† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Τρίτη 24 Μαΐου 2022

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ: ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ Περὶ διακρίσεως

 

ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΕΚΤΟΣ

Περὶ διακρίσεως

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ
(Σύντομος ἀνακεφαλαίωσις τῶν προηγουμένων)

Η ΒΕΒΑΙΑ πίστις εἶναι μητέρα τῆς ἀποταγῆς. Καὶ τὸ ἀντίθετο εἶναι ἐξ ἴσου φανερό. Ἡ ἀκλόνητη ἐλπίδα εἶναι ἡ θύρα τῆς ἀπροσπαθείας. Καὶ τὸ ἀντίθετο εἶναι ἐξ ἴσου φανερό. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν εἶναι αἰτία τῆς ξενιτείας. Καὶ τὸ ἀντίθετο εἶναι ἐξ ἴσου φανερό.

2. Τὴν ὑποταγὴ τὴν ἐγέννησε ἡ καταδίκη τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἡ ὄρεξις τῆς πνευματικῆς ὑγείας. Μητέρα τῆς ἐγκρατείας εἶναι ἡ σκέψις τοῦ θανάτου καὶ ἡ διαρκὴς μνήμη τῆς χολῆς καὶ τοῦ ὄξους τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Προϋπόθεσις καὶ συνεργὸς τῆς σωφροσύνης καὶ καθαρότητος εἶναι ἡ ἡσυχία. Θραῦσις τῆς σαρκικῆς πυρώσεως εἶναι ἡ νηστεία. Καὶ ἀντίπαλος τῶν αἰσχρῶν λογισμῶν εἶναι ἡ συντριβὴ τοῦ νοῦ.

3. Ἡ πίστις καὶ ἡ ξενιτεία εἶναι ὁ θάνατος τῆς φιλαργυρίας. Ἡ εὐσπλαγχνία καὶ ἡ ἀγάπη παρέδωσαν τὸ σῶμα σὲ θυσία. Ἡ ἐκτενὴς προσευχὴ εἶναι ὄλεθρος τῆς ἀκηδίας. Ἡ μνήμη τῆς Κρίσεως εἶναι πρόξενος τῆς πνευματικῆς προθυμίας. Θεραπεία τοῦ θυμοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη τῆς ἀτιμίας, ἡ ὑμνῳδία καὶ ἡ εὐσπλαγχνία.

4. Ἡ ἀκτημοσύνη καταπνίγει τὴν λύπη. Ἡ ἀπροσπάθεια πρὸς τὰ αἰσθητὰ πράγματα ὁδηγεῖ στὴν θεωρία τῶν νοερῶν. Ἡ σιωπὴ καὶ ἡ ἡσυχία καταπολεμοῦν τὴν κενοδοξία – ἐὰν ὅμως εὑρίσκεσαι ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους, χρησιμοποίησε τὴν ἀτιμία.

5. Τὴν ἐξωτερικὴ καὶ ὁρατὴ ὑπερηφάνεια τὴν ἐθεράπευσαν ἡ πτωχεία, ἡ θλίψις καὶ οἱ παρόμοιες καταστάσεις. Τὴν δὲ ἐσωτερικὴ καὶ ἀόρατη Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι προαιωνίως Ἀόρατος. Ὅλα τὰ αἰσθητὰ ἑρπετὰ τὰ φονεύει τὸ ἐλάφι καὶ ὅλα τὰ νοητὰ ἡ ταπείνωσις. Εἶναι δυνατόν μὲ παραδείγματα ἀπὸ τὴν φύσι νὰ διδασκώμεθα καλῶς ὅλα τὰ πνευματικά.

6. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀποβάλη ὁ ὄφις τὸ παλαιό του δέρμα, ἐὰν δὲν εἰσχωρήσῃ σὲ στενὴ τρύπα, ἔτσι καὶ ἐμεῖς δὲν θὰ ἀποβάλωμε τὶς παλαιὲς προλήψεις καὶ τὴν ψυχικὴ παλαιότητα καὶ τὸν χιτώνα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ἐὰν δὲν περάσωμε ἀπὸ τὴν στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδὸ τῆς νηστείας καὶ τῆς ἀτιμίας.

7. Ὅπως τὰ πολύσαρκα πτηνὰ δὲν μποροῦν νὰ πετάξουν στὸν οὐρανό, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ τρέφει καὶ περιποιεῖται τὴν σάρκα του.

8. Ὁ ξηραμένος βόρβορος δὲν ἱκανοποιεῖ πλέον τοὺς χοίρους. Καὶ ἡ σάρκα ποὺ ἐμαράνθηκε δὲν ἀναπαύει πλέον τοὺς δαίμονας.

9. Ὅπως πολλὲς φορὲς τὰ πολλὰ ξύλα πνίγουν καὶ σβήνουν τὴν φωτιὰ δημιουργώντας ὑπερβολικὸ καπνό, ἔτσι πολλὲς φορὲς καὶ ἡ ὑπέρμετρη λύπη καπνίζει καὶ γεμίζει σκότος τὴν ψυχὴ καὶ ξηραίνει τὸ ὕδωρ τῶν δακρύων.

10. Ὅπως ἀποτυγχάνει ὁ τυφλὸς τοξότης στὸν στόχο του, ἔτσι ἀποτυγχάνει καὶ καταστρέφεται καὶ ὁ ὑποτακτικὸς ποὺ ἀντιλέγει.

11. Καθὼς τὸ κοπτερὸ σίδερο μπορεῖ νὰ ὀξύνη ἕνα ἄλλο ἀκατέργαστο, ἔτσι καὶ ὁ πρόθυμος ἀδελφὸς ἔσωσε πολλὲς φορὲς τὸν ρᾴθυμο.

12. Ὅπως τὰ αὐγὰ τῶν ὀρνίθων ποὺ θερμαίνονται στὸν κόλπο τοῦ στήθους ζωογονοῦνται, ἔτσι καὶ οἱ λογισμοὶ ποὺ δὲν φανερώνονται μὲ τὴν ἐξομολόγησι, γίνονται ἔργα.

13. Ὅπως οἱ ἵπποι ποὺ τρέχουν ἁμιλλῶνται μεταξύ τους, ἔτσι καὶ μετὰ στὴν καλὴ συνοδία ὁ ἕνας ἀδελφὸς διεγείρει τὸν ἄλλο.

14. Ὅπως τὰ σύννεφα ἀποκρύπτουν τὸν ἥλιο, ἔτσι καὶ οἱ πονηρὲς σκέψεις σκοτίζουν καὶ καταστρέφουν τὸν νοῦ.

15. Ὅπως αὐτὸς ποὺ ἔλαβε τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφασι καὶ ὁδηγεῖται πρὸς τὴν ἐκτέλεσι δὲν ὁμιλεῖ γιὰ τὰ θέατρα, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ εἰλικρινὰ δὲν θὰ ἀναπαύση ποτὲ τὴν κοιλία του.

16. Ὅπως οἱ πτωχοὶ ποὺ βλέπουν τοὺς θησαυροὺς τοῦ βασιλέως αἰσθάνονται περισσότερο τὴν πτωχεία τους, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ μελετᾶ τὶς μεγάλες ἀρετὲς τῶν Πατέρων, ταπεινώνει ὁπωσδήποτε περισσότερο τὸ φρόνημά της.

17. Ὅπως τὸ σίδερο καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλη σπεύδει πρὸς τὸν μαγνήτη, διότι ἕλκεται ἀπὸ κάποια μυστικὴ φυσικὴ δύναμι, ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐχρόνισαν στὶς κακές τους συνήθειες τυραννοῦνται ἀπὸ αὐτές.

18. Ὅπως τὸ λάδι γαληνεύει τὴ θάλασσα καὶ παρὰ τὴν θέλησί της, ἔτσι καὶ ἡ νηστεία σβήνει ἐντελῶς τὶς σαρκικὲς πυρώσεις, καὶ παρὰ τὴν θέλησί τους.

19. Ὅπως τὸ ὕδωρ ὅταν πιεσθῇ ἀνυψώνεται ἔτσι πολλὲς φορὲς καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ ἐπιέσθη ἀπὸ διαφόρους κινδύνους, ἀνυψώθηκε πρὸς τὸν Θεὸν μὲ τὴν μετάνοια, καὶ ἐσώθηκε.

20. Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ κρατᾶ ἀρώματα προδίδεται καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλη ἀπὸ τὴν εὐωδία, ἔτσι καὶ ὅποιος ἔχει μέσα του τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὰ λόγια του καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη του.

21. Ὅπως ὁ ἥλιος μὲ τὸ φῶς του δείχνει τὸν χρυσὸ ποὺ λάμπει, ἔτσι καὶ ἡ ἀρετὴ φανερώνει αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει.

22. Ὅπως οἱ ἄνεμοι ἀναταράζουν τὸν βυθὸ τῆς θαλάσσης, ἔτσι καὶ ὁ θυμὸς ταράζει περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὸν νοῦ.

23. Ὅπως, ὅσα δὲν εἶδε ὁ ἄνθρωπος μὲ τοὺς ὀφθαλμούς του, δὲν ἐπιθυμεῖ καὶ τόσο πολὺ νὰ τὰ γευθῇ, ἔστω καὶ ἂν τὰ ἄκουσε, ἔτσι καὶ ὅσοι ἔμειναν ἁγνοὶ στὸ σῶμα, ἔχουν ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἐλαφροτέρους πειρασμούς.

24. Ὅπως οἱ κλέπτες δὲν πλησιάζουν εὔκολα στὸν τόπο ποὺ βλέπουν βασιλικὴ φρουρὰ καὶ ὅπλα, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἕνωσε τὴν καρδιὰ μὲ τὴν προσευχὴ δὲν κλέπτεται εὔκολα ἀπὸ τοὺς νοητοὺς ληστάς.

25. Ὅπως ἡ φωτιὰ δὲν γεννᾶ χιόνι, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ ζητεῖ τὶς τιμὲς τοῦ κόσμου δὲν θὰ ἀπολαύση τὶς τιμὲς τῆς μελλούσης ζωῆς.

26. Ὅπως πολλὲς φορὲς μία σπίθα κατέκαυσε ἕνα μεγάλο δάσος, ἔτσι καὶ μία ἐνάρετη πράξις συνέβη νὰ ἐξαλείψῃ πλῆθος ἀπὸ μεγάλα πταίσματα.

27. Ὅπως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ φονεύσῃ κανεὶς ἕνα ἄγριο θηρίο χωρὶς ὅπλο, ἔτσι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκτήσῃ τὴν ἀοργησία χωρὶς ταπείνωσι.

28. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο, σύμφωνα μὲ τοὺς φυσικοὺς νόμους, νὰ ζήση κανεὶς χωρὶς τροφή, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐπιθυμεῖ τὴν σωτηρία του νὰ δείξη μέχρι τὸ θάνατό του ἔστω καὶ γιὰ μία στιγμὴ ἀμέλεια.

29. Ὅπως ἡ ἡλιακὴ ἀκτίνα ποὺ εἰσχωρεῖ ἀπὸ κάποιο μικρὸ ἄνοιγμα στὸ σπίτι, τὸ φωτίζει τόσο, ὥστε νὰ διακρίνεται καὶ ἡ πιὸ λεπτὴ σκόνη ποὺ αἰωρεῖται στὸν ἀέρα, ἔτσι καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἰσερχόμενος στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, τῆς φανερώνει ὅλα τὰ ἁμαρτήματά της.

30. Ὅπως τὰ λεγόμενα καβούρια συλλαμβάνονται εὔκολα, διότι βαδίζουν ἄλλοτε ἐμπρὸς καὶ ἄλλοτε πίσω, ἔτσι καὶ μία ψυχὴ ποὺ ἄλλοτε γελᾶ, ἄλλοτε πενθεῖ καὶ ἄλλοτε ζῆ μὲ τρυφή, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κατορθώση τίποτε.

31. Ὅπως οἱ κοιμώμενοι κλέπτονται εὔκολα, ἔτσι καὶ ὅσοι ἀσκοῦνται στὴν ἀρετὴ κοντὰ στὸν κόσμο.

32. Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ παλαίει μὲ λέοντα, ἂν στρέψῃ ἀλλοῦ τὸ βλέμμα του, ἐξοντώνεται ἀμέσως, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ παλαίει μὲ τὴν σάρκα του, ἐὰν τῆς προσφέρη ἀνάπαυσι.

33. Ὅπως κινδυνεύουν νὰ πέσουν ὅσοι ἀνεβαίνουν σὲ σαθρὴ σκάλα, ἔτσι κάθε τιμὴ καὶ δόξα καὶ ἐξουσία καταρρίπτουν τὸν κάτοχό τους, ἐπειδὴ αὐτὲς ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη.

34. Ὅπως εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ σκέπτεται ὁ πεινασμένος τὸν ἄρτο, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴ σκέπτεται τὸν θάνατο καὶ τὴν Κρίσι ἐκεῖνος ποὺ ἀγωνίζεται γιὰ νὰ σωθῇ.

35. Ὅπως τὸ νερὸ σβήνει τὰ γράμματα, ἔτσι καὶ τὸ δάκρυ μπορεῖ νὰ σβήσει τὰ πταίσματα.

36. Ὅπως μερικοὶ ποὺ δὲν ἔχουν νερό, σβήνουν μὲ ἄλλο τρόπο τὰ γράμματα, ἔτσι ὑπάρχουν καὶ ψυχὲς ποὺ στεροῦνται δακρύων, καὶ γι᾿ αὐτὸ τρίβουν καὶ ἀποξέουν τὶς ἁμαρτίες τους μὲ τὴν λύπη, τοὺς στεναγμοὺς καὶ τὴν σκυθρωπότητα.

37. Ὅπως ἀπὸ τὸ πλῆθος τῆς κοπριᾶς προέρχονται πλῆθος σκουλήκια, ἔτσι καὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν φαγητῶν προέρχονται πλῆθος ἁμαρτωλῶν πτώσεων καὶ πονηρῶν λογισμῶν καὶ ἀκαθάρτων ὀνείρων.

[38. Ὅπως ὁ τυφλὸς δὲν βλέπει νὰ βαδίζῃ, ἔτσι καὶ ὁ ὀκνηρὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἰδῆ τὸ καλὸ καὶ νὰ τὸ πράξῃ].

39. Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἔχει δεμένα τὰ πόδια δὲν μπορεῖ νὰ βαδίζῃ εὔκολα, ἔτσι καὶ αὐτοὶ ποὺ θησαυρίζουν χρήματα δὲν μποροῦν νὰ ἀνέβουν στὸν οὐρανό.

40. Ὅπως ἡ πρόσφατη πληγὴ θεραπεύεται εὔκολα, ἔτσι, ἀντιθέτως, τὰ χρόνια τραύματα τῆς ψυχῆς δύσκολα θεραπεύονται, ὅταν βεβαίως θεραπεύωνται.

41. Ὅπως εἶναι ἀδύνατον νὰ βαδίζῃ ὁ νεκρός, ἔτσι εἶναι ἀδύνατον νὰ σωθῇ ὁ ἀπελπισμένος.

42. Αὐτὸς ποὺ ἔχει ὀρθὴ πίστι καὶ ὅμως διαπράττει ἁμαρτίες, ὁμοιάζει μὲ πρόσωπο ποὺ δὲν ἔχει ὀφθαλμούς.

43. Αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει πίστι, καὶ ὅμως πράττει ἴσως μερικὰ καλά, ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἀντλεῖ νερὸ καὶ τὸ χύνει σ᾿ ἕνα τρυπημένο πιθάρι.

44. Ὅπως τὸ πλοῖο ποὺ ἔχει καλὸν κυβερνήτη φθάνει μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ σῶο στὸ λιμάνι, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ ἔχει καλὸν ποιμένα ἀνεβαίνει εὔκολα στὸν οὐρανό, ἔστω καὶ ἐὰν ἔχῃ διαπράξει πλῆθος κακῶν.

45. Ὅπως αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει ὁδηγὸ χάνει εὔκολα τὸν δρόμο, ἔστω καὶ ἐὰν εἶναι πολὺ ἔξυπνος, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ προχωρεῖ αὐτοκυβέρνητος τὴν μοναχικὴ ὁδό, εὔκολα χάνεται, ἔστω καὶ ἐὰν κατέχη ὅλη τὴν σοφία τοῦ κόσμου.

46. Ὅταν κάποιος ἀσθενῆ κατὰ τὸ σῶμα, ἔχῃ δὲ διαπράξει καὶ βαριὰ ἁμαρτήματα, αὐτὸς ἂς ἀκολουθῇ τὴν ὁδὸ τῆς ταπεινώσεως καὶ τῶν διαφόρων μορφῶν καὶ ἐκδηλώσεών της, διότι δὲν πρόκειται νὰ εὕρῃ ἀλλοῦ τὴν σωτηρία.

47. Ὅπως δὲν εἶναι δυνατὸν αὐτὸς ποὺ ἐπέρασε μακροχρόνιο ἀσθένεια νὰ ἀνακτήσῃ τὴν ὑγεία του μέσα σε μία στιγμή, ἔτσι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ νικήσουμε διὰ μιᾶς τὰ πάθη μας ἢ ἕνα πάθος μας. Νὰ παρατηρῆς σὲ τί μέτρα εὑρίσκεσαι σὲ κάθε πάθος καὶ σὲ κάθε ἀρετή, καὶ ἔτσι θὰ ἀντιληφθῆς καλύτερα τὴν πρόοδό σου.

48. Ὅπως ζημιώνονται ὅσοι ἀνταλάσσουν τὸν χρυσό μὲ τὴν λάσπη, ἔτσι καὶ ὅσοι διηγοῦνται καὶ ἀποκαλύπτουν τὰ πνευματικὰ γιὰ νὰ κερδήσουν κάτι ἀπὸ τὰ ὑλικά.

49. Τὴν ἄφεσι πολλοὶ τὴν ἀπέκτησαν σύντομα, ἀλλὰ τὴν ἀπάθεια κανείς, διότι αὐτὸ ἀπαιτεῖ πολὺν χρόνο καὶ πόθο καὶ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

50. Ἂς ἀναζητήσωμε ποιὰ θηρία ἢ πτηνὰ μᾶς ἐπιβουλεύονται στὴν σπορά, ποιὰ στὴν βλάστησι καὶ ποιὰ στὸν θερισμό, ὥστε νὰ στήνωμε κάθε φορὰ τὶς ἀνάλογες παγίδες.

51. Ὅπως δὲν εἶναι σωστὸ νὰ αὐτοκτονήση κάποιος, ἐπειδὴ ἔχει πυρετό, ἔτσι δὲν πρέπει νὰ περιπίπτη κανεὶς στὴν ἀπόγνωσι ποτὲ μέχρι τελευταίας ἀναπνοῆς.

52. Ὅπως εἶναι ἄσχημο, ἐκεῖνος ποὺ ἔθαψε τὸν πατέρα του, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν κηδεία νὰ κατευθυνθῇ σὲ γάμο, ἔτσι εἶναι ἀνάρμοστο σὲ ὅσους θρηνοῦν τὶς πτώσεις τους, νὰ ἐπιζητοῦν στὴν παροῦσα ζωὴ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τιμὴ ἢ ἀνάπαυσι ἢ δόξα.

53. Ὅπως ἄλλες εἶναι οἱ κατοικίες τῶν ἐλευθέρων πολιτῶν καὶ ἄλλες τῶν καταδίκων, ἔτσι πρέπει νὰ ξεχωρίζη τελείως ἡ κατάστασις καὶ ἡ ζωὴ τῶν πενθούντων καὶ ἐνόχων ἀπὸ τῶν ἀνενόχων.

54. Ὅπως τὸν στρατιώτη ποὺ ἐπληγώθηκε βαρειὰ στὸ πρόσωπό του κατὰ τὸν πόλεμο, ὁ βασιλεὺς δὲν τὸν ἀποβάλλει ἀπὸ τὸ στράτευμα, ἀλλὰ μᾶλλον τὸν προβιβάζει σὲ ἀνωτέρα τάξι, ἔτσι καὶ τὸν μοναχὸ ποὺ κινδυνεύει καὶ ὑποφέρει πολλὰ ἀπὸ τοὺς δαίμονας, ὁ ἐπουράνιος Βασιλεὺς τὸν στεφανώνει.

55. Ἡ αἴσθησις ποὺ διαθέτει ἡ ψυχὴ εἶναι ἕνα ἰδίωμά της. Ἡ δὲ ἁμαρτία εἶναι ὁ κόλαφος αὐτῆς τῆς αἰσθήσεως.

 συναίσθησις εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐπιφέρει τὴν κατάπαυσι ἢ τὴν μείωσι τοῦ κακοῦ, καὶ εἶναι τέκνο τῆς συνειδήσεως.

δὲ συνείδησις εἶναι ὁ λόγος καὶ ὁ ἔλεγχος τοῦ φύλακός μας Ἀγγέλου, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐδόθηκε στὸ βάπτισμα.

Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο βλέπομε ὅτι οἱ ἀβάπτιστοι δὲν αἰσθάνονται ἔντονες τύψεις γιὰ τὶς κακές τους πράξεις, ἀλλὰ πολὺ ἐλαφρές.

ἐλάττωσις τοῦ κακοῦ γεννᾶ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὸ κακό. Ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὸ κακὸ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς μετανοίας. Ἡ ἀρχὴ τῆς μετανοίας εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας. Ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας εἶναι ἡ καλὴ πρόθεσις. Ἡ καλὴ πρόθεσις γεννᾶ τοὺς κόπους. Ἀρχὴ τῶν κόπων εἶναι οἱ ἀρετές. Ἡ ἀρχὴ τῶν ἀρετῶν εἶναι τὸ ἄνθος (τῆς πνευματικῆς ζωῆς). Τὸ ἄνθος τῆς ἀρετῆς εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς (πνευματικῆς) ἐργασίας. Ἡ (πνευματική) ἐργασία εἶναι τέκνο τῆς ἀρετῆς· καὶ αὐτῆς τέκνο ἡ συνέχισις καὶ ἡ συχνότης τῆς ἐργασίας. Καρπὸς καὶ τέκνο τῆς συνεχοῦς καὶ ἐπιμελοῦς ἐργασίας εἶναι ἡ ἕξις, (ἡ μόνιμη δηλαδὴ συνήθεια). Καὶ τέκνο τῆς ἕξεως εἶναι ἡ ποίωσις, (νὰ γίνῃ δηλαδὴ ἡ ἀρετὴ ἕνα μὲ τὴν ψυχή, φυσικὴ κατάστασίς της).

 ποίωσις στὸ καλὸ γεννᾶ τὸν φόβο (τοῦ Θεοῦ). Ὁ φόβος γεννᾶ τὴν τήρησι τῶν ἐντολῶν – εἴτε τῶν ἐπουρανίων εἴτε τῶν ἐπιγείων. Ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν εἶναι ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης (πρὸς τὸν Θεόν). Ἀρχὴ τῆς ἀγάπης εἶναι τὸ πλῆθος τῆς ταπεινώσεως. Τὸ πλῆθος δὲ τῆς ταπεινώσεως εἶναι θυγατέρα τῆς ἀπαθείας. Καὶ ἡ ἀπόκτησις τῆς ἀπαθείας εἶναι ἡ πληρότης τῆς ἀγάπης, δηλαδὴ ἡ πλήρης κατοίκησις τοῦ Θεοῦ σὲ ὅσους ἔγιναν μὲ τὴν ἀπάθεια «καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. ε´ 8).

Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

Δείτε σχετικά: ΕΔΩ


Κυριακή 22 Μαΐου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ 2022 (Ομιλία π.Ευθυμίου Μπαρδάκα)


 

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ 2022 (τοῦ Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

ccjv

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

   Χριστὸς Ἀνέστη!

   Tὸ νερὸ ἀποτελεῖ βασικὸ ἀγαθὸ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Δίχως αὐτό, τὸ σῶμα μας εἶναι καταδικασμένο νὰ πεθάνει, τὰ λουλούδια τοῦ κήπου μας νὰ ξεραθοῦν καὶ ἡ καθαριότητα νὰ γίνει χαμένος ἀγώνας.

   Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ὅπως μᾶς περιγράφει τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα, μία γυναίκα Σαμαρείτιδα κίνησε πρὸς τὸ πηγάδι τοῦ Πατριάρχη Ἰακώβ, προκειμένου νὰ ἀντλήσει τὸ ὠφέλιμο ἐπίγειο νερό. Κοντὰ στὴν πηγὴ καθόταν ὁ Χριστός, κουρασμένος ἀπὸ τὰ πολλὰ χιλιόμετρα ὁδοιπορίας ποὺ ἔκανε εὐαγγελιζόμενος τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν (σὲ ἀντίθεση μὲ πολλοὺς ἐξ’ ἡμῶν ποὺ δὲν θέλουμε οὔτε τὸ δάχτυλο νὰ κινήσουμε πρὸς δόξαν Του). Βλέποντας, λοιπόν, τὴν γυναίκα, τῆς ζήτησε νερό. Ἡ Σαμαρείτιδα ἀπάντησε: «πώς ἐσύ, ὄντας Ἰουδαῖος, μιλᾶς μὲ γυναίκα καὶ, μάλιστα, Σαμαρείτιδα; Δὲν συναναστρέφονται οἱ Ἰουδαῖοι μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες». Πράγματι, οἱ Ἰουδαῖοι μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες εἶχαν ἐχθρικὲς σχέσεις, καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφτανε αὐτό, οἱ ἄνδρες ἐκείνη τὴν ἐποχὴ δὲν συνήθιζαν νὰ συνομιλοῦν μὲ γυναῖκες σὲ δημόσιο χῶρο, καθὼς ἡ γυναίκα εἶχε πολὺ ὑποτιμημένη θέση στὴν κοινωνία. Ὁ Χριστός, ὅμως, προκειμένου νὰ σώσει τὴν ψυχή της, ταράζει τὸ κατεστημένο καὶ καταρρίπτει τὰ κοινωνικὰ στερεότυπα, δίνοντας τιμὴ στὴν γυναίκα, ἡ ὁποία ἦταν ὄχι μόνο Σαμαρείτιδα, ἀλλὰ καὶ μοιχαλίδα. 

   Στὸ σημεῖο αὐτό, ἡ συζήτηση ἀντιστρέφεται. Ὁ Χριστὸς διαβεβαίωσε τὴν γυναίκα ὅτι ἄν γνώριζε ποιόν εἶχε ἀπέναντί της, ἐκείνη θὰ Τοῦ ζητοῦσε νερὸ καὶ Ἐκεῖνος θὰ τῆς ἔδινε τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν». Θὰ τῆς ἔδινε ζωντανὸ νερὸ ποὺ σκιρτᾶ γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὅποιος πιεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ αὐτὸ δὲν θὰ διψάσει εἰς τὸν αἰώνα. 

    Σαμαρείτιδα μὲ λαχτάρα ζήτησε ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὸ νερὸ αὐτό, δίχως νὰ ἔχει καταλάβει ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ κάτι ποὺ ἀφορᾶ τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὴν ψυχή. Ἀνταποκρινόμενος θετικά, ὁ Κύριος ἄρχισε νὰ τῆς προσφέρει αὐτὸ ποὺ, ἀγνοώντας, Τοῦ ζήτησε. Μετὰ τὴν προσταγή Του νὰ φωνάξει τὸν ἄνδρα της καὶ τὴν ὁμολογία τῆς γυναίκας ὅτι δὲν εἶχε ἄνδρα, ὁ Ἰησοῦς ἀποκάλυψε τὶς ἁμαρτίες της προϊδεάζοντάς την ὄτι ὁ Συνομιλητής της δὲν ἦταν ἕνας ἀπλός, κοινὸς ἄνθρωπος. 

   Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὤθησε τὴν γυναίκα νὰ συνεχίσει τὴν συζήτηση καὶ νὰ ἀναφερθεῖ στὸν Ἐρχόμενο Μεσσία ποὺ τόσο προσδοκοῦσε ὄχι ὡς ἐξουσιαστή, ἀλλὰ ὡς Ἐκεῖνον ποὺ θὰ λύτρωνε τὸν λαὸ καὶ τὴν ἴδια ἀπὸ τὸ πνευματικὸ σκοτάδι. 

   φοῦ, λοιπόν, ὁ Χριστὸς ἔφτασε τὴν συζήτηση ἐκεὶ ὅπου ἤθελε, προβαίνει σὲ μία πρωτοφανὴ ἀποκάλυψη: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Μεσσίας» τῆς λέει,  «Ἐγὼ ποὺ σοῦ μιλάω!». Τὸ θαυμαστὸ εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἀποκαλύφθηκε τόσο ἄμεσα στοὺς Ἰουδαίους ποὺ ἦταν ἐξοικειωμένοι μὲ τὶς γραφές, ἀλλὰ σὲ μία γυναίκα ἀπὸ τὴν Σαμάρεια μὲ ἐλαφρὰ ἤθη. Κὶ ὅμως, ἡ γυναίκα αὐτὴ εἶχε κάτι ποὺ ἔλειπε ἀπὸ τοὺς «ἐκλεκτοὺς» Ἰουδαίους, Φαρισαίους καὶ Γραμματεῖς. Εἶχε ἀπλότητα καρδιᾶς καὶ ἀληθινὴ θέληση νὰ συμμορφωθεῖ μὲ τὸ Φῶς, ὅταν αὐτὸ θὰ ἐρχόταν στὸν κόσμο, καὶ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν παλιά, ἄσωτη ζωή της, ὅπως ἐγκατέλειψε βιαστικὰ καὶ τὴν κανάτα μὲ τὸ νερό γιὰ τὸ ὁποῖο εἶχε πάει ὡς τὴν πηγή. Καὶ κάπως ἔτσι, ὅπως ὅλα μέσα στὸ Εὐαγγέλιο, ἀποδεικνύεται ἀληθινὴ ἡ φράση του Θεανθρώπου πρὸς τοὺς δῆθεν θεοσεβεῖς τυπολάτρες: «οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν». 

   Τὴν στιγμὴ αὐτὴ ἔφτασαν στὴν πηγὴ οἱ Μαθητές, φέρνοντας μαζί τους φαγητό. Εἶδαν τὸν Χριστὸ ποὺ μιλοῦσε μὲ τὴν γυναίκα, ἀπόρησαν, ἀλλὰ κανεὶς δὲν εἶπε τίποτα. Εἶχαν ἐμπιστοσύνη καὶ σεβασμὸ στὸν Διδάσκαλο τους καὶ δὲν ἔσπευσαν σὰν πολλοὺς τῶν ἡμερῶν μας νὰ κατακρίνουν ἐξ ἰδίων τὰ ἀλλότρια. Γιὰ αὐτὸ ἀξιώθηκαν νὰ γίνουν αὐτὸ ποὺ ἔγιναν. 

   Στὴν προτροπὴ τῶν Ἀποστόλων στὸν Χριστὸ νὰ φάει, Ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε: «Ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν». Τροφὴ γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ τῶν ἀνθρώπων σὲ Ἐκεῖνον, ἡ γνώση τῆς ἀληθείας καὶ ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Θυμόσαστε τὴν παραβολὴ τῆς Κρίσεως τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω; Τί θὰ πεῖ ὁ Δίκαιος Κριτὴς; Ἐπείνασα καὶ ἐδώκατε (ἤ οὐκ ἐδώκατε)  μοι φαγεῖν.  Ἑμεῖς δίνουμε τροφὴ στὸν Θεὸ μέσω τῆς δικῆς μας πνευματικῆς μεταμόρφωσης; Οἱ πνευματικοὶ προσφέρουμε ψυχὲς ἀνθρώπων στὸν Θεό; Ὁ κόσμος ποὺ βρίσκεται ἐκεὶ ἔξω περιμένει. Τὸ πνευματικὸ χωράφι τῆς κοινωνίας μας θέλει ἐργάτες γιὰ νὰ θερίσουν, καὶ ἔπειτα νὰ προσφέρουν ὡς νοητὴ τροφὴ στὸν Θεὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μέχρι τώρα δὲν ἔτυχαν τῆς εὐκαιρίας νὰ Τὸν γνωρίσουν. 

    Σαμαρείτις, ἡ μοιχαλίδα, ἡ μετέπειτα Ἁγία Ἰσαπόστολος Φωτεινή, προσέφερε ἀληθινὴ τροφὴ στὸν Θεό∙ πρῶτα τὸν ἑαυτό της καὶ ὕστερα τοὺς συνανθρώπους της, οἱ ὁποῖοι μὲ πολὺ αὐθορμητισμὸ ὁμολόγησαν τὸν Ἰησοῦ Σωτήρα τοῦ κόσμου. Κὶ ἐδώ, πάλι ἔχουμε κάτι τὸ θαυμαστό, τὸ περίεργο. Τὸν ὁμολόγησαν ὡς Μεσσία, ὄχι οἱ Ἰουδαίοι, ἀλλὰ οἱ εἰδωλολάτρες, οἱ Σαμαρεῖτες, οἱ ξένοι! Διαχρονικὸ φαινόμενο, δυστυχῶς, στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ἀς εἶναι. Αὐτὰ δὲν θὰ ἀλλάξουν ποτέ. 

   Καθῆκον δικό μας εἶναι, ἀρχικά, νὰ ἀναζητήσουμε καὶ νὰ ζητήσουμε μὲ ἀπλότητα τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν καὶ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς τὸ δώσει. Ἡ Ἁγία Φωτεινὴ ζήτησε καὶ ἔλαβε αὐτὸ τὸ ὕδωρ καὶ ἐγκατέλειψε τὴν στάμνα μὲ τὸ νερὸ πίσω. Δὲν νοιαζόταν πλέον γιὰ τὰ βιωτικά, διότι ἡ ψυχή της ἦταν ξεδιψασμένη ἀπὸ τὴν γνωριμία μὲ τὸν Ἀληθινὸ Θεό καὶ Δεσπότη, Ἀναστάντα Χριστό.

Ἀληθῶς ἀνέστη ὁ Κύριος!

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Σάββατο 21 Μαΐου 2022

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ Καί ὅτι πρέπει νά καταφρονοῦμε τά παρόντα (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)

 

Ὅλη αὐτή τήν περίοδο πού διανύομε τώρα, ἐπεκτεινομένη σέ πενήντα ἡμέρες, ἑορτάζομε τήν ἀπό τούς νεκρούς ἀνάστασι τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δεικνύοντας μέ αὐτή τήν παράτασι τήν ὑπεροχή της ἀπέναντι στίς ἄλλες ἑορτές. ῎Αν καί βέβαια αὐτή ἡ περίοδος τῶν ἡμερῶν περιλαμβάνει καίτήν ἐπέτειο μνήμη τῆς ἐπανόδου στούς οὐρανούς, ἀλλά καί αὐτή δεικνύει τή διαφορά τοῦ ἀναστάντος Δεσπότου πρός τούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού κατά καιρούς ἔχουν ἀναβιώσει.
Πραγματικά ὅλοι ὅσοι ἀναστήθηκαν ἀπό τούς νεκρούς ἀναστήθηκαν ἀπό ἄλλους καί, ἀφοῦ ἀπέθαναν πάλι, ἐπέστρεψαν στή γῆ. Ὁ δέ Χριστός, ἀφοῦ ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, δέν κυριεύεται πλέον καθόλουἀπό τόν θάνατο. Διότι μόνο αὐτός, ἀφοῦ ἀνέστησε τόν ἑαυτό του τήν τρίτη ἡμέρα, δέν ἐπέστρεψε πάλι στή γῆ,ἀλλά ἀνέβηκε στόν οὐρανό, καθιστώντας τό φύραμά μας πού εἶχε λάβει ὁμόθρονο μέ τόν Πατέρα ὡς ὁμόθεο.
Γι᾿ αὐτό εἶναι ὁ μόνος πού ἔγινε ἀρχή τῆς μελλοντικῆς ἀναστάσεως ὅλων καί ὁ μόνος πού κατέστηἀπαρχή τῶν νεκρῶν καί πρωτότοκος ἀπό τούς νεκρούς καί πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Καί ὅπως ὅλοι,ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι, ἀποθαίνουν στόν ᾿Αδάμ, ἔτσι στόν Χριστό θά ζωοποιηθοῦν ὅλοι, ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι,ἀλλ᾿ ὁ καθένας στήν τάξι του. Ἀπαρχή εἶναι ὁ Χριστός, ἔπειτα οἱ ὀπαδοί τοῦ Χριστοῦ κατά τήν παρουσία του,ἔπειτα οἱ τελευταῖοι, ὅταν καταργήση κάθε ἀρχή καί ἐξουσία καί δύναμι καί θέση ὅλους τούς ἐχθρούς του κάτωἀπό τά πόδια του.

Τελευταῖος ἐχθρός πού θά καταργηθῆ εἶναι ὁ θάνατος (Α´ Κορ. 15,22 ἑἑ), κατά τήν κοινή ἀνάστασι, μέ τήνἐσχάτη σάλπιγγα. Διότι πρέπει τό φθαρτό τοῦτο στοιχεῖο νά ἐνδυθῆ ἀφθαρσία καί τό θνητό τοῦτο νά ἐνδυθῆἀθανασία (Α´ Κορ. 15,53).
Τέτοια δωρεά μᾶς προσφέρει ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου, καί γι᾿ αὐτό μόνο αὐτήν ἑορτάζομε μέ τόση διάρκεια σάν ἀθάνατη καί ἀνώλεθρη καί ἀΐδια, προεικονίζοντας μέ αὐτά καί τήν μέλλουσα μακαριότητα τῶνἁγίων, ἀπό τήν ὁποία ἔχει ἐξαφανισθῆ κάθε ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός. Ὑπάρχει δέ σ᾿ αὐτήν εὐφροσύνη καίπανήγυρις ἐνθουσιώδης καί ἀναλλοίωτη. Διότι ἐκεῖ εἶναι πραγματικά ἡ κατοικία τῶν εὐφραινομένων.

Γι᾿ αὐτό ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος ἐνομοθέτησε πρίν ἀπό τίς ἡμέρες αὐτές νά τελοῦμε τήν ἱεράτεσσαρακοστή μέ νηστεία καί ἀγρυπνία καί μέ προσευχή καί κάθε εἶδος ἀσκήσεως τῶν ἀρετῶν. Μέ τήν τεσσαρακοντάδα τῶν ἡμερῶν δεικνύει ὅτι σ᾿ αὐτόν τόν αἰῶνα ἡ ζωή τῶν σωζομένων δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μετάνοια καί θεοφιλής βίος. Μέ τήν πεντηκοστή δέ αὐτή, πού διανύομε τώρα, ἐπιδεικνύει τήν ἄνεσι καίἀπόλαυσι πού θά ὑποδεχθῆ αὐτούς πού ἔζησαν ἐδῶ ἐναγωνίως γιά τόν Θεό.

Γι᾿ αὐτό ἐκείνη μέν εἶναι τεσσαρακοστή, ἔχει συνακόλουθη τήν μνήμη τῶν σωτηρίων παθῶν καί μετάτήν ἑβδόμη ἑβδομάδα λαμβάνει τήν λύσι τῆς νηστείας.αὐτή δέ σάν πεντηκοστή συμπεριλαμβάνει καί τήν ἀπότή γῆ μετάθεσι στόν οὐρανό καί τήν κατάβασι καί διάδοσι τοῦ θείου Πνεύματος. Διότι αὐτός ἐδῶ ὁ αἰών εἶναιἑβδοματικός καί συνίσταται ἀπό τέσσερις ἐποχές καί μέρη καί στοιχεῖα καί γι᾿ αὐτούς πού σ᾿ αὐτόν καθιστοῦν τούς ἑαυτούς των κοινωνούς τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ ἐπιφέρει τήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, πού ἀρχίζειἀπό τήν ὀγδόη καί καταλήγει στήν ὀγδόη καί ἀφοῦ ξεπεράση τήν ἑβδομάδα καί τήν τετρακτύ, διά τῆςἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καί τῆς ἔπειτα ἀπό αὐτήν ἀναλήψεως παριστάνει τήν μέλλουσα ἀνάστασι τοῦἀνθρωπίνου γένους καί τήν κατ᾿ αὐτήν ἀνύψωσι τῶν ἀξίων στά σύννεφα πρός τήν θεία συνάντησι καί στήν συνέχεια τήν συνύπαρξι καί ἀνάπαυσι μέ τόν Θεό στούς αἰῶνες.

Αὐτή λοιπόν θά ἔλθη στόν καιρό της. ῾Ο δέ Κύριος κηρύττοντας τό εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας πρίν ἀπό τόπάθος καί δεικνύοντας στούς μαθητάς ὅτι δέν θά γίνη μόνο ἀνάμεσα στούς ᾿Ιουδαίους ἡ ἐκλογή τῶν ἀξίων τῆς πίστεως καί τῆς ἀπό αὐτόν προτεινομένης ἀΐδιας κληρονομίας ἀλλά καί ἀνάμεσα στούς ᾿Εθνικούς, κατά τήν σήμερα ἀναγινωσκομένη στήν ἐκκλησία περικοπή τοῦ εὐαγγελίου (᾿Ιω. 4,5-30) “ἔρχεται σέ μιά πόλι τῆς Σαμαρείας, πού λέγεται Σιχάρ, πλησίον τοῦ τόπου πού ἔδωσε ὁ ᾿Ιακώβ στόν υἱό του ᾿Ιωσήφ.

᾿Εκεῖ ἦταν ἡ πηγή τοῦ ᾿Ιακώβ”. Πηγή φυσικά ὀνομάζει τό φρέαρ, διότι εἶχε ὕδωρ πηγαῖο, ὅπως θά φανῆἀπό τήν συνέχεια τοῦ λόγου.ἦταν δέ τοῦ ᾿Ιακώβ, ἐπειδή ἐκεῖνος τό εἶχε ἀνοίξει. ῾Ο δέ τόπος πού ἔδωσε ὁ ᾿Ιακώβ στόν ᾿Ιωσήφ εἶναι τά Σίκημα. Διότι εἶπε πρός αὐτόν, ὅταν ἔπνεε τά ἔσχατα στήν Αἴγυπτο καί ἔκαμε διαθήκη. “᾿Ιδού ἐγώ πεθαίνω, ἐνῶ ἐσᾶς θά σᾶς ἐπαναφέρη ὁ Θεός ἀπό αὐτή τή γῆ στή γῆ τῶν πατέρων μας. ᾿Εγώ δίδω τά Σίκημα κατ᾿ ἐξαίρεσι ἀπό τούς ἀδελφούς σου σέ σένα, τά ὁποῖα ἔλαβα ἀπό τούς ᾿Αμορραίους μέ τό ξίφος καίτό τόξο μου”. Γι᾿ αὐτό τά μέν Σίκημα κατοικοῦνταν ὕστερα ἀπό τήν φυλή τοῦ ᾿Εφραίμ, ὁ ὁποῖος ἦταν πρωτότοκος υἱός τοῦ ᾿Ιωσήφ, τόν δέ τόπο γύρω ἀπό αὐτά κατοικοῦσαν οἱ δέκα φυλές τοῦ ᾿Ισραήλ, τίς ὁποῖεςἐκυβέρνησε ὁ ἀποστάτης ῾Ιερουβοάμ.

᾿Αφοῦ δέ αὐτοί προσέκρουσαν στόν Θεό πολλές φορές καί ἐγκαταλείφθηκαν ἀπό αὐτόν πολλές φορές,ὕστερα ἔγιναν ὅλο τό γένος αἰχμάλωτοι, ὁπότε ἀντί αὐτῶν ὁ ἡγέτης τῶν ᾿Ασσυρίων ἐγκατέστησε στόν τόποἔθνη πού συνάθροισε ἀπό διάφορα μέρη καί τούς ὠνόμασε Σαμαρεῖτες ἀπό τό ὄρος Σομόρ. ῞Οπως δέ ὁ ᾿Ιακώβ περνώντας ἀπό ἐκεῖ ὑπέταξε τά Σίκημα, καθώς λέγει ἡ ἱστορία, ἔτσι περνώντας ὁ Χριστός τώρα ὑπέταξε τήΣαμάρεια. ᾿Αλλά ἐκεῖνος μέν τό ἔκαμε, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, μέ τήν ρομφαία καί τό τόξο του, δηλαδή πρόςἐξολόθρευσι καί καταστροφή τῶν παλαιῶν κατοίκων, ὁ δέ Χριστός μέ λόγο καί διδασκαλία, δηλαδή γιάσωτηρία.“Διότι ὁ ᾿Ιησοῦς”, λέγει, “κουρασμένος ἀπ᾿ τήν ὁδοιπορία, καθόταν ἔτσι δίπλα στό πηγάδι. Ἡ ὥραἦταν περίπου ἕκτη”.

Καί ἡ ὥρα καί ὁ κόπος καί ὁ τόπος ἐπέβαλλαν νά καθήση καθένας πού ἔχει σῶμα σάν τό δικό μας. Θέλοντας λοιπόν νά ἐπιβεβαιώση τοῦτο καί προβλέποντας τό μελλοντικό κέρδος, ἐκαθόταν, λέγει, ἔτσι δίπλα στό πηγάδι, δηλαδή ἀφελῶς κάτω, μόνος του σάν ἕνας ὁδοιπόρος ἀπό τούς πολλούς, διότι οἱ μαθηταί του εἶχαν φύγει στήν πόλι, γιά ν᾿ ἀγοράσουν τροφές.

Καθώς λοιπόν ἐκαθόταν ἔτσι μόνος του δίπλα στό πηγάδι, ἔρχεται μιά γυναῖκα ἀπό τήν Σαμάρεια νάπάρη νερό. ῾Ο δέ Κύριος, ὡς ἄνθρωπος διψώντας καί βλέποντας νά ἔρχεται κάποια ἀνθρωπίνως διψῶσα, γιά νάσταματήση τή δίψα της, ὡς Θεός δέ βλέποντας καί τήν καρδιά της νά διψᾶ γιά σωτήριο ὕδωρ, χωρίς ὅμως νάγνωρίζη αὐτόν πού μπορεῖ νά τῆς τό προσφέρη, ἐπείγεται ν᾿ ἀποκαλύψη τόν ἑαυτό του στήν ποθοῦσα ψυχή, διότι ποθεῖ καί αὐτός τούς ποθοῦντας κατά τά γεγραμμένα, ἀρχίζει δέ ἀπό ἐκεῖ πού θά γίνη εὐπρόσδεκτος.καίτῆς λέγει, “δός μου νερό νά πιῶ”. Αὐτή δέ, καθώς ἦταν εὐφυής καί ἀντελήφθηκε καί ἀπό μόνο τή στολή καί τόσχῆμα καί τήν ἔκδηλη ἐξωτερική κοσμιότητα ὅτι εἶναι ᾿Ιουδαῖος καί φύλακας τοῦ νόμου, εἶπε, θαυμάζω πῶς ζητεῖς ἀπό Σαμαρείτιδα νερό, ἐνῶ οἱ ᾿Ιουδαῖοι δέν ἐπικοινωνοῦν μέ τούς Σαμαρεῖτες ὡς ἐθνικούς. ῾Ο δέ Κύριος. παίρνοντας ἀπό αὐτό ἀφορμή, ἀρχίζει νά ἀποκαλύπτη τόν ἑαυτό του πρός αὐτήν λέγοντας. “Ἄν ἐγνώριζες τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ καί ποιός εἶναι αὐτός πού σοῦ λέγει, δός μου νά πιῶ νερό, ἐσύ θά τοῦ ἐζητοῦσες καί θα σοῦἔδινε ζωντανό ὕδωρ”.

Βλέπεται ἐπιβεβαίωσι περί τοῦ ὅτι, ἄν ἐγνώριζε, θά ἐζητοῦσε ἀμέσως καί θά ἐγινόταν μέτοχος πραγματικά ζωντανοῦ ὕδατος, ὅπως ἔπραξε καί ἀπήλαυσε ὅταν ἔμαθε ὕστερα, ἐνῶ τό συνέδριο τῶν ᾿Ιουδαίων, πού ἐρώτησαν κι᾿ ἔμαθαν σαφῶς, ἔπειτα ἐσταύρωσαν τόν Κύριο τῆς δόξης (Α’ Κορ 2,8); ᾿Αλλά ποιά εἶναι ἡδωρεά τοῦ Θεοῦ; “διότι”, λέγει, “ἄν ἐγνώριζες τή δωρεά τοῦ Θεοῦ”.

Γιά ν᾿ ἀφήσωμε τά ἄλλα, καί μόνο τοῦτο, τό ὅτι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός δέν βδελύσσεται τούς θεωρουμένους ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους βδελυκτούς καί ἀκοινωνήτους ἀκόμη καί γιά ἕνα ποτήρι νερό, πόσο μεγάλη δωρεά καί χάρις δέν εἶναι; Τό δέ νά τούς θεωρῆ τόσο ἀγαπητούς, ὥστε ὄχι μόνο νά δέχεται τά διδόμενα ἀπόαὐτούς, ἀλλά νά μεταδίδη σ᾿ ἐκείνους ἀπό τά ἴδια τά θεῖα χαρίσματά του (τί λέγω τά χαρίσματα; Διότι προσφέρει τόν ἑαυτό του καί καθιστᾶ τούς πιστούς σκεύη δεκτικά τῆς θεότητός του, ἀφοῦ, ὅπως προβλέπονταςἐπαγγέλλεται, δέν εἶναι δυνατό νά ἔχουν ἀλλιῶς μέσα τους πηγή, πού νά τρέχη στήν αἰώνια ζωή), ποιός νοῦς θά τό καταλάβη; Ποιός λόγος θά ἐκφράση τό ὑπερβάλλον τῆς δωρεᾶς;
῾Η Σαμαρεῖτις, ἐπειδή δέν κατάλαβε ἀκόμη τό μεγαλεῖο τοῦ ζωντανοῦ ὕδατος, πρῶτα μέν ἀπορεῖ, ἀπόπού θά εὕρη τό ὕδωρ πού ὑπόσχεται ὁ συνομιλητής, ἀφοῦ κουβᾶ δέν ἔχει καί τό πηγάδι εἶνα βαθύ. ῎Επειταἐπιχειρεῖ νά τόν συγκρίνη μέ τόν ᾿Ιακώβ, τόν ὁποῖο ἀποκαλεῖ καί πατέρα, ἐξυμνώντας τό γένος ἀπό τόν τόπο, καί ἐξαίρει τό νερό τοῦ πηγαδιοῦ, μέ τή σκέψι ὅτι δέν μπορεῖ νά εὑρεθῆ καλύτερο ἀπό αὐτό. ῞Οταν δέ ἄκουσε τόν Κύριο νά λέγει ὅτι “τό ὕδωρ πού θά σοῦ δώσω ἐγώ, θά γίνη γιά τόν δεχόμενο πηγή πού τρέχει πρός αἰώνια ζωή”, ἄφησε λόγο ψυχῆς πού ποθεῖ καί ὁδηγεῖται πρός τήν πίστι, ἀλλά δέν μπόρεσε ἀκόμη νά κυττάξη καθαράπρός τό φῶς.“δός μου”, λέγει, “Κύριε, τό ὕδωρ τοῦτο, γιά νά μήν διψῶ κι᾿ οὔτε νά ἔρχωμαι ἐδῶ νά παίρνω”. ῾Ο δέ Κύριος, θέλοντας ἀκόμη νά ἀποκαλύπτεται λίγο λίγο, τήν προστάσσει νά φωνάξη καί τόν ἄνδρα της. Καθώς δέ ἐκείνη, κρύβοντας τή διαγωγή της καί συγχρόνως σπεύδοντας νά πάρη τό δῶρο, ἔλεγε, “δέν ἔχω ἄνδρα”,ἀκούει πόσους ἄνδρες εἶχε δικούς της ἀπό παιδί καί ἐλέγχεται ὅτι τώρα ἔχει ἄνδρα πού δέν εἶναι δικός της. Δέν στενοχωρεῖται ὅμως ἀπό τόν ἔλεγχο, ἀλλά ἀμέσως, ἀντιληφθεῖσα ὅτι εἶναι προφήτης ὁ συνομιλητής,ἐπιλαμβάνεται ὑψηλοτέρων ζητημάτων.

Βλέπεται πόση εἶναι ἡ μακροθυμία καί ἡ φιλομάθεια τῆς γυναικός; Διότι, λέγει, “οἱ πατέρες μας προσκύνησαν στό ὄρος τοῦτο καί σεῖς λέγετε ὅτι ὁ τόπος ὅπου πρέπει νά προσκυνοῦμε εἶναι στά ᾿Ιεροσόλυμα”. Βλέπετε πόση συλλογή εἶχε στήν διάνοιά της καί πόση γνώσι τῆς Γραφῆς εἶχε; Πόσοι τώρα ἀπό τούς γεννημένους πιστούς καί τροφίμους τῆς ᾿Εκκλησίας ἀγνοοῦν ὅ,τι ἐγνώριζε ἡ Σαμαρεῖτις, ὅτι οἱ πατέρες μας, ὁ᾿Ιακώβ δηλαδή καί οἱ ἀπό αὐτόν πατριάρχες, προσκύνησαν τόν Θεό στό ὄρος τοῦτο;  Αὐτήν τή γνῶσι καί τήν βαθειά μελέτη τῆς θεόπνευστης Γραφῆς δεχόμενος ὁ Χριστός σάν ὀσμή εὐωδίας, ἐπέμεινε συζητώντας εὐχαρίστως μέ τή Σαμαρείτιδα. ῞Οπως δηλαδή, ἄν ἐπάνω στούς ἄνθρακες τοποθετήσης κάτι εὔοσμο,ἐπαναφέρεις καί συγκρατεῖς τούς πλησιάζοντας, ἄν ὅμως βάλης κάτι βαρύ καί δύσοσμο, τούς ἀπωθεῖς καί τούςἀπομακρύνεις, ἔτσι καί στήν διάνοια. Ἄν ἔχεις ἱερά μελέτη καί σπουδή, καθιστᾶς τόν ἑαυτόν σου ἄξιον θείαςἐπιστασίας, διότι αὐτή εἶναι ἡ ὀσμή εὐωδίας πού ὀσφραίνεται ὁ Κύριος. Ἄν ὅμως τρέφης μέσα πονηρούς καίρυπαρούς καί γηίνους λογισμούς, ἀπομακρύνεσαι ἀπό τήν θεία ἐπιστασία, καθιστώντας τόν ἑαυτό σου ἄξιον τῆς ἀποστροφῆς, ἀλλοίμονο, τοῦ Θεοῦ. Διότι “δέν θά παραμείνουν παράνομοι ἀπέναντι στούς ὀφθαλμούς σου”, λέγει πρός τόν Θεό ὁ ψαλμωδός προφήτης (Ψαλμ. 5,5). ᾿Αφοῦ ὁ νόμος διατάσσει “νά μνημονεύης διαπαντός τόν Κύριο τόν Θεό σου, ὅταν κάθεσαι καί ὅταν βαδίζης, ὅταν εἶσαι ξαπλωμένος καί ὅταν εἶσαι ὄρθιος”, τό δέεὐαγγέλιο λέγει, “ἐρευνᾶτε τίς Γραφές”, διότι σ᾿αὐτές θά εὑρῆτε ζωή αἰώνια (᾿Ιω. 5,39), καί ὁ ἀπόστολος παραγγέλει, “νά προσεύχεσθε ἀδιαλείπτως” (Α´ Θεσσ. 5,17), αὐτός πού ἀσχολεῖται ἐπίμονα μέ γηίνους λογισμούς εἶναι ὁπωσδήποτε παράνομος, πολύ περισσότερο αὐτός πού ἀσχολεῖται μέ πονηρούς καί ρυπαρούς.

᾿Αλλά πότε προσκύνησαν τόν Θεό σ᾿ αὐτό τό ὄρος οἱ πατέρες μας; ῞Οταν ὁ πατριάρχης ᾿Ιακώβ,ἀποφεύγοντας τόν φοβερό ἀδελφό του ᾿Ησαῦ καί πειθαρχώντας στίς συμβουλές τοῦ πατρός ᾿Ισαάκ,ἀνεχώρησε πρός τή Μεσσοποταμία καί ὅταν ἐπανῆλθε ἀπό ἐκεῖ μέ γυναῖκες καί τέκνα. Κατά τήν ἐπάνοδο,ὅταν ὁ ᾿Ιακώβ ἔπηξε σκηνές σ᾿ αὐτόν περίπου τόν τόπο, ὅπου ὡμιλοῦσε ὁ Κύριος μέ τήν Σαμαρείτιδα, μετά τόἐπεισόδιο τῆς Δείνας καί τήν ἅλωσι τῶν Σικήμων, τοῦ εἶπε ὁ Θεός, ὅπως γράφεται στή Γένεσι. “Σήκω καίπήγαινε στήν Βαιθήλ καί κατασκεύασε ἐκεῖ θυσιαστήριο στόν Θεό πού σοῦ ἐμφανίσθηκε ὅταν ἀπέδρασες ἀπότήν παρουσία τοῦ ἀδελφοῦ σου ᾿Ησαῦ”. Μετά τά λόγια αὐτά ὁ ᾿Ιακώβ ἐσηκώθηκε καί ἀνέβηκε στόπαρακείμενο ὄρος καί οἰκοδόμησε ἐκεῖ, λέγει, θυσιαστήριο καί ἐκάλεσε τό ὄνομα τοῦ τόπου Βαιθήλ. Διότι ἐκεῖτοῦ ἐμφανίσθηκε ὁ Θεός.

Γι᾿ αὐτό λέγει ἡ Σαμαρεῖτις ὅτι οἱ πατέρες μας προσκύνησαν στό ὄρος τοῦτο, ἀκολουθώντας τούςἀρχαίους ἐκείνους.διότι οἱ σχετικές διατάξεις γιά τόν ναό τῶν ᾿Ιεροσολύμων ἐνομοθετήθηκαν ὕστερα.
Καί ἐπειδή βέβαια ὁ τόπος ἐκεῖνος ὠνομάσθηκε ἀπό τόν ᾿Ιακώβ οἶκος Θεοῦ, διότι τοῦτο σημαίνει τό ὄνομα Βαιθήλἑρμηνευόμενο, αὐτή ἀπορεῖ ποθώντας νά μάθη, πῶς δέν λέγετε ὅτι ἐκεῖ εἶναι μᾶλλον ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ, ἀλλάστά ᾿Ιεροσόλυμα, ὅπου νομίζετε ὅτι πρέπει νά θυσιάζετε καί νά προσκυνῆτε τόν Θεό. ῾Ο δέ Κύριος,ὁλοκληρώνοντας ἤδη τόν σκοπό τῶν λόγων του καί προφητεύοντας περί τῆς γυναικός, ὅτι θά εἶναι τέτοια καθώς τήν ζητεῖ καί τήν δέχεται ὁ Θεός, καί ἀποκρινόμενος πρός τούς λόγους της λέγει, “γυναῖκα, πίστευσέ με,ὅτι ἔρχεται ὥρα, ὁπότε οὔτε στό ὄρος τοῦτο οὔτε στά ᾿Ιεροσόλυμα θά προσκυνῆτε τόν Πατέρα”, καί ἔπειτα ἀπόλίγο, “τέτοιους ζητεῖ ὁ Θεός αὐτούς πού τόν προσκυνοῦν”.

Βλέπετε ὅτι καί γι᾿ αὐτήν βεβαιώνει ὅτι θά γίνη τέτοια, ὅπως τήν θέλει ὁ Θεός, καί ὅτι θά προσκυνῆ τόν῞Υψιστο Πατέρα, ὄχι τοπικῶς ἀλλά εὐαγγελικῶς, (διότι πρός αὐτήν ἀπευθύνεται ὁ λόγος ὅτι οὔτε στό ὄρος τοῦτο οὔτε στά ᾿Ιεροσόλυμα θά προσκυνῆτε τόν Πατέρα), συγχρόνως δέ προαναγγέλλει σ᾿ αὐτήν φανερά καίτήν μετάθεσι τοῦ νόμου; Διότι, ἀφοῦ θά μετατεθῆ ἡ προσκύνησις, ἀναγκαίως θά γίνη μετάθεσις καί τοῦ νόμου.

᾿Αλλά καί τό ἐνδιάμεσο κείμενο “σεῖς προσκυνεῖτε ὅ,τι δέν γνωρίζετε, ἐμεῖς προσκυνοῦμε, ὅ,τι γνωρίζομε, ὅτι ἡ σωτηρία εἶναι ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους”, εἶναι ἀπόκρισις πρός τόν λόγο ἐκείνης, ἀλλά συγχρόνωςἀποτελεῖ συνέπεια τῶν λόγων του. Διότι λέγει ὅτι κατά τοῦτο ἐμεῖς οἱ ᾿Ιουδαῖοι (διότι τοποθετεῖ καί τόν ἑαυτότου μ᾿ ἐκείνους, ἀφοῦ κατά σάρκα εἶναι ἀπό ἐκείνους). Ἐμεῖς λοιπόν, λέγει, πού δέν διαψεύδομε τό ὄνομα, ἀλλάγνωρίζομε τά ἰδικά μας, κατά τοῦτο διαφέρομε στήν προσκύνησι ἀπό σᾶς τούς Σαμαρεῖτες, ὅτι γνωρίζομε πώςὁρίζεται νά τελῆται στήν ᾿Ιουδαία ἡ προσκύνησις γιά τόν λόγο ὅτι ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους θά προέλθη ἡ σωτηρίαὅλου τοῦ κόσμου, δηλαδή θά ἔλθη ὁ Χριστός. ᾿Επειδή δέ δέν πρόκειται νά ἔλθη στό μέλλον, διότι ἦταν αὐτός ὁἴδιος, δέν εἶπε ὅτι ἡ σωτηρία θά εἶναι ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους, ἀλλ᾿ ὅτι εἶναι. “᾿Αλλά ἔρχεται ὥρα”, λέγει, “καί εἶναι τώρα”.

Καί αὐτά εἶναι προφητικά.τό ἔρχεται χρησιμοποιήθηκε διότι δέν ἐτελέσθηκε ἀκόμη, ἀλλά θά τελεσθῆ, τόδέ “τώρα εἶναι”, χρησιμοποιήθηκε ἐπειδή τήν ἔβλεπε ἔτοιμη νά πιστεύση σύντομα καί νά προσκυνῆπνευματικῶς καί ἀληθῶς.“ἔρχεται λοιπόν”, λέγει, “ὥρα, καί τώρα ἀκριβῶς εἶναι, ὁπότε οἱ ἀληθινοίπροσκυνηταί θά προσκυνοῦν τόν Πατέρα κατά Πνεῦμα καί ἀλήθεια”.διότι ὁ ὕψιστος καί προσκυνητός Πατήρ, εἶναι Πατήρ αὐτοαληθείας, δηλαδή τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ, καί ἔχει Πνεῦμα ἀληθείας, τό Πνεῦμα τό ἅγιον, καίαὐτοί πού τόν προσκυνοῦν κατ᾿ αὐτούς, τό πράττουν διότι ἔτσι πιστεύουν καί διότι ἐνεργοῦνται δι᾿ αὐτῶν. Διότι, λέγει ὁ ἀπόστολος, τό Πνεῦμα εἶναι αὐτό διά τοῦ ὁποίου προσκυνοῦμε καί διά τοῦ ὁποίου προσευχόμαστε (Βλ. Ρωμ. 8,26), καί “κανείς δέν ἔρχεται πρός τόν Πατέρα παρά μόνο δι᾿ ἐμοῦ”, λέγει ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ(᾿Ιω. 14,6).

Αὐτοί λοιπόν πού προσκυνοῦν ἔτσι κατά τό Πνεῦμα καί τήν ἀλήθεια τόν ὕψιστο Πατέρα, αὐτοί εἶναι οἱἀληθινοί προσκυνηταί. ᾿Αφοῦ δέ ἐξέβαλε καί τά ᾿Ιεροσόλυμα καί τήν Σαμάρεια, γιά νά μή νομίση κανείς ὅτι πρόκειται νά εἰσαχθῆ ἀντί γι᾿ αὐτά ἄλλος τόπος, στήν συνέχεια ἀπομακρύνει πάλι τόν ἀκροατή ἀπό κάθε σωματική ἔννοια καί τόπο καί προσκύνησι, λέγοντας, “Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεός, καί αὐτοί πού τόν προσκυνοῦν πρέπει νά προσκυνοῦν κατά Πνεῦμα καί ἀλήθεια”, δηλαδή ἐννοώντας τόν ἀσώματο ἐντελῶς ἔξω ἀπόσώματα.διότι ἔτσι θά τόν ἰδοῦν καί ἀληθινῶς παντοῦ μέσα στό Πνεῦμα καί τήν ᾿Αλήθειά του. ῾Ως πνεῦμα δηλαδή πού εἶναι ὁ Θεός εἶναι ἀσώματος, τό δέ ἀσώματο δέν εὑρίσκεται σέ τόπο οὔτε περιγράφεται μέ τοπικάὅρια.

῾Επομένως αὐτός πού λέγει ὅτι ὁ Θεός πρέπει νά προσκυνῆται μόνο στά ὅρια τῶν ᾿Ιεροσολύμων ἤ τοῦὄρους τῆς Σαμαρείας ἤ σέ κάποιον ἄλλο ἀπό τούς πανταχοῦ στή γῆ καί τόν οὐρανό τόπους, δέν ὁμιλεῖ ἀληθῶς οὔτε προσκυνεῖ ἀληθῶς. ᾿Αλλά ὡς ἀσώματος ὁ Θεός δέν εἶναι πουθενά, ὡς Θεός δέ εἶναι πανταχοῦ.ἐάν ὑπάρχηὄρος ἤ τόπος ἤ κτιστό πρᾶγμα, ὅπου δέν ὑπάρχει ὁ Θεός, πάλι θά εὑρεθῆ νά περιγράφεται σέ κάτι.εἶναι λοιπόν πανταχοῦ καί σέ ὅλα ὁ Θεός. Πῶς λοιπόν πανταχοῦ καί σέ ὅλα; ῾Ως περιεχόμενος ὄχι ἀπό μέρος ἀλλά ἀπό τόσύμπαν; ῎Οχι βέβαια, διότι πάλι θά εἶναι σῶμα. ῾Επομένως, ὡς συνέχων καί περιέχων τό πᾶν, αὐτός εἶναι στόνἑαυτό του, πανταχοῦ καί ἐπάνω ἀπό τό σύμπαν, προσκυνούμενος ἀπό τούς ἀληθινούς προσκυνητάς κατά τόΠνεῦμα καί τήν ᾿Αλήθειά του.

Πανταχοῦ λοιπόν, ὄχι μόνο τῆς γῆς ἀλλά καί τῶν ὑπεράνω τῆς γῆς, θά προσκυνηθῆ ὁ Θεός ἀπό τούς ἔτσι πιστεύοντας ἀληθῶς καί θεοπρεπῶς, Πατήρ ἀσώματος καί κατά τόν χρόνο καί τόπο ἀόριστος, στό ἅγιο καίἀΐδιο Πνεῦμα καί στόν συνάναρχο Υἱό καί Λόγο, πού εἶναι ἡ ἐνυπόστατη ἀλήθεια τοῦ Πατρός. Βέβαια καί ἡψυχή καί ὁ ἄγγελος εἶναι ἀσώματα, δέν εἶναι σέ τόπο, ἀλλά δέν εἶναι πανταχοῦ, διότι δέν συνέχουν τό σύμπανἀλλά ἔχουν ἀνάγκη τοῦ συνέχοντος, ἑπομένως καί αὐτά εἶναι στόν συνέχοντα καί περιέχοντα τό σύμπαν,ὁριζόμενα ἀπό αὐτόν καταλλήλως. ῾Η ψυχή ὅμως, συνέχοντας τό σῶμα μέ τό ὁποῖο ἐκτίσθηκε μαζί, εἶναι πανταχοῦ τοῦ σώματος, ὄχι ὡς εὑρισκομένη σέ τόπο οὔτε περιεχομένη σέ σῶμα, ἀλλά ὡς συνέχουσα καίπεριέχουσα αὐτό, ἀφοῦ ἔχει καί τοῦτο κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ.

῾Η δέ Σαμαρεῖτις, καθώς ἄκουσε ἀπό τόν Χριστό αὐτά τά ἐξαίσια καί θεοπρεπῆ λόγια, ὅτι ὁ Θεός πουθενά δέν πρέπει νά προσκυνῆται ἀληθινά, παρά μόνο κατά τό Πνεῦμα καί τήν ᾿Αλήθειά του, ὅπως ἡ στό῏Ασμα τῶν ᾿Ασμάτων ψυχή πού νυμφεύεται τόν Θεό, ἀναπτερωμένη ἀπό τή φωνή τοῦ νυμφίου τῆς ἀφθαρσίας, μνημονεύει τόν προσδοκώμενο καί ποθούμενο καί, κρυφά ἀκόμη, παρόντα νυμφίο, λέγοντας. “γνωρίζω ὅτι ὁΜεσσίας, ὁ λεγόμενος Χριστός, ἔρχεται.ὅταν ἔλθη ἐκεῖνος θά μᾶς τά διδάξη ὅλα”. Βλέπετε πώς ἦτανἑτοιμοτάτη γιά τήν πίστι, ὅτι πλησιάζει ἤδη ὁ προσδοκώμενος, καί γεμάτη ἐλπίδα; ῏Αρα δέν ἐταίριαζε νά εἰπῆκαί αὐτή κατά τόν Δαβίδ, “ἕτοιμη εἶναι ἡ καρδιά μου, Θεέ, ἕτοιμη εἶναι ἡ καρδιά μου, θά τραγουδήσω καί θάψάλω κατά τήν δόξα μου” (Ψαλμ. 56,8).
᾿Από πού θά ἐγνώριζε τοῦτο μέ τόση βεβαιότητα καί ἀσφάλεια καί θά εἶχε τήν ψυχική διάθεσι γι᾿ αὐτό,ἄν δέν εἶχε μελετήσει τά προφητικά βιβλία μέ ἄκρα σύνεσι; Γι᾿ αὐτό εἶχε καί τόν νοῦ τόσο μετάρσιο, ἀφοῦ εἶχε γεμίσει ἀπό τήν θεία κατοχή.ὥστε ἐμένα, καθώς βλέπω τώρα μέ χαρά τόν σφοδρό πνευματικό πόθο τῆς Σαμαρείτιδος αὐτῆς πρός τόν Χριστό, μοῦ ἔρχεται νά εἰπῶ πάλι γι᾿ αὐτήν τά λόγια τοῦ Ἄσματος ἐκείνου, “ποιάεἶναι αὐτή πού προβάλλει σάν ἡ αὐγή, ὡραία σάν ἡ σελήνη, ἐκλεκτή σάν ὁ ἥλιος;” (῏Ασμα 6,10). Διότι, ἀφοῦἐξαγγέλλει ὅτι σέ λίγο θά φανῆ ὁ νοητός ἥλιος τῆς δικαιοσύνης Χριστός καί ὑποδηλώνει ὅτι δι᾿ αὐτῆς ἀρχίζει ἡ᾿Εκκλησία τῶν ἐθνῶν, σάν νά ἀνεβαίνη ἀπό ἱερά κολυμβήθρα, τήν πηγή ἐπάνω στήν ὁποία ἐστεκόταν, καθώς κατηχεῖτο ἀπό τόν Σωτῆρα, τήν βλέπω νά προβάλλη σάν πολυέραστος ὄρθρος.

Εἶναι δέ ὡραία σάν ἡ σελήνη, ἐπείδη φέγγει, ἄν καί ἐπικρατεῖ ἡ νύκτα τῆς ἀσεβείας ἀκόμη.ἐκλεκτή δέσάν ὁ ἥλιος, γι᾿ αὐτό ὠνομάσθηκε Φωτεινή ἀπό τόν Σωτῆρα καί καταγράφηκε καί αὐτή στόν κατάλογο τῶν μελλόντων νά λάμψουν σάν ὁ ἥλιος κατά τό εὐαγγέλιο, ἐπειδή ἐπεσφράγισε τόν ὑπόλοιπο φωτοειδῆ βίο της μέμακάριο καί μαρτυρικό τέλος, καί τώρα δέ ἀνεγνώρισε τόν Χριστό ὡς ἀληθινό Θεό καί τόν ἐξύμνησε τελείως ὡς Θεό, καί ὅ,τι εἶπε αὐτός ὕστερα στούς μαθητάς περί τοῦ συμφυοῦς καί ὁμοτίμου Πνεύματος, ὅτι, θά ἔλθηἐκεῖνος, θά διδάξη ὅλη τήν ἀλήθεια, τοῦτο λέγει προλαβαίνοντας καί αὐτή περί αὐτοῦ, “ὅταν ἔλθη ἐκεῖνος θάμᾶς τά διδάξη ὅλα” (᾿Ιω. 15,26).

᾿Αλλά μόλις τήν εἶδε νά εἶναι τέτοιας λογῆς ὁ νοητός νυμφίος Χριστός, λέγει πρός αὐτήν ἀπροκαλύπτως, “ἐγώ εἶμαι πού σοῦ ὁμιλῶ”. ᾿Εκείνη δέ γίνεται ἀμέσως ἐκλεκτή πραγματικά εὐαγγελίστρια καί ἀφήνοντας τήνὑδρία καί τρέχοντας πρός τήν πόλι τούς πείθει μέ τά λόγια καί τούς ὁδηγεῖ πρός τήν πίστι τοῦ φανέντος, λέγοντας “ἔλθετε νά ἰδῆτε ἄνθρωπο, πού μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκαμα.μήπως αὐτός εἶναι ὁ Χριστός;”. ῾Ομιλεῖ δέἔτσι ὄχι ὅτι ἔχει κάποια ἀμφιβολία, ἀλλά διότι πιστεύει ὅτι καί οἱ ἄλλοι θά πληροφορηθοῦν καλύτερα μέ τή θέα καί θά πεισθοῦν εὐχερέστερα διά τῆς συνομιλίας πρός τόν Κύριο, ὅπως καί στήν πρᾶξι συνέβηκε.
᾿Εγώ καί τά προηγούμενα ἀνέπτυξα συνοπτικῶς, ἀλλά καί τή συνέχεια τῶν εὐαγγελικῶν λόγων θάπαραλείψω τώρα, διότι βλέπω ὅτι ἡ ὥρα σᾶς βιάζει πρός τίς ἀνάγκες τοῦ βίου καί τά ἔργα τοῦ βίου. ᾿Αλλά ἐσεῖς προσέξατε αὐτήν τήν Σαμαρείτιδα. Μόλις ἄκουσε τά εὐαγγελικά λόγια, πού ἀνακοινώνομε κι᾿ ἐμεῖς πρός τήνἀγάπη σας, ἀμέσως κατεφρόνησε ὅλες τίς ἀνάγκες τοῦ σώματος. ῎Αφησε ἀμέσως καί τή στάμνα καί τήν οἰκία, καί, τρέχοντας στήν πόλι καί παρασύροντας τούς Σαμαρεῖτες, ἐπανῆλθε πάλι μαζί μέ αὐτούς πρός τόν Χριστό.διότι τό, “ἔλθετε νά ἰδῆτε”, τοῦτο ἀκριβῶς σημαίνει, “ἀκολουθήσατέ με καί θά σᾶς ὁδηγήσω καί θά σᾶς δείξω τόν ἀπό τούς οὐρανούς Σωτῆρα πού ἦλθε στόν κόσμο”.

῎Ετσι προέτρεψε τότε ἐκείνους καί τούς παρουσίασε στόν Χριστό. ἐμᾶς δέ τώρα μέ τήν ἐγκατάλειψι τῆς οἰκίας καί τῆς στάμνας διδάσκει νά θεωροῦμε προτιμότερη ἀπό τίς βιοτικές ἀνάγκες τήν ὠφέλεια ἀπό τήδιδασκαλία, τήν ὁποία ὁ Κύριος ὠνόμασε ἀγαθή μερίδα πρός τήν Μάρθα τοῦ εὐαγγελίου, ὑπερασπίζοντας τήν Μαρία πού παρακολουθοῦσε τόν λόγο (Λουκ. 10,42). ᾿Εάν δέ πρέπει νά περιφρονοῦμε τά ἀναγκαῖα, πόσο περισσότερο τά ἄλλα; ῎Αλλωστε τί σέ βιάζει πρός τά ἐκεῖ καί σέ ἀπομακρύνει ἀπό τά ὠφέλιμα ἀκούσματα;᾿Επιμέλεια οἴκου καί παιδιῶν καί γυναίκας; Οἰκεῖο ἤ συγγενικό πένθος ἤ χαρά; ᾿Αγορά κτημάτων ἤ πώλησις; Χρῆσις ὅλων τῶν ὑπαρχόντων σου ἤ μᾶλλον κατάχρησις; ᾿Αλλ᾿ ἄκουσε μέ σύνεσι τά ἀποστολικά διδάγματα.“῾Ο καιρός, ἀδελφοί εἶναι συνεσταλμένος στό ἑξῆς, ὥστε καί ὅσοι ἔχουν γυναῖκες νά εἶναι σάν νά μή ἔχουν καί ὅσοι κλαίουν σάν νά μή κλαίουν καί ὅσοι χαίρονται σάν νά μή χαίρωνται καί ὅσοι ἀγοράζουν σάν νά μή κατέχουν καίὅσοι χρησιμοποιοῦν τόν κόσμο τοῦτο σάν νά μήν τόν παραχρησιμοποιοῦν.διότι τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου παρέρχεται” (Α´ Κορ. 7,29).

Τί σημαίνει ὅτι “ὁ καιρός εἶναι συνεσταλμένος”; Σύντομος ὁ βίος, πλησίον ὁ θάνατος, φθαρτός ὁ κόσμος αὐτός, ἄλλος εἶναι ἐκεῖνος πού μένει παντοτινά. Ἐμᾶς δέ μᾶς παραπέμπει πρός ἐκεῖνον μέ ἀσφάλεια ἡκαταφρόνησις τοῦ παρόντος κόσμου, ἡ ἑτοιμασία γιά ἐκεῖνον τόν μέλλοντα, ἡ κατά τό δυνατό διαβίωσις ἀπόἐδῶ σύμφωνα μ᾿ ἐκείνη τή διαγωγή καί ἡ κατά δύναμι ἀποφυγή τῶν ἐπιβλαβῶν τοῦ παρόντος βίου. ῞Οπως δέὅταν γίνεται πυκνά ἐπιδρομή ἐχθρῶν στά ἐκτός τῆς πόλεως, ἔχομε τούς ἀγρούς σάν νά μή τούς ἔχωμε καί τόν περισσότερο καιρό, φεύγοντας ἀπό ἐκείνους, καθόμαστε μέσα σέ ἀσφάλεια, κι᾿ ἄν οἱ ἐχθροί ἀναχωρήσουν γιάλίγο, χρησιμοποιοῦμε σύντομα τούς περιπάτους ἐμπρός ἀπό τό ἄστυ, χωρίς κατάχρησι, διότι βλέπουμε τόν καιρό τῆς χρήσεως συνεσταλμένο.ἔτσι καί αὐτόν τόν κόσμο παραινεῖ ὁ ἀπόστολος νά τόν χρησιμοποιοῦμεἀλλά νά μήν τόν παραχρησιμοποιοῦμε. Διότι βλέπει τούς ἀοράτους ἐχθρούς νά ἐπεμβαίνουν δεινῶς καί τήνἀπειλή τῆς φθορᾶς. “παρέρχεται”, λέγει, “τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου”.

᾿Αλλ᾿ ὅμως, ἐπειδή τά παρόντα δέν ὑφίστανται οὐσιωδῶς ἀλλ᾿ ἀποτελοῦν σχηματισμό, καί γίνονται μένἀλλά δέν εἶναι, φαινόμενα γιά λίγο καί παρερχόμενα, κι᾿ ἄν θελήση κανείς νά τά κατέχη, δέν θά μπορέση ποτέ, σάν σκιά θερινῆς ἄγονης νεφέλης πού διώκεται ἀπό ἄνεμο καί παρέρχεται γρήγορα, ἡ παραίνεσις παρέρχεται γιά νά γίνη φανερά ἡ πρόθεσις τοῦ καθενός καί γιά νά δώση σημεῖο τῆς ἐπιγνώσεως τῶν ἀπό τόν Θεόδιαταγμάτων. Διότι κι᾿ ἄν θελήση κανείς νά τά κατέχη, ὅπως εἶπα, τά παρόντα δέν εἶναι καθεκτά, κι᾿ αὐτόδιττῶς.ὄχι μόνο ὁ κόσμος αὐτός παρέρχεται, ἀλλά κι᾿ ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς, πού χρησιμοποιοῦμε αὐτόν τόν κόσμο, μερικές φορές παρέρχεται καί πρίν ἀπό τά ἐγκόσμια πού ἔχει στή διάθεσί του.

Κάθε ἄνθρωπος παρέρχεται σάν νά βαδίζη ὁδόν, πού κι᾿ αὐτή κινεῖται πολυειδῶς καί παρέρχεται ἀπόαὐτόν, καί συμβαίνει ἕνα ἀπό τά δύο, ἤ τόν προφθάνει ἡ ὁδός καί ὅσα κατεῖχε δέν μπορεῖ πλέον νά τά κατέχη ἤαὐτός προφθάνει καί δέν μπορεῖ πλέον νά κατέχη τά τοῦ βίου.διότι, ἀφοῦ εἶναι θνητός ὁ ἄνθρωπος, εἶναι συνημμένος μέ τά τοῦ βίου, πού εἶναι καί αὐτά τρεπτά.

῎Η λοιπόν ὡς συνημμένος μέ τά τρεπτά τρέπεται πολυτρόπως κι᾿ ἔχασε ὅσα κατεῖχε, πλοῦτο ἴσως, λαμπρότητα, εὐθυμία, ἤ πεθαίνοντας προφθάνει νά ἐπιφέρη στόν ἑαυτό του κεφαλαιωδέστερη τροπή καίἀναχωρεῖ γυμνός, ἐγκαταλείποντας τά τωρινά ἀγαθά του καί τίς ἐλπίδες γι᾿ αὐτά. ῎Ισως σέ παιδιά, ἀλλά ποιάεἶναι ἡ εὐχαρίστησι καί ἀπ᾿ αὐτό; Αὐτός μέν δέν ἔχει πλέον καμμιά αἴσθησι τῶν ἐδῶ πραγμάτων, τά δέ παιδιάθά πέσουν μέ τόν ἴδιο ἤ ἄλλον τρόπο.

Τό τέλος λοιπόν τῶν προσκολλημένων σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο εἶναι πάντοτε συμφορά, ἀφοῦ τελικῶςἐκφέρονται γυμνοί καί ἐγκαταλείπουν ὅλα τά ἐδῶ ἀγαπητά πράγματα. Σέ ὅσους δέ περιφρονοῦν τά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου καί ζητοῦν νά μάθουν περί τοῦ μέλλοντος κόσμου καί σπεύδουν νά πράττουν αὐτά πού θάσυντελέσουν γιά ἐκεῖνον, ὁ θάνατος, ὅταν ἔρχεται δέν ἐπιφέρει ζημία, ἀλλά μᾶλλον τούς μεταφέρει ἀπό τοῦτα τά μάταια καί ρευστά, πρός ἀνέσπερη ἡμέρα, πρός ἄφθαρτη τρυφή, πρός ἀΐδια δόξα, πρός τά πραγματικάὑπάρχοντα καί ἀναλλοιώτως διαμένοντα.

Αὐτά εἴθε νά ἐπιτύχωμε ὅλοι ἐμεῖς, μέ τήν χάρι καί φιλανθρωπία αὐτοῦ πού ἔκλινε τούς οὐρανούς καίκατέβηκε ὑπέρ ἡμῶν, ὄχι ἕως ἐμᾶς, ἀλλά καί ἕως τίς ἔγκλειστες στά καταχθόνια ψυχές.καί πού ἀπό ἐκεῖξανανέβηκε δι᾿ ἀναστάσεως καί ἀναβιώσεως καί προσέφερε σ᾿ ἐμᾶς τόν φωτισμό καί τή γνῶσι καί τήν ἐλπίδα τῶν οὐρανίων καί ἀϊδίων, στά ὁποῖα εἶναι δεδοξασμένος στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.


(ΕΠΕ, ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΕΡΓΑ, ΤΟΜΟΣ 9, ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
 «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ»)

Πηγή: www.alopsis.gr

Πέμπτη 19 Μαΐου 2022

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ (τοῦ Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

 

IMG 7838

Ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου

Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου 

εἰς τὴν Γενοκτονίαν τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου 

18/5/2022

Παναγία Σουμελᾶ, Ἀσπρόπυργος

   Ἀγαπητοὶ ἀπόγονοι ἡρώων, σοφῶν, Ἁγίων καὶ Μαρτύρων, ἀπόγονοι ἑκατοντάδων χιλιάδων ἀνθρώπων ποὺ βασανίσθηκαν καὶ σφαγιάσθηκαν ὄχι γιὰ κάτι ποὺ ἔκαναν, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἑλληνορθόδοξη ταυτότητά τους,

   Χριστὸς Ἀνέστη!

   Τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ πλημμυρίζει διαχρονικὰ μὲ τὴν ὄντως Ζωή, τὴν Χαρὰ καὶ τὴν Ἐλπίδα τὶς ψυχὲς ὅσων πίστεψαν σὲ Ἐκεῖνον. Ἀπεναντίας, ὅσοι προσπάθησαν νὰ ἀφαιρέσουν αὐτά ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν συνειδητῶν Χριστιανῶν, ἀπλὰ ἀπέτυχαν. Ἔτσι ἀπέτυχαν καὶ οἱ Νεότουρκοι. Μὲ τὸ σύνθημά τους «Ἡ Τουρκία στοὺς Τούρκους» ἐπιδόθηκαν, στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰώνα, στὴν μαζικὴ ἐξόντωση τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν τῆς Ἀνατολῆς. Πίστεψαν ὅτι ἀφαίρεσαν τὴν Ζωή, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ἄνοιξαν τὸν δρόμο στοὺς γενοκτονηθέντες προγόνους μας γιὰ τὴν ἀληθινή, αἰώνια καὶ εἰρηνικὴ Ζωή. Πίστεψαν ὄτι ἔσβησαν τὴν Χαρά, ἀλλὰ οἱ ἀδικοχαμένοι Ρωμηοί αἰσθάνονται σήμερα στὸν Οὐρανὸ τὴν Χαρὰ τοῦ Θεοῦ. Πίστεψαν ὅτι ἐξαφάνισαν τὴν Ἐλπίδα, ἀλλὰ ἡ Ἐλπίδα βρίσκεται σήμερα ἐδώ, ζωντανὴ στὰ πρόσωπα ὅλων μας. 

    19η Μαΐου ἔχει θεσπισθεῖ ὡς ἡμέρα μνήμης τῆς Γενοκτονίας τοῦ μαρτυρικοῦ Πόντου. Ὁ Πόντος εἶναι τὸ στολίδι τῆς «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς», τὸ ἑλληνικὸ βιβλίο μὲ τὴν τριῶν χιλιάδων ἐτῶν ἱστορία, ὁ τόπος ποὺ προσέφερε στὴν ἀνθρωπότητα πολλοὺς ἀπὸ τοὺς μεγάλους φωστῆρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἀστέρας ποὺ, ἀκόμη καὶ δέσμιος στὸ ζοφερὸ σκοτάδι τῶν αἰώνων τῆς ὀθωμανικῆς βαρβαρότητας, ἐξακολουθοῦσε νὰ διαχέει -κατὰ τὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ- τὶς ἀκτίνες του. Ἐπειδή, λοιπόν, ἦταν ἀσύμφορο ὄχι τόσο γιὰ τοὺς ἐχθρούς, ὅσο γιὰ τοὺς δυτικούς δήθεν «φίλους» μας νὰ ἐξαπλωθοῦν οἱ ἀκτίνες αὐτὲς καὶ νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸ Φῶς τῆς Μητέρας Ἑλλάδας, ὁ Πόντος ἔμελλε νὰ ὑποστεῖ τὸ φρικτότερο τῶν ἐγκλημάτων κατὰ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, τὴν Γενοκτονία. Ὁ ὄρος αὐτὸς δηλώνει τὴν μεθοδευμένη καὶ μαζικὴ ἐξόντωση ἑνὸς ὁλόκληρου ἔθνους ἤ φυλετικῆς ὀμάδας μὲ βίαια μέσα, ἤτοι, δολοφονίες, ἐκτοπισμούς, ἀποτροπὴ γεννήσεων, ἤ πρόκληση ψυχικῶν καὶ σωματικῶν τραυμάτων.

   Τὸ ποντιακὸ μαρτύριο εἶναι ἀναγνωρισμένο ἀπὸ πολλὰ καὶ μεγάλα κράτη τοῦ κόσμου ὡς Γενοκτονία. Ἀκόμη καὶ σοβαροὶ Τούρκοι ἱστορικοὶ μὲ ἀντικειμενικὴ κρίση καὶ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους, ἀναφερόμενοι στὶς δράσεις τῶν Νεοτούρκων κατὰ τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ τοῦ Πόντου, ὁμολογοῦν ξεκάθαρη Γενοκτονία.  Καλὸ θὰ ἦταν οἱ διαχρονικοὶ Ἐφιάλτες, οἱ τοποθετημένοι ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ λαὸ σὲ ὑψηλά ἀξιώματα, οἱ ὁποῖοι ἐν ὀνόματι ἑνὸς δῆθεν προοδευτισμοῦ ἔχουν βαλθεῖ νὰ ἰσοπεδώσουν -«μὲ τὸ ἀζημίωτο» βεβαίως- κάθε ἱερὸ καὶ ὅσιο τῆς Ὀρθόδοξης Πατρίδας μας, νὰ παραδειγματίζονταν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς. Δυστυχῶς, αὐτὸ δὲν συμβαίνει, μὲ ἀποτέλεσμα, ὡς ἄλλοι γενίτσαροι νὰ κάνουν λόγο γιὰ ἀπλὴ μετακίνηση πληθυσμῶν. Εἶναι οἱ ἴδιοι ποὺ ἀναφερόμενοι στὴν Καταστροφὴ τῆς Σμύρνης, μιλοῦν γιὰ συνωστισμὸ στὴν προκυμαία… οὐδὲν σχόλιο. Ἀνιστόρητοι, δυστυχῶς, δὲν εἶναι.

   Δικαιολογημένα θὰ ἀναρωτηθεῖ κανείς: «γιατὶ μιλοῦμε περὶ ἀναγνώρισης τῆς Γενοκτονίας, ἑνὸς ἐγκλήματος ποὺ μάλλον δύσκολα θὰ μποροῦσε νὰ μείνει κρυφό;». Ὁ λόγος εἶναι ὁ ἑξῆς∙ τῆς Γενοκτονίας τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου προηγήθηκε ἡ Γενοκτονία τῶν Ἀρμενίων, ἡ ὁποία συνέβη φανερά, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δεχθεῖ τὴν παγκόσμια κατακραυγή. Προκειμένου νὰ γλιτώσουν μία δεύτερη κατακραυγὴ οἱ γείτονες μας, σχεδίασαν τὴν Ποντιακὴ Γενοκτονία ἐν τῷ κρυπτῷ. Μὲ τὴν δικαιολογία ὅτι οἱ Ἕλληνες ἀποτελούσαν δῆθεν ἐθνικὸ κίνδυνο, καὶ προφασιζόμενοι ἄμυνα, ἐπιδόθηκαν σὲ ἀνελέητα μέσα ἐξόντωσης τους.

   να ἐξ αὐτῶν, πολὺ ἀγαπητὸ στοὺς Τούρκους, ἦταν τὰ Τάγματα Ἐργασίας, ἤ, πιὸ σωστά, τάγματα θανάτου. Ἄνδρες ἀπὸ 15 ἔως 48 ἐτῶν συλλαμβάνονταν καὶ ἀναγκάζονταν νὰ ἐργάζονται τουλάχιστον 12 ὥρες τὴν ἡμέρα σὲ δημόσια ἔργα. «Ὁ καθένας ἐκεὶ ἦταν ὑπηρέτης, δοῦλος». Οἱ περισσότεροι πέθαναν ἀπὸ τὴν κακοπάθεια, τὴν πείνα, τὴν δίψα, ἤ τὸν ξυλοδαρμό. Μόνο ἐλάχιστοι κατάφεραν νὰ ἐπιστρέψουν ζωντανοί. Μᾶς εἶναι άδύνατο νὰ ἀναλογισθοῦμε τὸ μέγεθος στὸ ὁποῖο ἐξαθλιώθηκε ἐκεὶ ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ. 

   Δεύτερο καὶ πολὺ βασικὸ μέσο ἐξόντωσης ἦταν ὁ λευκὸς θάνατος. Ἔπαιρναν τοὺς Ποντίους, ὅσους δὲν εἶχαν φύγει στὰ Τάγματα Ἐργασίας, καὶ τοὺς ἀνάγκαζαν σὲ μἰα πορεία ἀτελεύτητη, δίχως προορισμό. Οἱ βροχὲς καὶ τὰ χιόνια δὲν στέκονταν ἐμπόδιο. Γυναίκες γεννούσαν τὰ μωρά τους στὸν δρόμο, τὰ ἄφηναν παραδίπλα καὶ συνέχιζαν τὸ περπάτημα. Ἄλλες ἔπεσαν θύματα βιασμοῦ. Οἱ πρόγονοι ἐκείνων ποὺ σήμερα προβάλλονται ἀπὸ τὰ σίριαλ, τότε ἔκοβαν τὶς κοιλιὲς τῶν ἐγκύων καὶ πετούσαν τὰ βρέφη στὰ βράχια. Ἀληθῶς ἔχει χαρακτηρισθεῖ ἡ πορεία αὐτὴ ὡς «Ἄουσβιτς ἐν ροῇ». Ἀληθῶς ἔχει εἰπωθεῖ ὅτι οἱ Πόντιοι δὲν ἔχουν κάποιο συγκεκριμένο μέρος νὰ ἐπισκεφθοῦν τοὺς νεκρούς τους, διότι ὅλη ἡ γὴ τῆς Ἀνατολῆς εἶναι ποτισμένη μὲ τὸ αἴμα καὶ θρεμμένη μὲ τὰ λείψανα τῶν προγόνων τους. 

   Μποροῦμε νὰ μιλάμε γιὰ ὥρες περὶ τῶν βασανιστηρίων ποὺ ὑπέστησαν οἱ Τραντέλλενες τοῦ Πόντου. Ἀσφαλῶς, ὡς Χριστιανοί, ἔχουμε καθῆκον νὰ συγχωράμε, ὄχι, ὅμως καὶ νὰ ξεχνᾶμε. Ὅλα τὰ παραπάνω γράφτηκαν ὄχι γιὰ τὴν ἀναμόχλευση τοῦ μίσους, ἀλλὰ γιὰ νὰ κρατηθεῖ ζωντανὴ ἡ ἱστορικὴ μνήμη. Εἶναι ἀναμφισβήτητο ὅτι λαὸς ὁ ὁποῖος ξεχνᾶ τὴν ἱστορία του, εἶναι καταδικασμένος νὰ πέσει στὰ ἴδια λάθη καὶ νὰ ἀφανιστεῖ. Καὶ ἀπ’ ὅ,τι βλέπω, μέσα σὲ ἕναν μόλις αἰώνα ἤδη οἱ πολλοὶ ἔχουν ξεχάσει. 

   γαπητοί, μπορεῖ ὁ μονοκέφαλος τραπεζούντιος ἀετὸς νὰ μὴν πετᾶ πιὰ πάνω ἀπὸ τὸν Πόντο, ἀλλὰ σίγουρα δὲν ἔχει πεθάνει. Μπορεῖ ἡ βαρβαρότητα νὰ εἶχε ὡς ἀποτελέσμα τὸ Μέγα Μοναστήρι τῆς Παναγίας Σουμελᾶ νὰ παύσει νὰ λειτουργεῖ, ἀλλὰ ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ Φῶς τοῦ πνευματικοῦ ἐκείνου Φάρου καθρεφτίζεται σήμερα ἀπὸ τὸν ἱερὸ αὐτὸ χῶρο τῆς Σουμελᾶ τοῦ Ἀσπροπύργου, προσφέροντας καταφύγιο καὶ στήριξη στὶς ψυχὲς τῶν Ποντίων -καὶ ὄχι μόνο- τῆς περιοχῆς μας. 

   Θὰ μποροῦσα νὰ κλείσω λέγοντας ὅτι ἡ ἐλπίδα μας τῶρα εἶναι ἡ νέα γενιά, καὶ ἀσφαλῶς εἶναι. Ἀλλὰ τὴν εὐθύνη γιὰ τὸ μέλλον τὴν κρατάμε στὰ χέρια μας ὅλοι, ἀπὸ τὸν μεγαλύτερο ἔως τὸν μικρότερο. 

   Σᾶς προτρέπω λοιπόν: Ἀγκαλιάστε τὶς παραδόσεις Πίστεως καὶ Πατρίδος! Ἐπιστρέψατε στὶς ρίζες! Μόνο μὲ Χριστὸ καὶ Ἑλλάδα στὴν καρδιά θὰ προσφέρουμε δικαίωση στὴν μνήμη τῶν μαρτύρων προγόνων μας! Πορευθεῖτε ἑνωμένοι στὸ ἑξῆς, ὅπως ἑνωμένοι ἀντιμετώπισαν χαρὲς καὶ λύπες οἱ παπποῦδες καὶ οἱ γιαγιάδες μας. Ἡ ἱστορία, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα, μὰ προπάντων ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἑλλάδα μᾶς ἀνήκουν καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κλέψει ἄν ἑμεῖς δὲν τὰ παραδώσουμε. Καὶ δὲν θὰ τὰ παραδώσουμε! 

    Ἀναστὰς Κύριος μας νὰ ἀναπαύσει τὶς ψυχὲς τῶν προγόνων μας καὶ νὰ ἀναστήσει τὴν ταλαιπωρημένη πατρίδα μας, ἀμήν!

Πηγή

Δευτέρα 16 Μαΐου 2022

ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 4ο)

 Αγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου της Ρωσικής Διασποράς

4. Ο αποκαλυφθείς Νόμος

Η ανεπάρκεια ενός εσωτερικού νόμου. Η σημασία για εμάς
του Μωσαϊκού και του Ευαγγελικού Νόμου.

Το καθήκον της επίγειας ζωής του ανθρώπου είναι να προετοιμαστεί για την αιώνια σωτηρία και ευδαιμονία. Για να γίνει αυτό, ο άνθρωπος πρέπει να ζει ως άγιος και άμεμπτος, με άλλα λόγια, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.

Πώς μπορεί κάποιος να γνωρίζει αυτό το θέλημα του Θεού; Φυσικά -πρώτα απ’ όλα- στην συνείδησή του· γι’ αυτό και λέγεται φωνή του Θεού στην ανθρώπινη ψυχή. Και αν η πτώση στην αμαρτία δεν αμαύρωνε την ψυχή του ανθρώπου, τότε θα μπορούσε αδιάκοπα και σταθερά να κατευθύνει την πορεία της ζωής του σύμφωνα με τις οδηγίες της συνείδησής του, στις οποίες εκφράζεται ο εσωτερικός ηθικός νόμος. Αλλά όλοι γνωρίζουν πως ένας αμαρτωλός άνθρωπος όχι μόνον έχει βλάψει το μυαλό, την καρδιά και τη θέλησή του, αλλά και η συνείδησή του έχει θολώσει και η κρίση και η φωνή της έχουν χάσει την άνευ όρων διαύγεια και δύναμή τους. Δεν είναι περίεργο λοιπόν ότι κάποιοι άνθρωποι, όπως έχουμε ήδη πει, αποκαλούνται ασυνείδητοι.

Έτσι, η συνείδηση -η εσωτερική της φωνή- αποδείχθηκε ανεπαρκής για να ζήσει και να ενεργήσει ο άνθρωπος σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Υπήρχε ανάγκη για έναν εξωτερικό οδηγό, για έναν εξωτερικό θεϊκά αποκαλυφθέντα νόμο. Ένας τέτοιος νόμος δόθηκε από τον Θεό στους ανθρώπους σε δύο μορφές: πρώτα, μια προπαρασκευαστική -ο Μωσαϊκός Νόμος της Παλαιάς Διαθήκης- και έπειτα ο πλήρης και τέλειος Ευαγγελικός Νόμος της Καινής Διαθήκης.

Στον Μωσαϊκό Νόμο πρέπει να διακρίνουμε δύο πλευρές: 1) την θρησκευτική και ηθική και 2) την θρησκευτική και τελετουργική, στενά συνδεδεμένη με την ιστορία και τον τρόπο ζωής του εβραϊκού λαού. Φυσικά, η δεύτερη πλευρά για εμάς, τους Χριστιανούς, ανήκει στο παρελθόν -οι εθνικοί τελετουργικοί κανόνες και νόμοι έχουν εκλείψει. Αλλά οι θρησκευτικοί και ηθικοί νόμοι του Μωυσή έχουν διατηρήσει όλη τους την δύναμη στον Χριστιανισμό. Επομένως και οι Δέκα Εντολές του Μωσαϊκού Νόμου είναι υποχρεωτικές για τους Χριστιανούς και ο Χριστιανισμός δεν τις έχει ακυρώσει. Αντίθετα, ο Χριστιανισμός δίδαξε τους ανθρώπους να κατανοούν αυτές τις εντολές όχι τυπικά-κυριολεκτικά, με τη σειρά της τυφλής δουλικής υπακοής και της εξωτερικής εκπλήρωσής τους, αλλά αποκάλυψε το βαθύ νόημά τους και δίδαξε την τέλεια και πλήρη κατανόηση και εκπλήρωση. Αλλά φυσικά, για εμάς τους Χριστιανούς, ο Μωσαϊκός Νόμος έχει σημασία μόνον επειδή οι κύριες εντολές του (ο Δεκάλογος, οι εντολές για την αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον) γίνονται αποδεκτές και αποκαλύπτονται από τον Χριστιανισμό. Δεν καθοδηγούμαστε στη ζωή μας από αυτόν τον προπαρασκευαστικό και προσωρινό Μωσαϊκό Νόμο, αλλά από τον τέλειο και αιώνιο Νόμο του Χριστού. Λέει ο Μέγας Βασίλειος: «Αν αυτός που ανάβει ένα λυχνάρι κάτω από τον ήλιο είναι γελοίος, τότε αυτός που παραμένει στη σκιά του Νόμου (της Παλαιάς Διαθήκης) ενώ υπάρχει το κήρυγμα του Ευαγγελίου είναι πολύ πιο γελοίος…»[1]. Η κύρια διαφορά μεταξύ του νόμου της Καινής Διαθήκης και του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης είναι ότι ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης εξέταζε την εξωτερική εμφάνιση των πράξεων του ανθρώπου, ενώ ο νόμος της Καινής Διαθήκης εξετάζει την καρδιά του ανθρώπου, τα εσωτερικά του κίνητρα. Στον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης, ο άνθρωπος υπάκουε στον Θεό, όπως ο σκλάβος τον αφέντη του, ενώ στην Καινή Διαθήκη, ο άνθρωπος προσπαθεί να υπακούσει τον Θεό, όπως ο γιος υπακούει τον αγαπημένο του πατέρα…

Επί του παρόντος, πολλοί εξετάζουν τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης εσφαλμένα: δεν βλέπουν τίποτα καλό σε αυτόν, αλλά αναζητούν μόνο χαρακτηριστικά αγένειας και σκληρότητας. Αυτή είναι λάθος άποψη. Είναι απαραίτητο να θυμόμαστε τον χαμηλό βαθμό πνευματικής ανάπτυξης στον οποίο βρίσκονταν οι άνθρωποι τότε – πριν από χιλιάδες χρόνια. Και στις συνθήκες των τότε, πραγματικά αγενών και σκληρών ηθών, εκείνοι οι κανόνες και οι διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου, που τώρα μας φαίνονται σκληροί (για παράδειγμα, «οφθαλμός αντί οφθαλμού» κ.λπ.), στην πραγματικότητα δεν ήταν τόσο σκληροί. Φυσικά, δεν κατέστρεφαν την ανθρώπινη σκληρότητα και μνησικακία (μόνο το Ευαγγέλιο θα μπορούσε να το κάνει αυτό), αλλά την συγκρατούσαν και της έθεταν σταθερά και αυστηρά όρια… Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εκείνες οι εντολές για την αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, τις οποίες ο Κύριος επεσήμανε ως τις πιο σημαντικές, ελήφθησαν από αυτόν ακριβώς τον Μωσαϊκό Νόμο (Μάρκ. ιβ΄ 29-31)[2]. Σχετικά με αυτόν τον νόμο, ο Άγιος Απόστολος Παύλος είπε: «ὥστε ὁ μὲν νόμος ἅγιος, καὶ ἡ ἐντολὴ ἁγία καὶ δικαία καὶ ἀγαθή»[3].

(συνεχίζεται)


[1] «Εἰ δὲ γελοῖος, ἡλίου λάμποντος, ὁ λύχνον ἑαυτῷ παραφαίνων, πολλῷ γελοιότερος ὁ, Εὐαγγελίου κηρυσσομένου, τῇ σκιᾷ τῇ νομικῇ παραμένων» (PG 30, 245).

[2] «Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη αὐτῷ ὅτι πρώτη πάντων ἐντολή· ἄκουε, Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστι· καὶ ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου. Αὕτη πρώτη ἐντολή. Καὶ δευτέρα ὁμοία, αὕτη· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. Μείζων τούτων ἄλλη ἐντολὴ οὔκ ἐστι».

[3] Ρωμ. ζ΄ 12.


Πηγή

Κυριακή 15 Μαΐου 2022

"ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ, ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΚΥΡΙΕ "



Κάποτε υπήρχε μια φτωχή γυναίκα
Που για ότι καλό της συνέβαινε
Με το παραμικρό έλεγε "Δόξα τω Θεω".

Κοντά της όμως ζούσε ένας πλούσιος ο οποίος
Κάθε φορά που περνούσε μπροστά από το σπίτι της

Την άκουγε να λέει "Δόξα τω Θεώ, ευχαριστώ Κύριε"
Και κάθε φορά τον εκνεύριζε.
Ώσπου μια μέρα λέει στο υπηρέτη του
-Πήγαινε στην αγορά πάρε δυο καρότσια τροφές
Και πήγαινε την σ΄ αυτήν την γυναίκα.

Και όταν σε ρωτήσει ποιος τα έφερε να της πεις ο Διάβολος τα έφερε.

Πράγματι λοιπόν την άλλη μέρα χτυπάει το κουδούνι της γυναίκας
Και καθώς ανοίγει βλέπει τα δυο καρότσια με τα τρόφιμα και τον υπηρέτη από πίσω.
-"Δόξα τω Θεω, ευχαριστώ Κύριε" λέει εκείνη λάμποντας από χαρά.
-Δεν θέλετε να μάθετε ποιος σας έφερε τα καρότσια; ρώτησε ανυπόμονα ο υπηρέτης...

-Όχι παιδί μου, δεν έχει σημασία, όταν ο Θεός θέλει, ακόμη και ο διάβολος τον υπηρετεί...
Είπε η γυναίκα και μπήκε μέσα χαρούμενη με τα καρότσια.