† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2023

ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


 κάθε Ὀρθόδοξος Ναὸς συμβολίζει τὸ Πλοῖο τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο εἶναι θεανθρώπινο καὶ θεοΐδρυτο. Καθὼς τὰ κύματα τῶν παθῶν μᾶς κτυποῦν· καθὼς ὁ κόσμος, τὸ περιβάλλον μας θεριεύει· καθὼς ὁ ἐχθρὸς καὶ ἡ εὐπερίστατος ἁμαρτία ἀπειλοῦν πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως νὰ μᾶς συντρίψουν στὰ βράχια, εἶναι καλὸ νὰ θυμώματε ὅτι, ἐφ᾿ ὅσον παραμένουμε ἐπάνω καὶ μέσα στὸ Πλοῖο τῆς Ἐκκλησίας, εἴμαστε ἀσφαλεῖς. Κυβερνήτης στὸ τιμόνι τοῦ Πλοίου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας... Τὸ πλήρωμά Του εἶναι ἡ Παναγία μας, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ ὅλος ὁ χορὸς τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος Ἁγίων... Γνωρίζουμε, ὅτι τὸ Πλοῖο αὐτὸ κατευθύνεται πρὸς ἀσφαλῆ Λιμένα, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιατί λοιπὸν ἀγχωνόμαστε;... Γιατί ἀνησυχοῦμε;... Γιατί ὀλιγοψυχοῦμε;... Ἂς παραμείνουμε ἐπάνω καὶ μέσα στὸ Πλοῖο, ἐν Μετανοίᾳ, ἐν Ἀγάπῃ, καὶ μὲ Ἐλπίδα... Καὶ ἔχει ὁ Θεός!...


Ὁ Ἐρανιστὴς


† ὁ Μητροπολίτης Κυπριανὸς


30.10.2023 ἐκ. ἡμ.,


† Ἁγίας Ὁσιομάρτυρος Ἀναστασίας τῆς Ῥωμαίας

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2023

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ 2023 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 9634

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

            Μὲ ὅλη μας τὴν ψυχὴ πρέπει νὰ δοξάζουμε τὸν Θεό, καθώς, σὺν τοῖς ἄλλοις, μᾶς ἀξίωσε καὶ μᾶς ἀξιώνει νὰ ἀκοῦμε αὐτὰ ποὺ πολλοὶ προφῆτες, βασιλιάδες καὶ δίκαιοι ἤθελαν νὰ ἀκούσουν στὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχή, ἀλλὰ δὲν ἄκουσαν. Καὶ τί ἀκοῦμε; Ἀκοῦμε τὴν ἴδια τὴν πηγὴ τῆς σοφίας νὰ μᾶς διδάσκει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ καλύπτει μὲ τὴν ἐξουσία τὴν ὁποία μόνο Ἐκεῖνος διαθέτει, τὰ λεγόμενα «ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα», ἢ τὶς ἀπορίες μας γιὰ τὴν μετὰ θάνατον ζωή. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ, ὡστόσο, ὅτι ὁ Κύριός μας σὲ ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἀναφέρθηκε στὴν μετὰ θάνατον ζωὴ ἐλάχιστες φορές. Στὸ μεγαλύτερο τμῆμα τοῦ Εὐαγγελίου ὁ Χριστὸς μᾶς διδάσκει πῶς πρέπει νὰ ζήσουμε σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ γιὰ νὰ μὴν πεθάνουμε ὅταν πεθάνουμε. 

            Μία ἀπὸ τὶς ἐλάχιστες ἀναφορὲς τοῦ Χριστοῦ στὴν μέλλουσα ζωὴ γίνεται στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ διήγηση τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου καὶ τοῦ πλουσίου. Ἡ διήγηση αὐτὴ ἀπὸ ἄλλους θεωρεῖται παραβολή, καθὼς μοιάζει μὲ τὶς ὑπόλοιπες εὐαγγελικὲς παραβολές, ἐνῶ ἀπὸ ἄλλους ὄχι, διότι σὲ ὅλες τὶς ἄλλες παραβολὲς προηγεῖται τὸ «εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην», ἐνῶ ἐδὼ ἀπουσιάζει ἡ φράση αὐτή. Ἐπίσης, ἡ σημερινὴ διήγηση ἀναφέρεται σὲ κάποιο πρόσωπο μὲ τὸ ὄνομα Λάζαρος καὶ εἶναι σὰν μία προοικονομία τῆς ἀναστάσεως τοῦ Δικαίου Λαζάρου ποὺ συνέβη λίγο καιρὸ ἀργότερα. 

            ναφέρει λοιπόν, ὁ Κύριος ὅτι κάποιος πλούσιος ἄνθρωπος φοροῦσε πολύτιμα ἐνδύματα καὶ κάθε μέρα «εὐφραινόταν λαμπρῶς».Ἦταν κοντὰ στὸν πλούσιο καὶ ἕνας φτωχὸς μὲ τὸ ὄνομα Λάζαρος, ὁ ὁποῖος θρεφόταν μὲ τὰ ἀποφάγια ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου καὶ τὰ σκυλιὰ ἔγλιφαν τὶς πληγές του. Πέθαναν κάποτε οἱ δύο ἄνθρωποι καὶ ὁ μὲν Λάζαρος πήγε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατριάρχη Ἀβραάμ, ὁ δὲ πλούσιος στὸν Ἅδη. Καθὼς βασανιζόταν στὸν Ἅδη, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε τὸν φτωχὸ στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατριάρχη καὶ εἶπε «πάτερ Ἀβραάμ, στεῖλε τὸν Λάζαρο νὰ βάλει τὴν ἄκρη τοῦ δαχτύλου του στὸ νερὸ καὶ νὰ βρέξει τὰ χείλη μου, γιατὶ αἰσθάνομαι ὀδύνη μέσα σὲ αὐτὴ τὴν φλόγα». Καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἀπάντησε: «θυμήσου, παιδί μου, ὅτι ἐσὺ ἀπόλαυσες τὰ ἀγαθὰ ὅσο ζοῦσες καὶ ὁ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά. Τώρα, λοιπόν, ἐκεῖνος παρηγορεῖται καὶ ἐσὺ βασανίζεσαι. Ἄλλωστε, ὑπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ μας, ὥστε νὰ μὴν μποροῦν οἱ ἀπὸ ἐδὼ νὰ πάνε ἐκεί, οὔτε οἱ ἀπὸ ἐκεὶ νὰ ἔρθουν ἐδώ». Εἶπε πάλι ὁ πλούσιος «σὲ παρακαλῶ, πάτερ, στεῖλε τὸν Λάζαρο στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου γιατὶ ἔχω πέντε ἀδελφούς. Νὰ τοὺς μαρτυρήσει τὴν μεταθανάτια κατάσταση γιὰ νὰ μὴν ἔλθουν καὶ αὐτοὶ στὸν τόπο τῆς βασάνου». Ὁ Ἀβραὰμ ἀπάντησε: «ἔχουν τὰ βιβλία τοῦ Μωϋσῆ καὶ τῶν προφητῶν, ἂς ἀκούσουν αὐτούς». «Ὄχι πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλὰ ἂν κάποιος ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ μετανοήσουν». Εἶπε, κλείνοντας ὁ Ἀβραάμ: «ἂν δὲν ἀκοῦνε τὸν Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, οὔτε ἂν κάποιος ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκροὺς θὰ πεισθοῦν».

            χοντας ἀκούσει ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ τὰ παραπάνω, θὰ ἤθελα νὰ ἐκφράσω μία ἀπορία: «Ποιά ἁμαρτία, τελικά, ἔκανε ὁ πλούσιος γιὰ νὰ κολαστεῖ στὸν τόπο τῆς βασάνου;». Στὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἀναφέρεται ὅτι ἔκανε κάποια ἁμαρτία, οὔτε ὅτι ἀπέκτησε παράνομα τὴν περιουσία του. Ἀναφέρεται μόνο ὅτι εὐφραινόταν κάθε μέρα λαμπρῶς. Μήπως καταδικάσθηκε ἐπειδὴ ἦταν πλούσιος καὶ ἀπολάμβανε τὶς ἀνέσεις ποὺ ἀναλογοῦσαν στὴν οἰκονομική του κατάσταση; Μὰ καὶ ὁ Πατριάρχης Ἀβραὰμ ἦταν ἀπὸ τοὺς πλουσιωτέρους ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του, ὡστόσο ἡ ἀγκαλιά του ἔγινε ὁ τόπος ἀνάπαυσης τῶν Δικαίων, σύμφωνα μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση. Ἑπομένως, ἡ κόλαση ἢ ὁ παράδεισος δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὰ πλούτη. Ὁ πλούσιος τῆς περικοπῆς κολάσθηκε διότι τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔστεκε πεσμένος στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του καὶ χόρταινε ἀπὸ τὰ ἀποφάγια του, τὴν πονεμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὸν ταλαιπωρημένο Λάζαρο, ποτὲ δὲν τὸν πρόσεξε, ποτὲ δὲν τοῦ ἔδωσε σημασία, ποτὲ δὲν γύρισε νὰ τὸν κοιτάξει καὶ ἂν ὄχι νὰ τὸν ταΐσει, τουλάχιστον νὰ τοῦ πεῖ ἕναν συμπονετικὸ λόγο. Μάλλον γιὰ αὐτὴ τὴν σκληροκαρδία ὀφείλονται οἱ ὑπέρμετρες ἐπίγειες ἠδονὲς τὶς ὁποῖες ἀπολάμβανε. Ἡ πρόσκαιρη ἠδονὴ ἔφερε τὴν σκληροκαρδία καὶ αὐτὴ μὲ τὴ σειρά της τὴν αἰώνια ὀδύνη.

            σον ἀφορᾶ τὸν Λάζαρο, αὐτὸς δὲν σώθηκε ἐπειδὴ ἦταν φτωχὸς καὶ ἐπειδὴ ταλαιπωρήθηκε. Ἡ ἔλλειψη τῶν χρημάτων δὲν συνεπάγεται τὴν σωτηρία μας. Αὐτὸ ποὺ ὁδήγησε τὸν Λάζαρο στὸν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ, ἦταν ἡ ἀγόγγυστη ὑπομονή του. Ποτέ του δὲν κίνησε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, οὔτε σκέφθηκε νὰ διαπράξει κάποια παρανομία, οὔτε ἀκόμη κακολόγησε ποτὲ τὸν πλούσιο ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἦταν εὐκατάστατος ἐνῶ ὁ Λάζαρος ὄχι. Ἀντιθέτως, δόξαζε τὸν Θεὸ καὶ παρέμενε πράος καὶ ἀνεξίκακος. Κατ’ἀντιστοιχία μὲ ὅσα ἀναφέρθηκαν πιὸ πάνω, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ ἀντιμετώπιση τῆς πρόσκαιρης ὀδύνης ἐξασφαλίζει τὴν αἰώνια ἠδονή. 

            Σημαντικὴ εἶναι ἡ ἀναφορὰ τοῦ Πατριάρχη Ἀβρρὰμ στὸ μεγάλο χάσμα ποὺ χωρίζει τὴν κόλαση ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι κόλαση καὶ παράδεισος εἶναι, ἀντιστοίχως, κατάσταση σκότους καὶ κατάσταση φωτός, κατάσταση λύπης καὶ κατάσταση χαρᾶς. Καὶ οἱ καταστάσεις αὐτὲς εἶναι αἰώνιες, δηλαδὴ δὲν ἔχουν τέλος. Γιὰ νὰ καταλάβουμε κάπως τὴν αἰωνιότητα, ἀρκεῖ νὰ φαντασθοῦμε ἕνα μικρὸ πουλάκι νὰ χτυπάει μὲ τὸ ράμφος του μία φορὰ στὰ δέκα χιλιάδες χρόνια τὸ ὄρος Ἔβερεστ. Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ αὐτὸ κάποια στιγμὴ θὰ γίνει θρίψαλα. Ὁ Παράδεισος, ὅμως, καὶ ἡ κόλαση δὲν θὰ τελειώσουν ποτὲ καὶ κανεὶς δὲν θὰ μπορεῖ νὰ μεταβεῖ οὔτε γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν μία κατάσταση στὴν ἄλλη. Τὰ γήινα χρόνια ποὺ μᾶς δίνει ὁ Κύριος εἶναι ὑπεραρκετὰ γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουμε τὸν Παράδεισο ἢ τὸν Ἅδη. 

            Γιὰ αὐτὲς τὶς ἀλήθειες παρακαλεῖ ὁ βασανισμένος πλούσιος τὸν Ἀβραὰμ νὰ στείλει τὸν Λάζαρο πίσω στὴ γῆ. Γιὰ νὰ τὶς μαρτυρήσει στοὺς ἀδελφούς του ποὺ ζοῦν στὴν ἁμαρτία, ὥστε νὰ μετανιώσουν καὶ νὰ μὴν ἔλθουν καὶ ἐκεῖνοι στὰ βάσανα. Ὁ Ἀβραάμ, ὅμως, ἀρνεῖται καὶ λέει ὅτι ἐφόσον ἔχουν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν τὸν τηροῦν, οὔτε ὁ ἀναστημένος θὰ μπορέσει νὰ τοὺς ὁδηγήσει σὲ μετάνοια. Οἱ ἀδελφοὶ τοῦ πλουσίου πάσχουν ἀπὸ τὸ μεγαλύτερο κακό, τὴν ψυχικὴ πόρωση. Οἱ ἁμαρτίες τοὺς ἔχουν καταστήσει τυφλοὺς καὶ ἐνῶ βλέπουν, δὲν βλέπουν. Ἔχουν πνίξει κάθε ἔλεγχο τῆς συνείδησης, ἔχουν τόσο ἐθιστεῖ στὰ πάθη, ποὺ ἀκόμη καὶ ἡ θέα ἑνὸς ἀναστημένου δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς διορθώσει.

             Ἀβραὰμ μίλησε ἀπόλυτα ὅταν εἶπε ὅτι οὔτε ὁ ἀναστημένος δὲν μπορεῖ νὰ διορθώσει τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ πλουσίου. Ναί, ὅμως, δὲν θὰ ἦταν καλὸ νὰ ἔστελνε ὁ Θεὸς πίσω τὸν Λάζαρο νὰ κηρύξει μετάνοια ὡς μία δεύτερη εὐκαιρία;  Κι ὅμως, τὸ ἔκανε λίγο καιρὸ ἀργότερα. Ἀνέστησε τὸν τετραήμερο Λάζαρο, ὁ ὁποῖος μίλησε γιὰ ὅσα βίωσε μετὰ θάνατον. Ὡστόσο, οἱ Ἰσραηλίτες δὲν μετανόησαν. Μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου σκέφτηκαν νὰ φονεύσουν καὶ τὸν Χριστὸ (τὸ ὁποῖο ἔκαναν), ἀλλὰ καὶ τὸν Λάζαρο. Παρέμειναν, δηλαδή, ἴδιοι. 

            ν κατακλείδι, ἡ ἰδιότητα τοῦ Χριστιανοῦ ποὺ φέρουμε μὲ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, μᾶς ἐπιφορτίζει μὲ τὸ καθῆκον νὰ μὴν παραβλέπουμε τοὺς ἀδελφούς μας ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε πρὸς ὅλους «οἰκτίρμονες (δηλαδὴ ἐλεήμονες), ὅπως καὶ ὁ Οὐράνιος Πατέρας μας οἰκτίρμων ἐστί».  Ἐλεημοσύνη δὲν εἶναι μόνο τὸ νὰ δίνουμε χρήματα. Ἐλεημοσύνη εἶναι, ἐπίσης, τὸ νὰ ποῦμε τὸν καλὸ λόγο, νὰ προσευχηθοῦμε γιὰ τὸν ἀδελφό μας, νὰ τὸν παρηγορήσουμε, νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦμε στὴν ἀσθένειά του, ἢ ἀκόμα καὶ νὰ τὸν ἐλέγξουμε, ἂν χρειαστεῖ, πρὸς ὄφελος τῆς ψυχῆς του. Ἂν ἔτσι ζήσουμε, θὰ χαιρόμαστε ἀκούοντας τὸ «μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται». Ἀμήν.

Μετ’ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας

 ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε' ΛΟΥΚΑ: Ὁμιλία εἰς τόν πλούσιον καί τόν εἰς τόν Λάζαρον (Ὁσίου Ἀστερίου Ἐπισκόπου Ἀμασείας)

 

Ὁμιλία τοῦ Ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀστερίου Ἐπισκόπου Ἀμασείας, στό κατά Λουκάν Εὐαγγέλιον εἰς τόν πλούσιον καί εἰς τόν Λάζαρον


Ο Θεός και Σωτήρ ημών εκπαιδεύει τους ανθρώπους όχι μόνον με αποφατικά και δογματικά θεσπίσματα, ώστε να μισούν την κακίαν και να αγαπούν την αρετήν, αλλά χρησιμοποιώντας και διαφωτιστικά υποδείγματα, παραδίδει με σαφήνεια τα μαθήματα της αγαθής βιοτής. Μας βοηθεί έτσι με έργα και με λόγους, να προαχθούμε στην κατάληψη της αγαθής και φιλοθέου ζωής. Πράγματι, αφού επανειλημμένως μας έχει παραγγείλει με το στόμα των Προφητών και των Ευαγγελιστών, αλλά και με την φωνήν την ιδικήν του, να αποστρεφώμεθα μεν τον υπερήφανον και υπεροπτικόν πλούτον, την δε φιλάνθρωπον διάθεση και την συνδυασμένην με την αρετήν πτωχεία να την αγαπούμε, έτσι και τώρα για να κάμει ακόμη πιο αξιόπιστον την συμβουλή για το καλόν, τεκμηριώνει τον λόγον με πρακτικά υποδείγματα, και με μίαν διήγηση περιγράφει τον πλούσιον και τον πτωχόν. Μας παρουσιάζει την αγάπη του ενός προς τις τιμές και τις απολαύσεις, σε συνδυασμό με την τεθλιμμένην ζωήν του άλλου, αλλά και την κατάληξη που είχε ο καθένας, για να ερευνήσωμε σε ποίον από τους δύο αυτούς αντιθέτους τρόπους ζωής υπάρχει η αλήθεια, και να γίνωμε συνετοί κριταί του εαυτού μας.

«Άνθρωπός τις ην πλούσιος και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον». Με την χρήση δύο συντόμων ονομάτων ο λόγος εμπαίζει και διακωμωδεί την πλαδαρά και άμετρον διάχυσιν όσων πλουτούν κακώς. Διότι της μεν πορφύρας το χρώμα είναι πολυδάπανον και εξεζητημένον, της δε βύσσου η χρήσις τουλάχιστον δεν είναι αναγκαία. Εκείνοι όμως που εχουν εκλέξει τον ορθόν και απερίεργον τρόπον ζωής, αρέσκονται και αγαπούν να χρησιμοποιούν μόνον τα αναγκαία, να αποφεύγουν δε τον συρφετόν της ματαίας κενοδοξίας, καθώς και την πολυδάπανον διαβίωσιν, ως μητέρα της κακίας. Και για να γνωρίσωμε σαφέστατα την δύναμη του λεγομένου, ας καθορισθεί πρώτα η χρήσις των ενδυμάτων, ποία είναι τα οριά της και ποίοι οι κανόνες τους οποίους ακολουθούν οι συνετοί. Τι λέγει λοιπόν ο νόμος του δικαίου; Ο Θεός εδημιούργησε το πρόβατον με πλουσίαν κόμη και πολύ μαλλί. Πάρτο αυτό, κόψτου το μαλλί και δώστο στην υφαντικήν τέχνη. Κατασκεύασε με αυτό χιτώνα και ιμάτιον, ώστε να αποφεύγεις την ταλαιπωρίαν του χειμώνος και την βλάβη από τον καύσωνα. Εάν πάλι χρειάζεσαι και ένα ελαφρότερον ένδυμα κατά την εποχήν του θέρους, ο Θεός έδωσε την χρήσιν του λινού για μεγαλυτέραν άνεσιν. Σου είναι πολύ εύκολον να αποκτήσεις από αυτό το υλικόν όμορφο κάλυμμα για το σώμα σου, το οποίον θα σε ενδύει, και συγχρόνως θα σε δροσίζει με την ελαφρότητά του. Και όταν θα τα απολαύσεις αυτά, απόδωσε στον Κτήστιν ευχαριστία για το ότι όχι μόνο μας εδημιούργησεν, αλλά και για την ασφάλεια της ζωής μας εφρόντισεν. Αν όμως αφήσεις το πρόβατον και το μαλλί του και τα άλλα αναγκαία παρασκευάσματα για τα οποία έχει προνοήσει ο δημιουργός των όλων, και παρεκκλίνοντας σε ανοήτους επιθυμίες επιζητείς την βύσσον και συνάγεις τα νήματα των περσικών σκωλήκων, υφαίνεις δε αέρινον ιστόν αράχνης, και ερχόμενος στον βαφέα του προσφέρεις μεγάλες αμοιβές για να θηρεύσει κοχλίες από την θάλασσα και να βάψει με το αίμα αυτού του ζώου το ενδυμά σου, αυτό είναι χαρακτηριστικόν ανθρώπου υπερβολικά φιλοκτήμονος, ο οποίος σπαταλά την περιουσίαν του, και δεν έχει πού να διαθέσει το περίσσευμά της. Και για τούτο ευλόγως αυτός ο άνθρωπος μαστιγώνεται από το Ευαγγέλιον κατηγορούμενος ως βλαξ και θηλυπρεπής, αφού καλλωπίζεται με στολισμούς αθλίων κορασίων…

Στην πορφύρα δε και την βύσσον προσέθεσε το oτι ετρυφούσε κάθε ημέρα λαμπρώς. Οπωσδήποτε και τα δύο αυτά φανερώνουν μίαν και την αυτήν εσωτερικήν διάθεση, ο άχρηστος δηλαδή και εξεζητημένος στολισμός των ενδυμάτων, και η ηδυπαθής υποδούλωσις στην γαστέρα και τον φάρυγγα.
Η τρυφή λοιπόν είναι πράγμα που αντίκειται στην φιλάρετο ζωήν, φανερώνει δε μαλθακότητα και σύγχυσιν, άμετρον απόλαυση και ήθος δουλοπρεπές. Και όταν μεν αυτό ακούγεται, φαίνεται ωσάν να είναι ένα και το αυτό πράγμα. Όταν όμως εξετάζεται κατά μέρος και προσδιορίζεται ακριβώς, βλέπουμε ότι συνίσταται από πολλήν και ποικίλην και πολυκέφαλον κακίαν. Διότι τρυφή ημπορεί να υπάρξει και χωρίς την παρουσία πολλών υλικών αγαθών. Είναι δε αδύνατον να συσσωρεύσει κανείς υλικόν πλούτο χωρίς να αμαρτήσει, εκτός εάν συμβεί μία σπανία περίπτωσις, να έχει κάποιος και πλούτον άφθονον και να τηρεί με ακρίβεια το δίκαιον, όπως ο Ιώβ. Αυτός λοιπόν που ζει με τρυφήν χρειάζεται πρώτον οικίαν πολυτελή, στολισμένην όπως οι νύμφες με ψηφίδες και λίθους και χρυσόν, με προσανατολισμό κατάλληλον, ανάλογο με τις εναλλαγές των εποχών του έτους. Διότι πρέπει τον χειμώνα να κατοικεί σε μέρος ευήλιον και στραμμένον προς τις ακτίνες του νότου, η θερινή του όμως κατοικία πρέπει να βλέπει προς βορράν ώστε να αερίζεται από λεπτές και συγχρόνως ψυχρές βορεινές αύρες. Εκτός τούτου χρειάζονται πολυτελή καλύμματα για να ενδύουν τα βάθρα, τις κλίνες, τα στρώματα, τις θύρες. Πράγματι, όλα όσα έχουν, και τα άψυχα, τα ενδύουν επιμελώς, ενώ την ίδια στιγμήν οι πτωχοί ενδύονται ελεεινώς. Πρόσθεσε επί πλέον σ’ αυτά και αναλογίσου τον άργυρο των σκευών, τον χρυσόν, την πολυδάπανον προμήθεια των φασιανών, τον οίνον από την Φοινίκη, ο οποίος ρέει άφθονος για τους πλουσίους και πανάκριβος, από τις αμπέλους της Τύρου. Και εκτός τούτων, όλην την προπαρασκευήν της απολαύσεως, την οποίαν μόνον όσοι την μεταχειρίζονται ημπορούν να κατονομάσουν επιμελώς. Αυξανομένη δε καθημερινώς η τρυφή επί το πολυπλοκώτερον, χρησιμοποιεί στα φαγητά αρώματα από την Ινδίαν, ούτως ώστε οι μυροπώλες υπηρετούν τους μαγείρους περισσότερον από ό,τι οι ιατροί. Εδώ βάλε στο νου σου το πλήθος που περικυκλώνει κάθε τραπέζι, τους τραπεζοποιούς, τους οινοχόους, τους ταμίες και όσους πληρώνονται από αυτούς, τους μουσικούς, τις μουσικές, τις χορεύτριες, τους αυλητάς, τους γελωτοποιούς, τους κόλακες, τους παρασίτους, όλον τον συρφετόν που ακολουθεί την ματαιότητα.

Για να αποκτηθούν όλα αυτά, πόσοι πτωχοί αδικούνται! Πόσοι ορφανοί γρονθοκοπούνται! Πόσες χήρες δακρύζουν! Πόσοι σπαράσσονται δεινώς και τρέχουν στην αγχόνη! Και η ψυχή αυτών των ανθρώπων ωσάν να εγεύθη κάποιο νερό της λήθης, λησμονεί ολοτελώς τον εαυτόν της, δηλαδή ποία είναι και με τι έχει συζευχθεί, και ότι κάποτε αυτή η συζυγία της θα λυθεί, και όταν αναδημιουργηθεί το σώμα θα συγκατοικήσει πάλι μαζί του. Όταν έλθει ο κατάλληλος καιρός, και το απαραίτητον πρόσταγμα το οποίον την αποσπά από την κοινωνία με το σώμα, τότε γίνεται απολογισμός όλης της ζωής και ανωφελής μετάνοια, κατόπιν εορτής. Διότι η μεταμέλεια οφελεί τότε, όταν εκείνος που αλλάζει γνώμην έχει εξουσίαν της διορθώσεως. Όταν όμως η διόρθωσις γίνει ακατόρθωτος, η λύπη είναι άχρηστος, και ματαία η μετάνοια.

«Πτωχός δε τις ην ονόματι Λάζαρος». Και συνεχίζοντας ο λόγος τον χαρακτηρίζει όχι απλώς πτωχόν, δηλ. εστερημένον από δαπάνες και από την κτήση των αναγκαίων, αλλά επί πλέον και κατεχόμενον από οδυνηράν ασθένειαν, και σωματικώς καταβεβλημένον, χωρίς οικία, χωρίς οικογένεια, χωρίς θεραπεία, πεσμένον στην πύλη του πλουσίου. Και πολύ επιμελώς διεκτραγωδεί στην συνέχεια της διηγήσεως τις συμφορές του πτωχού, για να στηλιτεύσει την σκληρότητα εκείνου που δεν τον ελεεί.
Διότι όποιος δεν υποφέρει καθόλου, ούτε συμπάσχει εμπρός στην λιμοκτονία και την ασθένειαν, είναι άλογον θηρίον το οποίον κακώς έχει λάβει μορφήν ανθρώπου, και με την προαίρεσή του διαψεύδει την φύση, ή μάλλον είναι και από τα ίδια τα θηρία πιο ασυμπαθής, αφού και οι χοίροι αισθάνονται κάποιαν λύπην όταν σφάζεται ένας χοίρος, και βλέποντας το θερμόν αίμα να ρέει, γρυλλίζουν μελαγχολικά. Και οι βόες περικυκλώνουν τον φονευόμενον ταύρον, εκδηλώνοντας τον πόνο τους με έναν μυκηθμό γεμάτον πάθος. Τα δε σμήνη των γερανών, όταν κάποια σύντροφός τους πίπτει στην παγίδα, πετούν γύρω από την κρατουμένην και γεμίζουν τον αέρα με μία θρηνητικήν κραυγή, ζητώντας την ομόφυλο και σύντροφό τους. Και ο άνθρωπος, το λογικόν και ήμερον ζώον, το οποίον έχει αποστολήν να ομοιωθεί με τον Θεόν προοδεύοντας στην αγαθότητα, φροντίζει τόσον ολίγον για τους συνανθρώπους του στις οδυνηρές περιστάσεις των συμφορών τους!

Εκείτετο λοιπόν ο πονεμένος αυτός και ευγνώμων πτωχός χωρίς πόδια, διότι αν είχε θα έφευγε από τον απεχθή εκείνον και υπερήφανον, θα άλλαζε τόπον αντί της ξενοκτόνου εκείνης πύλης που ήταν κλεισμένη για τους πτωχούς, στερημένος από χέρια, χωρίς να έχει καν παλάμη να απλώσει για ελεημοσύνην, με φραγμένα και αυτά τα όργανα της φωνής, παράγοντας μόνον έναν βραχνό και τραχύν ήχον από το στήθος, με ακρωτηριασμένα όλα τα μέλη του, απομεινάρια κακής ασθενείας, μελαγχολικόν δείγμα της ανθρωπίνης αδυναμίας. Αλλά όμως ούτε ο κατάλογος αυτός των συμφορών κατέστη δυνατόν να συγκινήσει εκείνον τον άκαμπτον, αλλά παρέβλεπε σαν κάποιον λίθο τον άνθρωπον, αμαρτάνοντας χωρίς πρόφαση. Διότι δεν ημπορούσε να προβάλει την κοινήν και πρόχειρον δικαιολογίαν ότι δεν εγνώριζα, δεν είχα πάρει είδηση, διέφευγε της προσοχής μου ότι ο πτωχός υποφέρει. Γιατί εκείνος εκείτετο εμπρός στην πύλη, θέαμα για τους εισερχομένους και τους εξερχομένους, για να καταστήσει αναπολόγητον τoν υπερήφανον εκείνον. Επιθυμούσε και τα ψιχία της τραπέζης, και ούτε αυτά ημπορούσε να απολαύσει, αλλά ενώ ο πλούσιος εκινδύνευε να διαρραγεί από την πλησμονήν, ο πτωχός έλιωνε από την πείνα. Είναι καλόν και δίκαιον να αναθέσωμε σε εκείνην την Χαναναίαν από την Φοινίκη να διδάξει τον μισάνθρωπον πλούσιον, λέγοντάς του εκείνα που έχουν γραφεί, δηλαδή: Ω, αχαρακτήριστε και υπερήφανε, «και τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών». Και συ δεν εθεώρησες άξιον αυτής της δωρεάς ούτε τον αδελφόν, τoν συνάνθρωπόν σου; Αλλά οι μεν κύνες ετρέφοντο επιμελώς, οι φύλακες ιδιαιτέρως, οι κυνηγοί του χωριστά, και υπό στέγην κατοικούσαν και κλίνην και υπηρέτες διέθεταν, ο καθένας από τους οποίους είχε την αποστολήν του. Η δε εικόνα αυτή του Θεού, είχε ριφθεί στο χώμα παρημελημένη και καταπατουμένη, αυτή που διεπλάσθη από τoν αριστοτέχνην και δημιουργόν των όλων με το ίδιο του το χέρι, όπως αξιοπίστως τεκμηριώνει ο Μωυσής στην Γένεση.

Και αν ετελείωνε μέχρις εδώ το διήγημα του Λαζάρου, και αυτή ήταν η φύσις των πραγμάτων, ώστε η ζωή μας να περιορίζεται στην ανωμαλίαν αυτού του κόσμου, θα άφηνα παραπονούμενος δυνατές φωνές, πως εμείς που δημιουργηθήκαμε ομότιμοι, διάγουμε τόσον άνισα μαζί με τους συνανθρώπους μας. Επειδή όμως πτωχέ μου αδελφέ, τα υπόλοιπα είναι ωραία να τα ακούσει κανείς, αφού πρώτα στενάξεις για τα προηγούμενα, ετοιμάσου να ευθυμήσεις, μαθαίνοντας την μακαρίαν απόλαυση του συμπτώχου σου. Διότι θα ακούσεις για το ακριβές δικαστήριον του δικαίου κριτού, στο οποίο στενάζει αυτός που έζησε μέσα στα πάθη και τις ηδονές, και τρυφά εκείνος που μοχθούσε. Ο καθένας τους αποκομίζει αυτά που του αξίζουν.

«Εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν και απενεχθήναι υπό των αγγέλων εις τoν κόλπον του Αβραάμ». Βλέπεις τους διακονητάς του δικαίου και πτωχού, και τους υπηρέτες της μεταστάσεώς του; Άγγελοι ανέλαβαν να τον προστατεύουν, οι οποίοι βλέποντας προς αυτόν με προσήνεια και πραότητα, προεδήλωναν με το σχήμα τους την απόλαυση και την αίνεση που τον αναμένει. Διότι μετεφέρθη και ετοποθετήθη στις αγκάλες του πατριάρχου Αβραάμ, πράγμα που παρέχει αφορμήν απορίας σε όσους ερευνούν τα βάθη των Γραφών. Πράγματι, εάν όλοι οι δίκαιοι που φεύγουν από την ζωήν αυτήν, μετεφέροντο στoν ίδιον τόπον, η αγκάλη αυτή θα ήταν πολύ μεγάλη, η εκτασίς της θα ήταν άπειρος, εάν βεβαίως έμελλε να χωρέσει όλον το πλήθος των οσίων. Εάν όμως αυτό είναι εντελώς αδύνατον, διότι μια ανοικτή αγκάλη, δύσκολα περικλείει και έναν ακόμη άνθρωπο, το πολύ δε δύο βρέφη, τότε εδώ πρόκειται για κάποιαν θαυμαστήν θεωρίαν, η οποία δια μέσου της εικόνος της αισθητής αγκάλης, μας χειραγωγεί σε κάποια νοητήν πραγματικότητα. Τι εννοεί δηλαδή με αυτό; Ο Αβραάμ, λέγει, δέχεται όσους είχαν θεάρεστον τρόπον ζωής εδώ. Ειπέ μας, λοιπόν, ω θεσπέσιε Λουκά (σου απευθύνομαι σαν να είσαι παρών και να σε βλέπω), γιατί ενώ οι δίκαιοι είναι πολλοί και παλαιότεροι από τoν Αβραάμ, αυτήν την τιμήν την επεφύλαξε γι’ αυτόν που είναι μεταγενέστερος, αποσιωπώντας τoν Ενώχ, τoν Νώε, και όσους άλλους ηκολούθησαν τoν ίδιον τρόπον ζωής;

Αλλά σε αντιλαμβάνομαι νομίζω, και δεν απομακρύνει από το θέμα μας η εξήγηση που έχω στο νου μου. Επειδή δηλαδή ο Αβραάμ ήταν δούλος του Χριστού, και αυτός εδέχθη τις φανερώσεις του Χριστού περισσότερον από τους άλλους ανθρώπους, αλλά και το μυστήριον της Τριάδος διετυπώθη αρκετά φανερά στην σκηνή τούτου του γέροντος, τότε που εφιλοξένησε τους τρείς αγγέλους ως άνδρες οδοιπόρους. Και γενικώς από πολλά μυστικά αινίγματα, αυτός ο άνθρωπος έγινε οικείος του Θεού, ο οποίος μετά από χρόνια εφόρεσε την σάρκα, και δια μέσου του ανθρωπίνου τούτου παραπετάσματος ομίλησε φανερά στους ανθρώπους. Γι’ αυτό λέγει ότι ο κόλπος, η αγκάλη του, είναι ωσάν γαλήνιος λιμένας και ακύμαντον αναπαυτήριον των δικαίων. Διότι η σωτηρία όλων μας και η ελπίς και η προσδοκία του μέλλοντος αιώνος είναι ο Χριστός, ο οποίος ως γνωστόν εβλάστησεν ανθρωπίνως από την σάρκα του Αβραάμ. Και μου φαίνεται ότι η τιμή που αποδίδει ο λόγος προς τoν γέροντα, έχει αναφοράν στoν Σωτήρα, ο οποίος είναι και κριτής και μισθαποδότης της αρετής, και προσκαλεί τους δικαίους με την ευγενικήν φωνή του λέγοντας: «Δεύτε, οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν».

«Εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν». Είναι διπλή η έννοια της πτωχείας του Λαζάρου. Δηλώνει αφ’ ενός μεν την έλλειψη των αναγκαίων, αφ’ ετέρου δε την μετριοφροσύνην και την ταπεινότητα του ήθους. Μην οικειοποιείται λοιπόν τον έπαινον της αρετής εκείνος που είναι άπορος από υλικά αγαθά, και πτωχός σε χρήματα, ούτε να νομίζει ότι θα του αρκέσει η πτωχεία για να σωθεί. Διότι δεν επαινείται ο κατ’ ανάγκην πτωχός, αλλά θαυμάζεται εκείνος που έχει και εσωτερικήν μετριοφροσύνην. Επειδή σε αυτούς που απλώς είναι άποροι, έχουν όμως διαγωγήν ακαλλιέργητον και δεν αγωνίζονται για την αρετήν, η αναγκαστική ακτημοσύνη τους γίνεται εφόδιον πολλών και πονηρών τολμημάτων. Και μάλιστα εγώ, όποτε έχω παρευρεθεί σε επίσημο δικαστήριον, είδα ότι όλοι οι κλέπτες και οι σωματέμποροι, οι λωποδύτες και αυτοί οι δολοφόνοι, είναι πτωχοί, χωρίς οικία και οικογένεια. Ως εκ τούτου είναι ολοφάνερον ότι η Γραφή εδώ μακαρίζει τον πτωχόν εκείνον ο οποίος υπομένει τους μόχθους με ψυχήν φιλόσοφον, καρτερεί δε με γενναιότητα τις διάφορες περιστάσεις της ζωής, και δεν καταφεύγει σε καμμίαν κακουργία για να χαρίσει στην σάρκα την απόλαυση της τρυφής. Αυτόν εννοεί σαφώς ο Κύριος στον πρώτον μακαρισμόν, όταν λέγει «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι». Ούτε λοιπόν κάθε πτωχός είναι δίκαιος, αλλά εκείνος που είναι σαν τον Λάζαρον, ούτε κάθε πλούσιος είναι καταδικασμένος, αλλά αυτός που ζεί με προαίρεσιν ομοίαν με εκείνην που είχεν ο σύγχρονος του Λαζάρου.

Και ολοφάνεροι μάρτυρες τούτου είναι όσοι είχαν την εμπειρίαν αυτή στην ζωή τους. Πράγματι, ποίος ήταν πλουσιώτερος από τον Ιώβ; Αλλά όμως η περισσή ευπορία ούτε απεξένωσε τον άνδρα αυτόν από την δικαιοσύνην, ούτε, με έναν λόγον, τον εξώρισεν από την αρετήν. Ποίος ήταν πτωχότερος από τον Ισκαριώτη; Και όμως δεν τον οφέλησε καθόλου η πτωχεία στην σωτηρία του, αλλά μολονότι συνανεστρέφετο με τους ένδεκα πτωχούς φιλοσόφους και μάλιστα με τον ίδιον τον Κύριον, ο οποίος επτώχευσεν αυτοπροαιρέτως, παρεξετράπη από την κακήν του προαίρεση στη φιλαργυρία και από αυτήν εραδιούργησε και την προδοσίαν.

Αξίζει όμως να εξετάσωμε συνετώς και την εκφορά που έγινε στον καθένα τους όταν απέθαναν. Ο μεν πτωχός λοιπόν όταν εκοιμήθη είχεν αγγέλους να τον προστατεύουν και να τον υπηρετούν, οι οποίοι τον οδηγούσαν με καλές ελπίδες στον τόπον της αναπαύσεως. «Ο δε πλούσιος αποθανών», λέγει, «ετάφη». Με κανένα καταλληλότερον τρόπον δεν θα ημπορούσε η Γραφή να περιγράψει, και μάλιστα μονολεκτικώς, την άδοξο κατάληξη του πλουσίου. Διότι όταν ο αμαρτωλός αποθνήσκει, όντως θάπτεται, επειδή είναι χοϊκός κατά το σώμα, γήινος δε και κατά την ψυχήν, αφού με την συμπάθεια προς την σάρκα, έχει υποβιβάσει την φυσικήν υπεροχή της ψυχής προς τα υλικά, και δεν αφήνει καμμίαν αγαθήν ανάμνηση της ζωής του, αλλά καλύπτεται από άδοξο λήθη, και έχει το ίδιο τέλος με τα βοσκήματα. Διότι όπως ο τάφος δέχεται το σώμα, έτσι και ο άδης την ψυχή: δύο σκοτεινά δεσμωτήρια που μοιράζονται του πονηρού ζώου την τιμωρίαν. Και ποίος δεν θα κατηγορούσε τον άθλιον για την απερισκεψία του; Όσον ευρίσκετο επάνω από το χώμα, εκαυχάτο, υπερηφανεύετο, περιφρονούσε όλους τους οικείους και συνανθρώπους του, και θεωρούσε σχεδόν σαν μύρμηκες και σκώληκες όποιους συναντούσε, έτοιμος να διαρραγεί από την κενοδοξίαν. Όταν όμως απεσπάσθη από την ζωήν αυτή, και εστερήθη σαν μαστιγωμένος δούλος από εκείνα που δεν του ανήκαν, των οποίων από μωρίαν ενόμιζε πως είναι κύριος, τότε κρημνίζεται στην αντίρροπο της υπερηφανείας ταπεινότητα, και εκφωνώντας γραώδεις οδυρμούς επικαλείται διαρκώς και ανωφελώς τον Πατριάρχην, λέγοντας: «Πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον, ίνα βάψει το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύξει την γλώσσαν μου, ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη», ζητώντας έλεος, το οποίον δεν έδωσε τότε που είχε πρόχειρον την εξουσία να ευεργετεί. Και είχε την αξίωση να έλθει βοηθός του κατά του πυρός ο Λάζαρος, επιθυμώντας να απομυζήση τον δάκτυλο του λεπρού, δροσισμένον με λίγο νερό. Αυτές είναι οι απερισκεψίες των φιλοσωμάτων, αυτό είναι το τέλος των φιλοπλούτων.

Οφείλει λοιπόν όποιος είναι συνετός και ανησυχεί για το μέλλον, να αποφύγει την πείραν των ομοίων κακών, θεωρώντας την παραβολήν, ως φάρμακον που μας προφυλάσσει από την ασθένεια, και να ασκήσει την συμπάθεια και την φιλανθρωπίαν ως αιτίαν της μελλούσης ζωής. Διότι ο λόγος μας εξέθεσε δραματικώς την νουθεσίαν, αναφερόμενος σε ορισμένα πρόσωπα, ώστε να διδαχθούμε εμψύχως, με ζωντανά υποδείγματα, τον νόμον της αγαθής βιοτής και ποτέ να μη καταφρονήσωμε τα παραγγέλματα της Γραφής, ωσάν να εκφοβίζουν δήθεν μόνον λεκτικώς, χωρίς να προάγουν την απειλήν σε τιμωρία. Γνωρίζω πράγματι, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δελεάζονται από παρόμοιες υποψίες, και χαρίζουν στον εαυτόν τους ανεμπόδιστον την εξουσία του να αμαρτάνουν. Αλλά από ό,τι είδαμε εδώ, η Γραφή διδάσκει ότι καμμία συγγνώμη δεν ημπορεί να ελαφρύνει εκείνην την κόλασιν, ούτε εκείνη η φιλανθρωπία ελαττώνει την ορισμένην τιμωρίαν, εάν μάλιστα πρέπει να τεκμηριώσωμε τον λόγον από αυτά που είπεν ο Πατριάρχης.

Διότι αν και τόσο πολλές ικεσίες και μύριες ελεεινές φωνές ήκουσε από τον πλούσιον, ούτε από τους οδυρμούς του εκάμφθη, ούτε τον εξέβαλε από την οδύνην, εκείνον που πικρώς εμαστίζετο, αλλά με αυστηρόν φρόνημα επεκύρωσε την δικαίαν κρίσιν, λέγοντας ότι ο Θεός ετοποθέτησε τον καθένα εκεί που του άξιζε. Και σε σένα μεν, ο οποίος απελάμβανες την ζωήν σου εις βάρος των ξένων συμφορών, ορίσθησαν αυτά τα βασανιστήρια ως καταδίκη για τα πλημελήματά σου. Σε εκείνον δε, ο οποίος εμόχθησε εκεί και κατεπιέσθη, και εγεύθη την πικρία σε όλην την ένσαρκο ζωήν του, απενεμήθη εδώ γλυκεία και ευφρόσυνος κατάστασις. Όμως εκτός αυτού, υπάρχει και χάσμα μέγα, το οποίον τους εμποδίζει να έλθουν σε επαφή μεταξύ τους, και χωρίζει τους τιμωρούμενους από τους τιμώμενους, για να διάγουν ξεχωριστά, έχοντας καθαράν την απόλαυση των αγαθών και των κακών.


Πιστεύω δε ότι η αισθητή παραβολή, αποτελεί υπαινιγμό νοητής θεωρίας. Δεν πρέπει δηλαδή να εννοήσωμε κάποιαν τάφρο την οποίαν έχουν ανοίξει οι άγγελοι, όπως γίνονται τα χαρακώματα μεταξύ των εχθρικών στρατοπέδων, αλλά ο Λουκάς έθεσε την εικόνα του χάσματος για να τονίσει την σαφή διάκριση, το ότι δεν υπάρχει επικοινωνία μεταξύ αυτών που έζησαν ενάρετα και των άλλων. Επισφραγίζει δε αυτήν την εξήγησή μας και ο Ησαίας λέγοντας «Μη ουκ ισχύει η χείρ Κυρίου του σώσαι, ή εβάρυνε το ους αυτού του μη ακούσαι; Αλλά τα αμαρτήματα υμών, διϊστώσιν ανά μέσον υμών και ανά μέσον του Θεού».

(4ος αιών, ΒΕΠΕΣ τόμ. 71, σελ. 237 - Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 337 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ


Δείτε σχετικά:

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε' ΛΟΥΚΑ «Ἡ παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου»: Εὐαγγέλιο - Ὁμιλία διά τοῦς πλούσιους καί φτωχούς ἐνώπιον τῆς σωτηρίας (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ).


Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2023

ΘΛΙΒΕΡΑ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΟ ΧΡΕΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΜΜΟΝΗΣ (Ἂρθρο τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Λαρίσης & Πλαταμῶνος κ.Κλήμεντος)

 

Θλιβερὰ Οἰκουμενιστικὰ δρώμενα καὶ τὸ ἐπιτακτικὸ χρέος Ὀρθοδόξου ἐμμονῆς

            ΕΔΩ καὶ ἕναν αἰῶνα κηρύξεως τῆς κακοδοξίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐφαρμόζεται μὲ ἰδιαίτερο ζῆλο καὶ συχνότητα ἡ ἔκφρασή του διὰ κοινῶν συναντήσεων καὶ δράσεων, ὅπως καὶ διὰ κοινῶν τελετουργιῶν καὶ προσευχῶν ἀπὸ τοὺς συμμετέχοντας εἰς αὐτόν. Οἱ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστὲς καὶ οἱ ποικίλης ἀποχρώσεως ἑτερόδοξοι (Παπικοί, Ἀντιχαλκηδόνιοι, Ἀγγλικανοί, Προτεστάντες κ.λπ.) συναγελάζονται καὶ συμπροσεύχονται σὲ κάθε σχετικὴ εὐκαιρία, τακτῶς καὶ ἐκτάκτως, παρέχοντες δῆθεν «κοινὴ μαρτυρία τῶν Ἐκκλησιῶν» στὸν κόσμο. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐπιβεβαιώνουν δημόσια καὶ μὲ κάθε ἐπισημότητα ὅτι ἀποτελοῦν «ἀδελφὲς Ἐκκλησίες», καὶ ὅτι πραγματοποιοῦν τὴν «ὁρατὴ ἑνότητα» ἡ ὁποία τοὺς διέπει καὶ ἡ ὁποία εἶναι κατὰ τὴν γνώμη τους ἡ ἐπιθυμητὴ ἑνότητα παρὰ Θεοῦ.  

            Ὅμως, στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δεχόμαστε μόνο τὴν «ἑνότητα τοῦ [Ἁγίου] Πνεύματος» (Ἐφ. 4, 3) καὶ τὴν «ἑνότητα τῆς Πίστεως» (Ἐφ. 4, 13) ἐν Ἀληθείᾳ, καὶ ὄχι βέβαια τὴν ἀπαράδεκτη «ἑνότητα τοῦ οἰκουμενικοῦ πνεύματος». Τὸ «Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας» (Ἰω. 14, 17) δὲν σχετίζεται μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διότι ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι ἀναβίωση τοῦ Πύργου τῆς Βαβέλ. Ἡ σύγχυση ὅλο καὶ περισσότερο μεγαλώνει ἐντὸς αὐτοῦ, ἐφ΄ ὅσον οἱ ἀγεφύρωτες διαφορὲς Πίστεως καὶ Ἤθους ὄχι μόνο δὲν ὑπερβαίνονται, ἀλλ’ ἐντείνονται καὶ βαθαίνουν.

            Ἡ ἐπαγγελλόμενη καὶ ἐπιδιωκόμενη ἑνότητα στὰ πλαίσια τῆς διαβρωτικῆς Οἰκουμενιστικῆς διαδικασίας μποροῦμε βάσιμα νὰ ποῦμε ὅτι μετακινεῖ κάθε «ὅριον Πατέρων» καὶ διασαλεύει «πᾶν θεμέλιον καὶ εἴ τι ὀχύρωμα δογμάτων», σύμφωνα μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο («Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», Λ΄, 77). Κάθε τι ποὺ δὲν φέρει μαρτυρία καὶ σφραγῖδα Ἁγιοπατερική, δὲν εἶναι ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὸ καθολικὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ τὴν ἑνιαία ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος. Δὲν ἔχει θεία εὐλογία καὶ δὲν ἐμφορεῖται οὔτε ὁδηγεῖται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀποφέρει καρποὺς ἀγαθούς, θεαρέστους καὶ οἰκοδομητικούς. Ἀπορρίπεται δὲ καὶ ἐξοβελίζεται ὡς ἀπαράδεκτος Νεωτερισμός, ὅσο καὶ ἄν καθιερώνεται ἀνόμως καὶ ἐφαρμόζεται συνεχῶς ἀπὸ τοὺς κακοδόξους Οἰκουμενιστὲς τῶν ἐπισήμων τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μὲ πρῶτο τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, τὸ ὁποῖο ἀκολουθεῖ δυστυχῶς καὶ ἡ ἐκκλησία τοῦ Νέου Ἡμερολογίου τῆς Ἑλλάδος. 


            Α. Μία «διαχριστιανικὴ ὁμοσπονδία ἐκκλησιῶν», ἐκτὸς τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν», εἶναι καὶ τὸ «Συμβούλιο Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν» (CEC/ΚΕΚ) στὴν εὐρωπαϊκὴ ἤπειρο. Πρόκειται γιὰ «σύμπραξη ἀπὸ 113 Ὀρθόδοξες, Προτεσταντικές, Ἀγγλικανικὲς καὶ Παλαιοκαθολικὲς Ἐκκλησίες ἀπὸ ὅλη τὴν Εὐρώπη, καθὼς καὶ περισσότερα ἀπὸ 40 Ἐθνικὰ Συμβούλια Ἐκκλησιῶν καὶ Ὀργανώσεων σὲ συνεργασία. Ἡ CEC ἱδρύθηκε τὸ 1959, μετὰ τὸν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, γιὰ νὰ ἐργαστεῖ γιὰ τὴν ἐπούλωση (τῶν πληγῶν) καὶ τὴν εἰρήνη. Μαζὶ μὲ τοὺς οἰκουμενικοὺς ἑταίρους της, ἡ CEC ἐκπροσωπεῖ πάνω ἀπὸ 380 ἑκατομμύρια Εὐρωπαίους πολῖτες στὴν ἤπειρο» (βλ. σχετικὸ δημοσίευμα στὸ ecclesia.gr: «Συνοδικὴ Ἐπιτροπὴ ἐπὶ τῶν Διορθοδόξων καὶ Διαχριστιανικῶν Σχέσεων – Συμβούλιο Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν»).

            Ἡ 16η Γενικὴ Συνέλευση τοῦ «Συμβουλίου Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν» πραγματοποιήθηκε ἀπὸ 14 ἕως 20 Ἰουνίου 2023 στὸ Ταλὶν τῆς Ἐσθονίας μὲ θέμα: «Ὑπὸ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ – διαμορφώνοντας τὸ μέλλον», καὶ φιλοξενήθηκε «ἀπὸ Ἐκκλησίες μέλη τῆς CEC στὴν Ἐσθονία, τὴν Ἐσθονικὴ Εὐαγγελικὴ Λουθηρανικὴ Ἐκκλησία καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἐσθονίας [ὑπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη]» (Αὐτόθι). Ἔλαβε χώρα ἐπίσημη τελετὴ ἐνάρξεως σὲ ναὸ ἑτεροδόξων καὶ ὑπῆρξε καθημερινὸ πρόγραμμα λατρείας καὶ προσευχῆς, ὅπως καὶ συζητήσεων, δραστηριοτήτων, ἐπισκέψεων κ.λπ..

            Ἡ δὲ παρουσία γυναικῶν «ἐπισκόπων» καὶ «ἱερειῶν» ἦταν ἰδιαίτερα ἔντονη, γιὰ νὰ τονίζεται μὲ τὸν πλέον ἐμφατικὸ τρόπο ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς ἀποτελεῖ «καθιέρωση τοῦ ἀφύσικου» σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα! Γιὰ τί εἴδους «κοινὴ μαρτυρία Ἐκκλησιῶν» γίνεται λόγος; Δὲν αἰσχύνονται οἱ δῆθεν ὀρθόδοξοι προκαθήμενοι, μητροπολῖτες καὶ κληρικοὶ νὰ ἀναμειγνύονται ἐπὶ μέρες μὲ ἕναν ἀπίθανο συρφετό, συμμετέχοντες μὲ ἥσυχη συνείδηση σὲ ἕνα ἀληθινὸ τσῖρκο; Καὶ τὰ ταλαίπωρα ποίμνιά τους, τὰ βασικῶς ἀκατήχητα καὶ ἄσχετα, δέχονται κατόπιν αὐτοὺς ὡς ὀρθοδόξους ποιμένες ποὺ «ὀρθοτομοῦν τὸν λόγον τῆς Ἀληθείας» καὶ τοὺς ὁδηγοῦν ἀπλανῶς στὸν δρόμο τῆς σωτηρίας;! Τί εἴδους ἐμπαιγμὸς εἶναι αὐτός;!… 

            Στὶς 18 Ἰουνίου ἔκανε ὁμιλία ἀγγλιστὶ στὴν Συνέλευση ὁ Οἰκουμενιστὴς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος, ὁ ὁποῖος τόνισε ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ἐκεῖ παρουσίας του ἦταν γιὰ νὰ ἑορτάσει καὶ βεβαιώσει τὸ οἰκουμενικὸ πνεῦμα μεταξὺ τῶν διαφόρων ἐκκλησιῶν, κοινωνιῶν καὶ ὁμολογιῶν· ἐξῆρε «μὲ ὑπερηφάνεια» (!) τὸν ἀποφασιστικὸ καὶ διαμορφωτικὸ ρόλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴν ἔξοδο ἀπὸ τὴν ἀπομόνωση καὶ στὴν κοινωνία ἑνότητος ὅλων τῶν Χριστιανῶν διὰ τῆς γνωστῆς Πατριαρχικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920· ἐστράφη ἐναντίον τοῦ διαμορφουμένου «νέου οἰκουμενισμοῦ» γιὰ τὴν προώθηση «παραδοσιακῶν ἀξιῶν» καὶ ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ κατεφέρθη ἐναντίον τῆς εἰσβολῆς τῆς Ρωσικῆς Ὁμοσπονδίας στὴν Οὐκρανία, θεωρῶντας (τὸν «νέο οἰκουμενισμό») ὡς κατ’ οὐσίαν «ἀν-οικουμενικὸ» καὶ «ἀντι-οικουμενικό». Ἐν τούτοις, παρὰ τὶς σημαντικὲς κοινωνικοπολιτικὲς δυσκολίες στὴν σύγχρονη Εὐρώπη, ὁ κ. Βαρθολομαῖος τόνισε πὼς «μποροῦμε νὰ ἐκτιμήσουμε ὅτι οἱ διαφορές μας δὲν δύνανται νὰ ὑπονομεύσουν τὴν ἑνότητά μας· ἐδῶ ἐπίσης μποροῦμε νὰ πιστεύσουμε σὲ αὐτὸ ποὺ εἶναι δυνατὸ μέσῳ ἀμοιβαίου σεβασμοῦ καὶ κοινωνικῆς δικαιοσύνης» (βλ. ἱστότοπο «Φῶς Φαναρίου», 18-6-2023). 

            Ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶχε εὐρεῖα ἀντιπροσωπία: μητρ/τες Δημητριάδος Ἰγνάτιος καὶ Περιστερίου Γρηγόριος, ἀρχ/τες Ἰγνάτιος Σωτηριάδης [προσφάτως μάλιστα ἐπισκοποιηθείς!] καὶ Ἰάκωβος Ἀνδριόπουλος, πρωτ. Ἐμμανουὴλ Παπαμικρούλης καὶ καθ. Ἀγγελικὴ Ζιάκα.

            Πρόεδρος τοῦ Συμβουλίου γιὰ τὴν ἑπόμενη πενταετία ἐξελέγη ὁ μητρ. Θυατείρων καὶ Μεγ. Βρετανίας Νικήτας [Πατριαρχείου Κων/λεως] καὶ ἀντιπρόεδροι «ἡ Ἐπίσκοπος τῆς Ἀγγλικανικῆς Ἐκκλησίας Dr Dagmar Winter καὶ ὁ Αἰδ. κ. Frank Kopania ἀπὸ τὴν Προτεσταντικὴ Ἐκκλησία τῆς Γερμανίας» (βλ. σχετικὸ δημοσίευμα στὸ ecclesia.gr: «Συνοδικὴ Ἐπιτροπὴ ἐπὶ τῶν Διορθοδόξων καὶ Διαχριστιανικῶν Σχέσεων – Συμβούλιο Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν»).

            Β. Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες πραγματοποιήθηκε στὸ Μαρακὲς τοῦ Μαρόκου (13-15 Ἰουνίου 2023) τὸ πρῶτο Διακοινοβουλευτικὸ Παγκόσμιο Συνέδριο Διαθρησκειακοῦ Διαλόγου μὲ θέμα: «Ἐργαζόμενοι ὁμοῦ γιὰ τὸ κοινό μας μέλλον». Εἶναι ἀξιοσημείωτη ἡ σύμπτωση ὡς πρὸς τὸ θέμα μὲ αὐτὸ τῆς Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ «Συμβουλίου Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν»! Παράδοξη μελλοντολογία στὴν Εὐρώπη ὅλου τοῦ φάσματος τῶν Χριστιανῶν, καὶ ἐδῶ, στὴν Βόρεια Ἀφρική, ὅλου τοῦ φάσματος πλέον τῶν Θρησκειῶν τοῦ κόσμου! Ὡσὰν κάποιος κοινὸς «κύριος» ἢ κάποια κοινὴ «ἀρχὴ» νὰ ὠθεῖ τὰ πράγματα πρὸς τὴν κατεύθυνση ποὺ ἐπιθυμεῖ.

            Ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν παρίσταντο ὁ μητρ. Χαλκηδόνος Ἐμμανουὴλ (Ἀδαμάκης) τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ μητρ. Καρθαγένης καὶ Βορείου Ἀφρικῆς Μελέτιος τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, ὅπως καὶ ἐκπρόσωποι τοῦ Πατραρχείου Ἱεροσολύμων, ὁ δὲ κ. Σέργιος Βοΐλας «ἐκπροσώπησε τὸ Διορθόδοξο Κέντρο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» (βλ. ἱστότοπο «Φῶς Φαναρίου», 18-6-2023).

            Γ. Ἀμέσως μόλις ἔληξε ἡ Γενικὴ Συνέλευση τοῦ «Συμβουλίου Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν» στὸ Ταλὶν τῆς Ἐσθονίας, συνῆλθε ἡ Κεντρικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» στὴν Γενεύη τῆς Ἑλβετίας, ἀπὸ 21 ἕως 27 Ἰουνίου 2023, ἡ ὁποία μάλιστα ἑόρτασε τὴν 75η Ἐπέτειο ἀπὸ τὴν ἵδρυση τοῦ Συμβουλίου στὸ Ἄμστερνταμ τῆς Ὁλλανδίας τὸ 1948.

            Ὁ Οἰκουμενιστὴς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος ἔσπευσε νὰ δώσει τὸ παρὸν στὴν τελετὴ ἐνάρξεως, τὴν 21η Ἰουνίου στὸ Παρεκκλήσιο τοῦ «ΠΣΕ» στὴν ἕδρα του στὴν Γενεύη, ὅπου τελέσθηκε κοινὴ προσευχὴ μὲ ὕμνους, ἀναγνώσματα καὶ προσευχὲς στὰ ἀρμενικά, ἀγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ἱσπανικὰ καὶ σουαχίλι. Ἐπρόκειτο γιὰ τὴν πρώτη συνάντηση τῆς νέας Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς ποὺ εἶχε ἐκλεγεῖ ἀπὸ τὴν 11η Γενικὴ Συνέλευση τοῦ «ΠΣΕ» στὴν Καρλσρούη τῆς Γερμανίας κατὰ τὸ παρελθὸν ἔτος. Παρόντα ἦταν καὶ τὰ μέλη τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς ἄλλων ἐπισήμων τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπως καὶ τῆς Ἑλλάδος (μητρ. Νέας Ἰωνίας Γαβριήλ).

            Στὴν ὁμιλία του ἀγγλιστὶ ὁ κ. Βαρθολομαῖος δὲν παρέλειψε καὶ πάλι νὰ ἐξάρει τὴν Ἐγκύκλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ 1920 ὡς τοῦ «Καταστατικοῦ Χάρτου», ποὺ ὁδήγησε στὴν ἵδρυση τοῦ «ΠΣΕ» τὸ 1948. Ἐπίσης, ἐστράφη καὶ πάλι κατὰ τῆς Ρωσικῆς Ὁμοσπονδίας γιὰ τὴν εἰσβολὴ στὴν Οὐκρανία καὶ ἐξέφρασε εὐγνωμοσύνη στὸ «ΠΣΕ» γιὰ τὴν στάση του «μὲ τὸν Ἄρχοντα τῆς Εἰρήνης» καὶ γιὰ τὴν ὑποστήριξη τῆς «ἐκκολαπτόμενης δημοκρατίας τῆς Οὐκρανίας καὶ τοῦ εὐλαβοῦς καὶ εὐγενοῦς Οὐκρανικοῦ λαοῦ». Καὶ ἐπίσης βεβαίωσε πὼς παρ’ ὅλον ὅτι ἔχουμε διαφορετικὲς ἀντιλήψεις περὶ τοῦ τί, πῶς καὶ ποῦ ἡ Ἐκκλησία συγκροτεῖται, ἐν τούτοις δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία γιὰ τὸ σημεῖο τῆς «ἀληθινῆς μαθητείας» ποὺ εἶναι ἡ ἀγάπη (βλ. ἱστότοπο «Φῶς Φαναρίου», 21-6-2023).

            Ἡ ἐδῶ ἀναφερόμενη ἀγάπη εἶναι βεβαίως ἡ οὑμανιστικὴ καὶ ὄχι ἡ Ἁγιοπνευματική, ἡ ὁποία σχετίζεται ἄρρηκτα καὶ ταυτίζεται μὲ τὴν ἀλήθεια (βλ. Ἐφ. 4, 15: «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ»). Διότι ἄν ἐπρόκειτο περὶ αὐτῆς, τότε δὲν θὰ ἐξακολουθοῦσε ἡ ἄκαρπη συνέχεια τῆς ἀδιεξόδου Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, ἡ ὁποία ἦλθε γιὰ νὰ μείνει, δηλαδὴ γιὰ νὰ νομιμοποιήσει τὶς διαφορετικὲς ἐκφράσεις τῆς δῆθεν κοινῆς πίστεως, οἱ ὁποῖες δῆθεν δὲν ἀλληλο-αποκλείονται, παρὰ ἀλληλο-συμπληρώνονται καὶ συμβάλλουν στὸν ἐμπλουτισμὸ ἀλλήλων! Στὴν πραγματικότητα, δὲν ὑπάρχει κάποιο ἁπτὸ θετικὸ σημεῖο μεταστροφῆς τῶν ἑτεροδόξων στὴν Ὀρθοδοξία καθ’ ὅλα τὰ 75 ἔτη ἱστορίας τοῦ «ΠΣΕ», παρὰ μόνον ἡ προσπάθεια καθιερώσεως καὶ διακηρύξεως τῶν ποικίλων αἱρέσεων ὡς «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν», ὅπως συνέβη μέσῳ τῆς ψευδο-συνόδου τοῦ Κολυμβαρίου Κρήτης τὸ 2016.

            Δ. «Οἰκουμενικὴ Ὁλονυκτία Προσευχῆς» τελέσθηκε στὴν Πλατεῖα τοῦ Ἁγίου Πέτρου στὸ Βατικανὸ στὴν Ρώμη τῆς Ἰταλίας, ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα τοῦ Σαββάτου, 30-9-2023. Ἡ Οἰκουμενιστικὴ τελετὴ πραγματοποιήθηκε μὲ πρωτοβουλία, μεταξὺ τῶν ἄλλων, τῆς Οἰκουμενικῆς μοναστικῆς κοινότητος τοῦ Ταιζέ.

            Προέστη ὁ Πάπας Ρώμης Φραγκῖσκος, προβαλλόμενος ἀρχηγὸς τοῦ παγκοσμιοποιημένου Χριστιανισμοῦ, καὶ ἔλαβαν μέρος ὁ Οἰκουμενιστὴς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος, ὁ ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Καντέρμπουρι Τζάστιν Οὐέλμπι καὶ ἄλλοι θρησκευτικοὶ ταγοί (βλ. ἱστότοπο «Φῶς Φαναρίου», 30-9-2023), καθὼς καὶ ἐκπρόσωποι τῆς «γυναικείας ἱερωσύνης» γιὰ νὰ μὴν ὑστεροῦν, ὅπως καὶ ἀντιπρόσωποι ἐπισήμων τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (στὶς φωτογραφίες διακρίνεται ὁ ἐπίσκοπος Αὐστρίας καὶ Ἑλβετίας Ἀνδρέας τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας).

            Ὁ σκοπὸς τῆς νέας αὐτῆς Οἰκουμενιστικῆς φιέστας ἦταν ὑπὲρ τῆς εἰρήνης, ὅπως συμβαίνει συνήθως σὲ τέτοιες ἐκδηλώσεις· ἐπειδὴ ὅμως αὐτὲς δὲν διατελοῦν ὑπὸ τὴν θεία εὐλογία καὶ ἔγκριση, λόγῳ τοῦ συγκρητιστικοῦ χαρακτῆρος τους,  συμβαίνει συνήθως τὸ ἀντίθετο ἀποτέλεσμα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, τὴν ἀμέσως ἑπόμενη ἑβδομάδα ξέσπασε σφοδρὸς πόλεμος στὴν Μέση Ἀνατολή, μεταξὺ Ἰσραηλινῶν καὶ Παλαιστινίων, γεγονὸς ποὺ πυροδοτεῖ πιθανὴ γενικὴ ἀνάφλεξη παγκοσμίου ἐμβελείας…


            Ὅσο οἱ πολυ-προβαλλόμενες Οἰκουμενιστικὲς τελετὲς πυκνώνουν καὶ ὅσο οἱ ἄδεκτες ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες συμπροσευχὲς καὶ συνευλογίες/«ἀλογίες» μεταδίδονται τῇδε κἀκεῖσε, ὁ κόσμος δὲν πρόκειται νὰ ὀρθοποδήσει. Ἁπλῶς ἐπιταχύνεται ἡ ὁδὸς πρὸς τὶς μεγάλες δοκιμασίες τῶν ἐσχάτων, ἀφοῦ ἡ Ἀποστασία ἐντείνεται καὶ διευρύνεται.

            Ὅσοι «παραδοσιακοὶ» ἀδελφοὶ μέμφονται ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου ὡς δῆθεν ἀντικανονικούς, σχισματικούς, ταραξίες καὶ προβληματικούς, θὰ πρέπει νὰ καταλάβουν καλὰ ὅτι ὄχι μόνο δὲν μᾶς προβληματίζουν καὶ «πληροφοροῦν» πὼς ὅλα αὐτὰ τὰ ἀσύστατα, λανθασμένα καὶ ἀπαράδεκτα εἶναι δῆθεν ἰσχυρά, ἀλλὰ ἁπλῶς μᾶς θλίβουν γιὰ τὸ μέγεθος τῆς παρανοήσεώς τους, ὥστε νὰ τοὺς διαφεύγει ἡ οὐσία καὶ νὰ μένουν προσκολλημένοι ἀκόμη καὶ τώρα στὸν τύπον!

            Ὅσοι χάριτι Θεοῦ δὲν συμμετέχουμε ἀμέσως ἢ ἐμμέσως σὲ μία Παναίρεση, ὅπως εἶναι αὐτὴ τοῦ κακοδόξου Οἰκουμενισμοῦ, δὲν εἴμαστε γιὰ λύπηση ὡς πρὸς αὐτό, ἀλλὰ γιὰ ἔπαινο, παρὰ τὴν κατὰ τὰ ἄλλα προσωπικὴ ἀνεπάρκειά μας. Ἀντιθέτως, γιὰ λύπηση εἶναι ὅσοι συμμετέχουν σὲ αὐτὴ τὴν τραγικὴ κατάσταση, ὅμοια τῆς ὁποίας δὲν ὑπῆρξε στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησία ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τῆς σήμερον! Ἐδῶ εἶναι ἀκριβῶς ποὺ ἑστιάζεται ἡ οὐσία τοῦ προβλήματος, κατὰ πόσον εἶναι ἀποδεκτὸ καὶ δικαιολογημένο ἢ ἐντελῶς ἀπαγορευμένο τὸ νὰ θεωρεῖς ἀκόμη καὶ τώρα ὡς κοινωνικοὺς αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἐπιτελοῦν τὰ ἀνωτέρω δειγματοληπτικῶς παρατεθέντα, καὶ ὄχι ὡς πρὸς τὶς νησῖδες τῆς Ὀρθοδόξου ἀντιστάσεως ἐντὸς τοῦ ὠκεανοῦ τῆς συγχύσεως, ἄν καὶ κατὰ πόσον αὐτὲς πληροῦν τὶς Κανονικὲς προϋποθέσεως γι’ αὐτὸ ποὺ κάνουν, δηλαδὴ τὸ νὰ «ἀναπνέουν ἐλεύθερα γνήσιο ὀξυγόνο Ὀρθοδοξίας», γιὰ νὰ παραφράσουμε τὸν θρυλικὸ Αὐγουστῖνο Καντιώτη, καὶ ἄν καὶ κατὰ πόσον ἡ θέση τους ἀντιστοιχεῖ στὴν καθιερωμένη πράξη τῆς Ἐκκλησίας!

Μὰ χρειάζεται εἰδικὴ «ἄδεια» γι’ αὐτό; Δὲν εἶναι θέμα πνευματικῆς ἐπιβιώσεως; Εἶναι ἀσφαλέστερη ἡ πνευματικὴ αὔξηση καὶ τελείωση ἐντὸς τῶν ἀπαισίων ἀναθυμιάσεων τοῦ ὀλεθρίου κλιβάνου τοῦ κακοδόξου Οἰκουμενισμοῦ; Αἰσθάνονται οἱ ἀδελφοὶ αὐτοὶ πνευματικὴ ἀσφάλεια ὅταν οἱ Ποιμένες τους προβαίνουν σὲ δηλώσεις καὶ πράξεις ὅπως οἱ ἀνωτέρω περιγραφεῖσες; Τί χειρότερο θὰ πρέπει νὰ ἐπιτελεσθεῖ γιὰ νὰ θορυβηθοῦν καὶ νὰ ἐξέλθουν αὐτῆς τῆς κατακρίτου συναφείας; Πάντως, ἔρχεται ὁλοταχῶς καὶ τὸ «Κοινὸ Πασχάλιο» ἐντὸς ὀλίγου χρονικοῦ διαστήματος, γιὰ νὰ «δέσει» ἡ Οἰκουμενιστικὴ συνταγὴ στὴν δηλητηριώδη γεύση της ἀκόμη καλύτερα.

Εἴθε νὰ ἀπεγκλωβισθοῦν οἱ κατήγοροί μας ἀπὸ τὰ νοητὰ δεσμά τους, διότι ἐπὶ τοῦ παρόντος ὁμοιάζουν μὲ τοὺς «διϋλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» (Ματθ. 23, 24), γιὰ νὰ μὴ κατακριθοῦν ὡς «ὁδηγοὶ τυφλῶν» καὶ ὡς «ὑποκριταί»!

Οἱ προπάτορές μας στὴν Πίστη ἐκ γνησίου Ὀρθοδόξου ζήλου κινούμενοι, διεφύλαξαν θυσιαστικῶς τὸ «ἐλάχιστον» (Ματθ. 16, 10) διὰ τῆς ἀπορρίψεως τῆς Ἡμερολογιακῆς Μεταρρυθμίσεως, καὶ ἔτσι αὐτοδικαίως λυτρώθηκαν ἀπὸ τὸ «πολλόν», δηλαδὴ ἀπὸ τὸ μέγιστο κακὸ τῆς Οἰκουμενιστικῆς αἱρέσεως. Τί κι ἄν κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς στὸν ὑπερβάλλοντα ζῆλο τους ὁδηγήθηκαν ἀκόμη καὶ σὲ ἀκρότητες; Μήπως αὐτὸ ἀμαυρώνει ἢ καταργεῖ τὴν καλὴν ὁμολογίαν τους τὴν καὶ διὰ θεοσημειῶν κραταιωθεῖσαν; Ἐρωτοῦμε κι ἐμεῖς, ὅπως κάνει ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος: «τῷ γὰρ βουλήματι Αὐτοῦ (τοῦ Θεοῦ) τίς ἀνθέστηκε; μενοῦνγε, ὦ ἄνθρωπε, σὺ τί εἶ ὁ ἀνταποκρινόμενος τῷ Θεῷ; [ποιός εἶσαι σὺ ποὺ ἀντιλέγεις στὸν Θεό;] (Ρωμ. 9, 10).

Ἐμεῖς, θείῳ ἐλέει, δὲν ἤμασταν, δὲν εἴμαστε καὶ δὲν θὰ εἴμαστε μέρος τῆς Ἀποστασίας Πίστεως, καὶ εὐχαριστοῦμε ἀπείρως τὸν Κύριο καὶ Θεό μας γιὰ τὴν Πρόνοια τῆς φροντίδος Του ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἀναξίων. Μόνον, εὐχόμαστε γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ὡς φαίνεται ἀγνοοῦν τὸ μέγεθος τῆς «δοκοῦ» (Ματθ. 7, 3), ἡ ὁποία σκοτίζει τὴν πνευματική τους ὅραση, καὶ ψέγουν ἐμᾶς ἐπικαλούμενοι τὸ «κάρφος» στοὺς δικούς μας ὀφθαλμούς, τὸ ὁποῖο δὲν ἀρνούμεθα ὅτι πράγματι ὑπάρχει.

Θέλουμε ὅμως νὰ ἐξηγήσουμε ὅτι ἐὰν κάποιοι Κληρικοὶ ἢ ἀκουστοὶ Γέροντες, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν κάποιες δεκαετίες πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς, τοὺς παραδειγματίζουν μὲ τὴν δῆθεν «διακριτικὴ» στάση τους κοινωνίας μὲ τοὺς Καινοτόμους καὶ Οἰκουμενιστές, τότε βρίσκονται ὄντως σὲ δύσκολη καὶ ἐπισφαλῆ θέση. Τὸ μήνυμα ἐκείνων τῶν παλαιοτέρων μορφῶν εἶναι σαφῶς ἀντι-οικουμενιστικό. Οἱ σύγχρονοι ὅμως Οἰκουμενιστὲς ἐκκλησιαστικοὶ ταγοὶ ὄχι μόνον δὲν συνετίσθηκαν ἀπὸ τὸ μήνυμα καὶ τὴν στάση τῶν Γερόντων ἐκείνων, ἔστω κι ἄν γιὰ πολλοὺς καὶ ποικίλους λόγους ἔσπευσαν ἀκόμη καὶ νὰ τοὺς «ἁγιοποιήσουν», ἀλλὰ εἶναι καὶ οἱ πρῶτοι περιφρονητὲς καὶ καταπατητὲς τοῦ μηνύματός τους ὡς πρὸς τὰ θέματα τῆς Πίστεως! Ἄν αὐτὸ τὸ παράδοξο καὶ παράλογο πρᾶγμα συνιστᾶ «μέτρο διακρίσεως» ἀκόμη καὶ γιὰ σήμερα, τότε πάσχουμε δεινῶς ὡς πρὸς τὴν κατανόηση καὶ αὐτῶν ἀκόμη τῶν πλέον προφανῶν πραγμάτων. Ὅσοι καλύπτονται πνευματικῶς ἀπὸ αὐτὸ τὸν τραγέλαφο καὶ θεωροῦν τὴν πάσχουσα σοβαρῶς αὐτὴ κατάσταση ὡς ὑποδειγματική, λυπούμεθα ἀλλὰ δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ εὐχόμεθα γιὰ τὴν ἔγκαιρη ἀνάνηψή τους.

Ἐμεῖς θυμίζουμε ὅτι γνωρίζουμε καὶ ἄλλους ἁγίους Γέροντες, πλουτισμένους μὲ ἐμφανῆ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἐν διακρίσει ὑπέρμαχοι τῆς θέσεως καὶ στάσεώς μας. Ἐν τούτοις, τὸ πιὸ σημαντικὸ γιὰ μᾶς εἶναι ὅτι ὁ διαχρονικὸς Ἁγιογραφικὸς καὶ Ἁγιοπατερικὸς λόγος τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἀκλόνητος, ἀπόλυτα δεσμευτικὸς καὶ κατὰ πολὺ ὑπέρτερος κάθε Γέροντος καὶ πνευματικοῦ πατρός. Αὐτὸς διακηρύσσει ὅτι συγκοινωνοῦμε ἀσφαλῶς μόνον μὲ τοὺς διακρατοῦντας ἔργῳ καὶ λόγῳ τὴν ὁμολογίαν τῆς Πίστεως ἀνόθευτον καὶ ἀπαρασάλευτον.

Αὐτὴ τὴν ἀρχὴ καὶ διαβεβαίωση οὐδεὶς δύναται νὰ μᾶς ἀλλάξει, ἀκόμη κι ἄν εἶναι ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ! (βλ. Γαλ. 1, 8).

Φυλάσσουμε καὶ διακρατοῦμε ὅ,τι ἀνέκαθεν φυλάσσει καὶ διακρατεῖ ἡ ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ συνακόλουθα ἀπορρίπτουμε καὶ καταδικάζουμε/ἀναθεματίζουμε ὅ,τι ἀνέκαθεν ἀπορρίπτει καὶ καταδικάζει/ἀναθεματίζει αὐτή, ὅπως καὶ τὴν νεοφανῆ Οἰκουμενιστικὴ παναίρεση!

Αὐτὴ εἶναι ἡ ταπεινή, ἀλλὰ καὶ ἀποφασιστικὴ καὶ ἀδιαπραγμάτευτη στάση καὶ τοποθέτησή μας ἕως θανάτου, ὥστε νὰ τύχουμε ἐλέους Θεοῦ καὶ Ζωῆς αἰωνίου!    

+ὁ Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος ΚΛΗΜΗΣ

Λάρισα, Ὀκτώβριος 2023

Πηγή

ΦΡΟΝΟΥΜΕ ΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ Ή ΤΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ; (Ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης και Πλαταμῶνος κ. Κλήμη)

Ἑσπερινὴ Ὁμιλία: «Φρονοῦμε τὰ τοῦ Θεοῦ ἢ τὰ τῶν ἀνθρώπων;»

Ἀπὸ τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα τὸ ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς, 23-10/5-11-2023, στὸν ἰσόγειο Ναὸ Ἁγίων Ἀρχαγγέλων τοῦ Ἱεροῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στὴν Λάρισα: