† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2025

ΤΟ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ!


Το 1966, ένας νεαρός 29 ετών, αθλητής ποδοσφαίρου, από την Αθήνα, έφθασε στο χείλος του τάφου. Ήταν θύμα μαγείας

Ο νέος αυτός ζήτησε σε γάμο μια σεμνή και καλήν κόρην. Άλλη όμως αντίζηλος που είχε σατανικό φθόνο, κατέφυγε σε μάγισσα για να τρελάνεί και να θανατώσει τον νέον.

Τα μάγια έπιασαν στον νέον. Κι αυτό, διότι δεν είχε δεσμό ο νεαρός με τα Μυστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Άρχισε πρώτα να μην θέλει την εργασία του και διέλυσε το μεγάλο του κατάστημα. Δεν ήθελε να βλέπει τους οικείους του και στο τέλος υπέφερε από φρικτούς πονοκεφάλους.

Έφθασε μάλιστα στο σημείο να επιχειρήσει ν’ αυτοκτονήσει. Έτρεχαν οι δικοί του σε γιατρούς για δυό μήνες. Αλλά τίποτε δεν μπορούσαν να κάμουν. Πράγματι! Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα η επιστήμη. Στην απόγνωση της η μητέρας του νέου, κακώς βέβαια, τρέχει σε μέντιουμ.

Το μέντιουμ τις είπεν ότι πάσχει από μάγια. Της ανέφερε και το πρόσωπο, που τα έκανε, καθώς και το μέρος της αυλής όπου βρίσκονταν θαμμένα τα οστά που χρησιμοποιήθηκαν στα μάγια. Πράγματι σκάψανε και τα βρήκανε. Πρέπει στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι ο Σατανάς κάνει μερικές περίεργες αποκαλύψεις μόνο και μόνο για να στερεώσει τον άνθρωπο στην πλάνη. Δεν μπορεί όμως να θεραπεύσει τίποτα…

Πέρασαν δύο μήνες από τότε, που ο νέος άρχισε να υποφέρει. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί στο διάστημα αυτό. Για δεκαπέντε ημέρες δεν έφαγε τίποτα. Στις 16 Ιουλίου, ημέρα Σάββατο, έφθασε στα πρόθυρα του θανάτου. Άρχισε να μην αισθάνεται και μελάνιασε το πρόσωπο του. Θρήνος, κλάμα και κοπετός στο σπίτι του δυστυχισμένου νέου. Η χήρα μητέρα του λιποθύμησε βλέποντας πως χάνει το παιδί της.

Σ’ αυτή την φοβερή κατάσταση το βάζουν σε ένα γρήγορο αυτοκίνητο και τον πήγανε σχεδόν αναίσθητο στο Μοναστήρι του Αγίου Κυπριανού, που είναι στη Φυλή Αττικής. Ήταν ηλιοβασίλεμα και μια απέραντη ησυχία απλωνότανε στο Μοναστήρι.

Η ησυχία αυτή διαλύεται από το φρενάρισμα του γρήγορου αυτού αυτοκινήτου, τους θρήνους των φίλων του νέου και της αδελφής του που τον συνώδευαν. Λέγουν το ιστορικό του και το Ησυχαστήριο βυθίστηκε σε θλίψη από την τραγική αυτή κατάσταση. Τον φέρνουν μέσα στον Ναό και ο Ιερέας της Μονής αρχίζει την ανάγνωση των ευχών. Άρχισε η πάλη με τον διάβολο. Αχ, πόσο αυτή την στιγμή θα έπρεπε να ήταν εκεί όλοι οι άπιστοι!

Με την αντίδραση που δημιουργούσε ο διάβολος από τους εξορκισμούς ο ασθενής κραύγαζε: Φθάνει πια… Δεν αντέχω…”. Αυτό συνέχιζε κατά την διάρκεια των εξορκισμών, που κράτησαν μιά και μισή ώρα. Προτού ακόμη γίνει η απόλυση, ο Άγιος Κυπριανός έκαμε το θαύμα του.

Ξαφνικά υποχωρεί η μαυράδα από το πρόσωπο του νέου. Ησυχάζει και ζητάει να κοιμηθεί. Άγνωστος του ήταν ο ύπνος εδώ και δύο μήνες τώρα. Κοιμήθηκε μέχρι το πρωί της Κυριακής που τον ξύπνησαν οι καμπάνες της Μονής, χτυπώντας χαρμόσυνα για το θαύμα του Αγίου που έγινε για δόξαν του Θεού.

Έγινε τελείως καλά και όχι μόνο σωματικά, αλλά και ψυχικά. Διότι εξωμολογήθηκε. Για πρώτη δε φορά στη ζωή του και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Την 22αν Ιουλίου, έφυγε υγιέστατος για το σπίτι του δοξάζοντας τον Θεό, τιμώντας τον Άγιο Του και καταισχύνοντας τους μιαρούς δαίμονας. Μετά από μιά εβδομάδα έκαμε επισήμως τους αρραβώνες του με την κοπέλα, που είχε δώσει λόγον προτού ασθενήσει. Μετά από ένα μήνα περίπου παντρεύτηκαν.
α) ΠΗΓΗ

β) ΠΗΓΗ



Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Β´ ΛΟΥΚΑ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

 

DSC 8970

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

            Στὶς εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας, βλέπουμε πολὺ συχνὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες μας νὰ ἀποκαλοῦν τὸν Θεὸ «Φιλάνθρωπο, Πολυέλεο, Πολυεύσπλαχνο, Πανοικτίρμονα». Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο χαρακτήρισε ὁ Δεσπότης Χριστὸς τὸν Θεὸ Πατέρα στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, λέγοντας πρὸς ὅλους ἐμᾶς: «νὰ γίνεστε οἰκτίρμονες, δηλαδὴ σπλαχνικοί, συμπονετικοί, καθὼς καὶ ὁ Πατέρας σας εἶναι Οἰκτίρμων».

       να, λοιπόν, ἀπὸ τὰ βασικὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ μας εἶναι ἡ οἰκτιρμοσύνη, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ συμπόνοια. Ὑπάρχουν ἀμέτρητα παραδείγματα αὐτῆς τῆς εὐσπλαχνίας μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, ἀποκορύφωμα τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ἐνσάρκωση καὶ ἡ σταυρικὴ θυσία τοῦ Γλυκυτάτου Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν σωτηρία ὅλων μας.

      πως λέει ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων στὴν εὐχὴ τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν πολλή Του εὐσπλαχνία δὲν ὑπέφερε νὰ βλέπει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων νὰ τυραννιέται ἀπὸ τὸν πειρασμό, γιὰ αὐτὸ ἦρθε καὶ μᾶς ἔσωσε διὰ τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως. 

        λη ἡ εὐλογία ποὺ ὑπάρχει στὴ ζωή μας, μὲ ἐπίκεντρο τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν δυνατότητα τῆς αἰώνιας ζωῆς, πηγάζει ἀπὸ τὸ ἄμετρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὅ Θεὸς τίποτα δὲν κάνει τυχαῖα. Ὅ,τι μᾶς προσφέρει, ἀκόμη καὶ οἱ δοκιμασίες καὶ οἱ στεναχώριες καὶ οἱ ἀγῶνες, εἶναι προϊόντα τῆς εὐσπλαχνίας Του. Ὅλα ἔχουν σκοπὸ νὰ μᾶς ὁδηγήσουν κοντά Του καὶ νὰ μᾶς ἀναδείξουν δυνατώτερους ἀπὸ ὅ,τι ἤμασταν πρίν, διδάσκοντάς μας ὅτι εἴμαστε ἀδύναμοι δίχως Ἐκεῖνον. Πολλοὶ ἄνθρωποι μέσα ἀπὸ μεγάλες θλίψεις καὶ φοβερὲς δοκιμασίες κατάλαβαν πόσο ἀδύναμοι ἦταν. Καὶ ἀφοῦ κατάλαβαν πόσο ἀδύναμοι ἦταν, κατάλαβαν πόσο μεγάλη ἀνάγκη εἶχαν τὸν Παντοδύναμο Θεό, ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἡ ὁποία σὰν μαῦρο σύννεφο ἔκρυβε τὴν ἀληθινὴ χαρὰ τοῦ ἡλιακοῦ φωτός, καὶ ἔγιναν ἀληθινὰ παιδιά Του. Ἔτσι, ἔχουμε δεῖ ἄδικα φυλακισμένους, ἀνθρώπους ἀδικημένους ἀκόμη καὶ στὸ οἰκογενειακό τους περιβάλλον, ἀνθρώπους μὲ δυσβάστακτες θανάσιμες ἀσθένειες, ἀκόμη καὶ ἀθώους θανατοποινίτες, μέσα ἀπὸ τὴ σκληρὴ δοκιμασία τους νὰ βιώνουν τὴν προσωπική τους μεταμόρφωση, νὰ πλημμυρίζουν ἀπὸ οὐράνια γλυκύτητα καὶ νὰ δοξολογοῦν μὲ συγκινητικὴ θέρμη καὶ καρδιακὴ ἀγάπη τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος τοὺς ἔσωσε μὲ τὴν Πρόνοιά Του. Παραδειγματιζόμενοι καὶ ἐμεῖς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι ἀποκύημα τῆς φαντασίας, ἀλλὰ ὑπῆρξαν καὶ ὑπάρχουν πραγματικά, πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ βλέπουμε ὅλα ὅσα συμβαίνουν στὴ ζωή μας, ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ λυπηρά, ὡς εὐλογία Θεοῦ. Μόνο ἔτσι θὰ ἀντλήσουμε δύναμη νὰ ἀνταπεξέλθουμε. Ὅσοι ἔρχονται ἀντιμέτωποι μὲ δυσκολίες καὶ στρέφονται ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τὸ μόνο ποὺ ἐπιτυγχάνουν εἶναι νὰ προσθέτουν περισσότερο βάρος στὴν ταλαιπωρία τους. 

         φοῦ μιλήσαμε γιὰ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἂς δοῦμε καὶ τὸ ἄλλο σκέλος τῆς ἐντολῆς ποὺ μᾶς ἀπευθύνει σήμερα ὁ Χριστός: «νὰ γίνεστε οἰκτίρμονες».   Μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας ταλαιπωρημένους ἀπὸ χίλια προβλήματα καὶ συνάμα ἐγκαταλελειμένους καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀπὸ τὸν Θεό; Κάτι τέτοιο θὰ σήμαινε τὴν ἀπόλυτη καταστροφή. Ἀκόμη καὶ ἂν οἱ ἄνθρωποι μᾶς ἐγκαταλείψουν, ὁ Θεὸς πάντα θὰ μᾶς περιμένει μὲ ἀνοιχτὴ τὴν πατρικὴ ἀγκαλιά Του. 

        πως θέλουμε τὸν Θεὸ νὰ εἶναι γιὰ ἐμᾶς στήριγμα καὶ καταφυγὴ εὐσπλαχνίας, ἔτσι ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε κὶ ἐμεῖς γιὰ τοὺς συνανθρώπους μας. Μὴν περιμένουμε νὰ δοῦμε τοὺς συνανθρώπους μας ταλαιπωρημένους νὰ ζητοῦν ἀπεγνωσμένα τὴν βοήθειά μας. Σπλαχνικοὶ πρέπει νὰ εἴμαστε πάντα καὶ μὲ τοὺς πάντες, ἀκόμη καὶ μὲ τοὺς πιὸ στενοὺς συγγενεῖς μας. Οἱ περισσότεροι ἔχουμε μάθει νὰ βλέπουμε τὸν κόσμο μὲ γυαλιὰ ἀτομιστικά. Βλέπουμε τὸν ἄλλο, καὶ τὸν πατέρα ἢ τὴν μητέρα ἢ τὸν ἀδερφό μας ἀκόμα, νὰ μᾶς μιλᾶ ἀπότομα καὶ σπεύδουμε νὰ «βγάλουμε μαχαίρια». Ἔχουμε σκεφτεῖ πόσα ὑποφέρει τὶς ὑπόλοιπες ὥρες, σὲ πόση πίεση βρίσκεται γιὰ νὰ βγάλει τὸ ψωμί του, πόσο ἄγχος ἔχει γιὰ νὰ προλάβει νὰ πληρώσει τοὺς λογαριασμοὺς ὥστε νὰ μὴν τοῦ κόψουν τὸ ρεῦμα; Ἔστω ὅτι ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος μᾶς μιλᾶ ἀπότομα, σκεφτεῖτε πόσο θὰ τὸν βοηθούσαμε νὰ ἀνακουφίσει τὸν πόνο τῆς ψυχῆς του ἂν τὸν περιβάλλαμε μὲ τὸν καλό μας λόγο. Βέβαια, μπορεῖ νὰ μὴν πετύχει ἀμέσως. Ἀλλὰ ἂν ἐπιμείνουμε νὰ εἴμαστε σπλαχνικοὶ καὶ ἀγαπητικοί, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς θὰ μαλακώσει καὶ θὰ ἔχει περισσότερη δύναμη ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ συνεχίσει τὸν ἀγώνα του. Ἂν ἀπεναντίας φανοῦμε ἄσπλαχνοι καὶ τοῦ ἐπιτεθοῦμε κὶ ἐμεῖς, θὰ γίνει μεγαλύτερο κακό. Ἀπὸ τὴν ἔλλειψη εὐσπλαχνίας καὶ συμπόνοιας πρὸς τὸν συνάνθρωπο γεννῶνται τὰ μεγαλύτερα κακά, οἱ ἔριδες, οἱ φόνοι καὶ οἱ πόλεμοι. 

         λλὰ ἐπειδὴ ἡ συμπόνοια καὶ ἡ εὐσπλαχνία εἶναι ἀρετὲς ἐνδεχομένως δύσκολες γιὰ κάποιους ἀπὸ ἐμᾶς, ὁ Χριστὸς μᾶς δίνει μία πιὸ ἁπλὴ λύση ὅλων τῶν προβλημάτων, λέγοντας: «ὅ,τι θέλετε νὰ σᾶς κάνουν οἱ ἄνθρωποι, αὐτὸ νὰ τοὺς κάνετε κὶ ἐσεῖς». Αὐτὸς ὁ λόγος εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς δικαιοσύνης, ὁ μεγαλύτερος νόμος, ἡ ἀρχὴ τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἂν κάθε φορὰ ποὺ πάμε νὰ εἰρωνευτοῦμε, νὰ συκοφαντήσουμε, νὰ κατακρίνουμε, νὰ κακολογήσουμε τὸν πλησίον μας, σκεφτόμαστε ὅτι σὲ ἐμᾶς δὲν θὰ ἄρεσε νὰ μᾶς εἰρωνευτοῦν, νὰ μᾶς συκοφαντήσουν, νὰ μᾶς κατακρίνουν, νὰ μᾶς κακολογήσουν, θὰ σταματοῦμε τὴν κακὴ πρόθεση πρὶν γίνει πράξη. Ἂν αὐτὴ ἡ διαδικασία ἐπαναληφθεῖ κάποιες φορές, ὕστερα θὰ μᾶς γίνει συνήθεια καὶ ἔτσι θὰ φύγει ἀκόμη καὶ ἡ κακὴ πρόθεση μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἂν ἀπεναντίας, σκεφτόμαστε ὅτι δὲν θέλουμε νὰ μᾶς κακολογοῦν, ἀλλὰ ἐμεῖς κακολογοῦμε, νὰ μὴν μᾶς φανεῖ παράξενο ὅταν μᾶς κακολογήσουν, διότι θὰ εἶναι δίκαιο, κατὰ τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα, νὰ πάθουμε οἱ ἴδιοι τὸ κακὸ ποὺ προξενοῦμε στοὺς ἄλλους. 

        Θέλουμε εἰρήνη; Νὰ εἴμαστε εἰρηνικοὶ στὸν πλησίον. Θέλουμε κατανόηση; Πρῶτοι ἐμεῖς νὰ δείχνουμε. Θέλουμε ἀγάπη; Πρῶτοι ἐμεῖς νὰ τὴν προσφέρουμε· ὄχι μόνο σὲ ὅσους μᾶς ἀγαποῦν, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ στοὺς ἐχθρούς μας. Διότι «ἂν ἀγαποῦμε αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἀγαποῦν, εἶναι αὐτὸ ἀρετή; Καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ ἴδιο δὲν κάνουν;».

Ὁ Πολυέλεος Κύριος νὰ μᾶς περιβάλλει μὲ τὸ ἔλεός Του,

ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ Τὸν μιμηθοῦμε!

Μετ’ εὐχῶν,

Ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2025

ΚΥΒΕΡΝΗΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ, ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ!

 

Ειδοποιήθηκε πως σχεδίασαν να τον σκοτώσουν όταν θα πάει στην εκκλησία, οπότε έλειψε μια Κυριακή. Πριν την επόμενη Κυριακή ξαναπληροφορείται πάλι πως όταν θα πηγαίνει στην εκκλησία για τον όρθρο, θα του την έχουν στημένη, και θα τον σκοτώσουν.
 Η απάντηση του Καποδίστρια:
«Αδυνατώ να λείψω δύο συνεχόμενες Κυριακές από την εκκλησία, ας με σκοτώσουν…».
Λίγο πριν φτάσει στην εκκλησία, μια κωφάλαλη ζητιάνα είδε τον Κυβερνήτη, στράφηκε προς το μέρος του και κινήθηκε προς αυτόν. Ο Κυβερνήτης θεώρησε ότι ενδεχομένως ζητάει ελεημοσύνη και πήγε να της δώσει.
Εκείνη δεν τα δέχτηκε και με άναρθρες κραυγές προσπάθησε να τον αποτρέψει από το να πάει προς το ναό. Αυτός την προσπέρασε.
Φτάνοντας, ο Κυβερνήτης είδε τον Κωνσταντίνο και το Γεώργιο Μαυρομιχάλη.
Κοντοστάθηκε, αποφάσισε όμως να συνεχίσει τις τελευταίες στιγμές του βίου του σ’ αυτό τον κόσμο, έτσι όπως είχε συμπεριφερθεί και πολιτευθεί σ’ όλη του τη ζωή.
«Μ’ αυτές τις ιδέες και τις αρχές έμαθα να πολιτεύομαι. Δεν θ’ αλλάξω τώρα. Μ’ αυτές θα συνεχίσω κι ό,τι θέλει ας γίνει».
Έβγαλε το καπέλο του με το αριστερό του χέρι, ανέβηκε το πλατύσκαλο του Αγίου Σπυρίδωνα [στο Ναύπλιο], έκανε το σταυρό του με το δεξί και πέρασε στην αιωνιότητα.
Αιωνία η μνήμη!

(Ιστολόγιο «Τρελο-γιάννης», 27-09-2025)

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2025

ΑΝΤΙ-ΠΑΠΙΚΗ ΣΤΑΣΙΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΩΣ

 


Ἀντι-παπικὴ στάσις πανορθοδόξως

Τὸ 1582, οἱ αἱρετικοὶ Παπικοί, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀποσχισθῆ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὸ 1054 μ.Χ., πρόσθεσαν στὶς ἄλλες πλάνες καὶ αἱρετικὲς δοξασίες τους καὶ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου.
 πάπας Γρηγόριος ΙΓ´ (1502-1585) ἐφήρμοσε γιὰ τὴν Δύσι τὸ νέο Ἡμερολόγιο, τὸ ὁποῖο ὅμως ἀνέτρεπε τὸν Πασχάλιον Κανόνα / Ὅρον τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἁγίας Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος καθώριζε πῶς θὰ ἑορτάζεται κατ᾿ ἔτος τὸ Ἅγιον Πάσχα.
Καὶ οἱ Παπικοὶ βεβαίως δὲν ἔμειναν μέχρις ἐκεῖ, ἀλλὰ προσπάθησαν νὰ ἐπιβάλουν τὴν Ἡμερολογιακὴ Μεταρρύθμισί τους καὶ στοὺς Ὀρθοδόξους, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἐπέφερε μεγάλη σύγχυσι στὴν Ἀνατολὴ καὶ προεκλήθη πράγματι «παγκόσμιον σκάνδαλον»19.

* * *

 Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας δὲν ἀποδέχθηκε τὸ Γρηγοριανὸ Ἡμερολόγιο, ἀλλὰ καὶ τὸ πολέμησε σθεναρῶς, διότι ἡ τυχὸν παραδοχὴ τῆς νέας αὐτῆς παπικῆς πλάνης θὰ ἐσήμαινε ἄρνησι τῶν Πατερικῶν Παραδόσεων καὶ παράβασι τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἀλλὰ καὶ ἐπιβράβευσι τῆς παπικῆς ἀνταρσίας.
Τοιουτοτρόπως, κατ᾿ ἀρχήν, τρεῖς Πανορθόδοξοι Σύνοδοι στὴν Κωνσταντινούπολι κατεδίκασαν ἐπανειλημμένως τὸ νέο παπικὸ Ἡμερολόγιο (1583, 1587, 1593).
Θὰ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθῆ, ὅτι
● «ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας Β´ ἀρχικά, τὸ 1582, ἀπήντησε ἀρνητικὰ στὶς παπικὲς προτάσεις ἀποδοχῆς τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου-Πασχαλίου καὶ τὸ Νοέμβριο τοῦ 1583 συνεκάλεσε Σύνοδο Μητροπολιτῶν στὴν Κωνσταντινούπολι, παρόντος καὶ τοῦ Ἀλεξανδρείας Σιλβέστρου, ἡ ὁποία ἀπέρριψε καὶ κατεδίκασε τὴν παπικὴ ἀλλαγή.
Καὶ τὸ ἴδιο ἔκαμε καὶ τοπικὴ Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1587 καὶ μάλιστα ἡ μεγάλη Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1593, ἐπειδὴ οἱ παπικὲς πιέσεις εἶχαν ἐνταθῆ. Στὴν μεγάλη αὐτὴ Σύνοδο ἔλαβαν μέρος ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας Β´, ὁ Ἀλεξανδρείας Μελέτιος Πηγᾶς, ὁ ὁποῖος ἐξεπροσώπησε καὶ τὸν Ἀντιοχείας Ἰωακείμ, ὁ Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος καὶ 41 Ἀρχιερεῖς»20.
πίσης εἶναι ἀξιοσημείωτον, ὅτι
● «[Ἡ Σύνοδος τοῦ 1593] ἀπέκρουσε τὸ Γρηγοριανὸν Ἡμερολόγιον ὡς νεωτερισμὸν ἀντιβαίνοντα εἰς Κανόνας καὶ διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας. Κυρίως δὲ ἡ Σύνοδος, διὰ τοῦ 8ου αὐτῆς Κανόνος, ἐπανέλαβε τὴν περὶ τοῦ Πάσχα διάταξιν τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀποφασίσασα νὰ μείνῃ αὕτη ἀσάλευτος...»21.
 Μεγάλη Σύνοδος αὐτὴ
 «ἐκήρυξεν ἐμμονὴν εἰς τὰ ὑπὸ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων θεσπισθέντα, εἰς τυχὸν δὲ παραβαίνοντας τὰ ὑπ᾿ αὐτῶν περὶ τοῦ Πάσχα ὁρισθέντα ἐπέβαλεν ἀφορισμὸν καὶ καθαίρεσιν»22.

* * *

λλά, καὶ στοὺς ἑπομένους τρεῖς αἰῶνες συνῆλθαν Τοπικὲς καὶ Πανορθόδοξες Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες κατεδίκασαν τὸ Γρηγοριανὸ Ἡμερολόγιο καὶ τὰ αἱρετικὰ παπικὰ Δόγματα, ὅπως ἐπὶ Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν Κυρίλλου Λουκάρεως (1620-1638), Παρθενίου Α´ (1639-1644), Παϊσίου Β´ (1726-1752), Κυρίλλου Ε´ (1748-1759), Γρηγορίου Ϛ´ (1835- 1871), Ἀνθίμου Ϛ´ (1845-1873) καὶ μάλιστα ἐπὶ Ἀνθίμου Ζ´ (1895-1896).
ντιστοίχως, καὶ στὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἐπολέμησαν σθεναρὰ τὶς παπικὲς Καινοτομίες οἱ μεγάλοι Πατριάρχες Νεκτάριος (1660 -1669), Δοσίθεος Β´ (1669-1707) καὶ Χρύσανθος (1707-1731). Ἰδιαιτέρας σπουδαιότητος εἶναι ἡ στάσις τῶν δύο τελευταίων Συνόδων τοῦ ΙΘ´ αἰ.
α. Ἡ Σύνοδος τοῦ 1848, γιὰ τὴν μνημειώδη περικοπή:
● «...Παρ᾿ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ Λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ...» (§17)· ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐπίσης μνημειώδη φράσι:
● «ἀποστρεφόμενοι πάντα νεωτερισμὸν ὡς ὑπαγόρευμα τοῦ διαβόλου»
 (§ 20).
β. Ἡ Σύνοδος τοῦ 1895, γιὰ τὴν ἐπίσης μνημειώδη περικοπή:
● «... Ἡ δὲ νῦν Ῥωμαϊκή ἐστιν Ἐκκλησία τῶν καινοτομιῶν, τῆς νοθεύσεως τῶν συγγραμμάτων τῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων καὶ τῆς παρερμηνείας τῆς τε ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Ὅρων τῶν ἁγίων Συνόδων. Διὸ καὶ εὐλόγως καὶ δικαίως ἀπεκηρύχθη καὶ ἀποκηρύσσεται, ἐφ᾿ ὅσον ἐμμένῃ ἐν τῇ πλάνῃ αὐτῆς. “Κρείσσων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος, λέγει καὶ ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ”» (§ 2023.


῾Υποσημειώσεις
19. Πατριάρχου Ἱερεμίου Β´ Κωνσταντινουπόλεως, Ἐπιστολὴ πρὸς Δόγην τῆς Ἑνετίας κ. Νικόλαον Νταπόντε.
● Βλ. Κ. Ν. Σάθα, Βιογραφικὸν Σχεδίασμα περὶ τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου Β´, 1572-1594, σελ. 28, ἐν Ἀθήναις 1870.
■ Ὁ Πάπας Γρηγόριος ΙΓ´ (1572-1585) κατεδίωξε τοὺς Προτεστάντας, ὡς αἱρετικοὺς καὶ σύμφωνα μὲ ὡρισμένες μαρτυρίες, «τέλεσε εὐχαριστήρια λειτουργία μόλις πληροφορήθηκε τὴ σφαγὴ τῶν Οὑγενότων [Γάλλων Προτεσταντῶν] τὴ νύκτα τοῦ Ἁγίου Βαρθολομαίου τὸ 1572»· «τὸ γεγονὸς ἐχαιρετίσθη εἰς τὸ Βατικανὸν μετ᾿ ἀνακουφίσεως καὶ διετάχθησαν δημόσιαι προσευχαὶ εὐχαριστίας πρὸς τὸν Θεόν»· «ἡ σφαγὴ ξεκίνησε τὰ ξημερώματα τῆς 24ης Αὐγούστου [στὸ Παρίσι]... Δολοφονήθηκαν περισσότεροι ἀπὸ 3.000 Οὑγενότοι... Ἡ σφαγὴ μεταφέρθηκε» καὶ σὲ ἄλλες πόλεις. «Τὸ ἀποτρόπαιο αὐτὸ ἔγκλημα μεγάλωσε τὸ μῖσος ἀνάμεσα στὰ δύο δόγματα, προκάλεσε τὴν ἀγανάκτηση τῶν προτεσταντικῶν χωρῶν τῆς Εὐρώπης, ἀναζωπύρωσε τὸν ἐμφύλιο πόλεμο στὴ Γαλλία καὶ ἔγινε σύμβολο τῆς θρησκευτικῆς μισαλλοδοξίας, ἀποκτώντας παροιμιακὴ διάσταση»· «οἱ γνωστοὶ ὡς θρησκευτικοὶ πόλεμοι, μεταξὺ οὑγγενότων (καλβινιστῶν) καὶ τῶν καθολικῶν, ἔφεραν τὴ φοβερὴ νύχτα τοῦ ἁγίου Βαρθολομαίου (23-24 Αὐγούστου 1572), κατὰ τὴν ὁποία, σὲ μία ἀπίστευτη σὲ πάθος σφαγή, βρῆκαν φρικτὸ θάνατο 20.000 οὑγγενότοι. Μόνο στὸ Παρίσι, στὴ διάρκεια τοῦ ὕπνου τους, βρῆκαν τραγικὸ θάνατο 3.000 αἱρετικοί»· «στὴ γηραιὰ Εὐρώπη οἱ τραγικὲς καὶ ἀνήκουστες αὐτὲς φρικαλεότητες μείωναν τὸ γόητρο καὶ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας».
■ Βλ. «Θ.Η.Ε.», τ. Γ´, στλ. 622, Ἀθῆναι 1963· π. Νικηφόρου Βιδάλη, «Οἱ Ρωμαῖοι Ποντίφικες καὶ τὸ ἔργο τους» [Πάπας 226ος, Γρηγόριος ΙΓ´, γεν. 1502- +1585], σελ. 368, Ἀθήνα 1994.
20. Μοναχοῦ Νικοδήμου (Μπιλάλη) Ἁγιορείτου (†), ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 933. ● Βλ. καὶ Ἀ. Δ. Δελήμπαση, Πάσχα Κυρίου..., σελ. 571-576, «Συνοδικαὶ κατακρίσεις τῆς καινοτομίας», Ἀθῆναι 1985.
21. Ἀρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, «Τὸ Γρηγοριανὸν Ἡμερολόγιον ἐν τῇ Ἀνατολῇ», περιοδ. «Ἐκκλησιαστικὸς Κήρυξ» Ἀθηνῶν, ἀριθμ. 148/21.4.1918, σελ. 189, § Β´. 
22. Ἀρχιμανδρίτου Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία..., σελ. 699. ἔκδοσις Ϛ΄, ἐκδόσεις «Παπαδημητρίου», Ἀθῆναι 1998.
● Βλ. ἐπίσης: Ἀθανασίου Κομνηνοῦ Ὑψηλάντου, Τὰ μετὰ τὴν Ἅλωσιν, σελ. 111, 113, 114, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1870· Ἱεροῦ Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Τόμος Ἀγάπης κατὰ Λατίνων, σελ. 538-540, ἐν Ἰασίῳ 1698· Τοῦ αὐτοῦ, Περὶ τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις Πατριαρχευσάντων - Δωδεκάβιβλος, Βιβλίον ΙΑ´, Κεφάλαιον Η´, σελ. 1167, ἐν Βουκουρεστίῳ 1715 (σελ. 57, Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1983)· Μελετίου Ἀθηνῶν, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τ. Γ´, σελ. 402, 408, ἐν Βιέννῃ 1784· Ἀρχιμ. Γερμανοῦ Καραβαγγέλη, Ἐπιστημονικὴ διατριβὴ περὶ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, σελ. 121-122, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1894· Νικολάου Βουλγάρεως, Ἡ μεταρρύθμισις τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου, ἄρθρον εἰς τρεῖς συνεχείας ἐν τῇ ἐφημερίδι τῆς Τεργέστης «Νέα Ἡμέρα», ἔτος ΚΒ´-1896, ἀριθ. 1120-1122· Διδυμοτείχου Φιλαρέτου Βαφείδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τ. Γ´, Μέρος Α´, σελ. 124-125, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1912· Κ. Ν. Σάθα, Βιογραφικὸν σχεδίασμα περὶ τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου Β´, σελ. 91-92, ἐν Ἀθήναις 1870· Ἰ. Ν. Καρμίρη, Ἱερεμίας Β´ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, λῆμμα ἐν «Θ.Η.Ε.», τ. 6, στλ. 780, Ἀθῆναι 1965.
23Βλ. Ἰωάννου Καρμίρη, ΔΣΜ, τ. Β´, σελ. 920[1000] καὶ 922[1002], γιὰ τὴν Σύνοδο τοῦ 1848· σελ. 942[1028], γιὰ τὴν Σύνοδο τοῦ 1895, ἔκδοσις β´ ἐπηυξημένη, Graz-Austria 1968.

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2025

Ο διάβολος σε φοβίζει – ο Χριστός σε ελευθερώνει! - Άγιος Αντώνιος ο Μέγας


Από την αρχή της πνευματικής ιστορίας  του  ανθρώπου,  ο  διάβολος χρησιμοποιεί ένα και το αυτό όπλο, τον φόβο. Όχι τον φόβο του Θεού που είναι αρχή σοφίας, αλλά τον φόβο που παραλύει, που σκοτεινιάζει το νου και φυλακίζει την ψυχή. Ο Άγιος Αντώνιος, ο πατέρας του μοναχισμού και μέγας πνευματικός πολεμιστής, δίδαξε ότι το πρώτο και ισχυρότερο τέχνασμα του διαβόλου είναι να φοβίζει τον άνθρωπο για να του αφαιρεί την πίστη. Όταν ο Αντώνιος αποσύρθηκε στην έρημο, ο διάβολος του παρουσιάστηκε με πλήθος φαντασμάτων, θορύβων, απειλών, ακόμα και μορφών φοβερών. Όμως, ο Άγιος, με τη δύναμη του σταυρού, παρέμεινε ακλόνητος. Έλεγε, ο διάβολος είναι σαν σκύλος δεμένος. Δεν μπορεί να σε πειράξει αν δεν πλησιάσεις εσύ. Ο φόβος, λοιπόν, είναι το σχοινί με το οποίο μας τραβάει προς το μέρος του. Θέλει να μας πείσει πως έχει εξουσία πάνω μας, πως μπορεί να μας καταστρέψει, ενώ στην πραγματικότητα η μόνη του δύναμη είναι το ψέμα. Ο άνθρωπος που φοβάται, ξεχνά την παρουσία του Θεού. Ο φόβος είναι η λήθη της αγάπης. Όταν κοιτάζουμε μόνο τον πειρασμό, τον μεγαλώνουμε, όταν κοιτάζουμε τον Χριστό, ο πειρασμός μικραίνει και εξαφανίζεται. Ο Άγιος Αντώνιος γνώριζε πως ο διάβολος δεν υπομένει ούτε στιγμή την παρουσία της ειρήνης. Όπου υπάρχει η ειρήνη του Χριστού, εκεί ο διάβολος δεν μπορεί να σταθεί.
Ο Χριστός δεν ήρθε απλώς να μας διδάξει, αλλά να μας ελευθερώσει. «Η αλήθεια ελευθερώσει υμάς», «και αυτή η αλήθεια δεν είναι μια ιδέα, αλλά πρόσωπο, ο ίδιος ο Χριστός». Ο Άγιος Αντώνιος, με τα χρόνια της σιωπής και της προσευχής, ανακάλυψε ότι ο άνθρωπος γίνεται αληθινά ελεύθερος μόνο όταν ο νους του ενωθεί με τον Θεό. Η ελευθερία δεν είναι εξωτερική κατάσταση, αλλά εσωτερική χάρη. Ο διάβολος προσπαθεί να φυλακίσει τον άνθρωπο με ψευδαισθήσεις, επιθυμίες και φόβους. Ο Χριστός αντίθετα, λύνει τα δεσμά της ψυχής και την κάνει άφοβη. Ο Άγιος έλεγε στους μαθητές του πως όταν ο άνθρωπος ζει με τον Χριστό, η ψυχή του γεμίζει ειρήνη και κανένας φόβος δεν μπορεί να την αγγίξει. Η παρουσία του Θεού είναι φως και το φως διώχνει κάθε σκιά. Όπως το σκοτάδι δεν μπορεί να σταθεί μπροστά στο φως, Ο Αντώνιος γεμάτος θάρρος πνευματικό έλεγε: «Να φοβόμαστε μόνο την αμαρτία, τίποτα άλλο δεν έχει εξουσία πάνω μας». Ο άνθρωπος που αγαπά το Χριστό δεν φοβάται ούτε τον θάνατο γιατί ξέρει ότι ο θάνατος είναι πέρασμα. Ο διάβολος χάνει κάθε εξουσία όταν η ψυχή αγαπήσει πραγματικά τον Κύριο.
Η έρημος όπου έζησε ο Άγιος Αντώνιος έγινε σύμβολο του εσωτερικού πολέμου που όλοι καλούμαστε να δώσουμε. Ο αγώνας δεν γίνεται έξω αλλά μέσα μας. Ο διάβολος δεν μπορεί να μπει στην ψυχή μας, αλλά ρίχνει λογισμούς, σπέρνει ιδέες, προκαλεί φόβους, προσπαθεί να μας κάνει να χάσουμε την ειρήνη, εκεί κρίνεται η μάχη, στο αν θα πιστέψουμε στους λογισμούς του ή στο Χριστό. Ο Άγιος έλεγε πως οι δαίμονες μοιάζουν με θορυβώδη σκιά που τρομάζει τον απρόσεκτο, όποιος όμως σταθεί με προσευχή και ταπείνωση βλέπει πως πίσω από το θόρυβο δεν υπάρχει τίποτα, μόνο μια φαντασία, γι' αυτό ο Αντώνιος δεν φοβόταν. Έλεγε ότι η αληθινή δύναμη είναι στην καρδιά που μένει προσηλωμένη στον Θεό. Ο φόβος τότε χάνεται γιατί το φως της πίστης τον κατακαίει. Η ψυχή που αγωνίζεται με πίστη αποκτά πνευματική ανδρεία. Ο Άγιος Αντώνιος ονόμαζε αυτή την ανδρεία θεία τόλμη. Είναι η τόλμη του ανθρώπου που δεν βασίζεται στον εαυτό του αλλά στη χάρη. Είναι η δύναμη του ταπεινού που ξέρει ότι χωρίς τον Χριστό δεν μπορεί τίποτα, αλλά με τον Χριστό όλα είναι δυνατά.
Ο Άγιος Αντώνιος παρατηρούσε κάτι βαθύ. Ότι ο διάβολος δεν αντέχει τη χαρά του ανθρώπου. Όταν ο άνθρωπος δοξάζει τον Θεό μέσα στις δυσκολίες τότε συντρίβει τα σχέδια του εχθρού. Ο διάβολος θέλει να βλέπει τον άνθρωπο λυπημένο, απελπισμένο, σκυθρωπό, γιατί  εκεί βρίσκει πρόσβαση. Αν όμως δει την ψυχή χαρούμενη και ευγνώμονα, ακόμη και όταν πονά, τρέμει και φεύγει. Ο Άγιος έλεγε στους μοναχούς του. Όταν ο νους σου είναι ταπεινός, ο διάβολος δεν μπορεί να σε πλησιάσει. Γιατί η ταπείνωση είναι πύρ που τον καίει. Όπως η υπερηφάνεια τον γέννησε, έτσι και η ταπείνωση τον εξουδετερώνει, γι' αυτό ο Άγιος Αντώνιος, με όλη του τη σοφία και τα χαρίσματα, θεωρούσε αυτόν αρχάριο στην γνώση του Θεού. Η ταπεινή ψυχή δεν προκαλεί, δεν φοβάται, δεν θυμώνει, αναπαύεται μέσα στη σιωπή του Θεού. Η χαρά του πιστού δεν είναι συναισθηματική ευφορία, αλλά καρπός της παρουσίας του πνεύματος. Όταν το πνεύμα κατοικεί μέσα μας, ο διάβολος δεν βρίσκει τόπο. Τότε ο άνθρωπος ζει την ελευθερία του Χριστού, που δεν εξαρτάται από τις συνθήκες, αλλά από τη χάρη.
Ο Άγιος Αντώνιος πολέμησε με ένα μόνο όπλο, την προσευχή. Δεν είχε όπλα ανθρώπινα, είχε το όνομα του Χριστού. Η προσευχή ήταν η ασπίδα του, το σπαθί του, το φως του. Όταν ο διάβολος τον πολιορκούσε, ο Άγιος ύψωνε τον νου του προς το Θεό και έλεγε «Κύριε, βοήθησέ με». Και τότε το σκοτάδι διαλυόταν. Η δύναμη της προσευχής δεν βρίσκεται στα λόγια, αλλά στην πίστη και στη μετάνοια. Ο Αντώνιος δεν πολεμούσε με επιχειρήματα, αλλά με αγάπη προς το Χριστό. Όταν η καρδιά προσεύχεται, καμία δύναμη δεν μπορεί να την αιχμαλωτίσει. Ο διάβολος φοβάται τον άνθρωπο που προσεύχεται, γιατί η προσευχή φέρνει το Θεό παρόντα. Η νοερά προσευχή, το συνεχές «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» είναι η πύλη της ελευθερίας. Όποιος την κρατά με υπομονή, σιγά σιγά καθαρίζεται, φωτίζεται, ειρηνεύει, τότε καταλαβαίνει πως ο διάβολος είναι ανίσχυρος μπροστά στην απλότητα της καρδιάς που αγαπά.
Ο Άγιος Αντώνιος έζησε τη φράση του Αποστόλου Ιωάννη «Η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον». Ο φόβος δεν νικιέται με σκέψεις, αλλά με αγάπη. Όσο περισσότερο αγαπούμε τον Χριστό, τόσο λιγότερο χωρά ο φόβος μέσα μας γιατί η αγάπη γεμίζει την καρδιά, δεν αφήνει χώρο για τρόμο ή ανασφάλεια. Η αγάπη είναι η τέλεια ελευθερία. Όποιος αγαπά το Θεό και τον πλησίον του, δεν μπορεί να είναι δούλος του διαβόλου. Ο διάβολος δεν γνωρίζει τι θα πει αγάπη, γι' αυτό και δεν μπορεί να την πολεμήσει. Μπορεί να πολεμήσει τη λογική μας, τα συναισθήματά μας, τις αδυναμίες μας. Αλλά όχι την αγάπη. Η αγάπη είναι η παρουσία του Θεού μέσα μας. Ο Άγιος Αντώνιος δεν μιλούσε για θεωρίες. Ζούσε μέσα στο πυρ της αγάπης. Η ειρήνη του προσώπου του, η δύναμη του λόγου του, η αφοβία του απέναντι σε κάθε πειρασμό, μαρτυρούσαν πως ο Χριστός κατοικούσε εντός του. Όταν τον ρωτούσαν πως έφτασε σε τέτοια αταραξία, απαντούσε, «Όταν η ψυχή γνωρίζει το Θεό, τίποτα δεν τη φοβίζει πια». Ο άνθρωπος της πίστης δεν παραλύει, προχωρά. Ο διάβολος θέλει να παραλύσουμε, να σταματήσουμε τον αγώνα, να πιστέψουμε πως δεν υπάρχει ελπίδα. Ο Χριστός όμως μας καλεί να προχωρήσουμε, να σταθούμε όρθιοι, να σηκώσουμε το σταυρό μας και να τον ακολουθήσουμε. Ο φόβος λέει, «Δεν μπορείς». Ο Χριστός λέει, «Μπορείς, γιατί εγώ είμαι μαζί σου». Ο Άγιος Αντώνιος έμαθε στους μαθητές του ότι κάθε πειρασμός, κάθε φόβος είναι ευκαιρία για νίκη. «Μη φεύγετε από τον αγώνα», έλεγε, «γιατί μέσα σε αυτόν γεννιέται η δύναμη». Ο φόβος είναι ψέμα, η χάρη είναι αλήθεια. Και η αλήθεια πάντα νικά. Ο άνθρωπος που πιστεύει, ακόμα κι αν πέσει, δεν απελπίζεται. Σηκώνεται, μετανοεί, συνεχίζει. Ο διάβολος χάνει όταν δεν καταφέρει να μας απελπίσει, γιατί τότε μένει μόνος με το ψέμα του. Εμείς όμως έχουμε τον Χριστό και Εκείνος είναι η ζωή.
Ο διάβολος φοβίζει, αλλά δεν έχει δύναμη. Ο Χριστός ελευθερώνει και η ελευθερία του είναι αιώνια. Ο Άγιος Αντώνιος μας δείχνει ότι ο φόβος είναι σκιά, ενώ η πίστη είναι φως. Ο φόβος κάνει τον άνθρωπο δούλο. Η αγάπη τον κάνει παιδί Θεού. Ας θυμόμαστε πως ο διάβολος μπορεί να θορυβεί, να ψιθυρίζει, να πειράζει, αλλά δεν μπορεί να κυριεύσει την ψυχή που ζει ενωμένη με τον Χριστό. Η ψυχή αυτή είναι ελεύθερη, γαλήνια, άφοβη, γεμάτη ειρήνη και όταν έρθει η στιγμή του πειρασμού, ας θυμόμαστε τον λόγο του Αγίου Αντωνίου. Σηκώστε τον σταυρό σας και πείτε «Ο Κύριος είναι μαζί μου, ποιον θα φοβηθώ». Γιατί ο Χριστός, ο νικητής του θανάτου, είναι η μόνη αληθινή ελευθερία.

 ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ ΑΡΧΕΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΗΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΙΣΜΟΣ Ή ΠΑΠΙΣΜΟΣ;

 


Ρωμαιοκαθολικισμὸς ἢ Παπισμός ; Ἐδῶ ἀπαιτεῖται μία διευκρίνισις.

Πράγματι, δὲν ἀποτελεῖ ἔκφρασι μισαλλοδοξίας ἢ φανατισμοῦ ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, μὲ κέντρο τὸ Βατικανὸ καὶ τὸν Πάπα, ὡς Παπισμοῦ καὶ ὄχι, ὅπως ἔχει ἐπικρατήσει στοὺς κύκλους τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὡς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ἢ Καθολικῆς Ἐκκλησίας.

Θὰ πρέπει νὰ μὴ λησμονοῦμε, ὅτι ὁ ὅρος Καθολικὴ ἢ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ὀρθός, καὶ ποτὲ δὲν ἀποδέχθηκε αὐτὸν ἡ αὐθεντικὴ Ὀρθόδοξος Παράδοσις, ἀναφερομένη στὸ τμῆμα τῶν δυτικῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι τὸ 1009 / 1014 ἢ 1054 ἀπεκόπησαν ὁριστικὰ ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας 11.

ἑτερόδοξος Δυτικὸς Χριστιανισμός, ἐφ᾿ ὅσον ἔχει ἐκπέσει ἀπὸ τὴν Καθολικότητα, δηλαδὴ τὴν Ὁλοκληρίαν, τῆς Ἀποστολικῆς Πίστεως διὰ τῆς ἀποδοχῆς πληθύος αἱρετικῶν δοξασιῶν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θεωρῆται καὶ νὰ καλῆται Καθολικός.

Δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγη ποτέ, ὅτι στὴν Πατερικὴ Παράδοσι Καθολικότης σημαίνει Πληρότης (πληρότης Ἀληθείας καὶ Ζωῆς)· καὶ ἐπειδὴ ἡ Καθολικότης εἶναι συνώνυμος καὶ ταυτόσημος μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, ἀνέκαθεν ἡ αὐθεντικὴ καὶ γνησία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὠνομάζετο Καθολικὴ12 σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὶς ἐπὶ μέρους αἱρετικὲς καὶ σχισματικὲς ψευδο-εκκλησίες13.

σύγχρονός μας λοιπὸν μὴ Καθολικός, δηλαδὴ αἱρετικός, Χριστιανισμός, ὁ ὁποῖος ἔχει ὡς διοικητικὸ κέντρο του τὸ Βατικανό, χαρακτηρίζεται ὡς Παπισμός, διότι ὡς θεμέλιό του ἔχει τὸν Παπικὸ Θεσμὸ (Πρωτεῖον καὶ Ἀλάθητον), καὶ μάλιστα ὡς θεσμὸν θείου δικαίου καὶ ἑπομένως ὡς δόγμα ἐξ ἀποκαλύψεως ὑποχρεωτικὸ γιὰ τὴν πίστι καὶ τὴν σωτηρία.

δογματοποίησις τοῦ παπικοῦ Πρωτείου καὶ Ἀλαθήτου ἀπὸ τὴν Α´ Βατικανὴ Σύνοδο (1870)14 καὶ ἡ ἰσχυροποίησίς του ἀπὸ τὴν Β´ Βατικανὴ (1962-1965)15 ἐπιβεβαιώνει ἀπόλυτα τὴν ἄποψι, ὅτι
● «ὁ παπικὸς θεσμὸς ἀποτελεῖ τὴν μεγαλυτέραν αἵρεσιν, τὴν διαστρέφουσαν τὸ περὶ Ἐκκλησίας δόγμα»16. «Καμμία αἵρεσις», ἔγραφε πολὺ χαρακτηριστικὰ ὁ μακαριστὸς π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, «δὲν ἐξηγέρθη τόσον ριζοσπαστικῶς καὶ τόσον ὁλοκληρωτικῶς κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του, ὡς ἔπραξε τοῦτο ὁ παπισμὸς διὰ τοῦ δόγματος τοῦ ἀλαθήτου πάπα-ἀνθρώπου. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία: τὸ δόγμα αὐτὸ εἶναι ἡ αἵρεσις τῶν αἱρέσεων»17.

 * * *

Τὴν χρῆσι τῆς ὁρολογίας αὐτῆς, ὡς ὀρθῆς καὶ ὀρθοδόξου, ἐπικροτοῦν καὶ δικαιολογοῦν ἄριστα ἀκόμη καὶ οἱ κοινωνοῦντες μὲ τοὺς Οἰκουμενιστάς.
● «Δὲν χρησιμοποιοῦμε τὸν ὅρο Ρωμαιοκαθολικισμός, ἐπειδὴ εἶναι ἱστορικὰ ἀθεμελίωτος καὶ θεολογικὰ ἀνακριβής: Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 2ου αἰ. ἡ ἀδιαίρετη Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὀνομάζεται, ὅπως τὴν ὁμολογοῦμε καὶ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, Καθολική, ἐπειδὴ κατέχει τὸ καθ᾿ ὅλου τῆς πίστεως, δηλαδὴ τὴν πληρότητα τῆς ἀλήθειας.

πίσης, ἀφότου, τὸ 330, ἡ Νέα Ρώμη / Κωνσταντινούπολη ἔγινε πρωτεύουσα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὁ ὅρος Ρωμαῖος ἢ Ρωμηὸς δήλωνε κάθε ὀρθόδοξο πολίτη της, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν φυλετικὴ καταγωγή του.

τσι, Ρωμαιο-Καθολικοὶ κυριολεκτικὰ εἶναι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ὡς Ρωμαῖοι-Ρωμηοί, δηλαδὴ ἀπόγονοι τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, καὶ ὡς Καθολικοί, δηλαδὴ μέλη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνεχίζει νὰ κατέχει τὸ καθ᾿ ὅλου τῆς πίστεως.

πεναντίας, οἱ Παπικοί, μετὰ τὴν κατάληψη τοῦ θρόνου τῆς Ρώμης ἀπὸ τοὺς Φράγκους (1009), δὲν εἶναι Ρωμαῖοι, ἀλλὰ Φραγκολατίνοι.

Καὶ μετὰ τὴν ἔκπτωσί τους ἀπὸ τὴν καθολικότητα (δηλαδὴ τὴν πληρότητα) τῆς πίστεως, λόγῳ τῆς ἀποδοχῆς σωρείας αἱρετικῶν δοξασιῶν, δὲν εἶναι Καθολικοί, ἀλλὰ αἱρετικοί. Μολαταῦτα, μετὰ τὸ ὁριστικὸ Σχίσμα (1054), σφετερίστηκαν αὐτοὺς τοὺς ὅρους.

Οἱ ὀρθόδοξοι λαοί, πάντως, μέχρι τὸν 19ο αἰ. γνώριζαν καλά, ὅτι ΡωμαῖοςΡωμηὸς καὶ Καθολικὸς σημαίνει Ὀρθόδοξος, γι᾿ αὐτὸ καὶ τοὺς αἱρετικοὺς τῆς Δύσεως τοὺς ὀνόμαζαν Λατίνους, Παπιστὲς κ.ἄ.

σύγχυση ποὺ παρατηρεῖται σήμερα στὴν ὁρολογία, δημιουργήθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ., μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ»18.


῾Υποσημειώσεις
11. Βλ. ἐνδεικτικῶς: [Πρωτοπρεσβυτέρου] π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ (†), «Ρωμαίϊκη καὶ Ἀντιρωμαίϊκη Ὁρολογία», στὸ Σύγχυση - Πρόκληση -Ἀφύπνιση / Φανατισμὸς ἢ Αὐτογνωσία; , σελ. 73-76, Ἀθήνα 1991.
12.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων λέγει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία λέγεται «Καθολικὴ» «καὶ διὰ τὸ διδάσκειν καθολικῶς καὶ ἀνελλιπῶς ἅπαντα τὰ εἰς γνῶσιν ἀνθρώπων ὀφείλοντα ἐλθεῖν δόγματα, περί τε ὁρατῶν καὶ ἀοράτων πραγμάτων, ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων», «καὶ διὰ τὸ καθολικῶς ἰατρεύειν μὲν καὶ θεραπεύειν ἅπαν τὸ τῶν ἁμαρτιῶν εἶδος, τῶν διὰ ψυχῆς καὶ σώματος ἐπετελουμένων, κεκτῆσθαι δὲ ἐν Αὐτῇ πᾶσαν ἰδέαν ὀνομαζομένης ἀρετῆς, ἐν ἔργοις τε καὶ λόγοις, καὶ πνευματικοῖς παντοίοις χαρίσμασιν». (PG τ.33, στλ. 1044ΑB, Κατήχησις ΙΗ´ Φωτιζομένων, § ΚΓ´).
13.
Οἱ Κοινότητες, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἐκπέσει ἀπὸ τὴν Καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νὰ διακρίνωνται ἀπὸ τὴν Μίαν καὶ Μοναδικὴν Ἐκκλησίαν, χαρακτηρίζονται ποικιλοτρόπως: «Τῶν δ᾿ αἱρέσεων αἱ μὲν ἀπὸ ὀνόματος [τοῦ αἱρεσιάρχου] προσαγορεύονται», «αἱ δὲ ἀπὸ τόπου», «αἱ δὲ ἀπὸ ἔθνους», «αἱ δὲ ἀπὸ δογμάτων ἰδιαζόντων», «αἱ δὲ ἀπὸ ὑποθέσεων», «αἱ δὲ ἀφ᾿ ὧν παρανόμως ἐπετήδευσάν τε καὶ ἐτόλμησαν». (Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, PG τ.9, στλ. 552BC- 553A / Στρωματέων Λόγος Ἕβδομος, Caput XVIII ).
14.
Ἡ Α´ Βατικανὴ Σύνοδος ἐπὶ Πάπα Πίου Θ´ ὥρισε, μεταξὺ ἄλ- λων, καὶ τὰ ἑξῆς: ● «ἐάν τις εἴπῃ, ὅτι ὁ µακάριος Πέτρος δὲν εἶναι ὑπ᾿ αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου κατεστηµένος πάντων τῶν ἀποστόλων ἀρχὴ καὶ πάσης τῆς στρατευοµένης Ἐκκλησίας ὁρατὴ κεφαλή· ἢ ὅτι οὗτος τιµῆς µόνον, οὐχὶ δὲ ἀληθοῦς καὶ πραγµατικῆς δικαιοδοσίας πρωτεῖον ὑπ᾿ αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Χριστοῦ κατ᾿ εὐθεῖαν καὶ ἀμέσως ἔλαβεν, ἀνάθεμα ἔστω»· «ἐὰν τις εἴπῃ ὅτι δὲν εἶναι κατὰ διάταξιν αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἢ θείῳ δικαίῳ, ἵνα ὁ µακάριος Πέτρος ἐν τῷ πρωτείῳ ὑπὲρ τὴν καθολικὴν Ἐκκλησίαν ἔχῃ συνεχεῖς διαδόχους ἢ ὅτι ὁ Ρωμαῖος Ποντίφηξ δὲν εἶναι τοῦ µακαρίου Πέτρου ἐν τῷ πρωτείῳ τούτῳ διάδοχος, ἀνάθεμα ἔστω». ● «Διδάσκοµεν καὶ ὡς θεόθεν ἀποκεκαλυμμένον δόγµα ὁρίζομεν», «τοῦ Ρωμαίου ποντίφηκος αἱ ἀποφάσεις ἐξ ἑαυτῶν, οὐχὶ δὲ ἐκ τῆς συγκαταθέσεως τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀτροποποίητοι. Ἐὰν δέ τις τολμᾶ νὰ ἀντείπῃ εἰς ταύτην τὴν ἡμετέραν ἀπόφασιν, ὅπερ ὁ Θεὸς ἀποστρέψεται, ἀνάθεμα ἔστω». (Παρὰ Π. Τρεµπέλα, Αἱ μετὰ τὸ ἔργον τῆς Βατικανείου Συνόδου ὑποχρεώσεις µας, σελ. 30-32, Ἀθῆναι 1967).
15.
Οἱ διατάξεις τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στὸ Πρωτεῖον καὶ Ἀλάθητον τοῦ Πάπα, εἶναι κυρίως αὐτὲς ποὺ περιέχονται στὴν «Δογματικὴν Διάταξιν περὶ Ἐκκλησίας» / «Lumen Gentium» («Τὸ Φῶς τῶν Ἐθνῶν»). Βλ. ἰδίως: Κεφ. Γ´, Ἡ Ἱεραρχικὴ Δομὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἰδιαίτερα ὁ Σύλλογος τῶν Ἐπισκόπων, §§ 18, 22, 25 - ἐνδεικτικῶς: ● «Τὸ δόγµα τοῦτο περὶ τοῦ πρωτείου τοῦ ρωμαίου ποντίφηκος καὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ διδασκαλικοῦ του ἀξιώματος προβάλλει ἐκ νέου ἡ ἁγία Σύνοδος εἰς πάντας τοὺς πιστοὺς ὡς ἀντικείµενον βεβαίας πίστεως»· «ὁ Ρωμαῖος ποντίφηξ ἔχει ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας λόγῳ τοῦ ἀξιώματός του ὡς Βικαρίου τοῦ Χριστοῦ καὶ Ποιµένος πάσης τῆς Ἐκκλησίας, ἐξουσίαν πλήρη, ὑπερτάτην καὶ καθολικήν, τὴν ὁποίαν δύναται πάντοτε νὰ ἀσκῇ ἐλευθέρως»· ● «αἱ ἀποφάσεις, τὰς ὁποίας ἐκφέρει [ὁ Ρωμαῖος ποντίφηξ], δικαίως ἐλέχθησαν ἀναλλοίωτοι ἐξ ἑαυτῶν καὶ οὐχὶ λόγῳ τῆς συγκαταθέσεως τῆς Ἐκκλησίας», «ἐφ᾽ ὅσον εἶναι ὡς πρὸς τὴν καθολικὴν Ἐκκλησίαν ὁ ὑπέρτατος διδάσκαλος, ἐν τῷ ὁποίῳ διαµένει [«καὶ ὅταν ἀκόμη δὲν ὁμιλῇ ἀπὸ καθέδρας»] εἰς µοναδικὸν βαθμὸν τὸ χάρισµα τοῦ ἀλαθήτου, ὅπερ εἶναι αὐτὸ τοῦτο τὸ ἀλάθητον τῆς Ἐκκλησίας». ( Βλ. «Δογματικὴ Διάταξη περὶ Ἐκκλησίας (Φῶς τῶν Ἐθνῶν) τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ», ἔκδοσις «Γραφεῖον Καλοῦ Τύπου», τ. 1, σελ. 36-62). ● Ἔχουμε προτιμήσει τὴν ἀπόδοσι στὴν ἁπλῆ καθαρεύουσα ἐξ ἄλλης πηγῆς.
16.
Ἀρχιμανδρίτου Σπυρίδωνος Σπ. Μπιλάλη (†), Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός, τ. Α´, Κριτικὴ τοῦ Παπισμοῦ, σελ. 147, ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Τύπος», Ἀθῆναι 1969.
17.
Ἀρχιμανδρίτου Ἰουστίνου Πόποβιτς (†), Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, σελ. 159, ἐκδόσεις «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1969.
18.
Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὁ Παπισμὸς χθὲς καὶ σήμερα, σελ. 1-2, Πρόλογος, ἔκδοση ζ´, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς, Δεκέμβριος 2021. (Βλ.https://imparaklitou.gr/index.php/el/psifiakakeimena/fylladia/o-papismos)


Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Α´ ΛΟΥΚΑ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 8970


γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

            Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ὁ Ἀπόστολος Λουκᾶς μᾶς ἀφηγεῖται ὅτι κάποιο πρωί, πλῆθος κόσμου συγκεντρώθηκε στὴ λίμνη Γεννησαρὲτ γιὰ νὰ ἀκούσει τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Τότε, ὁ Κύριός μας ἀνέβηκε στὸ πλοῖο ἑνὸς τῶν ψαράδων τῆς περιοχῆς, τοῦ Σίμωνος, τοῦ μετέπειτα Πέτρου, ὁ ὁποῖος μὲ τοὺς συνεργάτες του ξέμπλεκε τὰ δίχτυα ὕστερα ἀπὸ μία ἀποτυχημένη νυκτερινὴ ἁλιευτικὴ προσπάθεια, καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ ἀπομακρυνθοῦν λίγα μέτρα ἀπὸ τὴ στεριὰ γιὰ νὰ διδάξει ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ὄχλο. Μὲ τὸ πέρας τοῦ κηρύγματος, ὁ Χριστὸς παρότρυνε τὸν Πέτρο νὰ γυρίσει στὰ ἀνοιχτὰ καὶ νὰ ρίξει μὲ τοὺς συνεργάτες του πάλι τὰ δίχτυα. Ὁ Πέτρος, ἔχοντας δεῖ τὴν εὐγένεια τοῦ Κυρίου καὶ τὴν σεβάσμια στάση Του, ἔχοντας ἐντυπωσιασθεῖ ἀπὸ τὸ θεῖο κήρυγμά Του καὶ βιώσει τὴν Θεία Χάρη, ἀποδέχθηκε τὴν πρόταση. Ἔριξε τὰ δίχτυα μὲ τοὺς συνεργάτες του καὶ ἔπιασαν τόσα ψάρια, ὥστε νὰ καλέσουν καὶ δεύτερο πλοῖο γιὰ τὴν μεταφορά. Μετὰ ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτό, ὁ Πέτρος παρακάλεσε τὸν Χριστό: «Φύγε ἀπὸ κοντά μου διότι εἶμαι ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, Κύριε», γιὰ νὰ ἀκούσει ἀπὸ τὰ θεϊκὰ χείλη τό: «Μὴν φοβᾶσαι. Ἀπὸ τώρα θὰ εἶσαι ψαρὰς ἀνθρώπων». Στὴν πρόσκληση αὐτή, τόσο ὁ Πέτρος, ὅσο καὶ ὁ ἀδερφός του, Ἀνδρέας, καὶ οἱ δύο γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, ἀνταποκρίθηκαν θετικά. Ἄφησαν τὰ πάντα ἀμέσως καὶ ἔγιναν μαθητές Του καὶ ἁλιεῖς ἀνθρώπων. 

            ρχικά, λοιπόν, μαθαίνουμε ὅτι πλήθη κόσμου διψοῦσαν νὰ ἀκοῦνε τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ αὐτό, γιατὶ δίδασκε τὸν κόσμο ὄχι ὅπως οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, μόνο μὲ τὰ λόγια, ἀλλὰ διότι ἡ διδασκαλία συνοδευόταν ἀπὸ τὸν ἅγιο τρόπο ζωῆς Του. Ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τῆς εὐγένειας καὶ τῆς ταπείνωσης τοῦ Κυρίου εἶναι ὅτι ἐνῶ ἦταν Θεάνθρωπος, μεγάλος Διδάσκαλος, καὶ Πρόσωπο ξακουστὸ σὲ πολλούς, ἐντούτοις, μπαίνοντας στὸ πλοῖο τοῦ Πέτρου, ἑνὸς ἁπλοϊκοῦ ψαρᾶ, δὲν τὸν διέταξε μὲ αὐταρχικότητα, ἀλλὰ τὸν παρακάλεσε, προκειμένου νὰ ἀπομακρυνθοῦν λίγο ἀπὸ τὴν προκυμαία. Αὐτὴ ἡ εὐγένεια καὶ ὁ σεβασμὸς στὸν πλησίον, ὅποιος καὶ ἂν εἶναι, ἀλλὰ καὶ ὅποια καὶ ἂν εἶναι ἡ ἰδιότητά μας, εἶναι ποὺ τὸν ὠθεῖ καὶ νὰ φιλοτιμηθεῖ καὶ ἐμᾶς νὰ σεβαστεῖ. Διαφορετικά, ἀποτύχαμε. 

             να σημεῖο στὸ ὁποῖο ἰδιαίτερα θὰ ἤθελα νὰ σταθῶ εἶναι ἡ ὑπακοὴ τοῦ Πέτρου. Ὑπακοή… μία ἔννοια παρεξηγημένη, γιὰ ὅσους βέβαια συνηθίζουν νὰ παρεξηγοῦν. Οἱ ἐκτὸς Ἐκκλησίας τὴν θεωροῦν ὡς δουλικότητα, ὡς ἀνελευθερία, ὡς ἔλλειψη αὐτοπεποίθησης καὶ κριτικῆς σκέψης. Δυστυχῶς, οἱ θέσεις τους κατέληξαν νὰ ἐπηρεάσουν καὶ ἀνθρώπους ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ ἀποτέλεσμα, νὰ ἔχουμε σήμερα Χριστιανούς, Κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται νὰ ὑπακούσουν τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, τὸν οἰκεῖο Ἐπίσκοπο, τὸν πνευματικὸ πατέρα, ἢ ἀκόμα καὶ τὸν Γέροντα ἢ τὴν Γερόντισσά τους, ἂν πρόκειται γιὰ Μοναχούς. Ἀντ’ αὐτοῦ, ἀρέσκονται νὰ ἀνεξαρτητοποιοῦνται, νὰ κάνουν τὸ θέλημά τους, νὰ ἱκανοποιοῦν τὶς ἰδιοτέλειές τους καὶ νὰ σχηματίζουν τὶς παρεκκλησιαστικὲς ὀμάδες τους. Καὶ μετὰ πιστεύουμε ὅτι ἐμεῖς μόνο εἴμαστε οἱ ἀκραιφνεῖς Ὀρθόδοξοι καὶ ὅτι ἐμεῖς θὰ σώσουμε τὴν Ὀρθοδοξία! Πόσο μακριὰ εἴμαστε… Σήμερα ὁ Χριστός, πρὶν καλὰ καλὰ ἐκλέξει ὡς Ἀπόστολό του τὸν μέγα Πέτρο ἐξέτασε ἐὰν εἶναι τέκνο ὑπακοῆς. Τί ἀκριβῶς ἔκανε; Ἐνῶ τὸν εἶδε νὰ ξεμπλέκει τὰ δίχτυα, πράγμα ἰδιαίτερα περίπλοκο, καὶ μάλιστα μετὰ ἀπὸ βραδινὸ ἀποτυχημένο ψάρεμα, εἶπε στὸν ἐπαγγελματία ψαρά: «Νὰ πᾶς στὸ βάθος καὶ νὰ ρίξεις τὸ δίχτυ». Ἂν ἦταν ἄλλος στὴ θέση τοῦ Πέτρου τί θὰ ἔλεγε; «Ἄσε μὲ ἥσυχο, ἄνθρωπέ μου. Ὅλη τὴν νύχτα ἐγὼ ὁ ἔμπειρος δὲν ἔπιασα τίποτα καὶ θὰ πιάσω τώρα ἀκούγοντας ἕναν ἄπειρο;». Ὁ Πέτρος, ὅμως, δὲν ἀπάντησε ἔτσι, ἀλλὰ εἶπε: «Κύριε, παρ’ ὅλο ποὺ δὲν ἔπιασα τίποτα ὅλο τὸ βράδυ, τώρα, ἐπειδὴ μοῦ τὸ λὲς ἐσύ, θὰ ρίξω τὸ δίχτυ». Δεῖτε πόσο ἀνταμείφθηκε τὸ παιδὶ τῆς ὑπακοῆς: ἔπιασε τόσα ψάρια ὥστε νὰ φωνάξει καὶ δεύτερο πλοῖο, ἀλλὰ καὶ τὰ δύο μαζὶ νὰ δυσκολευτοῦν νὰ μεταφέρουν τὸ φορτωμένο δίχτυ. 

            πομένως, μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος μέσῳ αὐτοῦ τοῦ περιστατικοῦ ὅτι ἡ ὑπακοὴ ἀποτελεῖ τὴν ρίζα καὶ τὸ θεμέλιο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Βεβαίως, ὄχι ὁποιαδήποτε ὑπακοή, ἀλλὰ ἡ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐκφράζεται ἀπὸ πνευματικοὺς πατέρες ποὺ καὶ οἱ ἴδιοι κάνουν ὑπακοή, διότι ἂν ὑπακοῦμε πατέρες ἀνυπότακτους, εἶναι σὰν νὰ ἐπιτρέπουμε στὸν ἑαυτό μας νὰ μᾶς καθοδηγοῦν τυφλοί, μὲ τελικὸ προορισμὸ τὸν ψυχικό μας (καὶ τὸν σωματικὸ σὲ πολλὲς περιπτώσεις) θάνατο. 

            Μόλις ἐπέστρεψαν πίσω στὸ λιμάνι καὶ ξεφόρτωσαν τὸ δίχτυ, ὁ Πέτρος ἔκθαμβος πλησίασε τὸν Χριστὸ καὶ ἔχοντας συνειδητοποιήσει ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, τὸν παρακάλεσε: «Κύριε, φύγε ἀπὸ κοντά μου, διότι εἶμαι ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος». Γιὰ νὰ φτάσει ὁ Πέτρος στὸ σημεῖο νὰ κατανοήσει τόσο γρήγορα τὸν Χριστὸ καὶ νὰ Τὸν ἐμπιστευθεῖ ἀπόλυτα, σημαίνει ὅτι εἶχε καθαρή, ἁγνὴ καρδιὰ καὶ συνείδηση. Σὲ ἀντίθεση μὲ πολλοὺς ἐξ΄ ἡμῶν ποὺ ἀντὶ νὰ δοῦμε καὶ νὰ κρίνουμε μὲ νηφαλιότητα τὰ καλὰ ἔργα τοῦ καθενός, βασιζόμαστε σὲ φῆμες καὶ σχηματίζουμε διαστρεβλωμένες, ψεύτικες εἰκόνες τὶς ὁποῖες φτάνουμε σὲ σημεῖο νὰ πιστεύουμε ὡς ἀληθινές.

            Δὲν εἶναι, ὅμως, μόνο θαυμαστὴ ἡ ταχύτητα μὲ τὴν ὁποία ὁ Πέτρος ἀναγνώρισε τὸν Κύριο, ἀλλὰ καὶ ἡ μεγάλη ταπεινοφροσύνη του. Ὁ Πέτρος θεώρησε τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο μέχρι καὶ νὰ στέκεται κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ὁ Ἰησοῦς τοῦ προσέφερε τὸ μέγιστο ἀποστολικὸ ἀξίωμα. Ἔκανε, δηλαδή, Ἀπόστολό Του ἕναν ἄνθρωπο ὄχι μὲ βάση τὶς περγαμηνὲς καὶ τὰ πτυχία του, ἀλλὰ μὲ βάση τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη του. Ἔτσι, ὁ Σίμων κατάφερε νὰ γίνει Πέτρος, ἡ πέτρα τῆς Ἐκκλησίας. 

            Βεβαίως, πολὺ σημαντικὸ τμῆμα τῆς σημερινῆς περικοπῆς εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στὴν ἀποδοχὴ τῆς πρόσκλησης τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς πρώτους Ἀποστόλους. Ὅλοι εἶχαν τὶς δουλειές, τὶς οἰκογένειες, τὰ σπίτια τους· ὅταν, ὅμως ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε «ἐλάτε», ἄφησαν ἀμέσως τὰ πάντα καὶ Τὸν ἀκολούθησαν. Ἂν ἄρχιζαν νὰ σκέφτονται: «καὶ τώρα τί θα τρώω, πού θὰ μένω, μήπως θὰ κρυώσω, μήπως δὲν θὰ ἀντέξω, μήπως δὲν θὰ εἶναι καλὸ νὰ ἀφήσω τοὺς γονεῖς μου καὶ νὰ φύγω;», κανένας δὲν θὰ γινόταν Ἀπόστολος Χριστοῦ.

            ν κατακλείδι, τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἂν πάντοτε ἔχουμε στὴ σκέψη μας καὶ προσπαθοῦμε νὰ ἐφαρμόζουμε τὰ νοήματά του, θὰ βιώσουμε ὅλη τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ κουραστοῦμε, οὔτε θὰ ἀρνηθοῦμε νὰ ἀσκήσουμε τὴν ὑπακοή. Θὰ εἴμαστε πρόθυμοι, μὲ πνεῦμα θυσίας. Θὰ διψᾶμε νὰ ἀκοῦμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Θὰ προσέχουμε τοὺς τρόπους συμπεριφορᾶς μας. Δὲν θὰ θεωρήσουμε ποτὲ τὸν ἑαυτό μας ἄξιο γιὰ τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Θὰ εἴμαστε ταπεινοὶ καὶ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς δίνει πλούσια τὴν εὐλογία Του, ὅπως τὴν ἔδωσε στοὺς γνήσιους Μαθητές Του.         

Μετ’ εὐχῶν,

Ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2025

ΤΑ 270 ΕΤΗ ΑΠΟ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ / ΡΑΝΤΙΣΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΛΑΤΙΝΩΝ (Μία σημαντικὴ ἐπέτειος 1755/6 - 2025/6)



Τὰ 270 ἔτη ἀπὸ τῆς συνοδικῆς καταδίκης τοῦ βαπτίσματος / ραντίσματος τῶν Λατίνων 1

Α´. Τὸ ἔτος 1755 ἐξεδόθη ὑπὸ τοῦ Πάπα Βενεδίκτου ΙΔ´ (1740 -1758) βοῦλλα, ἡ ὁποία ἀνεγνώριζε τὸ ἔγκυρο τῶν Ὀρθοδόξων Μυστηρίων καὶ Τελετῶν, μετὰ ἀπὸ σχετικὴ ὑπόδειξι τῶν Ἰησουϊτῶν καὶ Οὐνιτῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ ἰδιαίτερη ἔντασι ἐδραστηριοποιοῦντο προσηλυτιστικῶς στὴν καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολὴν καὶ διέδιδαν, ὅτι δῆθεν δὲν ὑπάρχει καμμία διαφορὰ μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Λατίνων, ἰδίως μάλιστα στὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ὥστε νὰ προσελκύουν τοὺς Εὐσεβεῖς στὸν Παπισμό.

ν τῷ μεταξύ, εἶχε προηγηθῆ βαθὺς διχασμὸς στὴν Κωνσταντινούπολι μεταξὺ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ὑπὲρ τῆς κατ᾿ οἰκονομίαν ἀποδοχῆς τοῦ βαπτίσματος / ραντίσματος τῶν Δυτικῶν καὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἀπέρριπταν αὐτὸ ὡς «ψευδώνυμον», ἐφ᾿ ὅσον ἐτελεῖτο διὰ ραντισμοῦ καὶ ὄχι διὰ τριῶν πλήρων καταδύσεων.

ξ αἰτίας τῶν μακρῶν καὶ ζωηρῶν ἐρίδων, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Ε´ (α. 1748-1751, β. 1752-1757), συνεκάλεσε Σύνοδον τὸν Ἰούλιο τοῦ 1755, στὴν ὁποία ἔλαβαν μέρος καὶ οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, Ἀλεξανδρείας Ματθαῖος (1746-1765) καὶ Ἱεροσολύμων Παρθένιος (1737-1766).

 ἱερὰ αὐτὴ Σύνοδος κατεδίκασε καὶ ἀπέβαλε τὸ βάπτισμα / ράντισμα τῶν Λατίνων καὶ γενικῶς ὅλων τῶν Δυτικῶν, ἡ δὲ Πρᾶξις αὐτὴ (ὁ σχετικὸς Ὅρος ἐδημοσιεύθη τὸ 1756), εἶναι, ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι, μέχρι σήμερα ἡ τελευταία σχετικὴ ἐπίσημος ἀπόφασις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Εἶναι ἀξιοσημείωτον, ὅτι οἱ καλύτεροι Ὀρθόδοξοι Θεολόγοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης (π.χ. Εὐστράτιος Ἀργέντης, Εὐγένιος Βούλγαρις), ὁ Λαὸς καὶ οἱ Μοναχοὶ ἐτάχθησαν ἀνεπιφυλάκτως ὑπὲρ τῆς στάσεως αὐτῆς τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Κυρίλλου Ε´, ὁ ὁποῖος εἶχε πάντα τὰ γνωρίσματα τοῦ γνησίου Ὀρθοδόξου Ἀρχιερέως, ἐνστερνιζόμενος τὴν Ἡσυχαστική- Κολλυβαδικὴ Παράδοσι.

ν προκειμένῳ, εἶναι πολὺ σημαντικὸς ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ Πατριάρχου Κυρίλλου Ε´ ὑπὸ τοῦ σπουδαίου λογίου τῆς ἐποχῆς του Σεργίου Μακραίου (1735;-1819):

«Ἦν ... τὴν γνώμην εὐθύς, τὸν τρόπον ἁπλοῦς, εἰ καί τισι ποικίλος ἐδόκει, πρὸς τὰς πολλὰς μηχανὰς τῶν ἀντιπάλων πολλαχῶς ἀντιτασσόμενος, φιλάρετος, φιλάγαθος, ἐπιεικής, φιλομαθής, τῇ ἀναγνώσει τῶν θείων βιβλίων προσκείμενος, βίον ἡρημένος τὸν τελεώτερον, διὸ καὶ ἀγρυπνίας μείζονας καὶ νηστείας συνεχεστέρας ἐποίει, καὶ ἀκολουθίας ἐκκλησιαστικὰς μακροτέρας ἐφίλει, καὶ πρὸς πάντα γενναῖος ἐδόκει, ὀξύς τε περὶ τὰ πρακτέα, καὶ σφοδρὸς πρὸς τὰ δόξαντα, ἄτρεπτος καὶ ἀδεὴς πρὸς τὰ ἀντιπίπτοντα. Ἐντεῦθεν καὶ ζηλωτὴς τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων διάπυρος ἐγνωρίζετο καὶ παρὰ παντὸς τοῦ λαοῦ διεθρυλεῖτο καὶ διαφερόντως ἠγαπᾶτο, τῇ ἀγλαΐᾳ τῶν ἰδίων ἀρετῶν συμπάντων τὰς ψυχὰς καταθέλγων καὶ ἐφελκόμενος, εἰ καὶ τὸν ἀληθῆ ζῆλον ἀνδρὸς ποικίλως συγκαλύψαι ἐτεχνῶντο οἱ διαβάλλοντες, πανοῦργον αὐτὸν ἀποκαλοῦντες, ὥσπερ οἱ αἱρετικοὶ αἱρετικὸν ἐδυσφήμουν τὸν ὀρθοδοξότατον...»2 .

 * * *

Β´. Στοὺς κόλπους τῆς λεγομένης Οἰκουμενικῆς Κινήσεως (1920 κ.ἑ.) ἔγιναν καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ γίνωνται ἐκτενεῖς συζητήσεις ἰδίως γιὰ τὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, μὲ τὸ Ὁποῖο πραγματοποιεῖται ἡ εἴσοδος στὴν Μία καὶ Μοναδικὴ Ἐκκλησία.

Οἱ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενισταὶ στὶς συζητήσεις αὐτὲς δὲν λαμβάνουν ὑπ᾿ ὄψιν τους τὴν Ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια, δὲν ἀκολουθοῦν τὴν Εὐαγγελική, Ἀποστολική, Συνοδικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοσι.

χουν διατυπώσει εὐκρινέστατα τὴν ἀντορθόδοξη ἄποψι καὶ ἐπιμένουν εἰς αὐτήν, ὅτι τὸ «πνεῦμα τῆς ἀδελφοσύνης» μεταξὺ αὐτῶν καὶ τῶν Παπικῶν «προέρχεται ἐκ τοῦ μοναδικοῦ Βαπτίσματος καὶ τῆς συμμετοχῆς εἰς τὴν μυστηριακὴν ζωήν», ἐφ᾿ ὅσον «ὡς ἐκ τοῦ Βαπτίσματός των εἶναι ἐνσωματωμένοι εἰς τὸν Χριστόν»3!

πίσης, στὸ Κείμενο τῆς Βελεμενδίου Ἑνώσεως (Λίβανος, Ἰούνιος 1993), ὑπεγράφη ἀπὸ τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστὰς καὶ τοῦ Βατικανοῦ μεταξὺ ἄλλων καὶ ἡ ἑξῆς δήλωσις, μὲ τὴν ὁποία διεκηρύχθη σαφέστατα ἡ αὐτοσυνειδησία τους, ὅτι Παπισμὸς καὶ Ὀρθοδοξία εἶναι δῆθεν Ἀδελφὲς Ἐκκλησίες, ἔχουν δῆθεν Κοινὰ Μυστήρια καὶ ἔχουν δῆθεν Κοινὲς Σωτηριολογικὲς Δυνατότητες:

«Ἐκατέρωθεν ἀναγνωρίζεται, ὅτι ὅσα ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστὸς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν Του – ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, μετοχὴ εἰς τὰ αὐτὰ μυστήρια, κυρίως εἰς τὴν μίαν ἱερωσύνην τὴν τελοῦσαν τὴν μίαν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολικὴν διαδοχὴν τῶν ἐπισκόπων – δὲν δύνανται νὰ θεωρηθοῦν ὡς ἀποκλειστικὴ ἰδιοκτησία μιᾶς τῶν ἡμετέρων Ἐκκλησιῶν. Εἶναι σαφὲς ὅτι ἐντὸς τοῦ πλαισίου τούτου ἀποκλείεται πᾶς ἀναβαπτισμός»4 .

Ε
ἶναι προφανέστατον, ὅτι ἡ Ἕνωσις τῶν ὀρθοδόξων καὶ παπικῶν Οἰκουμενιστῶν στὸ Βελεμένδιο τοῦ Λιβάνου ἀπετέλεσε τὸν θρίαμβο τῆς παπικῆς διπλωματίας καὶ ἀπέδειξε μὲ τὸν πλέον ἀναμφισβήτητο τρόπο, ὅτι τὸ ἀρχικῶς θεωρούμενο ὡς μικρὸ καὶ δευτερεῦον ζήτημα τῆς ἀλλαγῆς τοῦ Ἡμερολογίου τὸ 1924 ὡδήγησε στὴν ἀθέτησι τῶν μεγάλων καὶ πρωτευόντων, δηλαδὴ στὸν πλήρη ἐξοικουμενισμὸ καὶ ἐκλατινισμὸ τῶν ὀρθοδόξων.

 * * *

Γ´. Εἶναι ὅμως καὶ γιὰ ἕναν ἀκόμη λόγο πολὺ ἐπίκαιρος ἡ ἀναδρομὴ στὸν Ὅρον τοῦ 1755 περὶ τοῦ λεγομένου βαπτίσματος τῶν Δυτικῶν, ἐφ᾿ ὅσον τὸ τελούμενο σήμερα βάπτισμα ἀκόμη καὶ στὰ ὅρια τῆς Καινοτομίας, δηλαδὴ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ- Νεοημερολογιτισμοῦ, τείνει νὰ καταστῆ κατ᾿ ἀκρίβειαν ράντισμα.

Οἱ διαφορὲς ὅμως Βαπτιζομένου καὶ Ραντιζομένου εἶναι ἀγεφύρωτες, ὅπως πολὺ χαρακτηριστικὰ τὶς ἐπισημαίνει ὁ ἀείμνηστος Διδάσκαλος τοῦ Γένους Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ἐξ Οἰκονόμων (1780-1857):

α) Ὁ πρῶτος «ἐνθάπτεται ὡς νεκρὸς ἐν τάφῳ», «καὶ πάλιν ἀνίσταται», εἰς «μίμησιν τοῦ Κυρίου».  δεύτερος «ἐπιβρεχόμενος, ἵσταται ὄρθιος» καὶ «οὔτε καταβαίνει, οὔτε πάλιν ἀναβαίνει... ὡς ἐκ τάφου». β)  α´ «διὰ τοῦ ἰδίου σώματος τὴν τριήμερον ταφὴν καὶ ἀνάστασιν ἐξεικονίζει».  β´ «αὐτὸς μὲν οὐδαμῶς ἐξεικονίζει τὸ μυστήριον«, μὴ μετέχων εἰς τὸ γεγονὸς καθ᾿ αὑτό. Διὰ δὲ τοῦ ραντισμοῦ ὑφίσταται «ἀλλόκοτον καὶ παρὰ φύσιν... ἐνταφιασμόν».

 γ) Ὁ α´ «ἔχει τὸν τάφον... εἰς ὃν... καταβαίνει». Ὁ β´ «φέρει τὸν τάφον οἷον ἐπικείμενον ἐπὶ κεφαλῆς, κἀκεῖθεν κατερχόμενον μέχρι ποδῶν, οὗ τί ἂν γένοιτο ψευδέστερον;»5 .

 Διαπιστώνεται λοιπόν, ὅτι ἦσαν ὄντως θεοφόροι καὶ θεοκίνητοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅταν ὑπεστήριζαν διὰ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ὅτι

 «ἡ ἐν ὀλίγῳ τῆς ἀληθείας παρατροπή, τῇ ἀσεβείᾳ τὴν πάροδον δέδωκεν»6 .
[ἡ μικρὰ ἀπόκλισις ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν, ἔχει δώσει εἴσοδο / δίοδο στὴν ἀσέβεια].

* * *

Ὅρος τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας περὶ τοῦ βαπτίσματος τῶν Δυτικῶν [ Ἰούλιος 1755 ]

Πολλῶν ὄντων τῶν μέσων, δι᾿ ὧν τῆς σωτηρίας ἡμῶν ἀξιούμεθα καὶ τούτων, ὡς εἰπεῖν, κλιμακηδὸν ἀλληλενδέτων καὶ ἀλληλουχουμένων ὄντων, ἅτε δὴ πάντων πρὸς τὸ αὐτὸ τέλος ἀφορώντων, πρῶτόν ἐστι τὸ τοῖς ἱεροῖς Ἀποστόλοις θεοπαράδοτον Βάπτισμα, οἷα δὴ τῶν λοιπῶν τούτου χωρὶς ἀπρακτούντων· «ἐὰν γάρ τις μὴ γεννηθῇ, φησίν, ἐξ ὕδατος καὶ πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»· ἔδει καὶ γὰρ ἀναγκαίως, τῆς πρώτης γεννήσεως ἐπὶ τὸν θνητὸν τουτονὶ βίον παραγαγούσης τὸν ἄνθρωπον, γέννησιν ἑτέραν ἐξευρεθῆναι καὶ τρόπον μυστικώτερον, μήτε ἀπὸ φθορᾶς ἀρχόμενον, μήτε εἰς φθορὰν καταλήγοντα, δι᾿ οὗ γένοιτ᾿ ἂν ἡμῖν δυνατὸν μιμήσασθαι τὸν ἀρχηγὸν τῆς σωτηρίας ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.

Τὸ γὰρ ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος ἐν τάξει μήτρας λαμβάνεται, καὶ τόκος τῷ τικτομένῳ γίνεται, ἧ φησιν ὁ Χρυσόστομος· τὸ δὲ ἐν τῷ ὕδατι ἐπιφοιτῶν Πνεῦμα ἐν τάξει Θεοῦ τὸ ἔμβρυον διαπλάττοντος· καὶ ὥσπερ Ἐκεῖνος μετὰ τὴν ἐν τάφῳ κατάθεσιν τριταῖος ἐπὶ τὴν ζωὴν ἀνεφοίτησεν, οὕτως οἱ πιστεύοντες, ἀντὶ τῆς γῆς, τὸ ὕδωρ ὑποδυόμενοι, ἐν τρισὶ καταδύσεσι τὴν τριήμερον ἑαυτοῖς χάριν τῆς Ἀναστάσεως ἐξεικονίζουσιν, ἁγιαζομένου τοῦ ὕδατος τῇ ἐπιφοιτήσει τοῦ παναγίου Πνεύματος, ὡς ἂν τῷ μὲν φαινομένῳ ὕδατι τὸ σῶμα φωτίζοιτο, τῷ δὲ ἀοράτῳ Πνεύματι τὸν ἁγιασμὸν ἡ ψυχὴ λήψαιτο· ὡς γὰρ τὸ ἐν τῷ λέβητι ὕδωρ τῆς τοῦ πυρὸς μεταλαμβάνει θερμότητος, οὕτω τὸ ἐν τῇ κολυμβήθρα ὕδωρ τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ Πνεύματος εἰς θείαν μεταστοιχειοῦται δύναμιν, καθαῖρον μὲν καὶ υἱοθεσίας ἀξιοῦν τοὺς οὕτω βαπτιζομένους, τοὺς δὲ ἄλλως πως τελουμένους, ἀντὶ καθάρσεως καὶ υἱοθεσίας ἀκαθάρτους καὶ σκότους υἱοὺς ἀποφαῖνον.

πειδὴ τοιγαροὺν πρὸ χρόνων ἤδη τριῶν ζήτημα ἀνεφύη, εἰ τὰ παρὰ τὴν Παράδοσιν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ θείων Πατέρων καὶ παρὰ τὴν συνήθειαν καὶ διαταγὴν τῆς Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἐπιτελούμενα βαπτίσματα τῶν αἱρετικῶν δεκτά ἐστι, προσερχομένων ἡμῖν, ἡμεῖς, ἅτε θείῳ ἐλέει τῇ ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ἐντραφέντες, καὶ τοῖς Κανόσι τῶν ἱερῶν Ἀποστόλων καὶ θείων Πατέρων ἑπόμενοι, καὶ μίαν μόνην γινώσκοντες τὴν ἡμετέραν ἁγίαν Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν, καὶ ταύτης τὰ Μυστήρια, ἑπομένως καὶ τὸ θεῖον Βάπτισμα, ἀποδεχόμενοι, τὰ δὲ ὑπὸ τῶν αἱρετικῶν, ὅσα μὴ ὡς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον τοῖς ἱεροῖς Ἀποστόλοις διετάξατο καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέχρι τῆς σήμερον ποιεῖ, ἐπιτελούμενα, ἐφευρέματα ἀνθρώπων διεφθαρμένων ὄντα, ὡς ἀλλόκοτα καὶ τῆς Ἀποστολικῆς ὅλης Παραδόσεως ἀλλότρια γινώσκοντες, ἀποστρεφόμεθα κοινῇ διαγνώσει.

Καὶ τοὺς ἐξ αὐτῶν ἡμῖν προσερχομένους ὡς ἀνιέρους καὶ ἀβαπτίστους δεχόμεθα, ἑπόμενοι τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ, τῷ τοῖς Μαθηταῖς αὑτοῦ ἐντειλαμένῳ βαπτίζειν «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»· τοῖς τε ἱεροῖς καὶ θείοις Ἀποστόλοις, διαταττομένοις ἐν τρισὶ καταδύσεσι καὶ ἀναδύσεσι τοὺς προσερχομένους βαπτίζειν καὶ ἐν ἑκάστῃ τῶν καταδύσεων ἓν ὄνομα ἐπιλέγειν τῆς ἁγίας Τριάδος· τῷ τε ἱερῷ καὶ ἰσαποστόλῳ Διονυσίῳ, λέγοντι «τρὶς ἐν κολυμβήθρᾳ ὕδωρ καὶ ἔλαιον ἡγιασμένα ἐχούσῃ τὸν προσερχόμενον παντὸς ἀμφίου γεγυμνωμένον βαπτίζειν, τὴν τρισσὴν τῆς θείας μακαριότητος ἐπιβοήσαντα ὑπόστασιν, καὶ εὐθὺς τῷ θεουργικωτάτῳ Μύρῳ τὸν βαπτισθέντα ἐπισφραγίζειν, καὶ μέτοχον ἀποφαίνειν λοιπὸν τῆς ἱεροτελεστικωτάτης Εὐχαριστίας· τῇ τε Δευτέρᾳ καὶ Πενθέκτῃ ἁγίαις Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις, διαταττομέναις τοὺς μὴ βαπτιζομένους εἰς τρεῖς ἀναδύσεις καὶ καταδύσεις καὶ ἐν ἑκάστῃ τῶν καταδύσεων μίαν ἐπίκλησιν τῶν θείων Ὑποστάσεων μὴ ἐπιβοῶντας, ἀλλ᾿ ἄλλως πως βαπτιζομένους, ὡς ἀβαπτίστους προσδέχεσθαι τῇ Ὀρθοδοξίᾳ προσιόντας.

Τούτοις τοίνυν τοῖς θείοις καὶ ἱεροῖς Διατάγμασιν ἑπόμενοι καὶ ἡμεῖς, τὰ μὲν τῶν αἱρετικῶν βαπτίσματα, ὡς ἀπάδοντα καὶ ἀλλότρια τῆς ἀποστολικῆς θείας διατάξεως καὶ ὕδατα ἀνόνητα, ὡς ὁ ἱερὸς Ἀμβρόσιος καὶ ὁ μέγας φησὶν Ἀθανάσιος, καὶ ἁγιασμὸν μηδένα παρέχοντα τοῖς ταῦτα δεχομένοις, καὶ πρὸς κάθαρσιν ἁμαρτημάτων οὐδὲν ὠφελοῦντα, ἀπόβλητα καὶ ἀποτρόπαια ἡγούμεθα.

Τοὺς δ ᾿ ἐξ αὐτῶν ἀβαπτίστως βαπτιζομένους ὡς ἀβαπτίστους ἀποδεχόμεθα, προσερχομένους τῇ Ὀρθοδόξῳ Πίστει, καὶ ἀκινδύνως αὐτοὺς βαπτίζομεν, κατὰ τοὺς Ἀποστολικοὺς καὶ Συνοδικοὺς Κανόνας, οἷς ἀραρότως ἐπιστηρίζεται ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ καὶ Ἀποστολικὴ καὶ Καθολικὴ Ἐκκλησία, ἡ κοινὴ Μήτηρ πάντων ἡμῶν.

Καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ κοινῇ ἡμῶν διαγνώσει καὶ ἀποφάνσει σφραγίζομεν τὸν Ὅρον ἡμῶν τοῦτον, ταῖς Ἀποστολικαῖς καὶ Συνοδικαῖς Διαταγαῖς συνάδοντα, διαβεβαιοῦντες αὐτὸν δι᾿ ἡμετέρων ὑπογραφῶν.

Ἐν ἔτει σωτηρίῳ ᾳψνε´ . [1755]
 Κύριλλος ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης καὶ οἰκουμενικὸς πατριάρχης.
 Ματθαῖος ἐλέῳ Θεοῦ πάπας καὶ πατριάρχης τῆς μεγάλης πόλεως Ἀλεξανδρείας καὶ κριτὴς τῆς Οἰκουμένης.
 Παρθένιος ἐλέῳ Θεοῦ πατριάρχης τῆς ἁγίας πόλεως Ἱερουσαλὴμ καὶ πάσης Παλαιστίνης.

῾Υποσημειώσεις
1. Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς κ. Κυπριανοῦ, 4/ 17.6.2025.
 Κύρια βοηθήματα: α. Πρωτοπρεσβυτέρου Γ. Μεταλληνοῦ, «Ὁμολογῶ ἓν Βάπτισμα...», Ἀθῆναι 1983. β. Ἰωάννου Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα..., τόμος Β´, ἐν Ἀθήναις 1953. γ. Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα..., τ. Ε´, Ἀθήνησιν 1858. δ. Mansi, Sacrorum Conciliorum..., τ. 38, Parisiis 1907. ε. Εὐστρατίου Ἀργέντου, Ἄνθος τῆς Εὐσεβείας, ἔκδ. β´, Λειψία 1757. Ϛ. Εὐαγγέλου Α. Σκουβαρᾶ, Στηλιτευτικὰ Κείμενα τοῦ ΙΗ´ αἰῶνος (κατὰ τῶν Ἀναβαπτιστῶν), Ἀθῆναι 1967. ζ. Ἑλένης Γ. Γιαννακοπούλου, Τὸ Βάπτισμα τῶν μὴ ὀρθοδόξων, 1453-1756..., ἔκδ. β´, Ἀθήνα 2015. η. Χρήστου Κ. Παπαθανασίου, Τὸ «κατ᾿ ἀκρίβειαν» Βάπτισμα καὶ οἱ ἐξ αὐτοῦ παρεκκλίσεις, Ἀθήνα 2001.
 Ὁ Ὅρος ἐδημοσιεύθη τὸ πρῶτον τὸ 1756, στὸ ἔργο «Ραντισμοῦ Στηλίτευσις », σελ. ρογ´- ροϚ´.
2. Π. Γ. Μεταλληνοῦ, ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 62, ὑποσημ. 287.
3. Ἀρχιμ. Κυπριανοῦ Ἁγιοκυπριανίτου, Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις, σελ. 18, Ἀθήνα 1997 («Κοινὸ Ἀνακοινωθὲν» πατριάρχου Βαρθολομαίου καὶ πάπα Ἰωάννου Παύλου Β´, Ρώμη 1995. Βλ. περιοδ. «Ἐπίσκεψις», ἀριθμ. 520/31.7.1995, σελ. 20).
4. Ἐφημερ. «Καθολική», ἀριθμ. 2.705/20.7.1993, σελ. 3: «Ἡ Οὐνία ὡς μέθοδος ἑνώσεως κατὰ τὸ παρελθόν, καὶ σημερινὴ ἀναζήτησις τῆς πλήρους κοινωνίας», § 13 (Τὸ ἐπίσημο κείμενο τῆς «Ζ´ Ὁλομελείας τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου», Βελεμένδιον Λιβάνου, 17-24.6.1993).
5. Π. Γ. Μεταλληνοῦ, ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 42, ὑποσημ. 184.
6. Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, PG τ. 44, στλ. 1249.