† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2023

ΔΑΚΡΥΑ ΚΑΤΑΝΥΞΕΩΣ (Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος)

 Αποτέλεσμα εικόνας για δάκρυα μετανοίας



Μέσα στά θεόπνευστα κείμενα τοῦ ὁσίου Συμεών τοῦ Στουδίτη, ἀνάμεσα στίς ἄλλες θαυμάσιες διδαχές του, βρέθηκε γραμμένο καί τοῦτο: «Ἀδελφέ, νά μήν κοινωνήσεις ποτέ σου τά Ἄχραντα Μυστήρια χωρίς δάκρυα». Αὐτό τό φύλαξε ὁ ἴδιος σ᾿ ὅλη του τή ζωή, γι᾿ αὐτό τό δίδαξε καί σέ μᾶς. Ἀλλά μόλις τ᾿ ἄκουσαν μερικοί, ὄχι μόνο λαϊκοί ἀλλά καί μοναχοί ὀνομαστοί στήν ἀρετή, παραξενεύτηκαν καί εἶπαν: “Ἐμεῖς λοιπόν πρέπει νά μένουμε σχεδόν πάντα ἀκοινώνητοι, γιατί εἶν᾿ ἀδύνατο νά κοινωνοῦμε κάθε φορά μέ δάκρυα”. 

Ἀκούγοντας τους ἐγώ ὁ ἄθλιος, ἀποτραβήχθηκα κι ἔκλαψα πικρά. Ἀλλοίμονο στή τύφλωση καί τήν ἀναισθησία τους! Ἄν φρόντιζαν νά ἔχουν ἀδιάλειπτη μετάνοια, δέν θά τό ἔλεγαν ἀδύνατο. Ἄν εἶχαν καρπούς πνευματικούς, δέν θά ἦταν ἀμέτοχοι σ᾿ αὐτό τό θεῖο χάρισμα. Ἄν ἀποκτοῦσαν γνήσιο φόβο Θεοῦ, θά παραδέχονταν πώς μπορεῖ κανείς νά κλαίει ὄχι μόνο ὅταν κοινωνεῖ, ἀλλά πάντα.
“Καί ὅμως”, λένε ἐκεῖνοι, “δέν εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εὐκολοκατάνυκτοι. Ὑπάρχουν πολλοί, πού ἔχουν μιά φυσική σκληρότητα. Αὐτοί δέν κλαῖνε οὔτε ὅταν τούς δέρνουν. Πῶς λοιπόν μποροῦν νά μεταλαβαίνουν πάντα μέ δάκρυα;”.
Ἀλλά, ρωτάω κι ἐγώ, πῶς συμβαίνει νά εἶναι ἄλλος δυσκολοκατάνυκτος καί ἄλλος εὐκολοκατάνυκτος; Πῶς ἔγινε ἔτσι ὁ πρῶτος καί ἀλλιῶς ὁ δεύτερος; Ἀκοῦστε: Ὁ δυσκολοκατάνυκτος ἔγινε τέτοιος ἀπό προαίρεση κακή, ἀπό λογισμούς πονηρούς καί ἀπό ἔργα ἁμαρτωλά. Ὁ Εὐκολοκατάνυκτος, ἀντίθετα, ἀπό προαίρεση καλή, ἀπό λογισμούς ἀγαθούς καί ἀπό ἔργα ἀρετῆς. Σκέψου καί θά δεῖς, ὅτι πολλοί ἄνθρωποι πού ἦταν καλοί, ἔγιναν κακοί διαμέσου αὐτῶν τῶν τριῶν: τῆς προαιρέσεως, τῶν λογισμῶν καί τῶν ἔργων. Καί ἄλλοι, πού ἦταν κακοί, ἔγιναν καλοί πάλι μ᾿ αὐτά. Ὁ Ἑωσφόρος ἀπό ποῦ ἔπεσε; Δέν ἔπεσε ἀπό προαίρεση καί λογισμό πονηρό; Ὁ Καίν ἀπό ποῦ ἔγινε ἀδελφοκτόνος, ἄν ὄχι ἀπό κακή προαίρεση καί πονηρούς λογισμούς φθόνου κατά τοῦ Ἄβελ; Καί ὁ Σαούλ ἀπό ποῦ παρακινήθηκε νά σκοτώσει τό Δαβίδ, πού τιμοῦσε καί ἀγαποῦσε πρωτύτερα; Ἀπό τή φύση του ἤ ἀπό τήν κακή του προαίρεση; Ἀσφαλῶς ἀπό τή δεύτερη, γιατί κανένας δέν ἔγινε ἀπό τό Θεό πονηρός. Ἀλλά τί θά ποῦμε καί γιά τούς ληστές, πού σταυρώθηκαν μαζί μέ τό Χριστό; Ὁ ἕνας, πού εἶχε ἀγαθή προαίρεση, πίστεψε καί παρακαλοῦσε μετανοημένος τόν Κύριο νά τόν πάρει μαζί Του στή βασιλεία Του. Καί ὁ ἄλλος, πού εἶχε πονηρή προαίρεση, ἀπιστοῦσε καί Τόν ὀνείδιζε.
Ἑπομένως ὁ καθένας γίνεται εἴτε εὐκολοκατάνυκτος καί ταπεινός εἴτε δυσκολοκατάνυκτος καί ὑπερήφανος ἀπό τήν αὐτεξουσιότητα τῆς προαιρέσεώς του. Γιά νά τό καταλάβετε ὅμως καλύτερα, ἀκοῦστε καί τό παρακάτω παράδειγμα.
Δύο ἄνθρωποι, ἴσως καί σαρκικοί ἀδελφοί, εἶναι συνομήλικοι, ὁμότεχνοι, ὁμόγνωμοι, ὅμοιοι σέ ὅλα. Συμβαίνει μάλιστα νά εἶναι καί οἱ δύο κακοί, ἄσπλαχνοι, φιλάργυροι, ἀκόλαστοι – μέ δυό λόγια, βουτηγμένοι μέσα στό βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας. Αὐτοί λοιπόν οἱ δύο ἀδελφοί πᾶνε σέ μοναστήρι καί γίνονται μοναχοί. Ὁ ἕνας ἀπέχει ἀπ᾿ ὅλα τά κακά, καί μέ πολύ κόπο κατορθώνει νά γίνει ἐνάρετος. Ὁ ἄλλος, ἀντίθετα, δέν κάνει τίποτα γιά νά βελτιωθεῖ. Γίνεται μάλιστα χειρότερος ἀπό πρίν. Γιατί λοιπόν δέν κατόρθωσαν καί οἱ δύο τήν ἀρετή ἤ δέν κυλίστηκαν καί οἱ δύο ὅμοια στήν κακία; Ἐπειδή ὁ πρῶτος, μόλις μπῆκε στό μοναστήρι, ἄρχισε νά μιμεῖται τούς ἐναρέτους Πατέρες, νά προσέχει τήν ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν καί νά συναγωνίζεται τούς ἄλλους στή νηστεία, στίς προσευχές, στή σιωπή, στήν κατάνυξη, στήν πραότητα. Ὑπέμεινε ἀκόμα μέ προθυμία καί καρτερία τίς ταπεινώσεις, τίς θλίψεις καί τούς κόπους τῆς ἀσκήσεως χωρίς γογγυσμό, ἔκανε ὅ,τι τόν πρόσταζαν χωρίς ἀντιλογία κι ἔτρεχε πρῶτος στίς πιό εὐτελεῖς ἐργασίες. Κοντολογῆς, ἔκανε μ᾿ ἐπίγνωση ὅλα ὅσα μᾶς διδάσκουν οἱ ἱερές Γραφές, γιά νά βρεῖ ἔλεος ἀπό τό Θεό καί νά συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες του. Ὁ ἄλλος ὅμως δέν ἔκανε τίποτε ἀπ᾿ αὐτά, καί ἔμεινε ἀδιόρθωτος, ὅπως ἦταν καί πρίν γίνει μοναχός, γιά νά μήν πῶ πώς ἔγινε καί χειρότερος. Πῶς λοιπόν αὐτοί οἱ δυό τόσο ὅμοιοι ἄνθρωποι ἀκολούθησαν τόσο διαφορετικό δρόμο; Ἀσφαλῶς ἀπό τήν καλή του προαίρεση ὁ ἕνας καί ἀπό τήν κακή ὁ ἄλλος.
Ἔτσι καί κάθε ἄνθρωπος δέν γίνεται εὐκολοκατάνυκτος ἤ σκληρόκαρδος παρά ἀπό τήν προαίρεσή του, καθώς καί ἀπό τήν ἐσωτερική τοποθέτηση καί τήν πολιτεία του. Γιατί πῶς εἶναι δυνατό νά ἔχει δάκρυα κατανύξεως, ἐκεῖνος πού συνεχῶς διασπᾶται σέ χίλιες δυό μάταιες μέριμνες, καί δέν ἔχει νοῦ γιά προσευχή, γιά σιωπή, γιά ἡσυχία, γιά ἀνάγνωση τῶν ἱερῶν βιβλίων;Πῶς μπορεῖ ν᾿ ἀποκτήσει κατάνυξη, ἐκεῖνος πού περιεργάζεται «τούς πάντας καί τά πάντα», καί θέλει νά μαθαίνει τό καθετί καί ν᾿ ἀνακατεύεται στίς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων; Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος πότε θά βρεῖ χρόνο ν᾿ ἀναλογισθεῖ τίς ἁμαρτίες του, νά συντριβεῖ καί νά κλαψεῖ γιά τίς πτώσεις του, νά σκεφτεῖ καί νά μελετήσει τά σφάλματά του;
Ὅποιος δέν κλείνει τό στόμα του γιά νά μήν πεῖ ἄπρεπες ἤ περιττές κουβέντες, ὅποιος δέν κλείνει τ᾿ αὐτιά του γιά νά μήν ἀκούει μάταια κι ἀνώφελα λόγια, αὐτός δέν θυμᾶται τή φοβερή ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Δέν σκέφτεται ὅτι θά σταθεῖ μπροστά στό φοβερό κριτήριο τοῦ Χριστοῦ γυμνός κι ἀνυπεράσπιστος, καί θά δώσει ἀπολογία γιά κεῖνα πού ἔκανε στή ζωή του. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι δυνατό ν᾿ ἀποκτήσει δάκρυα καί νά κλάψει ἀπό μετάνοια καί κατάνυξη, ἔστω κι ἄν ζήσει ἑκατό χρόνια. Καί μπορεῖ νά πηγαίνει στήν ἐκκλησία καί νά συμμετέχει στίς ἱερές ἀκολουθίες μαζί μέ τούς εὐσεβεῖς πιστούς, ἀλλά τό κάνει ἀπό συνήθεια, σάν μιά ρουτίνα, μέ ἀμέλεια καί ὀκνηρία. Γι᾿ αὐτό βγαίνει ἀπό τό ναό τοῦ Θεοῦ χωρίς ὠφέλεια, καί δέν αἰσθάνεται καμιά ἀλλοίωση πρός τό καλύτερο στήν ψυχή του.
Ἄν λοιπόν θέλουμε δάκρυα, πρέπει νά βιάσουμε τόν ἑαυτό μας καί νά ὑπομένουμε τίς θλίψεις, τίς ταπεινώσεις καί τούς πειρασμούς, θεωρώντας τόν ἑαυτό μας χειρότερο ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἄν θέλουμε κατάνυξη, πρέπει νά δουλέψουμε πρῶτα σ᾿ ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Ἡ κατάνυξη εἶναι μιά θεία φωτιά, πού διαλύει τά πάθη. Τά δάκρυά της πλένουν καί καθαρίζουν τή λερωμένη ἀπό τήν ἁμαρτία ψυχή μας. Κανένας ἄνθρωπος δέν ἁγιάσθηκε, δέν ἔλαβε Πνεῦμα Ἅγιο καί δέν ἔγινε κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά καθαριστεῖ πρῶτα μέσα στά δάκρυα τῆς κατανύξεως, τῆς μετάνοιας καί τῆς συντριβῆς.
Ἐκεῖνοι μάλιστα πού ἰσχυρίζονται ὅτι δέν μπορεῖ νά κλαίει κανείς κάθε μέρα, φανερώνουν ἔτσι πώς εἶναι γυμνοί ἀπό ἀρετή. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς τό λένε καθαρά: Ἐκεῖνος πού θέλει νά κόψει τά πάθη του, μόνο μέ τά δάκρυα θά τά κόψει. Κι ἐκεῖνος πού θέλει ν᾿ ἀποκτήσει ἀρετές, μόνο μέ πένθος θά τό κατορθώσει. Ἀλήθεια, σέ τί χρησιμεύουν τά ἐργαλεῖα μιᾶς τέχνης, ὅταν λείπει ὁ τεχνίτης, πού γνωρίζει νά τά μεταχειριστεῖ καί νά φτιάξει ὅ,τι θέλει; Δέν χρησιμεύουν σέ τίποτα. Σέ τί ὠφελεῖ τόν κηπουρό νά σκάψει ὅλο του τόν κῆπο καί νά φυτέψει κάθε λογῆς λαχανικά, ἄν δέν κατεβεῖ βροχή νά τά ποτίσει; Δέν τόν ὠφελεῖ σέ τίποτα. Ἔτσι κι ἐκεῖνος πού μεταχειρίζεται τίς ἄλλες ἀρετές καί κοπιάζει νά τίς ἀποκτήσει, δέν ὠφελεῖται καθόλου χωρίς τήν ἁγία κατάνυξη, τήν ἀπαραίτητη προϋπόθεση ὅλων τῶν ἀρετῶν.
Λοιπόν, ἀδελφοί μου, πρίν καί πάνω ἀπ᾿ ὅλες τίς ἀρετές εἶναι ἡ μετάνοια, τόπένθος καί τά δάκρυα, πού ἀκολουθοῦν τό πένθος. Οὔτε πένθος γίνεται χωρίς μετάνοια, οὔτε δάκρυα χωρίς πένθος. Καί τά τρία εἶναι ἀλληλένδετα, καί δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει τό ἕνα χωρίς τά ἄλλα. Ἄς μή λέμε λοιπόν ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά κλαῖμε κάθε μέρα, γιατί ἐρχόμαστε σέ ἀντίθεση μέ τόν Κύριο, πού μακάρισε ὅσους κλαῖνε, καί ὑποσχέθηκε ὅτι θά γελάσουν ἀπό χαρά καί ἀγαλλίαση στήν οὐράνια βασιλεία Του: «Μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε».
Γιά νά ἔρθει ὅμως καί σέ μᾶς ἡ χάρη τῶν δακρύων, πρέπει, ὅπως εἴπαμε, νά διαβάζουμε ἀδιάκοπα τά ἱερά βιβλία, νά ὑπομένουμε καρτερικά τίς θλίψεις, τούς ἐμπαιγμούς, τίς κατηγορίες καί τίς διαβολές, νά προσευχόμαστε στό Θεό γι᾿ αὐτούς πού μᾶς κάνουν κακό, νά ταπεινώνουμε τόν ἑαυτό μας σέ κάθε εὐκαιρία, ν᾿ ἀποφεύγουμε τή φλυαρία καί νά μήν ἀσχολούμαστε μέ τούς ἄλλους, ἀλλά νά σκεφτόμαστε μόνο τίς δικές μας ἁμαρτίες καί νά μετανοοῦμε βαθιά γι᾿ αὐτές. Κι ἄν δέν ἔχουμε δάκρυα, τουλάχιστο νά τά ζητᾶμε ἀπό τό Θεό. Ἡ αὐτομεμψία καί τό πένθος, πάντως, βοηθοῦν τήν ψυχή νά βρεῖ τήν κατάνυξη. Πρῶτος καρπός τοῦ πένθους γιά τίς ἁμαρτίες μας εἶναι τά δάκρυα, πού προσφέρονται στό Θεό σάν θυσία εὐπρόσδεκτη καί καθαρίζουν τό ρύπο τῆς ψυχῆς. Κι ὅταν ἡ ψυχή ἔρθει σέ κατάσταση μετάνοιας κι ἀληθινοῦ πένθους, δέν περνάει οὔτε μιά μέρα δίχως δάκρυα, ὅπως ὁ προφήτης Δαβίδ, πού ἔλεγε: «Λούσω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τήν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τήν στρωμνήν μου βρέξω».
Ἄς ἀγωνιστοῦμε λοιπόν κι ἐμεῖς νά μετανοήσουμε ἀληθινά, ν᾿ ἀποκτήσουμε ἐπίγνωση τῶν πολλῶν καί μεγάλων ἁμαρτημάτων μας καί νά καθαριστοῦμε ἀπ᾿ αὐτά, ἀκούγοντας τήν προτροπή τοῦ ἁγίου ἀδελφοθέου Ἰακώβου: «Καθαρίσατε χεῖρας ἁμαρτωλοί καί ἁγνίσατε καί κλαύσατε· ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μεταστραφήτω καί ἡ χαρά εἰς κατήφειαν. Ταπεινώθητε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καί ὑψώσει ὑμᾶς».
Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος

(Ἀπό τό βιβλίο: “ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ”, Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττική)
Πηγή: alopsis.gr

Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2023

ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΦΑΝΗΣ Ο ΓΡΑΠΤΟΣ: Ο μεγάλος ομολογητής της Ορθοδοξίας μας (11 Οκτωβρίου)

  

Μια από τις ηρωικότερες περιόδους της εκκλησιαστικής μας ιστορίας είναι και η περίοδος της εικονομαχίας (726-842), κατά την οποία ανεδείχθησαν πλήθος ομολογητών της Ορθοδόξου Πίστεως. Υπερασπίσθηκαν με σθένος την Ορθοδοξία, ορθώνοντας το ανάστημά τους στους διώκτες των Ιερών Εικόνων, οι οποίοι έχοντας την αυτοκρατορική δύναμη, δίωκαν με μανία τους ομολογητές της Ορθοδοξίας.

Ένας από αυτούς υπήρξε ο άγιος Θεοφάνης ο επονομαζόμενος Γραπτός. Γεννήθηκε στην Παλαιστίνη το 745. Πατέρας του ήταν ο ευσεβής Ιωαννάς, ο οποίος φρόντισε να μεταδώσει, τόσο στον ίδιο, όσο και στον αδελφό του Θεόδωρο την ευσέβεια. Φρόντισε επίσης να τους μορφώσει, στέλνοντάς τους στη φημισμένη Μονή του Αγίου Σάββα, κοντά στο σοφό διδάσκαλο Γέροντα Μιχαήλ, να σπουδάσουν την ιερή επιστήμη της Θεολογίας, καθώς και αρχαία Ελληνικά, γραμματική, ποίηση, μουσική κλπ.

Τα δύο αδέλφια έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και επιμέλεια στις σπουδές τους και επίσης μυήθηκαν στην ορθόδοξη πνευματικότητα και στο μοναχικό ασκητικό πνεύμα. Ο δάσκαλός τους Μιχαήλ το 811 τους πήρε μαζί του, ως υποτακτικούς του στη Μονή των Σπουδαίων, κοντά στο ναό της Αναστάσεως. Κατόπιν ο Πατριάρχης Θωμάς τους χειροτόνησε ιερείς και τους έστειλε πρέσβεις στην Κωνσταντινούπολη και στη Ρώμη, προκειμένου να στηρίξουν τους διωκόμενους Ορθοδόξους από τους διώκτες τους εικονομάχους, αλλά και να ζητήσουν τη στήριξη για τις απειλές και τις διώξεις που ασκούσαν οι Άραβες μουσουλμάνοι κατά του Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων. Εγκαταστάθηκαν στην περίφημη Μονή της Χώρας.

Αλλά, λίγο αργότερα, το 815 πέθανε ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβές (811-813) και ανέβηκε στο θρόνο ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος (813-820), ο οποίος εγκαινίασε τη δεύτερη περίοδο της εικονομαχικής έριδας. Διέταξε την πλήρη απαγόρευση προσκύνησης και τιμής των Ιερών Εικόνων, ακόμα και με την ποινή του θανάτου, την καταστροφή όλων των Εικόνων και το ασβέστωμα των τοιχογραφιών των ναών. Τότε τα δύο αδέλφια, Θεοφάνης και Θεόδωρος, μαζί με το δάσκαλό του Μιχαήλ, παρουσιάστηκαν στον ασεβή αυτοκράτορα και τον ήλεγξαν για το διάταγμά του. Ο Λέων, όχι μόνον δεν έδειξε σημάδια συνετισμού, αλλά διέταξε τον άγριο βασανισμό τους. Τους μαστίγωσαν άγρια και τους έκλεισαν στη φυλακή. Αφού απέκρουσαν και τις προσπάθειες του μελλοντικού εικονομάχου Πατριάρχη Ιωάννου Γραμματικού, να συμμορφωθούν με το αυτοκρατορικό διάταγμα, τους ξεχώρισαν. Έκλεισαν τα δύο αδέλφια σε ένα φρούριο στο Βόσπορο, στερώντας τους ακόμα και την τροφή.

Μετά τη δολοφονία του Λέοντα (820) κόπασαν οι διωγμοί των Ορθοδόξων και τα δύο αδέλφια εγκαταστάθηκαν στην Ιερά Μονή Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Σωσθενίου στο Βόσπορο, οι οποίοι με τον υποδειγματικό ασκητικό τους αγώνα και τις πολλές επιστολές τους στερέωσαν την ορθόδοξη πίστη. Αλλά το 829 ανέβηκε στο θρόνο ο επίσης φανατικός εικονομάχος αυτοκράτορας Θεόφιλος (829-842), ο οποίος εγκαινίασε νέα σφοδρή εικονομαχική περίοδο, καταδιώκοντας απηνώς τους ομολογητές Ορθοδόξους. Τα δυο αδέλφια εξορίστηκαν στη νήσο Αφουσία, το 834, μαζί με άλλους ορθοδόξους ομολογητές. Επειδή δεν πειθάρχησαν, και ασκούσαν σφοδρή κριτική κατά των εικονομάχων και του Παλατίου, κλήθηκαν το 836 σε νέα ανάκριση από τον αυτοκράτορα. Οι δύο ομολογητές μοναχοί ήλεγξαν και πάλι με θάρρος και παρρησία τον ασεβή αυτοκράτορα, ομολογώντας την ορθόδοξη πίστη. Υποβλήθηκαν και πάλι σε νέα βασανιστήρια. Με πυρωμένο σίδερο έγραψαν στα μέτωπά τους δώδεκα ιμαβικούς στίχους, με την αιτία των διώξεών τους. Γι’ αυτό ονομάστηκαν από τότε Γραπτοί. Στη συνέχεια τους έριξαν στην πιο υγρή και σκοτεινή φυλακή του Πραιτωρίου, με στόχο να πεθάνουν απομονωμένοι. Τότε πήραν επιστολές παρηγορητικές από το δάσκαλό τους Μιχαήλ και τον άγιο Μεθόδιο, ενθαρρύνοντας τους να υπομείνουν ως τέλους τα μαρτύρια. Σε λίγο καιρό τους έστειλαν σε νέα εξορία στην Απάμεια της Βιθυνίας (Μουδανιά), όπου όμως έγιναν ενθουσιωδώς δεκτοί από το λαό. Ο Θεόδωρος, κοιμήθηκε το 838, εξουθενωμένος από τις κακουχίες. Ο αδελφός του Θεοφάνης, αψηφώντας την διαταγή του αυτοκράτορα, να μείνει άταφο το σώμα του, το ενταφίασε, συνθέτοντας και έναν εξαίσιο ποιητικό κανόνα.

Μετά από την θαρραλέα αυτή πράξη του, ο Θεοφάνης εξορίστηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάστηκε δραστήρια για την επικράτηση του Ορθοδόξου Δόγματος και την απόκρουση της αιρέσεως της εικονομαχίας. Αλλά το 842 πέθανε ο ασεβής Θεόφιλος και στο θρόνο ανέβηκε ο ανήλικος γιός του Μιχαήλ Γ΄ (842-867), τον οποίο επιτρόπευε η ευσεβής αυτοκράτειρα αγία Θεοδώρα, η οποία έπαυσε αμέσως τους διωγμούς, επανέφερε σε ισχύ τις αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787) και το 842 αναστήλωσε οριστικά τις άγιες Εικόνες. Παράλληλα επανέφερε από την εξορία και έβγαλε από τις φυλακές τους ομολογητές της πίστεως. Ο Θεοφάνης ανακλήθηκε από την εξορία και ο Πατριάρχης άγιος Μεθόδιος το 842 τον χειροτόνησε Μητροπολίτη Νικαίας. Εκεί πέρασε το υπόλοιπο του πολυτάραχου επίγειου βίου του, ποιμαίνοντας θεοφιλώς το ποίμνιό του, προσευχόμενος και ασκούμενος. Ως άφθαστος ποιητής και υμνογράφος συνέθεσε πλήθος εκκλησιαστικών ύμνων, οι οποίοι ψάλλονται μέχρι σήμερα κατά τις δεσποτικές και θεομητορικές εορτές και σε μνήμες αγίων. Κοιμήθηκε ειρηνικά την 11η Οκτωβρίου του 845. Ανακηρύχτηκε άγιος και η σεπτή μνήμη του εορτάζεται την ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του.

Ο άγιος Θεοφάνης ο Γραπτός συγκαταλέγεται στους μεγάλους Πατέρες, Ομολογητές και υμνογράφους της Εκκλησίας μας, ο οποίος αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στην ομολογία και την προάσπιση της Ορθοδόξου πίστεως, της μόνης αληθινής και σώζουσας πίστεως. Τόσον αυτός, όσο και οι άλλοι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, είναι (πρέπει να είναι) και σε μας σήμερα τα μεγάλα ζωντανά παραδείγματα, να μην κάνουμε την παραμικρή έκπτωση και υποχώρηση στα θέματα της πίστεως, όπως έκαμαν και εκείνοι!

Λάμπρος Σκόντζος, Θεολόγος

Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ'.
Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καὶ σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Θεόφανες σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἀπολυτίκιον (Ήχος πλ α'. Τον συνάναρχον λόγον)
Μυηθεῖς τῶν Ἀγγέλων Πάτερ τὸ σύντονον, θεοφανείας ἀρρήτου ἐδείχθης σάλπιγξ χρυσή, περιούσιον λαὸν τρέφων τοὶς λόγοις σου, τῶν γὰρ πανσόφων σου ᾠδῶν, ἡ πανεύσημος μολπή, εὐφραίνει τὴν Ἐκκλησίαν, δι' ἣν λαμπρῶς ἠγωνίσω, θεομακάριστε Θεόφανες.

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

 

Η αισιοδοξία αποτελεί το φωτοστέφανο της χριστιανικής φιλοσοφίας και της χριστιανικής ιστορίας. Αισιόδοξος ήταν ο Θεμελιωτής του Χριστιανισμού, ο πιο Αισιόδοξος από όλους τους αισιόδοξους στον κόσμο. Παρέμενε αισιόδοξος και όταν εγκαταλειμμένος από όλους προσευχόταν μόνος στον Θεό, εκείνη την μοιραία νύχτα πριν αρχίσει η τραγωδία. Και τότε που τον σύρανε από τον  Ηρώδη στον Πιλάτο χλευάζοντάς τον. Και τότε που Του έβαλαν αγκάθινο στεφάνι, που Του έσχιζε το θεϊκό Του κεφάλι, και τότε όταν υπό το βάρος του Σταυρού έβγαινε έξω από τα  Ιεροσόλυμα, που Τον αποχαιρετούσαν με γέλια, με κατάρες και με τον ήχο των αδύναμων δακρύων των γυναικών. Και τέλος όταν το ποτήρι της πίκρας ξεχείλισε και εισήλθε στην ιστορία η λέξη Γολγοθάς, πάλι παρέμεινε αισιόδοξος.

Αισιόδοξοι ήταν και οι Χριστιανοί μάρτυρες. Αφού οι μάρτυρες και οι μεγαλομάρτυρες ήταν αισιόδοξοι, πώς εμείς να είμαστε απαισιόδοξοι; Αισιόδοξοι ήταν όσοι στα ρωμαϊκά στάδια πάλεψαν με άγρια θηρία, για να διασκεδάσει ο Καίσαρας. Αισιόδοξοι ήταν όσοι καίγονταν στην πίσσα στις πλατείες για την ψυχαγωγία του Καίσαρα και των γυναικών του. Αισιόδοξοι ήταν όσοι γύριζαν δεμένοι στον τροχό και όσοι θάφτηκαν ζωντανοί στην γη. Αισιόδοξοι ήταν εκείνοι που δεν γνώρισαν την ισότητα ούτε την ελευθερία του τύπου.

Πώς λοιπόν εμείς να γινόμαστε απαισιόδοξοι; Γιατί να γινόμαστε απαισιόδοξοι; Οι μάρτυρες του Χριστιανισμού όταν καίγονταν στη φωτιά φώναζαν: «Εμείς και πάλι πιστεύουμε». Αυτοί και όταν τους έσχιζαν τα θηρία ψιθύριζαν: «Εμείς πάλι ελπίζουμε». Πάνω στον σταυρό, κλαίγοντας με λυγμούς έλεγαν: «Εμείς και τώρα σας αγαπάμε. Εμείς αγαπούμε την μαρτυρική ζωή μας και προσδοκούμε μια καλύτερη ζωή. Πιστεύουμε στον Ένα και Παντοδύναμο Θεό που κυβερνά τον ήλιο και μετρά όλους τους πόνους μας και όλες τις αδικίες των βασανιστών μας».

Αυτούς τους ανθρώπους που τους κλώτσησαν σαν άχρηστες πέτρες, τους πήρε ο Θεός, ο Κτίστης των πάντων, για να αποτελέσουν το θεμέλιο της Εκκλησίας Του.  Η Εκκλησία Του αποτελεί το μεγαλύτερο οικοδόμημα αισιοδοξίας που κτίστηκε στη γη.  Η αισιοδοξία του Χριστιανισμού δεν αποτελεί μια απλή πνευματική θεωρία, γιατί είναι δοκιμασμένη και τεκμηριωμένη.

Δεν θα μπορούσα να αποκαλέσω τον εαυτό μου Χριστιανό, εάν δεν ήμουν αισιόδοξος. Και αν αποκαλούσα τον εαυτό μου Χριστιανό και δεν ήμουν αισιόδοξος, δεν θα ήμουν ειλικρινής Χριστιανός. Και όλοι εσείς ματαίως αποκαλείσθε Χριστιανοί, εάν δεν είσθε αισιόδοξοι. Ο Χριστιανισμός αποτελεί το μέγιστο κάστρο αισιοδοξίας. Ο Χριστιανισμός θεμελιώνεται στην πίστη, την ελπίδα και την αγάπη. Γιατί αυτά τα τρία μόνο σώζουν: η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη.

Η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη συναποτελούν την αισιοδοξία. Μόνο η αισιοδοξία μάς σώζει. Αν δεν έχουμε αισιοδοξία, δεν έχουμε πίστη. Χωρίς πίστη είμαστε σαν τα ζώα που σήμερα το πρωί σφαγιάστηκαν στο σφαγείο. Χωρίς την αισιοδοξία όλοι μας είμαστε ανάπηροι. Μεγαλύτερη αναπηρία έχει ο άνθρωπος χωρίς αισιοδοξία παρά ο άνθρωπος χωρίς πόδια.  Ο Θεός τα πάντα εν σοφία εποίησε. Στο πρόσωπο του αισιόδοξου καθημερινά πέφτουν οι ακτίνες του ηλίου, του ζεσταίνουν και του φωτίζουν την ψυχή, ενώ το πρόσωπο του απαισιόδοξου μένει χωρίς τον ήλιο, με αποτέλεσμα η ψυχή του να είναι κρύα και σκοτεινή. Ο πρώτος καθημερινά βλέπει τα λουλούδια, ενώ ο δεύτερος τον σκουπιδότοπο. Δεν μπορεί να υπάρξει καμμιά δημιουργία χωρίς αισιοδοξία.

Αδελφοί μου, ας είμαστε αισιόδοξοι. Ας ατενίσουμε τον κόσμο μας την ημέρα, ας δούμε ψηλά στον ουρανό τη νύχτα και ας έχουμε πίστη στον Θεό.  Υπάρχει ο Δημιουργός, ο Πλάστης του κόσμου και Πατέρας μας.  Η σκέψη αυτή ας είναι η βάση της αισιοδοξίας μας. Κάθε σπόρος αφού σαπίσει, τότε βλαστάνει και γίνεται λουλούδι. Με τον θάνατο εμείς σαπίζουμε για να βλαστήσουμε στην άλλη ζωή. Επειδή είμαστε παιδιά ενός αθάνατου Πατέρα, γι’ αυτό είμαστε και εμείς οι ίδιοι αθάνατοι. Τι είδους Πατέρας θα ήταν αυτός που δεν θα δημιουργούσε παιδιά όμοια μ’ Αυτόν; Ποιος Πατέρας θα ζούσε δισεκατομμύρια χρόνια και θα είχε γιούς των οποίων η ζωή δεν διαρκεί ούτε εκατό χρόνια;

Ας είμαστε αισιόδοξοι επειδή κανείς δίκαιος δεν θα πάει στην κόλαση και ούτε ένας μη μετανοιωμένος αμαρτωλός στον παράδεισο. Ο άνθρωπος όμως για να κατορθώσει να εισέλθει στον παράδεισο, πρέπει πρώτα ο παράδεισος να εισέλθει μέσα του. Στην κόλαση οδηγείται αυτός που η κόλαση υπάρχει ήδη μέσα στην ψυχή του. Ο παράδεισος είναι αθάνατη χαρά και θεϊκή ανύψωση.  Η κόλαση είναι αιώνια λύπη και η γεμάτη ενοχές και τύψεις συνείδηση.  Η τιμωρία των αμαρτωλών και η ανταμοιβή των δικαίων είναι οι υψηλότεροι μαθηματικοί νόμοι της οικουμένης.

Ας είμαστε αισιόδοξοι, ακόμη και όταν ζημιωνόμαστε, γιατί η ζημιά μας δεν είναι ποτέ άστοχη και χωρίς λόγο. Τα βάσανά μας είναι σημαντικός παράγοντας στην συνολική πορεία ζωής της ανθρωπότητας. Τα βάσανά μας είναι μισθός με τον οποίο πληρώνουμε εισιτήριο για να εισέλθουμε στον τόπο τον οποίο φωτίζει ο Θεός με πολλούς ήλιους.

Ας είμαστε αισιόδοξοι ως Χριστιανοί, γιατί στην πίστη μας βρήκαν παρηγοριά και οι πιο απελπισμένοι. Ας σκεφτόμαστε αισιόδοξα, επειδή μόνον η αισιόδοξη σκέψη φθάνει μέχρι τον Θεό. Ας είμαστε αισιόδοξοι και με τα συναισθήματά μας, γιατί η αισιοδοξία είναι το φάρμακο της λύπης και η πηγή της αληθινής και αιώνιας χαράς. Ας είμαστε αισιόδοξοι και με τα έργα μας, επειδή τα καλά έργα μας συνυφαίνονται με τα έργα του Θεού, και διατηρούνται αιώνια όπως και τα έργα του Θεού. Ας είμαστε αισιόδοξοι γιατί και η ίδια η ζωή είναι αισιόδοξη και εμείς οι άνθρωποι είμαστε η πιο υψηλή έκφραση της ζωής.

Το να είναι κανείς αισιόδοξος σημαίνει να ζει και να εκτιμά δίκαια το δώρο της ζωής.

 

(Από το βιβλίο: Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ὁμιλίες καί μελέτη γιά τά σύμβολα καί σημεῖα. Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη” 2014. Απόσπασμα από την “Ομιλία για την αισιοδοξία”.)

Πηγή: ''ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ''

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2023

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΣ (Άγιος Ισαάκ ο Σύρος)



Στον ταπεινόφρονα δε βλέπεις ποτέ βιασύνη και σύγχυση ή ενέργειες επείγουσας ανάγκης, ούτε θερμούς και κούφιους λογισμούς. Απεναντίας, σε κάθε περίσταση είναι αναπαυμένος. Εάν κολλήσει ο ουρανός με τη γη, ο ταπεινόφρων δε θορυβείται. Κάθε ήσυχος και πράος άνθρωπος δεν είναι ταπεινόφρων, όμως κάθε ταπεινόφρων είναι πράος και ήσυχοςΆμα δεν είσαι ταπεινόφρων, δεν μπορείς να είσαι συνεσταλμένος στους τρόπους σου, όμως συνεσταλμένους μη ταπεινόφρονες πολλούς θα συναντήσεις. Αυτό εννοούσε ο Κύριος, ο πράος και ταπεινός, όταν είπε: «Μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» (Ματθ. 11:21).

Ο ταπεινόφρων σε κάθε περίσταση είναι αναπαυμένος, γιατί τίποτε δεν υπάρχει γι’ αυτόν, που να κινήσει το νου του στο κακό ή να τον ταράξει. Και όπως δεν μπορεί κανείς να τρομάξει ένα βουνό, έτσι δεν τρομάζει από τίποτε ο νους του. Και αν δεν είναι παράλογο, θα λέγαμε ότι ο ταπεινόφρων δεν ανήκει σ’ αυτό τον κόσμο· διότι ούτε στα λυπηρά περιστατικά ταράζεται και αλλοιώνεται η ύπαρξή του, ούτε στα ευχάριστα εκπλήσσεται από θαυμασμό και χαλαρώνειΌλη η ευφροσύνη και η χαρά του η αληθινή βρίσκεται στην απόλαυση του Κυρίου και Θεού του.

Την ταπεινοφροσύνη τη συνοδεύει η επιείκεια και η αυτοσυγκέντρωση. Την ταπεινοφροσύνη ακολουθεί: εγκράτεια στις αισθήσεις, φωνή μετρημένη, λίγα λόγια, καταφρόνηση του κοσμικού εαυτού μας, ευτελής ενδυμασία, βάδισμα ταπεινό· το να μην αλληθωρίζουμε δεξιά και αριστερά και περισπάται η προσοχή μας, να ξεχωρίζουμε στην ελεημοσύνη, να έχουμε πολλά δάκρυα. Ακόμη, την ταπεινοφροσύνη συνοδεύει: ψυχή μεμονωμένη από τους περισπασμούς, καρδιά συντετριμμένη, έλλειψη θυμού, αισθήσεις συμμαζεμένες, λίγα και ευτελή πράγματα για τη σωματική μας ανάπαυση, καρτερία στον πόνο, υπομονή, αφοβία, ανδρεία της καρδιάς, που αποστρέφεται τις απολαύσεις αυτής της πρόσκαιρης ζωής, υπομονή στους πειρασμούς, σοβαροί λογισμοί, σβήσιμο των πονηρών λογισμών, εγκράτεια παθών, συστολή, ευλάβεια.

Ο ταπεινόφρων ποτέ δεν αισθάνεται αναγκασμένος να ταραχθεί ή να συγχυσθεί. Και όταν είναι μόνος του, ντρέπεται και ευλαβείται τον εαυτό του ως εικόνα Θεού. Και μου προκαλεί θαυμασμό ότι ένας πραγματικά ταπεινόφρων ασκητής δε θα τολμήσει να προσευχηθεί με δικά του λόγια, όταν αρχίσει την ευχή ούτε θα θεωρήσει τον εαυτό του άξιο για προσευχή ούτε θα τολμήσει να ζητήσει τίποτε άλλο εκτός από τη βασιλεία του Θεού· ούτε έχει ανθρώπινη συναίσθηση της προσευχής, παρά μονάχα σιωπά ο νους του, και περιμένει το έλεος του Θεού. Και, καθώς κλίνει το πρόσωπό του προς τη γη και η καρδιά του είναι υψωμένη στην αγιότατη και υψηλή πύλη του ουρανού, περιμένει να ακούσει ποιο είναι γι’ αυτόν το θέλημα του ενδόξου και προσκυνητού Θεού· του Θεού, που ο θρόνος του είναι στα σύννεφα, που θαμπώνει τα μάτια των Σεραφίμ, και που η δύναμη και η σοφία και η αγαθότητά του κάνει να σιωπούν όλα τα αγγελικά τάγματα. Μόνο αυτό τολμά ο ταπεινόφρων να πει και να ζητήσει στην προσευχή του: «Ας γίνει, Κύριε, η ζωή μου κατά το πανάγιο θέλημά Σου». Και εμείς την ίδια ευχή να λέμε για τον εαυτό μας. Αμήν. (311-3)

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ 2023 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

 

DSC 0466

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

            Οἱ ἄνθρωποι πλασθήκαμε ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ  γίνουμε συμμέτοχοι τῆς χαρᾶς Του. Μετὰ τὴν ἐξορία τῶν Πρωτοπλάστων, ὡστόσο, βρεθήκαμε ἔξω ἀπὸ τὸ φυσικό μας περιβάλλον, τὸν Παράδεισο. Καὶ ἐφόσον στερηθήκαμε τὴν χαρὰ τοῦ Παραδείσου, ἄρχισαν νὰ δημιουργοῦνται μέσα μας ὁ στεναγμός, ἡ λύπη καὶ ὁ πόνος, ἐνῶ ἐπίσης γίναμε ἀπόλυτοι κληρονόμοι τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τὴν μεγαλύτερη αἰτία τοῦ ἀνθρώπινου πόνου, διότι σημαίνει στέρηση, σημαίνει ὅτι ἕνα ἀγαπητό μας πρόσωπο ἔκλεισε τὸν κύκλο του καὶ δὲν θὰ μποροῦμε πλέον νὰ ἀπολαμβάνουμε τὴν παρουσία του στὴ ζωή μας. Ὁ πιὸ ὀδυνηρὸς πόνος ποὺ μπορεῖ νὰ προκαλέσει ὁ θάνατος εἶναι αὐτὸς τῆς μητέρας ὅταν θάβει τὸ παιδί της, πόσο μάλλον ὅταν αὐτὴ ἡ μητέρα εἶναι καὶ χήρα καὶ δὲν ἔχει ἄλλα παιδιὰ ὡς στηρίγματα. 

            Τέτοια ἦταν ἡ μητέρα τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Τὴν εἶδε ὁ Κύριός μας ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη Ναΐν, τὴν ὥρα ποὺ μὲ πλῆθος κόσμου ἡ μάνα ἐκείνη πορευόταν πρὸς τὸ νεκροταφεῖο γιὰ τὴν ταφὴ τοῦ μοναχογιοῦ της. Τί νὰ πεῖ κανεὶς σὲ μία τέτοια μάνα ποὺ κλαίει καὶ θρηνεῖ τὸν θάνατο τοῦ παιδιοῦ της; Μὲ ποιὰ δύναμη μπορεῖ κάποιος νὰ ἀρθρώσει λόγο προσπαθῶντας νὰ τὴν παρηγορήσει; Εἶναι δυνατὸν νὰ τῆς ἀπαλύνει τὸν πόνο, ἤ ἀκόμη περισσότερο νὰ τῆς ὑποδείξει νὰ ἠρεμήσει καὶ νὰ ἡσυχάσει; Δὲν γίνεται κάτι τέτοιο. Δὲν τὸ ἐπιτρέπει ἡ ἀνθρώπινη λογική, διότι ἡ μάνα γνωρίζει ὅτι πλέον δὲν θὰ ξανὰ δεῖ τὸν ἀγαπημένο γιό της.

            Σωστὰ ὅλα αὐτά. Ὅμως, ἦρθε ὁ Χριστὸς ἀνάμεσά μας καὶ ἔφερε τὴν ἀνατροπή. Ὁ Κύριος βλέποντας τὴν γυναίκα νὰ κλαίει καὶ νὰ ὀδύρεται, τὴν σπλαχνίσθηκε, τὴν πλησίασε καὶ τῆς εἶπε μὲ τὴν δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία ποὺ μόνο Ἐκεῖνος ἔχει: «Μὴν κλαῖς». Πού ἀκούσθηκε ξανὰ στὴν ἱστορία μία τέτοια φράση; Πουθενά. Καὶ αὐτὸ διότι μόνο ὁ Ἄρχοντας τῆς Ζωῆς, μόνο ἡ προσωποποίηση τῆς Ζωῆς καὶ τῆς Ἀνάστασης μποροῦσε νὰ τὸ πεῖ. Καὶ ἀφοῦ τῆς εἶπε νὰ μὴν κλαίει, τῆς ἀπέδειξε ὅτι ὁ σωματικὸς θάνατος δὲν εἶναι τὸ ὁριστικὸ τέλος, ἀλλὰ ἡ κοίμηση, ἀγγίζοντας τὸν νεκρὸ νέο καὶ διατάζοντάς τον: «Νεανίσκε, σὲ σένα λέω, σήκω». Καὶ ἀφοῦ σηκώθηκε ὁ νέος, ὁ Κύριος τὸν παρέδωσε στὴ μητέρα του νὰ τὴν στηρίζει. Οὐσιαστικά, ὅμως, τῆς προσέφερε κάτι πολὺ μεγαλύτερο∙ τὴν βεβαιότητα πὼς ὅ,τι καὶ νὰ γίνει πιά, ὁ θάνατος χωρίζει μόνο προσωρινὰ τοὺς ἀνθρώπους. 

            Αὐτὴ ἡ βεβαιότητα εἶναι ὁ πρῶτος καὶ κύριος λόγος ποὺ βαπτισθήκαμε στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ἡ βεβαιότητα ὅτι ὅλοι μιὰ μέρα θὰ ἀναστηθοῦμε καὶ οἱ μὲν δίκαιοι θὰ κληρονομήσουν τὴν αἰώνια ζωή, οἱ δὲ ἄδικοι τὸ σκοτάδι τοῦ Ἅδη. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ βεβαιότητα μᾶς ἐπιβάλλει νὰ μὴν ἀπελπιζόμαστε ὅ,τι καὶ νὰ συμβεῖ γύρω μας. Ἐπιβάλλει ἀκόμη καὶ στὴ μάνα νὰ μὴν ἀπελπιστεῖ ἀκόμη καὶ ἄν δεῖ τὸν υἱό της νεκρό, διότι θὰ ἔρθει ἡ στιγμὴ ποὺ θὰ τὸν ξανὰ συναντήσει. Ἄν δὲν ἠλπίζαμε στὴν Ἀνάσταση, δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ βαπτισθοῦμε Χριστιανοί. Ἄν δὲν ἤμασταν Μαθητὲς Ἐκείνου, μόνο τότε θᾶ μπορούσαμε νὰ ἀπελπιστοῦμε, διότι θάνατος θὰ σήμαινε τέλος ὁριστικό. Γιὰ ἑμᾶς, ὅμως, θάνατος σημαίνει μετάβαση στὴν ἀληθινὴ ζωή. Εἶναι δὲ ἡ μετὰ θάνατον ζωὴ ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ἐπίγεια, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἡ ἐπίγεια ἀπὸ τὴν ζωὴ μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας. 

            Στὸ σημεῖο αὐτὸ, λαμβάνοντας τὴν ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριός μας σπλαχνίσθηκε καὶ ἔσπευσε νὰ παρηγορήσει τὴν γυναίκα ἐκείνη μὲ τὸν δικό Του θεϊκὸ τρόπο, ἀναρωτιέμαι: ἑμεῖς σήμερα πώς συμμετέχουμε στὸ πένθος τῶν συνανθρώπων μας; Ὅταν μαθαίνουμε γιὰ τὸν θάνατο κάποιου ἀδελφοῦ, πηγαίνουμε στὸ σπίτι καὶ συλλυπούμαστε. Προσευχόμαστε καὶ στηρίζουμε μὲ δύο καλὰ λόγια τοὺς οἰκείους, ἤ βρίσκουμε εὐκαιρία γιὰ ἀργολογίες; Ὕστερα, πηγαίνουμε στὴν κηδεία ἀπὸ φιλάνθρωπα καὶ φιλάδελφα αἰσθήματα, ἤ ὡς ἕνα ἀναγκαστικὸ κοινωνικὸ γεγονός; Ἡ κηδεία τελείωσε. Ὁ νεκρὸς ἔχει φύγει. Οἱ οἰκεῖοι, ὅμως, εἶναι ἀκόμη ἐδὼ καὶ πονοῦν. Ὁ νεκρὸς ζητᾶ τὶς προσευχές μας καὶ τὴν ἐλεημοσύνη μας γιὰ τὴν ἀνάπαυσή του. Οἱ οἰκεῖοι, ἄσχετα ἄν μπορεῖ νὰ μὴν τὸ παραδέχονται, ἤ νὰ μὴν τὸ συνειδητοποιοῦν θέλουν τὴν στήριξη μας, τὴν στήριξη τῶν ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν τους. Δὲν εἴμαστε Χριστιανοὶ μόνο γιὰ νὰ ἰδωθοῦμε  καὶ νὰ συμπροσευχηθοῦμε τὴν Κυριακὴ στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ συντρέχουμε στὶς ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν στηρίζοντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ἄν παρουσιασθοῦμε μόνο στὴν κηδεία καὶ μετὰ ἀδιαφορήσουμε, σίγουρα δὲν φερόμαστε κατὰ τὸ Θέλημα τοῦ Κυρίου. Οἱ οἰκείοι πονοῦν. Τί μποροῦμε νὰ κάνουμε; Μποροῦμε νὰ τοὺς ἐπισκεπτόμαστε τακτικὰ μεταφέροντάς τους λόγια Χριστοῦ; Μποροῦμε νὰ πάμε νὰ προσευχηθοῦμε μαζί τους; Μποροῦμε νὰ τοὺς μαγειρέψουμε τὸν πρῶτο καιρὸ ποὺ ἀκόμη οἱ ἴδιοι δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ τὸ κάνουν; Μποροῦμε νὰ κλέψουμε λίγο χρόνο νὰ τοὺς βοηθήσουμε σὲ τυχὸν ἐργασίες, ἐκκρεμότητες ἤ ἐτοιμασίες γιὰ τὰ ἐννιάμερα ἤ τὰ σαρὰντα; Ὅλα αὐτὰ μπορεῖ νὰ εἶναι ἁπλοϊκὰ γιὰ κάποιους, σίγουρα, ὅμως ὁ Θεὸς ἀναπαύεται σὲ αὐτὲς τὶς πράξεις ἀγάπης καὶ ἐνισχύει τὴν παρηγοριὰ στοὺς πενθοῦντας. 

            ν κατακλείδι, ἐντύπωση προκαλεῖ καὶ τὸ κλείσιμο τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ποὺ περιγράφει τὴν στάση τοῦ κόσμου ἀπέναντι στὸ θαῦμα. Ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς: «ὅλους τοὺς κατέλαβε φόβος καὶ δόξαζαν τὸν Θεὸ λέγοντας ὅτι μεγάλος Προφήτης ἀναδείχθηκε ἀνάμεσά μας καὶ ὅτι ἐπισκέφθηκε ὁ Θεὸς τὸν λαό Του». Καὶ γιατὶ προκαλοῦν αὐτὰ ἐντύπωση; Διότι ἔχουμε ἀπὸ τὴ μία τὸν ἁπλὸ ὄχλο νὰ βλέπει, νὰ διακρίνει καὶ νὰ κατανοεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ «Προφήτης μέγας», καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τοὺς εὐσεβιστὲς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους νὰ Τὸν κατηγοροῦν ὅτι τὶς θαυματουργίες τὶς κατορθώνει «ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων», ἤ νὰ Τὸν συκοφαντοῦν, νὰ διασπείρουν ψεύδη ἐναντίον Του, νὰ σκέφτονται ὅτι «κάποιον δόλο ἤ σκοπιμότητα θὰ ἔχει γιὰ νὰ λέει καὶ νὰ κάνει ὅλα αὐτά, νὰ Τὸν θεωροῦν «ἄνθρωπο ἁμαρτωλό» καί, τέλος, νὰ ἐπιζητοῦν τὴν θανάτωσή Του. Οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ Γραμματεῖς ἔκριναν ἐξ ἰδίων τὰ ἀλλότρια. Δὲν μιλοῦσαν γιὰ νὰ προστατέψουν τὸ ποίμνιο, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔπασχαν ἀπὸ τὸν θανάσιμο φθόνο τους, καθὼς ἔβλεπαν ὅτι τὸ ποίμνιο πηγαίνει πρὸς τὸν ἀληθινὸ Ποιμένα, τὸν Κύριό μας, καὶ ὅτι ἔχαναν τοὺς ὀπαδούς τους. Ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται διαχρονικά. Στὸ τέλος, αὐτοὶ ποὺ μένουν εἶναι ὅσοι ὑπηρέτησαν τὴν Ἀλήθεια. Οἱ λοιποὶ ἐξαφανίζονται.

             νοῦς μας, ἀγαπητοί, μιᾶς καὶ εἴμαστε Χριστιανοὶ καὶ ὑπηρετοῦμε Χριστό, νὰ εἶναι στραμμένος ὄχι δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἀλλὰ σὲ Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ Ζωή. Τότε, ὅ,τι κακὸ καὶ νὰ συμβεῖ, θὰ μᾶς πλησιάσει καὶ θὰ μᾶς πεῖ: «Μὴν κλαῖς, εἴμαι δίπλα σου».

Μετ’ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2023

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ ΤΗΣ ΝΑΪΝ (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης καί Πλαταμῶνος κ.Κλήμεντος)

 

Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί και αδελφές, ακούσαμε την ευαγγελική περικοπή που ο Κύριός μας ανέστησε τον υιό της χήρας στο χωριό Ναΐν στην αγία γη.

Και αυτό έγινε όταν πριν από δύο χιλιάδες χρόνια ο Κύριός μας, όπως είπε το άγιο Ευαγγέλιο κι όπως ομολόγησε ο λαός που ήταν μάρτυρας των εξαισίων θαυματουργιών του, «επεσκέψατο τον λαόν αυτού»﮲ όταν ο Κύριός μας κατήλθε χωρίς να χωριστεί από τον θρόνο τον Πατρικό και «εσκήνωσεν εν ημίν»﮲ ὀταν έγινε άνθρωπος σαν εμάς, έλαβε σάρκα και αίμα και ήρθε να μας βρει εδώ στην γη αυτή, «εν χώρα και σκιά θανάτου»﮲ εδώ που βασιλεύει ο πόνος, εδώ που βασιλεύει η θλίψη και η δυστυχία, εδώ που κυριαρχεί ο θάνατος.

Ήλθε για να γίνει σαν εμάς, ώστε ν’ αντιμετωπίσει τον θάνατο από κοντά. Ήλθε να γίνει σαν εμάς, για να δει πόσο θλιβόμαστε ενώπιον του θανάτου, πόσο λυπούμεθα ενώπιον του θανάτου. Ήλθε εδώ ανάμεσά μας ο αιώνιος, ο αθάνατος και άκτιστος Θεός, Αυτός που είναι έξω από τον χώρο και τον χρόνο και μας έπλασε για ζωή και για αθανασία. Ήλθε να δει πού βρεθήκαμε εμείς τα πλάσματά Του, που αποστατήσαμε και φύγαμε από κοντά Του -και όποιος φεύγει από την πηγή της Ζωής, οπωσδήποτε περνάει στο σκοτάδι και στον θάνατο, εκεί που βασιλεύει ο θάνατος, ο ψυχικός θάνατος πρώτα, και ο σωματικός θάνατος ύστερα.

Γιατί εδώ είναι που η αγία Γραφή και η Εκκλησία δίνουν την περισσότερη προσοχή, στο σημείο και στο θέμα του πνευματικού θανάτου. Πρώτα έρχεται ο πνευματικός θάνατος εξαιτίας της αμαρτίας, δηλαδή ο χωρισμός της ψυχής από τον Θεό﮲ πρώτα η ψυχή, το πνεύμα του ανθρώπου χωρίζεται από τον Θεό με την παρακοή, όπως και έγινε, και μετά επακολουθεί σε λίγα ή σε πολλά χρόνια και ο θάνατος ο σωματικός.

Πάντως όταν η Αγία Γραφή ομιλεί για «πρώτον θάνατον» δεν εννοεί τον σωματικό θάνατο. Ο «πρώτος θάνατος» είναι όταν ο άνθρωπος αμαρτάνει, όταν ο άνθρωπος χωρίζεται από τον Θεό. Φεύγει από την πηγή της Ζωής κι ύστερα ο άνθρωπος ασφυκτιά, μοιραίως το πνεύμα του ασφυκτιά, δεν μπορεί να ζήσει﮲ ψάχνει υποκατάστατα βεβαίως, ψάχνει διάφορες ενασχολήσεις, από κάπου να πιαστεί για να ζήσει το πνεύμα, αλλά δεν μπορεί να ζήσει με την πραγματική, την καθαυτό ζωή, την αθανασία δηλαδή, για την οποία μας έπλασε ο Θεός, την αιώνια ζωή, και μοιραίως φυτοζωεί…

Φυτοζωεί και πεθαίνει, πεθαίνει μακριά από τον Θεό, λαμβάνει βεβαίως κάποια σπαράγματα της Χάριτος του Θεού που υπάρχουν διάχυτα στην ανθρωπότητα, στην γνώση. Αλλά αυτά δεν είναι ικανά να θρέψουν την ψυχή και να ζήσει ο άνθρωπος, να ξεπεράσει τα δεσμά του «πρώτου θανάτου». Μοιραίως μετά έρχεται και ο σωματικός θάνατος.

Εάν μπορούσαμε ν’ απεγκλωβιστούμε από αυτόν τον φαύλο κύκλο δεν θα ήταν ανάγκη ο Αιώνιος, ο Άκτιστος Θεός ν’ αφήσει τους Ουρανούς, χωρίς να χωριστεί από τον Πατέρα και να έρθει στην γη αυτή κοντά μας. Αν μπορούσαμε μόνοι μας να λυτρωθούμε, δεν θα ερχόταν ο Λυτρωτής ανάμεσά μας. Η φθορά ενυπάρχει μέσα μας όχι από την στιγμή που γεννιόμαστε, αλλά από την στιγμή που γίνεται η σύλληψή μας μέσα από την κοιλιά της μητέρας μας﮲ από τότε αρχίζει η διαδικασία της φθοράς, αρχίζει η διαδικασία του θανάτου.

Πολλά βρέφη -όπως ξέρουμε- δεν προλαβαίνουν να γεννηθούν, δεν προλαβαίνουν να δουν το φως του ήλιου, αλλά πεθαίνουν μέσα στην κοιλιά της μητέρας τους. Δεν εννοώ φυσικά αυτά τα οποία σκοτώνουν ανυπεράσπιστα, αυτά τα οποία σκοτώνουν αυτοί που δεν είναι γονείς, που είναι χειρότεροι κι από τα άλογα κτήνη, δεν εννοώ αυτό. Αλλά εννοώ έναν φυσικό θάνατο που επέρχεται ακόμη και μέσα στην κοιλιά της μητέρας.

Γι’ αυτό έρχεται ο Χριστός μας για να διδάξει και να νικήσει πρώτα την αμαρτία, να μας διδάξει τον τρόπο να νικήσουμε την αμαρτία, τον «πρώτον θάνατον» δηλαδή, και ύστερα να δοκιμάσει και ο Ίδιος τα «δεσμά του θανάτου». Έρχεται για να δοκιμάσει τα «δεσμά του θανάτου», γι’ αυτό και έλαβε σώμα φθαρτό, για να μας διδάξει πώς να ξεπερνούμε την αμαρτία, τον «θάνατον τον πρώτον», και να δοκιμάσει και ο ίδιος τελικά, ο Αναμάρτητος, που δεν δοκίμασε «θάνατον πρώτον, δηλαδή αμαρτία, να δοκιμάσει και τον σωματικό θάνατο﮲ να του παραδοθεί όχι για να τον καταλάβει ο θάνατος, Αυτόν τον Αναμάρτητον, αλλά για να νικήσει τον θάνατο, αφού δοκιμάσει θάνατο!

Αυτή είναι η σοφία του Θεού, όπως περιγράφει η Αγία Γραφή, όλοι οι Προφήται, οι Απόστολοι και οι Διδάσκαλοι της Εκκλησίας﮲ αυτό το μυστήριο μας διδάσκουν που επιτέλεσε ο Θεός, το μυστήριο της Σοφίας του Θεού να νικήσει τον θάνατο με τον θάνατο! «Θανάτω θάνατον πατήσας», ὀπως ψάλλουμε. Νίκησε με τον θάνατό του, τον σωματικό Του θάνατο, και τον σωματικό θάνατο τον δικό μας.

Γιατί; Για να γίνει, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, «απαρχή των κεκοιμημένων»! Δηλαδή, τί απαρχή; Απαρχή της ζωής των κεκοιμημένων. Να ονομάσει τον θάνατο κοίμηση, ότι ο θάνατος είναι ένα απλό επεισόδιο, είναι ένας απλός ύπνος. Ένας ύπνος, που διαρκεί πιο πολύ από τον νυκτερινό ύπνο ή από τον μεσημεριανό μας ύπνο, γιατί, όταν κοιμόμαστε είμαστε σε μια κατάσταση ουσιαστικά θανάτου! Κάτι λειτουργεί βέβαια μέσα μας, γι’ αυτό ξαναξυπνούμε σε αυτή την ζωή. Αλλά ο ύπνος είναι μια εικόνα του θανάτου. Ήλθε ο Κύριος να ονομάσει τον θάνατο ύπνο, έναν ύπνο που θα διαρκέσει ίσως μερικές εκατονταετίες ή μερικές χιλιετίες -δεν έχει σημασία, ύπνος είναι. Γιατί κι Αυτός τον δοκίμασε και τον εσπάραξε, τον ενίκησε και ηγέρθη! […]

Βαδίζουμε όμως και στους δρόμους αυτής της ζωής. Βαδίζουμε στους δρόμους της ζωής που είναι τραχείς και συναντιόμαστε -θέλουμε δεν θέλουμε- με τον θάνατο. Συναντιόμαστε με μια άλλη πομπή, όπως συναντήθηκε ο Χριστός, καθώς εισερχόταν στην Ναϊν. Συναντιόμαστε με μια άλλη πομπή που μεταφέρει νεκρό, που μεταφέρει νεκρούς. Γύρω μας είναι νεκρότητα και γύρω μας είναι νεκροί. Και πρέπει να συναντηθούμε μ’ αυτή την νεκρότητα και να την ζωοποιήσουμε. Να μεταφέρουμε το μήνυμα του Χριστού που είναι μήνυμα αισιοδοξίας.

«Μη κλαίε», λέει ο Κύριος στην μητέρα που θρηνεί για το παιδί της. Αυτό μπορούσε μόνον ο Χριστός να το πει, που είναι ο Νικητής του θανάτου. Λέει στη μητέρα να μην κλαίει και αγγίζει τον νεκρό με την ομόθεη σάρκα Του. Αγγίζει τον νεκρό και τον ζωοποιεί και τον εγείρει.

Αυτό κάνουμε κι εμείς τώρα. Μπορεί να μην ανασταίνουμε νεκρούς που πάνε να τους θάψουν, αν και γίνεται ακόμη κι αυτό το θαύμα κάποτε στην Εκκλησία, διότι μεγάλοι Άγιοι στην Εκκλησία ανέστησαν και σωματικά νεκρούς! Αλλά εμείς τώρα συναντούμε, ερχόμεθα σε επαφή, ερχόμαστε σε επικοινωνία με τους πνευματικά νεκρούς γύρω μας…

Γεμάτο νεκρούς πνευματικά είναι γύρω μας! Γεμάτο νεκροταφεία κινούμενα, όχι ακίνητα. Κινούμενοι τάφοι είναι οι άνθρωποι! Οι άνθρωποι που δεν πιστεύουν στον Θεό, οι άνθρωποι που δεν ζουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, οι άνθρωποι που αποστάτησαν από τον Χριστό, οι άνθρωποι που δεν ζωοποιείται η ψυχή τους από τον Χριστό, που είναι αποκεκομμένοι από τον Θεό, είναι ζωντανά μνήματα. Μνήματα φορητά είναι! Μνήματα είναι, δεν έχουν ζωή μέσα, έχουν νεκρότητα, όποιοι και να είναι αυτοί, ό,τι και να είναι αυτοί﮲ ό,τι ιδιότητα και να έχουν, ό,τι εργασία και να κάνουν, όπως και αν συστήνονται, όπως και αν εμφανίζονται, νεκροί είναι!

Και πρέπει εμείς να τους ζωοποιούμε τώρα, αν είμαστε φορείς της Ζωής του Χριστού, αν έχουμε Χριστό, αν έχουμε Χάρη Αγίου Πνεύματος, αν έχουμε «ύδωρ ζων»﮲ τότε κάνουμε το πιο μεγάλο έργο που υπάρχει πάνω στη γη. Το πιο μεγάλο έργο που γίνεται πάνω στην γη, είναι αυτό που κάνει η Εκκλησία! Είναι αυτό το έργο που κάνουν οι δούλοι Της, είναι αυτό το έργο που κάνουν οι ποιμένες της Εκκλησίας, αλλά και όλα τα μέλη της Εκκλησίας κατά το μέτρο που ζουν εν Χριστώ, κατά το μέτρο που είναι ζωντανά μέλη της Εκκλησίας, ζώντες φορείς Χάριτος Θεού, Ζωής Θεού, Αθανασίας Θεού. Και πρέπει να έχουμε αυτή την Χάρη του Θεού μέσα μας, ώστε να πλησιάζουμε αυτούς που είναι στον «πρώτον θάνατον», στον θάνατο της αμαρτίας, και να τους ζωοποιούμε. Να τους αγγίζουμε και να τους ζωοποιούμε, να τους μεταφέρουμε ζωή και ν’ ανασταίνονται.

Μέσα στην Εκκλησία έχουμε φοβερές νεκραναστάσεις! Συνεχώς ζούμε αυτό το θαύμα των νεκραναστάσεων. Νεκροί κάτω από τα δεσμά του «πρώτου θανάτου» της αμαρτίας ζωοποιούνται. Ζωοποιούνται από τη διάχυτη Χάρη του Θεού που τα πλημμυρίζει και τα αγκαλιάζει όλα. Και ο «έχων ώτα ακούειν ακουέτω» και ο έχων καρδιά ας το αισθανθεί και ο έχων μάτια πνευματικά, ας το δει. Και ας αφήσει την Χάρη του Θεού να εισέλθει μέσα του για να αλλάξει την διάθεσή του και να διώξει ό,τι είναι νεκρό. Και να εμβάλει μέσα του, να εισαγάγει ό,τι είναι ζωντανό: Χάρη Θεού!

Απαιτείται μία μόνον προϋπόθεση: η προϋπόθεση της καλής διαθέσεως, της πίστεως και της μετανοίας! […]

(Αντιγραφή και ελαφρά επεξεργασία
από το Ιστολόγιο «Αγιοκυπριανίτης» της 18-10-2023)

Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2023

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΓΙΟΤΗΤΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΕΡΩΝΥΜΟ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ

 

Από το βιβλίο του Πέτρου Μπότση: «Γέροντας Ιερώνυμος ο Ησυχαστής της Αίγινας»

Η συζήτηση γινόταν στο γραφείο κάποιου θρησκευτικού συλλόγου στην Αθήνα. Ήταν μαζεμένοι 4-5 νέοι άνθρωποι, ανάμεσά τους κι ένας διάκος απ’ την επαρχία, φοιτητής της θεολογικής σχολής. Συζητούσαν γενικά θέματα πνευματικής οικοδομής, οπότε ξαφνικά ο διάκος διακόπτει την ομήγυρη κι απευθυνόμενος σ’ όλους λέει:

-Σκέφτομαι πολλές φορές, παιδιά, πως άραγε να ήταν οι άγιοι; Πώς να ζούσαν; Και τι δε θα ‘δινα να γνωρίσω από κοντά έναν άγιο άνθρωπο. Που να τον βρείς όμως στη σημερινή εποχή, όλοι μας έχουμε εξαχρειωθεί;

- Κι όμως, του απαντάει κάποιος απ’ τη συντροφιά, υπάρχουν και σήμερα άγιοι. Εγώ μάλιστα έχω γνωρίσει έναν.

-Έχεις γνωρίσει έναν άγιο; Και που είναι; Αν αληθεύει αυτό που λές, δε θα δίσταζα να ταξιδέψω μέχρι την άκρη της γης για να τον γνωρίσω.

-Δε χρειάζεται να ταξιδέψεις τόσο μακριά. Κάνε τον κόπο να πας μέχρι την Αίγινα κι εκεί θα τον γνωρίσεις.

-Που μένει; Πως τον λένε;

-Όταν βγείς με το βαποράκι στην Αίγινα, ρώτησε που μένει ο π. Ιερώνυμος. Τον ξέρουν όλοι εκεί και θα σου πούν  πως θα τον βρείς.
Μετά από λίγο η συντροφιά διαλύθηκε και καθένας τράβηξε το δρόμο του. Σε λίγες μέρες όμως ξανασυναντήθηκαν και κείνος που είχε υποδείξει στο διάκο να επισκεφτεί τον π. Ιερώνυμο τον ρώτησε.
-Τι έγινε, πάτερ, πήγες στην Αίγινα;

-Ναι, πήγα, απάντησε ο διάκος μ’ ένα πρόσωπο που άστραφτε από χαρά.

-Και τι είδες; Ικανοποιήθηκες;

- Αδελφέ μου, μου είπες να πάω για να γνωρίσω έναν άγιο. Κι εγώ όταν τον συνάντησα, αισθάνθηκα τέτοια χαρά, που νόμισα ότι βρήκα τον ίδιο το Χριστό. Τι άνθρωπος είν’ αυτός, αδελφοί μου; Ένοιωσα τέτοια παρηγοριά, τέτοια αγαλλίαση και τόση δύναμη μπήκε μέσα μου, που η καρδιά μου πήγε να σπάσει από χαρά. Τα συναισθήματά μου δεν περιγράφονται. Όλες οι θεολογικές μου γνώσεις εκμηδενίστηκαν μπροστά στο δικό του απλό μα προφητικό λόγο. Είναι ένας πραγματικός άγιος. Αδελφέ μου, δε βρίσκω λόγια να σε ευχαριστήσω. Ότι και να πω, σίγουρα θα ‘ναι  λίγο. Μεγαλύτερη χαρά απ’ αυτή δε θα μπορούσες να μου δώσεις. Ο Κύριος να σου ανταποδώσει.

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ 2023 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

IMG 5740

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

       Στὶς εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας, βλέπουμε πολὺ συχνὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες μας νὰ ἀποκαλοῦν τὸν Θεὸ «Φιλάνθρωπο, Πολυέλεο, Πολυεύσπλαχνο, Πανοικτίρμονα». Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο χαρακτήρισε ὁ Δεσπότης Χριστὸς τὸν Θεὸ Πατέρα στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, λέγοντας πρὸς ὅλους ἐμᾶς: «νὰ γίνεστε οἰκτίρμονες, δηλαδὴ σπλαχνικοί, συμπονετικοί, καθὼς καὶ ὁ Πατέρας σας εἶναι Οἰκτίρμων».

       να, λοιπόν, ἀπὸ τὰ βασικὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ μας εἶναι ἡ οἰκτιρμοσύνη, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ συμπόνοια. Ὑπάρχουν ἀμέτρητα παραδείγματα αὐτῆς τῆς εὐσπλαχνίας μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, ἀποκορύφωμα τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ἐνσάρκωση καὶ ἡ σταυρικὴ θυσία τοῦ Γλυκυτάτου Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν σωτηρία ὅλων μας.

      πως λέει ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων στὴν εὐχὴ τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν πολλή Του εὐσπλαχνία δὲν ὑπέφερε νὰ βλέπει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων νὰ τυραννιέται ἀπὸ τὸν πειρασμό, γιὰ αὐτὸ ἦρθε καὶ μᾶς ἔσωσε διὰ τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως. 

        λη ἡ εὐλογία ποὺ ὑπάρχει στὴ ζωή μας, μὲ ἐπίκεντρο τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν δυνατότητα τῆς αἰώνιας ζωῆς, πηγάζει ἀπὸ τὸ ἄμετρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὅ Θεὸς τίποτα δὲν κάνει τυχαῖα. Ὅ,τι μᾶς προσφέρει, ἀκόμη καὶ οἱ δοκιμασίες καὶ οἱ στεναχώριες καὶ οἱ ἀγῶνες, εἶναι προϊόντα τῆς εὐσπλαχνίας Του. Ὅλα ἔχουν σκοπὸ νὰ μᾶς ὁδηγήσουν κοντά Του καὶ νὰ μᾶς ἀναδείξουν δυνατώτερους ἀπὸ ὅ,τι ἤμασταν πρίν, διδάσκοντάς μας ὅτι εἴμαστε ἀδύναμοι δίχως Ἐκεῖνον. Πολλοὶ ἄνθρωποι μέσα ἀπὸ μεγάλες θλίψεις καὶ φοβερὲς δοκιμασίες κατάλαβαν πόσο ἀδύναμοι ἦταν. Καὶ ἀφοῦ κατάλαβαν πόσο ἀδύναμοι ἦταν, κατάλαβαν πόσο μεγάλη ἀνάγκη εἶχαν τὸν Παντοδύναμο Θεό, ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἡ ὁποία σὰν μαῦρο σύννεφο ἔκρυβε τὴν ἀληθινὴ χαρὰ τοῦ ἡλιακοῦ φωτός, καὶ ἔγιναν ἀληθινὰ παιδιά Του. Ἔτσι, ἔχουμε δεῖ ἄδικα φυλακισμένους, ἀνθρώπους ἀδικημένους ἀκόμη καὶ στὸ οἰκογενειακό τους περιβάλλον, ἀνθρώπους μὲ δυσβάστακτες θανάσιμες ἀσθένειες, ἀκόμη καὶ ἀθώους θανατοποινίτες, μέσα ἀπὸ τὴ σκληρὴ δοκιμασία τους νὰ βιώνουν τὴν προσωπική τους μεταμόρφωση, νὰ πλημμυρίζουν ἀπὸ οὐράνια γλυκύτητα καὶ νὰ δοξολογοῦν μὲ συγκινητικὴ θέρμη καὶ καρδιακὴ ἀγάπη τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος τοὺς ἔσωσε μὲ τὴν Πρόνοιά Του. Παραδειγματιζόμενοι καὶ ἐμεῖς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι ἀποκύημα τῆς φαντασίας, ἀλλὰ ὑπῆρξαν καὶ ὑπάρχουν πραγματικά, πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ βλέπουμε ὅλα ὅσα συμβαίνουν στὴ ζωή μας, ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ λυπηρά, ὡς εὐλογία Θεοῦ. Μόνο ἔτσι θὰ ἀντλήσουμε δύναμη νὰ ἀνταπεξέλθουμε. Ὅσοι ἔρχονται ἀντιμέτωποι μὲ δυσκολίες καὶ στρέφονται ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τὸ μόνο ποὺ ἐπιτυγχάνουν εἶναι νὰ προσθέτουν περισσότερο βάρος στὴν ταλαιπωρία τους. 

         φοῦ μιλήσαμε γιὰ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἂς δοῦμε καὶ τὸ ἄλλο σκέλος τῆς ἐντολῆς ποὺ μᾶς ἀπευθύνει σήμερα ὁ Χριστός: «νὰ γίνεστε οἰκτίρμονες».   Μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας ταλαιπωρημένους ἀπὸ χίλια προβλήματα καὶ συνάμα ἐγκαταλελειμένους καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀπὸ τὸν Θεό; Κάτι τέτοιο θὰ σήμαινε τὴν ἀπόλυτη καταστροφή. Ἀκόμη καὶ ἂν οἱ ἄνθρωποι μᾶς ἐγκαταλείψουν, ὁ Θεὸς πάντα θὰ μᾶς περιμένει μὲ ἀνοιχτὴ τὴν πατρικὴ ἀγκαλιά Του. 

        πως θέλουμε τὸν Θεὸ νὰ εἶναι γιὰ ἐμᾶς στήριγμα καὶ καταφυγὴ εὐσπλαχνίας, ἔτσι ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε κὶ ἐμεῖς γιὰ τοὺς συνανθρώπους μας. Μὴν περιμένουμε νὰ δοῦμε τοὺς συνανθρώπους μας ταλαιπωρημένους νὰ ζητοῦν ἀπεγνωσμένα τὴν βοήθειά μας. Σπλαχνικοὶ πρέπει νὰ εἴμαστε πάντα καὶ μὲ τοὺς πάντες, ἀκόμη καὶ μὲ τοὺς πιὸ στενοὺς συγγενεῖς μας. Οἱ περισσότεροι ἔχουμε μάθει νὰ βλέπουμε τὸν κόσμο μὲ γυαλιὰ ἀτομιστικά. Βλέπουμε τὸν ἄλλο, καὶ τὸν πατέρα ἢ τὴν μητέρα ἢ τὸν ἀδερφό μας ἀκόμα, νὰ μᾶς μιλᾶ ἀπότομα καὶ σπεύδουμε νὰ «βγάλουμε μαχαίρια». Ἔχουμε σκεφτεῖ πόσα ὑποφέρει τὶς ὑπόλοιπες ὥρες, σὲ πόση πίεση βρίσκεται γιὰ νὰ βγάλει τὸ ψωμί του, πόσο ἄγχος ἔχει γιὰ νὰ προλάβει νὰ πληρώσει τοὺς λογαριασμοὺς ὥστε νὰ μὴν τοῦ κόψουν τὸ ρεῦμα; Ἔστω ὅτι ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος μᾶς μιλᾶ ἀπότομα, σκεφτεῖτε πόσο θὰ τὸν βοηθούσαμε νὰ ἀνακουφίσει τὸν πόνο τῆς ψυχῆς του ἂν τὸν περιβάλλαμε μὲ τὸν καλό μας λόγο. Βέβαια, μπορεῖ νὰ μὴν πετύχει ἀμέσως. Ἀλλὰ ἂν ἐπιμείνουμε νὰ εἴμαστε σπλαχνικοὶ καὶ ἀγαπητικοί, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς θὰ μαλακώσει καὶ θὰ ἔχει περισσότερη δύναμη ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ συνεχίσει τὸν ἀγώνα του. Ἂν ἀπεναντίας φανοῦμε ἄσπλαχνοι καὶ τοῦ ἐπιτεθοῦμε κὶ ἐμεῖς, θὰ γίνει μεγαλύτερο κακό. Ἀπὸ τὴν ἔλλειψη εὐσπλαχνίας καὶ συμπόνοιας πρὸς τὸν συνάνθρωπο γεννῶνται τὰ μεγαλύτερα κακά, οἱ ἔριδες, οἱ φόνοι καὶ οἱ πόλεμοι. 

         λλὰ ἐπειδὴ ἡ συμπόνοια καὶ ἡ εὐσπλαχνία εἶναι ἀρετὲς ἐνδεχομένως δύσκολες γιὰ κάποιους ἀπὸ ἐμᾶς, ὁ Χριστὸς μᾶς δίνει μία πιὸ ἁπλὴ λύση ὅλων τῶν προβλημάτων, λέγοντας: «ὅ,τι θέλετε νὰ σᾶς κάνουν οἱ ἄνθρωποι, αὐτὸ νὰ τοὺς κάνετε κὶ ἐσεῖς». Αὐτὸς ὁ λόγος εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς δικαιοσύνης, ὁ μεγαλύτερος νόμος, ἡ ἀρχὴ τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἂν κάθε φορὰ ποὺ πάμε νὰ εἰρωνευτοῦμε, νὰ συκοφαντήσουμε, νὰ κατακρίνουμε, νὰ κακολογήσουμε τὸν πλησίον μας, σκεφτόμαστε ὅτι σὲ ἐμᾶς δὲν θὰ ἄρεσε νὰ μᾶς εἰρωνευτοῦν, νὰ μᾶς συκοφαντήσουν, νὰ μᾶς κατακρίνουν, νὰ μᾶς κακολογήσουν, θὰ σταματοῦμε τὴν κακὴ πρόθεση πρὶν γίνει πράξη. Ἂν αὐτὴ ἡ διαδικασία ἐπαναληφθεῖ κάποιες φορές, ὕστερα θὰ μᾶς γίνει συνήθεια καὶ ἔτσι θὰ φύγει ἀκόμη καὶ ἡ κακὴ πρόθεση μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἂν ἀπεναντίας, σκεφτόμαστε ὅτι δὲν θέλουμε νὰ μᾶς κακολογοῦν, ἀλλὰ ἐμεῖς κακολογοῦμε, νὰ μὴν μᾶς φανεῖ παράξενο ὅταν μᾶς κακολογήσουν, διότι θὰ εἶναι δίκαιο, κατὰ τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα, νὰ πάθουμε οἱ ἴδιοι τὸ κακὸ ποὺ προξενοῦμε στοὺς ἄλλους. 

        Θέλουμε εἰρήνη; Νὰ εἴμαστε εἰρηνικοὶ στὸν πλησίον. Θέλουμε κατανόηση; Πρῶτοι ἐμεῖς νὰ δείχνουμε. Θέλουμε ἀγάπη; Πρῶτοι ἐμεῖς νὰ τὴν προσφέρουμε· ὄχι μόνο σὲ ὅσους μᾶς ἀγαποῦν, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ στοὺς ἐχθρούς μας. Διότι «ἂν ἀγαποῦμε αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἀγαποῦν, εἶναι αὐτὸ ἀρετή; Καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ ἴδιο δὲν κάνουν;».

Ὁ Πολυέλεος Κύριος νὰ μᾶς περιβάλλει μὲ τὸ ἔλεός Του, 

ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ Τὸν μιμηθοῦμε!

 Ἐπίσκοπός σας,

†   Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος