† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2022

Λόγος εἰς τά Ἅγια Φῶτα (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου)


Αποτέλεσμα εικόνας για Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου
Μέ τήν γέννησιν λοιπόν ἔχομεν προεορτάσει τά πρέποντα καί ἐγώ ὁ ὁποῖος προεξάρχω εἰς τήν ἑορτήν καί σεῖς καί ὅλα τά ἐγκόσμια καί τά ὑπερκόσμια ὄντα. Ἔχομεν τρέξει μαζί μέ τόν ἀστέρα καί ἔχομεν προσκυνήσει μαζί μέ τούς μάγους, (Ματθ. 2, 10), ἔχομεν φωτισθῆ μαζί μέ τούς ποιμένας (Λουκ. 2, 7) καί ἔχομεν δοξάσει μαζί μέ τούς ἀγγέλους, τόν ἔχομεν δεχθῆ εἰς τάς ἀγκάλας μας μαζί μέ τόν Συμεών (Λουκ. 2, 13 ἑ). Καί τόν ἔχομεν δοξολογήσει μαζί μέ τήν ἀξιοσέβαστον καί σώφρονα ἐκείνην Ἄννα (Λουκᾶ. 2, 36 ἑ ). Καί ὀφείλεται εὐγνωμοσύνη εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἦλθε κατά τρόπον ξένον πρός τήν φύσιν του εἰς τόν ἰδικόν του τόπον, διότι ἐδόξασε τόν ξένον. Τώρα δέ πρόκειται δι᾿ ἄλλην πρᾶξιν τοῦ Χριστοῦ καί δι᾿ ἄλλο μυστήριον.
Δέν ἠμπορῶ νά συγκρατήσω τήν χαράν μου. Νιώθω νά γεμίζω ἀπό Θεόν. Λίγο ἀκόμη καί θά ἀρχίσω νά κηρύσσω τήν εὐχάριστον ἀγγελίαν, ὅπως ὁ Ἰωάννης, ἔστω καί ἄν δέν εἶμαι πρόδρομος, πάντως θά τό κάμω ἀπό τήν ἐρημίαν. Ὁ Χριστός φωτίζεται, ἄς φωτισθῶμεν μαζί του.

 Ὁ Χριστός βαπτίζεται, ἄς κατέβωμεν μαζί του (εἰς τόν ποταμόν) διά νά ἀνέβωμεν καί μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς βαπτίζεται. Θά πρέπει νά προσέξωμεν μόνον τό βάπτισμα ἤ καί ὅλα τά ἄλλα; Δηλαδή ποῖος ἦτο, ἀπό ποῖον ἐβαπτίσθη καί πότε ἐβαπτίσθη; Ὅτι ἦτο καθαρός, ὅτι ἐβαπτίσθη ἀπό τόν Ἰωάννην καί ὅτι μετά ἤρχισε τά θαύματα; Διά νά μάθωμεν τί καί διά νά διαπαιδαγωγηθῶμεν εἰς τί; Ὅτι α) πρέπει νά καθαριζώμεθα προηγουμένως, β) νά εἴμεθα ταπεινόφρονες καί γ) νά κηρύσσωμεν μόνον ὅταν εἴμεθα ὁλοκληρωμένοι κατά τήν πνευματικήν καί σωματικήν ἡλικίαν. Τό πρῶτον (πρέπει νά τό εἴπωμεν) πρός ἐκείνους οἱ ὁποῖοι σκοπεύουν νά βαπτισθοῦν, ἐνῶ δέν ἔχουν προηγουμένως προετοιμασθῆ καί ἐνῶ δέν παρέχουν ἐγγυήσεις μέ τήν συνήθειάν των νά πράττουν τό καλόν, ὅτι ἡ λύτρωσίς των θά παραμείνῃ σταθερά. Διότι ἐάν τό χάρισμα (διότι πράγματι εἶναι χάρισμα) παρέχει ἄφεσιν τῶν παρελθόντων, τότε εἶναι περισσότερον ταιριαστόν πρός τήν εὐσέβειαν τό νά μήν ξαναγυρίσωμεν εἰς ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔχομεν ἐμέσει. Τό δεύτερον ἀναφέρεται εἰς εκείνους οἱ ὁποῖοι ὑπερηφανεύονται ἔναντι τῶν ἱερέων, ἄν εἶναι κάπως ἀνώτεροι ἀπό αὐτούς. Τό τρίτον δέ πρός ἐκείνους οἱ ὁποῖοι βασίζονται εἰς τόν νεανικόν των ἐνθουσιασμόν καί νομίζουν ὅτι ἡ κάθε περίστασις εἶναι κατάλληλος διά διδασκαλίαν ἤ κατάληψιν τῆς πρωτοκαθεδρίας.

Ὁ Ἰησοῦς ὑποβάλλεται εἰς κάθαρσιν καί σύ τήν περιφρονεῖς; (Καθαρίζεται) ὑπό τοῦ Ἰωάννου, καί σύ ἐπαναστατεῖς ἐναντίον τοῦ κήρυκός σου; Καθαρίζεται ὅταν εἶναι ἤδη τριάκοντα ἐτῶν, καί σύ προτοῦ κἄν βγάλῃς γένεια διδάσκεις τούς γέροντας ἤ τοὐλάχιστον νομίζεις ὅτι τούς διδάσκεις, ἐνῷ οὔτε ἡ ἡλικία οὔτε καί, ἐνδεχομένως, ἡ συμπεριφορά σου σέ κάνουν ἄξιον σεβασμοῦ; Εἰς τήν περίπτωσιν αὐτήν δέ ἔρχονται εἰς τήν γλῶσσαν τά παραδείγματα τοῦ Δανιήλ καί τῶν ἄλλων νέων κριτῶν, ἐπειδή καθένας ὁ ὁποῖος ἀδικεῖ, εὔκολα βρίσκει δικαιολογίας. Δέν ἀποτελεῖ ὅμως νόμον τῆς Ἐκκλησίας ἐκεῖνο τό ὁποῖον εἶναι κάτι σπάνιον, ὅπως τήν ἄνοιξιν δέν τήν φέρει ἕνα μόνον χελιδόνι, ὅπως δέν κάνει καί μία μόνον γραμμή τόν γεωμέτρην, ἤ ἕνα μόνον ταξίδι τόν ναυτικόν.

Ὁ Ἰωάννης ὅμως βαπτίζει καί ἔρχεται νά βαπτισθῇ ὁ Ἰησοῦς, διά νά ἁγιάσῃ μέν ἐνδεχομένως καί τόν βαπτιστήν, ὅπως εἶναι δέ καταφανές, διά νά θάψῃ μέσα εἰς τό ὕδωρ ὅλον τόν παλαιόν Ἀδάμ καί νά ἁγιάσῃ πρίν ἀπ᾿ αὐτούς καί χάριν αὐτῶν τόν Ἰορδάνην. Ὅπως δέ ὁ ἴδιος ἦταν πνεῦμα καί σάρξ, ἔτσι δίδει τήν πνευματικήν ὁλοκλήρωσιν μέ Πνεῦμα καί ὕδωρ. Ὁ βαπτιστής δέν δέχεται καί ὁ Ἰησοῦς ἀγωνίζεται (νά τόν πείσῃ). «Ἐγώ ἔχω ἀνάγκην νά βαπτισθῶ ἀπό σένα» λέγει ὁ λύχνος εἰς τόν Ἥλιον, ἡ φωνή εἰς τόν Λόγον, ὁ φίλος εἰς τόν Νυμφίον, ὁ ἀνώτερος ἀπό κάθε ἄλλο γέννημα γυναικός (Ματθ. 11, 11) εἰς τόν Πρωτότοκον ὁλοκλήρου τῆς δημιουργίας (Κολ. 1, 15), ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐσκίρτησεν ἐνῶ εὑρίσκετο μέσα εἰς τήν κοιλίαν εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐπροσκυνήθη μέσα εἰς τήν κοιλίαν, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προέτρεξε καί ὁ ὁποῖος θά προτρέξῃ εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐφάνη καί θά φανῇ. «Ἐγώ ἔχω ἀνάγκην νά βαπτισθῶ ἀπό σένα» - πρόσθεσε καί «δι᾿ ἐσέ» (διότι ἐγνώριζεν ὅτι ἐπρόκειτο νά βαπτισθῇ μέ τό μαρτύριον) ἤ, ὅπως ὁ Πέτρος, τό ὅτι θά καθαρίσῃς ὄχι μόνον τούς πόδας - «καί σύ ἔρχεσαι πρός ἐμέ; » (Ματθ. 3, 14). Καί τοῦτο εἶναι προφητικόν. Διότι ἐγνώριζεν ὅτι ὅπως μετά τόν Ἡρώδην ἐπρόκειτο νά καταληφθῇ ἀπό μανίαν ὁ Πιλᾶτος, ἔτσι καί μετά ἀπ᾿ αὐτόν, ὁ ὁποῖος θά ἔφευγε προηγουμένως, θά ἀκολουθοῦσε ὁ Ἰησοῦς. Τί δέ λέγει ὁ Ἰησοῦς; «Ἄφησε τώρα τάς ἀντιρρήσεις» (Ματθ. 3, 15), διότι αὐτό ἀπαιτοῦσε τό θεῖον σχέδιον. Διότι ἐγνώριζεν ὅτι μετ᾿ ὀλίγον ἐπρόκειτο νά βαπτίσῃ αὐτός τόν βαπτιστήν. Τί δέ εἶναι τό φτυάρι (Ματθ. 3, 12); Ἡ κάθαρσις. Τί εἶναι δέ τό πῦρ (Ματθ. 3, 10); Τό κάψιμον κάθε ἀνοήτου πράγματος καί ἡ ἀναζωπύρωσις τοῦ πνεύματος. Τί εἶναι δέ ἡ ἀξίνη; Τό κόψιμον τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία, ἀφοῦ ἔχει γεμίσει μέ ἀκαθαρσίας, ἔχει καταστῆ ἀθεράπευτος. Τί εἶναι δέ ἡ μάχαιρα (Ματθ. 10, 34); Ἡ τομή τήν ὁποίαν κάνει ὁ Λόγος καί ἡ ὁποία ξεχωρίζει τό κακόν ἀπό τό καλόν καί τόν πιστόν ἀπό τόν ἄπιστον καί ἡ ὁποία κάνει τόν υἱόν καί τήν θυγατέρα καί τήν νύμφην νά ἐπαναστατοῦν κατά τοῦ πατρός καί τῆς μητρός καί τῆς πενθερᾶς (Ματθ. 10, 35), καί τά νέα καί πρόσφατα (νά ἐπαναστατοῦν) κατά τῶν παλαιῶν τά ὁποῖα εἶναι σκιώδη. Τί εἶναι δέ τό κορδόνι τοῦ ὑποδήματος (Ματθ. 3, 11), τό ὁποῖον δέν ἠμπορεῖς νά λύσῃς σύ ὁ ὁποῖος βαπτίζεις τόν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος ἔζησες εἰς τήν ἐρημίαν μέ νηστείαν, ὁ νέος Ἠλίας, ὁ ὁποῖος εἶσαι κάτι ἀνώτερον καί ἀπό προφήτην (Ματθ. 11, 9), ἐφόσον εἶδες καί ἐκεῖνον τόν ὁποῖον εἶχες προφητεύσει καί ὁ ὁποῖος συνδέεις τήν Παλαιάν μέ τήν Καινήν Διαθήκην; Τί εἶναι τοῦτο; Ἐνδεχομένως ὁ λόγος περί τῆς ἐλεύσεως εἰς τήν γῆν καί περί τῆς σαρκός, τοῦ ὁποίου καί τό ἐλάχιστον ἀκόμη τμῆμα εἶναι ἀδύνατον νά γίνῃ κατανοητόν, ὄχι μόνον εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀκόμη σαρκικόν φρόνημα καί εἶναι ἀκόμη νήπια εἰς τόν Χριστιανισμόν, ἀλλά καί εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι διαθέτουν τό Πνεῦμα τοῦ Ἰωάννου.

Ἀλλά καί ἀνεβαίνει ἀπό τό ὕδωρ ὁ Ἰησοῦς. Ἀνεβάζει δέ μαζί του καί τόν κόσμον καί βλέπει νά σχίζωνται οἱ οὐρανοί, τούς ὁποίους ὁ Ἀδάμ εἶχε κλείσει διά τόν ἑαυτόν του καί διά τούς ἀπογόνους του, ὅπως εἶχε κλείσει καί μέ τήν μάχαιραν τοῦ πυρός τόν Παράδεισον (Γεν. 3, 24). Καί τό Πνεῦμα μαρτυρεῖ τήν Θεότητα (διότι τό ὅμοιον σπεύδει πρός τό ὅμοιον) καί ἡ φωνή ἀπό τούς οὐρανούς (Ματθ. 3, 17) (διότι ἀπ᾿ ἐκεῖ προερχόταν ἐκεῖνος διά τόν ὁποῖον ἐδίδετο ἡ μαρτυρία). Ἐμφανίζεται δέ ὡσάν περιστέρι (Λουκ. 3, 22) (διότι τιμᾷ τό σῶμα, ἀφοῦ καί αὐτό γίνεται Θεός μέ τήν θέωσιν, ὅταν αὐτή θεωρῆται ἀπό τήν πλευράν τοῦ σώματος) καί λόγῳ τοῦ ὅτι εἶναι ἀπό πολύ παλαιά συνηθισμένο νά φέρῃ τήν εὐχάριστον ἀγγελίαν τῆς παύσεως τοῦ κατακλυσμοῦ τό περιστέρι (Γεν. 8, 10 ἑ). Ἐάν δέ κρίνῃς τήν θεότητα μέ ὄγκους καί μέ σταθμά, καί διά τόν λόγον αὐτόν σοῦ φαίνεται μικρόν τό Πνεῦμα, ἐπειδή παρουσιάζεται μέ μορφήν περιστεριοῦ, ὦ ἀνόητε καί μικρόψυχε διά τά πιό μεγάλα, εἶναι καιρός νά δυσφημίσῃς καί τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἐπειδή παρομοιάζεται μέ ἕνα σπειρί ἀπό σινάπι (Ματθ. 13, 31 ἑ), καί νά ὑπερυψώνῃς τόν διάβολον πιό πολύ ἀπό τήν μεγαλειότητα τοῦ Ἰησοῦ, ἐπειδή αὐτός μέν ὀνομάζεται βουνό μέγα (Ζαχ. 4, 7) καί Λεβιάθαν καί βασιλεύς ὅσων εὑρίσκονται εἰς τά ὕδατα ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς ὀνομάζεται ἀρνίον (Ἰω. 1, 29) καί μαργαρίτης (Ματθ. 13, 46) καί σταγών καί ἄλλα παρόμοια.

Ἐπειδή δέ σήμερα πανηγυρίζομεν τό βάπτισμα καί πρέπει νά κακοπαθήσωμεν ὀλίγον πρός χάριν ἐκείνου ὁ ὁποῖος πρός χάριν μας ἔγινεν ὅπως ἐμεῖς καί ἐβαπτίσθη καί ἐσταυρώθη, ἄς ἐξετάσωμεν φιλοσοφικά κάτι σχετικόν μέ τήν διαφοράν τῶν βαπτισμάτων, διά νά φύγωμεν ἀπ᾿ ἐδῶ καθαρισμένοι. Ὁ Μωϋσῆς ἐβάπτισεν εἰς τό ὕδωρ καί πρίν ἀπ᾿ αὐτό εἰς τήν νεφέλην καί εἰς τήν θάλασσαν (Ἐξ. 14, 23). Αὐτό δέ ἀποτελοῦσε σύμβολον, ὅπως πιστεύει καί ὁ Παῦλος. Ἡ θάλασσα τοῦ νεροῦ, ἡ νεφέλη τοῦ Πνεύματος, τό μάννα τοῦ ἄρτου τῆς ζωῆς, καί τό ὕδωρ, τό ὁποῖον ἔπιναν, τοῦ οὐρανίου ποτοῦ (Α´ Κορ. 10, 1 ἑ). Καί ὁ Ἰωάννης ἐβάπτισεν, ἀλλά ὄχι τελείως ἰουδαϊκά, ἐπειδή δέν ἐβάπτισεν μόνον εἰς τό ὕδωρ ἀλλά καί εἰς τήν μετάνοιαν. Ὄχι ὅμως καί ὁλότελα πνευματικά, ἐπειδή δέν προσθέτει καί τό «εἰς τό Πνεῦμα». Βαπτίζει καί ὁ Ἰησοῦς, ἀλλά εἰς τό Πνεῦμα. Αὐτό εἶναι ἡ τελειότης. Καί πῶς δέν εἶναι Θεός, διά νά γίνω καί λίγο παράτολμος, ἐκεῖνος ἀπό τόν ὁποῖον θά γίνῃς καί σύ Θεός; Γνωρίζω καί τέταρτον βάπτισμα, τό βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου καί τοῦ αἵματος, εἰς τό ὁποῖον ἐβαπτίσθη καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, καί τό ὁποῖον εἶναι πολύ πιό ἀξιοσέβαστον ἀπό τά ἄλλα, καθόσον δέν μολύνεται ἀπό μεταγενέστερα ἁμαρτήματα. Γνωρίζω καί πέμπτον ἀκόμη, τό βάπτισμα τῶν δακρύων, τό ὁποῖον εἶναι ἀκόμη πιό ἐπίπονον, ὅπως «ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος βρέχει κάθε νύκτα τό κρεββάτι καί τά στρώματά του μέ δάκρυα» (Ψαλ. 6, 7), τοῦ ὁποίου «αἱ πληγαί τῆς κακίας μυρίζουν ἄσχημα καί ἔχουν σαπίσει» (Ψαλ. 37, 6), ὁ ὁποῖος «πενθεῖ καί βαδίζει μέ σκυμμένο κεφάλι» (Αὐτόθι 7) καί ὁ ὁποῖος μιμεῖται τήν ἐπιστροφήν τοῦ Μανασσῆ καί τήν ταπείνωσιν τῶν κατοίκων τῆς Νινευΐ, ἡ ὁποία τούς ἐξησφάλισε τήν συγχώρησιν ( Ἰων. 3, 5), ὁ ὁποῖος, ἀκόμη, λέγει αὐτά τά ὁποῖα εἶπεν ὁ τελώνης εἰς τόν ναόν καί ἐκέρδισε τήν συγχώρησιν ἀντί διά τόν καυχησιάρην φαρισαῖον (Λουκ. 18, 13 ἑ), καί ὁ ὁποῖος σκύβει μέ ταπείνωσιν, ὅπως ἡ Χαναναία (Ματθ. 15, 22 ἑ), καί ζητεῖ νά τόν εὐσπλαχνισθοῦν καί νά τοῦ δώσουν ὡς τροφήν ψίχουλα, τήν τροφήν δηλαδή τήν ὁποίαν τρώγει ὁ σκύλος ὅταν εἶναι πολύ πεινασμένος.

Ἐγώ μέν λοιπόν (ἐπειδή ὁμολογῶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζῶον εὐμετάβλητον καί μεταβλητῆς φύσεως) καί τοῦτο τό δέχομαι μέ προθυμίαν, καί προσκυνῶ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τό ἔδωσε, καί τό δίδω καί εἰς τούς ἄλλους, καί προσφέρω φιλανθρωπίαν ἔναντι τῆς φιλανθρωπίας ἡ ὁποία μοῦ προσφέρεται. Διότι γνωρίζω ὅτι καί ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος ἀδύνατος, καί ὅτι μέ ὅποιο μέτρο θά κρίνω μέ τό ἴδιο θά κριθῶ (Ματθ. 7, 2).

 Σύ δέ τί λέγεις καί τί νόμους βγάζεις, ὦ νέε φαρισαῖε, ὁ ὁποῖος εἶσαι καθαρός μέν ὡς πρός τό ὄνομα ἀλλά ὄχι καί ὡς πρός τήν ψυχικήν διάθεσιν, καί ὁ ὁποῖος, ἐνῶ εἶσαι τό ἴδιο ἀδύνατος μέ τούς ἄλλους, διακηρύσσεις μέ ἔπαρσιν τάς δοξασίας τοῦ Νοβάτου; Δέν δέχεσαι τήν μετάνοιαν; Δέν συγκινεῖσαι μέ τούς ὀδυρμούς; Δέν χύνεις οὔτε ἕνα δάκρυ; Μακάρι νά μήν συναντήσῃς οὔτε σύ τέτοιον κριτήν. Δέν σέβεσαι τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος πῆρε τάς ἀδυναμίας μας καί ἐσήκωσε τάς ἀσθενείας μας (Πρβλ. Ἠσ. 53, 4), ὁ ὁποῖος ἦλθε ὄχι διά τούς δικαίους, ἀλλά διά νά μετανοήσουν οἱ ἁμαρτωλοί (Λουκ. 5, 32), ὁ ὁποῖος «θέλει τήν εὐσπλαγνίαν περισσότερον ἀπό τήν θυσίαν» (Ὠσ. 6, 6), ὁ ὁποῖος συγχωρεῖ τά ἁμαρτήματα ἑβδομήντα ἑπτά φοράς (Ματθ. 18, 22); Πόσο ἀξιομακάριστη θά ἦταν ἡ ὑψηλοφροσύνη σου, ἄν ἦταν καθαρότης καί ὄχι ἀνόητη κενοδοξία, ἡ ὁποία θέτει νόμους ἀνωτέρους ἀπό τάς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου καί ἀντικαθιστᾷ τήν μετάνοιαν μέ τήν ἀπόγνωσιν. Διότι τό ἴδιο κακά εἶναι καί ἡ χωρίς σωφροσύνην συγχώρησις καί ἡ χωρίς συγχώρησιν καταδίκη, ἐπειδή ἡ μέν πρώτη ἀφήνει τελείως ἐλεύθερα τά χαλινάρια ἐνῶ ἡ δευτέρα προκαλεῖ ἀπόγνωσιν μέ τήν σκληρότητά της. Δεῖξέ μου τήν καθαρότητά σου, καί τότε θά δεχθῶ νά ὑπερηφανεύεσαι. Τώρα ὅμως φοβοῦμαι μήπως, ἐνῶ εἶσαι γεμᾶτος ἀπό πληγάς, βάλης μέσα ἐκεῖνο τό ὁποῖον παραμένει ἀθεράπευτον.

 Οὔτε δέχεσαι μετανοημένον τόν Δαβίδ, ὁ ὁποῖος μέ τήν μετάνοιάν του διετήρησε τό προφητικόν του χάρισμα; Οὔτε τόν Πέτρον τόν μεγάλον, ὁ ὁποῖος ἔπαθε κάτι ἀνθρώπινον κατά τήν διάρκειαν τοῦ σωτηρίου πάθους (Ματθ. 26, 70); Ὁ Ἰησοῦς δέ τόν ἐδέχθη καί μέ τήν τριπλῆν ἐρώτησιν καί τήν τριπλῆν ὁμολογίαν ἐθεράπευσε τήν τριπλῆν ἄρνησιν (Ἰω. 21, 15-17). Ἤ δέν δέχεσαι οὔτε ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐτελειοποιήθη μέ τό αἷμα του; Καί αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη δεῖγμα τῆς σκληρότητός σου. Οὔτε ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος παρενόμησεν εἰς τήν Κόρινθον (Α´ Κορ. 5, 1-13); Ὁ Παῦλος δέ ὑπέδειξεν ὡς ποινήν τήν ἀγάπην, ἐπειδή εἶδε τήν διόρθωσιν καί τό αἴτιον τῆς διορθώσεως, «διά νά μήν χαθῇ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶχεν ἁμαρτήσει ἀπό τήν ὑπερβολικήν ἐπιτίμησιν» (Β´ Κορ. 2, 7). Οὔτε ἐπιτρέπεις εἰς τάς νέας χήρας νά ὑπανδρεύωνται, ἐπειδή ἡ ἡλικία των εἶναι εὔκολον νά παρεκκλίνῃ πρός τήν ἁμαρτίαν; Αὐτό ὅμως τό ἐτόλμησεν ὁ Παῦλος (Α´ Τιμ. 5, 14), τοῦ ὁποίου σύ γίνεσαι διδάσκαλος, ὡσάν νά εἶχες ἀναβῆ μέχρι τόν τέταρτον οὐρανόν καί εἰς ἄλλον Παράδεισον, ὡσάν νά εἶχες ἀκούσει πιό ἀπόρρητα πράγματα, καί νά εἶχες ὁδηγήσει εἰς τό Εὐαγγέλιον μεγαλύτερον ἀριθμόν ἀνθρώπων.

Ἀλλά αὐτά δέν γίνονται μετά τό βάπτισμα, λέγει κάποιος. Ποία εἶναι ἡ ἀπόδειξις διά τοῦτο; Ἤ παρουσίαζε ἀποδείξεις, ἤ μήν κατακρίνῃς. Ἐάν δέ τό πρᾶγμα εἶναι ἀμφίβολον, ἄς ὑπερισχύῃ ἡ ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπον. Ἀλλά ὁ Νοβᾶτος, λέγει, δέν ἐδέχθη ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εἶχαν πέσει κατά τήν διάρκειαν τοῦ διωγμοῦ. Καί τί εἶναι αὐτό; Ἐάν μέν δέν εἶχαν μετανοήσει, τότε εἶχε δίκαιον, διότι οὔτε ἐγώ δέχομαι ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δέν μετανοοῦν, ἤ δέν μετανοοῦν ὅσο πρέπει, καί δέν παρουσιάζουν ὡς ἀντάλλαγμα διά τό κακόν τήν διόρθωσιν, καί ὅταν τούς δεχθῶ, τούς τοποθετῶ εἰς τήν ἀνάλογον θέσιν. Ἄν ὅμως δέν δέχεται ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν λυώσει ἀπό τά δάκρυα, δέν θά τόν μιμηθῶ. Καί διατί θά πρέπει νά ἀποτελέσῃ νόμον δι᾿ ἐμέ ἡ μισανθρωπία τοῦ Νοβάτου, ὁ ὁποῖος τήν μέν πλεονεξίαν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ δευτέραν εἰδωλολατρίαν (Ἐφ. 5, 5), δέν τήν κατεδίκασε, ἐνῶ κατεδίκασε τόσον σκληρά τήν πορνεία, ὡσάν νά ἦτο ἄσαρκος καί ἀσώματος; Τί λέγετε; Σᾶς πείθομεν μέ τούς λόγους αὐτούς; Ἐμπρός, ἐλᾶτε μαζί μέ μᾶς, τούς ἀνθρώπους! Ἄς δοξολογήσωμεν μαζί τόν Κύριον. Ἄς μήν τολμήσῃ κανείς ἀπό σᾶς νά εἴπῃ, ἔστω καί ἄν ἔχῃ πολύ μεγάλην ἐμπιστοσύνην εἰς τόν ἑαυτόν του· «μή μέ ἀγγίσῃς διότι εἶμαι καθαρός» (Ἠσ. 65, 5), ἤ «καί ποῖος εἶναι ὅπως εἶμαι ἐγώ; ». Δῶστε καί σέ μᾶς ἀπό τήν λαμπρότητά σας. Ἀλλά δέν σᾶς πείθομεν; Τότε θά κλάψωμεν πρός χάριν σας. Αὐτοί μέν λοιπόν, ἄν μέν θέλουν, ἄς ἀκολουθήσουν τόν δρόμον μας καί τόν δρόμον τοῦ Χριστοῦ, ἄν δέ δέν θέλουν, τότε ἄς ἀκολουθήσουν τόν δρόμον των. Ἴσως εἰς ἐκεῖνον νά βαπτισθοῦν ἀπό τήν φωτίαν, τό τελευταῖον βάπτισμα καί τό πιό ἐπίπονον καί πιό μακροχρόνιον, τό ὁποῖον κατακαίει τήν ὕλην, ὡσάν χόρτον, καί ἐξαφανίζει τήν ματαιοδοξίαν κάθε κακίας.

Ἐμεῖς δέ ἄς τιμήσωμεν σήμερα τό βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ καί ἄς τό ἑορτάσωμεν σωστά μέ τό νά εὐφραινώμεθα πνευματικά καί ὄχι νά περιποιούμεθα τήν κοιλίαν μας. Θά εὐφρανθοῦμεν δέ μέ ποῖον τρόπον; «Λουσθῆτε διά νά καθαρισθῆτε» (Ἠσ. 1, 16). Ἄν μέν εἶσθε κόκκινοι ἀπό τήν ἁμαρτίαν καί ὀλιγώτερον κόκκινοι ἀπό τό αἷμα, τότε νά γίνετε λευκοί ὅπως τό χιόνι. Ἄν δέ εἶσθε κόκκινοι καί ἄνθρωποι γεμᾶτοι ἀπό αἵματα, τότε ἄς φθάσετε ἔστω καί τήν λευκότητα τοῦ μαλλιοῦ. Πάντως καθαρισθῆτε καί φροντίζετε νά καθαρίζεσθε, ἐπειδή μέ τίποτε ἄλλο δέν χαίρεται τόσον πολύ ὁ Θεός, ὅσο μέ τήν διόρθωσιν καί τήν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου, χάριν τοῦ ὁποίου ἔχουν λεχθῆ τά πάντα καί ἔχουν δοθῆ ὅλα τά μυστήρια, διά νά γίνετε φωτεινά ἀστέρια διά τόν κόσμον (Φιλιπ. 2, 15) καί δύναμις ζωτική διά τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Διά νά παρουσιασθῆτε ὡσάν τέλεια φῶτα εἰς τό μεγάλο φῶς, καί νά μυηθῆτε εἰς τήν φωταγωγίαν ἡ ὁποία πηγάζει ἀπό ἐκεῖ, παίρνοντες φῶς καθαρώτερον καί δυνατότερον ἀπό τήν Τριάδα, τῆς ὁποίας σήμερα ἔχετε ὑποδεχθῆ τήν μίαν αὐγήν ἀπό τήν Θεότητα, εἰς τό πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, εἰς τόν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ ἐξουσία εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2022

ΠΕΡΙ "ΠΑΡΑΛΛΗΛΩΝ" ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΩΝ (απαντήσεις σε ενστάσεις νεοαποτειχισμένων)

 


Τόσο οι νεοημερολογίτες (υπό τον π. Ευθύμιο Τρικαμηνά), όσο και οι παλαιοημερολογίτες νεοαποτειχισμένοι, κακίζουν τους Γνησίους Ορθοδόξους επειδή είχαν δημιουργήσει "παράλληλη" (προς την αναγνωρισμένη από το Κράτος) Σύνοδο το 1935 και επειδή μετά τοποθετούσαν "παράλληλους" Επισκόπους, στις μητροπόλεις που υπήρχαν ήδη νεοημερολογίτες Επίσκοποι.

Γράφουν:
"Ἄν δημιουργηθῆ κάποια Σύνοδος παράλληλος πρός τήν αἱρετική ἤ τοποθετηθῆ κάποιος Ἐπίσκοπος σέ κάποια Ἐπισκοπή, χωρίς προηγουμένως νά καταδικασθῆ ὁ ὑπάρχων αἱρετικός, τότε σταματᾶ ἡ ἀποτείχισις, ἀφοῦ δημιουργεῖται μιά ἄλλη νέα «Ἐκκλησία»" [1].
"Δέν νομίζω ὅτι θά εὕρη κανείς παράδειγμα στήν Ὀρθοδοξία κατά τό ὁποῖο νά ὑπάρχουν σέ μία ἐκκλησιαστική ἐπαρχία καί νά ἀσκοῦν τά καθήκοντά των συγχρόνως δύο Ἐπίσκοποι, ὀρθόδοξος καί αἱρετικός καί δύο ἀντίστοιχα Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες νά λειτουργοῦν συγχρόνως καί παραλλήλως, χωρίς δηλαδή νά ἔχη καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις ἀπό ὀρθόδοξο Σύνοδο. Καί μάλιστα παράδειγμα, πού νά μᾶς τό ἐδίδαξαν μέ τά ἔργα των οἱ ἅγιοι ὡς κανονική ὁδό ἀγῶνος καί ὁμολογίας ἐν καιρῷ αἱρέσεως" [2].
"Δέν ἔχομε ὅμως εἰς τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία παράδειγμα κατά τό ὁποῖο εἰς τόν καιρό τῆς αἱρέσεως νά ὑπάρχουν εἰς ἕνα καί τόν αὐτόν τόπο καί νά λειτουργοῦν παράλληλα δύο Σύνοδοι, τῶν Ὀρθοδόξων δηλαδή καί τῶν αἱρετικῶν, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποτειχίστηκαν ἀπό τούς αἱρετικούς καί ἐτοποθέτησαν σέ ἄλλες παράλληλες θέσεις Ἐπισκόπους, χωρίς φυσικά νά καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις καί συνοδικῶς νά τοποθετηθοῦν αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι" [3].
"Τα πράγματα διατηρήθηκαν με τις δύο παρατάξεις νεωτεροποιούς "νεοημερολογίτες" και παραδοσιακούς "παλαιοημερολογίτες" έως και το 1935, έτος κατά το οποίο τρεις μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος διέκοψαν κοινωνία με τη νεωτεριστική ιεραρχία και αποκατέστησαν εκκλησιαστική κοινωνία με την αγωνιζόμενη και κανονικώς ενιστάμενη μερίδα των ορθοδόξων. Αντί όμως η ευλογημένη απόφαση των τριών να καταστεί η απαρχή και ο καλός θεμέλιος λίθος, για τη θεραπεία του de facto σχίσματος, και τη συνολική αποκατάσταση της υγιούς ορθοδοξίας, έγινε δυστυχώς η απαρχή μεγάλων κακών. Το τεράστιο λάθος των τριών δεν ήταν άλλο από την επισκοποποίηση τεσσάρων ιερομονάχων και έτσι την σύμπηξη "ιεράς συνόδου" παράλληλα μ' αυτήν των νεωτεριστών του νέου ημερολογίου!" [4].
"Η σύνοδος είναι το μόνο αρμόδιο όργανο που μπορεί να καταδικάσει τον αιρετικό και να προβιβάσει έναν νέο, ορθόδοξο επίσκοπο στον επισκοπικό θρόνο· επ' ουδενί λόγω δεν επιτρέπεται η επισκοπή αυτή να έχει πάνω από έναν κάτοχο την φορά. Την παράδοση αυτήν την σεβάστηκαν και οι Ορθόδοξοι και οι αιρετικοί, γι' αυτό πάντοτε η κάθε μερίδα αγωνιζόταν να αναβιβάσει στο επισκοπικό αξίωμα ομόφρονές της. Όταν λοιπόν οι Γ.Ο.Χ. έφτασαν στο σημείο της αποτείχισης, έπρεπε να αγωνιστούν για να διώξουν τους αιρετικούς επισκόπους και να αναβιβάσουν στις έδρες τους Ορθοδόξους. Αντ' αυτού δημιούργησαν νέες επισκοπικές έδρες, παράλληλα με τις προηγούμενες!" [5].

Ας δούμε όμως μία προς μία τις ενστάσεις των νεοαποτειχισμένων:

α. Δεν υπάρχει στην Εκκλησιαστική Ιστορία παράδειγμα στο οποίο να υπάρχει στην ίδια επισκοπή ορθόδοξος και αιρετικός επίσκοπος, προ της καταδίκης του δευτέρου.

Η ένσταση αυτή διατυπώθηκε από τον π. Ευθύμιο Τρικαμηνά, ενώ ο κ. Τσάλλος συμπληρώνει πως αυτήν την "παράδοση" την σεβάστηκαν δήθεν και οι αιρετικοί και οι ορθόδοξοι.
Στην ένσταση αυτή έχει απαντήσει ο π. Ιωσήφ με κείμενά του [6], στα οποία αποδεικνύει ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει και καταγράφει μερικά ιστορικά παραδείγματα. Ενώ όμως φανερώνεται ότι αυτήν την υποτιθέμενη "παράδοση" δεν την "σεβάστηκαν" ούτε αιρετικοί, ούτε ορθόδοξοι, ο π. Ευθύμιος με ανταπαντήσεις του [7] και ευρισκόμενος σε δύσκολη θέση (μιας και αποδείχθηκε περίτρανα η ταυτόχρονος ύπαρξη αιρετικού και ορθοδόξου επισκόπου στην ίδια επισκοπή), ισχυρίστηκε πως δεν εννοούσε ότι δεν υπήρχαν τέτοια παραδείγματα, αλλά πως δεν υπήρχαν από αγίους, ως παραδείγματα κανονικού αγώνος και προς μίμηση! Έτσι ερχόμαστε να εξετάσουμε την δεύτερη ένσταση.

β. Δεν υπάρχει στην Εκκλησιαστική Ιστορία παράδειγμα στο οποίο οι ορθόδοξοι να χειροτονούσαν "παράλληλο" προς τον αιρετικό επίσκοπο, προ της καταδίκης αυτού, και μάλιστα να θεωρήθηκε αυτό από αγίους ως παράδειγμα κανονικού αγώνος. 

Κι όμως υπάρχουν. Ας δούμε χαρακτηριστικά τρία τέτοια παραδείγματα:

β1. Ο Άγιος Ευστάθιος Αντιοχείας χειροτονεί τον Ευάγριο στην Κωνσταντινούπολη.
Βρισκόμαστε στην Κωνσταντινούπολη κατά το έτος 370. Το ορθόδοξο ποίμνιο βρίσκεται υπό διωγμό από τον αρειανόφρονα αυτοκράτορα Ουάλη και είναι ανεπίσκοπο. Το έτος εκείνο πεθαίνει ο επίσημος (δηλαδή ο αναγνωρισμένος από την Πολιτεία) αρειανόφρονας επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Ευδόξιος και εκλέγεται ως διάδοχος ο επίσης αρειανόφρονας Δημόφιλος. Οι ορθόδοξοι αντέδρασαν [8] και εκμεταλλευόμενοι την παρουσία του Αγίου Ευσταθίου Αντιοχείας στην Πόλη (ο οποίος, μετά από την εκεί επάνοδο εκ της εξορίας του, κρυβόταν λόγω της ανόδου στον αυτοκρατορικό θρόνο του Ουάλεντος) εκλέγουν ως ορθόδοξο επίσκοπο της Πόλης τον Ευάγριο, τον οποίο χειροτονεί ο Άγιος Ευστάθιος. Το γεγονός αυτό εξοργίζει τον Ουάλη, ο οποίος συλλαμβάνει και εξορίζει και τους δύο (χειροτονηθέντα και χειροτονήσαντα). Μάλιστα στην Κωνσταντινούπολη υπήρχε εκείνη την εποχή και άλλος επίσκοπος, που είχαν εκλέξει οι Ανόμοιοι (η μερίδα των ακραίων αρειανών), ονόματι Φλωρέντιος [9]. Σημειωτέον πως όλοι αυτοί οι αιρετικοί (Όμοιοι, Ανόμοιοι, Μακεδονιανοί κλπ.) ήταν ακόμη άκριτοι, ο Άγιος Ευστάθιος δηλαδή τοποθέτησε ορθόδοξο επίσκοπο ΠΡΟ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ και καθαιρέσεως των αιρετικών αυτών, η οποία έγινε το 380 με την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο [10].


β2. Ο Λουκίφερος Καλλάρεως χειροτονεί τον Παυλίνο στην Αντιόχεια.
Λίγα χρόνια πριν και συγκεκριμένα το 362 φθάνει στην Αντιόχεια ο επίσκοπος Καλλάρεως Λουκίφερος ο οποίος βρισκόταν στα μέρη της Μέσης Ανατολής εξόριστος από τους αρειανόφρονες.  Σκοπός της επίσκεψής του στην Αντιόχεια ήταν να βοηθήσει στην εξάλειψη του Αντιοχειανού Σχίσματος, μιας και το υγιαίνον μέρος (των ορθοδόξων) είχε χωριστεί σε δύο παρατάξεις τους "Ευσταθιανούς" (αποσχίστηκαν από την "επίσημη Εκκλησία" μετά την άδικη καθαίρεση του Αγίου Ευσταθίου Αντιοχείας) και τους "Μελετιανούς" (αποσχίστηκαν από την "επίσημη Εκκλησία" μετά την άδικη καθαίρεση του Αγίου Μελετίου Αντιοχείας). Εκεί ήλθε σε εκκλησιαστική κοινωνία με τους "Ευσταθιανούς", και επειδή συμφώνησε μαζί τους στο ζήτημα των εννοιών «ουσία» και «υπόσταση» (λόγω γλώσσας, αφού η στενότητα της λατινικής γλώσσας, απέδιδε και τις δύο έννοιες με το «substantiae»), θεώρησε τους "Μελετιανούς" ως τριθεΐτες και τον Άγιο Μελέτιο ως αιρετικό, επομένως χειροτόνησε και τοποθέτησε ως ορθόδοξο επίσκοπο της πόλης, τον ηγέτη των "Ευσταθιανών" Παυλίνο. Σημειωτέον ότι στην Αντιόχεια υπήρχε και ο "επίσημος" επίσκοπος, ο αρειανόφρονας Ευζώιος, ενώ αργότερα προστέθηκε και τέταρτος επίσκοπος ο απολλιναριστής Βιτάλιος. Βλέπουμε δηλαδή πως ο Λουκίφερος θεωρώντας ότι δεν υπάρχει ορθόδοξος επίσκοπος, χειροτονεί και αυτός ΠΡΟ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ και καθαιρέσεως των αιρετικών, επίσκοπο για τους ορθοδόξους. Η πράξη του αυτή θεωρήθηκε ορθή τόσο από τον Μέγα Αθανάσιο και την Εκκλησία της Αλεξανδρείας, όσο και από την Εκκλησία της Ρώμης, ενώ και οι Εκκλησίες της Μικράς Ασίας θα την θεωρούσαν σωστή, ΑΝ ΔΕΝ ΗΞΕΡΑΝ ότι ο Άγιος Μελέτιος ήταν ορθόδοξος στο φρόνημα (ο Μέγας Βασίλειος έκανε μεγάλο αγώνα για να πείσει τον Μέγα Αθανάσιο για αυτό και τα κατάφερε μόλις λίγο πριν την κοίμηση του τελευταίου)[11].


β3. Τοποθέτηση "παράλληλης" Ιεραρχίας στην Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία από τον Ιεροσολύμων Θεοφάνη.
Το έτος 1596 οι πέντε από τους επτά ορθοδόξους επισκόπους του Πολωνο-Λιθουανικού Κράτους [12], και συγκεκριμένα οι Κιέβου Μιχαήλ, Βλαδιμηρ Υπάτιος, Λουτσκ Κύριλλος, Πολοτσκ Γρηγόριος, Πινσκ Ιωνάς και Χελμ Διονύσιος, αναγνωρίζουν τον Πάπα ως πρώτο επίσκοπο, χωρίς να μεταβάλλουν κανένα άλλο δόγμα ή παράδοση (Ουνία της Βρέστης). Οι μόνοι που δεν αναγνώρισαν τον Πάπα και διέκοψαν κοινωνία με τους υπολοίπους ήταν οι Λεοντοπόλεως Γεδεών και Περεμυσλ Μιχαήλ και μαζί με άλλους ορθοδόξους στην Τοπική Σύνοδο της Βρέστης αναθεμάτισαν την Ουνία και αποκήρυξαν τους αποστάτες.
Το επόμενο έτος ο Άγιος Μελέτιος Πηγάς, Πατριάρχης Αλεξανδρείας, στέλνει επιστολή στον Λεοντοπόλεως Γεδεών και του συστήνει να προσπαθήσουν να συστήσουν Σύνοδο τουλάχιστον τριών επισκόπων με σκοπό την ανάδειξη νέου Μητροπολίτου [13] και χειροτονία νέων επισκόπων, ώστε να γίνει ανασύσταση της Ιεραρχίας [14]. Αυτό δεν κατέστη δυνατόν και μετά από λίγα έτη κοιμήθηκαν και οι δύο εναπομείναντες επίσκοποι Γεδεών και Μιχαήλ, αφήνοντας το ποίμνιο ανεπίσκοπο.
Η ανασύσταση της Ιεραρχίας και η τοποθέτηση "παράλληλης" (με την επισήμως αναγνωρισμένη από το Κράτος ουνιτική) Συνόδου έγινε τελικώς το 1620. Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεοφάνης μετά από περιοδεία του στην Ρωσία επισκέφθηκε το Κίεβο. Στις 15 Αυγούστου τέλεσε πανηγυρική λειτουργία στην εκεί Λαύρα του Αγίου Θεοδοσίου στην οποία συνέρρευσε μέγα πλήθος ορθοδόξων, οι οποίοι του υπέβαλαν θερμή παράκληση να χειροτονήσει Αρχιερείς για την Τοπική Εκκλησία ξεκινώντας από τον Μητροπολίτη Κιέβου. Την παράκληση αυτή ενίσχυσαν οι Κοζάκοι, βεβαιώνοντας τον Πατριάρχη πως σε περίπτωση που το Κράτος θα επιχειρούσε να τον κακοποιήσει για την πράξη του θα τον υπεράσπιζαν με τα όπλα. Παρατίθεται εν συνεχεία η συγκινητική περιγραφή της πρώτης χειροτονίας [15]: "Ο Θεοφάνης καλώς το πράγμα σταθμήσας και αναμετρήσας την υπέροχον σημασίαν της πράξεως αυτού, δι' ης έμελλε να καταστραφή ο ουνιτισμός και να θριαμβεύση η ορθοδοξία, απεφάσισε μετά της χαρακτηριζούσης αυτόν ευψυχίας να εκπληρώση των ορθοδόξων την βαρυσήμαντον αίτησιν. Όθεν παρήγγειλεν αυτοίς μετά πάσης προφυλάξεως και μυστικότητος να υποδείξωσι τους υποψηφίους. Τούτου γενομένου η χειροτονία του πρώτου επισκόπου ετελέσθη την νύκτα της 6 Οκτωβρίου εν τη παρά την ελληνοσλαυϊκήν Σχολήν Μονή, ης τα παράθυρα εκαλύφθησαν διά πυκνών παραπετασμάτων, η λειτουργία δε και η όλη τέλεση της χειροτονίας διεξήχθησαν μυστικώς, χαμηλοφώνως υποψάλλοντος του εκ των πατριαρχικών ακολούθων έλληνος μοναχού Γαβριήλ" [16].
Κατά θεϊκή συγκυρία βρίσκονταν στην περιοχή και δύο ακόμη Αρχιερείς ο Σόφιας Νεόφυτος και ο Σταγών Αβραάμιος και έτσι έγινε η πρώτη χειροτονία. Σταδιακά χειροτονήθηκαν επτά Αρχιερείς, ο Μητροπολίτης Κιέβου και οι επίσκοποι των άλλων έξι επισκοπών του Κράτους. Δηλαδή είχαμε όχι απλά τοποθέτηση "παραλλήλων" Επισκόπων, αλλά "παράλληλης" Συνόδου [17]!
Το Κράτος δεν αναγνώρισε την Ιεραρχία των Ορθοδόξων επειδή, όπως γράφει ο καθηγητής Βάσιος Φειδάς, ισχυρίστηκαν πως ζούσαν ακόμη οι επίσκοποι των επισκοπών αυτών (ουνίτες) [18], ότι δηλαδή ισχυρίζονται σήμερα οι νεοαποτειχισμένοι. Βλέπουμε μάλιστα να χρησιμοποιείται, εκτός των ίδιων επιχειρημάτων, ακόμη και η ίδια φρασεολογία ("παράλληλη Σύνοδος"). Ιδού τί γράφει επικριτικά ο σύγχρονος ουνίτης ιστορικός John-Paul Himka: "Με την βοήθεια των τελευταίων (μοναχών και Κοζάκων) και χωρίς κρατική έγκριση, μια ορθόδοξη ιεραρχία, παράλληλη (σ. ημ. parallel στο πρωτότυπο) στην ουνίτικη ιεραρχία αποκαταστάθηκε το 1620. Το Ποστοκ είχε τώρα δύο Ρουθήνους (Ουκρανούς) επισκόπους: τον Ιωσαφάτ Κούνσεβιτς για τους ουνίτες και τον Μελέτιο Σμοτρίνσκι για τους ορθοδόξους" [19].
Το Πολωνο-Λιθουανικό Κράτος όχι απλά δεν αναγνώρισε την Ιεραρχία των ορθοδόξων, αλλά τους εδίωξε με μένος [20], ενώ το 1632, μετά από μια δωδεκαετία φρικτών διωγμών, αναγκάστηκε (λόγω της ισχυρής παρουσίας ορθοδόξων βουλευτών) να αναγνωρίσει υπό όρους την Μητρόπολη Κιέβου (επί Πέτρου Μογίλα) και άλλων τεσσάρων μόνο επισκοπών [21].


Εικόνα του Ιεροσολύμων Θεοφάνους που τυπώθηκε το 1622 από τον ορθόδοξο Ευστράτιο Ζηλόβσκη και μοιράστηκε ως ευλογία στους πιστούς. Άνωθεν του Πατριάρχου η εικόνα της Αναστάσεως, ώστε να γίνει συνειρμός με την ανάσταση της Τοπικής Εκκλησίας που πέτυχε με τις χειροτονίες ο Θεοφάνης.


γ. Οι τρεις Αρχιερείς που αποτειχίστηκαν το 1935 από την καινοτομήσασα Ιεραρχία και ανέλαβαν την ποιμαντορία των Γνησίων Ορθοδόξων (Παλαιοημερολογιτών) δεν έπρεπε να συμπήξουν "παράλληλη" Σύνοδο και να χειροτονήσουν "παράλληλους" Επισκόπους. 

Όπως είδαμε παραπάνω εν καιρώ γενικευμένης αιρέσεως οι αποτειχισθέντες ορθόδοξοι έχουν δικαίωμα όχι μόνο να έχουν τους δικούς τους επισκόπους, αλλά και να μεταχειρίζονται κάθε θεμιτό μέσο για την καταπολέμηση της.
Για μια τέτοια περίοδο αιρέσεως, πρέπει να έχουμε υπόψιν ότι ισχύει το "εξ ανάγκης και νόμου μετάθεσις γίνεται". Η ανάγκη, δηλαδή η ανωτέρα βία, δικαιολογεί την παράβαση του νόμου. Αυτό είναι βασική αρχή του Δικαίου, και του Εκκλησιαστικού. Για να γίνει αυτό κατανοητό πρέπει να δοθεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η παραβίαση του φωτεινού σηματοδότη και η υπερβολική ταχύτητα είναι αδικήματα που τιμωρούνται με βάση τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Όταν όμως ένα πυροσβεστικό όχημα ή ένα ασθενοφόρο ή ένα περιπολικό κληθούν σε μια περίπτωση ανάγκης μπορούν να αναπτύξουν υπερβολική ταχύτητα, προβαίνοντας και σε παραβίαση του φωτεινού σηματοδότη, μιας και δεν υποχρεούνται σε τήρηση των σχετικών διατάξεων του Κ.Ο.Κ. Οπότε το ερώτημα που πρέπει να γίνει είναι το εξής: "Υπήρχε ανάγκη για την δημιουργία "παράλληλης" Συνόδου των Παλαιοημερολογιτών ή όχι;".
Όπως φαίνεται μέσα από τα κείμενα του Ηγέτη του Αγώνος των Παλαιοημερολογιτών, Αγίου πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου, βεβαίως και υπήρχε ανάγκη για την δημιουργία Συνόδου, η οποία όμως δεν θεωρήθηκε ως "άλλη", "νέα", "παράλληλη" ή "δεύτερη" Εκκλησία, ενώ το βλέμμα του πρ. Φλωρίνης ήταν στραμμένο πάντοτε προς την σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου στην οποία αποσκοπούσε ο Αγώνας:
"Τὰς τοιαύτας ἀδικίας καὶ παρανομίας τῆς Ἐκκλησίας βλέποντες ἡμεῖς καὶ μὴ ἐπιθυμοῦντες νὰ ἔχωμεν δι’ αὐτὰς βεβαρυμένην τὴν συνείδησιν ἡμῶν, ἀφοῦ μάτην πολλάκις εἰς τὴν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας παρεκαλέσαμεν αὐτήν, ὅπως ἐπανέλθῃ εἰς τὸ πάτριον ἑορτολόγιον καὶ ἐνώσῃ τοὺς Χριστιανοὺς διὰ τῆς ἄρσεως τοῦ προξενηθέντος σκανδάλου, ἤχθημεν μετὰ πολλῆς θλίψεως καὶ συνοχῆς καρδίας εἰς τὴν ἀπόφασιν νὰ κηρύξωμεν δι’ ἐγγράφου ἡμᾶς αὐτοὺς ἐν Ἐκκλησιαστικῇ ἀκοινωνησίᾳ μετὰ τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας καὶ να δώσωμεν μίαν ποιμαντορικὴν προστασίαν πρὸς τὴν μερίδαν τῶν ἀκολουθούντων τὸ πάτριον ἑορτολόγιον, ὅπερ ἐθέσπισεν ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος... Ἡμεῖς ἔχοντες ὑπόψιν τοὺς Κανόνας καὶ τὸ Καταστατικὸν ἐκ τῆς κηρύξεως ἡμῶν ὡς ἐκπτώτων ἄνευ διαδικασίας τινός, ἤχθημεν εἰς τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ Διοικοῦσα Σύνοδος ἐνέκρινεν τὸ ἀποκοινωνητικὸν ἡμῶν ἔγγραφον, ὁπότε ἔδει νὰ μεριμνήσωμεν καὶ ἡμεῖς  ὡς προσωρινὴ πλέον Ἐκκλησιαστικὴ Ἀρχὴ τῶν παλαιοημερολογιτῶν διὰ τὰς θρησκευτικὰς ἀνάγκας αὐτῶν, πρώτη ἐκ τῶν ὁποίων ἦτο καὶ ἡ ἀνάδειξις Ἐπισκόπων εἰς τὰ ἐπαρχιακὰ τμήματα, ὅπου ὑπῆρχον συμπαγεῖς μᾶζαι παλαιοεορτολογιτῶν. Ἰδοὺ διατὶ προέβημεν εἰς χειροτονίαν τεσσάρων Ἐπισκόπων, καθ’ ὃ εἴχομεν δικαίωμα ἐκ τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων. Εἰς τὴν χειροτονίαν ταύτην τῶν Ἐπισκόπων προέβημεν καὶ διὰ τὰς θρησκευτικὰς ἀνάγκας τῶν ὀκτακοσίων καὶ πλέον Παραρτημάτων τῶν παλαιοημερολογιτῶν ἐν ταῖς διαφόροις ἐπαρχίαις, ἀλλὰ καὶ ἵνα δώσωμεν εἰς τὴν Διοικοῦσαν Ἐκκλησίαν καὶ τὴν Κυβέρνησιν νὰ ἐννοήσῃ καὶ ἐκτιμήσῃ δεόντως τὴν σοβαρότητα τοῦ ἐγχειρήματος ἡμῶν, ἀποσκοποῦντος τὴν ἄρσιν τοῦ σκανδάλου καὶ τὴν ἕνωσιν τῶν Χριστιανῶν, διὰ τῆς ἀναστηλώσεως τῆς Ὀρθοδόξου καὶ αἰωνοβίου ἑορτολογικὴς παραδόσεως" (Τὸ ἡμερολόγιον ἐν σχέσει πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον Ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν  – 31/3/1938).
"Οὐδεὶς ποτὲ τῶν ἐγκρατῶν τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, καὶ τῶν ἐχόντων ὀρθόδοξον παλμὸν δύναται  νὰ διϊσχυρισθῇ σοβαρῶς, ὅτι οἱ Παλαιοημερολογῖται ἀποτελοῦν δευτέραν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἐν τῷ Κράτει, ἀλλὰ τὴν πατροπαράδοτον καὶ Ἀκαινοτόμητον Αὐτοκέφαλον Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τῆς Ἐλλάδος. Διότι, ὅσῳ καὶ ἂν παρουσιάζωνται κατὰ τὸ φαινόμενον καὶ τὴν ἐξωτερικὴν ἐκδήλωσιν τῆς πίστεως, ὡς ἔχοντες ἰδίαν λατρείαν, ἰδίους εὐκτηρίους οἴκους, καὶ ἰδίους Λειτουργοὺς, οὐχ ἧττον ὅμως οὕτοι, καίτοι διατελοῦν ἐν ἀκοινωνησίᾳ πρὸς τὴν καινοτομήσασαν Ἱεραρχίαν, ὡς ἐχόμενοι στεῤῥῶς τῶν Παραδόσεων καὶ τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων, ἀποτελοῦν ἐν τῇ Κανονικότητι, οὐχὶ ἰδιαιτέραν Ἐκκλησίαν ἐκείνης μεθ’ ἧς διέκοψαν προσωρινῶς διὰ λόγους Κανονικοὺς τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν, ἀλλὰ τὴν ἀνύστακτον φρουρὰν, τὴν ἀγρύπνως φρυκτωρούσαν ἐπὶ τῶν ἀδαμαντίνων ἐπάλξεων τῆς Μιᾶς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας... ἡ μερὶς τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, μὴ συσταθεῖσα καὶ ἀναγνωρισθεῖσα ὡς ἰδία Ἐκκλησία ὑπὸ μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου, δὲν δύναται νὰ ἀποτελῇ ἰδιαιτέραν Ἐκκλησίαν ἐκείνης, ἐξ ᾖς προσωρινῶς ἀπέσχισεν ἑαυτήν, ἵνα μὴ καταστῇ συνένοχος μὲ τὴν Ἱεραρχίαν διὰ τὴν μονομερῆ καινοτομίαν. Καὶ οὐ μόνον ἡ μερὶς αὕτη δὲν διχάζει τὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ ἀποτελεῖ ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος τὴν φαεινὴν καὶ ἀλύμαντον πλευρὰν τῆς Ὀρθοδόξου ἐννοίας Αὐτῆς. Ὥστε ἡμεῖς, οἱ ἀκολουθοῦντες τὸ ἐκ παραδόσεως ἑορτολογικὸν καθεστὼς καὶ σεβόμενοι, ὡς ὀφείλομεν, μᾶλλον τὰς Ἀποστολικὰς καὶ Συνοδικὰς Διατάξεις, παρὰ τάς ἀντικανονικὰς τῆς Ἱεραρχίας ἀποφάσεις, οὐ μόνον δὲν ἀποτελοῦμεν ἰδιαιτέραν Σχισματικὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας ἡμεῖς διεσώσαμεν τὰ χρυσόβουλλα τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Παραδόσεων καὶ συνεχίζομεν τὴν Ἵστορίαν καὶ τὸν χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδοξίας τῆς Αὐτοκεφάλου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας" (Ἀπολογία εἰς τὸ Ἐφετεῖον Ἀθηνῶν – Ἀθῆναι 29/3/1940).
"…Τὸ διάβημα τοῦτο (σ. ημ. οἱ χειροτονίες τοῦ 1935) ὁμολογοῦμεν ὅτι ὑπῆρξεν ἐσπευσμένον καὶ ἀπὸ Κανονικῆς ἀπόψεως παρακεκινδυνευμένον ὡς πρωθύστερον, ἀλλὰ προέβημεν εἰς τοῦτο ἐπ’ ἐλπίδι πάντοτε, ὅτι τὸ Ἀρχιερατικὸν ἡμῶν Συμβούλιον, ὡς ἐχόμενον στεῤῥῶς τῶν ὀρθοδόξων θεσμῶν καὶ τῶν σεπτῶν παραδόσεων, θὰ ἀνεγνωρίζετο, ἔστω καὶ κατ’ Ἐκκλησιαστικὴν οἰκονομίαν, ὑπὸ τῶν λοιπῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέχρι τῆς ὑπὸ μιᾶς πανορθοδόξου Συνόδου ἐγκύρου λύσεως τοῦ ἐπιδίκου ἡμερολογιακοῦ ζητήματος…(Ὑπόμνημα ἀπολογητικὸν ὑπὲρ ἀναστηλώσεως τοῦ Πατρίου Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου -  1945).
"Εἰς τὴν παροχὴν δὲ τῆς ἐλευθερίας ταύτης (σ. σ. τῆς ἄσκησης τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων τῶν παλαιοημερολογιτῶν), ἀντιτάσσει ἡ νεοημερολογιτικὴ Ἱεραρχία τὸ veto, ἤτοι τὴν ἄρνησιν, διατεινομένη, ὅτι ἡ Πολιτεία δὲν δύναται νὰ ἔχῃ εἰς τὴν ἐπικράτειαν αὐτῆς δύο Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, μίαν νεοημερολογητικὴν καὶ μίαν παλαιοημερολογητικήν. Εἰς τοῦτο δὲ διαφωνοῦμεν ἡμεῖς, ὑποστηρίζοντες ὅτι μὲ τὴν κατ’ οἰκονομίαν παροχὴν ἐλευθερίας, εἰς τὴν θρησκευτικὴν ὀργάνωσιν τῶν παλαιοημερολογιτῶν μέχρι τῆς ἐγκύρου καὶ Κανονικῆς διευθετήσεως τοῦ ἡμερολογιακοῦ ζητήματος, ἐπιδίκου ὄντως ὡς ἔφθην εἰπὼν ἐνώπιον τῆς μελλούσης πανορθοδόξου Συνόδου, δὲν δημιουργεῖται Δευτέρα Ἐκκλησία, ἀλλὰ μία μειοψηφία τῆς Ἐκκλησίας διαφωνοῦσα πρὸς τὴν πλειοψηφίαν τῆς Ἱεραρχίας καὶ συνεχίζουσα τὴν ἱστορίαν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τὴν ἄκρατον ὀρθοδοξίαν λυμανθεῖσαν διὰ τῆς ἡμερολογιακῆς καινοτομίας. Ἡ γνώμη τῆς Ἱεραρχίας, ὅτι μὲ τὴν παροχὴ ἐλευθερίας εἰς τοὺς παλαιοημερολογίτας δημιουργεῖται Δευτέρα Ἐκκλησία καὶ κράτος ἐν κράτει, ὡς λέγουν, δὲν εἶνε ἀληθής, διότι αἱ Ἐκκλησίαι, δὲν φυτρώνουν ὡς μύκητες εἰς τὸν περίβολον τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἱδρύονται καὶ προικίζονται διὰ τῆς Χάριτος καὶ τῶν Μυστηρίων ὑπὸ τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, ὡς Ταμιούχου τῆς Χάριτος καὶ τῆς εὐλογίας. Ἡ γνώμη αὐτὴ τῆς Ἱεραρχίας, καθ΄ ἣν μία μερὶς Κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ἀποσπωμένη προσωρινῶς ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας διὰ λόγους διαφωνίας εἴς τι ἐκκλησιαστικὸν ζήτημα ἐπίδικον καὶ ἰάσιμον κατὰ τὸν Μ Βασίλειον, μέχρι τῆς ἄρσεως τῆς διαφωνίας ὑπὸ Κανονικῆς πανορθοδόξου Συνόδου ὄζει προτεσταντισμοῦ, παρέχοντος εἰς μεμονωμένα ἄτομα τὸ δικαίωμα νὰ ἰδρύουν ἰδίαν Ἐκκλησίαν ἄνευ τῆς γνώμης καὶ τῆς εὐλογίας τῆς ὅλης Ἐκκλησίας. Καὶ τοῦτο, διότι οἱ προτεστάνται φρονοῦν καὶ πιστεύουν ὅτι ἡ ἔμπνευσις καὶ ἡ θέλησις τοῦ Παναγίου Πνεύματος εἰς τὰ ζητήματα τῆς πίστεως καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ ἐμφαίνεται καὶ ἐκδηλοῦνται καὶ διὰ τῶν μεμονωμένων ἀτόμων ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν γνώμην τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, φρονούσης καὶ πιστευούσης, ὅτι ἡ ἔμπνευσις καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἐκδηλοῦται ὑπὸ τῆς ὅλης Ἐκκλησίας τῆς ἑρμηνευούσης καὶ ὀρθοτομούσης τὸν λόγον τῆς θείας ἀληθείας… Ἡμεῖς ὅμως οἱ ποιμένες τῶν παλαιοημερολογιτῶν, γνῶσται τοῦ Κανονικοῦ δικαίου καὶ μὲ ὀρθόδοξον παλμόν, διϊσχυριζόμεθα ὅτι δὲν ἀποτελοῦμεν δευτέραν Ἐκκλησίαν ἐν τῷ Κράτει, ἀλλὰ στεντορείᾳ τῇ φωνῇ διακηρύττομεν, ὅτι ἡμεῖς μένοντες πιστοὶ εἰς τὰ δεδογμένα καὶ ἡμῖν παραδεδομένα ὑπὸ τῶν 7 Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀποτελοῦμεν, καίπερ μειοψηφία, τὴν πατροπαράδοτον καὶ ἀκαινοτόμητον Ἑλληνικὴν Ἐκκλησίαν, ἧς τὴν ἱστορία συνεχίζομεν ὑπὸ τὴν ἄκρατον ἔννοιαν τῆς ὀρθοδοξίας. Ἀληθῶς, ὅσῳ καὶ ἂν παρουσιαζώμεθα κατὰ τὸ φαινόμενον εἰς τὴν λατρείαν ἡμῶν μὲ ἰδίους εὐκτηρίους οἴκους καὶ μὲ ἰδίους λειτουργούς, οὐχ ἧττον ὅμως καίπερ διατελοῦντες ἐν ἀκοινωνησίᾳ μετὰ τῆς καινοτομησάσης Ἱεραρχίας ἡμεῖς ἀποτελοῦμεν δυνάμει οὐχὶ δευτέραν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ τῇ ἁγνὴν καὶ ἀλύμαντον ἔννοιαν Αὐτῆς καὶ τὴν ἀνύστακτον φρουρὰν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἀγρύπνως φρυκτωρούσαν ἐπὶ τῶν θεοδμήτων καὶ ἀκαταλύτων ἐπάλξεων τῆς περιπύστου καὶ περιμαχήτου Ὀρθοδοξίας" (Ἀναίρεσις τῆς ἡμερολογιακῆς πραγματείας τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Δωροθέου Κοτταρᾶ – Δεκέμβριος 1947).
"…ἡ Διοικοῦσα Ἱεραρχία διὰ τῆς ἡμερολογιακῆς καινοτομίας ἔπαυσε νὰ ἀντιπροσωπεύῃ τὴν ὀρθόδοξον ἔννοιαν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας. Συνεπῶς Αὕτη χωρισθεῖσα ἀπὸ τὸν κορμὸν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπετέλεσεν ἰδιαιτέραν Ἐκκλησίαν, διάφορον τῆς ἀρχαίας κατὰ τὸ ἀκραιφνὲς καὶ ἀκαινοτόμητον πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας καταστᾶσα οὕτως ὑπόδικος ἐνώπιον τῆς καθόλου ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Κατὰ ταῦτα ἡ Δ. Ἱεραρχία ἐκκλίνασα ἐκ τοῦ θριγγοῦ τῆς ἀκριβοῦς ὀρθοδοξίας παρ’ ὅλον τὸν ἐξωτερικὸν τύπον καὶ τὸν ἀριθμὸν αὐτῆς, ἔπαυσεν ὡς ἀνωτέρω ἐλέχθη, νὰ ἐκπροσωπῇ τὴν ὀρθόδοξον ἔννοιαν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας. Ταύτης τὴν ὀρθόδοξον ἔννοιαν καὶ σημασίαν ἐκπροσωποῦσιν οἱ Ἱεράρχαι, ὁ Κλῆρος καὶ ὁ λαὸς οἱ ἀκολουθοῦντες τὴν πολιὰν ἡμερολογιακὴν παράδοσιν, τὴν καθιερωθεῖσαν ὑπὸ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ κυρωθεῖσαν ὑπὸ τῆς αἰωνοβίου πράξεως τῆς ὅλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὥστε ἐν τῷ Κράτει δὲν ὑπάρχουσι δύο ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἀλλὰ μία, ἧς τὸν μὲν τύπον καὶ τὸν ῥυθμὸν ἐκπροσωπεῖ ἡ πλειοψηφία τῆς Ἱεραρχίας, τὸ πνεῦμα ὅμως καὶ τὴν ἔννοιαν τῆς ὀρθοδοξίας ἐκπροσωπεῖ ἡ μειοψηφία τῆς παλαιοημερολογιτικῆς Ἱεραρχίας καὶ κοινωνίας" (Διαφωτιστικὴ Ἀπάντησις εἰς τὸ ὑπόμνημα τῆς Ἱεραρχίας τῆς κρατούσης Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος ἐν σχέσει μὲ τὸ Ἡμερολογιακὸν Ζήτημα – Ἀθῆναι, 1948).
"Δι’ ὃ καὶ ἐφ’ ὅσον οἱ παλαιοημερολογῖται ὀρθῶς κατ’ αὐτοὺς καὶ πάντας τοὺς σεβομένους τοὺς θείους καὶ ἱεροὺς κανόνας θεωροῦν τὴν κρατούσαν Ἐκκλησίαν ὡς ἐκκλίνασαν τοῦ θριγγοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας συνεπείᾳ τῆς ἡμερολογιακῆς καινοτομίας τῆς ἀντιστρατευομένης πρὸς τοὺς ἱεροὺς κανόνας καὶ θιγούσης τὸ Δόγμα τῆς Ἐξωτερικῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ἐπὶ τοσούτον οὕτοι δικαιοῦνται κατὰ τὸν ΙΕ΄ κανόνα ΑΒας Συνόδου καὶ πρὸ συνοδικῆς διαγνώμης νὰ διακόψωσι τὴν πνευματικὴν ἐπικοινωνίαν μετὰ τῆς Ἐπισήμου Ἐκκλησίας καὶ νὰ πήξωσιν ἴδιον θυσιαστήριον πρὸς ἐπιτέλεσιν τῶν τῆς λατρείας αὐτῶν δι’ ἰδίων ὁμοφρόνων λειτουργῶν, παρ’ ὧν καὶ μόνον δέχονται τὴν χάριν καὶ τὸν ἁγιασμὸν πρὸς ἰκανοποίησιν τῆς συνειδήσεως αὐτῶν" (Ὑπόμνημα τῆς Ἱεραρχίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρὸς τὴν Α. Ἐξοχότητα τὸν κ. Ὑπουργὸν τῶν Θρησκευμάτων καὶ τῆς Ἐθνικῆς Παιδείας, Ἀθῆναι  1949).
"Ὑπῆρχεν ἐν τῷ παρελθόντι ἐποχή, καθ’ ἣν ἡ παμψηφία σχεδὸν τῆς Ἱεραρχίας ἐν τῷ Βυζαντινῷ Κράτει παρεσύρθη εἰς τὴν αἵρεσιν τοῦ ἐναγοῦς Ἀρείου μετὰ τῆς Βυζαντινῆς πολιτείας, καθ’ ἣν τὴν ἔννοιαν τῆς Ὀρθοδοξίας τῆς Ἐπισήμου Ἐκκλησίας ἀντιπροσώπευεν μία ὀλιγάριθμος μερὶς ὀρθοδόξων ἐν Κων/πόλει μὴ μολυνθεῖσα ὑπὸ τῆς λύμης τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Ἡ μερὶς αὕτη διετέλει ὑπὸ τὴν ποιμαντορίαν Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὅστις ἐν τῷ παρεκκλησίῳ τῆς Ἀγ. Ἀναστασίας  διὰ κηρυγμάτων ἀποπνεόντων τὸ θυμῆρες καὶ θεῖον ἄρωμα τῆς Ὀρθοδοξίας κατεκεραύνου τὴν κακόδοξον καὶ ψυχοφθόρον αἵρεσιν τοῦ Ἀρείου. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ ἡ μερὶς αὐτοῦ, οὐ μόνον δὲν ἀπετέλεσαν ἰδίαν Ἐκκλησίαν διακόψαντες τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν μετὰ τῆς Ἀρειανιζούσης Ἱεραρχίας, ἀλλὰ καὶ ὡς ὀρθοδοξοῦντες ἐχρησίμευσαν μετέπειτα ὡς ἀρραβὼν διὰ τὴν ἐπιστροφὴν τῆς ὅλης Ἐκκλησίας ἐν τῷ περιβόλῳ τῆς Ὀρθοδοξίας, διὰ τῆς ἀποπτύσεως τῆς Ἀρειανῆς αἱρέσεως καὶ μιαρὰς κακοδοξίας. Ὥστε δεδομένου, ὅτι τὴν ὑπόστασιν τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ τὸ Ὀρθόδοξον πνεῦμα καὶ ὄχι ὁ τύπος καὶ ὁ ἀριθμός, οἴκοθεν ἐννοεῖται ὅτι τὴν ἀρχαίαν καὶ ἀκαινοτόμητον Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος ἀποτελοῦμεν καὶ ἐκπροσωποῦμεν ἡμεῖς ὡς συνεχισταὶ τῶν πατρῴων παραδόσεων καὶ τῶν Ὀρθοδόξων θεσμῶν καὶ ὄχι οἱ καινοτόμοι Ἀρχιερεῖς, οἵτινες ἀποτελοῦν τὸν τύπον καὶ τὸν ἀριθμόν" (Κρίσεις ἐπὶ τῶν τροπολογιῶν ἐπὶ τοῦ ἄρθρου 1 καὶ 2 τοῦ Σχεδίου Συντάγματος τῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῆς ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος τοῦ κ. Κ. Τσάτσου Βουλευτοῦ Ἀθηνῶν, Ἀθῆναι 1949).

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι από μόνη της η αποτείχιση ή η χειροτονία "παραλλήλων" επισκόπων δεν είναι κάτι θετικό ή αρνητικό για την Εκκλησία [22]. Αν οι παραπάνω τρόποι αντίδρασης στην αίρεση στοχεύουν στην επανάπαυση είναι απορριπτέοι. Αν στοχεύουν στην επαγρύπνηση και στην λύτρωση από την αίρεση, διά του ορθοδόξου αντιαιρετικού αγώνος, τότε είναι επαινετοί.
Έτσι αν θεωρήσουμε αυτοσκοπό είτε την αποτείχιση ("αποτειχιζόμαστε και αφού λυτρωθήκαμε από την κοινωνία με την αίρεση δεν μας μέλλει για το τί θα γίνει"), είτε την "παράλληλη" Σύνοδο ("έχουμε τους επισκόπους μας και αφού λυτρωθήκαμε από την κοινωνία με την αίρεση δεν μας μέλλει για το τί θα γίνει") βρισκόμαστε σε πλάνη. Αντιθέτως αν θεωρήσουμε μέσο την αποτείχιση και προσωρινή κατάσταση την "παράλληλη" Σύνοδο, και θεωρήσουμε ότι είναι "καιρός ομολογίας, καιρός ενστάσεως, καιρός αθλήσεως" [23] και συνεχίσουμε επομένως ακατάπαυστα τον Ιερό Αγώνα για την συντριβή της αιρέσεως και τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας, διά συγκλήσεως Μεγάλης Συνόδου Ορθοδόξων, τότε καλώς βαδίζουμε!
Διαβάζουμε σε περισπούδαστο βιβλίο του Αγίου Γέροντος Χρυσοστόμου των Σπετσών τα εξής σημαντικά: "Η έννοια της Ορθοδόξου Ενστάσεως περιλαμβάνει την "Αποτείχισι" αλλά δεν εξαντλείται σε αυτήν. Απαιτείται ένας συνεχής αγών, μία κατά τον Μέγαν Βασίλειο "καρτερά και ανένδοτος ένστασις" "υπέρ της Αληθείας", η οποία αρχίζει πρακτικώς με την "Αποτείχισι",συνεχίζεται με την διακήρυξι της Αληθείας και την αναίρεσι της πλάνης, ολοκληρώνεται δε με την κατάκρισι της αιρέσεως και των αμετανοήτων αιρετικών υπό Ορθοδόξου Συνόδου" [24].
Ο σκοπός λοιπόν του Αγώνα είναι η σύγκληση Ορθοδόξου Συνόδου. Εκεί αποσκοπούσε και η Αποτείχιση, αλλά και η δημιουργία της Ιεραρχίας των Παλαιοημερολογιτών το 1935, όπως είδαμε παραπάνω. Και τότε υπήρχε κυρίως ο νεωτερισμός του ημερολογίου. Με τα χρόνια, που ολοένα και περισσότερο αποκαλυπτόταν ολόκληρο το οικουμενιστικό σχέδιο, η ανάγκη για ορθοδόξους επισκόπους έγινε μεγαλύτερη, μιας και βιώνουμε την Οικουμενιστική Αποστασία,παρόμοια με την αποστασία της Ουνίας της Βρέστης, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο! Πλέον η συντριπτική πλειοψηφία των επισκόπων των "επισήμων ορθοδόξων Εκκλησιών" θεωρεί τον Πάπα ως πρώτο αρχιερέα, ενώ αναγνωρίζει (και συνοδικώς διά της εν Κολυμπαρίω Ψευδοσυνόδου) την εκκλησιαστικότητα των αιρετικών της Δύσεως. Έχουν ή δεν έχουν λοιπόν δικαίωμα οι Ορθόδοξοι να έχουν Επισκόπους και να συγκροτούν κατά τόπους Συνόδους; Βεβαίως και έχουν! Αυτό που δεν έχουν δικαίωμα είναι να επαναπαυθούν στο ότι αυτοί αποτελούν την Εκκλησία και να θεωρήσουν ότι δεν απαιτείται Αγώνας για Μεγάλη Σύνοδο Ορθοδόξων, που θα ενώσει όλους τους αληθινά ορθοδόξους και θα καταδικάσει την αίρεση. Όσοι μάλιστα εκ των ορθοδόξων υιοθετούν τέτοιες απόψεις και πρακτικές [25], στέκονται εμπόδιο στον Αγώνα και υπηρετούν - έστω και ανεπιγνώστως -  την αίρεση!
Ουδείς δεν αμφιβάλει ότι στον σχεδόν εκατονταετή Αγώνα των Παλαιοημερολογιτών δεν έγιναν λάθη και διασπάσεις άνευ ουσιαστικού λόγου. Σήμερα όμως υπάρχει ελπίδα. Το 2014 έγινε η ένωση των δύο μεγαλυτέρων Συνόδων των Παλαιοημερολογιτών με βάση ένα σημαντικό Εκκλησιολογικό Κείμενο. Σε αυτό (συγκεκριμένα στο Ζ΄ μέρος αυτού) διακηρύσσεται, η αναγκαιότητα της Μεγάλης Συνόδου των πραγματικά Ορθοδόξων, ως εξής:
"Τὸ ἀναγκαῖον σήμερον εἶναι, ἐπὶ τῇ βάσει τῆς κοινῆς καὶ Ὀρθῆς Ὁμολογίας τῆς Πίστεως, ἡ ἕνωσις εἰς ἕν κοινὸν Σῶμα πασῶν τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Γνησίας Όρθοδοξίας, προκειμένου νὰ δηµιουργηθοῦν αἱ προϋποθέσεις πρὸς συγκρότησιν/σύγκλησιν Μείζονος Γενικῆς Συνόδου Αὐτῶν, πανορθοδόξου ἐμβελείας καὶ κύρους, διὰ τὴν δραστικὴν ἀντιμετώπισιν τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουµενισµοῦ, ὡς καὶ τοῦ ποικιλομόρφου Συγκρητισμοῦ, ἐπίσης δὲ καὶ διὰ τὴν ἐπίλυσιν ποικίλων προβλημάτων καὶ ζητημάτων πρακτικῆς καὶ ποιμαντικῆς φύσεως, ἅτινα ἀπορρέουν ἐκ τούτων καὶ ἀπασχολοῦν τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας γενικῶς, ἀλλὰ καὶ τῶν πιστῶν εἰδικῶς, ὥστε νὰ διασφαλισθῆ ὁ σύνδεσμος τῆς ἐν Χριστῷ Εἰρήνης καὶ Ἀγάπης. Ἡ ἀνάγκη αὕτη καθίσταται κατανοητὴ ἐκ τοῦ ὅτι ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία, ὡς τὸ πραγματικὸν Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὡς ἐκ τῆς φύσεως Αὐτῆς Καθολικὴ ἐν τῇ πληρότητι τῆς Ἀληθείας, τῆς Χάριτος καὶ τῆς Σωτηρίας, ἀποφαίνεται δὲ Συνοδικῶς διὰ τῶν Ἐπισκόπων Αὐτῆς ἔναντι ἑτεροδιδασκαλιῶν καὶ τοῦ ἐξ αὐτῶν παγκοσμίου σκανδάλου· ὡς ἐκ τούτου, ὀφείλει νὰ ἐπιδιώκῃ ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν διατύπωσιν τῶν Ἀληθειῶν τῆς Πίστεως, πρὸς ὁριοθέτησιν τῆς Ἀληθείας ἔναντι τοῦ ψεύδους, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὴν στηλίτευσιν καὶ καταδίκην τῆς πλάνης καὶ τῆς φθορᾶς ἐκ  τῆς αἱρέσεως καὶ τῶν αἱρετικῶν, διὰ τὴν προστασίαν τοῦ Ποιμνίου, διαπιστώνουσα καὶ διακηρύττουσα τὴν ἤδη ὑφισταμένην ἔκπτωσιν τῶν αἱρετικῶν. Οὕτως, ἐν Συνόδῳ Μεγάλῃ καὶ Γενικῇ τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δέον ὅπως διακηρυχθῇ πάσῃ τῇ κτίσει, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ ἐν ἡμῖν Μοναδικὴ Ἐλπὶς, ὡς μόνη διέξοδος ἐξ ὅλων τῶν ἀδιεξόδων «διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν», ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἡ πλήρης καὶ ὁριστικὴ ἀντίθεσις, ὡς ἀλληλοαποκλειομένων, Ὀρθοδοξίας καὶ Συγκρητισμοῦ,οἰκουμενιστικῆς καὶ σεργιανιστικῆς κατευθύνσεως, πρὸς δόξαν τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Θεομητορικαῖς,  Ἀποστολικαῖς, καὶ Πατερικαῖς πρεσβείαις" [26].

Γι' αυτό και από το 2014 και μετά ακολουθούμε συνειδητά και αποκλειστικά την Σύνοδο των Παλαιοημερολογιτών (διαδόχων του φρονήματος του πρ. Φλωρίνης, που έχουν Αποστολική Διαδοχή από την Εκκλησία της Ρωσικής Διασποράς)  υπό τον Αρχιεπίσκοπο αυτής κ. Καλλίνικο, επειδή αγωνίζεται για την Ορθοδοξία διά συγκλήσεως Μεγάλης Συνόδου Ορθοδόξων.
Καλούμε δε κάθε καλοπροαίρετο πιστό, κληρικό ή λαϊκό, να πλαισιώσει τις τάξεις του Ιερού Αγώνος, εγκαταλείποντας τους οικουμενιστές λυκοποιμένες και τους κοινωνούντες με αυτούς, και απορρίπτοντας τις εσωστρεφείς τακτικές και τους μοναχικούς δρόμους που υποκρύπτουν υπερηφάνεια και αδιαφορία για την Εκκλησία.
Όσοι πιστοί προσέλθετε!  

Νικόλαος Μάννης


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] π. Ευθυμίου Τρικαμηνά, Η διαχρονική συμφωνία των Αγίων Πατέρων..., Τρίκαλα, 2012, σελ. 245. 
[2] Στο ίδιο, σελ. 248.
[3] Στο ίδιο, σελ. 314.
[5] Παναγιώτου Τσάλλου, Τί εστιν Αλήθεια;
[6] Ιωσήφ Μοναχού, Απάντηση (1η) (2012), Απάντηση (1η) επηυξημένη (2012) καιΑπάντηση 2η (2014) στον π. Ευθύμιο Τρικαμηνά.
[7] π. Ευθυμίου Τρικαμηνά, Ανταπάντηση 1η και Ανταπάντηση 2η στον μ. Ιωσήφ. 
[8] "Καὶ μετάγεται Δημόφιλος ἀπὸ Βεῤῥοίας ἐν Κωνσταντινουπόλει, Οὐάλεντος τοῦ βασιλέως συνοδικὴν ὑποκριναμένου ψῆφον... ἐγκαθίσταται τῇ Κωνσταντινουπόλει ὑπὸ Θεοδώρου μάλιστα τοῦ Ἡρακλείας ἐπισκόπου. Ἐδόκει γὰρ τὸ προνόμιον οὖτος ἔχειν τῆς τοιαύτης ἱερουργικῆς ἐνεργείας. Πολλοὶ δὲ τοῦ παρόντος ὄχλου, ἐν τῇ τοῦ Δημοφίλου καθιδρύσει, ἀντὶ τοῦ ἄξιος, ἀνεβόων τὸ ἀνάξιος" (P.G. 65, 576).
[9] P.G. 65, 556 και 569.
[10] Για την χειροτονία του Ευαγρίου από τον Άγιο Ευστάθιο βλέπε στους Σωκράτη Σχολαστικό (P.G. 67, 497-500) και Ερμεία Σωζομενό (P.G. 67, 1328).
[11] Για την χειροτονία του Παυλίνου από τον Λουκίφερο βλέπε στους Σωκράτη (P. G. 67, 388-389) και Σωζομενό (P. G. 67, 1249-1252).
[12] https://en.wikipedia.org/wiki/Polish%E2%80%93Lithuanian_Commonwealth
[13] Ο Μητροπολίτης εκεί σήμαινε τον "πρώτο" της Τοπικής Εκκλησίας. Στην δική μας αντιστοιχία δηλαδή "Αρχιεπίσκοπος-Μητροπολίτες", εκεί ήταν "Μητροπολίτης-Επίσκοποι".
[14] Ολόκληρη η επιστολή στο Εκκλησιαστικός Φάρος, ΝΣΤ΄ (1974), σελ. 536-541. Το επίμαχο σημείο στην σελ. 538.
[15] Ω, να ζούσε τότε ο "Ιαβέρης του Κανονικού Δικαίου" - και διδάσκαλος των νεοαποτειχισμένων - Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος τί θα έλεγε για την "παρανομία" αυτήν.
[16] Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου, Οι πατριάρχαι Ιεροσολύμων ως πνευματικοί χειραγωγοί της Ρωσίας κατά τον ΙΖ΄ αιώνα, Ιεροσόλυμα, 1907, σελ. 60.
[17] Οι χειροτονηθέντες ήταν ο Κιέβου Ιώβ, ο Βλαδιμηρ Ιωσήφ, ο Λουτσκ Ισαάκιος, Πολοτσκ Μελέτιος, Πινσκ Αβράμιος (από Σταγών), Χελμ Παΐσιος και Περεμυσλ Ησαΐας.
[18] Οι πιο γνωστοί ουνίτες επίσκοποι ήταν ο Κιέβου Ιωσήφ και ο Πολοτσκ Ιωσαφάτ, ένας στυγνός εγκληματίας τον οποίο σκότωσαν ζηλωτές ορθόδοξοι που δεν άντεξαν άλλο τα φρικτά του εγκλήματα (ένα από τα πολλά, ήταν ο βανδαλισμός των ορθοδόξων νεκροταφείων, μιας και διέταζε να ξεθάβονται οι σοροί των ορθοδόξων και να γίνονται τροφή των αδέσποτων σκυλιών). Τον αγιοποίησαν οι παπικοί και τον τιμούν ως μάρτυρα...
[19] John-Paul Himka, Religion and Nationality in Western Ukraine, Montreal and Kingston: McGill-Queen's University Press, 1999, σελ. 28 (μετάφρ. ημετ.).
[20] Σε μελλοντικό άρθρο θα γίνει λόγος για τις διώξεις αυτές και την τραγική ομοιότητά τους με τις διώξεις των νεοημερολογιτών κατά των παλαιοημερολογιτών στην Ελλάδα.
[21] Για την ανασύσταση της Ιεραρχίας στην Ουκρανία από τον Ιεροσολύμων Θεοφάνη βλέπε στα α) Andrzej Borkowski,  Αγώνας των Ορθοδόξων Πατριαρχείων κατά της Ουνίας, Αθήνα, 2008, σελ. 235, β) Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου, ό.π., σελ. 60, γ) Θεοδώρου Βαλλιάνου, Ιστορίας της Ρωσσικής Εκκλησίας, Αθήνα, 1851, σελ. 196, δ) Βλασίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ρωσίας, εκδ. ε΄ Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα, 2005, σελ. 290, ε) π. Γεωργίου Φλωρόφκσυ, Σταθμοί της Ρωσικής Θεολογίας, μέρος α΄, εκδ, Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1986, σελ. 95.
[22] Η αποτείχιση από τους αιρετικούς είναι βεβαίως σωτήρια, επί προσωπικού επιπέδου, μιας και με την απομάκρυνση από τους αιρετικούς, λυτρώνεται ο αποτειχιζόμενος από την ψυχοκτόνο κοινωνία με την αίρεση.
[23] Αγ. Θεοδώρου Στουδίτου, P.G. 99, 1013.
[24] Αρχιμ. Χρυσοστόμου Σπύρου, Η αποτείχισίς μου, Σπέτσες, 2008, σελ. 32-33.
[25] Την άρνηση αναγκαιότητας της  Μεγάλης Συνόδου Ορθοδόξων υιοθετούν οι Ματθαιϊκοί , λόγω των γνωστών εκκλησιολογικών θέσεών τους. Αλλά και οι νεοημερολογίτες νεοαποτειχισμένοι , οι οποίοι "προφητεύοντας" πως η "εσχάτη αίρεση δεν θα καταδικαστεί από εκκλησιαστική Σύνοδο" ουσιαστικά κρατούν μια εσωστρεφή και μοιρολατρική στάση (που περιορίζεται μόνο στην Αποτείχιση), επηρεασμένη από την αιρετική εκκλησιολογία του Επιφανίου Θεοδωρόπουλου, η οποία ταυτίζει την Εκκλησία του Χριστού με τους εκάστοτε διοικούντες Αυτήν (βλέπε σχετικά εδώ: https://paterikiparadosi.blogspot.gr/2016/08/blog-post_40.html ).
[26] Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔναντι τῆς Αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Θέματα Δογματικὰ καὶ Κανονικὰ ( http://www.ecclesiagoc.gr/index.php/ekklisiologika/384-i-gnisia-or8odoksi-ekklisia-enanti-tisairesews-tou-oikoymenismou-8emata-dogmatika-kanonika ).

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2022

Ὁ χάλκινος ὄφις καὶ ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ (Ἁγίου Λουκᾶ, Ἀρχιεπ. Κριμαίας)




Πολλά, πάρα πολλὰ χρόνια περιπλανιόταν ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ στὴν ἔρημο μετὰ τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὴν γῆ τῆς Αἰγύπτου μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν θεόπτη προφήτη Μωυσῆ.Κύριος ὁ Θεὸς ἔτρεφε τὸν λαό Του μὲ τὸ θεόσταλτο μάννα. Ἦταν δύσκολος ὁ δρόμος αὐτὸς μέσα στὴν ἔρημο. Μὲ πολὺ δυσκολία ἔβρισκαν νερὸ νὰ πιοῦν. Καὶ ἄρχισε ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ νὰ γογγύζει στὸν Θεὸ καὶ τὸν Μωυσῆ, γιατί τοὺς ξεσήκωσε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Καὶ ἄναψε ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐναντίον τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραὴλ ἐξ αἰτίας τοῦ γογγυσμοῦ τους καὶ τοὺς τιμώρησε σκληρά.

Μὲ διαταγὴ Του ἦλθε ἕνα μεγάλο πλῆθος δηλητηριωδῶν φιδιῶν, τὰ ὁποία τοὺς δάγκωναν μὲ ἀποτέλεσμα χιλιάδες ἄνθρωποι νὰ πεθαίνουν. Νὰ τὸ θυμόμαστε καὶ ἐμεῖς αὐτό, πόσο φοβερὸ καὶ ὀλέθριο πράγμα εἶναι νὰ γογγύζει κανεὶς στὸν Θεό.

Ὁ λαός, τρομοκρατημένος ἀπὸ τὰ φίδια, ἱκέτευε τὸν Μωυσῆ νὰ προσευχηθεῖ στὸν Θεὸ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν σκληρὴ αὐτὴ τιμωρία. Ὁ Κύριος τούς σπλαχνίστηκε καὶ διέταξε τὸν Μωυσῆ νὰ φτιάξει ἕνα μεγάλο χάλκινο φίδι καὶ νὰ τὸ βάλει σ’ ἕνα κοντάρι ποὺ ἔμοιαζε μὲ σταυρό, «Ὅποιος δαγκώνεται ἀπὸ κάποιο φίδι καὶ κοιτάξει μὲ ἐλπίδα αὐτὸ τὸ χάλκινο ὄφι δὲν θὰ πεθάνει ἀλλὰ θὰ ζήσει», εἶπε ὁ Κύριος.
Ὁ Μωυσῆς κατασκεύασε ἀπὸ χαλκὸ ἕνα μεγάλο φίδι καὶ τὸ ἔβαλε πάνω σ’ ἕνα κοντάρι ὅμοιο μὲ σταυρό. Αὐτὸ ἀποτελοῦσε μία ὁλοκάθαρη προτύπωση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος σώζει ἀπὸ τὸ θάνατο τῆς ἁμαρτίας ὅλους αὐτούς, ποὺ μὲ βαθειὰ πίστη στρέφονται σ’ Αὐτὸν καὶ μὲ δάκρυα προσκυνοῦν τὸ σταυρό Του, μὲ τὸν ὁποῖο ἔσωσε τὸν κόσμο στὸν φοβερὸ Γολγοθᾶ. Αὐτὸς βάσταξε τὸ ὑπερβολικὰ μεγάλο βάρος τῶν ἁμαρτιῶν ὅλου του κόσμου ἐπάνω στὸ σταυρό.

Σκεφθεῖτε ποιός, ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς θνητοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὶς ἐπουράνιες ἀσώματες ἀγγελικὲς δυνάμεις, θὰ μποροῦσε νὰ βαστάξει τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου καὶ νὰ μὴν ἰσοπεδωθεῖ ἀπὸ αὐτές. Ποιός; παρὰ μόνος Ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖο ἀκαταπαύστως ὑμνοῦν ὅλες οἱ ἐπουράνιες δυνάμεις, κράζοντας σ’ Αὐτόν: Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος! Ποιὸς παρὰ μόνο ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖο στὸν πανηγυρικὸ ἐκεῖνο ὕμνο, «Μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός, γνῶτε ἔθνη καὶ ἡττᾶσθε, ὅτι μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός», ὀνομάζει ἡ Ἐκκλησία «Θεὸ ἰσχυρό, ἐξουσιαστή, ἄρχοντα εἰρήνης». Ὁ ὄφις, τὸν ὁποῖο ἔφτιαξε ὁ Μωυσῆς καὶ ἔβαλε σὲ ξύλο ὅμοιο μὲ σταυρό, κατασκευάστηκε ἀπὸ χαλκό, ἐπειδὴ τὰ παλαιὰ ἐκεῖνα χρόνια ὁ χαλκὸς ἐθεωρεῖτο ὁ ἰσχυρότερος ἀπὸ ὅλα τὰ μέταλλα. Μήπως γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο ὁ χάλκινος ὄφις ὑπῆρξε ἡ προτύπωση τοῦ κρεμασμένου ἐπάνω στὸ σταυρὸ Σωτήρα τοῦ κόσμου;

Δὲν ἦταν μόνο μία ἡ φορὰ ποὺ ὁ Θεὸς τιμώρησε τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ ἐξαιτίας τοῦ γογγυσμοῦ. Καὶ ἄλλες δύο φορὲς κατὰ τὴν διάρκεια τῶν σαράντα ἐτῶν, κατὰ τὴν ὁποία ὁ λαὸς περιπλανιόταν στὴν ἔρημο, ξέσπασε ὁ Θεὸς ὀργισμένος ἐναντίον τοῦ σκληροτράχηλου καὶ χοντροκέφαλου λαοῦ. Ἦταν τόσο μεγάλη ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἤθελε νὰ ἐξολοθρέψει τελείως ὅλον αὐτὸν τὸν λαὸ καὶ νὰ δημιουργήσει ἀπὸ τὸν Μωυσῆ ἕνα ἄλλο πιστὸ λαό. Μόνο μετὰ τὶς ἱκεσίες τοῦ μεγάλου Μωυσῆ δὲν πραγματοποίησε ὁ Θεὸς τὸ σχέδιό Του.

Πρώτη φορὰ αὐτὸ ἔγινε στὸ Ὅρος Σινᾶ, ὅπου ὁ Μωυσῆς ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ θεόγραφο νόμο. Σαράντα μέρες καὶ σαράντα νύχτες βρισκόταν ὁ Μωυσῆς πάνω στὸ ὄρος. Ὁ λαὸς ἔχασε τὴν ὑπομονή του καὶ εἶπε στὸν Ἀαρών, τὸν ἀδελφό του Μωυσῆ, νὰ κατασκευάσει ἕνα χρυσὸ μοσχάρι. Αὐτὸ τὸ μοσχάρι τὸ ὀνόμασαν θεό, ὁ ὁποῖος τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ τὸν ἀρνήθηκαν.

Δεύτερη φορὰ αἰτία τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ ἀνταρσία τῶν Κορέ, Δαθάν καὶ Ἀβιρών καὶ τῆς ὁμάδας τους, ποὺ ἐπαναστάτησαν ἐναντίον τοῦ προφήτη Μωυσῆ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του Ἀαρών. Αὐτὴ ἡ ἀνταρσία ἦταν ἀνταρσία ἐναντίον τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐπέλεξε τὸν Μωυσῆ νὰ ἐκτελέσει τὸ θέλημά Του στὸ λαὸ τοῦ Ἰσραήλ. Αὐτὸ τὸ ἁμάρτημα εἶχε σχεδὸν ἴδιο βάρος μὲ τὴν προσκύνηση τοῦ χρυσοῦ μόσχου στὸ ὄρος Σινᾶ, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἐξέγερση ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἐντολῶν Του.

Ἂν ὁ Μέγας Θεὸς διὰ τῶν πρεσβειῶν τοῦ προφήτη Μωυσῆ τρεῖς φορὲς λυπήθηκε τὸν σκληροτράχηλο καὶ χοντροκέφαλο λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι οἱ πρεσβεῖες τῶν μεγάλων ἁγίων ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ μποροῦν νὰ μεταβάλλουν τὰ σχέδια καὶ τὶς ἀποφάσεις Του. Αὐτὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀλλάζουν. Ὅμως ἂς μὴν τολμήσει κανένα τολμηρὸ καὶ βλάσφημο στόμα νὰ πεῖ, ὅτι τὸ Θεῖο θέλημα εἶναι ἀσταθές.

Ὁ Θεὸς μας εἶναι ἡ ζωντανὴ ἀγάπη, ὅπως μᾶς τὸ ἀποκάλυψε ὁ μέγας ἀπόστολος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στὴν πρώτη καθολικὴ ἐπιστολή του. Ὅμως Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης. Καὶ αὐτό, ποὺ στοὺς ἀναιδεῖς ἀνθρώπους μπορεῖ νὰ φανεῖ ἀστάθεια τῆς Θείας βουλήσεως, στὴν πραγματικότητα εἶναι, εἴτε ταυτόχρονη, εἴτε διαδοχικὴ φανέρωση τῶν δύο αὐτῶν μεγάλων γνωρισμάτων τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀπέραντης ἀγάπης του καὶ τῆς ἀκριβοῦς δικαιοσύνης Του. Καὶ τὸ καλύτερο παράδειγμα γι’ αὐτὴν τὴν περίπτωση εἶναι ἡ διήγηση γιὰ τὸ χάλκινο φίδι.

Ὁ σκληροτράχηλος λαός, ὁ ὁποῖος γόγγυσε ἐνώπιων τοῦ Θεοῦ, τιμωρήθηκε σκληρὰ μὲ τὰ φίδια, ὅπως τὸ ἀπαιτοῦσε ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ἀμέσως ὅμως τὸν κάλυψε τὸ τεράστιο κύμα τῆς ἀσύλληπτης ἀγάπης Του, ἐπειδὴ τὸ χάλκινο φίδι ἀποτελοῦσε προτύπωση τοῦ ἀσύγκριτα μεγάλου γεγονότος, τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου καὶ ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀνομίας, διὰ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἂς ἀφήσουμε τώρα τὸν σκληροτράχηλο λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ σ’ αὐτὸ τὸν φοβερὸ ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ μακάριο τόπο, ὅπου ὑψώθηκε ὁ χάλκινος ὄφις. Γιὰ πολλὰ ἀκόμα χρόνια θὰ περιπλανᾶται αὐτὸς ὁ λαὸς στὴν ἔρημο τῆς Ἀραβίας. Ἂς τὸν ἀφήσουμε γιὰ ἄλλα χίλια χρόνια, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ὁποίων ὁ λαὸς αὐτός, ἂν καὶ ἔφτασε στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, δὲν ἔπαψε νὰ παροργίζει τὸν Θεό, ἐγκαταλείποντάς Τον καὶ λατρεύοντας θεοὺς τῶν ἐθνῶν, τὸν Βάαλ καὶ τὴν Ἀστάρτη. Ἂς τὸν ἀφήσουμε καὶ μέχρι τὴν Βαβυλώνια αἰχμαλωσία, καὶ ἀπὸ τὴν σκοτεινὴ ἱστορία αὐτοῦ τοῦ ἀπίστου λαοῦ, ἂς πᾶμε στὴ γεμάτη χάρη νέα ἐποχή, ἀρχὴ τῆς ὁποίας ὑπῆρξε τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο ἑορτάζουμε σήμερα.

Δὲν λησμόνησε ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ποτὲ δὲν ἀνακαλεῖ τὸ λόγο Του, τὸ χάλκινο φίδι, τὸ ὁποῖο ὕψωσε μπροστὰ στὰ μάτια ὅλου του κόσμου καὶ τὸ ὁποῖο ἀποτελοῦσε τὴν προτύπωση τῆς σωτηρίας τῆς ἀνθρωπότητας ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο διὰ τῆς ἁμαρτίας.

Ἂς πάρουμε, ἀδελφοί μου, μία βαθιὰ ἀνάσα, διαβάζοντας στὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο τὰ λόγια του Ἴδιου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ: «Καὶ καθὼς Μωυσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμω, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου,ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχη ζωὴν αἰώνιον. Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀποληται, ἀλλ’ ἔχει ζωὴν αἰώνιον. Οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνη τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῆ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ»(Ἰω. 3, 14-17).

Μετὰ ἀπ’ αὐτὴ τὴ μεγάλη ἐπαγγελία ἂς στρέψουμε τὸ βλέμμα μας σ’ ἕνα ἄλλο σημεῖο, στὴν πρώτη καθολικὴ ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Ἰωάννου, ὅπου διαβάζουμε τὸν χαρμόσυνο εὐαγγελικὸ λόγο του:
«Ἐν τούτῳ ἐφανερώθη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐν ἡμῖν, ὅτι τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἀπέσταλκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι’ αὐτοῦ. Ἐν τούτῳ ἐστὶν ἡ ἀγάπη, οὒχ ὅτι ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τὸν Θεόν, ἀλλ’ ὅτι αὐτὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ ἀπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἱλασμὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Α΄ Ἰω. 4, 9-10).

Γι’ αὐτὴ τὴν μεγάλη καὶ λαμπρότατη γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων προετοιμαστήκαμε μὲ νηστεία σαράντα ἡμερῶν, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας ἀκούσαμε πολλὲς φορὲς τοὺς εὐλογημένους καὶ χαρμόσυνους εἱρμοὺς τοῦ κανόνα τῶν Χριστουγέννων. Ἂς σταθοῦμε λίγο στὸν πρῶτο καὶ ἂς προσπαθήσουμε νὰ κατανοήσουμε τὸ νόημά του:

«Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε».

Γεννιέται ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς καὶ κατεβαίνει στὴ γῆ, δοξαζόμενος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Εἶναι ἕτοιμος νὰ πατήσει στὴ γῆ… Ἂς τρέξουμε νὰ Τὸν συναντήσουμε.

«Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε».

Τώρα τὸ Θεῖο βρέφος βρίσκεται ἤδη στὴ φάτνη σ’ ἕνα σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση ἂς ὑψωθοῦμε μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὸν νοῦ μας στοὺς οὐρανούς.

«Ἄσατε τῷ Κυρίω, πᾶσα ἡ γῆ, καὶ ἐν εὐφροσύνῃ ἀνυμνήσατε, λαοί, ὅτι δεδόξασται».

Πιστεύουμε ὅτι τὴ χαρὰ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ μὲ ἕνα τρόπο ἀκατανόητο γιά μᾶς, τὴν αἰσθάνεται καὶ ὅλη ἡ κτήση. Μαζὶ μὲ τοὺς βοσκοὺς καὶ τοὺς μάγους ἂς προσκυνήσουμε καὶ ἐμεῖς τὸ Θεῖο βρέφος καὶ ἂς Τοῦ προσφέρουμε ὡς δῶρο τὶς γεμάτες πίστη καὶ σεβασμὸ καρδιές μας. Μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια ἂς Τοῦ προσφέρουμε μετὰ φόβου καὶ ἀγάπης τὶς καρδιές μας γιὰ νὰ μᾶς δοξάσει καὶ Αὐτὸς στὴ ζωὴ τὴν αἰώνια, τῆς ὁποίας δὲν θὰ ὑπάρχει τέλος. Ἀμήν.

Ἀπό τό βιβλίο: «Λόγοι καὶ ὁμιλίες», τ. Γ΄, ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη

ΠΗΓΗ: www.immorfou.org.

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ 2021 (Ομιλία π.Ευθυμίου Μπαρδάκα)

 

ΓΙΑΤΙ ΣΤΙΣ 7 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΛΕΙΣΤΑ ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ;

 Έχει ακουστεί  αυτό το ερώτημα κάποιες φορές. Γιατί στις 7 Ιανουαρίου είναι κλειστά τα σχολεία; Είναι τόσο μεγάλη εορτή η σύναξης του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου; Μάλιστα πρίν κάποια χρόνια το είχαμε ακούσει από τον κ. Πορτοσάλτε δημοσιογράφο του ραδιοτηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ.


Επειδή αρκετοί δεν το γνωρίζουν, να τους ενημερώσουμε ότι  7 Ιανουαρίου με το νέο ημερολόγιο (Γρηγοριανό), αντιστοιχεί με της 25 Δεκεμβρίου του παλαιού ημερολογίου (Ιουλιανό). Δηλαδή εκατομμύρια Ορθόδοξοι Χριστιανοί που ζούνε στην Ρωσία, Σερβία, Γεωργία, Ιεροσόλυμα, αλλά και πλήθος ανθρώπων που ζούνε στην Αμερική, στη Βουλγαρία, στην Ρουμανία αλλά και στην Ελλάδα γιορτάζουν τα Χριστούγεννα!

 Από το 1924 που άλλαξε η Εκκλησία της Ελλάδος το ημερολόγιο, οι αργίες  των  Χριστουγέννων, Περιτομής Του Κυρίου και Θεοφανίων  άρχιζαν στα σχολεία από της 24 Δεκεμβρίου ν.η. έως της 8 Ιανουαρίου ν.η. που ξανά πήγαιναν τα παιδιά στο σχολείο. Έτσι και τα παιδιά που ακολουθούσαν το παλαιό ημερολόγιο προλάβαιναν και γιόρταζαν τουλάχιστον Χριστούγεννα.

Το 1981 η τότε κυβέρνηση μείωσε την περίοδο των εορτών κατά μία μέρα, έτσι τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο στις 7 Ιανουαρίου ν.η., με αποτέλεσμα τα παιδιά που ακολουθούσαν το παλαιό ημερολόγιο να αναγκάζονται να μην πηγαίνουν στα μαθήματά τους και να χρεώνονται απουσίες, για να μπορέσουν να εορτάσουν μαζί με τις οικογένειές τους τα Χριστούγεννα.

Το 1992 στις 7 Ιανουαρίου με το νέο ημερολόγιο, 25 Δεκεμβρίου με το παλαιό ημερολόγιο Χριστούγεννα, επισκέφτηκε τον Ι.Ν. Ευαγγελισμός της Θεοτόκου παλαιοημερολογιτών  Χαλκίδος, ο τότε βουλευτής Ευβοίας κ. Ιωάννης Σπανός για να χαιρετήσει τους εκεί πιστούς που εόρταζαν. Μετά τον εκκλησιασμό οι πιστοί προσέφεραν κέρασμα στην διπλανή αίθουσα από τον ναό και στην συζήτηση που ανοίχτηκε  ρώτησαν οι εντόπιοι ενορίτες μεταξύ άλλων:

-Γιατί κύριε Σπανέ τα παιδιά μας να παίρνουν απουσία από το σχολείο για να εορτάσουν τα Χριστούγεννα; κλπ.προβλήματα.

Ο κύριος Βουλευτής κατανόησε το πρόβλημα και την επόμενη ημέρα 8 Ιανουαρίου 1992 με το νέο ημερολόγιο κατέθεσε ερώτηση στην Βουλή στον αρμόδιο υπουργό. Την ερώτηση υπέγραψε και ο Βουλευτής Σερρών Θεόδωρος Παπαδόπουλος.

Παραθέτουμε και την φωτοτυπία της ερώτησης που κατατέθηκε στην βουλή και η οποία βρίσκετε  στα αρχεία του Ι.Ν. Ευαγγελισμός της Θεοτόκου παλαιοημερολογιτών Χαλκίδος , από όπου και την προμηθευτήκαμε.


Βέβαια παραμένουν  πλήθος άλλες αδικίες κατά των γνησίων ορθοδόξων Χριστιανών Ελλάδος, αλλά μιάς και ασχοληθήκαμε για της αργίες των σχολείων ας παραμείνουμε σε αυτές. Ας κάνει κάτι το υπουργείο παιδείας και για της αργίες της πρωτοχρονιάς και των Θεοφανίων με το παλαιό ημερολόγιο όπου εορτάζονται από τους πιστούς στις 14 και 19 Ιανουαρίου ν.η. αντίστοιχα.

Επειδή κάποια στιγμή έπεσε στην αντίληψή μας, ότι η πολιτεία για λόγους οικονομίας θέλει να διευρύνει την τουριστική περίοδο, σαν πρόταση λέμε ότι θα μπορούσε  να συνεχίσει την εορταστική περίοδο έως και την 19 Ιανουαρίου ν.η. Έτσι θα είχε μία παρατεινόμενη εορταστική περίοδο που θα άγγιζε σχεδόν τον ένα μήνα. Και το έλλειμμα χρόνου στην διδακτέα ύλη στα σχολεία θα μπορούσε να καλυφτεί ανοίγοντας τα σχολεία μία εβδομάδα πιο νωρίς τον Σεπτέμβριο και να κλείνουν μία εβδομάδα αργότερα τον Μάιο ή τον Ιούνιο.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

 Μερικοὶ ἀδελφοὶ ποὺ ἀνήκουν εἰς τὸν χῶρο τοῦ πάτριου ἑορτολογίου καὶ κυρίως λόγω ἄγνοιας, μπερδεύονται καὶ συγχέουν τὴν πολιτικὴ πρωτοχρονιὰ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ζήτημα τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἑορτολογίου. Ἡ σημερινὴ πολιτικὴ πρωτοχρονιὰ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν θεία λατρεία καὶ μάλιστα ἐμεῖς οἱ χλευαστικῶς ἀποκαλούμενοι ''παλαιοημερολογίτες'' (σὲ ἀντιθέση μὲ τὴν Ἐπίσημη Ἐκκλησία), εἴμαστε σύμφωνοι μὲ τὸ νομοθετικὸ διάταγμα του 1923 καὶ συγκεκριμένα μὲ τὸ ἄρθρο 3 ὄπου ὁρίζει:


«Διατηρείται εν ισχύει το Ιουλιανόν Ημερολόγιον όσον αφορά εν γένει την Εκκλησίαν και τας θρησκευτικάς εορτάς»






Ἡ ἐκκλησιαστικὴ πρωτοχρονιὰ, εἴτε μὲ τὸ νέο εἴτε μὲ τὸ παλαιό, ξεκινᾶ τὴν 1η Σεπτέμβρη (ἀρχὴ τῆς Ἰνδίκτου), καὶ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν πολιτική. Ἀλλὰ οὔτε καὶ μὲ τὸ ζήτημα τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἑορτολογίου ὑπάρχει σχέση. Ἐὰν ὑποθετικὰ οἱ πάντες ἀκολουθοῦσαν τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΚΑ καὶ μὲ βάση τὸ νομοθετικὸ διάταγμα ποὺ προαναφέραμε, σήμερα θὰ ἑόρταζαν καὶ πάλι πολιτικὴ πρωτοχρονιὰ μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι σήμερα ἐκκλησιαστικὰ-ἐορτολογικὰ δὲν θὰ τιμούσαν τὸν Μ. Βασίλειο ἀλλὰ τὸν Ἅγιο Βονιφάτιο. Ἡ διαφορὰ μᾶς εἶναι ἐορτολογικὴ καὶ μόνο!

Μὲ λίγα λόγια ἠ σημερινὴ ἑορτὴ εἶναι πολιτικὴ καὶ ὄχι ἐκκλησιαστική καὶ ἐπίσης δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἑορτολογίου.

Πηγή: http://entoytwnika1.blogspot.gr/2016/01/blog-post.html