† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Δευτέρα 4 Απριλίου 2022

Ο Αόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ´

 

Ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό.

Εἶναι πολὺ ἀναγκαῖο σε αὐτὸν τὸν πόλεμο, τὸ νὰ μὴν ἐμπιστευώμαστε τὸν ἑαυτόν μας, ὅπως εἴπαμε· παρόλα αὐτά, ἐὰν ἀπελπισθοῦμε μόνο, δηλαδή, ἐὰν ἀποβάλουμε, μόνον κάθε πεποίθησι τοῦ ἑαυτοῦ μας, βέβαια, ἢ τραποῦμε σὲ φυγή, ἢ θὰ νικηθοῦμε, καὶ θὰ κυριευθοῦμε ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Γι᾿ αὐτό, κοντὰ στὴ ὁλοκληρωτικὴ ἀπάρνησι τοῦ ἑαυτοῦ μας, χρειάζεται ἀκόμη καὶ ἡ πλήρης ἐλπίδα καὶ ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό, ἐλπίζοντας δηλαδὴ ἀπὸ αὐτὸν μόνο κάθε καλὸν καὶ κάθε βοήθεια καὶ νίκη. Γιατὶ, καθὼς ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, ὅπου εἴμαστε τὸ τίποτα, τίποτα ἄλλο δὲν περιμένουμε, παρὰ γκρεμίσματα καὶ πτώσεις, γιὰ τὰ ὁποῖα καὶ πρέπει νὰ μὴν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό μας τελείως, κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο θὰ ἀπολαύσουμε ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὸν Θεὸν κάθε νίκη, ἀμέσως μόλις ὁπλίσουμε τὴν καρδιά μας μὲ μίαν ζωντανὴ ἐλπίδα σὲ αὐτόν, ὅτι θὰ λάβουμε τὴν βοήθειά του σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο τὸ ψαλμικὸ «σ᾿ αὐτὸν ἔλπισε ἡ καρδιά μου καὶ βοηθήθηκα» (Ψαλμ. 27,9).

Αὐτὴν τὴν ἐλπίδα, μαζὶ καὶ βοήθεια, μποροῦμε νὰ πετύχουμε γιὰ τέσσερις λόγους.

α) Γιατὶ τὴν ζητᾶμε ἀπὸ ἕνα Θεό, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ νὰ εἶναι Παντοδύναμος, ὅ,τι θέλει μπορεῖ νὰ τὸ κάνῃ καὶ στὴ συνέχεια μπορεῖ νὰ βοηθήσῃ καὶ μᾶς.

β) Γιατὶ, τὴν ζητᾶμε ἀπὸ ἕνα Θεὸ ὁ ὁποῖος, ὄντας ἄπειρα σοφός, ὅλα, τὰ πάντα γνωρίζει μὲ πλήρη τελειότητα, καὶ ἑπομένως γνωρίζει ὅλο ἐκεῖνο ποὺ ταιριάζει στὴ σωτηρία μας.

γ) Γιατὶ ζητᾶμε αὐτὴ τὴν βοήθεια, ἀπὸ ἕνα Θεό, ὁ ὁποῖος, γιὰ νὰ εἶναι ἀτέλειωτα ἀγαθός, μὲ μία ἀγάπη καὶ θέλησι ποὺ δὲν περιγράφεται, εἶναι πάντα ἕτοιμος γιὰ νὰ δώσῃ ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα, καὶ ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμή, ὅλη τὴ βοήθεια ποὺ μᾶς χρειάζεται, γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ ὁλοκληρωτικὴ νίκη τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀμέσως ὅταν τρέξουμε στὴν ἀγκαλιά του μὲ σταθερὴ ἐλπίδα.

Καὶ πῶς εἶναι δυνατόν, ὁ καλὸς ἐκεῖνος Ποιμένας μας, ποὺ ἔτρεχε τριαντατρία χρόνια ἀναζητώντας τὸ χαμένο πρόβατο, μὲ τόσο δυνατὲς φωνές, ποὺ βράχνιασε ὁ λάρυγκας, ποὺ περπάτησε δρόμο τόσο κοπιαστικὸ καὶ ἀκανθώδη, ποὺ ἔχυσε ὅλο του τὸ αἷμα καὶ ἔδωσε τὴ ζωή, πῶς εἶναι δυνατόν, λέω, τώρα ποὺ αὐτὸ τὸ πρόβατο ἀκολουθεῖ πίσω του, καὶ μὲ ἐπιθυμία φωνάζει, καὶ τὸν παρακαλεῖ, νὰ μὴ γυρίσῃ σὲ αὐτὸ τοὺς ὀφθαλμούς του; πῶς μπορεῖ νὰ μὴν τὸ ἀκούσῃ; καὶ νὰ μὴν τὸ βάλῃ στοὺς θείους του ὥμους, κάνοντας γιορτὴ μὲ ὅλους τοὺς Ἀγγέλους τοῦ οὐρανοῦ; καὶ ἂν ὁ Θεός μας δὲν παύει ἀπὸ τὸ νὰ γυρεύῃ μὲ μεγάλη ἐπιμέλεια καὶ ἀγάπη, νὰ βρῇ κατὰ τὴν εὐαγγελικὴ παραβολή, τὴ χαμένη δραχμή, τὸν τυφλὸ καὶ κωφὸ ἁμαρτωλό, πῶς γίνεται τώρα νὰ ἐγκαταλείψη αὐτόν, ποὺ σὰν χαμένο πρόβατο, φωνάζει καὶ καλεῖ τὸν δικό του Ποιμένα; καὶ ποιὸς θὰ πιστέψη ποτέ, πὼς ὁ Θεός, ποὺ χτυπάει πάντα τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἐπιθυμώντας νὰ μπῆ μέσα καὶ νὰ δειπνήσῃ, σύμφωνα μὲ τὴν ἱερὴ Ἀποκάλυψι (12), δίνοντας σὲ αὐτὸν τὰ χαρίσματά του, ὅτι, ὅταν τοῦ ἀνοίγῃ τὴν καρδιὰ ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸν προσκαλῇ, αὐτὸς θὰ ἔπρεπε νὰ κάνῃ μὲ τὴν θέλησί του τὸν κωφὸ καὶ νὰ μὴ θέλῃ νὰ μπῆ;

δ᾿ τρόπος γιὰ ν᾿ ἀποκτήσῃ κάποιος αὐτὴν τὴν στὸ Θεὸν ἐλπίδα καὶ βοήθεια, εἶναι τὸ νὰ τρέξη μὲ τὴν μνήμη του στὴν ἀλήθεια τῶν θείων Γραφῶν, οἱ ὁποῖες, σὲ τόσα μέρη ἂς δείχνουν φανερά, ὅτι δὲν ἔμεινε ποτὲ ντροπιασμένος καὶ ἀβοήθητος, ὅποιος ἔλπισε στὸν Θεό. «Κοιτάξτε τὶς ἀρχαῖες γενεὲς καὶ στοχασθῆτε· ποιὸς ἐμπιστεύθηκε στὸν Κύριο καὶ καταντροπιάσθηκε;» (Σειρὰχ 2,9) (13).

Μὲ τὰ τέσσαρα λοιπὸν αὐτὰ ὅπλα ὁπλίσου, ἀδελφέ μου. Καὶ ἄρχισε τὸ ἔργο, καὶ πολέμησε γιὰ νὰ νικήσῃς· καὶ βέβαια ἀπὸ αὐτὰ θὰ ἀποκτήσῃς, ὄχι μόνον τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐλπίδα στὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀπελπισία στὸν ἑαυτό σου, γιὰ τὴν ὁποία δὲν παραλείπω νὰ σοῦ ὑπενθυμίσω καὶ σὲ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο, ὅτι ἔχεις πολλὴ ἀνάγκη ἀπὸ τὴν γνῶσι της· ἐπειδή, στὸν ἄνθρωπο εἶναι τόσον πολὺ προσκολλημένη ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του, ὅτι εἶναι κατὰ κάποιον τρόπο κάτι καὶ τόσο λεπτή, ποὺ σχεδὸν πάντα ζῇ κρυφὰ μέσα στὴν καρδιά μας, καὶ μᾶς φαίνεται πὼς δὲν ἔχομε ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό μας καὶ ἔχομε ἐλπίδα στὸ Θεό. Ὁπότε, γιὰ νὰ φεύγῃς ἐσύ, ὅσο μπορεῖς, αὐτὴ τὴν μάταιη ὑπόληψι, καὶ νὰ ἐργάζεσαι μὲ τὴν ἔλλειψι ἐπιστοσύνης στὸν ἑαυτό σου καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό, εἶναι ἀνάγκη νὰ προπορεύεται ἡ σκέψις τῆς ἀδυναμίας σου, πιὸ πρὶν ἀπὸ τὴν σκέψη τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ, καὶ πάλι αὐτὲς οἱ δυὸ μαζὶ νὰ προπορεύωνται πρὶν ἀπὸ κάθε μας πρᾶξι.

Ὁ Ἀόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

Σάββατο 2 Απριλίου 2022

Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος (Συναξαριστής Ἀγίου Νικοδήμου τοῦ Άγιορείτου)




Τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμών Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου


Επί κλίμαξι κλίμακας πυκνώς Πάτερ,
Τας αρετάς θείς, έφθασας πόλου μέχρι.

Χαίρεν Ιωάννης τριακοστή εξαναλύων.


Ούτος ο Όσιος Πατήρ ημών Ιωάννης ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστίνου του νεωτέρου, του ανεψιού του Ιουστινιανού, εν έτει φο΄ [570]. Όταν δε έγινε δεκαέξ χρόνων, ακαίώ έλαβεν εμπειρίαν εις την εγκύκλιον και εξωτερικήν σοφίαν, από τότε επρόσφερε τον εαυτόν του εις τον Θεόν θυσίαν ιερωτάτην. Όθεν αναβάς εις το Σίναιον όρος, επέρνα την ζωήν του υποκάτω εις υποταγήν γέροντος. Όταν δε έφθασεν εις τον εννεακαιδέκατον χρόνον της ηλικίας του, ανεχώρησεν από την υποταγήν, και επήγεν εις το στάδιον της ησυχίας, μακράν από το Κυριακόν της εν τω Σιναίω Σκήτεως, έως πέντε σημεία.
Ωνομάζετο δε ο τόπος εκείνος, Θωλάς. Εκεί λοιπόν επέρασεν ο αοίδιμος χρόνους ολοκλήρους τεσσαράκοντα, καταφλεγόμενος καθ’ εκάστην ημέραν από τον διακαή έρωτα, και από το πυρ της του Θεού αγάπης. Ούτος έτρωγε μεν, από όλα τα φαγητά, τα οποία είναι συγχωρημένον να τρώγουν οι Μοναχοί, έτρωγεν όμως από ολίγον. Εποίει δε τούτο και έτρωγεν από όλα τα φαγητά, ίνα ως διακριτικός, τζακίζη πανσόφως το κέρατον της υπερηφανίας, η οποία έμελλε να τον ενοχλή εάν δεν έτρωγεν, ως διαφέροντα από τους άλλους Μοναχούς.


Τίς δε δύναται να διηγηθή την πηγήν των δακρύων, οπού έτρεχεν από τους οφθαλμούς του μακαρίου τούτου; Ύπνον δε τόσον ολίγον εκοιμάτο, όσον να μη βλάψη τον νούν του από την υπερβολικήν αγρυπνίαν. Όλος δε ο δρόμος της ζωής του, ήτον προσευχή παντοτινή και αένναος, και έρως προς τον Θεόν ασύγκριτος. Ούτος λοιπόν επειδή απόκτησε κάθε αρετήν, και καλώς επολιτεύθη, διά τούτο ηξιώθη να λάβη παρά Θεού μεγάλας θεωρίας, και προορατικόν χάρισμα. Όθεν όταν ο μαθητής του εκοιμάτο υποκάτω εις μίαν πέτραν, η οποία έμελλε να πέση επάνω του και να τον συντρίψη, τούτο λέγω προγνωρίσας ο Όσιος διά του Αγίου Πνεύματος, εν τω κελλίω καθήμενος, εφάνη καθ’ ύπνους εις τον μαθητήν του, και σηκώσας αυτόν από τον ύπνον, τον ελύτρωσεν από τον θάνατον. Αφ’ ου λοιπόν έφθασεν εις το άκρον της αρετής, και κατεστάθη Ηγούμενος του εν τω Σιναίω όρει Μοναστηρίου, αφήκε την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν, και απήλθεν εις την αιώνιον. Πρό του θανάτου του δε συνέγραψε την πάνσοφον Βίβλον των τριάκοντα θείων και πνευματικών αναβάσεων, ήτοι σκαλοπατίων, η ποποία διά τούτο και Κλίμαξ επονομάζεται.

Σημείωσαι, ότι εις τον Όσιον τούτον Ιωάννην εγκώμιον έπλεξε Nικήτας ο ρήτωρ, ου η αρχή? «Ουδέν τιμιώτερον αρετής», και Αναστάσιος ο Σιναΐτης, ου η αρχή? «Αεί μεν η του Αγίου Πνεύματος χάρις». (Σώζονται και τα δύω εν τη του Διονυσίου και εν άλλαις.)


(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου”
Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού.
Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Πηγή: “Ορθόδοξη Πορεία”


Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.

Θεῖον κλίμακα, ὑποστηρίξας, τὴν τῶν λόγων σου, μέθοδον πάσι, Μοναστῶν ὑφηγητὴς ἀναδέδειξαι, ἐκ πρακτικῆς Ἰωάννη καθάρσεως, πρὸς θεωρίας ἀνάγων τὴν ἔλαμψιν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.


Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. δ'.

Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας· καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Ἰωάννη, Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.


Δείτε σχετικά:

 

Παρασκευή 1 Απριλίου 2022

ΜΗΝΥΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΠΑΛΑΜΑ (Ομιλία Μητροπολίτου Λαρίσης & Πλαταμώνος κ. Κλήμη)

 

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ: Περὶ ταπεινοφροσύνης

 

ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ

Περὶ ταπεινοφροσύνης

(Διὰ τὴν ὑψίστην ταπεινοφροσύνην, ἡ ὁποία ἀποκτᾶται
μὲ μυστικὸν τρόπον καὶ ἐξολοθρεύει τὰ πάθη)


ΕΚΕΙΝΟΣ ποὺ θέλει νὰ διηγῆται μὲ λόγια αἰσθητὰ τὴν αἴσθησι καὶ τὴν ἐνέργεια τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου στὴν κυριολεξία της, καὶ τῆς ἁγίας ταπεινοφροσύνης καθὼς πρέπει, καὶ τῆς μακαρίας ἁγνότητος ἀληθινά, καὶ τῆς θείας ἐλλάμψεως παραστατικά, καὶ τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ πραγματικά, καὶ τῆς ἐσωτερικῆς πληροφορίας ἀλάνθαστα, καὶ φαντάζεται ὅτι θὰ δώσῃ νὰ καταλάβουν αὐτὰ τὰ πράγματα μὲ τὴν ἐξήγησί του ὅσοι δὲν τὰ ἔχουν γευθῆ προσωπικῶς, αὐτὸς ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ ἐξηγήση μὲ λόγια καὶ παραδείγματα, πόσο γλυκὸ εἶναι τὸ μέλι σὲ ἐκείνους ποὺ ποτὲ δὲν τὸ ἐγεύθηκαν. Καὶ ὁ μὲν δεύτερος ἄδικα φιλολογεῖ, γιὰ νὰ μὴν εἰπῶ βαττολογεῖ, ὁ δὲ πρῶτος ἢ ἀγνοεῖ αὐτὰ ποὺ διηγεῖται ἢ ἐμπαίζεται ὑπερβολικὰ ἀπὸ τὴν κενοδοξία.

2. Ὁ παρὼν λόγος παρουσίασε ἐνώπιόν μας πρὸς ἐξέτασι ἕναν θησαυρό, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται ἀσφαλισμένος μέσα σὲ ὀστράκινα σκεύη ἢ καλύτερα σὲ ἀνθρώπινα σώματα. Ἕνα θησαυρὸ ποὺ ἡ ποιότης του δὲν μπορεῖ καθόλου νὰ κατανοηθῇ μὲ λόγια. Ἔχει δὲ ὁ θησαυρὸς αὐτὸς ἀπ᾿ ἔξω μόνο μία ἐπιγραφή, ἡ ὁποία εἶναι ἀκατανόητη καὶ παρέχει πολλὴν καὶ ἀτέλειωτη ἐρευνητικὴ προσπάθεια σὲ ὅσους ζητοῦν νὰ τὴν ἐξηγήσουν μὲ λόγια. Καὶ ἡ ἐπιγραφὴ αὐτὴ ἔχει ὡς ἑξῆς: «Η ΑΓΙΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΣ».

3. Ὅσοι ὁδηγοῦνται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἂς εἰσέλθουν μαζί μας στὸ νοερὸ καὶ πάνσοφο τοῦτο συνέδριο καὶ ἂς κρατοῦν νοερῶς στὰ χέρια τους θεόγραπτες πλάκες γνώσεως.

Ἄρχισε λοιπὸν τὸ συνέδριο. Συγκεντρωθήκαμε καὶ συζητήσαμε καὶ ἐρευνήσαμε ἐξεταστικὰ τὴν σημασία τῆς σπουδαίας αὐτῆς ἐπιγραφῆς. Ἕνας ἔλεγε ὅτι ταπεινοφροσύνη εἶναι τὸ νὰ λησμονῆς ἀμέσως τὰ κατορθώματά σου. Ἄλλος, τὸ νὰ θεωρῆς τὸν ἑαυτό σου πιὸ τελευταῖο καὶ πιὸ ἁμαρτωλὸ ἀπὸ ὅλους. Ἄλλος, τὸ νὰ γνωρίσης καλὰ μὲ τὸν νοῦ σου τὴν ἰδική σου ἀδυναμία καὶ ἀσθένεια. Ἄλλος, τὸ νὰ προλαμβάνης σὲ φιλονεικίες νὰ διαλύης πρῶτος τὴν ὀργή. Ἄλλος, τὸ νὰ γνωρίζης καλὰ τὴν χάρι καὶ τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἕνας ἄλλος πάλι, τὸ νὰ αἰσθάνεσαι ψυχικὴ συντριβὴ καὶ νὰ ἀπαρνῆσαι τὸ ἰδικό σου θέλημα.

Καὶ ἐγὼ ἀφοῦ τὰ ἄκουσα ὅλα αὐτά, καὶ ἀφοῦ τὰ ἐξέτασα μόνος μου μὲ πολλὴ περίσκεψι καὶ προσοχή, δὲν κατώρθωσα μὲ ὅσα ἄκουσα νὰ καταλάβω τὴν ἔννοια τῆς μακαρίας ταπεινοφροσύνης. Γι᾿ αὐτὸ ὡς ἔσχατος ὅλων, ἀφοῦ ἐμάζευσα ὅπως ὁ σκύλος τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεσαν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν γνωστικῶν ἐκείνων καὶ μακαρίων Πατέρων, κατέληξα στὸν ἑξῆς ὁρισμό:

Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἀνώνυμη χάρις τῆς ψυχῆς ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ὀνομασθῇ μόνο ἀπὸ ὅσους τὴν ἐδοκίμασαν ἐκ πείρας. Εἶναι ἀνέκφραστος πλοῦτος, ὀνομασία τοῦ Θεοῦ, δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾿ ὅσον Ἐκεῖνος λέγει: «Μάθετε οὐκ ἀπ᾿ Ἀγγέλου, οὐκ ἀπ᾿ ἀνθρώπου, οὐκ ἀπὸ δέλτου, ἀλλ᾿ ἀπ᾿ ἐμοῦ», δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἐνοίκησί μου καὶ τὴν ἔλλαμψί μου καὶ τὴν ἐνέργειά μου μέσα σας, «ὅτι πρᾴος εἰμι καὶ ταπεινός τῇ καρδίᾳ καὶ τῷ λογισμῷ καὶ τῷ φρονήματι, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν πολέμων καὶ κουφισμὸν λογισμῶν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν» (πρβλ. Ματθ. ια´ 29).

4. Διαφορετικὴ εἶναι ἡ ὄψις ποὺ παρουσιάζει ἡ ὁσία αὕτη ἄμπελος ὅταν ἀκόμη ἐπικρατῆ ὁ χειμώνας τῶν παθῶν, καὶ διαφορετικὴ ὅταν πλέον ἔλθη ἡ ἄνοιξις (καὶ ἡ ἔναρξις) τῶν καρπῶν, καὶ διαφορετικὴ ὅταν φθάση τὸ θέρος τῶν ἀρετῶν, παρ᾿ ὅλον ὅτι ὅλες αὐτὲς οἱ ὄψεις συμβάλλουν σὲ μία καὶ τὴν αὐτὴ εὐφροσύνη καὶ καρποφορία. Γι᾿ αὐτὸ ἐμφανίζει καὶ τὰ ἀντίστοιχα σημάδια καὶ τὶς ἀποδείξεις τῶν κατὰ καιροὺς καρπῶν της.

5. Ὅταν ἀρχίζη νὰ ἀνθίζη μέσα μας ἡ σταφυλὴ τῆς ὁσίας αὐτῆς ἀμπέλου, αἰσθανόμεθα πάραυτα κόπωσι καὶ μίσος πρὸς κάθε ἀνθρώπινη δόξα καὶ ἔπαινο, ἐνῷ συγχρόνως ἐξορίζομε ἀπὸ μέσα μας τὸν θυμὸ καὶ τὴν ὀργή. Ὅσο δὲ ἐν τῷ μεταξὺ προχωρεῖ κατὰ τὴν πνευματικὴ ἡλικία μέσα στὴν ψυχή, ἡ βασίλισσα αὐτὴ τῶν ἀρετῶν, κάθε καλὸ ποὺ ἐκτελοῦμε τὸ θεωροῦμε μηδὲν ἢ μᾶλλον βδέλυγμα. Κυρίως συλλογιζόμαστε ὅτι κάθε ἡμέρα ποὺ περνᾶ αὐξάνει τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μας ἐξ αἰτίας κρυφῶν καὶ ἀσυναισθήτων ἁμαρτιῶν καὶ ἀμελειῶν, ποὺ σκορπίζουν τὸν πλοῦτο τῆς ψυχῆς.

Τὸ δὲ πλῆθος τῶν χαρισμάτων ποὺ μᾶς χορηγεῖ ὁ Θεὸς τὸ βλέπομε σὰν αἰτία μεγαλυτέρας τιμωρίας, γιατί δὲν μᾶς ἀξίζει. Ἔτσι ὁ νοῦς ἀσφαλίζεται ἀπὸ τοὺς κλέπτες κλεισμένος μέσα στὸ βαλάντιο τῆς μετριοφροσύνης. Ἀκούει μόνο τὰ κτυπήματα καὶ τὰ παιγνίδια τους, χωρὶς νὰ ἐπηρεάζεται καθόλου ἀπὸ αὐτά. Καὶ τοῦτο, διότι ἡ μετριοφροσύνη εἶναι ταμεῖο ἀπαραβίαστο.

6. Ἐτολμήσαμε δι᾿ ὀλίγων νὰ φιλοσοφήσωμε γιὰ τὴν ἄνθησι καὶ τὴν μικρὴ ἀνάπτυξι τούτου τοῦ ἀειθαλοῦς καρποῦ. Ἀλλὰ γιὰ τὸ ποιὸ εἶναι τὸ τέλειο βραβεῖο, ὁ τέλειος καρπὸς τῆς ἱερᾶς αὐτῆς ἀρετῆς, ὅσοι εἶσθε οἰκεῖοι τοῦ Κυρίου, ἐρωτήσατε τὸν Κύριον. Γιὰ τὴν ποσότητα καὶ μεγαλωσύνη τῆς ὁσίας αὐτῆς ἀρετῆς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὁμιλήσω. Γιὰ τὴν ποιότητά της πάλι εἶναι ἀκόμη πιὸ ἀδύνατο.

Ἔτσι ἂς ἐπιχειρήσωμε πάλι νὰ ὁμιλήσωμε γιὰ τὶς ἰδιότητές της σύμφωνα μὲ τὴν σκέψι ποὺ ἦλθε στὸν νοῦ μας.

7. Ἡ μετάνοια ποὺ γίνεται μὲ συνεχῆ φροντίδα καὶ τὸ πένθος ποὺ εἶναι καθαρισμένο ἀπὸ κάθε κηλίδα καὶ ἡ ὁσιωτάτη τῶν ἀρχαρίων ταπείνωσις διαφέρουν καὶ διακρίνονται μεταξύ τους ὅσο ὁ ἄρτος ἀπὸ τὴν ζύμη καὶ τὸ ἀλεύρι. Διότι συντρίβεται πρῶτα ἡ ψυχὴ καὶ λεπτύνεται μὲ τὴν πραγματικὴ μετάνοια.

Ἔπειτα ἑνώνεται κατὰ κάποιον τρόπο καί, ἂς τὸ εἰπῶ ἔτσι, συμφύρεται μὲ τὸν Θεὸν μὲ τὸ ὕδωρ τοῦ ἀληθινοῦ πένθους. Ἐν συνεχείᾳ, ἀφοῦ ἀνάψῃ μὲ τὸ πῦρ τοῦ Κυρίου, ἐμφανίζεται ὡς στερεὸς ἄρτος ἡ μακαρία ταπείνωσις, ἡ ἄζυμος καὶ ἄτυφος, (ἡ ὁποία δηλαδὴ εἶναι ἀπηλλαγμένη ἀπὸ τὴν ζύμη τῆς κακίας καὶ τὴν ὑπερηφάνεια).

Καὶ ὅπως κάθε μία ἀπὸ τὶς τρεῖς αὐτὲς ἀρετές, τὶς ὅμοιες μὲ τρίπλοκη ἁλυσίδα ἢ καλύτερα μὲ οὐράνιο τόξο, ἐμφανίζει τὴν ἴδια δύναμι καὶ ἐνέργεια καὶ ἀποβλέπει στὸν ἴδιο στόχο, θὰ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ἔχουν μεταξύ τους καὶ τὶς ἰδιότητες κοινές. Ἔτσι ὅποιο θὰ ὀνομάσης σημάδι τῆς μιᾶς, θὰ τὸ εὕρης νὰ εἶναι γνώρισμα καὶ τῆς ἄλλης.

Αὐτὸ δὲ ποὺ εἶπα θὰ προσπαθήσω μὲ συντομία νὰ τὸ ἀποδείξω καὶ νὰ τὸ ἐπικυρώσω.

8. Πρώτη καὶ ἐξαιρετικὴ ἰδιότης τῆς ὡραίας καὶ ἀξιοθαύμαστης αὐτῆς τριάδος εἶναι ἡ μετὰ πολλῆς χαρᾶς ὑποδοχὴ τῆς ἀτιμίας, τὴν ὁποία δέχεται μὲ ἀνοικτὰ τὰ χέρια καὶ τὴν ἐναγκαλίζεται, μὲ τὴν σκέψι ὅτι καταπαύει καὶ κατακαίει ψυχικὲς ἀσθένειες καὶ μεγάλες ἁμαρτίες. Δεύτερο γνώρισμά της εἶναι ἡ ἐξαφάνισις κάθε ἐκδηλώσεως θυμοῦ, καθὼς καὶ ἡ μετριοφροσύνη γι᾿ αὐτὴ τὴν ἐπιτυχία. Ἡ τρίτη δὲ καὶ ἀνωτέρα βαθμίδα εἶναι ἡ ἀναμφίβολος ἀμφιβολία γιὰ τὴν ἰσχὺ τῶν καλῶν μας ἔργων, καθὼς καὶ ἡ συνεχὴς ἔφεσις γιὰ μάθησι.

9. Ὅπως «τέλος νόμου καὶ προφητῶν Χριστός, εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι» (Ρωμ. ι´ 4), ἔτσι καὶ τέλος τῶν ἀκαθάρτων παθῶν σὲ καθέναν ποὺ δὲν προσέχει εἶναι ἡ κενοδοξία καὶ ἡ ὑπερηφάνεια. Μὲ τὸ νὰ τὶς φονεύη δὲ αὐτὲς ἡ νοερὰ ἔλαφος τῆς ταπεινοφροσύνης (1), διαφυλάττει ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος συζῆ μαζί της ἀπρόσβλητον ἀπὸ κάθε θανατηφόρο δηλητήριο. Ποῦ νὰ ἐμφανισθῇ ἀλήθεια σ᾿ αὐτὴν τὸ δηλητήριο τῆς ὑποκρισίας; Ποῦ τὸ δηλητήριο τῆς καταλαλιᾶς; Ποῦ νὰ ἐμφωλεύσῃ σ᾿ αὐτὴν ὄφις; Καὶ ἐὰν πάλιν ἐμφωλεύση, δὲν θανατώνεται καὶ δὲν ἐξαφανίζεται, ὅταν τραβηχθῇ ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ φανερωθῆ; Δὲν συναντᾶς σὲ ὅποιον συνδέεται μὲ αὐτὴν μίσος οὔτε κάποια μορφὴ ἀντιλογίας οὔτε καμμία ὀσμὴ ἀπειθαρχίας, ἐκτὸς ἂν τυχὸν πρόκειται γιὰ θέματα πίστεως.

10. Ὅποιος τὴν ἐνυμφεύθη εἶναι ἤπιος, προσηνής, εὐκατάνυκτος, εὐσπλαγχνικὸς περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον. Εἶναι ἀκόμη γαλήνιος, χαρωπός, εὐκολοκυβέρνητος, ἄλυπος, ἄγρυπνος, ἄοκνος, καὶ -γιατί νὰ λέγω πολλά;- ἀπαθής· ἀφοῦ «ἐν τῇ ταπεινώσει ἡμῶν ἐμνήσθη ἡμῶν ὁ Κύριος καὶ ἐλυτρώσατο ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν» (Ψαλμ. ρλε´ 23-24) καὶ ἐκ τῶν παθῶν καὶ μολυσμῶν.

11. Ὁ ταπεινόφρων μοναχὸς δὲν πολυεξετάζει τὰ ἄρρητα μυστήρια, ἐνῷ ὁ ὑπερήφανος ἐρευνᾶ τὰ ἀκατάληπτα κρίματα τοῦ Θεοῦ.

12. Σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς πλέον γνωστικοὺς ἀδελφοὺς παρουσιάσθηκαν ὀφθαλμοφανῶς οἱ δαίμονες καὶ τὸν ἐμακάρισαν. Αὐτὸς δὲ ὁ πάνσοφος τοὺς ἀπήντησε: «Ἐὰν σταματήσετε νὰ μὲ ἐπαινῆτε μὲ τοὺς λογισμοὺς ποὺ φέρνετε στὴν ψυχή μου, τότε ἐξ αἰτίας τῆς ἀναχωρήσεώς σας θὰ θεωρήσω τὸν ἑαυτόν μου μέγαν. Ἐὰν ὅμως δὲν σταματήσετε νὰ μὲ ἐπαινῆτε, τότε ἀπὸ τοὺς ἰδικούς σας ἐπαίνους θὰ συλλογίζωμαι τὴν ἰδική μου ἀκαθαρσία, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι «ἀκάθαρτος παρὰ Κυρίῳ πᾶς ὑψηλοκάρδιος» (Παροιμ. ις´ 5). Ἢ λοιπὸν ἀναχωρεῖτε καὶ γίνομαι ἀμέσως μέγας ἢ συνεχίζετε νὰ μὲ ἐπαινῆτε καὶ ἀποκτῶ μὲ τὴν συνεργία σας περισσότερη ταπείνωσι». Οἱ δαίμονες ἀμέσως κατεπλάγησαν διότι δὲν εἶχαν τί νὰ τοῦ ἀπαντήσουν καὶ ἔγιναν ἄφαντοι.

13. Νὰ μὴν εἶναι ἡ ψυχή σου ὡς πρὸς τὸ ζωοποιὸ τοῦτο νάμα, δηλαδὴ τὴν ταπείνωσι, λάκκος ποὺ ἄλλοτε τὴν ἀναβλύζει καὶ ἄλλοτε πάλι στερεύει ἀπὸ τὸν καύσωνα τῆς φιλοδοξίας καὶ τῆς ἐπάρσεως, ἀλλὰ πηγὴ ἀπαθείας ποὺ πάντοτε θὰ ἀναβλύζη ἀπὸ τὰ βάθη της ποταμὸ ὁλόκληρο ταπεινοφροσύνης. Γνώριζε, ὦ φίλε μου, ὅτι οἱ κοιλάδες εἶναι ἐκεῖνες ποὺ πληθαίνουν μέσα τους τὸ σιτάρι καὶ τὸν πνευματικὸ καρπό. Κοιλάδα σημαίνει ψυχὴ ταπεινωμένη ἀνάμεσα σὲ ὄρη, (δηλαδὴ ἀνάμεσα σὲ πνευματικὲς ἀρετές), ἡ ὁποία πάντοτε εἶναι χωρὶς ὑπερηφάνεια καὶ πάντοτε παραμένει ἀμετακίνητη.

14. Δὲν λέγει ὁ Ψαλμῳδὸς «ἐνήστευσα» οὔτε «ἀγρύπνησα» οὔτε «ἐκοιμήθηκα κατὰ γῆς», ἀλλὰ «ἐταπεινώθην, καὶ ἔσωσέ με συντόμως ὁ Κύριος» (πρβλ. Ψαλμ. ριδ´ 6). Ἡ μὲν μετάνοια μᾶς ἀνεγείρει, τὸ δὲ πένθος κρούει τὴν πύλη τοῦ οὐρανοῦ, ἡ δὲ ὁσία ταπείνωσις τὴν ἀνοίγει. Ἐγὼ δὲ ὁμολογῶ καὶ προσκυνῶ τὴν τριάδα μέσα στὴν μονάδα καὶ τὴν μονάδα μέσα στὴν τριάδα (2).

15. Ὅλα ὅσα βλέπονται τὰ φωτίζει ὁ ἥλιος, καὶ ὅλα ὅσα γίνονται μὲ λογικὴ τὰ ἐνισχύει ἡ ταπείνωσις. Ὅταν ἀπουσιάζη τὸ φῶς, ὅλα εἶναι ζοφώδη, καὶ ὅταν ἀπουσιάζη ἡ ταπείνωσις, ὅλα τὰ κατορθώματά μας εἶναι ἄχρηστα.

16. Ἕνας χῶρος σὲ ὁλόκληρη τὴν κτίσι εἶδε μία μόνο φορὰ τὸν ἥλιο (3). Καὶ ἕνας μόνο λογισμὸς πολλὲς φορὲς προξένησε ταπείνωσι (4). Μία καὶ μόνη ἡμέρα αἰσθάνθηκε ὅλος ὁ κόσμος ἀγαλλίασι (5). Καὶ μία μόνο ὑπάρχει ἀρετή, ἡ ταπείνωσις, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ τὴν μιμηθοῦν οἱ δαίμονες.

17. Ἄλλο πράγμα εἶναι τὸ νὰ ὑπερηφανεύεται κανείς, καὶ ἄλλο τὸ νὰ μὴν ὑπερηφανεύεται, καὶ ἄλλο τὸ νὰ ταπεινώνεται. Ὁ πρῶτος καθημερινῶς κρίνει τοὺς ἄλλους· ὁ δεύτερος δὲν κρίνει τοὺς ἄλλους, πλὴν ὅμως δὲν κατακρίνει καὶ τὸν ἑαυτόν του· ὁ δὲ τρίτος, ἂν καὶ ἀπηλλαγμένος ἀπὸ τὴν καταδίκη, καταδικάζει ὁ ἴδιος συνεχῶς τὸν ἑαυτόν του.

18. Ἄλλο πράγμα εἶναι τὸ νὰ ταπεινοφρονῆ κανείς, καὶ ἄλλο τὸ νὰ ἀγωνίζεται νὰ ταπεινοφρονῆ, καὶ ἄλλο τὸ νὰ ἐπαινῆ τὸν ταπεινόφρονα. Τὸ πρῶτο εἶναι τῶν τελείων, τὸ δεύτερο τῶν ἀληθινῶν ὑποτακτικῶν, καὶ τὸ τρίτο ὅλων τῶν πιστῶν.

19. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει γίνει ταπεινὸς βαθειὰ καὶ ἐσωτερικά, δὲν κλέπτεται καὶ δὲν ζημιώνεται ἀπὸ λόγους χειλέων. Διότι δὲν προφέρει ἡ θύρα τοῦ στόματος ὅ,τι δὲν ἔχει ὁ θησαυρὸς τῆς καρδιᾶς.

20. Ὁ ἵππος ποὺ εἶναι μόνος του, πολλὲς φορὲς τοῦ φαίνεται πὼς τὰ καταφέρνει στὸ τρέξιμο, ὅταν ὅμως εὑρίσκεται μαζὶ μὲ ἄλλους ἵππους, τότε ἀντιλαμβάνεται τὴν νωθρότητά του.

21. Ἐὰν ὁ λογισμὸς δὲν καυχᾶται πλέον γιὰ φυσικὰ προτερήματα, αὐτὸ εἶναι σημάδι ὅτι ἀρχίζει νὰ ἔρχεται ἡ ὑγεία. Ἀντιθέτως ὅσο ὀσφραίνεται ἀκόμη ἐκείνη τὴν δυσοσμία, δὲν αἰσθάνεται τοῦ πνευματικοῦ μύρου τὴν εὐωδία.

22. Ὁ ἐραστής μου, εἶπε ἡ ὁσία ταπείνωσις, δὲν ἐπιπλήττει, δὲν καταδικάζει τοὺς ἄλλους, δὲν ἐπιζητεῖ πρωτεῖα, δὲν χρησιμοποιεῖ σοφιστεῖες, ἕως ὅτου ἑνωθῇ μαζί μου, διότι μετὰ τὴν ἕνωσί μας δὲν ὑπόκειται πλέον στὸν νόμο.

23. Σὲ κάποιον ἀγωνιστῆ ποὺ προσπαθοῦσε νὰ κατακτήσῃ τὴν μακαρία ταπείνωσι, οἱ ἀνόσιοι δαίμονες ἔσπερναν ἐπαίνους στὴν καρδιά. Ἐκεῖνος τότε μηχανᾶται κατόπιν θείου φωτισμοῦ κάποιο εὐσεβὲς τέχνασμα, γιὰ νὰ νικήση τὴν πονηρία τῶν δαιμόνων. Σηκώνεται λοιπὸν ἀμέσως καὶ γράφει στὸν τοῖχο τοῦ κελλίου του τὰ ὀνόματα τῶν πλέον ὑψηλῶν ἀρετῶν, δηλαδὴ τῆς τελείας ἀγάπης, τῆς ἀγγελικῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, τῆς ἀφθάρτου ἁγνότητος καὶ τῶν παρομοίων. Ὁσάκις λοιπὸν ἄρχιζαν νὰ τὸν ἐπαινοῦν οἱ λογισμοί, τοὺς ἔλεγε: «Ἂς πᾶμε νὰ κάνουμε τὸν ἔλεγχο». Πλησιάζοντας δὲ στὸν τοῖχο ἐδιάβαζε τὰ ὀνόματα τῶν ἀρετῶν καὶ ἀπευθυνόμενος στὸν ἑαυτόν του ἐκραύγαζε: «Ὅταν τὶς ἀποκτήσης αὐτές, ἂς γνωρίζης ὅτι ἀκόμη εὑρίσκεσαι μακρυᾶ ἀπὸ τὸν Θεόν».

24. Ποιὰ εἶναι ἡ δύναμις καὶ ἡ οὐσία τούτου τοῦ ἡλίου, (δηλαδὴ τῆς ταπεινοφροσύνης), δὲν μποροῦμε νὰ τὴν παρουσιάσωμε. Μόνο ἀπὸ τὶς ἐνέργειές της καὶ ἀπὸ τὶς ἰδιότητές της κατορθώνομε νὰ κατανοήσωμε τὴν βαθύτερη οὐσία της.

25. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι θεϊκὴ σκέπη ποὺ σκεπάζει τοὺς ὀφθαλμούς μας, γιὰ νὰ μὴ βλέπωμε τὰ κατορθώματά μας. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἄβυσσος εὐτελείας, ἀπρόσβλητη ἀπὸ κάθε κλέπτη. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι «πύργος ἰσχύος ἀπὸ προσώπου ἐχθροῦ» (Ψαλμ. ξ´ 4). «Ὁ ἐχθρὸς δὲν ἔχει νὰ ὠφεληθῇ ἀπὸ αὐτόν, τὸν ταπεινό, καὶ ὁ υἱὸς ἢ μᾶλλον ὁ λογισμὸς τῆς ἀνομίας δὲν θὰ μπορέση νὰ τὸν κακοποιήση. Ἀντιθέτως δὲ αὐτὸς θὰ κατακόψῃ ἐνώπιόν του ὅλους τοὺς ἐχθρούς του καὶ ὅσους τὸν μισοῦν θὰ τοὺς κατατροπώση» (πρβλ. Ψαλμ. πη´ 23).

26. Ὁ μεγάλος τοῦτος ἰδιοκτήτης τοῦ ἰδικοῦ του πλούτου, δηλαδὴ ἡ ταπείνωσις, ἀντιλαμβάνεται μέσα στὴν ψυχὴ καὶ ἄλλα ἐκλεκτὰ γνωρίσματα, ἐκτὸς ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ προαναφέραμε. Διότι ἐκεῖνα ποὺ προαναφέραμε, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα (6), ὑποδηλώνουν ἁπλῶς στοὺς ἄλλους τὸν πνευματικὸ πλοῦτο.

27. Θὰ γνωρίσης καὶ δὲν θὰ ἀπατηθῆς ὅτι ἀπέκτησες μέσα σου τὴν ὁσία αὐτὴ οὐσία, δηλαδὴ τὴν ταπείνωσι, ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ ἀρρήτου φωτὸς καὶ ἀπὸ τὸν ἀπερίγραπτο ἔρωτα τῆς προσευχῆς. Πρὶν κατακτηθοῦν αὐτὰ προηγεῖται μία κατάστασις, κατὰ τὴν ὁποία ἡ καρδιὰ δὲν περιφρονεῖ τοὺς ἁμαρτάνοντας οὔτε κατακρίνει τὰ ἁμαρτήματά τους. Καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτὴ τὴν κατάσταση προηγεῖται ἄλλη, κατὰ τὴν ὁποία ἡ καρδιὰ μισεῖ κάθε κενοδοξία.

28. Ὅποιος ἐπέτυχε τὴν πλήρη γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ του, αὐτὸς ἔσπειρε σὲ γῆ ἀγαθή. Ὅποιος δὲν ἔσπειρε κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο, δὲν πρόκειται νὰ ἰδῆ νὰ ἀνθίζη μέσα του ἡ ταπεινοφροσύνη. Ὅποιος ἐπέτυχε τὴν γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ του, αὐτὸς αἰσθάνθηκε τὸν φόβο τοῦ Κυρίου, καὶ βαδίζοντας μὲ τὴν αἴσθησι αὐτὴ ἔφθασε στὴν πύλη τῆς ἀγάπης.

29. Ἡ ταπείνωσις εἶναι ἡ πύλη τῆς οὐρανίου βασιλείας ποὺ εἰσάγει σ᾿ αὐτὴν ὅσους τὴν πλησιάζουν. Νομίζω ὅτι γι᾿ αὐτὴν εἶπε ὁ Κύριος: «Καὶ εἰσελεύσεται ὁ βουλόμενος καὶ ἐξελεύσεται ἀφόβως ἐκ τοῦ βίου καὶ νομὴν εὑρήσει» (πρβλ. Ἰωάν. ι´ 9) καὶ χλόη μέσα στὸν παράδεισο. Ὅλοι ὅσοι εἰσῆλθαν στὴν μοναχικὴ ζωὴ ἀπὸ ἄλλη θύρα αὐτοὶ εἶναι κλέπται καὶ λησταὶ τῆς ἰδικῆς τους ζωῆς (πρβλ. Ἰωάν. ι´ 1).

30. Ὅσοι ἐπιζητοῦμε τὴν ταπεινοφροσύνη ἂς μὴ παύωμε νὰ ἐξετάζωμε καὶ νὰ ἀνακρίνωμε τοὺς ἑαυτούς μας. Καὶ ὅταν αἰσθανώμεθα μὲ τὴν καρδιά μας ἀνώτερον σὲ ὅλα τὸν πλησίον, τότε εἶναι κοντά μας τὸ ἔλεος, (δηλαδὴ τὸ ἐκ Θεοῦ δῶρο τῆς ταπεινοφροσύνης).

31. Εἶναι ἀκατόρθωτο νὰ προέλθη ἀπὸ τὸ χιόνι φλόγα. Περισσότερο ὅμως ἀκατόρθωτο εἶναι νὰ εὑρεθῇ ταπείνωσις στοὺς ἑτερόδοξους, διότι τὸ κατόρθωμα αὐτὸ ἀνήκει μόνο στοὺς πιστοὺς καὶ ὀρθοδόξους καὶ μάλιστα σὲ ὅσους ἐξ αὐτῶν ἔχουν καθαρθῆ ἀπὸ τὰ πάθη.

32. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς ὀνομάζομε τοὺς ἑαυτούς μας ἁμαρτωλούς· ἴσως καὶ νὰ τὸ παραδεχώμαστε. Ἀλλὰ τὴν ταπεινόφρονα καρδία τὴν ἐλέγχει ἡ προσβολὴ καὶ ἡ ἐξουδένωσις ἐκ μέρους τῶν ἄλλων.

33. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγωνίζεται νὰ φθάση στὸ ἀκύμαντο λιμάνι τῆς ταπεινοφροσύνης, δὲν θὰ παύση ποτὲ νὰ χρησιμοποιῇ διάφορους τρόπους καὶ λόγους καὶ σκέψεις καὶ ἐπινοήσεις καὶ ἔρευνες καὶ ἀναζητήσεις καὶ ἐπιτηδεύματα καὶ τεχνάσματα καὶ εὐχὲς καὶ προσευχές, μέχρις ὅτου ἀπομακρύνῃ τὸ σκάφος τῆς ψυχῆς του ἀπὸ τὴν παντοτεινὰ τρικυμιώδη θάλασσα τῆς οἰήσεως· καὶ τοῦτο, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τρόπους ζωῆς πιὸ ταπεινοὺς καὶ πιὸ περιφρονημένους. Διότι ὅποιος ἐσώθηκε ἀπὸ αὐτήν, τὴν οἴησι, εὔκολα σὰν τὸν τελώνη τακτοποιεῖ τὰ ὑπόλοιπα ἁμαρτήματά του.

34. Μερικοί, παρ᾿ ὅλον ὅτι ἐσυγχωρήθηκαν γιὰ τὰ παλαιά τους ἁμαρτήματα, ἐν τούτοις τὰ ἐνθυμοῦνται μέχρι τέλους τῆς ζωῆς τους, χρησιμοποιώντας αὐτὰ ὡς ἀφορμὴ ταπεινοφροσύνης καὶ μαστιγώνοντας μὲ αὐτὰ τὸ μάταιο φρόνημα τῆς οἰήσεως. Ἄλλοι, ἀναλογιζόμενοι τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ, θεωροῦν πάντοτε τὸν ἑαυτό τους χρεώστη. Ἄλλοι ἐξευτελίζουν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὰ καθημερινά τους σφάλματα. Ἄλλοι κατέριψαν στὸ ἔδαφος τὴν ὑπερηφάνεια μὲ τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς ἀσθένειες καὶ τὰ πταίσματα ποὺ κατὰ καιροὺς τοὺς συνέβησαν. Καὶ ἄλλοι τέλος ἀπὸ τὴν ἔλλειψι χαρισμάτων ἀπέκτησαν τὴν μητέρα τῶν χαρισμάτων.

Εἶναι καὶ μερικοὶ ἄλλοι -δὲν γνωρίζω ἂν ὑπάρχουν καὶ σήμερα- οἱ ὁποῖοι ταπεινώνουν τὸν ἑαυτόν τους μὲ τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Ὅσο περισσότερο αὐξάνουν οἱ δωρεὲς τοῦ Θεοῦ, τόσο περισσότερο ταπεινώνουν τὸν ἑαυτό τους, μὲ τὴν σκέψι ὅτι εἶναι ἀνάξιοι γιὰ ἕναν τέτοιο πλοῦτο. Καὶ ζοῦν μὲ τὴν συναίσθησι ὅτι καθημερινῶς αὐξάνει τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν τους. Τοῦτο εἶναι ἡ ταπείνωσις, τοῦτο ἡ μακαριότης, τοῦτο τὸ ἀνώτερο βραβεῖο.

35. Ὅταν ἰδῇς ἢ ἀκούσῃς ὅτι κάποιος μέσα σε ὀλίγα ἔτη ἀπέκτησε πολὺ μεγάλη ἀπάθεια, νὰ ξέρης ὅτι δὲν ἐβάδισε ἄλλη, ἀλλὰ τούτη τὴν μακαρία καὶ σύντομη ὁδό.

36. Ἀγάπη καὶ ταπείνωσις! Ἱερὸ ζεῦγος! Ἡ μία ὑψώνει καὶ ἡ ἄλλη συγκρατεῖ ὅσους ὑψώθηκαν καὶ δὲν τοὺς ἀφήνει ποτὲ νὰ πέσουν.

37. Ἄλλο εἶναι ἡ συντριβὴ καὶ ἄλλο ἡ ἐπίγνωσις καὶ ἄλλο ἡ ταπείνωσις. Ἡ συντριβὴ εἶναι γέννημα κάποιας πτώσεως, διότι ἐκεῖνος ποὺ πίπτει συντρίβεται καὶ ἵσταται στὴν προσευχὴ χωρὶς παρρησία καὶ μὲ ἐπαινετὴ ἀναίδεια, ἀκουμπώντας σὰν τσακισμένος στὴν ράβδο τῆς ἐλπίδος καὶ ἀποδιώκοντας μὲ αὐτὴ τὸν κύνα τῆς ἀπογνώσεως.

Ἐπίγνωσις εἶναι ἡ ὀρθὴ γνῶσις τῶν μέτρων, στὰ ὁποῖα εὑρισκόμαστε, καθὼς καὶ ἡ ἀδιάκοπη μνήμη τῶν μικρῶν σφαλμάτων.

Ταπείνωσις εἶναι ἡ νοερὰ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία φυλάσσεται ἀπὸ ὅσους τὴν ἀξιώθηκαν στοὺς μυστικοὺς θαλάμους τῆς ψυχῆς, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφρασθῇ μὲ λόγια.

38. Ὅποιος λέγει ὅτι ὠσφράνθηκε καλὰ τὴν εὐωδία ἑνὸς τέτοιου μύρου καὶ συγχρόνως ὅταν ἀκούη ἐπαίνους συγκινεῖται κάπως ἡ καρδιά του ἢ βλέπει ὅτι δονεῖται ἀπὸ τὴν δύναμι τῶν ἐπαινετικῶν λόγων, αὐτός, ἂς μὴν ἀπατᾶται, ἔχει πλανηθῆ.

39. Ἄκουσα κάποιον νὰ λέγη ὁλοψύχως: «Μὴ ἡμῖν, Κύριε, μὴ ἡμῖν, ἀλλ᾿ ἢ τῷ ὀνόματί σου δὸς δόξαν» (Ψαλμ. ριγ´ 9). Καὶ τοῦτο, διότι ἐγνώριζε ὅτι ἡ φύσις τοῦ ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ ἔτσι μόνη της νὰ φυλαχθῇ ἀβλαβὴς ἀπὸ τὴν δόξα. Ἔλεγε ἀκόμη: «Παρὰ σοῦ ὁ ἔπαινός μου ἐν ἐκκλησίᾳ μεγάλῃ» (Ψαλμ. κα´ 26), δηλαδὴ κατὰ τὸν μέλλοντα αἰώνα. Διότι προηγουμένως δὲν μπορῶ νὰ σηκώσω τὴν δόξα καὶ τὸν ἔπαινο χωρὶς κίνδυνο.

40. Ἐὰν τοῦτο ἀποτελῆ ὅρο καὶ λόγο καὶ τρόπο τῆς πλέον μεγάλης ὑπερηφανείας, δηλαδὴ τὸ νὰ ὑποκρίνεται κανεὶς ἀπὸ φιλοδοξία ἀρετὲς ποὺ δὲν ἔχει, ὁπωσδήποτε τοῦτο θὰ ἀποτελῇ τὸ σημάδι τῆς πλέον βαθειᾶς ταπεινοφροσύνης, τὸ νὰ παρουσιαζώμαστε δηλαδὴ σὲ ἄλλους ὡς ἔνοχοι δῆθεν διαφόρων ἁμαρτημάτων, ὥστε νὰ ἐξευτελιζώμαστε.

Ἔτσι ἐνήργησε ἐκεῖνος ποὺ ἐπῆρε στὰ χέρια του τὸ ψωμὶ καὶ τὸ τυρί (7). Ἔτσι ἐκεῖνος ποὺ ἀφήρεσε τὸ ἔνδυμά του καὶ ἐγύρισε τὴν πόλι μὲ ἀπάθεια, σὰν ἀγωνιστὴς τῆς ἁγνότητος ποὺ ἦταν (8). Δὲν θὰ λάβουν ὑπ᾿ ὄψιν τους αὐτοὶ οἱ ἀγωνισταὶ τὸν σκανδαλισμὸ τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ ἔχουν ἀποκτήσει τὴν δύναμι νὰ πληροφοροῦν μυστικὰ μὲ τὴν προσευχή τους ὅλους γιὰ τὴν ἀληθινή τους κατάστασι.

41. Ὅποιος φροντίζει γιὰ τὸ πρῶτο, δηλαδὴ γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τοῦ σκανδαλισμοῦ, αὐτὸς δείχνει ὅτι στερεῖται τὸ δεύτερο, δηλαδὴ τὴν δύναμι τῆς πληροφορίας. Διότι ὅταν ἔχωμε τὸν Θεὸν ἕτοιμο νὰ μᾶς ἐπακούη, ὅλα μποροῦμε νὰ τὰ κατορθώσωμε. Νὰ προτιμᾶς νὰ λυπῆς τοὺς ἀνθρώπους μᾶλλον καὶ ὄχι τὸν Θεόν, διότι χαίρεται ὁ Θεὸς ὅταν μᾶς βλέπη νὰ ἐπιδιώκωμε τὴν ἀτιμία, μὲ τὸν σκοπὸ νὰ πιέσωμε καὶ νὰ κτυπήσωμε καὶ νὰ ἐξοντώσωμε τὴν ματαιότητα τῆς οἰήσεως.

42. Ἡ τελεία ξενιτεία εἶναι ἡ πρόξενος τῶν τόσο μεγάλων κατορθωμάτων, ἐφ᾿ ὅσον μόνο οἱ πολὺ μεγάλοι ἀντέχουν στὸ νὰ ἐμπαίζωνται ἀπὸ τοὺς γνωρίμους των. (Οἱ ἄλλοι ἐπειδὴ δὲν ἀντέχουν ἂς ἐπιζητοῦν νὰ ξενιτεύουν καὶ νὰ ἀσκοῦνται ἀνάμεσα σὲ ξένους καὶ ἀγνώστους ἀνθρώπους). Ἂς μὴ παραξενευθῇς γιὰ ὅσα εἶπα, διότι κανεὶς δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀνεβῇ διὰ μιᾶς ὅλη τὴν κλίμακα.

43. «Θὰ μᾶς ἀναγνωρίσουν ὅλοι ὡς μαθητὰς τοῦ Θεοῦ, ὄχι διότι μᾶς ὑποτάσσονται οἱ δαίμονες, ἀλλὰ διότι τὰ ὀνόματά μας ἔχουν γραφῆ στὸν οὐρανὸ τῆς ταπεινώσεως» (πρβλ. Λουκ. ι´ 20).

44. Ἡ ἀκαρπία κάνει ὥστε οἱ κλάδοι τῶν λεγομένων κίτρων νὰ ἀνυψώνονται μόνοι τους πρὸς τὰ ἐπάνω. Ὅταν ὅμως γείρουν πρὸς τὰ κάτω, ἀρχίζει γρήγορα ἡ καρποφορία. Ὅποιος τὸ συνέλαβε στὸν νοῦ του, καταλαβαίνει τί θέλω νὰ εἰπῶ.

45. Στὴν ὁσία ταπείνωσι ὑπάρχουν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ διάφορες βαθμίδες ἀναβάσεως: ἡ τριακοστή, ἡ ἑξηκοστὴ καὶ ἡ ἑκατοστή. Στὴν τελευταία βαθμίδα κατορθώνουν νὰ ἀνεβοῦν οἱ ἀπαθεῖς, στὴν μεσαία οἱ ἀνδρεῖοι καὶ στὴν πρώτη ὅλοι. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε αὐτογνωσία, ποτὲ δὲν θὰ ξεγελασθῇ νὰ ἐπιχειρήση κάτι ὑπὲρ τὴν δύναμί του, ἀλλὰ προχωρεῖ στὸ ἑξῆς πατώντας στερεὰ στὴν μακαρία αὐτὴ ὁδὸ τῆς ταπεινώσεως.

46. Τὰ πτηνὰ φοβοῦνται τὴν θέα τοῦ ἱέρακος. Ὁμοίως καὶ οἱ ἐργᾶται τῆς ταπεινοφροσύνης τὸν ἦχο τῆς ἀντιλογίας.

47. Εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐπέτυχαν τὴν σωτηρία τους χωρὶς προφητικὰ χαρίσματα καὶ ἐλλάμψεις καὶ θαυματουργίες. Χωρὶς τὴν ταπείνωσι ὅμως κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ εἰσέλθη στὸν νυμφώνα. Διότι τὰ μὲν πρῶτα τὰ διαφυλάσσει ἡ Δευτέρα, δηλαδὴ ἡ ταπείνωσις, ἐνῷ ἀντιθέτως τὰ πρῶτα, σὲ ἐπιπολαίους ἀνθρώπους τὴν ἐξαφάνισαν (τὴν ταπείνωσι).

48. Γιὰ νὰ ταπεινούμεθα, ἔστω καὶ χωρὶς τὴν θέλησί μας, ὁ Κύριος οἰκονόμησε καὶ τοῦτο: Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ βλέπει τὰ τραύματά του, ὅπως τὰ βλέπει ὁ πλησίον του. Ἔτσι εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ χρεωστοῦμε τὴν θεραπεία μας ὄχι στὸν ἑαυτόν μας, ἀλλὰ στὸν πλησίον καὶ στὸν Θεόν.

49. Ὁ ταπεινόνους ἀποστρέφεται μὲ βδελυγμία τὸ ἰδικό του θέλημα ὡς πεπλανημένο. Καὶ στὰ αἰτήματά του πρὸς τὸν Κύριον συνηθίζει νὰ δέχεται μὲ ἀδίστακτη πίστη τὴν γνώση τοῦ θελήματός Του καὶ νὰ ὑπακούη σ᾿ αὐτό. Ὑπακούει δὲ στοὺς διδασκάλους του χωρὶς νὰ ἐξετάζη καὶ νὰ περιεργάζεται τὴν ζωή τους, ἀλλὰ ἀναθέτοντας κάθε φροντίδα του στὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἀκόμη καὶ μὲ τὸ στόμα τῆς ὄνου ἐδίδαξε στὸν Βαλαὰμ τὰ ἀπαραίτητα (πρβλ. Ἀριθ. κβ´ 28).

50. Ὁ ταπεινόνους αὐτὸς μοναχός, καὶ ὅταν ἀκόμη ὅλα τὰ σκέπτεται καὶ τὰ πράττη καὶ τὰ λέγη κατὰ Θεόν, καὶ τότε ἀκόμη δὲν δίδει ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του. Διότι γιὰ τὸν ταπεινὸ τὸ οἰκειόπιστον εἶναι μεγάλος σκόλοψ καὶ βάρος, ὅπως ἀντιθέτως γιὰ τὸν ὑπερήφανο τὸ ἑτερόλεκτο.

51. Ἐγὼ νομίζω ὅτι μόνο ὅποιος εἶναι Ἄγγελος δὲν κλέπτεται ἀπὸ ἁμαρτήματα, δὲν ὑποπίπτει δηλαδὴ σὲ κανένα ἁμάρτημα, διότι ἄκουσα κάποιον ἐπίγειο Ἄγγελο νὰ λέγη: «Οὐδὲν ἐμαυτῷ σύνοιδα, ἀλλ᾿ οὐκ ἐν τούτῳ δεδικαίωμαι, ὁ δὲ ἀνακρίνων με Κύριός ἐστι» (Α´ Κορ. δ´ 4). Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὀφείλομε νὰ κατακρίνωμε συνεχῶς καὶ νὰ κατηγοροῦμε τοὺς ἑαυτούς μας, ὥστε μὲ τὸν ἑκούσιο ἐξευτελισμὸ νὰ ἀπομακρύνωμε τὶς ἀκούσιες ἁμαρτίες. Διαφορετικὰ θὰ εἶναι ὁπωσδήποτε ἄσχημη ἡ λογοδοσία μας γι᾿ αὐτὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου.

52. Ἐκεῖνος ποὺ ζητεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸν πράγματα μικρότερα ἀπὸ ὅ,τι θὰ τοῦ ἄξιζαν, αὐτὸς θὰ λάβη ὁπωσδήποτε ἀνώτερά του. Περὶ αὐτοῦ μαρτυρεῖ ὁ τελώνης, ὁ ὁποῖος ζητοῦσε μόνο τὴν συγχώρησι καὶ ἀπεκόμισε ἐπὶ πλέον καὶ τὴν δικαίωσι. Ὁ λῃστὴς πάλιν ἐζήτησε νὰ τὸν ἐνθυμηθῇ μόνο ὁ Κύριος στὴν βασιλεία Του, καὶ ὅμως ἐκληρονόμησε ὁλόκληρο τὸν παράδεισο.

53. Μέσα στὴν δημιουργία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντικρύσης μικρὴ ἢ μεγάλη φωτιὰ ὅσον ἀφορᾶ τὴν φύσι της. Καὶ στὴν ἀνόθευτη ταπεινοφροσύνη εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον νὰ ἐναπομείνη ἴχνος κάποιας ξένης ὕλης. Ὅσο συνεχίζομε νὰ ἁμαρτάνωμε ἑκουσίως, δὲν ὑπάρχει μέσα μας τοῦτο, ἡ ἀνόθευτη δηλαδὴ ταπεινοφροσύνη. Ὅταν ὅμως ἁμαρτάνωμε ἀκουσίως, αὐτὸ ἀποτελεῖ ἀπόδειξι τῆς παρουσίας της.

54. Γνωρίζοντας ὁ Δεσπότης Χριστὸς ὅτι πρὸς τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνισι συμμορφώνεται καὶ ἡ ἀφανὴς ἀρετὴ τῆς ψυχῆς, φορώντας τὸ λέντιό μας ὑπέδειξε μέθοδο γιὰ νὰ βαδίζωμε τὴν ὁδὸ τῆς ταπεινώσεως. Διότι ἡ ψυχὴ ἐξομοιώνεται μὲ ὅ,τι ἀσχολεῖται καὶ λαμβάνει τὸν τύπο καὶ τὴν μορφὴ αὐτῶν, τὰ ὁποῖα πράττει.

55. Ἡ ἀρχή, (ἡ ἐξουσία), ἔγινε αἰτία ὑψηλοφροσύνης σ᾿ ἕναν Ἄγγελο· ἀλλὰ βεβαίως δὲν τοῦ ἐδόθηκε ἡ ἐξουσία γιὰ νὰ πέση στὴν ὑψηλοφροσύνη.

56. Διαφορετικὰ αἰσθάνεται ὅποιος κάθεται σὲ θρόνο καὶ διαφορετικὰ ὅποιος κάθεται στὴν κοπριά. Ἴσως γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ὁ μέγας ἐκεῖνος δίκαιος, (δηλαδὴ ὁ Ἰώβ), καθόταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι ἐπάνω στὴν κοπριά. Τότε ἀφοῦ ἀπέκτησε τὴν τελεία ταπεινοφροσύνη εἶπε ὁλοψύχως: «Ἐφαύλισα ἐμαυτὸν καὶ ἐτάκην· ἤγημαι δὲ ἐμαυτὸν γῆν καὶ σποδόν» (Ἰὼβ μβ´ 6).

57. Εὑρίσκω ὅτι ἐκεῖνος ὁ Μανασσὴς ἁμάρτησε ὅσο κανεὶς ἄλλος ἄνθρωπος, ἀφοῦ καὶ τὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ὁλόκληρη τὴν θρησκεία ἐμόλυνε μὲ τὰ εἴδωλα. Γι᾿ αὐτὸν καὶ ἂν ἀκόμη ἐνήστευε ὅλος ὁ κόσμος, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ προσφέρη τίποτε ποὺ νὰ ἀντιστάθμιζε τὰ ἁμαρτήματά του. Ἡ ταπείνωσις ὅμως ἐστάθη ἱκανὴ καὶ ἐθεράπευσε ὅσα ἦταν σ᾿ αὐτὸν ἀθεράπευτα.

58. «Ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν», λέγει ὁ Δαβὶδ στὸν Θεόν. «Ὁλοκαυτούμενα σώματα διὰ νηστείας, οὐκ εὐδοκήσεις· θυσία τῷ Θεῷ» (πρβλ. Ψαλμ. ν´ 18-19) καὶ τὰ λοιπά. Ὅλοι κατανοοῦν τὴν σημασία αὐτῶν τῶν λόγων. «Ἡμάρτηκα τῷ Κυρίῳ» ἐβόησε πρὸς τὸν Θεὸν ἡ μακαρία αὐτὴ ταπείνωσις γιὰ τὰ ἁμαρτήματα τῆς μοιχείας καὶ τοῦ φόνου, καὶ ἀμέσως ἦλθε ἡ ἀπάντησις: «Ἀφείλετο (= ἐσυγχώρησε) Κύριος τὸ ἁμάρτημά σου» (Β´ Βασ. ιβ´ 13).

59. Δρόμο καὶ ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἀπόκτησι αὐτῆς τῆς ἀρετῆς οἱ ἀείμνηστοι Πατέρες μας ὤρισαν τοὺς σωματικοὺς κόπους. Ἐγὼ ἐπὶ πλέον συνιστῶ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν εὐθύτητα τῆς καρδίας, ποὺ ἐκ φύσεως εἶναι ἀντίθετες πρὸς τὴν οἴησι.

60. Ἐὰν αὐτή, ἡ ὑπερηφάνεια, μερικοὺς ἀπὸ Ἀγγέλους τοὺς μετέβαλε σὲ δαίμονας, ἐκείνη, ἡ ταπεινοφροσύνη, ὁπωσδήποτε μερικοὺς ἀπὸ δαίμονας μπορεῖ νὰ τοὺς μεταβάλη σὲ Ἀγγέλους· γι᾿ αὐτὸ ἂς ἔχουν θάρρος ὅσοι ἔπεσαν.

61. Ἂς σπεύσωμε καὶ ἂς πυκτεύσωμε μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις νὰ ἀνεβοῦμε στὴν κεφαλὴ καὶ κορυφὴ τῆς ταπεινοφροσύνης. Ἂν δὲν μποροῦμε αὐτό, ἂς ἀνεβοῦμε τουλάχιστον στοὺς ὤμους της ἂν καὶ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κατορθώσωμε, ἂς μὴν χάσωμε τουλάχιστον τὴν ἀγκάλη της. Διότι ὅποιος τὴν χάση καὶ αὐτήν, ἀπορῶ ἂν θὰ μπορέση νὰ κερδήση τίποτε στὴν αἰωνιότητα.

62. Νεῦρα τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ ὁδοί, ἀλλ᾿ ὄχι καὶ σημάδια καὶ ἀποδείξεις, εἶναι ἡ ἀκτημοσύνη, ἡ ἀφανὴς ξενιτεία, ἡ ἀπόκρυψις τῆς σοφίας, ἡ ἁπλὴ ὁμιλία, ἡ ζήτησις ἐλεημοσύνης, ἡ ἀπόκρυψις τῆς εὐγενικῆς καταγωγῆς, ἡ ἐξορία τῆς παρρησίας, ἡ ἀπομάκρυνσις τῆς πολυλογίας. Τίποτε ἄλλο δὲν κατώρθωσε ποτὲ μέχρι τώρα νὰ ταπεινώση τόσο τὴν ψυχή, ὅσο ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἐπαιτεία. Τότε φαίνεται ἡ φιλοσοφία μας καὶ ἡ φιλοθεΐα μας, ὅταν, ἐνῷ μποροῦμε νὰ ὑψώσωμε τὸν ἑαυτό μας, ἀποφεύγωμε ἀνεπιστρεπτὶ τὸ ὕψος.

63. Ἐὰν ἐξοπλίζεσαι καμμία φορὰ ἐναντίον ἑνὸς πάθους, νὰ παίρνης ὡς σύμμαχο τούτη τὴν ἀρετή. Διότι αὐτὴ «ἐπὶ ἀσπίδα καὶ βασιλίσκον ἐπιβήσεται, καὶ καταπατήσει λέοντα καὶ δράκοντα» (Ψαλμ. Ϟ´ 13), δηλαδή, ὅπως θὰ ἔλεγα ἐγώ, «ἐπὶ ἁμαρτίαν καὶ ἀπόγνωσιν ἐπιβήσεται καὶ καταπατήσει τὸν διάβολον καὶ τὸν δράκοντα τοῦ σώματος».

Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι οὐράνιος ἀνεμοστρόβιλος ποὺ μπορεῖ νὰ ἀνεβάση τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴν ἄβυσσο τῆς ἁμαρτίας στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ. Ἀντίκρυσε ἕνας κάποτε τὸ κάλλος της μέσα στὴν καρδιά του καὶ ἀφοῦ κατελήφθη ἀπὸ θάμβος ἐρωτοῦσε τὸ ὄνομα τοῦ πατρός της. Ἐκείνη δὲ μὲ ἕνα φαιδρὸ καὶ γαλήνιο μειδίαμα τοῦ ἀποκρίνεται: «Πῶς σπεύδεις νὰ μάθης τὸ ὄνομα τοῦ πατρός μου, ἐνῷ αὐτὸς εἶναι ἀνώνυμος; Δὲν θὰ σοῦ τὸ φανερώσω, ἕως λάβης μέσα σου τὸν Θεόν». Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

Μητέρα τῆς πηγῆς εἶναι ἡ ἄβυσσος τῶν ὑδάτων· πηγὴ δὲ τῆς διακρίσεως ἡ ταπείνωσις.

----------

1. Ἡ ἔλαφος ὡς γνωστὸν εἶναι ἀποκλειστικὰ φυτοφάγο ζῶο. Σύμφωνα ὅμως μὲ μία ἐσφαλμένη ἀντίληψι τῶν ἀρχαίων κυνηγᾶ καὶ κατατρώει τοὺς ὄφεις (πρβλ. Κλαυδίου Αἰλιανοῦ - β´ αἰ. μ. Χ. -Περὶ ζώων ἰδιότητος, Β´ 9). Ἐδῶ ἡ Κλίμαξ παρομοιάζει μὲ ὄφεις τὴν κενοδοξία καὶ τὴν ὑπερηφάνεια, καὶ μὲ ἔλαφο τὴν ταπεινοφροσύνη.

2. Οἱ τρεῖς ἀρετές, μετάνοια, πένθος καὶ ταπείνωσις, παρουσιάζονται ἐδῶ ὡς τῆς αὐτῆς φύσεως καὶ οὐσίας, ἀδιαίρετες καὶ ἀχώριστες, ὅπως τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

3. Ὁ πυθμὴν τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης.

4. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ἢ τῆς Κρίσεως ἢ τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου.

5. Τὴν ἡμέρα τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.

6Ἐννοεῖ μᾶλλον τὴν ἐσωτερικὴ αὐτοκατάκρισι, τὸ αἴσθημα ὅτι δὲν ἀξίζουν τίποτε οἱ ἐπιτελούμενες ἐνάρετες πράξεις μας. Περὶ αὐτοῦ ὠμίλησε προηγουμένως, στὴν πέμπτη παράγραφο: «Βδέλυγμα πάντα τὰ παρ᾿ ἡμῶν ἐπιτελούμενα ἀγαθὰ λογιζόμεθα».

7. Τὸ ἐν λόγῳ περιστατικὸ ἀναφέρεται στὸν ἀββᾶ Σίμωνα. Ἐρχόταν κάποιος ἐπίσημος ἄρχων νὰ τὸν γνωρίση καὶ νὰ λάβη τὴν εὐλογία του. Μόλις τὸ ἐπληροφορήθηκε, τὸν ἀνέμενε ἔξω ἀπὸ τὸ ἐρημητήριό του φορώντας ἕναν παλαιὸ μανδύα καὶ τρώγοντας ψωμὶ καὶ τυρί. Ὁ ὑψηλὸς ἐπισκέπτης ἀντικρύζοντάς τον ἔτσι ἀπογοητεύτηκε καὶ ἐγύρισε πίσω (βλέπε «Γεροντικόν», ἐκδ. Π. Πάσχου, σελ. 117)

8. Ὑπάρχει ἡ γνώμη ὅτι ἐννοεῖ τὸν ὅσιο Σεραπίωνα. Κατ᾿ ἄλλους πρόκειται γιὰ τὸν ὅσιο Συμεὼν τῆς Ἐμέσης, τὸν διὰ Χριστὸν σαλό.

Δείτε σχετικά: ΕΔΩ

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2022

Η ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (π. Νικηφόρος Νάσσος)

 ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου


«Αὕτη ἐστίν ἡ Θεοτόκος Μαρία, τό κοινόν ἁπάντων τῶν χριστιανῶν καταφύγιον, ἡ πρώτη τοῦ πρώτου πτώματος τῶν προγόνων ἀνάκλησις»[1].
Τό πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Μητρός τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, ἡ τιμή καί οἱ πολλές χάριτες καί δωρεές τοῦ Θεοῦ πρός τήν Παρθένο Μαρία καί ἡ μεγίστη προσφορά της στό ἔργο τῆς θείας Οἰκονομίας εἶναι ἐκεῖνα τά στοιχεῖα πού προκαλοῦν τήν ἔμπνευση καί τόν θαυμασμό, τή συγκίνηση καί τό δέος σέ ὅποιον ἐπιχειρεῖ νά ἀρθρώσει λόγο περί αὐτῆς, ἐν γνώσει ὅτι «ἅπας ὕμνος ἡττᾶται» πρό τοῦ μεγαλείου καί τῆς ὑπερτάτης τιμῆς αὐτοῦ τοῦ τελείου κτίσματος, ἐνώπιον τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ.
eyaggelismos
ἶναι γεγονός ὅτι ἀκόμη καί τούς μεγάλους Πατέρες καί Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας κατελάμβανε φόβος καί δέος, ἀπορία καί ἀμηχανία, «θάμβος καί ἔκστασις», προκειμένου νά προσεγγίσουν τό Πανύμνητον ὄνομα τῆς Θεομήτορος, ὅπως τό βλέπουμε στούς ἐγκωμιαστικούς καί ἑορταστικούς λόγους τους. Βλέπουμε ἐπίσης νά ἐκφαίνεται ἡ μεγάλη τους ἀγάπη πρός τήν Ἀειπάρθενο Θεοτόκο, μέσα ἀπό τά ἱερά ἐγκώμια πού συνέθεσαν πρός αὐτήν, προκειμένου νά τήν ἐξυμνήσουν ὅσον ἐφικτόν. Καί αὐτή ἡ ἀγάπη τῶν ἁγίων ἐγκωμιαστῶν τῆς Θεομήτορος, εἶναι μιά ἀγάπη βιουμένη καί ἐκδηλουμένη ὡς θεολογική ἀρετή, ὡς καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὄχι ἁπλῶς ὡς ἀνθρώπινο συναίσθημα. Ναί, διότι ὁ τρόπος προσεγγίσεως τῆς Παρθένου Μαρίας πρέπει νά εἶναι θεολογικός.
Σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ κειμένου αὐτοῦ βεβαίως, θά δοῦμε ἀπό πλευρᾶς δογματικῆς τίς γνῶμες καί τοποθετήσεις τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας περί τήν Θεοτόκον, ἀπό τούς Ἀποστολικούς ἀκόμη χρόνους. Ἐδῶ ἁπλῶς θά ἀνιχνεύσουμε τόν θεολογικό χαρακτῆρα τῶν Πατερικῶν ἐγκωμίων πρός τήν Παναγία, μέσα ἀπό κάποια ἀποσπάσματα ἐγκωμίων, δειγματοληπτικά.
 ἐπώνυμος τῆς Θεολογίας, Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, ὅπως ἐκφράζεται στά θαυμάσια ποιήματά του, αἰσθάνεται πολύ κοντά του τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὡς σωτηρία τοῦ κόσμου καί δική του, ὥστε νά τῆς λέγει, Παντάνασσα Κυρία, χαρά τοῦ κόσμου, πάντοτε σκέπτεσαι τό καλό τοῦ κόσμου, καί γιά μένα εἶσαι πανταχοῦ ἡ μεγαλύτερη σωτηρία. «Δέσποινα, Παντάνασσα, χάρμα τοῦ γένους· ἀεί ποτ᾿ εὖ φρονοῦσα τυγχάνεις γένει, κἀμοί μεγίστη πανταχοῦ σωτηρία»[2].
 ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, σέ λόγο του στόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, καταθέτει πώς εἶναι ἐξαιρετικά δύσκολο νά ὁμιλήσει γιά τό μυστήριο αὐτό. Εἶναι πολύ δύσκολο νά μετρηθεῖ ἡ γῆ μέ τήν παλάμη τοῦ ἀνθρώπου καί νά ὑπολογιστεῖ μέ τό μέτρο τό μῆκος τῆς θάλασσας. Ἐπίσης εἶναι ἀρκετά δύσκολο νά βρεθοῦν μέ τόν πήχη τά μέτρα τοῦ οὐρανοῦ καί τό πλῆθος τῶν ἀστέρων. Ἐάν αὐτά εἶναι ἐξαιρετικά δύσκολα, ἐάν ἀκόμη, λέγει, μποροῦμε νά μετρήσουμε τίς σταγόνες τῆς βροχῆς καί τόν ὄγκο τοῦ ἀνέμου καί τῆς ἄμμου τῆς θαλάσσης, ἄλλο τόσο δύσκολο καί ἀπείρως δυσκολότερο εἶναι νά περιγράψει κανείς τό μυστήριο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. «Εἰ μετρεῖται γῆ σπιθαμῇ, καί σπαρτίῳ περιγράφεται θάλασσα· εἰ πήχεσιν οὐρανός ἀπεικάζεται, καί ἀστέρων πλῆθος ἀπαριθμεῖται· εἰ σταγόνες ὑετοῦ, καί βώλακες γῆς, καί ἀνέμων ὄγκος, καί ψάμμου ποσότης καταλαμβάνεται, τάχα ἄν καί τῆς μετά χεῖρας ἡμῖν ὑποθέσεως ἔσται κατάληψις δήπουθεν. Θεοῦ δέ μητρός ἡ πανήγυρις»[3].
 κατεξοχήν ὑπερασπιστής τῆς Θεοτόκου καί πρόεδρος τῆς Ἁγίας Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἐκκαιόμενος ἀφλέκτως ἀπό τόν ἔνθεο πόθο, θά ὑμνήσει Αὐτήν, ἀπό τήν ὁποία προῆλθε ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου, ἀφοῦ, ὅπως ἀναφέρει, «ὁ τοῦ πρωτοπλάστου πλάστης» πού γεννήθηκε ἀπό Αὐτήν, διόρθωσε τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου καί τόν ὁδήγησε στήν ἐπουράνιο Βασιλεία. «Χαίροις, Μαρία Θεοτόκε, δι᾿ ἧς προῆλθεν ὁ τοῦ πρωτοπλάστου πλάστης καί τῆς παραβάσεως αὐτοῦ διορθωτής, καί τῆς ἐν οὐρανῷ Βασιλείας ὁδηγός…Χαίροις, Μαρία Θεοτόκε, δι᾿ ἧς πᾶσα πνοή πιστεύουσα σώζεται»[4].
 ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου, ὁμιλώντας γιά τήν «Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν», ὅπως τήν κατέστησε ἡ Σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, θεωρεῖ πώς ἡ γαστέρα της εἶναι ὄχι ἁπλῶς οὐρανός, ἀλλά «ὄγδοος οὐρανός». Γράφει ὁ Ἅγιος: «Ὦ γαστήρ οὐρανοῦ πλατυτέρα Θεόν τόν ἐν σοί μή στενοχωρήσασα. Ὦ γαστήρ ἑπτάκυκλος οὐρανός καί μειζώτερος αὐτῶν τυγχάνουσα. Ὦ γαστήρ ἑπτά οὐρανῶν ὑψηλοτέρα καί πλατυτέρα. Ὦ γαστήρ ὁ ὄγδοος οὐρανός, στερεωμάτων ἀνωτέρα. Ὦ γαστήρ ἑπταφώτου χάριτος τό ἄσβεστον ἔχουσα φῶς»[5]…
Εἶναι συγκλονιστική ἡ ρήση ἑνός ἄλλου Πατρός τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐγκωμιαστοῦ τῆς Παναγίας, τοῦ ἁγίου Ἱερομάρτυρος Μεθοδίου, πού λέγει ὅτι, ἐνῶ ὅλοι μας οἱ ἄνθρωποι χρεωστοῦμε στόν Θεό χάρη, ἀντίθετα, ὁ Θεός χρεωστεῖ χάρη στήν Μητέρα Του. «Εὖγε, εὖγε, μήτηρ Θεοῦ καί δούλη. Εὖγε, εὖγε ἡ ὑπόχρεον ἔχουσα τόν πάντων δανειστήν. Πάντες μέν Θεῷ ἐποφείλομεν, σοί δέ ἐποφείλεται»[6]!
 χρυσοῦς τήν γλῶτταν καί τήν καρδίαν, χαριτώνυμος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, μέ τήν χαρακτηριστική του καλλιέπεια καί ἀμεσότητα, θά μᾶς προτρέψει νά «περιέλθουμε» διά τοῦ λογισμοῦ ὅλη τήν κτίση, ὁρατή καί ἀόρατη, μήπως συναντήσουμε κάποιο θαῦμα ἀνώτερο ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Δέν ὑπάρχει, ὅμως, κάτι ἴσο, ἤ ἀνώτερο ἀπό τήν Παρθένο Μαρία. «Οὐδέν τοίνυν ἐν βίῳ οἷον ἡ Θεοτόκος Μαρία· περίελθε ὦ ἄνθρωπε πᾶσαν τήν κτίσιν τῷ λογισμῷ καί βλέπε, εἰ ἐστιν ἴσον ἤ μεῖζον τῆς ἁγίας Θεοτόκου Παρθένου. Περινόστησον τήν γῆν, περίβλεψον τήν θάλασσαν, πολυπραγμόνησον τόν ἀέρα, τούς οὐρανούς τῇ διανοίᾳ ἐρεύνησον, τάς ἀοράτους πάσας Δυνάμεις ἐνθυμήθητι, καί βλέπε εἰ ἐστι τοιοῦτον θαῦμα ἐν πάσῃ τῇ κτίσει»[7].
Τέσσερις αἰῶνες ἀργότερα, ὁ ἕτερος Ἰωάννης, ὁ Δαμασκηνός, ἡ λιγυρά Λύρα τοῦ Πνεύματος, ὁ κατεξοχήν δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νά ὁμιλήσει γιά τό ἱερό Γενέθλιο τῆς Θεοτόκου, τό πολύ σπουδαῖο γιά τήν ἀνθρωπότητα γεγονός αὐτό τῆς εἰσόδου στόν κόσμο τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας, «μεθᾷ νηφαλίως»· δέν ἀντέχει τή μεγάλη χαρά· νικιέται ἀπό τά θαύματα, καί τό (θεῖο) πάθος τόν γεμίζει ἐνθουσιασμό. «Οὐ φέρω τήν ἡδονήν, νικῶμαι τοῖς θαύμασιν, ἔνθους ὑπό τοῦ πάθους γέγονα»[8]. Πῶς νά προχωρήσει, λέγει, στά ὑπόλοιπα τοῦ λόγου του; Ἀπορεῖ ὁ νοῦς του, ὁ φόβος καί ὁ πόθος τόν ἔχει χωρίσει στά δύο. Χτυπάει ἡ καρδιά του καί ἡ γλῶσσα του ἔχει δεθεῖ. «Ἀλλά πῶς τοῖς πρόσω προβήσομαι; Ἡ διάνοια μέν ἐξίσταται, φόβος δέ με καί πόθος κατεμερίσαντο. Ἡ καρδία πάλλει καί ἡ γλῶσσα πεπήδηται»[9]. Ἀλλά, λέγει, ἄς νικήσει ὁ πόθος, ἄς ὑποχωρήσει ὁ φόβος, ἄς ψάλλει ἡ κιθάρα τοῦ Πνεύματος. «Νικάτω ὁ πόθος, ὑποχωρείτω ὁ φόβος, ᾀδέτω ἡ κιθάρα τοῦ Πνεύματος·<εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί καί ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ>»[10]. Τί καρδία «καιομένη» ἀπό τήν «παμφλάζουσα φλόγα» τοῦ Πνεύματος εἶναι αὐτή! Ὁποῖο βίωμα ἐσωτερικό καί πόση μέθεξη τῶν θείων μαρμαρυγῶν ὁδηγοῦσαν αὐτήν τήν καρδίαν καί τήν γραφίδα εἰς ἔπαινον τῆς Μητρός τοῦ Θεοῦ!..
 Μέγας καί ὀξυνούστατος Φώτιος, σέ ἀνάλογη Ὁμιλία στό ἱερό Γενέθλιο τῆς Παρθένου, καταθέτει πώς κάθε ἄνθρωπος, προκειμένου να ὑμνήσει κατ᾿ ἀξίαν τήν Ὑπερύμνητο Παρθένο, διακινδυνεύει νά καταποντισθεῖ μέσα στό ἀπύθμενο πέλαγος τῶν χαρισμάτων καί θείων κατορθωμάτων αὐτῆς, τῆς Ὑπεραχράντου Θεοτόκου. Αἰσθάνεται ὄντως ἀνάμεικτα συναισθήματα, χαρᾶς καί φόβου· «δειλιᾷ καί χαίρει καί ἡρεμεῖ καί ἐξάλλεται, καί πάλιν σιγᾷ καί ἀναφθέγγεται, καί συστέλλεται καί πλατύνεται, τά μέν τῷ φόβῳ, τά δέ τῷ πόθῳ συμμεθελκόμενος»[11]. Ὁ Γεώργιος Νικομηδείας, σέ λόγο του στή Γέννηση τῆς Πανάγνου Μαρίας, σκιρτώντας ἀπό ἀγαλλίαση πρό τῆς Θεομητορικῆς πανηγύρεως, θά γράψει ὅτι, «φαιδρόν τό τῆς παρούσης ἑορτῆς σύνθημα· διό πρός ἄπειρον φῶς τόν πρός ταύτην συνειλεγμένον παρορμᾷ σύλλογον… ἰδού γάρ ἡμῖν ἡ τῆς Παρθένου πανήγυρις ἐκλάμψασα, νοητῶς πρός ἑαυτήν τήν διάνοιαν ἴθυνε· καί σταθερόν ἕαρ τόν λόγον αἰθριάσασα, τόν χειμῶνα τῆς σιωπῆς εἰς γαλήνην τοῦ λέγειν μετήνεγκεν»[12].
 θεοφόρος καί θεόπτης Παλαμᾶς, ὡς μεγάλος θεοτοκόφιλος καί αὐτός, θά ἐκφράσει τόν θεῖο δυναμισμό τῆς ἐκ τοῦ πόθου τετρωμένης καρδίας του πρός τήν Θεομήτορα καί θά φωνάξει πρός τόν «τετραπέρατον κόσμον» μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του ὅτι, «αὕτη (ἡ Θεοτόκος) καί τῶν πρό αὐτῆς αἰτία καί τῶν μετ᾿ αὐτῆς προστάτις καί τῶν αἰωνίων πρόξενος. Αὕτη τῶν προφητῶν ὑπόθεσις, τῶν Ἀποστόλων ἀρχή, τῶν μαρτύρων ἑδραίωμα, τῶν διδασκάλων κρηπίς. Αὕτη τῶν ἐπί γῆς ἡ δόξα, τῶν κατ᾿ οὐρανόν ἡ τερπνότης, τό πάσης τῆς κτίσεως ἐγκαλλώπισμα. Αὕτη καταρχή καί πηγή καί ρίζα τῶν ἀπορρήτων ἀγαθῶν. Αὕτη παντός ἁγίου κορυφή καί τελείωσις»[13]. Ὁ ἴδιος θά τολμήσει νά διακηρύξει ὅτι «οὐκοῦν, αὕτη μεθόριον μεταξύ κτιστῆς καί ἀκτίστου φύσεως»[14].
 ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ κορυφαῖος τῶν Κολλυβάδων, Διδάσκαλος τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Γένους, συγγραφέας θεολογικώτατος καί Νηπτικός ἀπαράμιλλος, χαρισματικά βυθισμένος μέσα στό ὑπερφυές μυστήριο τῆς Θεοτόκου, θά τήν ὑμνήσει ἐκ βαθέων μέ ἕνα ἀσύγκριτο «ἀπαθές πάθος», ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ καί ὅπως αὐτό ἐκφράζεται στά πονήματά του, ὅπως λ.χ. στό Θεοτοκάριο, στό Ἑορτοδρόμιο κ.λπ., στίς ἑρμηνεῖες του (στήν Θ΄ Ὠδή τῆς Θεοτόκου) καί σέ κάθε εὐκαιρία ἀναφορᾶς του στή Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἰδού ἕνα δεῖγμα χαρακτηριστικό. «Ὦ γλυκυτάτη καί πρᾶγμα καί ὄνομα Μαριάμ, τί πάθος εἶναι τοῦτο, ὅπου αἰσθάνομαι εἰς τόν ἑαυτόν μου; ἐγώ δέν ἠμπορῶ νά χορτάσω τούς ἐπαίνους τῶν μεγαλείων σου! Ὅσον γάρ περισσότερον τά ἐπαινῶ, τόσον περισσότερον τά ὀρέγομαι, διό καί πάλιν ἐπιθυμῶ νά τά ἐπαινέσω. Τοσοῦτον εἶναι θαυμαστά τά μεγαλεῖα σου Θεοτόκε, ὥστε ὅπου ὅλοι οἱ περί τάς λογικάς τέχνας καί ἐπιστῆμας καταγινόμενοι, θεωροῦντες νοερῶς ταῦτα, ἐφιλοτιμήθησαν ὁ καθ᾿ ἕνας ἐξ αὐτῶν, νά σέ ἐπαινέσῃ μέ τά τῆς τέχνης καί ἐπιστήμης ἴδια. Καί οἱ μέν Γραμματικοί σέ ὀνομάζουν, μετά τόν Υἱόν σου Ἄλφα καί Ὠμέγα· ἀρχήν τῶν τοῦ Θεοῦ θαυμάτων, καί τέλος τῶν αὐτοῦ διδαγμάτων...οἱ Ρήτορες ἐσένα ὀνομάζουν πολυσύνδετον ζωντανόν, καί ἔμψυχον ἐπίλογον καί ἀνακεφαλαίωσιν ὅλων τῶν ἀρετῶν καί χαρισμάτων, ὅσα ἐμοιράσθησαν εἰς ὅλα τά κατά μέρος κτίσματα, οὐράνια καί ἐπίγεια…Ἐσένα οἱ Γεωμέτραι νοοῦν κύκλον εὐρυχωρότατον· ἐπειδή ἐχώρησας ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ κοιλίᾳ σου ὅλον τό τρίγωνον, ἤγουν αὐτήν τήν ὑπερούσιον Τριάδα, μέ τό νά ἔγινες Μήτηρ μιᾶς τῶν αὐτῆς Ἁγίων Ὑποστάσεων… Ἐσένα οἱ Ἀστρονόμοι τώρα μέν, σφαῖραν πολύαστρον ὀνομάζουσι· καθώς γάρ ἐκείνη εἶναι πεπυκνωμένη μέ τά ἀμέτρητα ἄστρα, ἔτσι καί σύ εἶσαι πεπυκνωμένη μέ τά ἀναρίθμητα φωταυγῆ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· τώρα δέ Σελήνην ἀργυροειδῆ καί ὁλόφωτον… Οἱ δέ Φυσικοί, θαῦμα θαυμάτων ὑπερφυές σέ ὀνομάζουσιν· ἀκολουθοῦντες γάρ εἰς τούς φυσικούς των κανόνας καί νόμους, δέν δύνανται νά νοήσουν τό ἰδικόν σου Μυστήριον· πῶς δηλαδή διέμεινας Παρθένος ἐν τῷ τόκῳ καί μετά τόκον! Πῶς σῶμα διά σώματος χωρεῖ, χωρίς καμίαν διαφθοράν! Πῶς ὁ Θεός σάρξ γίνεται, καί πῶς περατοῦται τό ἄπειρον! ἅπερ κατά φυσικόν λόγον πάντῃ ὑπάρχει ἀδύνατα»[15].
Τόν περασμένο αἰῶνα, ἕνας γίγας τοῦ πνεύματος, ἀλλά καί τῆς ἀρετῆς, αὐτός, τόν ὁποῖον ὁ Κύριος ἀνέδειξε σέ ποταμό θαυμάτων, ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ἐπίσκοπος Πενταπόλεως, ὁ ἐν Αἰγίνῃ, ὕμνησε καί αὐτός τήν Θεοτόκο μέ ἔνθεο πόθο ψυχῆς καί εἶναι γνωστή στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἔκδηλη ἀγάπη του πρός τήν Θεομήτορα, ὅπως ἐκφαίνεται μέσα ἀπό τούς ποικίλους ὕμνους του. Σέ μία καρδιακή, ἀλλά κυρίως θεολογική Προσφώνησή του πρός τήν Θεοτόκο, ὁ ἅγιος τῆς Αἰγίνης μεταξύ ἄλλων την ὑμνεῖ ὡς ἑξῆς: «Σύ εἶ Ἀνύμφευτε νύμφη, τό χωρίον τό εὑρύχωρον τοῦ ἀχωρήτου. Σύ εἶ ἡ μεγαλότοκος, ἡ τόν Θεόν ἀφράστως γεννήσασα. Σύ εἶ ἡ ἀπειρολεχής νύμφη, ὁ ναός τοῦ Θεοῦ ὁ ἔμψυχος. Σύ εἶ, Πάνσεμνε Κόρη, οὐρανοῦ καί γῆς ἰσόρροπον οἴκημα. Σύ εἶ, ἀμίαντος Κόρη, ὁ φαεινός ὄρθρος ὁ τόν ἥλιον φέρων τῆς δικαιοσύνης. Σύ εἶ, εὐλογημένη Παρθένε, τοῦ φωτός τό οἰκητήριον, ἐξ οὗ το φῶς τῷ κόσμῳ ἐξανέτειλεν. Σύ εἶ, πάναγνε νύμφη, ἡ αὐγή τῆς μυστικῆς ἡμέρας. Σύ εἶ, Πανάχραντε Δέσποινα, ἡ τῶν τροφέα τῶν ὅλων ὡς μήτηρ θηλάσασα. Σύ εἶ, τό σεπτόν κειμήλιον τῆς Οἰκουμένης ἁπάσης. Σέ τήν Ἀειπάρθενον Θεοτόκον ἡ τοῦ Θεοῦ ἀγαθότης προώρισε γενέσθαι μητέρα τῆς σωτηρίας. Σέ ὁ Ἠσαΐας προκατήγγειλε παρθένον καί μητέρα τοῦ Ἐμμανουήλ. Σέ ὁ Ἰεζεκιήλ προαναφωνεῖ τήν πύλην τήν κεκλεισμένην δι᾿ ἧς εἰσελεύσεται ὁ Θεός». Ὄντως, μόνο ἕνας θεοφόρος καί πνευματέμφορος νοῦς θά μποροῦσε νά ἐκφράσει ὅλα τά ἀνωτέρω[16].
Τέλος, ὁ ἐμπνευσμένος καί σοφός Δογματολόγος τῆς Σερβίας, Γέρων Ἰουστῖνος Πόποβιτς, στήν μόλις κυκλοφορηθεῖσα (Φεβρουάριος 2019) Δογματική του, θεολογεῖ βαθυστόχαστα, καρδιακά καί πατερικά περί τήν Μητέρα τοῦ ἀγενεαλογήτου Ἐμμανουήλ. Μεταξύ ἄλλων, στόν οἰκεῖο τόπο, ὅπου ἀναφέρεται στήν Θεοτόκο, θεμελιώνοντας ἐκκλησιολογικά τήν σχέση Παναγίας - Ἐκκλησίας, μέ τήν ὀρθόδοξη σημασία, γράφει: «Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Μητέρα τοῦ Θεανθρώπου καί, συνεπῶς, ἡ Μητέρα τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Θεανθρώπου. Καί τό σῶμα τοῦ Θεανθρώπου εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Κατά τήν ἀθάνατη εὐ-αγγελία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, <μέ τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο θεμελιώνονται οἱ ἐκκλησίες ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης> (Ὁμιλία 4, περί τῆς Ἁγίας Θεοτόκου, MPG77, 996C). … Ἐκείνη εἶναι τό πρῶτο Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πού σαρκώθηκε στόν γήινο κόσμο μας»[17].
PanagiaΜετά ἀπό τά ἀνωτέρω ἐλάχιστα παραθέματα, θεωροῦμε ὅτι, «χωρίς πάσης ἀντιλογίας», εἶναι δίκαια, προσφυέστατα καί θεολογικῶς δόκιμα τά ἐγκώμια τῶν Ἁγίων καί τῶν κατά καιρούς διαφόρων ὑμνητῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Διότι αὐτή ἀποτελεῖ ὄντως τό «κεφάλαιον τῶν δογμάτων τοῦ Χριστοῦ», ὅπως ἀναγινώσκουμε στόν Ἀκάθιστο Ὕμνο. Ἀλλά καί ὡς ἄνθρωπος ἡ Θεοτόκος Μαρία, κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι «ἡ ἁγίων ἁγιωτέρα, καί ἱερῶν ἱερωτέρα, καί ὁσίων ὁσιωτέρα».[18] Κατά τόν προαναφερθέντα Γέροντα Ἰουστῖνο Πόποβιτς, ἀφοῦ ἡ Θεοτόκος εἶναι μητέρα τοῦ Θεοῦ, εἶναι κατά συνέπειαν, «ἡ μητέρα ὁ,τιδήποτε θείου, ἁγίου, οὐρανίου, αἰωνίου, θεανθρωπίνου, ὡραίου, καλοῦ. Ἀπό κάθε καλό, Ἐκείνη ἡ καλύτερη. Ἀπό κάθε ἅγιο, Ἐκείνη ἡ ἁγιότερη. Ἀπό κάθε ἄμωμο, Ἐκείνη ἡ πιό ἄμωμη. Ἀπό κάθε ὑπέροχο, Ἐκείνη ἡ πιό ὑπέροχη. Ἀπό κάθε ἐνάρετο, Ἐκείνη ἡ πιό ἐνάρετη»[19]. Αὐτήν ἐξέλεξε «πρό πασῶν τῶν γενεῶν» γιά Μητέρα Του ὁ Ἄκτιστος Λόγος καί Δημιουργός τοῦ παντός, προκειμένου νά εἰσέλθει στόν κτιστό κόσμο καί τήν ἱστορία γιά νά ἑνώσει τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, τόν κόσμο μέ τόν τριαδικό Θεό. Εἶναι ὄντως ἡ Ὑπερευλογημένη Μαριάμ «καί ἡ ἐνυπόστατος σοφία τοῦ Πατρός, ναόν ἐν αὐτῇ ἀχειροποίητον ὠκοδόμησε καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν»[20]. Ὅπως ἀποτυπώνεται σέ ἕνα πατερικό κείμενο κατά τρόπο ἀνθρωποπρεπῆ, ὁ Θεός «ἔψαξε» σέ ὅλο τόν κόσμο καί δέν βρῆκε ὅμοια γυναῖκα μέ τήν Ὑπερευλογημένη Μαρία, γιά νά προσλάβει ἀπό αὐτήν τήν ἀνθρώπινη φύση μας! «Ψηλαφήσας ὁ Ὕψιστος ὅλον τόν κόσμον καί μή εὑρών ὁμοίαν σου μητέρα, ὡς ηὐδόκησεν, ἐκ σοῦ τῆς ἡγιασμένης ἄνθρωπος διά φιλανθρωπίαν γεννήσεται», γράφει ὁ Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως[21]. Ὄντως, ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ «κοσμογενής θελξίθεος κοσμογύναικα», κατά τήν ἐκπληκτική διατύπωση ἑνός ἀγνώστου συγγραφέως τοῦ 10ου αἰῶνος[22]. Κατά τόν καθηγητή, δογματολόγο π. Νικόλαο Λουδοβίκο, ἡ Παναγία ὑπῆρξε «θελξίθεος», «ἀκριβῶς ὡς <κοσμογύναικα>, ὡς κατοικητήριο κενωτικό σύμπαντος τοῦ κτιστοῦ εἶναι» καί ὡς «τόπος ὅλης τῆς Δημιουργίας»[23].
Στήν Ἁγία Γραφή οἱ ἀναφορές στό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου Μαρίας δέν εἶναι πολλές καί ἐκτενεῖς. Στήν Παράδοση καί τά πατερικά κείμενα οἱ ἀναφορές εἶναι πολυπληθεῖς. Ὡστόσο, στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ Γραφή καί ἡ Παράδοση εἶναι στενότατα συνδεδεμένες, ὡς πηγές τῆς θείας ἐν Χριστῷ Ἀποκαλύψεως καί φυσικά κατανοοῦνται καί οἱ δύο μαζί στήν Εὐχαριστία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐντούτοις, ἕνας περίφημος ἐκκλησιαστικός συγγραφέας καί Βυζαντινός λειτουργιολόγος τοῦ 14ου αἰ, ὁ ἱερός Νικόλαος Καβάσιλας, θά διατυπώσει τή γνώμη ὅτι ὁ στίχος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννου, «ἔστι καί ἄλλα πολλά, ἅ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα, ἐά γράφηται καθ᾿ ἕν, οὐδὲ αὐτόν οἶμαι τόν κόσμον χωρῆσαι τά γραφόμενα βιβλία»[24], περιλαμβάνει καί τήν Θεοτόκο, διότι ἀνήκει καί αὐτή στά «ἄλλα πολλά» τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ[25].
 Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «παρέλαβε» καί «διατηρεῖ»[26] τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο στό κέντρο τῆς λατρείας της, ὅπως ἀκριβῶς ὁ «ἠγαπημένος» μαθητής Ἰωάννης τήν «παρέλαβεν» ὡς τό πολυτιμότερο πρόσωπο κάτω ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ «εἰς τά ἴδια»[27]. Εἶναι γεγονός, πάντως, ὅτι οἱ Εὐαγγελιστές σημειώνουν ἰδιαίτερα γιά τήν Θεοτόκο ὅ,τι περί αὐτήν ὑπάρχει σχετικό μέ τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, τό ὁποῖο Αὐτή «ὑπούργησε». Ἔτσι, γράφεται ὅτι ἡ Θεοτόκος Μαρία κατάγεται «ἐξ οἴκου Δαυΐδ»[28], δείχνοντας ὅτι ἀνακεφαλαιώνει στό πρόσωπό της τήν Παλαιά Διαθήκη. Ἐπίσης σημειώνεται στούς συνοπτικούς Εὐαγγελιστές ὅτι ἡ Μαρία εἶναι Παρθένος καί γεννᾶ κατά τρόπο παρθενικό «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου»[29]. Ἀκόμη, οἱ ἱεροί «αὐτόπται τοῦ Λόγου» θά μᾶς πληροφορήσουν, ὅτι ἡ Παναγία Μητέρα Του εἶναι παροῦσα στήν ἀρχή τῆς δημοσίας δράσεώς Του, ὅπου λαμβάνει μάλιστα ἐνεργό μέρος[30], ὅπως ἐπίσης καί στό τέλος αὐτῆς τῆς σωτηριώδους δράσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
πιπροσθέτως, σημειώνεται τό γεγονός ὅτι ἡ Θεοτόκος παρευρίσκεται μαζί μέ τούς θεοκήρυκες Ἀποστόλους στήν Πεντηκοστή, πού εἶναι ἡ σύσταση καί ἡ φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας[31]. Πέραν αὐτῶν, βλέπουμε στόν Λουκᾶ τήν ἀναφορά στήν Ὠδή τῆς Θεοτόκου «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον», τήν ὁποίαν ἡ Ὑμνολογία προτάσσει ὡς πρῶτο στίχο στόν ψαλλόμενο σχεδόν σέ κάθε Λειτουργία γνωστό θεομητορικό Ὕμνο «τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ». Ἐπιπλέον, στό τελευταῖο Βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου, θά διαβάσουμε ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶναι «ἡ περιβεβλημένη τόν ἥλιον γυνή», ἡ ὁποία «ἔτεκεν υἱόν ἄρρενα, ὅς μέλλει ποιμαίνειν πάντα τά ἔθνη ἐν ράβδῳ σιδηρᾷ»[32].
λα βεβαίως συνδέονται μεταξύ τους (Παλαιά καί Καινή Διαθήκη), διότι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ γυνή ἐκείνη, τῆς ὁποίας τό σπέρμα συνέτριψε τήν κεφαλήν τοῦ διαβόλου, τοῦ «ἀρχεκάκου ὄφεως», κατά τό πρωτευαγγέλιον τῆς Γενέσεως[33]. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή «Κιβωτός τῆς Διαθήκης»[34], ἡ «Πύλη ἠ κατά ἀνατολάς κεκλεισμένη»[35], ἡ «Ράβδος Ἀαρών ἡ βλαστήσασα»[36]. Κατά ταῦτα, ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ ἀνακεφαλαίωση τῆς Ἱερᾶς Ἱστορίας, ἡ πραγμάτωση τῶν «τύπων» καί τῶν «σκιῶν» τῆς Π. Διαθήκης[37]. Πολύ εὔστοχα ἔχει γραφεῖ ὅτι «ποτέ μιά ἀνθρώπινη ὑπογραφή δεν εἶχε τόση σημασία γιά τήν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη, ὅση ἡ ὑπογραφή τῆς Παρθένου στήν Καινή Διαθήκη – συμβόλαιο ἀνάμεσα στόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Μέ ἀνθρώπινες ὑπογραφές κηρύχθηκαν ἐπαναστάσεις, ἄρχισαν ἀλλά καί σταμάτησαν πόλεμοι καί ἐπικράτησε εἰρήνη. Μέ τήν ὑπογραφή τῆς Θεοτόκου σταμάτησε ὁ μεγαλύτερος πόλεμος καί ἐπικράτησε ἡ πιό σημαντική εἰρήνη στόν κόσμο»[38].
ν μετά τήν Ἁγία Γραφή ἐπιχειρήσουμε μιά ἀκροθιγῆ χρονική περιδιάβαση στήν πατερική Γραμματεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, θά δοῦμε πῶς οἱ θεόπνευστοι Πατέρες καί διάφοροι ἱεροί συγγραφεῖς κατά διαφορετικές περιόδους θεολόγησαν περί τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί ἔδωσε ὁ καθένας τό «στίγμα» του, προσθέτοντας ὑλικό στό ἔξοχο θεοτοκολογικό οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τούς πρώτους Ἀποστολικούς Πατέρες, τόν δεύτερο αἰῶνα, ὁ Εἰρηναῖος Λουγδούνου (+202 μ.Χ.) ὁμιλεῖ θεολογικά γιά τήν Παρθένο Μαρία, ἀναπτύσσοντας σέ βάθος τήν ἀντίθεση Εὔα – Μαρία καί ὑπογραμμίζοντας ὅτι, ὅπως ἡ παρακοή τῆς πρώτης ἔφερε στόν κόσμο τόν θάνατο, ἔτσι ἡ ὑπακοή τῆς δευτέρας χάρισε στήν ἀνθρωπότητα τήν ζωή[39]. Ὁ ἴδιος εἰσήγαγε πρῶτος τόν παραλληλισμό Μαρία - Ἐκκλησία, μέ τή διατύπωση ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ παρθένος γῆ, ἀπό τήν ὁποία ὁ Θεός ἔλαβε τό σῶμα τοῦ Νέου Ἀδάμ. Ἐπίσης, πρῶτος αὐτός εἶπε ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶναι «ἡ αἰτία τῆς σωτηρίας γιά ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος». «Sibi et universo generi humanο causa facta est salutis»[40]. Κατά τόν τρίτο αἰῶνα ἔχουμε τίς μαρτυρίες τῶν, Κλήμεντος Ἀλεξανδρείας, Τερτυλλιανοῦ καί Ὠριγένους, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζουν τήν Θεοτόκο, Ἀειπάρθενο καί πανάρετο[41]. Τόν τέταρτο αἰῶνα ὁ Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδρείας (+328) χρησιμοποιεῖ μετ᾿ ἐπιφάσεως τόν ὅρο «Θεοτόκος» (πρῶτος τόν διατύπωσε ὁ Ὠριγένης), ἐνῶ ὁ μαθητής του Μ. Ἀθανάσιος τόν ἀκολουθεῖ πιστά. Ἔπειτα, οἱ Καππαδόκες καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὁμιλοῦν θεολογικώτατα γιά τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί τή σύνδεση τοῦ ἱεροῦ προσώπου της μέ τό ὑπερφυές μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, ἐνῶ ὁ Ἐπιφάνιος Κύπρου, μεταξύ ἄλλων τήν ἀποκαλεῖ «Μητέρα τῶν ζώντων»[42].
πό πλευρᾶς δυτικῶν Πατέρων καί συγγραφέων ἐκείνης τῆς περιόδου, ὁ Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων θά συγγράψει ἕνα θαυμάσιο ἔργο μέ τίτλο: «De Institutione Virginis», πού ἀποτελεῖ μιά πραγματική «Θεομητορική ἀνθολογία»[43], ἐνῶ παράλληλα, στήν ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Λουκᾶ, θά διατυπώσει τή θέση ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ὁ «τύπος τῆς Ἐκκλησίας»[44]. Ἐπίσης καί ὁ Αὐγουστῖνος Ἱππῶνος γράφει καί ὑπογραμμίζει τήν Ἁγιότητα, ἀλλά καί σημασία τῆς Θεοτόκου γιά τήν πνευματική ζωή τῶν πιστῶν[45]. Ὅλη ἡ σπουδαιότητα ὅμως τῆς περί τῆς Θεοτόκου ὀρθοδόξου Διδασκαλίας θά παρουσιαστεῖ τό 431 μ.Χ., ὅπου θά τοποθετηθεῖ καί τό θεμέλιο τῆς θεομητορικῆς θεολογίας ἀπό τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἡ Γ΄ Οἰκ. Σύνοδος ἔδωσε τήν ἀφορμή γιά τήν ἀνάπτυξη περαιτέρω τῆς περί τήν Θεοτόκον θεολογίας κατά τούς μεταγενεστέρους αἰῶνες (Ε΄-Θ΄), ἀλλά καί τόν ἐμπλουτισμό τῆς Πατερικῆς Γραμματείας μέ ἐκπάγλου πνευματικῆς ὡραιότητος ἔργα, Λόγους, ἐγκωμιαστικές Ὁμιλίες, Πραγματεῖες, ποιήματα κ.ἄ. πού ἀφοροῦν στό Ὑπερύμνητο πρόσωπο τῆς Ὑπερευλογημένης Μαριάμ.
Κατά τήν βυζαντινή περίοδο, ὡστόσο, πέραν τῶ ἀναφερομένων, θά κάνουν τήν ἐμφάνισή τους καί οἱ «Βίοι» τῆς Παναγίας, μέ σημαντικώτερο αὐτόν τοῦ Ἰωάννου Γεωμέτρου (+990 μ.Χ.) πού βρίσκεται στό Ἅγιον Ὄρος καί ἀλλοῦ καί δέν ἔχει ἀκόμη ἐκδοθεῖ. Ὑπάρχει ἐπίσης και ὁ «Βίος τῆς Μαρίας» ἀπό τον γνωστό Συμεῶνα τόν μεταφραστή μετά τό 976 μ. Χ., ὁ ὁποῖος ἔχει ἐκδοθεῖ ἀπό τόν Latyschev τό 1913 στό Petrograd[46].
 κατεξοχήν «Θεομητορικός» αἰῶνας στήν ὀρθοδοξία εἶναι ὁ ΙΔ΄, κατά τόν ὁποῖο ρέει στήν Ἐκκλησία ὁ θεολογικός ποταμός τριῶν μεγάλων ἀνδρῶν, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ Νικολάου Καβάσιλα καί τοῦ Θεοφάνους Νικαίας. Κατά τόν Π. Νέλλα, «οἱ τρεῖς αὐτοί ἄνδρες θεμελιώνουν θεολογικά τρία συγχρόνως σημεῖα: α) τήν ἀπόλυτη προσωπική ἁγιότητα τῆς Παρθένου καί τήν ἐσχατολογική τοποθέτησή της ἀμέσως μετά τήν Ἁγία Τριάδα πάνω ἀπό ὅλα τά κτίσματα· β) τή θεμελιώδη χριστολογική σημασία της· καί γ) τήν ἐντελῶς κεντρική θέση της στήν Οἰκονομία τῆς σωτηρίας, δηλαδή τόν ἐνεργητικό ρόλο της στό μυστήριο τῆς Σαρκωσεως καί τήν εἰς τούς αἰῶνες παραμονή της στό κέντρο τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας»[47].
Τό πλέον βασικό, πού ὡς Ὀρθόδοξοι φρονοῦμε περί τήν Θεοτόκον, εἶναι ὅτι ἡ περί αὐτῆς διδασκαλία στούς Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπάρχει μόνον ἐντός τῆς Χριστολογίας καί ὄχι ὡς μία αὐτόνομη «Μαριολογία», ἤ ὡς μία «ἀνθρωπολογία» μέ κέντρο τήν Παναγία Παρθένο. Ἡ Θεοτόκος τιμᾶται σέ σχέση καί ἀναφορά μέ τό σωτηριῶδες μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, τό ὁποῖο διακόνησε μέ τήν Ἁγιότητά της καί τήν τελεία κατά ἄνθρωπον ὑπακοή της στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὀρθῶς ἔχει γραφεῖ, «δέν μπορεῖ κανείς νά ὁμιλήση γιά τήν Θεοτόκο, ἄν δέν δογματίση, ἄν δέν τήν συνδέση μέ τό δόγμα περί Χριστοῦ»[48].
Panagia1πό πλευρᾶς θείας Λατρείας, θά καταθέσουμε τό γνωστό στούς εὐλαβεῖς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, τιμᾶται καί ὑμνολογεῖται γηθοσύνως μέσα στήν Ὀρθόδοξη θεία Λατρεία, σέ κάθε περίσταση λατρευτική, δημόσια καί ἰδιωτική. Βρίθουν, κυριολεκτικά, ὅλα τά λειτουργικά βιβλία, Ὡρολόγιο, Παρακλητική, Τριώδιο, Πεντηκοστάριο, Μηναῖα, Εὐχολόγια, ἀπό ἀναφορές καί ὕμνους, εὐχές καί βαθυστένακτες δεήσεις πρός στήν Κυρία τῶν Ἀγγέλων. Εἶναι σέ ὅλο τόν Ὀρθόδοξο λαό γνωστή, ἀλλά καί παρεκτική θείου γλυκασμοῦ καί ψυχικῆς παραμυθίας, ἡ λειτουργική ἐπίκληση, πού ἀκούγεται συνεχῶς στή θεία Λειτουργία, ἀλλά καί σέ ἄλλες Ἀκολουθίες: «Τῆς Παναγίας Ἀχράντου, Ὑπερευλογημένης, Ἐνδόξου, Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας».
Εἶναι γνωστοί στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ πολλοί Ὕμνοι καί τά ἱερά ἐφύμνια πρός Αὐτήν. Καλότυχοι οἱ ἱεροψάλτες, πού γνωρίζουν νά ψάλλουν μουσικά τούς ὕμνους τῆς Παρθένου καί εἰδικώτερα κάποιους ἐξαιρέτους, ὅπως τό «Δέσποινα πρόσδεξαι», ἀργόν μέλος (μετά τό πέρας τοῦ Πολυελαίου), σέ ἦχο πλ. τοῦ δ΄, ἤ τό «Καί νῦν» τοῦ ἄλλου Πολυελαίου, «Παντάνασσα Πανύμνητε», σέ ἦχο α΄.Καλότυχος καί ὁ φιλόχριστος καί θεοτοκόφιλος λαός, πού αἰσθάνεται «ἐνηχημένος» καί κατανενυγμένος, καθώς ἀκούει τά ἱερά μελωδήματα πρός Αὐτήν, ἡ ὁποία, «ὡς <φωτός ἀδύτου πύλη>, προοδοποιεῖ τήν εἴσοδο τῶν βροτῶν στήν οὐράνα Βασιλεία, ἀφοῦ διά τοῦ τόκου της οὐράνωσε τήν γῆ καί καταξιώθηκε νά γίνει κλίμακα οὐρανοδρόμος καί ὑψοποιός χαρίζοντας τό πλήρωμα τῆς χαρᾶς καί τῆς εὐφροσύνης στά πέρατα τῆς δημιουργίας»[49]. Στό Ἅγιον Ὄρος ψάλλονται ὅλα τά ἀνωτέρω ἱερά μελωδήματα, ὅπως ἐπίσης ψάλλεται καί τό «Ἄνωθεν οἱ Προφῆται», εἰδικώτερα δέ, στήν ἱερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, κατά τήν ἱερά Πανήγυρη τοῦ Κτίτορος, Ὁσίου Ἀθανασίου, ἐνώπιον τῆς ἱερᾶς Εἰκόνος της Παναγίας τῆς ἐπονομαζομενης «Κουκουζέλισσας».
________________________________________
[1] Ἀνδρέου Κρήτης, Α΄ Λόγος Εἰς τό Γενέθλιον τῆς Θεοτόκου, MPG 97, 912 A.
[2] Χριστός πάσχων, ΕΠΕ, 8, 245.
[3] Ἀνδρέου Κρήτης, Λόγος εἰς τήν ἁγίαν γέννησιν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, MPG 97, 861Β
[4] Ὁμιλία 11, MPG 77, 1033 BC.
[5] Ἐπιφανίου Κύπρου, Ἐγκώμιον εἰς τήν ἁγίαν Θεοτόκον, MPG 43, 497 BC.
[6]MPG. 18, 373 A.
[7] Ἱ. Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Ἁγίαν Παρθένον, τόμ. ε΄, ἐκδ. Ἐτόνης, σελ. 876, Βλ. Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Μελέτη περί τῆς Μητρός τοῦ Κυρίου, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, ἐν Ἀθῆναις 1901, Κεφάλαιον Γ΄ .
[8]Εἰς τό Γενέσιον, 1, ΕΠΕ 9, 182.
[9] ὅ. π.
[10] ὅ. π.
[11]Ὁμιλία Θ΄, Εἰς τό Γενέθλιον τῆς Θεοτόκου, ΕΠΕ 12, 270.
[12] Γεωργίου Νικομηδείας, Εἰς τήν Γέννησιν τῆς Θεοτόκου, MPG 100, 1401.
[13]Ὁμιλία ΛΖ΄, Εἰς τήν πάνσεπτον Κοίμησιν τῆς πανυπεράγνου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, ΕΠΕ 10, 460.
[14]Ὁμιλία ΛΖ΄, 15.
[15] Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεῖα στήν Ὠδή τῆς Θεοτόκου, βλ. Θεοκλήτου Μοναχοῦ, Διονυσιάτου, Μαρία ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Ὁ Ἄθωνας, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 273 -274.
[16] Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Μελέτη, Περί τῆς Μητρός τοῦ Κυρίου, Ὑπεραγίας Θεοτόκου (Προσφώνησις), Ἀθῆναι 1901, ἐκδ. Παναγόπουλος, Β΄ ἔκδοση, 1997, σελ. 32-33.
[17] Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Δογματική, Ὀρθόδοξη φιλοσοφία τῆς ἀλήθειας (Μετάφραση), ἐκδ. Ἱερά Μεγίστη Μονή Βατοπεδίου, Ἅγιον Ὄρος 2019, σελ. 829-830
[18] Βλ. Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Λόγος Β΄ Εἰς τήν Κοίμησιν, MPG. 96, 729 A.
[19]Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Δογματική, σελ. 828.
[20] Θεοδότου Ἀγκύρων, Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν, Patrologia Orientalis, τόμ. 19, σελ. 212.
[21]Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως, Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν τῆς Θεοτόκου,MPG. 98, 329C.
[22] Ἰω. Γεωμέτρη, Ὕμνοι, PG. 106, 864. Βλ. Χρ. Κοντάκη, Εἰς τήν Θεοτόκον, Συναγωγή πατερικῶν ὠδῶν, προσηγοριῶν καί ἐπιθέτων, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 429.
[23] Πρωτ. Νικολάου Λουδοβίκου, Ἡ κλειστή πνευματικότητα καί τό νόημα τοῦ ἑαυτοῦ, ἐκδ. Ἑλληνικά γράμματα, Ἀθήνα 1999, σελ. 333 (Ἐπίλογος).
[24] Ἰω. 21, 25.
[25] Ν. Καβάσιλα, Ἡ Θεομήτωρ, Κείμενο, μετάφραση, εἰσαγωγή, σχόλια, Π. Νέλλας, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1989, σελ. 19 (Εἰσαγωγή).
[26] Λκ.2, 51.
[27] Ἰω. 19,27.
[28] Λκ. 1, 27.
[29] Λκ. 1, 28-35.
[30] Ἰω. 2, 1-11.
[31]Πρξ. 1, 14 καί 2, 1. Βλ. ὅ. π. Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 20.
[32] Ἀπ. ΙΒ΄, 1-6.
[33] Γν.3, 15.
[34] Ἔξ. 25, 9.
[35] Ἰεζ. 44,1.
[36] Ἀρθμ. 17, 23.
[37] Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 21.
[38] Εὐθ. Στυλίου, ἐπισκόπου Ἀχελώου, Ἡ Πρώτη, Θεομητορικό ἡμερολόγιο, β΄ ἔκδοση, Ἀθήνα 1987, σελ. 111.
[39] Εἰρηναίου, Ἐπίδειξις τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος, ΧΧΧΙΙΙ, MPG. 12-5, 772-773.
[40]ὅ. π. ΙΙΙ, ΧΧΙΙ, 4, MPG. 7, 958A - 960, βλ. Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 23.
[41]ὅ.π.
[42] Πανάριον, 78, 18, MPG. 42, 728 κ.ἑξ.
[43]Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 25.
[44]ὅ. π. «virgο guia est Ecclesiae typus».
[45] ὅ. π.
[46] ὅ.π. σελ. 28.
[47] ὅ. π. σελ. 29.
[48] Ἱεροθέου Βλάχου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου, Οἱ Θεομητορικές ἑορτές, ἐκδ. Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου Πελαγίας, σελ. 29.
[49] Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Χῶρος καί χρόνος στή λειτουργική Θεολογία τοῦ Συμεών Θεσσαλονίκης, ρεαλισμός καί σύμβολο, ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 217.