† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2021

Ὁ Ἅγιος Πολυχρόνιος ὁ Ἱερομάρτυρας, Δυναμικὸς κληρικὸς ποὺ θυσιάστηκε γιὰ τὰ ὀρθόδοξα δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας (7 Οκτωβρίου)

 



Δυναμικὸς κληρικὸς τοῦ 4ου μ.Χ. αἰῶνα, ἐκ τῆς ἐπαρχίας Γαμφανήτιδος, ποὺ θυσιάστηκε γιὰ τὰ ὀρθόδοξα δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ὁ πατέρας του Βαρδάνιος ἦταν γεωργὸς στὸ ἐπάγγελμα, καὶ φρόντισε ὁ γιὸς του νὰ ἀνατραφεῖ ὄχι μόνο μὲ τὰ διδάγματα τῆς πίστης, ἀλλὰ τοῦ παρεῖχε ἀρκετὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μόρφωση. Ἔτσι ἐνῷ ὁ πατέρας καλλιεργοῦσε τὶς ἀμπελοφυτεῖες του, ὁ γιὸς μὲ ζῆλο καὶ θέρμη καλλιεργοῦσε τὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου, διδάσκοντας τὰ θεία λόγια καὶ ἀγωνιζόμενος στὸν πολλαπλασιασμὸ τῆς καρποφορίας τοῦ θείου σπόρου.

Ἦταν μάλιστα ἰκανότατος συζητητὴς καὶ πολλὲς φορὲς εἶχε καταντροπιάσει σοφοὺς τῶν εἰδωλολατρῶν σὲ συζητήσεις φιλοσοφικὲς γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ θρησκεία.

Κατόπιν ὁ Πολυχρόνιος πῆγε στὴν ἕδρα τῆς σοφίας καὶ τῶν γραμμάτων, τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἔγινε διάκονος καὶ ἔπειτα πρεσβύτερος. Ἀπὸ τὸ ἀξίωμα αὐτὸ δὲν ἔπαψε νὰ διδάσκει καὶ μὲ πολλοὺς τρόπους μοχθοῦσε γιὰ τὴ χριστιανικὴ ἀνατροφὴ τῶν ἐνοριτῶν του.

Ὅταν ὅμως ἔγινε αὐτοκράτορας ὁ ἀρειανόφιλος γιὸς τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, Κωνστάντιος, ὁ Πολυχρόνιος ἔμεινε στὴ μερίδα τῶν κληρικῶν ἐκείνων, ποὺ γιὰ τὸ ὀρθὸ δόγμα ἔμειναν ἀπτόητοι μπροστὰ στοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς ἐξορίες ποὺ ἐπέβαλε ὁ αἱρετικὸς αὐτοκράτορας.
Ἔτσι οἱ Ἀρειανοί, ἀνέλαβαν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι νὰ ἀπαλλαγοῦν μία κι ἔξω ἀπὸ αὐτόν. Κάποια μέρα λοιπὸν ποὺ ὁ Πολυχρόνιος Ἱερουργοῦσε, μιὰ ὁμάδα ἀπὸ Ἀρειανοὺς εἰσέβαλε στὸ ναὸ καὶ τὸν ἔσφαξαν πάνω στὴ Ἁγία Τράπεζα, καὶ ἔτσι ἔγινε τίμιο ὁλοκαύτωμα γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μὲ τὴ δική Του θυσία σήκωσε τὴ δική μας σωτηρία.



Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ἐργάτης γενόμενος, τῆς ἀρετῆς ἐκ παιδός, θαυμάτων ἐπλούτησας, τὴν δωρεὰν ἐκ Χριστοῦ, σοφὲ Πολυχρόνιε· ὅθεν ἱερατεύσας, τῷ Θεῷ θεοφρόνως, ἤθλησας καὶ καθεῖλες, τοῦ Ἀρείου τὴν πλάνην· διὸ Ἱερομάρτυς, ἀξίως δεδόξασαι.


Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ἱερεὺς θεόληπτος Πάτερ ἐδείχθης, καὶ στερρῶς ἐνήθλησας, ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ· διὸ ἀξίως δεδόξασαι, Ἱερομάρτυς σοφὲ Πολυχρόνιε.


Μεγαλυνάριον.

Ἀρετῆς ἐργάτης ὢν ἐκ παιδός, τῆς ἱερωσύνης, ἀνεδείχθης στήλη λαμπρά, καὶ ὑπὲρ τῆς δόξης, Χριστοῦ ἤθλησας χαίρων, ἐκχέας σου τὸ αἷμα, ὦ Πολυχρόνιε.


Πηγή: www.synaxarion.gr

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2021

ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΔΙΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΕΡΙΟΔΕΙΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΘΩΜΑ ΣΤΙΣ ΙΝΔΙΕΣ

 

Ο Απόστολος Θωμάς πωλήθηκε κατά παραχώρηση Κυρίου στον έμπορο Αμβάνη ως δούλος και πολύ ικανός και έμπειρος οικοδόμος. Ο Αμβάνης έφερε τον δούλο στις Ινδίες και τον παρουσίασε στον Βασιλέα ως μέγα αρχιτέκτονα και οικοδόμο. Εκείνος τον δέχθηκε και του πρόσφερε πολλά χρήματα για να του οικοδομήσει καινούργια παλάτια.

Ο Απόστολος του Χριστού μόλις πήρε τα χρήματα τα μοίρασε στους πτωχούς και στους έχοντας ανάγκη.

Μετά από λίγο χρόνο έστειλε ο Βασιλεύς τους αυλικούς του για να δουν πως πηγαίνουν οι νέες οικοδομές. Όταν είδαν κατάπληκτοι ότι ούτε τα θεμέλια δεν έχει τοποθετήσει ο οικοδόμος και μαθαίνοντας ότι τα χρήματα τα μοίρασε στους πτωχούς, έτρεξαν στον βασιλέα και του ανήγγειλαν το γεγονός. Εκείνος διέταξε να δέσουν τον Απόστολο οπισθάγκωνα και να τον φέρουν μπροστά του. Αφού ήλθε, του είπε με οργή:
-Μου έκτισες το παλάτι;
-Ναι, απάντησε με ηρεμία ο Απόστολος και μάλιστα είναι πολύ ωραίο.
-Εμπρός λοιπόν, είπε ο βασιλιάς, πάμε να το δω και εγώ.
-Δεν είναι δυνατόν, βασιλιά να δεις αυτό το ανάκτορο σ' αυτή την ζωή. Μετά την αναχώρηση σου απο τον κόσμο αυτό θα το απολαύσεις και θα αγαλλιασθεί η ψυχή σου.
Τα λόγια αυτά του αληθινού δούλου του Θεού, θεώρησε ο βασιλιάς Γουνδαφόρος, διότι αυτό ήταν το όνομά του, ως εμπαιγμό και χλεύη. Και επειδή έμαθε ότι αυτός ο άνθρωπος είναι πτωχός και δεν έχει τις οικονομικές δυνατότητες να του επιστρέψει τα σπαταληθέντα χρήματα, σκέφθηκε ότι μόνο ο θάνατος του θα ικανοποιήσει κάπως τον θυμό του. Γι' αυτό διέταξε να τον γδάρουν ζωντανό και ύστερα να τον ρίξουν στην φωτιά να καεί.
Τι κάνει όμως ο Παντοδύναμος Θεός; ο αδελφός του βασιλιά οργίστηκε περισσότερο κατά του Αποστόλου και βίαζε τον βασιλιά να τον τιμωρήσει. Ξαφνικά όμως πέθανε και ο θάνατος του αγίου Θωμά ματαιώθηκε. Έτσι όλοι πλέον ασχολούνταν με την εκφορά του νεκρού.
Ο Θεός όμως που δεν επιθυμεί τον θάνατο του αμαρτωλού, επιτέλεσε εδώ καταπληκτικό θαύμα. Μόλις πέθανε ο Γάδ, αυτό ήταν το όνομά του, παρέλαβαν την ψυχή του άγγελοι και της έδειχναν τις αιώνιες κατοικίες των ανθρώπων που σώθηκαν από την αμαρτία ή μετανόησαν.
Η ψυχή του Γάδ κυριεύθηκε από θαυμασμό για το έξοχο κάλλος εκείνης της ουράνιας έπαυλης που ξεχώριζε από τις άλλες και παρακαλούσε τους συνοδούς αγγέλους της να την αφήσουν να κατοικήσει σ' ένα απ' αυτά τα μικρά δωμάτια που έβλεπε. Οι άγγελοι όμως δεν δέχονταν την παράκληση του λέγοντας ότι αυτό το παλάτι ανήκει στον αδελφό του Γουνδαφόρο και το έκτισε ένας ξενόφερτος άνθρωπος ονόματι Θωμάς.
Μόλις πληροφορήθηκε αυτό ο Γάδ παρακαλούσε επίμονα τους αγγέλους να του επιτρέψουν να γυρίσει στον κόσμο για ν' αγοράσει αυτό το λαμπρό παλάτι από τον αδελφό του.
Με το θέλημα λοιπόν του Θεού επανήλθε η ψυχή του Γάδ στο σώμα της για να λυτρωθεί έτσι ο Απόστολος από τον θάνατο και πολλοί άνθρωπο να σωθούν από το θαύμα της αναστάσεως του Γάδ.
Ενώ οι συγγενείς του, ετοίμαζαν το νεκρό σώμα του Γάδ για τον ενταφιασμό, ξαφνικά άρχισε να αναπνέει. Όλοι εξεπλάγησαν και φώναξαν τον βασιλιά στον οποίο είπε ο αναστημένος αδελφός του:
-Αν με αγαπάς, αδελφέ μου, έχω την αξίωση να μου πουλήσεις αυτό το ωραίο παλάτι που σου έκτισε στον ουρανό ο χριστιανό Θωμάς.
Ακούγοντας τα λόγια αυτά ο βασιλιάς φωτίστηκε εκ Πνεύματος Αγίου ότι ο Θωμάς είναι αληθινός Απόστολος του Θεού και φωτισμένος στην ψυχή είπε στον αδελφό του:
-Αδελφέ μου, δεν μπορώ να σου πουλήσω αυτό το παλάτι γιατί η απόκτηση του δεν επιτυγχάνεται εύκολα. Θεωρώ προτιμότερο να συστήσω σε εσένα τον τεχνίτη του, ο οποίος ζει ακόμη, και εκείνος προς χάριν σου θα οικοδομήσει παρόμοιο ανάκτορο.
Αμέσως διέταξε ν' αποφυλακίσουν και φέρουν ενώπιόν του τον Θωμά. Όταν παρουσιάστηκε μπροστά τους, εκείνοι έπεσαν και οι δύο γονατιστοί στα πόδια του ζητώντας συγχώρεση διότι από άγνοια, διέπραξαν το κακό σε βάρος του και τον παρακάλεσαν να κηρύξει στην χώρα τους τον αληθινό Θεό που λατρεύει και την διδασκαλία του, ώστε όλοι οι άνθρωποι να απολαύσουν τα αιώνια και άφθαρτα αγαθά, τα οποία αξιώθηκε να γνωρίσει ο Γάδ.
Με κατάπληξη άκουσε όλα αυτά ο Απόστολος Θωμάς και ευχαρίστησε εκ βάθους καρδίας τον Θεό για τα θαυμάσια Του και την Θεία Πρόνοιά Του. Αμέσως τους κατήχησε και τους βάπτισε όλους και άλλα αναρίθμητα πλήθη ινδών, στο Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Απο το βιβίο "Ψυχωφελείς Οπτασίες και Διηγήσεις"

Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"


Πηγή: tokandylaki.blogspot.ca

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΩΜΑΣ (6 Ὀκτωβρίου)



Ακολουθεί τον Χριστό

Ο Θωμάς γεννήθηκε, όταν βρισκότανε στη γη σωματικά ο Κύριος, για τη σωτηρία μας. Ζούσε δε στην Ιουδαία. Γεννήθηκε από φτωχούς γονείς. Το όνομα Θωμάς ερμηνεύεται στην Ελληνική δίδυμος. Οι πτωχοί γονείς του, του μετέδωσαν την ευσέβεια. Είχε μεγάλη ευλάβεια στο Μωσαϊκό Νόμο. Από μικρός διάβαζε με προσοχή τα ιερά βιβλία και φύλαττε το Νόμο του Θεού. Ζούσε ζωή αγία.
Ψαράς ήταν στο επάγγελμα. Με την ψαραδική του προσπαθούσε, δουλεύοντας σκληρά, να βγάζει το ψωμί του. Η κακοπάθεια του επαγγέλματος ήταν γύμνασμα για ν’ αντέξει στις κακοπάθειες του Αποστόλου. Σε μια στιγμή της ζωής του ο Χριστός, επειδή τον βρήκε κατάλληλο, τον κάλεσε κοντά του. Όταν τον κάλεσε, δεν ανέβαλε τον καιρόν. Αλλά αμέσως εγκατέλειψε και σπίτι και γονείς και συγγενείς και επάγγελμα και τα πάντα και με μεγάλη χαρά Τον ακολούθησε. Έτσι προστέθηκε και αυτός στους δώδεκα Αποστόλους. Συνοδοιπορούσε με τον Κύριο και τον υπηρετούσε πιστά.

Η απιστία του

Με την σταύρωση και την Ανάσταση του Κυρίου, όπως είναι γνωστόν, οι Μαθητές, διά τον φόβο των Ιουδαίων, ήσαν κλεισμένοι μέσα στο Υπερώον. Ενώ, λοιπόν, ήταν κλεισμένες οι πόρτες, εισέρχεται ο Χριστός και με την παρουσία Του βεβαιώνει το θαύμα της Αναστάσεως. Έκαμε το μεγάλο θαύμα της Αναστάσεώς του: νίκησε τον ανίκητο μέχρι τότε θάνατον!

Όλοι οι Μαθητές έλαμπαν από χαρά, διότι ξαναείδαν τον Διδάσκαλο. Έλειπε όμως ένας. Ήταν ο Θωμάς. Όταν επέστρεψε, βρήκε τους άλλους, πού αναπηδούσαν από τη χαρά τους. Τού είπαν:
- Ἐωράκαμεν τόν Κύριον. Εἴδαμε τόν Κύριον.
Εκείνος, όμως, είχε τις αμφιβολίες του και έλεγε:
- Ἐάν μή ἴδω, οὐ μή πιστεύσω. Δεν θα το πιστέψω αυτό, πού μου λέτε, εάν δεν δουν τα μάτια μου και δεν τον ψηλαφήσω ο ίδιος.
Έμεινε μια εβδομάδα ο Θωμάς με την απιστία του.

«Καί μεθ’ ἡμέρας ὀκτώ πάλιν ἤσαν ἔσω οἱ Μαθηταί αὐτοῦ, καί Θωμάς μετ' αὐτῶν. Ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων καί ἔστη ἐν τῷ μέσω αὐτῶν καί εἶπεν Εἰρήνη ὑμίν.
Εἴτα λέγει τῷ Θωμά. Φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε, καί ἴδε τάς χείρας μου καί τήν πλευρά μου καί μή γίνου ἄπιστος ἀλλά πιστός».
Και απεκρίθει ο Θωμάς και είπε αυτώ:
- Ο Κύριος μου και ο Θεός μου.
Λέγει αυτώ ο Ιησούς:
- «Ὅτι ἐώρακας μέ πεπίστευκας; Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες» (Ιωάν. κ΄. 26 - 29).
Με τον λόγο τούτον μακάρισε και επήνεσε ο Κύριος ημάς τους μεταγενεστέρους, διότι χωρίς ημείς να Τον δούμε σωματικά τον πιστέψαμε. Πάντως, ο Θωμάς με την απιστία, πού έδειξε και την αμφιβολία του στην Ανάσταση του Χριστού, έγινε αφορμή να διαλυθεί και το τελευταίο ίχνος της απιστίας και να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η πίστας και των άλλων Μαθητών, αλλά και ημών.

Κλήρος του οι Ινδίες

Κατά την ήμερα της Πεντηκοστής πού βρισκόταν και ο Θωμάς μαζί με τους άλλους Αποστόλους κατήλθεν, ως γνωστόν, το Πανάγιο Πνεύμα εις τάς κεφαλάς των εν είδει πύρινων γλωσσών.
Μετά όμως την Πεντηκοστήν, σύμφωνα με το πρόσταγμα του Κυρίου: «Πορευθέντες εἰς τόν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τό Εὐαγγέλιον πάση τή κτίσει» (Μαρκ. κ'. 1 - 15), κάθε Απόστολος αναχώρησε σε μια περιοχή, πού του ορίσθηκε με κλήρο, για να κηρύξει. Εις τον Απόστολο Θωμά έλαχε ο κλήρος να πάει να κηρύξει στους Πάρθους, στους Πέρσας, στους Μήδους και στους Ινδούς. Οι Ινδίες, είναι χώρα της Ασίας, πολύ μακρινή. Εκεί οι άνθρωποι τότε ήσαν σκληροί, βάρβαροι και λάτρευαν τα είδωλα.

Ο Χριστός τον δυναμώνει

Όταν είδε ο Θωμάς, ότι τον έστειλαν σε ένα τέτοιο άγριο έθνος, άρχισε να στεναχωριέται και να φοβάται, μήπως δεν θα μπόρεση να τα βγάλει πέρα.
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, σαν καρδιογνώστης, πού είναι, γνωρίζοντας πολύ 
καλά τα όσα θα έκαμνε στις Ινδίες ο Απόστολος Θωμάς, παρουσιάζεται μια μέρα στην αγορά, σαν άνθρωπος και λέγει στον Αμβανή:

- Θέλεις να αγοράσεις έναν αιχμάλωτο, πού έχω; Είναι χτίστης στο επάγγελμα, σπουδαιότατος.
- Ναι, απάντησε εκείνος. Ευχαρίστως.

Το χέρι πού με ράπισε θα το φάνε τα θηρία

Μετά από αυτά μπήκανε στο πλοίο και έφτασαν στην Ανδάπολη. Εκεί ο άρχοντας της πόλης πάντρευε την θυγατέρα του και όλος ο κόσμος, ξένοι και κάτοικοι της πόλης ήταν καλεσμένοι. Στον γάμο ο Απόστολος Θωμάς καθόταν συλλογισμένος και προσέχοντας τον εαυτό του. Τότε πήγε ένας οινοχόος και δίνει ένα χαστούκι στον Απόστολο, λέγοντας του:
- Ήρθες στο γάμο να χαρείς και να γλεντήσεις με τους άλλους και όχι να κάθεσαι κατσουφιασμένος.
Ο Απόστολος απάντησε σ’ αυτόν, πού τον ράπισε:
- Εύχομαι να σου συγχωρήσει ο Κύριος το αμάρτημα σου αυτό στην άλλη ζωή. Αυτό όμως το χέρι, πού κινήθηκε εναντίον μου και με ράπισε, θα το μοιρασθούν σ' αυτή τη ζωή τα θηρία, για να συνετισθούνε οι άλλοι.
Ενώ, λοιπόν, πήγε ο υπηρέτης εκείνος, για να φέρει νερό να το ανακατέψει με το κρασί, ένα θηρίο, πού παραμόνευε στη βρύση, χίμηξε κατά πάνω του, και τον ξέσχισε. Βρήκε ο δυστυχής έτσι φρικτό θάνατο. Το χέρι όμως, πού προ ολίγου είχε ραπίσει τον Απόστολο, το άρπαξε ένα σκυλί στο στόμα του και τριγύριζε στα τραπέζια, για να παραδειγματιστούν όλοι.
Αφού πληροφορήθηκε ο άρχοντας αυτά κάλεσε τον Απόστολο και τον παρακάλεσε να κατηχήσει τους νεονύμφους. Τους κατήχησε και αυτοί πίστεψαν στον Χριστό καθώς και ο άρχοντας της πόλης. Ο Απόστολος του Χριστού προχώρησε εν τω μεταξύ βαθύτερα στις Ινδίες. Όταν έμαθαν οι δόκιμοι αυτοί μαθητές του Χριστού, ότι ο Θωμάς βρίσκεται στις Ινδίες, πήγανε σ’ αυτόν και πήρανε το Άγιο Βάπτισμα. Έπειτα άρχισαν να κηρύττουν και αυτοί εις άλλους το Άγιο Ευαγγέλιο.

Αναλαμβάνει να κτίση παλάτι τον Βασιλέως

Εν συνεχεία ήλθε ο Απόστολος στον βασιλέα της Ινδίας, Ινδοφέρνην Γουνδιαφόρον 
ονομαζόμενο. Εις αυτόν τον είχε συστήσει ο έμπορος Αμβανής. Ο βασιλεύς του ζήτησε να κατασκευάσει ένα παλάτι πολύ όμορφο για αυτόν. Ο βασιλιάς θα έλειπε τρία χρόνια σε άλλη χώρα και ήθελε το παλάτι να είναι έτοιμο. Έτσι έδωσε πολύ χρυσάφι στον Απόστολο για τα υλικά και έφυγε.

Όμως ο Απόστολος Θωμάς τα χρήματα αυτά τα μοίραζε στους φτωχούς και σε όσους είχαν ανάγκη. Έχτιζε δε παλάτι ουράνιο στον βασιλιά. Κάποια στιγμή επισκέφτηκαν τον βασιλιά κάποιο πολίτες τις περιοχής του και τους ρώτησε πως είναι το παλάτι του. Αυτοί του είπαν ότι ο Απόστολος τα χρήματα τα μοιράζει και διδάσκει τον λαό για τον Χριστό, και ότι σε αυτόν κτίζει παλάτι ουράνιο. Τότε ο βασιλιάς έφυγε αμέσως για την πόλη του και φυλάκισε τον Απόστολο γιατί πίστεψε ότι τον κορόιδεψε.
Ο αδερφός του βασιλιά επειδή ήταν πολύ στεναχωρημένος για το κακό που έπαθε ο αδερφός του κόντευε να πεθάνει από μελαγχολία. Σε λίγο του κόπηκε η αναπνοή και Άγγελος Κυρίου πήρε την ψυχή του και τον ρώτησε «πια κατοικία θέλει να κατοικίσει», αυτός είδε το παλάτι του αδερφού του και ζήτησε αυτό. Τότε ο Άγγελος του είπε:
- Αυτό είναι του αδερφού σου δεν μπορείς να το πάρεις.

Αμέσως αυτός ζήτησε από το Άγγελο να γυρίσει και να ζητήσει από τον αδερφό του αυτό το παλάτι. Αφού ξαναζωντάνεψε πήγε στον αδερφό του, του ζήτησε το παλάτι και του εξήγησε πως αυτό του το έφτιαξε ο Απόστολος. Τότε αφού ο βασιλιάς κατάλαβε το λάθος του έβγαλε από την φυλακή τον Απόστολο του Κυρίου και έπεσαν στα πόδια του ζητώντας συγχώρεση. Ο Απόστολος αφού τους συγχώρεσε τους δίδαξε και τους βάπτισε. Έπειτα πολλοί ειδωλολάτρες βλέποντας αυτά πίστεψαν και βαπτίστηκαν και αυτοί Χριστιανοί.
Μετά την επιστροφή στη θεογνωσία των περισσοτέρων ανθρώπων της πόλεως εκείνης, ο Θωμάς πήγε σε μια άλλη μεγάλη χώρα των Ινδιών. Εκεί ζούσε πολύ ταπεινά. Εκεί δίδαξε στους ανθρώπους για την πίστη στον Χριστό, έκανε πολλά θαύματα, με τη Χάρη του Χριστού, και οδήγησε τους βαρβάρους εκείνους ανθρώπους στην αληθινή πίστη. Έτσι ίδρυσε ο Απόστολος Θωμάς την Εκκλησία των Ινδιών.

Ξαναφυλακίζουν τον Απόστολο

Ανάμεσα σ' αυτούς, πού καρποφόρησε ο λόγος του Ευαγγελίου μέσα στις ψυχές τους, ήταν και η γυναίκα του βασιλέως Μισδίου, η Μιγδονία. Έκτος από αυτή πίστεψε και μια άλλη γυναίκα, πού διακρινόταν για την ευγένεια του χαρακτήρος της. Ήταν η Τερτιανή, η σύζυγος του άρχοντα Χαρασίου. Αυτές οι δύο άκουσαν τη διδασκαλία του Αποστόλου πίστεψαν στο Χριστό και πήραν την απόφαση να ζήσουν με σωφροσύνη. Απεφάσισαν να ζήσουν ασκητικά, μέσα στα ανάκτορα. Ο βασιλεύς και ο Χαράσιος, σαν είδαν, ότι οι γυναίκες τους είχαν μεγαλύτερη προσήλωση στο Θεό, παρά σε αυτούς, οργίστηκαν και φυλάκισαν τον Απόστολο.

Εξέρχεται θαυματουργικός και βαπτίζει

Κατά τα μεσάνυκτα πήγαν οι Χριστιανοί στη φυλακή. Την άνοιξε ο Απόστολος θαυματουργικός. Μπήκαν μέσα και τους δίδασκε να μένουν ακλόνητοι στην Πίστη τους και να μη δειλιάσουν ποτέ μπροστά στα μαρτύρια και το θάνατο, διότι με αυτά θα κληρονομήσουν την αιώνιο ζωή. Όταν, λοιπόν, συμβούλεψε και κατήχησε, όσους δεν είχαν βαπτιστεί, βγήκε ο Απόστολος από την φυλακή και πήγε με τους κατηχουμένους του, σ' ένα σπίτι. Σ’ αυτό είχαν ετοιμασθεί όλα τα απαραίτητα για τη Θεία Λειτουργία και το Άγιο Βάπτισμα. Κατόπιν ο Απόστολος γύρισε στην φυλακή όπου η πόρτα άνοιξε και έκλεισε αυτομάτως.

Λογχίζεται

Την επόμενη μέρα οδήγησαν τον Άγιο έξω από την πόλη. Ζήτησε να προσευχηθεί:
- Κύριε και Θεέ μου, Συ πού είσαι για τους πιστούς η ελπίδα και η απολύτρωσης, ιδού σήμερα τελείωσα το έργον, πού μου ανέθεσες, όταν με πούλησες σαν δούλο.
Τώρα ελευθέρωσε με και οδήγησε τα βήματά μου κοντά Σου, στην Βασιλεία Σου.
Αφού προσευχήθηκε οι στρατιώτες αμέσως τον λόγχισαν, χτυπώντας τον συγχρόνως και με ακόντια. Το άγιο αποστολικό αίμα έτρεξε και πότισε το Ινδικό χώμα.

Θεραπεύει το παιδί του βασιλέως

Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός από τον μαρτυρικό θάνατο του και δαιμονίσθηκε ένας από τους γιούς του Μισδίου. Μη μπορώντας, όμως να βρει την υγεία του, ήρθε ο βασιλιάς στον τάφο του Αποστόλου, διά να λάβει μέρος απ' τα Άγια Λείψανα και να 
τα βάλει επάνω στο γιό του, για να θεραπευτεί. Όταν όμως άνοιξε τον τάφο, δεν βρήκε μέσα το ιερό Λείψανο. Το είχε πάρει κρυφά κάποιος Χριστιανός και το μετέφερε στη Δύση. Παρουσιάζεται όμως, ο Θωμάς στο βασιλιά και του λέγει:
- Όσο ζούσα, βασιλεύ, δεν επίστεψες. Τώρα πιστεύεις; Αλλά για να ίδεις πόσο φιλάνθρωπος είναι ο Δεσπότης Χριστός, ο Κύριος μου, πάρε λίγο χώμα από τον τάφο μου. 

Βάλτο επάνω στο παιδί σου, και θα γίνει αμέσως καλά. Εγώ δεν σου κρατάω κακία.
Τότε ο βασιλεύς έφερε στον τάφο το παιδί του. Πήρε λίγο χώμα από τον τάφο του Αγίου και με πίστη πολλή το έβαλε επάνω ατό δαιμονισμένο παιδί του λέγοντας:
- Πιστεύω εις τον Κύριό μου Ιησού Χριστό, τον Αληθινό Θεό.
Αμέσως τότε θεραπεύτηκε το παιδί του από το δαιμόνιο! Ο δε βασιλεύς παρακαλούσε την γυναίκα του την Τερτία και την Μιγδονία με δάκρυα και μεγάλη ταπείνωση να προσευχηθούν στο Δεσπότη Χριστό, για να του συγχωρέσει τα αμαρτήματα του, αλλά και για όσα κακά είχε κάμει εις βάρος του τιμίου και ενδόξου Αποστόλου, του Αγίου Θωμά.

Το άγιο Λείψανο του

Το ιερόν Λείψανο του Αγίου Αποστόλου μεταφέρθηκε αρχικά στην Έδεσσα της Συρίας. Από εκεί έγινε η ανακομιδή του εις Κωνσταντινούπολη και τοποθετήθηκε από τον Κωνστάντιο, τον υιό του Μ. Κωνσταντίνου το 337 μ.Χ. εις τον Ναό των Αγίων Αποστόλων. Το έβαλαν μαζί με τα ιερά Λείψανα του Αποστόλου Ανδρέου, του Αποστόλου Λουκά και άλλων Αγίων.
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως κατά το 1204 υπό των Λατίνων, τα ιερά Λείψανα εσυλήθησαν και μετεφέρθησαν από αυτούς στη Ρώμη.
Η άγια Κάρα του Αποστόλου Θωμά είναι θησαυρισμένη σήμερα στην Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὡς θεῖος Ἀπόστολος, θεολογίας κρουνούς, ἐνθέως ἐξήντλησας, ἐκ λογχονύκτου πλευρᾶς, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἠμῶν. Ὅθεν τῆς εὐσέβειας, κατασπείρας τὸν λόγον, ἔλαμψας ἐν Ἰνδίᾳ, ὡς ἀκτὶς οὐρανία, Θωμὰ τῶν Ἀποστόλων, τὸ θεῖον ἀγλάισμα.



Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Β' ΛΟΥΚΑ : Εὐαγγέλιον - Ὁμιλία εἶς τό «Καθώς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς » (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)

 Hristos-invatatorul1

Εὐαγγέλιο Κυριακής: (Λουκ. Στ΄ 31-36)

«Εἶπεν ὁ Κύριος· Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως. Καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι. Καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι. Καὶ ἐὰν δανείζητε παρ᾿ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα. Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς. Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί».

Ἀπόδοση

Εἶπε ὁ Κύριος· «῞Οπως θέλετε νὰ σᾶς συμπεριφέρονται οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι ἀκριβῶς νὰ συμπεριφέρεστε κι ἐσεῖς σ’ αὐτούς. Γιατί, ἂν ἀγαπᾶτε αὐτοὺς ποὺ σᾶς ἀγαποῦν, ποιὰ εὔνοια περιμένετε ἀπὸ τὸν Θεό; ᾿Αφοῦ καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀγαποῦν αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἀγαποῦν. Κι ἂν κάνετε καλὸ σ’ αὐτοὺς ποὺ σᾶς κάνουν καλό, ποιὰ εὔνοια περιμένετε ἀπὸ τὸν Θεό; Καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ ἴδιο κάνουν. ῍Αν δανείζετε σ’ ὅσους ἐλπίζετε νὰ σᾶς τὰ ἐπιστρέψουν, ποιὰ εὔνοια περιμένετε ἀπὸ τὸν Θεό; Καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ δανείζουν στοὺς ὁμοίους τους γιὰ νὰ τὰ πάρουν πίσω. ᾿Αντίθετα, ἐσεῖς ν’ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας, νὰ κάνετε τὸ καλὸ καὶ νὰ δανείζετε, χωρὶς νὰ περιμένετε νὰ πάρετε πίσω τίποτα. ῎Ετσι, ὁ Θεός, ποὺ εἶναι καλὸς ἀκόμα καὶ μὲ τοὺς ἀχάριστους καὶ τοὺς κακούς, θὰ σᾶς ἀνταμείψει μὲ τὸ παραπάνω καὶ θὰ σᾶς κάνει παιδιά του. Νὰ εἶστε λοιπὸν σπλαχνικοί, ὅπως σπλαχνικὸς εἶναι κι ὁ Θεὸς Πατέρας σας».

Ὁμιλία εἶς τό «Καθώς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς » ιοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ

Αυτός που έπλασε μόνος τις καρδιές μας και παρατηρεί όλα τα έργα μας, αυτός ο οποίος ενεφανίσθη σε εμάς με σάρκα και μας ηξίωσε να γίνη διδάσκαλός μας, ζητεί τώρα από εμάς αυτά που παρεφθάρησαν για να τα αναπλάση, εκείνα ακριβώς που ενέβαλε στις ψυχές μας όταν στην αρχή μας έπλασε. Διότι απ΄ αρχής μας έπλασε καταλλήλους για την μέλλουσα διδασκαλία και ύστερα έδωσε την διδασκαλία κατάλληλο προς την αρχικήν πλάσι· δεν έκαμε τίποτε άλλο παρά να ανακαθάρη την ωραιότητα του πλάσματος που είχεν αμαυρωθή με την πρόσληψι της αμαρτίας. Αυτό δεικνύει με τον καλλίτερο τρόπον η σήμερα αναγινωσκομένη και προβαλλομένη από εμάς προς ερμηνείαν περικοπή του Ευαγγελίου: «Καθώς θέλετε», λέγει, «ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». Καλώς προείπεν ο Προφήτης Ησαΐας ότι «λόγον συντετρημένον δώσει Κύριος επί της γης». Πράγματι σε αυτόν τον ένα και σύντομο λόγο συμπεριέλαβε κάθε αρετήν, κάθε εντολήν, σχεδόν κάθε καλήν πράξι και γνώμη. Γι΄ αυτό και κατά τον Ευαγγελιστήν Ματθαίον, αφού προέταξε αυτό ο Κύριος προσέθεσε «ούτος γαρ εστίν ο νόμος και οι προφήται». Πράγματι σε άλλο σημείον συγκεφαλαιώνοντας είπεν ότι σε δύο εντολές, στην προς Θεόν και προς τον πλησίον αγάπη «κρέμανται όλος ο νόμος και οι προφήται»· τώρα όμως συνήγαγε τα πάντα σε ένα και συμπεριέλαβε όχι μόνον την κατά τον νόμον και τους Προφήτες αρετήν, αλλά και κάθε αγαθοεργίαν γενικώς μεταξύ των αθρώπων· διότι τώρα νομοθετεί όχι σε ένα γένος μόνον, αλλά σε όλην την οικουμένην, ή μάλλον σε όσους συνδέονται με αυτόν δια της πίστεως, από κάθε έθνος κάτω από τον ουρανόν.

Και μάλιστα όχι μόνο συμπεριέλαβε, αλλά και έδειξε ότι κάθε μία από τις εντολές που εδόθησαν από αυτόν υπάρχει έμφυτος μέσα μας. Πράγματι αυτό είναι που και ο αδελφόθεος Ιάκωβος μας παραγγέλει λέγοντας· «αποθέμενοι πάσαν ρυπαρίαν και περισσείαν κακίας, εν πραΰτητι δέξασθε τον έμφυτον λόγον τον δυνάμενον σώσαι τας ψυχάς υμών». Αυτό μας το είχε διακηρύξει ο Θεός και με τον Προφήτην Ιερεμία, λέγοντας «διαθήσομαι αυτοίς διαθήκην καινήν, διδούς νόμους μου εις διάνοιαν αυτών»· διότι το να έχωμε εκουσίαν γνώμην είναι ιδιότης της διανοίας. Αφού λοιπόν ο Κύριος έδειξε ότι κατ΄ αυτόν τον έμφυτον νόμον έχουν αναγραφή τώρα όλα τα ευαγγελικά παραγγέλματα, προστάζει και νομοθετεί να πολιτευώμεθα σύμφωνα με αυτά· διότι ενέβαλε την γνώσι του πρακτέου μέσα στην φύσι μας, ως φιλάγαθος και φιλάνθρωπος που είναι. Μάλιστα ο Κύριος με την κεφαλαιώδη αυτήν παραίνεσι, το «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως», έδειξεν ότι κάθε ευαγγελική εντολή είναι όχι μόνον έμφυτος αλλά και δικαία και εύκολος και συμφέρουσα και επίσης εύληπτος σε όλους και ευνόητος από μόνη της. Τι δηλαδή; δεν γνωρίζεις ότι το να οργίζεσαι εναντίον του αδελφού και να τον προσβάλλης και μάλιστα χωρίς λόγον είναι κακόν; Και πως εσύ θέλεις να υποστής την οργή και την προσβολήν του και ούτε καν μετά από σκέψι φθάνεις σ΄ αυτήν την γνώμην, αλλ΄ αμέσως δυσανασχετείς προς την εναντίον σου κινουμένην οργήν και προσβολήν, και με κάθε τρόπον την αποφεύγεις μη καταδεχόμενος αυτήν, οπωσδήποτε ως κακήν, ως άθεσμον, ως ασύμφορον; Έτσι θεωρείς και την προς την σύζυγό σου εμπαθή και περίεργον θέαν από κάποιον άλλον· έτσι επίσης όχι μόνον το εναντίον σου, αλλά και το προς εσέ για οποιονδήποτε λεγόμενον ψεύδος· και γενικώς αυτήν την εσωτερικήν στάσι απέναντι σε κάθε τι απηγορευμένον από την ευαγγελικήν εντολήν. Τι πρέπει να ειπούμε περί όλων των αμαρτωλών πράξεων που έχουν προαπαγορευθή από τον παλαιόν νόμον, του φόνου, της μοιχείας, της επιορκίας, της αδικίας και των ομοίων; Ακόμη δε και περί των αντιθέτων από αυτά αρετών και πως μας αρέσουν αυτοί που τις χρησιμοποιούν υπέρ ημών; Βλέπεις ότι και γνωρίζεις από μόνος σου κάθε εντολήν και την κρίνεις ως δικαίαν και συμφέρουσα; Και όχι μόνον αυτό αλλά και ως ευχερή; Διότι δεν θα θεωρούσες πολύ αξιόμεμπτον αυτόν που θυμώνει ή ψεύδεται εναντίον σου ή σε επιβουλεύεται με άλλον τρόπο, εάν ενόμιζες ότι είναι δυσκατόρθωτον ή αδύνατον το να απέχη εκείνος από αυτά.

Μη λοιπόν, όταν μεν εσύ κακοπαθής από άλλον, όταν υβρίζεσαι, εξαπατάσαι ή ζημιώνεσαι, συνηγορής υπέρ του εαυτού σου, ενώ όταν συ ο ίδιος υβρίζης και αδικής και επιχειρής να εξαπατήσης τον πλησίον σου, τον καταδικάζεις μη εξάγοντας την ιδίαν απόφασι για τα ίδια πράγματα. Αλλά να είσαι αντικειμενικός κριτής, και εκείνα μεν που δεν θέλεις να παθαίνης από άλλον ως κακά, με κανέναν τρόπο να μη τα κάνης στον άλλον, εκείνα δε τα αγαθά που ποθείς εσύ να σου γίνωνται από τον άλλον, αυτά να του κάνης και συ. Ζητείς κάτι από κάποιον, βοήθειαν ίσως ή κάποιαν άλλην εξυπηρέτησι και θέλεις οπωσδήποτε να την λάβης, επειδή το θεωρείς καλόν; γιατί όχι; Όταν λοιπόν κάποιος άλλος σου ζητή κάτι, σπεύσε να του φερθής φιλικώς και να θεωρής καλόν το να λάβη και εκείνος κάτι εμπράκτως από σε. Αλλά ζητεί εκείνος από σε κάτι περισσότερον από όσα έχεις; Δείξε με όσα έχεις ότι και αν είχες περισσότερα, θα του παρείχες· «ει γαρ το θέλειν παράκειται» (αν υπάρχη θέλησις) λέγει ο Παύλος «εξ ων έχει τις ευπρόσδεκτος, ουκ εξ ών ουκ έχει». Θέλεις να αγαπάσαι από όλους, να αξιώνεσαι συγγνώμης και θεωρείς βαρύ και ανυπόφορον το να κατακρίνεσαι και μάλιστα ενώ έπταισες και λίγο; Αγάπα τότε και συ τους πάντες, να είσαι συγχωρητικός, άπεχε από την κατάκρισι, βλέποντας κάθε άνθρωπον σαν τον εαυτόν σου και έτσι να αποφασίζης και να ενεργής, με αυτήν την διάθεσι. «Τούτο γαρ έστι το θέλημα του Θεού» λέγει ο κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος, «αγαθοποιούντας φιμούν (να φιμώνουμε) την των αφρόνων ανθρώπων αγνωσίαν», εκείνων δηλαδή που μας εχθρεύονται ματαίως και δεν θέλουν να δώσουν σε άλλους εκείνα που επιθυμούν αυτοί να λαμβάνουν από άλλους.
Πράγματι πως δεν είναι άφρων όποιος, ενώ ανήκουμε όλοι στην ιδία φύσιν αυτός δεν αντιμετωπίζει το θέμα με τον ίδιον τρόπον, ούτε αποδίδει την ιδίαν κρίσι, μολονότι ενυπάρχουν σ΄ εμάς φυσικώς και η κρίσις αυτή και η θέλησις; Διότι στο να θέλωμε να αγαπώμεθα και να ευεργετούμεθα από όλους, όπως και από τον εαυτόν μας, είμεθα όλοι αυτοκίνητοι. Επομένως και το να θέλωμε να αγαθοποιούμε και να έχωμε καλήν διάθεσι προς όλους, όπως και προς τους εαυτούς μας, είναι έμφυτο σ΄ εμάς, επειδή όλοι έχουμε γίνει κατ΄ εικόνα του αγαθού. Αλλά όταν εισήλθε μέσα μας και επληθύνθη η αμαρτία, την μεν προς τον εαυτόν μας αγάπη δεν την έσβεσε, αφού σε τίποτε δεν της εναντιώνεται, ενώ την προς αλλήλους αγάπην, ως κορυφήν των αρετών την κατέψυξε, την ηλλοίωσε και την αχρήστευσεν. Όθεν αυτός που ανακαινίζει την φύσι μας και την ανακαλεί προς την χάριν της εικόνος της, δίδοντας τους ιδικούς του νόμους κατά το προφητικόν, στις καρδίες μας, λέγει «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως» και «ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί τούτο ποιούσι· και εάν δανείζητε παρ΄ ων ελπίζετε απολαβείν, ποία υμίν χάρις εστί; Και γαρ αμαρτωλοί αμαρτωλοίς δανείζουσιν, ίνα απολάβωσι τα ίσα».

Αμαρτωλούς εδώ ονομάζει όσους δεν φέρουν το όνομά του και όσους δεν πολιτεύονται σύμφωνα με το Ευαγγέλιόν του· τους απεκάλεσε όλους αυτούς με ένα όνομα δεικνύοντας με τον τρόπον αυτόν ότι δεν προκύπτει κανένα όφελος από το να λεγώμεθα χριστιανοί, εάν με τα έργα μας δεν διαφέρωμε από τους εθνικούς. Όπως δηλαδή έλεγεν ο μέγας Παύλος προς τους Ιουδαίους ότι «περιτομή ωφελεί, εα νόμον πράττης· εάν δε παραβάτης νόμου ης, η περιτομή σου ακροβυστία γέγονεν»· έτσι και τώρα ο Χριστός λέγει σ΄ εμάς δια του Ευαγγελίου, ότι σε σας τους ιδικούς μου θα υπάρχη η χάρις που ενώνει με εμέ, εάν τηρήτε τις εντολές μου· εάν όμως πράττετε τα έργα των αμαρτωλών και τίποτε περισσότερον, αγαπάτε δηλαδή αυτούς που σας αγαπούν και ευεργετήτε αυτούς που σας ευεργετούν, δεν θα αποκτήσετε από αυτά καμμίαν παρρησία προς εμέ. Και δεν τα λέγει αυτά αποτρέποντάς μας από το να αγαπούμε αυτούς που μας αγαπούν και από το να ευεργετούμε αυτούς που μας ευεργετούν, και από το να δανείζωμε σε αυτούς οι οποίοι πρόκειται να μας τα επιστρέψουν· αλλά φανερώνει ότι το καθένα από αυτά δεν έχει μισθόν, επειδή λαμβάνει εδώ την ανταπόδοσι, και δεν φέρνει καμμίαν χάρι στην ψυχήν ούτε την καθαρίζει από την αμαρτίαν η οποία την έχει κηλιδώσει. Δεν προξενούν λοιπόν αυτά, όταν υπάρχουν, κανένα κέρδος, καμμίαν ιδιαιτέραν χάρι στην ψυχήν ως αιωνίαν ανταπόδοσιν, όταν όμως απουσιάζουν προξενούν πολλήν κατάκρισιν και ζημίαν. Διότι αυτοί που δεν ανταγαπούν ούτε εκείνους που τους αγαπούν και τους φροντίζουν, είναι χειρότεροι και από τους τελώνες και τους αμαρτωλούς· εκείνοι δε που με έργα και λόγους τους ανταμείβουν με τα αντίθετα πόσον περισσότερο κατακρίνονται; Τοιούτοι είναι και όσοι αφηνιάζουν προς τους άρχοντες της πόλεως, μολονότι εκείνοι καθημερινώς καταβάλλουν γι΄ αυτούς σημαντικές φροντίδες, όσοι δεν αποδίδουν την εύνοιαν που αρμόζει στους βασιλείες οι οποίοι ετάχθησαν από τον Θεόν, όσοι δεν ταπεινώνονται κάτω από την κραταιάν χείρα του Θεού, αλλ΄ απειθούν στην Εκκλησίαν του Χριστού και αγανακτούν ματαίως κατά των προστατών της Εκκλησίας, και μάλιστα την στιγμή που εκείνοι καταβάλλουν τόσην προσπάθεια για το καλό τους και θέλουν και εύχονται και πράττουν με όλην τους την δύναμι κάθε αγαθόν και ωφέλιμο γι΄ αυτούς.

Αλλά και εκείνοι που δεν δανείζουν στους υποσχομένους να ανταποδώσουν τα ίσα και εγκαίρως, αλλά απαιτούν τόκους και μάλιστα βαρείς και χωρίς αυτούς ούτε καν να εμφανισθή επιτρέπουν ο κήνσος και το αργύριον, είναι σχεδόν άνομοι και χειρότεροι από τους αμαρτωλούς, αφού ούτε στον παλαιό νόμο πείθονται ούτε στην νέαν Διαθήκην. Από αυτά η μεν Διαθήκη μας προτρέπει να δανείζωμε και σε εκείνους οι οποίοι δεν υπάρχει ελπίς να μας επιστρέψουν το δάνειον, ο δε παλαιός νόμος λέγει «ουκ εκτοκιείς (τοκίσης) το αργύριόν σου» και επαινεί αυτόν που δεν δίδει τα χρήματά του με τόκον· επίσης συνιστά να αποφεύγωμε την πόλι, στις πλατείες της οποίας, δηλαδή φανερά, συνάπτονται δάνεια με τόκον και δόλον. Βλέπετε ότι ο τοκογλύφος αφαιρεί όχι μόνον της ψυχής του, αλλά και της πολιτείας την δόξα, διότι της προσάπτει κατηγορίαν απανθρωπίας, και την αδικεί ολοκληρωτικά και σοβαρά; Διότι ενώ είναι ιδικός της πολίτης και όσα έχει τα απέκτησε από αυτήν, δεν τα χρησιμοποιεί προς όφελός της. Σ΄ αυτούς που δεν έχουν δεν θέλει να δανείζη, ενώ σε αυτούς που έχουν, αλλά ολίγα, δίδει με τόκον, ώστε μαζί με το επάγγελμά τους να τους αφαιρέση και εκείνα τα ολίγα που έχουν. Γι΄ αυτό προφανώς και ο Προφήτης συνάπτει τον τόκον με τον δόλον, λέγοντας «εμάκρυνα φυγαδεύων και ηυλίσθην εν τη ερήμω ότι είδον ανομίαν και αντιλογίαν εν τη πόλει, και ουκ εξέλιπεν εν των πλατειών αυτής τόκος και δόλος».

Σπεύδει λοιπόν να πλουτίση ο τοκιστής όχι τόσον με χρήματα όσον με αμαρτήματα, καταστρέφοντας έτσι και την περιουσία του δανειστού και την ιδικήν του ψυχήν. Διότι οι τόκοι είναι σαν γεννήματα εχιδνών, τα οποία φωλιάζουν στους κόλπους των φιλαργύρων και προδηλώνουν ότι δεν θα διαφύγουν τους ακοιμήτους σκώληκες που απειλούνται για τον μέλλοντα αιώνα. Εάν δε κάποιος από αυτούς λέγη ότι, αφού δεν μου επιτρέπης να λαμβάνω τόκους, θα κρατήσω κοντά μου το αργύριον που μου περισσεύει και δεν θα το διαθέσω σε όσους χρειάζονται δανεικά, αυτός ας γνωρίζη ότι έχει μέσα του τις μητέρες των εχιδνών, οι οποίες θα του γίνουν μητέρες και των ακοιμήτων εκείνων σκωλήκων.

Γι΄ αυτούς λοιπόν τους λόγους ο Κύριος, θέλοντας με κάθε τρόπον να μας απομακρύνη από όλα τα κακά, παραγγέλλει να αγαπούμε και να αγαθοποιούμε και τους εχθρούς και να δανείζωμε σ΄ εκείνους που δεν έχουν να μας ανταποδώσουν, χωρίς να αποβλέπωμε σε τίποτε· διότι, λέγει «έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί Υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστίν επί τους αχαρίστους και πονηρούς». Μη νομίζης, λέγει, ότι επειδή αγαθοποιείς αυτούς που σου φέρονται άσχημα και δίδεις σ΄ εκείνους που δεν ανταποδίδουν, θα χάσης τα ιδικά σου· διότι τώρα είναι καιρός σποράς και αγαθοεργίας, ο δε καιρός του καταλλήλου θερισμού είναι ο μέλλων αιών. Μην απελπισθής λοιπόν για τον χρόνον που έχει ορισθή μεταξύ σποράς και θερισμού, αλλά γνώριζε ότι θα συγκομίσης τα αγαθά σου πολλαπλάσια, όπως απεναντίας και οι εδώ κακοποιούντες θα συγκομίσουν τα κακά που τους αρμόζουν. Διότι ότι σπείρει κανείς εδώ, τα ανάλογα θα θερίση εκεί, αλλά με μεγάλην προσθήκη.

Εάν λοιπόν εδώ ομοιώσης τον εαυτό σου δια των έργων με τον Υιόν του Θεού και αποδείξης ότι είσαι καλός με όλους, όπως και εκείνος είναι προς όλους αγαθός, θα λάβης εκεί με επαύξησι την προς αυτόν ομοίωσι, περιλαμπόμενος με το φως της δόξης του Υψίστου και συζών αιωνίως με εκείνους για τους οποίους ο Χριστός θα είναι «ο Θεός εν μέσω θεών», και θα διαμοιράζη τα αξιώματα της αϊδίου μακαριότητος· διότι αυτό εδήλωσε με την προσθήκη «και έσεσθε υιοί Υψίστου, ότι αυτός χρηστός εστίν επί τους αχαρίστους και πονηρούς». Πράγματι, γι΄ αυτό και ο Υιός του Θεού αφού έκλινεν ουρανούς κατήλθε στην γη και έγινεν υιός ανθρώπου και είπε και έπραξε όλα αυτά, και τέλος αφού έπαθεν απέθανεν υπέρ ημών και ανέστη και ανήλθε πάλι στους ουρανούς για να μας κάνη ουρανίους και αθανάτους και υιούς Θεού. Ώστε αυτά που απαιτεί τώρα από εμάς, το να αγαπούμε τους εχθρούς, να αγαθοποιούμε, να δανείζωμε σε εκείνους που δεν έχουν να μας ανταποδώσουν, δεν είναι μόνον οφειλόμενα και συμφέροντα για μας, όπως προαπεδείχθη, αλλά και μικρά είναι συγκρινόμενα με όσα δίδονται από εκείνον. Διότι αυτός μεν έδωσε τον εαυτόν του υπέρ ημών οι οποίοι όχι μόνον δεν είχαμε τίποτε να του ανταποδώσουμε, αλλά και είχαμε φανή με πολλούς τρόπους αχάριστοι και πονηροί προηγουμένως· εμάς όμως μας προτρέπει να δανείζωμε από το περίσσευμα και να αγαθοποιούμε από όσα έχουμε στην διάθεσί μας. Ποία και πόσα; Και για αυτά ακόμη τα μικρά μας ανταποδίδει την προς αυτόν ομοιότητα και την υψίστην υιοθεσία και τους ουρανίους μισθούς, λέγοντας «γίνεσθε οικτίρμονες ότι και ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς οικτίρμων εστί». Μεθ΄ ου αυτώ πρέπει δόξα συν αγίω Πνεύματι εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


alopsis.gr

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2021

Ἅγιος Ἱερώνυµος ὁ ἐν Αἰγίνη (3 Ὀκτωβρίου)

 



Τῇ Γ΄ τοῦ αὐτοῦ µηνός, Mνήµη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡµῶν Ἱερωνύµου τοῦ Nέου, τοῦ ἐντῇ Ἀρχαίᾳ Kαρβάλῃ τῆς Kαππαδοκίας γεννηθέντος, ἐν τῇ Nήσῳ δὲ Aἰγίνῃ ἀσκήσαντος καὶ θεοφιλῶς δράσαντος.

Ὁ Ὅσιος Γέροντας Ἱερώνυµος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Γκέλβερη τῆςἉγιατόκου γῆς τῆς Καππαδοκίαςποὺ ἐπὶ αἰῶνες ἔδωσε πληθώρα ἉγίωνΠατέρωνὉσίων καὶ Μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας µας καὶ ἔλαβε τὸ ὄνοµα Βασίλειος

Ἦτo τέκνο πολυτέκνου καὶ εὐσεβοῦς οἰκογενείας. Ἡ µητέρα του, τὸν γαλούχησε ἀπὸ µικρᾶς ἡλικίας στὴν μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀπὸ πολὺ νωρὶς ὁ µικρὸς Βασίλειος ζοῦσε κατὰ Χριστὸ βίο τηροῦσε τοὺς κανόνες του καὶ κήρυττε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.  Ἦτο εὐσεβέστατος καὶ φιλακόλουθος. Ὁ νεαρὸς Βασίλειος ἀκολουθῶντας τὴν εὐχὴ τῆς µητέρας του, καὶ τὸν ἔνθεο ζῆλο του, χειροτονήθηκε διάκονος. Ἀπὸ τὴ θέση του αὐτὴ συνέχισε τὸ θεάρεστο ἔργο τῆς κηρύξεως τοῦ Θείου Λόγου. Ἡ ἀγάπη τοῦ κόσµου πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ ἦταν µεγάλη. 

Μετέβη στοὺς Ἁγίους Τόπους ὡς ταπεινὸς προσκυνητὴς τῶν Παναγίων Προσκυνηµάτων, ὅπου καὶ παρέµεινε γιὰ κάποιο µικρὸ χρονικὸ διαστηµα. Τὸ περασµα του αὐτὸ ἀπὸ τὴν Ἁγία γῆ Σιῶν, τὸν ἐπηρέασε βαθύτατα καὶ ἀργότερα προέτρεπε τὰ πνευµατικὰ τοῦ τέκνα νὰ πραγµατοποιήσουν τὸ ταξίδι αὐτὸ τουλάχιστον µία φορὰ στὴ ζωή τους. Μετὰ πῆγε στὴν Πόλη, ὅπου ὡς Διάκονος ὑπηρέτησε τὸ Οἰκουµενικὸ Πατριαρχεῖο. 
Μετὰ τὴν Μικρασιατικὴ καταστροφὴ τὸ 1922 ἦλθε στὴν Ἑλλάδα καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν Αἴγινα. Τοποθετήθηκε ὡς διάκονος στὸν Μητροπολιτικὸ ναὸ τῆς Αἴγινας καὶ ὡς πνευµατικὸς ὁδηγὸς στὴν Ι. Μ. Εὐαγγελισµοῦ τῆς Θεοτόκου, τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Ἐν συνεχεία τοποθετήθηκε ὡς, πνευµατικὸς ὁδηγὸς στὴν Ι. Μ. Χρυσολεόντισσας. Ὁ θερµὸς τοῦ ζῆλος γιὰ τὴν κήρυξη τοῦ Θείου Λόγου, ὁ ἐνάρετος βίος του δὲν διέφυγαν τῆς προσοχῆς τοῦ τότε Μητροπολίτη  καὶ χειροτονήθηκε Ἱερεύς. Τοῦ ἐδόθη τὸ ὀφίκιο τοῦ Ἀρχιµανδρίτου καὶ ταυτόχρονά του ἀνετέθη τὸ ἔργο τοῦ Πνευµατικοῦ, ἕνα ἔργο ποὺ µέχρι τέλους τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς του, τελοῦσε µἐ αὐταπάρνηση, µὲ φόβο Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀγάπη πρὸς τὸ συνάνθρωπο. Ἔτσι ἀνέλαβε, ὡς Ἱερεὺς πλέον, τὸν Ι. Ναό. τοῦ Ἁγίου Διονυσίου στὸ νοσοκοµεῖο, ναὸ ποὺ ὁ ἴδιος τὸν κατασκεύασε, καὶ συνέχισε µἐ ἀκόµη µἐγαλύτερο ζῆλο τὸ πνευµατικὸ ἔργο του στὸ χῶρο αὐτό. Ἀναφέρεται ὅτι ὁ γέροντας ἐκτός του ποιµαντικοῦ του ἔργου, περιποιώταν καὶ τοὺς ἀσθενεῖς ὡς «πρακτικὸς ἰατρὸς» καὶ εἶχε θεραπεύσει τὰ τραύµατα ἀρκετῶν.
 Ὡς Λειτουργὸς λειτουργοῦσε πάντοτε µἐ ποταµοὺς δακρύων στὰ µάτια του . 
ὡς ἄλλος Ἅγιος Σπυρίδων συλλειτουργοῦσε µἐ Ἅγιους καὶ Ἀγγέλους, ὡς φυσικὲς παρουσίες, τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας. Χαρακτηριστικὰ ἀπευθυνόµενος σὲ νέους ἱερεῖς ἔλεγε. «Ἂν δὲν βλέπεις τὸν Ἄγγελό σου δίπλα σου στὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο, µὴ λειτουργεῖς». Ἦταν ἄκακος καὶ µέχρις ἐσχάτων ταπείνωνε τὸν ἑαυτό του ἔναντι ὅλων, χωρὶς ἴχνος ἐγωισµοῦ. Ἀναφέρεται ὅτι κάποτε βαδίζοντας µέσα στὴν πόλη τῆς Αἴγινας χαιρέτισε κάποιον µαγαζάτορα καὶ τοῦ εὐχήθηκε γιὰ τὸν υἱό του ποὺ γιόρταζε. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἄγνωστο γιατί, βγῆκε ἀπὸ τὸ µαγαζί του καὶ ἀντὶ νὰ τὸν εὐχαριστήσει, τὸν ἐξύβρισε. Ὁ ἀνεξίκακος Γέροντας ἀπεχώρησε ἀµίλητος, δεχόµενος ὅλες τὶς ὕβρεις ποὺ τοῦ ἐκτόξευσε καὶ ἐπανῆλθε στὸν ὑβριστὴ τὴν ἐπόµενη µέρα ζητῶντας τοῦ συγνώµη γιὰ τὴν ἀναστάτωση ποὺ τοῦ προξένησε. Ὁ ἄνθρωπος τὰ ἔχασε, ἔβαλε τὰ κλάµατα καὶ τοῦ ζήτησε συγνώµη γιὰ τὴν ἀπαράδεκτη συµπεριφορά του. Διακόνησε τὸν Ναὸ τοῦ νοσοκοµείου γιὰ 18 χρόνια µἐ αὐταπάρνηση. 
Κατὰ τὴν διάρκεια αὐτὴ τῆς ἐφημερίας του, ἔλαβε τὸ Μέγα Ἀγγελικὸ Σχήµα τοῦ Μοναχοῦ, ποὺ τόσο ἐπιθυµοῦσε, ἀπὸ τὸν Γέροντα Ἱερώνυµο τὸν Σιµωνοπετρίτη, λαµβάνοντας τὸ ὄνοµα Ἱερώνυµος.
Ὁ Ὅσιος ἔζησε σὲ µία περίοδο ποὺ ἡ Ἐκκλησία δοκιµαζόταν ἀπὸ τὴν ἐπιβαλλόµενη ἀπὸ σκοτεινοὺς κύκλους, µετατροπὴ τοῦ ἡµερολογίου. Μιὰ ὑπόθεση ποὺ ἀποτέλεσε καὶ ἀποτελεῖ µία µελανὴ σελίδα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καὶ ποὺ δυστυχῶς βασανίζει τοὺς πιστοὺς διὰ τῆς παναιρέσεως σήμερα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Μιὰ ἀνοικτὴ πληγὴ ποὺ συνεχίζει νὰ αἱµορραγεῖ καὶ νὰ πληγώνει. Ὁ Ἅγιος Γέροντας, ἐλεγχόµενος συνειδησιακὰ καὶ µὴ µπορῶντας νὰ ἀντέξει τὴν ἐπιβαλλόµενη καινοτοµία, παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ τοῦ δώσει σηµεῖο γιὰ τὸ τί θὰ πρέπει νὰ πράξει. Ὁ ἴδιος ἐπιθυµοῦσε νὰ ἐπιστρέψει στὸ πάτριο ἠµερολόγιο, ἀλλὰ ἀνέµενε Θεῖον µήνυµα περὶ τῆς ἀποφάσεώς του. Κάποια στιγµὴ κάποιοι «καλοθελητὲς» ἐνηµέρωσαν τὸν οἰκεῖο Μητροπολίτη ὅτι ὁ Γέροντας δὲν ἱερουργεῖ στὸν ναὸ τοῦ νοσοκοµείου, διότι πηγαίνει µἐ τὸ παλαιὸ ἡµερολόγιο. Ὁ Δεσπότης µὴ γνωρίζοντας τα περὶ τῆς φοβερᾶς ὀπτασίας του ποὺ τὸν ὁδήγησε στὸ νὰ πάψει νὰ ἱερουργεῖ, τὸν εἰδοποίησε ὅτι θὰ πήγαινε νὰ συλλειτουργήσουν µαζί, ἀνήµερα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἀπετέλεσε, τὸ ἐκ «Θεοῦ σηµεῖο» ποὺ ζητοῦσε. Ἔτσι ἀπέστειλε µἴα ἐπιστολὴ στὸ Μητροπολίτη µὲ τὴν ὁποία µὲ σεβασµὸ ὑπέβαλε τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὸ Ναὸ τοῦ νοσοκοµείου καὶ τοῦ γνώριζε, ὅπως ὅλοι ἄλλωστε τὸ γνώριζαν, ὅτι σέβεται καὶ ἐπιθυµεῖ νὰ ἀκολουθήσει τὸ πάτριο ἠµερολόγιο.

 Μετὰ τὴν παραίτηση τοῦ ἀπεσύρθη στὸ Ἡσυχαστήριό του, 
ἀπετοιχίσθη ἕνεκεν τῆς ἀκριβείας τῆς Πίστεως καὶ ἀκολούθησε τὸ Πάτριο ἠµερολόγιο. 
Τὴν περίοδο τοῦ πολέµου, ὁ Κύριος µας, τοῦ ὁποίου οἱ βουλὲς εἶναι ἄγνωστες καὶ τὰ µυστήρια ἀνεξερεύνητα, ἐπέτρεψε στὸν Γέροντα καὶ µία ἄλλη δοκιµασία. Κάποιος τραυµατισµένος Γερµανός, κατέφυγε σ' αὐτὸν γιὰ νὰ τοῦ θεραπεύσει ἕνα τραύµα. Ὁ π. Ἱερώνυµος στὴν ἀρχὴ δὲν ἤθελε νὰ τὸν βοηθήσει, διότι ὑπῆρχε ἀπαγόρευση. Τελικά, τὸν βοήθησε καὶ τὸν ἔκανε καλά, ζητώντας µόνο νὰ µὴν τὸν µαρτυρήσει. Ἀντὶ τοῦ µάννα ὅµως στὸν Κύριο µας ἔδωσαν χολή, καὶ ἀντὶ εὐχαριστίας στὴν εὐεργεσία, ὁ Γερµανὸς ἄφησε µία χειροβοµβίδα στὸ Ἡσυχαστήριο.
Ἀποτέλεσµα ἦταν νὰ σκάσει ἡ χειροβοµβίδα, νὰ τὸν τραυµατίσει σοβαρά στὸ χέρι καὶ νὰ τοῦ προκαλέσει µόνιµη κατὰ τοὺς γιατροὺς κώφωση. Ἀπαιτήθηκε νὰ τοῦ κοπεῖ τὸ ἀριστερὸ χέρι. Ὁ ἴδιος ἔλεγε, «Κύριε µου τίποτα δεν εἶχα ὅταν ἦλθα στὸν κόσµο. Ἐσὺ µὲ ἔφερες. Ἐσὺ µὲ τὰ ἔδωσες ὅλα. Ἃς εἶναι δοξασµένο τὸ ὄνοµά Σου. Ὅτι εὐδοκεῖ ἡ Χάρις Σου διὰ ἐµὲ ἃς γίνει. Ἂν εἶναι γιὰ τὸ συµφέρον τῆς ψυχῆς µου ἃς πάρεις καὶ τὸ ἄλλον χέρι». 
Παρακαλοῦσε τοὺς Ἅγιους Ἀναργύρους, τουλάχιστον νὰ συντοµεύσουν τὴν παραµονή του στὸ νοσοκοµεῖο. 
Τελικὰ ὄντως, µὲ τὴ παρέµβαση τῶν Ἁγίων, συντοµεύτηκε ἡ παραµονή του καὶ µἐ τὴ θαυµατουργικὴ δράση τους, ἀποκαταστάθηκε καὶ ἡ ἀκοή του, παρ' ὅτι τοῦ τὸ εἶχαν ἀπόκλεισει οἱ ἰατροί. Τότε εἰς εὐγνωµοσύνην, κατεσκεύασε κοντὰ στὸ ἡσυχαστήριό του, τὸν Ι. Ναὸ τῶν Ἁγίων καὶ Ἰαµατικῶν Ἀναργύρων, τὸν τρίτο κατὰ σειρὰ ναὸ ποὺ κατασκεύασε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ εἰς στὸν ὁποῖον εὐρησκόμεθα σήμερα.
Εἶχε µετατραπεῖ σὲ «δοχεῖον» τῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύµατος καὶ ἦταν συνεχῶς ἕνας «φορέας» τῆς Χάριτος. Ἔτσι ὁ Κύριος ἠµῶν Ἰησοῦς Χριστὸς τὸν εἶχε πολλάκις ἀξιώσει τῆς θέας τοῦ «Ἀκτίστου Φωτὸς» τῆς Δόξης Του. 

Εἶχε ἀξιωθεῖ τῶν δωρεῶν καὶ τῶν Χαρισµάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος. Ὁ ἴδιος σχεδὸν ποτὲ δὲν ἔλεγε γιὰ καταστάσεις τὶς ὁποῖες βίωνε λόγω ταπεινότητας. Μετεῖχε σχεδὸν ὅλων των χαρισµάτων τοῦ Παναγίου Πνεύµατος. Εἶχε διακριτικό, διορατικό, προορατικό, ἰαµατικό, ἀλλὰ καὶ κατὰ τῶν δαιµόνιον χάρισµα.
Ὁ Ἅγιος Ἱερώνυµος δὲν εἶχε πανεπιστηµιακὲς θεολογικὲς γνώσης, ὄµως ἦταν βαθὺς γνώστης τῆς Νηπτικῆς Θεολογίας τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἕνας ἐραστὴς τῆς θεολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς, τοῦ Ἁγίου Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, ἕνας πραγµατικὴς Θεολόγος - Θεοπτης, ἕνας «Ἰατρὸς» ψυχῶν ποὺ µἐ τὴν διόραση τὴν προόραση καὶ τὴν διάκριση ποὺ τὸν εἶχε ἀξιώσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἔβλεπε: τὰ «ἄδηλα καὶ κρύφια» της ψυχῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου ποὺ καταφευγε στὸ πετραχήλι του γιὰ νὰ ἀναπαυθεῖ, ἕνας ἐρηµίτης ἡσυχαστὴς µέσα στὴν πόλη.
 Ο Θεὸς τὸν εἶχε ἀξιώσει µὲ διάκριση διόραση καὶ ἐνόραση καὶ µποροῦσε καὶ ἔβλεπε ἀκόµη µέσα στὴν καρδιὰ τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἀκόµη καὶ τὶς πιὸ µικρὲς καὶ καλοκρυµµένες ἀµαρτίες. 

Ὅπως καὶ ἄλλες πολλὲς Ἅγιες µορφὲς δοκιµάστηκε ἀπὸ ἀρρώστια. Τὸ θνητό του σώµα πέρασε καὶ καθάρθηκε µέσα ἀπὸ τὸ καµίνι τῆς ἀσθένειας, τοῦ πόνου καὶ τῆς δοκιµασίας. Νοσηλεύθηκε γιὰ λίγο στὸ νοσοκοµεῖο Ἀλεξάνδρα. Προσβεβληµένος ἀπὸ τὸν καρκίνο καὶ ἀφοῦ ταλαιπωρήθηκε ἀγογγύστως στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου, µετάλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστήριων καὶ ἐκοιµήθη ὀσιακῶς τὴν 3ην Ὀκτωβρίου 1966 στὴν Ἀθήνα σὲ σπίτι πνευµατικοῦ του τέκνου.


Ἀπολιτίκιον
Ἦχος δ΄. Tαχὺ προκατάλαβε.

Ποιµὴν θεοπρόβλητος, καὶ Ἐκκλησίας φωστήρ, Aἰγίνης τὸκαύχηµα, Ὀρθοπραξίας κανών,ἐδείχθης µακάριε· Σὺ γὰρ τῶνKαινοτόµων, ἀρνησάµενος πλάνην, ἔλαµψας ἐπ᾿ ἐσχάτων, ἐν Γνησίᾳ τῇ Πίστει, καὶ λόγοιςπαραµυθίας, ὦ Ἱερώνυµε.

Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήµερον.


Τῆς Aἰγίνης καύχηµα, Πάτερὑπάρχων, φερωνύµως ἔζησας,ὦ Ἱερώνυµε σοφέ, καὶ ἐν Γνησίῳ φρονήµατι, Kαινοτοµίας,τὴν πλάνην ἀπέῤῥιψας.

Κοντάκιον.
Ἦχος πλ. δ΄. Tῇ ὑπερµάχῳ.

Κ αππαδοκίας τὸν φωστῆρατὸν θεόπεµπτον, καὶ τῆς Aἰγίνης τὸν Ποιµένα τὸν γλυκύ-φθογγον, Ἱερώνυµον τὸν θεῖονἀνευφηµοῦµεν· τὸν ὡς Ἄγγελον τὸν βίον διανύσαντα, καὶτὴν πλάνην Kαινοτόµων κα-ταλείψαντα· ὅθεν κράζοµεν·χαῖρε Πάτερ θεόσοφε.

Οἶκος.

Ἄγγελος τῆς Aἰγίνης, καὶ Ἑλλάδος ἁπάσης, ἐφάνης ἐπ᾿ ἐσχάτων ὦ Πάτερ· καὶ τῷ τῆς εὐσπλαγχνίας φωτί, εὐσεβούντωνπλήθη ζηλωτῶν, ἅπαντα ἐφώτισας, νῦν σπεύδοντα καὶ κράζοντα ἡδέως ταῦτα·
Χαίροις, ὁ νέος ἀστὴρ τῆς Aἰγίνης,
Χαίροις, ὁ θεῖος λαµπτὴρ τῆς Eἰρήνης·
Χαίροις, ὁ πράξει καὶ θεωρίᾳἐκλάµψας,
Χαίροις, ὁ λόγῳ καὶ διδαχῇ δια-λάµψας·
Χαίροις, τὸ ἐκµίµηµα Nεκταρίου τὸ σεπτόν,
Χαίροις, τὸ ἐκτύπωµα τῶν Πατέρων τὸ πιστόν·
Χαίροις, τῆς Kαππαδοκίας ἥλιος ὁ φαεινός,
Χαίροις, ὁ τῆς Ἑλλάδος φάροςτε ὁ φωτεινός·
Χαίροις, τῶν Ποιµένων πρότυπον τὸ ἀσφαλές,
Χαίροις, ποιµαινοµένων στήριγµα τὸ ἀῤῥαγές·
Χαίροις, Ὁµολογίας παράδειγµα τὸ ἀκραιφνές, 
Χαίροις, τῆς Ἐκκλησίας καύχηµα τὸ συνεχές·
Χαίροις Πάτερ θεόσοφε!

Μεγαλυνάριον
Ἦχος πλ. Δ΄.

Χαίροις Ἱερώνυµε φωτεινέ, πάντων Ὀρθοδόξων, ἀπλανέστατε ὁδηγέ· Γνησίων ἐν Πίστει, ὑπόδειγµα ἐν πᾶσι· καινοῦ Kαλανδαρίου, πλήρης καθαίρεσις.

Ὁ Ἃγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης (3 Ὀκτωβρίου)


 O πολιούχος Άγιος των Αθηνών


Άρειος Πάγος

Όταν η Ελλάς κατελήφθη από τους Ρωμαίους, έγινε μια Ρωμαϊκή επαρχία με το όνομα Αχαΐα. Οι Ρωμαίοι σεβάστηκαν την ένδοξη, ιστορία της πόλεως της Αθήνας. Γι αυτό και της διατήρησαν όλα τα προνόμια, μεταξύ των οποίων, το και κυριώτερο, τον Άρειον Πάγον.

Η Αρετή του Αρεοπαγίτου Διονυσίου

Ο Άγιος Διονύσιος καταγόταν από την Αθήνα. Από την μικρή του ηλικία επιδόθηκε, στα γράμματα και στην φιλοσοφία. Οι γονείς του ήταν από τούς άρχοντας της πόλεως των Αθηνών. Για τα προσόντα του, του έδωκαν την Θέσιν ενός από τους εννέα βουλευτάς του ανωτάτου δικαστηρίου, του Αρείου Πάγου.
Ο Διονύσιος, αν και καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια, αν και ανατράφηκε μέσα σε ειδωλολατρικό περιβάλλον, εν τούτοις διεκρίνετο για τη σύνεση και τις αρετές του. Ήταν ηθικότατος και ζούσε σαν χριστιανός και προτού γίνει χριστιανός. Διέφερε από τους Χριστιανούς μόνον, ως προς το πιστεύω, ενώ κατά τον τρόπον της ζωής και κατά τα έργα του, έμοιαζε καταπληκτικά με τούς Χριστιανούς. Παρ' ότι ήταν ειδωλολάτρης, εν τούτοις έκαμνε αυτά, πού του έλεγε ο νόμος της συνειδήσεως, ο άγραφος αυτός νόμος του Θεού. Δίκαζε πολύ δίκαια, και όλοι τον θαύμαζαν, για τη δικαιοσύνη του.

«Ή Θεός πάσχει ή το παν απόλλυται»

Όταν ο Άγιος Διονύσιος ήταν νέος, πήγε με άλλους συμπατριώτες του στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, για ανώτερες μελέτες. Ήτανε τότε ακριβώς η εποχή, πού σταύρωσαν οι θεομάχοι Εβραίοι τον Χριστό μας. Όταν όμως σκοτίσθηκε ο ήλιος την Μ. Παρασκευή το μεσημέρι και εγένετο σκότος εφ' όλην την γήν, είδε στην Ηλιούπολη ο Διονύσιος το θαυμαστό κι υπερφυσικό σκοτισμό του ήλιου. Του έκαμε κατάπληξη το πρωτοφανές αυτό γεγονός, θαύμασε και είπε:

«Ή Θεός πάσχει ή τ ο πάν απόλλυται». Δηλαδή ή ο Θεός υποφέρει ή χάνεται το πάν. Τόσο δε πολύ του έκαμε εντύπωση το γεγονός αυτό, ώστε η ημερομηνία, κι η ώρα, πού συνέβη τούτο, του έμειναν για πάντα ανεξάλειπτα στη μνήμη του. Γι αυτό ήθελε να μάθη κάποτε τη σημασία του σκοτισμού αυτού του ηλίου.
Μετά από τις επιτυχείς σπουδές του γύρισε πάλι στην Αθήνα. Εξακολούθησε το έργον του αρεοπαγίτου. Απένειμε το δίκαιο στον καθένα, πού τον αδικούσαν οι άλλοι.

Ο Απόστολος Παύλος στον Άρειο Πάγο

Ανέβηκε ο Απόστολος Παύλος στον Άρειο Πάγο να μιλήσει στους σοφούς Αθηναίους. Παίρνοντας αφορμή από τον βωμόν Αγνώστου Θεού, εβροντοφώνησε τον υπέροχον εκείνον λόγον εις τον Άρειον Πάγον.
Ο λόγος αυτός είχε σαν αποτέλεσμα να πιστέψουν ο Διονύσιος ο Αεροπαγίτης, μία γυναίκα, πού την λέγανε Δάμαρι και μερικοί άλλοι.

Ο Διονύσιος ακολουθεί το Χριστό

Αυτός ανταποκρίθηκε ευχαρίστως στο κάλεσμα του Ουρανίου Πατρός. Με την διορατικότητα του, αμέσως διέκρινε την αλήθεια αυτών, πού κήρυττε ο Απόστολος Παύλος. Και χωρίς πολλές περιστροφές και σκέψεις, πίστεψε στο Χριστό αμέσως.
Μετά απ’ αυτά φιλοξένησε τον Απόστολο στο σπίτι του. Εκεί είχε την ευκαιρία, ν' ακούσει με κάθε λεπτομέρεια τα περί, της Θείας Οικονομίας. Δηλαδή για την ενσάρκωση τού Υιού του Θεού, για το Πάθος και την Ανάσταση Του. Μόλις όμως άκουσε για τον σκοτισμό του ηλίου, πού έγινε την ώρα της Σταυρώσεως, θυμήθηκε το γεγονός, του οποίου έγινε αυτόπτης μάρτυς, στην Αίγυπτο. Τώρα πια δεν είχε καμιά αμφιβολία, ότι ο Χριστός, πού κήρυττε ο Παύλος ήταν ο Αληθινός Θεός. Από τότε, ο Διονύσιος δόθηκε πλέον ολοκληρωτικά στο Χριστό και βαπτίσθηκε, με την οικογένειά του κατά το έτος 52 μ.Χ.
Και πολλοί άλλοι Αθηναίοι, βλέποντας τον Διονύσιο να απαρνείται τα είδωλα τα αρνήθηκαν και αυτοί και βαπτίσθηκαν.

Επίσκοπος Αθηνών

Έπειτα απ’ αυτά ο μέγας των Εθνών κήρυξ και Απόστολος Παύλος χειροτόνησε τον Άγιο Ιερόθεο πρώτον Επίσκοπο των Αθηνών. Αυτός με τη σειρά του δίδαξε περισσότερο τον Διονύσιο, τον οποίον κι' άφησε διάδοχο του. Έτσι ο Άγιος Διονύσιος γίνεται επίσκοπος της ενδόξου πόλεως των Αθηνών. Ως επίσκοπος εργάσθηκε με όλες του τις δυνάμεις διά να γνωρίζουν τα πλήθη την πίστ του Χριστού. Αφού έγινε Χριστιανός τα ενδιαφέροντά του στράφηκαν ολοκληρωτικά προς την ουράνια και θεία φιλοσοφία. Γι αυτό ο Άγιος έγραψε τα πιο κάτω πολύτιμα συγγράμματα:

1. Περί ουρανίου Ιεραρχίας των υπερκοσμίων αγγέλων.
2. Περί εκκλησιαστικής Ιεραρχίας.
3. Περί Θείων ονομάτων.
4. Περί Καταφατικής κι Αποφατικής θεολογίας.

Συνάντησε τη Θεοτόκο

Ο Άγιος Διονύσιος είχε πολλή αγάπη προς τον Χριστό και όταν έμαθε, ότι ζούσε ακόμη η Αειπάρθενος Μητέρα Του, η Θεοτόκος, επήγε στα Ιεροσόλυμα να την επισκεφθεί. Μόλις την είδε, είπε ότι το παρουσιαστικό της, τα χαρακτηριστικά της, η όλη εμφάνιση της μαρτυρούν, ότι είναι πράγματι Μητέρα Θεού. Εκεί έμεινε λίγες ημέρες, χάρηκε πολύ και ωφελήθηκε μεγάλως από την Παναγίαν.
Εν συνεχεία επήγε σε διάφορες πόλεις και χώρες και κήρυξε το Ευαγγέλιο. Επέστρεψε όμως πάλιν εις την Αθήνα και εποίμαινε τους πιστούς.
Στα Ιεροσόλυμα ξαναβρέθηκε, όταν εκοιμήθη η Κυρία Θεοτόκος και εξεδήμησε προς τον Υιόν και τον Θεόν της. Τότε ηρπάγη και αυτός όπως οι Απόστολοι και άλλοι Ιεράρχαι, εν νεφέλαις και αιθερίως μετέβη και παρέστη εις την κηδείαν της Παναγίας.
Εργαζόταν ακατάπαυστα στην Αθήνα να κατηχεί και διδάσκει τους Χριστιανούς. Έβαλε ως σκοπό του το ξερίζωμα. της ειδωλολατρίας.

Εγκαθίσταται στο Παρίσι

Κατ' αρχάς περιόδευσε σε πολλούς τόπους με τούς μαθητές του, κηρύττοντας το Ευαγγέλιο της Βασιλείας του Θεού. Στο τέλος εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, την πρωτεύουσα της Γαλλίας, το Παρίσι τότε ήταν μικρή μεν πόλις, αλλά ωραία. Εκεί, λοιπόν, σε κάποιο μέρος του Παρισιού ο σοφός Διονύσιος έχτισε μια μικρή Εκκλησία. Εκεί ήταν το αποστολικό του κέντρο οπού ιερουργούσε, κήρυττε και θαυματουργούσε.
Εκεί πολλοί ειδωλολάτρες αποστρέφονταν τα είδωλα και πρόστρεχαν και πίστευαν στον Χριστό. Εκεί κουράστηκε και δεινοπάθησε πολύ, διότι, ως γνωστόν, το έργον του ευσυνείδητου διδασκάλου δεν ήταν απλό και εύκολο.

Μπροστά στον κριτή

Ο διάβολος, φυσικά, μισεί ανέκαθεν το καλό. Δεν μπορούσε, λοιπόν να υποφέρει την τόση ζημιά, πού πάθαινε από τον Αγ. Διονύσιο. Δεν μπορούσε να βλέπει απαθής τον Άγιο Διονύσιο να παίρνει τούς ανθρώπους του και να τούς πηγαίνει στο Χριστό. Γι' αυτό και παρακίνησε μερικά όργανα του να τον καταγγείλουν στον Αυτοκράτορα Δομετιανό, πού βασίλεψε το 82 μ.Χ., ότι δεν σέβεται τον Αυτοκράτορα, δεν προσκυνάει τούς θεούς και ότι κηρύττει ε να νεώτερον δικό του Θεό.
Τότε ο Δομετιανός έδωσε εντολή στον επίτροπο να συλλάβει τον Άγιο Διονύσιο. Έτσι και έγινε. Τότε ο κριτής προσπάθησε να αλλάξει τον Άγιο, αλλά ο Άγιος με ανδρεία του είπε τα εξής:
«Ομολογουμένως πόση μεγάλη άγνοια έχετε να νομίζετε θεούς και να προσκυνάτε λιθάρια και ξύλα αναίσθητα! Πόσο πίσω είστε να λέτε, ότι υπήρξαν και υπάρχουν θεοί πόρνοι και φιλήδονοι και φονείς. Είναι, ντροπή να λέτε ότι πιστεύετε για θεούς ψεύτικα ή αληθινά πρόσωπα γεμάτα βούρκο, κακία και αμαρτία, πρόσωπα πού έκαμαν τόσες αισχρότητες, πού ντρέπομαι να τις πω, για να μη μολύνω τα χείλη μου.

Ο Αποκεφαλισμός

Όταν άκουσε αυτά τα λόγια ο Τύραννος έδωσε αμέσως εντολή να αποκεφαλίσουν τον Άγιο Διονύσιο και μαζί του να αποκεφαλίσουν τον Ρουστικό και τον Ελευθέριο. Ήταν η 3η Οκτωβρίου του 96 μ.Χ. κατά. το τελευταίο έτος βασιλείας του Δομετιανού.

Βαδίζει με κομμένο το κεφάλι του!

Τότε όμως επακολούθησε ένα θαύμα σπουδαίο και παράδοξο. Μόλις αποκεφαλίσθηκε ο Αγ. Διονύσιος έσκυψε, σαν να ήτανε. ζωντανός, και πήρε στα χέρια του την αγία του κεφαλή και περπάτησε περίπου δύο μίλια. Εκεί συνάντησε κάποια ενάρετη γυναίκα, Κατούλαν ονόματι. Σταμάτησε και την τοποθέτησε στα χέρια της, σαν θησαυρόν πολύτιμον. Αισθάνθηκε μεγάλη χαρά η ευτυχισμένη εκείνη γυναίκα, για το θησαυρό, πού της παρέδωσε η Θεία Πρόνοια, κατά θείαν οικονομίαν. Επήγε μάλιστα και αγόρασε και τα άλλα δύο λείψανα από τούς δήμιους. Ο τύραννος, βεβαίως, είχε διατάξει να μείνουν άταφα για να τα φάνε τα θηρία. Η ευγενής όμως Κάτουλα πήρε την νύκτα τούς φύλακας και τούς έκαμε πλούσιο τραπέζι. Εκείνοι μέθυσαν και στο μεθύσι τους επάνω, αφού πήρανε και αρκετά χρήματα, της έδωσαν τα άγια λείψανα.
Η μακαρία Κάτουλα τα παρέλαβε, και τα ενταφίασε έξω των Παρισίων. Κατόπιν οι Χριστιανοί εκεί έκτισαν και ναό εις τιμήν των Αγίων αυτών, ο οποίος σώζεται, όπως λέγουν, σήμερον.
Η χαριτόβρυτος κάρα του Αγ. Διονυσίου σώζεται εις την Ιερά Μονή Δοχειαρίου του Αγίου Όρους Τήν αφιέρωσε με χρυσόβουλον βασιλικόν ο αυτοκράτωρ Αλέξιος Α΄ ο Κομνηνός.




Ἀπολυτίκιον
 Ἦχος δ’.

Χρηστότητα ἐκδιδαχθείς, καὶ νήφων ἐν πᾶσιν, ἀγαθὴν συνείδησιν ἱεροπρεπῶς ἐνδυσάμενος, ἤντλησας ἐκ τοῦ Σκεύους τῆς ἐκλογῆς τὰ ἀπόῤῥητα, καὶ τὴν πίστιν τηρήσας, τὸν ἴσον δρόμον τετέλεκας, Ἱερομάρτυς Διονύσιε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τὸ συνάναρχον Λόγον.

Ἀγρευβεῖς τῷ τοῦ Παύλου Πάτερ κηρύγματι, ὑφηγητὴς ἀνεδείχθης τῶν ὑπὲρ νοῦν δωρεῶν, διαvoiα ὑψηλὴ καλλωπιζόμενος, τῶν γὰρ ἀΰλων οὐσιῶν, τᾶς ἀρχὰς μυαταγωγεῖς, ὡς μύστης τῶν ἀπορρήτων, καὶ τῆς σοφίας ἐκφάντωρ, Ἱερομάρτυς Διονύσιε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον

Τῆς σαγήνης τόν Παύλου τό πανεύφημον θήραμα, τῆς τόν Πνεύματος αἴγλης τό χρυσαυγές φωταγώγημα. Θεολογίας τόν λαμπρόν ὑφηγήτορα, δί’ οὗ τῶν ἄνω ἡ γνῶσις τοῖς γεηροῖς πρυτανεύεται,. Διονύσιον τόν μέγαν, τόν ἐν Ἀρείω Πάγω πρῶτον, τόν ὄντως Θεόν εὐσεβήσαντα, τῶν Ἀθηναίων ὁ δῆμος πᾶς ὁμοφρόνως, δεῦτε σύν ποθῶ ἀνευφημήσωμεν. Αὐτόν γάρ Πολιοῦχον, ὁμού πλουτοῦμεν καί Πρόμαχον.

Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2021

Ὰγίου ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ καὶ τῆς Ἁγίας παρθενομάρτυρος Ἰουστίνης (2 Ὀκτωβρίου)


 Τα δαιμόνια φρίσσουν μπροστά στο Θεό. Και τρέμουν το σύμβολο του ενσαρκωθέντος Υιού Του, τον Τίμιον Σταυρόν. Δεν έχουν καμία εξουσία στους ανθρώπους πού φέρουν το όνομα του Χρίστου, πού έχουν ενδυθεί τον Χριστό με το βάπτισμα. Αν είσαι πιστός Χριστιανός, αν ζεις κοντά στο Χριστό και παίρνεις ζωή από τα άχραντα μυστήριά Του, ο διάβολος δεν μπορεί να σε βλάψει. Αυτό μας διδάσκει η ιστορία των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης, όπου φαίνεται πώς η δύναμη της μαγείας συντρίβεται με τη δύναμη του Χρίστου.


Κυπριανός ο μάγος της Αντιοχείας

Στα βάθη της Μικράς Ασίας υπήρχε άλλοτε η πρωτεύουσα της Πισιδίας Αντιόχεια, πού λεγόταν και Αντιόχεια η Μικρά, για να ξεχωρίζει από την Αντιόχεια την Μεγάλη, την ξακουστή πρωτεύουσα της Συρίας. Σ’ αυτή την Αντιόχεια της Πισιδίας ζούσε στα χρόνια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, τον 3ον αιώνα μ.Χ. ο φοβερός μάγος Κυπριανός. Είχε γεννηθεί στην Αντιόχεια και έχοντας άφθονα πλούτη γύρισε όλη την Ανατολή, την Ελλάδα, τη Μικρά Ασία, τη Χαλδαία και την Αίγυπτο για να μάθη τα μυστική αρχαίων θρησκειών. Στα τριάντα του χρόνια ξαναήρθε στην πόλη του, έχοντας βαθειές γνώσεις φιλοσοφίας και μαγείας. Ήταν πια ονομαστός για τη δύναμη του και οι ειδωλολάτρες έτρεχαν σ’ αυτόν για να πετύχουν κάθε σκοτεινό τους σχέδιο. Και αυτός με τη μυστική της μαγείας τέχνη καλούσε τα δαιμόνια και τα έστελνε στα ταλαίπωρα θύματά του.

Ποιός μπορούσε να ξεφύγει απ’ τα τεχνάσματα του Μάγου Κυπριανού; Αφού οι δύστυχοι άνθρωποι βρίσκονταν μέσα στην ψεύτικη πίστη των ειδώλων, αφού οι ίδιοι λάτρευαν τα δαιμόνια, πώς να μη βρίσκονται κάτω από την εξουσία τους; Πώς να μη βρίσκονται κάτω από την εξουσία του αντιπροσώπου τους, του μάγου Κυπριανού;

Αλλ’ όμως στην Αντιόχεια δεν υπήρχαν μόνο ειδωλολάτρη Στην πόλη αυτή, όπως και σ’ όλες τις πόλεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπως σ’ όλη την οικουμένη το φώς της αληθινής πίστεως είχε λάμψει στις Καρδιές χιλιάδων ανθρώπων και το αίμα του Χριστού, πού χύθηκε πάνω στο Σταυρό, είχε γίνει λύτρο για να εξαγορασθούν οι άνθρωποι από την αιχμαλωσία του διαβόλου. Και σ’ αυτούς (τους Χριστιανούς) δεν είχαν εξουσία τα δαιμόνια του μάγου Κυπριανού.

Ο ίδιος όμως, βυθισμένος μέσα στα σκοτεινά βιβλία της μαγείας, στα επινοήματα αυτά του ψεύδους, δεν μπορούσε να φαντασθεί ότι ο Θεός πού λάτρευαν οι Χριστιανοί, ο σταυρωμένος Χριστός, θα ήταν δυνατότερος απ’ τα δαιμόνια. Βρισκόταν ο δύστυχος μέσα στην πλάνη, χωρίς να το ξέρη. Γιατί ο διάβολος κρατεί και τους δικούς του υπηρέτες μέσα στην πλάνη. Γιατί αν γνώριζαν την αλήθεια θα τον παρατούσαν και θα γίνονταν δούλοι του αληθινού Θεού.

Η Παρθένος Ιούστα

Στην Αντιόχεια ζούσε και μία παρθένος, Ιούστα ήταν τ’ όνομά της, κόρη του Αιδεσίου και της Κληδονίας. Και αυτή και οι γονείς της βρίσκονταν μέσα στην πλάνη των ειδώλων, όπως οι περισσότεροι κάτοικοι της Αντιοχείας. Ο Αιδέσιος μάλιστα ήταν ιερέας των ειδώλων.Όσο όμως η Ιούστα μεγάλωνε, τόσο περισσότερο ένοιωθε ότι τα είδωλα πού λάτρευαν δεν είχαν θεϊκή δύναμη και ότι άλλος είναι ο αληθινός Θεός. Η ψυχή της προετοιμαζόταν έτσι να δεχτή το φωτισμό της αληθείας και της επιγνώσεως του μόνου εν Τριάδι Θεού.

Μια μέρα ο Θεός έφερε τα βήματά της στον τόπο όπου δίδασκε ένας σοφός διάκονος της Εκκλησίας της Αντιοχείας, ο Πραΰλιος. Άκουσε με θαυμασμό όσα έλεγε εκείνος για τα μεγάλα μυστήρια της αγάπης του Θεού. Η ψυχή της Ιούστας σαν «γη αγαθή» δεχόταν τον «σπόρον» της αληθείας. Θέλησε να μεταδώσει και στη μητέρα της Κληδονία την αληθινή πίστη. Εκείνη όμως, μόλις της μίλησε σχετικά, αντιστάθηκε και την συμβούλεψε να προσέξει μη μάθη τίποτε ο πατέρας της. Αλλ’ η Ιούστα ήθελε να οδηγηθεί και ο πατέρας της στην ορθή πίστη. Συνέχισε λοιπόν να ομιλεί στη μητέρα της και σιγά σιγά εκείνη υποχωρούσε. Άκουγε πια χωρίς να φέρνει αντιρρήσεις. Και μια νύχτα είπε στον άνδρα της όσα της δίδαξε η κόρη της. Ο Αιδέσιος, αν και ήταν όπως είπαμε ιερέας των ειδώλων, δεν θύμωσε αλλά έμεινε σκεπτικός. Το βράδυ όμως στριφογύριζε στο κρεβάτι του, έχοντας στην σκέψη αυτό το θέμα. Πολύ αργά μπόρεσε να τον πάρει ο ύπνος. Και τότε, ώ θαύμα μέγα, βλέπει τον Χριστό ένδοξο, περιτριγυρισμένο από χιλιάδες αγγέλους, να τον προσκαλεί:
- Ελάτε σε μένα και θα σας χαρίσω την βασιλεία των ουρανών.

Έτσι, μόλις ξημέρωσε, ο Αιδέσιος πήρε τη γυναίκα του Κληδονία και την κόρη του Ιούστα και πήγε στον επίσκοπο των Χριστιανών, τον Οπτάτο, του διηγήθηκε όσα έγιναν κι εκείνος με χαρά τους αξίωσε να βαπτισθούν. Κατόπιν μάλιστα ο Αιδέσιος έγινε πρεσβύτερος, κι έτσι ο πρώην ιερεύς των ειδώλων ήταν τώρα ιερεύς του Χριστού. Η δε Ιούστα είχε αφιερωθεί στον Χριστό, και επάνω στο θεμέλιο της πίστεως έχτιζε τις ανώτερες από χρυσάφι και πολύτιμα πετράδια αρετές. Ο διάβολος έβλεπε τον εαυτό του να εξευτελίζεται μπρος στην άγια ζωή της παρθένου. Γι’ αυτό και θέλησε να τη μπλέξει στα δίχτυα του.

Ο νεαρός ειδωλολάτρης Αγλαΐδας

Ήταν στην Αντιόχεια κάποιος νεαρός ειδωλολάτρης από αριστοκρατική οικογένεια, πλούσιος και όμορφος, ο Αγλαΐδας. Σ’ αυτό τον ακόλαστο νέο άναψε ο διάβολος αμαρτωλό πόθο για τη σεμνή Ιούστα. Την έβλεπε πού πήγαινε στην Εκκλησία και θαύμαζε την ωραιότητα της. Άρχισε να παραφυλάγει στους δρόμους απ’ όπου εκείνη περνούσε και να την ενοχλεί με άπρεπα λόγια. Έκπληκτος όμως έβλεπε ότι η Χριστιανή κόρη έμενε σοβαρή κι ακλόνητη και δεν παρασυρόταν στα δίχτυα του.

Άκουγε ο Αγλαΐδας για τον μεγάλο Κυπριανό. Ήξερε ότι πετύχαινε θαυμαστά κατορθώματα με τη δύναμη των δαιμόνων. Σ’ αυτόν λοιπόν έπρεπε να καταφυγή και να ζητήσει τη βοήθειά του.
Έτσι ο Αγλαΐδας έρχεται στον Κυπριανό και του διηγείται τα παθήματά του και ότι η παρθένος στάθηκε ισχυρότερη από τα τεχνάσματά του. Στο τέλος τον παρακάλεσε:
- Σύ μού έχεις απομείνει μόνη παρηγοριά στη συμφορά, και ελπίζοντας σε σένα δεν έθεσα τέρμα στη ζωή μου. Αν μου δώσεις αυτό πού θέλω, θα σε γεμίσω πλούτη και χρυσάφια, περισσότερα απ’ όσα μπορείς να ελπίσεις.
Ο μεγάλος μάγος τον άκουσε προσεκτικά και, βέβαιος για τη δύναμη του, του υποσχέθηκε ότι γρήγορα θα θεραπεύσει τον πόνο του.

Η Ιούστα νίκα τα πονηρά πνεύματα πού στέλνει ο Κυπριανός

Ο Κυπριανός άνοιξε τα μαγικά βιβλία, τα κείμενα του διαβόλου, και προσκάλεσε ένα απ’ τα πονηρά εκείνα πνεύματα, πού πρόθυμα τον υπηρετούσαν στα τερατώδη έργα του.
Το πονηρό πνεύμα παρουσιάστηκε και ο μάγος του είπε:

- Αν φέρεις γρήγορα αυτό το έργο εις πέρας, θα σού χαρίσω μεγάλα δώρα και θα σε τιμώ περισσότερο από τα άλλα δαιμόνια.

Γέλασε αλαζονικά το πονηρό πνεύμα και απάντησε με πολύ κομπασμό:
- Τόσες φορές έσεισα ολόκληρες πόλεις, τόσες φορές σήκωσα οπλισμένο χέρι παιδιού για να σκοτώσει τον πατέρα του, έσπειρα μίσος άσπονδο ανάμεσα σ’ αδέρφια και ανδρόγυνα και μοναχούς πού ασκήτευαν στα όρη με νηστεία και εγκράτεια κατάφερα και τους έριξα στις σαρκικές ηδονές. Αλλά γιατί να πολυλογώ; Τώρα αμέσως θα δείξω τι είμαι. Κι αν δεν γίνει αυτό πού θέλεις, να μη εμφανιστώ ξανά μπροστά σου και για ανίκανο να μ’ έχεις πια.

Ο Κυπριανός έδωσε στο δαιμόνιο ένα βάζο γεμάτο μαγικό υγρό, και του είπε:
- Πάρε αυτό το βάζο και ράντισε το σπίτι της παρθένου. Αυτό θα βοηθήσει πολύ. Πήγαινε λοιπόν, και σε περιμένω. Έφυγε το πνεύμα και ο μάγος κάθισε άγρυπνος για το αποτέλεσμα.
Εκείνη τη νύχτα, όπως πάντοτε, η Ιούστα σηκώθηκε για να προσευχηθεί. Και τότε το πονηρό πνεύμα, με τη δύναμη του μαγικού υγρού, πού μ’ αυτό είχε ραντίσει το σπίτι, προσπάθησε να της ανάψει δυνατούς σαρκικούς πειρασμούς και έτσι να τη σύρει στις ηδονές. Η παρθένος ένιωθε τη φοβερή επίθεση των πειρασμών, αλλά όσο εκείνοι άναβαν, τόσο αυτή δυνάμωνε την προσευχή της. Το πονηρό πνεύμα εξακολουθούσε με λύσσα να επιμένει, ώσπου η Ιούστα έκανε το σημείο του Σταυρού. Και τότε, το αλαζονικό δαιμόνιο πού τόσο καυχιόταν για τη δύναμη του, τρομαγμένο και ντροπιασμένο έφυγε, μη αντέχοντας να βλέπει το σημείο της νίκης του Χριστού!

Δειλά παρουσιάστηκε στον Κυπριανό και προσπαθούσε με ψέματα να ξεφύγει την ομολογία της ήττας του. Όμως ο Κυπριανός επέμενε στις ερωτήσεις και έτσι το πνεύμα αναγκάστηκε να φανερώσει ότι νικήθηκε:
- Είδα κάποιο σημείο και έφριξα και δεν μπορούσα να αντέξω τη δύναμη του.
Ο Κυπριανός έδιωξε με περιφρόνηση το δαιμόνιο και κάλεσε άλλο πολύ ισχυρότερο. Πήγε κι εκείνο, αλλά νικημένο με τον ίδιο τρόπο γύρισε ντροπιασμένο στον Κυπριανό.

Τότε πια ο μάγος κάλεσε τον πατέρα και άρχοντα των δαιμόνων. Ήρθε εκείνος με πολλή έπαρση και απείλησε ότι θα τιμωρήσει σκληρά τα δύο άλλα δαιμόνια για την ανικανότητα τους. Στον μάγο έδωσε θάρρος και του είπε να μη στεναχωριέται, γιατί αυτός θα πετύχει το ποθούμενο.
Παίρνει ο δαίμονας μορφή κόρης και πηγαίνει στην Ιούστα. Η παρθένος δεν κατάλαβε τη νέα πανουργία και άρχισε συζήτησι με την άγνωστη κόρη, πού φαινόταν πολύ ευσεβής.

Εκείνη λοιπόν της είπε ότι ήθελε να μείνει μαζί της και να ασκηθεί στην παρθενία:
- Έχω τον ίδιο πόθο για την παρθενία, πού έχεις και σύ, αλλά θέλω να μου πεις ποιά ανταμοιβή θα πάρω απ’ τον Θεό για τη ζωή της παρθενίας, πού χρειάζεται τόσους αγώνες.
Η Ιούστα της μίλησε για τους στεφάνους πού θα λάβουν απ’ το Χριστό, αν νικήσουν στον αγώνα. Κι ενώ της έλεγε αυτά, η κόρη εκείνη (δηλαδή ο δαίμονας) άρχισε να εγκωμιάζει στην παρθένο τη συζυγική ζωή. Κι αυτά πού της έλεγε ήταν λόγια πού φαίνονταν σωστά και σοφά και θα μπορούσαν να παραπλανήσουν ένα απρόσεκτο μοναχό. Αλλά η Ιούστα κατάλαβε ότι όλα αυτά ήταν συμβουλές του διαβόλου, υποψιάστηκε τί κρύβεται κάτω απ’ τη μορφή της κόρης εκείνης, και έκανε το σημείο του Σταυρού. Στη στιγμή η κόρη εξαφανίστηκε: Ο δαίμονας δεν μπόρεσε ν’ αντέξει!

Έτσι, αυτός πού είχε καυχηθεί περισσότερο απ’ όλους ήρθε καταντροπιασμένος στον Κυπριανό. Έκπληκτος εκείνος τον ρώτησε:
- Και σύ, πού είσαι τόσο μεγάλος, βρέθηκες μικρότερος απ’ αυτή την κόρη; Πού στηρίζεται και μπορεί να κάνη τόσο μεγάλα κατορθώματα ενάντια σε σας τους μεγάλους;
Τότε ο δαίμονας αναγκάστηκε να ομολογήσει:
- Δεν υποφέρουμε το σημείο του Σταυρού. Πριν το δούμε να σχηματίζεται ολόκληρο φεύγουμε όσο μπορούμε πιο γρήγορα.
Ο πατέρας του ψεύδους είπε την αλήθεια! Ο Σταυρός, «ό φύλαξ πάσης της οικουμένης», είναι εκείνος πού μπροστά του τρέμουν οι στρατιές των δαιμόνων!
Έφυγε ντροπιασμένος ο δαίμονας απ’ το δωμάτιο του Κυπριανού. Κι έμεινε αυτός ταπεινωμένος και συντριμμένος. Ο μεγάλος μάγος, πού νόμιζε ότι όλα τα είχε στα χέρια του, διαπίστωνε τώρα ότι τα φοβερά δαιμόνια φοβούνται και τρέμουν το σύμβολο του σταυρωμένου αρχηγού των Χριστιανών.

Ο μάγος Κυπριανός γίνεται χριστιανός

Πόση είναι η αγάπη του πανεύσπλαγχνου Θεού, βρήκε τρόπο να φωτίσει τη σκοτισμένη ψυχή του μάγου. Κι έτσι ο σατανάς, πού ήθελε να παρασύρει την Ιούστα στην αμαρτία, όχι μόνο απέτυχε, αλλά έχασε και τον δικό του υπηρέτη, τον Κυπριανό.

Η πρώτη απόφαση του μετανιωμένου μάγου ήταν να κάψει τα μαγικά βιβλία, τις πηγές αυτές των κακών. Αλλά ήθελε να τα κάψει μπροστά σε όλους, για να διακηρύξει έτσι την απάτη των δαιμόνων.
Ο Κυπριανός με ταπείνωση ομολόγησε ότι η δύναμη του Χριστού είναι ανίκητη και ότι το διδάχτηκε αυτό από την Ιούστα, πού έτρεψε σε φυγή τους δαίμονες. Σαν απόδειξη των λόγων του, παρέδωσε στον επίσκοπο τα βιβλία να τα κάψει, ώστε να γνωρίσουν έτσι οι δαίμονες ότι δεν έχει πια τίποτε κοινό μαζί τους.
Τότε ο επίσκοπος πίστεψε ότι ο Κυπριανός είχε μετανοήσει και τον ευλόγησε. Κατόπιν έβαλε φωτιά στα δαιμονικά βιβλία.

Δεύτερο δείγμα της μετανοίας του Κυπριανού υπήρξε η καταστροφή των ειδώλων πού είχε στο σπίτι του. Όλα εκείνα τα μαρμάρινα αγάλματα των δαιμονίων τα έκανε συντρίμμια και τα πέταξε μακριά, ώστε να μη μένη στο σπίτι του κανένα απομεινάρι της δαιμονικής λατρείας.
Όμως η μετανιωμένη του καρδιά δεν μπορούσε να ξελαφρώσει μόνο μ’ αυτά. Γι’ αυτό έκλαιγε με πόνο για την προηγούμενη ζωή του, και απ’ τα βάθη της ψυχής του η προσευχή ολόθερμη ανέβαινε στο θρόνο του Θεού για να ζητήσει το έλεος Του. Η ταπείνωση του ήταν τέτοια, πού δεν ικέτευε με τα χείλη, αλλά με αλάλητους στεναγμούς.
Αλλ’ όποιος ταπεινώνεται μόνος του, εκείνος εξυψώνεται. Γι’ αυτό και ο Κυπριανός, ελεημένος απ’ τη χάρη του Θεού, έγινε μέγας. Μέγας και ξακουστός ήταν όταν υπηρετούσε τον σατανά, πολύ μεγαλύτερος και ενδοξότερος έγινε υπηρετώντας τον Θεό.

Πλησίαζε η εορτή του Πάσχα. Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου ο Κυπριανός πήγε στην εκκλησία και στεκόταν στο νάρθηκα μαζί με τους κατηχουμένους.
Ο σοφός Άνθιμος βάφτισε εκείνη την ημέρα τον Κυπριανό. Τον καλεί λοιπόν, του διδάσκει όσα ακόμη έπρεπε να μάθη απ’ τις αλήθειες της πίστεως και τον αξιώνει να λάβει θείον βάπτισμα. Μετά απ’ αυτό, την όγδοη μέρα τον έκανε ιεροκήρυκα, την εικοστή τον χειροτόνησε υποδιάκονο και την τριακοστή τον χειροτόνησε διάκονο.
Η μεταστροφή του στον Χριστιανισμό έγινε αίτια σε πολλούς ειδωλολάτρες ν’ αφήσουν τη λατρεία των ειδώλων και ν’ ακολουθήσουν τη μόνη αληθινή πίστη. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο νέος εκείνος πού είχε καταφύγει στη μαγική τέχνη του Κυπριανού για να παρασύρει την Ιούστα, ο Αγλαΐδας.
Έπειτα από ένα χρόνο ο επίσκοπος Άνθιμος χειροτόνησε τον Κυπριανό πρεσβύτερο.

Ο Κυπριανός γίνεται Επίσκοπος

Τόσο θαύμαζαν την αγιότητα της ζωής του και τα θαύματα πού επιτελούσε, ώστε όταν μετά δέκα χρόνια ο αγαθός εκείνος επίσκοπος Άνθιμος παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, έγινε επίσκοπος της Αντιοχείας της Πισιδίας ο Κυπριανός .
Από τις πρώτες πράξεις του Κυπριανού μόλις έγινε επίσκοπος ήταν να χειροτονήσει την Ιούστα διακόνισσα (τα παλιά τα χρόνια υπήρχε και τέτοιο εκκλησιαστικό αξίωμα).
Της άλλαξε και το όνομα σε Ιουστίνα και την έβαλε ηγουμένη στο γυναικείο ασκητήριο της περιοχής εκείνης.
Με την σοφία και την αγιότητα του προσείλκυσε πολλούς στον Χριστιανισμό.


Σχετική εικόνα

Όταν κηρύχτηκε ο μεγάλος διωγμός των Χριστιανών από τον Διοκλητιανό, ειδωλολάτρες κατήγγειλαν τον Κυπριανό ότι με τα λόγια του μεταστρέφει όλους στη θρησκεία του Χριστού. Του είπαν και την ιστορία της Ιουστίνης. Τότε ο κόμης της ανατολής Ευτόλμιος διέταξε να τους συλλάβουν.
Οδηγήθηκαν λοιπόν και οι δύο μπροστά του στην Δαμασκό και με οργή ρώτησε τον Κυπριανό:
- Σύ είσαι ο διδάσκαλος των Χριστιανών, πού συνταράζεις  υτούς πού σέβονται τούς θεούς μας; Σύ είσαι πού αλλάζεις ο ίδιος απ’ τη μια γνώμη στην άλλη; Σύ δεν ήσουν πού είχες οδηγήσει πρώτα πολλούς στη λατρεία των θεών; Γιατί κατόπιν άλλαξες και προτίμησες να απατάς τούς ανθρώπους κηρύττοντάς τους τον σταυρωμένο Ιησού;

Ο Άγιος με πολλή ηρεμία του απάντησε:
- Εγώ, όπως είπες και σύ ο ίδιος, πιστεύοντας με θέρμη στους πολλούς θεούς και με ζήλο μελετώντας τα βιβλία της μαγείας δεν κατάφερα να κερδίσω καμιά ωφέλεια.
Ενώ λοιπόν ξόδευα τον καιρό μου στους μάταιους εκείνους κόπους, με λυπήθηκε ο αληθινός Θεός και μου έστειλε την παρθένο αυτή σαν οδηγό στο δρόμο προς Αυτόν.
Τί έπρεπε λοιπόν να κάνω; Πες μου σύ πού τώρα με δικάζεις: Να εξετάσω τί είναι αυτή η δύναμη του Χριστού, πού την τρέμουν οι δαίμονες, ή να συνεχίσω να ακολουθώ την προηγούμενη πίστη μου; Εγώ λοιπόν ζήτησα να μάθω, και τότε φώς γνώσεως έλαμψε στην καρδιά μου. Έμαθα ότι τα είδωλα είναι απάτη και ψευδός και ένας μόνον υπάρχει αληθινός Θεός, πού σώζει όσους πιστεύουν σ’ Αυτόν.

Ο κόμης μόλις τάκουσε αυτά εξοργίστηκε και διέταξε να τον σηκώσουν ψηλά με σκοινιά και να τον γδέρνουν σιγά - σιγά. Για την Ιουστίνα διέταξε να την μαστιγώσουν στο πρόσωπο και στα μάτια.
Η Ιουστίνα καθώς την χτυπούσαν δόξαζε τον Θεό λέγοντας:
- Δόξα Σοι ο Θεός, πού με δέχτηκες την ανάξια και με αξίωσες να πάθω για το όνομά Σου.
Και ο Κυπριανός έλεγε στον κόμητα:
- Γιατί τόσο έχεις παραφρονήσει ώστε να γίνεις ανάξιος της βασιλείας των ουρανών, για την όποια εγώ, όπως βλέπεις, προτιμώ να πάθω οτιδήποτε; Δεν θα συνέλθεις;
Δεν θα ανοίξεις τα μάτια σου; Δεν θα γνωρίσεις που είναι το αληθινό φώς, ώστε να βαδίσεις προς αυτό αφήνοντας το σκοτάδι;

Αλλά τα λόγια αυτά φούντωσαν το θυμό του κόμητος και λέγει στον Κυπριανό:
- Αν σου φαίνεται ότι γίνομαι αίτιος να κερδίσεις αθάνατη βασιλεία, τότε θα σου πολλαπλασιάσω την τιμωρία, και βέβαια θα μου οφειλής χάρη για την ευεργεσία πού σου κάνω.
Μετά από λίγες ημέρες δεύτερο βασανιστήριο περίμενε τους Αγίους. Ο κόμης έδωσε εντολή να βράζουν υλικά και να μπουν μέσα οι Άγιοι.
Προχώρησε πρώτος ο Κυπριανός με θάρρος και τον ακολούθησε η Ιουστίνα. Την είδε όμως πού βάδιζε σιγά και κατάλαβε ότι είχε κάπως δειλιάσει βλέποντας τη φωτιά.
Γι’ αυτό της υπενθύμισε τα παλιά της κατορθώματα, πού είχε κατατροπώσει τούς δαίμονες και αυτόν τον ίδιο τον έφερε στην αληθινή πίστη. Αφού έτσι της έδωσε θάρρος, κάνοντας και οι δύο το σημείο του Σταυρού πήδησαν στο πυρακτωμένο τηγάνι, όπου έβραζαν η πίσσα, το λίπος και το κερί.

Ώ θαύμα μέγα! Έκθαμβοι οι ειδωλολάτρες τούς είδαν να κάθονται εκεί χωρίς να  άθουν τίποτε. Τούς είδαν να δοξάζουν τον Θεό με χαρούμενα πρόσωπα σαν να βρίσκονταν σε δροσερό τόπο. Αλλά ο κόμης Ευτόλμιος, αντί να πιστέψει στη δύναμη του Χριστού, λυσσασμένος έλεγε ότι αυτά είναι μαγεία.
Τότε έδωσε διαταγή να σταλούν οι δύο Άγιοι στη Νικομήδεια. Έγραψε κι ένα γράμμα στον αυτοκράτορα Διοκλητιανό, όπου του εξηγούσε ότι ο Κυπριανός με την Ιουστίνα δεν δέχτηκαν ν’ αλλάξουν, παρ’ όλα τα βάσανα πού υπέστησαν, γι’ αυτό τούς στέλνει σ’ αυτόν να τούς δικάσει ο ίδιος και η να τούς κάνη να φύγουν από τη μισητή θρησκεία τους ή να τούς επιβάλει τις τιμωρίες πού ικανοποιούν τον Δία και τούς άλλους θεούς.

Όταν ο αυτοκράτωρ Διοκλητιανός διάβασε το γράμμα, με την πείρα πού είχε κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε ο ίδιος να πετύχει περισσότερα από τον Ευτόλμιο. Έκρινε λοιπόν να μη τούς βασανίσει κι αυτός, αλλά να θέση τέλος στην υπόθεση. Έγραψε την καταδικαστική απόφαση:
«Ο Κυπριανός και η Ιουστίνα, επειδή ασέβησαν προς τούς θεούς και δεν πείσθηκαν να αλλάξουν γνώμη ούτε με τιμωρίες, ούτε με υποσχέσεις αγαθών, να υπομείνουν τον διά ξίφους θάνατον».
Καθώς οι στρατιώτες τούς οδηγούσαν για τη θανατική εκτέλεση στον ποταμό Γάλλο, κοντά στη Νικομήδεια, τα πρόσωπά τους έλαμπαν χαρούμενα.
Πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί εκεί για να παρακολουθήσει τις τελευταίες στιγμές τού τόσο ονομαστού Κυπριανού και της Ιουστίνης.

Όταν έφθασαν στις όχθες του ποταμού Γάλλου, οι Άγιοι προσευχήθηκαν και ζήτησαν απ’ τον Θεό να δωρίσει ειρήνη στην καταδιωκόμενη Εκκλησία Του.
Κατόπιν ο Κυπριανός, επειδή σκεφτόταν μήπως δειλιάσει η Ιουστίνα βλέποντάς τον να αποκεφαλίζεται, ζήτησε να θανατώσουν πρώτα εκείνη. Όταν η παρθένος δέχτηκε το στέφανο τού μαρτυρίου από το ξίφος ενός στρατιώτου, χαρούμενος ο Κυπριανός θανατώθηκε κι αυτός διά ξίφους. Οι ψυχές και των δύο πέταξαν στη μακαριότητα τού ουρανού, στο θρόνο τού «Αρνίου του εσφαγμένου», μαζί με τούς άλλους άγιους τού Θεού.

Κάποιος ξένος απ’ τη Ρώμη, πού βρισκόταν εκείνες τις μέρες στη Νικομήδεια,  εόκτιστος ήταν τ’ όνομά του, βλέποντας την γαλήνια όψη του Κυπριανού την ώρα του
μαρτυρίου είπε με θαυμασμό:
- Άδικα ο όσιος αυτός άνθρωπος παραδόθηκε σε άτιμο θάνατο.
Αλλά τα λόγια του άκουσε ο Φέλκιος, ο αρχηγός των στρατιωτών, και αμέσως τον κατεβάζει από το άλογό του και τον αποκεφαλίζει. Έτσι και νέος μάρτυρας προστέθηκε στους δύο και τούς συνόδεψε στον ουρανό.

Τα σώματα και των τριών έμειναν άταφα και τα φρουρούσαν στρατιώτες για να μη τα κλέψει κανείς, ώσπου να καταφαγωθούν από όρνια και σκυλιά. Όμως οι ναύτες του πλοίου που ταξίδευε ο Θεόκτιστος, θέλοντας να πάρουν το σώμα του, περίμεναν να βρουν ευκαιρία. Όταν λοιπόν κάποτε ο ύπνος νίκησε τούς φύλακες, κατάφεραν και πήραν τα σώματα των τριών μαρτύρων, τα έφεραν στο πλοίο και αναχώρησαν για τη Ρώμη.
Παρέδωσαν εκεί τα μαρτυρικά σώματα, σαν πολύτιμους θησαυρούς, σε μια ευγενή Ρωμαία χριστιανή, την ευσεβέστατη ματρώνα Ρουφίνα, απ’ τη γενιά του αυτοκράτορα Κλαυδίου. Εκείνη με πολύ σεβασμό τα τοποθέτησε σε πολυτελή θήκη και έχτισε ναό προς τιμή τους μέσα στη Ρώμη, κοντά στην «Αγορά του Κλαυδίου», πού έγινε προσκύνημα των ευλαβών Χριστιανών.

ΠΗΓΗ: xristianos.gr

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.

Θείας πίστεωςτὴ φωταυγείασκότος ἔλιπεςτῆς σεβείαςκαὶ φωστὴρ τῆς ἀληθείας γεγένησαι ποιμαντικῶς γὰρ φαιδρύνας τὸν βίον σουΚυπριανὲ τὴ ἀθλήσει δεδόξασαιΠάτερ Ὅσιετὸν Κτίστην ἠμὶν ἰλέωσαιὁμοὺ σὺν Ἰουστίνη τὴ Θεόφρονι.



Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείου Πνεύματος, τῇ χορηγίᾳ, φῶς προσέλαβες, Θεογνωσίας,
Κυπριανὲ καταισχύνας τὸν δράκοντα· καὶ μαρτυρίου τὸν
δρόμον διήνυσας, σὺν Ἰουστίνῃ ὁμοῦ τῇ Θεόφρονι· μεθ’ ἧς
πρέσβευε, Τριάδι τῇ πανοικτίρμονι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ Μέγα
Ἔλεος.







Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχᾶς.

Ὡς ἱεράρχην τίμιον, καὶ ἀθλητὴν στερρότατον, ἡ οἰκουμένη ἀξίως γεραίρει σέ, Κυπριανὲ ἀοίδιμε, καὶ τοὶς ὕμvοις δοξάζει, τὴν ἁγίαν σου μνήμην, αἰτοῦσα πάντοτε, πταισμάτων ἄφεσιν, διὰ σοῦ δωρηθήναι τοὶς μέλπουσιν. Ἀλληλούια.

Έτερον Κοντάκιον
Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.

Ἐκ τέχνης μαγικῆς, ἐπιστρέψας θεόφρον, πρὸς γνῶσιν θεϊκήν, ἀνεδείχθης τῷ κόσμῳ, ἀκέστωρ σοφώτατος, τὰς ἰάσεις δωρούμενος, τοῖς τιμῶσί σε, Κυπριανὲ σὺν Ἰουστίνῃ· μεθ’ ἧς πρέσβευε, τῷ Φιλανθρώπῳ Δεσπότῃ, σωθῆναι τοὺς δούλους σου.

Μεγαλυνάριον

Πλάνης σοφιστείας ἀπολιπών, τῆς θείας σοφίας, ἀνεδείχθης λαμπρὸς φωστήρ, καὶ σὺν Ἰουστίνῃ, Κυπριανὲ ἀθλήσας, τῆς ἄνω βασιλείας, ἄμφω ἔτυχε.

Ὁ Οἶκος

Τὸν σοφὸν Ἱεράρχην τιμήσωμεν, ὡς ποιμένα σοφὸν καὶ διδάσκαλον, ὅτι ἐξ ἀκανθῶν πλάνης ἤνθησεν, ὥσπερ ῥόδον τερπνότατον, καὶ ἡμᾶς τοὺς πιστοὺς κατεμύρισεν, ἰαμάτων ὀδμαῖς καὶ βολαῖς θαυμάτων· ὥστε ψάλλειν ἡμᾶς τοῦ Δαυῒδ τὴν ᾠδήν· Ἀλληλούϊα.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.

Παιδευθεὶς ἐν τῇ πλάνῃ ἐπιμελῶς, ὡς ὁ Παῦλος ἐκλήθης ἐξ οὐρανοῦ, σταυρῷ ὁδηγούμενος, πρὸς τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως· τῆς γὰρ σεμνῆς Παρθένου, τῷ πόθῳ, φλεγόμενος, δι’ αὐτῆς ἡρμόσθης, τῷ Πλάστη τῆς κτίσεως· ὄθεν θριαμβεύσας, τοῦ ἐχθροῦ τὸ ἀνίσχυρον, σὺν αὐτῇ κατηξίωσαι, τοῦ χοροῦ τῶν Mαρτύρων, Κυπριανὲ ἱερώτατε πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.