† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2021

ΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (τοῦ Μέγα Φωτίου)

 


Σήμερα η Παρθένος μητέρα γεννιέται από στείρα μητέρα και ευτρεπίζεται το παλάτι του ερχομού του Δεσπότου Χριστού. Σήμερα σπάζουν τα δεσμά της στειρότητας και σφραγίζονται τα κλείθρα της Παρθένου. Γιατί εκείνα με τα οποία η άγονη μήτρα και τα νεκρά σπλάχνα για παιδοποιΐα έδωσαν παρ’ ελπίδα ωραίο καρπό, με αυτά μνηστεύεται και το αδιάφθορο της παρθενίας και με ολοφάνερα έργα προαγγέλλεται το θαύμα της κυοφορίας. Γιατί είναι υπερφυσικό θαύμα γέννηση χωρίς μεσολάβηση άνδρα και διατήρηση της παρθενίας μετά τη γέννηση. Επίσης νικά τους νόμους της φύσης και η στείρα που συλλαμβάνει μετά τα γηρατειά της και γεννά και με όσα θαυμαστά έργα γίνονται προοιμιάζεται η γέννηση της Παρθένου.

Σήμερα η Άννα θερί­ζει τον καρπό που προήλθε από τον ονειδισμό της ατεκνίας και η οικουμένη απολαμβάνει τα καρποφόρα στάχυα της χαράς. Ο Ιωακείμ ονομάζεται πατέρας του παιδιού, και εμείς παίρνουμε ως αρραβώνα την τιμή της υιοθεσίας. Σήμερα η Παρθένος προβάλ­λει από άγονα σπλάχνα, και η στειρότητα διαδέχεται τις πηγές της αμαρτίας, και το σύνολο της συναγωγής των Ιουδαίων χη­ρεύει, και τα παιδιά προβάλλουν από τους κόλπους της Εκκλησίας, τα οποία αυξάνουν και πληθαίνουν κατά τρόπο θεϊκό για τον νυμφίο Χριστό. Η Παρθένος προέρχεται από άγονη μήτρα, που και όταν ακόμα είναι γόνιμη η γέννηση είναι παράδο­ξη. Ω πόσο μεγάλο θαύμα! Όταν εξέλειπε ο χρόνος της σποράς, τότε έφτασε ο καιρός της καρποφορίας, όταν σβήσθηκε η φλόγα της επιθυμίας, τότε άναψε η λαμπάδα της τεκνοποιΐας. Η νεότη­τα δεν έδωσε άνθος, και προβάλλουν βλαστό τα γηρατειά· δεν φάνηκε εξόγκωση της κοιλιάς όταν ήταν η φύση στην ακμή της, και προβάλλει αειπάρθενο βρέφος ως γέννημα υπερήλικης μήτρας.
 Αλλ’ απορείς, άνθρωπε, αν γέννησε η στείρα, και πολυερευνάς αυτά που έπρεπε να θαυμάζεις, που πρέπει να μας προκαλούν θαυμασμό, παρά να θεωρούμε μηδαμινό αυτό που θαυμάζεται, και λογομαχείς, πώς μπορεί να γεννήσει στείρα; Αν είναι στείρα δεν γεννά, κι αν γεννά δεν είναι στείρα. Και πώς στήθη που στέγνωσαν γίνονται πάλι πηγή γάλακτος; Αν το γήρας δεν είναι στη φύση του να θησαυρίζει αίμα, πώς αυτό που δεν έλαβαν οι θηλές το λευκαίνουν σε γάλα; Και πώς μήτρα που αδρανοποιήθηκε λειτουργεί και ζωογονεί και συγκροτεί και τρέ­φει το έμβρυο; Αυτά εσύ μηχανορραφείς κατά του εαυτού σου και της σωτηρίας σου. Και ποιός είσαι; Γιατί δεν θα ήταν δυνατό να είσαι από τους πιστούς και άξιους του θαύματος· ούτε βέβαια, ούτε θα παρασυρθεί να απιστήσει ο πιστός με εκείνα που συντελούν στην πίστη, αλλά ο Ιουδαίος.
Η Σάρα δηλαδή πώς ή πού σε παρακαλώ εξέπεσε στις ελπίδες της; Άραγε δεν είδε τον Ισαάκ υιό των γηρατειών και της στειρότητάς της; Αν η Άννα σου προκαλεί σύγχυση και ταράζει τους λογισμούς σου, πιο πολύ πρέπει η Σάρα, γιατί για πρώτη φορά συνέβη σ’ αυτήν. Αν αυτό σε κάνει να αμφιβάλλεις, δεν αντιλαμβάνεσαι ότι παρα­γράφεις το άλλο από τη συγγένειά σου και κόβεις τις ρίζες από τις οποίες είναι δυνατό να έχεις κλάδο, και δεν ελέγχεσαι ότι έχεις καταπέσει από τους Ιουδαϊκούς νόμους;
Από παλαιά λοιπόν, αν και η ανθρώπινη φύση ήταν υποδουλωμένη στη δύναμη των προγονικών αμαρτημάτων, η γέννη­ση της απογόνου παρέχει λαμπρά τα συνθήματα, υποσαλπίζοντας ότι ο καθαιρέτης τους θα τη βγάλει από την τυραννίδα και θα την απαλλάξει από την δουλεία. Γι’ αυτό και ο Αδάμ μαζί με την Εύα, αφού καθάρθηκαν από εκείνους τους παλαιούς ρύπους της παράβασης και απέρριψαν την κατήφεια και τη σκυθρωπότητα, με ελεύθερη φωνή και βλέμμα χοροστατούν χαρούμενοι στην πανήγυρη της Παρθένου και μάλλον έχουν γίνει οι κο­ρυφαίοι του χορού. Γιατί αυτοί από τους οποίους έγινε η σπορά της αμαρτίας που φύτρωσε σαν παράσιτο στο γένος και το νό­θευσε, αυτοί μάλλον είναι δίκαιο τώρα που ξεριζώνεται, αυτοί να είναι αρχηγοί της χαράς και της χοροστασίας και να πλησιάζουν και να συγκαλούν τους απογόνους εκείνων.
Επειδή δη­λαδή από τους πρώτους παραβάτες μεταδόθηκε το αρρώστημα της παράβασης σε όλους και όλοι έχουν ανάγκη της όμοιας θε­ραπείας, κι αφού η παγκόσμια σωτηρία θεμελιώνεται σήμερα με τη γέννηση της Παρθένου, έπρεπε να οργανώσουμε κοινή και πάνδημη την πανήγυρη, και να ανακρούσουμε δημόσιες και υπερ­κόσμιες τις ευχαριστήριες ωδές· γιατί η παγκοσμιότητα της σωτηρίας απαιτεί υπερκόσμια την ευχαριστία.
Ας αναπέμψουμε λοιπόν ευχαριστήριες ωδές, επειδή ο Αδάμ αναδημιουργείται και η Εύα ανακαινίζεται, μαζί με αυτόν και η κατάρα διαλύεται και η ανθρώπινη φύση μας, αποβάλλοντας το νεκρό και δερμάτινο πρόσωπο της αμαρτίας, αναμορφώνεται στην αρχαία τιμή της δεσποτικής εικόνας. Ας αναπέμψουμε ευχαριστήριες ωδές και ας συγκροτήσουμε πάνδημους χορούς, επειδή προερχόμενη η Παρθένος από άγονα σπλάχνα, αγιάζει την άγονη μήτρα της φύσης, εμβολιάζοντας την ακαρπία της με την πλούσια καρποφορία αρετών. Γιατί για όσα χρειάστηκαν στον Κύριο όλων και γεωργό τα ρείθρα των αχράντων αιμάτων της για την άρδευση όλης της καταξηραμένης ζύμης, με αυτά αναδέχεται εύλογα και την ευλογία της καρποφορίας.
Η κλίμα­κα που ανεβάζει στους ουρανούς κατασκευάζεται και η γήινη φύση, υπερπηδώντας τα όριά της, εγκαθίσταται στις ουράνιες κατοικίες. Ο δεσποτικός θρόνος ετοιμάζεται επάνω στη γη, τα επίγεια αγιάζονται, τα τάγματα των ουρανών συναναστρέφο­νται μαζί με μας, και ο πονηρός, που στην αρχή μας απάτησε κι έγινε ο αρχιτέκτονας της εναντίον μας επιβουλής, δέχεται τη συντριβή των δόλων και των τεχνασμάτων του που έχουν αποσαθρωθεί χάνοντας την ισχύ τους.
Ποιος μπορεί να διηγηθεί τα θαυμαστά έργα του Θεού; Ποιος λόγος θα εκφράσει τη δύναμη των πέρα από το λόγο πραγμάτων; Και πώς κάθε νους δεν θα παραλύσει προσπαθώ­ντας να κατανοήσει το μέγεθος των έργων; Κατ’ αρχάς έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο κινούμενος από άφατο πλούτο φιλανθρωπίας, δίνοντας στο πλάσμα τη χάρη να φέρει τη δύναμη και την εικόνα του πλάστη του, από τα οποία το ένα δήλωνε την ευγένεια της σάρκας, ενώ το άλλο του πνεύματος. Ο παράδεισος, πράγμα ευχάριστο κι αγαπητό, φυτευόταν στ’ ανατολικά, μοσχοβολώ­ντας από άνθη λειβαδιών και όντας κατάμεστος από ωραίους και ποικίλους καρπούς δένδρων· ποτάμια επίσης κυλώντας ενδιάμε­σα και ποτίζοντας με καθαρά νερά την έκταση, προσέδιδαν απί­θανη ομορφιά στον τόπο.
Σ’ αυτόν ο πλάστης εγκαθιστά  το φιλοτέχνημα της δεσποτικής παλάμης, κάνοντάς το κύριο όλων και παρουσιάζοντάς το να περιβάλλεται από άφθονα αγαθά. Έπειτα του έδωσε σύζυγο αφού την απέσπασε από την πλευρά του με γέννα ανέκφραστη, ώστε, αυτόν από τον οποίο είχε ληφθεί, αυτόν να αναγνωρίζει, τον δανειστή της, ως κεφαλή και να είναι προσηλωμένη, έχοντας στη σκέψη της την υποχρέωσή της και με το σύνδεσμο της φύσης να δημιουργηθεί σ’ αυτούς ο σύν­δεσμος της ομόνοιας.
Αλλ’ αφού χάρισε την απόλαυση και την κυριαρχία σε όλα τα αγαθά του παραδείσου, επειδή έπρεπε αυτός στον οποίον είχε εμπιστευθεί το μέγεθος μιας τέτοιας και τόσο μεγάλης εξου­σίας να παιδαγωγηθεί και να ασκηθεί και με κάποια εντολή, του δίνει ένα νόμο, σύμφωνα με τον οποίο ούτε δύσκολο ήταν να ζήσει, ούτε ευκολότατο να τον φυλάξει στο σύνολό του, και με βάση αυτόν θα κέρδιζε την αμοιβή ή την καταδίκη του. Χω­ρίζοντας, δηλαδή με το λόγο του, κάποιο φυτό από τα άλλα από όσα ανθούσαν ωραιότητα, του δίνει την εντολή που απαγόρευε να φάει από αυτό μόνο.
Θηρίο όμως πονηρό και αρχή του κακού, το οποίο η πράξη ονόμασε διάβολο, βάζοντας στο μάτι τον άνθρωπο αμέσως από τη δημιουργία του, χρησιμοποιώντας σαν όργανό του άλλο θηρίο από τα ερπετά και απευθύνοντας στη γυναίκα λόγο απατηλό και θελκτικό και ρίχνοντας στο νομοθέτη πολλή βλασφημία, πείθει τη γυναίκα και μέσω αυτής το σύζυγό της, να αδιαφορήσουν για την εντολή και να φάνε από αυτό που είχε θεσπιστεί να μη φάνε. Κι αυτοί, την ίδια στιγμή, και την προσταγή παρέβαιναν και έχαναν όλα τα χαρίσματα, πράγ­μα που ήταν ο σκοπός του επίβουλου.

Γιατί γι’ αυτό το σκοπό είχε γίνει όλη αυτή η μηχανορραφία. Κι από τότε, μεταφερόμενο το παράπτωμα από τους προγόνους στους απογόνους, είχε ο επιβουλευτής μας υποδουλωμένο στην εξουσία του όλο το γένος.

Τί έκανε λοιπόν ο πλάστης και κηδεμόνας μας; Άφησε άραγε μέχρι το τέλος το πλάσμα του να ταλαιπωρείται, να μένει δούλος των παθών; Όχι βέβαια. Πώς δηλαδή θα ανεχόταν, αυτό που έπλασε από υπερβολική αγάπη, να το βλέπει μ’ ευχαρίστησή του να μένει αιχμάλωτο και να ζει στην πλάνη; Γι’ αυτό, αφού συνεδρίασε με τον εαυτό της, αν επιτρέπεται να το πω έτσι, η ενό­τητα της αγίας Τριάδας (είναι όμως θεμιτό να το πούμε για την ανάπλαση, επειδή και το, «ας δημιουργήσουμε άνθρωπο σύμφω­να με την εικόνα μας και όμοιο με μας» έχει λεχθεί για την αρχική πλάση) με την ενιαία θέλησή της διευθέτησε την ανάπλα­ση του πλάσματός του που είχε συντριβή.

Κι αυτή (γιατί είχαν εξαγριωθεί και ρημαχτεί φοβερά οι άνθρωποι και δεν επέστρεφαν ούτε με απειλές ούτε με ποινές ούτε με νόμους ούτε με προφήτες), ζητούσε άνθρωπο που είχε την ίδια μ’ εμάς φύση, στον οποίο θα ήταν δυνατό να δει απαράβατη την τήρηση της νομοθεσίας, ώστε και για να μπορούν οι άνθρωποι, με όσα έβλε­παν τους συνανθρώπους τους να πράττουν, να τους μιμούνται, και αυτό με το οποίο έλαβε τη δύναμή του εναντίον μας αυτός ο μηχανορράφος, με το ίδιο να καθαιρεθεί από την κυριότητα με νόμιμη νίκη και αγώνισμα.
Έπρεπε λοιπόν κάποιο από τα πρόσωπα της Τριάδας να έρθει στους ανθρώπους, ώστε, όποιας φύσης ήταν το δημιούργημα, αυτής να φανεί ότι είναι και το αναδημιούργημα· και έπρεπε οπωσδήποτε εκείνο να γίνει κάτω Υιός και να μην ατιμάσει το άνω αξίωμά του, που από τους αιώνες το είχε και δοξαζόταν μ’ αυτό. Αλλά να βρεθεί ανάμεσα στους υιούς των ανθρώπων δεν ήταν δυνατό χωρίς τη σάρκωση. Γιατί η σάρκωση είναι η οδός για τη γέννηση, και γέννηση είναι η κατάληξη της κυοφορίας. Κι αυτή, περιγράφοντας μητέρα, ζητούσε εύλογα να γίνει από πριν η ετοιμασία της. Έπρεπε άρα να ετοιμαστεί κάτω μητέρα του πλάστη για την ανάπλαση εκείνου που είχε συντριβεί, κι αυτή να είναι παρθένος, ώστε, όπως από παρθένα γη πλάσθηκε ο πρώτος άνθρωπος, έτσι κι από παρθενική μήτρα να πραγμα­τοποιηθεί η ανάπλαση, και καμιά παρέμβαση ηδονής ούτε νόμιμη, ούτε και να επινοηθεί στη γέννηση του δημιουργού· γιατί ήταν αιχμάλωτος της ηδονής αυτός που ο Δεσπότης θέλη­σε να ελευθερώσει και καταδέχθηκε να γεννηθεί.
Αλλά ποια ήταν άξια να γίνει διάκονος του μυστη­ρίου; Ποια ήταν άξια να γίνει μητέρα του Θεού και να δανείσει σάρκα σ’ εκείνον που πλουτίζει τα σύμπαντα; Ποια λοιπόν ήταν άξια; Ή είναι φανερό ότι είναι αυτή που σήμερα βλάστησε με τρόπο παράδοξο από την άκαρπη ρίζα, τον Ιωακείμ και την Άννα, της οποίας εμείς εορτάζουμε λαμπρά τη γέννησή της και της οποίας η γέννηση κάνει την αρχή του θαύματος του μεγί­στου μυστηρίου, εννοώ της ένσαρκης γέννησης του Σωτήρα και για την οποία συγκροτήθηκε αυτή η θεία και πάνδημη σύναξη; Γιατί έπρεπε, έπρεπε αυτή που από τα σπάργανα διατήρησε αγνό το σώμα της, αγνή τη ψυχή και αγνούς τους λογισμούς με ανώτερο λόγο, να προοριστεί αυτή μητέρα του πλάστη.
Έπρεπε αυτή που από βρέφος προσφέρθηκε στο ναό και εισήλθε στους άβατους χώρους, να φανεί έμψυχος ναός εκείνου που της έδωσε τη ψυχή. Έπρεπε αυτή που γεννήθηκε από άγονη μήτρα με λόγο παράδοξο και εξάλειψε το όνειδος των γονέων της, να ανα­καλέσει και το σφάλμα των προπατόρων. Γιατί είχε τον προορι­σμό η απόγονος να αποκαταστήσει την ήττα την προγονική γεν­νώντας με γέννα χωρίς άνδρα τον Σωτήρα του γένους και δίνο­ντας σώμα σ’ αυτόν. Έπρεπε αυτή που με το κάλλος της ψυχής της έδωσε ωραία στον εαυτό της μορφή, να εμφανισθεί ξεχωρι­στή νύμφη που να ταιριάζει στον ουράνιο νυμφίο. Έπρεπε αυτή, που με τις σαν άστρα εκδηλώσεις των αρετών της, κατέστησε τον εαυτό της ουρανό, ανατέλλοντας τον ήλιο της δικαιοσύνης να γίνει γνωστός σε όλους τους πιστούς. Έπρεπε αυτή που μία φορά έβαψε τον εαυτό της με το πορφυρό χρώμα των παρθενικών αιμάτων της, να γίνει αλουργίδα (βασιλικό ένδυμα) του Βασιλιά των πάντων.
Πω πω θαύμα! αυτόν που η φύση όλη δεν χωρεί, τον κυοφο­ρεί άνετα η παρθενική μήτρα. Αυτόν που δεν τολμούν να ατενί­σουν τα Χερουβίμ, η Παρθένος τον κρατεί στην αγκαλιά της με τα πήλινα χέρια της. Το όρος το άγιο προέρχεται από την έρημη και άγονη μήτρα, από το οποίο, αφού αποκόπηκε χωρίς σύμπραξη χεριών λίθος πολύτιμος ακρογωνιαίος ο Χριστός ο Θεός μας, συνέτριψε τους ναούς των δαιμόνων και τα βασίλεια του Άδη μαζί με την ίδια την τυραννική εξουσία. Ο έμψυχος και ουράνιος κλίβανος κατασκευάζεται στη γη, μέσα στον οποίο ο πλάστης, αφού έψησε της δικής μου ζύμης την απαρχή και κατέκαψε μαζί και τα ζιζάνια που φύτρωσαν, καθαρή όλη τη ζύμη την κάνει άρτο για τον εαυτό του. Αλλά τί θα μπορούσε να πει κανείς και τί δεν θα πάθει διαπλέοντας το πέλαγος των χαρι­σμάτων και κατορθωμάτων της Παρθένου; Δειλιάζει και χαίρε­ται και ηρεμεί κι αναπήδα από χαρά. Και πάλι σωπαίνει και βρί­σκει τη μιλιά του, συστέλλεται και πλατύνεται, συρόμενος ταυτό­χρονα από τη μια από το φόβο, και από την άλλη από τον πόθο.
Εγώ όμως παραδίδοντας τον εαυτό μου στον πόθο μάλλον παρά στο φόβο, με ευχαρίστηση, γνωρίζετε καλά, ήρθα και πολλά λέγοντάς σας, αν και είναι άχρηστα, με τον σαν ποτάμι λόγο μου, καθώς τα παρθενικά αίματα με κάνουν να λιμνάζω (να ακινητοποιούμαι) και να πλημμυρώ, και μάλιστα βλέποντας και εσάς να ανοίγετε πρόθυμα τις ακοές σας και όλο σας το νου να τον έχετε στρέψει στον ύμνο της Αειπάρθενου, και συνάμα να εξαγνίζεσθε, αν εγώ έχω μυηθεί κάπως στα παρθενικά μυστήρια. Αλλ’ όμως η περίσταση σε άλλα μας παρακινεί, σε άλλου είδους τιμή της Παρθένου· εννοώ να αρχίσουμε τη μυστική και αναίμακτη θυσία (γιατί τιμή της μητέρας είναι η ανάμνηση των εκού­σιων παθημάτων του Υιού), προς την οποία έλκομαι στη συνέχεια και την οποία είναι πολύ επίκαιρο να τελέσω ως ιερουργός.
Αλλά εσύ, Παρθένε και μητέρα του Λόγου, ο δικός μου εξιλασμός και η καταφυγή, που με παράδοξο τρόπο καλλιεργή­θηκες από τη στείρα και που καρποφόρησες για μας ακόμα πιο παράδοξα το στάχυ της ζωής, πρεσβεύοντας και μεσιτεύοντας προς τον Υιό σου και Θεό μας για μας που είμαστε υμνητές σου να καθαρισθούμε από κάθε ρύπο και κάθε μόλυσμα, ανάδειξέ μας άξιους για τον ουράνιο νυμφώνα προς αιώνια ανάπαυση και καταφωτιζόμενους από το τριπλό φως της υπερούσιας Τριάδας και εντρυφώντας μέσα στα υπερφυσικά και άρρητα θεάματα αυτής με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώ­νων.  Αμήν.
(Αγίου Φωτίου του Μεγάλου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Ομιλία Θ΄, Εις το Γενέσιον της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, ΕΠΕ 12, σ. 248-273 (αποσπάσματα).

ΠΗΓΗ: ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'.

 γέννησίς σου Θεοτόκεχαρὰν ἐμήνυσε πάσῃ τῇ οικουμένῃ,ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν  Ἥλιος τῆς δικαιοσύνηςΧριστὸς Θεὸς ἡμῶνκαὶ λύσας τὴν κατάρανἔδωκε τὴν εὐλογίανκαὶκαταργήσας τὸν θάνατονἐδωρήσατο ἡμῖν ζωὴν τὴν αἰώνιον.




ΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ)

 


1. Ἐλᾶτε ὅλα τὰ ἔθνη, κάθε ἀνθρώπινη γενιά, καὶ κάθε γλώσσα, καὶ κάθε ἡλικία, καὶ κάθε ἀξίωμα, νὰ γιορτάσουμε μὲ ἀγαλλίαση τὴ γέννηση τῆς παγκόσμιας χαρᾶς.
Γιατὶ ἂν οἱ εἰδωλολάτρες, μὲ ψεύτικα δαιμονικὰ παραμύθια ποὺ ξεγελοῦν τὸ μυαλὸ καὶ σκοτεινιάζουν τὴν ἀλήθεια, κι᾿ ἂν ἀκόμα προσφέροντας ὅ,τι εἶχαν καὶ δὲν εἶχαν τιμοῦσαν γενέθλια βασιλιάδων, ποὺ τοὺς τυραννοῦσαν σ᾿ ὅλη τους τὴ ζωή, πόσο περισσότερο πρέπει ἐμεῖς νὰ τιμοῦμε τὴ γέννηση τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἀνώρθωσε ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος, ποὺ ἄλλαξε τὴ λύπη τῆς πρώτης μας μητέρας, τῆς Εὔας, σὲ χαρά; Ἐκείνη ἄκουσε τὴν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ: «Μὲ πόνους νὰ γεννᾷς τὰ παιδιά σου».
Αὐτή: «Χαῖρε, Κεχαριτωμένη». Ἐκείνη: «Στὸν ἄνδρα σου ἡ ὑποταγή σου». Αὐτή: «Ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου». Τί ἄλλο λοιπὸν ἀπὸ λόγο νὰ προσφέρουμε στὴ Μητέρα τοῦ Λόγου; Ὅλη ἡ κτίση ἂς γιορτάσει μαζί μας κι᾿ ἂς ὑμνήσει τὸν ἁγιασμένο καρπὸ τῆς ἁγίας Ἄννας. Γιατὶ γέννησε στὸ κόσμο παντοτινὸ θησαυρὸ ἀγαθῶν, δήλ. τὴν Παναγία.

Μὲ τὴν μεσολάβηση τῆς Παναγίας ὁ Πλάστης ξανάπλασε πρὸς τὸ καλύτερο ὁλόκληρη τὴν πλάση, μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ, ἀφοῦ ὁ δημιουργικὸς Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἕνα μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἑνώθηκε συνάμα μ᾿ ὁλόκληρη τὴν πλάση, ἀφοῦ καὶ ὁ ἄνθρωπος, μετέχοντας σὲ πνεῦμα καὶ σὲ ὕλη, εἶναι σύνδεσμος ὅλης της ὁρατῆς καὶ ἀόρατης δημιουργίας.
Ἂς γιορτάσουμε λοιπὸν τὴν λύση τῆς ἀνθρώπινης στειρότητας, γιατὶ πῆρε τέλος γιὰ μᾶς ἡ στέρηση τῶν ἀγαθῶν.

2. Γιὰ ποιὸ λόγο ὅμως γεννήθηκε ἡ Μητέρα καὶ Παρθένος ἀπὸ γυναίκα στείρα; Γιατὶ ἔτσι ἔπρεπε, αὐτὸ ποὺ εἶναι «τὸ μοναδικὰ καινούργιο κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο», ἡ βάση καὶ τ᾿ ἀποκορύφωμα τῶν θαυμάτων, ν᾿ ἀνοίξει τὸ δρόμο του μὲ θαύματα καὶ σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ τὰ πιὸ ταπεινὰ νάρθουν τὰ πιὸ μεγάλα.
Ὑπάρχει ὅμως κι ἄλλος λόγος πιὸ ὑψηλὸς καὶ πιὸ θεϊκός. Ἡ φύση, νικημένη ἀπὸ τὴ χάρη, στεκόταν φοβισμένη· δὲν εἶχε τὸ θάρρος καὶ τὴ δύναμη νὰ προχωρήσει αὐτὴ πρώτη. Ὅταν λοιπὸν ἐπρόκειτο νὰ γεννηθεῖ ἡ Θεοτόκος – Παρθένος ἀπὸ τὴν Ἄννα, δὲν τολμοῦσε ἡ φύση νὰ καρποφορήσει πρὶν ἀπὸ τὴ χάρη, ἀλλὰ ἔμενε ἄκαρπη, μέχρις ὅτου βλαστήσει ἡ χάρη τὸν καρπό. Ἔτσι ἔπρεπε, νὰ γεννηθεῖ πρωτότοκη ἐκείνη, ποὺ θὰ γεννοῦσε τὸν «πρωτότοκο ὅλης της δημιουργίας», ποὺ «ὅλα σ᾿ αὐτὸν χρωστοῦν τὴν ὕπαρξή τους».

Καλότυχο ζευγάρι, Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, ὅλη ἡ κτίση σᾶς εὐγνωμονεῖ. Γιατὶ μὲ τὴ μεσολάβησή σας δώρισε ἡ πλάση στὸ Δημιουργὸ τὸ πιὸ ὑπέροχο ἀπ᾿ ὅλα τὰ δῶρα· πολυσέβαστη Μητέρα, μοναδική, ἄξια τοῦ Πλάστη.
Εὐλογημένος εἶσαι Ἰωακείμ, ἀπ᾿ ὅπου βγῆκε τὸ ἀκηλίδωτο σπέρμα. Θαυμαστὴ μήτρα τῆς Ἄννας, ποὺ μέσα της ἀναπτύχθηκε σιγὰ-σιγά, σχηματίσθηκε καὶ γεννήθηκε πανάγιο βρέφος. Γαστέρα, ποὺ κυοφόρησες μέσα σου τὸν ἔμψυχο οὐρανό, πλατύτερο ἀπὸ τὴν ἀπεραντοσύνη τῶν οὐρανῶν.
Ἁλώνι, ποὺ κράτησες ἐπάνω σου τὴ θημωνιὰ τοῦ ζωοποιοῦ σιταριοῦ, ὅπως τὸ δήλωσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: «Ἂν δὲν πέσει ὁ κόκκος τοῦ σιταριοῦ στὴ γῆ καὶ πεθάνει, παραμένει ὁλομόναχος». Μαστοὶ ποὺ θηλάσατε ἐκείνη, ποὺ ἔθρεψε τὸν τροφοδότη τοῦ κόσμου. Θαυμάτων θαύματα καὶ παραδόξων παράδοξα. Γιατὶ ἔτσι ἔπρεπε, ν᾿ ἀνοίξει μὲ τὰ θαύματα ὁ δρόμος, ἀπ᾿ ὅπου μὲ τρόπο ἀνέκφραστο, ἀπὸ ἀγάπη, κατέβηκε κοντά μας ὁ Θεὸς γιὰ νὰ σαρκωθεῖ.

Ἀλλὰ πῶς νὰ προχωρήσω περισσότερο; Τὸ μυαλό μου σαστίζει, φόβος καὶ λαχτάρα μὲ κυριεύουν. Ἡ καρδιά μου χτυπάει καὶ ἡ γλώσσα μου δέθηκε. Δὲν ἀντέχω στὴ χαρά, μὲ καταβάλλουν τὰ θαύματα, ὁ πόθος μὲ γεμίζει ἐνθουσιασμό.
Ἂς νικήσει λοιπὸν ὁ πόθος, ἂς ὑποχωρήσει ὁ φόβος, ἂς τραγουδήσει ἡ κιθάρα τοῦ Πνεύματος: «Ἂς χαροῦν οἱ οὐρανοὶ κι᾿ ἂς πηδήσει ἀπ᾿ τὴ χαρά της ἡ γῆ».

3. Σήμερα ἀνοίγονται οἱ πύλες τῆς στειρώσεως, καὶ παρουσιάζεται θεϊκή, παρθενικὴ πύλη, ποὺ ἀπὸ μέσα της θὰ περάσει καὶ θὰ μπεῖ στὴν οἰκουμένη «σωματικὰ» ὁ Θεός, ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπ᾿ ὅλα τὰ ὄντα, ὅπως λέει ὁ Παῦλος, ὁ ἀκροατὴς τῶν ἀνέκφραστων μυστικῶν. Σήμερα ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ Ἰεσσαὶ ξεφύτρωσε κλωνάρι, ποὺ πάνω του βλάστησε γιὰ χάρη τοῦ κόσμου θεοϋπόστατο ἄνθος.

Σήμερα ἀπὸ τὴ γήινη φύση ἔφτιαξε οὐρανὸ πάνω στὴ γῆ, ἐκεῖνος ποὺ ἄλλοτε παλιὰ δημιούργησε μέσα ἀπὸ τὰ νερὰ τὸ στερέωμα καὶ τὸ ἀνέβασε στὰ ὕψη. Κι᾿ ἀληθινὰ ὁ οὐρανὸς αὐτὸς εἶναι πολὺ πιὸ θεϊκὸς καὶ πολὺ πιὸ καταπληκτικὸς ἀπὸ τὸν πρῶτο. Γιατὶ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ δημιούργησε στὸν πρῶτο οὐρανὸ τὸν ἥλιο, θὰ ἀνατείλει ὁ Ἴδιος στὸ δεύτερο οὐρανό, ἥλιος δικαιοσύνης.
Ἔχει δύο φύσεις, κι ἂς λυσσομανοῦν οἱ Ἀκέφαλοι· ἕνα πρόσωπο, μία ὑπόσταση, κι ἂς σκάσουν ἀπ᾿ τὸ κακό τους οἱ Νεστόριοι. Τὸ ἄναρχο φῶς, ποὺ ἔχει τὴν προαιώνια ὕπαρξή του ἀπὸ ἄναρχο φῶς, τὸ ἄυλο καὶ ἀσώματο, παίρνει σῶμα ἀπὸ γυναίκα καὶ «σὰν νυμφίος βγαίνει ἀπὸ νυφικὸ δωμάτιο», καί, μ᾿ ὅλο ποὺ εἶναι Θεός, γίνεται ἔπειτα γήινος ἄνθρωπος.
Σὰν «γίγαντας» θὰ τρέξει μὲ χαρὰ τὸ δρόμο τῆς δικῆς μας ζωῆς, καὶ μέσα ἀπὸ τὰ πάθη θὰ προχωρήσει γιὰ νὰ πεθάνει καὶ νὰ δέσει τὸν ἰσχυρό, τὸ διάβολο, καὶ νὰ τοῦ ἁρπάξει τὴν περιουσία, τὴν ἀνθρώπινη φύση μας, καὶ νὰ ξαναφέρει στὴν οὐράνια γῆ τὸ χαμένο πρόβατο.

Σήμερα ὁ «γιὸς τοῦ μαραγκοῦ», ὁ παντεχνίτης Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ χάρη σ᾿ Αὐτὸν ὁ Πατέρας δημιούργησε τὰ πάντα, τὸ δυνατὸ χέρι τοῦ μεγάλου Θεοῦ, ἔχοντας, μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὰν δάχτυλά του, ἀκονίσει τὸ στομωμένο σκεπάρνι τῆς φύσεως, ἐφτίαξε γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἔμψυχη σκάλα, ποὺ ἡ βάση της στηρίζεται πάνω στὴ γῆ καὶ τὸ κεφάλι της ἀκουμπάει στὸν οὐρανό, ποὺ πάνω της ἀναπαύεται ὁ Θεός, ποὺ τὴν εἰκόνα της ἀντίκρισε ὁ Ἰακώβ.
Ἀπ᾿ αὐτὴ ἀφοῦ κατέβηκε, χωρὶς νὰ μετακινηθεῖ ἀπὸ τὴ θέση του ὁ Θεός, πιὸ σωστὰ ἀφοῦ ταπεινώθηκε, «φανερώθηκε πάνω στὴ γῆ» καὶ συναναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Αὐτὰ ὅλα λοιπὸν σημαίνουν ἡ κατάβαση, ἡ συγκαταβατικὴ ταπείνωση, ἡ πολιτεία του πάνω στὴ γῆ, τὴν πιὸ βαθιὰ γνώση, ποὺ δόθηκε στοὺς ἀνθρώπους τῆς γῆς.
Πάνω στὴ γῆ στηρίχθηκε ἡ νοητὴ σκάλα, ἡ Παρθένος· γιατὶ γεννήθηκε ἀπὸ τὴ γῆ· καὶ ἡ κεφαλή της φθάνει στὸν οὐρανό. Ἡ κεφαλή, βέβαια, κάθε γυναίκας εἶναι ὁ ἄνδρας· γιὰ τὴν Παρθένο ὅμως μία καὶ δὲν γνώρισε ἄνδρα, ἔγινε κεφαλή της ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας, ἀφοῦ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔκανε συμφωνία μὲ τὴν Παρθένο κι ἀφοῦ ἔστειλε σὰν κάποιο θεϊκὸ πνευματικὸ σπόρο, τὸ Υἱὸ καὶ Λόγο του, τὴν παντοδύναμη δύναμή Του.

Πραγματικὰ μὲ τὸ εὐλογημένο θέλημα τοῦ Πατέρα, ἔγινε ὑπερφυσικά, χωρὶς μεταβολή, ὁ Λόγος σάρκα, ὄχι μὲ φυσικὴ ἕνωση, ἀλλὰ ξεπερνώντας τοὺς νόμους τῆς φύσεως, ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία καὶ «κατασκήνωσε ἀνάμεσά μας».
Γιατὶ ἡ ἕνωση τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους γίνεται μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. «Ὅποιος μπορεῖ ἂς τὸ καταλάβει. Ὅποιος ἔχει αὐτιά, ἂς ἀκούσει».
Ἂς ξεφύγουμε ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες σκέψεις. Ἄνθρωποί μου, ἡ θεότητα εἶναι ἀπαθής, δὲν παθαίνει ἀλλοιώσεις. Ἐκεῖνος ποὺ τὴν πρώτη φορὰ γέννησε ἀναλλοίωτα μὲ τρόπο φυσικό, γεννάει ἀναλλοίωτα τὸν ἴδιο Υἱὸ γιὰ δεύτερη φορὰ μὲ «κατὰ θεία οἰκονομία». Καὶ εἶναι μάρτυρας ὁ Δαβίδ, ὁ προπάτορας τοῦ Θεοῦ, λέγοντας: «Ὁ Κύριος εἶπε σὲ μένα. Ἐσὺ εἶσαι Υἱός μου, ἐγὼ σήμερα σὲ γέννησα». Αὐτὴ ἡ λέξη «σήμερα» δὲν ἔχει θέση στὴν προαιώνια γέννηση, γιατὶ ἡ γέννηση ἐκείνη βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο.

4. Σήμερα χτίζεται ἡ πύλη ποὺ κοιτάει στὴν ἀνατολή, ἀπ᾿ ὅπου ὁ Χριστὸς «θὰ μπεῖ καὶ θὰ βγεῖ», ἀφήνοντας τὴν κλεισμένη· στὴν πύλη αὐτὴ ὁ Χριστὸς εἶναι «ἡ θύρα τῶν προβάτων». «Ἀνατολὴ» εἶναι τὸ ὄνομα Ἐκείνου, ποὺ μᾶς ὁδήγησε κοντὰ στὸν ἀρχιφωτο Πατέρα.
Σήμερα φύσηξαν χαρᾶς πνοές, προμηνύματα τῆς παγκόσμιας Χαρᾶς. Ἂς χαμογελᾶ πάνω ὁ οὐρανός, κι᾿ ἂς πηδᾶ ἀπ᾿ τὴ χαρὰ τῆς κάτω ἡ γῆ, ἂς πάλλεται ἡ θάλασσα τοῦ κόσμου. Μέσα της γεννιέται τὸ κογχύλι, τὸ στρείδι, ποὺ μὲ τὴν ἀστραπὴ τοῦ Θεοῦ ἀπ᾿ τὰ οὐράνια θὰ συλλάβει στὰ σπλάχνα του, καὶ θὰ γεννήσει τὸ πολύτιμο μαργαριτάρι, τὸν Χριστό.
Ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ στρείδι θὰ βγεῖ ὁ «δοξασμένος βασιλιάς», ντυμένος τὴν πορφύρα τῆς σάρκας, ποὺ ἀφοῦ ἐπισκεφθεῖ τοὺς αἰχμαλώτους θὰ διακηρύξει τὴν ἀπελευθέρωσή τους. Ἂς πηδᾶ ἀπ᾿ τὴ χαρά της ἡ φύση· γεννιέται ἡ ἀμνάδα, ἡ προβατίνα, ποὺ ἀπ᾿ αὐτὴν ὁ βοσκὸς θὰ ντύσει τὸ πρόβατο, καὶ θὰ ξεσχίσει τὸ ροῦχο τῆς παλιᾶς θανατικῆς καταδίκης μας.
 Ἂς χορεύει ἡ παρθενία, ἀφοῦ γεννήθηκε ὅπως εἶπε ὁ Ἡσαΐας παρθένος, ποὺ θὰ «συλλάβει στὴν κοιλιά της καὶ θὰ γεννήσει υἱό, ποὺ θὰ τοῦ δώσουν τὸ ὄνομα Ἐμμανουήλ», ποὺ σημαίνει «ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας», μάθετε τὸ καλὰ Νεστόριοι κι᾿ ἀναγνωρίστε τὴν ἥττα σας. «Εἶν᾿ ὁ Θεὸς μαζί μας» ! Ὄχι ἄγγελος, ὄχι ἀπεσταλμένος, ἀλλὰ ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος θἄρθει καὶ θὰ μᾶς σώσει.

«Εὐλογημένος Αὐτὸς ποὺ ἔρχεται στ᾿ ὄνομα τοῦ Θεοῦ· ὁ Κύριος παρουσιάσθηκε μπροστά μας». Ἂς γιορτάσουμε γιὰ τὴ γέννηση τῆς Θεοτόκου. Χαμογέλασε Ἄννα, «στείρα ποὺ δὲν γεννοῦσες, ξέσπασε σὲ κραυγὲς χαρᾶς, ξεφώνισε, σὺ ποὺ δὲν δοκίμαζες τῆς γέννας πόνους».
Πήδησε ἀπ᾿ τὴ χαρά σου Ἰωακείμ, ἀπὸ τὴ θυγατέρα σου «γεννήθηκε τὸ παιδί μας», ὁ υἱὸς ποὺ μᾶς δόθηκε δῶρο καὶ τ᾿ ὄνομά του λέγεται «Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος, δηλ. ἀγγελιοφόρος ποὺ φέρνει τὸ μεγάλο θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, Θεὸς δυνατός», ἡ σωτηρία ὅλου του κόσμου. Ἂς ντροπιαστεῖ ὁ Νεστόριος, κι ἂς κλείσει μὲ τὸ χέρι του τὸ στόμα.
Τὸ παιδὶ εἶναι Θεός, πῶς δὲν θάναι Θεοτόκος αὐτὴ ποὺ τὸ γέννησε; «Ἂν κάποιος δὲν ἀναγνωρίζει τὴν ἁγία Παρθένο ὡς Θεοτόκο, βρίσκεται χωρισμένος ἀπ᾿ τὸν Θεό». Αὐτὰ δὲν εἶναι δικά μου λόγια, ἂν καὶ τὰ λέω ἐγώ. Τὰ πῆρα, θεολογικὴ κληρονομιά, ἀπὸ τὸν πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν Θεολόγο Γρηγόριο.

5. Καλότυχο ζευγάρι, Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, κι ἀληθινὰ ἁγνότατο. Ἀπ᾿ τὸν καρπὸ τῶν σπλάγχνων σας γίνατε γνωστοί, καθὼς εἶπε ὁ Κύριος κάπου: «Θὰ τοὺς γνωρίσετε καλὰ ἀπὸ τοὺς καρποὺς ποὺ θὰ κάνουν». Μὲ τὴ ζωή σας δώσατε χαρὰ στὸ Θεὸ καὶ γίνατε ἄξιοι τῆς κόρης ποὺ γεννήσατε.
Ζώντας τὴ ζωή σας μὲ ἁγνότητα καὶ ἁγιότητα καρποφορήσατε τὸ στολίδι τῆς παρθενίας, παρθένο προτοῦ νὰ γεννήσει, παρθένο τὴν ὥρα ποὺ γεννοῦσε, καὶ παρθένο ἀφοῦ γέννησε, τὴ μοναδικὴ ποὺ μένει καὶ σὲ νοῦ καὶ σὲ ψυχὴ καὶ σὲ σῶμα πάντοτε παρθένος.
Ἔτσι ἔπρεπε νὰ γίνει, ἡ παρθένος ποὺ βλάστησε ἀπ᾿ τὴ δική σας ἁγνότητα νὰ γεννήσει σωματικὰ τὸ μονάκριβο, μονογέννητο φῶς, μὲ τὴν εὐδοκία ἐκείνου ποὺ τὸ γέννησε ἀσώματα. Φῶς ποὺ δὲν γεννάει, ἀλλὰ πάντοτε γεννιέται ἀπὸ φῶς, ποὺ ἡ γέννηση εἶναι ἡ ξεχωριστὴ προσωπική του ἰδιότητα.
Σὲ πόσα θαύματα καὶ σὲ πόσες συμφωνίες ἔγινε ἐργαστήριο αὐτὴ ἡ Κόρη!
Ἀφοῦ γεννήθηκε ἀπὸ στείρα, γέννησε μὲ τρόπο παρθενικὸ Ἐκεῖνον, ποὺ ἕνωσε θεότητα καὶ ἀνθρωπότητα, πόνο καὶ ἀπάθεια, τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο, γιὰ νὰ νικηθεῖ ἔτσι σ᾿ ὅλα τὸ χειρότερο ἀπὸ τὸ καλύτερο. Κι᾿ ὅλα αὐτὰ γιὰ τὴ δική μου σωτηρία, Δέσποτα. Τόσο πολὺ μ᾿ ἀγάπησες, ὥστε μ᾿ ἔσωσες ὄχι μὲ ἀγγέλους, οὔτε μὲ κάποιο ἄλλο δημιούργημα, ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς ἐσὺ ὁ ἴδιος μὲ ἔπλασες τὴν πρώτη φορά, ἔτσι πάλι ἐσὺ ὁ ἴδιος ἐργάσθηκες καὶ γιὰ τὴν ἀνάπλασή μου. Γι᾿ αὐτὸ χορεύω καὶ λέω μεγάλα λόγια καὶ νιώθω μεγάλη χαρά, καὶ ξαναγυρίζω πάλι πίσω στὴ πηγὴ τῶν θαυμάτων καὶ πλημμυρισμένος μὲ τὸ νάμα τῆς εὐθυμίας, ἁρπάζω τὴν κιθάρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ θεϊκὸ ὕμνο τραγουδῶ στὴ γέννησή της.

Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, ζευγάρι λογικὰ τρυγόνια σωφρονέστατο! Ἐσεῖς, μὲ τὸ νὰ κρατήσετε τὸ φυσικὸ νόμο τῆς σωφροσύνης, ἀξιωθήκατε μὲ δῶρα ὑπερφυσικά· γεννήσατε τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀνέγγιχτη ἀπὸ ἄνδρα. Ἐσεῖς, ἀφοῦ ζήσατε μὲ εὐσέβεια καὶ ὁσιότητα μέσα στὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, γεννήσατε τὴν ἀνώτερη ἀπὸ ἀγγέλους Κόρη, τὴν Κυρία τῶν ἀγγέλων.
 Ὦ Κόρη, πανέμορφη καὶ γλυκύτατη. Κρίνο ποὺ ξεφύτρωσες ἀνάμεσα στ᾿ ἀγκάθια, ἀπὸ τὴν πιὸ εὐγενικὴ καὶ βασιλικὴ ρίζα τοῦ Δαβίδ. Χάρη σὲ Σένα, Παρθένε, πλουτίσθηκε ἡ βασιλεία μὲ τὴν ἱεροσύνη. Χάρη σὲ Σένα μετακινήθηκε ὁ νόμος καὶ ἀνακαλύφθηκε τὸ πνεῦμα, ποὺ κρυβότανε κάτω ἀπὸ τὸ γράμμα, ἀφοῦ ἡ ἱερατικὴ ἐξουσία πέρασε ἀπὸ τὴ λευιτικὴ στὴ δαβιτικὴ φυλή.

Ρόδο (τριαντάφυλλο), ποὺ ξεφύτρωσες μέσα ἀπὸ τ᾿ ἀγκάθια τῶν Ἰουδαίων, καὶ πλημμύρισες μὲ τὸ θεϊκό σου ἄρωμα τὰ σύμπαντα. Κόρη τοῦ Ἀδὰμ καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Εὐλογημένη ἡ μέση καὶ τὰ σπλάγχνα ἀπ᾿ ὅπου βλάστησες. Εὐλογημένη ἡ ἀγκαλιὰ ποὺ σὲ κράτησε καὶ τὰ χείλη ποὺ ἀπολαύσανε τὰ ἁγνά σου φιλιά, δηλ. τὰ χείλη τῶν γονιῶν σου μονάχα, γιὰ νὰ μείνεις πάντοτε, σ᾿ ὅλα παρθένος.

6. Σήμερα ἀρχίζει ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου. «Δοξολογῆστε τὸν Κύριο ὅλη ἡ γῆ, τραγουδῆστε καὶ χορέψτε καὶ παῖξτε τὰ ὄργανα»! Φωνάξτε δυνατά, φωνάξτε, μὴ φοβάστε, γιὰ χάρη μας γεννήθηκε ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ στὴν ἁγία Προβατικὴ Πύλη, ἀπ᾿ ὅπου καταδέχθηκε νὰ γεννηθεῖ ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ πῆρε πάνω του τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου.
Σκιρτῆστε βουνά, λογικὲς φύσεις, ποὺ μὲ λαχτάρα ὑψώνεστε στὶς κορυφὲς τῆς πνευματικῆς θεωρίας. Γεννιέται τὸ ἀστραποβόλο ὅρος τοῦ Κυρίου, ποὺ ξεπερνᾶ κάθε ἀγγελικὸ ὄρος καὶ κάθε ἀνθρώπινη μεγαλοσύνη, ἀπ᾿ ὅπου εὐδόκησε ν᾿ ἀποκοπεῖ σωματικὰ τὸ ἀχειροποίητο ἀγκωνάρι, ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος, ὁ Χριστός, ἡ μία ὑπόσταση, ποὺ ἕνωσε τὰ πρὶν χωρισμένα, τὴν θεότητα καὶ τὴν ἀνθρωπότητα, τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τὸ σαρκικὸ Ἰσραὴλ σ᾿ ἕνα καὶ μόνο πνευματικὸ Ἰσραήλ.
«Ὄρος τοῦ Θεοῦ, γεμάτο ἀπὸ δῶρα, γεμάτο πλούτη, πλούσιο ὅρος, τὸ ὄρος ποὺ πάνω του καταδέχθηκε νὰ κατοικεῖ ὁ Θεός». Τὸ «ἅρμα τοῦ Θεοῦ» ἀγγελοκυκλωμένο μὲ χίλιες – μυριάδες θεοχαριτωμένα χερουβὶμ καὶ σεραφίμ. Ἡ πανάγια κορυφή, ποὺ ξεπερνάει τὸ Σινᾶ, ποὺ δὲν σκεπάζει καπνὸς καὶ σκοτεινιά, θύελλα καὶ τρομερὴ φωτιά, ἀλλὰ ἡ ἀστραφτερὴ λάμψη τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Στὸ Σινᾶ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγραψε, μὲ δάχτυλο τὸ Πνεῦμα, νόμο σὲ πέτρινες πλάκες. Στὴν Παρθένο Μαρία μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ μὲ τὸ αἷμα της σαρκώθηκε αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ παρέδωσε λυτρωτικὸ φάρμακο γιὰ τὴ δική μας φύση τὸν Ἑαυτό του. Ἐκεῖ στὴν ἔρημο τὸ μάννα. Ἐδῶ στὴν Παναγία Αὐτός, ποὺ ἔδωσε τὴ γλυκύτητα στὸ μάννα.
Ἂς σκύψει τὸ κεφάλι ἡ περίφημη σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου, ποὺ ἔφτιαξε στὴν ἔρημο ὁ Μωυσῆς, ἀπὸ πολύτιμα καὶ λογιῶν – λογιῶν ὑλικά, καὶ πρὶν ἀπ᾿ αὐτὴ ἡ σκηνὴ τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ, μπροστὰ στὴν ἔμψυχη καὶ λογικὴ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἔμψυχη αὐτὴ σκηνή, ἡ Παναγία, ὑποδέχθηκε ὄχι ἐνέργεια Θεοῦ, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ τὸ ἴδιο τὸ Πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ. Ἂς νιώσουν καλὰ πὼς σὲ τίποτα δὲν μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μαζί της ἡ «χρυσοσκέπαστη σ᾿ ὅλα της κιβωτὸς» καὶ ἡ χρυσὴ στάμνα ποὺ εἶχε τὸ μάννα καὶ ἡ ἑπτάφωτη λυχνία καὶ ἡ χρυσὴ τράπεζα τῆς προθέσεως κι ὅλα τ᾿ ἄλλα τὰ παλιά. Τὴν τιμή τους τὴν ἔπαιρναν ἀπὸ τὴν Παρθένο ποὺ προεικόνιζαν, σὰν σκιὲς τοῦ ἀληθινοῦ προτύπου.

7. Σήμερα καινούργιο βιβλίο ἑτοίμασε ὁ Λόγος – Θεός, ποὺ ἔπλασε τὰ πάντα καὶ ποὺ ἀνάβλυσε ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ Πατέρα, γιὰ νὰ γραφτεῖ ὁ ἴδιος μέσα σ᾿ αὐτὸ σὰν μὲ κοντύλι, μὲ τὴ γλώσσα τοῦ Θεοῦ, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Βιβλίο ποὺ δόθηκε σὲ γραμματισμένο ἄνδρα, καὶ δὲν τὸ διάβασε.
Ὁ Ἰωσὴφ δὲν γνώρισε τὴν Μαρία οὔτε τὴ δύναμη τοῦ μυστηρίου, ποὺ ἔκρυβε μέσα της. Παναγία Κόρη τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας, ποὺ ξέφυγες ἀπαρατήρητη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες, καὶ τὰ φλογερὰ βέλη τοῦ πονηροῦ, ποὺ πέρασες τὴ ζωή σου στὸ νυφικὸ θάλαμο τοῦ Πνεύματος, καὶ κρατήθηκες ἀνέγγιχτη γιὰ νὰ γίνεις νύφη Θεοῦ, καὶ Μητέρα τοῦ ἀληθινοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

Παναγία Κόρη, ποὺ φανερώθηκες πάνω στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας καὶ γέμισες φόβο τὶς δυνάμεις ποὺ ἀποστάτησαν ἀπὸ τὸν Θεό. Παναγία Κόρη, τὴν ὥρα ποὺ θήλαζες τὸ γάλα σὲ περιτριγύριζαν οἱ ἄγγελοι. Κόρη ἀγαπημένη ἀπὸ τὸν Θεό, δόξα σ᾿ αὐτοὺς ποὺ σὲ γέννησαν. Θὰ Σὲ μακαρίζουν οἱ γενεὲς τῶν γενεῶν, ὅπως στ᾿ ἀλήθεια τὸ εἶπες προφητικά. Κόρη ἄξια του Θεοῦ, ἡ ὀμορφιὰ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ἡ ἐπανόρθωση τῆς πρώτης μας μητέρας τῆς Εὔας.
Μὲ τὴ γέννησή σου ἀναστήθηκε ἡ πεσμένη. Ἀστραποβόλημα τῶν γυναικῶν. Ἂν ἡ πρώτη Εὔα, μπαίνοντας στὴ ὑπηρεσία τοῦ φιδιοῦ ἐναντίον τοῦ πρώτου μας πατέρα, τοῦ Ἀδάμ, ἔπεσε στὴν παράβαση, κι ἔτσι «ἦρθε στὸν κόσμο μας ὁ θάνατος», ἡ Μαρία ὑπηρετώντας μὲ ὑποταγὴ τὴ θεία βουλή, ξεγέλασε τὸ φίδι ποὺ μᾶς ξεγέλασε κι ἔφερε στὸν κόσμο τὴν ἀφθαρσία.

Ἀειπάρθενε Κόρη, ποὺ παιδοποίησες, χωρὶς νὰ ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ ἄνδρα, ἀφοῦ αὐτὸς ποὺ γέννησες ἔχει πατέρα αἰώνιο. Κόρη, γέννημα τῆς γῆς, ποὺ βάσταξες στὴ θεομητορική σου ἀγκαλιὰ τὸν Πλάστη. Οἱ αἰῶνες παράβγαιναν στὸ τρέξιμο ποιὸς θὰ πρωτοπρολάβει νὰ καυχηθεῖ γιὰ τὴ γέννησή σου. Ἀλλὰ ἡ προκαθορισμένη ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐφτίαξε καὶ τοὺς αἰῶνες, νίκησε τὸ συναγωνισμὸ τῶν αἰώνων κι ἔγιναν οἱ τελευταῖοι αἰῶνες πρῶτοι, ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς ἔλαχε νὰ γεννηθεῖς σ᾿ αὐτούς.

Εἶσαι πραγματικὰ ἡ πιὸ πολύτιμη ἀπ᾿ ὅλη τὴν πλάση, γιατὶ μόνο ἀπὸ σένα πῆρε μικρὸ μέρος ὁ Πλάστης τὶς ἀπαρχὲς τῆς δικῆς μας φύσεως. Σάρκα Του ἔγινε ἡ σάρκα σου, καὶ αἷμα Του τὸ αἷμα σου, καὶ γάλα ἀπὸ σένα θήλασε ὁ Θεός, κι ἑνώθηκαν τὰ χείλη σου μὲ τοῦ Θεοῦ τὰ χείλη. Ἀκατανόητα κι ἀνείπωτα θαύματα. Ὁ Θεὸς τῶν ὅλων προγνώρισε ὅτι ἐσὺ ἄξια θὰ γίνεις τῆς ἀγάπης Του καὶ σ᾿ ἀγάπησε, κι ἀπὸ ἀγάπη σὲ προόρισε, καὶ «στοὺς στερνοὺς καιροὺς» σ᾿ ἔφερε στὸ φῶς καὶ σ᾿ ἀνάδειξε μητέρα καὶ τροφὸ τοῦ δικοῦ Του Υἱοῦ καὶ Λόγου.

8. Λέγουν πὼς τὰ ἀντίθετα γιατρεύουν τ᾿ ἀντίθετά τους, μὰ δὲν μπορεῖ τ᾿ ἀντίθετα καὶ νὰ γεννοῦν τ᾿ ἀντίθετά τους. Μολονότι κάθε πλάσμα ὑφαίνει αὐτό, ποὺ ἀπὸ τὴ φύση τοῦ εἶναι, ἀντιμετωπίζοντας τ᾿ ἀντίθετά του – τὸ κατορθώνει βέβαια ἀπ᾿ τὸν πλοῦτο τῆς δύναμης ποὺ κλείνει μέσα στὴ φύση του.

Κι ὅπως ἀκριβῶς «ἡ ἁμαρτία χρησιμοποίησε τὸ καλό, τὴν ἐντολὴ τοῦ Νόμου, γιὰ τὸν θάνατό μου, κι ἔγινε ὑπερβολικὰ ἁμαρτωλή», ἔτσι κι ὁ αἴτιος τῶν καλῶν, ὁ Θεός, μέσα ἀπὸ τ᾿ ἀντίθετό τους, τὸν θάνατο, κατεργάζεται γιὰ μᾶς τὸ καλό, ποὺ τοῦ εἶναι φυσικό.
«Ἐπειδὴ ὅπου πλήθυνε ἡ ἁμαρτία, περίσσεψε ἡ χάρη». Ἂν εἴχαμε φυλάξει τὴν πρώτη μας κοινὴ ζωὴ μὲ τὸν Θεό, δὲν θὰ ἀξιωνόμαστε τὴν πιὸ μεγάλη καὶ τὴν πιὸ θαυμαστὴ ζωὴ μαζί Του. Τώρα ὅμως μὲ τὴν ἁμαρτία, κριθήκαμε ἀνάξιοί της πρώτης μας κοινῆς ζωῆς μὲ τὸν Θεό, γιατὶ δὲν κρατήσαμε τὸ δῶρο, ποὺ μᾶς δόθηκε.
Ἀλλὰ μὲ τὴν συμπάθεια τοῦ Θεοῦ ἐλεηθήκαμε καὶ μᾶς πῆρε πάνω του καὶ μᾶς ἔκανε σάρκα Του, γιὰ νὰ γίνει πιὸ σίγουρη ἡ κοινὴ ζωὴ μαζί Του. Γιατὶ Αὐτὸς ποὺ μᾶς ἀγκάλιασε καὶ μᾶς ἔκανε σάρκα Του ἔχει τὴ δύναμη νὰ κρατήσει ἀδιάσπαστη τὴν ἕνωση.

Ἐπειδὴ δηλαδὴ ὁλόκληρη ἡ γῆ ἔγινε πόρνη καὶ γέννα τέκνα πορνείας, γιαυτὸ κι ὁ λαὸς τοῦ Κυρίου «πλανήθηκε μὲ τὸ πνεῦμα τῆς πορνείας», μακριὰ ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ Θεό του, ποὺ τὸν ἔκανε λαὸ δικό του μὲ «δυνατὸ χέρι καὶ ψηλὸ βραχίονα», καὶ ποὺ τὸν ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς σκλαβιᾶς τοῦ Φαραώ, καὶ τὸν πέρασε μέσα ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα, καὶ τὸν ὁδήγησε «μὲ νεφέλη τὴν ἡμέρα καὶ στήλη φωτιᾶς κάθε νύχτα». Καὶ πῆρε στροφὴ ἡ καρδιά τους γιὰ τὴν Αἴγυπτο. Κι ἔγινε ὁ λαὸς τοῦ Κυρίου «μὴ λαὸς τοῦ Κυρίου», κι᾿ αὐτὸς ποὺ ἐλεήθηκε, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐλεήθηκε, κι αὐτὸς ποὺ ἀγαπήθηκε, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀγαπήθηκε.

Γι᾿ αὐτὸ γεννιέται τώρα Παρθένος, ἀντίπαλος τῆς προγονικῆς πορνείας κι ἀρραβωνιάζεται μὲ τὸ Θεὸ τὸν ἴδιο, καὶ γεννᾶ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Καὶ γίνεται λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἦταν πρῶτα λαὸς τοῦ Θεοῦ κι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἦταν ἐλεημένος ἐλεήθηκε, κι ὁ μὴ ἀγαπημένος ἀγαπήθηκε. Γιατὶ ἀπ᾿ αὐτὴ γεννιέται ὁ «ἀγαπητὸς Υἱὸς» τοῦ Θεοῦ, ποὺ σ᾿ αὐτὸν εὐδόκησε ὁ Πατέρας – Θεός.

9. «Ἀμπέλι καλοκλήματο» βλάστησε ἀπ᾿ τὴν Ἄννα, κι ἄνθισε σταφύλι ὁλογλυκό, πιοτὸ θεϊκό, νὰ τὸ πιοῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ ζήσουν στὸν αἰώνα. Ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἔσπειραν «δικαιοσύνη» καὶ θερίσανε «καρπὸ ζωῆς». Φωτισθήκανε μὲ τὸ «φῶς τῆς γνώσεως» καὶ ψάξανε νὰ βροῦν τὸν Κύριο, καὶ τοὺς βρῆκε καρπὸς δικαιοσύνης. Ἂς πάρει θάρρος ἡ γῆ καὶ «γεμίστε χαρὰ τὰ παιδιὰ τῆς Σιῶν γιὰ τὸν Κύριο καὶ Θεό σας», γιατὶ πρασίνισε ἡ ἔρημος.
Ἡ στείρα καρποφόρησε. Ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα σὰν μυστικὲς κορφὲς βουνῶν στάλαξαν γλύκα. Νιῶσε χαρά, εὐλογημένη Ἄννα, γιατὶ γέννησες κορίτσι. Γιατὶ αὐτὴ ἡ κόρη θὰ γίνει Μητέρα τοῦ Θεοῦ, πύλη τοῦ φωτός, πηγὴ τῆς ζωῆς, καὶ θὰ ἐξαφανίσει τὸ ἔγκλημα τῆς γυναίκας.

Τὸ πρόσωπο αὐτῆς τῆς κόρης «θὰ ἱκετεύσουν οἱ πλούσιοί του λαοῦ». Τὴν κόρη αὐτὴ θὰ προσκυνήσουν οἱ βασιλιᾶδες τῶν ἐθνῶν προσφέροντας δῶρα. Τὴν κόρη αὐτὴ θὰ ὁδηγήσεις στὸ Θεό, στὸ βασιλιὰ τῶν ὅλων, ντυμένο στὰ «χρυσὰ κρόσσια» τὰ στολίδια τῶν ἀρετῶν, καὶ στολισμένη μὲ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος, κι «ἡ δόξα τῆς εἶναι μέσα της». Γιατὶ ἂν δόξα κάθε γυναίκας εἶναι ὁ ἄντρας ποὺ στέκεται στὸ πλάι της, τῆς Παναγίας ἡ δόξα εἶναι ἀπὸ μέσα, ὁ καρπὸς τῶν σπλάχνων της.

Ὦ Κόρη ποθητὴ καὶ τρισευλογημένη· «εὐλογημένη μέσα σ᾿ ὅλες τὶς γυναῖκες σύ, κι εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῶν σπλάχνων σου». Κόρη, θυγατέρα τοῦ βασιλιᾶ Δαβίδ, καὶ Μητέρα τοῦ βασιλιᾶ τῶν ὅλων, τοῦ Θεοῦ. Θεϊκὸ κι ὁλοζώντανο ἄγαλμα, ἡ εὐφροσύνη τοῦ Θεοῦ ποὺ σὲ ἔπλασε, ποὺ ἔχεις τὸ πνεῦμα σου θεοκυβέρνητο καὶ μόνο στὸ Θεὸ γυρνᾶς τὴν προσοχή σου.
Κάθε σου πόθος στρέφει στὸν μόνο ποθητὸ κι ἀγαπημένο. Τὸ θυμό σου χύνεις μοναχὰ στὴν ἁμαρτία καὶ σ᾿ αὐτὸν ποὺ γέννησε τὴν ἁμαρτία. Ζοῦσες ζωὴ ἀνώτερη ἀπὸ τὴ φύση. Ὄχι ζωὴ δική σου, γιατὶ ἐσὺ δὲν γεννήθηκες γιὰ σένα. Γιὰ τὸν Θεὸ λοιπὸν ζοῦσες, γι᾿ Αὐτὸν ἦλθες στὴ ζωή, Αὐτὸν πιστὰ νὰ ὑπηρετήσεις στὴν παγκόσμια σωτηρία, γιὰ νὰ πληρωθεῖ ἡ «προαιώνια ἀπόφαση» τοῦ Θεοῦ, ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου καὶ ἡ δική μας θέωση.
Ὁ πόθος σου μὲ θεϊκὰ νὰ τρέφεσαι λόγια, καὶ μὲ τὸ χυμό τους νὰ δυναμώνεις, σὰν «ἐλιὰ ὁλοκαρπη στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ, σὰν δένδρο, ποὺ φυτεύτηκε στὴν ἀκροποταμιὰ» τοῦ Πνεύματος, σὰν δένδρο τῆς ζωῆς, ποὺ καρποφόρησε στὸν καιρὸ ποὺ εἶχε ἀπὸ τὸ Θεὸ ταχθεῖ, Θεὸ ἐνσαρκωμένο, τὴν αἰώνια ζωὴ γιὰ τὰ πλάσματά Του ὅλα.
Κρατᾶς κάθε λογισμὸ ποὺ τρέφει κι ὠφελεῖ τὴ ψυχή, καὶ ρίχνεις πέρα, πρὶν κἂν τὸ δοκιμάσεις, κάθε τι ποὺ εἶναι γιὰ σένα ἄχρηστο καὶ βλαβερό. Μάτια «στραμμένα πάντοτε στὸν Κύριο» βλέπουν τὸ αἰώνιο κι «ἀπλησίαστο φῶς». Αὐτιὰ ποὺ ἀκοῦνε τὸν θεϊκὸ λόγο κι εὐφραίνονται μὲ τὴν κιθάρα τοῦ Πνεύματος, ποὺ ἀπὸ μέσα τους πέρασε ὁ Λόγος γιὰ νὰ σαρκωθεῖ.
Ὄσφρηση γοητευμένη μὲ τὴν εὐωδιὰ τῶν ἀρωμάτων τοῦ Νυμφίου, ποὺ ἄρωμα θεϊκὸ ξεχύνεται ἐλεύθερα καὶ χρίει τὴν ἀνθρώπινή Του φύση. «Ἄρωμα ποὺ χύθηκε εἶναι τὸ ὄνομά σου» λέγει ἡ ἁγία Γραφή. Χείλη ποὺ δοξολογοῦν τὸν Κύριο καὶ μένουν κολλημένα στὰ δικά Του χείλη. Ἡ γλώσσα κι ὁ οὐρανίσκος ποὺ ξέρουν νὰ διακρίνουν τὰ λόγια του Θεοῦ καὶ ποὺ χορταίνουν μὲ τὴ θεϊκή τους γλυκύτητα. Καρδιὰ καθαρὴ κι ἀμόλυντη, ποὺ βλέπει καὶ ποθεῖ τὸν ἀόρατο Θεό.

Σπλάχνα, ποὺ μέσα τους κατοίκησε ὁ ἀχώρητος, καὶ στῆθος, ποὺ μὲ τὸ γάλα του, τράφηκε ὁ Θεός, τὸ παιδὶ Ἰησοῦς. Πύλη τοῦ Θεοῦ παρθενικὴ γιὰ πάντα. Χέρια, ποὺ κράτησαν τὸν Θεό, καὶ γόνατα, ποὺ ἔγιναν θρόνος ψηλότερος κι ἀπὸ τὰ χερουβίμ.
Μ᾿ αὐτὰ στερεώθηκαν τὰ «παράλυτα χέρια καὶ τ᾿ ἀδύναμα πόδια». Πόδια ὁδηγημένα μὲ τὸ φωτεινὸ λυχνάρι τοῦ θείου νόμου, τρέχουν ἀσταμάτητα πίσω του, ὥσπου κι τράβηξαν τὸν Ποθητὸ σ᾿ αὕτη ποὺ Τὸν ποθοῦσε. Ὁλόκληρη εἶσαι δωμάτιο νυφικὸ τοῦ Πνεύματος, πόλη τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, ποὺ τὴν «εὐφραίνουν τὰ ρέματα τοῦ πόταμου», τὰ κύματα δηλ. τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: Πεντάμορφη καὶ πολυαγαπημένη τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ἀφοῦ ξεπέρασε τὰ χερουβὶμ κι ἀνέβηκε ψηλότερα κι ἀπὸ τὰ σεραφίμ, ἔγινε πραγματικά του Θεοῦ ἡ πολυαγαπημένη.

10. Θαῦμα, τὸ πιὸ τρανὸ ἀπ᾿ ὅλα τὰ θαύματα! Γυναίκα νὰ βρίσκεται πάνω ἀπὸ τὰ σεραφίμ, κι αὐτὸ γιατὶ ὁ Θεὸς φανερώθηκε «λιγάκι πιὸ χαμηλὰ ἀπ᾿ τοὺς ἀγγέλους». Σιώπα, Σολομῶν πολύσοφε, καὶ μὴ λές: «Τίποτα καινούργιο κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο». Παρθένε θεοχαριτωμένη, ἅγιε ναὲ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὁ πνευματικὸς Σολομώντας, ὁ ἄρχοντας τῆς εἰρήνης, σ᾿ ἔχτισε καὶ σ᾿ ἔκανε κατοικία του, ναέ, ποὺ δὲν στολίζεσαι μὲ χρυσάφι κι ἄψυχες πέτρες, ἀλλὰ λαμποκοπᾶς ἀντὶ χρυσάφι Ἅγιο Πνεῦμα· κι ἀντὶ γι᾿ ἄλλα ἀκριβὰ πετράδια ἔχεις τὸ πολύτιμο μαργαριτάρι, τὸν Χριστό, τὸν ἄνθρακα τῆς θεότητας.

Αὐτὸν παρακάλεσε ν᾿ ἀγγίξει τὰ χείλη μας, γιὰ νὰ μποροῦμε ἁγνισμένοι νὰ Τὸν ὑμνήσουμε μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀνακράζοντας: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ», μία φύση τῆς θεότητας μὲ τρία πρόσωπα. Ἅγιος ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας, ποὺ εὐδόκησε μέσα σὲ σένα καὶ ἀπὸ σένα νὰ τελεσιουργηθεῖ τὸ μυστήριο, ποὺ εἶχε προκαθορίσει πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες.

Ἅγιος ἰσχυρός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς ὁ Μονογενής, ποὺ σήμερα ἐνεργεῖ τὴν γέννησή σου ἀπὸ στείρα μητέρα, γιὰ νὰ γεννηθεῖ αὐτὸς ποὺ ἦταν μονογενὴς ἀπὸ Πατέρα καὶ «πρωτογέννητος ἀπ᾿ ὁλόκληρη τὴν πλάση», μονογενὴς κι ἀπὸ σένα Παρθένο Μητέρα, πρωτογέννητος «ἀνάμεσά σε πολλὰ ἀδέλφια», ἴδιος μ᾿ ἐμᾶς, Κοινωνὸς χάρη σὲ Σένα στὴ «δική μας σάρκα καὶ στὸ δικό μας αἷμα».

Ὡστόσο δὲν σ᾿ ἄφησε νὰ γεννηθεῖς κι ἐσένα μόνο ἀπὸ πατέρα ἢ μόνο ἀπὸ μητέρα, γιὰ νὰ κρατήσει τὸ προνόμιο τῆς μοναδικῆς γεννήσεως, ὁ μοναδικὸς σ᾿ ὅλα του μονογενής. Αὐτὸς εἶναι στ᾿ ἀληθινὰ ὁ μοναδικὸς μόνο ἀπὸ Πατέρα καὶ μοναδικὸς μόνο ἀπὸ μητέρα. Ἅγιος ἀθάνατος, τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, ποὺ μὲ τὴ δροσιὰ τῆς θεότητάς Του σὲ κράτησε σώα ἀπὸ τὴν θεϊκὴ φωτιά. Γιατὶ αὐτὸ προέλεγε αἰνιγματικὰ ἡ βάτος τοῦ Μωυσῆ.

11. Χαῖρε, πύλη προβατική, ἱερώτατε ναὲ τῆς μητέρας τοῦ Θεοῦ. Χαῖρε, πύλη προβατική, προγονικὴ κατοικία τῆς βασίλισσας. Χαῖρε, πύλη προβατική, ποὺ ἤσουν κάποτε μαντρὶ τῶν προβάτων τοῦ Ἰωακείμ, τώρα ἡ οὐρανομίμητη Ἐκκλησία τῆς λογικῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ. Πύλη, ποὺ κάποτε μία φορὰ τὸ χρόνο δεχόσουν τὸν ἄγγελο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ταράσσοντας τὸ νερό, ἔδινε σ᾿ ἕναν ἄρρωστο τὴ δύναμη καὶ τὸν γιάτρευε.
Τώρα ἔχεις στρατιὲς ἀπὸ δυνάμεις ἀγγέλων, ποὺ δοξολογοῦν μαζὶ μὲ μᾶς τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄβυσσο τῶν θαυμάτων, τὴ πηγὴ ποὺ γιατρεύει ὅλους τους ἀνθρώπους. Μητέρα Θεοῦ, ποὺ δέχθηκε ὄχι ἄγγελο ὑπηρέτη, ἀλλὰ τὸν Ἄγγελο τῆς μεγάλης βουλῆς, ποὺ κατέβηκε πάνω στὸ ἁπαλὸ μαλλὶ ἀθόρυβα σὰν ἄφθονη βροχὴ καλοσύνης, καὶ ξανάφερε σ᾿ ἀκλόνητη ὑγεία καὶ σ᾿ ἀγέραστη ζωὴ ὅλη τὴν ἀρρωστημένη μας φύση, ποὺ ὑποτάχθηκε στὴ φθορά. Χάρη σ᾿ Αὐτὸν ὁ παράλυτός σου ἔτρεξε πηδώντας σὰν ἐλάφι. Χαῖρε, τίμια προβατικὴ κολυμβήθρα, ἡ χάρη σου ν᾿ αὐξάνει.

Χαῖρε, Μαρία, γλυκύτατη Κόρη τῆς Ἄννας. Σὲ σένα μὲ παρασύρει πάλι ἡ λαχτάρα τῆς ἀγάπης. Πῶς ν᾿ ἀναπαραστήσω τὸ ὅλο σεμνότητα βάδισμά σου; Πῶς τὸ ντύσιμό σου; Πῶς τὸ χαριτωμένο πρόσωπό σου; Τὸ γεροντικό σου φρόνημα στὸ νεαρό σου σῶμα;
Σεμνὸ ντύσιμο χωρὶς πολυτέλεια καὶ μαλθακότητα. Βῆμα συγκρατημένο, χωρὶς βιασύνη καὶ χωρὶς νωθρότητα. Τὸ σοβαρὸ ὕφος, ποὺ γλύκαινε κάποια ἱλαρότητα, κρατημένο πάντα μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἄντρες. Κι ἀπόδειξη ὁ φόβος ποὺ ἔδειξες μὲ τὴν ἀπροσδόκητη προσφώνηση τοῦ ἀγγέλου.
Πρόθυμη κι ὑπάκουη στοὺς γονεῖς σου· κρατοῦσες τὸ πνεῦμα τῆς ταπεινώσεως στὶς πιὸ μεγάλες ἀποκαλύψεις.
Τὰ λόγια σου καλοσυνάτα ἔβγαιναν ἀπὸ ἤρεμη ψυχή. Καὶ τί χρειάζονται τὰ πολλὰ λόγια, ἄξια νὰ κατοικήσει μέσα σου ὁ Θεός! Μὲ τὸ δίκιο τους σὲ μακαρίζουν ὅλες οἱ γενεές, ἐσένα τὴν πιὸ διαλεχτὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων.
 Καύχημα τῶν ἱερέων, ἐλπίδα τῶν χριστιανῶν, στήριγμα βασιλιάδων, πολύκαρπη φυτὸ τῆς παρθενίας, γιατὶ ἀπὸ σένα ἁπλώθηκε πλατιὰ ἡ ὀμορφιὰ τῆς παρθενίας. «Ἀπ᾿ ὅλες τὶς γυναῖκες σὺ εἶσαι ἡ εὐλογημένη κι εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου». Εὐλογημένοι εἶναι ὅσοι σ᾿ ἀναγνωρίζουν Θεοτόκο, καὶ μένουν στὴν κατάρα ὅσοι σ᾿ ἀρνιοῦνται.

12. Ἱερὸ ζευγάρι, Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, δεχτεῖτε ἀπὸ μένα τούτη τὴν ὁμιλία στὴ γέννηση τῆς Μαρίας. Κόρη τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας καὶ Δέσποινά μου, δέξου τὰ λόγια τοῦ ἁμαρτωλοῦ δούλου σου, ποὺ ὁ πόθος ὅμως τὸν καίει κι ἀπόκτησε Ἐσένα μοναδικὴ ἐλπίδα χαρᾶς, προστάτισσα τοῦ βίου του. Καὶ μεσίτριά του κοντὰ στὸν Υἱό σου καὶ ἐγγύηση γιὰ τὴ σωτηρία του.
Σκόρπισε πέρα τὸ βαρὺ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μου, καὶ διάλυσε τὸ σύννεφο, ποὺ μοῦ σκοτίζει τὸ μυαλὸ καὶ τὸ παχὺ στρῶμα τῆς ὕλης. Σταμάτησε τοὺς πειρασμοὺς καὶ κυβέρνησε μ᾿ ἐπιτυχία τὴ ζωή μου, καί, παίρνοντάς με ἀπ᾿ τὸ χέρι, ὁδήγησέ με ψηλὰ στὴν οὐράνια εὐτυχία, καὶ στὸν κόσμο σου δῶσε δῶρο τὴν εἰρήνη. Καὶ σ᾿ ὅλους τους κατοίκους τῆς πόλεώς μας, τέλεια τὴν χαρὰ καὶ τὴν αἰώνια σωτηρία, μὲ τὶς παρακλήσεις τῶν γονιῶν σου κι ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας. Ἂς γίνει ἔτσι! Ἂς γίνει!

«Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μαζί σου, εὐλογημένη σὺ ἀνάμεσα σ᾿ ὅλες τὶς γυναῖκες, κι εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου», ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Σ᾿ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα μαζὶ καὶ στὸν Πατέρα καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

-----------------------------------------------

Ἀπόσπασμα ἐκ τοῦ πρωτοτύπου: «Ὦ ζεῦγος λογικῶν τρυγόνων Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα τὸ σωφρονέστατον. Ὑμεῖς τὸν τῆς φύσεως νόμον, τὴν σωφροσύνην, τηρήσαντες τῶν ὑπὲρ φύσιν κατηξιώθητε· τετόκατε γὰρ τῷ κόσμῳ Θεοῦ μητέρα ἀπείρανδρον. Ὑμεῖς εὐσεβῶς καὶ ὁσίως ἐν ἀνθρωπίνῃ φύσει πολιτευσάμενοι, ὑπὲρ ἀγγέλους καὶ τῶν ἀγγέλων δεσπόζουσαν νῦν θυγατέρα τετόκατε. Ὦ θυγάτριον ὡραιότατον καὶ γλυκύτατον· ὦ κρίνον ἀναμέσον τῶν ἀκανθῶν ἐκφυὲν ἐξ εὐγενεστάτης καὶ βασιλικωτάτης ρίζης δαβιτικῆς… Ὦ ρόδον ἐξ ἀκανθῶν τῶν Ἰουδαίων φυὲν καὶ εὐωδίας θείας πληρῶσαν τὰ σύμπαντα. Ὦ θύγατερ Ἀδὰμ καὶ μήτηρ Θεοῦ. Μακαρία ἡ ὀσφὺς καὶ ἡ γαστὴρ ἐξ ὧν ἀνεβλάστησας· μακάριαι αἱ ἀγκάλαι αἵ σε ἐβάστασαν καὶ χείλη τὰ τῶν ἁγνῶν φιλημάτων σου ἀπολαύσαντα, μόνα τὰ γονικά, ἵνα ᾖς ἐν πᾶσιν ἀειπαρθενεύουσα».

Πηγή: “Ἀναβάσεις”

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'.

 γέννησίς σου Θεοτόκεχαρὰν ἐμήνυσε πάσῃ τῇ οικουμένῃ,ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν  Ἥλιος τῆς δικαιοσύνηςΧριστὸς Θεὸς ἡμῶνκαὶ λύσας τὴν κατάρανἔδωκε τὴν εὐλογίανκαὶκαταργήσας τὸν θάνατονἐδωρήσατο ἡμῖν ζωὴν τὴν αἰώνιον.



Ἡ Γέννησις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου)


«Ἀποκάλυψαν πρὸς Κύριον τὴν ὁδόν σου καὶ ἔλπισον ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ αὐτὸς ποιήσει» (Ψαλμός λστ' στ. 5). Φανέρωσε στον Κύριο με εμπιστοσύνη το δρόμο και της επιδιώξεις και της ανάγκες της ζωής σου και έλπισε σ' Αυτόν και Αυτός θα κάνει εκείνα που ζητάς και χρειάζεσαι.

 Μ' αυτή την εμπιστοσύνη και ελπίδα, ο Ιωακείμ και η Άννα ικέτευαν προσευχόμενοι το Θεό να της χαρίσει παιδί, να το έχουν γλυκεία παρηγοριά στα γεράματα της. Και την ελπίδα της ο Θεός έκανε πραγματικότητα. Της χάρισε την Παρθένο Μαριάμ, που ήταν ορισμένη να γεννήσει το Σωτήρα του κόσμου και να λάμψει σαν η πιο ευλογημένη μεταξύ των γυναικών. Ήταν εκείνη, από την οποία έμελλε να προέλθει Αυτός που θα συνέτριβε την κεφαλή του νοητού όφεως.

 Στην Παλαιά Διαθήκη δόθηκαν της προτυπώσεις της Υπεραγίας Θεοτόκου. Μία είναι και η βάτος στο Σινά, την οποία ενώ είχαν περιζώσει φλόγες φωτιάς, αυτή δεν καιγόταν. Ήταν απεικόνιση της Παρθένου, που θα γεννούσε το Σωτήρα Χριστό και συγχρόνως θα διατηρούσε την παρθενία της.

Έτσι, η Άννα και ο Ιωακείμ, που ήταν από το γένος του Δαβίδ, με την κραταιά ελπίδα που είχαν στο Θεό απέκτησαν απ' Αυτόν το επιθυμητό δώρο, που θα συντροφεύει τον κόσμο μέχρι συντέλειας αιώνων.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'.

 γέννησίς σου Θεοτόκεχαρὰν ἐμήνυσε πάσῃ τῇ οικουμένῃἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν  Ἥλιος τῆς δικαιοσύνηςΧριστὸς  Θεὸς ἡμῶνκαὶ λύσας τὴν κατάρανἔδωκε τὴν εὐλογίανκαὶ καταργήσας τὸν θάνατονἐδωρήσατο ἡμῖν ζωὴν τὴν αἰώνιον.


 

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2021

ΠΡΟΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΗΝ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΝ

 


Άγιος Χρυσόστομος ο νέος Ομολογητής
(1870-1955)
 


Προς υπερασπιστήν της Καινοτομίας επίσκοπον


Η γνώμη της ιεραρχίας, ότι με την παροχήν ελευθερίας εις τους Παλ/τας, δημιουργείται δευτέρα Εκκλησία και κράτος εν κράτει, ως λέγουν, δεν είναι αληθής, διότι αι Εκκλησίαι δεν φυτρώνουν ως μήκυτες εις τον περίβολον της Εκκλησίας, αλλ' ιδρύονται και προικίζονται διά της Χάριτος και των Μυστηρίων υπό της όλης Εκκλησίας, ως ταμειούχου της Χάριτος και της ευλογίας.


Η γνώμη αύτη της ιεραρχίας, καθ' ην μία μερίς κληρικών και λαικών αποσπωμένη προσωρινώς από της Εκκλησίας διά λόγους διαφωνίας εις τι εκκλησιαστικόν ζήτημα, επίδικον και ιάσιμον κατά τον Μ. Βασίλειον, μέχρις της άρσεως της διαφωνίας υπό Κανονικής Πανορθοδόξου Συνόδου, όζει Προτεσταντισμού, παρέχοντος εις μεμονωμένα άτομα το δικαίωμα να ιδρύουν ιδίαν Εκκλησίαν άνευ της γνώμης και της ευλογίας της όλης Εκκλησίας. Και τούτο διότι οι Προτεστάνται φρονούν και πιστεύουν ότι η έμπνευσις και η θέλησις του Παναγίου Πνεύματος εις τα ζητήματα της πίστεως και του αγιασμού εμφαίνεται και εκδηλούται και διά των μεμονωμένων ατόμων, εν αντιθέσει προς την γνώμην της Ορθοδόξου Εκκλησίας, φρονούσης και πιστευούσης, ότι η έμπνευσις και η ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος εκδηλούται υπό της όλης Εκκλησίας, της ερμηνευούσης και ορθοτομούσης τον λόγον της θείας αληθείας...


Ημείς όμως οι ποιμένες των Παλαιοημερολογιτών, γνώσται του Κανονικού και Εκκλησιαστικού Δικαίου και με ορθόδοξον παλμόν διισχυριζώμεθα, ότι δεν αποτελούμεν δευτέραν Εκκλησίαν εν τω Κράτει, αλλά στεντορία τη φωνή διακηρύττομεν, ότι ημείς μένοντες πιστοί εις τα δεδογμένα και ημίν παραδεδομένα υπό των επτά Οικ. Συνόδων, αποτελούμεν, καίπερ μειοψηφούντες, την πατροπαράδοτον και ακαινοτόμητον Ελληνικήν Εκκλησίαν, ης την ιστορίαν συνεχίζομεν υπό την άκρατον έννοιαν της Ορθοδοξίας.


Αληθώς, όσω και αν παρουσιαζώμεθα κατά το φαινόμενον εις την λατρείαν ημών με ιδίους ευκτηρίους οίκους και με ιδίους λειτουργούς, ουχ ήττον όμως, καίπερ διατελλούντες εν ακοινωνησία μετά της καινοτομησάσης Ιεραρχίας, ημείς αποτελούμεν δυνάμει, ουχί δευτέραν Εκκλησίαν, αλλά την αγνήν και αλύμαντον έννοιαν αυτής και την ανύστακτον φρουράν της Ελληνικής Εκκλησίας, την αγρύπνως φρυκτωρούσαν επί των θεοδμήτων και ακαταλύτων επάλξεων της περιπύστου και περιμαχίτου Ορθοδοξίας.


Ναι, ημείς, άγιε Λαρίσης, διεκόψαμεν την εκκλησιαστκήν επικοινωνίαν μετά της διοικούσης Ιεραρχίας συνεπεία εκκλησιατικής διαφωνίας, ουχί, ίνα αποτελέσωμεν δευτέραν Εκκλησίαν, αλλ' ίνα περισώσωμεν το ορθόδοξον κύρος της Ελληνικής Εκκλησίας και αποφύγωμεν την ημερολογιακήν καινοτομίν, ως και την βαρυτάτην ευθύνην, ην υπέχουσιν απέναντι του Θεού και της Ιστορίας οι δημιουργοί της σκανδαλώδους διαφωνίας, συνεπεία της οποίας διηρέθησαν αι μάζαι των χριστιανών εις τον εορτασμόν των εορτών. 


Προκειμένου τέλος περί του έκτου και τελευταίου επιχειρήματος του αγίου Λαρίσης, ότι η Ιεραρχία δεν προσέλαβε το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, αλλά διώρθωσε το Ιουλιανόν, μετακινήσασα την εαρινήν ισημερίαν αυτού 13 ημέρας προς τα εμπρός, πάσαν ανασκευήν του διισχυρισμού τούτου, αντικειμένου καταφόρως προς την πείραν και την κοινήν ομολογίαν, θεωρούμεν όλως περιττήν.


Διότι εάν επεχειρούμεν την αναίρεσιν τούτου, ου μόνον θα ηδίκουν την νοημοσύνην του κοινού, αλλά θα ωφλισκάνομεν και ημείς αφέλειαν και σχολαστικότητα, προσπαθούντες να αποδείξωμεν διά λογικών επιχειρημάτων το αυταπόδεικτον. Άλλως τε ότι διά της ημερολογιακής μεταρρυθμίσεως η ελληνική Ιεραρχία προσέλαβε το Γρηγοριανόν ημερολόγιον, τούτο, εκτός της κοινής ομολογίας, επεκύρωσε και ο αοίδιμος Οικ. Πατριάρχης Γρηγόριος, επί της πατριαρχείας του οποίου εγένετο η ημερολογιακή μεταβολή.


Απαντών ούτος προς τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών Χρυσόστομον, παραπονούμενον διά την βραδύτητα και την περίσκεψιν, ην εδείκνυεν η Σύνοδος του Οικ. Πατριαρχείου διά την αλλαγήν του ημερολογίου, προβάλλει εις αυτόν την εξής δικαιολογίαν: 


''Δεν πρέπει αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ η Εκκλησία να αδιαφορήση και εις την εντύπωσιν ην θα εμποιήση η ημερολογιακή μεταρρύθμισις εις τας μάζας του ορθοδόξου λαού ημών, τοσούτω μάλλον, όσω διά της μεταρρυθμίσεως ταύτης προσχωρεί η Εκκλησία εις το Γρηγοριανόν ημερολόγιον''! Νυν δεν απομένει εις ημάς, παρά να καταρρίψωμεν και το τελευταίον έρεισμα της υπό αναίρεσιν ημερολογιακής ταύτης πραγματείας του αγίου Λαρίσης, όστις επεχείρισε να στηρίξη την περί ημερολογίου εσφαλμένην γνώμην και επί της εμής σχετικής γνώμης, ην είχομεν και ημείς άλλοτε, και ην διετυπώσαμεν εις εν υπόμνημα, όπερ υπεβάλλομεν τω 1929 εις την Σύνοδον της Ιεραρχίας της συνελθούσης προς επίλυσιν εκκλησιαστικών τινών ζητημάτων, ως και του ημερολογιακού προβλήματος.


Προ πάσης ανασκευής επί του σημείου τούτου, θεωρούμεν πρώτον να ευχαριστήσωμεν τον άγιον Λαρίσης, διότι μοι δίδει την αφορμήν να προβώ εις μίαν εξομολόγησιν προς το κοινόν, ότι και η εμή ελαχιστότης παρ' όλην την αντίθετον γνώμην προς την ημερολογιακήν μεταρρύθμισιν, ην είχε κατ' αρχήν, δεν ήτο και αύτη απηλλαγμένη της πεπλανημμένης αντιλήψεως και σφαλεράς γνώμης περί ημερολογίου, φρονούσα, ότι τούτο δεν θίγει το δόγμα και τας παραδόσεις της Εκκλησίας και την θείαν λατρείαν, ως έγραφεν εις το εν λόγω υπόμνημά της.


Τούτο είναι αληθές και έχω το θάρρος και την παρρησίαν να το ομολογήσω, αλλά και να διαπιστώσω το κοινόν, ότι την εσφαλμένην ταύτην γνώμην εμόρφωσα προχείρως, πριν ή εγκύψω εις την μελέτην του ζητήματος τούτου.


Διό και όταν εμελέτησα τούτο από εκκλησιαστικής πλευράς και είδον, αφ' ενός την σύγχυσιν, ης επήνεγκεν εις την απ' αιώνων επικρατούσαν αρμονίαν και ευρυθμίαν της θείας λατρείας και εις την τάξιν την επικρατούσαν εις όλας τας ορθοδόξους Εκκλησίας, όσον αφορά τας ημέρας των νηστειών, και αφ' ετέρου τας ολεθρίους συνεπείας, ας προυκάλεσεν η ημερολογιακή μεταρρύθμισις, διαιρέσασα τας Εκκλησίας και τους χριστιανούς, τουθ' όπερ και του δόγματος της ενότητος των Εκκλησιών, δεν εδίστασα ποσώς ουδ' εδειλίασα να υψώσω την σημαίαν του πατρίου και ορθοδόξου εορτολογίου, όπερ ως αδιάσπαστος κρίκος συνδέει όλας τας ορθοδόξους Εκκλησίας και ως άλλη εκκλησιαστική πυξίς καθοδηγεί τους ψάλτας και τους ιερείς εις την εύρυθμον και ομοιόμορφον τέλεσιν της θείας λατρείας.


Διό και όταν ημείς είχομεν εσφαλμένην γνώμην, ην είχε και εξακολουθεί δυστυχώς να έχη όλη η Ιεραρχία, συνέστησα εις την Σύνοδον, όπως ενεργήση τα δέοντα παρά τη Κυβερνήσει επί τω τέλει, ίνα διά νόμου απαγορευθή η χρήσις του παλαιού ημερολογίου προς αποσόβησιν της θρησκευτικής διαιρέσεως, επηρεαζούσης σοβαρώς και τον παράγοντα της Εθνικής ενότητος.


Τούτο έπραξα πεπλανημένος μεν, ως εκ των υστέρων κατενόησα, αλλ' εν πεποιθήσει, ότι εξυπηρετώ τα τιμαλφή συμφέροντα της Εκκλησίας και του Έθνους. Και μία ταύτη πλάνη τυγχάνει συγγνωστέα, και μάλιστα ομολογουμένη μετά τόσης παρρησίας και συντριβής καρδιάς προς εξιλέωσίν μου ενώπιον του Θεού και της Ιστορίας.


Το πλανάσθαι, άγιε Λαρίσης, είναι ανθρώπινον, αλλά το συναισθάνεσθαι την πλάνην και ομολογείν ταύτην δημοσία είναι ίδιον ανθρώπου με τιμιότητα και ηθικόν χαρακτήρα. Ευχής έργον θα ήτο, άγιε Λαρίσης, και πολλού επαίνου άξιον να ενδείκνυον την τοιαύτην γνωσιμαχίαν, και όσοι των Ιεραρχών, εν οις και η Υμετέρα Σεβασμιότης, συναισθάνονται το αντικανονικόν και ολέθριον της ημερολογιακής μεταρρυθμίσεως, και να ύψωνον και ούτοι την ένδοξον σημαίαν των παραδόσεων υπό τας πτυχάς της οποίας εδοξάσθη και εκλείσθη η Ορθόδοξος Εκκλησία και το Έθνος.


Αξιοκατάκριτοι είναι εκείνοι, οι οποίοι συναισθάνονται την πλάνην των και δεν έχουν το θάρρος και την ευψυχίαν να ομολογήσουν και να αποπτύσουν αυτήν εκ κακής εννοουμένης προσωπικής φιλοτομίας και κενοδοξίας...''.



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια και παρουσίαση κειμένου 
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Εκ του βιβλίου του μακαριστού Θεολόγου Σταύρου Καραμήτσου
 ''Ο Σύγχρονος Ομολογητής της Ορθοδοξίας'', 
εκδόσεις Βιβλιοπωλείου - Ορθοδόξου Συλλόγου ''Παναγία η Θεοτόκος''
 Αθήνα 1990, σελ. 95-100.

Πηγή:  https://353agios.blogspot.com/2020/10/blog-post_15.html

ΔΙΩΓΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΊΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ

 


Μετά την εκδημία του γέροντος Παϊσίου εκ του κελλίου Ευαγγελισμός της Θεοτόκου Βουλευτήρια, η Μόνη Μεγίστης Λαύρας ως κυρίαρχος μονή του κελλίου του, έδιωξε τελικά
τον διακονητή του και υποτακτικό του, Δανιήλ μοναχό, ο οποίος επί δύο έτη τον γηροκόμισε με υπομονή, προσήλωση και υπακοή, και σφράγισαν το Ιερό Κάθισμα.
Δε παρέλειψαν να του προτείνουν να ακολουθήσει όπως και αυτοί, την μνημόνευση του αιρετικού οικουμενιστή Πατριάρχου εάν θέλει να του επιτρέψουν να παραμείνει στο κελί, (όπως έκαναν πρόσφατα και σε άλλον μοναχό στην αυτήν Σκήτη, ο οποίος, δυστυχώς, υπέκυψε).
Η απάντηση του πατρός Δανιήλ;
- «Πατέρες, εγώ ήρθα για να σώσω την ψυχή μου (αποφεύγοντας οικουμενιστές και κοινωνικούς αυτών) και όχι για τα ντουβάρια...»!
Συνεπώς, απομακρύνθηκε ο πάτερ Δανιήλ από το κελί, που τόσο κόπιασε να το περιποιηθεί (αφού ο μακαρίτης ήταν ανήμπορος να κάνει κάτι τέτοιο), αλλά απέλαβε υπό του Κυρίου τον μισθό της ομολογίας και του διωγμού χάριν της Πίστεως.
Εύγε πάτερ, άξιος ο μισθός σου!
(Στην φωτογραφία π. Δανιήλ μπροστά στο σκήνωμα του γέροντος Παϊσίου κατά την εξόδιο ακολουθία)


Ο ΑΓΙΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Ο ΝΕΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ (7/20 Σεπτεμβρίου)

 


Λέγει ὁ Μέγας Ἀπόστολος Παῦλος περὶ τοῦ Δικαίου Μωϋσέως, ὅτι προετίμησε μᾶλλον «συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν, μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ» (Ἑβρ. ια΄ 25-26). Τοῦτον τὸν Θεόπτην Προφήτην μιμησάμενος, ὁ Ἀοίδιμος Μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος, προετίμησεν ὑποστῆναι μυρίας κακουχίας καὶ διώξεις, ὁμοῦ μετὰ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος, παρὰ νὰ ἀπολαμβάνῃ ἄνεσιν, τιμὰς καὶ πλούτη συσχηματιζόμενος μετὰ τῶν καινοτομησάντων Ἀρχιερέων. 
Ο ἀείμνηστος ῾Ιεράρχης Χρυσόστομος Καβουρίδης ἐγεννήθη στὶς 13.11.1870 στὴν Μάδυτο τῆς ᾿Αν. Θράκης ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας κλήσεώς του στὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ τῆς ὀξυνοίας του, ἐπεθύμησε νὰ φοιτήση στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης, ὅπου καὶ ὡλοκλήρωσε τὶς σπουδές του τὸ 1901 μὲ βαθμὸ ἄριστα. Τὸ ἴδιο ἔτος ἐχειροτονήθη Διάκονος ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ᾿Ιωακεὶμ τὸν Γ’ καὶ διετέλεσε ῾Ιεροκῆρυξ Πανόρμου καὶ ἀργότερα Μέγας Πρωτοσύγκελλος τῶν Πατριαρχείων. Διεκρίνετο ὡς Πατριαρχικὸς Κληρικὸς γιὰ τὸ σεμνοπρεπὲς καὶ ἀκέραιον τοῦ χαρακτῆρος του, γιὰ τὸ ἐξαίρετο ἐκκλησιαστικὸ ἦθος του, γιὰ τὴν μεγάλη ἐμβρίθεια καὶ τὴν ρέουσα ρητορικότητά του, γιὰ τὰ διοικητικά του χαρίσματα, γιὰ τὴν εὐγένεια, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἡρωϊσμὸ τῆς ψυχῆς του.

 Τὴν 6.8.1908, σὲ ἡλικία 38 ἐτῶν, ἐχειροτονήθη ᾿Επίσκοπος ῎Ιμβρου καὶ Τενέδου καὶ τὸ 1912 προήχθη σὲ Μητροπολίτη Πελαγονίας, μὲ ἕδρα τὸ Μοναστήριον (Βιτώλια) τῆς Βορείου Μακεδονίας, στὴνἰδιαίτερα νευραλγικὴ αὐτὴ θέσι κατὰ τὴν ἐξαιρετικὰ δύσκολη ἐποχὴ τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου καὶ τῶν ταραγμένων χρόνων μετὰ ἀπὸ αὐτόν, ὅπου καὶ ἀνέπτυξε θαυμαστὴ ἐθνικοθρησκευτικὴ δρᾶσι. ᾿Αγωνίσθηκε ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος γιὰ τὰ δίκαια τῆς ᾿Ορθοδοξίας καὶ τοῦ ῾Ελληνισμοῦ καὶ ἐτιμήθη γιὰ τὴν ἀκάματη δραστηριότητά του. ῞Ομως, ἐξ αἰτίας πολιτικῶν μεταβολῶν στὸν χάρτη τῆς περιοχῆς τῆς ᾿Επαρχίας του, εὑρέθη ἐξόριστος στὸ ῞Αγιον ῎Ορος τὸ 1918 μὲ ἀκόλουθο τὸν Διάκονό του ᾿Αθηναγόρα Σπύρου, τὸν μετέπειτα Οἰκουμενιστή, δυστυχῶς, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως!

Στὴν ἐντελῶς παράνομη καὶ ἀντικανονικὴ ἐκλογὴ ὡς Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τοῦ διαβοήτου Μελετίου Μεταξάκη τὸ 1921, ὁ ἐραστὴς τῆς Κανονικῆς Τάξεως πρώην Πελαγονίας Χρυσόστομος ἀντετάχθη σθεναρῶς καὶ κατέφυγε στὴν ᾿Αλεξάνδρεια γιὰ νὰ ἀποφύγη πιθανὴ δεύτερη ἄδικο ἐξορία. ῾Ο Μελέτιος Μεταξάκης προσεπάθησε νὰ τὸν καθαιρέση, ἀλλὰ ἡ προσπάθειά του ἐναυάγησε. Περὶ τὸ ἔτος 1926, μετὰ ἀπὸ σύντομο ἐκλογή του ὡς Μητροπολίτου Φιλιατῶν καὶ Γηρομερίου, ὁ θαρραλέος ῾Ιεράρχης Χρυσόστομος ἐτοποθετήθη στὴν νεοϊδρυθεῖσα τότε Μητρόπολι Φλωρίνης, τὴν ὁποία καὶ διεποίμανε μέχρι τὸ 1932, ὁπότε καὶ παρητήθη τῆς ἐνεργοῦ δράσεως διὰ λόγους ὑγείας, παραμείνας στὴν ᾿Αθήνα καὶ ἀφοσιωθεὶς στὸ κήρυγμα, τὴν συγγραφὴ καὶ τὴν φιλανθρωπία. Τότε ἦταν ποὺ ἄρχισε νὰ συνεργάζεται μὲ τοὺς Γνησίους Ὀρθοδόξους τοῦ Πατρίου ῾Ημερολογίου καὶ νὰ τοὺς συμπαραστέκεται στὸν θεάρεστο ἱερὸ Ἀγῶνα τους, συγγράφων ἄρθρα στὸ ἐπίσημο περιοδικό τους «Κῆρυξ τῶν ᾿Ορθοδόξων» μὲ τὴν ὑπογραφὴ «᾿Εκκλησιαστικός».

Οἱ συνθῆκες πλέον εἶχαν ὡριμάσει. ῾Η Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ ῾Οποία προετοίμαζε μέσα ἀπὸ τὶς ἀνεξιχνίαστες ὁδούς Της τὸν Ἀγωνιστὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας κατὰ τῆς Καινοτομίας τοῦ νέου ἡμερολογίου, τῆς ἀπαρχῆς αὐτῆς τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στὸν χῶρο τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, καλοῦσε τώρα τὸν ὑπάκουο δοῦλο Της σὲ δρᾶσι ἀπὸ μία νέα ἔπαλξι. Καὶ ὁ ἐκλεκτὸς ἐργάτης τοῦ Κυρίου, ὡς πιστὸς καὶ φρόνιμος Οἰκονόμος, συγκατετέθη καὶ ἔτσι ἄρχισε ἡ πιὸ ἔνδοξη καὶ δύσκολη περίοδος τῆς-ζωῆς του, ἡ ὁποία τοῦ ἔπλεξε τὸν ἀμαράντινο χρυσοῦν στέφανον τῆς ῾Ομολογίας...

Τὸ ἔτος 1935, μαζὶ μὲ τοὺς Μητροπολῖτες Δημητριάδος Γερμανὸ καὶ Ζακύνθου Χρυσόστομο, ἀποτειχίζονται ἐκ τῆς καινοτόμου ἐκκλησίας τοῦ νέου ἡμερολογίου καὶ ἀναλαμβάνουν τὴν διαποίμανσι τοῦ στερουμένου μέχρις ἐκείνης τῆς στιγμῆς ᾿Αρχιερέως ἡρωϊκοῦ Ποιμνίου τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων. Τὸ χαρμόσυνο καὶ ἱστορικὸ αὐτὸ γεγονός, ἀνυπολογίστου πνευματικῆς ἀξίας καὶ σπουδαιότητος, ἐπεσφραγίσθη μὲ Θεία Λειτουργία στὸν Ἱερὸ Ναὸ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὸν Κολωνὸ ᾿Αθηνῶν τὴν 13/26.5.1935, τῇ συμμετοχῇ πλέον τῶν 25.000 πιστῶν! Ἀμέσως συνεκροτήθη ἡ ῾Ιερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἐχειροτονήθησαν τέσσερις νέοι ᾿Αρχιερεῖς, ἐφ᾿ ὅσον ἡ σύνοδος τῆς Καινοτομίας ὄχι μόνον δὲν ἀνένηψε, μετὰ ἀπὸ τὴν ἔκκλησιν ἐπανορθώσεως ποὺ τῆς ἀπηύθυναν οἱ τρεῖς ῾Ομολογηταὶ ῾Ιεράρχαι, ἀλλὰ καταθορυβηθεῖσα καὶ καταταραχθεῖσα, προέβη σὲ διώξεις καὶ ἐξορίες αὐτῶν.

῾Ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος καὶ οἱ μετ᾿ αὐτὸν «καθηρέθησαν» ὑπὸ τῶν Καινοτόμων, πρᾶγμα ποὺ ἀποτελεῖ τίτλον τιμῆς καὶ διάσημον ᾿Ορθοδοξίας, καὶ ὁ ἴδιος συνελήφθη καὶ ἐξωρίσθη στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ ῾Αγίου Διονυσίου ᾿Ολύμπου στὴν Πιερία. ᾿Εκεῖ παρέμεινε ἐπὶ διάστημα ὀλίγων μηνῶν, διότι ἀνεκλήθη συντόμως. ῎Εκτοτε ἀφιερώθη ψυχῇ τε καὶ σώματι στὸν ἱερὸ Ἀγῶνα γιὰ τὴν ἀναστύλωσι τῆς Πατρώας Παραδόσεως, στὴν ἐνίσχυσι καὶ διαποίμανσι τῶν διωκομένων προβάτων τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀντιμετώπισι τῶν πειρασμῶν τῆς διασπάσεως τῶν Ἀκαινοτομήτων ἐξ αἰτίας ἀγνοίας καὶ ἀδιακρισίας, ὡς καὶ θλιβερᾶς ἐλλείψεως ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους καὶ χαρισματικῆς εὐλυγισίας. Χάριτι Θεοῦ, ἀνταπεξῆλθε σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς δυσκολίες μὲ γαλήνη ψυχῆς, λειτουργῶν, προσευχόμενος, παραδειγματίζων, ὁμιλῶν, κηρύττων, συγγράφων, περιοδεύων, ἀπολογούμενος, ἐν μέσῳ ποικίλων ἀντιξοοτήτων: λοιδορούμενος, διωκόμενος, ὑστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος, συρόμενος στὰ εἰδώλια τῶν δικαστηρίων καὶ ἀδικούμενος... Καὶ ὅλα αὐτὰ ὄχι μόνον, δυστυχῶς, ἀπὸ τοὺς Καινοτόμους διώκτας του, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ θεωρουμένους ὡς ἀδελφούς του ἐν Χριστῷ καὶ συναγωνιστάς του!... Καὶ δὲν θὰ ἦτο ἀνθρωπίνως δυνατὸν νὰ τὰ ἀνθέξη, ἂν δὲν εἶχε αἰσθητὴ τὴν ἀντίληψι τῆς Θείας Χάριτος καὶ μία σιδηρᾶ πίστι καὶ ἀποφασιστικότητα ἕως θανάτου.

Τὸ 1951 ξέσπασε ὁ νέος φοβερὸς διωγμὸς τῶν Καινοτόμων κατὰ τῶν Ὁμολογητῶν Γνησίων ᾿Ορθοδόξων, ἐπὶ τοῦ στιγνοῦ διώκτου ἀρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος Βλάχου. ῾Ο ῾Ομολογητὴς Πρωθιεράρχης Χρυσόστομος συλλαμβάνεται καὶ ἐξορίζεται ἐπὶ δεκαεπτάμηνον στὴν ἀπομακρυσμένη ῾Ιερὰ Μονὴ ῾Υψηλοῦ Μυτιλήνης, διανύων ἤδη τὸ 81ο ἔτος τῆς ἡλικίας του! Καὶ πάλι τὸ ἀδαμάντινον τῆς ψυχῆς του ἔμεινε στερρὸ καὶ λαμπερὸ καὶ ἡ δρόσος τῆς Χάριτος τὸν ἐπαρηγόρει θαυμασίως. Εἶναι ἐνδεικτικόν, ὅτι ὅταν κάποτε τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ φύλακάς του στὸ κελλὶ τῆς ἀπομονώσεώς του, εἶδε αὐτὸν νὰ προσεύχεται περιβαλλόμενον φῶς οὐράνιον!... Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐξορίας του αὐτῆς, τοῦ ἔγινε πρότασις ἀπὸ τὸν πρώην Διάκονό του καὶ ἤδη πατριάρχη ᾿Αθηναγόρα νὰ ἐπανέλθη στὴν Καινοτομία καὶ νὰ «ἀποκαταστασθῆ», ἐγκαταλείπων ἔτσι τὸν ῾Ιερὸν ᾿Αγῶνα καὶ τὶς ᾿Αρχές του. ῾Η ἀξιοπρεπεστάτη ἀπάντησις τοῦ Πανιερωτάτου Προέδρου ἦταν βεβαίως ἀρνητική, ὡς ἀπόρροια δὲ μιᾶς ἀρχιερατικῆς καρδιᾶς, φλεγομένης ἀπὸ τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν ᾿Εκκλησία, πέρασε στὴν ῾Ιστορία. Τὸ αὐτὸ συνέβη καὶ σὲ παρόμοια πρότασι τοῦ διώκτου Σπυρίδωνος Βλάχου.

Μετὰ τὴν ἐπανάκαμψίν του καὶ ἕως τῆς τελευτῆς του συνέχισε τὸν καλὸν Ἀγῶνα τῆς Πίστεως καὶ Ἀρετῆς, ἐν μέσῳ πολλῶν καὶ ποικίλων ἀντιξοοτήτων ἐσωτερικῶν καὶ ἐξωτερικῶν. ῾Η ἁγιότης τοῦ βίου του, τὸ σεμνόν, κόσμιον, ἀφιλοχρήματον καὶ ἀξιοπρεπές, ἡ εὐγένεια, τὸ ἦθος καὶ ἡ διάχυτος καλωσύνη του, τὸ ταπεινὸν καὶ πρᾶον τοῦ χαρακτῆρος του ἀκόμη καὶ στὶς πλέον θυελλώδεις στιγμὲς τοῦ Ἀγῶνος του, ἡ λεπτότης τῶν τρόπων του καὶ ὁ σεβασμός, μὲ τὸν ὁποῖον ἀντιμετώπιζε πάντα ἄνθρωπον καὶ τὸν πλέον «κατώτερόν» του ἀπὸ πάσης ἀπόψεως, προσέδιδαν στὴν ἁγνή του ὕπαρξι μίαν οὐράνια διάστασι. Ἀπέπνεε ἀπέραντο σεβασμὸ στὸ περιβάλλον του, στοὺς συνεργάτες καὶ στὰ πνευματικά του τέκνα, ὅμως ποτὲ δὲν τὸ ἐκμεταλλευόταν αὐτό, ὥστε νὰ ἐπιβάλλη κάτι παρὰ τὴν θέλησι ἢ τὴν ἐλεύθερη συγκατάθεσί τους. Εἶχε μεγάλη ἀνεξικακία καὶ οὐδέποτε παραφέρθηκε κατὰ τῶν διωκτῶν καὶ συκοφαντῶν του. Ποτὲ ἐπίσης δὲν μέμφθηκε ἢ κατέκρινε κάποιον γιὰ ὁποιοδήποτε ἁμάρτημα, λάθος ἢ ἐλάττωμα ἀντιλαμβανόταν. ῏Ηταν ὑπεράνω μικροπρεπειῶν καὶ ἀπρεπειῶν καὶ τὸν διέκρινε τὸ λιτὸν καὶ ἀπέριττον σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς του. ῾Η περιβολή του, ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ναοῦ, ἦταν ἡ ἁρμόζουσα σὲ ῾Ιεράρχη μαρτυρικοῦ, ἐμπεριστάτου καὶ διωκομένου Ποιμνίου, χωρὶς ἴχνος ματαιοδοξίας, αὐταρεσκείας καὶ προκλητικῆς ἐπιδεικτικότητος. ῾Ο φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐκπλήρωσις τοῦ καθήκοντος τὸν συνεῖχαν μέχρι τῆς τελευταίας ἡμέρας τῆς ἐπιγείου ζωῆς του.

῎Ετσι, ἀρχὰς Σεπτεμβρίου τοῦ 1955, προαισθανόμενος τὸ τέλος του, ἐκάλεσε τὸν Πνευματικό του, τὸν χαρισματικὸ π. ᾿Ιωάννη τῆς ᾿Αμφιάλης, γιὰ νὰ ἐξομολογηθῆ. Καθαρμένος ψυχικῶς καὶ σωματικῶς, ἐζήτησε νὰ τοῦ στρώσουν σὲ καθαρὰ ὁλόλευκα σεντόνια καὶ παρέδωσε ἀνώδυνα καὶ εἰρηνικὰ τὴν ὁλόλευκη ψυχή του στὸν Κύριο καὶ Θεό, γιὰ νὰ ἀναπαυθῆ ἐκ τῶν κόπων καὶ πόνων του! ῎Οντως, «τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν ᾿Αρχιερεύς»!...

Ἐτάφη στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Πάρνηθος, κατὰ δὲ τὴν ἐκταφὴ τῶν ἱερῶν του Λειψάνων ἐξεχύθη μία λεπτὴ ἄρρητος εὐωδία σὲ ὅλο τὸ Μοναστήρι, ἐνῶ μαρτυρίες γιὰ ἐπιτέλεσι Θαυμάτων διὰ πρεσβειῶν του ἔγιναν γνωστές... Εἴθε ἡ εὐχή του νὰ μᾶς σκεπάζη, νὰ μᾶς συνοδεύη καὶ νὰ μᾶς ἐνισχύη στὴν διακράτησι τῆς ἱερᾶς Παρακαταθήκης Αὐτοῦ!


Ἀπολυτίκιo
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε. 

Γενναίῳ φρονήματι, καὶ θεολόγῳ φωνῇ,
κατέβαλες φρύαγμα τῶν Καινοτόμων Σοφέ, 
καὶ ἤθλησας ἄριστα· κλέος Ἀρχιερέων, ὦ Χρυσόστομε ὤφθης,
Πίστιν τῶν Ὀρθοδόξων, στερεώσας ἐσχάτως,
ἀμέμπτῳ Ὁμολογία, βίῳ θεόφρονι.



Κοντάκιον.
 Ἦχος πλ. δ΄. 
Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τὸν Ἱεράρχην τοῦ Χριστοῦ τὸν Θεοπρόβλητον, Ὁμολογίας Ὀρθοδόξου θεῖον ἔρεισμα, Ζηλωτῶν Σε αἱ χορεῖαι ἀνευφημοῦμεν· τὴν δὲ Μνήμην Σου τιμῶντες ὦ Χρυσόστομε, Σὲ γεραίρομεν ἡμῶν τὸ περιτείχισμα· καὶ κραυγάζομεν· Χαῖρε Πάτερ θεόστεπτε.

Κάθισμα.
Ἦχος πλ. δ΄. Τὸ προσταχθέν. 

Τὰς ζοφερὰς τῶν Δυτικῶν ἐλέγξας πλάνας, καὶ Καλανδάριον τὸ Νέον ἀπελάσας, ἀνεδείχθης προστάτης τῆς Ὀρθοδοξίας· τὰ Μύρα τῶν Σῶν Λειψάνων τὰ ἱερά,
πληροῦσι πάσας καρδίας θείου Φωτός, καὶ τὸν ζόφον διώκουσι,
δογμάτων πλάνης ἐχθροῦ· κραυγάσωμεν οὖν ἅπαντες,
χαῖρε θεῖε Χρυσόστομε. 

Μεγαλυνάριον Ἦχος πλ. δ΄. 

Χαίροις τῶν Πατέρων ὁ μιμητής, θράσος Καινοτόμων, θαρσαλέως καταβαλών· τῆς Πίστεως πύργος, στεῤῥὸς ἐν τοῖς ἐσχάτοις, Χρυσόστομε ἐδείχθης, ὅθεν τιμῶμέν Σε. 

Οἶκος. 

Ἄγγελος καὶ Προστάτης, Ὀρθοδόξων ἐφάνης, ἐσχάτως θεοδώρητος Πάτερ, καὶ τῆς Θεολογίας αὐγαῖς, Καινοτόμων λήρους τοὺς δεινοὺς ἤλασας, καὶ ἅπαντας διήγειρας, τοῦ βοᾶν Σοι εὐφροσύνως ταῦτα· 
Χαῖρε δι᾿ οὗ κατῃσχύνθη ἡ πλάνη, 
Χαῖρε δι᾿ οὗ ἡ Ἀλήθεια λάμπει· 
Χαῖρε Ὀρθοδόξων ἁπάντων παράκλησις, 
Χαῖρε Καινοτόμων ἡ τελεία ἀναίρεσις· 
Χαῖρε τεῖχος ἀῤῥαγέστατον Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, 
Χαῖρε φάρος τηλαυγέστατος Ἀληθείας τοῦ Θεοῦ· 
Χαῖρε ὅτι διώκεις τὰς αἱρέσεις ἁπάσας, 
Χαῖρε ὅτι στηρίζεις Εὐσεβείας τοὺς λάτρας· 
Χαῖρε Πατὴρ καὶ ῥήτωρ θεόληπτε, 
Χαῖρε λαμπτὴρ σοφίας ἀκοίμητε· 
Χαῖρε δι᾿ οὗ ἀπελαύνεται ζόφος,
Χαῖρε δι᾿ οὗ θεῖος ἅπτεται πόθος· 
Χαῖρε Πάτερ θεόστεπτε!