† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022

Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ



   Η παραβολή του ασώτου υιού είναι αρκετή από μόνη της να μας διδάξει όλο το μυστήριο της πατρικής θεϊκής αγάπης και του τρόπου σωτηρίας και επιστροφής των ανθρώπων στον Θεό. Έτσι, συνήθως, δίνεται μεγαλύτερη σημασία στον άσωτο υιό και στον τρόπο σωτηρίας του, αλλά και στην παρουσία του πατέρα, ο οποίος με την άφατη πατρική αγάπη του δέχεται πίσω τον άσωτο γιο του. Ο άλλος γιος όμως, ο αδελφός του ασώτου, μένει στο περιθώριο, χωρίς να ασχοληθεί κανείς μ’ αυτόν. Όμως, όταν ακούω την παραβολή αυτή, το μυαλό μου μένει σ’ αυτόν τον τύπο του ανθρώπου, γιατί αισθάνομαι ότι εμείς οι «θρήσκοι» μοιάζουμε μ᾽ αυτόν οι περισσότεροι.

   Κινδυνεύουμε από το σύνδρομο αυτού του ανθρώπου. Είναι ένας μεγάλος κίνδυνος, που παραμονεύει όλους μας. Στο Ευαγγέλιο γίνεται αναφορά για τον μεγαλύτερο γιο με λίγα λόγια. 
  Όταν επέστρεψε ο άσωτος υιός και έγινε η υποδοχή του από τον πατέρα και διέταξε να φέρουν την πρώτη στολή για να τον ντύσουν, και να θυσιάσουν το μοσχάρι το σιτευτό και να γίνει χαρά και ευφροσύνη στο σπίτι, γιατί ο άσωτος ήταν σαν νεκρός που επέζησε, και χαμένος και βρέθηκε, λέει η παραβολή στη συνέχεια: «Ην δε ο υιός αυτού ο πρεσβύτερος εν αγρώ».

 Ο μεγαλύτερος υιός ήταν στον αγρό εργαζόμενος στην εργασία του πατέρα του. «Και ως ερχόμενος ήγγισε τη οικία ήκουσε συμφωνίας και χορών», και όταν έφτασε στο σπίτι άκουσε όλη αυτή την ιστορία. Αυτό που μας παραπέμπει στην πιο πάνω στιγμή, που γράφει για τον άσωτο υιό, είναι όταν στράφηκε πίσω και πλησίασε στο σπίτι, και ενώ ήταν ακόμη μακριά, ο πατέρας του έτρεξε και τον αγκάλιασε και τον καταφίλησε και «επέπεσε επί τον τράχηλον αυτού». «Και ιδών αυτόν ο πατήρ εσπλαχνίσθη». Λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος έναν ωραίο λόγο: «πώς τον είδε ο πατέρας, αφού ήταν μακριά;» Οι οφθαλμοί του πατέρα έχουν μεγάλο βλέμμα και μεγάλη δύναμη. Τον είδε με τα μάτια της ψυχής του, με την αγάπη του και την ευσπλαγχνία του.

  Έτσι βλέπουμε δύο σκηνές: ο ένας πηγαίνει και όταν πλησιάζει τον δέχεται ο πατέρας του και τον καταφιλεί και τον παρηγορεί και τον ενδύει με τη στολή την πρώτη, ενώ ο άλλος πηγαίνει και μόλις ακούει τους χορούς και τα τραγούδια μέσα στο σπίτι, φωνάζει έναν δούλο του και θέλει να μάθει τι συμβαίνει. Ταράχτηκε, δεν του άρεσε. Ο δούλος τού είπε ότι επέστρεψε ο αδελφός του και ότι ο πατέρας του θυσίασε τον μόσχο τον σιτευτόν, γιατί τον παρέλαβε και τον εδέχθη ζωντανό και υγιή. Τότε ο αδελφός «ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν», οργίστηκε τόσο πολύ, που δεν ήθελε να μπει στο σπίτι. «Ο ουν πατήρ αυτού εξελθών παρεκάλει αυτόν». Τότε βγήκε πάλι ο πατέρας, όπως και προηγουμένως να υποδεχθεί τον άσωτο, και τον παρακαλεί και τον ικετεύει να περάσει στο σπίτι. 

 Αυτός όμως είπε στον πατέρα: «ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον, και εμοί ουδέπωτε έδωκας ερίφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ». Έχει τόσα χρόνια που σου δουλεύω και ποτέ δεν παρέβηκα καμμία εντολή σου και σε μένα ποτέ δεν έδωκες ούτε ένα ερίφιο, ώστε να χαρώ με τους φίλους μου. «Οτε δε ο υιός σου ούτος ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν».
 Όταν ήρθε ο υιός σου αυτός που σου κατέφαγε την περιουσία, θυσίασες το μοσχάρι το σιτευτόν. Τότε του είπε ο πατέρας: «τέκνον, συ πάντοτε μετ΄εμού ει, και πάντα τα εμά σα εστίν». Παιδί μου, εσύ ήσουν πάντοτε μαζί μου και όλα τα δικά μου ήταν και δικά σου. 
«Ευφρανθήναι δε και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη». 
Έπρεπε να χαρείς και να ευφρανθείς, διότι ο αδελφός σου αυτός ήταν νεκρός και αναστήθηκε και ανέζησε, ήταν χαμένος και βρέθηκε. Αυτό είναι το κείμενο της περικοπής που αναφέρεται στον δεύτερο υιό. 

  Πράγματι, νομίζω ότι, αν κανείς θέλει να λυπηθεί κάποιον σ’ αυτή την ιστορία, αναπόφευκτα και άξιος πολλών δακρύων είναι ο άλλος υιός, ο μεγάλος αδελφός. Είναι άξιος δακρύων, γιατί τελικά αυτός δεν έζησε πραγματικά μαζί με τον πατέρα, δεν κοινώνησε με τον πατέρα, ούτε χάρηκε, ούτε κατάλαβε τον πατέρα του. Εδώ είναι και η μεγάλη τραγωδία, το ότι δηλαδή αυτό το παιδί συμπεριφέρθηκε έτσι. Γιατί ουσιαστικά ποτέ δεν κατάλαβε τον πατέρα του. 
Ήταν τόσα χρόνια μαζί του, όπως ο ίδιος εκαυχάτο ««ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον». Τόσα χρόνια σου δουλεύω, και ακολουθούσα πάντα την εντολή σου, αλλά ποτέ δεν μου έδωσες ούτε ένα κατσίκι, για να φάω με τους φίλους μου. Η τραγωδία βρίσκεται σ’ αυτό το σημείο. Στο ότι δηλαδή τόσα χρόνια δεν κατάλαβε ποιο πατέρα είχε δίπλα του. Ο άσωτος ενώ έκανε τόσες αμαρτίες, φαίνεται ότι κάποια στιγμή ανακάλυψε τον πατέρα του μέσα στην καρδιά του. Όταν όμως κακοπαθούσε και πεινούσε και έβοσκε τους χοίρους και έτρωγε από την τροφή τους, τον είχαν εγκαταλείψει όλοι και κανένας δεν του έδινε σημασία. Ευρισκόμενος μέσα σ’ αυτή την τελεία εξαθλίωση και απόρριψη και εγκατάλειψη, εκεί θυμήθηκε το σπίτι του πατέρα του. Βρήκε τον εαυτό του και αποφάσισε να πάει πίσω στο σπίτι του. Αυτό το έκανε, γιατί ήξερε ποιος είναι ο πατέρας του. Ήταν βέβαιος ότι, αν θα πήγαινε πίσω, ο πατέρας θα τον δεχόταν, και αυτός θα του έλεγε: «πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου, και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου». Δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι γιος σου, αλλά κάνε με σαν έναν από τους δούλους σου.

   Αυτό ήταν το κλειδί που άνοιξε την καρδιά του πατέρα. Αλλά ήξερε τον πατέρα και τον τρόπο που θα μιλήσει σ᾽ αυτόν. Ο μεγάλος δυστυχώς δεν το ήξερε αυτό. Δεν κατάλαβε ποτέ τον πατέρα του.
  Πράγματι, νομίζω ότι, αν κανείς θέλει να λυπηθεί κάποιον σ’ αυτή την ιστορία, αναπόφευκτα και άξιος πολλών δακρύων είναι ο άλλος υιός, ο μεγάλος αδελφός. Είναι άξιος δακρύων, γιατί τελικά αυτός δεν έζησε πραγματικά μαζί με τον πατέρα, δεν κοινώνησε με τον πατέρα, ούτε χάρηκε, ούτε κατάλαβε τον πατέρα του

   Και για τα δικά μας δεδομένα είναι τραγωδία, όταν βλέπουμε ανθρώπους μέσα στην Εκκλησία που εργάζονται, όπως όλοι μας, την πνευματική εργασία, να αγωνίζονται πνευματικά, να διαβάζουν, να νηστεύουν, να προσεύχονται και να κάνουν όλα αυτά τα πράγματα, αλλά να έχουν μία συμπεριφορά ακατανόητη: σαν να μην άκουσαν και δεν είδαν ποτέ τον Θεό μπροστά τους και δεν κατάλαβαν ποτέ το Ευαγγέλιο, σαν να ήταν κάτι άγνωστο γι’ αυτούς. 

Και λέει κανείς, πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να είναι τόσα χρόνια μέσα στην Εκκλησία, να κοινωνεί, να προσεύχεται και να έχει σκληρότητα και μία κατάσταση μες στην ψυχή του, που δεν έχει καμιά σχέση με τον Χριστό; Γιατί το παθαίνουμε αυτό; Γιατί παθαίνουμε ό,τι έπαθε και ο μεγάλος υιός. Μας μπαίνει η ιδέα ότι ««ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον». Εγώ είμαι τόσα χρόνια δούλος του Θεού, ποτέ δεν παράκουσα μία εντολή. Αυτή η ικανοποίηση του εαυτού μας ότι κάνουμε πράγματα τα οποία είναι ευάρεστα στον Θεό, αυτή η πεποίθηση ότι τηρούμε τις εντολές του Θεού, και πράγματι τις κάνουμε όπως το παιδί της παραβολής, που ήταν τόσα χρόνια στη δούλεψη του πατέρα του, αυτή η πεποίθηση είναι και η αιτία να έχουμε μία εικόνα του εαυτού μας εντελώς λανθασμένη. 

Όταν θα έρθει η ώρα που θα φανεί τι έχουμε μέσα στην ψυχή μας, τότε βγαίνει προς τα έξω ένας εαυτός και ένας άνθρωπος τελείως παράξενος, αλλότριος του Θεού, μάλιστα μ’ ένα πρόσχημα δικαιοσύνης, όπως είχε αυτός ο μεγάλος υιός. Λέει ο μεγαλύτερος υιός προς τον πατέρα του: «ο υιός σου, δεν τον είπε καν αδελφό του, ενώ κατέφαγε την περιουσία σου όλη, και τη ζωή του την πέρασε μέσα στην πορνεία και την ακαθαρσία, ήρθε τώρα πίσω και απολαμβάνει ό,τι είχε προηγουμένως και ακόμα περισσότερα, ενώ αυτός δεν απόλαυσε αυτή την περιποίηση από τον πατέρα. Γιατί λοιπόν αυτό; Διότι ακριβώς δεν αισθάνθηκε ποτέ του την ανάγκη να γνωρίσει τον πατέρα του.

Λέει κάπου ο Χριστός: «αύτη εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσι σε τον μόνο αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν». Η αιώνιος ζωή είναι η γνώση του Θεού. Και τι σημαίνει γνώση του Θεού; Αυτό που λέει ο Χριστός: «μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία». Τελικά η σχέση μας με τον Θεό δεν είναι σχέση οπαδού. Ο Θεός δεν είναι κάτι που μας αρέσει, και τον πιστεύουμε αλλά είναι κάτι πολύ περισσότερο, γιατί μας αποκαλύπτει τον ίδιο τον εαυτό του. Γι’ αυτό και η δημιουργία μας είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού, πρέπει να γίνουμε όμοιοι με τον Θεό Πατέρα μας. Πώς μπορούμε διαφορετικά να είμαστε πραγματικά παιδιά του; Αν δεν έχουμε ίχνη που να μοιάζουν μαζί Του, πώς θα του μοιάσουμε; Και για να μην νομίζουμε ότι θα του μοιάσουμε εξωτερικά και έτσι θα γίνουμε όμοιοι με Αυτόν, μας αποκάλυψε ο ίδιος τον εαυτό Του, λέγοντάς μας: «μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών». Με έναν λόγο ο Θεός μας αποκάλυψε τον εαυτό Του ολόκληρο. Για να μην πλανώμεθα και να μη βρίσκουμε δικαιολογία ότι δεν ξέραμε ή δεν καταλάβαμε ότι έτσι είναι. Για να το καταλάβουμε όμως πρέπει να συντρίψουμε το είδωλό μας. Αν δεν συντριβεί αυτό το είδωλο του καλού ανθρώπου, του φρόνιμου, του ηθικού, του καθώς πρέπει, του συνετού, του δουλευτή στον Θεό και μάλιστα του «τοσαύτα έτη» εργαζομένου, δεν πρόκειται να τον καταλάβουμε.

Έλεγαν κάποιοι τύποι, λίγο περίεργοι, στον Γέροντα Παΐσιο: «Γέροντα, έχετε πολλά χρόνια στο Άγιον Όρος»; Αυτός τους έλεγε πως ήρθε την ίδια χρονιά με το μουλάρι του γείτονα. Τη χρονιά που έφερε αυτός το μουλάρι του στο Άγιον Όρος, μπήκε κι αυτός. Ήθελε να τους πει ότι και το μουλάρι είναι στο Άγιον Όρος, όμως δεν έγινε και κανένα άγιο μουλάρι, μουλάρι ήταν, μουλάρι έμεινε. Βέβαια, το έλεγε από ταπείνωση για τον εαυτό του, και δεν είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Οι άνθρωποι του Θεού πέρασαν μέσα από την κάμινο των πειρασμών και των θλίψεων και απέκτησαν την ταπείνωση. Και όταν λέμε πειρασμό μην πηγαίνει το μυαλό μας μόνο σε πειρασμούς, που παθαίνει κανείς για την αγάπη του Χριστού και διώκεται, γιατί είναι ευσεβής και αγαπά τον Χριστό. Έχει πειρασμούς αμαρτίας και παθών που μας εξευτελίζουν, αλλά και πειρασμούς αθεΐας και άλλους πολλούς.

 Υπάρχουν άνθρωποι που δοκιμάζουν φοβερούς πειρασμούς. Αν διαβάσουμε τον βίο του Αγίου Νήφωνος επισκόπου Κωνσταντιανής, θα δούμε τι φοβερούς πειρασμούς πέρασε. Για αρκετά χρόνια, ενώ ήταν φοβερός αγωνιστής, πολεμείτο από τον πειρασμό της αθεΐας. Του έλεγε ο διάβολος ότι δεν υπάρχει Θεός. Αυτός έλεγε: «Κύριε, βοήθά με». Ήταν τόσο ισχυρός ο πόλεμος, που θα τρελαινόταν. Του έλεγε ότι εσύ είσαι πόρνος, μοιχός και τον πολεμούσε συνεχώς. Τότε ο Άγιος απαντούσε στον διάβολο «εγώ καν πορνεύσω καν μοιχεύσω καν φονεύσω καν οτιδήποτε πράξω, των ποδών του Ιησού Χριστού ουκ αφίσταμαι» . Έβαλε τον εαυτό του εκεί κάτω, συνέτριψε το είδωλό του, έφυγε την εικόνα του καλού παιδιού, του καλού ανθρώπου, του καθώς πρέπει, του ηθικού που έχει «καθαρό το μέτωπό του και τα χέρια του». Έφυγαν όλες αυτές οι εικόνες και συνετρίβη.

 Θεωρώ ότι ο Άσωτος ευρισκόμενος σε χώρα μακρινή και ζώντας ασώτως και περνώντας όλη αυτή την καταστροφική ταλαιπωρία, αφού κατέστρεψε τα πάντα, συνέτριψε τον εαυτό του αλλά όχι ζωηφόρα. Παρόλο που διαλύθηκε κυριολεκτικά όταν έβοσκε τους χοίρους, και πεινούσε και όλοι τον εγκατέλειψαν και έφτασε στον άδη της απόρριψης και της εγκατάλειψης, εκεί θυμήθηκε τον πατέρα του. Εκεί που ήταν σκοτάδι, άδης, απελπισία. Εκεί που λες όλα τελείωσαν και ο θάνατος σου φαίνεται λύτρωση. Εκεί βρήκε τον εαυτό του. Τον πατέρα του τον συνάντησε εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, που είπε: «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα». Αυτό το πράγμα τον βοήθησε να συνέλθει. 

 Ο άλλος δεν είχε καμία τέτοια εμπειρία. Όχι, γιατί του την στέρησε ο Θεός, όχι γιατί του την στέρησε ο πατέρας του, αλλά γιατί η ιδέα περί του εαυτού του, ότι τόσα χρόνια αυτός δεν παρέβηκε καμία εντολή και ήταν καλός υιός και ποτέ δεν τον εγκατέλειψε, του δημιούργησε την αυτοπεποίθηση, την καλή εικόνα για τον εαυτό του, η οποία δεν τον άφησε να ανακαλύψει τον Θεό πατέρα του. Αυτή είναι η τραγωδία του ανθρώπου αυτού, αλλά και η τραγωδία που πολλές φορές κυριεύει κι εμάς, τους «θρήσκους» ανθρώπους. Επειδή δεν κάνουμε και μεγάλα κακά ή τα κάνουμε κρυφά ή τα δικαιολογούμε κιόλας και δεν βιώνουμε αυτή την κατάσταση και δεν την καταλαβαίνουμε. Δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε όπως είναι ο Θεός, γιατί δεν βιώσαμε ποτέ την πραγματικότητα του Θεού μέσα στην καρδιά μας, αφού ποτέ δεν τον μάθαμε.

 Εγώ λυπάμαι πολλές φορές και πρώτα τον εαυτό μου, όταν βλέπω και ακούω ανθρώπους της Εκκλησίας, που εκφράζονται απαξιωτικά για άνθρωπο αμαρτωλό, πλανεμένο, άσωτο, κακοποιό. «Μην τον συναναστρέφεσαι, μην του μιλάς, γιατί είναι χαμένος». Ένας άνθρωπος του Θεού δεν μπορεί να κάνει διακρίσεις. Το Ευαγγέλιο δεν μας διδάσκει να βλέπουμε τους άλλους υποτιμητικά. Πώς μπορούμε να λειτουργήσουμε με αυτό τον τρόπο; Σημαίνει ότι δεν καταλάβαμε ποτέ μας τι σημαίνει Ευαγγέλιο, Θεός. Δεν καταλάβαμε ότι «ο Θεός αγάπη εστι και ο έχων την αγάπη εν τω Θεώ μένει». Δεν μπορεί να λειτουργήσουμε διαφορετικά, δεν μπορούμε να υπάρξουμε.

 Κριτήριο της παρουσίας του Θεού είναι το να αγαπήσεις τον αδελφό σου. Αυτή είναι η κρίση του Θεού. Όλα όσα κάνουμε μέσα στην Εκκλησία πρέπει να καταλήγουν στην αγάπη, και η νηστεία, και η προσευχή και οι μετάνοιες. Αν δεν καταλήγουν εκεί στην αγάπη και όλα τρέφουν τον εγωισμό και την αυτοπεποίθησή μας, τότε αντί οι αρετές να γίνονται χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, γίνονται φαρμάκια, που δεν μας αφήνουν να γνωρίσουμε τον Θεό. Αυτό πράγματι είναι πολύ θλιβερό, γιατί θα έρθει ώρα κάποια στιγμή στη ζωή μας αναπόφευκτα που είτε ένας πειρασμός, είτε μία θλίψη ή μία δοκιμασία και καταστροφή, ένας θάνατος, μία αρρώστια, κατάρρευση οικονομική ή οτιδήποτε άλλο, που αμέσως θα μας αναστατώσουν. Έτσι λέμε, γιατί ο Θεός δεν με προστάτευσε, γιατί σε μένα, που είναι ο Θεός, γιατί ο άλλος ο κακός άνθρωπος που δεν πάει εκκλησία, που δεν νηστεύει, που δεν προσεύχεται, όλα του πάνε καλά κι εμένα από το κακό στο χειρότερο;

  Αρχίζουν όλα αυτά που δείχνουν ότι η πνευματική μας ζωή δεν είναι υγιής. Σίγουρα ο Θεός δεν παραβλέπει τίποτε. Ό,τι του δώσουμε θα το πάρει και θα μας οικονομήσει, δεν θα μας απορρίψει, εάν κάνουμε ό,τι μπορούμε. Όμως αυτή η κρίση είναι σημαντική και απαραίτητη στη ζωή μας, για να δούμε τι γίνεται με μας. Τι γίνεται με την ποιότητα του εαυτού μας. Και για να μην πλανόμαστε, ο Θεός διά του Αποστόλου Παύλου, διά Πνεύματος Αγίου μας αποκάλυψε τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος. Και μας λέει να μην πλανόμαστε και να νομίζουμε ότι είμαστε κάτι. Μας έβαλε έναν κατάλογο πραγμάτων, για να βάλουμε τον εαυτό μας μπροστά και να τον κρίνουμε. Και λέει: «ο καρπός του Πνεύματος εστίν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, πραότης, αγαθωσύνη, πίστις, εγκράτεια» και άλλα άμετρα χαρίσματα.

 Ας τα πάρουμε ένα ένα και να δούμε ποιο απ’ όλα αυτά ακολουθούμε, να δούμε πώς λειτουργεί ο εαυτός μας. Έχω χαρά στην ψυχή μου ή έχω μόνο όταν γίνονται τα θελήματά μου, και όλα μου πάνε καλά; Όλα αυτά αν δεν τα έχω, τι πρέπει να κάνω; Να κλάψω, και να διερωτηθώ πού είναι όλα αυτά; Αυτή η απόσταση από τον Θεό να συντρίψει την καρδία μου επιτέλους και να καταλάβω ότι κάτι δεν πάει καλά. Και όταν δω εκείνες τις συμπεριφορές τις υπερφίαλες, τις εγωιστικές και απορριπτικές προς τους άλλους ανθρώπους, να τις αρνηθώ. Τουλάχιστον, ας γίνουμε ειλικρινείς και ας βρούμε κι εμείς αυτό το κλειδί του Θεού. Το κλειδί του Θεού είναι αυτό που βρήκε και ο Τελώνης: «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Ούτε τα μάτια του δεν σήκωσε στον ουρανό. Κτυπούσε το στήθος του και ζητούσε από τον Θεό να τον λυπηθεί. Ο άλλος έλεγε μεν «ευχαριστώ», αλλά δεν ήταν, όπως πίστευε, «σαν τους άλλους ανθρώπους», ή όπως τον Τελώνη. Έκανε ελεημοσύνες, νήστευε και ήταν καλός!

Το ίδιο και ο άσωτος, πώς κέρδισε τον Θεό; Με τον ίδιο τρόπο. Είπε: «πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιοόν σου». Αμέσως έγινε δεχτός από τον πατέρα. Ο άλλος πήγε «δικαιωματικά»: «εγώ είμαι τόσα χρόνια και σου δουλεύω και ποτέ δεν παρήλθα καμία εντολή σου». Όλα, βέβαια, αυτά που είπε ο αδελφός του ασώτου ήταν αληθινά και ανθρωπίνως ίσως να είχε και δίκαιο. Όμως δεν ήξερε τον πατέρα του, δεν μπορούσε να τον πλησιάσει, δεν τον έμαθε ποτέ, ήταν ξένος προς αυτόν.

Λέει τη Μεγάλη Παρασκευή για τον ληστή: «κλείδα βαλών το μνήσθητί μου εν τη Βασιλεία σου» και αμέσως άνοιξε την πόρτα του Παραδείσου και μπήκε μέσα. Το Ευαγγέλιο τελικά έλεγαν οι Πατέρες είναι τόσο εύκολο αλλά και τόσο δύσκολο. Όποιος δεν βρει το κλειδί, κτυπάει πάνω στην πόρτα. Αυτό το κλειδί του Θεού πρέπει να βρούμε. Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή και όλη η ευλογημένη περίοδος του Τριωδίου συνεχώς μας το έχει μπροστά μας. Την ταπείνωση, τη μετάνοια, τη μίμηση του Θεού. Πώς θα μιμηθούμε τον Θεό; Έγινε άνθρωπος, για να τον δούμε και να μάθουμε πώς θα τον μιμηθούμε. Ποιοι τον μιμούνται; Αυτοί που τον ακολουθούν παντού: στο Πάθος, στον Σταυρό και σε όλα εκείνα τα οποία χαρακτήρισαν τη ζωή Του, για να μπορέσουμε να δούμε και τη δική μας Ανάσταση.

Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού (απόσπασμα μαγνητοφωνημένης ομιλίας που πραγματοποιήθηκε στο ησυχαστήριο της Αγίας Τριάδος, μετόχι της Μονής Μαχαιρά.)

«ΜΗΝ ΑΜΕΛΟΥΜΕ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ» Ἄρθρο τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου

77897 2

   Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

   Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀξιωθήκαμε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ νὰ εἰσέλθουμε στὸ κατανυκτικὸ Τριώδιο. Ἡ στοργική μας μητέρα, ἡ Ἐκκλησία, καλεῖ ὅσους ἐπιθυμοῦν τὴν σωτηρία καὶ τὴν ἀνακούφιση τῆς ψυχῆς νὰ προετοιμασθοῦν γιὰ τὸ ἐπερχόμενο «στάδιον τῶν ἀρετῶν» τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Μπροστά μας ξετυλίγεται μία ὄμορφη καὶ ξεχωριστὴ περίοδος τοῦ ἔτους, κατὰ τὴν ὁποία κάθε λόγος τῆς Ἐκκλησίας, κάθε τροπάριο ὠθεῖ τὸν καθένα μας σὲ πνευματικὴ ἐγρήγορση, σὲ συντριβὴ τῆς καρδιᾶς, σὲ αὐτοκριτική, σὲ μετάνοια, σὲ ἁγιασμό. Αὐτὰ ὅλα πρωτίστως ὑποδηλώνουν ὅτι τὸ Τριώδιο δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὰ μασκαρέματα. Ἀντιθέτως, καλούμαστε νὰ ἀποτινάξουμε τὶς νοητὲς μάσκες τῆς ὑποκρισίας καὶ νὰ ἐκφράσουμε μὲ εἰλικρίνεια αἰσθήματα εὐσέβειας πρὸς τὸν Γλυκύτατο Χριστό μας, ὁ Ὁποῖος δὲν ζητάει πολλὰ ἀπὸ ἑμᾶς. 

    περασμένη Κυριακή, ἀλλὰ καὶ ἡ παροῦσα, αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς διδάσκει∙ τὴν προηγούμενη ἐβδομάδα ὁ ἁμαρτωλὸς τελώνης μὲ μόνο λίγες λέξεις καρδιακῆς προσευχῆς ἔφυγε δικαιωμένος ἀπὸ τὸν Ναό, ἐνῶ τὴν παροῦσα ἡμέρα ὁ ἐπίσης ἁμαρτωλός, ὁ ἄσωτος ὑιός, μὲ μόνο λίγο θάρρος καὶ λίγες λέξεις καρδιακῆς μετανοίας ἐπιστρέφει στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ ἄσωτος γίνεται σεσωσμένος καὶ διαχρονικὸ παράδειγμα γιὰ τὸν καθένα μας. 

   λήθεια, μέσα ἀπὸ τὴν σημερινὴ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου ὁ καθένας μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό, διότι κανείς μας δὲν εἶναι ἀναμάρτητος. Τὸ μεγαλύτερο δῶρο τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, τὴν ἐλευθερία, κάποτε τὴν χρησιμοποιοῦμε λανθασμένα. Ἐπιλέγουμε πολλὲς φορές τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἁμαρτία, ἐνῶ ἀρχικὰ μπορεῖ νὰ μᾶς γοητεύει, τελικὰ μᾶς βγάζει σὲ ἀδιέξοδο. Καὶ ἐκεὶ ποὺ νομίζουμε ὅτι ἔχουμε καλύψει τὰ κενά μας, τελικὰ εἴμαστε ἄδειοι. Ὁ δρόμος τῆς ἁμαρτίας ποὺ τραβήξαμε μὲ αὐτοπεποίθηση, τελικὰ ἀποδεικνύεται λανθασμένος. Ὅλα, ὅμως, μποροῦν νὰ ἀνατραποῦν, ἀρκεῖ νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν πτώση μας καὶ νὰ θέλουμε νὰ ἐπιστρέψουμε στὴν πρώτη μας κατάσταση. Ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρη καὶ ἡ ἀγκαλιὰ Του χωράει τοὺς πάντες. Χωράει τοὺς Ἁγίους, ἀλλὰ καὶ τὸν κάθε πεπτωκότα, τὸν κάθε ἐξόριστο. Αὐτὴ ἡ ἀγκαλιὰ χωράει ὅσους θέλουν νὰ ἀνήκουν σὲ αὐτήν. 

   χουμε τὸ θάρρος νὰ τρέξουμε πίσω σὲ αὐτὴν τὴν ἀγκαλιά; Νὰ παραβλέψουμε τὰ γύρω, νὰ φορέσουμε τὸ δαχτυλίδι καὶ νὰ ποῦμε «Κύριε σὲ Ἐσένα ἀνήκω»; Ὁ Θεὸς δὲν ζητάει πολλά. Ἕνα βῆμα νὰ κάνουμε πρὸς Ἐκεῖνον μὲ καρδιακὴ μετάνοια, ὁ Ἴδιος, ὥς Φιλόστοργος Πατέρας, θὰ τρέξει νὰ μᾶς προϋπαντήσει, νὰ μᾶς ζεστάνει, νὰ μᾶς χαρίσει αὐτὸ ποὺ στερηθήκαμε μὲ τὴν ἁμαρτία, τὴν ἀληθινὴ Ζωή.

   Γιὰ αὐτὸ ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο∙ γιὰ νὰ σώσει τὸ πλανώμενο πρόβατο. Κὶ ὅταν ἕνα πλανώμενο πρόβατο σώζεται, ὅταν ἕνας ἀπὸ ἑμᾶς συνειδητοποιεῖ τὸν ἀληθινό προορισμὸ τῆς ζωῆς του, χαρὰ γίνεται στὸν Οὐρανὸ μεγαλύτερη ἀπὸ ὅταν σώζονται ἐνενήκοντα ἐννέα δίκαιοι. Τότε, ὁ μόνος ποὺ δὲν χαίρεται εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀκόμη φορᾶ τὴ μάσκα τοῦ εὐσεβισμοῦ, ἐκεῖνος ποὺ ἡ τυπολατρικὴ τήρηση τῶν νόμων ποτὲ δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἀσκήσει αὐτοκριτικὴ καὶ νὰ δεῖ μὲ εἰλικρίνεια τὴν εἰκόνα τῆς ψυχῆς του. Καὶ γιὰ αὐτὸν, ὅμως, ἡ ἀγκαλιὰ τοῦ Πατέρα παραμένει ὑπομονετικά ἀνοιχτή, ἄν ποτὲ θελήσει. 

   Καλὸ Τριώδιο, ἀδελφοί μου, μὲ καρδιακὴ μετάνοια καὶ καρδιακὴ προσευχή.

Μὴν ἀμελοῦμε τὴν σωτηρία μας.

Μὴν παραβλέψουμε τὴν νέα εὐκαιρία ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός. 

+ ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2022

Στήν παραβολή τοῦ Κυρίου περί τοῦ ἀσώτου (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)


«Θα γίνη κάποτε λιμός», είπε o προφήτης θρηνώντας την Ιερουσαλήμ, «όχι πείνα άρτου και ύδατος, αλλά πείνα για τον λόγο τού Κυρίου». Είναι δε ο λιμός στέρησις και συγχρόνως όρεξις της αναγκαίας τροφής. Υπάρχει όμως και κάτι χειρότερο και αθλιώτερο από αυτήν την πείνα· όταν δηλαδή κάποιος, ενώ στερείται τ' αναγκαία για την σωτηρία, δεν έχει συναίσθησι της συμφοράς, επειδή δεν έχει όρεξι για τη σωτηρία. Όποιος πεινά και δεν διαθέτει τ' αναγκαία, τριγυρίζει αναζητώντας ένα κομμάτι ψωμιού οπουδήποτε· κι' αν εύρει μουχλιασμένο ζυμάρι, ή του προσφέρει κάποιος άρτο από κεχρί ή από πίτουρα ή κάτι άλλο από τα ευτελέστατα είδη τροφής, χαίρεται τόσο πολύ, όσο επονούσε προηγουμένως που δεν εύρισκε. Όποιος επίσης έχει πνευματική πείνα, δηλαδή στέρηση και συγχρόνως όρεξη για πνευματικές τροφές, τριγυρίζει αναζητώντας αυτόν που έχει από τον Θεό το χάρισμα της διδασκαλίας· κι' αν εύρει, τρέφεται ευφρόσυνα με τον άρτο της ζωής της ψυχής, δηλαδή με τον σωτήριο λόγο, που όποιος τον αναζητεί έως το τέλος δεν πρόκειται να μη τον εύρει· «διότι όποιος αιτεί λαμβάνει και όποιος αναζητεί ευρίσκει, και στον κρούοντα θ' ανοιγεί η θύρα», είπε ο Χριστός.

2. Υπάρχουν όμως μερικοί που με την πολυήμερη ατροφία κατά νουν έχασαν και την όρεξη της τροφής· γι' αυτό δεν αντιλαμβάνονται τη ζημία. Και αν έχουν τον διδάσκαλο, δυσανασχετούν ακόμη και στην ακρόαση της διδασκαλίας, ενώ αν δεν έχουν, δεν ζητούν τον διδάσκαλο, διάγοντας ζωή αμαρτωλότερη από τον άσωτο. Διότι εκείνος, αν και με την απομάκρυνσή του εστερήθηκε του κοινού τροφέως και πατρός και κυρίου, περιέπεσε σε φοβερό λιμό και συναισθανόμενος την στέρηση μετενόησε και επανήλθε, επεζήτησε και επέτυχε την θεία και αθάνατη τροφή, και τόσο απήλαυσε δια της μετανοίας των χαρισμάτων του Πνεύματος, ώστε να προκαλέσει και τον φθόνο για τον πλούτο του. 

3. Είναι όμως προτιμότερο να πάρωμε το θέμα από την αρχή, για να εξηγήσωμε προς την αγάπη σας την ευαγγελική αυτή παραβολή του Κυρίου, αφού και σήμερα είναι διατεταγμένο να διαβάζεται στην εκκλησία. 

4. «Κάποιος άνθρωπος είχε δυό υιούς», λέγει. Ο Κύριος καλεί εδώ τον εαυτό του άνθρωπο παραβολικώς, κι' αυτό δεν έχει τίποτε το παράξενο. Διότι, αν έγινε πραγματικά άνθρωπος για τη σωτηρία μας, τί το παράδοξο να προβάλλει τον εαυτό του ως ένα άνθρωπο για την ωφέλειά μας, αυτός που είναι πάντοτε κηδεμών και της ψυχής και του σώματός μας, ως κύριος και δημιουργός και των δύο, αυτός που είναι ο μόνος που έδειξε σε μας έργα υπερβολικής αγάπης και κηδεμονίας, και πριν ακόμη εμφανισθούμε; 

5. Διότι πριν από μας μάς ετοίμασε αιώνια κληρονομία βασιλείας, όπως λέγει ο ίδιος, από καταβολής κόσμου. Πριν από εμάς για χάρη μας έπλασε τουςαγγέλους για ν' αποστέλλωνται ως διάκονοι, όπως λέγει ο Παύλος, στους μέλλοντας να κληρονομήσουν τη σωτηρία. Πριν από εμάς για χάρη μας άπλωσε τον ουρανό σ' όλον τον αισθητό τούτον κόσμο, σαν να έστησε κάποια κοινή και ομότιμη σκηνή σε όλους εμάς κατά την παροδική τούτη ζωή, τον ίδιοαεικίνητο καί πολυκίνητο και ακίνητο· ακίνητον, για να μη προκαλεί στους ενοικούντας φθορά με τις μεταπτώσεις του, πολυκίνητον, για να συγκρατείται στον χώρο του με τις αντίρροπες κινήσεις του, αεικίνητον δε καθ' εαυτόν και περιφέροντα μαζί του ευτάκτως το πλήθος των άστρων, ώστε εμείς αφ' ενός μεν να διδασκώμαστε το πρόσκαιρο της ζωής μας και ν' απολαύωμε όλων των σωμάτων του, που φθάνουν επάνω από την κεφαλή μας, κάθε φορά άλλα. Για μας πριν από εμάς κατασκεύασε τον μεγάλο φωστήρα για να κυριαρχεί στην ημέρα, και τον μικρό για να κυριαρχεί της νύκτας. Κι' ετοποθέτησε αυτούς και τα άλλα άστρα στο στερέωμα, για να κινούνται με αυτό, συνυπάρχοντα και παραλλάσσοντα πολυειδώς, για να είναι σημάδια των καιρών και των χρόνων. Από αυτά κανένα δεν χρειάζεται ούτε η νοερά φύσις, που είναι υπεραισθητή, ούτε η φύσις των άλογων ζώων, που ζει μόνο κατά αίσθηση. Για μας λοιπόν έγιναν, που με την αίσθησι μεν απολαύομε και τις άλλες δωρεές και το κάλλος των βλεπομένων, με τον νουν δε αντιλαμβανόμαστε τα σημεία αυτά. 

6. Για μας πριν από εμάς εθεμελίωσε τη γη, άπλωσε τη θάλασσα, εξέχυσε αφθόνως επάνω από αυτά τον αέρα, κι' επάνω από αυτόν παραπέρα άναψε πανσόφως την φύσι του πυρός, ώστε και το υπερβολικό ψύχος των κάτω να μετριάζει περιγυρίζοντας και να μένει στον τόπο του συγκρατώντας τα άπλωμά του. Αν δε και τα άλογα ζώα τα χρειάζονται αυτά για τη συντήρησή τους, αλλά κι' αυτά εδημιουργήθηκαν πριν από μας για υπηρεσία προς τους ανθρώπους, όπως ψάλλει και ο προφήτης Δαβίδ. 

7. Αυτόν λοιπόν τον σύμπαντα κόσμο παρήγαγε από το μηδέν ο πλάστης μας πριν από τη δική μας πλάση, για την σύσταση του σώματός μας. Για την βελτίωση δε των ηθών και την καθοδήγησι προς την αρετή τί δεν έκαμε ο φιλάγαθος δεσπότης; Τον ίδιον αυτόν αισθητό κόσμο επεξεργάσθηκε σανκάτοπτρο των υπερκοσμίων, ώστε δια της πνευματικής θεωρίας γύρω από αυτόν, σαν δια μέσου μιας θαυμασίας κλίμακος, να φθάνωμε προς εκείνα. Ενέβαλε μέσα μας έμφυτο νόμο, σαν απαρέγκλιτη στάθμη, ανεξαπάτητο κριτή και αδιάψευστο διδάσκαλο, την ατομική στον καθένασυνείδηση. Έτσι, αν είμαστε με την διάνοια συγκεντρωμένοι στον εαυτό μας, δεν θα χρειασθούμε άλλον διδάσκαλο για την κατανόηση του αγαθού· αν με την αίσθηση διαπορθμεύσωμε καλώς τον νου προς τα έξω, τα αόρατα του Θεού καθορώνται νοούμενα δια των ποιημάτων, λέγει ο απόστολος. 

8. Αφού λοιπόν δια της φύσεως και της κτίσεως άνοιξε το διδασκαλείο των αρετών, ο ίδιος ετοποθέτησε αγγέλους ως φύλακες, ανύψωσε πατέρες και προφήτες προς καθοδήγηση, έδειξε σημεία και τέρατα οδηγούντα προς την πίστη, μας έδωσε τον γραπτό νόμο, βοηθητικό στο νόμο της λογικής μας φύσεως και στη διδασκαλία από την κτίση. Τέλος, επειδή τα περιφρονήσαμε όλα (ω, τι ραθυμία δική μας και τι μακροθυμία και έγνοια του υπερβολικά αγαπώντος εμάς!), μας έδωσε τον εαυτό του για χάρη μας, και, κενώνοντας τον πλούτο της θεότητος στο έσχατο κατάντημά μας επήρε την φύση μας και, γενόμενος άνθρωπος σαν εμάς, διετέλεσε διδάσκαλος μας. Αυτός μας διδάσκει για το μέγεθος της φιλανθρωπίας του, επιδεικνύοντάς την με έργο και λόγο, συγχρόνως δε οδηγεί σε μίμηση της συμπαθείας του, ενώ αποτρέπει από την σκληροκαρδία τους οπαδούς του. 

9. Επειδή δε η αγάπη γεννάται και μέσα στους επιμελητάς των πραγμάτων, όπως και στους ποιμένες των προβάτων, ενυπάρχει δε και στους κυρίους των κτημάτων, όχι όμως τόσο όσο στους συνδεόμενους με αίμα και συγγένεια, και από αυτούς πάλι περισσότερο στους πατέρες προς τα παιδιά τους, από αυτούς προσφέρει ένδειξη της φιλανθρωπίας του, λέγοντας τον εαυτό του άνθρωπο και πατέρα όλων μας· επειδή αφ' ενός μεν για μας έγινε πραγματικά άνθρωπος, αφ' ετέρου δε μας αναγέννησε δια του θείου βαπτίσματος και της σ' αυτό χάριτος του θείου Πνεύματος. 

10. «Κάποιος άνθρωπος λοιπόν», λέγει,«είχε δύο υιούς». Διότι η διαφορά της γνώμης εχώρισε σε δύο την μία φύση και η διάκρισις μεταξύ αρετής και κακίας συνήγαγε τους πολλούς σε δύο. Κι' εμείς εξ άλλου μερικές φορές λέγομε διπλόν τον ένα κατά την υπόσταση, όταν έχει την διπλότητα του ήθους, και λέγομε επίσης τους πολλούς ένα, όταν συμφωνούν μεταξύ τους. «Προσελθών λοιπόν ο νεώτερος υιός είπε στον πατέρα»»· ευλόγως παρουσιάζεται νεώτερος· διότι προβάλλει αίτημα παιδαριώδες και γεμάτο αφροσύνη. Και η αμαρτία δε, την οποία είχε στο νου του σχεδιάζοντας την αποστασία, είναι νεωτέρα, εφ' όσον είναι υστερογενές εύρημα της κακής προαιρέσεώς μας· η δε αρετή είναι πρωτογενής, αφού στον Θεό μεν ήταν αϊδίως, στην ψυχή μας δε εμβλήθηκε από την αρχή από τον Θεό κατά χάρη. 

11. Προσήλθε δε, λέγει, ο νεώτερος υιός και είπε στον πατέρα· «δος μου το ανάλογο μέρος της περιουσίας». Ω, ποια αφροσύνη! Δεν εγονάτισε, δεν ικέτευσε, αλλ' απλώς είπε· και όχι μόνο αυτό, αλλ' απαιτεί το μερίδιο και ως οφειλή από εκείνον που δίδει σε όλους κατά χάριν. Δος μου το ανάλογο μέρος της περιουσίας, που μου ανήκει κατά το νόμο, την μερίδα μου σύμφωνα με το δίκαιο. Και ποιος νόμος υπάρχει και από που προέρχεται αυτό το δίκαιο, να είναι οι πατέρες οφειλέτες στα παιδιά; Το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει· τα παιδιά οφείλουν στους πατέρες, όπως η ίδια η φύσις δεικνύει, αφού έλαβαν από εκείνους την ύπαρξη. Αλλ' είναι και αυτό δείγμα του νεωτερικού φρονήματος. 

12. Τί κάμνει λοιπόν αυτός που βρέχει σε δικαίους και αδίκους, που ανατέλλει τον ήλιο σε πονηρούς και αγαθούς; Τους διεμοίρασε την περιουσία, λέγει. Βλέπεις ότι αυτός ο «άνθρωπος» και πατέρας είναι ανενδεής; Αλλιώς δεν θα εμοίραζε την περιουσία στους δυό μόνους ούτε σε δυο μερίδια μόνο, αλλά θα εκρατούσε και για τον εαυτό του μια τρίτη μερίδα. Αυτός όμως, ως Θεός, όπως λέγει και ο προφήτης Δαβίδ, μη έχοντας ανάγκη των αγαθών του είδους αυτού, εμοίρασε, λέγει στα δυο αυτά παιδιά μόνο την περιουσία, δηλαδή τον κόσμο όλον. Διότι, όπως διαιρείται η μια φύσις λόγω της διαφορετικής γνώμης, έτσι διαιρείται και ο ένας κόσμος λόγω της διαφορετικής χρήσεως. Πραγματικά ο ένας λέγει προς τον Θεό, «όλη την ημέρα άπλωσα προς σε τα χέρια μου», και «σε ύμνησα επτά φορές την ημέρα», και «το μεσονύκτιο εξυπνούσα», και «έκραξα πάρωρα», και «ήλπισα στα λόγια σου», και «τα πρωινά εφόνευσα όλους τους αμαρτωλούς της γης», δηλαδή απέκοψα τις ορμές της σαρκός που κινούνται προς ηδυπάθεια· ο άλλος περνά τις ημέρες του στο κρασί και κυττάζει που γίνεται πότος, διέρχεται τις νύκτες με άσεμνες και άθεσμες πράξεις, και σπεύδει σε κρυφές δολοπλοκίες ή φανερές επιβουλές, σε αρπαγές χρημάτων και πονηρά σχέδια. Άρα δεν εμοίρασαν αυτοί την μια νύκτα και τον ένα ήλιο, και πριν από αυτά την ίδια τη φύση, αφού την κατεχράσθηκαν χωρίς συμφωνία μεταξύ τους; Ο δε Θεός διέθεσε όλη την κτίση αδιαιρέτως σε όλους, προθέτοντάς την σε χρήση κατά την βούληση του καθενός. 

13. «Κι έπειτα από όχι πολλές ημέρες», λέγει, «αφού τα συγκέντρωσε όλα ο νεώτερος υιός, μετανάστευσε σε μακρινή χώρα». Πώς δεν μετανάστευσε αμέσως, αλλά έπειτα από όχι πολλές, δηλαδή μετά από λίγες ημέρες; Ο πονηρός υποβολεύς Διάβολος δεν υποβάλλει ταυτοχρόνως και την ιδιορρυθμία και την αμαρτία, αλλά με πανουργία υποκλέπτει βαθμιαίως την διάθεση, λέγοντάς μας ψιθυριστά· και συ ζώντας μόνος σου, χωρίς να παρακολουθείς την Εκκλησία του Θεού ούτε να προσέχεις τον διδάσκαλο της Εκκλησίας, μπορείς ν' αντιληφθείς το καθήκον και μόνος σου και να μη απομακρύνεσαι από το αγαθό. Όταν δε αποσπάσει κάποιον από την ιερά υμνωδία και από την υπακοή προς τους ιερούς διδασκάλους, τον απομακρύνει και από τη θεία επίβλεψη, παραδίνοντάς τον στα πονηρά έργα. Διότι ο Θεός ευρίσκεται παντού· ένα είναι που ευρίσκεται μακριά από τον Θεό, το κακό, στο οποίο φθάνοντας δια της αμαρτίας αποδημούμε μακριά από τον Θεό. Όπως λέγει ο Δαβίδ προς τον Θεό, «δεν θα διαμείνουν παράνομοι απέναντι στους οφθαλμούς σου». 

14. Αφού λοιπόν, λέγει, ο νεώτερος υιός απομακρύνθηκε με αυτόν τον τρόπο και απεδήμησε σε μακρινή χώρα «εκεί διεσκόρπισε την περιουσία του ζώντας ασώτως». Πώς όμως διεσκόρπισε την περιουσία του; Υπεράνω όλων ουσία και περιουσία μας είναι ο έμφυτος νους μας. Έως ότου λοιπόν εμμένομε στους τρόπους της σωτηρίας, τον έχομε συνηγμένο στον εαυτό του και στον πρώτο και ανώτατο νου, τον Θεό· όταν όμως ανοίξωμε θύρα στα πάθη, αμέσως σκορπίζεται, περιπλανώμενος διαρκώς γύρω στα σαρκικά και τα γήινα, προς τις πολύμορφες ηδονές και τους εμπαθείς λογισμούς γι' αυτές. Του νου πλούτος είναι η φρόνησις, που παραμένει σ' αυτόν και διακρίνει το καλύτερο από το χειρότερο, όσον καιρό κι αυτός παραμένει πειθαρχικός στις εντολές και συμβουλές του ανωτάτου Πατρός· όταν όμως αφηνιάσει αυτός, κι η φρόνησις σκορπίζεται σε πορνεία και αφροσύνη, μοιραζόμενη τις κακίες των δύο μερών. 

15. Θα ιδείς τούτο και σε όλες τις αρετές και δυνάμεις μας, που είναι πραγματικά πλούτος μας, ο οποίος, αφού η κακία είναι πολυσχεδής, όταν κλίνη προς αυτήν, σκορπίζεται. Διότι ο ίδιος ο νους στρέφει την επιθυμία προς τον ένα και πραγματικά όντως Θεό, τον μόνον αγαθό, τον μόνον εφετό, τον μόνον παρέχοντα την ηδονή απηλλαγμένη από κάθε οδύνη. Όταν όμως ο νους αποχαυνωθεί, η δύναμις της ψυχής προς την όντως αγάπη εκπίπτει από το όντως ορεκτό και, διασπωμένη προς τις ποικίλες ορέξεις της ηδυπαθείας, σκορπίζεται, ελκυσμένη από το ένα μέρος προς την επιθυμία τροφών μη αναγκαίων, από το άλλο προς την επιθυμία πραγμάτων αχρήστων, και από το τρίτο προς την επιθυμία της κενής και άδοξης δόξας. Κι έτσικατακερματιζόμενος ο άθλιος άνθρωπος και συρόμενος από τις ποικίλες γι' αυτά φροντίδες, ούτε τον ήλιο ακόμη τον ίδιο ούτε τον αέρα, τον κοινό σε όλους πλούτο, δεν μπορεί να αναπνεύσει και να θεωρήσει ευχάριστα. 

16. Αυτός ο ίδιος ο νους μας, αν δεν απομακρυνθεί από τον Θεό, διεγείρει τον θυμό που έχομε μέσα μας εναντίον μόνου του Διαβόλου και χρησιμοποιεί την ανδρεία της ψυχής κατά των πονηρών παθών, κατά των αρχόντων του σκότους, κατά των πνευμάτων της πονηρίας. Αν όμως δεν προσηλωθεί στις θείες εντολές του Κυρίου που τον εστρατολόγησε,μάχεται προς τους πλησίον του, μαίνεται κατά των ομοφύλων, αποθηριώνεται εναντίον εκείνων που δεν συναινούν στις παράλογες ορέξεις του και γίνεται, φευ, ανθρωποκτόνος άνθρωπος, (ομοιωμένος όχι μόνο με τα κτήνη τα άλογα, αλλά και με τα ερπετά και με τα ιοβόλα ζώα, γινόμενος σκορπιός, όφις, γέννημα εχιδνών, αυτός που ωρίσθηκε να είναι στην τάξη των υιών του Θεού. Είδες πώς διεσκόρπισε κι έχασε την περιουσία του; «Αφού τα εδαπάνησε όλα ο νεώτερος υιός, άρχισε να στερείται και έπεσε σε πείνα». Αλλά δεν εσκεπτόταν ακόμη να επιστρέψει, διότι ήταν άσωτος. Γι' αυτό, «επήγε και προσκολλήθηκε σ' ένα από τους πολίτες της χώρας εκείνης και εκείνος τον έστειλε στο αγρόκτημα να βόσκει χοίρους». 

17. Ποιοί δε είναι οι πολίτες και πολιτάρχες της χώρας που είναι μακριά από τον Θεό; Φυσικά οι δαίμονες, από τους οποίους ο υιός του ουρανίου Πατρός κατέστη πορνοβοσκός και αρχιτελώνης και αρχιληστής και στασιάρχης. Διότι ο χοιρώδης βίος λόγω της άκρας ακαθαρσίας του υπονοεί κάθε πάθος, χοίροι δε είναι όσοι κυλίονται στον βόρβορο των παθών τούτων. Όταν εκείνος έγινε προϊστάμενος τούτων, ως πρώτος από όλους αυτούς στην ηδυπάθεια, δεν μπορούσε να χορτάσει από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, δηλαδή δεν ήταν δυνατό να λάβει κορεσμό της επιθυμίας του.

18. Πώς όμως δεν αρκεί η φύσις του σώματος να εξυπηρετήσει τις ορμές του ακολάστου; Ο χρυσός ή ο άργυρος, όταν περιέλθη στον φιλόχρυσο και φιλάργυρο, αυξάνει την στέρηση και όσο περισσότερος εισρεύσει, τόσο μεγαλύτερη επιθυμία προκαλεί· μόλις θ' αρκέσει σ' έναν πλεονέκτη και φίλαρχο όλος ο κόσμος, ίσως δε ούτε αυτός. Επειδή λοιπόν αυτοί μεν είναι πολλοί, ο κόσμος δε ένας, πώς τότε θα μπορέσει κανείς από αυτούς να εύρει κόρο της επιθυμίας του; Έτσι λοιπόν και εκείνος ο αποστάτης από τον Θεό δεν μπορούσε να χορτασθεί. Διότι άλλωστε, λέγει, δεν του προσέφερε κανείς τον κόρο. Ποιός θα του τον προσέφερε; Ο Θεός απουσίαζε, με του οποίου και τη θέα μόνο προκαλείται αβάρετος κόρος στον βλέποντα, σύμφωνα με εκείνον που είπε, «θα χορτάσω μόλις θεαθεί από εμένα η δόξα σου». Ο Διάβολος δεν θέλει να προσφέρει κόρο των αισχρών επιθυμιών, επειδή εκ φύσεως ο κόρος στα τρεπτά πράγματα προκαλεί μεταβολή της σχέσεως προς αυτά. Ευλόγως λοιπόν κανένας δεν του έδιδε τον κόρο.

19. Μόλις πάντως κάποτε εκείνος ο αποστάτης από τον πατέρα ήλθε στα λογικά του και αντιλήφθηκε σε ποιο κατάντημα έφθασε, έκλαυσε τον εαυτό του λέγοντας· «πόσοι μισθωτοί του πατρός μου έχουν αφθονία άρτων, ενώ εγώ χάνομαι από την πείνα!». Ποιοί είναι οι μισθωτοί; Εκείνοι που δια των ιδρώτων της μετανοίας και της ταπεινώσεως παίρνουν σαν μισθό τη σωτηρία. Υιοί δε είναι εκείνοι που λόγω της αγάπης προς αυτόν υποτάσσονται στις εντολές του, όπως είπε και ο Κύριος, «όποιος με αγαπά, θα τηρήσει τις εντολές μου».

20. Έτσι λοιπόν ο νεώτερος υιός αφού απέπεσε από την υιοθεσία καιεξέπεσε από την ιερά πατρίδα και περιέπεσε σε πείνα, αντιλαμβάνεται τη θλιβερή κατάστασή του και ταπεινώνεται και μετανοεί λέγοντας «θα σηκωθώ να υπάγω και να γονατίσω στον πατέρα μου και θα του ειπώ, πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα». Καλώς λοιπόν στην αρχή ελέγαμε ότι αυτός ο πατέρας είναι ο Θεός· διότι πώς θα αμάρτανε στον ουρανό ο νέος που απεστάτησε από τον πατέρα, αν ο πατέρας δεν ήταν ουράνιος; «Αμάρτησα λοιπόν», λέγει, «στον ουρανό», δηλαδή στους αγίους που ευρίσκονται στον ουρανό και είναι πολίτες του ουρανού, «και σε σένα», που κατοικείς μαζί με τους αγίους σου στους ουρανούς. «Και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζωμαι υιός σου· κάμε με σαν ένα από τους μισθωτούς σου». Καλώς λέγει, σωφρονισμένος από την τωρινή του ταπείνωση, «κάμε με»· διότι δεν λαμβάνει κανείς από τον εαυτό του τους βαθμούς της αρετής, αν και επίσης δεν τους λαμβάνει χωρίς την προαίρεσή του. «Αφού λοιπόν εσηκώθηκε, ήλθε στον πατέρα του. Ενώ δε απείχε ακόμη πολύ». Πώς και ήλθε και συγχρόνως απείχε πολύ, γι' αυτό και ο πατέρας του τον ευσπλαγχνίσθηκε και εξήλθε προς συνάντησή του; Ο άνθρωπος που μετανοεί με την ψυχή του δια μεν της αγαθής προθέσεως και της αποχής από την αμαρτία φθάνει προς τον Θεό· από την κακή όμως συνήθεια και τις προλήψεις τυραννούμενος νοερώς, απέχει ακόμη πολύ από τον Θεό, και αν πρόκειται να σωθεί, χρειάζεται μεγάλη από άνω ευσπλαγχνία και βοήθεια.

21. Γι' αυτό και ο πατέρας των οικτιρμών συγκαταβαίνοντας τον προϋπάντησε, τον αγκάλιασε και τον κατεφίλησε, παρήγγειλε δε στους δούλους του, δηλαδή στους ιερείς, να τον ενδύσουν την πρώτη στολή, δηλαδή την υιοθεσία, την οποία και πρωτύτερα είχε φορέσει δια του αγίου βαπτίσματος, και να του βάλουν δακτυλίδι στο χέρι του, δηλαδή στο πρακτικό μέρος της ψυχής που δηλώνεται με το χέρι, να τοποθετήσουν σφραγίδα θεωρητικής αρετής, ωςαρραβώνα της μελλοντικής κληρονομιάς, αλλά και υποδήματα στα πόδια, θεία δηλαδή φρουρά και ασφάλεια που θα τον ενδυναμώνει να πατεί επάνω σε όφεις και σκορπιούς κι επάνω σε όλη τη δύναμη του εχθρού. Έπειτα παραγγέλλει να φέρουν και σφάξουν ένα σιτευτό μόσχο και να τον παραθέσουν σε τραπέζι. Ο δε μόσχος είναι ο ίδιος ο Κύριος, ο οποίος εξέρχεται μεν από τα κρύφια της θεότητος και από τον θρόνο που ευρίσκεται υπεράνω του παντός και όταν εφάνηκε σαν άνθρωπος επάνω στη γη θυσιάζεται ως μόσχος για χάρη ημών των αμαρτωλών και ως σιτευτός, δηλαδή ως άρτος, παρατίθεται σε μας προς βρώσιν.

22. Κάμνει δε κοινή την μ' αυτή την ευκαιρία ευφροσύνη και ευωχία ο Θεός με τους αγίους του, αναλαμβάνοντας από άκρα φιλανθρωπία τις συνήθειές μας και λέγοντας· «έλθετε να φάγωμε κι ευφρανθούμε». Αλλά ο πρεσβύτερος υιός οργίζεται. Πρέπει να υπονοείς, παρακαλώ, πάλι τους Ιουδαίους που οργίζονται γι' αυτήν την πρόσκλησι, τους Γραμματείς και Φαρισαίους πουσκανδαλίζονται, διότι ο Κύριος υποδέχεται αμαρτωλούς και συνεσθίει με αυτούς. Εάν δε θέλεις να εννοήσεις τούτο και επί των δικαίων, τι παράδοξο είναι, αν και ο δίκαιος αγνοεί τον ανώτερο κάθε συλλήψεως πλούτο της χρηστότητος του Θεού; Γι' αυτό και παρηγορείται από τον κοινό πατέρα και διδάσκεται τα κατάλληλα από αυτόν με τα λόγια, «εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου», μετέχοντας στην αναλλοίωτη ευφροσύνη· «έπρεπε λοιπόν να ευχαριστηθείς και να χαρείς διότι αυτός ο αδελφός σου ήταν νεκρός και ανέζησε, ήταν χαμένος και ευρέθηκε». Ήταν νεκρός από την αμαρτία και ανέζησε με την μετάνοια, ήταν δε και χαμένος, αφού δεν ήταν μαζί με τον Θεό. Αφού λοιπόν ευρέθηκε, γεμίζει τον ουρανό με χαρά, όπως έχει γραφεί, «χαρά γίνεται στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετανοεί».

23. Τί δε είναι αυτό για το οποίο λυπείται ο πρεσβύτερος υιός; «Ότι εμένα», λέγει, «δεν μου έδωσες ποτέ ένα κατσίκι, για να διασκεδάσω με τους φίλους μου, όταν δε ήλθε αυτός ο υιός σου, που κατέφαγε την περιουσία σου με τις πόρνες, του έσφαξες τον μόσχο τον σιτευτό». Τόσο εξαίρετα είναι τα προς εμάς χαρίσματα του Θεού, ώστε και οι άγγελοι επεθύμησαν να κυττάξουν τα χαρισθέντα σ' εμάς δια της ενανθρωπήσεώς του, όπως λέγει ο κορυφαίος των αποστόλων Πέτρος. Αλλά και οι δίκαιοι επεθύμησαν να έλθει γι' αυτά ο Χριστός και πριν από την ώρα του ακόμη, όπως και ο Αβραάμ επεθύμησε να ιδεί την ημέρα του. Αυτός βέβαια τότε δεν ήλθε, και όταν ήλθε, δεν ήλθε να καλέσει δικαίους αλλά αμαρτωλούς σε μετάνοια, και κυρίως υπέρ αυτών σταυρώνεται αυτός που απαλείφει την αμαρτία του κόσμου· διότιυπερεπερίσσευσε η χάρις, όπου επλεόνασε η αμαρτία.

24. Ότι δε δεν δίδει ούτε ένα κατσίκι στους δικαίους, όταν ζητούν, δηλαδή ούτε ένα αμαρτωλό, γίνεται σ' εμάς σαφές και από άλλα πολλά και ιδιαιτέρως από την οπτασία του ιερού και μακαρίου Κάρπου. Διότι αυτός όχι μόνο δεν εισακούσθηκε όταν καταράσθηκε μερικούς πονηρούς άνδρες και έλεγε ότι δεν είναι δίκαιο να ζουν άνδρες άθεοι που διαστρέφουν τους ευθείς δρόμους του Κυρίου, αλλά εδοκίμασε και την θεία αγανάκτησι και άκουσε φρικώδεις λόγους που ωδηγούσαν στην επίγνωση της αρρήτου και υπέρ νουν θείας ανοχής και έπειθαν όχι μόνο να μη καταράται, αλλά και να εύχεται υπέρ αυτών που ζουν στην πονηρία, διότι ο Θεός παρέχει σ' εκείνους ακόμη προθεσμία μετανοίας. Για να δείξει λοιπόν τούτο ο Θεός των μετανοούντων, ο εύσπλαγχνος πατήρ, και για να παραστήσει επί πλέον ότι δίδει μεγάλα και επίφθονα δώρα στους επιστρέφοντας με μετάνοια, συνέθεσε με αυτόν τον τρόπο την παραβολή.

25. Ας επιληφθούμε λοιπόν κι εμείς, αδελφοί, της μετανοίας με έργα, ας εγκαταλείψωμε τον πονηρό και τα βοσκήματά του· ας μείνωμε μακριά από τους χοίρους και από τα ξυλοκέρατα που τους τρέφουν, δηλαδή από ταβδελυρά πάθη και τους προσκολλημένους σ' αυτά· ας σταθούμε μακριά από την πονηρά νομή, δηλαδή την κακή συνήθεια ας αποφύγωμε την χώρα των παθών, δηλαδή την απιστία και απληστία και ακρασία, όπου συμβαίνει φοβερός λιμός αγαθών και επέρχονται πάθη χειρότερα από τον λιμό· ας τρέξωμε προς τον Πατέρα της αφθαρσίας, τον δότη της ζωής, βαδίζοντας την οδό της ζωής δια των αρετών. Εκεί θα τον εύρωμε να έχει εξέλθει από φιλανθρωπία για προϋπάντηση και να μας χαρίζει την άφεσι των αμαρτιών μας, το σύμβολο της αφθαρσίας, τον αρραβώνα της μελλοντικής κληρονομίας. Και ο άσωτος υιός άλλωστε, όπως εδιδαχθήκαμε από τον Σωτήρα, όσον καιρό ευρισκόταν στη χώρα των παθών, αν και εσκεπτόταν και έλεγε τα λόγια της μετανοίας, δεν επέτυχε τίποτε το καλό, έως ότου αφήνοντας όλα εκείνα τα έργα της αμαρτίας ήλθε τρέχοντας προς τον πατέρα κι αφού επέτυχε τα ανέλπιστα, έμεινε οπωσδήποτε στο εξής πλησίον του με ταπείνωση, σωφρονώντας, δικαιοπραγώντας και διατηρώντας ακέραια την ανανεωμένη από τον Θεό χάρη.

26. Αυτήν τη χάρη είθε να την επιτύχωμε όλοι μας και να την διατηρήσωμε αμείωτη, ώστε και στον μέλλοντα αιώνα να συνευφρανθούμε με τον σεσωσμένο άσωτο στην άνω Ιερουσαλήμ, την μητέρα των ζώντων, την Εκκλησία των πρωτοτόκων, εν Χριστώ τω Κυρίω ημών, στον οποίο πρέπει δόξα στους αιώνες. Γένοιτο. 

(Ομιλία Γ', Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ τ. 9, ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ")


Πηγή: www.alopsis.gr


Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2022

Η ΚΑΘΑΡΟΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ (Ἃγιος Φώτιος ὁ Μέγας)

Αποτέλεσμα εικόνας για Ἡ καθαρότης τῆς Ὀρθοδοξίας

Φώτιος ὁ Μέγας

Ἐπιστολὴ πρὸς Βούλγαρον Ἡγεμόνα 

Αὐτὴ εἶναι ἡ καθαρὴ καὶ γνήσια ὁμολογία τῆς πίστεως ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν· αὐτὴ εἶναι ἡ θεόσοφη μυσταγωγία τῆς ἄχραντης καὶ ἀληθινῆς θρησκείας μας καὶ τῶν σεπτῶν μυστηρίων της· ἔχοντας φρόνημα, πίστι καὶ διαγωγὴ σύμφωνα μὲ αὐτὴν τὴν ὁμολογία ἕως τὴν δύσι τοῦ βίου, βαδίζομε γρήγορα πρὸς τὴν ἀνατολὴ τοῦ νοητοῦ ἡλίου, γιὰ ν’ ἀπολαύσωμε δυνατώτερα καὶ τελειότερα τὴν ἀπὸ ἐκεῖ ἐρχόμενη ἀνέσπερη αὐγὴ καὶ λαμπρότητα.

Αὐτὴν ταιριάζει ν’ ἀποδέχεται καὶ νὰ τιμᾶ καὶ ἡ θεοφρούρητη σύνεσίς σας, ποὺ ἤδη ἀτενίζει πρὸς τὴν ἰδική μας θρησκευτικὴ κληρονομιά, μὲ εἰλικρινῆ διάθεσι, εὐθύτητα γνώσεως καὶ ἀδίστακτη πίστι, καὶ νὰ μὴ ἀποκλίνη ἀπ’ αὐτὴν οὔτε στὸ ἐλάχιστο οὔτε πρὸς τὰ δεξιὰ οὔτε πρὸς τ’ ἀριστερά· διότι τοῦτο εἶναι τῶν ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, τοῦτο εἶναι τὸ δίδαγμα τῶν πατέρων, τοῦτο εἶναι τὸ φρόνημα, τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων.

Γι’ αὐτὸ ὄχι μόνο ἐσὺ ὁ ἴδιος πρέπει νὰ φρονῆς καὶ νὰ πιστεύης κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀλλὰ νὰ καθοδηγῆς στὸ ἲδιο φρόνημα τῆς ἀληθείας καὶ τοὺς ὑπηκόους σου καὶ νὰ τοὺς καταρτίζης στὴν ἴδια πίστι, καὶ τίποτε ἄλλο νὰ μὴ θεωρῆς πολυτιμότερο ἀπὸ τέτοια σπουδὴ καὶ ἐπιμέλεια. Διότι τοῦ ἀληθινοῦ ἄρχοντος καθῆκον εἶναι νὰ μὴ φροντίζη μόνο γιὰ τὴ δική του σωτηρία, ἀλλὰ ν’ ἀξιώνη παρόμοιας προνοίας καὶ τὸν λαὸ ποὺ τοῦ ἔχει ἀνατεθῆ, νὰ τὸν χειραγωγῆ καὶ νὰ τὸν προσκαλῆ στὴν ἴδια τελειότητα τῆς θεογνωσίας.

Μὴ λοιπὸν κάμης νὰ διαψευσθοῦν οἱ ἐλπίδες μας, τὶς ὁποῖες ἐπέτρεψε νὰ σχηματίσωμε ἡ πρὸς τὰ καλὰ ροπὴ καὶ προσοχή σου, μήτε νὰ καταστήσης ματαίους τοὺς κόπους καὶ ἀγῶνες, ποὺ μὲ χαρὰ ἀναλάβαμε χάριν τῆς σωτηρίας σας, μήτε νὰ δεχθῆς ὅτι ἄρχισες μὲν μὲ προθυμία νὰ δέχεσαι τοῦ θείου κηρύγματος τοὺς λόγους, μετέβαλες δὲ τὴν προθυμία σὲ ραθυμία· ἀλλὰ διατήρει ἀνεξάλειπτη τὴν χαρὰ κι εὐφροσύνη μου γιὰ σένα, παρέχοντας ὅμοιο μὲ τὴν ἀρχὴ τὸ τέλος, σύμφωνο τὸν βίο μὲ τὴν πίστι, καὶ τὴν ἐξουσία σου νὰ φαίνεται καὶ νὰ ὀνομάζεται κοινὸ ἀγαθό τοῦ γένους καὶ τῆς πατρίδος.

λλὰ τώρα πρόσεξε, σὲ παρακαλῶ, φιλόχριστε καὶ πνευματικὲ υἱέ μας, καὶ ὅ,τι ἄλλο ἔνδοξο καὶ καλὸ καὶ ἄξιο στοργῆς ὄνομα ὑπάρχει γιὰ σένα·  πρόσεξε, πόσες ἐπιθέσεις ὠργάνωσε ὁ Πονηρὸς ἐναντίον τῆς εὐσεβοῦς καὶ μόνης ἀληθινῆς θρησκείας τῶν Χριστιανῶν, ἐπινοώντας διάφορες αἱρέσεις καὶ στάσεις, μάχες καὶ πολέμους. Πρόσεξε ἐπίσης καὶ τοῦτο, πῶς αὐτὴ τὶς ἀντέκρουσε ὅλες καὶ ἔστησε λαμπρὰ τρόπαια ἐναντίον ὅλων τῶν ἀντιπάλων. Καὶ μὴ ἀπορήσης, καθὼς θ’ ἀναλογίζεσαι τὶς ἐναντίον της ἐπινοήσεις καὶ ἐπιβουλές. Διότι, πρῶτα, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνη τόσο περίοπτη καὶ δυνατὴ καὶ ἐπίσημη διὰ τῆς νίκης, ἂν δὲν συγκρουόταν μαζί της κανένας ἐχθρός· κι’ ἔπειτα εἶναι εὔκολο νὰ ἀντιληφθοῦμε κι ἐκεῖνο, ὅτι ὅπου ὁ Πονηρὸς πολεμεῖται σφοδρότερα, ἐκεῖ στέλλει κι αὐτὸς μεθοδικώτερα τὰ βέλη τῆς κακίας του καὶ στήνει τὰ πολεμικὰ μηχανήματά του. Πράγματι στὰ ἄλλα γένη, ἐπειδὴ δὲν ὑφίσταται ἐναντίον του κανένας δυνατὸς πόλεμος, γι’ αὐτὸ δὲν ἐξοπλίζεται οὔτε αὐτὸς ἐναντίον ἐκείνων στὸ Χριστώνυμο ὅμως λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὸ ἅγιο ἔθνος, τὸ βασίλειο ἱεράτευμα, ἐπειδὴ ξεσηκώνονται ἀνδρείως καθημερινὰ δυναμωμένοι μὲ τὴν πίστι κατὰ τῶν πονηρῶν πράξεων καὶ μηχανευμάτων του, γι’ αὐτὸ κι ἐκεῖνος καταφέρνει μὲ μύριες ἐπιβουλὲς καὶ μὲ ὅλες τὶς μεθόδους νὰ ὑποτάξη μερικοὺς ἀπ’ αὐτοὺς καὶ ἀγωνίζεται νὰ θλίψη τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἂν καὶ οἱ ἀγῶνες καὶ τὰ πονηρεύματά του καταλήγουν σὲ καταισχύνη.

λλωστε τὰ ἄλλα ἔθνη ἔχουν ἀδιάκριτα καὶ συγκεχυμένα τὰ δογματικὰ φρονήματα, δὲν ἔχουν τίποτε καθαρὸ καὶ δοκιμασμένο σὲ ἀκρίβεια· γι’ αὐτὸ δὲν φαίνεται σ’ ἐκεῖνα οὔτε ἡ ὀρθοδοξία οὔτε ἡ διαστροφή. Στὴν καθαρώτατη ὅμως καὶ ἁγιώτατη πίστι τῶν Χριστιανῶν ποὺ ἔχει μεγάλη ἀκρίβεια, λόγω τῆς εἰλικρίνειας καὶ τῆς εὐθύτητος, τῆς ἐξάρσεως καὶ τῆς ἀκεραιότητος, ὅταν ἐπιχειρήση κανεὶς νὰ εἰσφέρη καὶ μικρὸ δεῖγμα διαστροφῆς ἢ καινοτομίας, ἀμέσως καταφαίνεται καὶ διακρίνεται ἡ διαστροφὴ καὶ νοθεία μὲ τὴν παράθεσι τῆς ἀληθείας καὶ τοῦ ὀρθοῦ λόγου, καὶ ἡ εὐγένεια τῶν εὐσεβῶν δογμάτων δὲν ἀνέχεται καθόλου οὔτε γιὰ λίγο τὸ νόθο γέννημα, οὔτε κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια ὀνομασία μάλιστα. Πράγματι, ὅπως στὴν περίπτωσι τῶν διακρινομένων γιὰ τὴν ὠμορφιά τους σωμάτων καὶ μία μικρὴ κηλίδα ποὺ θὰ σχηματισθῆ διακρίνεται καὶ παρατηρεῖται γρήγορα κατόπιν τῆς συγκρίσεως μὲ τὴν ἄλλη ὠμορφιά τοῦ σώματος, ἐνῶ στὴν περίπτωσι τῶν ἀσχημοπροσώπων ἀνθρώπων δὲν μποροῦν νὰ διακριθοῦν εὔκολα τὰ ἐπισυναπτόμενα σημεῖα τῆς ἀσχημοσύνης (διότι κρύβονται στὰ συγγενῆ καὶ ὅμοια στοιχεῖα τῆς ἀμορφίας), ἔτσι καὶ στὴν περίπτωσι τῆς πραγματικὰ ὡραιοτάτης καὶ ὑπέρλαμπρης θρησκείας καὶ πίστεως τῶν Χριστιανῶν, ἀκόμα καὶ τὸ μικρότερο στοιχεῖο της ἂν ἐκτρέψη κανείς, προκαλεῖ μεγάλη ἀσχημοσύνη κι’ αὐτὸ δέχεται ἀμέσως τὸν ἔλεγχο· τὰ ἄλλα δὲ δόγματα τῶν ἐθνῶν, ἐπειδὴ εἶναι γεμάτα ἀκοσμία καὶ ἀσχήμια, δὲν ἐπιτρέπουν στοὺς ὀπαδοὺς των νὰ λάβουν καμμιὰ συναίσθησι τῆς πρόσθετης ἄσχημοσυνης.

χι δὲ σ’ αὐτὰ μόνο, ἀλλὰ καὶ στὴν περίπτωσι ὅλων τῶν ἄλλων τεχνῶν καὶ ἐπιστημῶν εἶναι δυνατὸ νὰ παρατηρήσωμε τὸ ἲδιο. Στὶς ἀκριβέστατες, εὔκολα γίνεται φανερὸ καὶ τὸ μικρότερο ψεγάδι· στὶς προστυχότερες ὅμως, πολλὰ παραβλέπονται καὶ δὲν θεωροῦνται κἂν ἐλάττωμα. Κι’ ἂν θέλης, στοὺς ἄρχοντες καὶ γενικὰ τοὺς εὑρισκομένους σὲ κάποια ἐξουσία, καὶ μάλιστα σ’ ἐκείνους ποὺ ἀσκοῦν σὲ περισσοτέρους τὴν ἐξουσία τους, καὶ τὸ παραμικρότερο ἐλάττωμα ἐξογκώνεται, διαδίδεται παντοῦ καὶ γίνεται περιβόητο σὲ ὅλους· ἐνῶ στοὺς ἀρχομένους καὶ ταπεινοτέρους πολλὰ παρόμοια πταίσματα δὲν γίνεται γνωστὸ οὔτε ὅτι ἐπράχθηκαν, κρύβονται καὶ διαφεύγουν, ἀφοῦ σβήνονται ἀπὸ τὴν μικρότητα καὶ εὐτέλεια τοῦ ἁμαρτήσαντος.

σο λοιπὸν ἡ πίστις καὶ λατρεία τῶν Χριστιανῶν, κατὰ τὸ μέγεθος καὶ τὴ δύναμι, τὸ κάλλος καὶ τὴν ἀκρίβειά της, τὴν καθαρότητα καὶ κάθε ἄλλη τελειότητα εἶναι ὑψηλότερα ἀπὸ τὰ θρησκεύματα τῶν ἐθνῶν, τόσο ἐρεθίζεται ὁ Πονηρὸς στὸν ἐναντίον της πόλεμο καὶ τόσο ἐπίσης καταφαίνονται ἀμέσως τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀφρόνων καὶ κακοβούλων ἀνθρώπων καὶ οὔτε μποροῦν ν’ ἀποκρυβοῦν ἔστω καὶ γιὰ λίγον καιρὸ οὔτε νὰ εὕρουν ὑπεκφυγή. Ἀλλ’ ὅμως ἡ καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἴπαμε πρὸ ὀλίγου, καθιστᾶ σαθρὰ καὶ ἄπρακτα ὅλα τὰ μηχανήματα τοῦ Πονηροῦ, ἢ μᾶλλον τὰ ἐπαναφέρει ἐναντίον ἐκείνου ποὺ τὰ κατασκευάζει καὶ εὔκολα καταρρίπτει τὴν βλασφημία καὶ καταισχύνει τὴν ἀναισχυντία τῶν αἱρεσιαρχῶν· διατηρεῖ ἀκαταμάχητη καὶ ἀήττητη τὴν δύναμί της καὶ στολίζεται διαπαντὸς μὲ θριάμβους καλοὺς καὶ σωστικοὺς γιὰ τὸν κόσμο.·

Ἃγιος Φώτιος ὁ Μέγας


Περιοδικό Ἐποπτεία, Φεβρουάριος 1992, Ἀθήνα.

Πηγή: imaik.gr

ΕΠΙΓΝΩΜΕΝ ΑΔΕΛΦΟΙ (Στιχηρό Ἰδιόμελον Ἑσπερινοῦ Σαββάτου Ἀσώτου)

 


Στιχηρό Ἰδιόμελον Ἑσπερινοῦ Σαββάτου Ἀσώτου
Ἦχος α΄
«Ἐπιγνῶμεν ἀδελφοί, τοῦ μυστηρίου τήν δύναμιν, τόν γάρ ἐκ τῆς ἁμαρτίας, πρός τήν πατρικήν ἑστίαν ἀναδραμόντα Ἄσωτον Υἱόν ὁ πανάγαθος Πατήρ, προϋπαντήσας ἀσπάζεται, καί πάλιν τῆς οἰκείας δόξης, χαρίζεται, τά γνωρίσματα, καί μυστικήν τοῖς ἄνω ἐπιτελεῖ εὐφροσύνην, θύων τόν μόσχον τόν σιτευτόν, ἵνα ἡμεῖς ἀξίως πολιτευσώμεθα, τῷ τε θύσαντι φιλανθρώπῳ Πατρί, καί τῷ ἐνδόξῳ θύματι, τῷ Σωτήρι τῶν ψυχῶν ἡμῶν.» Ἑρμηνευτική ἀπόδοση “Ἄς κατανοήσουμε ἀδελφοί μου, τό πνευματικό βάθος καί τή δύναμη πού ἔχει τοῦτο τό μυστήριο. Ἐκεῖνον τόν Ἄσωτο γυιό πού ξέφυγε ἀπό τήν χώρα τῆς ἁμαρτίας καί ξαναγύρισε στό πατρικό του σπίτι, ὁ πανάγαθος Θεός Πατέρας τόν προϋπάντησε γλυκοφιλώντάς τον. Τοῦ χάρισε ὅλα τά πρῶτα του ἔνδοξα χαρίσματα πού εἶχε ὡς παιδί του. Τοῦ ἑτοίμασε ἀκόμα οὐράνια εὐφρόσυνη πανήγυρη κι ἔστρωσε γιορτινό τράπεζι σφάζοντας τό ὀμορφότερο καί πιό καλοθρεμένο μοσχαράκι. Γι᾽ αὐτό καί ἐμεῖς ἄς ζήσουμε ὅπως ἁρμόζει σέ παιδιά τέτοιου Πατέρα καί τέτοιου ἔνδοξου θύματος, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού θυσιάσθηκε γιά μᾶς καί εἶναι ὁ Σωτήρας τῶν ψυχῶν μας.”


Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2022

Τά κριτήρια τῆς ἁγιότητος εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν


Picture

Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης
κ. Γρηγορίου

Τά κριτήρια τῆς ἁγιότητος στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση εἶναι θέμα εὐαίσθητο ἀλλά καί καθοριστικό. Εὐαίσθητο, διότι τά κριτήρια αὐτά εἶναι θεολογικά καί ὄχι ἠθικολογικά καί οὑμανιστικά. Αὐτό σημαίνει ὅτι νοθεύονται μέ τρόπο πού πολλές φορές δέν εἶναι ὁρατός. Εἶναι θέμα καθοριστικό, διότι ἡ γνώση καί ἡ βαθύτερη ἐπίγνωση τῶν κριτηρίων τῆς ἁγιότητος χαρακτηρίζει ἀφ’ ἑνός τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, ἐάν δηλαδή αὐτός εἶναι ἐνταγμένος στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση καί ἀφ’ἐτέρου αὐτήν τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία, ἐάν εἶναι ἀληθινή ἤ ὄχι.

            Τό θέμα θά ἀναπτυχθεῖ ἀπό τόν ὁμιλοῦντα σέ θεματικές ἑνότητες, ὥστε νά γίνει εὐκολότερα κατανοητό. Στό πρῶτο μέρος θά διατυπωθοῦν τά γνωρίσματα ἤ κριτήρια τῆς ἁγιότητος καί τό τεκμήριο τῆς ἁγιότητος, ἐνῶ στό δεύτερο μέρος θά ἐξετάσουμε ἐάν καί κατά πόσον πῶς σήμερα ἁγιοποιεῖται ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανός.

Γνωρίσματα ἤ κριτήρια ἁγιότητος.

Τό πρῶτο γνώρισμα ἁγιότητος εἶναι νά ἔχει ἐνταχθεῖ ὁ ἄνθρωπος στήν Ἐκκλησία διά τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος. Ὑπενθυμίζουμε τό χωρίο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου «ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται» (Μάρ. , ιστ’ 16) καί τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου « Ἐάν μή τίς γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καί πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν. γ’ 5). Ὅμως ὑπῆρχαν καί περιπτώσεις πού ὁ μαρτυρικός θάνατος ἀρκοῦσε. Ἐθεωρεῖτο «βάπτισμα αἵματος» καί ἀποτελοῦσε ἀκόμα καί λόγο ἁγιότητος γιά τούς πιστούς. Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος ἀναφερόμενος στόν Μάρτυρα Λουκιανό τονίζει: «Ὥσπερ οἱ βαπτιζόμενοι τοῖς ὕδασιν, οὕτως οἱ μαρτυροῦντες τῷ ἰδίῳ λούονται αἵματι». (Ἱερ. Χρυσ. Εἰς τόν Ἅγιον Λουκιανό PG 50, 552).

            Ἕνα ἄλλο κριτήριο εἶναι τό ὀρθόδοξο φρόνημα. Ἡ διάσωση καί ἡ μετάδοση τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως καθώς καί ἡ διαφύλαξη τῆς παρακαταθήκης ἀλώβητης καί ἀναλλοίωτης εἶναι κεφαλαιῶδες θέμα σωτηρίας. Ὁ Μέγας Βασίλειος, σέ ἐπιστολή του πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας, ἐπισημαίνει ὅτι κηρύττει μόνο ὅσα παρέλαβε καί διδάχθηκε ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες.

«Πίστιν δέ ἡμεῖς οὔτε παρ᾽ ἄλλων γραφομένων ἡμῖν νεωτέραν παραδεχόμεθα οὔτε αὐτοί τά τῆς ἡμετέρας διανοίας γεννήματα παραδιδόναι τολμῶμεν, ἵνα μή ἀνθρώπινα ποιήσωμεν τά τῆς εὐσεβείας ρήματα, ἀλλ᾽ ἅπερ παρά τῶν Ἁγίων Πατέρων δεδιδάγμεθα, ταῦτα τοῖς ἐρωτῶσιν ἡμᾶς διαγγέλωμεν» (Μ. Βασιλείου Ἐπιστολή 140 τῆς Ἀντιοχέων Ἐκκλησίας PG32, 588C).

            Ὁ ἐνάρετος βίος εἶναι ἐπίσης ἕνα σημαντικό γνώρισμα. Ὁ ἐνάρετος βίος ἐπιδρᾶ καταλυτικά στήν λειτουργική ζωή ὡς ὑπόδειγμα γιά τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς μία νοητή πυξίδα. Ὑπάρχουν πολλά παραδείγματα Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι μιμήθηκαν ἄλλους Ἁγίους στήν ἀρετή, ἀκόμα καί στό μαρτύριο.

Ἕνα κριτήριο ἐπίσης εἶναι ἡ θαυματουργία. Ἡ θαυματουργία ἔχει καταγραφεῖ στήν Καινή Διαθήκη ὡς χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν Ἀποστόλων καί γενικότερα τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων. Ὁ Κύριος, πρό τῆς Ἀναλήψεώς Του, ἀπευθυνόμενος στούς Ἀποστόλους τούς ἔδωσε τήν δύναμη νά θεραπεύουν τόν κόσμο. Αὐτό φαίνεται καί στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἀρχῆς γενομένης μέ τόν Ἀπόστολο Πέτρο κηρύττοντα καί θαυματουργοῦντα.

            Τίθεται τό ἐρώτημα: τά θαύματα ἀπό μόνα τους ἀποτελοῦν κριτήριο ἁγιοκατατάξεως; Ἡ ἀπάντηση εἶναι «ὄχι». Τά λόγια τοῦ Κυρίου εἶναι καθοριστικά. «Πολλοί ἐροῦσί μοι ἐν ἐκείνη τῇ ἡμέρᾳ. Κύριε, Κύριε οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καί τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καί τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλάς ἐποιήσαμεν; καί τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι οὐδέποτε ἔγνων ἡμᾶς. ἀποχωρεῖτε ἀπ᾽ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τήν ἀνομίαν.» (Ματθ. ζ’ 22-23)

            Ἕνα ἄλλο γνώρισμα εἶναι οἱ ἐξαιρετικές ὑπηρεσίες καί ἡ προσφορά στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ ὁ Ἅγιος καί Ἰσαπόστολος Κωνσταντῖνος, ὁ ὁποῖος μέ τό διάταγμα τῶν Μεδιολάνων θέσπισε τήν ἀνεξιθρησκεία καί ἔπαυσαν οἱ διωγμοί τῶν Χριστιανῶν. Ἕνα ἄλλο παράδειγμα εἶναι ἡ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα, ἡ ὁποία ἀναστήλωσε τίς Ἱερές Εἰκόνες καί τίς ἀποκατέστησε ἐντός τῶν Ἱερῶν Ναῶν.

            Οἱ ἐξέχουσες ὑπηρεσίες στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία δέν ἀποτελοῦν ἀπό μόνες τους γνώρισμα ἁγιότητος. Στήν περίπτωση ὅμως τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου ὑπάρχει ἡ θεοπτική ἐμπειρία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἡ ἐκ μέρους του ἐκλογή ἀπό τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό φαίνεται στήν ὑμνολογία «τύπον σταυροῦ ἐν οὐρανῷ κατοπτεύσας . . . ὅθεν δεξάμενος τήν γνῶσιν τοῦ Πνεύματος» καί «ὡς ὁ Παῦλος τήν κλῆσιν οὐκ ἐξ ἀνθρώπων δεξάμενος». Ἐπίσης ἁπτό τεκμήριο ἁγιότητος ἀποτελεῖ τό ἱερό λείψανό του «οὗ ἡ λάρναξ ἰάσεις βρύει» (Ἀκολουθία Μηναίου 21ης Μαΐου, Ἔκδ. Ἀποστ. Διακονίας). Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει μέ τό λείψανο τῆς Ἁγίας Θεοδώρας, τό ὁποῖο διασώζεται στόν Μητροπολιτικό Ναό τῆς Κέρκυρας.

            Ἕνα ἄλλο κριτήριο ἁγιότητος ἀποτελοῦν ἐπίσης τά ἀδιάφθορα Ἱερά Λείψανα, τά ὁποῖα εὐωδιάζουν καί θαυματουργοῦν. Ἄν καί τά λείψανα ἀποτελοῦν σημεῖο πού στοιχειοθετεῖ ἁγιότητα, δέν ἀποτελοῦν ὅμως ἀπαραίτητο κριτήριο ἁγιότητος. Σέ ὁρισμένες περιπτώσεις ἡ λειτουργική πράξη ἀπέδειξε ὅτι μπορεῖ νά εἶναι ἀποτέλεσμα ἀφορισμοῦ ἤ κατάρας ἤ καταφρονήσεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ Τρίτη λεγομένη Σύνοδος τῆς Μόσχας τό 1666, στήν ὁποία μετεῖχαν, πλήν τῶν Ρώσων Ἐπισκόπων, πέντε Μητροπολίτες τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Παΐσιος, ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Μακάριος καί Ἱεράρχες τῶν Ἐκκλησιῶν Ἱεροσολύμων, Γεωργίας καί Σερβίας. Ἡ Σύνοδος αὐτή ἀπεφάνθη:

«Τά τῶν νεκρῶν σώματα εὑρισκόμενα καί ἐν καιροῖς τούτοις ἀκέραια καί ἄλυτα, μή τολμάτω τις ἀπό τοῦ νῦν, ἄνευ ἀξιοπίστου μαρτυρίας καί Συνοδικῆς ἀποφάσεως τιμᾶσθαι αὐτά καί σέβεσθαι ὡς ἅγια, διότι εὑρίσκονται πολλά σώματα ἀκέραια καί ἄλυτα οὐχί ὑπό ἁγιωσύνης, ἀλλά ὑπ᾽ ἀφορισμοῦ καί κατάρας ἀρχιερατικῆς ἤ ἱερατικῆς τυγχάνοντες ἐτελεύτησαν, ἤ ἐκ παραβάσεως καί καταφρονήσεως τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων ἀκέραια καί ἄλυτα εὑρίσκονται» (Δεληκανῆ Κ. Πατριαρχικά ἔγγραφα Τομ. Γ’ Κωνσταντινούπολις 1905 σελ. 136-137).

            Ἄς μήν ἀναφερθοῦν παραδείγματα συγχρόνων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι περιφερόμενοι μέ διάφορα λεγόμενα λείψανα σημερινῶν -δῆθεν- ἁγίων, πού ἔχουν πετύχει νά εὐωδιάζουν καί νά μυροβλύζουν μέ τεχνητά μέσα, ἐξαπατοῦν τούς πιστούς.

            Ἀνακεφαλαιώνοντας, τά γνωρίσματα ἤ κριτήρια τῶν προσώπων, προκειμένου νά καταχωρισθοῦν στά δίπτυχα τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι τά ἑξῆς:
α) τό Ἱερό Βάπτισμα β) τό ὀρθόδοξο φρόνημα γ) ὁ ἐνάρετος βίος δ) οἱ ἐξαιρετικές ὑπηρεσίες καί ἡ προσφορά στήν Ἐκκλησία ε) ἡ θαυματουργία στ) τά Ἱερά Λείψανα.

            Αὐτά εἶναι τά γνωρίσματα ἤ κριτήρια γιά νά εἶναι κάποιος Ἅγιος. Δέν ἀποτελοῦν ὅμως ἀπό μόνα τους ὅλα μαζί ἤ ξεχωριστά καί τεκμήριο ἁγιότητος. Τό τεκμήριο τῆς ἁγιότητος εἶναι ἡ θέωση τοῦ προσώπου. Νά ἔχει δηλαδή ὁ Ἅγιος δεῖ τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ καί νά ἔχει γνωρίσει τά μυστήρια περί τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

            Οἱ θεόπτες Ἅγιοι χαρακτηρίζονται βασιλεῖς καί κύριοι ὄχι μέ τήν κοσμική ἔννοια ἀλλά μέ τό ὅτι βασιλεύουν ἐπί τῶν παθῶν τους, τά ὁποῖα ἔχουν μεταμορφώσει ἐν Χριστῷ καί φυλάσσουν ἀπαραχάρακτη τήν ὁμοίωση τῆς θείας εἰκόνος. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός:

«Θεούς δε λέγω καί βασιλεῖς καί κυρίους οὐ φύσει, ἀλλ᾽ὡς τῶν παθῶν βασιλεύσαντας καί κυριεύσαντας καί τήν τῆς θείας εἰκόνος ὁμοίωσιν, καθ᾽ ἥν γεγένηται, ἀπαραχάρακτον φυλάξαντας (βασιλεύς γάρ λέγεται καί ἡ τοῦ βασιλέως εἰκών) καί ἑνωθέντας Θεῷ κατά προαίρεσιν καί τοῦτον δεξαμένους ἔνοικον καί τῇ τούτου μεθέξει γεγονότας χάριτι, ὅπερ αὐτός ἐστί φύσει» (PG 94, 1164 b).

            Οἱ θεόπτες Ἅγιοι ἑνώνονται μέ τόν Θεό ψυχῇ τε καί σώματι. Ἡ ἕνωση αὐτή δέν εἶναι ἠθική, ψυχολογική καί κοινωνική ἀλλά θεολογική. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ διαπορθμεύεται ἀπό τήν ψυχή στό σῶμα τοῦ Ἁγίου «ὅτι δέ καί διά τοῦ νοῦ τοῖς σώμασιν ἐνῴκησεν ὁ Θεός»(PG 94 1164 c ).

            Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ἀφθαρσία τῶν Ἱερῶν Λειψάνων. Νικᾶται ὁ θάνατος πού ὑπάρχει μέσα στά κύτταρα τοῦ ἀνθρώπου, διότι ἔχει ἐνοικήσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί διά τοῦ νοῦ διαπορθμεύεται στό σῶμα. Ἐπίσης ἐξηγεῖται καί ἡ παρρησία τοῦ Ἁγίου πρός τόν Θεό, διότι πρεσβεύει ὑπέρ τῶν ἐν μετανοίᾳ προσευχομένων πιστῶν: «ἐν παρρησίᾳ τῷ Θεῷ παρεστήκασι» (PG 94 1164-1165 d).

            Τά λείψανα αὐτῶν τῶν Ἁγίων εἶναι ζωντανά, δέν εἶναι νεκρά γιά αὐτό καί θαυματουργοῦν. Οἱ Ἅγιοι ἑνώθηκαν μέ τόν αἴτιο τῆς ζωῆς, τήν αὐτοζωή, τόν Χριστό καί δηλώνουν τήν παρουσία τους μέσα στήν Ἐκκλησία μέσῳ τῆς ἀφθαρσίας, τῆς μυροβλυσίας καί τῶν θαυμάτων. Δέν θά ἦταν λάθος ἐάν λέγαμε ὅτι οἱ αὐθεντικοί σύγχρονοι ἱεραπόστολοι καί ἐκφραστές τοῦ Θελήματος τοῦ Θεοῦ εἶναι τά Ἱερά Λείψανα τῶν Ἁγίων. Ἕνα παράδειγμα ἐκφράσεως εἶναι τό Ἱερό Λείψανο τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, τό ὁποῖο φανέρωσε τόν ὀρθόδοξο τόμο στούς ἁγίους Πατέρες κατά τήν Δ΄Οἰκουμενική Σύνοδο (451 μ.Χ.) καί κατωχύρωσε τίς ἀληθινές ὀρθόδοξες θέσεις.

            Τά θαύματα πού ἐπιτελοῦνται, στήν πραγματικότητα γίνονται ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ μέσῳ τῶν Ἱερῶν Λειψάνων. Αὐτό ἐξηγεῖται ἀπό τό ὅτι στά Ἱερά Λείψανα ἐνοικεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, τά διατηρεῖ ζωντανά καί θεραπεύει ἀσθένειες, ἀποδιώκει πειρασμούς καί καταδιώκει τούς δαίμονες. Ἕνας ἄλλος λόγος πού θαυματουργοῦν τά Ἱερά Λείψανα εἶναι τό ὃτι ὁ πιστός προσέρχεται μέ ζέουσα καί ἀκλόνητη πίστη.

            Συμπερασματικά, τό τεκμήριο τῆς ἁγιότητος εἶναι ἡ θέωση τοῦ προσώπου. Ὁ Ἅγιος ἑνώθηκε μέ τόν Θεό καί τό Ἱερό Λείψανό του παραμένει ἄφθαρτο, εὐωδιάζει καί θαυματουργεῖ, ἐκεῖ πού θέλει ὁ Θεός.Τίθεται ὅμως τό ἐρώτημα: Πῶς μπορεῖ νά διαπιστωθεῖ ὅτι ἕνας σύγχρονος ἄνθρωπος πληροῖ τά κριτήρια τῆς ἁγιότητος τά ὁποῖα ἐπιτρέπουν τήν κατάταξή του στήν χορεία τῶν Ἁγίων; Πρίν ἀπαντήσουμε, θά ἤθελα νά προβοῦμε σέ δύο ἐπισημάνσεις:

Πρώτη ἐπισήμανση:

Ἡ πρώτη, ἡ ἐν σώματι Ἐκκλησία, ἀπό τούς Ἀποστολικούς καί τούς Μεταποστολικούς Πατέρες δέν προέβαινε σέ καμμία ἀνακήρυξη, ἁγιοποίηση ἤ ἀναγνώριση Ἁγίου.
            Ἡ κοινή συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ λαϊκή βάση, διαμόρφωνε γνώμη καί διαπίστωνε ὅτι ὁ ἐν λόγῳ Μάρτυρας εἶναι Ἅγιος. Αὐτό εἶχε τοπικό χαρακτήρα. Οἱ ζῶντες Χριστιανοί ἐγνώριζαν τόν Μάρτυρα, τόν τρόπο τοῦ μαρτυρίου καί τόν ἐνταφιασμό του. Τό ἐνταφιασμένο Λείψανο τοῦ Ἁγίου ἄρχιζε νά θαυματουργεῖ καί μετά νά ἀποκαλύπτεται ἄφθαρτο, νά μυροβλύζει ἤ καί νά εὐωδιάζει κατά περίπτωση. Τότε ἡ συνείδηση τοῦ λαοῦ γινόταν φωνή Θεοῦ, ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου γινόταν γνωστή καί στίς γειτονικές ἐκκλησίες, ὥσπου ἐλάμβανε οἰκουμενικές διαστάσεις. Αὐτό γινόταν χωρίς καμία ἐπισημότητα ἕως τόν ΙΑ’ αἰώνα.

            Ἀπό τόν αἰώνα ὅμως αὐτόν καί ἔπειτα, ὅταν τά νέα ὀνόματα εἶχαν καταχωρισθεῖ ὡς Ἅγιοι στήν συνείδηση τῶν πιστῶν τέκνων τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε ὁ Πατριάρχης, εἴτε ἡ Σύνοδος ἔπαιρναν τήν πρωτοβουλία νά θεσπίσουν τήν μνήμη ἑνός Ἁγίου, ὥστε νά ἑορτάζεται μέ ἐπισημότερο τρόπο ἀπό ὅλη τήν Ἐκκλησία «ἀπό περάτων ἕως περάτων». Ἀπό αὐτό τό χρονικό σημεῖο διαφαίνεται μία ἐπιρροή ἀπό τήν Δύση. Ὁ Πάπας Ἰωάννης ΙΕ´ τό 993 μ.Χ. πραγματοποίησε τήν πρώτη ἀνακήρυξη, ἐνῶ ὁ Πάπας Ἀλέξανδρος Γ´ (1159-1181) ἰσχυρίσθηκε ὅτι ἡ ἀνακήρυξη κάποιου Ἁγίου εἶναι ἀναφαίρετο δικαίωμα τῆς Ἁγίας Ἓδρας. (Βεργωτῆ Γ. ἐγχειρίδιον Ἁγιολογίας Θεσ/νίκη 1992 σελ. 134). Ἀπό τότε ἔχουμε ἀναγνωρίσεις Ἁγίων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί μάλιστα μεγάλων καί γνωστῶν. Ἀξιοσημείωτο εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ ἀριθμός τῶν Ἁγίων, πού ἔχουν καταχωρισθεῖ στήν συνείδηση τοῦ λαοῦ στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερος ἀπό τίς ἐπίσημες συνοδικές ἀναγνωρίσεις.

Ἑπομένως ἡ Ἐκκλησία -τουλάχιστον γιά τούς πρώτους δέκα αἰῶνες- δέν προέβαινε σέ πράξη ἀνακηρύξεως, διακηρύξεως, ἁγιοποιήσεως καί ἀναγνωρίσεως Ἁγίου ἀλλά ἄφηνε τήν ἁγιοκατάταξη στήν συνείδηση τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ καί τοῦ κλήρου καί ἀμέσως μετά καταχώριζε στό ἁγιολόγιό της τούς ἀληθινούς Μάρτυρες καί Ἁγίους.

Δεύτερη ἐπισήμανση:

            Ἡ Ἐκκλησία πού μπορεῖ νά διακρίνει τά σημεῖα ἐκεῖνα, τά ὁποῖα μαρτυροῦν μέ βεβαιότητα τήν ἁγιότητα ἑνός προσώπου, φανερώνει ὅτι εἶναι ἀληθινή. Ἀντιθέτως ἐάν μία Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει Ἃγιο μέ ἠθικολογικά κριτήρια, εἶναι ἐκκοσμικευμένη καί -ἠθελημένα ἤ ὄχι- νοθεύει τό ἁγιολόγιο.

            Ἡ διάκριση μεταξύ Ἀποστόλου καί ψευδοαποστόλου, Προφήτου καί ψευδοπροφήτου, Ὁσίου καί ψευδοσίου, Ἁγίου καί ψευδοαγίου εἶναι ζήτημα ἁπλό ἀλλά καί δύσκολο. Στήν περίπτωση αὐτή συμβαίνει ἀκριβῶς ὅ,τι καί στίς ἄλλες ἐπιστῆμες. Δηλαδή, ὃπως ὁ γιατρός μπορεῖ νά διακρίνει τόν ψευδογιατρό, ὁ ἀρχιτέκτων μηχανικός μπορεῖ νά διακρίνει τόν ψευδοαρχιτέκτονα μηχανικό, ἒτσι καί ὁ Ἅγιος πού ἔχει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα του, μπορεῖ νά διακρίνει τόν ψευδοάγιο. Αὐτό εἶναι τό ἁπλό τοῦ θέματος. Ἡ δυσκολία εἶναι κατά πόσον ἐμεῖς σήμερα εἴμαστε ἅγιοι γιά νά διακρίνουμε τούς Ἁγίους ἀπό τούς ψευδοαγίους.

            Σέ περίπτωση πού ἡ Ἐκκλησία καταχωρίσει κάποιον ὡς «Ἅγιο» ἐνῶ δέν εἶναι, διαπιστώνεται ἀπώλεια τῶν κριτηρίων τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Δηλαδή ταυτίζονται οἱ Ἃγιοι μέ τούς μή ἁγίους, οἱ θεράποντες Ἃγιοι τοῦ Θεοῦ μέ τούς καλούς ἀνθρώπους πού ἀκολουθοῦν ἄλλες θρησκεῖες ἢ δόγματα. Ἡ βίωση τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος διαστρεβλώνεται, ἀλλάζει καί μετατρέπεται σέ μία δαιμονική πνευματικότητα μέ φοβερές συνέπειες γιά τόν ἄνθρωπο.

            Οἱ συνέπειες εἶναι κυρίως δύο. Ἡ πρώτη ἀφορᾶ τόν τιμώμενο ὡς δῆθεν «ἃγιο». Ὅταν δηλαδή κάποιος τιμᾶται ὡς «ἅγιος» ἐνῶ δέν εἶναι, ἀλλά ἔχει ἀνάγκη τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, δέν βοηθεῖται ἀπό τούς πιστούς διότι στίς προσευχές ζητοῦμε τήν πρεσβεία του καί δέν προσευχόμεθα γιά τήν σωτηρία του. Ἑπομένως, ἀντί νά βοηθοῦμε τόν ἄνθρωπο, πού ἔχει ἀνάγκη τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, τοῦ στεροῦμε τήν προσφορά μας. Ἡ δεύτερη συνέπεια ἀφορᾶ τόν πιστό. Ὁ πιστός προσεύχεται σέ πρόσωπο τό ὁποῖο οὐδέποτε πρόκειται νά πρεσβεύσει. Ὑπάρχει ἀκόμα κίνδυνος νά πέσει σέ δαιμονικές καταστάσεις, πού νά ἐνισχύουν τήν πλάνη καί τότε ἀρχίζει ἕνας φαῦλος κύκλος. Τήν ὥρα πού βρίσκεται στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἀντί νά θεραπεύεται καί νά ὁδεύει στήν ἁπλότητα καί στήν ἁγιότητα, γίνεται σύνθετος καί μπορεῖ σέ ἀκραῖες καταστάσεις νά ὁδηγηθεῖ στήν κατάθλιψη καί στήν ψυχοπάθεια.

            Ἑπομένως ἡ καταχώριση ἤ ἡ κατάταξη Ἁγίων στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι θέμα κριτηρίων πνευματικότητος καί κριτηρίων ἁγιότητος. Μπορεῖ νά ἀναφέρουμε ἐμεῖς σήμερα μέ σχετική εὐκολία τά κριτήρια τῆς ἁγιότητος, ἀλλά ἀντιπαρερχόμαστε μέ ἰδιαίτερη εὐκολία τά κριτήρια τῆς δικῆς μας ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Μποροῦμε σήμερα νά διακρίνουμε ἕναν ἅγιο; Ἐάν ναί, τότε ἔχουμε τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐάν ὄχι, τότε στερούμεθα τῆς Χάριτος καί τότε εἶναι προτιμότερο νά ἀπευθυνόμαστε σέ Ἁγίους πού ἤδη ἔχουν καταχωρισθεῖ στά Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας μας.

            Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα ἐργαστῆρι ἁγιότητος. Ἐκκλησία πού δέν παράγει Ἁγίους, δέν εἶναι Ἐκκλησία. Ἐκκλησία πού παράγει Ἁγίους εἶναι ἡ αὐθεντική συνέχεια τῆς Μίας, Ἁγίας καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἐκκλησία πού νοθεύει τά κριτήρια τῆς ἁγιότητος, νοθεύει τό ἁγιολόγιο καί ὑποβιβάζει τούς Ἁγίους σέ καλούς ἀνθρώπους καί ἐξισώνει τόν Χριστό μέ κάθε θρησκευτικό ἡγέτη, δέν εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

            Χαιρόμαστε ὅταν ἀκόμα καί σήμερα ὁ Θεός φανερώνει μέ ἀθόρυβο τρόπο Ἁγίους στήν Ἐκκλησία μας. Εἶναι ἡ παρηγορία μας, ἡ τόνωση καί ἡ δύναμη γιά νά συνεχίσουμε τόν καλόν ἀγῶνα. Θεωρῶ ὅτι ἡ Ἱερά ἡμῶν Σύνοδος ὑπό τήν προεδρία τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Γ.Ο.Χ. Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. κ. Καλλινίκου μέχρι σήμερα ἔχει πράξει σοφά. Ἀφήνει καί τόν λαό καί τόν κλῆρο μαζί μέ τόν Ἐπίσκοπο νά ἀναγνωρίζουν καί νά καταχωρίζουν στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας συγχρόνους ἁγίους, ὅπως οἱ πρῶτοι Χριστιανοί. Δέν μετέρχεται τακτικές καί προπαγάνδες ἀλλά ἀφήνει τόν Θεό νά φανερώσει τόν Ἅγιό Του. Ἕνα τέτοιο παράδειγμα ἀποτελεῖ ὅ Ὅσιος Παχώμιος τῆς Χίου.

            Λυπούμεθα ὅμως διότι ἡ κρατοῦσα Ἐκκλησία σήμερα - ἠθελημένα ἤ ὄχι - ἔχει ἀλλοιώσει τά κριτήρια τῆς ἁγιότητος καί ἐκφράζει σέ μεγάλο βαθμό ἐκκοσμίκευση καί ἀλλαγή πορείας ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Θά ἀναφέρω τήν περίπτωση τοῦ Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου, τόν ὁποῖο ἡ κρατοῦσα Ἐκκλησία τόν ἀναγνώρισε ὡς «ἅγιο» τό 1992. Ἦταν μία πράξη πού δείχνει τό μέγεθος τῆς ἀλλοιώσεως τῶν κριτηρίων ἁγιότητος. Ἀναμφισβήτητα ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης ἦταν Ἐθνομάρτυρας. Ὡστόσο ὅμως δέν μποροῦμε νά ὑποστηρίξουμε καί τήν ἁγιότητά του, διότι δέν πληροῖ τά βασικά κριτήρια τῆς ἁγιότητος. Δέν ὑπῆρξε κάποιο σημεῖο ἐκ Θεοῦ ἀφ᾽ ἑνός καί ἀφ᾽ ἑτέρου ὑπάρχουν ἀρκετές δημοσιεύσεις μασωνικῶν ἐντύπων ὅτι ἦταν μέλος μασωνικῆς στοᾶς.

            Ἕνα ἄλλο θλιβερό σημεῖο εἶναι ὅτι ἡ κρατοῦσα Ἐκκλησία προπαγανδίζει νέα σύγχρονα πρόσωπα τῶν τελευταίων δεκαετιῶν τοῦ περασμένου αἰώνα ὅτι ἦταν ἅγιοι. Αὐτό τό ἐπιτυγχάνει μέσῳ ραδιοτηλεοπτικῶν σταθμῶν, ἐντύπων, βιβλίων καί διαδικτύου. Τά πρόσωπα αὐτά πού προβάλλονται ὡς «ἅγια», πράγματι ἔχουν δείξει στήν βιοτή τους ὅτι εἶχαν μία πνευματική ζωή πού -τολμᾶμε νά ποῦμε- ὅτι ἦταν καί ὑποδειγματική σέ ἐξαιρετικές περιπτώσεις. Δέν εἶναι ὅμως ἅγιοι, διότι δέν ὑπάρχει ἡ ἀνάδειξη τῆς ἁγιότητος αὐτῶν ἀπό τόν Θεό. Ἱερά Λείψανα ἄφθαρτα πού νά εὐωδιάζουν καί νά θαυματουργοῦν δέν ὑπάρχουν. Ἐπίσης σέ μερικούς τίθεται θέμα τῆς ὀρθῆς πίστεως, διότι τό φανερώνει ἡ βιοτή τους. Ἑπομένως γίνεται μία προσπάθεια τόν καλό ἄνθρωπο νά τόν κάνουν Ἃγιο. Αὐτό εἶναι ἐκτροπή ἀπό τά τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καί τῶν κριτηρίων ἁγιότητος.

            Θά ἤθελα ἐν συνεχείᾳ νά ἐκθέσω μερικά ἱστορικά γεγονότα, τά ὁποῖα δείχνουν ποῦ μπορεῖ νά φθάσει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἔχει ἀποκοπεῖ ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση καί τά κριτήρια τῆς Ἁγιότητος. Ἐπίσης χρειάζεται μεγάλη προσοχή, διότι ἡ κρατοῦσα Ἐκκλησία ἔχει προσδεθεῖ στό ἅρμα τοῦ Παπισμοῦ καί δυστυχῶς -ἠθελημένα ἤ ὄχι- ἀλλοιώνει καί στρεβλώνει ὅ,τι καθαρό ἔχει μείνει στόν ὀρθόδοξο χῶρο. Τά παρακάτω στοιχεῖα δείχνουν πόση ζημιά ἔχουν προκαλέσει οἱ Δυτικοί, τούς ὁποίους σήμερα ἐμπιστεύονται μερικοί Ἱεράρχες τῆς κρατούσης Ἐκκλησίας.

            Στήν πορεία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας πρῶτοι πού πολέμησαν τά Ἱερά Λείψανα τῶν Ἁγίων ἦταν οἱ Εἰκονομάχοι˙ στήν συνέχεια οἱ Παυλικιανοί καί οἱ Βογόμιλοι, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνταν τήν ἐναθρώπιση τοῦ Χριστοῦ, τόν Σταυρό καί τίς Ἱερές Εἰκόνες˙ ἀργότερα οἱ Προτεστάντες, διακηρύσσοντας ὅτι πιστεύουν σέ ἕναν καθαρότερο καί πνευματικότερο Χριστιανισμό πιό εὐαγγελικό δίχως τά ἐπικονιάματα τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως. Ὡστόσο τόν σεβασμό καί τήν εὐλάβεια πρός τά Ἱερά Λείψανα κανένας δέν μπόρεσε νά σβήσει ἀπό τήν ψυχή τῶν πιστῶν.

            Ὅμως ὁ πειρασμός χρησιμοποιεῖ μυρίους τρόπους γιά νά σπιλώσει τά καθαρά αἰσθήματα τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι λοιπόν ἀρχίζοντας ἀπό τήν Παλαιστίνη καί τήν Αἴγυπτο καί προχωρώντας πρός τήν Ρώμη ἐξαπλώθηκε πυκνό δίκτυο ἐμπόρων, πού λυμαίνονταν τά πάντα γιά νά ἀγοράσουν καί νά πουλήσουν Λείψανα. Στό ἄνομο ἐμπόριο ἦταν οἱ Σταυροφόροι ἀλλά καί κάποιοι μοναχοί, πού κατά ἄλλους ἦταν ψευδομοναχοί.

            Τό ἐντυπωσιακό ἦταν ὅτι οἱ Φράγκοι ἐμπορεύονταν ἀνύπαρκτα πράγματα, ὅπως οἱ στεναγμοί τοῦ Δικαίου Ἰωσήφ τοῦ μνήστορος, τά δάκρυα τοῦ Χριστοῦ καί τά ἴχνη τῶν ποδιῶν Του, λείψανα ἀπό τά φτερά τῶν ἀρχαγγέλων Μιχαήλ καί Γαβριήλ. Σέ ἕναν γαλλικό κατάλογο τοῦ 970 μ.Χ. ἀνάμεσα στά λείψανα ἦταν τά ξύλα καί οἱ πάσαλοι μέ τά ὁποῖα ἔστησε τίς σκηνές ὁ Ἀπόστολος Πέτρος μαζί μέ τόν Ἰάκωβο καί Ἰωάννη στόν τόπο τῆς Μεταμορφώσεως, καθώς καί σπόροι ἀπό ἐκεῖνον πού ἔσπειρε στήν εὐαγγελική περικοπή τοῦ σπορέως. (Airgain, L’ Hagiographe σελ. 190). Οἱ ἀγοροπωλησίες ἦταν τέτοιες πού ἔφτασαν στό σημεῖο τῆς ἀσέβειας. Οἱ καταγραφές μιλοῦν ἀπό μόνες τους. Ἔχουν καταγραφεῖ 26 κεφαλές τοῦ Ἁγίου Ἰουλιανοῦ, 10 τοῦ Τιμίου Προδρόμου, 6 τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου καί 17 χέρια του, 30 σώματα τοῦ Ἁγίου Παγκρατίου, 3 σώματα τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου καί 6 κεφαλές του, ἄν καί - ὅπως εἶναι γνωστό – τόν Ἅγιο Ἰγνάτιο κατέφαγαν τά λιοντάρια (ΑΓΙΟΙ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ Π.Β. Πάσχου σελ. 151).

            Στήν σημερινή ἐποχή ἐπιβάλλεται νά εἴμαστε ἰδιαίτερα προσεκτικοί, ὅσο ποτέ ἄλλοτε. Νά εἴμαστε ἐνταγμένοι στό ἐργαστῆρι τῆς ἁγιότητος πού λέγεται Ἐκκλησία, μέ ἀρχηγό τόν Χριστό καί τούς φίλους Αὐτοῦ τούς Ἁγίους. Τότε θά μποροῦμε νά ἐργαζώμεθα μέ ὀρθό τρόπο γιά τήν θεραπεία τῆς ψυχῆς μας, ἐλπίζοντας ὅτι θά εἴμαστε σέ θέση νά διακρίνουμε ἕναν σύγχρονο Ἃγιο ἀπό ἕναν ψευδοάγιο. Θά μποροῦμε νά αἰσθανθοῦμε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ νά μᾶς καθοδηγεῖ εἰς νομάς σωτηρίους διά πρεσβειῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί πάντων τῶν Ἁγίων.