† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2022

Ἕνας διάλογος γιὰ τὸ Ἡμερολογιακὸ Ζήτημα

 Νικολάου Μάννη, ἐκπαιδευτικοῦ

Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν
ὑπὸ τὸν Ἅγιο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομο.

Κατὰ τὴν πενταετία 1947-1952 διεξήχθη ἐντύπως ἀνεπίσημος διάλογος περὶ τοῦ ἡμερολογιακοῦ ζητήματος, μεταξὺ τοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης Δωροθέου Κοτταρᾶ (μετέπειτα Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, +1957)[1], ὡς ἐκπροσώπου τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας, καὶ τῶν Παλαιοημερολογιτῶν Ἀρχιερέων Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης Ἁγίου Χρυσοστόμου Καβουρίδου (+1955)[2] καὶ Ἐπισκόπου Διαυλείας Πολυκάρπου Λιώση (+1996, μετέπειτα Μητροπολίτου Σισανίου & Σιατίστης)[3].

Ἡ ἀρχὴ ἔγινε μὲ τὴν δημοσίευση ἄρθρου τοῦ Λαρίσης Δωροθέου μὲ τίτλο «Ἡ νομοκανονικὴ θέσις τοῦ ἑλληνικοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ ζητήματος», σὲ ἔγκριτο ἐπιστημονικὸ περιοδικὸ τῆς ἐποχῆς[4]. Στὸ ἄρθρο αὐτὸ ὁ συγγραφέας προσπαθεῖ νὰ ἀποδείξει ὅτι τὸ ἡμερολόγιο εἶναι ἀστρονομικὸ καὶ ὄχι δογματικὸ θέμα, ὅτι οἱ κατὰ τῶν Παλαιοημερολογιτῶν κληρικῶν καθαιρέσεις εἶναι ἔγκυροι καὶ ἂν ἐπιμένουν νὰ λειτουργοῦν ὑπόκεινται σὲ ποινικὲς διώξεις γιὰ «ἀντιποίηση ἀρχῆς», πὼς οἱ Παλαιοημερολογῖτες δὲν εἶναι οὔτε αἱρετικοί, οὔτε σχισματικοὶ καὶ ὡς ἐκ τούτου ὑπάγονται στὴν δικαιοδοσία τῆς ἐπισήμου Ἐκκλησίας τὴν ὁποίαν ὀφείλουν νὰ ὑπακοῦν, ὅτι δὲν δικαιοῦνται νὰ ἀποτελέσουν ξεχωριστὴ θρησκευτικὴ κοινότητα γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχουν δύο Ἐκκλησίες στὴν ἴδια χώρα καί, τέλος, ὅτι τὸ 1924 δὲν υἱοθετήθηκε τὸ Γρηγοριανό, ἀλλὰ ἁπλῶς προστέθηκαν 13 ἡμέρες πρὸς ἐπαναφορὰ τῆς ἡμερομηνίας τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας.

Ἄμεση ἀπάντηση πρὸς τὸν Λαρίσης Δωρόθεο συνέταξε ὁ Ἡγέτης τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος, ἐπίσης ὑψηλῆς θεολογικῆς μορφώσεως[5], μὲ τὸ ἔργο του «Ἀναίρεσις τῆς ἡμερολογιακῆς πραγματείας τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Δωροθέου Κοτταρᾶ τῆς δημοσιευθείσης εἰς τὸ μηνιαῖον περιοδικὸν “Ἀρχεῖον τοῦ Κανονικοῦ καὶ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου”»[6].

Ἀνταπαντῶντας ὁ πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος ἐπισημαίνει ἀρχικὰ πὼς ὄντως τὸ ἡμερολόγιο θὰ ἦταν ἀστρονομικὸ καὶ ὄχι δογματικὸ θέμα μόνο ἂν ἐξεταζόταν ἀπὸ ἀστρονομικὴ καὶ ὄχι ἀπὸ ἐκκλησιαστικὴ σκοπιά. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως στὸ παρελθὸν ἀπέκρουσε πολλάκις τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐξέταζε τὸ ζήτημα ἀπὸ ἐκκλησιαστικὴ σκοπιὰ καὶ θεώρησε ὅτι θὰ ἐξυπηρετοῦσε σκοποὺς ἀλλότριους τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως τὴν διατάραξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος, τὸν προσηλυτισμὸ ἐκ μέρους τῶν παπικῶν, τὴν σύγχυση στὸ τυπικό καὶ τὴν ὁμοιομορφία τῶν ἑορτῶν καὶ τῶν νηστειῶν. Ἐν συνεχείᾳ ἀποδεικνύει πὼς ἡ καθαίρεση Παλαιοημερολογίτου κληρικοῦ δὲν ἔχει Κανονικὸ ἔρεισμα, ἀλλὰ καὶ ἂν ὑποτεθεῖ πὼς ἔχει κάποιο κῦρος, παρόλα αὐτὰ δὲν εἶναι τελεσίδικος, διότι μία τέτοια ἀπόφαση πρέπει νὰ διέλθει ὅλα τὰ ἔνδικα στάδια, ἐφεσιβαλλομένη σὲ Μεγάλη Τοπικὴ ἢ καὶ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, λόγῳ τῆς φύσεως τοῦ θέματος, ποὺ δὲν ἀφορᾶ σὲ προσωπικὴ ἢ ἠθικὴ παράβαση, ἀλλὰ σὲ ἐκκλησιαστικὴ διαφωνία. Παράλληλα, ἀποδεικνύει καὶ γιὰ ποιοὺς λόγους ἡ ἄρνηση τῶν Παλαιοημερολογιτῶν κληρικῶν νὰ δεχθοῦν τὴν «καθαίρεσή» τους δὲν συνιστᾶ «ἀντιποίηση ἀρχῆς», ἐνῶ παρατηρεῖ πὼς οἱ πραγματικὰ ἄξιοι καθαιρέσεως εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ «προβαίνουσιν ἐλαφρᾷ τῇ συνειδήσει εἰς μεταρρυθμίσεις ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν πανορθοδόξου κύρους καὶ σημασίας, ἄνευ πανορθοδόξου Συνόδου, εἰς οὐδὲν λογιζόμενοι τὴν διαίρεσιν τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τὸν σκανδαλισμὸν τῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶν»[7]. Συνεχίζοντας εὐχαριστεῖ τὸν Λαρίσης Δωρόθεο ποὺ διαβεβαιώνει πὼς οἱ Παλαιοημερολογῖτες δὲν εἶναι οὔτε αἱρετικοί, οὔτε σχισματικοί, ἀλλὰ ἐξηγεῖ πὼς οἱ τελευταῖοι δὲν εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ ὑπακοῦν στὶς ἀποφάσεις τῆς Διοικούσης Ἱεραρχίας γιὰ νὰ μὴ καταστοῦν μετ᾿ αὐτῆς συνυπεύθυνοι γιὰ τὴν αὐθαίρετη καὶ ἀντικανονικὴ Ἡμερολογιακὴ Καινοτομία! Συμφωνεῖ ἐπίσης μαζί του στὸ ζήτημα τοῦ ἀνεξάλειπτου τῆς Ἱερωσύνης καὶ ὑπερασπίζεται τὸ κῦρος τῶν ὑπὸ τῶν Παλαιοημερολογιτῶν τελουμένων Μυστηρίων. Δὲν λησμονεῖ νὰ θίξει καὶ τὸ θέμα τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, στηλιτεύοντας τοὺς μακρόχρονους διωγμοὺς τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ἐνῶ καταρρίπτοντας τὸ ἐπιχείρημα περὶ δύο Ἐκκλησιῶν στὴν ἴδια χώρα προβαίνει σὲ κρυστάλλινη διακήρυξη ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας γράφοντας ὅτι «μέχρι τῆς ἐγκύρου καὶ Κανονικῆς διευθετήσεως τοῦ ἡμερολογιακοῦ ζητήματος, ἐπιδίκου ὄντως ὡς ἔφθην εἰπὼν ἐνώπιον τῆς μελλούσης πανορθοδόξου Συνόδου, δὲν δημιουργεῖται Δευτέρα Ἐκκλησία, ἀλλὰ μία μειοψηφία τῆς Ἐκκλησίας διαφωνοῦσα πρὸς τὴν πλειοψηφίαν τῆς Ἱεραρχίας καὶ συνεχίζουσα τὴν ἱστορίαν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τὴν ἄκρατον ὀρθοδοξίαν λυμανθεῖσαν διὰ τῆς ἡμερολογιακῆς καινοτομίας»[8]. Ἀναφερόμενος τέλος στὸ ἐπιχείρημα ὅτι ἡ Ἱεραρχία δὲν προσέλαβε τὸ Γρηγοριανό, ἀλλὰ διόρθωσε τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο, ἐπισημαίνει πὼς ὑπάρχει παραδοχὴ ἀπὸ ἐπίσημα χείλη γιὰ τὸ ἀντίθετο (παραπέμπει σὲ δήλωση τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου Ζ΄). Κλείνοντας διαβεβαιώνει τὸν Λαρίσης Δωρόθεο γιὰ τὰ ἀδελφικὰ αἰσθήματα ἀγάπης καὶ ἐκτιμήσεως πρὸς τὸ πρόσωπό του παραδίδοντας μαθήματα ἤθους καὶ πρότυπο συμπεριφορᾶς γιὰ κάθε διαλεγόμενο.

Ἡ ἐξέλιξη τοῦ ἄτυπου αὐτοῦ διαλόγου συνεχίστηκε καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος (1948), μέσα ἀπὸ τὶς στῆλες τῶν ἀθηναϊκῶν ἐφημερίδων «Ἐμπρὸς» καὶ «Καθημερινή».

Ἡ ἐφημερίδα «Ἐμπρὸς»[9] σὲ ἄρθρο μὲ τίτλο «Ἡ Ἐκκλησία ἐπιδίδει τελεσίγραφον» φιλοξένησε γιὰ τὸ Ἡμερολογικὸ Ζήτημα Συνεντεύξεις Ἀρχιερέων, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν ὁ Λαρίσης Δωρόθεος καὶ ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος. Ὁ πρῶτος ἐπανέλαβε γιὰ ἄλλη μία φορὰ ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δὲν προσέλαβε τὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο, ἀλλὰ διόρθωσε τὸ Ἰουλιανό, ὅτι τὸ ἡμερολόγιο δὲν εἶναι δογματικὸ ζήτημα, ὅτι οἱ Παλαιοημερολογῖτες δὲν εἶναι οὔτε αἱρετικοί, οὔτε σχισματικοί (καὶ γι’ αὐτὸ ὀφείλουν νὰ πειθαρχοῦν στὶς ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας) καὶ ὅτι ὁ Παλαιοημερολογιτισμὸς εἶναι «αὐτὴ αὕτη ἡ Ὀρθόδοξος Θρησκεία» (!) καὶ ἑπομένως δὲν προστατεύεται συνταγματικὰ ὡς ξεχωριστὴ θρησκεία καὶ ἄρα ἡ Πολιτεία πρέπει νὰ καταστείλει τὴν ἀνταρσία τῶν ἐπαναστατούντων Παλαιοημερολογιτῶν!

Ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης ἀπὸ τὴν ἄλλη τόνισε πὼς ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ νέου ἡμερολογίου γιὰ μὲν τὴν Πολιτεία καὶ Κοινωνία ἀποτελεῖ ἀδιάφορο ζήτημα χρόνου, γιὰ δὲ τὴν Ἐκκλησία ὅμως ζήτημα συμφωνίας καὶ ἑνώσεως τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν στὴν Θεία Λατρεία. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἀποκρούσει τὸν παπικὸ προσηλυτισμό, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπέκρουε ἐπὶ αἰῶνες τὸ νέο ἡμερολόγιο. Ἐπιπροσθέτως, ἐπισημαίνει πὼς ἡ ἐξαιτίας τῆς ἡμερολογιακῆς Καινοτομίας διάσπαση τῆς ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων προσκρούει στὸ 9ο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Πρὸς τοῦτο ἐπικαλεῖται καὶ γνώμη εἰδικῶν Καθηγητῶν (Νομικῶν καὶ Θεολόγων, μεταξύ τῶν ὁποίων καὶ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρυσόστομου Παπαδόπουλου, ὁ ὁποῖος λίγα χρόνια μετὰ εἰσήγαγε τὸ νέο ἡμερολόγιο γνωσιμαχήσας) ἀναφερόμενη στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Τέλος ἀποκρούει τὴν κατηγορία ὅτι ἡ ἀριθμοῦσα περὶ τὸ 1.000.000 τότε μερίδα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν εἶναι ἐπαναστάτες, ἀλλὰ μᾶλλον στυλοβάτες τῆς Ὀρθοδοξίας.  

Λίγες ἡμέρες μετὰ ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος συνέταξε κείμενο τὸ ὁποῖο ὑπογράφεται ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων (Παλαιοημερολογιτῶν), ἀποτελούμενη τότε ἀπὸ τὸν ἴδιο ὡς Πρόεδρο, τὸν Μεγαρίδος Χριστοφόρο Χατζῆ (+1973, μετέπειτα Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς & Κονίτσης) καὶ τὸν Διαυλείας Πολύκαρπο, ὑπὸ τὸν τίτλο «Κρίσεις ἐπὶ τῶν Συνεντεύξεων τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ τῶν ἐγκρίτων Μητροπολιτῶν Ἰωαννίνων καὶ Λαρίσσης ἀναφορικῶς πρὸς τὸν Παλαιοημερολογιτισμόν», τὸ ὁποῖο δημοσιεύθηκε στὴν ἐφημερίδα «Καθημερινή»[10]. Σὲ αὐτὸ ἀρχικὰ (καὶ μὲ ἀφορμὴ τὴν παραδοχὴ τῶν νεοημερολογιτῶν Ἱεραρχῶν ὅτι τὸ νέο ἡμερολόγιο εἰσήχθη ὑπὸ τὴν πίεση τῆς τότε Κυβερνήσεως) οἱ Παλαιοημερολογῖτες Ἀρχιερεῖς παρατηροῦν πὼς ἡ Ἱεραρχία δὲν ἀπαλλάσσεται τῶν εὐθυνῶν της ἐφόσον ὀφείλει νὰ εἶναι φρουρὸς καὶ θεματοφύλακας τῶν παραδόσεων καὶ νὰ μὴν ὑποκύπτει σὲ καμία κυβερνητικὴ πίεση, γιὰ νὰ μὴ προκαλεῖ μὲ αὐτὴ τὴν στάση σκανδαλισμὸ τοῦ ποιμνίου τῆς Ὀρθοδοξίας[11]. Ἐν συνεχείᾳ ἀπορρίπτουν τὴν σοβαρότητα τοῦ γνωστοῦ ἐπιχειρήματος πὼς ἐφόσον τὸ ἡμερολόγιο δὲν εἶναι Δόγμα ἐπιτρέπεται ἡ ἀλλαγή του καὶ μάλιστα μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ δημιουργεῖται ἀταξία στὴν Ἐκκλησία. Προχωρῶντας ἐπαινοῦν τοὺς Μητροπολῖτες γιὰ τὴν φιλαλήθεια τῆς ὁμολογίας τους ὅτι οἱ Παλαιοημερολογῖτες δὲν εἶναι οὔτε αἱρετικοί, οὔτε σχισματικοί, ἀλλὰ Ὀρθόδοξοι, οἱ ὁποῖοι διέκοψαν τὴν κοινωνία μὲ τοὺς Καινοτόμους «ἵνα μὴ μετέχωσι καὶ οὗτοι τῆς εὐθύνης ἐνώπιον τῆς ὅλης Ἐκκλησίας διὰ τὴν καινοτομίαν ταύτην»· ἑπομένως, δὲν εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ πρέπει νὰ χαρακτηρισθοῦν ὡς ἐπαναστάτες… Τὸ κείμενο ὁλοκληρώνεται μὲ παρατηρήσεις καὶ θερμὴ ἔκκληση γιὰ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος γιὰ ἐκκλησιαστικούς, ἀλλὰ καὶ ἐθνικοὺς λόγους. Δυστυχῶς, ἡ φωνὴ αὐτὴ δὲν εἰσακούστηκε γιὰ ἀκόμη μία φορά, ἐνῶ μία διετία μετὰ ξεκίνησαν φοβεροὶ διωγμοὶ κατὰ τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν τότε Κυβέρνηση τῶν …Φιλελευθέρων.

Ὁ Λαρίσης Δωρόθεος ἐπανῆλθε στὸ ζήτημα ἔπειτα ἀπὸ τρία χρόνια μὲ τὸ ἄρθρο του «Παρατηρήσεις ἐπὶ τῆς γνωματεύσεως τῶν κ.κ. καθηγητῶν ἐπὶ τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ ζητήματος»[12]. Ἀφορμὴ δόθηκε ἀπὸ τὴν Γνωμάτευση ποὺ δημοσίευσαν οἱ Καθηγητὲς τῆς Νομικῆς Γεώργιος Ράμμος, Χρῆστος Σγουρίτσας καὶ Κωνσταντῖνος Τσάτσος, κατ᾿ ἀνάθεση τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας, στὴν ὁποία ὑπῆρχε ἡ παραδοχὴ ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος υἱοθέτησε τὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο, ἐνῶ ἐκφραζόταν καὶ ἡ θέση ὅτι ἡ καθαίρεση ἐξαλείφει τὴν Ἱερωσύνη καὶ ἑπομένως οἱ Παλαιοημερολογῖτες Κληρικοὶ γιὰ νὰ γίνουν δεκτοὶ στὴν ἐπίσημη Ἐκκλησία πρέπει νὰ ἀναχειροτονηθοῦν. Ὁ Λαρίσης Δωρόθεος ἐπανέλαβε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὴν ἄποψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δὲν υἱοθέτησε τὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο, ἐπειδὴ δὲν ἔθιξε τὸ Πάσχα, ἀλλὰ ἁπλῶς διόρθωσε τὸ Ἰουλιανὸ μὲ τὴν ἀπάλειψη δέκα τριῶν ἡμερῶν. Γιὰ τὸ θέμα δὲ τῆς ἀναχειροτονίας μετὰ ἀπὸ καθαίρεση κατακρίνει τὴν ἀθεολόγητη ἄποψη τῶν ὡς ἄνω νομικῶν καὶ ἀποδεικνύει, μὲ ἐπιχειρήματα ἐρειδόμενα στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, ἀλλὰ καὶ στὴν πράξη τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ἀνεξάλειπτο τῆς Ἱερωσύνης καὶ ὡς ἐκ τούτου τὸ παράνομο τῆς ἀναχειροτονίας[13].

Μὲ ἀφορμὴ τὸ νέο κείμενο τοῦ Λαρίσης Δωροθέου, οἱ Ἀρχιερεῖς Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος καὶ Διαυλείας Πολύκαρπος συνέταξαν εἰδικὲς ἀποκρίσεις. Ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος, εὑρισκόμενος τότε στὴν ἐξορία λόγῳ τοῦ ἀγώνα του ὑπὲρ τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου, συνέγραψε καὶ ἀπέστειλε ἀπαντητικὸ κείμενο μὲ τίτλο «Ἀπάντησις εἰς μίαν διατριβὴν περὶ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης κ. Δωροθέου», καὶ τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε ταυτοχρόνως σὲ Ἀθήνα καὶ Λάρισα[14]. Στὸ ἔργο αὐτὸ ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης, ἀπὸ τὴν μία ἀναιρεῖ, γιὰ ἀκόμη μία φορά, τὰ περὶ δῆθεν ἀσυμφωνίας μεταξὺ Γρηγοριανοῦ καὶ «διορθωμένου Ἰουλιανοῦ»[15], ἀφετέρου ἐγκωμιάζει τὸν Λαρίσης Δωρόθεο γιὰ τὰ ἐπιστημονικά του προσόντα καὶ δηλώνει ἀπολύτως σύμφωνος μὲ τὶς ἀπόψεις του γιὰ τὸ ἀνεξάλειπτο τῆς Ἱερωσύνης καὶ τὴν Κανονικότητα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν Κληρικῶν.

Σχετικὰ μὲ τὸ πρῶτο, ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης παρατηρεῖ πὼς ἡ λέξη «διόρθωση» δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν πραγματικότητα, διότι καὶ τὰ δύο ἡμερολόγια εἶναι ἐσφαλμένα ἀπὸ ἀστρονομικὴ ἄποψη· ἑπομένως, μὲ τὴν προσθήκη 13 ἡμερῶν δὲν ὑπῆρξε «διόρθωση», ἀλλὰ ἀφομοίωση τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου, ἐφόσον πλέον οἱ ἡμερομηνίες του μὲ ἐκεῖνες τοῦ τάχα «διορθωμένου Ἰουλιανοῦ» ταυτίζονται ἀπόλυτα! Ἐπιπροσθέτως, ἡ χρήση δύο ἡμερολογίων (τοῦ Γρηγοριανοῦ γιὰ τὶς ἀκίνητες, καὶ τοῦ Ἰουλιανοῦ γιὰ τὶς κινητὲς ποὺ ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸ Πασχάλιο) δημιουργεῖ σοβαρὰ προβλήματα στὸ Τυπικό. Αὐτὸ θὰ ἐξαναγκάσει τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἢ νὰ προσαρμόσει καὶ τὸ Πασχάλιο πρὸς τὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο (προσκρούοντας ἔτσι στοὺς περὶ τοῦ καθορισμοῦ τοῦ Πάσχα Ἱεροὺς Κανόνες) ἢ νὰ ἐπανέλθει στὸ Ἰουλιανό. Ἐπισημαίνει μάλιστα ὅτι τὸ λεγόμενο «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τοῦ 1923 προβλέπει καὶ ἀλλαγὴ τοῦ Πασχαλίου, μὲ σαφὴ σκοπὸ τῆς Καινοτομίας ὄχι τὴν διόρθωση τάχα, ἀλλὰ τὴν προσέγγιση τῶν Ὀρθοδόξων μὲ τοὺς ἑτεροδόξους τῆς Δύσεως, ὅπως ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος ὁ πρωτεργάτης αὐτῆς (καὶ Πρόεδρος τοῦ δῆθεν «Πανορθοδόξου» Συνεδρίου τοῦ 1923) διαβόητος Μελέτιος Μεταξάκης. Ἄλλωστε, συνεχίζει ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος, ἐὰν ληφθοῦν ὑπόψιν καὶ οἱ γνῶμες πολλῶν ἐπιστημόνων ὅτι τὸ Ἰουλιανὸ ἔχει τελικὰ λιγότερα σφάλματα ἀπὸ τὸ Γρηγοριανό, τότε μᾶλλον ἡ λέξη «διόρθωση» θὰ πρέπει νὰ ἀντικατασταθεῖ μὲ τὴν λέξη «χειροτέρευση»[16]… Σχετικὰ μὲ τὸ δεύτερο μέρος, ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος ἐγκωμιάζει θερμότατα τὸν Λαρίσης Δωρόθεο γράφοντας μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «Πολλὰς ὀφείλομεν χάριτας εἰς τὸν Σεβασμιώτατον Συντάκτην, δόντα, δι᾿ ὅσων λίαν ὀρθῶς καὶ πειστικῶς ἐν τῷ δευτέρῳ μέρει τῆς διατριβῆς Του ἀνέπτυξε, πλῆρες δίκαιον εἰς τοὺς δῆθεν καθῃρημένους Παλαιοημερολογίτας κληρικούς διϊσχυριζομένους ὅτι αἱ χειροτονίαι αὐτῶν καὶ αἱ Μυστηριακαὶ πράξεις κέκτηνται ἀκέραιον τὸ κῦρος αὐτῶν· διότι πηγάζουσιν ὡς ὀρθῶς γράφει ὁ Σεβασμιώτατος, ἐκ τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερωσύνης, ὅπερ φέρουσιν οὗτοι ἀκέραιον»[17]. Σημειωτέον δὲ ὅτι τὸ παραπάνω πόνημα ὅ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης τὸ συνέταξε στὶς 10 Δεκεμβρίου 1951 στὸν τόπο τῆς ἐξορίας του, τὴν Μονὴ Ὑψηλοῦ Μυτιλήνης, στὴν ὁποία τὸν ἔστειλε ἡ διωκτικὴ μανία τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας ἐπὶ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Σπυρίδωνος Βλάχου.

Τὴν ἴδια περίοδο καὶ ὁ Διαυλείας Πολύκαρπος συνέταξε ἀπάντηση μὲ τίτλο «Κρίσεις ἐπὶ τῆς πρώτης παρατηρήσεως τῆς γενομένης ὑπὸ τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Λαρίσης κ. Δωροθέου ἐπὶ τῆς γνωματεύσεως τῶν κ.κ. Γ. Ράμμου, Χ. Σγουρίτσα καὶ Κ. Τσάτσου ἐπὶ τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ ζητήματος»[18]. Σὲ αὐτὴν προβαίνει σὲ διεξοδικότερη ἀναίρεση τῶν ἀπόψεων τοῦ Λαρίσης Δωροθέου, ἂν καὶ διασαφίζει πὼς «δὲν ἐπιδιώκομεν νὰ θέσωμεν ἐν ἀμφιβόλῳ τὸ ἐπιστημονικὸν κῦρος τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἁγίου Λαρίσης, ὅν, διά τε τὸν ἐξαίρετον αὑτοῦ ἐπιστημονικὸν καταρτισμὸν καὶ τὴν ψυχικὴν αὑτοῦ ἁπλότητα καὶ καλοκαγαθίαν, εἰλικρινέστατα ἐκτιμῶμεν»[19]. Ξεκινῶντας τὴν ἐργασία του ὁ Διαυλείας Πολύκαρπος τονίζει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὶς Πανορθοδόξους Συνόδους τοῦ ΙΣΤ΄ αἰ. καταδίκασε ὄχι μόνο τὸ ἐκ τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου συνταχθὲν Πασχάλιο, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ καθ᾿ αὐτὸ τὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο· πόσο μᾶλλον ὅταν αὐτὸ χρησιμοποιήθηκε καὶ ὡς μέσο προσηλυτισμοῦ ἀπὸ τὴν Παπικὴ Ἐκκλησία. Σχετικὰ μὲ τὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι τὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ «διορθωμένο Ἰουλιανὸ» ἀφενὸς μὲν παρατηρεῖ πὼς τὰ δύο ἡμερολόγια ταυτίζονται, ἀφετέρου δὲ παραθέτει ἀποσπάσματα ἀπὸ ἐπίσημα ἔγγραφα ποὺ γράφουν ξεκάθαρα γιὰ συνταυτισμὸ πολιτικοῦ (δηλαδὴ τοῦ Γρηγοριανοῦ) καὶ ἐκκλησιαστικοῦ ἡμερολογίου. Καὶ ἔτσι καταλήγει στὸ συμπέρασμα πὼς «τὸ ὑφ᾿ ὑμῶν ὑποστηριζόμενον, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δὲν εἰσήγαγεν ἐν τῇ Ἱερᾷ Λατρείᾳ αὐτῆς τὸ Γρηγοριανὸν ἡμερολόγιον, ἀλλὰ διόρθωσε τὸ ἐν χρήσει Ἰουλιανόν, ποιήσασα προσθήκην δεκατριῶν ἡμερῶν, τυγχάνει ὅμοιον μὲ τὴν αἰτιολογίαν ἐκείνων, οἵτινες διϊσχυρίζονται, ὅτι τὸ ὄνομα Γιάννης ἤ Γιαννάκις, εἶναι διάφορον τοῦ Ἰωάννου»[20]. Συνεχίζοντας παραθέτει σωρεία ἐκκλησιαστικῶν ἀποφάσεων ἀπὸ τὸ 1583 μέχρι καὶ τὸ 1923 μὲ τὶς ὁποῖες ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπέκρουσε τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση γιὰ πολλοὺς λόγους. Ὁλοκληρώνοντας ἐπισημαίνει πὼς μπορεῖ μὲν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νὰ μὴ μετέβαλε τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, ὅμως ἀθέτησε τὸν Πασχάλιο Κανόνα δημιουργῶντας «ἀνωμαλίας εἰς τὸ ἑορτολόγιον αὐτῆς καὶ ἰδίᾳ εἰς ἑορτὰς καὶ νηστείας ἐχούσας σχέσιν μὲ τὸ Πασχάλιον, ἐφ᾿ ὅσον ἔχει ἄλλην βάσιν τὸ ἑορτολόγιον καὶ ἄλλη τὸ Πασχάλιον»[21].

Καὶ οἱ δύο Παλαιοημερολογῖτες Ἱεράρχες κλείνουν τὰ κείμενά τους μὲ εὐχὲς καὶ προτροπὴ γιὰ μετάνοια. Λίγο καιρὸ μετὰ ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ἐξορία καὶ κοιμήθηκε ἀγωνιζόμενος μόνος ἐπὶ τῶν «ἀδαμαντίνων ἐπάλξεων» τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Διαυλείας Πολύκαρπος προσεχώρησε (γιὰ λόγους ποὺ δὲν εἶναι τοῦ παρόντος καὶ χωρὶς νὰ ἐγκαταλείψει τὶς πεποιθήσεις του) στὴν ἐπίσημη Ἐκκλησία – χωρὶς μάλιστα νὰ ἀναχειροτονηθεῖ -, ἐνῷ ὁ Λαρίσης Δωρόθεος ἔγινε ὁ ἑπόμενος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, διαδεχόμενος τὸν διώκτη Σπυρίδωνα Βλάχο καὶ ἐγκαινιάζοντας μία νέα περίοδο, πιὸ μετριοπαθῆ πρὸς τὸν Παλαιοημερολογιτισμό, ἡ ὁποία ὅμως ἔμελε νὰ εἶναι βραχύβια λόγῳ τοῦ αἰφνιδίου θανάτου του, μόλις ἕνα χρόνο μετὰ τὴν ἀνάληψη τῶν καθηκόντων του.


[1] Γιὰ τὸ πρόσωπό του βλ. Κωνσταντίνου Μουρτζανοῦ (νῦν Ἀρχιμανδρίτου Ἰγνατίου), Δωρόθεος Κοτταρᾶς. Ὁ ἀπό Λαρίσης, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν: http://ikee.lib.auth.gr/record/134329/files/GRI-2014-12354.pdf .

[2] Γιὰ τὸ πρόσωπό του βλ. Ἠλία Ἀγγελόπουλου-Διονυσίου Μπατιστάτου, Μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης-Ἀγωνιστὴς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ἔθνους, Ἀθῆναι, 1981. Σταύρου Καραμήτσου, Ὁ Σύγχρονος Ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι, 1990. Νικολάου Μάννη, Ὁ τελευταίος Ἕλληνας Μητροπολίτης τῆς Βόρειας Μακεδονίας: https://poimin.gr/o-telefteos-ellinas-mitropolitis-tis-vorias-makedonias

[3] Γιὰ τὸ πρόσωπό του βλ. Διονυσίου Ν. Μ. (Ἀνατολικιώτου), Ὁ Ἀρχιερέας τῆς ἀγάπης, Πειραιάς, 2002.

[4] Ἀρχεῖον Ἐκκλησιαστικοῦ καὶ Κανονικοῦ Δικαίου, Ἔτος Β΄ [1947].

[5] Ὁ μὲν Δωρόθεος ὑπῆρξε ἀπόφοιτος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, ὁ δὲ Χρυσόστομος ἀπόφοιτος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης.

[6] Ἀθῆναι, Δεκέμβριος 1947.

[7] Αὐτόθι, σ. 15.

[8] Αὐτ., σ. 25-26.

[9] 19-6-1948.

[10] 27-6-1948.

[11] Πόσο ἐπίκαιρη παρατήρηση!

[12] Ἀρχεῖον Ἐκκλησιαστικοῦ καὶ Κανονικοῦ Δικαίου, Ἔτος ΣΤ΄ [1951].

[13] Ὁ Λαρίσης Δωρόθεος μὲ τὴν κατάθεση τῶν ἀπόψεών του αὐτῶν δικαίωσε τὴν Σύνοδο τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ποὺ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1948 ἐξέδωσε τὸ κείμενο «Μήνυσις κατὰ τοῦ Μητροπολίτου Χίου Παντελεήμονος Φωστίνη ἐπὶ ἀναχειροτονίᾳ Ἱερέων».

[14] Ὁ τίτλος τῆς ἐν Λαρίσῃ ἐκδόσεως εἶναι ἐλαφρῶς τροποποιημένος ὡς ἑξῆς: «Ἀπάντησις εἰς τὴν διατριβὴν τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσσης κ.κ. Δωροθέου Κοτταρᾶ περὶ τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ ζητήματος».

[15] Ἄλλωστε τὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο αὐτὸ ἀκριβῶς ἰσχυρίστηκε ὁ εἰσηγητής του ὅτι εἶναι: τὸ Ἰουλιανὸ «διορθωμένο»!

[16] Γιὰ περισσότερες ἀποδείξεις ποὺ δικαιώνουν τὴν θέση τοῦ Ἁγίου πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου βλ. Νικολάου Μάννη, Διορθωμένο Ἰουλιανὸ ἢ Λανθασμένο Γρηγοριανό;

http://krufo-sxoleio.blogspot.com/2012/12/blog-post_9496.html

[17] Ἔκδ. Ἀθηνῶν, σ. 13, ἔκδ. Λαρίσης, σ. 12.

[18] Βόλος, 1952.

[19] Αὐτόθι, σ. 4. Καὶ ὁ Διαυλείας Πολύκαρπος, ὅπως καὶ ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος, παραδίδει μαθήματα ἤθους καὶ εὐγένειας, πολύτιμα γιὰ τοὺς διαδόχους τους, ἀλλὰ καὶ ἐλεγκτικὰ γιὰ τοὺς διῶκτες.

[20] Αὐτ., σ. 8.

[21] Αὐτ., σ. 18.

Τρίτη 14 Ιουνίου 2022

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (τοῦ Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)


IMG 1739 2

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

   «Πάντα χορηγεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον∙ βρύει προφητείας, ἱερέας τελειοῖ, ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξε, ἀλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξε». Τὸ διαχρονικὸ αὐτὸ γεγονὸς καὶ Μυστήριο ἀποδεικνύεται σήμερα, Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴν γενέθλιο ἡμέρα τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Σήμερα τὸ Πανάγιον Πνεῦμα μὲ τὴν μορφὴ πυρίνων γλωσσῶν κάθισε ἐπὶ τὰς κεφαλὰς τῶν ἀγραμμάτων καὶ τοὺς ἀνέδειξε πανσόφους, κάθισε ἐπὶ τὰς κεφαλὰς τῶν ψαράδων καὶ τοὺς ἀνέδειξε Ἀποστόλους. 

   Μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ μας, οἱ Ἀπόστολοι ἔμειναν μόνοι, ὀρφανοὶ ἀπὸ τὸν Διδάσκαλό τους. Τοὺς εἶχε προειδοποιήσει, ὅμως, ὁ Κύριος ὅτι θὰ παρακαλέσει τὸν Πατέρα Του νὰ τοὺς δώσει ἄλλον Παράκλητο, ὥστε νὰ μένει μαζί τους εἰς τοὺς αἰώνας. Πράγματι, ἡ ὑπόσχεση τοῦ Ἀναληφθέντος Χριστοῦ δὲν ἄργησε νὰ ἐκπληρωθεῖ∙ δέκα μόλις ἡμέρες ἀργότερα, κατῆλθε ὁ Παράκλητος, δηλαδὴ ὁ Παρηγορητής, Ἐκεῖνος ποὺ προσφέρει ἐνίσχυση.  Κατέβηκε γιὰ νὰ μὴν μείνουν ποτὲ ξανὰ μόνοι οἱ διαχρονικοὶ Μαθητὲς τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Κατέβηκε γιὰ νὰ τοὺς στηρίξει στὸ δύσκολο ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. 

    Κύριός μας ἐμπιστεύθηκε ὡς συνεχιστὲς Αὐτοῦ πρόσωπα τὰ ὁποῖα δὲν εἶχαν ἰδιαίτερη μόρφωση. Οἱ Μαθητὲς δὲν εἶχαν πτυχία, περγαμηνὲς ἤ διπλώματα. Ἀπλοὶ καὶ ἀγράμματοι ἦταν. Αὐτούς, λοιπόν, ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεὸς νὰ συνεχίσουν τὸ σωτηριολογικὸ ἔργο ὁδηγώντας ψυχὲς ἀνθρώπων στὴ Θέωση. Γιατί; Γιατὶ αὐτούς; Διότι αὐτοὶ εἶχαν κάτι ποὺ πολλοὶ φιλόσοφοι καὶ ἐπιστήμονες ἐκείνης τῆς ἐποχῆς καὶ τῆς κάθε ἐποχῆς δὲν εἶχαν οὔτε ἔχουν∙ αὐτὸ εἶναι ἡ ἀγνὴ καρδιά. Βέβαια, κὶ ἐκεῖνοι ὡς ἄνθρωποι εἶχαν τὶς ἀδυναμίες καὶ ἔκαναν τὰ λάθη τους, ἀλλὰ φρόντιζαν νὰ τὰ προσπερνοῦν καὶ νὰ προχωροῦν μπροστὰ μὲ ἀπόλυτη εἰλικρίνεια ἀπέναντι στὸν Θεό. Ὅλοι ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν, τὸν Ἰούδα. Ἐκεῖνος, ἄν καὶ εἶχε πολυάριθμες εὐκαιρίες νὰ προσεγγίσει καρδιακὰ τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος τὸν τίμησε μὲ τὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα, ἐντούτοις ἐπέλεξε μόνος του νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν ἀπώλεια. 

    ἀγώνας τῶν Ἀποστόλων ὑπῆρξε θαυμαστὸς καὶ συγκινητικός. Οἱ ἀπλοϊκοὶ καὶ ἀμόρφωτοι ἄνθρωποι, ἐκεῖνοι ποὺ γιὰ τοὺς μορφωμένους ἦταν εὐκαταφρόνητοι, κατάφεραν νὰ ἀνατρέψουν τὰ δεδομένα τῆς κοσμικῆς λογικῆς. Στοχευμένα ὁ Χριστὸς ἐπέλεξε «τὰ μὴ ὄντα, ἴνα τὰ ὄντα καταργήσῃ». Αὐτὰ τὰ «μὴ ὄντα» σαγήνεψαν καὶ μεταμόρφωσαν τὴν οἰκουμένη, διότι ἔφεραν πάνω τους τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅπου ἐπενέβαινε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὰ πάντα ἄλλαζαν καὶ οἱ νόμοι τῆς φύσεως ὑποχωρούσαν. Ἀσθενεῖς θεραπεύονταν, νεκροὶ ἐγείρονταν, διῶκτες γίνονταν διαπρύσιοι κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, ἁμαρτωλοὶ μετανοούσαν καὶ ὅσοι παρέμεναν ἀμετανόητοι καὶ ἐμπόδιζαν τὸ ἔργο τῶν Ἀποστόλων, λάμβαναν τὴν ἔνδικον μισθαποδοσίαν ἀπὸ τὸν Δίκαιο Κριτή. Αὐτὰ ὅλα ἰσχύουν καὶ στὶς μέρες μας. Θὰ ἰσχύουν καὶ ἕως τῆς συντελείας. 

   Τὸ ἀποκορύφωμα τῆς δράσης ὅλων τῶν Ἀποστόλων, ἐκτὸς τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, καὶ συνάμα ἡ τρανότερη ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης τους καὶ τῆς ἀφιέρωσής τους στὸν Θεό, ὑπῆρξε τὸ μαρτυρικὸ τέλος τους. Ἄπαντες μαρτύρησαν μὲ προθυμία, διότι εἶδαν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ πίστεψαν στὴν Ἀνάστασή μας , πίστεψαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ γνώρισε, ἀγάπησε καὶ βίωσε Ἰησοῦν Χριστὸν Ἀναστημένον δὲν θὰ συναντήσει θάνατο. Γιὰ αὐτὴ τὴν πίστη ἀγωνίσθηκαν καὶ γιὰ αὐτὴ τὴν πίστη ἄλλοι ἀνέβηκαν στὸν Σταυρό, ἄλλοι τρυπήθηκαν μὲ λόγχες, ἄλλοι ἀποκεφαλίσθηκαν. Αὐτὴ τὴν πίστη κήρυξαν στὸ κήρυγμά τους. Κήρυξαν τὴν Ἀνάσταση, τὴν Χαρά, τὴν Ζωή, τὴν Ἀλήθεια, τὴν Ἐλπίδα, τὴν Εἰρήνη καὶ τὴν Ἀγάπη. Ἐκεῖνοι δὲν εἶχαν σχέση μὲ τὸ κήρυγμα ποὺ προκαλεῖ λύπη, φόβο, ἀπελπισία, μίσος καὶ διχόνοια καὶ στηρίζεται στὸ ψεῦδος. Αὐτὸ τὸ κήρυγμα δὲν ἀνήκει στὴν Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ διαχρονικὸ ἐργαστήριο τῆς Ἁγιότητος.

   Βλέποντας ὅτι μόλις Δώδεκα Ἀπόστολοι μεταμόρφωσαν τὴν οἰκουμένη, ὁ καθένας διαπιστώνει πόσο σημαντικὸ καὶ ἐπιθυμητὸ εἶναι ὁ Ἱερὸς Κλῆρος, ποὺ ἔχει ἀναλάβει τὴν διαποίμανση τῶν ψυχῶν, νὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους πλημμυρισμένους ἀπὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Δυστυχῶς, ὅταν χάρη στὴν ἰδιοτέλεια καὶ τὴν ἐγωπάθεια ὁ ἕνας συμπεριφέρεται ὡς Ἄρειος, ὁ ἕτερος ὡς Ἐφιάλτης καὶ ὁ τρίτος ὡς Ἰούδας, τὸ Πανάγιον Πνεῦμα δὲν ἀναπαύεται καὶ φυγαδεύεται, καὶ ἄν φυγαδευθεῖ ὁ Παράκλητος, μετὰ πού θὰ στηριχθοῦμε; 

  Αὐτὸ ποὺ ἔχουμε ἀνάγκη νὰ κατανοήσουμε εἶναι ὅτι ὁ καθένας στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ σέβεται τὸν ἄλλο καὶ τὴν ἰδιότητα τοῦ ἄλλου, διότι πάντες εἴμαστε «σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους». Καὶ ὁ Χριστὸς τοποθέτησε στὴν Ἐκκλησία πρῶτον Ἀποστόλους καὶ τοὺς διαδόχους αὐτῶν, Ἐπισκόπους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους καὶ οὔτω καθ’ ἑξῆς. Δὲν μποροῦμε ὅλοι νὰ κάνουμε τοὺς Ἐπισκόπους, οὔτε τοὺς προφῆτες, οὔτε τοὺς διδασκάλους. Κοινός μας στόχος εἶναι ἡ Θέωση, ἡ ὁποία θὰ ἐπιτευχθεῖ μέσα ἀπὸ τὴν ἀρμονικὴ συνεργασία τῶν μελῶν. Ἡ δὲ ἀρμονικὴ συνεργασία θὰ ἐπιτευχθεῖ μέσα ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Ὄχι μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀπὸ τὴν ὁποία, μόλις θιχθοῦν τὰ συμφέροντα, τὸ ἄτομό μας καὶ τὸ ἐγώ μας, ξεχνοῦμε καὶ αὐτὴν τὴν χριστιανική μας ταυτότητα.

   Τὸ Πανάγιο Πνεῦμα νὰ στηρίζει, νὰ ἐνδυναμώνει, νὰ ξεκουράζει καὶ νὰ φωτίζει ὅλους μας!

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2022

ΟΣΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ (28 Μαΐου)


Ο βίος του Οσίου Ανδρέου συντάχθηκε από τον πρεσβύτερο Νικηφόρο της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, περί τα μέσα του 10ου αιώνος μ.Χ. (956 - 959 μ.Χ.), επί βασιλείας του Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου.

Ο Όσιος Ανδρέας, ο διά Χριστόν σαλός, καταγόταν από την Σκυθία και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ' του Σοφού (886 - 912 μ.Χ.). Από παιδική ηλικία είχε πουληθεί ως δούλος σε κάποιον πρωτοσπαθάριο και στρατηλάτη της Ανατολής, ονομαζόμενο Θεόγνωστο, άνδρα ενάρετο και ευσεβή, ο οποίος τόσο αγάπησε τον μικρό Ανδρέα, ώστε τον μεταχειρίστηκε ως υιό του, φροντίζοντας για την επιμελή και θεοσεβή μόρφωση αυτού.

Τον Ανδρέα είλκυαν περισσότερο από κάθε άλλο τα ιερά γράμματα και ιδιαίτερα οι Βίοι και τα Μαρτύρια των αγωνιστών της Χριστιανικής πίστεως. Τέτοιος υπήρξε ο ζήλος του προς αυτά, ώστε αποκλήθηκε «σαλός» (μωρός), διότι ο ζήλος του αυτός τον ωθούσε πολλές φορές στο να υπομένει εμπαιγμούς, ταπεινώσεις και βαριές ύβρεις και να προβαίνει σε διαβήματα που κρίνονται ως ανισόρροπα και εκκεντρικά. Αλλά εκείνος υπέμενε τους εξευτελισμούς, παρηγορούμενος από το ότι πολλές φορές πετύχαινε να επαναφέρει στην ευθεία οδό παραστρατημένες υπάρξεις.
Αλλά ο Όσιος Ανδρέας διακρινόταν και για την φιλανθρωπία και την αγαθοποιία του. Όχι μόνο μοιραζόταν τα υπάρχοντά του με τους φτωχούς, αλλά προσέφερε ότι είχε και ο ίδιος έμενε νηστικός και γυμνός. σε εκείνους που τον παρατηρούσαν για τις υπερβολικές αγαθοεργίες του, υπενθύμιζε τους λόγους του Κυρίου "ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε", και τους έλεγε ότι στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου, και μάλιστα του πάσχοντος αδελφού, έβλεπε τον Χριστό.

Κάποια νύκτα σηκώθηκε για να προσευχηθεί. Ο φθονερός διάβολος δεν ήταν δυνατόν να τον αφήσει απείρακτο. Μόλις άρχισε την προσευχή του έρχεται με πολύ θόρυβο και του κτυπά την πόρτα. Ο μακάριος ως νέος και μη γνωρίζοντας από τις πονηρίες του διαβόλου, φοβήθηκε, σταμάτησε την προσευχή του και ξάπλωσε στο κρεβάτι του και σκεπάστηκε. Όταν είδε ο σατανάς ότι φοβήθηκε και άφησε την προσευχή χάρηκε και λέγει στον άλλο δαίμονα: "Να! ακόμα αυτός είναι βρέφος, τρέχουν τα σάλια του, και προετοιμάζεται για να κάνει πόλεμο εναντίον μας". Αφού τα είπε αυτά εξαφανίστηκε.
Ο μακάριος Ανδρέας αποκοιμήθηκε. Βλέπει τότε στον ύπνο του ότι βρέθηκε στο θέατρο της πόλεως. Από το ένα μέρος υπήρχαν πολλοί άνδρες λευκοφόροι (ασπροντυμένοι) και φωτεινοί και από το άλλο ήταν ένα πολύ μεγάλο πλήθος κατάμαυροι αράπηδες. Ζητούσαν και τα δύο μέρη να παλέψουν. Οι κατάμαυροι είχαν ανάμεσα τους ένα μεγαλύτερο, που ήταν χιλίαρχος, και έλεγαν προς τους λευκοφόρους: "Όποιος θέλει από σας, ας βγει να πολεμήσει με αυτόν".

Ενώ ο Άγιος έστεκε και άκουε τα λεγόμενα, βλέπει να κατεβαίνει από τον ουρανό κάποιος νέος πάρα πολύ ωραίος, λαμπρότερος του ήλιου στη όψη, κρατώντας στα χέρια του τρία υπέροχα στεφάνια. Το ένα ήταν στολισμένο με μαργαριτάρια, το δεύτερο με πολύτιμες πέτρες και το τρίτο με κρίνα και άνθη του Παραδείσου. Ήταν δε αυτά και αμάραντα και είχαν τόση ευωδία ώστε θαύμαζε ο μακάριος Ανδρέας και επιθυμούσε, αν ήταν δυνατόν, να πάρει κάποιο από εκείνα τα στεφάνια.

Πλησιάζει λοιπόν τον νέο και του λέει: "Στον Χριστό που πιστεύεις, πόσο πουλάς αυτά τα στεφάνια; Θέλω να μάθω. Αν και εγώ δεν μπορώ να τα αγοράσω όμως θα τρέξω γρήγορα να το πω στο αφεντικό μου για να έλθει να πάρει αυτό κάποιο από αυτά και να σου δώσει όσα χρήματα θέλεις". Αυτά αφού τα άκουσε ο νέος, ο οποίος ήταν ο ίδιος ο Χριστός, χαμογέλασε και λέει στον Ανδρέα: "Πίστεψε με στ’ αλήθεια, αγαπητέ, ότι αν μου φέρεις όλο το χρυσάφι του κόσμου, δεν δίνω ούτε ένα άνθος από αυτά τα στεφάνια ούτε σε σένα, αλλά ούτε και στο αφεντικό σου. Γιατί αυτά δεν ανήκουν στο μάταιο αυτό κόσμο, όπως νομίζεις, αλλά στους ουράνιους θησαυρούς, με τους οποίους στεφανώνονται όσοι νικήσουν εκείνους τους μαύρους. Εάν, λοιπόν, θέλεις και συ κανένα απ’ αυτά τα στεφάνια πάλεψε με εκείνον τον ακάθαρτο αράπη και αν τον νικήσεις όχι μόνο αυτά θα σου δώσω αλλά όσα θέλεις".

Όταν τα άκουσε αυτά ο μακάριος Ανδρέας πήρε θάρρος και λέει σ’ αυτόν: "Κύριε μου, δέχομαι να παλέψω, μόνο δίδαξε με με ποιόν τρόπο θα τον νικήσω". Είπε τότε ο Κύριος προς τον Ανδρέα: "Γνώριζε, αγαπητέ, ότι αυτοί οι αράπηδες είναι μόνο θρασείς, αλλά δεν έχουν καμιά δύναμη. Μη φοβηθείς λοιπόν που τον βλέπεις τόσον μεγάλο, διότι είναι σαν το χόρτο σάπιος και αδύνατος". Αφού τον ενθάρρυνε, τον έπιασε από τη μέση και του έδειξε πως να παλέψει με τον αράπη. Του παράγγειλε δε τα εξής: "Όταν σε πιάσει ο αράπης, μη φοβηθείς, αλλά αγκάλιασε τον σε σχήμα σταυρού και θα δεις τη δύναμη του Θεού".

Τότε μπήκε στη μέση του θεάτρου ο Ανδρέας και είπε με δυνατή φωνή: "Μαυρισμένε, έλα να παλέψουμε". Όταν είδε ο αράπης εκείνος, ο χιλίαρχος των δαιμόνων, ότι τον ζητούσε ο Ανδρέας σηκώθηκε και ερχόταν με μεγάλη υπερηφάνεια να τον αρπάξει και τον φοβέριζε με το βλέμμα του. Ο Ανδρέας τον έπιασε σταυροειδώς και τον έριξε κάτω στη γη ώστε για πολλή ώρα έμεινε άφωνος. Τότε χάρηκαν πάρα πολύ οι λευκοφόροι και αμέσως έτρεξαν, τον αγκάλιασαν και τον καταφιλούσαν και τον άλειφαν με θεϊκό μύρο. Οι δε κατάμαυροι αράπηδες έφυγαν καταντροπιασμένοι.
Αμέσως τότε ο γεμάτος δόξα εκείνος νέος έδωσε τα στεφάνια στον μακάριο Ανδρέα και καταφιλώντας τον του είπε: "Από σήμερα είσαι δικός μου φίλος. Να αγωνίζεσαι τον καλόν αγώνα γυμνός και περιφρονημένος. Γίνε σαλός για μένα, για να σε αξιώσω πολλών αγαθών στη Βασιλεία μου".

Ο Άγιος, σε μία ολονύκτια Ακολουθία στο ναό των Βλαχερνών είδε τη Θεοτόκο στον ουρανό προσευχόμενη και να σκεπάζει το λαό με το τίμιο ωμοφόριό της (Εορτή της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου στις 1 και 28 Οκτωβρίου).

Κάποια ημέρα συνέβη κάτι παράδοξο στο θεράποντα του Κυρίου. Κατά την συνήθειά του, για να μην γνωρίζει κανείς την εργασία του στους προθάλαμους των εκκλησιών, όπου προσευχόταν, πορευόταν κρυφά προς το ναό της Πανυμνήτου Θεοτόκου, στην αριστερά στοά της αγοράς του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έτυχε, τότε, κάποιο παιδί να διέρχεται τη λεωφόρο, εκτελώντας διαταγή του κυρίου του. Ο Όσιος πήγαινε προς το ναό για να προσευχηθεί· το παιδί τάχυνε το βήμα του και τον πρόφθασε, χωρίς ο Όσιος να το αντιληφθεί. Όταν έφθασε προ των πυλών του ναού ο Ανδρέας, Θεού θέλοντος, εξέτεινε τη δεξιά του χείρα και αφού σφράγισε με το σημείο του τιμίου Σταυρού τις πύλες, αυτές ευθύς υποχώρησαν. Εισήλθε στο ναό και άρχισε τις προσευχές, μη γνωρίζοντας ότι κάποιος τον παρακολουθούσε. Το παιδί, το οποίο ακολουθούσε τον Όσιο, γνώριζε ότι ο άνθρωπος ήταν σαλός. Όταν τον είδε να ανοίγει αυτομάτως τις πύλες του ναού, έφριξε και κυριεύθηκε από τρόμο, έλεγε, λοιπόν, στον εαυτό του: «Ποιόν δούλο του Θεού οι κατά αλήθειαν μωροί σαλό ονομάζουν! Πόσο μεγάλος άγιος είναι, και εμείς οι ανόητοι αγνοούμε! Πόσους κρυφούς δούλους έχει ο Θεός και ουδείς γνωρίζει τα περί αυτών!».

Αυτά λογιζόταν το παιδί και πλησίασε, για να μάθει τί κάνει ο Άγιος εντός του ναού. Βλέπει, λοιπόν, αυτόν προ του άμβωνος να κρέμεται στον αέρα και να προσεύχεται. Κατεπλάγη από το παράδοξο τούτο θέαμα και αναχώρησε, για να εκτελέσει την διαταγή του κυρίου του. Ο Όσιος τελείωσε την προσευχή του και έφυγε. Εξερχόμενος από το ναό, ασφάλισε πάλι τις θύρες με το σημείο του Σταυρού. Τότε αντιλήφθηκε την παρουσία του παιδιού και λυπήθηκε, επειδή κάποιος οικέτης έγινε θεατής των συμβάντων. Ανέμενε την επιστροφή του παιδιού, για να του παραγγείλει να μην αποκαλύψει τα περί του Οσίου. Συνάντησε το παιδί και είπε: "Φύλαξε, τέκνον, όλα όσα είδες στον τόπο τούτο και θα έχεις το έλεος του Κυρίου του Θεού".

Μία ημέρα, προς το τέλος της αγίας Τεσσαρακοστής, ο λαός της βασιλευούσης των πόλεων, της Κωνσταντινουπόλεως, επευφημούσε τον Δεσπότη Χριστό μετά βαΐων και ύμνων. Βλέπει, τότε, ο μακάριος Ανδρέας, κάποιον γέροντα, ωραίο κατά την εξωτερική εμφάνιση, να εισέρχεται στο ναό της του Θεού Σοφίας. Πλήθος λαού τον ακολουθούσε, με βάϊα και σταυρούς, οι οποίοι έλαμπαν ως αστραπή· μελωδούσαν μέλος τερπνό, ηδύ και σωτήριο. Ο ένας στον άλλο παραχωρούσε το προβάδισμα και όλοι κατευθύνονταν προς τον άμβωνα. Ο γέροντας εκείνος κατείχε κινύρα και έκρουε τις χορδές συνοδεύοντας τους ψάλτες. Ο μακάριος ετέρπετο από το θέαμα και την ψαλμωδία, σκίρτησε και είπε: «Μνήσθητι Κύριε τοῦ Δαβὶδ καὶ πάσης τῆς πραότητος αὐτοῦ. Ἰδού, ἀκούσαμε τὴν Κυρία τὴν Κυριοπρεσβεύτρια καὶ τὴν εὑρήκαμε ὅμοια πρὸς τὴ Σοφίαν τὴν τερπνή».

Αυτά έλεγε ο Άγιος. Κάποιοι από τους παρευρισκόμενους σοφούς έλεγαν: «Πώς, σαλέ; Αναφέρεται στο στίχο αυτό του ψαλμού η Παναγία; Τί είναι αυτά τα οποία λέγεις;», και εξ αιτίας της άγνοιάς τους γέλασαν και αναχώρησαν. Ο μακάριος τα έλεγε αυτά επειδή είδε τον Δαβίδ με άλλους Προφήτες να έχουν έλθει εκεί.
 
Έτσι θεοφιλώς έζησε ο διά Χριστόν σαλός Όσιος Ανδρέας και κοιμήθηκε με ειρήνη σε ηλικία εξήντα έξι ετών. Ευθύς ευωδίασαν μύρα και θυμιάματα στον τόπο εκείνο, όπου άφησε το πνεύμα του ο Άγιος. Μία γυναίκα φτωχή, η οποία διέμενε πλησίον οσφράνθηκε την ηδύπνοο και ασύγκριτη ευωδία, την ακολούθησε, λοιπόν, αυτή και έφθασε στον τόπο εκείνο όπου βρισκόταν ο Άγιος. Βρήκε τον μακάριο νεκρό και ανέβλυζε μύρο από το τίμιο λείψανό του. Έτρεξε, λοιπόν, και ανήγγειλε το θαύμα, επικαλούμενη με όρκο ως μάρτυρα τον Θεό. Πολλοί συγκεντρώθηκαν τότε, αλλά δεν βρήκαν το τίμιο λείψανο του Οσίου. Τους προκαλούσε κατάπληξη, όμως, η ευοσμία του μύρου και των θυμιαμάτων. Ο Κύριος, ο Οποίος γνωρίζει τα κρίματα εκάστου και τα απόκρυφα κατορθώματα του Οσίου Ανδρέα, μετέθεσε το λείψανο του Αγίου.

Η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη του στις 28 Μαΐου.





Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.

Μωρίαν ἑκούσιον διὰ Χριστὸν τὸν Θεόν, 
ἐπόθησας Ὅσιε, τὸν σοφιστὴν ἀληθῶς, 
μωράνας καὶ ἤνυσας, 
μέσον πολλῶν θορύβων, τὸν ἀγῶνα Ἀνδρέα· 
ὅθεν σε ὁ Δεσπότης, Παραδείσου πρὸς πλάτος, 
ἐσκήνωσε πρεσβεύειν ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

Τρίτη 7 Ιουνίου 2022

Ο Αόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε´

 

Τὸ λάθος ποὺ κάνουν πολλοὶ νομίζοντας ὡς ἀρετὴ τὴν μικροψυχία.

Σχετικὰ μὲ αὐτό, βρίσκονται σὲ πλάνη πολλοί, ὅσοι νομίζουν γιὰ ἀρετὴ τὴν ὀλιγοψυχία καὶ τὴν ὑπερβολικὴ λύπη ποὺ τοὺς συνοδεύει ὕστερα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μὴ γνωρίζοντας ὅτι αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ κρυφὴ ὑπερηφάνεια καὶ πρόληψι, ποὺ ἔχουν κάνει θεμέλια πάνω στὴν ἐλπίδα καὶ στὸ θάρρος ποὺ ἔχουν στὸ ἑαυτό τους καὶ στὶς δυνάμεις τους. Γιατὶ αὐτοί, ὑπολογίζοντας τὸν ἑαυτό τους ὅτι εἶναι κάτι, κατὰ κάποιον τρόπο, ξεθάρρεψαν πολύ, καὶ βλέποντας μὲ τὴν δοκιμὴ τῆς πτώσεως, ὅτι δὲν ἔχουν καμμία δύναμι, ταράζονται καὶ ἀποροῦν, σὰν γιὰ κανένα πρᾶγμα καινούργιο καὶ ὀλιγοψυχοῦν βλέποντας πεσμένο στὴ γῆ ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο βασίσθηκαν (δηλαδὴ τὸν ἑαυτόν τους), πάνω στὸν ὁποῖο εἶχαν ἀποθέσει τὸ θάρρος καὶ τὴν ἐλπίδα τους. Αὐτὸ ὅμως δὲν γίνεται καὶ στὸν ταπεινό, ὁ ὁποῖος μόνο στὸ Θεὸ ἔχει τὴν ἐλπίδα καὶ τὸ θάρρος του, χωρὶς νὰ ἔχῃ καμία ἐλπίδα στὸν ἑαυτό του. Γι᾿ αὐτό, ὅταν πέσῃ σὲ κάθε εἴδους σφάλμα, ἂν καὶ αἰσθάνεται πόνο καὶ λύπη, μὲ ὅλο τοῦτο δὲν ταράσσεται, οὔτε ἀπορεῖ. Γιατὶ ξέρει ὅτι αὐτὸ τοῦ συνέβη ἀπὸ τὴν ἀθλιότητα καὶ τὴν ἀδυναμία τοῦ ἑαυτοῦ του, ἡ ὁποία γνωρίζεται πολὺ καλὰ μὲ τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας.

Ὁ Ἀόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

Κυριακή 5 Ιουνίου 2022

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α΄ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ (τοῦ Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)


77897 2

γαπητοὶ  ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

   Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μέσω τῆς ὁποίας διατρανώθηκε τὸ συνοδικὸ σύστημά της. Ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει τὰ προβλήματά της μὲ τὴν Σύνοδο τῶν Ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ κατεξοχὴν Διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων, ἀποφασίζουν βάσει τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ κινοῦνται μὲ τὴν φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι λειτουργεῖ τὸ συνοδικὸ σύστημα τῆς Ἐκκλησίας διὰ μέσου τῶν αἰώνων.

   Σημαντικὸς κανόνας ποὺ θέσπισε ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὑπήρξε ἡ καθιέρωση τοῦ Πασχαλίου, ἡ Ἡμερομηνία, δηλαδή, ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Σύμφωνα μὲ τὸν κανόνα αὐτόν, τὸ Πάσχα κυμαίνεται ἀπὸ 23 Μαρτίου ἔως 25 Ἀπριλίου. Γιὰ κάποιους ἡ ὑπέρβαση ἀποτελεῖ ἐπουσιώδη διαφορά, δυστυχῶς.

    Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καταδίκασε τὴν αἵρεση τοῦ παράφρονα Ἀρείου. Ὁ Ἄρειος ἦταν ἕνας ταλαντοῦχος καὶ μορφωμένος κληρικός. Τί μποροῦν, ὅμως, νὰ προσφέρουν τὰ τάλαντα καὶ ἡ μόρφωση ὅταν δὲν ὑπάρχει ἡ κατάλληλη πνευματικὴ κατάσταση γιὰ νὰ ἀξιοποιηθοῦν; Ὁ Θεὸς μᾶς προικίζει μὲ τάλαντα, προκειμένου μέσω αὐτῶν νὰ ὁδηγηθοῦμε καὶ νὰ ὁδηγήσουμε ψυχὲς σὲ Ἐκεῖνον. Ὁ Ἄρειος, δυστυχῶς, τὰ χρησιμοποίησε γιὰ τὸ ἀτομικό του κέρδος. Ὄντας κληρικὸς τῆς Ἐπισκοπῆς Ἀλεξανδρείας, ποτέ του δὲν σεβάσθηκε, ποτέ του δὲν συμβουλεύθηκε τὸν Ἐπίσκοπό του, Ἅγιο Ἀλέξανδρο. Θεώρησε τὸν ἑαυτό του καλύτερο ἀπὸ ὅλους τοὺς ὑπολοίπους καὶ σχημάτισε πλάνες σχετικὲς μὲ τὴ Θεότητα τοῦ Χριστοῦ μας, τὶς ὁποῖες ἀργότερα κήρυξε δημόσια, παραβαίνοντας κάθε στοιχειώδη ἐκκλησιαστικὴ ἀρχή. Τὸ «μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε» ἐνσαρκώθηκε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἀρείου. Ἡ Σύνοδος κινουμένη στὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπης, τὸν ἀναθεμάτισε καθὼς ἦταν σεσηπὸς μέλος, μὲ στόχο τόσο τὴν προστασία τοῦ ποιμνίου, ὅσο καὶ τὴν δική του μετάνοια. Ἡ πνευματικὴ τύφλωσή του, ὡστόσο, δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ μετανοήσει. Τὸ τέλος του ἦταν φρικτό.

  Δυστυχῶς, τὸ παράδειγμα τοῦ Ἀρείου πολλοὺς δὲν κατάφερε νὰ τοὺς συνετίσει. Ἀμέτρητοι ἄνθρωποι φίλαρχοι, μὲ πολλὴ ἐγωισμό, μὲ ἔπαρση γιὰ τὴν μόρφωσή τους, ἄνθρωποι ποὺ πίστεψαν ὅτι εἶναι ἐξυπνώτεροι καὶ καλύτεροι ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους, ἀναδείχθηκαν αἱρετικοί. Οἱ διάφορες πλάνες ποὺ κήρυξαν ὑστερούσαν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὴν δυνατότητα νὰ σωθεῖ. Πολλὲς πληγὲς ὑπέστη ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ αὐτούς. Αὐτοί, δυστυχῶς, θὰ ὑπάρχουν ἔως τῆς συντελείας.

   τσι, λοιπὸν, μόλις τὸν περασμένο αἰώνα, ἄνθρωποι πλάνοι, προερχόμενοι ἀπὸ τὴν ὕπουλη Δύση καὶ κινούμενοι μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἐγκαινίασαν μία νέα μέθοδο προσβολῆς τοῦ Λόγου τῆς Ἀληθείας. Ἡ μέθοδος αὐτὴ εἶναι ἡ λεγόμενη «οἰκουμενικὴ κίνηση» ἡ ὁποία προωθεῖ διαχριστιανικοὺς διαλόγους μὲ κύριο στόχο τὴν ἐξίσωση ὅλων τῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων. Τέτοιου εἴδους διάλογοι ὄχι καλὸ δὲν πρόκειται νὰ κάνουν, ὄχι μετάνοια στοὺς αἱρετικοὺς δὲν πρόκειται νὰ προξενήσουν, ἀντιθέτως, πολλὲς φορὲς ἀμβλύνουν καὶ αὐτὸ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα ὥστε νὰ ἀποδέχεται διάφορες αἱρετικὲς δοξασίες. Πρὸς τί, λοιπόν, ἡ συμμετοχή; Ἕνας ἀληθινὸς Ὀρθόδοξος Χριστιανός, ἕνας Ἅγιος, πλημμυρισμένος ἀπὸ Φῶς Χριστοῦ, ἴσως νὰ μὴν χρειαζόταν καθόλου νὰ μιλήσει. Μόνο ἡ ὄψη του θὰ ἦταν ἰκανὴ νὰ προσελκύσει ἀνθρώπους στὴν σωτήρια ὁδὸ τῆς Ὀρθοδοξίας.

   δὼ θέλω νὰ σταθῶ, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί. Ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς ἔχει καθῆκον νὰ λάμπει μὲ τὸ φωτεινό του παράδειγμα, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ὁ Ὁποῖος λέει: «μὲ τέτοιον τρόπο νὰ λάμψει τὸ φῶς σας ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νὰ δοῦν τὰ καλά σας ἔργα καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Οὐράνιο Πατέρα». Ἐνδεχομένως, σήμερα νὰ λείπει αὐτὸ τὸ φωτεινὸ παράδειγμα. Ἀλήθεια, ἑμεῖς εἴμαστε Φῶς στὸν κόσμο; Ἀγαποῦμε; Συγχωροῦμε; Ἀγωνιζόμαστε νὰ κρατοῦμε τὴν πίστη μας; Τὴν ὁμολογοῦμε ὅταν οἱ καταστάσεις τὸ ζητοῦν, ἤ κωφεύουμε;

   σον ἀφορᾶ δὲ τὸ ζήτημα τῆς ὁμολογίας, αὐτή, ἐνδεχομένως, ἔχει παρερμηνευθεῖ. Ὁμολογοῦμε Χριστὸ ὄχι μόνο μὲ τὸ νὰ λέμε ἤ νὰ φωνάζουμε ὅτι εἴμαστε Ὀρθόδοξοι, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νὰ ζοῦμε ὡς Ὀρθόδοξοι, δηλαδὴ συνδυάζοντας ἀρμονικὰ τὴν ὀρθὴ καὶ ἀκέραιη πίστη μὲ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης. Ὁ Χριστὸς εἶπε νὰ μὴν ἀλλάξουμε ἰώτα ἕν, ἀλλὰ αυτὸ τὸ ἰώτα δὲν ἀφορᾶ μόνο τὴν πίστη, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγάπη, τὴν συγχώρεση, τὴν νηστεία καὶ τόσα ἄλλα.

   σοι πιστεύουμε ὅτι εἴμαστε τέκνα τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὀφείλουμε νὰ γίνουμε Φῶς. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἦταν Φῶς. Οὐδέποτε φέρθηκαν ἀναρχικά. Γνώριζαν νὰ κάνουν ὑπακοὴ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀρχή. Οὐδέποτε φέρθηκαν μὲ ἀσέβεια. Γνώριζαν νὰ τιμοῦν καὶ νὰ σέβονται πρωτίστως τὸν Θεὸ καὶ ἔπειτα τοὺς ἀνθρώπους ποὺ κλήθηκαν νὰ διακονήσουν. Οὐδέποτε φέρθηκαν ἰδιοτελῶς. Γνώριζαν νὰ θυσιάζονται ἀνὰ πάσα ὥρα καὶ στιγμὴ γιὰ τὴν δόξα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ὑιοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰώνας. Ἀμήν.

Βοήθεια μας οἱ Ἅγιοι Πατέρες!

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Σάββατο 4 Ιουνίου 2022

Ἡ μεταβολὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου διέσπασε τὴν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας

 


ΣΤΟ πολὺ ἐνδιαφέρον βιβλίο «Ἡ πραγματικὴ ἀλήθεια περὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου», τὸ ὁποῖο συνεγράφη ἀπὸ τὸν Ἀγωνιστὴ τῶν Πατρίων Γρηγόριο Εὐστρατιάδη (+1950), δικηγόρο-ἐκδότη-πολιτικό, καὶ ἐκδόθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 1929, προκειμένου σὺν τοῖς ἄλλοις νὰ ἀντιμετωπισθοῦν τὰ σαθρὰ ἐπιχειρήματα τῶν Νεοημερολογιτῶν, ὅτι ἡ Καινοτομία τους δὲν προσκρούει στὸ Δόγμα καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε βλάπτει τὴν Ἑνότητά της, τονίζεται καὶ ἡ μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι οἱ Ἱερὲς Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας ἀπέβλεπαν στὴν Ἑνότητα ἐν Ἀληθείᾳ τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, καὶ τοῦτο εἶναι τὸ μεγαλύτερο Δόγμα καὶ ὁ ἐπιτακτικώτερος Ὅρος καὶ Κανόνας τους, ὅπως καὶ ὁ κυριώτερος λόγος τῆς συγκροτήσεώς τους.
 
Καὶ μάλιστα, ὄχι μόνον ὡς πρὸς τὴν Ἑορτὴ τῶν Ἑορτῶν, τὸ Ἅγιον Πάσχα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς ὑπόλοιπες Ἑορτές, τὶς Νηστεῖες καὶ ἐν γένει τὰ παραδεδομένα ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, ὅλες οἱ Σύνοδοι ἀπέβλεπαν στὸ νὰ τελοῦνται αὐτὰ ἀπὸ κοινοῦ ἀπὸ ὅλες τὶς Τοπικὲς Ἐκκλησίες. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ μονομερὴς μεταβολὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου τὸ 1924 ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως προσέκρουσε στὸν σκοπὸ αὐτὸ τῆς ἑνότητος τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν καὶ παραβίασε τοὺς Κανόνες καὶ τοὺς Ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖοι θεσπίσθηκαν ἀκριβῶς γιὰ τὴν Ἑνότητα τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας (βλ. σελ. 89 τοῦ ἐν λόγῳ ἔργου).
 
eustratiadhs Τὸ ἐνδιαφέρον καὶ ὁ σκοπὸς τῶν Συνόδων, τονίζει ὁ Εὐστρατιάδης, δὲν ἦταν μόνον γιὰ τὴν ἀπὸ κοινοῦ ἐπιτέλεση τῆς Ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλες τὶς Ἑορτές, οἱ ὁποῖες συνδέονται μὲ αὐτήν, ὅπως καὶ γιὰ τὶς ἀκίνητες λεγόμενες Ἑορτὲς –καὶ μάλιστα γιὰ τὰ Χριστούγεννα-, καθὼς καὶ γιὰ τὶς Νηστεῖες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Ὁ λόγος γιὰ τὸ Πάσχα ἀναφέρεται ὄχι μόνον στενὰ σὲ ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ αὐτό, ἀλλὰ σὲ ὅλη τὴν Τυπικὴ διάταξη, ἡ ὁποία ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτὸ καὶ ἔχει ὡς βάση τὸ Ἡμερολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, διότι σὲ αὐτὸ εἶναι προσαρμοσμένο τὸ Πασχάλιο τῆς Ἐκκλησίας, τὸ Ἑορτολόγιο, οἱ Νηστεῖες καὶ τὸ Κυριακοδρόμιο τῶν Εὐαγγελίων. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅποιος διαταράσσει τὴν Τυπικὴ αὐτὴ διάταξη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία καὶ διαταράσσεται καίρια μὲ τὴν μεταβολὴ τοῦ Ἡμερολογίου, παραβιάζει ἀναπόφευκτα τοὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ σκοπὸς τῶν ὁποίων εἶναι ἡ διασφάλιση τῆς Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας (βλ. σελ. 89-90).
Τὰ ὅσα δὲ θεσπίσθηκαν γιὰ τὸ Πάσχα ἰδίως ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶχαν σκοπὸ τὸν καθορισμὸ τῆς ἀκριβοῦς ἀστρονομικῆς ἰσημερίας σὲ ὁρισμένη ἐποχή, παρὰ ἀπέβλεπαν στὸ νὰ τελεῖται αὐτὸ ἀπὸ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ὅπου γῆς σὲ μία καὶ τὴν αὐτὴ Κυριακή, γιὰ νὰ τηρεῖται ἡ μία πίστη καὶ ὁμογνώμων εὐσέβεια, [νὰ ἀποφεύγεται ὁ συνεορτασμὸς μὲ τοὺς Ἰουδαίους ἤ μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, θὰ προσθέταμε ἐπίσης], καὶ νὰ μὴν ὑπάρχει διαφωνία ὡς πρὸς τὴν Ἑορτὴ αὐτή, ἐφ’ ὅσον μία εἶναι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ ἄρα εἶναι ἐντελῶς ἀπρεπὲς στὶς ἴδιες καὶ τὶς αὐτὲς ἡμέρες ἄλλοι νὰ νηστεύουν καὶ ἄλλοι νὰ πανηγυρίζουν εὐφραινόμενοι (βλ. σελ. 95).
πὶ τοῦ ἀξιοπρόσεκτου αὐτοῦ σκεπτικοῦ, συνεχίζει ὁ ἀοίδημος Γρηγόριος Εὐστρατιάδης τὸ ἔργο του, μὲ τὴν δεινότητα καὶ ἐμβρίθεια ποὺ διέκρινε αὐτὸ τὸν ἔξοχο ἀπολογητὴ τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας, διαφωτίζοντας καὶ ἐμᾶς σήμερα ἐπικαίρως στὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἀπαραδέκτων σοφιστειῶν τῶν Καινοτόμων Νεοημερολογιτῶν-Οἰκουμενιστῶν, γράφοντας καὶ τὰ ἑξῆς σημαντικά:

«λλὰ πρόκειται περὶ τῆς Ἑορτῆς τοῦ Πάσχα [ἡ ἀπόφασις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου], θὰ μᾶς ἀπαντήσουν οἱ Καινοτόμοι μετὰ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν [Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου], καὶ ἡμεῖς δὲν ἐκαινοτομήσαμεν διὰ τὸ Πάσχα. Ὄχι, ἀπαντῶμεν. Τοῦτο εἶνε Φαρισαϊσμὸς καὶ σοφιστεία.Ὅταν μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὁρίζῃ ὅτι ὁ σκοπὸς τοῦ καθορισμοῦ τοῦ Πάσχα εἶναι ἵνα μὴ διαφωνῶσιν αἱ διάφοροι Ἐκκλησίαι καὶ ἵνα μή, ὅταν ἑορτάζωμεν οἱ μέν, οἱ ἄλλοι νηστεύωσιν. Ὅταν δηλονότι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος θεσπίζῃ τὴν Ἑνότητα τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπιτάσσῃ ἐν αὐτῇ ὁμογνωμίαν. Ὅταν τοιοῦτον λέγει ὅτι εἶχον σκοπὸν οἱ Κανόνες τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ σκοπὸς οὗτος ὑπάρχει διὰ πᾶσαν κοινὴν ἑορτήν, διὰ πᾶσαν κοινὴν νηστείαν.

Οὐδὲ ἦτο δυνατὸν νὰ νοηθῇ ὅτι ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος περιώριζε τὴν ἀνάγκην τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας μόνον εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα καὶ ὅτι ἠδιαφόρει διὰ τὴν διχογνωμίαν εἰς ἄλλας ἑορτὰς καὶ εἰς ἄλλας νηστείας. Διὰ τοῦτο ἐὰν ὑπῆρχε προσβολὴ τῶν ἀποφάσεων καὶ Κανόνων τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐφ’ ὅσον μετεβάλλετο ἡ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, καὶ ἐπήρχετο διαίρεσις καὶ διαφωνία εἰς τὰς Ἐκκλησίας ὡς πρὸς τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, ἡ αὐτὴ προσβολὴ τῶν διατάξεων τῆς αὐτῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπάρχει καὶ ὅταν διὰ τῆς μεταβολῆς τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου ἐπέρχεται διαφωνία καὶ διχασμὸς τῶν Ἐκκλησιῶν διὰ τὴν τέλεσιν καὶ πάσης ἄλλης ἑορτῆς καὶ δὴ τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων, τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων κλπ. Καὶ τότε προσβάλλεται ἐπίσης ἡ ἑνότης τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ μόνον διὰ τὴν ἑνότητα ταύτην ἐμερίμνησαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἑνότητα τὴν ὁποίαν διασπᾶ καὶ συντρίβει ἡ μετὰ τόσης ἐπιπολαιότητος καὶ τόσης ἐλλείψεως Ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως ἀποφασισθεῖσα μονομερῶς μεταβολὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου.
 
Καὶ ὅτι δὲν ἀπέβλεψαν ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, ἀλλ’ εἶχον ὑπ’ ὄψιν ἁπάσας τὰς ἑορτὰς καὶ τὰς νηστείας καὶ δι’ ἁπάσας ἀπήτησαν ἑνότητα καὶ ὁμοφωνίαν, ἀποδεικνύεται ἐκτὸς τῆς ἀνωτέρω Συνοδικῆς ἀποφάσεως, ἐκτὸς τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου [πρόκειται γιὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα εἶχαν παρατεθῆ ὑπὸ τοῦ συγγραφέως νωρίτερα], καὶ ἐκ τῶν κατωτέρω:

κ τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἁγίου καὶ Μεγάλου Ἀθανασίου, ὅστις – Διάκονος τότε – συμμετέσχεν εἰς τὴν ἐν Νικαίᾳ Σύνοδον, ἥν ἐπιστολὴν ἀπηύθυνε πρὸς τοὺς Ἀφρικανοὺς Ἐπισκόπους καὶ διὰ τῆς ὁποίας λέγει:

“...Ἡ μὲν γὰρ (Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐν Νικαίᾳ) διὰ τὴν Ἀρειανὴν αἵρεσιν καὶ διὰ τὸ Πάσχα συνήχθη. Ἐπειδὴ αἱ κατὰ Συρίαν καὶ Κιλικίαν καὶ Μεσοποταμίαν διεφώνουν πρὸς ἡμᾶς καὶ τῷ καιρῷ, ἐν ᾧ ποιοῦσιν οἱ Ἰουδαῖοι, ἐποίουν καὶ οὗτοι. Ἀλλὰ χάρις τῷ Κυρίῳ, ὥσπερ περὶ τῆς πίστεως οὕτω καὶ περὶ τῆς ἁγίας ἑορτῆς γέγονε συμφωνία. Καὶ τοῦτο ἦν τὸ αἴτιον τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου”.

 συμφωνία λοιπὸν τῆς Ἐκκλησίας ἦτο ὁ λόγος τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου καὶ κατὰ τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον. Ἐὰν δὲ καὶ περὶ οἱασδήποτε ἄλλης ἑορτῆς ἐπήρχετο διαφωνία, ὡς περὶ τοῦ Πάσχα, θὰ συνεκροτεῖτο καὶ περὶ ταύτης Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Διὰ τοῦτο κυρίως ἀπέβλεπον αἱ Σύνοδοι καὶ αἱ διατάξεις αὐτῶν νὰ ἀσφαλίσουν τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἑνότητα διὰ κοινῆς συμφωνίας.

τι δὲ καὶ τὰς λοιπὰς Δεσποτικὰς ἑορτὰς ἐθεώρουν οἱ Πατέρες ὅπως καὶ τὴν τοῦ Πάσχα, τὸ εἶπεν ὁ [Ἅγιος] Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.

κ τοῦ Λόγου τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου πρὸς Μακάριον τὸν Φιλογόνιον (Λόγος Γ΄) ὁμιλοῦντος περὶ τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, ἥν ὀνομάζει «Μητρόπολιν πασῶν τῶν ἑορτῶν» καὶ λέγει περὶ ταύτης:

πὸ γὰρ ταύτης τὰ Θεοφάνεια καὶ τὸ Πάσχα τὸ ἱερὸν καὶ ἡ Ἀνάληψις καὶ ἡ Πεντηκοστὴ τὴν ἀρχὴν καὶ τὴν ὑπόθεσιν ἔλαβον. Εἰ γὰρ μὴ ἐτέχθη κατὰ σάρκα ὁ Χριστός, οὐκ ἄν ἐβαπτίσθη, ὅπερ ἐστὶ τὰ Θεοφάνεια, οὐκ ἄν ἐσταυρώθη, ὅπερ ἐστὶ τὸ Πάσχα, οὐκ ἄν τὸ Πνεῦμα κατέπεμψεν, ὅπερ ἐστὶν ἡ Πεντηκοστή. Ὥστε ἐντεῦθεν ὥσπερ ἀπό τινος πηγῆς ποταμοὶ διάφοροι ρυέντες, αὗται ἐτάχθησαν ἡμῖν αἱ ἑορταί”.
ὰν τοιαύτη εἶναι καὶ θεωρῆται ὑπὸ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, πῶς ἐπετρέπετο δι’ αὐτὴν διαφωνία τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ πῶς διὰ τὸ Πάσχα μόνον θὰ συνεκαλοῦντο αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι; Καὶ ἀφοῦ αἱ διατάξεις αὐτῶν ἐγένοντο ὅπως ἀσφαλισθῇ ἡ περὶ τὰς ἑορτὰς ἑνότης, πῶς διὰ μὲν τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα θεωροῦμεν τὴν μεταβολὴν ἀπηγορευμένην ὑπὸ τῶν Κανόνων, διὰ δὲ τὴν ἑορτὴν τῶν Χριστουγέννων καὶ τὰς ἄλλας, ἅς μετεκίνησε κατὰ 13 ἡμέρας ἡ μεταβολὴ τοῦ Ἡμερολογίου θεωροῦμεν αὐτὴν μὴ προσκρούουσαν εἰς τοὺς Κανόνας τῶν Συνόδων; Ἀφοῦ τὸ πνεῦμα τῶν Κανόνων περὶ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα εἶναι νὰ ὑπάρχῃ ὁμογνωμία τῶν Ἐκκλησιῶν διὰ τὴν ἡμέραν πασῶν τῶν ἑορτῶν, πῶς δὲν εἶναι ἀντικανονικὴ ἡ Ἡμερολογιακὴ μεταβολή, διὰ τῆς ὁποίας ἄλλαι Ἐκκλησίαι ἄγουν τὰς ἑορτὰς Χριστουγέννων, Φώτων κλπ. μίαν ἡμέραν, καὶ ἄλλαι ἄγουν αὐτὰς ἄλλην ἡμέραν;

ψίστην ἄρα σημασίαν ἀπέδιδον οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν Ἑνότητα αὐτῆς καὶ ὡς πρώτιστον Δόγμα ἐκήρυσσον τὴν συμφωνίαν ἁπασῶν εἰς τὰ τῆς τελέσεως τῆς ἐξωτερικῆς Λατρείας» (σελ. 95-98).
 Ὅπως γίνεται ἄμεσα ἀντιληπτὸ καὶ κατανοητό, ἡ Ἡμερολογιακὴ Καινοτομία προσκρούει στὸ γράμμα καὶ μάλιστα στὸ πνεῦμα τῶν ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας περὶ ὁμογνωμίας καὶ συμφωνίας στὸν ἑορτασμὸ ὅλου τοῦ ἑορτολογικοῦ κύκλου τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀποδεικνύει μὲ τόση σαφήνεια ὁ Ὁμολογητὴς τῆς Πίστεως Γρηγόριος Εὐστρατιάδης, καταδεικνύοντας τὴν τεράστια ἀστοχία καὶ εὐθύνη τῶν Καινοτόμων, οἱ ὁποῖοι ἔβλαψαν καίρια τὴν ἐξωτερικὴ ἔκφραση τοῦ Δόγματος τῆς Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ὅτι αὐτοὶ τολμοῦν νὰ ἑορτάζουν Χριστούγεννα μαζὶ μὲ τοὺς Ἑτεροδόξους, ἀποχωριζόμενοι ἀπὸ τὴν Ἑορτολογικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία προβλέπει τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος τὴν ἡμέρα αὐτὴ καὶ τὴν ἐξακολούθηση τῆς εὐλογημένης περιόδου Νηστείας ἐν ὄψει τῆς μεγάλης Ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων τῶν Ὀρθοδόξων, διαδηλώνουν τὸ χάσμα ποὺ τοὺς χωρίζει ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν ἐξακολουθητικὴ προτίμηση καὶ ἁμαρτία τους νὰ ἀποστατοῦν συνευφραινόμενοι Οἰκουμενιστικῶς μὲ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ ἐν χώρᾳ μακρᾷ! Ὁ Θεὸς νὰ τοὺς δώσει μετάνοια καὶ ἐπιστροφή!
+Ἐ.Γ.Κ.
12/25.12.2017
 Ἁγίου Σπυρίδωνος Τριμυθοῦντος 

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ Β' ΑΓΙΑΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ (22 Μαΐου)

 Î£Ï‡ÎµÏ„ική εικόνα


Μετά την Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας ανεφάνησαν στην Εκκλησία και νέοι αιρετικοί, όπως οι Πνευματομάχοι ή Μακεδονιανοί, υπό τον αιρεσιάρχη Μακεδόνιο Κωνσταντινουπόλεως, οι Ημιαρειανοί, ο Απολινάριος Λαοδικείας, ο Σαβέλλιος Πτολεμαΐδος, ο Μάρκελλος Αγκύρας, ο Φωτεινός Σιρμίου, ο Ευνόμιος Κυζίκου με το διδάσκαλό του Αέτιο, ο Ευδόξιος Κωνσταντινουπόλεως, ο Παύλος Σαμοσατεύς και άλλοι που προσείλκυαν πολλούς οπαδούς.

Το χριστολογικό ζήτημα τέθηκε εξ αιτίας της αιρέσεως του Απολιναρίου Λαοδικείας. Ο Απολινάριος (390 μ.Χ.), όπως και η λεγόμενη Αλεξανδρινή Σχολή, τόνιζε πρωτίστως την ενότητα στο Πρόσωπο του Ιησού Χριστού, συχνά εις βάρος της πληρότητας του ανθρώπινου στοιχείου. Δίδασκε ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού, ο οποίος είναι τέλειος Θεός και κατά την Ενανθρώπιση έλαβε μόνο σάρκα («Θεός σαρκοφόρος»), δηλαδή ανθρώπινο σώμα και άλογη ψυχή, όχι όμως και ανθρώπινο νου, γιατί αυτό θα σήμαινε την τελειότητα (ακεραιότητα) της ανθρώπινης φύσεως. Ο Απολινάριος θεωρούσε πως ο Χριστός για την σωτηρία του ανθρώπου είναι ανάγκη να είναι τέλειος Θεός. Για να είναι λοιπόν δυνατή η πλήρης ένωση στον Ένα Χριστό, δίδασκε ότι ο Λόγος του Θεού δεν έλαβε κατά την Ενανθρώπιση τέλεια ανθρώπινη φύση, αλλά μόνο το ανθρώπινο σώμα εμψυχωμένο με ζωική (άλογη) ψυχή και όχι ανθρώπινο νου. Προτιμούσε να χρησιμοποιεί τον όρο «σαρξ», όχι όμως με την βιβλική του σημασία. Επέμενε στη στενή ένωση Θεού και ανθρώπου στον Χριστό, αλλά η ανθρώπινη φύση Του δεν ήταν πλήρης. Την ένωση Λόγου και σαρκός σε μία φύση την χαρακτήριζε «ένωσιν ουσιώδη», «ένωσιν σύνθετον» και «ένωσιν φυσικήν». Η «κολοβωμένη» ανθρώπινη φύση μετά την ένωση πρέπει να θεωρηθεί ότι απορροφήθηκε και χάθηκε μέσα πιο κόλπους του Λόγου, έτσι ώστε ο Χριστός να μην είναι τέλειος άνθρωπος, αλλά μόνο τέλειος Θεός..

Οι Πνευματομάχοι ή Μακεδονιανοί αρνούνταν τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος, θεωρώντας αυτό «κτίσμα και όχι Θεό, ούτε ομοούσιο με τον Πατέρα και τον Υιό». Κατά τον Μέγα Βασίλειο οι Πνευματομάχοι θεωρούνταν όχι μόνο ότι θεομαχούσαν κατά του Θεού και του Υιού και ότι χριστομαχούσαν, αλλά και ότι πνευματομαχούσαν..

Στη διδασκαλία του Απολιναρίου και του Μακεδονίου αντέδρασαν από πολύ νωρίς οι Πατέρες της Εκκλησίας και τον καταδίκασαν πολλές φορές. Η οριστική όμως καταδίκη της αιρετικής τους κακοδοξίας έγινε από τη Β' Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 381 μ.Χ..

Η Β' Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε από τον Μάιο μέχρι το τέλος του Ιουλίου του 381 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, μετά από πρόσκληση του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου, προς επίλυση θεολογικών και διοικητικών προβλημάτων. Οι εκατόν πενήντα θεοφόροι Πατέρες, που συμμετείχαν σε αυτήν, προέρχονταν από περιοχές, οι οποίες πολιτικά υπάγονταν στη δικαιοδοσία του αυτοκράτορα που τους συγκάλεσε. Επρόκειτο δηλαδή περί Μεγάλης Συνόδου των Επισκόπων του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, η δε αναγνώρισή της ως της Β' Οικουμενικής έγινε από την Δ+ Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στη Χαλκηδόνα το 451 μ.Χ., η οποία και αποδέχθηκε το Σύμβολον αυτής ως ισοδύναμο και ισόκυρο με αυτό της Νικαίας.

Η Β' Οικουμενική Σύνοδος απέκτησε μεγάλη σημασία για τον Χριστιανισμό προ πάντων διότι συμπλήρωσε το ιερό Σύμβολον της Πίστεως, αφού δογμάτισε ιδίως την Πνευματολογία της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, ως και άλλα άρθρα της πίστεως, και έτσι αποτέλεσε ορόσημο στην ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και μέγα σταθμό ιδίως στο δογματικό καθορισμό της αρχαίας Εκκλησίας. Η σπουδαιότητα της παρούσης Συνόδου και του Συμβόλου αυτής έγκειται κυρίως στην ολοκλήρωση του Τριαδικού δόγματος, διά της θεσπίσεως της Θεότητος και της «ἐκ τοῦ Πατρὸς» εκπορεύσεως του Πνεύματος, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι παραθεωρείται η σημασία της διδασκαλίας αυτής περί Εκκλησίας, βαπτίσματος, αναστάσεως νεκρών και ζωής αιωνίου.

Αυτή κατά πρώτο και κύριο λόγο διετύπωσε πλατύτερα, πληρέστερα και ακριβέστερα το ιερό Σύμβολον της Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως, το «Πιστεύω», επειδή τα μεν επτά πρώτα άρθρα συντάχθηκαν υπό της Α' Οικουμενικής Συνόδου το 325 μ.Χ., εναντίον της μεγάλης αιρέσεως του Αρειανισμού, που συντάραξε επί μακρόν την Εκκλησία, και η οποία αίρεση αρνιόταν τη Θεότητα του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, τα δε πέντε τελευταία από τη Β' Οικουμενική Σύνοδο, εναντίον της Πνευματομαχίας που αρνιόταν τη Θεότητα του Τρίτου Προσώπου της Αγίας Τριάδος και των άλλων ως άνω αιρέσεων. το ιερόν Σύμβολον της Πίστεως, το «Πιστεύω», απαγγέλεται και καθομολογείται από όλους τους Χριστιανούς ως ομολογία πίστεως, ως βαπτιστήριο και ως λειτουργικό κείμενο στη θεία λατρεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία αναγνωρίζει και τιμά αυτό ως έργο των δύο πρώτων Οικουμενικών Συνόδων.

Εκείνο το οποίο υπογραμμίζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης στη Σύνοδο είναι ότι ο Ίδιος ο Κύριος επισυνάπτει το Πνεύμα με τον Πατέρα και τον Υιό, δεδομένου ότι έχει όλα τα χαρακτηριστικά της θείας φύσεως και είναι ζωοποιόν, άγιον, αΐδιον, σοφόν, ευθές, ηγεμονικόν. Αυτή η κοινότητα των Ονομάτων αποδεικνύει ότι ουδεμία διαφορά υπάρχει στην ενέργεια μεταξύ Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Η ταυτότητα δε της ενέργειας αποδεικνύει το ηνωμένον της φύσεως. Ουδείς επομένως πρέπει να αρνηθεί την μία Θεότητα των Τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Γι' αυτό ο ιερός Πατέρας αναγράφει ότι «μία ἐστὶν ἡ ζωὴ ἡμῶν ἡ διὰ τῆς εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα πίστεως παραγινομένη, ἐκ μὲν τοῦ θεοῦ τῶν ὅλων πηγάζουσα, διὰ δὲ τοῦ Υἱοῦ προϊοῦσα, ἐν δὲ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι τελειουμένη». Στην ερώτηση των Πνευματομάχων πως είναι δυνατόν το Πνεύμα να είναι ισότιμο προς τον Πατέρα και τον Υιό, εφ' όσον ο Πατέρας μεν είναι Δημιουργός, δι' Υιού δε τα πάντα εδημιουργήθησαν, απαντά ότι πάντα εκτίσθησαν εν Αγίω Πνεύματι και εξαίρει το συναΐδιον και αχώριστον των Τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος και υπογραμμίζει ότι εκτός της κατά τάξιν και υπόστασιν διαφοράς «ἐν οὐδενὶ τὸ παρηλλαγμένον καταλαμβάνομεν».

Στο Τυπικό της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης η μνήμη της Συνόδου ετελείτο μαζί με την μνήμη της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου την πρώτη Κυριακή μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού (τιμάται 14 Σεπτεμβρίου). Ως εισηγητής της διπλής αυτής εορτής και ποιητής της Ακολουθίας θεωρείται ο Συμεών Θεσσαλονίκης.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τῆς Δευτέρας Συνόδου ὑποφῆται καὶ σύνεδροι, ἑκατὸν πεντήκοντα θεῖοι Ἱεράρχαι μακάριοι, οἱ στόματι κηρύξαντες σοφῷ, τοῦ Πνεύματος τοῦ θείου τὴν ἰσχύν, πάσης βλάβης καὶ αἱρέσεως χαλεπῆς, λυτρώσασθε τοὺς ψάλλοντας· δόξα τῷ θαυμαστώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πιστῶν τὴν διάνοιαν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Τοὺς ἐν τῇ πόλει τῇ λαμπρᾷ Κωνσταντίνου, ἐν τῇ Δευτέρᾳ συνελθόντας Συνόδῳ, πανευκλεεῖς Πατέρας εὐφημήσωμεν· οὗτοι Μακεδόνιον, τὸν δεινὸν γὰρ καθεῖλον, καὶ σὺν τούτῳ ἅπασαν, ἄλλην δύσφημον πλάνην, καὶ τοὺς πιστοὺς στηρίζουσιν ἀεί, Ὀρθοδοξίας, τοῖς θείοις διδάγμασι.

Μεγαλυνάριον.

Χαίροις τῶν Πατέρων θεῖος χορός, οἱ ἐν τῇ Συνόδῳ, τῇ Δευτέρᾳ θείᾳ ῥοπῇ, τῶν αἱρετιζόντων, φιμώσαντες τὸ στόμα, καὶ τῶν ὀρθῶν διγμάτων, χάριν ἐκλάμποντες.