἰωάννην τὸν βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ Ἠλίαν, ἕτεροι δὲ Ἱερεμίαν ἢ ἕνα τῶν προφητῶν. Λέγει αὐτοῖς· ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγεται εἶναι; Ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε· σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦτοῦ ζῶντος. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ,ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ᾿ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳοἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς. Καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃςἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς.

Ἀπόδοση 

Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἦλθε εἰς τὰ μέρη τῆς Καισαρείας τοῦ Φιλίππου, ἐρωτοῦσε τοὺς μαθητάς του, «Ποιὸς, λέγουν οἱ ἄνθρωποι, ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου;». Αὐτοὶ δὲ ἀπήντησαν, «Μερικοὶ λέγουν ὅτι εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ἄλλοι ὁ Ἠλίας, καὶ ἄλλοι ὁ Ἱερεμίας ἢ ἕνας ἀπὸ τοὺς προφῆτας». Λέγει εἰς αὐτούς, «Σεῖς, ποιὸς λέτε ὅτι εἶμαι;». Ὁ Σίμων Πέτρος ἀπεκρίθη, «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ». Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Μακάριος εἶσαι, Σίμων υἱὲ τοῦ Ἰωνᾶ, διότι ἄνθρωπος δὲν σοῦ τὸ ἀπεκάλυψε αὐτό, ἀλλὰ ὁ Πατέρας μου ὁ οὐράνιος. Καὶ ἐγὼ σοῦ λέγω, Σὺ εἶσαι ὁ Πέτρος καὶ ἐπάνω εἰς τὴν πέτραν αὐτὴν θὰ οἰκοδομήσω τὴν ἐκκλησίαν μου καὶ αἱ πύλαι τοῦ Ἅδη δὲν θὰ τὴν καταβάλουν. Καὶ θὰ σοῦ δώσω τὰ κλειδιὰ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ ὅ,τι δέσῃς εἰς τὴν γῆν, θὰ εἶναι δεμένο εἰς τοὺς οὐρανούς. Καὶ ὅτι λύσῃς εἰς τὴν γῆν, θὰ εἶναι λυμένο εἰς τοὺς οὐρανοὺς».


Κατὰ ἀτιμίαν λέγω, ὡς ὅτι ἡμεῖς ἠσθενήσαμεν. ἐν ᾧ δ᾿ ἄν τις τολμᾷ, ἐν ἀφροσύνῃ λέγω, τολμῶ κἀγώ. ῾Εβραῖοί εἰσι; κἀγώ· ᾿Ισραηλῖταί εἰσι; κἀγώ· σπέρμα ᾿Αβραάμ εἰσι; κἀγώ· διάκονοι Χριστοῦ εἰσι; παραφρονῶν λαλῶ, ὑπὲρ ἐγώ· ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν πληγαῖς ὑπερβαλλόντως, ἐν φυλακαῖς περισσοτέρως, ἐν θανάτοις πολλάκις· ὑπὸ ᾿Ιουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρὰ μίαν ἔλαβον, τρὶς ἐρραβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην, τρὶς ἐναυάγησα, νυχθημερὸν ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα· ὁδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις
ποταμῶν, κινδύνοις λῃστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις· ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι· χωρὶς τῶν παρεκτὸς ἡ ἐπισύστασίς μου ἡ καθ᾿ ἡμέραν, ἡ μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν. τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; εἰ καυχᾶσθαι δεῖ, τὰ τῆς ἀσθενείας μου καυχήσομαι. ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης ᾿Αρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ.Καυχάσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.


πόδοση 

Από λόγους ντροπής το λέω, σαν εμείς να ήμασταν ασθενείς· αλλά, σε ό,τι κάποιος τολμάει, (με αφροσύνη μιλάω) τολμάω και εγώ· είναι Εβραίοι; Και εγώ· είναι Ισραηλίτες; Και εγώ· είναι σπέρμα τού Αβραάμ; Και εγώ. Είναι υπηρέτες τού Χριστού; (Παραφρονώντας μιλάω) περισσότερο εγώ· σε κόπους περισσότερο, σε πληγές υπερβολικού βαθμού, σε φυλακές περισσότερο, σε θανάτους πολλές φορές· από τους Ιουδαίους πέντε φορές πήρα 40 παρά μία μαστιγώσεις· τρεις φορές ραβδίστηκα, μία φορά λιθοβολήθηκα, τρεις φορές ναυάγησα, ένα μερόνυχτο έκανα στον βυθό· σε οδοιπορίες πολλές φορές, σε κινδύνους ποταμών, σε κινδύνους ληστών, σε κινδύνους από το γένος, σε κινδύνους από τα έθνη, σε κινδύνους στην πόλη, σε κινδύνους στην ερημιά, σε κινδύνους στη θάλασσα, σε κινδύνους από ψευδάδελφους· σε κόπο και μόχθο, σε αγρυπνίες πολλές φορές, σε πείνα και δίψα, σε νηστείες πολλές φορές, σε ψύχος και γυμνότητα· εκτός από τα εξωτερικά, ο επικείμενος αγώνας καθημερινά, η μέριμνα όλων των εκκλησιών. Ποιος ασθενεί, και δεν ασθενώ; Ποιος σκανδαλίζεται, και εγώ δεν φλέγομαι; Αν πρέπει να καυχώμαι, θα καυχηθώ σ' αυτά που έχουν σχέση με τις ασθένειές μου. Ο Θεός και Πατέρας τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που είναι ευλογητός στους αιώνες, γνωρίζει ότι δεν ψεύδομαι. Στη Δαμασκό, ο εθνάρχης τού βασιλιά Αρέτα φρουρούσε την πόλη των Δαμασκηνών, θέλοντας να με πιάσει· και διαμέσου ενός μικρού παραθύρου με κατέβασαν από το τείχος μέσα σε ένα κοφίνι, και ξέφυγα από τα χέρια του.Να καυχώμαι, βέβαια, δεν με συμφέρει· επειδή, θάρθω σε οπτασίες και αποκαλύψεις τού Κυρίου. Γνωρίζω έναν άνθρωπο εν Χριστώ πριν από 14 χρόνια, (είτε μέσα στο σώμα, δεν ξέρω· είτε έξω από το σώμα, δεν ξέρω· ο Θεός ξέρει)· ότι αυτού τού είδους ο άνθρωπος αρπάχτηκε μέχρι τον τρίτο ουρανό. Και γνωρίζω αυτού τού είδους τον άνθρωπο, (είτε μέσα στο σώμα, είτε έξω από το σώμα, δεν ξέρω, ο Θεός ξέρει)· ότι αρπάχτηκε στον παράδεισο, και άκουσε λόγια ανεκλάλητα, που δεν επιτρέπεται σε έναν άνθρωπο να μιλήσει. Για τον άνθρωπο αυτού τού είδους θα καυχηθώ· για μένα, όμως, δεν θα καυχηθώ, παρά μονάχα στις ασθένειές μου. Δεδομένου ότι, αν θελήσω να καυχηθώ δεν θα είμαι άφρονας· επειδή, θα πω την αλήθεια· συστέλλομαι, όμως, μήπως κάποιος στοχαστεί σε μένα κάτι ανώτερο από ό,τι με βλέπει ή ακούει από μένα. Και για να μη υπερηφανεύομαι, εξαιτίας τής υπερβολής των αποκαλύψεων, μου δόθηκε ένας σκόλοπας στη σάρκα, ένας άγγελος του σατανά, για να με χτυπάει, για να μη υπερηφανεύομαι. Για το ζήτημα αυτό παρακάλεσα τον Κύριο τρεις φορές, για να απομακρυνθεί από μένα· και μου είπε: Αρκεί σε σένα η χάρη μου· επειδή, μέσα σε αδυναμία, η δύναμή μου φανερώνεται τέλεια. Με βαθύτατη ευχαρίστηση, λοιπόν, θα καυχηθώ περισσότερο στις αδυναμίες μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού.

----------------------

Δυο σπουδαία πρόσωπα, δύο μεγάλοι Άγιοι της Εκκλησίας μας, στους οποίους είναι αφιερωμένη η σημερινή γιορτή και δυο πρόσωπα τα οποία δεσπόζουν στα σημερινά αναγνώσματα. Η διαχρονική δε τιμή των δυο Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων επιβεβαιώνεται και από το γεγονός,ότι στον μεν "Απόστολο" κυριαρχεί το όνομα του Παύλου, στο δε Ευαγγέλιο ξεχωρίζει το όνομα του Πέτρου .
Ο Απόστολος Πέτρος μεριμνά κυρίως για τους Χριστιανούς που προήλθαν από την τάξη των Ιουδαίων,
ο δε Απόστολος Παύλος έχοντας σαν αφετηρία τους Ιουδαίους απευθύνεται, στη συνέχεια, στα έθνη, στους ειδωλολάτρες, για τούτο και χαρακτηρίζεται Απόστολος των «Εθνών».

 Ο Πέτρος καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και ήταν γιος του Ιωνά, αδελφός του Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτόκλητου. Ο Πέτρος και ο Ανδρέας ήταν ψαράδες στη λίμνη Γεννησαρέτ. Είχε νυμφευθεί στην Καπερναούμ, όπου έμενε οικογενειακά μαζί με την πεθερά του. Όπως μας πληροφορεί το Ευαγγέλιο, όταν ο Ιησούς έφθασε στη λίμνη της Γεννησαρέτ συνάντησε τους δυο αδελφούς Πέτρο και Ανδρέα οι οποίοι έριχναν τα δίχτυα τους. Αμέσως μετά την κλήση τους, άφησαν τα δίχτυα και τις οικογένειές τους και τον ακολούθησαν. Ψαράς στο επάγγελμα, ήταν τύπος αυθόρμητος, ορμητικός, και τη ζωή του κοντά στο Χριστό τη μαθαίνουμε από τα τέσσερα Ευαγγέλια, ενώ την αποστολική του δράση, από τις πράξεις των Αποστόλων. Έγραψε και δύο Καθολικές Επιστολές, μέσα στις οποίες να τι προτρέπει τους χριστιανούς: «Νήψατε, γρηγορήσατε, ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α΄ Πέτρου, ε΄ 8). Δηλαδή εγκρατευθείτε, γίνετε άγρυπνοι και προσεκτικοί. Διότι ο αντίπαλος και κατήγορός σας ο διάβολος, σαν λιοντάρι που βρυχάται, περιπατεί με μανία και ζητάει ποιον να τραβήξει μακριά από την πίστη και να τον καταπιεί.


Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, ο Πέτρος, δίδαξε το Ευαγγέλιο στην Ιουδαία, στην Αντιόχεια, στον Πόντο, στην Γαλατία, στην Καππαδοκία, στην Ασία και τη Βιθυνία. Κατά την παράδοση (που σημαίνει ότι δεν είναι απόλυτα ιστορικά διασταυρωμένο) έφτασε μέχρι την Ρώμη, όπου επί Νέρωνος (54-68μ.Χ.) υπέστη μαρτυρικό θάνατο, αφού τον σταύρωσαν χιαστί, με το κεφάλι προς τα κάτω περί το έτος 64 μ.Χ.



Ο δε Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας σε ένα χωρίο που ονομάζεται Γίσχαλα και στην αρχή ήταν σκληρός διώκτης του Χριστιανισμού. Το 36 μ.Χ. περίπου, όταν κάποτε μετέβαινε στη Δαμασκό για να διώξει και εκεί χριστιανούς, έγινε θαύμα στο οποίο φανερώθηκε ο Χριστός, ο οποίος τον πρόσταξε να πάει στον Ανανία ο οποίος τον κατήχησε και τον βάπτισε. Έτσι, έγινε ο μεγαλύτερος κήρυκας του Ευαγγελίου, θυσιάζοντας μάλιστα και την ζωή του γι’ αυτό. Ονομάστηκε ο πρώτος μετά τον Ένα και Απόστολος των Εθνών, λόγω των τεσσάρων μεγάλων αποστολικών περιοδειών του. Είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Ελλάδος. Συνέγραψε 14 επιστολές προς τις Εκκλησίες τις οποίες εκείνος ίδρυσε. Τη ζωή του με τις περιπέτειές του θα τα δει κανείς, αν μελετήσει τις Πράξεις των Αποστόλων, αλλά και τις 14 Επιστολές του στην Καινή Διαθήκη.

Ο Απόστολος Παύλος θέλει κάθε χριστιανός, όπως και ο ίδιος, να αισθάνεται και να λέει: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Προς Γαλάτας β΄ 20). Δηλαδή, δε ζω πλέον εγώ, ο παλαιός άνθρωπος, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός. Και ακόμα, «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Προς Κολασσαείς γ΄ 11). Να διευθύνει, δηλαδή, όλες τις εκδηλώσεις τις ανθρώπινης ζωής μας ο Χριστός. Ο Απόστολος Παύλος υπέστη μαρτυρικό θάνατο (χωρίς να είναι απόλυτα ιστορικά διασταυρωμένο) δι’ αποκεφαλισμού στη Ρώμη μεταξύ των ετών 64 - 67 μ.Χ.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.

Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοικαὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοιτῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατεεἰρήνην τῆ οἰκουμένῃ δωρήσασθαικαὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’Τοὺς ἀσφαλεῖς.

Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκαςτὴν κορυφὴν τῶν Μαθητῶν σου Κύριεπροσελάβου εἰς ἀπόλαυσιντῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιντοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατονἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσινὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.

Τετάρτη 7 Ιουλίου 2021

ΑΓΙΑ ΦΕΒΡΩΝΙΑ Η ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ Η ΠΟΛΥΑΘΛΟΣ (25 Ἰουνίου)



Ἐκθαμβωτικὴ ἦταν ἡ σωματική της ὀμορφιά. Ἀλλὰ ἀκόμα περισσότερο ἔλαμπε ἡ ψυχή της, ἀνάμεσα στὶς μοναχὲς τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Μεσοποταμίας (στὴν πόλη τῆς Νισίβεως, ποὺ λέγεται Ἀντιόχεια τῆς Μυγδονίας καὶ βρισκόταν στὰ σύνορα τοῦ Βυζαντινοῦ καὶ Περσικοῦ κράτους).

 Ἀπὸ 17 χρονῶν ἡ Φεβρωνία πῆγε στὸ μοναστήρι, ὅπου ἡγουμένη ἦταν ἡ θεία της Βρυένη. Γρήγορα προσαρμόστηκε στοὺς κανόνες τῆς νέας ζωῆς, καὶ μάλιστα πάντα ἔβρισκε χρόνο νὰ μελετᾷ καὶ νὰ καλλιεργεῖ τὸ πνεῦμα της. Ἡ ζωή της ἦταν ἥσυχη. Ὅμως, κάποια μέρα ταράχθηκαν τὰ γαλήνια «νερά» τῆς ἡσυχίας της. Ἕνα σῶμα στρατιωτῶν ποὺ ἐξεδίωκε χριστιανούς, πέρασε ἀπὸ τὴν μονὴ τῆς Φεβρωνίας. Οἱ ἄλλες μοναχὲς πρόλαβαν καὶ ἔφυγαν μακριά. Ἡ Φεβρωνία, ἐπειδὴ ἦταν ἄῤῥωστη, δὲν μπόρεσε νὰ μετακινηθεῖ. Μαζί της ἔμειναν ἡ ἡγουμένη Βρυένη καὶ ἡ ἀδελφὴ Θωμαΐς. Οἱ στρατιῶτες, μόλις ἄντικρυσαν τὴν Φεβρωνία, ἔμειναν ἔκπληκτοι ἀπὸ τὴν ὀμορφιά της. Ἄφησαν, λοιπόν, τρεῖς ἄνδρες νὰ τὴν φρουροῦν καὶ οἱ ὑπόλοιποι γύρισαν καὶ τὸ ἀνέφεραν στὸν ἀρχηγό τους Σελῆνο (288 μ.Χ.). Αὐτὸς ἀμέσως διέταξε καὶ τὴν ἔφεραν μπροστά του, καὶ μὲ κάθε τρόπο τὴν πίεσε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Πρότεινε στὴ Φεβρωνία νὰ τὴν δώσει σύζυγο στὸν ἀνεψιό του Λυσίμαχο, ποὺ κοντά του θὰ γνώριζε μεγάλη δόξα. Ἡ Φεβρωνία, ὅμως, προτίμησε νὰ γίνει «τῆς μελλούσης ἀποκαλύπτεσθαι δόξης κοινωνός». Προτίμησε, δηλαδή, νὰ εἶναι συμμέτοχος τῆς δόξας ποὺ θὰ ἀποκαλυφθεῖ κατὰ τὴν δευτέρα παρουσία, καὶ μὲ περίσσιο θάῤῥος περιφρόνησε τὶς προτάσεις τοῦ Σελήνου, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τὴν βασάνισε, τελικὰ τὴν σκότωσε μὲ ξίφος.


Κατά τους χρόνους του μεγάλου διωγμού που είχε εξαπολύσει ο Διοκλητιανός κατά των Χριστιανών, ζούσε στην Ρώμη ένας νεανίας ονόματι Λυσίμαχος, ο οποίος προοριζόταν για έπαρχος μετά τον θάνατο του πατέρα του. Όμως, επειδή ο Διοκλητιανός είχε ακούσει ότι αυτός ο νεαρός σεβόταν τον Χριστό, απεφάσισε να τον στείλει στην Ανατολή, μαζί με τον κακότροπο θείο του, τον Σελήνο και πλήθος στρατιωτών, για να διώξουν τους Χριστιανούς. Πράγματι κατέφθασαν σε μια χώρα της Μεσοποταμίας, την Παλμύρα, και ο άσπλαχνος Σελήνος θανάτωνε πολλούς Χριστιανούς. Ο Λυσίμαχος λυπόταν πικρά για όλα αυτά, διότι η μητέρα του ήταν Χριστιανή και του είχε διδάξει να πιστεύει στον Χριστό. Γι’ αυτό και ανακοίνωσε κρυφά στον Πρίμο, που ήταν επικεφαλής των στρατιωτών, ότι είχε εντολή από την μητέρα του να μην θανατώσει κανέναν Χριστιανό και επειδή πονούσε η ψυχή του βλέποντας τον θείο του να εγκληματεί κατά των αθώων Χριστιανών, κατέπεισε τον Πρίμο να μην φυλακίζει Χριστιανούς και να ειδοποιούνται τα Μοναστήρια ώστε να κρύβονται οι μοναχοί και οι μοναχές για να μην τους βρίσκουν οι διώκτες.

Στη χώρα αυτή υπήρχε ένα γυναικείο Μοναστήρι με πενήντα μοναχές και Ηγουμένη την Βρυένη. Ανάμεσα στις αδελφές ήταν και μια πολύ ενάρετη μοναχή, η εικοσάχρονη Φεβρωνία, που ήταν ανιψιά της Βρυένης, πολύ ωραία και εύμορφη που στα μέρη εκείνα δεν υπήρχε ωραιοτέρα γυναίκα καί λέγεται ότι δεν ήταν δυνατόν να ιστορίσει ζωγράφος το κάλλος και την φαιδρότητα του προσώπου της. Γι’ αυτό και η Ηγουμένη Βρυένη την φύλαγε με φόβο και αγωνία από τους ασεβείς δίνοντάς της αυστηρότερο κανόνα νηστείας, μη χορταίνοντας καν τον άρτο και το νερό, με πολύ λιγοστό ύπνο που λάμβανε καθιστή ή χωρίς στρώμα καταγής, ώστε να βασανίζει το σώμα της, προσευχόμενη διαρκώς στον Θεό να απομακρύνει τον πειράζοντα διάβολο. Αναγινώσκοντας με επιμέλεια τις Θείες Γραφές επειδή ήταν εκ φύσεως φιλομαθής, κατηχώντας με την πολυμάθειά της και τις άλλες αδελφές, ακόμα και τις κοσμικές γυναίκες που ερχόντουσαν προς πνευματική ωφέλεια στο Μοναστήρι. Μια εξ’ αυτών των γυναικών ήταν η Ιερεία, κόρη ενός Συγκλητικού, που θαύμαζε την Φεβρωνία και πήγαινε στον παρθενώνα για να ακούσει τα θεία λόγια της. Συνεπαρμένη η Ιερεία από τις νουθεσίες της, κατέπεισε ακόμα και τους γονείς της να λάβουν το Βάπτισμα.

Όμως, εκείνο τον καιρό ήλθαν στη χώρα αυτή ο Σελήνος και ο Λυσίμαχος με τα στρατεύματά τους, αναγκάζοντας τους Χριστιανούς να κρυφθούν στα όρη και στις σπηλιές. Έτσι και οι μοναχές του Μοναστηριού ζήτησαν ευλογία για να κρυφτούν στους γύρω τόπους. Και η Ηγουμένη Βρυένη, τις επέτρεψε να πράξουν κατά το συμφέρον τους, κάνοντας όπως θέλουν. Μόνο η Φεβρωνία, αν και είχε ασθενήσει βαρύτατα από τον σκληρό αγώνα της, έλεγε: «Ζει Κύριος ο Χριστός μου, τον οποίο ενυμφεύθην και του αφιέρωσα την ψυχή μου. Δεν εξέρχομαι από τον τόπο τούτο, αλλ’ εδώ θα αποθάνω και θα ενταφιασθώ δια τον Δεσπότη μου». Η Ηγουμένη μένοντας μόνη στο Μοναστήρι μαζί με την Φεβρωνία και την αδελφή Θωμαΐδα, μπήκε στην Εκκλησία και προσευχόταν κλαίγοντας, φοβούμενη για την Φεβρωνία, μην την πάρουν οι στρατιώτες στο κριτήριο, επειδή ήταν πανέμορφη νέα και την εξαπατήσουν με κολακείες και την εξαναγκάσουν να προδώσει την ευσέβειά της. Κατόπιν αφού συμβούλεψαν την Φεβρωνία να προσέχει ώστε ότι και αν συμβεί να μην πλανηθεί με πλούτο που θα της τάξουν και να μην προδώσει την τιμή της, υπομένοντας τις πανουργίες για χάρη του Χριστού, ενθυμούμενη τους αγίους Μάρτυρες που έλαβαν δεινά και φρικτά βασανιστήρια και κολαστήρια για χάριν Εκείνου. Τότε η Φεβρωνία ανήγγειλε ότι δεν έφυγε από την Μονή, «επειδή ποθώ να αποθάνω δια τον Δεσπότη μου, εάν με αξιώσει η χάρις Του, δι’ αυτό παρέμεινα».

Το πρωί πληροφόρησαν κάποιοι τον Σελήνο για εκείνο το γυναικείο Μοναστήρι και ευθύς απέστειλε στρατιώτες για να συλλάβουν τις μοναχές. Αφού έσπασαν τις πόρτες και εισήλθαν βρήκαν μόνο τις τρεις και κάποιος στρατιώτης τράβηξε το ξίφος για να φονεύσει την Ηγουμένη. Η Φεβρωνία έπεσε στα πόδια του και του είπε: «Σας εξορκίζω στον Θεό, ο Οποίος κατοικεί στα ουράνια, να φονεύσετε πρώτα εμένα, για να μη δω τον θάνατο της κυρίας μου». Τότε μεσολάβησε ο καλός Πρίμος και παρότρυνε τις μοναχές να κρυφτούν για να μην τις βρουν οι στρατιώτες όταν ξαναέρθουν. Επιστρέφοντας ο Πρίμος στο Πραιτώριο, λέγει προς τον Λυσίμαχο: «Μεταβήκαμε στο Μοναστή­ρι, και είδα μία νεανίδα, της οποίας εθαύμασα το κάλλος. Μα τους θεούς, δεν είδα γυναίκα ωραιοτέρα, καί είναι πράγματι αξία δια σε». Του λέγει ο Λυσίμαχος: «έχω εντολή από την μητέρα μου, να μη κακοποιήσω Χριστιανό. Πώς λοιπόν να επιβουλευτώ τις δούλες του Χριστού; σε παρακαλώ λοιπόν να τις διαφυλάξεις στην ευσέβεια, ώστε να μη πέσουν στά χέρια του θείου μου».

Ένας όμως από τους κάκιστους εκείνους στρατιώτες ανήγγειλε στον Σελήνο, λέγοντας ότι βρήκαμε στο Μοναστήρι νεανίδα, η οποία όντως είναι ξένο θέαμα. Τότε θυμωθείς ο Σελήνος έστειλε στρατιώτες να φέρουν την νέα στο κριτήριο. Απελθόντες λοιπόν άρπαξαν αυτήν ως άγρια θηρία, την έδεσαν από τον λαιμό, καί την έσυραν. Η δε Ηγουμένη και η Θωμαΐς την προέτρεπαν να μη φοβηθεί τις βασάνους, να μη λυπηθεί το φθειρόμενο σώμα, το οποίο γίνεται στον τάφο άχρηστο καί σε βρώμα των σκωλήκων μετατρέπεται, αλλά είναι προτιμότερο να το παραδώσει σε μάστιγες και κολαστήρια για τον Κύριο, για να ζήσει μαζί του αιωνίως στον Παράδεισο.
Ελπίζοντας στον Θεό, η Φεβρωνία και έχοντας το θάρρος της στον Χριστό και την Θεοτόκο, υπεσχέθη να δείξει ανδρείο και γενναίο φρόνημα και αφού ζήτησε την ευχή τους, αναχώρησε οδεύοντας προς τον Μαρτύριο. Οι στρατιώτες πήραν την Αγία και την οδήγησαν στο θέατρο όπου είχε συναχθεί πλήθος κόσμου και όσοι την είδαν την συμπόνεσαν. Ο ηγεμόνας Σελήνος εντυπωσιασμένος από το κάλλος και την ευγένεια της Φεβρωνίας, της πρότεινε να λάβει σύζυγο τον Λυσίμαχο που θα γινόταν Έπαρχος και θα τους χάριζε όλο τον πλούτο του. Την απείλησε ότι αν δεν δεχθεί τον λόγο του, τρεις ώρες δεν θα την αφήσει ζωντανή. Του λέγει η Φεβρωνία: «Εγώ έχω στους ουρανούς παστάδα αχειροποίητο, νυμφώνα ακατάλυτο, προίκα την βασιλεία των ουρανών και Νυμφίο αθάνατο, γι’ αυτό δεν δύναμαι να συνοικήσω με άνθρωπο. Λοιπόν μη πλανάσαι, ούτε να κοπιάζεις με κολακείες και απειλές να με δοκιμάζεις, ότι δεν θέλεις με νικήσει ουδέποτε».

Ακούγοντας αυτά ο τύραννος θύμωσε, και προστάζει να εκδύσουν την Αγία και να την παραστήσουν γυμνή μπροστά σε όλους, για να ντραπεί την ασχημοσύνη της, να ταλανίσει την αβουλία αυτής και την απείθεια, όταν συλλογισθεί από ποια λαμπρή δόξα σε πόση ατιμία κατήντησε. Όταν λοιπόν την εξεγύμνωσαν οι στρατιώτες και την παρέστησαν έτσι γυμνή, είπε προς αυτήν ο τύραννος: «Βλέ­πεις, Φεβρωνία, πόσων αγαθών εξέπεσες, και σε πόση περιέπεσες καταφρόνηση;» Και εκείνη απεκρίθη: «Ένας είναι ο Δημιουργός, ο οποίος μας έκαμε εξ αρχής άρσεν και θήλυ. Γι’ αυτό όχι μόνον υπομένω αυτήν την γύμνωση, αλλά και να κόψουν για τον Χριστό μου ένα έκαστον όλα τα μέλη μου, εάν με αξιώσει η χάρις Του να πάθω για την αγάπη Του δεινά κολαστήρια». Λέγει τότε ο τύραννος: «Αναίσχυντε και πάσης ατιμίας αξία, ξέρω πως κενοδοξείς για το κάλλος σου και το έχεις σε έπαινο να σε βλέπουν». Του λέγει η Αγία: «Ο Χριστός μου ξέρει, ότι έως την σήμερον δεν είδα χαρακτήρα ανδρός ουδέποτε, καί συ με λέγεις αναίσχυντο, αναίσχυντε όντως και άγνωστε. Όποιος θέλει να πολεμήσει σε αγώνα ολύμπιο, δεν παλεύει ενδεδυμένος με ιμάτια, αλλά γυμνός στον αγώνα συμπλέκεται, για να νικήσει τον αντίπαλο. Έτσι και εγώ είναι πρέπον να υπομείνω την γύμνωση, για να πολεμήσω με τον διάβολο τον πατέρα σου».
Θυμωθείς τότε ο ηγεμών πρόσταξε να απλώσουν την Αγία τέσσερις άνδρες, να ανάψουν φωτιά κάτω από αυτήν για να φλογίζεται και από πάνω να την χτυπούν δυνατά στη ράχη ανηλεώς άλλοι τέσσερις άνδρες. Καθώς λοιπόν την έδερναν ώρα πολλή οι άσπλαχνοι, ράντιζαν άλλοι με έλαιο το πυρ από κάτω, για να ανάβει ξανά και να την φλογίζει χειρότερα. Έτσι λοιπόν δεινώς βασανιζόμενης της Αγίας, εφώναζε ο λαός, και δεόταν λέγοντες: «Σπλαχνίσου, φιλάνθρωπε δικαστά, την νεανίδα». Αλλά αυτός ο άσπλαχνος δεν ήθελε καί πρόσταξε τους μαστιγώνοντας να την κτυπούν δυνατότερα. Και όταν είδε ότι έπεφταν στην γή οι σάρκες της καί φαινόταν σαν νεκρή, πρόσταξε να την ρίψουν παράμερα.

Όταν συνήλθε η Φε­βρωνία την εξέτασε πάλι ο αλιτήριος λέγοντας: «Πώς σου φαίνεται η πρώτη συμπλοκή, Φεβρωνία;» Εκείνη απεκρίθη: «γνώρισες με την πρώτη δοκιμή, ότι με την βοήθεια του Χριστού, έμεινα ανίκητος και καταφρονώ τις βασάνους σου». Τότε πάλιν είπε ο τύραννος: «κρεμάσατέ την στο ξύλο, και ξεσχίσατε δυνατά τα πλευρά της με σιδηρά νύχια, έπειτα καταφλέξετε τα ξεσχισμένα μέλη της έως τα οστά της».
Τοσούτο λοιπόν ξέσχισαν την Αγία, ώστε έπεφταν στην γή οι σάρκες της και το αίμα της έρεε ποταμηδόν. Έπειτα φέρνον­τας τη φωτιά κατέκαιαν τα σπλάγχνα της. Εκείνη βλέποντας προς τον ουρανό παρακαλούσε τον Θεό να την ενδυναμώσει και σιώπησε, διότι καιγόταν από την φωτιά.  Τότε πολλοί από τους παρεστώτες έφυγαν λόγω της πολλής ωμότητας του ηγεμόνα, και οι υπόλοιποι τον παρακαλούσαν να την αποσύρουν από το πυρ και τους άκουσε σβήνοντας την φωτιά, αλλά την άφησαν κρεμασμένη και την ρωτούσε, εκείνη όμως δεν μπορούσε να αποκριθεί. Γι’ αυτό την κατέβασαν και  την έδεσαν στον πάσσαλο, και ο τύραννος κάλεσε γιατρό που τον πρόσταξε να κόψει την γλώσσα της για να την κάψουν, διότι δεν του απεκρίθη. Η Αγία έβγαλε ευθύς την εύλαλη γλώσσα της, και ένευσε του γιατρού να την κόψει κατά το πρόσταγμα του τυράννου. Και έλαβε ο γιατρός τον σίδηρο να την κόψει, αλλά ο λαός φώναξαν, δεόμενοι στον ηγεμόνα να τους κάμει την χάρη αυτή, να την αφήσει. Ο ανήμερος τότε πρόσταξε να αφήσουν την γλώσσα και να βγάλουν τα δόντια της. Άρχισε λοιπόν ο γιατρός να εκριζώνει τα δόντια και όταν ξερίζωσε τα δεκαεπτά, από τους πόνους και την αιμορραγία ολιγοψύχησε η Αγία και προτάσσει τον γιατρό ο τύραννος να παύσει, της έδωκε δε βότανο θεραπευτικό για να σταματήσει η ρύση του αίματος.

Τότε πάλι την ρωτά ο τύραννος: «τί λέγεις, Φεβρωνία; Προσκυνείς τους θεούς;» Εκείνη απεκρίθη: «γιατί δεν με θανατώνεις το γρηγορότερο, για να απέλθω προς τον αγαπημένο μου Χριστό, αλλά εμποδίζεις τον δρόμο μου;» Της λέγει ο τύραννος: «Εγώ θα αφανίσω δια πυρός και ξίφους το σώμα σου, αναίσχυντο γύναιο, καί θα ταπεινώσω την αλαζονεία σου». Τότε προστάσσει να κόψουν, φευ! τους μαστούς της, έπειτα να κάψουν με φωτιά το στήθος της. Η δε Αγία, παρακαλούσε τον Θεό να πάρει την ψυχή της. Και όταν έκαψαν και τους δύο μαστούς, κατέκαυσαν όλον τον τόπο του στήθους της και πέρνα η λαύρα του πυρός έως μέσα στα εντόσθια. Όσοι έβλεπαν όλα αυτά αναθεμάτιζαν τον τύραννο και τους θεούς του, ο δε παράνο­μος τύραννος κατέβασε την Αγία από τον πάσσαλο, για να της δώσει καί άλλη κόλαση, αλλά αυτή δεν μπορούσε ούτε καν να ομιλήσει, μόνον έπεσε σχεδόν νεκρή και άφωνος.

Τότε λέγει, ο Πρίμος προς τον Λυσίμαχο: «Γιατί να απολεσθεί αυτή η ωραιότατη κόρη έτσι ασπλάγχνως;» Και ο Λυσίμαχος είπε: «Για πολλών σωτηρία, ίσως δε και εμού αυτού, την αφήκα να βασανισθεί, για να λάβουν και άλλοι πολλοί από αυτήν καλό υπόδειγμα». Η δε Ιερεία, όταν είδε, ότι ο αλιτήριος Σελήνος σκεπτόταν να υποβάλει την Φεβρωνία και σε άλλα βασανιστήρια, στάθηκε ενώπιόν του και τον έβρισε λέγουσα: «Δεν χόρτασες σε τόσα κακά οπού έκαμες αυτής της Αγίας κόρης, απάνθρωπε; ούτε θυμήθηκες τα μέλη της μητρός που θήλασες, η οποία κακώς σε γέννησε, αλλά έδειξες τόση ασπλαχνία σ’ αυτήν την ταπεινή; Εύχομαι να μη σε συγχωρήσει ο ουράνιος Βασιλεύς, αλλά να σε παιδεύσει σε τούτον τον κόσμο και στον μέλλοντα». Αυτά ακούγοντας ο άδικος δικαστής θύμωσε, και πρόσταξε να την δέσουν και αυτήν ως κατάδικο, για να την παιδεύσουν, διότι τον έβρισε. Εκείνη εισήλθε στο στάδιο χαίρουσα και έλεγε: «Κύριε μου Ιησού Χριστέ, δέξαι και εμέ την ταπεινή μετά της κυρίας μου Φεβρωνίας». Τότε οι φίλοι του Σελήνου τον συμβούλευσαν να μη κακοποιήσει δημοσία την Ιερεία, επειδή όλο το πλήθος μαρτυρεί μετ’ αυτής, καί όλη η πόλη απολείται.

Ο τύραννος, δεν τόλμησε να της κάνει τίποτα και μη δυνάμενος να την εκδικηθεί, πρόσταξε να κόψουν τα χέρια της Φεβρωνίας και το ένα πόδι για το πείσμα της Ιερείας. Έκοψαν λοιπόν καί τα δύο χέρια της Μάρτυρος. Όταν έκοπτε το πόδι ο δήμιος από τον αστράγαλο, δεν πέτυχε ο πέλεκυς την άρθρωση και την κτύπησε τρεις φορές, έως ότου να τον κόψει ο άσπλαχνος’ γι’ αυτό όλο το σώμα της μακαρίας συγκλονίσθηκε από τον πόνο. Και επειδή αισθανόταν μεγάλους πόνους καί άρρητη κάκωση, άπλωσε και τον άλλο πόδι, και το έβαλε στο ξύλο να το κόψει και αυτό, για να ξεψυχήσει και να μη βασανίζεται. Τούτο βλέποντας ο άδικος δικαστής, σκλήρυνε περισσότερο, λέγοντας: «Βλέπετε πόση δύναμη έχει αυτή η αναίσχυντη»; Έπειτα είπε προς τον δήμιο: «Κόψε το και αυτό». Όταν έκοψαν και το άλλο πόδι, είπε προς τον Σελήνο ο Λυσίμαχος. «Ας πάμε να γευματίσουμε, καί άφες αυτήν την ταλαίπωρη, επειδή τόσες κολάσεις της έδωκες». Ο δε απεκρίθηκε: «Δεν πηγαίνω, μα τους θεούς, έως να παραδώσει το πνεύμα της». Αφ’ ου λοιπόν έκαμαν ώρα πολλή, καί ψυχορραγούσε πλέον η Αγία, ρώτησε τους δήμιους λέγοντας:

«ακόμη ζει αυτή η τρισκατάρατη»; Οι δε είπαν: «ναι». Τότε προστάσσει ο δυσσεβέστατος να κόψουν την αγία της κεφαλή. Παίρνοντας λοιπόν την σπάθη ο δήμιος και κρατώντας από την κόμη την Αγία, έκοψε την τιμία της κεφαλή την κε’ (25) του Ιουνίου.
Αφού ο παράνομος τύραννος τελείωσε το θέλημά του πήγε να φάγει. Ο Λυσίμαχος έμεινε μέσα περίλυπος, καί έχυνε δάκρυα από καρδίας για την Μάρτυρα, την οποία δεν άφησε τους Χριστια­νούς να αρπάσουν για να μοιρασθούν το τίμιο λείψανό της, αλλά πρόσταξε τους στρατιώτες να το φρουρούν, για να της κάμει πολλή τιμή, να την ενταφιάσει σώα καί ανελλιπή στο άγιο Μοναστήρι της. Αυτά αφού πρόσταξε δεν πήγε στο γεύμα, αλλά κλείσθηκε στο δωμάτιό του, καί εθρήνει της Φεβρωνίας τον θάνατο. Ο δε Σελήνος, ο θείος του, ακούγοντας ότι πικραινόταν ο Λυσίμαχος, δεν έφαγε ούτε αυτός, αλλά έμεινε με πολλή αδημονία περίλυπος. Και περιπατώντας ανήσυχος από το ένα μέρος του παλατιού στο άλλο, απώλεσε τάς φρένας του, και κοιτάζοντας προς τον ουρανό εξέβαλλε φωνές ατάκτους και σαν ταύρος εμυκάτο, έκανε δε μερικά σημεία σαν των δαιμονιζομένων καί εμαίνετο’ έπειτα κτύπησε το κεφάλι του σε μία κολώνα και κακώς ετελειώθη για την αδικοκρισία, την οποία κατά της δικαίας κόρης ετέλεσε.

Τότε έγινε στο πραιτώριο σύγχυση, τρέχοντας όλοι να δούνε τον κακό του θάνατο. Πήγε καί ο Λυσίμαχος και έσεισε την κεφαλή του ώρα πολλή, λέγοντας: «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, ο οποίος εξεδίκησε το δίκαιο αίμα της Φεβρωνίας, που εχύθη αδίκως». Κατόπιν προσκάλεσε τον Πρίμο καί του λέγει να κανονίσει τα περί της ταφής της Αγίας: «.στείλε πανταχού κήρυκας να διαλαλήσουν, να συναχθούν Χριστιανοί χωρίς φόβο ή δειλία. Καί όταν ο κόσμος συναχθεί, ας σηκώσουν ευλαβώς οι στρατιώτες το άγιο λείψανο να το μεταφέρουν στο Μοναστήρι της Βρυένης.». Τότε ο Πρίμος τέλεσε όσα πρόσταξε ο Λυσίμαχος, και σήκωσαν οι καλύτεροι στρατιώτες το άγιο λείψανο, αυτός δε ο Πρίμος κράτησε την τιμία κεφαλή, τα χέρια, τα πόδια και τα άλλα μέλη στην χλαμύδα του με ευλάβεια. Και πηγαίνοντας στο Μοναστήρι συνέτρεχε πλήθος του λαού αναρίθμητο.

Φθάσαντες εκεί μετά βίας, απέθεσαν το άγιο λείψανο στην Εκκλησία, η δε Βρυένη όταν είδε έτσι κατακεκομμένο το σώμα της Μάρτυρος, λιγοψύχησε και έπεσε στην γη, και μετά από ώρα πολλή σηκώθηκε και το αγκάλιασε λέγουσα. «Ουαί μοι, θύγατερ ότι σήμερα στερηθήκαμε της γλυκύτατης παρουσίας σου και δεν έχομε άλλον διδάσκαλο να μας αναγινώσκει τις βίβλους τόσο επιμελέστατα». Τότε ήλθαν και οι άλλες Μοναχές κλαίοντας’ αλλά περισσότερο από αυτές θρηνούσε η ευλαβής Ιερεία λέγουσα: «Οίμοι, γλυκύτατη μου Φεβρωνία, ποια αμοιβή να σου δώσω, για την μεγίστη ευεργεσία, οπού μου έκαμες να με εξαγάγεις από το σκότος της αγνωσίας, πάνσοφε; Ας προσκυνήσω τους αγίους πόδας σου, που επάτησαν την κεφαλή του όφεως’ ας φιλήσω τις πληγές των αγίων μελών σου, γιά των οποίων η ψυχή μου ιάθη’ ας στεφανώσω με άνθη εγκωμίων την σεβασμία κορυφή σου, η οποία έστεψε το γένος μας με το κάλλος των αγώνων σου». Αυτά και άλλα πολλά έλεγαν οι αδελφές οι οποίες έκαμαν αγρυπνία ολονυκτία ιστάμενοι έως το πρωί, με υμνωδίες τω Κυρίω ψάλλοντες.

Ο δε Λυσίμαχος είπε προς τον κόμητα. «Εγώ, αγαπημένε μου, Πρίμε, από την σήμερον αποτάσσομαι την πλάνη του πατρός μου, με όλη την περιουσία του, και πιστεύω στον Δεσπότη μου Ιησού Χριστό». Του λέγει ο Πρίμος· «το όμοιον κάμνω και εγώ, κύ­ριέ μου. Αναθεματίζω τον Διοκλητιανό με όλους του τους θεούς, και υποτάσσομαι τω Χριστώ εξ όλης καρδίας μου». Τότε λοιπόν επήγαν μαζί στο Μοναστήρι με πλήθος λαού αναρίθμητο, και φέ­ροντες το γλωσσόκομο έθεσαν σ’ αυτό το τίμιο λείψανο, και έβα­λαν όλα τα άγια μέλη καθ’ ένα στον τόπο του, ήτοι την κεφαλή, τα χέρια καί τα πόδια, τους δε οδόντας έθεσαν στο στήθος της, και ευωδιάσαντες αυτό με μύρα και αρώματα, το έβαλαν σε τόπο επίσημο, δοξάζοντες και ευχαριστούντες τον Κύριο. Και πολύ πλήθος Ελλήνων-ειδωλολατρών επίστευσαν τω Χριστώ και εβαπτίσθησαν. Ομοίως ο Πρίμος και ο Λυσίμαχος εβαπτίσθησαν και αρνήθησαν τον κόσμο τελείως, ούτε επέστρεψαν στον δυσσεβή βασιλέα, αλλά επήγαν στον Αρχιμανδρίτη Μαρκελλίνο, και τους έκαμε Μοναχούς, και ετελείωσαν την ζωή των ασκητικώς, με πολιτεία θεάρεστη. Εβαπτίσθησαν δε και πολλοί στρατιώτες, καί τελείωσαν τον βίο θεάρεστα. Ομοίως και η συγκλητική Ιερεία με τους γονείς της απηρνήθησαν τον κόσμο και εκουρεύθησαν στο Μοναστήρι, στο οποίο αφιέρωσαν όλο τον πλούτο τους. Η δε μακαρία Ιερεία παρεκάλεσε την Βρυένη, λέγουσα: «Δέ­ομαί σου, μήτερ και δέσποινα, να με έχεις αντί της Φεβρωνίας υποτακτική για να εκτελώ όλα σου τα προστάγματα». Εξώδευσε δε την προίκα της όλη στο Ναό ιερώς η Ιερεία και τον στόλισε’ και τα χρυσά και αργυρά της κοσμήματα έλυσε καί χρύσωσε της μακαρίας Φεβρωνίας το γλωσσόκομο, στο οποίο εγίνοντο θαυμάσια άπειρα. Και μάλιστα την ημέρα της εορτής αυτής, όταν έψαλλαν οι Μοναχές την αγρυπνία, εφαίνετο και αυτή στο μέσον αυτών περί το μεσονύκτιο, και έστεκε στον τόπο της, έως την τρίτη ευχή και την έβλεπαν όλες οι Μοναχές, αλλά δεν ετόλμα καμία να την αγγίξει ή να την ρωτήσουν ολότελα.
Όταν τον πρώτο χρόνο, οπού την είδαν, εφοβήθησαν όλες οι Μοναχές, και ποσώς δεν την επλησίασαν. Η δε Ηγουμένη φώναξε: «ιδού η Φεβρωνία, το τέκνο μου». Και μόλις εσίμωσε να την αγκαλιάσει έγινε άφαντος. Γι’ αυτό από τότε δεν ετόλμα καμία να την πλησιάσει, μόνο την έβλεπαν και έκλαιαν από την χαρά σ’ αυτήν την θαυμάσια οπτασία.
Όταν ο  Επίσκοπος εκείνης της πόλεως έκτιζε έξι χρόνους ναό περικαλλή στο όνομα της Αγίας Φεβρωνίας, καί όταν τον τελείωσε, επήγαν όλοι οι Επίσκοποι στο Μοναστήρι, να ζητήσουν το άγιο λείψανο της Αγίας, για να το φέρουν στον νέο Ναό. Η δε Ηγουμένη και όλες οι αδελφές, έπεσαν στα πόδια των Επισκόπων μετά δακρύων παρακαλώντας να μην τις υστερήσουν αυτό τον θησαυρό. Η δε Ηγουμένη κατέληξε ότι «.αν αυτό το έργο αρεστό της Αγίας και της αγιοσύνης σας, τίς είμαι εγώ να το εμποδίσω; υπάγετε λοιπόν και σηκώσατέ την, εάν είναι Θεού θέλημα».


Τότε επήγαν οι Αρχιερείς στον τάφο της Μάρτυρος, και αναγίνωσκαν τις ευχές να σηκώσουν το γλωσσόκομο. Όταν επλήρωσαν την ευχή οι Επίσκοποι και άπλωσαν τα χέρια να σηκώσουν το άγιο λείψανο, γίνεται ευθύς στον αέρα βροντή μεγάλη και φοβερά τόσο, ώστε έπεσαν κατά γης όλοι έντρομοι. Και πάλι όταν πέρασε λίγη ώρα και συνήλθαν από τον φόβο, ξαναδοκίμασαν να το σηκώσουν, αλλά δεν μπόρεσαν διότι τόσο μέγας και φοβερός σεισμός έγινε, ώστε φαινόταν ότι ήθελε να πέσει όλη η πόλη. Τότε εγνώρισαν όλοι, ότι δεν ήθελε η Αγία να φύγει από το Μοναστήρι. Με θαυμαστό τρόπο, επέτρεψε μόνο να δοθεί ένα δόντι της στον Επίσκοπο και τον έθεσαν στο Άγιο Θυσιαστήριο του νέου Ναού όπου και εποίησε πολλά θαυμάσια. Τυφλοί ανέβλεπαν, χωλοί ανωρθούντο, περιπατούσαν παράλυτοι, οι δαίμονες από τους ασθενείς εδιώκοντο. Τούτο παντα­χού ακούοντες, συνέτρεχαν όλοι από πάσης χώρας και πόλεως φέροντες τους αρρώστους, άλλους με τους κραββάτους, και άλλους σε άλογα ζώα φορτωμένους, και όλοι εθεραπεύοντο. Και δεν έπαυσαν ποτέ οι θαυματουργίες, ότι όχι μόνον τότε, αλλά και κάθε καιρό κάμνει σε όλους θαυμάσια ο φιλάνθρωπος και υπεράγαθος Θεός, ο οποίος δόξασε την πανένδοξο και καλλίνικο αυτού Οσιομάρτυρα. Καθώς και αυτή η αείμνηστος και πολύαθλος εδόξασε αυτόν με τον αγώνα της φρικτής εκείνης αθλήσεως.

Πηγή: santafebronia.wordpress.com/


Ἀπολυτίκιον.Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.

Ὡς τῆς ἀσκήσεως, ῥόδον ἡδύπνευστον, ὀσμὴν ἀθλήσεως, τῷ κόσμῳ ἔμπνευσας, εἰς ὀσμὴν μύρων τοῦ Χριστοῦ, δραμοῦσα ἀσχέτῳ, πόθῳ· ὅθεν ὡς παρθένον σε, καὶ Ὁσίαν καὶ Μάρτυρα, θαυμαστῶς ἐδόξασε, Φεβρωνία ὁ Κύριος· ᾧ πρέσβευε ὑπὲρ τῶν βοώντων· χαῖρε σεμνὴ Ὁσιομάρτυς.



Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Παρθενίας χάρισι, καῖ μαρτυρίου τῷ κάλλει, κοσμηθεῖσα ἔνδοξε, ὡς πανακήρατος νύμφη, ἔδραμες, λαμπαδηφόρος τῷ σῷ Νημφίῳ, ἔστεψαι, τῆς ἀφθαρσίας τῇ εὐπρεπείᾳ, καὶ πρεσβεύεις Φεβρωνία, ὑπὲρ τῶν πίστει ὑμνολογούντων σε.

Μεγαλυνάριον.

Χαίροις Φεβρωνία πανευκλεής, Ὁσίων ἡ δόξα, καὶ Μαρτύρων ἡ καλλονή· ἐν γὰρ ἀμφοτέροις, ἀθλήσασα νομίμως, εἰκότως καὶ βραβείων, διπλῶν ἠξίωσαι.

Τρίτη 6 Ιουλίου 2021

ΛΟΓΟΣ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ (ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ)


Ἀκόμα καὶ ἂν ὡμοίαζε ὁ λόγος μας μὲ ἐαρινὸν τραγούδι καλλικελάδου ἀηδόνος, πολὺ πτωχικὰ θὰ ἠδύνατο νὰ ὑμνήσῃ τὴν μεγάλην φωνὴν τῆς ἀληθείας ποὺ γεννᾶται σήμερον. Τώρα ὅμως ποὺ ἡ λαλιά μας εἶναι ἀσθενικὴ καὶ τὰ μάλα κακόφωνος, πῶς νὰ ὑμνήσῃ τὸν πιὸ δοξασμένον ἀπὸ ὅλους τοὺς προφήτας; Πῶς νὰ ψάλλῃ αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ τιμὴ καὶ ἡ δόξα τῶν Ἀποστόλων; Πῶς νὰ δοξολογήσῃ αὐτὸν ποὺ ἔχει μίαν ξέχωρον τιμὴν ἀνάμεσα εἰς τοὺς μάρτυρας; Ἐκεῖνο δὲ ποὺ μοῦ φαίνεται ἀξιοπρόσεκτον εἶναι τὸ ὅτι ὅσον ἀφορᾶ εἰς τοὺς ἄλλους ἁγίους, πλέκει ὁ εἷς τοῦ ἄλλου τὸ ἐγκώμιον, ὁ πιὸ ἀξιοτίμητος τοῦ πιὸ ἀναγνωρισμένου καὶ ὁ λιγότερο γνωστός του ὀλιγώτερον φημισμένου. Αὐτὸν ὅμως ποὺ τώρα ἐμεῖς ἐξυμνοῦμεν τὸν ἐγκωμίασε, πρὶν ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους ἐγκωμιαστάς του, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ Θεός, ἡ Ἀλήθεια, λέγοντας: «Δὲν ἔχει μέχρι σήμερον γεννηθεῖ μεγαλύτερος προφήτης ἀπὸ τὸν Ἰωάννην τὸν Βαπτιστήν» (Ματθ. ια´ 11).

Ἀφοῦ λοιπὸν τόσον πλουσίως καὶ ἀνυπερβλύτως ἔχει ἐπαινεθεῖ καὶ ἔχει ἐγκωμιαστεῖ ὁ μέγας Πρόδρομος ἀπὸ τὸν Ὕψιστον Θεὸν Λόγονἔχει τάχα ἀνάγκη ἀπὸ τὰ φτωχικά μας λόγιαἀγαπητοί μου ἀκροαταίὌχι βεβαίωςδὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὰ πτωχικά μας λόγια ὁ Τίμιος ΠρόδρομοςἘμεῖς ὅμως ἀποτολμᾶμε νὰ ποῦμε δύο λόγια γι᾿ αὐτόν, γιατὶ εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ τὸ πράξουμε ἀπὸ ὑπακοὴ εἰς τὸν πατέρα καὶ ἡγούμενό μας, ἐκτελώντας ὁπωσδήποτε τὴν ἐντολὴν ποὺ μᾶς ἔδωκε. Συγχρόνως ὅμως θὰ λάβωμεν ἁγιασμὸν καὶ χάριν καὶ μόνον ποὺ ὁ νοῦς μας θὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸν Τίμιον Πρόδρομον.

Ἐμπρὸς λοιπόν, ἂς ἑορτάσωμεν τὴν ἡμέραν. Ἂς πανηγυρίσωμεν τὸ γεγονός της γεννήσεώς του, ὄχι μόνον ὅσοι κατοικοῦν εἰς τὰ περίχωρα, ἀλλὰ καὶ ὅσοι περιτριγυρίζουν τὸν πνευματικὸν Ἰορδάνην. Ἂς εἰσέλθωμεν βαθιὰ εἰς τὸ νόημα αὐτοῦ του παραδόξου μυστηρίου. Ἂς γνωρίσωμεν αὐτὸ ποὺ τόσον ὑπερφυσικῶς γίνεται σήμερον. Ἂς ἐμβαθύνωμεν εἰς τὰ ὅσα ἔχουν συμβεῖ γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπον τοῦ Ζαχαρίου. Καὶ ἂς μὴν παραλείψωμεν νὰ ἀναφέρωμεν ὅλα ἐκεῖνα ποὺ διαδραματίστηκαν εἰς τὸ πρόσωπον τῆς Ἐλισάβετ. Πόσον μεγάλος ὑπῆρξε ὁ Πρόδρομος φαίνεται καὶ μόνον ἀπὸ τοὺς γονεῖς ποὺ εἶχε, γιατὶ οἱ γονεῖς του δὲν ὑπῆρξαν ἄσημοι ἀλλὰ πολὺ περιδοξοι καὶ ἐπιφανεῖς. Ὁ μὲν Ζαχαρίας ὡσὰν ἄλλος Ἀαρὼν καὶ εἰς τὴν ἡλικίαν καὶ εἰς τὸ ἀξίωμα, ἐνδεδυμένος τὴν Ἱερατικὴν στολήν -δηλαδὴ τὸ περιστήθιον, τὴν ἐπωμίδα, τὸν χιτώνα ποὺ ἔφτανε μέχρι τους ἀστραγάλους καὶ τὸν χιτώνα τὸν κροσσωτόν, τὸν διακριτικὸν σκοῦφον τῆς ἱερωσύνης καὶ τὴν ζώνην, ποὺ ἦσαν ὅλα καταστόλιστα μὲ χρυσάφι καὶ πολυτίμους λίθους καὶ ὑάκινθον καὶ βύσσον- εἰσῆλθε εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων νὰ ἱερουργήσῃ ἐπειδὴ ἐφημέρευε. Ἡ δὲ Ἐλισάβετ ὑπῆρξε ἴδια εἰς τὴν δόξαν μὲ τὴν Σάρραν καὶ μᾶλλον πιὸ δοξασμένη ἀπ᾿ αὐτήν, ὡς συγγενὴς τῆς Θεομήτορος. Αὐτὴ λοιπὸν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ χαριτώθηκε, ἂν καὶ ἦταν στείρα, νὰ γεννήσει ὄχι τὸν Ἰσαάκ, ποὺ ὀνομάστηκε δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Γεν. ιδ´ 14 καὶ Δαν. γ´ 35), ἀλλὰ τὸν Ἰωάννην ποὺ ἔγινε γνήσιος φίλος του Χριστοῦ. Ὦ ἄγονος μήτρα, ποὺ ἐκράτησες μέσα σου τέτοιον τέκνον! Ὦ ἄκαρπος μήτρα, ὅπου ἐκράτησες μέσα σου τέτοιο καρπερὸν στάχυ! Διὰ τοῦτο δὲν πρέπει νὰ διστάσωμεν νὰ ἀναφωνήσωμεν καὶ πάλιν πρὸς αὐτήν, μὲ καινὸν τώρα νόημα τὰ λόγια του μεγαλοφωνοτάτου Ἡσαΐου. «Γέμισε τὴν καρδίαν σου στείρα, μὲ εὐφροσύνην ἐσὺ ποὺ δὲν ἀπόκτησες παιδιά. Φώναξε μὲ ὅλη σου τὴν δύναμη ἐσὺ ποὺ δὲν δοκίμασες ὠδίνες τοκετοῦ «(Ἡσ. νδ´ 1), διότι ἔκανες νὰ ἀνθίσει ἀπὸ τὴν ἔρημον μήτρα σου ὁ Ἰωάννης, τὸ κρίνον τῆς ἁγνότητος, τὸ ρόδον ποὺ εὐωδιάζει ἀπὸ τὸ ἅγιον πνεῦμα, τὸ λιβάδι τῆς ἐγκρατείας, ποὺ μᾶς γεμίζει μὲ ἀγαθά, ἡ φωτοδότρα πηγὴ ποὺ λάμπει κατὰ τὴν φανέρωσίν του Χριστοῦ ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, ὁ Ἰωάννης, ὁ στρατιώτης τοῦ οὐρανίου βασιλέως, ποὺ ὁ ἴδιος τὸν ἐπέλεξε καὶ τὸν ὑπέδειξε εἰς τὸν λαόν του, ὁ ἄριστος νυμφαγωγὸς τῆς Ἐκκλησίας του Χριστοῦ πρὸς τὸν οὐράνιον Νυμφίον τῆς Χριστό, ὁ ἀκάματος κῆρυξ καὶ μάρτυς τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι ἡ μοναδικὴ Ἀλήθεια, ὁ Ἰωάννης, ὁ φλογερὸς κῆρυξ τῆς μετανοίας, ὁ σαρκωθεῖς ἄγγελος τοῦ Κυρίου, αὐτὸς ποὺ φανέρωσε σὲ ὅλους τὸν ἀμνόν, ποὺ θὰ σήκωνε πάνω του ὅλου του κόσμου τὶς ἁμαρτίες.

Καὶ δὲν θὰ μπορέσω μὲ ὅ,τι καὶ νὰ εἴπω νὰ ἀναφέρω ὅλας τὰς ἀρετάς τουἀκόμα καὶ ἐὰν ἀπαριθμήσω ὅλους τοὺς τίτλους ποὺ τοῦ ἔχουν δοθεῖΓιατὶ τοῦ ταιριάζουν πολλὰ ὀνόματα καὶ εἶναι κεκοσμημένος διὰ πολλῶν ἀρετῶν, μία καὶ αὐτὸς ἀξιώθηκε νὰ λάβει τὴν πιὸ μεγάλην χάριν ἀπ᾿ ὅλους ἐκείνους ποὺ σφράγισε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Τιμοῦμε βεβαίως καὶ τὴν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ προπάτορος Ἰσαάκ, τὸν ὁποῖον συνέλαβε καὶ γέννησε στὰ γηρατειά της ἡ Σάρρα καὶ γιὰ τὸν ὁποῖον εἶπε: «Ποῖος θὰ φέρει τὸ χαρμόσυνον μήνυμα εἰς τὸν Ἀβραὰμ καὶ θὰ τοῦ μηνύσει ὅτι ἡ Σάρρα θηλάζει βρέφος; (Γέν. κα´ 7), γεγονὸς ποὺ πανηγύρισε ὁ Ἀβραὰμ μὲ μεγάλο συμπόσιον τὴν ἡμέραν της ἀπογαλακτίσεώς του. Ἐπίσης τιμοῦμε καὶ τὴν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σαμψὼν ποὺ καὶ αὐτὸς χαρίστηκε στὸν Μανωὲ ἀπὸ στείρα μάνα, συμφώνως μὲ τὸ ξεχωριστὸν θέλημα καὶ τὴν ξεχωριστὴν χάριν τοῦ Θεοῦ (Ἰουδ. ιγ´ 14). Αὐτός, καθὼς λέγει ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν θὰ ἔπινε οἶνον καὶ οἰνοπνευματώδη ποτὰ καὶ δὲν θὰ ἔτρωγε τίποτε ἀκάθαρτον. Θὰ ἀναδεικνυόταν ἀκόμα ἀρχηγὸς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ γιὰ νὰ τὸν σώσει ἀπὸ τοὺς ἀλλοφύλους ἐχθρούς του. Τέλος, παραλείποντες καὶ ἄλλων ἁγίων σχετικὰς περιπτώσεις, θὰ ἀναφερθῶ εἰς τὸν προφήτην Σαμουήλ, τὸν ὁποῖον γέννησε ἡ πολυδοξασμένη Ἄννα μὲ τὸν Ἐλκανὰ καὶ τὸν ἀφιέρωσε ἀπὸ βρέφος εἰς τὸν Θεόν.

Ἀλλὰ ὅλοι αὐτοὶ δὲν φτάνουνἀγαπητοί μοιτὸ μεγαλεῖον τοῦ ἸωάννουΓιατὶ ἄλλοι ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔζησαν πρὸ τῆς παραδόσεως τοῦ γραπτοῦ Νόμου καὶ ἄλλοι μετὰ ἀπὸ αὐτήν. Ὁ Ἰωάννης ὅμως, ὁ υἱὸς τοῦ ἱερέως Ζαχαρίου καὶ τῆς ἀξιοθαυμάστου Ἐλισάβετ, ἀνθὸς ποὺ ἐστόλισε τὴν εἴσοδον τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν κόσμον, φύτρωσε καὶ ἄνθισε εἰς τὸ μεσοδιάστημα τοῦ Νόμου καὶ τῆς Χάριτος. Ἀνέτειλε ὁ νοητὸς ἀστήρ, προαναγγέλλων τὴν ἀνατολὴν τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης. Προέτρεξε ὁ στρατιώτης, κηρύσσων τὴν ἔλευσιν τοῦ βασιλέως ὁλοκλήρου της κτίσεως. Ἦλθε ὁ ὁδηγὸς τῆς Νύμφης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, διαλαλώντας τὴν ἐπικειμένην παρουσίαν τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ. Καὶ οἱ μὲν ἄλλοι προφῆται προεφήτευσαν ἢ ἐθαυματούργησαν ἀρκετὰ χρόνια μετὰ τὴν γέννησίν τους, ὁ Τίμιος Πρόδρομος ὅμως πληρώθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἀνεδείχθη θαυματουργὸς ἐνόσῳ ἀκόμα εὐρίσκετο εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός του.

Θὰ κάνω λοιπὸν μίαν παρομοίωσιν διὰ νὰ δείξω τὴν μεγαλοπρέπειαν τῆς μορφῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ὅπως ἕνας βασιλεύς, ποὺ ἐξέρχεται μετὰ πομπῆς καὶ βασιλικῆς μεγαλοπρεπείας ἀπὸ τὰ ἀνάκτορά του, ἔχει ῥαβδούχους καὶ ἄλλους ποὺ προπορεύονται μὲ σκῆπτρα, κατόπιν ὑπάτους, ὑπάρχους καὶ ταξιάρχους, τελευταίως δὲ ἔρχεται ἕνας ἀξιωματικὸς μὲ πολὺ μεγάλον βαθμὸν καὶ μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸν ἀμέσως ἐμφανίζεται ὁ βασιλεύς, ἀστράφτων μέσα εἰς τὸν χρυσὸν καὶ τοὺς πολυτίμους λίθους, τὸ ἴδιον φανταστεῖτε ὅτι συνέβη καὶ μὲ τὸν ἀληθινὸν καὶ μόνον βασιλέα ὁλοκλήρου της κτίσεως, τὸν Χριστὸν καὶ Θεόν μας. Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἔλθη ὁ Χριστὸς εἰς τὸν κόσμον ὡς ἄνθρωπος, ἐπροπορεύθησαν οἱ πατριάρχες, ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Ἰακώβ. Ἔπειτα ὁ Μωϋσῆς, ποὺ ἠξιώθη νὰ φανερώσει τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ὁ Ἀαρῶν καὶ ὁ Σαμουὴλ καὶ ὅλος ὁ χορὸς τῶν ἁγίων προφητῶν.

Τελευταῖος δὲ ἀπὸ ὅλους ἐμφανίστηκε ὁ Ἰωάννης καὶ ἀμέσως μετὰ ὁ Δεσπότης μας Χριστόςγιὰ τὸν ὁποῖον ὁ Ἰωάννης εἶπε: «Αὐτὸς ποὺ ἔρχεται μετὰ ἀπὸ ἐμέναεἶναι ἀνώτερός μουγιατὶ ὑπῆρξε πρὶν ἀπὸ μένα» (Ἰωα´ 15). Ἔτσι ἀποδείχτηκε ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἂν καὶ τελευταῖος εἰς τὴν παράταξιν, πρῶτος εἰς τὴν ἀξίαν καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀκόμα τους Προφήτας καὶ τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους ἁγίους σπουδαιότερος, σύμφωνα μὲ ὅσα κήρυξε ὁ ἀληθινὸς Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός. Καὶ εἶναι περισσότερον τετιμημένος, γιατὶ ἦταν τελευταῖος ἀπὸ τοὺς προφήτας καὶ πρῶτος ἀπὸ τοὺς ἁγίους της ἐποχῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Ἀναπτύσσοντας λοιπὸν τὴν ἱστορίαὅπως ἀναφέρεται εἰς τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιονἂς ἀκούσωμεν τί ἦταν ἐκεῖνα ποὺ ὁ Γαβριὴλ εἶπε εἰς τὸν Ζαχαρία«Φανερώθηκε σ᾿ αὐτόν», λέγει, «ἄγγελος Κυρίου καὶ παραστάθηκε δεξιὰ ἀπὸ τὴν Τράπεζαν ὅπου ἔκαιγαν τὸ θυμίαμα καὶ μόλις τὸν εἶδε ὁ Ζαχαρίας ταράχτηκε καὶ φοβήθηκε πολύ» (Λουκ. α´ 11-12). Γιατὶ ἦταν πολὺ σεβασμία καὶ ἱερὰ ἡ ὀπτασία καὶ φοβερὸς ὁ τόπος ὅπου συνέβη τὸ γεγονός. Γιατὶ λέγει ἡ Ἁγία Γραφή: «Πόσον φοβερὸς εἶναι αὐτὸς ὁ τόπος! Αὐτὸς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλον, παρὰ ἡ ἴδια κατοικία τοῦ Θεοῦ» (Γέν. κη´ 17). Καὶ δὲν εἶναι περίεργον τὸ ὅτι ὁ ἱερεύς, ἂν καὶ ἦταν δίκαιος, ἐταράχθη καὶ ἐκυριεύθη ἀπὸ φόβον, ἀφοῦ τὸ ἴδιον συνέβη καὶ μὲ τὸν Δανιὴλ τὸν «ἄνθρωπον τῶν ἐπιθυμιῶν» (Δαν. ι´ 8), ποὺ βλέποντας τὸν ἄγγελον θαμπώθηκε καὶ ἔμεινε ἄφωνος καὶ ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, ἀπό του ἀγγέλου τὴν ὑπέρμετρον καὶ ἀσύγκριτον λαμπρότητα. «Ἐφάνη» λέγει, «σ᾿ αὐτὸν ἄγγελος Κυρίου».

Τί ἔχουν νὰ μᾶς εἴπουν γι᾿ αὐτὸ οἱ μισοχριστιανοὶ ποὺ δὲν ἱστοροῦν εἰκόνες τῶν ἁγίων ἀγγέλωνἊν ποτὲ ἔχει φανερωθεῖ ἄγγελος σὲ ἄνθρωποτότε ἔχει καὶ ζωγραφιστεῖ ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἐφανερώθη καὶ ὄχι μὲ μορφὴ διαφορετικήΚαὶ ἐφανερώθη μὲ τὴν ἰδίαν ἀκριβῶς μορφὴν ποὺ παρουσιάστηκαν παλαιὰ εἰς τὸν Μωϋσῆν, εἰς τὸ ὅρος Σινᾶ, τὰ Χερουβεὶμ ποὺ περιστοιχίζουν τὸ ἱλαστήριον τῆς κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης. Ἐὰν λοιπὸν αὐτὸ ποὺ οὔτε σῶμα οὔτε ὑλικὴ μορφὴ ἔχει δύναται νὰ περιγραφεῖ - συμφώνως μὲ τὴν μορφὴν ποὺ ἐφανερώθη - πῶς δὲν θὰ ἠδυνάμεθα νὰ ἱστορήσωμεν εἰκόνα γιὰ κάτι ποὺ καὶ σῶμα ἔχει καὶ ὑλικὴν μορφὴν καὶ προσλαμβάνει διάφορα χρώματα καὶ ψηλαφιέται ὡς τρισδιάστατον ἀντικείμενον, ὅπως εἶναι καὶ ἡ μορφὴ τοῦ Σωτῆρος μας, ὥστε μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον νὰ κάνουμε ὁλοφάνερον τὴν σάρκωσίν του, γεγονὸς ποὺ πρέπει νὰ μένει ἔξω ἀπὸ κάθε φαντασίαν; Ἂς μὴ νομίσουν λοιπὸν οἱ ἄφρονες ὅτι, ζωγραφίζοντας τὴν μορφὴν τοῦ Χριστοῦ, ἀπεικονίζουμε ταυτοχρόνως καὶ τὴν θεότητά του, ἡ ὁποία δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ, οὔτε νὰ κατανοηθεῖ ἢ νὰ περικλειστεῖ, οὔτε νὰ λάβει σχῆμα, οὔτε θέσιν, οὔτε ἔκτασιν, οὔτε μέγεθος, οὔτε κανένα ἄλλο γνώρισμα, ἀπ᾿ ὅσα εἶναι δυνατὸν νὰ περιγραφοῦν. Γιατὶ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρος καὶ ἀκατάληπτος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν ἱστοροῦμε τὴν εἰκόνα του Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸ νὰ περιγράφουμε τὴν μορφή του δὲν περιγράφουμε συγχρόνως καὶ τὴν ψυχήν του ποὺ εἶναι ἄϋλος καὶ ἄμορφος - αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον - ἀλλὰ ἀποδίδουμε χωριστὰ καὶ ξεκάθαρα εἰς τὸ ἄυλον καὶ εἰς τὸ ὑλικὸν αὐτὸ ποῦ τοῦ ἁρμόζει. Δηλαδὴ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν περιγράφεται, δὲν τὴν ἀπεικονίζουμε. Εἰκονίζουμε ὅμως τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ δύναται νὰ περιγραφεῖ, συμφώνως μὲ ὅσα στοιχεῖα μᾶς δίδει τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον.

Ἀλλὰ ἂς ἐπιστρέψωμεν εἰς τὸ θέμα μας. «Καὶ τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος: Μὴν φοβᾶσαι Ζαχαρία, γιατί ὁ Θεὸς δέχτηκε τὴν προσευχὴν σοὺ «(Λουκ. α´ 13). Ἀμέσως μὲ τὴν διαβεβαίωσιν αὐτὴ τοῦ ἐδίωξε τὸν φόβον, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ κάθε ἀγγελικὴν ὀπτασίαν. Μετὰ δηλαδὴ ἀπὸ τὸν φόβον ποὺ προκαλεῖ ἡ ἐμφάνισις τοῦ ἀγγέλου, ἀφαιρεῖται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον ἡ δειλία. Ἐνῶ γίνεται ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετον ὅταν ἐμφανίζεται ὁ διάβολος. Δηλαδὴ εἰς τὴν ἀρχὴν ὁ ἄνθρωπος ποῦ τὸν δέχεται εἶναι χαρούμενος καὶ θαρραλέος, μετὰ ὅμως ἀπὸ λίγο γεμίζει ταραχὴν καὶ φόβον. «Μὴν φοβᾶσαι», εἶπε, «Ζαχαρία, γιατὶ ὁ Θεὸς δέχτηκε τὴν προσευχήν σου καὶ ἡ γυναίκα σου ἡ Ἐλισάβετ θὰ φέρει εἰς τὸν κόσμον ἕναν υἱόν» (Λουκ. α´ 18). Ὢ ἀξιοεπιθύμητον καὶ θεόσδοτον παράγγελμα, σύμφωνον μὲ τὴν ἐπιθυμίαν τους! Ὢ ἀγγελοφερμένη ὑπόσχεσις, ποὺ εἶσαι καρπὸς τόσων ἐπιμόνων προσευχῶν! Κατάφερε ὁ Ζαχαρίας νὰ κερδίσει ἐκεῖνο ποὺ ἡ ψυχή του ἐπιθυμοῦσε! Ἐπέτυχε ἐκεῖνο διὰ τὸ ὁποῖον παρακαλοῦσε μὲ θέρμιν! Εὗρε ἐκεῖνο ποὺ ζητοῦσε. Εὗρε, ὄχι ἀπὸ φυσικὴν συνάφειαν ἀλλὰ ἀπὸ καρποφόρον προσευχὴν τὴν ἀνανέωσιν τῆς ἀγόνου μήτρας καὶ τὴν ἱκανοποίησιν τῆς λαχτάρας της νὰ τεκνοποιήσει. Διότι ἡ στείρωσίς της δὲν ἦταν βεβαίως ἐπιτίμιον καὶ ἄρα τοῦ Θεοῦ - μὴν πάει ἐκεῖ ὁ νοῦς σας - ἀλλὰ ἦταν προφητικὴ ἐξαγγελία μεγάλου μυστηρίου.

Ἔχω τὴν ἐντύπωσιν ὅτιἂν καὶ ὁ Ζαχαρίας εἶχε παραδοθεῖ εἰς ἔντονον προσευχὴν καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸν νὰ λύσει τὴν στείρωσιν τῆς Ἐλισάβετδὲν εἰσηκούσθη ἀμέσως ὑπό του Θεοῦδιότι δὲν εἶχε ἔλθει ἀκόμα ὁ κατάλληλος καιρόςΔὲν εἶχε φθάσει ἀκόμα ἡ ἐποχὴ ποὺ ὁ Χριστὸς θὰ ἐσαρκοῦτο. Τότε μόνον νὰ ἐλπίζεις ὅτι θὰ ἀποκτήσεις τέκνον, Ζαχαρία, ὅταν ἔλθει εἰς τὴν γῆν Ἐκεῖνος ποὺ χρόνια προσδοκοῦν καὶ περιμένουν τὰ ἔθνη. Τότε νὰ περιμένεις πὼς ἡ Ἐλισάβετ θὰ πάψει νὰ εἶναι στείρα, ὅταν ἔλθει ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἡ ἐλπὶς τῆς οἰκουμένης. Ἐπειδὴ ὅμως ἦλθε πλέον αὐτὴ ἡ ὥρα, δέξου μὲ τὴν προαγγελία τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ τῆς καρδίας σου τὸ ποθούμενον. Ὡς ἄλλος ἀετὸς ξαναπάρε τὸ νεανικόν σου σφρίγος (Ψαλμ. ρβ´ 5). «Γνώρισε», εἶπε ὁ ἄγγελος, «τὴν σύζυγόν σου. Διότι ἔγινε δεκτὴ ἡ προσευχή σου καὶ ἡ γυνὴ σοὺ Ἐλισάβετ, θὰ σοῦ γεννήσει ἕναν υἱὸν καὶ θὰ τοῦ δώσεις τὸ ὄνομα Ἰωάννης». Φανέρωσε ἔτσι ὁ ἄγγελος καὶ τὸ ὄνομα ποῦ θὰ ἐλάμβανε τὸ παιδί, ὄνομα ποὺ καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἐτυμολογίαν του φανερώνει ὅτι τὸ παιδὶ θὰ ἦταν οὐρανόσταλτο.

Εἶπε δὲ ὁ Ζαχαρίας εἰς τὸν ἄγγελον γιατὶ ὁμιλεῖ μὲ τὸν ἄγγελον μὲ θάρρος ὡς ἴσον πρὸς ἴσο «Πῶς θὰ βεβαιωθῶ γι᾿ αὐτό, ἀφοῦ ἐγὼ εἶμαι γέρων καὶ ἡ γυνή μου προκεχωρημένη εἰς τὴν ἡλικίαν;». (Λουκ. α´ 18). Η ἀπόδειξις ποὺ χωρὶς ἰδιαιτέραν σκέψιν ζήτησε, γιὰ τὸν τρόπον ποὺ θὰ γινόταν πατέρας, τοῦ προσάπτει ὡς ἱερέα τὸ ἁμάρτημα τῆς ἀπιστίας. Αὐτὴ ἡ ἐρώτησις ὅμως δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀπιστίαν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀνάγκην ἐξακριβώσεως τῆς ἀληθείας. Ἔπαθε ἔτσι καὶ ὁ Ζαχαρίας τὸ ἴδιον μὲ τὸν Ἀπόστολον Θωμᾶν. Γιατὶ δὲν ἦταν δικαιολογημένον, προφήτης αὐτὸς καὶ γνώστης τῶν θείων πραγμάτων, νὰ ἀγνοεῖ ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ἀνακαινίσει τὴν φύσιν, νὰ ξανανιώσει τὰ γηρατειά, νὰ βγάλει ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο τὸν ἄνθρωπον, νὰ εὕρει λύσεις εἰς τὰ προβλήματα, ὅπως ἄλλωστε συνέβη μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὴν Σάρρα, μὲ τὴν Σωμανίτιδα καὶ μὲ τόσες ἄλλες ἀνάλογες περιπτώσεις, ποὺ ἔδειξε τὴν θαυματουργικήν του δύναμιν. Ἀλλὰ ὅμως ἐπειδὴ οἱ χαρούμενες ἀγγελίες, ποὺ μηνύουν τὴν πραγματοποίησιν τῶν μεγάλων καὶ ἀσυνηθίστων προσδοκιῶν τῆς ψυχῆς, ὅταν ἀκουστοῦν ἀπροσδόκητα καὶ ξαφνικὰ φέρνουν συνήθως ταραχήν, γι᾿ αὐτὸ καὶ τώρα ὁ Ζαχαρίας, ἐπειδὴ ἐταράχθη, τηρεῖ ἐπιφυλακτικὴν στάσιν. Καὶ αὐτὸ νομίζω ὅτι τὸ κάνει ἕνεκα ὄχι τῆς ἀπιστίας του, ἀλλὰ γιατὶ βιάζεται νὰ φτάσει εἰς τὴν ἀναμφισβήτητον καὶ ἀδιάσειστον βεβαιότητα. Καὶ ἀμέσως ὡς νὰ ἐκυριεύθη ἀπὸ ἀφόρητον χαράν, φωνάζει πρὸς τὸν ἄγγελον καὶ λέγει: «Πῶς θὰ βεβαιωθῶ γι᾿ αὐτὸ ποὺ μοῦ λέγεις;» Μήπως παραλογίζεσαι; Μὴν καὶ δὲν βγοῦν ἀληθινὰ αὐτὰ ποὺ μοῦ ἀναγγέλεις; Δός μου ἐπίσημον διαβεβαίωσιν, δός μου χειροπιαστὴν ἀπόδειξιν, ὅπως παλαιότερον ἔδωκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἀβραὰμ τὸ σημεῖον της περιτομῆς, παρέχοντας εἰς αὐτὸν τὴν διαβεβαίωσιν ὅτι θὰ καταστεῖ πατὴρ πολλῶν ἐθνῶν καὶ ὅτι θὰ γεννηθοῦν ἀπὸ τὴν γενεὰν πολλοὶ βασιλεῖς. Καὶ ὅπως διαβεβαίωσε πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν Νῶε μὲ τὸ σημεῖον τοῦ οὐρανίου τόξου, ὅτι δηλαδὴ δὲν θὰ καταστρέψει μὲ κατακλυσμὸν τὴν γῆν. Ἀκόμα ὅπως ἔκανε τὴν ῥάβδον τοῦ Μωϋσῆ νὰ λάβει μορφὴν ὄφεως καὶ νὰ ξαναγίνει ἀμέσως καὶ πάλιν ράβδος, διὰ νὰ πιστεύσουν μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον οἱ Αἰγύπτιοι ὅτι του ἐφανερώθη ὁ Θεός. Καὶ ἀποκρίθηκε ὁ ἄγγελος καὶ τοῦ εἶπε: «Νὰ τὸ σημεῖον ποὺ ζητᾶς· θὰ χάσεις τὴν λαλιάν σου καὶ δὲν θὰ μπορεῖς πλέον νὰ ἐκφέρεις λόγον , διότι δὲν πίστεψες εἰς τοὺς λόγους μου» - ἐννοεῖται βεβαίως γιατί δὲν πίστεψε ἁπλῶς καὶ ἀνεξετάστως - «ποὺ θὰ ἐκπληρωθοῦν ὅταν φτάσει ὁ κατάλληλος καιρός». Ἔλαβε λοιπὸν τὴν κατάλληλον διὰ τὴν περίστασιν ἀπόδειξιν, ποὺ ζητοῦσε ὁ Ζαχαρίας, δηλαδὴ τὴν σιγὴν τῆς φωνῆς του, μίας φωνῆς ποὺ κάποτε θὰ σταματοῦσε γιὰ πάντα μπροστὰ στὴν ζωντανὴ καὶ σαρκωμένη φωνή, τὸν Πρόδρομον ποὺ θὰ γεννιόταν ἀπ᾿ αὐτόν. Καὶ ἐνῶ ἔμεινε μὲ σφραγισμένο τὸ στόμα συνέχισε νὰ ὑμνεῖ, μὲ μυστικὴν πιὰ φωνὴν τὸν Δωρητὴν τοῦ παιδίου, ποὺ ἔμελλε νὰ γεννηθεῖ.

Ὅταν ἐξῆλθελέγει ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστήςἐκ τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ, «δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ ὁμιλήσειΚαὶ ἀπ᾿ αὐτὸ κατάλαβαν οἱ ἄλλοι ὅτι εἶχε δεῖ κάποιο ὅραμα εἰς τὸ ἱερόν, ἐνῶ ὁ ἴδιος προσπαθοῦσε νὰ ἐξηγήσει μὲ νοήματα καὶ παρέμενε βωβός» (Λουκ. α´ 22). Καὶ ἔμεινε κωφὸς καὶ ἄλαλος, τὸ πρῶτον διὰ νὰ μὴν δέχεται ἐρωτήσεις, γιατὶ ἀλλιῶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὴν πληροφορήσει τοὺς ἄλλους διὰ τὸ ὅραμα. Ἔπειτα δὲ ἐπειδὴ κατὰ κάποιον τρόπον εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὰς αἰσθήσεις του καὶ καθὼς ἔμεινε κατάπληκτος καὶ ἐμβρόντητος ἀπὸ τὸ ὅραμα ποῦ ἐξακολουθοῦσε νὰ τὸ ζεῖ τόσο βαθιὰ μέσα του, δὲν ἠμποροῦσε νὰ δώσει προσοχὴ στὰ κούφια λόγια τῶν ἄλλων. Ἡ σιωπὴ λοιπὸν δὲν εἶχε κανένα ἄλλον νόημα, παρὰ ἦταν μόνον μία προφητεία, ποὺ προεδήλωνε ὅτι θὰ γινόταν πατὴρ προφήτου. Καὶ αὐτὸ ἦταν ἴσως καὶ σημεῖον τοῦ τέλους τῆς λατρείας τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ἀλλὰ καὶ σημεῖον της ἀνατολῆς τῆς ἐποχῆς τῆς Χάριτος, ποὺ θὰ ἄρχιζε μὲ τὸ γεγονὸς τῆς γεννήσεως τοῦ Ἰωάννου.
Προσπερνώντας ὅμως τὰ ἄλλα σημεῖα ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ θέμα μας - γιατί δὲν εἶναι οὔτε τῆς ἡμέρας, οὔτε τῆς δυνατότητός μας - ἂς ἔλθουμε ἀμέσως σ᾿ αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ἄμεσα. Καὶ συνέβη, ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστής, τὸ ἑξῆς: «Μόλις ἤκουσε ἡ Ἐλισάβετ τὸν χαιρετισμὸν τῆς Μαρίας, ἐσκίρτησε ἀπὸ χαρὰ μέσα εἰς τὴν κοιλίαν τῆς τὸ βρέφος» (Λουκ. α´ 41). Ὦ Ἰωάννη, μακαριστὸν βρέφος, ἀκοίμητον ἔμβρυον! Ἐνῶ ἀκόμα βρισκόσουν εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός σου, πῶς ἔνοιωσες τί γίνεται εἰς τὸν κόσμον; Ἐνῶ ἀκόμα δὲν εἶχες τελειωθεῖ πῶς παρουσιάζεσαι ὑπερτέλειος; Πῶς ἕξι μόλις μηνῶν ἔμβρυον, ἐξεφράσθης ὡς σοφὸς γέρων; Πῶς χωρὶς ἀκόμα νὰ μπορεῖς νὰ διανοηθεῖς ἐφάνης τόσον συνετός; Πῶς ὁμίλησες μὲ τόσην εὐφράδειαν, ἐνῶ ἀκόμα δὲν μποροῦσες νὰ ἀρθρώσεις λέξιν; Λέγε μας, λοιπόν, πῶς ἐνῶ βρισκόσουν ἀκόμα εἰς τὴν σκοτεινὴν χώραν τῶν μητρικῶν σπλάγχνων, χωρὶς νὰ βλέπεις, χωρὶς νὰ ἀκοῦς, χωρὶς νὰ ἔχεις ἀρθρώσει ἀκόμα μίαν λέξιν, χωρὶς νὰ ἔχεις κάνει ἀκόμα οὔτε ἕνα βῆμα, χωρὶς νὰ ἔχει ἀκόμα διαφανεῖ τὸ πρῶτον χαριτωμένο παιδικὸν χαμόγελο, πῶς βλέπεις τόσον καθαρὰ ὅσα δὲν ἠμποροῦν νὰ ἴδουν οἱ ἄνθρωποι; Πῶς ἔχεις μίαν τόσο σοφὴν γνῶσιν; Πῶς θεολογεῖς; Πῶς σκιρτᾶς χαρούμενα; Γιατί χαίρεσαι τόσον πολύ; Ἀπάντησέ μας, ἀπάντησέ μας πανθαύμαστε!
Μεγάλο, λέγει, τὸ μυστήριον ποὺ συντελεῖται καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸ συλλάβει ἀνθρώπινος νοῦς αὐτὸ ποὺ διαδραματίζεται. Ἂν καὶ εἶμαι ἁπλοῦς ἄνθρωπος ἐπιτελῶ παράδοξα πράγματα, διὰ νὰ φανερώσω. Ἐκεῖνον ποὺ πρόκειται ὡς θεάνθρωπος νὰ ὑπερβεῖ τοὺς ὅρους τῆς φύσεως. Βλέπω παρότι εἶμαι ἀκόμα ἔμβρυον, γιατὶ αἰσθάνομαι κοντά μου νὰ κυοφορεῖται ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης. Ἔχω τὴν δυνατότητα νὰ ἀκούω ἐπειδὴ γνωρίζω πολὺ καλὰ τὰ πάντα καὶ ἐπειδὴ γεννῶμαι γιὰ νὰ εἶμαι ἡ φωνὴ τοῦ Λόγου του Θεοῦ. Κράζω μὲ ὅλην μου τὴν δύναμιν, γιατὶ νιώθω νὰ σαρκοῦται ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Πατρός. Σκιρτῶ, γιατὶ αἰσθάνομαι νὰ λαμβάνει ἀνθρωπίνην μορφὴν ὁ Ποιητὴς ἁπάσης τῆς κτίσεως. Χαίρομαι μὲ ὅλην μου τὴν ψυχήν, ἐπειδὴ σκέπτομαι ὅτι σαρκώνεται ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου. Σᾶς ἀναγγέλω τὴν ὥραν ποὺ ὁ Θεὸς ἔρχεται ὡς ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. Τρέχω μπροστά, προτοῦ φτάσῃ Ἐκεῖνος ἀνάμεσά σας, ὡς κορυφαῖος του δοξολογικοῦ χοροῦ σας καὶ σὰν τὸν Δαυὶδ λοιπὸν σοῦ προαναγγέλω προφητικά: Ἀρχίστε τὸ τραγούδι, λάβετε καλόηχον τύμπανον, ψαλτήριον καὶ κιθάρα. Τραγουδήσατε, ψάλλατε γι᾿ Αὐτόν, ὑμνήσατε ὅλον του τὸ μεγαλεῖον ποὺ εὑρίσκεται εἰς ὅσα θαυμάσια ἐπιτελεῖ.

Ἄρα λοιπὸν Ἰωάννηἠγέρθης πάνω ἀπὸ τὰ ἐπίγεια καὶ ἠξιώθης νὰ ἀντικρύσεις τὰ οὐράνιαΞεπέρασες καὶ αὐτὲς τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις ποὺ ὑπῆρχαν πρὶν ἀπὸ τὴν δημιουργίαν τοῦ ὁρατοῦ κόσμουΠῶς λοιπὸν τιμήθηκες μὲ τὸ ἀξίωμα τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτωνἐνῷ δὲν ἐπλάσθης ἄγγελοςΚαὶ πῶς ἀγέννητος ἀκόμαμᾶς ἐμήνυσες καὶ μᾶς προανήγγειλες μὲ ἄμεσον θεϊκὴν ἔμπνευσιν ἐκεῖνο ποὺ γιὰ τοὺς ἀγγέλους ἀκόμα ἦταν ἄγνωστον καὶ ἀδίδακτον;

Δὲν προσπάθησα νὰ ἀνέβω σὲ φανταστικὰ ὕψη. Οὔτε περπάτησα ἐπάνω εἰς τὰ σύννεφα, οὔτε ξεπέρασα τοὺς οὐρανούς, οὔτε ἀνέβηκα ὑψηλότερον ἀπὸ τὰς τάξεις τῶν φλογερῶν καὶ ἀσωμάτων ἀγγέλων. Κανένας ἂς μὴν φανταστεῖ κάτι τέτοιο. Ἀλλὰ μάθετε ὅτι Αὐτὸς ποὺ εὑρίσκεται ἐπανω ἀπ᾿ ὅλα καὶ μένει εἰς τοὺς Πατρικοὺς κόλπους μαζὶ μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, χωρὶς νὰ χωριστεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα διέφυγε τὴν προσοχὴν - καὶ αὐτῶν ἀκόμα τῶν πυρίνων λειτουργῶν του - καὶ εἰσῆλθε εἰς τὴν μήτραν τῆς «ἀειπαρθένου» Μαρίας, σὰν σὲ ἄλλο οὐρανό. Αὐτὸς λοιπόν, μοῦ ἐφανερώθη καὶ μὲ ἐμύησε σὲ αὐτὰ τὰ θεϊκὰ μυστήρια. Εἶμαι λοιπὸν κῆρυξ τοῦ βρέφους. Διαλαλῶ ὅτι «γεννήθηκε παιδὶ γιὰ χάρη μας καὶ μᾶς ἐδόθη ὡς δῶρον Αὐτὸς ποὺ εἶναι ὁ προαιώνιος Θεός», ὅπως λέγει καὶ ὁ μεγάλος προφήτης Ἡσαΐας (Ἡσ. θ´ 6) . Ἐγεννήθην ἀπὸ μήτρα στείρα, διότι πρόκειται νὰ γεννηθῇ παιδὶ ἀπὸ μάνα παρθένο.

Πόσον ὑπερφυσικὰ πράγματα, πόσον παράδοξα θαύματα εἶναι αὐτά, ποῦ χαρούμενά μας μηνύει σήμερον τὸ ἀγέννητον ἀκόμα βρέφος! Πόσον πρωτοφανῆ μηνύματα θεολογώντας μας προανήγγειλε ὁ υἱὸς τῆς Ἐλισάβετ; Σκίρτησε ἀπὸ χαρὰ λοιπὸν ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη, ψάλε καὶ ὕμνησε Ἐκκλησία, τὰ προεόρτια πανηγυρίζοντας, πρὶν ἀπὸ τὴν Γέννησίν του Χριστοῦ, τὰ γενέθλια τοῦ Ἰωάννου. Γέμισε ἀπὸ χαρὰν ὁλόκληρη ἡ κτίσις, καθὼς δέχεσαι τὸν κήρυκα τῆς Σαρκώσεως τοῦ βασιλέως τῶν πάντων. Μακαριστὲ Ἰωάννη, ποὺ εἶσαι μεγαλύτερος ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς ἐνδοξοτέρους προφήτας, ὁ ἐπιφανέστερος τῶν ἀποστόλων, ὁ πιὸ ἀξιοτίμητος ἀπ᾿ ὅλους τοὺς μεγαλομάρτυρας, ὁ κεκοσμημένος μὲ θεῖα κάλλη ἀρχηγὸς τῶν ἐρημιτῶν, ὁ ἠγαπημένος φίλος τοῦ παγκάλου Νυμφίου, ὁ ἡτοιμασμένος λύχνος ὅπου λάμπει τὸ φῶς ἐκεῖνο, ποὺ μὲ λόγια δὲν ἠμπορεῖ νὰ περιγραφῇ, ὁ ἔμπιστος κῆρυξ τοῦ ἀμώμου Ἀμνοῦ, ὁ προσεκτικὸς ἀκροατὴς τῆς πατρικῆς φωνῆς, ὁ φημισμένος Βαπτιστὴς τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀτρόμητος ἔλεγχος τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἡρώδου, ὁ προάγγελος τῆς ζωῆς γιὰ ὅσους εὐρίσκοντο εἰς τὸν Ἅδην, ἡ σάλπιγξ ποὺ σημαίνει τὰ θεϊκὰ προστάγματα εἰς τὴν οἰκουμένην, μίλησέ μας καὶ τώρα ἀπὸ τὸν οὐρανό, μὲ τὰς ἱερὰς πρεσβείας σου καὶ τὰς εὐχὰς τοῦ μακαριστοῦ πνευματικοῦ πατρός μου καὶ δεῖξον τὴν εὐμένειάν σου εἰς τὸν λαὸν καὶ εἰς τὸ μικρόν σου ποίμνιον ποὺ σὲ ὑμνεῖ, συγχωρῶν ταυτοχρόνως τὸ τολμηρὸν ἐγχείρημα ἑνὸς πτωχοῦ, ποὺ σοῦ τὸ προσφέρει ὄχι ὡς δῶρον, ἀλλ᾿ ὡς ταπεινὸν χρέος καὶ φόρον ποὺ ὀφείλεται ἀπὸ τιποτένιον δοῦλον, ποὺ προσφέρεται ὅμως μὲ πόθον ψυχῆς. Εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν πρέπει ἡ δόξα, ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνησις, καθὼς καὶ εἰς τὸν Παντοκράτορα Πατέρα καὶ εἰς τὸ Πανάγιον Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Γενέσιον τοῦ Τιμίου ἐνδόξου Προφήτου, Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου (24 Ιουνίου).



Ευαγγέλιο (Λουκά α' 1-25, 57-68, 76, 80)

Ἐπειδήπερ πολλοὶ ἐπεχείρησαν ἀνατάξασθαι διήγησιν περὶ τῶν πεπληροφορημένων ἐν ἡμῖν πραγμάτων

καθὼς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ᾿ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου,

ἔδοξε κἀμοί, παρηκολουθηκότι ἄνωθεν πᾶσιν ἀκριβῶς, καθεξῆς σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε,

ἵνα ἐπιγνῷς περὶ ὧν κατηχήθης λόγων τὴν ἀσφάλειαν.

᾿Εγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις ῾Ηρῴδου τοῦ βασιλέως τῆς ᾿Ιουδαίας ἱερεύς τις ὀνόματι Ζαχαρίας ἐξ ἐφημερίας ᾿Αβιά, καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἐκ τῶν θυγατέρων ᾿Ααρών, καὶ τὸ ὄνομα αὐτῆς ᾿Ελισάβετ.

ἦσαν δὲ δίκαιοι ἀμφότεροι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πορευόμενοι ἐν πάσαις ταῖς ἐντολαῖς καὶ δικαιώμασι τοῦ Κυρίου ἄμεμπτοι.

καὶ οὐκ ἦν αὐτοῖς τέκνον, καθότι ἡ ᾿Ελισάβετ ἦν στεῖρα, καὶ ἀμφότεροι προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν ἦσαν.

᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ ἱερατεύειν αὐτὸν ἐν τῇ τάξει τῆς ἐφημερίας αὐτοῦ ἔναντι τοῦ Θεοῦ,

κατὰ τὸ ἔθος τῆς ἱερατείας ἔλαχε τοῦ θυμιᾶσαι εἰσελθὼν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου·

καὶ πᾶν τὸ πλῆθος ἦν τοῦ λαοῦ προσευχόμενον ἔξω τῇ ὥρᾳ τοῦ θυμιάματος.

ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου ἑστὼς ἐκ δεξιῶν τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος.

καὶ ἐταράχθη Ζαχαρίας ἰδών, καὶ φόβος ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτόν.

εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος· μὴ φοβοῦ, Ζαχαρία· διότι εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, καὶ ἡ γυνή σου ᾿Ελισάβετ γεννήσει υἱόν σοι, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιωάννην·

καὶ ἔσται χαρά σοι καὶ ἀγαλλίασις, καὶ πολλοὶ ἐπὶ τῇ γεννήσει αὐτοῦ χαρήσονται.

ἔσται γὰρ μέγας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ οἶνον καὶ σίκερα οὐ μὴ πίῃ καὶ Πνεύματος ῾Αγίου πλησθήσεται ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ,

καὶ πολλοὺς τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ ἐπιστρέψει ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν αὐτῶν·

καὶ αὐτὸς προελεύσεται ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν πνεύματι καὶ δυνάμει ᾿Ηλιού, ἐπιστρέψαι καρδίας πατέρων ἐπὶ τέκνα καὶ ἀπειθεῖς ἐν φρονήσει δικαίων, ἑτοιμάσαι Κυρίῳ λαὸν κατεσκευασμένον.

καὶ εἶπε Ζαχαρίας πρὸς τὸν ἄγγελον· κατὰ τί γνώσομαι τοῦτο; ἐγὼ γάρ εἰμι πρεσβύτης καὶ ἡ γυνή μου προβεβηκυῖα ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῆς.

καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῷ· ἐγώ εἰμι Γαβριὴλ ὁ παρεστηκὼς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπεστάλην λαλῆσαι πρός σε καὶ εὐαγγελίσασθαί σοι ταῦτα.

καὶ ἰδοὺ ἔσῃ σιωπῶν καὶ μὴ δυνάμενος λαλῆσαι ἄχρι ἧς ἡμέρας γένηται ταῦτα, ἀνθ᾿ ὧν οὐκ ἐπίστευσας τοῖς λόγοις μου, οἵτινες πληρωθήσονται εἰς τὸν καιρὸν αὐτῶν.

καὶ ἦν ὁ λαὸς προσδοκῶν τὸν Ζαχαρίαν, καὶ ἐθαύμαζον ἐν τῷ χρονίζειν αὐτὸν ἐν τῷ ναῷ.

ἐξελθὼν δὲ οὐκ ἠδύνατο λαλῆσαι αὐτοῖς, καὶ ἐπέγνωσαν ὅτι ὀπτασίαν ἑώρακεν ἐν τῷ ναῷ· καὶ αὐτὸς ἦν διανεύων αὐτοῖς, καὶ διέμενε κωφός.

καὶ ἐγένετο ὡς ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τῆς λειτουργίας αὐτοῦ, ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.

Μετὰ δὲ ταύτας τὰς ἡμέρας συνέλαβεν ᾿Ελισάβετ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ περιέκρυβεν ἑαυτὴν μῆνας πέντε,

λέγουσα ὅτι οὕτω μοι πεποίηκεν ὁ Κύριος ἐν ἡμέραις αἷς ἐπεῖδεν ἀφελεῖν τὸ ὄνειδός μου ἐν ἀνθρώποις.

Τῇ δὲ ᾿Ελισάβετ ἐπλήσθη ὁ χρόνος τοῦ τεκεῖν αὐτήν, καὶ ἐγέννησεν υἱόν.

καὶ ἤκουσαν οἱ περίοικοι καὶ οἱ συγγενεῖς αὐτῆς ὅτι ἐμεγάλυνε Κύριος τὸ ἔλεος αὐτοῦ μετ᾿ αὐτῆς, καὶ συνέχαιρον αὐτῇ.

Καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ὀγδόῃ ἡμέρᾳ ἦλθον περιτεμεῖν τὸ παιδίον, καὶ ἐκάλουν αὐτὸ ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ζαχαρίαν.

καὶ ἀποκριθεῖσα ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἶπεν· οὐχί, ἀλλὰ κληθήσεται ᾿Ιωάννης.

καὶ εἶπον πρὸς αὐτὴν ὅτι οὐδείς ἐστιν ἐν τῇ συγγενείᾳ σου ὃς καλεῖται τῷ ὀνόματι τούτῳ·

ἐνένευον δὲ τῷ πατρὶ αὐτοῦ τὸ τί ἂν θέλοι καλεῖσθαι αὐτόν.

καὶ αἰτήσας πινακίδιον ἔγραψε λέγων· ᾿Ιωάννης ἐστὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἐθαύμασαν πάντες.

ἀνεῴχθη δὲ τὸ στόμα αὐτοῦ παραχρῆμα καὶ ἡ γλῶσσα αὐτοῦ, καὶ ἐλάλει εὐλογῶν τὸν Θεόν.

καὶ ἐγένετο ἐπὶ πάντας φόβος τοὺς περιοικοῦντας αὐτούς, καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ὀρεινῇ τῆς ᾿Ιουδαίας διελαλεῖτο πάντα τὰ ρήματα ταῦτα,

καὶ ἔθεντο πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν λέγοντες· τί ἄρα τὸ παιδίον τοῦτο ἔσται; καὶ χεὶρ Κυρίου ἦν μετ᾿ αὐτοῦ.
Καὶ Ζαχαρίας ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἐπλήσθη Πνεύματος ῾Αγίου καὶ προεφήτευσε λέγων·

Εὐλογητὸς Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ ᾿Ισραήλ, ὅτι ἐπεσκέψατο καὶ ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ.

Καὶ σύ, παιδίον, προφήτης ὑψίστου κληθήσῃ· προπορεύσῃ γὰρ πρὸ προσώπου Κυρίου ἑτοιμάσαι ὁδοὺς αὐτοῦ.

Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι, καὶ ἦν ἐν ταῖς ἐρήμοις ἕως ἡμέρας ἀναδείξεως αὐτοῦ πρὸς τὸν ᾿Ισραήλ.

Απόστολος (Προς Ρωμαίους Επιστολή Παύλου ΙΓ' 11-14, ΙΔ' 1-4)

Καὶ τοῦτο, εἰδότες τὸν καιρόν, ὅτι ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι· νῦν γὰρ ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν.

ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός.

ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίτας καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ,

ἀλλ᾿ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας.

Τὸν δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει προσλαμβάνεσθε, μὴ εἰς διακρίσεις διαλογισμῶν.

ὃς μὲν πιστεύει φαγεῖν πάντα, ὁ δὲ ἀσθενῶν λάχανα ἐσθίει.

ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω, καὶ ὁ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω· ὁ Θεὸς γὰρ αὐτὸν προσελάβετο.

σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ στήκει ἢ πίπτει· σταθήσεται δέ· δυνατὸς γάρ ἐστιν ὁ Θεὸς στῆσαι αὐτόν.


Ἡ Ἐκκλησία, τρία μόνο Γενέθλια τιμᾶ καὶ ἑορτάζει:

α. τοῦ Δεσπότου καὶ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ,|
β. τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καὶ
γ. τοῦ Τιμίου Προδρόμου.

Τὰ γεγονότα  τῆς γεννήσεως τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὸ α’ κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου του.


Γράφει, λοιπόν, ὅτι στὶς ἡμέρες τοῦ βασιλέως Ἡρώδη ἐζοῦσε στὴν Ἰουδαία κάποιος ἱερέας ποὺ λεγόταν Ζαχαρίας. Εἶχε σύζυγό του τὴν Ἐλισάβετ, ἡ ὁποία ἦταν ἀπόγονος τοῦ Προφήτου Ἀαρών. Ἦσαν καὶ οἱ δύο ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καὶ ἐζοῦσαν μὲ δικαιοσύνη, φόβο Θεοῦ, εὐλάβεια, σωφροσύνη, καὶ ἐτηροῦσαν τὶς θεῖες ἐντολές. Γιὰ πολλὰ χρόνια ἱκέτευαν τὸν Κύριο νὰ τοὺς εὐλογήσει μὲ τὴ χαρὰ τῆς τεκνογονίας, ἀλλὰ δὲν εἶχαν ἀποκτήσει, παρὰ τὴ θερμὴ προσευχή τους, παιδί. Ὁ Ζαχαρίας καὶ ἡ στείρα σύζυγός του Ἐλισάβετ εἶχαν φθάσει σὲ βαθὺ γήρας καὶ δὲν εἶχαν πλέον ἐλπίδα νὰ τεκνοποιήσουν.
Ἐνῶ ὁ ἱερέας Ζαχαρίας εὑρισκόταν μία ἡμέρα στὸ ναὸ καὶ ἐθυμίαζε στὸ ἱερὸ Βῆμα, ἐφανερώθηκε σ’ αὐτὸν Ἄγγελος Κυρίου, γιὰ νὰ προμηνύσει τὴ γέννηση τοῦ ἐπιγείου καὶ ἔνσαρκου ἄγγελου, τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου. Βλέποντάς τον ὁ Ζαχαρίας ἐταράχθηκε καὶ ἐφοβήθηκε τόσο πολὺ ὥστε ἔμεινε ἐκστατικός. Τότε ὁ Ἄγγελος Κυρίου τοῦ εἶπε: «Μὴ φοβᾶσαι, Ζαχαρία. Γιατὶ ὁ Θεὸς ἐδέχθηκε τὴν προσευχή σου καὶ ἡ γυναίκα σου, ἡ Ἐλισάβετ, θὰ γεννήσει υἱό. Καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἰωάννη. Καὶ θὰ δοκιμάσεις μεγάλη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση. Πολλοὶ θὰ χαροῦν γιὰ τὴ γέννησή του, γιατὶ θὰ εἶναι μεγάλος καὶ περιφανὴς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Θὰ λάβει ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς Θείας Χάριτος καὶ θὰ γεμίσει ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν ἀκόμη θὰ κυοφορεῖται στὴν κοιλία τῆς μητέρας του Ἐλισάβετ. Καὶ μὲ τὸ κήρυγμά του θὰ ἐπιστρέψουν πολλοὶ Ἰσραηλῖτες στὴ γνώση τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου αὐτῶν».
Ἀκούγοντας ἔκπληκτος ὁ Ζαχαρίας τὸ μήνυμα τοῦ Ἀγγέλου, κατεπλάγη καὶ τὸν ἐρώτησε γεμάτος ἀπορία: «Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει αὐτό; Καὶ μὲ ποιὸ τρόπο θὰ τὸ γνωρίσω καὶ θὰ τὸ πιστέψω, ὅταν εἶμαι γέροντας στὴν ἡλικία καὶ ἡ γυναίκα μου ὑπέργηρη καὶ στείρα;». Τότε ὁ Ἄγγελος τοῦ εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Γαβριήλ, ποὺ παρουσιάζομαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ ἀπέστειλε ὁ Θεὸς νὰ σοῦ φέρω αὐτὴ τὴ χαρμόσυνη ἀγγελία. Καὶ ἰδού, ἐπειδὴ δὲν ἐπίστεψες στὰ λόγια μου, θὰ μείνεις ἄλαλος μέχρι τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ ἐκπληρωθοῦν ὅσα σοῦ προανήγγειλα, δηλαδὴ μέχρι νὰ γεννηθεῖ ὁ Ἰωάννης».
Πράγματι ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὁ Ζαχαρίας ἔμεινε βουβὸς καὶ ἄλαλος, ἕως ὅτου ἡ Ἐλισάβετ ἔτεκε τὸν Πρόδρομο.
Τὴν ὄγδοη ἡμέρα οἱ συγγενεῖς ἦλθαν γιὰ νὰ ἐκτελέσουν τὴν περιτομὴ τοῦ παιδιοῦ καὶ ἤθελαν νὰ τὸ ὀνομάσουν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα του, Ζαχαρία. Ἀλλὰ ἡ Ἐλισάβετ τοὺς εἶπε ὅτι θὰ ὀνομαστεῖ Ἰωάννης. Στὴν ἀπορία τους, πῶς θὰ λάβει τὸ ὄνομα αὐτό, ἐπειδὴ κανένας ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς δὲν εἶχε τὸ ὄνομα αὐτό, ὁ Ζαχαρίας ἐζήτησε μία μικρὴ πλάκα ἐπὶ τῆς ὁποίας ἔγραψε τὰ ἀκόλουθα: «Ἰωάννης εἶναι τὸ ὄνομά του». Καὶ ἐξεπλάγησαν ὅλοι. Ὁ Ζαχαρίας δὲ ἄνοιξε ἀμέσως τὸ στόμα του καὶ εὐλογοῦσε τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του. Ὁ δὲ Ἰωάννης καθημερινὰ ἀναδεικνυόταν ὡς ἔμψυχο ὄργανο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, πλήρης τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στήλη κάθε ἀρετῆς καὶ εὐσέβειας.Κατὰ τοὺς τελευταίους βυζαντινοὺς χρόνους, ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τοῦ Προδρόμου τῆς Πέτρας, μὲ τὴν παρουσία τοῦ αὐτοκράτορος.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Προφῆτα καὶ Πρόδρομε, τ[πης παρουσίας Χριστοῦ, ἀξίως εὐφημῆσαί σε, οὐκ εὐποροῦμεν ἡμεῖς, οἱ πόθῳ τιμῶντές σε· στείρωσις γὰρ τεκούσης, καὶ πατρὸς ἀφωνία, λέλυνται τῇ ἐνδόξῳ, καὶ σεπτῇ σου γεννήσει, καὶ σάρκωσις Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, κόσμῳ κηρύττεται.



Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἡ πρὶν στεῖρα σήμερον, Χριστοῦ τὸν Πρόδρομον τίκτει, καὶ αὐτὸς τὸ πλήρωμα, πάσης τῆς προφητείας· ὃνπερ γὰρ, προανεκήρυξαν οἱ Προφῆται, τοῦτον δή, ἐν Ἰορδάνῃ χειροθετήσας, ἀνεδείχθη Θεοῦ Λόγου, Προφήτης κῆρυξ, ὁμοῦ καὶ Πρόδρομος.

Μεγαλυνάριον.

Ἄνθος τὸ θεόσδοτον ἐκφυέν, σήμερον ἐκ στείρας, εὐωδίας ἁγιασμοῦ, ἔπλησε τὰ πάντα, τὴν ἔρημον τὰ ὄρη, τῶν ποταμῶν τὰ ῥεῖθρα, Χριστοῦ ὁ Πρόδρομος.

Δείτε σχετικά:

ΛΟΓΟΣ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ (ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ)