† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΝΟΤΑΡΑΣ: Ο πρωτεργάτης του Κολλυβαδικού Κινήματος (17 Ἀπριλίου)

 

Το Κολλυβαδικό Κίνημα είναι η συνέχεια του Ησυχαστικού Κινήματος και αποτελεί μια από τις πλέον γνήσιες εκφάνσεις της ορθοδόξου πνευματικότητας. Ταυτόχρονα αποτέλεσε και μια ισχυρή πνευματική αναγέννηση, σε μια πολύ δύσκολη συγκυρία για την Εκκλησία μας, κατά την οποία απειλούνταν το εκκλησιαστικό πλήρωμα από τους εξισλαμισμούς και η σώζουσα αλήθεια της Ορθοδοξίας μας από την άλωση της κακόδοξης δυτικής παράδοσης. Ένας από τους πρωτεργάτες του κινήματος υπήρξε και ο άγιος Μακάριος Νοταράς, μια μεγάλη πνευματική και εκκλησιαστική μορφή του 18ου αιώνα.

Γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Κορινθίας στα 1731και το βαπτιστικό του όνομα ήταν Μιχαήλ. Οι γονείς του Γεώργιος ή Γεωργαντάς Νοταράς και μητέρα του Αναστασία, ανήκαν στους άρχοντες της περιοχής, έλκοντας την καταγωγή τους από την σπουδαία και επιφανή βυζαντινή οικογένεια των Νοταράδων, της οποίας πολλοί ασκούσαν το επάγγελμα του νοτάριου, δηλ. του ταχυγράφου. Ως αρχηγός της οικογένειας αναφέρεται ο Νικόλαος Νοταράς, ο οποίος υπηρέτησε στο περιβάλλον του βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγου (1391-1425). Η οικογένεια των Νοταράδων ανέδειξε και πολλούς επιφανείς ιεράρχες, όπως ο Χρύσανθος Νοταράς.

Οι εύποροι γονείς του του έδωσαν τη μεγαλύτερη δυνατή μόρφωση. Αφού αποφοίτησε από τα σχολεία της περιοχής του, και σε ηλικία 15 ετών, μετέβη στην Κεφαλονιά, ανάμεσα στα έτη 1746-1750, για να μαθητεύσει στον εκεί ονομαστό δάσκαλο Ευστάθιο.

Από μικρός έδειξε κλήση για τη μοναχική ζωή. Γι’ αυτό κάποια στιγμή, ανάμεσα στα έτη 1758-1764, έφυγε κρυφά και πήγε στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Όμως ο πατέρας του τον ανακάλυψε και τον γύρισε στο σπίτι του. Ο Μιχαήλ μελετούσε και προσευχόταν αδιάκοπα.

Την εποχή εκείνη υπήρχε έλλειψη διδασκάλου στην Κόρινθο. Ο Μιχαήλ ανάλαβε διδακτικά καθήκοντα, χωρίς αμοιβή, γενόμενος πολύ αγαπητός στους μαθητές τους για την απλότητά του, την αγάπη του και το σεβασμό του προς αυτούς. Παράλληλα έγινε ευρύτερα γνωστή στους Κορινθίους η φήμη του, ως σώφρονα και πνευματικού ανθρώπου, ώστε όταν κοιμήθηκε ο Μητροπολίτης Παρθένιος (1764), οι κάτοικοι ζήτησαν από τον Πατριάρχη Σαμουήλ, να τον διαδεχθεί εκείνος, παρά το γεγονός ότι ήταν ακόμη λαϊκός. Εκάρη μοναχός, λαμβάνοντας το μοναχικό όνομα Μακάριος, κατόπιν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και στη συνέχεια Επίσκοπος και Μητροπολίτης του Αποστολικού Θρόνου της Κορίνθου.

Ως Επίσκοπος άσκησε αξιόλογη ποιμαντική, κοινωνική και εθνική δράση. Με το ξέσπασμα της επανάστασης των Ορλωφικών (1770) τάχτηκε υπέρ των επαναστατών και παρέσχε αξιόλογη βοήθεια. Ρωσικό έντυπο αναφέρει γι’ αυτόν: «ως άλλος απόστολος Παύλος, όχι με το ξίφος αρματωμένος, αλλά με την αρετήν κεκοσμημένος, διοικεί και κρατύνει την εκκλησίαν». Μετά όμως την αποτυχία και τις σφαγές που ακολούθησαν, κάτεστη στόχος των Οθωμανών και για τούτο αναγκάστηκε να καταφύγει στη Ζάκυνθο με την οικογένειά του. Εκεί συνάντησε τον ονομαστό δάσκαλο του Γένους και κληρικό Νικηφόρο Θεοτόκη, με τον οποίο συνεργάστηκε, καταστρώνοντας σχέδιο για την πνευματική βοήθεια του υπόδουλου Γένους.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μετά από απαίτηση της Υψηλής Πύλης, ζήτησε από όλους τους φυγάδες Επισκόπους των επαναστατημένων περιοχών να παραιτηθούν και να εκλεγούν άλλοι στη θέση τους. Όμως ο Μακάριος αρνήθηκε. Τελικά εξελέγη στη θέση του άλλος Επίσκοπος, και του ιδίου του αποδόθηκε ο τίτλος του πρώην Κορίνθου.

Στη Ζάκυνθο και με την παρότρυνση του Νικηφόρου Θεοτόκη, κατέστρωσε ένα φιλόδοξο σχέδιο, πνευματικής αφύπνισης του υπόδουλου Γένους και την ανάταση του εκκλησιαστικού φρονήματος. Γι’ αυτό το λόγο περιόδευσε, ανάμεσα στα έτη 1773-1774, στην Κεφαλονιά, ξανά στη Ζάκυνθο και κατόπιν στην Ύδρα, όπου συνάντησε και γνώρισε τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη και ησύχασε σε κάποια Μονή. Από εκεί μετέβη στη Χίο και στα 1777, έφτασε στον Άγιον Όρος, εκπληρώνοντας διακαή του επιθυμία να ζήσει στην αθωνική πολιτεία. Εγκαταστάθηκε στο Κελλίο «Άγιος Αντώνιος», όπου συγκατοίκησε με τον συμπατριώτη του Γέροντα Δαβίδ. Εκεί συναντήθηκε και πάλι με τον άγιο Νικόδημο Αγιορείτη.

Σύντομα διαπίστωσε ότι δεν ήταν ήρεμα τα πράγματα στο αγιώνυμο Όρος. Οι μοναχοί βρισκόταν σε σφοδρή διαμάχη, σχετικά με την ημέρα τελέσεων των μνημοσύνων και τα κόλλυβα. Η μια μερίδα ακολουθούσε την αρχέγονη παράδοση της Εκκλησίας, τελώντας τα μνημόσυνα το Σάββατο, οι δε επηρεασμένοι από την δυτική παράδοση, τα τελούσε την Κυριακή. Δεν ήταν μόνο τα μνημόσυνα το πρόβλημα, αλλά και μια σειρά ζητημάτων, τα οποία αλλοίωναν την παράδοση και παρέκλιναν σε δυτικά πρότυπα. Άλλωστε βρισκόμαστε σε μια εποχή έντονης δράσης των δυτικών μισιοναρίων (ιεραποστόλων) στον ελλαδικό χώρο, ασκώντας έντονη διαβρωτική δράση, με την αφειδώς στήριξη του Βατικανού και Προτεσταντικών Ομολογιών και την ανοχή της Υψηλής Πύλης.

Ο Μακάριος τάχτηκε με την μερίδα των παραδοσιακών μοναχών. Στη Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου αρνήθηκε να τελέσει μνημόσυνο ημέρα Κυριακή, δίνοντας την αφορμή να ξεκινήσει το Κολλυβαδικό Κίνημα. Ακολουθώντας ο Μακάριος την αρχαία παράδοση της Εκκλησίας, θεωρούσε λάθος την τέλεση των Ιερών Μνημοσύνων κατά την χαρμόσυνη ημέρα της Κυριακής, τη στιγμή που η Εκκλησία είχε θεσπίσει το Σάββατο ως ημέρα των ψυχών και την τέλεση των Μνημοσύνων. Όμως η άρνηση αυτή είχε ως συνέπεια να εγερθούν εναντίον του οι υπέρμαχοι της τελέσεως των την Κυριακή. Τον κατήγγειλαν στον Οικουμενικό Πατριάρχη Σωφρόνιο Β΄ (1771-1780), ως «ταραξία και υπεύθυνο εισαγωγής νεωτερισμών στην Εκκλησία»!

Ο Μακάριος, ως μια χαρισματική μορφή και καλλιεργημένη προσωπικότητα, δεν ήθελε να δημιουργήσει διχαστικές τάσεις στους μοναχούς του Αγίου Όρους και γι’ αυτό, γεμάτος απογοήτευση και φοβούμενος ακόμα και για τη ζωή του, έφυγε, στα μέσα του 1776, για τη Χίο. Εκεί έλαβε και την πατριαρχική επιστολή, η οποία με δριμύ χαρακτήρα, καταδίκαζε τη διαγωγή του στο Άγιον Όρος, ως «φατριαστική». Παρά ταύτα όμως οι Χιώτες τον υποδέχτηκαν και εκδήλωσαν τη στήριξή τους στο πρόσωπό του. Επιφανείς και ισχυροί κάτοικοι του νησιού, με επικεφαλής τον άρχοντα της Κωνσταντινουπόλεως Σκαναβή, μεσολάβησαν στο Πατριαρχείο και σταμάτησαν οι διώξεις του.

Στη συνέχεια ανάλαβε και πάλι περιοδεία στην Πάτμο, την Ύδρα και την Κορινθία. Όταν επήρθε κάποια ηρεμία, επέστρεψε στο χωριό του, τα Τρίκαλα, για να ησυχάσει. Όμως ο θάνατος του αδελφού του από του Τούρκους τον ανάγκασε να φύγει ξανά.

Μετά από λίγο καιρό κοιμήθηκε ο πατέρας του και περιήλθαν στην κατοχή του χρεωστικοί τίτλοι της πατρικής του περιουσίας. Σε αυτούς καταλογίζονταν χρεοφειλέτες του πατέρα του. Τότε εκείνος χάρισε τα χρέη και έφυγε ξανά για το Άγιον Όρος. Αλλά δυστυχώς συνάντησε την αντιπαλότητα και εχθρότητα των αντικολλυβάδων και δεν μπόρεσε να βρει ησυχία. Γι’ αυτό αναγκάστηκε να αφήσει και πάλι το Περιβόλι της Παναγίας και να καταφύγει στην Πάτμο, όπου σύστησε το Ησυχαστήριο των Αγίων Πάντων. Τελικά, στα 1790, κατέληξε στην Χίο, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα, στο «κάθισμα», των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στις βόρειες – βορειοδυτικές παρυφές του Βροντάδου, στις υπώρειες του όρους Αίπου, ασχολούμενος με την άσκηση, την προσευχή, τη νηστεία, τη μελέτη και την συγγραφή. Είχε μάλιστα συνδεθεί, με αδελφική φιλία, με τον άγιο Αθανάσιο Πάριο και τον Ιερομόναχο Νικηφόρο. Εκεί έμεινε ησυχάζων δώδεκα χρόνια. Με επιστολές του απέτρεψε χιλιάδες εξισλαμισμούς και διέδωσε τις αρχές του Κολλυβαδικού Κινήματος.

Κοιμήθηκε ειρηνικά στις 17 Απριλίου του 1805. Το σκήνωμά του ενταφιάσθηκε στον περίβολο του ναού των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στη νότια πλευρά του. Τη βιογραφία του έγραψε ο φίλος του άγιος Αθανάσιος Πάριος. Η ανακομιδή των λειψάνων του έγινε το 1808.

Η μνήμη του εορτάζεται στις 17 Απριλίου, την ημέρα της οσιακής του κοίμησης. Στην κοινότητα Μύλοι της Σάμου εορτάζεται πανηγυρικά η μνήμη του στις 16 Μαΐου.

Η προσωπικότητα του αγίου Μακαρίου Νοταρά είναι πολύ σημαντική, καθότι διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην ταραγμένη, για την Εκκλησία και το Έθνος μας, εκείνη εποχή, ως εκκλησιαστικός άνδρας και διδάσκαλος του Γένους. Υπήρξε πρωτοπόρος στο Κολλυβαδικό Κίνημα, μαζί με τους εξίσου σημαντικούς εκκλησιαστικούς άνδρες της εποχής, μοναχό Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, άγιο Νικόδημο Αγιορείτη, άγιο Αθανάσιο Πάριο και άλλους πολλούς, οι οποίοι αντιστάθηκαν σθεναρά στην αλλοίωση των ορθοδόξων παραδόσεων και του ελληνορθοδόξου ήθους από την επέλαση των κακοδόξων δυτικών χριστιανικών παραδόσεων. Το Κολλυβαδικό Κίνημα, παρά την κατασυκοφάντησή του, (και δυστυχώς ως τις μέρες μας), αποτέλεσε μια ισχυρή πνευματική αφύπνιση – επιστροφή στις ορθόδοξες πατερικές ρίζες, διασώζοντας την σώζουσα ορθόδοξη πίστη, το ορθόδοξο ήθος και τον ελληνορθόδοξο τρόπο ζωής και πολιτείας από τις φράγκικες καινοτομίες. Δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός πως, ό, τι γνήσιο ορθόδοξο κατέχουμε στις μέρες μας, το οφείλουμε στο Κολλυβαδικό Κίνημα και τους συνεχιστές του.

Λάμπρος Σκόντζος, Θεολόγος

Πηγή

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τὸν Κορίνθου ποιμένα τὸν τῷ ὄντι Μακάριον, τὸν Θεοῦ πρόνοια τῆς Χίου, ἀναφανέντα κοσμήτορα, ἐν πράξεσιν ὁμοὺ καὶ διδαχαίς, τιμῶμεν σὲ ἐν ὕμνοις καὶ ὠδαίς- θεραπεύεις γὰρ νοσοῦντας, καὶ ἀπελαύνεις ἀκάθαρτα πνεύματα. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ τὰ ὀστά σου πηγὴν θαυμάτων ἀναδείξαντι.

Κυριακή 27 Απριλίου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 8970

 

«Ἐμῶν μελῶν χειρί σου, ἐξερευνήσας τὰς πληγάς, μή μοι Θωμᾶ ἀπιστήσῃς, τραυματισθέντι διὰ σέ, σὺν Μαθηταῖς ὁμοφρόνει, 

καὶ ζῶντα κήρυττε Θεόν»

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

Χριστὸς Ἀνέστη!

            νέστη Χριστὸς καὶ ὁ φόβος διώκεται! Ἀνέστη Χριστὸς καὶ ἡ πίστη κρατύνεται!

            Πράγματι, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Ζωοδότου Χριστοῦ, μέσα σὲ ὅλα τὰ καλὰ τὰ ὁποῖα προσέφερε στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, χάρισε τὴν κατάργηση τοῦ φόβου καὶ τὴν ἑδραίωση τῆς πίστης, ὅπως ἀκούσαμε σήμερα ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ τῆς Ἀγάπης, Ἰωάννη τὸν Θεολόγο. 

            Τὰ Φρικτὰ Πάθη καὶ τὴν Σταύρωση τοῦ Θεανθρώπου συνόδευσε ἡ ἀπομόνωση τῶν Μαθητῶν ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου μήπως συλληφθοῦν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ πάθουν κακό. Τὸ σκληρὸ καὶ ἄδικο τέλος τοῦ Διδασκάλου τους τοὺς κόστισε πολὺ καὶ θλίψη κατέλαβε τὴν καρδιά τους. Τρεῖς ἡμέρες μετὰ τὴν Σταύρωση, οἱ Μαθητὲς ἀκόμη κλεισμένοι, φοβισμένοι καὶ ταραγμένοι. Καὶ τὶ λογισμοὶ δὲν περνοῦσαν ἀπὸ τὸ μυαλό τους: πόσο μικροὶ φάνηκαν ἀπέναντι στὸ Θεῖο Πάθος, φθάνοντας στὸ σημεῖο νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν Κύριο ὅλοι ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Ἰωάννη. Ἀκόμη καὶ οἱ Μαθήτριες, ἔδειξαν μεγαλύτερο θάρρος ἀπὸ ἐκείνους, καθὼς ἦταν κοντὰ στὸν Χριστὸ τὴν ὥρα τοῦ τέλους. Λίγο πρὶν τὴν προδοσία, στὸν Κῆπο τῆς Γεθσημανῆς, οὔτε λίγο δὲν ἔμειναν ξύπνιοι γιὰ νὰ προσευχηθοῦν ὑπὲρ Αὐτοῦ. Μήπως ἔπρεπε νὰ εἶχαν κάνει κάτι γιὰ νὰ Τὸν σώσουν; Μὰ ὁ Πέτρος ἔκανε κάτι. Ἔβγαλε τὸ μαχαίρι καὶ ἔκοψε τὸ ἀφτὶ τοῦ Μάλχου. Ἐκεῖνος, ὅμως, ποὺ ἦρθε ὄχι νὰ ὑπηρετηθεῖ, ἀλλὰ νὰ ὑπηρετήσει καὶ νὰ ὁδηγηθεῖ στὴ θυσία ἄφωνος, χωρὶς καμὶα ἀντίδραση, ὅπως τὸ ἀρνί, πῆρε τὸ ἀφτὶ καὶ τὸ ἔβαλε στὴ θέση του, διδάσκοντας τὸν Πέτρο ὅτι μὲ ἄλλον τρόπο πρέπει νὰ δείξει τὴν ἀνδρεία του καὶ ὄχι μὲ τὴ βία. Ὁ Πέτρος… Τί σκεφτόταν ἄραγε; Μὲ τὴν θέλησή του ἀρνήθηκε τὸν Χριστό, Ἐκεῖνον γιὰ τὸν Ὁποῖο ἔλεγε ὅτι μέχρι καὶ στὸν θάνατο θὰ πάει, καὶ ἔβγαλε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν χορεία τῶν Μαθητῶν. Οἱ τύψεις σκότιζαν τελείως τὸ μυαλό του. 

            Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ κλίμα τῆς ταραχῆς, τῆς ἀνησυχίας, τῆς ἀβεβαιότητας, τῆς τύψης, τοῦ σκοταδιοῦ πέρασαν τρεῖς ἡμέρες. Τὴν τρίτη ἡμέρα, τὴν πρώτη τῆς ἑβδομάδας, οἱ Μυροφόρες εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους τὸν Ἀναστημένο Χριστὸ καὶ ἔσπευσαν νὰ μοιραστοῦν τὴ χαρά τους μὲ τοὺς Ἀποστόλους. Ἐκεῖνοι, ὅμως, δυσκολεύονταν νὰ πιστέψουν σὲ ἕνα τόσο μεγάλο γεγονός, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παραμείνουν βυθισμένοι στὸ σκοτάδι. Τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας, μὲ τὶς πόρτες νὰ εἶναι κλειδωμένες, ἐμφανίσθηκε μπροστά τους ὁ Χριστός, δίνοντάς τους αὐτὸ ποὺ ποθοῦσε ἡ ψυχή τους, τὴν Εἰρήνη. Φύγανε τότε καὶ οἱ λογισμοὶ καὶ ὁ φόβος καὶ ἡ λύπη, ἐνῷ ἡ Χαρὰ ἁπλώθηκε παντοῦ.  

            στόσο, τὸ εὐλογημένο ἐκεῖνο ἀπόγευμα, ἔλειπε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ὁ Θωμᾶς. Κατὰ Θεία Οἰκονομία, δὲν ἦταν ἐκεῖ γιὰ νὰ βιώσει μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους τὴν Ἀνάσταση τοῦ Διδασκάλου. Στὶς δικές τους μαρτυρίες, ἐκείνος ἀπαντοῦσε μὲ τὴν δυσπιστία του: ἐὰν δὲν Τὸν δῶ Ἀναστημένο, ἐὰν δὲν ἀγγίξω μὲ τὰ χέρια μου τὴν πλευρὰ καὶ τὰ χέρια Του, δὲν θὰ πιστέψω! Ἐγὼ θέλω νὰ γίνω μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεως, νὰ κηρύξω τὴν Ἀνάσταση στὰ πέρατα τῆς Οἰκουμένης. Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ κάνω αὐτό, θέλω νὰ δῶ. Θέλω προσωπικὴ ἐμπειρία. Θέλω νὰ ζήσω τὴν Ἀνάσταση γιὰ νὰ κηρύξω Ἀνάσταση καὶ νὰ δώσω καὶ τὴ ζωή μου ἀκόμα ἂν χρειαστεῖ. 

            Αὐτὸ ἦταν τὸ σκεπτικὸ τοῦ Ἀποστόλου.

            κτὼ ἡμέρες μετὰ τὴν Ἀνάσταση, ὅταν πάλι οἱ Μαθητὲς ἦταν κλεισμένοι στὸ σπίτι, μὲ τὸν Θωμᾶ νὰ εἶναι μαζί τους αὐτὴ τὴ φορά, ὁ Ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν πάλι στάθηκε ἀνάμεσά τους λέγοντας: «Εἰρήνη ὑμῖν». Φαντασθεῖτε τὶ χαρὰ ἔνιωσαν οἱ Ἀπόστολοι ποὺ Τὸν εἶδαν ξανά, ἀλλὰ καὶ ποὺ ἦταν μαζί τους ὁ ἀδελφός τους, ὁ Θωμᾶς. Ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ἀκούει τὰ αἰτήματα τῶν δούλων Του, ἀνταποκρινόμενος θετικὰ στὸ καρδιακὸ αἴτημα τοῦ Θωμᾶ, καταδέχθηκε νὰ Τὸν ψηλαφήσει προκειμένου νὰ πεισθεῖ περὶ τῆς Ἀναστάσεως. Ψηλάφησε ὁ Θωμᾶς καὶ μὲ χαρὰ ὁμολόγησε: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου»! 

            Αὐτὴ ἡ ὁμολογία κατάργησε τὴν ἀμφιβολία τῆς Ἀναστάσεως. Ἤξερε ὁ Χριστὸς ὅτι ἐμεῖς ὡς ἄνθρωποι, δύσκολα μποροῦμε νὰ πιστέψουμε κάτι ποὺ ὑπερβαίνει τὴν ἀνθρώπινη λογική. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, φρόντισε τὸ μεγαλύτερό Του θαῦμα, αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀποδεικνύεται ὅτι εἶναι Θεός, νὰ τὸ ὑποστηρίξει μὲ πολλὰ ἱστορικὰ καὶ ἔγκυρα στοιχεῖα. Ἕνα ἐκ τῶν στοιχεῖων ποὺ ἔδωσε ἀπὸ τὴν πολλή Του φιλανθρωπία, ἦταν ἡ κοσμοσωτήρια ὁμολογία τοῦ Θωμᾶ: «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου»! Δὲν ἦταν ὁ Ἰησοῦς μόνο ἄνθρωπος. Ἂν ἦταν μόνο ἄνθρωπος, θὰ τελείωνε στὸν Σταυρό. Ὁ Ἰησοῦς ἦταν καὶ Ἂνθρωπος, ἀλλὰ καὶ Θεός. Γιὰ αὐτό, ὁ σωματικὸς θάνατος γιὰ Αὐτὸν δὲν ἦταν τὸ τέλος, ἀλλὰ τὸ μέσον κατάργησης τοῦ θανάτου καὶ κυριαρχίας τῆς Ζωῆς. 

            νῷ ὅλα τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου πρέπει νὰ τὰ δεχόμαστε μὲ καρδιακὴ πίστη, δίχως ἐξέταση, τὴν Ἀνάσταση, μποροῦμε νὰ τὴν ἐξετάσουμε μὲ λογικὰ στοιχεῖα. Πολλοὶ ἐπιστήμονες, ἄλλοτε δεδηλωμένοι ἄθεοι, ἐπιχείρησαν νὰ μελετήσουν τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως μὲ βάση τὰ στοιχεῖα, προκειμένου νὰ τὴν ἀποδείξουν ἄκυρη, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν ἐξέταση τῶν στοιχεῖων διαπίστωσαν ὅτι ὄντως ὁ Χριστὸς Ἀνέστη! Ἀνέστη Χριστὸς καὶ ἀκόμη καὶ ἡ ζωὴ τῶν πρώην ἀθέων ἀπέκτησε νόημα καὶ Φῶς.

γαπητοὶ ἀδελφοί,

            Τὸ γεγονὸς τὸ ὁποῖο αὐτὲς τὶς σαράντα ἡμέρες, ἀλλὰ καὶ κάθε Κυριακὴ τοῦ ἔτους ἑορτάζουμε, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, εἶναι γιὰ ἐμᾶς τὸ κέντρο τῆς πίστεώς μας, εἶναι τὸ κέντρο τῆς ζωῆς μας, εἶναι ἡ παρηγοριά μας, εἶναι τὸ κίνητρό μας νὰ ἐργαστοῦμε ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ καλοῦ, εἶναι τὸ φάρμακο στὴ λύπη, εἶναι τὸ ἐλαφρυντικὸ τοῦ Σταυροῦ μας. Ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ μεγάλου αὐτοῦ γεγονότος, μόνο μὲ σκοτάδι καὶ μὲ ψέμα γεμίζει τὴν ψυχή. Γιὰ αὐτό, πειθόμενοι στὴν ὁμολογία τοῦ Θωμᾶ, ἂς προσέλθουμε κὶ ἐμεῖς νὰ λάβουμε Φῶς ἐκ τοῦ Ἀνεσπέρου Φωτός!

Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος!

Ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Παρασκευή 25 Απριλίου 2025

ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΟΥ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟΥ ΤΟ ΕΤΟΣ 1952 ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΟΣΜΟΣΩΤΕΙΡΑΣ ΣΤΟ ΚΡΥΟΝΕΡΙ (πρώην Μπάφι)

 


Ένα μεγάλο θαύμα στην Ιερά Μονή Κοσμοσώτειρας στο Κρυονέρι (πρώην Μπάφι)

Σήμερα της Ζωοδόχου Πηγής (που πανηγύριζε το μοναστήρι και το επισκεφτήκαμε για να λάβουμε ευλογία -βλ. https://imab.gr/index.php/latest-news/3253-lampri-i-panigyris-tis-zoodoxou-pigis-stin-i-m-kosmosoteiras ), ακούσαμε τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αττικής και Βοιωτίας κ. Χρυσόστομο να διηγείται ένα μεγάλο θαύμα που έγινε σε αυτό κατά την παραμονή των Θεοφανείων του 1952. Όπως διηγήθηκε παραστατικά ο Σεβασμιώτατος, επειδή ήταν περίοδος διωγμών των Παλαιοημερολογιτών και κανείς ιερέας δεν μπορούσε να έλθει να λειτουργήσει, μία από τις μοναχές (διότι ήταν γυναικείο τότε το μοναστήρι) παρακάλεσε με μεγάλο ζήλο την Παναγία μας να κάνει κάτι για να μη μείνουν χωρίς Αγιασμό, τέτοια ημέρα. Και ευθύς σχίστηκε το μάρμαρο κάτω από την εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής και ανέβλυσε αγίασμα...
Χάριν ευλογίας αναρτώ λίγες φωτογραφίες που έβγαλα.

Νικόλαος Μάννης 
Εκπαιδευτικός





Κυριακή 20 Απριλίου 2025

ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ ΜΗΝΥΜΑ 2025

 


 Ἀριθμός Πρωτ. 3403

Ἐν Ἀθήναις, 21 – 03 / 03 – 04 – 2025

«Ὁ Σταυρός Σου, Κύριε,
ζωὴ καὶ ἀνάστασις ὑπάρχει τῷ λαῷ Σου…»
(Στιχηρὸ Αἴνων Ὄρθρου Κυριακῆς, ἦχ. πλ. β΄)

 

Ἀγαπητοὶ Πατέρες καὶ Ἀδελφοί, τέκνα ἐν Κυρίῳ ἐγερθέντι·

Φθάσαμε καὶ πάλι στὸ Ὀρθόδοξο Πάσχα, στὴν ἀπερίγραπτη χαρὰ τῆς Ζωῆς, τοῦ Φωτὸς καὶ τῆς Αἰωνιότητος. Ἡ βεβαιότητα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ χαροποίησε τοὺς Μαθητὰς καὶ Ἀποστόλους Του ὑπερβολικά. Αὐτὴ ἡ χάρη καὶ χαρὰ βρίσκεται θησαυρισμένη στὴν ἁγία Ἐκκλησία μας καὶ σὲ αὐτὴν συμμετέχουμε μέσῳ τῶν ἁγίων Μυστηρίων καὶ Ἀρετῶν.

Κάθε Κυριακὴ μέσα στὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος, ἀκοῦμε στὸ Ἑωθινὸ Εὐαγγέλιο τὸ ἴδιο χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς Ἀναστάσεως, τὸ ὁποῖο ἔλαβαν οἱ εὐλογημένες Μυροφόρες γυναῖκες ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἄγγελο. Καὶ ὅπως ἐκεῖνες, σπεύδουμε «μετὰ φόβου καὶ χαρᾶς μεγάλης» (Ματθ. κη΄ 8) νὰ μετουσιώσουμε τὴν ἀναστάσιμη εἴδηση σὲ ἐμπειρία, δηλαδὴ σὲ ἔμπρακτη στάση ζωῆς ἐντός μας καὶ γύρω μας.

 Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ βεβαίωση, ὅτι μὲ τὸν θάνατο μεταβαίνουμε κι ἐμεῖς στὴν αἰώνια Ζωή. Γι’ αὐτὸ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει ἀποφασιστικὰ στὸν Κατηχητικὸ Λόγο του: «Μηδεὶς φοβείσθω θάνατον, ἠλευθέρωσε γὰρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος»!

***

Ἀγαπητοὶ Ἀδελφοί·

ς μὴ λησμονοῦμε, ὅτι στὸν Ἀναστημένο Κύριό μας παραμένει χαραγμένη ἡ θυσία, ὅτι φέρει ἀνεξάλειπτα τὰ σύμβολα τοῦ θείου Πάθους, διότι Σταυρὸς καὶ Ἀνάσταση εἶναι ἀδιαχώριστα. Δοξολογῶντας τὴν Ἀνάσταση, δοξολογοῦμε καὶ τὸν Ζωοποιὸ Σταυρό, ἐφ’ ὅσον μέσῳ Αὐτοῦ πραγματοποιήθηκε τὸ πέρασμα καὶ ἡ διάβαση ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν Ζωή.

 Θεάνθρωπος Κύριος ἔζησε σταυρικὰ στὸν κόσμο τοῦτο τῆς φθορᾶς, γιὰ νὰ μᾶς δείξει τὸν τρόπο τῆς ὑπερβάσεως τοῦ ἐγκλωβισμοῦ μας σὲ αὐτόν. Ἔζησε μὲ θαυμαστὴ ὑπακοὴ στὸν Οὐράνιο Πατέρα, ἀποκρούοντας πάραυτα τὶς πειρασμικὲς προτάσεις γιὰ ἄκαιρες καὶ ἀχρείαστες ἱκανοποιήσεις ἀναγκῶν, κι ἐπίσης γιὰ ἀποφυγὴ τοῦ πόνου, τῆς θυσίας καὶ τοῦ θανάτου.

ν κι ἐμεῖς ἐπίσης ἀπωθήσουμε τοὺς πειρασμοὺς τῆς ἁμαρτίας καὶ ὑπομείνουμε καρτερικὰ τὶς ὀδύνες τῶν δικῶν μας θλίψεων, ἡ θεία δωρεὰ τῆς Ἁγιότητος μπορεῖ νὰ ἐκχυθεῖ καὶ νὰ χαρισθεῖ καὶ σ’ ἐμᾶς ἐπίσης τοὺς πιστοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς.

Σὲ αὐτὸ μᾶς προτρέπει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅταν γράφει: «Συσταυρώθητι, συννεκρώθητι, συντάφηθι προθύμως, ἵνα καὶ συναναστῇς καὶ συνδοξασθῇς καὶ συμβασιλεύσῃς» (Λόγος ΛΗ΄, Εἰς τὰ Θεοφάνια…, παρ. 18).

 διάταξη τῆς μεγάλης Νηστείας τῆς Ἐκκλησίας ποὺ προηγεῖται τῆς ἁγίας Ἀναστάσεως σὲ αὐτὸ ἀποβλέπει: Πῶς νὰ ἀπορρίψουμε τὸ βάρος τῶν σωματικῶν καὶ ψυχικῶν ἐκτροπῶν ποὺ μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση. Ἐκτὸς τούτου σωτηρία δὲν ἐπιτυγχάνεται καὶ δὲν ἀνευρίσκεται. Μόνον μὲ τὴν σταυρικὴ πορεία ζωῆς ἐπέρχεται ἀναστάσιμη διέξοδος καὶ ἐλευθερία αἰωνιότητος.

***

Ἀγαπητοὶ Πατέρες καὶ Ἀδελφοί·
ληθινὸ Πάσχα στὴν γῆ, ὡς πρόγευση τοῦ ἐσχατολογικοῦ Πάσχα στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἑορτασθεῖ χωρὶς αὐτὴ τὴν ἀπαραίτητη προϋπόθεση: Ἀπόρριψη κάθε κακίας καὶ φαυλότητος· ἐκβολὴ κάθε αἰσχρότητος· ἁγνισμὸς καρδίας καὶ στολισμὸς μὲ θεῖες ἀρετές, ὥστε νὰ τύχουμε τῆς θέας τοῦ λαμπροφόρου Πάσχα. Μόνον λαμπροφόροι, φωτοφόροι καὶ χριστοφόροι δύνανται νὰ εἰσέλθουν στὸν Νυμφῶνα τῆς θείας Δόξης, στὸν ποθητὸ Παράδεισο τῆς τρυφῆς. Αὐτὸ μᾶς ὑπενθυμίζουν οἱ πασχαλινὲς λαμπάδες μας, τὶς ὁποῖες ἀνάπτουμε ἀπὸ τὸ ἅγιο Βῆμα, ὡς λαμβάνοντες Φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός.

Τὴν λαμπρὰ αὐτὴ καὶ ἁγία Ἡμέρα, διακηρύσσουμε σθεναρῶς, ὅτι ἡ διακράτηση τοῦ αἰωνίου Ὀρθοδόξου Πασχαλίου τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι καὶ θὰ παραμείνει ἀναλλοίωτη καὶ ἀκαινοτόμητη. Κάθε ἀπόπειρα δῆθεν ἀστρονομικῆς «διορθώσεώς» του, τὴν ὁποίαν ἐπιδίωξαν καὶ ἐπιδιώκουν οἱ πεπτωκότες Οἰκουμενισταί, προκειμένου νὰ συνεορτάζουν μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, εἶναι καταδικασμένη ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη καὶ Παράδοσή μας.

Εἴθε -ὡς τέκνα γνήσια τῆς ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας- νὰ ἀξιωθοῦμε τοῦ αἰωνίου Πάσχα τῆς ἀφθαρσίας στὴν Βασιλεία τῆς Τρισηλίου Θεότητος. Ἀμήν!

Χριστὸς Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!

Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος
† Ὁ Ἀθηνῶν ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ


Τὰ Μέλη
† Ὁ Πειραιῶς καὶ Σαλαμῖνος ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ
† Ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
† Ὁ Θεσσαλονίκης ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
† Ὁ Δημητριάδος ΦΩΤΙΟΣ
† Ὁ Τορόντο ΜΩΫΣΗΣ
† Ὁ Ἀµερικῆς ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
† Ὁ Φιλίππων καὶ Μαρωνείας ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ
† Ὁ Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ
† Ὁ Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος ΚΛΗΜΗΣ
† Ὁ Μεθώνης ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ
† Ὁ Ἔτνα καὶ Πόρτλαντ ΑΥΞΕΝΤΙΟΣ
† Ὁ Θεουπόλεως ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ
† Ὁ Πελαγονίας ΜΑΞΙΜΟΣ
Οἱ Βοηθοὶ Ἐπίσκοποι
† ὁ Νικοπόλεως (Τζακάρτας) ΔΑΝΙΗΛ
† ὁ Ταλαντίου ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ
† ὁ Ἀστορίας ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΣ

ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ
Ὁ Ἀρχιγραμματεὺς

† Ὁ Δημητριάδος

Κυριακή 13 Απριλίου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

 

DSC 8970

 

«Σήμερον ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡμᾶς συνήγαγε, 

καὶ πάντες αἴροντες, τὸν Σταυρόν σου λέγομεν·

Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου, 

Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις».

Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

            Πραγματικά, ὅπως ἄλλοτε τὴ λαμπρὴ αὐτὴ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συγκέντρωνε στὰ Μοναστήρια τοὺς μοναχοὺς μετὰ ἀπὸ τὴν τεσσαρακονθήμερη ἄσκησή τους στὴν ἔρημο, κάτι ἀνάλογο συμβαίνει καὶ μὲ ἐμᾶς σήμερα. Ἀφήσαμε καὶ ἐμεῖς τὴν ἔρημο, ὄχι τῆς ἄσκησης, ἀλλὰ τὴν ἔρημο τῶν παθῶν τῆς ἀκοινώνητης σύγχρονης κοινωνίας. Συγκεντρωθήκαμε στὶς Ἐκκλησίες γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουμε ὅλοι μαζί, ὡς μέλη τοῦ ἑνὸς σῶματος, τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἡ ὁποία σήμερα λαμβάνει πέρας καὶ δίνει τὴ σκυτάλη στὴν τρίτη περίοδο τοῦ Τριωδίου, τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν καὶ τῆς Ἀναστάσεως. Ὅσοι ἀγωνισθήκαμε τὴν περίοδο τῆς νηστείας, φέρουμε σήμερα ἀνὰ χείρας, μαζὶ μὲ τὰ βάια τῶν φοινίκων, τοὺς βλαστοὺς τοῦ προσωπικοῦ μας ἀγώνα, ἐτοιμάζοντας λαμπρὴ ὑποδοχὴ στὸν Βασιλέα τῆς Δόξης, τὸν Ἄρχοντα τὸν Ἀληθινό, ὁ Ὁποῖος θυσιάζεται ὑπὲρ τοῦ λαοῦ, τὸν Ἐρχόμενο νὰ δοξασθεῖ ὄχι μὲ τὰ ἐπίγεια στερεότυπα, ἀλλὰ μὲ τὸν σταυρικὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή του. 

            Ἀξίζει νὰ στρέψουμε τὴ σκέψη μας στὴν Ἁγία Γῆ καὶ νὰ γίνουμε συμμέτοχοι στὰ ἱερὰ γεγονότα. Μέσα ἀπὸ αὐτὰ θὰ γίνουμε μάρτυρες μεγάλων ἀνατροπῶν τῶν ἀνθρώπινων ἀντιλήψεων.

            Λίγες μέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα, ὁ Χριστὸς πληροφορήθηκε ὅτι ὁ φίλος του, Λάζαρος, ἀσθένησε. Ὅταν ὁ Κύριος ἔφτασε στὴ Βηθανία, ἐκεῖνος ἦταν ἤδη τέσσερεις ἡμέρες νεκρός. Τὸ κλίμα ἦταν πολὺ βαρύ. Οἱ ἀδερφὲς τοῦ Λαζάρου πικραμένες ἀπὸ τὴ γεύση τοῦ θανάτου, μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἔτρεξαν νὰ βροῦν παρηγοριὰ στὸν Διδάσκαλό τους. Ἤξεραν ὅτι εἶχε θεραπεύσει ἀρρώστους καὶ ἀναστήσει νεκρούς, γιὰ αὐτὸ καὶ τοῦ εἶπαν ὅτι ἂν ἦταν ἐκεῖ νωρίτερα, δὲν θὰ πέθαινε ὁ ἀδερφός τους. Τώρα, ὅμως, ἦταν πολὺ ἀργά. Τουλάχιστον, ἔτσι νόμιζαν. Γύρευαν, λοιπόν, τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴ βρῆκαν στὸ κατάλληλο πρόσωπο, σὲ Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ Ζωὴ καὶ ἡ Ἀνάσταση. Τί μεγάλο πράγμα ποὺ εἶναι αὐτὴ ἡ παρηγοριά! Ἀναλογικά, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι ἀνώτερο ἀπ΄ τὴν αἱμοδοσία. Μὲ τὴν αἱμοδοσία, δίνουμε τὸ αἵμα σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸ στεροῦνται, γιὰ νὰ ζωντανέψει τὸ σῶμα. Μὲ τὴν παρηγοριά, δίνουμε ὅλη μας τὴν καρδιὰ στὸν πονεμένο γιὰ νὰ ζωντανέψει ἡ ψυχὴ βρίσκοντας τὴ χαρά. Συγκινημένος ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο πόνο, ὁ Χριστὸς δάκρυσε συμμετέχοντας στὸ πένθος. Δὲν ἤθελε, ὅμως, νὰ κυριαρχεῖ γιὰ πολὺ ἡ λύπη καὶ ζήτησε νὰ τοῦ ὑποδείξουν πού εἶναι θαμμένος ὁ νεκρός. Τί σκεφτόταν νὰ κάνει; Μέχρι τώρα εἶχε ἀναστήσει νεκροὺς αὐθημερόν. Τώρα ὁ Λάζαρος ἦταν τετραήμερος. Ἤδη ἀνέδιδε μυρωδιά, ἤδη εἶχε ἀρχίσει ἡ ἀποσύνθεση τοῦ σώματος. Ὑπῆρχε περίπτωση νὰ τὸν ἀναστήσει; Ἐκεῖνος ποὺ ἔδωσε στὸν Λάζαρο μιὰ φορὰ ζωή, μποροῦσε νὰ τοῦ δώσει καὶ δεύτερη. Καὶ τὸ ἔκανε. «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω», τὸν διέταξε. Τὰ ἔχασε ὁ Ἅδης. Κατάλαβε ὅτι αὐτὸ ἦταν τὸ προοίμιο τῆς ἧττας του, ἡ ὁποία, πράγματι, δὲν θὰ ἀργοῦσε. Τελείως ἀδύναμος, ἄφησε ἀπ’ τὴν ἀγκαλιά του τὴν ψυχὴ τοῦ Λαζάρου ὥσπου ξανὰ ἑνώθηκε μὲ τὸ σῶμα καὶ βγῆκε ἀπ’ τὸν τάφο.

            Χαρᾶς εὐαγγέλια πλημμύρισαν τὴ Βηθανία. Ἡ εἴδηση μαθεύτηκε ἀστραπιαῖα καὶ ἄρχισαν νὰ ἔρχονται πολλοὶ γιὰ νὰ δοῦν τὸν Λάζαρο, θαυμάζοντας τὸ μέγα θαῦμα. Αὐτὴ ἡ κινητικότητα πρὸς τὸν Λάζαρο καὶ ἡ κατοπινὴ πίστη στὸν Χριστὸ συντάραξε τοὺς Φαρισαίους καὶ τοὺς Ἀρχιερεῖς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ σκεφτοῦν νὰ θανατώσουν καὶ τὸν Λάζαρο μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Τόσο τυφλοὶ ἦταν. 

            Σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς Φαρισαίους, ἡ ἀδελφὴ τοῦ Λαζάρου, Μαρία, γνωστὴ γιὰ τὴν εὐλάβειά της καὶ τὴν ἀγάπη της γιὰ τὸν Χριστό, σὲ δεῖπνο ποὺ παρετέθη στὸν Κύριο λίγες μέρες ἀργότερα, ἄλειψε τὰ πόδια τοῦ Διδασκάλου μὲ πανάκριβο μύρο, στεγνώνοντάς τα μὲ τὰ μαλλιά της. Καὶ κάπως ἔτσι ἡ Μαρία ἔγινε διδάσκαλος τῆς εὐγνωμοσύνης γιὰ ὅλους μας. Ἔλαβε τὴν εὐεργεσία τῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀδερφοῦ της καὶ γιὰ νὰ τιμήσει τὸν Κύριο ἔκανε αὐτὴ τὴν εὐγνώμονα πράξη. Δυσεύρετο πράγμα ἡ εὐγνωμοσύνη. Οἱ περισσότεροι γνωρίζουν μόνο νὰ παίρνουν καὶ ἀδυνατοῦν ἀκόμη καὶ αὐτὸ τὸ στοιχειῶδες «εὐχαριστῶ», τὸ τόσο ἀποτελεσματικό, νὰ ἐκφράσουν. Αὐτό, ὅμως, πρέπει νὰ ἀλλάξει ἂν θέλουμε νὰ λεγόμαστε χριστιανοί. 

            Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, ἄκουσαν οἱ ἄνθρωποι ὅτι ὁ Ἰησοῦς, γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, θὰ ἐρχόταν στὴν Ἱερουσαλήμ, τὴ βαμμένη μὲ τὰ αἵματα τῶν προφητῶν.  Σὲ αὐτὴν εἰσέρχεται μὲ θάρρος ὁ Λυτρωτής. Ἂν καὶ γνωρίζει τὸ τέλος ποὺ ἡ ὑποκρισία τῶν ἀνθρώπων αὐτῆς τῆς πόλης ἐπιφυλάσσει στοὺς δικαίους, δὲν διστάζει, οὔτε κάνει πίσω, ἀλλὰ προχωρᾶ μπροστά, δίνοντας τὸ παράδειγμα σὲ ὅσους θέλουν νὰ βγαίνουν πάντα νικητές. Πλῆθος κόσμου συγκεντρωμένο. Ἄλλοι βαστάζουν βάια τῶν φοινίκων, γιὰ νὰ τιμήσουν τὸν Ἐρχόμενο ὡς Νικητὴ τοῦ θανάτου. Ἄλλοι στρώνουν τὰ ροῦχα τους στὴν ὁδὸ γιὰ νὰ διαβεῖ ὁ Βασιλέας. Ἄλλοι φωνάζουν μὲ λαχτάρα: «Ὡσαννά», δηλαδή, «σῶσε μας», «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Πράγματι, περίλαμπρη ὑποδοχή! Μέσα σὲ αὐτὴν τὴ λαμπρότητα καὶ τὴ δόξα, χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ ἔνδοξου Βασιλιᾶ. Ἁπλὰ ροῦχα φοράει, σκήπτρο δὲν κρατάει, οὔτε ὅπλα. Πάνω σὲ ταπεινὸ γαϊδουράκι κάθεται, ἀλλὰ ὁ κόσμος Τὸν δοξάζει. Δίπλα Του δὲν ἔχει φρουρά, ἀλλὰ τὴν χορεία τῶν ἁπλοϊκῶν μαθητῶν. Δὲν σηκώνει τὸ χέρι νὰ χαιρετήσει τὸ πλῆθος, ἀλλὰ προχωρᾶ μὲ ἐπίγνωση τῆς ἀποστολῆς Του. Ἄλλωστε, εἴτε Τὸν ἐπευφημοῦσε τὸ πλῆθος, εἴτε ὄχι, Ἐκεῖνος θὰ προχωροῦσε τὴν ὁδὸ τῆς θυσίας. Δὲν κολακεύεται, δὲν Τὸν θαμπώνουν τὰ μεγάλα λόγια διότι γνωρίζει ὅτι μετὰ τὸ «Ὠσαννὰ» ἀκολουθεῖ τὸ «σταυρωθήτω». Πορεύεται νὰ νικήσει καὶ θὰ νικήσει ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπάει ἀληθινὰ καὶ αὐτὴ τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη δὲν τὴ νικᾶ οὔτε ὁ φόβος, οὔτε τὰ βασανιστήρια, οὔτε ὁ σταυρικὸς θάνατος. 

            Τὸ θέμα εἶναι, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἐμεῖς τί κάνουμε; Γνωρίζουμε πολὺ καλὰ ὅτι ἕνα τμῆμα τοῦ πλήθους ποὺ σήμερα φωνάζει «Ὡσαννά», σὲ λίγες μέρες θὰ κράζει «σταυρωθήτω». Καὶ αὐτὸ διότι εἶχαν ἄλλες ἀξιώσεις ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἤξεραν ποιός πραγματικὰ ἦταν. Νόμιζαν ὅτι ἦρθε γιὰ νὰ τοὺς κάνει τὴ ζωὴ πιὸ ἄνετη, ἱδρύοντας μία ἐπίγεια βασιλεία, καὶ ἔτσι, γιὰ νὰ εἶναι εὐνοούμενοί Του, φώναζαν «ὡσαννά». Ὅταν, ὅμως, κατάλαβαν ὅτι ὁ Χριστὸς ἦρθε νὰ προτείνει θυσία, ἐγκράτεια, ταπείνωση, ὑπακοὴ καὶ ψυχικὴ ἐλευθερία, ὡς ἄβουλη μάζα ἄρχισαν νὰ φωνάζουν τὸ «σταυρῶστε Τον». Ἐμεῖς γνωρίζουμε ποιόν ὑποδεχόμαστε σήμερα; Ὑποδεχόμαστε Ἐκεῖνον ποὺ ἔρχεται γιὰ νὰ πάθει, νὰ ὑβρισθεῖ, νὰ χλευασθεῖ, νὰ καταδικασθεῖ, νὰ μαστιγωθεῖ καὶ νὰ σταυρωθεῖ. Καὶ ὅλα αὐτά, χωρὶς νὰ ἀντιμιλήσει, χωρὶς νὰ ἀνταποδώσει ὕβρη, χωρὶς νὰ σηκώσει χέρι, ἀλλὰ καὶ χωρὶς καθόλου νὰ προσπαθήσει νὰ ἀποφύγει τὸ μαρτύριό Του. Λέμε «ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος» ἔχοντας αὐτή, δηλαδὴ τὴν ἀληθινὴ  εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, στὴ σκέψη μας; Ἤ ἔχουμε τὴν εἰκόνα ἑνὸς Χριστοῦ κομμένου καὶ ραμμένου στὰ μέτρα μας, ὁ Ὁποῖος νὰ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ μαλώνουμε μὲ τοὺς συνανθρώπους μας, νὰ κρατᾶμε κακία καὶ νὰ κυνηγοῦμε τὴ βόλεψή μας εἰς βάρος τῶν ἄλλων; Ἂν λέμε «ὡσαννὰ» μὲ τὴν πρώτη εἰκόνα στὸ μυαλό, εἴμαστε σὲ καλὸ δρόμο. Ἂν λέμε μὲ τὴ δεύτερη, τότε γρήγορα θὰ ἀπογοητευθοῦμε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κράξουμε καὶ ἐμεῖς μὲ τὸν ὄχλο αὐτὸ τὸ τραγικό: «σταυρῶστε Τον».

            Ἂς προσέξουμε, ἀγαπητοί. Μὴν ὁμοιάσουμε στοὺς σταυρωτές, ἀλλὰ νὰ συμπορευθοῦμε μὲ τὸν Χριστό, νὰ συμπάθουμε μὲ Αὐτόν, ὥστε καὶ νὰ ζήσουμε μὲ Αὐτὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. Ἀμήν!

Καλὸ Πάσχα!

Ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Πέμπτη 10 Απριλίου 2025

ΓΙΑ ΤΟ ΟΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΜΦΟΜΑΣΤΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ (Άγιος Δωρόθεος)

 

Ας ερευνήσουμε, αδελφοί μου, να βρούμε ποιος είναι ο λόγος που μερικές φορές ακούει κανείς ένα προσβλητικό λόγο και τον ξεπερνάει χωρίς να ταραχθεί, σαν να μην άκουσε σχεδόν τίποτα, ενώ άλλοτε με τον ίδιο λόγο αμέσως ταράζεται. Ποιά είναι η αιτία μιας τέτοιας διαφοράς; Άραγε, έχει μια μόνο αιτία αυτό το πράγμα ή πολλές; Εγώ βλέπω ότι έχει μεν πολλές αιτίες, μια όμως είναι η μητέρα, θα λέγαμε, που γεννά όλες τις άλλες. Και εξηγώ πως ακριβώς. Πρώτα-πρώτα συμβαίνει πολλές φορές να προσεύχεται κανείς λέγοντας την ευχή ή να κάνει νοερά πνευματική μελέτη και βρίσκεται, θα λέγαμε, σε ειρηνική ψυχική κατάσταση. Έτσι σηκώνει τον αδελφό του και ξεπερνάει τα λόγια του χωρίς ταραχή. Άλλοτε συμβαίνει να έχει κανείς συναισθηματική προσκόλληση σε κάποιον άλλο και γι’ αυτό σηκώνει όλες τις δυσκολίες που του προξενεί χωρίς να θλίβεται. Πάλι συμβαίνει να έχει κανείς πολύ κακή ιδέα για κάποιον, επειδή αυτός εκδηλώνει απορριπτική διάθεση για το πρόσωπό του. Γι’ αυτό τον περιφρονεί και δεν τον υπολογίζει ως άνθρωπο, ούτε καν καταδέχεται να μιλήσει γι’ αυτόν, ούτε γι’ αυτά που λέει και κάνει.

Και σας αναφέρω ένα σχετικό γεγονός για να θαυμάσετε. Ζούσε ένας αδελφός στο Κοινόβιο, πριν εγώ φύγω από εκεί. Και τον παρατηρούσα ότι ποτέ δεν ταραζόταν ούτε στενοχωριόταν με κανέναν, αν και είδα πολλούς αδελφούς να τον βρίζουν με διάφορους τρόπους και να τον προκαλούν. Αλλά ο νεότερος εκείνος σήκωνε με τέτοιο τρόπο όσα δεχόταν από τον καθένα τους, σαν να μην τον ενοχλούσε κανείς. Εγώ λοιπόν πάντοτε θαύμαζα την τόσο μεγάλη ανεξικακία του και επιθυμούσα να μάθω πώς απέκτησε αυτή την αρετή. Τον παίρνω λοιπόν, μια φορά, ιδιαίτερα και του βάζω μετάνοια, παρακαλώντας τον να μου πει, ποιο λογισμό έχει πάντοτε στην καρδιά του, όταν τον βρίζει κάποιος ή τον κάνει να υποφέρει, και δείχνει τόσο μεγάλη μακροθυμία. Αυτός τότε μου απάντησε με φυσική απλότητα και ανεπιτήδευτο τρόπο και μου είπε: «Συνηθίζω να φυλάγομαι απ’ αυτούς τους βρωμερούς ανθρώπους και δέχομαι όσα μου κάνουν, όπως ακριβώς δέχονται τα δυνατά και γεροδεμένα σκυλιά τα βασανιστήρια από τα τυραννικά αφεντικά τους». Όταν άκουσα αυτή την απάντηση έσκυψα το κεφάλι μου και είπα με το λογισμό μου. Βρήκε το δρόμο του ο αδελφός! Και αφού σταυροκοπήθηκα έφυγα, παρακαλώντας τον Θεό να σκεπάζει και αυτόν και εμένα.

Ώστε συμβαίνει, όπως είπα, και από περιφρόνηση να μην ταραχθεί κάποιος. Αυτό όμως είναι φανερή καταστροφή. Το να ταράζεται όμως κάποιος με τον αδελφό του που τον στενοχωρεί συμβαίνει ή γιατί δεν βρίσκεται εκείνη την ώρα σε καλή ψυχική κατάσταση ή γιατί τρέφει γι’ αυτόν κάποια αντιπάθεια. Υπάρχουν βέβαια και πολλές άλλες αιτίες που το προκαλούν αυτό, που έχουν ήδη αναφερθεί με πολλούς τρόπους. Αν όμως θέλουμε να μιλήσουμε με ακρίβεια, ή αιτία κάθε ταραχής είναι το ότι δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τις αμαρτίες μας και να κλαίμε γι’ αυτές. Γι’ αυτό νιώθουμε όλη αυτή την κατάθλιψη. Γι’ αυτό δεν βρίσκουμε ποτέ ανάπαυση. Δεν είναι δε θαυμαστό το ότι ακούμε από όλους τους αγίους ότι δεν υπάρχει άλλη οδός εκτός απ’ αυτήν και βλέπουμε ότι κανένας απ’ όσους ακολούθησαν άλλο δρόμο δεν βρήκε ανάπαυση, και περιμένουμε εμείς να βρούμε ανάπαυση ή να κρατηθούμε στο σωστό δρόμο, χωρίς να συνηθίσουμε να κατηγορούμε τον εαυτό μας;

Πράγματι, ακόμα και αν ο άνθρωπος πετύχει πολλά πνευματικά κατορθώματα, δεν εργαστεί όμως αυτό το έργο της αυτομεμψίας, δεν θα σταματήσει ποτέ να στενοχωρεί και να στενοχωριέται και να χάνει όλους τους κόπους του.

Ποιά δε χαρά, ποιά ανάπαυση δεν θα έχει, όπου και αν πάει, όπως ακριβώς είπε ο αββάς Ποιμήν, εκείνος που μέμφεται τον εαυτό του; Γιατί, αν του συμβεί κάποια ζημιά ή κάποια ατίμωση είτε οποιαδήποτε άλλη στενοχώρια, προλαβαίνει και θεωρεί τον εαυτό του ως άξιο του κακού και ποτέ δεν ταράζεται. Υπάρχει μεγαλύτερη ανάπαυση απ’ αυτή;

Αλλά μπορεί να πει κάποιος: «Αν με στενοχωρήσει ο αδελφός και ψάξω μέσα μου και βρω ότι δεν του έδωσα καμιά αφορμή, πώς μπορώ να κατηγορήσω τον εαυτό μου;». Πραγματικά, αν εξετάσει κανείς τον εαυτό του με φόβο Θεού, θα βρει ότι οπωσδήποτε έδωσε αφορμή είτε με λόγο, είτε με έργο, είτε με κάποια κίνηση. Και αν ακόμα βλέπει, όπως λέει, ότι ο ίδιος δεν έδωσε καμιά απολύτως τέτοια αφορμή στη συγκεκριμένη περίπτωση, πιθανόν να τον στενοχώρησε κάποια άλλη φορά ή για το ίδιο θέμα ή για κάτι άλλο. Ή μπορεί κάποιον άλλο αδελφό να στενοχώρησε και έπρεπε γι’ αυτό να υποφέρει ή, πολλές φορές, και για κάποια άλλη αμαρτία. Ώστε αν, όπως είπα, με φόβο Θεού εξετάσει κανείς τον εαυτό του και ψηλαφήσει τη συνείδησή του με ακρίβεια, θα βρει οπωσδήποτε ότι είναι ένοχος.

Άλλες φορές πάλι βλέπει κανείς τον εαυτό του να παραμένει ήσυχος και ειρηνικός. Όταν όμως του πει ο αδελφός κάποιο λυπηρό λόγο, ταράζεται και γι’ αυτό νομίζει ότι δικαιολογημένα στενοχωριέται μαζί του, λέγοντας ότι: «Αν δεν ερχόταν να μου μιλήσει και να με ταράξει, δεν θα έπεφτα στην αμαρτία». Και τούτο δεν είναι μόνο αυταπάτη, αλλά είναι και παραλογισμός. Διότι μήπως αυτός που του είπε τη βαριά φράση του έβαλε στην ψυχή του και το πάθος; Του έδειξε το πάθος που βρίσκεται μέσα του, για να μετανοήσει, αν θέλει, γι’ αυτό. Γιατί αυτός μοιάζει με εκλεκτό ψωμί που εξωτερικά έχει πολύ καλή εμφάνιση, όταν όμως το κόψει κανείς, τότε φαίνεται η μούχλα του. Έτσι και αυτός καθόταν ειρηνικός, καθώς νόμιζε, είχε όμως μέσα του το πάθος και δεν το ήξερε. Μια κουβέντα του είπε ο αδελφός του και έβγαλε τη βρωμιά που βρισκόταν κρυμμένη μέσα του. Αν λοιπόν θέλει να βρει έλεος, πρέπει να μετανοήσει, να καθαριστεί, να προοδεύσει. Να καταλάβει δηλαδή ότι οφείλει να ευχαριστεί μάλλον τον αδελφό, γιατί μ’ αυτό τον τρόπο του προξένησε τόσο μεγάλη ωφέλεια.

Διότι κάθε αγωνιστή δεν τον καταβάλλουν και δεν τον επηρεάζουν στο ίδιο μέτρο πάντοτε οι πειρασμοί, αλλά όσο προοδεύει στην πνευματική ζωή, τόσο ελαφρότεροι του φαίνονται. Πραγματικά, όσο προοδεύει η ψυχή, τόσο δυναμώνει και μπορεί να βαστάζει όσα τη βρίσκουν. Όπως ακριβώς, αν ένα ζώο είναι γερό και του φορτώσει κανείς βαρύ φόρτωμα, το σηκώνει εύκολα. Και αν ακόμα τύχει να σκοντάψει, αμέσως σηκώνεται και δεν καταλαβαίνει σχεδόν καθόλου ότι σκόνταψε. Αν όμως είναι ασθενικό και αδύνατο ζώο, τότε και το παραμικρό το γονατίζει. Και αν τύχει να πέσει, έχει ανάγκη από πολλή βοήθεια για να σηκωθεί. Το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή. Όσο αμαρτάνει, ταλαιπωρείται από την ίδια την αμαρτία. Γιατί η αμαρτία έχει την ιδιότητα να ταλαιπωρεί και να φθείρει αυτόν που τη διαπράττει. Επομένως, οτιδήποτε και αν συμβεί, τον καταπονεί. Όταν όμως προκόψει ο άνθρωπος, ξεπερνάει διαρκώς ευκολότερα όλα εκείνα που τον κούραζαν κάποτε.

Ώστε το να θεωρούμε αίτιο για όσα μας συμβαίνουν τον εαυτό μας και κανέναν άλλο, μας ευεργετεί πάρα πολύ και μας βοηθά να προκόψουμε και μας αναπαύει. Και πολύ περισσότερο μας βοηθά το να πιστεύουμε ότι τίποτα δεν παραχωρείται να μας συμβεί χωρίς να είναι κάτω από τη Θεία Πρόνοια.

Αλλά λέει κάποιος: «Πώς είναι δυνατόν να μη στενοχωρηθώ αν έχω ανάγκη από ένα πράγμα και δεν μου το δίνουν; Αφού το έχω ανάγκη»; Ούτε τότε δεν δικαιολογείται να κατηγορεί κανέναν ή να θλίβεται. Αλλά, αν πράγματι έχει ανάγκη από κάτι, καθώς λέει, και δεν του το δίνουν, πρέπει να σκέπτεται: «Ο Χριστός ξέρει καλύτερα από μένα αν πρέπει να ανακουφισθώ και Αυτός θα συμπληρώσει την έλλειψη αυτού του πράγματος ή αυτής της τροφής». Οι Ισραηλίτες έφαγαν το μάννα στην έρημο σαράντα χρόνια. Και το μεν μάννα ήταν ένα είδος, γινόταν όμως στον καθένα ό,τι είχε ανάγκη. Σ’ αυτόν που είχε ανάγκη από γλυκό, γινόταν γλυκό. Σ’ αυτόν που είχε ανάγκη από αλμυρό, γινόταν αλμυρό. Και μ’ ένα λόγο, γινόταν για τον καθένα ό,τι ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του (Σοφ. Σολ. 16, 21). Έτσι λοιπόν, αν έχει κάποιος ανάγκη από αυγό, και δεν του δίνουν παρά λάχανο, πρέπει να πει το λογισμό του: «Αν ήταν για το συμφέρον μου, οπωσδήποτε θα μου το έστελνε ο Θεός. Πλην όμως και το ίδιο αυτό το λάχανο μπορεί να το κάνει για χάρη μου θρεπτικό σαν αυγό ο Θεός». Και είμαι βέβαιος ότι στα μάτια του Θεού αυτό ισοδυναμεί με μαρτύριο. Γιατί, πραγματικά, αν κάποιος είναι άξιος να αναπαυθεί, ο Θεός φωτίζει και την καρδιά των Σαρακηνών να τον ελεήσουν κατά την ανάγκη του. Αν όμως δεν είναι άξιος να αναπαυθεί ή δεν είναι για το συμφέρον της ψυχής του, και αν ακόμα δημιουργήσει καινούργιο ουρανό και καινούργια γη, δεν βρίσκει ανάπαυση.

Φυσικά, άλλες φορές βρίσκει κανείς περισσότερα απ’ όσα του χρειάζονται και άλλοτε δεν έχει ούτε τα απαραίτητα. Γιατί ο Θεός, ως ελεήμων, δίνει στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του. Μερικές φορές όμως οικονομεί σε κάποιον περισσότερα απ’ όσα του χρειάζονται, θέλοντας να του δείξει την υπερβολική αγάπη που έχει προς τον άνθρωπο και να τον διδάξει την ευχαριστία. Όταν όμως δεν του δίνει αυτά που του χρειάζονται, καλύπτει με το λόγο Του την ανάγκη που θα κάλυπτε το πράγμα που του λείπει και τον μαθαίνει υπομονή.

Ώστε, σε κάθε περίσταση, πρέπει να έχουμε στραμμένη την προσοχή μας στον Θεό. Και είτε ευεργετηθούμε, είτε κακοπάθουμε, να έχουμε στραμμένη την προσοχή μας στον Θεό και να Τον ευχαριστούμε για όσα μας συμβαίνουν, προσπαθώντας πάντοτε να διατηρήσουμε την αυτομεμψία. Και να λέμε, όπως έλεγαν και οι Πατέρες, αν μεν συμβεί κάτι καλό, «είναι οικονομία του Θεού», αν δε συμβεί κάτι κακό, «προέρχεται από τις αμαρτίες μας».

Πραγματικά, ό,τι και αν πάθουμε, από τις αμαρτίες μας το παθαίνουμε. Γιατί οι Άγιοι, και όταν ακόμα πάσχουν, υποφέρουν για τη δόξα του Ονόματος του Θεού ή για να φανερωθεί η αρετή τους και να ωφεληθούν πολλοί ή για να πολλαπλασιασθεί η αμοιβή τους από τον Θεό. Για μας όμως τους ταλαίπωρους, πώς μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο; Αμαρτάνουμε κάθε μέρα τόσο πολύ και επιδιώκουμε την ικανοποίηση των παθών μας με κάθε τρόπο. Αφήσαμε τον ίσιο δρόμο που χάραξαν οι Πατέρες, δηλαδή την αυτομεμψία, και περπατάμε τους στραβούς δρόμους, κατηγορώντας τον πλησίον. Και ο καθένας μας, σε κάθε περίσταση, ζητάει να ρίξει το φταίξιμο στον αδελφό του και να φορτώσει σ’ αυτόν το βάρος της ευθύνης του. Καθένας ζει με αμέλεια, τίποτα δεν εφαρμόζει και έχει την απαίτηση από τον πλησίον να τηρεί τις εντολές.

Κάποτε με πλησίασαν δύο αδελφοί, που στενοχωρούσε ο ένας τον άλλον, και έλεγε ο μεγαλύτερος για τον μικρότερο: «Του λέω να κάνει κάτι και στενοχωριέται και στενοχωριέμαι και εγώ, γιατί σκέπτομαι ότι, αν με αγαπούσε και μ’ εμπιστευόταν, θα τον πληροφορούσε ο Θεός να τα δεχθεί». Και ο μικρότερος έλεγε: «Συγχώρεσέ με, Γέροντα, γιατί έχω την εντύπωση ότι δεν μου μιλάει με φόβο Θεού, αλλά σαν να θέλει να με διατάζει. Και νομίζω ότι γι’ αυτό δεν αναπαύεται η καρδιά μου, όπως λένε οι Πατέρες». Προσέξτε, πως ο ένας έριξε το βάρος στον άλλο και κανείς τους δεν κατηγόρησε τον εαυτό του. Άλλοι δύο, που στενοχώρησαν ο ένας τον άλλο, έβαλαν μεν ο ένας στον άλλον μετάνοια, παρέμειναν όμως ανειρήνευτοι. Και ο μεν ένας έλεγε: «Δεν μου έβαλε με την καρδιά του μετάνοια και γι’ αυτό δεν αναπαύθηκα. Γιατί έτσι έχουν πει οι Πατέρες». Ο δε άλλος έλεγε: «Επειδή δεν είχε προδιατεθεί με αγάπη προς το πρόσωπό μου, πριν εγώ του δείξω τη μετάνοιά μου, γι’ αυτό κι εγώ δεν αναπαύθηκα».

Βλέπετε αυταπάτη, αδελφοί μου, βλέπετε πώς διαστράφηκε ο λογισμός τους; Ο Θεός γνωρίζει πόσο μεγάλη κατάπληξη μου προξενεί το ότι ακόμα και τους Πατέρες χρησιμοποιούμε, σύμφωνα με τα θελήματά μας τα πονηρά, για να χάσουμε τις ψυχές μας. Έπρεπε να πάρει καθένας πάνω του την ευθύνη, να κατηγορήσει τον εαυτό του και να πει: «Δεν έβαλα ειλικρινά μετάνοια στον αδελφό μου, γι’ αυτό δεν τον ανέπαυσε ο Θεός». Ο δε άλλος να πει: «Εγώ δεν είχα την καρδιά μου έτοιμη να συγχωρέσει και να αγαπήσει τον αδελφό μου, πριν αυτός μου εκφράσει τη μετάνοιά του και γι’ αυτό δεν τον ανέπαυσε ο Θεός». Έτσι θα έπρεπε να κάνουν και οι προηγούμενοι. Ο μεν πρώτος έπρεπε να πει: «Εγώ μιλάω με αυθάδεια, γι’ αυτό δεν αναπαύει ο Θεός τον αδελφό μου». Και ο άλλος έπρεπε να λογίζεται: «Ο αδελφός μου μου δίνει εντολές με ταπείνωση και αγάπη, αλλά εγώ είμαι ανυπότακτος και δεν έχω φόβο Θεού». Αλλ’ όμως κανένας τους δεν βρήκε το σωστό δρόμο και δεν κατηγόρησε τον εαυτό του. Αντίθετα, καθένας έριξε το βάρος στον άλλον.

Να, γι’ αυτό δεν μπορούμε να προκόψουμε, γι’ αυτό δεν βρίσκουμε ωφέλεια σε τίποτε, αλλά περνάμε όλο τον καιρό μας σαπίζοντας από τους λογισμούς που κάνουμε εναντίον των αδελφών μας και κατατσακιζόμαστε, επειδή καθένας δικαιώνει τον εαυτό του. Καθένας αφήνει τον εαυτό του, όπως είπα, χωρίς να εφαρμόζει τίποτα. Και όλοι μας έχουμε την απαίτηση να τηρούν οι άλλοι τις εντολές του Θεού. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να συνετισθούμε να κάνουμε το καλό, γιατί αν ποτέ και το ελάχιστο μάθουμε, αμέσως απαιτούμε από τον αδελφό μας να το εφαρμόσει, κατηγορώντας τον και λέγοντας: «Πρέπει να κάνει αυτό» ή «γιατί αυτό δεν το έκανε έτσι»; Γιατί δεν απαιτούμε καλύτερα από τους εαυτούς μας να εφαρμόζουμε τις εντολές και δεν κατηγορούμε τους εαυτούς μας ως παραβάτες.

Πού είναι εκείνος ο Γέροντας, που, όταν τον ρώτησαν «τί περισσότερο βρήκες σ’ αυτό το δρόμο, πάτερ»; Απάντησε «έμαθα στο καθετί να κατηγορώ τον εαυτό μου». Πράγμα που έκανε αυτόν που τον ρώτησε να τον επαινέσει και να του πει: «Άλλος δρόμος εκτός απ’ αυτόν δεν υπάρχει». Όμοια και ο αββάς Ποιμένας είπε αναστενάζοντας: «Όλες οι αρετές μπήκαν σ’ αυτό το σπίτι, εκτός από μία και χωρίς αυτή δύσκολα στέκεται ο άνθρωπος». Και τον ρώτησαν: «Ποιά είναι αυτή»; Και λέει: «Η αυτομεμψία». Και ο μέγας Αντώνιος είπε: «Αυτή είναι η σπουδαιότερη πνευματική εργασία, που έχει να κάνει ο άνθρωπος μέσα του. Να επωμίζεται τα λάθη του απέναντι στον Θεό και να προετοιμάζεται για τους πειρασμούς μέχρι την τελευταία του αναπνοή». Και παντού βλέπουμε ότι αυτό τηρούσαν οι Πατέρες και αναπαύονταν, αναφέροντας τα πάντα στον Θεό, ακόμα και τα πιο ασήμαντα.

Τέτοιος ήταν ο άγιος εκείνος Γέροντας που, όταν αρρώστησε, του έβαλε ο αδελφός στο φαγητό αντί για μέλι λιναρόλαδο, πράγμα που είναι βλαπτικότατο. Και όμως δεν είπε τίποτε, αλλά έφαγε σιωπηλός την πρώτη και την δεύτερη μερίδα που του χρειαζόταν, χωρίς να κατηγορήσει τον αδελφό του, λέγοντας: «Με περιφρόνησε». Και όχι μόνο δεν είπε ότι τον περιφρόνησε, αλλά δεν τον λύπησε ούτε με κανέναν άλλο λυπηρό λόγο. Όταν δε κατάλαβε ο αδελφός τι είχε κάνει, άρχισε να στενοχωριέται και να λέει: «Σε σκότωσα, Γέροντα, και εσύ μου φόρτωσες την αμαρτία, γιατί δεν είπες τίποτα». Με πόση πραότητα του απάντησε, λέγοντας: «Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου. Αν ήθελε ο Θεός να φάω μέλι, θα έβαζες μέλι». Και αμέσως απέδωσε το γεγονός στο θέλημα του Θεού. «Τί ανακατεύεις τον Θεό, καλόγερε; Ο αδελφός έκανε το λάθος και συ λες αν ήθελε ο Θεός; Τί σημαίνει αυτό»; Και απαντάει: «Ναι, αν ήθελε ο Θεός να φάω μέλι, θα μου έβαζε μέλι ο αδελφός».

Και αυτό συνέβη, ενώ ο γέροντας αρρώστησε τόσο πολύ, ώστε να μην μπορεί για πολλές ημέρες να φάει τίποτα. Και όμως, παρόλα αυτά, δεν αγανάκτησε εναντίον του αδελφού, αλλά απέδωσε το λάθος στο θέλημα του Θεού και αναπαύθηκε. Πολύ σωστά έλεγε ο γέροντας. Γιατί ήξερε καλά ότι, αν ήθελε ο Θεός να φάει μέλι, και το βρωμόλαδο θα το έκανε μέλι.

Εμείς όμως για κάθε πράγμα θεωρούμε υπεύθυνο τον αδελφό μας, κατηγορώντας τον ότι μας περιφρονεί και ότι ενεργεί χωρίς συνείδηση. Και, αν ακούσουμε ένα λόγο, αποδίδοντάς τον αμέσως σε κακή πρόθεση, λέμε: «Αν δεν ήθελε να με πληγώσει, δεν θα το έλεγε». Πού να βρεθεί ο άγιος εκείνος προφήτης Δαυίδ που είπε για τον Σεμεί: «Αφήστε τον να καταρασθεί, γιατί ο Θεός του είπε να καταρασθεί τον Δαυίδ» (Βασ. Α’ 16, 10). Τον φονιά πρόσταξε ο Θεός να καταρασθεί τον Προφήτη; Πώς λοιπόν του μίλησε ο Θεός; Αλλά ο Προφήτης, ως σοφός και επειδή ήξερε ότι τίποτε άλλο δεν ελκύει τη Χάρη του Θεού στην ψυχή όπως οι πειρασμοί, και μάλιστα όταν έρχονται επί πλέον σε καιρό δοκιμασίας και δύσκολης περιστάσεως, έλεγε: «Αφήστε τον να καταριέται τον Δαυίδ, γιατί του είπε ο Κύριος να το κάνει». Γιατί; «Μήπως δει ο Θεός την ταπείνωσή μου και μου αποδώσει καλό αντί για την κατάρα του». Βλέπεις με πόση σύνεση ενεργούσε ο Προφήτης; Γι’ αυτό και διαφωνούσε με όσους ήθελαν να τον υπερασπισθούν, λέγοντας: «Γιατί ασχολείσθε με μένα, παιδιά της Σαρούιας; Αφήστε τον να καταριέται, γιατί ο Κύριος τον παρακίνησε».

Εμείς όμως δεν ανεχόμαστε να πούμε για τον αδελφό μας: «Ο Κύριος τον παρακίνησε». Αλλά, αν ακούσουμε ένα λόγο, αμέσως νιώθουμε όπως οι σκύλοι. Ρίχνει κανείς επάνω τους πέτρα και αφήνουν αυτόν που τους πετροβόλησε και δαγκώνουν την πέτρα. Έτσι κάνουμε και εμείς. Εγκαταλείπουμε τον Θεό που επιτρέπει να μας βρουν συμφορές, για να καθαριστούμε από τις αμαρτίες μας, και τα βάζουμε με τον αδελφό μας, λέγοντας: «Γιατί μου το ‘πε; Γιατί μου το ‘κανε»; Και ενώ μπορούμε απ’ αυτά να έχουμε μεγάλη ωφέλεια, βλάπτουμε τον εαυτό μας, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι όλα γίνονται με την Πρόνοια του Θοεύ για το συμφέρον του καθενός. Ο Θεός να μας χαρίσει σύνεση με τις ευχές των Αγίων. Αμήν.

(Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά, εκδ. «Ετοιμασία»,
Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα, Δεκέμβριος 2014.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη. Ιστολόγιο: «Ορθόδοξη Πορεία», 7/4/2025)

Τετάρτη 9 Απριλίου 2025

ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΦΤΩΧΕΙΑ; (Άγιος Ιωάννης Κρονστάνδης)


Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι

Τι θα πει πνευματική φτώχεια; Όλοι σας έχετε δει ανθρώπους που είναι φτωχοί κι άποροι. Για να περιγράψουμε την πνευματική φτώχεια λοιπόν ας εξετάσουμε πρώτα την υλική φτώχεια, ώστε από τα όμοια να φτάσουμε σε μια σωστή εξήγηση.

Άπορος, όπως το λέει κι η λέξη, είναι εκείνος που δεν έχει τίποτα.

Ό,τι μπορεί να ελπίζει πως θα λάβει θα έρθει μόνο από την ευσπλαχνία των άλλων. Ούτε ένα κομμάτι ψωμί για να χορτάσει την πείνα του δεν έχει ή κάτι για να ξεδιψάσει τη δίψα του, που το έχουν άφθονο όλοι οι άνθρωποι.

Δεν θα είχε κατάλυμα για να βάλει μέσα το κεφάλι του, αν κάποιος δεν του έδινε χρήματα για να περάσει τη νύχτα του. Δεν θα είχε τίποτα να ντύσει τη γύμνια του αν κάποιος φιλεύσπλαχνος δεν τον λυπόταν και δεν του αγόραζε ρούχα.

Κι αν κάποιος απ’ αυτούς έχει κάποια ρούχα, αυτά είναι παλιά, λερωμένα, κουρελιασμένα, τελείως άχρηστα, που καμιά φορά δε θα ήθελες ούτε να τ’ αγγίξεις. Όλοι τον περιφρονούν και τον κοροϊδεύουν λες κι έχουν να κάνουν με σκουπίδια, με ακαθαρσίες, αν και στα μάτια του Θεού κάποιοι φτωχοί μπορεί να λάμπουν όπως ο χρυσός στο χωνευτήρι. Πάρε σαν παράδειγμα το Λάζαρο του ευαγγελίου.

Ας προσπαθήσουμε τώρα να μεταφέρουμε αυτά τα φυσικά χαρακτηριστικά του φτωχού και άπορου σε κάποιον που είναι «πτωχός τω πνεύματι».

Μιλάμε για τον άνθρωπο που παραδέχεται πως είναι πνευματικά φτωχός, που ομολογεί πως δεν έχει τίποτα δικό του· περιμένει τα πάντα μόνο από το έλεος του Θεού.

Είναι σίγουρος πως ο ίδιος δεν μπορεί ούτε να σκεφτεί μα ούτε και να επιθυμήσει κάτι καλό, αν δεν του δώσει ο Θεός ένα καλό λογισμό ή μια καλή έμπνευση.

Είναι πεισμένος πως χωρίς τη χάρη του Ιησού Χριστού δεν μπορεί ούτε μια καλή πράξη να κάνει.

Τον εαυτό του τον λογαριάζει σαν τον χειρότερο και τον πιο αμαρτωλό απ’ όλους.

Κάθε φταίξιμο το ρίχνει στον εαυτό του και δεν κρίνει ποτέ τους άλλους.

Ομολογεί πως το ένδυμα της ψυχής του είναι λερωμένο, βρώμικο, τελείως άχρηστο.

Δεν παύει να ικετεύει τον Κύριο Ιησού Χριστό να καθαρίσει το χιτώνα της ψυχής του και να τον ντύσει με τον άφθαρτο χιτώνα της δικαιοσύνης.

Προσπαθεί πάντα να καταφεύγει κάτω από τα φτερά του Θεού.

Πουθενά αλλού δεν μπορεί να βρει ασφάλεια, παρά μόνο στον Κύριο.

Ό,τι κι αν έχει το λογαριάζει σαν δώρο του Θεού.

Γι’ αυτό τον ευχαριστεί και τον δοξολογεί διαρκώς, μα και δίνει μέρος από τα ελέη του Θεού σ’ εκείνους που του ζητούν.

Αυτός είναι ο «πτωχός τω πνεύματι».

Τέτοιος φτωχός πνευματικά είναι πραγματικά μακάριος κι ευτυχισμένος, όπως είπε ο Κύριος.

Γιατί όπου υπάρχει ταπείνωση, όπου υπάρχει ομολογία της φτώχειας και της αθλιότητας, εκεί υπάρχει κι ο Θεός.

Κι όπου υπάρχει ο Θεός έχουμε κάθαρση από τις αμαρτίες, ειρήνη, φωτισμό, ελευθερία, ευδαιμονία και μακαριότητα.

Σ’ αυτούς τους πνευματικά φτωχούς ήρθε ο Κύριος για να φέρει το χαρμόσυνο άγγελμα του ευαγγελίου της βασιλείας του Θεού.

Πρόσεξε: λέει στους πνευματικά φτωχούς κι όχι στους πλούσιους, γιατί η υπερηφάνειά τους απομακρύνει τη χάρη του Θεού, και τότε μοιάζουν με σπίτι άδειο και βρώμικο.

Οι άνθρωποι δεν απλώνουν το χέρι τους για να βοηθήσουν και να ελεήσουν εκείνους που είναι πραγματικά φτωχοί και ζητούν απεγνωσμένα τα βασικά αγαθά;

Τότε, πώς δε θα δείξει πολύ περισσότερο ο Θεός το έλεος και την πατρική του φροντίδα στους πνευματικά φτωχούς που τον επικαλούνται και δε θα τους γεμίσει με τ’ αμέτρητα πλούτη Του;

Δε βλέπουμε τους αγρούς πώς υγραίνονται πλούσια με την πρωινή δροσιά, πώς λουλουδιάζουν και σκορπούν μεθυστικό άρωμα;

Εκεί που βλέπουμε χιόνι, πάγο και ξεραΐλα είναι οι κορυφές των βουνών.

Οι βουνοκορφές είναι μια εικόνα των υπερήφανων ανθρώπων.

Οι πεδιάδες είναι εικόνα των ταπεινών.

 

(Απόσπασμα από το βιβλίο Αγίου Ιωάννου της Κρονστάνδης, «Οι Μακαρισμοί. Δέκα ερμηνευτικές ομιλίες», επιμέλεια, Πέτρος Μπότσης, μετάφραση Ελένη Μουντενίτσα, Αθήνα 2005)

Πηγή