† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Τετάρτη 4 Μαΐου 2022

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ (Ἃγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος)

Σχετική εικόνα

Ὅποιος γνωρίζει τήν ἀρρώστια του βρίσκεται στήν ἀρχή τῆς ταπεινώσεως. Ὁ Θεός ὑποφέρει ὅλες τίς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων. Δέν ὑποφέρει ὅμως ἐκεῖνον πού γογγύζει. Αὐτός πού εὐχαριστεῖ πάντοτε τόν Θεό γιά τ’ ἀγαθά καί τίς εὐεργεσίες πού τοῦ χαρίζει, δέχεται τίς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ καί στήν καρδιά του κατοικεῖ ἡ χάρη Του.

Ὅποιος ὑπερηφανεύεται, παραχωρεῖ ὁ Θεός καί πέφτει στή βλασφημία. Ὅποιος κομπάζει γιά τίς ἀρετές του, πάλι κατά παραχωρήση Θεοῦ πέφτει στήν πορνεία. Ὁ ἐγωιστής μπορεῖ νά πέσει σέ πολλές ἀκόμη σκοτεινές παγίδες τοῦ πονηροῦ.
Αὐτός πού δέν θυμᾶται καί δέν σκέφτεται τόν Θεό, κρατάει μίσος κατά τοῦ πλησίον. Ἀντίθετα ὅποιος θυμᾶται τόν Θεό, δέν μνησικακεῖ καί ἀγαπάει κάθε ἄνθρωπο. Ὅποιος βοηθάει τόν ἀδικούμενο ἔχει σύμμαχο τόν Θεό. Ὅποιος βοηθάει τόν πλησίον, τόν βοηθάει ὁ Θεός. Ὅποιον κατηγορεῖ τόν ἀδελφό του, τόν ἀποστρέφεται ὁ Θεός. Ἐκεῖνος πού ἐλεεῖ τόν ἀδελφό του κρυφά, δείχνει φανερά στόν Θεό τή δύναμη τῆς ἀγάπης του. Αὐτός πού κάνει παρατηρήσεις στόν ἀδελφό του μπροστά σε ἄλλους, πραγματικά τόν ἐξουθενώνει καί τόν ἐμπαίζει. Ὅποιος ἐνδιαφέρεται γιά τήν ψυχική ὑγεία τοῦ ἄλλου, φροντίζει πάντοτε νά γίνεται αὐτό μέ ἀγάπη. Τό ἴδιο κάνει καί ὁ Θεός. Δοκιμάζει τόν ἄνθρωπο πάντοτε μέ ἀγάπη, προκειμένου νά θεραπευθεῖ ἡ ἔμψυχη εἰκόνα Του. Γιατί δέν παιδεύει τόν ἄνθρωπο γιά νά τόν ἐκδικηθεῖ γιά τίς ἁμαρτίες του, ἀλλά γιά νά τόν γιατρέψει.
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος τελειοποιεῖται στήν ἀρετή, τόσο περισσότερο πλησιάζει τόν Θεό καί Τόν ἀκολουθεῖ. Ὅπως ὅταν ρίχνει κανείς ξερά ξύλα στή φωτιά, αὐτή δύσκολα σβήνει, ἔτσι κι αὐτός πού ἀγαπάει ἀληθινά τόν Θεό· ἡ ἀγάπη τοῦ ὅλο καί αὐξάνει, ὅσο προοδεύει στήν ἀρετή.
Ὅπως ὁ ἔμπορος ὅταν πουλήσει τό ἐμπόρευμά του θέλει νά γυρίσει στό σπίτι του, ἔτσι καί ὁ χριστιανός, ὅταν τελειώσει τήν ἐργασία του, θέλει ν’ ἀσχοληθεῖ μέ τόν Θεό καί τήν ψυχή του. Καί ὅπως ὁ ἔμπορος, ὅταν βρίσκεται στή θάλασσα, φοβᾶται μήπως ἔρθει τρικυμία καί βυθισθεῖ ἡ ἐλπίδα τῆς ἐργασίας του, ἔτσι καί ὁ χριστιανός, ὅσο βρίσκεται στόν κόσμο αὐτό, φοβᾶται μήπως ἔρθει ὁ χειμώνας τῶν παθῶν καί χάσει τόν καρπό τοῦ ἀγώνα του.
Ὅπως ὁ ναύτης ὅταν πλέει στή θάλασσα βλέπει τή θέση τῶν ἀστεριῶν καί ἀνάλογα διευθύνει τό πλοῖο, ἔτσι καί ὁ χριστιανός μέ τήν προσευχή προχωράει στόν δρόμο τῆς ζωῆς του, ἕως ὅτου φτάσει στό λιμάνι τῆς αἰωνιότητος. Ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι δέν τρέχουν καί δέν ἐμπορεύονται, ὅπως στή ζωή αὐτή, ἀλλ’ ἀναπαύονται στόν πλοῦτο τῶν ἀρετῶν πού ἀπέκτησαν μέ τόν ἀγώνα τούς ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας. Μακάριος ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ἡ πραμάτεια δέν χάθηκε στή θάλασσα τοῦ μάταιου αὐτοῦ κόσμου. Μακάριος ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου τό πλοῖο δέν βυθίστηκε, ἀλλ’ ἀξιώθηκε νά φτάσει μέ χαρά στό ἀχείμαστο λιμάνι τῆς αἰωνιότητος.
Ὅποιος θέλει νά βρεῖ τόν πολύτιμο μαργαρίτη μπαίνει γυμνός στή θάλασσα. Ἔτσι καί ὁ συνετός ἄνθρωπος περνᾶ ἀπ’ τή ζωή αὐτή χωρίς πολλά χρήματα καί περιουσίες, μέχρις ὅτου βρεῖ τόν πολύτιμο μαργαρίτη, πού εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Καί ὅταν τόν βρεῖ δέν ἀγαπάει τίποτε ἄλλο στόν κόσμο αὐτό.
Ὅπως τό φίδι σέ κάθε κίνδυνο φυλάει τό κεφάλι του, ἔτσι κι ὁ σοφός χριστιανός, σέ κάθε δύσκολη περίπτωση, φυλάει τήν πίστη του, πού ἀποτελεῖ τό θεμέλιό της ζωῆς του.
Ὅπως τό δέντρο, ἄν δέν πετάξει τά παλιά του φύλλα δέν βγάζει νέα, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δέν θά ἔχει καρπό πνευματικό, ἄν δέν βγάλει ἀπό μέσα του τή θύμηση τῶν κακιῶν καί τῶν παθῶν του.
Ὁ ἄνεμος τρέφει τούς καρπούς τῆς γῆς καί ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ τούς καρπούς τῆς ψυχῆς.
Ὁ σκύλος, ὅταν γλείφει τή λίμα, ματώνει τή γλώσσα του, πίνει τό ἴδιο του τό αἷμα καί χωρίς νά τό αἰσθάνεται προξενεῖ βλάβη στόν ἑαυτό του. Ἔτσι κι ὁ περήφανος, αἰσθάνεται γιά λίγο γλυκύτητα, ἀλλά μετά νοιώθει τά ἀποτελέσματα τῆς ψυχικῆς φθορᾶς.
Ἡ κοσμική δόξα μοιάζει σάν τήν πέτρα πού εἶναι σκεπασμένη ἀπό τά νερά μέσα στή θάλασσα, κι ἔτσι δέν τήν βλέπει ὁ κυβερνήτης καί χτυπάει πάνω της τό πλοῖο. Ἡ ὑπερηφάνεια καί ἡ κενοδοξία εἶναι κρυμμένες κι αὐτές μέσα στήν ψυχή καί τῆς προξενοῦν κακό.
Μή ζητήσεις πότε νά καταλάβεις τούς λόγους τῶν θείων μυστηρίων, πού περιέχονται στίς Ἅγιες Γραφές, χωρίς προηγουμένως νά προσευχηθεῖς θερμά στόν Θεό. Τό κλειδί πού θά καταλάβουμε τά θεία νοήματα εἶναι ἡ προσευχή.
Πρέπει νά γνωρίζεις ὅτι χωρίς κόπο σωματικό δέν πλησιάζεται ὁ Θεός. Ὅλοι οἱ Πατέρες κόπιασαν πολύ γιά νά κατοικήσει μέσα τους τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Μόλις τό Ἅγιο Πνεῦμα κατοικήσει στήν ψυχή, ὁ ἄνθρωπος ἀποκτάει πραότητα καί εἰρήνη, καί φεύγει κάθε σκέψη ἀκολασίας. Μή νομίσεις ὅτι μπορεῖς μέ τήν προσευχή νά πλησιάσεις τόν Θεό, ἄν προηγουμένως δέν καθαρίσεις τήν καρδιά σου ἀπό τά πάθη τῆς ἀτιμίας πού τή μολύνουν.
Ὅπως τό λάδι τρέφει τό φῶς τοῦ λυχναριοῦ, ἔτσι καί ἡ ἐλεημοσύνη τρέφει τήν ψυχή. Δέν ὑπάρχει ὡραιότερη πράξη μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο. Πόσο γλυκειά εἶναι ἡ συναναστροφή μέ πνευματικούς ἀδελφούς, ἄν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη! Ἀγάπη στόν Θεό καί στούς ἀδελφούς. Ἀγάπη στούς ἀδελφούς καί στόν Θεό. Αὐτά εἶναι δεμένα μαζί καί δέν μπορεῖς νά τά ξεχωρίσεις.
Αὐτός πού θέλει νά τρυγήσει χαρά καί καρπό πνευματικό πρέπει νά δουλέψει στήν προσευχή. Ὅπως ἡ ψυχή εἶναι ἀνώτερη ἀπό τό σῶμα, ἔτσι καί ἡ προσευχή εἶναι ἀνώτερη ἀπό κάθε ἄλλη πνευματική ἐργασία.
Μεγάλη δύναμη παίρνει κανείς ἀπό τίς μικρές πνευματικές ἀσκήσεις, ὅταν γίνονται τακτικά καί σταθερά, ὅπως ἀκριβῶς οἱ σταγόνες τοῦ ἁπαλοῦ νεροῦ μποροῦν νά βαθουλώσουν τή σκληρή πέτρα.
Ὅταν νεκρωθοῦν τά πάθη, τότε ἡ ψυχή θερμαίνεται ἀπό τή γλυκύτητα τῆς πνευματικῆς χαρᾶς, καί ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή εἶναι ἔντονη. Χρειάζεται μεγάλος ἀγώνας καί πολλή ὑπομονή γιά νά λάβει ὁ ἄνθρωπος τή χάρη τῆς παρηγοριᾶς ἀπό τόν Θεό. Ὅταν ὁ Θεός μπεῖ στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τότε τά πάθη ὑποχωροῦν.
Καταστροφή τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἀργία καί ἡ ἀπραξία. Ἡ χειρότερη κακία εἶναι ἡ ἀκηδία. Ἀκηδία σημαίνει νά μή φροντίζουμε γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας μέ τήν προσευχή, τή νηστεία καί τ’ ἀλλά ἁγιαστικά μέσα της Ἐκκλησίας μας. Μήν ὑπολογίσεις τό σῶμα στήν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς, γιατί θ’ ἀντιδράσει ὁπωσδήποτε. Ὁ σατανᾶς κάνει τό πᾶν, ὥστε νά μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τά ἔργα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ πνευματική ἐργασία ἀπαιτεῖ προσοχή καί ἡσυχία τῆς καρδιᾶς. Δέν μπορεῖ νά καθαρισθεῖ κανείς μόνο μέ τά καλά πού κάνει γιά τόν ἄλλο. Πρέπει νά δουλέψει καί μέσα στήν ψυχή του, γιά ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά πάθη τῆς σάρκας καί τῶν αἰσχρῶν καί ρυπαρῶν λογισμῶν. Γιατί εἶναι εὔκολο νά κάνει κανείς ἐλεημοσύνη, δύσκολο ὅμως νά κόψει τά πάθη του καί τίς κακές του συνήθειες.
Τήν ἐλεημοσύνη τή δέχεται ὁ Θεός ὅταν συνοδεύεται ἀπό καθαρή καρδιά.Δέν μποροῦμε νά ἐνδιαφερθοῦμε γιά τό πρῶτο καί νά ἐγκαταλείψουμε τό δεύτερο. Ἀλλιώτικα ξεπέφτουμε στά μάτια τοῦ Θεοῦ.
Στά πνευματικά ἔργα νά προχωρᾶς σιγά-σιγά, γιατί τά μεγάλα καί ἀπότομα ἅλματα εἶναι ἐπικίνδυνα. Ὅταν ἡ ψυχή γλυκαθεῖ ἀπό τήν πνευματική χαρά, αὐτό θά τήν κάνει νά προχωρήσει περισσότερο, ὅπως συμβαίνει μ’ αὐτόν πού πίνει λίγο κρασί, καί ἀφοῦ τοῦ ἀρέσει, πίνει περισσότερο, ἕως ὅτου μεθύσει. Οἱ θλίψεις καί οἱ στενοχώριες ἀντιμετωπίζονται μέ ὑπομονή καί ἐλπίδα στόν Θεό.
Δέν εἶναι εὔκολο πράγμα νά ἔρθει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μέσα στήν ψυχή μας. Πρέπει προηγουμένως νά τήν καθαρίσουμε ἀπό κάθε σαρκικό μολυσμό καί νά γίνει δοχεῖο καθαρό. Ἔτσι θά ἔρθει νά κατοικήσει ὁ Θεός. Ἀλλά δέν φτάνει αὐτό. Γιά νά πάρουμε τό θεϊκό δῶρο πρέπει νά λυγίσουν πολλές φορές τά γόνατά μας στήν προσευχή. Καί ἡ προσευχή μας θά πρέπει νά συνοδεύεται ἀπό τήν ταπείνωση γιά νά γίνει δεκτή ἀπό τόν Θεό.
Νά φυλᾶς τή γλώσσα σου νά μή λέει ἀπρόσεκτα καί περιττά λόγια. Γιατί ἀπό τήν πολυλογία προέρχεται ἡ ἁμαρτία. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀσκοῦσαν πολύ τή σιωπή, γιά νά μπορέσουν νά πλησιάσουν τόν Θεό καί νά ἑνωθοῦν μαζί Του. Μόνο ὅταν προσέχουμε τή γλώσσα, εἶναι δυνατό νά ἔρθει στήν ψυχή μας ἡ κατάνυξη. Ὁ μακάριος ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος εἶπε, ὅτι τό καθαρό στόμα καθαρίζει καί τήν καρδιά. Καί στήν καθαρή καρδιά κατοικεῖ ὁ ἅγιος Θεός. Ἄν ὅμως σέ νικήσει ἡ γλώσσα σου, πίστεψέ με, δέν πρόκειται νά προκόψεις ποτέ στήν ἀρετή καί ἡ ψυχή σου θά εἶναι ἄδεια, σάν τό στάχυ πού δέν ἔχει καρπό.
Ὅταν θέλεις νά συμβουλέψεις κάποιον στό καλό, πρῶτα νά τοῦ δείξεις τήν ἀγάπη σου καί μετά μέ λεπτότητα καί προσοχή νά τοῦ κάνεις τήν παρατήρηση, προσέχοντας νά μήν τόν πληγώσεις. Γιατί αὐτός θά παρατηρήσει πρῶτα τήν ἀγάπη πού θά τοῦ δείξεις, κι ὕστερα θά προσέξει τήν παρατήρηση πού θά τοῦ κάνεις. Ἔτσι θά τόν ὠφελήσεις χωρίς νά βλαφτεῖ ἡ ψυχή του.
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἀποτραβιέται ἀπό τά πράγματα τοῦ κόσμου τόσο περισσότερο πλησιάζει τόν Θεό.
Νά μή λυπᾶσαι ὅταν συναντᾶς στενοχώριες καί δυσκολίες στή ζωή σου, γιατί ὀλ’ αὐτά γίνονται κατά παραχώρηση Θεοῦ, γιά τήν ψυχική σου ὠφέλεια. Ἀκόμη οὔτε τόν θάνατο νά φοβᾶσαι. Γιατί βλέποντας ὁ Θεός τήν ὑπομονή σου, θά σέ βοηθήσει νά φτάσεις στή νίκη, ἐκεῖ ὅπου θ’ ἀπολαύσεις τά αἰώνια ἀγαθά, πού ἑτοίμασε γιά ἐκείνους πού τόν ἀγαποῦν ἀληθινά.
Πηγή: alopsis.gr

«χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε» ( Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου)


Γνωρίζω   βέβαια,   πώς   τά   λόγια   αὐτά,   στούς
περισσότερους ἀπό σᾶς,  φαίνονται παράξενα.  Μά πῶς
εἶναι δυνατόν ἀναρωτιέστε, ἄν καί εἴμαστε  ἄνθρωποι,
νά χαιρόμαστε συνέχεια;
Τό νά χαίρεσαι ἁπλᾶ, δέν εἶναι τόσο δύσκολο· τό νά
ἔχεις  ὅμως  συνέχεια  χαρούμενη  διάθεση,  αὐτό  εἶναι
ἀδύνατο, θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς.
Ἀπό παντοῦ μᾶς περικυκλώνουν θλιβερά γεγονότα.
Κάποιος ἔχασε τό παιδί, ἤ τή γυναῖκα του, ἤ ἀληθινό
φίλο.  Ἄλλος  ἔχασε  τήν  περιουσία  του·  ἀρρώστησε
βαριά· βρέθηκε σέ δύσκολη περίσταση· συκοφαντήθηκε
ἄδικα.   Ἄλλοι   πάλι   ἀντιμετώπισαν   δυσβάσταχτα
οἰκογενειακά προβλήματα.
∆έν μᾶς φτάνει ὁ χρόνος, ν’ ἀπαριθμήσουμε ὅλα, ὅσα
μᾶς προκαλοῦν ἀθυμία,  τόσο στήν ἰδιωτική,  ὅσο καί
στή δημόσια ζωή μας.

Πηγή κοσμικῆς χαρᾶς

Πολλοί  θεωροῦν  τόν  πλοῦτο  αἰτία  χαρᾶς.  Ἄν  ὁ
πλοῦτος  ἦταν  αἰτία  χαρᾶς,  τότε  οἱ  πλούσιοι  δέν  θά
γευόταν ποτέ λύπη.  Ὑπάρχουν πολλοί πλούσιοι,  πού
νομίζουν, πώς ἡ ζωή τους ἔγινε ἀβίωτη κι εὔχονται νά
πεθάνουν, κάθε φορά πού ἀντιμετωπίζουν μιά δύσκολη
κατάσταση.
Ἄλλοι πάλι νομίζουν,  πώς ἡ ὑγεία εἶναι ἡ αἰτία
τῆς χαράς· ὅμως δέν εἶναι. Πολλοί λοιπόν ἀπ’ αὐτούς,
πού   εἶναι   ὑγιεῖς,   ἄπειρες   φορές   εὐχήθηκαν   νά
πεθάνουν,  ἐπειδή  δέν  μποροῦσαν  νά  ὑποφέρουν  τίς
ἀδικίες, πού γίνονταν στό πρόσωπό τους.
Ἄλλοι πάλι θεωροῦν αἰτία χαρᾶς τή δόξα καί τίς
τιμές.  ∆έστε ὅμως ἕνα βασιλιά!  Ὅσο μεγάλος εἶναι ὁ
ὄγκος  τῶν  ὑποθέσεων  του,  τόσο  μεγάλη  εἶναι  κι  ἡ
λύπη του.

Πηγή πνευματικῆς χαρᾶς

Ἀπ’  τά κοσμικά πράγματα,  τίποτε δέν μπορεῖ νά
μᾶς δώσει χαρά. Μόνο ὁ ἁπλός λόγος τοῦ Παύλου, θά
μᾶς ἀνοίξει τό θησαυρό.  Φτάνει μόνο νά νιώσουμε τά
λόγια αὐτά καί θ’ ἀνακαλύψουμε τό δρόμο.
∆έν εἶπε μόνο  «Χαίρετε πάντοτε»,  ἀλλά πρόσθεσε
καί τήν αἰτία τῆς χαρᾶς, «Χαίρετε πάντοτε ἐν Κυρίῳ»·
ἐκεῖνος πού χαίρεται μέ τή χαρά, πού πηγάζει ἀπ’ τόν
ἴδιο  τόν  Κύριο,  καμμιά  συμφορά,  ἀπ’  ὅσες  πέφτουν
ἐπάνω του, δέν θά μπορέσει νά τοῦ τήν ἀφαιρέσει.

Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ αἰτία χαρᾶς

Ὁ  φόβος   τοῦ   Θεοῦ   ἔχει   δύο   ἰδιότητες·   εἶναι
σταθερός καί ἀμετακίνητος· ἀναβλύζει δέ τόση χαρά,
πού δέν αἰσθανόμαστε τίς ἄλλες συμφορές.
Ἐκεῖνος πού φοβᾶται τό Θεό,  ὅπως πρέπει κι ἔχει
θάρρος σ’ αὐτόν, ἔχει καρπωθεῖ τή ρίζα τῆς ἡδονῆς καί
τήν πηγή κάθε χαρᾶς.
Ὅταν πέσει μιά μικρή σπίθα στό πέλαγος, ἀμέσως
ἐξαφανίζεται· ἔτσι κι ὅσα λυπηρά κι ἄν πέσουν στόν
πιστό,  πού φοβᾶται τό Θεό,  σβήνονται καί χάνονται,
σάν νά πέφτουν μέσα σέ ἀχανές πέλαγος χαρᾶς.
Καί τό πιό θαυμαστό! Ἐνῶ παραμένουν τά λυπηρά,
αὐτός  συνεχίζει  νά  χαίρεται.  Ἄν  δέν  ὑπῆρχε  τίποτε,
πού νά τοῦ προξενεῖ λύπη,  δέν θά τοῦ ἦταν σπουδαῖο
πράγμα,  νά μπορεῖ συνέχεια νά χαίρεται· ὅμως τό νά
ὑπάρχουν  τόσα  πολλά,  πού  προκαλοῦν  λύπη  καί  νά
εἶναι  αὐτός  ἀνώτερος  ὅλων,  καί  ἀνάμεσα  σέ  τόσα
λυπηρά, νά εὐφραίνεται, αὐτό εἶναι παράδοξο.
Αὐτό  συμβαίνει  καί  στήν  περίπτωση  τῶν  Ἁγίων.
Ἄν δέν ἐρχόταν σ’  αὐτούς κανένας πειρασμός,  δέν θά
τούς θαυμάζαμε, ἐπειδή συνέχεια χαίρονταν.
Ἐκεῖνο ὅμως πού εἶναι ἐκπληκτικό καί ὑπερβαίνει
τήν  ἀνθρώπινη  φύση,  εἶναι  αὐτό·  ἄν  κι  ἀπό  παντοῦ
τούς  περικύκλωναν  ἀναρίθμητα  κύματα  πειρασμῶν,
αὐτοί βρισκόταν σέ καλύτερη ψυχική κατάσταση, ἀπό
ἐκείνους πού ζοῦσαν ἥρεμη καί γαλήνια ζωή.

Ὁ πιστός εἶναι πάντοτε χαρούμενος

Ὁ θάνατος δέν θεωρεῖται ἀπ’ ὅλους ἡ πιό μεγάλη
συμφορά; Κι ὅμως τόν πιστό δέν τόν τρομάζει· μάλιστα
δέ τόν εὐχαριστεῖ. Γιατί γνωρίζει, πώς ὁ θάνατος εἶναι
ἡ ἀπαλλαγή ἀπ’  τούς πόνους κι ὁ δρόμος,  πού ὁδηγεῖ
στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 
Οὔτε πάλι οἱ ἀρρώστειες μποροῦν νά ζημιώσουν τήν
ψυχή του· Ἔχει πάντοτε στή σκέψη του  «Στίς ὧρες
τοῦ πόνου,  τό Θεό νά ἔχεις καταφυγή· ὅπως ὁ χρυσός
δοκιμάζεται   στή   φωτιά,    ἔτσι   κι   οἱ   ἄνθρωποι
δοκιμάζονται ἀπ’ τό Θεό στό καμίνι τῆς ταπείνωσης». 
Ἔκεῖνο λοιπόν πού πρέπει νά ἐπιζητοῦμε συνέχεια,
εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ· ἄν ἀπ’  τήν ἀρχή καταθέσεις
αὐτή τή ρίζα, ὄχι μόνο ἡ ἄνεση, οἱ τιμές, οἱ δόξες, ἀλλά
κι οἱ ἀρρώστιες, οἱ συκοφαντίες θά βλαστήσουν σέ σένα
καρπούς χαρᾶς.  Ὅπως οἱ ρίζες τῶν δέντρων εἶναι μέν
πικρές, ὅμως δίνουν σέ μᾶς γλυκύτατους καρπούς, ἔτσι
κι   ἡ   κατά   Θεόν   λύπη,   θά   μᾶς   φέρει   πολλή
εὐχαρίστηση.
Ὅσοι  προσευχήθηκαν  μέ  λύπη,  κι  ἔχυσαν  καυτά
δάκρυα,  γνωρίζουν  πόση    μεγάλη  χαρά  ἀπόλαυσαν·
πόσο ἡρέμησε ἡ ψυχή τους· πόσες καλές ἐλπίδες εἶχαν
μετά τήν προσευχή.
Aὐτό πού λέω πάντοτε, θά πῶ καί τώρα: ∆έν εἶναι
ἡ φύση τῶν πραγμάτων,  πού μᾶς στεναχωρεῖ ἤ   μᾶς
χαροποιεῖ, ἀλλά ἡ δική μας διάθεση.

Τρίτη 3 Μαΐου 2022

ΑΓΙΟΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΣ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΕΙΩΝ

 Î£Ï‡ÎµÏ„ική εικόνα

1. Ανίατες Ασθένειες: Άγιοι Ανάργυροι, Οσία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου, Άγιος Εφραίμ, Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος, Άγιος Νεκτάριος, Άγιος Παντελεήμων, Όσιος Σαμψών.
2. Αρθριτικά - Ρευματισμοί: Αγία Βαρβάρα, Άγιος Γεώργιος, Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, Άγιοι Ανάργυροι, Κοσμάς και Δαμιανός.
3. Γονιμότητα: Αγία Άννα, Αγία Δόμνα, Οσία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου, Άγιος Ευθύμιος, Αγία Μαρίνα, Άγιος Νεκτάριος, Όσιος Ρωμανός.
4. Γυναικολογικά Προβλήματα: Οσία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου, Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, Αγία Λουκία, Αγία Μαρίνα, Αγία Βερονίκη η αιμορροούσα.
5. Δερματικά: Αγία Βαρβάρα, Αγία Θέκλα, Αγία Μαύρα, Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ, Άγιος Σπυρίδων, Άγιος Συμεών, Άγιος Τιμόθεος.
6. Δηλητηριάσεις: Αγία Αναστασία, Άγιος Δονάτος ο Επίσκοπος.
7. Εγκυμοσύνη: Αγία Μαρίνα, Αγία Βαρβάρα, Άγιοι Σαράντα, Όσιος Στυλιανός, Άγιος Συμεών, Άγιος Τρύφων.
8. Εγχειρήσεις - Ακρωτηριασμός: Άγιος Γεώργιος, Άγιος Δημήτριος, Αγία Λουκία, Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος.
9. Ενίσχυση - Προστασία: Άγιος Βασίλειος, Άγιος Ιωάννης ο Νηστευτής, Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη, Οσία Μαρκέλλα, Οσία Ματρώνα, Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ, Μύρων ο Θαυματουργός.
10. Επιδημίες: Όσιος Αλέξιος, Άγιος Βησσαρίων (πανούκλα), Άγιος Δημήτριος, Άγιος Ρηγίνος (ελονοσία), Άγιος Σπυρίδων (χολέρα), Άγιος Χαράλαμπος (πανούκλα).
11. Επιληψία: Άγιος Ελευθέριος, Αγία Μαρίνα, Άγιος Ρηγίνος.
12. Καρδιολογικά: Άγιος Ελευθέριος, Άγιος Ιγνάτιος.
13. Καρκίνος: Αγία Αγάθη (μαστός), Άγιοι Ανάργυροι, Άγιος Εφραίμ, Άγιος Πατάπιος, Άγιοι Ραφαήλ (Νικόλαος και Ειρήνη), Άγιος Σάββας.
14. Κήλη: Άγιος Αρτέμιος
15. Λοιμώδη Νοσήματα: Αγία Βαρβάρα (ευλογιά), Άγιος Βησσαρίων (πανούκλα), Όσιος Δαβίδ, Άγιος Δονάτος ο Επίσκοπος, Προφήτης Ελισαίος (λύσσα), Όσιος Ζωτικός (λέπρα), Προφήτης Ηλίας (λέπρα), Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος (ελονοσία), Άγιος Ρηγίνος (ελονοσία), Άγιος Σπυρίδων (χολέρα).
16. Οφθαλμολογικά: Άγιος Ανανίας, Άγιος Αρτέμιος, Αγία Λουκία, Αγία Παρασκευή, Άγιος Παντελεήμων, Άγιος Σπυρίδων, Αγία Φωτεινή, Άγιος Άνθιμος ο νέος, Άγιος Φιλήμωνας ο μουσικός.
17. Παιδιατρικά: Άγιος Αιμιλιανός (προβλήματα ομιλίας), Άγιος Ακίνδυνος (γενικοί κίνδυνοι), Προφήτης Άμως (ασθενικά παιδιά), Άγιος Γεώργιος, Όσιος Ευστράτιος, Άγιος Θεόδωρος ο στρατηλάτης, Άγιος Κήρυκος (κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις), Αγία Μαρίνα (για ασθενικά παιδιά, και εξανθήματα), Άγιοι Ραφαήλ (Νικόλαος και Ειρήνη) (σοβαρές νόσοι).
18. Προστασία σε ταξίδια: Όσιος Ευστράτιος (οδοιπόρους), Άγιος Νικόλαος (ναυτικούς), Άγιος Χριστόφορος (οδηγούς).
19. Στοματικές παθήσεις: Άγιος Αντίπας.
20. Σωματικές Αναπηρίες: Άγιος Εφραίμ, Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος, Άγιος Παντελεήμων, Άγιος Σπυρίδων, Άγιος Χριστόφορος.
21. Τοκετός: Αγία Δόμνα, Άγιος Ελευθέριος, Άγιος Τρύφων, Άγιος Φανούριος.
22. Ψυχοπαθολογικά: Άγιος Αντώνιος, Άγιος Αθανάσιος, Άγιος Αρτέμιος, Άγιος Γεράσιμος, Αγία Θέκλα, Όσιος Θεόδουλος ο σαλός, Ευαγγελιστής Ιωάννης, Ευαγγελιστής Λουκάς, Άγιοι Κυπριανός και Ιουστίνα, Όσιος Αναστάσιος ο Ναυπλιώτης.
23. Ωτορινολαρυγγολογικά: Άγιος Βλάσσιος (λαιμό), Άγιος Ιάκωβος (κώφωση), Άγιοι Ανάργυροι Κύρος και Ιωάννης (λαιμό), Άγιος Σπυρίδων (αυτιά), Άγιος Αββακούμ (αυτιά), Ζαχαρίας (κωφαλαλία).

Η ΑΓΊΑ Τριάδα 

Δευτέρα 2 Μαΐου 2022

Η ΔΙΨΑ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΤΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΜΠΟΜΠΑΣ (Φώτης Κόντογλου)

 

Ο κακόμοιρος ο κόσμος διψά ειρήνη. Μα χωρίς την απομέσα ειρήνη, δεν μπορεί να γίνη ειρήνη εξωτερική. Χωρίς την ψυχική ειρήνη, η πολιτική και κοινωνική ειρήνη είναι ψεύτικη. «Ειρήνη αφίημι υμίν, είπε ο Χριστός στους μαθητές Του κατά το Μυστικό Δείπνο, ειρή­νην την εμήν δίδωμι υμίν. Ου καθώς ο κόσμος δίδωσι, εγώ δίδωμι υμίν». Πρόσεξες για να δης καλά τί λέγει ο Χριστός; «Ου καθώς ο κόσμος δίδωσι, εγώ δίδωμι υμίν». «Δεν σας δίνω, λέγει, εγώ την ειρήνη που δίνει ο κόσμος», την ψεύτικη, την οργισμένη ειρήνη, την ανειρή­νευτη ειρήνη, την ειρήνη που στ’ αληθινά δεν έχει ολότελα ειρήνη και ησυχία. 

Τέτοια είναι η ειρήνη που μπορεί να κάνη ο κόσμος, οι άνθρωποι, που τρώγονται με τα πάθη τους και που τους κατατρώγει η περηφάνεια, η ματαιοδοξία-φιλαργυρία, η σκληροκαρδία και η απονιά στους άλλους, η μανία της ακολασίας και η επιθυμία της καλοπέρασης. Όλα τούτα τα πάθη είναι οργισμένα και όχι ειρηνικά. Αυτά κάνουνε τους ανθρώπους να μαλώνουνε, να εχθρεύονται ο ένας τον άλλον, αυτά λιγοστεύουνε την αγάπη, που είναι δα πολύ λίγη ανάμεσά τους, και φέρνουνε την παραζάλη, την έχθρα, «την έριδα» που λέγανε οι αρχαίοι. Με άλλα λόγια, φέρνουνε τη βασιλεία του διαβόλου επί της γης, και όχι τη βασιλεία του Θεού, που είναι η ειρήνη.

Ο Χριστός μας δίδαξε να λέμε στο «Πάτερ ημών» «ελθέτω η βασιλεία Σου». Μα ποιος πιστεύει στη βασιλεία του Θεού, παρεκτός από κάποιους λίγους, που τους έχει ο κόσμος για τρελούς; Ωστόσο, αυτός ο παραζαλισμένος κόσμος, ο βουτηγμένος στην αμαρτία, στις ηδονές, και στην ακολασία, αυτός ο κόσμος που πιστεύει μοναχά στον εαυτό του, και που δεν λογαριάζει καθόλου τον Θεό και τον νόμο του, αποζητά την ειρήνη, θέλει να μείνη ήσυχος για να χαρή τις αμαρτωλές επιθυμίες του, για να βουτηχθή ως τον λαιμό μέσα στον μαύρο βούρκο. Δεν πιστεύει στα λόγια του Θεού που λέγεται «Άρχων ειρήνης», και που είπε με το στόμα του προφήτη «Αν ακούσετε τα λόγια μου, θα ήσαστε βλογημένοι και θα ζήσετε καλά. Μα αν δεν τ’ ακούσετε αλλά πορευθήτε κατά τα πονηρά θελήματα της καρδιάς σας, θα σας καταφάγη η μάχαιρα». Αυτά τα κοροϊδεύει ο κόσμος, και τα λέγει παραμύθια.

       Και να, που ήρθε ο κόμπος στο χτένι. Η παραζάλη, γίνεται μέρα με τη μέρα χειρότερη. Ο πόθος της απόλαυσης έγινε μιαν άγρια τρέλα στους ανθρώπους, που τσαλαπατάνε ο ένας τον άλλον για να μη χάσουνε τις διάφορες φαρμακερές ηδονές, που ολοένα τις πληθαίνει ο σατανάς με τα πολύπλοκα μηχανήματά του, σαν τον ψαρά που βάζει στ’ αγκίστρι του όλο και πιο ορεχτικό δόλωμα, για να τραβήξη τα λαίμαργα τα ψάρια και να τα ψήση στη φωτιά να τα φάγη. Ο μαμωνάς σκέπασε με τις σκοτεινές φτερούγες του τον κόσμο, και τον κουνά σαν νάναι κανένα κόσκινο, και όπως αναταράζεται το σιτάρι, χοροπηδάνε οι άνθρωποι μέσα στο κόσκινό του και δαγκάνει ο ένας τον άλλον, και εξοντώνει ο αδελφός τον αδελφό, λέγοντας: «Ο θάνατός σου, ζωή μου!». Το ίδιο και τα μεγάλα κοπάδια των ανθρώπων, τα λεγόμενα έθνη, βλέπουνε τόνα τάλλο όπως βλέπει ο λύκος το πρόβατο, και λογαριάζει πότε θα μπόρεση να το πνίξη, να πιή το αίμα του, το μεγάλο να φάη το μικρό και τα μεγάλα να φάνε τόνα τάλλο. Να, λοιπόν, που αντί να έλθη η βασιλεία του Θεού, που μας είπε ο Χριστός να παρακαλούμε, ήρθε η βασιλεία του σατανά, του όφεως του αρχαίου, που ήτανε πάντα ανθρωποκτόνος, όπως λέγει το Ευαγγέλιο.

       Ο διάβολος είναι ο εξουσιαστής απάνω στη διάνοια και στην καρδιά μας, και αυτός χαίρεται για τα έργα που κάνουμε, θέλοντας να βγάλουμε ο ένας το μάτι τ’ αλλου­νού. Ανάμεσα στα δολώματα που μας έβαλε, εκείνο που μας τραβά περισσότερο η μυρουδιά του, είναι το πετρέλαιο, αυτό το βρωμόνερο που βγαίνει από την πίσσα της κόλασης, που είναι μαύρο κατοικητήριό του. Και γύρω σ’ αυτό το σιχαμερό δόλωμα μαζευτήκανε τα έθνη, μικρά και μεγάλα, και δαγκώνουνται, και σφάζουνται γι’ αυτό δίχως έλεος. Και οι άνθρωποι γινήκανε τρελοί από κακία, γεμάτοι υποκρισία, μεγαλομανία, φιληδονία, πιστοί στρατιώτες του διαβόλου. Και μέσα σ’ αυτή τη λύσσα που τους έπιασε, θέλουνε ν’ απολάψουνε, οι ανόητοι, την Ειρήνη, που είναι δώρο του Θεού, και όχι του διαβόλου.

       Ο Θεός λείπει από τον κόσμο. Πουθενά δεν γίνεται το θέλημά Του. Ο Χριστός, πριν σταυρωθή, γύρισε και είδε την Ιερουσαλήμ, δηλαδή τον κόσμο, δακρυσμένος, και είπε: «Πόσες φορές θέλησα να μαζέψω τα τέκνα σου, σαν την όρνιθα που σκεπάζει με τις φτερούγες της, τα πουλιά της, και δεν θελήσατε: Ιδού αφίεται ο οίκος υμών έρημος». Έρημος οίκος είναι: ο κόσμος σήμερα. Έρημος από ειρήνη. Μέρα-νύχτα στέκεται ανύσταχτο το μάτι της πονηρής ανθρωπότητας. Μέρα-νύχτα δουλεύου­νε οι εφευρέσεις της καταστροφής, τα συμβούλια του θανάτου. Και από τ’ άλλο μέρος, οι καταδικασμένοι γλε­ντοκοπούνε, κυλιούνται στην ακολασία, κόλακες και δολοφόνοι, βλάκες και πονηρότατοι, χωρίς καρδιά, χωρίς ψυχή, χωρίς τίποτα από την εικόνα του Θεού. Όλοι παίρνουνε, κανένας δεν θέλει να δώση. Και όποιος δίνει, δίνει τον θάνατο. Σε κανένα καλό δεν συμφωνούνε, μα στο κακό, είναι όλοι θερμοί συνεργάτες.

       Η κυρά Επιστήμη, δηλαδή η ανθρώπινη γνώση, αυτή είναι το καινούριο είδωλο που λατρεύουνε οι άνθρωποι. Με τόνα χέρι προσφέρνει τα γιατρικά για να μη πεθαίνουμε οι άνθρωποι, και με τάλλο βαστά τη μπόμπα και τους φοβερίζει, μέρα-νύχτα. Αυτή η μπόμπα, ο καρπός του δέντρου της Γνώσεως, μόλεψε τον αγέρα, τα νερά, το αίμα των ίδιων των ανθρώπων που την εφεύρανε. Και αφού πρώτα, με πείσμα δαιμονικό, φαρμακώσανε την έμορφη πλάση του Θεού, τώρα φωνάζουνε κείνοι που κατασκευάσανε αυτή την καταραμένη μπόμπα: «Σώσετε την ανθρωπότητα! Σώσετε τον κόσμο! Γενεές γενεών θα πεθαίνουνε από κακές αρρώστειες!». Υποκριτές! Τώρα φωνάζετε, σαν τον Ιούδα που μετάνοιωσε αφού είχε πια σταυρωθή ο Χριστός, και η μετάνοιά του δεν ωφελούσε πια κανέναν; Καλύτερα να τινάζατε τη γη στον αγέρα μια και καλή, παρά τώρα που φαρμακώσατε τα πάντα, και τα παιδιά μας, και τα εγγόνια μας θα τα θερίζη «σκληρός θάνατος και αργός».

Άνθρωπε! Καμάρωσε τα κατορθώματά σου. Καμάρωσε το τετραπέρατο μυαλό σου, που καυχιότανε πως θάκανε παράδεισο τον κόσμο!


(Από το βιβλίο «Ο Φώτης Κόντογλου στην τρίτη διάστασή του», σελ. 124-127, έκδ. Ιερό Κοινόβιο ΟΣΙΟΥ ΝΙ­ΚΟΔΗΜΟΥ, Γουμένισσα 2003). "Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου"πηγή: alopsis.gr).

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ (Φώτης Κόντογλου)

 Αποτέλεσμα εικόνας για εκκλησιαστικα βιβλια


Εἴπαμε πώς, ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα, ὄχι μοναχὰ δὲν διαβάζουμε, ἀλλὰ κἄν δὲν ξέρουμε ἂν ὑπάρχουνε οἱ μυστικοὶ Πατέρες ποὺ φωτίσανε τὴν Ὀρθοδοξία. Γιὰ τοὺς θεολόγους ἡ Ὀρθοδοξία κατάντησε μιὰ κούφια λέξη, ἀφοῦ ἡ μυστικὴ οὐσία της τοὺς εἶναι ἄγνωστη, ὅπως κι’ ἡ παράδοσή τους. Οἱ δικοί μας θεολόγοι παίρνουνε τὰ φῶτα ἀπὸ τὴ Δύση, γιατί ἐκεῖ ἡ θεολογία ἔχει γίνει ἐπιστήμη, κ’ ἡ ματαιοδοξία τους κολακεύεται ἀπ’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Ἡ πίστη, γι’ αὐτούς, δὲν ἔχει καμμιὰ σημασία. Θὰ μοῦ πῆτε, “θεολογία χωρὶς πίστη, γίνεται;” Μὰ κ’ ἐγὼ σᾶς ρωτῶ, μὲ τὴν ἴδια ἀπορία, “γίνεται θεολογία χωρὶς πίστη;”

Ὡστόσο, στὶς Δυτικὲς χῶρες καὶ στὴν Ἀμερική, πολὺς κόσμος ἔχει στραφεῖ πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία, ἀπὸ τὴ δίψα τῆς ἀληθείας. Στὴν Ἑλλάδα, μοναχὰ λιγοστοὶ ἄνθρωποι καὶ κάποιοι παλιοημερολογίτες διαβάζουνε τὰ βιβλία τῶν Πατέρων, ἐκτός τοῦ Βασιλείου καὶ τοῦ Χρυσοστόμου, ποὺ τοὺς παίρνουνε οἱ θεολόγοι γιὰ ρήτορας καὶ γιὰ φιλολόγους τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας. Τὰ βιβλία τῶν μυστικῶν Πατέρων δὲν ξανατυπώνουνται πιὰ καὶ καταντήσανε σπάνια. Ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία τυπώνει προχειρολογήματα διάφορων νεωτεριστῶν θεολόγων, χωρὶς καμμιὰ οὐσία, ποὺ φανερώνουνε μοναχὰ τὴν ἀπίστευτη γύμνια ἐκείνων ποὺ τὰ γράφουνε. Μοναχὰ τώρα τελευταῖα ἄρχισε νὰ τυπώνει ἡ Ἀποστολικὴ Διακονία τὴν Πατρολογία τοῦ Migne. Μὰ κι’ αὐτὴ ἡ ἔκδοση εἶναι γιὰ τοὺς θεολόγους, κι’ ὄχι γιὰ τοὺς πιστούς, ἀφοῦ εἶναι τυπωμένη στὴν ἀρχαία γλῶσσα.

Ἐκτὸς ἀπ’ αὐτό, ἡ ἔκδοση τῆς Πατρολογίας δὲν ἔχει καμμιὰ βαθύτερη δικαίωση, μὲ τὸ δυτικὸ χαρακτῆρα ποὺ ἔχει ἡ γενικὴ μόρφωση τῶν θεολόγων μας, ποὺ δὲν ἔχουνε καμμιὰ βαθύτερη γνώση τῆς οὐσίας τῆς Ὀρθοδοξίας, οὔτε καὶ τῆς παράδοσής μας. Ἔτσι κι’ αὐτὴ ἡ ἔκδοση καταντᾶ ἕνα γεγονὸς χωρὶς βαθύτερη σημασία, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει τὸ κατάλληλο ὀρθόδοξο χῶμα γιὰ νὰ ριζοβολήσει.

Στὸ νὰ στραφοῦνε οἱ Δυτικοὶ κι’ οἱ Προτεστάντες στοὺς Πατέρες τῆς Ὀρθοδοξίας, συντελέσανε πολὺ οἱ Λευκορῶσοι θεολόγοι, ποὺ σκορπίσανε στὶς διάφορες χῶρες καὶ φωτίσανε τὶς ψυχὲς μὲ τὰ σοφὰ κηρύγματά τους, μὲ τὴν ἀρετὴ τῆς ζωῆς τους, καὶ μὲ τὴν τυπικὴ εὐσέβειά τους. Ἐνῷ οἱ κληρικοὶ ποὺ στέλνουμε ἐμεῖς στὶς διάφορες παροικίες, εἶναι οἱ πιὸ ἀνίδεοι στὸ τί θὰ πεῖ Ὀρθοδοξία, κι’ οἱ ἐκκλησίες μας στὸ ἐξωτερικὸ δὲν ἔχουνε κανέναν θρησκευτικὸ προορισμό, ἀλλὰ ἔχουνε καταντήσει κέντρα κοινωνικῆς συγκεντρώσεως τῶν ὁμογενῶν κάθε Κυριακή.

Ἔτσι, ἡ Ὀρθοδοξία, δηλαδὴ ἡ πρώτη κι’ ἀπαραμόρφωτη μορφὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἔγινε πάλι τὸ στήριγμα ὅλων τῶν ἀνθρώπων ποὺ ζητᾶνε λιμάνι σωτηρίας κι’ ὁ κανόνας τῆς χριστιανικῆς πίστης.

Στὴν Εὐρώπη καὶ στὴν Ἀμερικὴ ἔχουνε μεταφρασθεῖ, ἕως τώρα, σὲ διάφορες γλῶσσες ἡ Φιλοκαλία, τὸ μέγα καὶ θαυμαστὸ αὐτὸ βιβλίο, ποὺ στὴν Ἀθήνα τὸ βρίσκει κανένας μοναχὰ στὶς συλλογὲς τῶν βιβλιοφίλων νὰ κάθεται στὸ ράφι ἄχρηστο, σὰν κανένα ἀρχαιολογικὸ ἀντικείμενο, ὁ Εὐεργετινός, οἱ ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου Βασιλείου καὶ κάποιων ἄλλων Πατέρων, οἱ λόγοι Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, μερικὰ ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ μαθητοῦ του Νικήτα Στηθάτου, καὶ κάποια ἄλλα. Ἐμεῖς, ἀλλοίμονο, τυρβάζομεν περὶ τοῦ πῶς θὰ φανοῦμε ἐπιστημονικοὶ καὶ εὐρωπαϊκότεροι ἀπὸ τοὺς Εὐρωπαίους. Μοναχὰ κανένας “θρησκόληπτος”, καθυστερημένος κατὰ τοὺς νεωτεριστὰς αὐτοὺς παπαγάλους, διαβάζει τέτοια βιβλία.

Οἱ λόγοι τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου εἶναι μεταφρασμένοι στὰ Γαλλικά, στὰ Γερμανικά, στὰ Ἐγγλέζικα, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ Ρωσικά, ποὺ ἔχουνε μεταφρασθεῖ ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ πρωτοτυπωθήκανε στὰ Ἑλληνικὰ ἀπὸ τ’ ἀρχαῖα χειρόγραφα. Στὴν ἁπλὴ ἑλληνικὴ γλῶσσα ὑπάρχει μία θαυμάσια μετάφραση καμωμένη μὲ εὐλάβεια “παρὰ τοῦ πανοσιολογιωτάτου Διονυσίου Ζαγοραίου, τοῦ ἐνασκήσαντος ἐν τῇ ἐρημονήςῳ τῇ καλουμένῃ Πιπέρι, ἀπέναντι τοῦ Ἁγίου Ὄρους”, τυπωμένη στὴ Σύρα στὰ 1886. Ποῦ νὰ καταδεχτοῦμε, ἐμεῖς, νὰ διαβάσουμε τέτοια πράγματα, μεταφρασμένα μάλιστα ἀπὸ ἕναν ἀγράμματο καλόγερο, ποὺ καθότανε κ’ ἔγραφε ἀπάνω σὲ κάποιον βράχο, στὸ ρημονήσι Πιπέρι, μαζὶ μὲ τοὺς γλάρους; Ἐμεῖς διαβάζουμε τοὺς σοφοὺς καὶ ἀξιοπρεπεῖς καθηγητάδες ποὺ γράφουνε καθισμένοι στὶς πολυθρόνες, στὰ Παρίσια καὶ στὰ Βερολίνα! Δὲν ἀκοῦμε τί λέγει ὁ Θεὸς μὲ τὸ στόμα τοῦ Προφήτη “Ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ’ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντά μου τοὺς λόγους;” Ποῦ νὰ ὑποπτευθοῦμε τὸ μυστικὸ πλοῦτο ποὺ κρύβεται μέσα σὲ τέτοιες ἁγίες ψυχές;

Λοιπόν, αὐτὴ ἡ μετάφραση δὲν ξανατυπώθηκε ἀπὸ τότε στὴν Ἑλλάδα, ποὺ τυπώνεται κάθε λογῆς ἀνοησία, πρᾶγμα ποὺ φανερώνει σὲ τί πνευματικὸ σκοτάδι βρισκόμαστε, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί. Ἀπὸ τὴν προκοπὴ ποὺ ἔχουμε, βάλαμε “τὸν λύχνον ὑπὸ τὸν μόδιον”, κι’ ἀπάνω στὸ λυχνοστάτη βάζουμε τὶς τυπωμένες βαθυστόχαστες ἀνοησίες ποὺ ἀνάφερα, καὶ περιμένουμε νὰ μᾶς φωτίσουνε. Τοὺς βαθύτερους μυσταγωγούς, ποὺ φανήκανε στὸν κόσμο, τοὺς ἔχουμε ἄξιους νὰ τοὺς διαβάζει μοναχὰ κανένας ἀγράμματος παλιοημερολογίτης. Ἡμεῖς, οἱ ἔξυπνοι κι’ οἱ συγχρονισμένοι, βάλαμε τὴν ἐξυπνάδα μας καὶ μέσα στὰ μυστήρια τῆς θρησκείας, κι’ ἀγαπᾶμε τὰ μεγάλα λόγια καὶ τὰ ἐπιστημονικά, τί λέγει ὁ τάδε ἄθεος γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ τὴ θρησκεία του, ἢ κανένας καμουφλαρισμένος θεομπαίχτης, ἐπειδὴ αὐτὰ δίνουνε τροφὴ στὸν ἐγωισμό μας. Καὶ βουλώνουμε τ’ αὐτιά μας γιὰ νὰ μὴν ἀκούσουμε τὸν ἀπόστολο Παῦλο ποὺ φωνάζει “Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;”

Ἀλλά, κοντὰ στοὺς χαλασμένους αὐτοὺς ποὺ λέγω, ὑπάρχουνε καὶ πλῆθος ἄνθρωποι ποὺ νοιώθουνε βαθειὰ τὴν οὐσία τῆς θρησκείας μας, τὴ μεγάλη σημασία τῆς λατρείας καὶ τῆς ἱερῆς παράδοσής μας. Γιὰ ὅσους ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ἔχουνε πατερικὰ βιβλία, σὰν αὐτὰ ποὺ εἴπαμε παραπάνω, κ’ εἶναι σχεδὸν ὅλοι οἱ Ἕλληνες, γιατί ἡ ἀδιαφορία ἐκείνων ποὺ εἶναι βαλμένοι γι’ αὐτὴ τὴ δουλειά, στέρησε τὸν κόσμο ἀπὸ τέτοια ἄφθαρτη κι’ ἅγια θροφή, θὰ προσπαθήσω μὲ τὶς μικρὲς δυνάμεις μου νὰ τοὺς μεταδώσω ὅ,τι μπορέσω ἀπὸ τοὺς περιφρονημένους αὐτοὺς προγονικούς μας θησαυρούς. Ἀφοῦ οἱ θεολόγοι γινήκανε φιλόσοφοι κ’ ἐπιστήμονες, ἂς γίνουμε θεολόγοι ἡμεῖς, δίχως ἄλλο ἐφόδιο, παρὰ μοναχὰ τὴν πίστη μας, κατὰ τὰ βαθυστόχαστα λόγια του ἁγίου Νείλου, ποὺ λέγει “Εἰ ἀληθῶς προσεύχῃ, θεολόγος εἶ”. “Ἂν προσεύχεσαι ἀληθινά, εἶσαι θεολόγος”.

Πηγή: imaik.gr

Κυριακή 1 Μαΐου 2022

Ἃγιος Ἀγαθάγγελος ὁ Ἐσφιγμενίτης(19 Ἀπριλίου)



Ποιός θα ακούσει χωρίς να δακρύσει και να συγκινηθεί το ένδοξο και κατανυκτικό μαρτύριο του Οσιομάρτυρα και Νεομάρτυρα Αγαθαγγέλου, με το οποίο δοξάσθηκε ο Θεός, η Ορθοδοξία και το Γένος μας, ιδιαίτερα δε η Σεβασμία Μονή μας (σημ. Ι.Μ. Εσφιγμένου), η οποία τον προετοίμασε γιά τον δοξασμένο θρίαμβο;

Ο Άγιος καταγόταν από την πόλη της Θράκης Αίνο από γονείς φτωχούς αλλά ευσεβείς και ονομάσθηκε στο άγιο Βάπτισμα Αθανάσιος.
Εξαιτίας της φτώχειας του ανέλαβε υπηρεσία στο πλοίο κάποιου Τούρκου, για να εξοικονομεί τα αναγκαία προς το ζην. Βλέποντας ο μιαρός Τούρκος τα προτερήματα και την επιδεξιότητα του Αθανασίου, σκέφθηκε να τον μεταστρέψει στο μωαμεθανισμό για να τον κάνει κληρονόμο του. Γνωρίζοντας όμως τη σταθερότητα και την ευσέβεια του νέου και ότι με κολακείες δεν μπορεί να τον πείσει, κράτησε το σκοπό του μυστικό, γιά να μεταχειρισθεί βίαια μέσα. Ενώ ταξίδευαν μία φορά από Κωνσταντινούπολη στη Σμύρνη, ο άνομος κριτής των Αγαρηνών της Σμύρνης, βλέποντας και αυτός την προθυμία και επιμέλεια του Αθανασίου, παρακινούσε τον πλοίαρχο να προσπαθήσει με κάθε τρόπο να τον αλλαξοπιστήσει. Μόλις έφθασαν στη Σμύρνη, την ίδια νύχτα διέταξε ο Αγαρηνός τον Αθανάσιο να ανάψει ένα φανάρι και να προπορεύεται απ' αυτόν, τάχα ότι θα πάει σε κάποιο μέρος. Ενώ προχωρούσαν σ' ένα δρόμο κοντά σε τουρκικά μνήματα, διέταξε το νέο να μπεί στο τουρκικό νεκροταφείο και όταν προχώρησαν στο βαθύτερο μέρος, ξαφνικά έβγαλε μαχαίρι ο μιαρός Τούρκος και επιχειρώντας δήθεν να τον σκοτώσει τον πλήγωσε αρκετά. Ο νέος ξαφνιάστηκε και τον παρακαλούσε έμφοβος και με θρήνους, εκείνος όμως του απάντησε ότι είναι αδύνατο να τον αφήσει ζωντανό, εκτός αν γίνει ομόπιστός του. Ο νέος σκέφθηκε ότι η μαρτυρία του Τούρκου εκείνου δεν ίσχυε, διότι όλοι τον ήξεραν σαν ψεύτη, οπότε είπε στον εαυτό του «ας πω αυτόν το λόγο να λυτρωθώ από αυτόν τον αιμοβόρο και αύριο τον αρνούμαι και φεύγω». Τούτο ήταν παγίδα του σατανά, γιά να εξομώσει. Μόλις είπε ότι γίνεται Οθωμανός, αμέσως ο ασεβής εκείνος τον φίλησε και του έδωσε οθωμανικό όνομα και την ίδια ώρα του μεσονυκτίου τον έσυρε στο κριτήριο και δεν τον άφησαν πλέον έως ότου του έκαναν και την περιτομή. Μετά από λίγες μέρες ασθένησε βαριά καί λυπόταν φοβούμενος μήπως πεθάνει στην ασέβεια, αλλ' ο Θεός τον λυπήθηκε. Μετά από πολλές ταλαιπωρίες και κινδύνους αναχώρησε από τον αφέντη του, ο οποίος πάλι λίγο έλειψε να τον σκοτώσει, γιά οικονομική όμως διαφορά. Από τότε άρχισε να σηκώνεται από το βάθος της ασεβείας και χρησιμοποιούσε το χριστιανικό του όνομα.

Αφού διασώθηκε από πολλούς κινδύνους με τη βοήθεια του Θεού, ήρθε στο Άγιον Όρος και πρώτα επισκέφθηκε μερικά μοναστήρια και σκήτες, όπου εξομολογήθηκε σε πολλούς πνευματικούς ζητώντας καταφύγιο. Ύστερα, κατόπιν συμβουλής κάποιου εναρέτου πνευματικού, ήρθε στο ιερό Κοινόβιο του Εσφιγμένου, όπου τον δέχθηκε ο ηγούμενος Ευθύμιος, αφού τον εξομολόγησε και έμαθε όλη την ιστορία του. Απ' αυτόν διωρίσθηκε τραπεζάρης, δηλαδή να υπηρετεί στην τράπεζα των πατέρων, όπου υπηρετούσε με πολλή προθυμία.
Ο διάβολος του προξένησε πολλούς και δυσδιήγητους πειρασμούς και φαντασίες, αλλά ο Αθανάσιος με την εξομολόγηση και την προσευχή νικούσε τον πειράζοντα, επικαλούμενος τον Κύριο και τη Θεοτόκο.
Μία μέρα, υπηρετώντας σε μέρος όπου υπήρχε καπνός, πόνεσαν τα μάτια του και πήγε στο κελλί του, όπου άρχισε να κλαίει λέγοντας «Αλλοίμονο σε μένα, αν τόσο λίγο πόνο δεν μπορώ να υποφέρω, πώς θα υπομείνω το μαρτύριο;» Προσευχήθηκε γιά πολλή ώρα με μεγάλες μετάνοιες κι έπειτα που κοιμήθηκε λίγο είδε σε όραμα την Κυρία Θεοτόκο, η οποία του είπε «Τι λυπάσαι παιδί μου και αδημονείς;» Ο άγιος είπε, «Πώς να μη λυπάμαι ο τρισάθλιος, που εκτός από τις άλλες αμαρτίες μου αρνήθηκα τον Κύριό μου;» Η Κυρία Θεοτόκος του είπε «Έχε θάρρος, παιδί μου, διότι θα απολαύσεις το ποθούμενο μαρτύριο.» Όλα αυτά τα διηγήθηκε στο διδάσκαλό του τον Γερμανό, τον οποίον όρισε ο ηγούμενος να τον καταρτίζει και να δέχεται τους λογισμούς του. Ο ηγούμενος έστειλε τον Γερμανό στον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε' που ησύχαζε τότε στη Μονή των Ιβήρων κι εκείνος βεβαίωσε ότι αυτά είναι εκ Θεού και ευχήθηκε στον Αθανάσιο να τελειώσει το μαρτύριο, αφού προετοιμασθεί μέχρι το τέλος της αγίας Τεσσαρακοστής.

Όταν έφθασε η αγία Τεσσαρακοστή, κατ' εντολή του ηγουμένου, πήγαν με το διδάσκαλο Γερμανό στην Σκήτη των Ιβήρων, γιά να προετοιμασθεί ο Αθανάσιος από το μοναχό Γρηγόριο, ο οποίος προετοίμασε παλαιότερα τους Οσιομάρτυρες Ευθύμιο, Ιγνάτιο, Ακάκιο και Ονούφριο. Εκεί προσκύνησαν τα άγια Λείψανά τους, τα οποία όταν είδε ο Αθανάσιος, αγαλλίασε η ψυχή του και θερμάνθηκε περισσότερο στο μαρτύριο. Αφού επέστρεψαν στην Μονή του Εσφιγμένου, άρχισε να προετοιμάζεται με μεγάλους αγώνες, με νηστεία και προσευχή. Κατ' εντολή του ηγουμένου κλείσθηκε στό βορεινό πύργο πάνω από τη θάλασσα, όπου έτρωγε μόνο λίγο ψωμί και νερό και έκανε κάθε μέρα χίλιες πεντακόσιες μεγάλες μετάνοιες και άλλες τέσσερις χιλιάδες μικρές. Προηγουμένως ο πνευματικός του διάβασε τις ιλαστικές ευχές γιά οκτώ μέρες και στο τέλος τον έχρισε με το Άγιο Μύρο. Την Τετάρτη Κυριακή των Νηστειών στη Λειτουργία έλαβε το σχήμα του σταυροφόρου και ονομάσθηκε Αγαθάγγελος.
Αφού κοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια, επέστρεψε στον πύργο. Το πρόσωπό του άλλαξε και φωτίσθηκε και στην καρδιά του άναψε θεϊκή φλόγα, που τον παρώτρυνε σε περισσότερους αγώνες. Βρήκε και μια αλυσίδα βάρους πάνω από δέκα οκάδες και δέθηκε με αυτήν κατάσαρκα ως αληθής Εσφιγμένος. Επίσης φόρεσε και ένα σάκκο τρίχινο και πλήθυνε τις μετάνοιες, ώστε υπερέβηκε τις τρεις χιλιάδες μεγάλες και οκτώ χιλιάδες μικρές. Διάβαζε τους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου δύο φορές τη μέρα, το Ευαγγέλιο, το Νέο Μαρτυρολόγιο και άλλα βιβλία, προσευχόμενος με την ευχή του Ιησού και ποθούσε ολόψυχα το θάνατο γιά το Χριστό.
Μη μπορώντας να συγκρατήσει τον πόθο του γιά το μαρτύριο, παρακαλούσε τον ηγούμενο να τον στείλει όσο το δυνατόν πιό γρήγορα. Ο ηγούμενος σύστησε στους αδελφούς να προσευχηθούν γιά να αποκαλύψει ο Θεός αν είναι τούτο θέλημά Του και κατά την ίδια νύκτα είδε ο ηγούμενος τον άγιο Νικόλαο, ο οποίος έλεγε προς τον Αγαθάγγελο: «Καλό έργο επιθύμησες παιδί μου, κάνε γρήγορα λοιπόν και θα ευδοκιμήσεις». Έκτοτε άρχισαν οι τελικές ετοιμασίες γι'αυτό.
Κατά θεία οικονομία, το Μέγα Σάββατο έφθασε μπροστά στη Μονή ένα Χιώτικο πλοίο, το οποίο ταξίδευε για τη Σμύρνη. Το απόγευμα της Δευτέρας της Διακαινησίμου έντυσε ο ηγούμενος τον Αγαθάγγελο το μέγα και αγγελικό Σχήμα και τον χαιρέτησαν οι αδελφοί με δάκρυα, προσευχόμενοι στον Κύριο να τον ενισχύσει στον αγώνα της άθλησης. Επιβιβάσθηκαν στο πλοίο ο Αγαθάγγελος με τον Γερμανό και έφθασαν την Κυριακή του Θωμά στην Σμύρνη. Την επόμενη Πέμπτη, αφού τον ξύρισαν, τον έντυσαν τουρκικά φορέματα και του έδωσαν στα χέρια ξύλινο σταυρό και εικόνα της Αναστάσεως του Χριστού. Έπειτα ήρθε στο κριτήριο των ασεβών, ρωτήθηκε τι ζητάει και είπε ότι έχει διαφορά με τον πρώην αφέντη του. Προσκάλεσαν τον Τούρκο εκείνον και ρώτησαν τον Αγαθάγγελο ποιά διαφορά είχε με αυτόν. Ο άγιος αποκρίθηκε με θάρρος: «Όταν με προσέλαβε στη δούλεψή του ο άνθρωπος αυτός ήμουν Χριστιανός. Αυτός δια της βίας με τούρκεψε, εγώ όμως είμαι πάλι Χριστιανός και πιστεύω στόν Ιησού Χριστό, τον οποίο ομολογώ Θεό αληθινό». Οι παριστάμενοι Αγαρηνοί άρχισαν να τον επιπλήττουν κι εκείνος τότε έβγαλε από τα ρούχα του και ύψωσε το Σταυρό και την εικόνα της Αναστάσεως, κήρυττε πάλι τον Χριστό και κατέκρινε τη μιαρή τους θρησκεία. Γιά πολλή ώρα τον κολάκευαν υποσχόμενοι πολλά επίγεια αγαθά, αλλά ο μάρτυς σιωπούσε και προσευχόταν. Μετά τις κολακείες άρχισαν τις φοβερές απειλές και τα παιδευτήρια και ακολούθως τον έστειλαν στον ηγεμόνα. Αυτός μεταχειρίσθηκε ομοίους τρόπους και επειδή έμενε ο ομολογητής στερεός στην ομολογία του, τον έκλεισαν στη φυλακή.
Την άλλη μέρα τον οδήγησαν πάλι στο κριτήριο και καθ' οδόν τον απειλούσαν με το ξίφος, αλλ' εκείνος μάλλον το ξίφος ποθούσε. Τον οδήγησαν πάλι ενώπιον του κριτή και του ηγεμόνα και με μεγαλύτερες υποσχέσεις και απειλές δεν πέτυχαν τίποτε, διότι ο ομολογητής ούτε τους άκουγε, αλλά έλεγε την ευχή και κήρυττε τον Χριστό Θεό αληθινό, οπότε τον έρριξαν πάλι δεμένο στη φυλακή. Άκουσε τότε εκεί στη φυλακή ότι οι Χριστιανοί μεσίτευαν για να τον απαλλάξουν και έγραψε αμέσως επιστολή παρακαλώντας και εξορκίζοντάς τους στο Θεό να μην ενεργήσουν κατ' αυτό τον τρόπο, αλλά να αφήσουν να τον βασανίσουν οι ασεβείς όπως θέλουν και μόνο να εύχονται γι' αυτόν οι Χριστιανοί να τον ενισχύσει ο Κύριος στο δρόμο του. Όταν διαβάστηκε αυτή η επιστολή μπροστά στον αρχιερέα και τους προύχοντες, δόξασαν όλοι με δάκρυα το Θεό και διαβάστηκαν επιστολές του ηγουμένου Ευθυμίου, ο οποίος παρακαλούσε ομοίως να εύχονται οι Χριστιανοί γιά τον αθλητή. Πράγματι δε κατά την υπόδειξη του αρχιερέα και των κληρικών οι Χριστιανοί έκαναν την νύκτα εκείνη εκτενή δέηση προσευχόμενοι με δάκρυα.
Το πρωί της επόμενης μέρας τον άρπαξαν οι δήμιοι και τον έφεραν στον τόπο του μαρτυρίου. Μέχρι την τελευταία στιγμή δεν έπαψαν οι υπηρέτες της πλάνης με ποικιλότροπες πανουργίες να προσπαθούν να τον διαστρέψουν, αλλά αυτός ούτε καν τους άκουγε και μόνον προσευχόταν «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Αποκεφαλίσθηκε την πέμπτη ώρα του Σαββάτου 19 Απριλίου του 1819.
Ποιός όμως μπορεί να διηγηθεί τη χαρά και την αγαλλίαση πού ένιωσαν οι Χριστιανοί με τη νίκη του Μάρτυρα και τη δόξα του Θεού; Δοξολογούσαν το Θεό και εγκωμίαζαν το Μάρτυρα και έλεγαν «πολλές φορές δοκιμάσαμε χαρές διάφορες κατά καιρούς, αλλά την χαρά αυτή που πήραμε από το μαρτύριο του Αγίου, όχι μόνο άλλοτε δεν την αισθανθήκαμε, αλλ' ούτε με λόγια μπορούμε να την περιγράψουμε». Το σώμα του Μάρτυρα, το οποίο θαυματούργησε και ευωδίασε αφ' ότου ακόμη βρισκόταν στον τόπο του μαρτυρίου, κατά μία μαρτυρία κατατέθηκε στον τάφο του Αγίου Νεομάρτυρα Δήμου στη Σμύρνη.
Κατά άλλη εκδοχή όμως το σεπτό σκήνωμα του Αγίου το έρριξαν στον περίβολο του Ιερού Ναού του Αγίου Γεωργίου Σμύρνης. Ειδοποιήθηκε γι' αυτό ο εκεί διαμένων τότε (1808 - 1809) σαν Διδάσκαλος της περιώνυμης Σχολής Σμύρνης Μέγας Οικονόμος Κωνσταντίνος ο εξ Οικονόμων και κατέβηκε στον Ιερό Ναό, ο περίβολος του οποίου επικοινωνούσε με τη Σχολή και στη θέα του ιερού σκηνώματος του μαρτυρήσαντος για το Χριστό και το Έθνος συνέθεσε αυτοσχεδίως αντί του «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν» το ακόλουθο τροπάριο:
«Πληθύς η των Σμυρναίων εν ωδαίς ευφημήσωμεν ημών πολιούχον και της Αίνου το βλάστημα, πρόμαχον θερμόν Αγαθάγγελον ιερομάρτυρα εσθλόν. Επλάκη γαρ γενναίως τω δυσμενεί και τούτον κατηκόντισεν. όθεν στεφηφορών ουρανομάρτυσι συναγάλλεται υπέρ ημών εξευμενίζων τον μόνον φιλάνθρωπον»(27. «Θρακικά» Τόμος 10ος, σ.376.)
Το ιερό σκήνωμα του Νεομάρτυρα Αγαθαγγέλου τάφηκε στον περίβολο του ιερού Ναού του Αγίου Γεωργίου Σμύρνης, στη ρίζα υπεραιωνοβίου πλατάνου και ο τάφος του σωζόταν μέχρι τη μικρασιατική καταστροφή το 1922.

Η αγία και θαυματουργική κάρα του νεομάρτυρα Αγαθάγγελου, καθώς και το δεξί του χέρι, το δεξί του πόδι και μια πλευρά του, αποδόθηκαν τιμής ένεκεν στη Μονή Εσφιγμένου το 1844 μ.Χ., κατόπιν αιτήσεως της.

Πηγή: “Αγιορείτικες μνήμες”

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ἀσκήσεως νάμασι, καταρδευθεῖς τὴν ψυχήν, Μαρτύρων ἐξήστραψας, μαρμαρυγᾶς φωταυγεῖς, σοφὲ Ἀγαθάγγελε, ὅθεν ἐν ἀμφοτέροις, ἀκριβῶς διαπρέψας, ἤσχυνας τοὺς ἐξ Ἄγαρ, τὸν Χριστὸν μεγαλύνας. Αὐτὸν οὒν ὁσιομάρτυς, ἠμὶν ἰλέωσαι.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς τῶν Ὁσίων ζηλωτὴν καὶ ὁμοδίαιτον καὶ τῶν Μαρτύρων μιμητὴν καὶ ἰσοστάσιον Ἀνυμνοῦμέν σε συμφώνως Ὁσιομάρτυς· Φερωνύμως γὰρ ἐφάνης νέος ἄγγελος Ἀγαθῶν ἀγγελιῶν τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν τοῖς βοῶσί σοι· χαίροις μάκαρ Ἀγαθάγγελε.

Μεγαλυνάριον

Πῦρ τὸ ζωηφόρον ἔνδον λαβών, ὅλως ἀνεφλέχθης, τῇ ἀγάπῃ τοῦ Ἰησοῦ· ὅθεν καὶ ἀθλήσας, αὐτοῦ βλέπεις τὸ κάλλος, ὡς πάλαι ἐπεθύμεις, ὦ Ἀγαθάγγελε. 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ 2022 (Ομιλία Επισκόπου Μεθώνης κ. Αμβροσίου)

 

ΜΗΝΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ 2022 (τοῦ Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

ccv

Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

   Χριστὸς Ἀνέστη! Χαίρετε!

   ταν ὁ Χριστός μας ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες παραμονῆς Του στὸν Τάφο ἀναστήθηκε δωρίζοντας στὸν κόσμο τὴν ἀληθινή, παντοτινὴ καὶ οὐσιαστικὴ ζωή, οἱ Ἀπόστολοι ἦταν κρυμμένοι διότι φοβούνταν τοὺς Ἰουδαίους. Μόνο ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης, ὕστερα ἀπὸ τὴν πληροφορία τῶν Μυροφόρων ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, τόλμησαν νὰ πάνε στὸ Μνῆμα, ὅπου διαπίστωσαν μὲ τὰ μάτια τους τὸ συγκλονιστικὸ γεγονός. 

   Τὸ ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα λοιπόν, ὅταν ὅλοι οἱ Μαθητὲς -ἐκτὸς τοῦ Θωμᾶ- βρίσκονταν κεκλεισμένοι στὸ ὑπερῶο, σκεπτικοὶ καὶ ταραγμένοι γιὰ ὅσα εἶχαν προηγηθεῖ, ἐμφανίσθηκε ἀνάμεσα τους ὁ Χριστὸς λέγοντας: Εἰρήνη ὑμῖν. Εἰρηνεύετε. Μὴν δίνετε πλέον τόπο στὴν ταραχή, διότι ἰδοῦ σᾶς στέλνω νὰ κηρύξετε τῆν Ἀνάσταση μου. Ὅπως μὲ ἔστειλε ὁ Πατέρας νὰ θυσιασθῶ γιὰ νὰ γνωρίσει ὁ κόσμος τὴν ἀληθινὴ ζωή, ἔτσι καὶ ἐγὼ στέλνω ἑσᾶς. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ σᾶς κυριεύει ἡ στενοχώρια. Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιο καὶ μὲ αὐτὴ τὴν Θεία Χάρη, ὅσες ἁμαρτίες συγχωρέσετε θὰ εἶναι συγχωρεμένες, ὅσες, ὅμως, δέσετε, θὰ εἶναι δεμένες καὶ ἀσυγχώρητες.  Ὅπως ἦταν φυσικό, οἱ Μαθητὲς ἔλαβαν πολὺ χαρὰ ποὺ εἶδαν τὸν ἀγαπημένο τους Διδάσκαλο, πάλι κοντά τους, Ἐκεῖνον ποὺ μόλις τρεῖς μέρες πρὶν εἶχε παραδώσει το πνεῦμα πάνω στὸν Σταυρὸ. 

   τσι, ἄλλωστε, βιώνει κανείς διαχρονικὰ τὴν ἀπουσία καὶ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν ζωή του. Ὅταν ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ Παρών, δὲν βρίσκει θέση στὴν ψυχή μας, μᾶς σκιάζουν τὰ σύννεφα τῆς ταραχῆς καὶ τοῦ φόβου. Φοβόμαστε τὴν πίεση τῆς καθημερινότητας, τὰ μέλλοντα, τὴν κακὴ συμπεριφορὰ τῶν συνανθρώπων μας, τὶς ἀσθένειες, τοὺς πολέμους, τὴν οἰκονομικὴ δυσπραγία, μὲ ἀποκορύφωμα τὸν θάνατο. Καὶ ἐνῶ ἑμεῖς, φοβισμένοι καὶ ταραγμένοι, ἔχοντας κλειστὲς τὶς πόρτες τῆς ψυχής μας, συλλογιζόμαστε πῶς θὰ ἀνταπεξέλθουμε ἀπέναντι σὲ τόσα προβλήματα, ἐπισκέπτεται ὁ Θεὸς τὴν ταλαίπωρη ψυχή μας καὶ μᾶς λέει: Τέλος ὁ φόβος, τέρμα ἡ ταραχή! Εἰρήνη νὰ ἔχετε, διότι Ἀναστήθηκα! Εἱρήνη νὰ ἔχετε διότι ὅπως νίκησα τὸν θάνατο, ἔτσι μπορῶ νὰ νικήσω κάθε κακό ποὺ σᾶς ταλαιπωρεῖ, ἀρκεῖ νὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ μείνω στὴν ψυχή σας, ἀρκεῖ νὰ εἶστε δικοί μου. 

   Αὐτὴ τὴν χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως, αὐτὴ τὴν χαρὰ ὅτι δὲν εἴμαστε μόνοι, ἀλλὰ πάντοτε μαζὶ μὲ τὸν Ἀναστάντα Χριστό, βίωσαν οἱ Δέκα Ἀπόστολοι. Ὁ Θωμᾶς, ὡστόσο, ὁ ὁποῖος ἀπουσίαζε ἀπὸ τὴν σύναξη τῶν Μαθητῶν, δὲν ἀπόλαυσε αὐτὴ τὴν χαρά. Δὲν εἶδε Ἀναστημένο τὸν Κύριο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τοὺς δηλώνει ἐπίμονα ὅτι «ἀν δὲν δῶ, δὲν θὰ πιστέψω». Ζητοῦσε καρδιακὰ νὰ δεῖ καὶ ἐκεῖνος, ὅπως οἱ Συμμαθητές του, τὸν Διδάσκαλό του Ἀναστημένο. Καὶ πράγματι, ὁ Χριστὸς, ὁ Ὁποῖος εἶπε «ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε» εκπλήρωσε τὸν πόθο καὶ ἰκανοποίησε τὴν περιέργεια τοῦ Θωμᾶ, ἐμφανιζόμενος ξανὰ στοὺς συναγμένους Ἀποστόλους ὀκτὼ ἡμέρες μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, σὰν σήμερα. Κάλεσε τὸν Θωμὰ νὰ δεῖ καὶ νὰ ψηλαφήσει τὰ σημάδια του Θείου Πάθους, ἀποσπώντας τὴν κοσμοσωτήρια ὁμολογία του: «ὁ Κύριος μου καὶ ὁ Θεός μου», καὶ μὴν παραλείποντας νὰ τοῦ δηλώσει ὅτι «Εὐτυχισμένοι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἶδαν, ἀλλὰ πίστευσαν». 

   Πολλοὶ κατηγοροῦν τὸν Θωμᾶ ὅτι ἦταν ἄπιστος. Αὑτὸ δὲν ἰσχύει. Ὁ Θωμᾶς δὲν ἦταν ἄπιστος. Ἦταν δύσπιστος. Καὶ αὐτὴ ἡ δυσπιστία του ἀποδείχθηκε σωτήρια γιὰ ὅλες τὶς ἐπερχόμενες γενεές, διότι ὁ Θωμᾶς πρόλαβε ὅλους ἑμᾶς. Ἐξέφρασε τὴν δυσπιστία ἀντὶ γιὰ ἑμᾶς, μὲ ἀποτέλεσμα ἑμεῖς σήμερα νὰ μὴν χρειαστεῖ νὰ δοῦμε γιὰ νὰ πιστεύσουμε. Ψηλάψησε τὸν τύπον τῶν ἥλων καὶ τὴν ἄχραντη πλευρὰ τοῦ Σωτῆρος μὲ ἀποτέλεσμα νὰ εἶναι πλέον ἰκανὸς καὶ πρόθυμος νὰ ταξιδέψει ὡς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ νὰ δώσει καὶ τὸ αἶμα του ὁμολογώντας ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος του καὶ ὁ Θεός του, ὁ Μόνος Ἀληθινός Θεός. 

   Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, πρέπει νὰ εὐγνωμονοῦμε τὸν Θωμά, διότι ἔγινε ὁ μεγάλος μας εὐεργέτης. 

γαπητοὶ ἀδελφοί,

   μεῖς μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀνήκουμε στοὺς μακαρίους οἱ ὁποίοι δὲν εἶδαν, ἀλλὰ πίστεψαν. Σίγουρα, ὅλοι θὰ θέλαμε νὰ δοῦμε ἐκεῖνο ποὺ εἶδαν οἱ Ἀπόστολοι, τὸν Ἀναστάντα Κύριο μας, διότι οἱ Ἀπόστολοι καὶ εἰδικὰ ὁ Θωμάς βίωσαν ἐμπειρία Θεώσεως. Τὸ νὰ βιώσουμε καὶ ἑμεῖς αὐτὴ τὴν ἐμπειρία εἶναι καθῆκον μας. Γιὰ νὰ φθάσουμε, ὅμως, ὡς ἐκεί πρέπει νὰ προηγηθεῖ ἀγώνας. «Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις καὶ (τότε) ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως». Πρώτα πρέπει νὰ καθαρίσουμε τὶς αἰσθήσεις μας γιὰ νὰ δοῦμε τὸ Φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτὸ θὰ τὸ καταφέρουμε μέσα ἀπὸ τὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως, τὸ ὁποῖο παρέδωσε ὁ Χριστὸς στοὺς Μαθητές Του καὶ κατ’ ἐπέκταση στοὺς Διαδόχους αὐτῶν, Ἐπισκόπους, τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως. Μέσω αὐτοῦ τοῦ Μυστηρίου ὁ Χριστὸς μᾶς λέει ὅτι δὲν νίκησε μόνο τὸν θάνατο, ἀλλὰ καὶ τὶς ἁμαρτίες μας. Μέσω αὐτοῦ τοῦ Μυστηρίου κάθε σφάλμα ἐξαλείφεται καὶ μία νέα εὐκαιρία μᾶς χορηγεῖται γιὰ νὰ προσεγγίσουμε Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἡ Ἀνάσταση, ἡ Ζωή καὶ τὸ Φῶς.

Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος!

ὁ Ἐπίσκοπός σας, 

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος