† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2021

Ὁ Ἃγιος Μεγαλομάρτυρας Δημήτριος ὁ Μυροβλύτης (26 Ὀκτωβρίου)


 «Φύλαττε τοὺς δούλους σου ἀθλητά, μάρτυς μυροβλύτα τοὺς ὑμνοῦντάς σε εὐσεβῶς, καὶ ρῦσαι κινδύνων καὶ πάσης ἄλλης βλάβης, Δημήτριε τρισμάκαρ ταῖς ἱκεσίαις σου».

Νεανική ηλικία – Υπατικό αξίωμα

Ο Άγιος ήλθε στον κόσμο γύρω στο 280 μ.Χ. στην Μεγάλη Θεσσαλονίκη από γονείς επισήμους, οι οποίοι κατάγονταν από τις πιο επιφανείς οικογένειες των Μακεδόνων.
Η σημαντικότατη τότε πόλη της Θεσσαλονίκης βρισκόταν ακόμη στο σκότος της ειδωλολατρίας. Είχε δεχθεί στο εύφορο έδαφος της τον σπόρο του Ευαγγελικού Κηρύγματος
από τον Απόστολο των Εθνών Παύλο, περίμενε όμως να στείλει ο Θεός την μεγαλειώδη μορφή του διδασκάλου και μάρτυρος Του Δημητρίου, για να καρποφορήσει όχι πλέον
«εν τριάκοντα», αλλά «εν εκατόν» (Μάρκ. δ' 8), και να ετοιμαστεί για να αναδειχθεί σε λίγο «η πρώτη μετά την πρώτη», την Κωνσταντινούπολη.
Οι γονείς του ήταν θαυμαστοί για την αρετή της ψυχής τους. Η δε παιδεία του συνταιριασμένη με την ψυχική ευγένεια, την ωραιότητα του σώματος και το άσπιλο της ψυχής,
καθιστούσε τον Δημήτριο επάξιο κατοικητήριο του Θεού, ναό αγιασμένο του Υψίστου. Και στην μεν παιδική και την εφηβική ηλικία υπερίσχυσε από όλους τους συνομηλίκους
του και δεν υπήρχε κανένα αληθινό αγαθό στο οποίο να μη διέφερε πολύ από τους άλλους.

Όταν δε έφθασε στην ανδρική ηλικία, έδειχνε την φυσική του δύναμη εξασκώντας την ανδρεία και την ρωμαλεότητα και μαθαίνοντας την τέχνη του πολέμου· είχε όμως και άριστο
ήθος, ήταν ντροπαλός και γινόταν πιο συμπαθής με την σεμνότητά του.
Το πιο αξιοθαύμαστο και ανθρωπίνως ανέφικτο ήταν ότι η παρθενία του, την οποία ασπάστηκε από την νεότητά του, δεν περιοριζόταν στο σώμα, αλλά βασίλευε και στην ψυχή
του.
Αυτά τον έκαναν περιβόητο σε όλους τόσο, πού και ο ίδιος ο βασιλέας εζήτησε να τον γνωρίσει. Καταλαβαίνοντας λοιπόν τον μεγαλοφυή χαρακτήρα του Δημητρίου ο βασιλέας,
τον ανεβάζει από την αρχή σε μεγάλη δόξα αναγορεύοντας τον πρώτα συγκλητικό της Θεσσαλονίκης και μετά ανθύπατο και αυθέντη της Ελλάδος, φορώντας του την κατάλληλη

στρατιωτική στολή, το δακτυλίδι στο χέρι, καθώς και τον επίσημο ωρατίωνα (τήβεννο) του υπάτου. Όταν ο βασιλέας τον κόσμησε με όλα τα υπατικά διάσημα και του έδωσε στα
χέρια τόσο μεγάλη εξουσία, φρόντιζε όλα τα κοινά και διοικούσε τα πάντα νομίμως.
Είναι χαρακτηριστική η πληροφορία πού μας έχει διασώσει η παράδοση σχετικά με την προσωπική του ζωή, ότι δηλαδή την εποχή της υπατείας του είχε ορίσει κάποιον από
τους έμπιστους του ανθρώπους να τον ξυπνά συχνά τις νυκτερινές ώρες, ώστε να «προσκαρτερή τη προσευχή και τη δεήσει» (Πράξ. α΄ 14).


«Ως ωραίοι οι πόδες των Ευαγγελιζομένων...»

Ο θεόσταλτος αυτός προστάτης, σύντροφος και διδάσκαλος των Θεσσαλονικέων,  έμιζε την πόλη από ορθοδοξία και κατατρόπωνε όσους είχαν διαφορετικό φρόνημα. Έλεγαν
οι παλαιοί, ότι εκείνοι πού εμβάθυναν στα θεια ζητούσαν να εξακριβώσουν ποιος είναι ο λόγος, για τον οποίο η φήμη του μάρτυρος αυτού, πού έστεψε ο Θεός φύλακα της
Θεσσαλονίκης, απλώθηκε τόσο πολύ• και βεβαιώθηκαν ότι αυτό συνέβη όχι τόσο εξαιτίας των σωματικών θεραπειών πού γίνονταν από την προσευχή του, όσο για την κάθαρση
των ψυχών πού γινόταν με την διδαχή του.
Έτσι λοιπόν πολλοί απολαμβάνοντας την γλυκύτατη διδασκαλία του μάρτυρος απομακρύνθηκαν από το πικρό σκοτάδι της απάτης και ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό μπαίνοντας
στον χώρο πού λάμπει το γλυκό φώς της αληθείας.


Μπροστά στον τύραννο

Επειδή ο Δημήτριος, δεν ζούσε κρυφά την χριστιανική ζωή ούτε ήταν νυκτερινός μαθητής του Χριστού, αλλά μάλλον διδάσκαλος της αληθείας, ο οποίος άφοβα και φανερά
ομολογούσε την ευσέβεια, ανακαλύπτεται εύκολα απ' αυτούς, πρώτα αποκαλύπτουν τα σχετικά μ' αυτόν στον βασιλέα, ότι δηλαδή είναι Χριστιανός και καταφρονεί τους θεούς
τους.
Ακούγοντάς τα λοιπόν αυτά ο βασιλέας κυριεύτηκε συγχρόνως από έκπληξη, ανία, δέος και οργή. Αλλά επειδή δεν ήθελε να το πιστέψει αυτό μόνο από την ακοή και δεν
υπέφερε να χάση τέτοιον άνδρα, προτίμησε να το διαπίστωση με τα ίδια του τα μάτια. Διατάζει λοιπόν να φέρουν τον άνδρα μπροστά του.
Όταν αυτός παρουσιάστηκε μπροστά του, δεν έφριξε από το μέγεθος της εξουσίας ούτε δείλιασε μπροστά στις τιμωρίες πού τον περίμεναν ούτε και φοβήθηκε την αγριότητα
του δικαστού. Αλλά βλέποντας αυτή την ωμότητα σαν αφορμή για να φανεί καλύτερα ο πόθος πού είχε προς τον Θεό, μπαίνει αμέσως σαν λιοντάρι στον αγώνα.

Ο Μαξιμιανός προσπάθησε με ήπιο ύφος να πείσει τον Άγιο να πιστέψει στα είδωλα όμως ο Άγιος του είπε τα εξής:
—Αύτη η πίστη μου στον αληθινό Θεό μού έχει χαρίσει και θα μού χαρίσει στο μέλλον αγαθά άφθαρτα, αναλλοίωτα, αιώνια. Τον Χριστό από μικρό παιδί λατρεύω και δέχομαι ως
Προνοητή, Δεσπότη και Θεό μου. Αυτόν μού προτείνεις τώρα να αρνηθώ και να προτιμήσω τα φαύλα; Διότι τί άλλο είναι τα χάλκινα και χρυσά κατασκευάσματα, οι θεοί σου;
Και αν το κάνω αυτό, ποιος φρόνιμος άνθρωπος δεν θα με θεωρήσει ανόητο και απερίσκεπτο;
Ο Μαξιμιανός άρχισε τότε να εξοργίζεται και να τον απειλεί. Αλλά ο Άγιος έμεινε σταθερός στην πίστη ομολογώντας τον Κύριο Ιησού Χριστό.
Χολώθηκε ο Μαξιμιανός και σκέφθηκε ευθύς να επιβάλει την μεγαλύτερη τιμωρία στον Δημήτριο. Συγκράτησε όμως την ορμή του, επειδή δεν μπορούσε να υποφέρει την
απώλεια τέτοιου ανδρός. Άκουσε όλα αυτά να τα λέγει ο Άγιος με φρόνημα σταθερό, γενναίο παράστημα και ελεύθερο στόμα, κι εκείνη την στιγμή ανέβαλε την τιμωρία, και
τον έστειλε στην φυλακή.



Στην φυλακή

Και ενώ ο άγιος προσευχόταν χαρούμενος μέσα στο δεσμωτήριο, ο σατανάς σπεύδει   να τον βγάλει από την καλή αυτή ασχολία• στήνει ενέδρα, ξεσηκώνεται δόλια  ναντίον του.
Βλέπει λοιπόν ο αθλητής του Χρίστου έναν σκορπιό να έρπει στην γη με το κεντρί  ηκωμένο και έτοιμο να τον χτυπήσει στο πόδι• και σφραγίζοντάς τον με τον σταυρό
επικαλέστηκε αυτόν πού έδωσε εξουσία στο πλάσμα του να πατά επάνω σε φίδια και σκορπιούς, και τον θανάτωσε αμέσως και αυτόν και τον νοητό σκορπιό πού κρυβόταν
μέσα του. Εκείνη ακριβώς την στιγμή εμφανίζεται θειος άγγελος και του βάζει ένα στεφάνι στο κεφάλι λέγοντας «ειρήνη σοι, αθλητά του Χριστού, ίσχυε και ανδρίζου». Έτσι ο
Κύριος πού γρήγορα παρηγορεί «τούς φοβουμένους αυτόν», από την πρώτη στιγμή πού κλείστηκε στην φυλακή, τον βοηθά με αυτό το θαυμάσιο σημείο να είναι ήρεμος και
για το μέλλον τον γεμίζει με προθυμία.
Στη φυλακή ήταν και ένας νεαρός χριστιανός ο Νέστορας, ο οποίος θα αντιμετώπιζε σε μονομαχία τον φοβερό μονομάχο της εποχής Λυαίο. Ο νεαρός χριστιανός πριν τη
μονομαχία επισκέφθηκε τον Δημήτριο και ζήτησε τη βοήθειά του. Ο Άγιος Δημήτριος του έδωσε την ευχή του και το αποτέλεσμα ήταν ο Νέστορας να νικήσει το Λυαίο. Όμως
προκάλεσε την οργή του αυτοκράτορα ο οποίος τον κάλεσε μπροστά του και τον κατηγόρησε ότι με μαγεία κατάφερε να νικήσει τον Λυαίο. Όμως ο Νέστορας ομολόγησε τον
Χριστό και του είπε ότι ο Θεός στον οποίο πιστεύει ο Δημήτριος έκανε αυτός τον βοήθησε. Τότε ο τύραννος έδωσε εντολή να αποκεφαλίσουν τον Νέστορα.


Το μαρτύριο – Αρχή θαυμάτων


Αποτέλεσμα εικόνας για Το μαρτύριο του Αγίου ΔημητρίουΑπό εδώ αρχίζουν να διαβάλλουν επίμονα τον Δημήτριο ψιθυρίζοντας ότι αυτός είναι   αίτιος της σφαγής του Λυαίου. Διατάζει λοιπόν να θανατωθεί ο Άγιος με λόγχες μέσα στα
καμίνια του λουτρού πού ήταν φυλακισμένος. Έτσι κι έγινε.
Σπεύδουν οι στρατιώτες στην φυλακή, για να λογχεύσουν τον Άγιο και να υπερασπιστούν έτσι τον βασιλέα και την ειδωλολατρία. Και ο γνήσιος μαθητής του Χριστού ανοίγει τις
αγκάλες του, για να τον κτυπήσουν στα καίρια μέρη. Σηκώνει το δεξί του χέρι για να τον λογχίσουν στην πλευρά σαν τον Χριστό. Δέχεται κατόπιν πολλές πληγές με τα κοντάρια,
πού πέρασαν τις σάρκες του τρυπώντας και τις απέναντι πλευρές από την εσωτερική μεριά και πολλαπλασιάζοντας έτσι το πάθος της ζωηφόρου πλευράς του Κυρίου του, πού
λογχεύθηκε επάνω στον Σταυρό. Γέμισε το σώμα του πληγές και το στόμα του ύμνους στον Θεό.

Η σάρκα σου σπαράχθηκε για τον Θεό, και το αίμα σου χύθηκε σαν νερό στην γη  ρδεύοντας μαζί με τον ιδρώτα σου την Θεσσαλονίκη και καθιστώντας την γη της εύφορη και
εκλεκτή, ώστε να καρποφορήσει σωτήρια συγκομιδή.
Έτσι έγιναν όλα αυτά, στις 26 Οκτωβρίου του σωτηρίου έτους 304, και το νεκρό σώμα του μάρτυρος ο Μαξιμιανός διέταξε να το ρίξουν σε ένα πηγάδι πού υπήρχε εκεί. Αλλά
δεν ήταν δυνατόν ο Θεός, για τον οποίο θυσιάστηκε εκείνο το σώμα, να το παραβλέψει. Αλλά κάποιοι από τους φιλοχρίστους με την προτροπή Εκείνου ήλθαν την νύκτα και
βρίσκοντάς το ριγμένο εκεί χωρίς καμία τιμή, αυτό πού ήταν τόσο πολύτιμο, το έβγαλαν και το περιποιήθηκαν με ευλάβεια. Ύστερα οι φίλοι του Θεού τον θάπτουν και τον
σκεπάζουν με χώμα στο σημείο όπου μαρτύρησε.

Κάποιος δε από τους υπηρέτες του άγιου πού βρισκόταν εκεί μπροστά την ώρα του μακαρίου του τέλους, έβγαλε την ματωμένη χλαμύδα την ποτισμένη με το θειο εκείνο αίμα
του μάρτυρος και βούτηξε το δακτυλίδι πού φορούσε στο μαρτυρικό αίμα, έκανε δε μ' αυτό πολυάριθμα θαύματα. Και δεν υπήρχε αρρώστια ούτε πονηρό πνεύμα πού
δοκιμάζοντας την δύναμη του να μη νικήθηκαν αμέσως και να μην τράπηκαν σε φυγή, τόσο ώστε να γεμίσει από αυτή την φήμη των θαυμάτων όλη η πόλη της Θεσσαλονίκης.
Και ήταν φυσικό να μην ξεφύγει αυτό από τον φθόνο του Μαξιμιανού. Γι' αυτό συλλαμβάνεται αμέσως και ο υπηρέτης πού προκάλεσε αυτό το αγαθό και αποκεφαλίζεται. Το
όνομα της περιοχής πού έγινε η σφαγή του είναι «τριβουνάλιο», πού σημαίνει βήμα του στρατηγού, και το όνομα του καλού υπηρέτη Λούππος. Η μνήμη του εορτάζεται μαζί
με του Αγίου Νέστορος στις 27 Οκτωβρίου.

Αλλά και η Θεσσαλονίκη συμφιλιώθηκε όλη με τον Θεό διά μέσου του θανάτου του Δημητρίου. Από τότε πολλοί μεγάλοι και περικαλλείς ναοί στόλισαν την Μεγαλόπολη αυτή
της αυτοκρατορίας και αργότερα συμπρωτεύουσα του Βυζαντίου, όπως και του σημερινού Ελληνικού κράτους, πού και με την θέα τους μάς ενισχύουν στην πίστη. Όλη η πόλη
διακηρύττει με παρρησία την ευσέβεια και καυχάται να ονομάζεται «πόλη του Άγιου Δημητρίου». Κι ενώ ο μάρτυρας ευρίσκεται στον ουρανό, διαμένει με το σώμα του και με τα
θαύματά του στην πόλη όπου υπέστη τον βίαιο θάνατο, επιδεικνύοντας με πολλούς τρόπους την κηδεμονία του και ευεργετεί αυτήν και όλη την οικουμένη παντοειδώς με τις
αδιάλειπτες προς τον Θεό πρεσβείες του.

Οι συγγραφείς εγκωμίων του Αγίου Δημητρίου, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Γρηγόριος ο Παλαμάς και Δημήτριος Χρυσολωράς, αναφέρουν ότι το σώμα του Αγίου ετάφη στον τόπο
του μαρτυρίου, ο δε τάφος μετεβλήθη σε βαθύ φρέαρ που ανέβλυζε μύρο, εξ ου και η προσωνυμία του Μυροβλήτου.
Στις βυζαντινές εικόνες αλλά και στη σύγχρονη αγιογραφία ο Άγιος Δημήτριος παρουσιάζεται αρκετές φορές ως καβαλάρης με κόκκινο άλογο (σε αντιδιαστολή του λευκού αλόγου
του Αγίου Γεωργίου) να πατά τον άπιστο Λυαίο.
Σήμερα ο Άγιος Δημήτριος τιμάται ως πολιούχος Άγιος της Θεσσαλονίκης.




Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’.


Μέγαν εὕρατο ἐv τοῖς κιvδύvοις, σὲ ὑπέρμαχοv, ἡ οἰκουμένη, Ἀθλοφόρε τὰ ἔθνη τροπούμενον. Ὡς οὖν Λυαίου καθεῖλες τὴν ἔπαρσιν, ἐν τῷ σταδίῳ θαῤῥύvας τὸν Νέστορα, 
οὕτως Ἅγιε, Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον Ἦχος β’. Αὐτόμελον.


Τοῖς τῶv ἰαμάτωv σου ῥείθροις Δημήτριε, τὴv Ἐκκλησίαν Θεὸς ἐπορφύρωσεv, ὁ δούς σοι τὸ κράτος ἀήττητοv, καὶ περιέπωv τὴν πόλιv σου ἄτρωτοv· αὐτῆς γὰρ ὑπάρχεις τὸ στήριγμα.


Κάθισμα

Βασιλεῖ τῶν αἰώνων εὐαρεστῶν, βασιλέως ἀνόμου πᾶσαν βουλήν, ἐξέκλινας Ἔνδοξε, καὶ γλυπτοῖς οὐκ ἐπέθυσας· διὰ τοῦτο θῦμα, σαυτὸν προσενήνοχας, τῷ τυθέντι Λόγῳ ἀθλήσας στερρότατα· ὅθεν καὶ τῇ λόγχῃ, τὴν πλευρὰν ἐξωρύχθης, τὰ πάθη ἰώμενος, τῶν πιστῶς προσιόντων σοι, Ἀθλοφόρε Δημήτριε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, 
τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.


Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λογον.

Εὐσεβείας τοῖς τρόποις καταπλουτῶν, ἀσεβείας τὴν πλάνην καταβαλών, Μάρτυς κατεπάτησας, τῶν τυράννων τὰ θράση, καὶ τῷ θείῳ πόθῳ, τὸν νοῦν πυρπολούμενος, 
τῶν εἰδώλων τὴν πλάνην, εἰς χάος ἐβύθισας· ὅθεν ἐπαξίως, ἀμοιβὴν τῶν ἀγώνων, ἐδέξω τὰ θαύματα, καὶ πηγάζεις ἰάματα, Ἀθλοφόρε Δημήτριε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, 
τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον

Φύλαττε τοὺς δούλους σου ἀθλητά, μάρτυς μυροβλύτα τοὺς ὑμνοῦντάς σε εὐσεβῶς, καὶ ρῦσαι κινδύνων καὶ πάσης ἄλλης βλάβης, Δημήτριε τρισμάκαρ ταῖς ἱκεσίαις σου.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον

Τὸν μέγαν ὁπλίτην καὶ ἀθλητήν, τὸν στεφανηφόρον, καὶ ἐν μάρτυσι θαυμαστόν, τὸν λόγχῃ τρωθέντα, πλευρὰν ὡς ὁ δεσπότης, Δημήτριον τὸν θεῖον ὕμνοις τιμήσωμεν.

xristianos.gr

Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ' ΛΟΥΚΑ: Εὐαγγέλιον - Ὁμιλία περί τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονιζομένου τῶν Γαδαρινῶν (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)

 Î£Ï‡ÎµÏ„ική εικόνα



«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ  εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν. 28 ἰδὼν δὲ τὸν  Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοὶ καὶ σοί,  Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. 29 παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. 30 ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ  Ἰησοῦς λέγων· τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· 31 καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. 32 ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. 33 ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. 34 ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. 35 ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν  Ἰησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ᾿ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ  Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. 36 ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. 37 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν. 38 ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ᾿ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ  Ἰησοῦς λέγων· 39 ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. καὶ ἀπῆλθε καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ  Ἰησοῦς».

Απόδοση

Εκείνο τον καιρό, ο Ιησούς κατέπλευσε στην περιοχή των Γαδαρηνών, που βρίσκεται στην απέναντι όχθη από την Γαλιλαία. Όταν βγήκε στην ξηρά, τον συνάντησε κάποιος άντρας από την πόλη, που είχε μέσα του δαιμόνια από πολύν καιρό. Ρούχο δεν ντυνόταν, ούτε έμενε σε σπίτι, αλλά ζούσε στα μνήματα. Όταν είδε τον Ιησού, έβγαλε μια κραυγή, έπεσε στα πόδια του και του είπε με δυνατή φωνή: «Τί δουλειά έχεις εσύ μ’ εμένα Ιησού, Υιέ του Υψίστου Θεού; Σε παρακαλώ, μη με βασανίσεις». Αυτά τα είπε, γιατί ο Ιησούς είχε διατάξει το δαιμονικό πνεύμα να βγει από τον άνθρωπο. Από πολλά χρόνια τον είχε στην εξουσία του, και για να τον συγκρατήσουν τον έδεναν με αλυσίδες και του έβαζαν στα πόδια σιδερένια δεσμά. Εκείνος όμως έσπαζε τα δεσμά, και το δαιμόνιο τον οδηγούσε στις ερημιές. Ο Ιησούς τον ρώτησε: «Ποιο είναι το όνομά σου;» Εκείνος απάντησε: «Λεγεών»• γιατί είχαν μπει μέσα του πολλά δαιμόνια. Τα δαιμόνια, λοιπόν, τον παρακαλούσαν να μην τα διατάξει να πάνε στην άβυσσο. Εκεί κοντά ήταν ένα κοπάδι από πολλούς χοίρους που έβοσκαν στο βουνό, και τα δαιμόνια παρακαλούσαν τον Ιησού να τους επιτρέψει να μπουν στους χοίρους, και τους το επέτρεψε. Τότε το κοπάδι όρμησε προς τον γκρεμό και πνίγηκε στη λίμνη. Μόλις οι βοσκοί είδαν τι έγινε, έφυγαν και το είπαν στην πόλη και στην ύπαιθρο. Βγήκαν οι άνθρωποι να δουν τι έγινε, και ήρθαν κοντά στον Ιησού. Βρήκαν τον άνθρωπο από τον οποίο βγήκαν τα δαιμόνια, να κάθεται δίπλα στον Ιησού, να φοράει ρούχα και να φέρεται λογικά, και φοβήθηκαν. Όσοι είχαν δει τι είχε γίνει, τους είπαν για το πώς ο δαιμονισμένος σώθηκε. Τότε όλο το πλήθος από την περιοχή των Γαδάρων παρακαλούσαν τον Ιησού να φύγει από κοντά τους, γιατί τους είχε πιάσει μεγάλος φόβος. Εκείνος μπήκε στο πλοιάριο για να γυρίσει πίσω. Ο άνθρωπος από τον οποίο είχαν βγει τα δαιμόνια τον παρακαλούσε να τον πάρει μαζί του. Ο Ιησούς όμως του είπε να φύγει, με τα παρακάτω λόγια: «Γύρισε στο σπίτι σου, και διηγήσου όσα έκανε σ’ εσένα ο Θεός». Εκείνος έφυγε διαλαλώντας σ’ όλη την πόλη όσα έκανε σ’ αυτόν ο Ιησούς.


(Επιμέλεια κειμένου: Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη) 


Ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Παλαμᾶ, περί τοῦ: «Ἐξελθόντι τῶ Ἰησοῦ εἰς τήν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν».


«Ο ων εκ του Θεού τα ρήματα του Θεού ακούει», λέγει ο Κύριος. Δηλαδή υπακούει στις εντολές του Θεού, και μετατρέπει τους λόγους σε έργα, ζει και πολιτεύεται κατά Χριστόν, εκτελεί το θέλημα του Ουρανίου Πατρός, και γίνεται «κληρονόμος μεν Θεού, συγκληρονόμος δε Χριστού». Όποιος όμως παρακούει τον Θεό, διαπράττει την αμαρτίαν, και επιδίδεται σ’ αυτήν αμετανοήτως. Είναι δούλος της αμαρτίας και ουκ έστιν εκ του Θεού, αλλά εκ του πονηρού», αφού με την κακήν προαίρεση μεταπλάσσει την φύση την οποίαν έλαβεν από τον Θεόν, και την εξομοιώνει με τον πατέρα της απωλείας. Γι’ αυτό και ο Κύριος έλεγε στους Ιουδαίους, «υμείς εκ του πατρός υμών του διαβόλου εστέ, και τας επιθυμίας αυτού θέλετε ποιείν».
Αυτού του είδους οι άνθρωποι είναι αθλιότεροι και από τους φανερά δαιμονιζομένους, έστω και αν διαφεύγουν την προσοχή των πολλών.

Πράγματι, ενώ οι δαιμονιζόμενοι κατακόπτουν τα σώματά τους και μερικές φορές βλάπτουν σωματικώς όποιους συναντούν, εκείνοι που δια των πονηρών επιθυμιών έχουν εξομοιωθεί με τον αρχέκακον εχθρό, διαφθείρουν τις ψυχές τις ιδικές τους και όσων τους συναναστρέφονται απρόσεκτα. Και ενώ οι πρώτοι στον καιρό του θανάτου αποβάλλουν μαζί με το σώμα και την επήρεια των δαιμόνων, οι δεύτεροι, επειδή αμαρτάνουν αμετανοήτως, έχουν αθάνατον και αναπόβλητον την βλάβην. Επίσης, τον ενοχλούμενον φανερώς από τον δαίμονα όλοι τον λυπούμεθα όταν τον αντικρύσωμε, ενώ τον φονέα και τον φιλάργυρον, τον υπερήφανον και τον αναίσχυντον, και τον ανυπότακτον και όλους τους ομοίους των, όχι μόνον δεν τους λυπούμεθα, αλλά και τους μισούμε. Διότι ο ένας περιπίπτει στο πάθος ακουσίως, ενώ ο φιλαμαρτήμων, προσελκύει ελευθέρως το κακόν, μερικές φορές μάλιστα αποκρύπτοντας την βλαπτικότητα και την κακοήθεια της νόσου του.

Επειδή όμως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν την εναντίον μας μανίαν του διαβόλου, από τις επιθέσεις εκείνου κατά της ψυχής και από την συνεργία του στην αμαρτία, παρεχώρησεν ο Θεός να υπάρχουν και κατά το σώμα δαιμονοφόρητοι, ώστε να μάθουμε από αυτούς όλοι, πόσον φοβερά είναι η κατάστασις της ψυχής που έκαμε τούτον ένοικόν της δια των πονηρών έργων. Όταν δε ο Μονογενής Υιός του Θεού, από απροσμέτρητον πέλαγος φιλανθρωπίας, έκλινεν ουρανούς και κατήλθε στην γη, για να ελευθερώσει τις ψυχές μας από την τυραννία του διαβόλου, απεδίωκε τα δαιμόνια και από τους φανερά κατά το σώμα δαιμονιζομένους. Το έκαμε αυτό για να παρουσιάσει και να επιβεβαιώσει με την φανερώς ενεργουμένην ελευθερία και ίαση, την γινομένην κρυπτώς ελευθερία και ίαση της ψυχής.

Πράγματι, και όταν εχάρισε την θεραπεία στην ψυχή του παραλυτικού, όχι μόνον δεν επευφημήθη από εκείνους που έβλεπαν μόνον τα φαινόμενα, αλλά και εβλασφημήθη. Γι’ αυτό εθεράπευσε και την σωματικήν του παράλυση, για να μάθουν, όπως ο ίδιος έλεγε προς τους παρόντες, ότι «εξουσίαν έχει ο υιός του ανθρώπου επί της γης αφιέναι αμαρτίας».
Κυρίως γι’ αυτό λοιπόν απομακρύνει τους δαίμονες από τους δαιμονιζομένους, για να μάθωμε ότι αυτός είναι που τους αποδιώκει και από τις ψυχές μας, και μας χαρίζει την αιωνίαν ελευθερίαν.

«Εξελθόντι γαρ εις την γην», σύμφωνα με την αναγινωσκομένην σήμερα περικοπήν του Ευαγγελίου, «υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως, ος είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών, και ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο, και εν οικία ουκ έμενεν, αλλ’ εν τοις μνήμασιν». Εξήλθε, λέγει, όχι ήλθε στην ξηρά, για να δείξει ότι ήλθε με πλοίον, αφού ήδη και την θύελλα του ανέμου κατέπαυσε, και την θάλασσαν εγαλήνευσε με την επιτίμησή του. Διότι όταν από την Γαλιλαίαν επεβιβάσθη στο πλοίο με τους μαθητάς του, είπε προς αυτούς, όπως λέγει παραπάνω ο Ευαγγελιστής: «διέλθωμεν εις το πέραν». Από εδώ φαίνεται ότι προείδε το γεγονός, και από ευσπλαγχνίαν ήλθεν αυτόκλητος βοηθός στον βασανιζόμενον τόσον δεινώς και πολυετώς από τους δαίμονες. Ο Λουκάς λοιπόν λέγει ότι ήταν ένας και είχε πολλά δαιμόνια, ο Μάρκος όμως ομιλεί και αυτός περί ενός, «αλλ’ εν πνεύματι ακαθάρτω». Ο δε Ματθαίος ισχυρίζεται ότι ήσαν δύο μαζί και εβασανίζοντο από πολλά δαιμόνια.

Την αιτίαν δε, για την οποίαν άλλοι Ευαγγελισταί ομιλούν για έναν, άλλοι δε για περισσοτέρους, και δαιμονιζομένους και δαιμόνια, την εφανέρωσε και ο Λουκάς και ο Μάρκος. Διότι το ένα, το οποίον ο Μάρκος ωνόμασεν ακάθαρτον πνεύμα, εξεταζόμενο στην συνέχεια από τον Κύριον λέγει «λεγεών όνομά μοι, ότι πολλοί εσμέν». Πράγματι λεγεών είναι ορμαθός και πολυάριθμον σύστημα αγγέλων ή ανθρώπων, οι οποίοι στέκονται, μετακινούνται μαζί και αποβλέπουν και κινούνται προς ένα έργον και σκοπόν. Γι’ αυτό και οι δαιμονιζόμενοι εκείνοι, επειδή ενεργούντο και εκινούντο από ένα τοιούτο σύστημα, ευρίσκοντο αδιασπάστως μαζί στα μνήματα και στα όρη, και μαζί εβασανίζοντο. Γι’ αυτό άλλοτε μεν καλούνται ενικώς, άλλοτε δε πληθυντικώς, και αυτοί και τα πονηρά πνεύματα που τους ταλαιπωρούσαν.

Δεν ανεγνώρισε δε απλώς τον Ιησούν ο λεγεών δια μέσου του ανθρώπου εκείνου, αλλά και «προσέπεσε και φωνή μεγάλη ανεκραύγασε: τι εμοί και σοί, Ιησού, Υιέ του Θεού του Υψίστου; Δέομαί σου, μη με βασανίσεις. Παρήγγειλε γάρ» λέγει, «ο Κύριος τω ακαθάρτω πνεύματι εξελθείν από του ανθρώπου». Έχοντας καταπλεύσει επί τούτου ο Κύριος από ευσπλαχνία στην παραλίαν εκείνην όπου ζούσε ο δαιμονιζόμενος, διέταξε μεν τον λεγεώνα των δαιμόνων να εξέλθει από τον άνθρωπο, πού όμως να απέλθει δεν του είπε. Γι’ αυτό εκείνο το παμμίαρον σμήνος των πονηρών πνευμάτων κατελήφθη από αμηχανίαν, και εφοβήθη μήπως παραδοθεί τώρα από τον Κύριο στην μέλλουσαν καταδίκη, στην προετοιμασμένην γι’ αυτά γέεννα του πυρός, με την οποία θα παραδοθούν σε τελείαν ακινησίαν, αφού θα καταργηθεί κάθε ενέργειά τους. Ηναγκάσθη λοιπόν να προσέλθει, και να προσπέσει, χρησιμοποιώντας ταπεινότερα και αληθινά λόγια προς τον Κύριον, τα οποία τον εμαρτύρησαν ότι είναι Υιός του Υψίστου. Μέσα στην πονηρία τους ενόμιζαν ότι με αυτήν την μαρτυρία, σαν με κάποιαν κολακεία, θα μεταπείσουν τον Κύριον των όλων.

Και ο Κύριος ανέχθη την μαρτυρία των δαιμόνων, προς καταρτισμόν των ευρισκομένων στο πλοίο. Διότι πριν από λίγο, βλέποντας ο κόσμος τα τόσον μεγάλα θαύματά του στην θάλασσα, έλεγαν μεταξύ τους με απορία: «τις εστίν ούτος, ότι και οι άνεμοι και η θάλασσα υπακούουσιν αυτώ»; Τώρα όμως έμαθαν ότι είναι «ο Υιός του Θεού του Υψίστου». Διότι πάντοτε, ακόμη και ο διάβολος, είναι συνεργός στην βουλήν του Θεού, όχι όμως επειδή το θέλει ούτε αποβλέποντας σ’ αυτό. Γι’ αυτό και κάποιος από τους θεοφόρους λέγει, ότι «το κακόν συνεργεί στο αγαθόν, όχι με καλήν προαίρεση».
Ο δε Κύριος θέλοντας να φανερώσει στους παρόντες ότι ο δαίμων που τόσον φρίττει ενώπιόν του δεν είναι ένας, αλλά πλήθος πολύ, τον ηρώτησε: «τι σοι εστίν όνομα; Ο δε είπεν, λεγεών ονομά μοι, ότι δαιμόνια πολλά εσμέν». Λέγουν ορισμένοι ότι το τάγμα του λεγεώνος αποτελείται από έξι περίπου χιλιάδες.

«Και παρεκάλουν αυτόν», λέγει, «ίνα μη επιτάξει αυτοίς εις την άβυσσον απελθείν». Βλέπεις ότι είναι ο φόβος, όπως είπαμε παραπάνω, αυτός που τους ηνάγκασε και να προσέλθουν, και να προσπέσουν, και να χρησιμοποιήσουν σχήματα και λόγια αληθινά και ταπεινότερα. Κοίταξε όμως και την Παντοκρατορικήν εξουσία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Πράγματι΄ ο δαίμων και χωρίς να το θέλει τον εμαρτύρησε Κύριον και της αβύσσου. Και ποιος είναι αυτός που επιβλέπει αβύσσους; Βεβαίως ο καθήμενος στους ουρανούς, αυτός που περιέχει και κατευθύνει τα πάντα.

Βλέπε δε και ότι το στίφος των δαιμόνων δεν ημπορεί να μένει πουθενά, αν δεν έχει πάρει από αυτόν την άδειαν ή την παραχώρηση. Γι’ αυτό και όταν προσετάχθη από τον Κύριο να φύγει, αλλά δεν έλαβε εντολήν πού να απέλθει, κατελήφθη από μεγάλην βία, και εύρε ως καταφύγιον τους χοίρους, οι οποίοι έβοσκαν στο όρος, ώστε να διαφύγει δι’ αυτών. Αλλά ούτε κατ’ αυτών είχεν από μόνον του την εξουσία, πολύ δε περισσότερον δεν την έχει εναντίον των ανθρώπων. Διότι, λέγει «ην εκεί αγέλη χοίρων πολλών βοσκομένη εν τω όρει. Και παρεκάλεσαν αυτόν ίνα επιτρέψει αυτοίς εις εκείνους απελθείν. Και επέτρεψεν αυτοίς. Εξελθόντα δε τα δαιμόνια από του ανθρώπου, εισήλθον εις τους χοίρους. Και όρμησεν η αγέλη των χοίρων κατά του κρημνού εις την λίμνην και απεπνίγη». Τα δαιμόνια λοιπόν, ζητώντας δήθεν πρόφαση φυγής, και έχοντας κακοποιό προαίρεση, εζήτησαν την άδεια κατά των χοίρων, επειδή ο Σωτήρ τα εδίωκε από τους ανθρώπους. Εσυνειδητοποίησαν ότι την στιγμήν εκείνη δεν εδιώκοντο από έναν ή δύο, αλλά δια του ενός από όλους τους ανθρώπους. Και ο Κύριος τους το επέτρεψε, για να γνωρίσουμε εμείς από όσα έπαθαν οι χοίροι, ότι ούτε τον άνθρωπον εκείνον θα ελυπούντο να τον καταστρέψουν τελείως, αν δεν ανεχαιτίζοντο και πριν αοράτως από την δύναμιν εκείνου.

«Ιδόντες δε», λέγει, «οι βόσκοντες, έφυγον. Και απήγγειλαν εις την πόλιν και εις τους αγρούς το γεγονός». Λάβετε τώρα παρακαλώ στον νου σας τον άσωτον υιόν του Ευαγγελίου, που εσώθη με την απομάκρυνσιν από τους χοίρους, για να καταλάβετε ποιοι ήσαν αυτοί που έβοσκαν τους χοίρους, ή μάλλον ποιοι ομοιάζουν με αυτούς. Πράγματι ο χοιρώδης βίος εξ αιτίας της ακαθαρσίας του, συμβολίζει κάθε πονηρόν πάθος. Και χοίροι είναι κυρίως αυτοί που περιφέρουν τον ρυπωμένον από την σάρκα χιτώνα. Προϊστάμενοί τους, ένα είδος βοσκών, είναι εκείνοι που υπερέχουν από αυτούς στην ηδυπάθεια, και λαμβάνουν πρόνοιαν για την σάρκα και την δίαιτά τους, εις τρόπον ώστε να εκπληρώνουν την επιθυμία τους.
Σ’ εμάς όμως δεν επιτρέπει ο χρόνος ούτε, όπως βλέπετε, ο θόρυβος του πλήθους, να ασχοληθούμε λεπτομερώς με την συνέχεια, ποία δηλαδή είναι η γύμνωσις που προκαλείται στην ψυχήν από την αμαρτία, την οποίαν υπεδήλωνε ο δαιμονιζόμενος εκείνος, και ποία η διαβίωσις στα όρη (διότι, λέγει «ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο και εν οικία ουκ έμενεν, αλλ’ εν τοις μνήμασι») και ποίες οι αλυσίδες, οι χειροπέδες και τα δεσμά τα οποία εκείνος έσπαζε και έφευγε διωκόμενος.

Αλλά ας αποφύγωμε και εμείς, μάλιστα οι μοναχοί, την συναναστροφή και συμβίωση με τους χοίρους. Διότι κατά το Σολομώντειον λόγιον «φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί», και ως επί το πλείστον καθένας είναι ή γίνεται όμοιος με τους συντρόφους του. Τι το όφελος να φύγεις οριστικώς από τον κόσμο και να καταφύγεις στα αφιερωμένα στον Θεόν φροντιστήρια, να εξέρχεσαι όμως καθημερινώς από αυτά και να συμφύρεσαι πάλι με τον κόσμο; Πώς, ειπέ μου, τριγυρνώντας στις αγορές θα αποφύγεις τα προσανάμματα των παθών, δια των οποίων επέρχεται ο θάνατος της ψυχής, που χωρίζει τον άνθρωπον από τον Θεόν; Αυτός είναι ο θάνατος «ο αναβαίνων εις ημάς δια των θυρίδων», οι οποίες είναι μέσα μας, δηλαδή των αισθήσεων. Αυτές έγιναν αφορμή να εκπέσουν από την αθανασίαν και οι προπάτορες εκείνοι.

Ας φύγωμε λοιπόν όλοι μας μακριά, άλλοι από την συμβίωση με τα κακά, έστω και αν μας φαίνεται ότι υπερτερούμε πολλών στην καταγωγή και στην δόξα και στην σωματικήν ρώμη και στον υλικόν πλούτο, και άλλοι από την ομοίωση προς τους χοίρους, λαμβάνοντας στον νου μας την λίμνην εκείνη του ασβέστου πυρός, μέσα στην οποίαν, φευ!, θα πέσουν όσοι αμετανοήτως υπηρετούν τις προσβολές των δαιμόνων. Και βλέποντας το βάραθρον στο οποίον κρημνίζονται όταν αποθαίνουν, όσοι μέχρι το τέλος τους ομοιάζουν ως προς τον τρόπον της ζωής με τους χοίρους, ας απομακρυνθούμε ανεπιστρόφως από τον όντως δυσώδη βίον της αμαρτίας, και ας προσέλθωμε έτσι καλώς και δικαίως στην πηγήν των μύρων, την οποία μας εχάρισεν ο Θεός, και εκχύνεται δια της λάρνακος από την σωρόν του εντοπίου μας Χριστομάρτυρος (Δημητρίου).

Και αφού με την χρήση τούτων αγιασθούμε και ενισχυθούμε, να κηρύττωμε και στους αγρούς και στις πόλεις, όπου και αν είμεθα, την θειοτάτην δύναμη και ενέργειαν του θείου αυτού μύρου. Δεν εννοώ με την γλώσσα και τα λόγια (διότι ποίος δεν ήκουσε με την ιδικήν του ακοή την συρροή των θαυμάτων που γίνονται εδώ;), αλλά με την μεταβολήν της ζωής μας προς το καλλίτερον, ώστε βλέποντάς μας όλοι να ειπούν, «αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου», με την οποία δεξιάν έχει ζωγραφηθεί ο μέγας Δημήτριος, και δια της οποίας μετασχηματίζει αυτούς που τον πλησιάζουν προς το θειότερον, ώστε να έχει και στον ουρανόν συμπολίτες αυτούς που ευτύχησαν να είναι στην γη συγκάτοικοί του. Αυτό είθε να συμβεί με τις πρεσβείες εκείνου, και να επιτύχωμε όλοι τις υπεσχημένες ουράνιες μονές, και την εκεί συνοίκηση με τους αγίους, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει δόξα εις τους αιώνας».
Αμήν.

(13ος - 14ος αιών - ΕΠΕ Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, τομ. 11, σελ. 196. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 347 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)


www.alopsis.gr



Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2021

ΠΩΣ ΜΑΡΤΥΡΗΣΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΣ

 Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος


ΠΩΣ ΜΑΡΤΥΡΗΣΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΣ

Οι Ιουδαίοι, επειδή απελπίστηκαν για το σχέδιό που κατέστρωσαν εναντίον του Αποστόλου Παύλου, γιατί αυτός επικαλέστηκε τον Καίσαρα και στάλθηκε στη Ρώμη από τον Φήστο, στρέφονται ενάντια στον Άγιο Ιάκωβο, τον αδελφόθεο, στον οποίο είχε ανατεθεί από τους αποστόλους ο θρόνος της επισκοπής των Ιεροσολύμων. Και εναντίον του, τολμούν το εξής.

Αφού τον οδήγησαν στη μέση, του ζητούσαν να αρνηθεί την πίστη στο Χριστό μπροστά σε όλο το λαό. Επειδή όμως αυτός, αντίθετα με τη γνώμη όλων, μίλησε μπροστά στο πλήθος με ελευθερία και παρρησία, την οποία δεν περίμεναν, και ομολόγησε ότι ο Σωτήρας και Κύριός μας Ιησούς Χριστός είναι Υιός του Θεού, αυτοί δε μπορούσαν πλέον να ανεχτούν τη μαρτυρία του, καθώς άλλωστε πιστεύονταν από όλους τους ανθρώπους ότι ήταν πάρα πολύ δίκαιος εξ' αιτίας της ανωτερότητας της φιλοσοφίας και της θεοσέβειας που έδειχνε στη ζωή του, τον σκοτώνουν, παίρνοντας ως ευκαιρία την έλλειψη εξουσίας, καθώς λόγω του θανάτου του Φήστου αυτή την εποχή στην Ιουδαία, η τοπική διοίκηση είχε μείνει χωρίς άρχοντα και επίτροπο.

Και τον τρόπο του θανάτου του Ιακώβου έχουν ήδη φανερώσει και οι λόγοι του Κλήμεντος που παρατέθηκαν προηγουμένως, ο οποίος ιστορεί ότι τον έριξαν από το αέτωμα του ναού και τον ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου. Και με μεγάλη ακρίβεια ιστορεί τα σχετικά μ' αυτόν ο Ηγήσιππος, ο οποίος ανήκει στην πρώτη διαδοχή των αποστόλων, αναφέροντας στο πέμπτο του Υπόμνημα τα εξής.

«Αναλαμβάνει τη διοίκηση της Εκκλησίας μαζί με τους αποστόλους ο αδελφόθεος Ιάκωβος, ο οποίος ονομάστηκε από όλους δίκαιος, από τα χρόνια του Κυρίου ως τις μέρες μας, επειδή πολλοί είχαν το όνομα Ιάκωβος, αυτός από την κοιλιά της μητέρας του ήταν άγιος∙  Κρασί και οινόπνευμα δεν ήπιε, ούτε κρέας έφαγε, ξυράφι στο κεφάλι του δε χρησιμοποίησε, με λάδι δεν αλείφθηκε και στα δημόσια λουτρά δε λούστηκε.

 Μόνο σ' αυτόν επιτρεπόταν να μπει στα άγια∙  γιατί δε φορούσε μάλλινα άλλα λινά. Και έμπαινε στο ναό μόνος και βρίσκονταν γονατισμένος να ζητά συγχώρεση για το λαό, μέχρι το σημείο να έχουν σκληρύνει τα γόνατά του σαν της καμήλας, επειδή πάντοτε γονάτιζε προσκυνώντας τον Θεό και ζητώντας συγχώρεση για το λαό.
Και για την υπεροχή του στη δικαιοσύνη ονομαζόταν ο δίκαιος και «ωβλίας», το οποίο στα ελληνικά σημαίνει «περιοχή του λαού» και «δικαιοσύνη», όπως και οι προφήτες μαρτυρούν για αυτόν.

Κάποιοι λοιπόν από τις επτά μερίδες του λαού, όπως τις έχω προαναφέρει στα Υπομνήματα, τον ρωτούσαν ποια είναι η θύρα του Ιησού, και απαντούσε ότι είναι ο ίδιος ο σωτήρας. Από αυτά κάποιοι πίστεψαν ότι ο Ιησούς ήταν ο Χριστός.
Και οι μερίδες που προαναφέρθηκαν δεν πίστευαν ούτε στην ανάσταση, ούτε ότι θα έρθει και θα αποδώσει στον καθένα ανάλογα με τα έργα του. Και όσοι πίστεψαν, το έκαναν εξαιτίας του Αγίου Ιακώβου.

«Κι επειδή λοιπόν πίστευαν και πολλοί άρχοντες, θορυβήθηκαν οι Ιουδαίοι και οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι λέγοντας ότι υπάρχει κίνδυνος όλος ο λαός να προσδοκά τον Ιησού. Αφού λοιπόν συγκεντρώθηκαν, έλεγαν στον Ιάκωβο ∙ σε παρακαλούμε, συγκράτησε το λαό, γιατί πλανήθηκε για τον Ιησού, νομίζοντας ότι αυτός είναι ο Χριστός. Σε παρακαλούμε, πείσε όλους, όσοι ήρθαν για την ημέρα του Πάσχα, για τον Ιησού∙ γιατί όλοι πειθόμαστε σε σένα. Πράγματι, εμείς και όλος ο λαός αναγνωρίζουμε ότι είσαι δίκαιος και δεν προσωποληπτείς.

Πείσε κι εσύ λοιπόν τον όχλο να μην πλανάται για τον Ιησού. Και βέβαια όλος ο λαός και όλοι πειθόμαστε σε σένα. Στάσου λοιπόν πάνω στο αέτωμα του ναού, για να φαίνεσαι καλύτερα από ψηλά και να ακούει όλος ο λαός καλύτερα τα λόγια σου. Γιατί για το Πάσχα είχαν συγκεντρωθεί όλες οι φυλές μαζί με τους εθνικούς.

Έστησαν λοιπόν οι προαναφερθέντες γραμματείς και Φαρισαίοι τον Ιάκωβο πάνω στο αέτωμα του ναού και του φώναξαν και είπαν∙ «δίκαιε, που όλοι οφείλουμε να πειθόμαστε σε σένα, επειδή ο λαός πλανάται ακολουθώντας τον σταυρωμένο Ιησού, πες μας, ποια είναι η θύρα του Ιησού».

Και απάντησε με δυνατή φωνή∙ «Τι με ρωτάτε για τον υιό του ανθρώπου, κι αυτός κάθεται στον ουρανό, στα δεξιά της μεγάλης δύναμης, και πρόκειται να έρθει πάνω στα σύννεφα του ουρανού;».

Κι επειδή πολλοί πείσθηκαν και δόξαζαν για τη  μαρτυρία του Αγίου Ιακώβου και έλεγαν, «ωσαννά στον υιό του Δαυίδ», τότε πάλι οι ίδιοι γραμματείς και Φαρισαίοι έλεγαν μεταξύ τους∙ «λάθος κάναμε και προσφέραμε τέτοια μαρτυρία στον Ιησού∙ αλλά ας ανεβούμε και ας τον πετάξουμε κάτω για να φοβηθούν και να μην τον πιστέψουν».
Και φώναξαν λέγοντας, «ω, ω, πλανήθηκε και ο δίκαιος», και εκπλήρωσαν τη γραφή που βρίσκεται στον Ησαϊα, «ας σκοτώσουμε τον δίκαιο, γιατί δεν τον χρειαζόμαστε∙ λοιπόν, θα γευτούν τους καρπούς των πράξεών τους».

Αφού ανέβηκαν λοιπόν, έριξαν κάτω τον δίκαιο. Και έλεγαν μεταξύ τους∙ «ας λιθοβολήσουμε τον Ιάκωβο τον δίκαιο», και άρχισαν να τον λιθοβολούν, γιατί παρά την πτώση δεν πέθανε∙ αλλά γύρισε και γονάτισε λέγοντας∙ «Σε παρακαλώ, Κύριε Θεέ Πατέρα, συγχώρεσέ τους∙ γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν».
Κι ενώ λοιπόν έτσι τον λιθοβολούσαν, ένας από τους ιερείς, τους γιους του Ρηχάβ, του γιου του Ραχαβείμ, που αναφέρονται από τον Ιερεμία τον προφήτη, φώναζε λέγοντας∙ «σταματήστε∙ τι κάνετε; για σας προσεύχεται ο δίκαιος».

Και κάποιος απ' αυτούς, ένας που κατεργαζόταν υφάσματα, πήρε το ξύλο με το οποίο χτυπά τα υφάσματα και κατάφερε ένα χτύπημα στο κεφάλι του δίκαιου, και έτσι μαρτύρησε. Και τον έθαψαν  στον τόπο δίπλα στο ναό, και η στήλη του ακόμα βρίσκεται δίπλα στο ναό. Αυτός έχει γίνει αληθινός μάρτυρας για τους Ιουδαίους και τους Έλληνες, ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός. Και αμέσως ο Βεσπασιανός αρχίζει να τους πολιορκεί».
Αυτά εκτεταμένα τα αφηγείται και ο Ηγήσιππος συμφωνώντας με τον Κλήμεντα. Τόσο λοιπόν θαυμαστός ήταν ο Ιάκωβος και τόσο φημίζονταν για τη δικαιοσύνη του απ' τους άλλους όλους, ώστε και οι σώφρονες Ιουδαίοι να νομίζουν ότι αυτή είναι η αιτία που αμέσως μετά το μαρτύριό του πολιορκήθηκε η Ιερουσαλήμ, πράγμα το  οποίο δεν τους συνέβη για κανέναν άλλο λόγο, παρά για το ανοσιούργημα που τόλμησαν εναντίον του.
Και φυσικά ο Ιώσηπος δεν δίστασε να το επιβεβαιώσει εγγράφως με τα εξής λόγια∙


«Αυτά λοιπόν συνέβησαν στους Ιουδαίους σαν εκδίκηση για τον Ιάκωβο τον δίκαιο, επειδή ακριβώς τον σκότωσαν οι Ιουδαίοι, αν και ήταν πάρα πολύ δίκαιος».

Και ο ίδιος συγγραφέας, στο εικοστό βιβλίο της Αρχαιολογίας, περιγράφει το θάνατό του, ως εξής∙ «και ο Καίσαρας, όταν έμαθε το θάνατο του Φήστου, στέλνει για έπαρχο της Ιουδαίας τον Αλβίνο. Και ο νεότερος Άνανος, ο οποίος αναφέραμε ότι είχε παραλάβει την αρχιεροσύνη, ήταν θρασύς στο χαρακτήρα και ιδιαίτερα τολμηρός, και ανήκε στην αίρεση των Σαδδουκαίων, οι οποίοι είναι οι πιο σκληροί στις αποφάσεις από όλους τους Ιουδαίους, όπως ήδη το έχουμε αναφέρει.

Καθώς λοιπόν ήταν τέτοιος ο Άνανος, θεώρησε ότι βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία λόγω του θανάτου του Φήστου κι επειδή ο Αλβίνος ήταν ακόμη στο δρόμο, και συγκαλεί συνέδριο των κριτών και οδηγεί σε αυτό τον Ιάκωβο τον αδελφόθεο, και μερικούς άλλους, και κατηγορώντας τους ότι δήθεν παρανόμησαν, τους παρέδωσε για λιθοβολισμό.
Όσοι όμως θεωρούνταν ότι ήταν οι πιο επιεικείς στην πόλη και τηρούσαν τους νόμους με ακρίβεια, το έφεραν βαρέως, και στέλνουν κρυφά απεσταλμένο στο βασιλιά, παρακαλώντας τον να στείλει επιστολή στον Άνανο να μην κάνει πλέον τέτοιες πράξεις∙ γιατί ούτε προηγουμένως αυτός δεν είχε πράξει σωστά. Και κάποιοι απ' αυτούς προϋπαντούν τον Αλβίνο καθώς οδοιπορούσε από την Αλεξάνδρεια, και του εξηγούν ότι ο Άνανος δεν είχε δικαίωμα να συγκαλέσει συνέδριο χωρίς τη σύμφωνη γνώμη τη δική του.

Κι ο Αλβίνος πείσθηκε στα λόγια τους και γράφει οργισμένος στον Άνανο απειλώντας τον ότι θα τον τιμωρήσει, και ο βασιλιάς Αγρίππας για αυτό το λόγο του αφαίρεσε την αρχιεροσύνη, που την κατείχε για τρεις μήνες, και τον αντικατέστησε με τον Ιησού, το γιο του Δαμμαίου».

Ελεύθερη απόδοση από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου Καισαρείας Βιβλίο  Β'


Πηγή: IΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ

Ὁ Ἃγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος (23 Ὀκτωβρίου)


 Ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος εορτάζει στις 23 Οκτωβρίου και την Κυριακή μετά την Γέννηση του Ιησού Χριστού μαζί με τη μνήμη του Δαβίδ του Προφήτου και Ιωσήφ του μνήστορος.


Ζωή Ασκητική

Ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο Απόστολος του Κυρίου, ήταν από την Ιουδαία, υιός του μνήστορος Ιωσήφ. Ο Ιωσήφ ήταν παντρεμένος προτού μνηστευθεί την Παρθένο και από την γυναίκα του εκείνη είχε επτά παιδιά, τον Ιάκωβο, τον Ιωσή, τον Ιούδα, τον Σίμωνα (Συμεών), την Εσθήρ, την Μάρθα και την Σαλώμη, η οποία ήτο μητέρα των Αγίων Αποστόλων Ιωάννου και Ιακώβου. Είχε πεθάνει εκείνη και μνηστεύθει την Αειπάρθενο Μαριάμ, δια να μεγαλώσει τα παιδιά του, πού ένα από αυτά είπαμε είναι και ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος. Λέγεται Αδελφόθεος, όχι διότι ήταν αδελφός, αλλά διότι έζησαν σαν αδέλφια κάτω από την ίδια στέγη του Ιωσήφ. Πρώτα τον ονόμαζαν Ιοβλίαν, πού σημαίνει στην Εβραϊκή δίκαιος, διότι τόσο ενάρετα από βρέφος έζησε και τόση εγκράτεια είχε εις όλες του τις αισθήσεις και τα μέλη του, πού ήταν παράξενο. Τα μάτια του έβλεπαν πάντα δίκαια, γι αυτό ήταν πάντοτε άξιος του ελέους του Θεού. Η ακοή του ήταν πάντοτε για να ακούει σωτήρια αναγνώσματα. Στο στόμα του είχε πάντοτε τον νόμο. Το δεξί του χέρι ήταν πάντοτε έτοιμο για ελεημοσύνη, η δε τροφή του ήταν πάντοτε εγκρατής από όλα τα περιττά και άχρηστα. Ποτέ στη ζωή του δεν έφαγε έμψυχο πράγμα, δηλ. κρέας, ψάρι, θαλασσινά, ή άλλο πού να είχε πνοή και ζωή. Κρασί δεν έπινε ποτέ του. Μόνον με νερό ξεδιψούσε. Η τροφή του ήταν, ψωμί και δάκρυα.Τις μετάνοιες του φανέρωναν τα σκελετωμένα γόνατά του, εις τα οποία φαίνονταν μόνο το δέρμα με τα οστά, ενώ η σάρκα είχε χαθεί από την νηστεία. Το ένδυμά του ήταν ράσο τρίχινο. Λινό φορούσε μόνον, όταν έμπαινε στο ιερόν.

Παράδειγμα Επισκόπου

Όταν έγινε Επίσκοπος ο μέγας αυτός Ιάκωβος έδειξε τις αρετές του με την ταπεινοσύνη του και την μετριοφροσύνη του. Από την αρχή της Καθολικής επιστολής του Αποστόλου τούτου, φαίνεται πόσο ταπεινός. και μετριόφρων ήταν. Διότι υπογράφεται σ’ αυτήν: «Ιάκωβος, Θεού και Κυρίου Ιησού Χριστού δούλος», δεν αναφέρει κανένα από τα τρία μεγαλεία και αξιώματα πού είχε, Επίσκοπος, Απόστολος, Αδελφόθεος, καθώς ο Παύλος προς Γαλάτας τον μαρτύρησε Παίρνει παράδειγμα τον Διδάσκαλο.


Ιατρός των ψυχών


Έπειτα διορθώνει την κακήν ασθένεια μερικών, πού θεωρούν τον Θεό αίτιο των κακών. Αυτός λοιπόν ως γιατρός θεράπευσε την ασθένεια αυτή λέγοντας: «Κανένας όταν πειράζεται να μη λέγει ότι από τον Θεό πειράζομαι. Τέτοια βλασφημία να μη την βάλει κανείς στον νουν του. Διότι, ο Θεός δεν είναι δυνατόν να πειρασθεί ποτέ από κάτι κακόν και πονηρό, και συνεπώς είναι απολύτως αδύνατον, αυτός να προκαλέσει κακόν σε κανένα. Κανένας σπρώχνεται εις την αμαρτία, από δική του κακή επιθυμία. Αυτή τον παρασύρει και με το δόλωμα της ηδονής τον τραβά. Έπειτα τους συμβουλεύει να μη καυχηθεί κανείς, όταν κατορθώσει να κάμει κάτι καλόν, επειδή χωρίς την θεία χάριν δεν μπορούμε να κάνουμε κανένα καλό έργο. Αυτός μας δίδαξε να χαλιναγωγούμε την γλώσσα, να μη λέγουμε καταλαλιά ή κατάκριση. Είναι πολύ κακό να κατακρίνει κανείς τον άλλον. Μας δίδαξε να μη λέγουμε ψέματα. Εξαιρετικώς δε να αποφεύγουμε την επιορκία, δηλ. να ορκιζώμεθα ψέματα.


Τον ευλαβούντο και οι Απόστολοι

Τον θείον τούτον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο όλοι οι Απόστολοι τον είχαν σε μεγάλη ευλάβεια και τον λόγο του εφύλαττον ως νόμο, καθώς φαίνεται σε πολλά μέρη από τις πράξεις των Αποστόλων.


Αυτός λοιπόν ο μέγας και θείος Ιάκωβος ήταν Άγιος, από την κοιλιά της μητέρας του αγιασμένος, καθώς λέγουν τα ιερά βιβλία. Διά τούτο και μετά Χριστό πρώτος χειροτονήθηκε Επίσκοπος Ιεροσολύμων. Μονάχα αυτός έμπαινε εις τα άγια των αγίων, όχι μια φορά το χρόνο όπως οι Ιουδαίοι, αλλά κάθε ημέρα, επειδή ήταν αγνός και καθαρότατος από κάθε αμαρτία. Εκεί ευρισκόταν πάντοτε γονατισμένος παρακαλώντας τον Κύριο για τη σωτηρία του λαού. Περισσότεροι και από τον Μωυσή προσευχόταν.


Οι Φαρισαίοι παρακινούν τον Ιάκωβο να αρνηθεί τον Χριστo


Η θεάρεστη ζωή του Ιακώβου γινόταν παράδειγμα σε πολλούς Ιουδαίους και πολλοί γίνονταν Χριστιανοί. Άλλοι όμως, όπως ο Άνανος ξεσήκωνε τούς Ιουδαίους εναντίον του Ιακώβου. Μια μέρα οι ασεβείς είχαν τολμήσει να βάλουν τον Ιάκωβο στη μέση και να τον πιέζουν να αρνηθεί την πίστη του Χριστού. Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι επήγαν λοιπόν στον Ιάκωβο και του είπαν: «Σε παρακαλούμε Δίκαιε, δίδαξε τον λαό, διότι πλανήθηκαν και πιστεύουν στον Ιησού, νομίζοντες ότι αυτός είναι ο Χριστός. Γι αυτό την ημέρα του Πάσχα, κατά την οποία θα συγκεντρώνουν, προσπάθησε πολύ να τους πείσεις, να μη πλανώνται πιστεύοντας ένα άνθρωπο για Θεό».


Ο Ιάκωβος ομολογεί


Αμέσως λοιπόν, επειδή ήλθε η ώρα να αντισταθεί ο Άγιος κατά των Φαρισαίων και του ψεύδους, δεν δείλιασε για τον πρόσκαιρο θάνατον πού τον περίμενε. Άφησε την φωνή την ψυχή και την γλώσσα ελεύθερη και είπε: «Τί με ερωτάτε για τον Ιησού; Αυτός κάθεται στον ουρανό στα δεξιά του Πατρός Του. Αυτός πάλι θα έλθει καθισμένος σε νεφέλη του ουρανού να κρίνει με δικαιοσύνη την οικουμένη άπασα». Με την μαρτυρία αυτή του Ιακώβου πίστεψαν και άλλοι πολλοί και φώναζαν: «Ωσαννά τω Υιώ Δαβίδ». Οι τυφλοί Φαρισαίοι και Γραμματείς όρμησαν κατά πάνω του φωνάζοντας δυνατά για να τους ακούσει ο λαός: «Ως και ο δίκαιος πλανήθηκε».


Ο λιθοβολείται


Η μανία των Φαρισαίων γίνεται ακράτητη. Ανέβηκαν στο πτερύγιο, τον άρπαξαν τον Ιάκωβο σαν άγρια θηρία και τον γκρέμισαν στη γη. Επειδή όμως ο Άγιος δεν πέθανε αμέσως, αρχίζουν να τον λιθοβολούν οι κακούργοι. Εκείνος δεχόταν τις πέτρες τάραχος, σαν θησαυρό πολυτίμητο, και έλεγε γονατισμένος: «Κύριε Θεέ, Πάτερ, συγχώρεσέ τους, γιατί δεν ξέρουν τί κάνουν». Προσευχόταν για τους φονιάδες και τους αχάριστους, οι οποίοι, καίτοι τον άκουσαν να προσεύχεται γι' αυτούς, δεν σεβαστήκανε την μακροθυμία του οι αχάριστοι, αλλά ακόμη τον πετροβολούσαν. Ένας δε Ιερέας από τούς υιούς του Ρηχάβ, φώναζε: «Σταματήστε, τί κάνετε δυστυχισμένοι; για μας εύχεται ο Δίκαιος, και σεις, ώ άδικοι, τον πετροβολάτε;». Τότε ένας από τούς κακούργους εκείνους άρπαξε το ξύλο και με αυτό τον κτύπησε δυνατά στο κεφάλι και τον σκότωσε. Αμέσως τον πήραν αυτοί και τον έθαψαν κοντά στο Ναό. Μετά τον φόνο του Ιακώβου έπαθαν πολλά κακά οι Ιουδαίοι. Τοιουτοτρόπως λοιπόν με το Μαρτύριο του Δικαίου Ιακώβου, προστέθηκε ένας ακόμη Μάρτυς στους Μάρτυρες και τους Δικαίους.


 xristianos.gr


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.

Ὡς τοῦ Κυρίου Μαθητής, ἀνεδέξω δίκαιε τὸ Εὐαγγέλιον• ὡς Μάρτυς ἔχεις τὸ ἀπαράτρεπτον• τὴν παρρησίαν ὡς Ἀδελφόθεος• τὸ πρεσβεύειν ὡς Ἱεράρχης. Ἱκέτευε Χριστὸν τὸν Θεόν, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν


Κοντάκιοv. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ. 


Ὁ τοῦ Πατρὸς μονογενὴς Θεὸς Λόγος, ἐπιδημήσας πρὸς ἡμᾶς ἐπ’ ἐσχάτων, τῶν ἡμερῶν Ἰάκωβε θεσπέσιε, πρῶτόν σε ἀνέδειξε, τῶν Ἱεροσολύμων, ποιμένα καὶ διδάσκαλον, καὶ πιστὸν οἰκονόμον, τῶν μυστηρίων τῶν πνευματικῶν. Ὅθεv σε πάντες τιμῶμεν Ἀπόστολε.


Ὁ Οἶκος

Τὸν γόνον σε τοῦ Ἰωσήφ, καὶ Ἱεροσολύμων τὸν πρῶτον ἱεράρχην, Ἰάκωβε θεόπτα, καὶ τοῦ Κυρίου ἀδελφὸν ὕμνοις ἐγκωμίων ἀνυμνοῦμεν εὐσεβῶς, καὶ πίστει ἀνακράζομεν• Δώρησαι ἡμῖν δώρημα τέλειον ἐκ τοῦ Πατρὸς τῶν φώτων, καὶ ἀπέλασον τὴν θλίψιν τὴν ἐπερχομένην καὶ ἐνεστῶσαν ἐκ πλήθους πταισμάτων• ἐπῆραν γὰρ οἱ ἐχθροὶ καθ' ἡμῶν τὴν πτέρναν, καὶ ἐκύκλωσαν ἡμᾶς Ἰσμαηλῖται• ὧν θραῦσον ταχὺ τὰ τόξα ἱεροφάντορ, ἵνα σε πάντες τιμῶμεν Ἀπόστολε.

Μεγαλυνάριον.

Κλήσει ἀδελφόθεος πεφηνώς, Ἰάκωβε μάκαρ, τῶν ἀρρήτων μυσταγωγός, ἐν Σιὼν ἐδείχθης, καὶ πάθει σου τιμίῳ, τὸ ζωηφόρον πάθος, Χριστοῦ ἐδόξασας.


Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2021

ΑΓΙΟΣ ΑΡΤΕΜΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΑΣ (20 Ὀκτωβρίου)

 



Ο Άγιος Αρτέμιος ήταν διακεκριμένος πολιτικός του Βυζαντίου και ευσεβέστατος χριστιανός. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, εκτιμώντας τα ηθικά και πολιτικά του χαρίσματα, του έδωσε το αξίωμα του πατρικίου και τον διόρισε Δούκα και Αυγουστάλιο της Αλεξανδρείας.

Το 357 μ.Χ. πηγαίνει στην Πάτρα, κατ' εντολή του Αυτοκράτορα Κωνσταντίου, γιου του Μεγάλου Κωνσταντίνου, για να παραλάβει τα σεπτά λείψανα του Αγίου Ανδρέα και να τα ανακομίσει στον νεόκτιστο Ναό των Αγίων αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη (3 Μαρτίου 357 μ.Χ.).

Κατά την διαμονή του στην Πάτρα και με την επίβλεψη του κατασκεύασε υδραγωγείο. Στρατοπεδευμένος στην περιοχή της Μονής Γηροκομείου ελεούσε και βοηθούσε πλήθος αναξιοπαθούντων και κυρίως γερόντων, γεγονός που δικαιολογεί την τοπωνυμία Γηροκομείο.

Όταν, το 363 μ.Χ., ο Αρτέμιος άκουσε ότι ο Ιουλιανός ο Παραβάτης βασάνιζε τους χριστιανούς στην Αντιόχεια, ήλθαν στα χείλη του τα λόγια του ψαλμωδού Δαβίδ προς το Θεό: «Κύριε, πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με» (Ψαλμός Ν' (50), στ. 14). Κύριε, στήριξε με με σκέψεις σταθερές και θέληση ισχυρή, που να κυριαρχεί μέσα μου και να με κατευθύνει στην υπεράσπιση του αγαθού με θάρρος.

Πράγματι, ο Αρτέμιος, με τη δύναμη που του έδωσε ο Θεός, πήγε αμέσως στην Αντιόχεια και με παρρησία ήλεγξε ευθέως τον Ιουλιανό για τις παρανομίες του κατά των χριστιανών. Ο Ιουλιανός, που δεν περίμενε τέτοια στάση από αξιωματούχο, τον συνέλαβε και τον μαστίγωσε αλύπητα. Έπειτα του έσπασε τα κόκαλα με πέτρες, και τελικά τον αποκεφάλισε. Το Ιερό λείψανο του Αρτεμίου παρέλαβε κάποια διακόνισσα, η Αρίστη, που το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, στο ναό του προφήτου Προδρόμου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Εὐσέβειας τοῖς τρόποις καλλωπιζόμενος, ἀθλητικῆς ἀγλαΐας ὤφθης σοφὲ κοινωνός, πρὸς ἀγῶνας ἀνδρικοὺς παραταξάμενος· ὅθεν ὡς λύχνος φωταυγής, τῶν θαυμάτων τὰς βολάς, ἐκλάμπεις τῇ οἰκουμένῃ, Ἀρτέμιε Ἀθλοφόρε, πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον λόγον.

Εὐσεβείας ἐμπρέπων τοῖς κατορθώμασι, τῆς τῶν Μαρτύρων εὐκλείας ὤφθης σοφὲ κοινωνός, ἐναθλήσας ἀνδρικῶς Μάρτυς Ἀρτέμιε· ὅθεν πηγάζων δαψιλῶς, ἰαμάτων δωρεάς, τὸ πάθος ἐντεροκήλης, ὡς συμπαθὴς θεραπεύεις, τῶν προστρεχόντων τῇ πρεσβείᾳ σου.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς ἀριστέα τοῦ Σωτῆρος πολυθαύμαστον Καὶ παροχέα ἰαμάτων πλουσιόδωρον Ἀνυμνοῦμέν σε προφρόνως Μεγαλομάρτυς. Ἀλλ’ ὡς πέλων ἰατὴρ τῆς κήλης ἄριστος, Ἀσινῆ με ἐκ τῆς βλάβης ταύτης φύλαττε, Ἵνα κράζω σοι, χαίροις Μάρτυς Ἀρτέμιε.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος β΄. Τοὺς ἀσφαλεῖς.

Τὸν εὐσεβῆ καὶ στεφηφόροv Μάρτυρα, τὸν κατ' ἐχθρῶν νίκης ἀράμενον τρόπαια, συvελθόντες ἐπαξίως vῦν, ἐν ὑμνωδίαις εὐφημήσωμεv, Ἀρτέμιον τὸν μέγιστον ἐν Μάρτυσι, θαυμάτων τε δοτῆρα πλουσιώτατον, πρεσβεύει γὰρ Κυρίῳ ὑπὲρ πάντων ἡμῶν. 

Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς.

Τὸν στρατιώτην τοῦ Χριστοῦ τὸν ἀήττητον, καὶ καθαιρέτην τοῦ ἐχθροῦ γενναιότατον, τὸν ἐν μεγίστοις τέρασιν ἐκλάμψαντα, ἅπαντες Ἀρτέμιον, εὐφημήσωμεν πίστει· βρύει γὰρ ἰάματα, τοῖς προστρέχουσι πόθῳ, καὶ καταπαύει πάθη χαλεπά, καὶ τῶν ἐν θλίψει ἀνθρώπων προΐσταται.

Ὁ Οἶκος

Τὶς τοὺς ἀγῶνας ἐξαρκέσει ἐξειπεῖν Ἀθλοφόρε, ἢ τοὺς πόνους τοὺς σούς, οὓς περ ἀνδρείως ὑπέμεινας, διὰ τῆς πίστεως τοῦ Κυρίου, καὶ τῆς χάριτος ἧς περ κατηξιώθης; οὐκ ἐξαρκεῖ διηγήσασθαι στόμα ἀνθρώπινον· σοφίαν γὰρ ἐνδεδυμένος καὶ ἀνδρείαν, τὸν πλοῦτον ἐμίσησας καὶ τὴν ἀξίαν τὴν πρόσκαιρον, στρατιώτης φανεὶς γνησιώτατος. Καὶ νῦν πρεσβεύεις Κυρίῳ ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον

Δόξαν ὑπατείας ὑπεριδών, τὸ ὕπατον κλέος, ἐπορίσω τῶν ἀρετῶν, ὡς ἀνδραγαθήσας, Ἀρτέμιε ἐνδόξως· διὸ παντοίας βλάβης, ῥύου τοὺς δούλους σου.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον

Τὸν μεγαλομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, καὶ τῶν ἰαμάτων, τὸν πολλύρρυτον ποταμόν, τῆς ἐντεροκήλης, τὸν θεῖον ἰατῆρα, Ἀρτέμιον τὸν μέγαν, ὕμνοις τιμήσωμεν.