† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Εὐαγγέλιον - Ὁμιλία πρός τοῦς πλουτοῦντας (Μέγας Βασίλειος)


Τω καιρώ εκείνω, είς προσελθών είπεν τω Ιησού: διδάσκαλε αγαθέ, τί αγαθόν ποιήσω ίνα έχω ζωήν αιώνιον? Ο δέ είπεν αυτώ: τί με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός ει μή είς ο Θεός. Ει δέ θέλεις εισελθείν εις την ζωήν, τήρησον τας εντολάς. Λέγει αυτώ: ποίας; Ο δέ Ιησούς είπε: το ου φονεύσεις, ου μοιχεύσεις, ου κλέψεις, ου ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα και την μητέρα, και αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Λέγει αυτώ ο νεανίσκος: πάντα ταύτα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου. Τί έτι υστερώ; Έφη αυτώ ο Ιησούς: ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δός πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι. Ακούσας δέ ο νεανίσκος τον λόγον απήλθε λυπούμενος’ ήν γάρ έχων κτήματα πολλά. Ο δέ Ιησούς είπε τοις μαθηταίς Αυτού: αμήν λέγω υμίν, ότι δυσκόλως πλούσιος εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών. Πάλιν δέ λέγω υμίν, ευκοπώτερόν εστί κάμηλον δια τρυπήματος ραφίδος διελθείν, ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν. Ακούσαντες δέ οι μαθηταί αυτού εξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες: τίς άρα δύναται σωθήναι; Εμβλέψας δέ ο Ιησούς είπεν αυτοίς: παρά ανθρώποις τούτο αδύνατόν εστί, παρά δέ Θεώ πάντα δυνατά εστι.

Ἀπόδοση:

Κάποιος πλησίασε τον Ιησού και του είπε: «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι καλό να κάνω για ν’ αποκτήσω αιώνια ζωή;» Κι αυτός του είπε: «Γιατί με ονομάζεις αγαθό; Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μόνο ένας ο Θεός. Αν θέλεις πάντως να μπεις στη ζωή, τήρησε τις εντολές». Του λεει: «Ποιες;» Κι ο Ιησούς είπε: «Το μη σκοτώσεις, μη μοιχεύσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα και τη μητέρα σου και αγάπα τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». Του λεει ο νεα¬ρός: «Όλα αυτά τα τηρώ από πολύ μικρός. Σε τι υστερώ ακόμα;» Του είπε ο Ιησούς: «Αν θέλεις να γίνεις τέλειος, πήγαινε πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, και θα έχεις θη¬σαυρό κοντά στο Θεό, κι έλα να με ακολουθήσεις». Μόλις άκουσε την απάντηση ο νεαρός, έφυγε λυπημένος, γιατί είχε μεγάλη περιούσια.

Κι ο Ιησούς είπε στους μαθητές του: «Σας βεβαιώνω πως δύσκολα θα μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού. Και σας το επαναλαμβά¬νω: Είναι ευκολότερο να περάσει καμήλα από βελονότρυπα, Παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Όταν τ’ άκουσαν οι μαθη¬τές του, ένιωσαν μεγάλη κατάπληξη κι έλεγαν: «Τότε ποιος μπορεί να σωθεί;» Ο Ιησούς τους κοίταξε και είπε: «Αυτό είναι αδύνατο για τους ανθρώπους. Για το Θεό όμως όλα είναι δυνατά».


Ομιλία του Αγίου Βασιλείου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας της Καππαδοκίας του Μεγάλου, προς τους πλουτούντας

Ωμιλήσαμε και παλαιότερα περί του πλουσίου αυτού νέου και θα ενθυμήται οπωσδήποτε ο επιμελής ακροατής αυτά που είχαμε εξετάσει τότε. Και πρώτον, ότι δεν είναι ο ίδιος με τον νομικό που αναφέρει ο Λουκάς (Λουκ. ι' 25 κ.ε.). Διότι εκείνος μεν είχε πειρακτικήν διάθεση και έκαμεν ερωτήσεις ειρωνικές, ενώ αυτός ερωτούσε με υγιή διάθεσιν, αλλά δεν εδέχετο τις αποκρίσεις με ευπείθειαν. Επειδή εάν απηύθυνε τις ερωτήσεις περιφρονητικώς, δεν θα έφευγε λυπημένος από τις απαντήσεις του Κυρίου. Γι’ αυτό η συμπεριφορά του μας φαίνεται κάπως ανάμικτος. Διότι άλλοτε η διήγησις μας τoν παρουσιάζει αξιέπαινον, άλλοτε δε αθλιώτατον και εντελώς απηλπισμένον.

Πράγματι, το να αναγνωρίση τoν αληθινόν διδάσκαλο και να παραβλέψη την αλαζονεία των Φαρισαίων, την οίηση των νομικών και την φορτικότητα των γραμματέων, και να αποδώση τoν τίτλον αυτόν στον μόνον αληθινόν και αγαθόν διδάσκαλον, αυτό τoν καθιστά άξιον επαίνου. Επίσης, το γεγονός ότι έδειξεν ενεργόν ενδιαφέρον για το πώς θα ημπορούσε να κληρονομήση την αιωνίαν ζωή, και αυτό οφείλουμε να το εκτιμήσωμε. Εκείνο όμως που κακοχαρακτηρίζει όλην του την προαίρεση και φανερώνει ότι δεν αποβλέπει στο όντως καλόν, αλλά τoν απασχολεί το τι αρέσει στους πολλούς, είναι το εξής: αφού εδιδάχθη από τoν αληθινόν διδάσκαλο σωτήρια μαθήματα, δεν τα εχάραξε στην καρδία του ούτε εφήρμοσε τα μαθήματα αυτά στην πράξιν, αλλά απήλθε λυπημένος, επειδή είχε τυφλωθή από το πάθος της φιλοπλουτίας. Αυτό είναι που ελέγχει την ανωμαλίαν της συμπεριφοράς του και την ασυμφωνία προς τον εαυτόν του. Τον αποκαλείς διδάσκαλον και δεν ενεργείς ως μαθητής; Τον ομολογείς αγαθόν και περιφρονείς αυτά που δίδει; Και όμως είναι φανερόν ότι ο αγαθός αγαθά παρέχει. Και ερωτάς μεν περί της αιωνίου ζωής, αποδεικνύεσαι όμως ότι είσαι ολοκληρωτικώς δεμένος στην απόλαυση της παρούσης ζωής. Ποίος είναι ο δύσκολος ή ο βαρύς ή ο δυσβάστακτος λόγος που σου απηύθυνεν ο διδάσκαλος; «Πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς». Εάν σου επρότεινε κόπους γεωργικούς ή τους κινδύνους του εμπορίου, ή όσα άλλα επίπονα ακολουθούν αυτούς που κερδοσκοπούν, τότε έπρεπε να λυπηθής δυσφορώντας για την προσταγήν. Εάν ομως υπόσχεται να σε καταστήση κληρονόμον της αιωνίου ζωής με έναν τόσον εύκολον δρόμον, ο οποίος κανένα κόπον ή ιδρώτα δεν έχει, δεν χαίρεσαι για την ευκολία της σωτηρίας, αλλά φεύγεις με οδύνη στην ψυχή και πενθείς, και καθιστάς άχρηστα για τον εαυτόν σου όλα εκείνα για τα οποία έχεις κοπιάσει μέχρι τώρα. Διότι εάν δεν εφόνευσες, όπως λέγεις εσύ, ούτε εμοίχευσες ούτε έκλεψες ούτε εψευδομαρτύρησες εναντίον κάποιον, καθιστάς ανώφελον για τον εαυτόν σου τον αγώνα που έκαμες γι’ αυτά, εάν δεν προσθέσης αυτό που υπολείπεται, με το οποίον και μόνο θα ημπορέσης να εισέλθης στην Βασιλείαν του Θεού. Και αν μεν ο ιατρός σου έδιδεν υπόσχεσιν ότι θα διορθώση αναπηρίες των μελών σου τις οποίες έχεις εκ φύσεως ή από κάποιαν ασθένεια, δεν θα χαιρόσουν ακούγοντάς το; Τώρα δε που ο μέγας ιατρός των ψυχών θέλει να σε καμει τέλειον ως προς τα βασικώτατα που υστερείς, δεν δέχεσαι την χάριν, αλλά πενθείς και σκυθρωπιάζεις. Είναι φανερό λοιπόν ότι ευρίσκεσαι μακριά από εκείνην την εντολήν και ψευδώς διεκήρυξες ότι έχεις κατορθώσει να αγαπήσης τον πλησίον σου ωσάν τον εαυτόν σου. Ιδού ότι αυτό που σε προσέταξεν ο Κύριος σε αποδεικνύει ότι απέχεις πάρα πολύ από την αληθινήν αγάπη.

Πράγματι, αν αυτό που διεβεβαίωσες ήταν αληθινόν, ότι εφύλαξες από τη νεότητά σου την εντολήν της αγάπης και απέδιδες στον καθένα τόσα όσα και στον εαυτόν σου, τότε από πού έχεις συγκεντρώσει αυτήν την χρηματικήν περιουσία; Διότι η ικανοποίησις των αναγκών των πτωχών καταναλώνει τον πλούτον, όταν δηλαδή κάποιος δέχεται ολίγα για την ικανοποίησιν των αναγκών του, όλοι δε μαζί μοιράζονται όσα υπάρχουν και εξοδεύονται γι’ αυτούς. Ώστε εκείνος που αγαπά τον πλησίον ωσάν τον εαυτόν του δεν κατέχει τίποτε περισσότερον από τον πλησίον. Αλλά όμως φαίνεσαι να έχης κτήματα πολλά. Από πού αυτά; Είναι φανερόν. Έχεις προτιμήσει την ιδικήν σου απόλαυσιν από την ανακούφιση των πολλών. Όσο λοιπόν υπερέχεις κατά τον πλούτον, τόσον υστερείς στην αγάπην. Επειδή αν είχες αγαπήσει τον πλησίον, θα είχες σκεφθή προ πολλού να απαλλαγής από τα χρήματα. Τώρα όμως τα χρήματα έχουν προσκολληθεί επάνω σου περισσότερον από τα μέλη του σώματός σου, και σε λυπεί ο αποχωρισμός τους σαν να επρόκειτο για ακρωτηριασμόν των χρησιμωτέρων μελών σου. Διότι εάν είχες ενδύσει γυμνόν, εάν είχες δώσει τον άρτο σου στον πεινασμένον, εάν η θύρα σου ήταν ανοικτή σε κάθε ξένον, εάν είχες γίνει πατέρας ορφανών, εάν συνέπασχες με τον αδύνατον, για ποία χρήματα θα ελυπόσουν τώρα; Και πώς θα εδυσκολευόσουν να διαθέσης τα υπόλοιπα, αν είχες προ πολλού σκεφθεί να τα διανείμης στους ενδεείς; Έπειτα, σε μίαν πανήγυρη κανείς δεν λυπείται να διαθέση αυτά που έχει για να αποκτηση αντ’ αυτών ό,τι χρειάζεται. Αλλά με όσον μικροτέραν τιμήν αγοράζει τα πολύτιμα πράγματα τόσον περισσότερο χαίρεται για την λαμπρά συναλλαγήν του. Ενώ εσύ λυπείσαι που δίδεις χρυσόν και άργυρον και κτήματα, που προσφέρεις δηλαδή απλώς λίθους και χώμα, για να αποκτήσης την αιώνιον ζωήν.

Αλλά τι θα σου χρησιμεύση ο πλούτος; Θα περιβληθής με πολύτιμον ένδυμα; Ωστόσον είναι βέβαιον ότι δύο πηχών χιτωνίσκος σου φθάνει και ένα εξωτερικόν ιμάτιο θα καλύψη την ανάγκην όλων των ενδνμάτων. Μήπως θα εξοδεύσης τον πλούτο για την διατροφή σου; Ένας άρτος είναι ικανός να γεμίση την κοιλία σου. Τι λυπείσαι λοιπόν; Σαν τι να στερήσαι; Μήπως την δόξα που προξενεί ο πλούτος; Εάν όμως δεν αναζητήσης την δόξα στα επίγεια θα εύρης την αληθινήν εκείνην και ολόλαμπρον η οποία σε αναμένει στην Βασιλείαν των Ουρανών. Και το να έχης όμως απλώς τον πλούτον είναι αγαπητόν, έστω και αν δεν προέλθη από αυτόν κανένα όφελος. Αλλά και το ότι είναι ανόητος η μέριμνα για τα άχρηστα πράγματα, σε όλους είναι γνωστόν. Ίσως σου φανή παράδοξον αυτό που θα ειπώ, πλήν όμως είναι το αληθέστερον από όλα. Όταν ο πλούτος σκορπίζεται κατά τον τρόπον που παραγγέλλει ο Κύριος, έχει την ιδιότητα να παραμένη, ενώ όταν φυλάσσεται, να μας εγκαταλείπη. Εάν τον φυλάσσης, δεν θα τον έχης, εάν τον σκορπίσης, δεν θα τον χάσης. Αλλά ο πλούτος είναι περιζήτητος από τους περισσοτέρους όχι για τα ενδύματα ούτε για τις τροφές. Έχει επινοηθή από τον διάβολο κάποιο τέχνασμα το οποίον υποβάλλει στους πλουσίους αναρίθμητες αφορμές για δαπάνες, ώστε να κυνηγούν τα περιττά και άχρηστα ως αναγκαία, και ποτέ να μην αισθάνονται κορεσμόν από του να επινοούν αφορμές για έξοδα. Επειδή όταν μεν διαμοιράζουν τον πλούτο, λαμβάνουν υπ’ όψιν και την παρούσαν ανάγκην και την μελλοντικήν. Και αποθηκεύουν το ένα μέρος για τους εαυτούς των, το δε άλλο για τα παιδιά τους. Έπειτα ευρίσκουν διάφορες αφορμές για να δαπανήσουν τον πλούτον αυτόν.

Όταν όμως ο πλούτος, που διασπάται σε τόσα κομμάτια, ακόμη περισσεύει, παραχώνεται στη γη και φυλάσσεται σε απόρρητα μέρη. «Διότι το μέλλον είναι άγνωστον, μήπως μας εύρουν κάποιες απρόβλεπτες ανάγκες». Είναι βεβαίως άγνωστον, εαν εννοής την χρησιμότητα του χρυσού που έχεις κρύψει, είναι όμως φανερά η ζημία από την απανθρωπία της ενεργείας αυτής. Διότι αφού δεν ημπόρεσες να εξοδεύσης με τις αναρίθμητες επινοήσεις τον πλούτο, τότε τον απέκρυψες στη γη. Τι φοβερά μανία! Όσον ο χρυσός ήταν ακόμη μετάλλευμα εξερευνούσες την γη, και όταν εφανερώθη τον εξαφανίζεις πάλι στην γη. Έπειτα, έχω την γνώμην ότι σου συμβαίνει μαζί με τον πλούτο να παραχώνης και την καρδία σου. «Όπου γαρ ο θησαυρός σου», λέγει, «εκεί και η καρδία» (Ματθ. στ' 21). Γι’ αυτό λυπούν οι εντολές, διότι τους γίνεται ο βίος αβίωτος όταν δεν ασχολούνται με τις ανωφελείς δαπάνες. Και μου φαίνεται ότι το πάθος του νεανίσκου και των ομοίων του είναι παρόμοιον ωσάν κάποιου οδοιπόρου, ο οποίος από την επιθυμία του να φθάση σε κάποιαν πόλη διήνυσε προθύμως τον δρόμο μέχρις εκεί, έπειτα όμως κατέλυσε σε κάποιο από τα ξενοδοχεία που είναι έξω από τα τείχη. Από την οκνηρία του δηλαδή να βαδίση λίγο ακόμη αχρήστευσε και τον προηγούμενον κόπο και απέκλεισε τον εαυτόν του από το να απολαύση τα αξιοθέατα της πόλεως. Τέτοιοι είναι όσοι δέχονται μεν να πράξουν τα άλλα, αρνούνται όμως να απαλλαγούν από τα υπάρχοντά τους. Γνωρίζω πολλούς οι οποίοι νηστεύουν, προσεύχονται, στενάζουν, δεικνύουν όλην την ανέξοδον ευλάβεια, δεν εξοδεύουν όμως ούτε μία δραχμή για τους θλιβομένους. Ποίον είναι το όφελός τους από την λοιπήν αρετήν; Η Βασιλεία των Ουρανών δεν τους δέχεται, διότι λέγει, «ευκοπώτερον εστί κάμηλον δια τρυμαλιάς (τρυπήματος) ραφίδος εισελθείν, ή πλούσιον εις την βασιλείαν των ουρανών εισελθείν» (Μάρκ. ι' 25 - Λουκ. ιη' 25). Αλλά αν και η απόφασις είναι τόσο φανερά και αυτός που την είπε αψευδής, εκείνοι που πείθονται σ’ αυτήν είναι σπάνιοι.

─Και πως θα ζήσωμε όταν παραιτηθούμε από όλα; Λέγει. Και ποία θα είναι η μορφή του κόσμου όταν όλοι παραχωρούν και όλα εγκαταλείπονται;

Μη μου ζητείς να σου δικαιολογήσω τα προστάγματα του Δεσπότου. Αυτός που το ενομοθέτησε γνωρίζει, και θα προσαρμόση το αδύνατον στον νόμο. Η καρδία σου όμως με τον τρόπον αυτό σαν σε ζυγαριά δοκιμάζεται προς τα πού κλίνει. Προς την αληθινήν ζωην ή προς την πρόσκαιρον απόλαυσιν. Διότι αυτοί που σκέπτονται συνετώς, αρμόζει να θεωρούν ότι χρησιμοποιούν τον πλούτον για να τον οικονομούν κατά Θεόν και όχι για να τον απολαμβάνουν. Και όταν τον αποχωρίζονται, να χαίρωνται σαν να απαλλάσσωνται από τα ξένα, και όχι να δυσανασχετούν σαν να εγκαταλείπουν τα ιδικά τους. Γιατί λοιπόν λυπείσαι; Γιατί κυριεύεται από πένθος η ψυχή σου όταν ακούης το πώλησόν σου τα υπάρχοντα; Διότι εάν σε συνώδευαν στο μέλλον, ούτε στην περίπτωσιν αυτή θα άξιζε να τα επιζητής με τόσον πόθον, αφού επισκιάζωνται από τα εκεί πολύτιμα αγαθά. Εάν όμως κατ’ ανάγκην παραμένουν εδώ, γιατί να μην αποκομίσωμε κέρδος από αυτό με το να τα πωλήσωμε; Αλλά συ όταν δης χρυσόν και αποκτάς ίππο, δεν λυπείσαι, όταν όμως διαθέτης πράγματα φθαρτά και αντ’ αυτών λαμβάνεις βασιλείαν ουρανών, δακρύζεις και αρνείσαι αυτόν που σου τα ζητεί και δεν συγκατατίθεσαι να δώσης, επινοώντας χίλιες δύο προφάσεις για να τα καταναλώσης. Τι θα αποκριθής στoν κριτήν, εσύ που καλλωπίζεις με καλύμματα τους τοίχους και άνθρωπο δεν ενδύεις; Που στολίζεις τους ίππους και παραβλέπεις τον αδελφό σου που είναι γυμνός; Που αφήνεις το σιτάρι να σαπίση και δεν τρέφεις τους πεινασμένους; Που παραχώνεις τον χρυσό και περιφρονείς τον καταπιεζόμενον; Και εάν ζη μαζί σου γυναίκα και αγαπά τον πλούτο, η νόσος είναι διπλή. Διότι και στις διασκεδάσεις παρακινεί, και μαζί μ’ αυτές αυξάνει τις φιληδονίες και κεντρίζει τις περίεργες επιθυμίες, επινοώντας διάφορα είδη λίθων, μαργαριτάρια και σμαράγδια και υακίνθους και χρυσό, και άλλον τον επεξεργάζεται για κοσμήματα, άλλον τον υφαίνει και αυξάνει την ασθένεια με κάθε πολυτέλεια. Και δεν αποτελεί πάρεργον η ενασχόλησις με αυτά, αλλά νύκτα και ημέρα γι’ αυτά φροντίζει. Πάμπολλοι δε κόλακες που συντρέχουν στις επιθυμίες της, συγκεντρώνουν τους χρωματουργούς, τους χρυσοχόους, τους αρωματοποιούς, τους ράπτες, τους διακοσμητάς. Δεν αφήνει τον άνδρα να αναπνεύση από τις συνεχείς παραγγελίες της. Κανένας πλούτος δεν επαρκεί να εξυπηρετήση τις γυναικείες επιθυμίες, ούτε και αν ακόμη ρέη ως ποταμός. Πώς να επαρκέση, όταν αυτές θέλουν να προμηθεύωνται τα μύρα από την ανατολή σαν το λάδι από την αγοράν, αναζητούν δε θαλάσσια άνθη, πολύτιμα κογχύλια και μαργαριτάρια περισσότερα και από το μαλλί των προβάτων. Και ο χρυσός που περισφίγγει τα πολύτιμα πετράδια, άλλος μεν γίνεται στολίδι για το μέτωπον, άλλος περιδένει τον λαιμό τους, άλλος τοποθετείται στις ζώνες και άλλος μετατρέπεται σε δεσμά για τα χέρια και τα πόδια τους. Διότι χαίρονται οι γυναίκες να δένωνται με χειροπέδες, αρκεί μόνον να είναι, χρυσές. Πότε λοιπόν θα φροντίση για την ψυχή του αυτός που υπηρετεί γυναικείες επιθυμίες; Επειδή όπως οι καταιγίδες και οι τρικυμίες καταποντίζουν όσα πλοία είναι σαθρά, έτσι και οι πονηρές διαθέσεις των γυναικών, καταπνίγουν τις αδύνατες ψυχές των συζύγων. Όταν λοιπόν ο πλούτος καταναλώνεται σε τόσα πολλά πράγματα από τον άνδρα και την γυναίκα, οι οποίοι συναγωνίζονται μεταξύ τους στις επινοήσεις των ματαίων, είναι επόμενον να μη μένη καθόλου καιρός να ενδιαφερθούν για τους άλλους. Αλλά εάν μεν ακούσης «πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς», για να έχης εφόδια για την αιωνίαν απόλαυση, τότε απέρχεσαι λυπούμενος. Εάν όμως ακούσης: δώσε χρήματα στις γυναίκες που ζουν πολυτελώς, δώσε στους γλύπτες, στους οικοδόμους στους τεχνίτες των ψηφιδωτών, στους ζωγράφους, χαίρεσαι σαν να κατακτάς κάτι πολυτιμότερον από τα χρήματα. Δεν βλέπεις αυτούς τους τοίχους που με τον χρόνον έχουν καταρρεύσει; Τα λείψανά τους ωσαν κάποιοι σκόπελοι αναδύονται σε όλη την πόλη. Όταν ανεγείροντο αυτοί οι τοίχοι, πόσοι πτωχοί υπήρχαν στην πόλιν αυτήν, οι οποίοι παρεβλέποντο από τους τότε πλουσίους λόγω της φροντίδος τους γύρω από αυτά; Πού είναι λοιπόν η κατασκευή των λαμπρών αυτών έργων; Πού είναι αυτός που εκαυχάτο για την μεγαλοπρέπειά τους; Δεν διελύθησαν και εξηφανίσθησαν όπως αυτά που κατασκευάζουν τα παιδιά παίζοντας στην αμμουδιά, ενώ εκείνος ευρίσκεται στον άδη, μετανοιωμένος για την φροντίδα των ματαίων;

Αλλά αποκαλείς τον εαυτόν σου πτωχόν. Συμφωνώ και εγώ. Διότι πτωχός είναι αυτός που χρειάζεται πολλά. Και εσάς η αχόρταστος επιθυμία σας κάνει να έχετε πολλές ανάγκες. Στα δέκα τάλαντα προσπαθείς να προσθέσης και άλλα δέκα. Όταν γίνουν είκοσι, επιζητείς άλλα τόσα, και πάντοτε καθετί που προστίθεται δεν σταματά την ορμή σου. Αντιθέτως, σου ανοίγει την όρεξη. Διότι όπως ακριβώς στους μέθυσους η προσθήκη του οίνου γίνεται αφορμή για να συνεχίσουν να πίνουν, έτσι και οι νεόπλουτοι, αφού αποκτήσουν πολλά, επιθυμούν περισσότερα, τρέφοντας την ασθένειά τους με την συνεχή επαύξηση, και κατ’ αυτόν τον τρόπον η προσπάθειά τους φέρει το αντίθετον αποτέλεσμα. Επειδή δεν τους ευχαριστούν όσα έχουν, αν και είναι τόσα πολλά, όσον τους λυπούν τα ελλείποντα, όσα δηλαδή αυτοί υποθέτουν ότι τους λείπουν. Ώστε πάντοτε η ψυχή τους λειώνει από τoν αγώνα που κάνουν να αποκτήσουν υπερβολικά αγαθά. Και ενώ θα έπρεπε να ευφραίνωνται και να ευχαριστούν για το ότι είναι πλουσιώτεροι από τόσους άλλους, αυτοί δυσφορούν και θλίβονται επειδή υστερούν από έναν ή δύο πάμπλουτους. Όταν φθάσουν αυτόν τoν πλούσιον, αμέσως αγωνίζονται να εξισωθούν με τον πλουσιώτερον, και όταν φθάσουν εκείνον, μεταφέρουν την προσπάθειά τους προς τoν άλλον. Όπως εκείνοι που ανεβαίνουν τις σκάλες ανυψώνουν το βήμα τους συνεχώς πρoς υψηλότερο σκαλοπάτι και δεν σταματούν πριν φθάσουν στο άκρον της σκάλας, έτσι και αυτοί δεν παύουν την κατακτητικήν ορμήν τους μέχρι να μείνουν μετέωροι υψηλά, τόσο ώστε η πτώσις τους να είναι καταστροφική. Όσα βλέπει ο οφθαλμός, τόσα πολλά επιθυμεί ο πλεονέκτης. «Δεν θα χορτάση ο οφθαλμός από το να βλέπη» (Εκκλ. α' 8) και ο φιλάργυρος από το να παίρνη. Ο πλεονέκτης δεν είπε ποτέ αρκεί. Πότε θα χρησιμοποιήσης αυτά που έχεις τώρα; Πότε θα τα απολαύσης, αφού διακατέχεσαι πάντοτε από τους κόπους της αποκτήσεως;

Θα ήθελα να σε ελαφρώσω λίγο από τα έργα της αδικίας, ώστε να εύρης κάποιαν άνεση στους λογισμούς σου και να ιδής την κατάληξιν όλων αυτών των πραγμάτων. Έχεις τόσα και τόσα πλέθρα [Αρχαία μονάς μετρήσεως επιφανειών ίση με 8.740 τ.μ.] καλλιεργησίμου γης, άλλα τόσα φυτευμένα, βουνά, πεδιάδες, κοιλάδες, ποταμούς, λιβάδια. Τι θα γίνει λοιπόν με όλα αυτά; Δεν σε περιμένουν τρεις πήχεις όλοι κι όλοι; Δεν θα αρκέση το βάρος ολίγων λίθων να φυλάξη την δυστυχή σου σάρκα; Για ποίον λοιπόν κοπιάζεις; Για ποίον παρανομείς; Γιατί με τα χέρια σου συνάζεις ακαρπίαν; Είθε να ήταν ακαρπία και όχι προσάναμμα για το αιώνιον πυρ. Δεν θα απαλλαγής ποτέ από την μέθην αυτή; Δεν θα υγιάνουν οι λογισμοί σου; Δεν θα έλθης στον εαυτόν σου; Δεν θα φέρης προ των οφθαλμών σου το δικαστήριον του Χριστού; Τι θα απολογηθής όταν σε περικυκλώσουν οι αδικημένοι και θα σε κατηγορούν ενώπιον του δικαίου κριτού; Τι θα κάμης λοιπόν; Ποίους συνηγόρους θα πληρώσης; Ποίους μάρτυρες θα παρουσιάσης; Πώς θα μεταπείσης τον δικαστή που ποτέ δεν εξαπατάται; Δεν υπάρχει δικηγόρος εκεί, δεν υπάρχει η τέχνη των λόγων, η οποία ημπορεί να κλέψη την αλήθειαν από τον δικαστή. Δεν συνοδεύουν οι κόλακες, ούτε τα χρήματα, ούτε το ύψος του αξιώματος. Μόνος, χωρίς φίλους, χωρίς βοηθούς, χωρίς συνηγόρους, χωρίς απολογία, θα απομακρυνθής γεμάτος εντροπήν, σκυθρωπός, κατηφής, ολομόναχος, χωρίς κανένα θάρρος. Διότι όπου και αν περιφέρης το βλέμμα σου, θα αντικρύσης καθαρά τις εικόνες των κακών έργων. Από το ένα μέρος τα δάκρυα του ορφανού, από το άλλο τους αναστεναγμούς της χήρας, τους γρονθοκοπημένους από σε πτωχούς, τους υπηρέτες σου των οποίων εξέσκιζες τις σάρκες, τους γείτονες που εξώργιζες. Όλα θα ξεσηκωθούν εναντίον σου, ο πονηρός χορός των κακών σου πράξεων θα σε περιστοιχίση. Διότι οι αμαρτίες ακολουθούν τις ψυχές όπως η σκιά το σώμα, αποτυπώνοντας επάνω τους ολοκάθαρα τις πράξεις. Γι’ αυτό δεν χωρεί άρνησις εκεί, αλλά φράσσεται κάθε στόμα, όσον αδιάντροπο κι αν είναι. Επειδή καταθέτουν ως μάρτυρες τα ίδια τα πράγματα που σχετίζονται με τον καθένα, χωρίς να εκβάλουν φωνήν, αλλά φαίνονται όπως ακριβώς έχουν διαπραχθή από εμάς. Πώς θα ημπορέσω να σου παρουσιάσω τα φρικτά; Εάν βεβαίως ακούσης, εάν μετανοήσης, ενθυμήσου την ημέραν εκείνην κατά την οποίαν «αποκαλύπτεται οργή Θεού απ’ ουρανού» (Ρωμ. α' 18). Ενθυμήσου την ένδοξον παρουσία του Χριστού, όταν θα αναστηθούν «οι μεν τα αγαθά πράξαντες εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα εις ανάστασιν κρίσεως» (πρβλ. Ιω. ε' 29). Τότε αιώνιος εντροπή για τους αμαρτωλούς και φωτιά που μέλλει να καταφάγη όσους εναντιώθησαν στον Θεόν (Εβρ. ι' 27). Αυτά να σε λυπούν και όχι η εντολή.

Πώς να σου απαλύνω την ψυχή; Τι να ειπώ; Δεν επιθυμείς την βασιλεία; Δεν φοβείσαι την γέενναν; Από πού θα ευρεθή ίασις για την ψυχήν σου: Διότι εάν τα φρικτά δεν σε πτοούν, τα λαμπρά δεν σε προτρέπουν, τότε απευθύνομαι σε λιθίνην καρδία. Εξέτασε, άνθρωπε, την φύση του πλούτου. Γιατί τόσον πολύ υπολογίζεις τον χρυσό; Λίθος είναι ο χρυσός, λίθος ο άργυρος, λίθος ο μαργαρίτης, όλοι λιθοι, δηλαδή πέτρες: η χρυσόπετρα και το βηρύλλιον, και ο αχάτης και ο υάκινθος, και ο αμέθυστος, και ο ίασπις. Αυτά είναι τα άνθη του πλούτου, από τα οποία σύ άλλα τα αποθηκεύεις με το να τα παραχώνης, ενώ όσους λίθους είναι διαυγείς τους καλύπτεις στο σκότος. Άλλους δε, τους πλέον πολυτίμους, τους περιφέρεις καμαρώνοντας για την λάμψη τους. Ειπέ μου, τι ωφελείσαι όταν περιστρέφης το χέρι σου που λάμπει από τα πετράδια; Δεν κοκκινίζεις όταν κατέχεσαι από επιθυμία των λίθων ωσάν τις γυναίκες που εγκυμονούν; Διότι και εκείνες λίθους ορέγονται, και συ κατέχεσαι από λαιμαργία για τα άνθη των λίθων, αφού αναζητής σαρδόνυχες και ιάσπιδες και αμεθύστους. Ποιος στολιζόμενος κατώρθωσε να προσθέση στον βίο του μίαν ημέρα; Ποίον ελυπήθη ο θάνατος για τα πλούτη του; Ποίος εγλύτωσε από την αρρώστιαν χάριν των χρημάτων του; Έως πότε ο χρυσός θα είναι η αγχόνη των ψυχών, το άγκιστρο του θανάτου, το δόλωμα της αμαρτίας; Έως πότε ο πλούτος θα είναι η αιτία του πολέμου, για τον οποίον κατασκευάζονται όπλα και ακονίζονται ξίφη; Εξ αιτίας αυτού οι συγγενείς παραβλέπουν την φυσικήν συγγένειαν, αδελφοί υποβλέπονται με φονικήν διάθεσιν, ο ένας εναντίον του άλλου. Εξ αιτίας του πλούτου οι ερημίες φιλοξενούν τους φονείς, η θάλασσα τους πειρατάς, οι πόλεις τους συκοφάντες.

Ποίος είναι ο πατήρ του ψεύδους, ποιος ο δημιουργός της πλαστογραφίας; Ποίος εγέννησε την επιορκίαν; Όχι ο πλούτος; Όχι η μέριμνα για την απόκτησή του; Τι παθαίνετε, ω άνθρωποι; Ποιος έστρεψε τα ιδικά σας εναντίον σας; Τα χρήματα είναι μέσον για την ζωή. Μήπως έχουν δοθή ως εφόδια κακών; Είναι λύτρα της ψυχής. Μήπως είναι αφορμή καταστροφής;

Αλλά ο πλούτος είναι αναγκαίος για τα τέκνα. Αυτή είναι μία ευλογοφανής δικαιολογία της πλεονεξίας. Τα τέκνα επικαλείσθε, αλλά για τον εαυτόν σας φροντίζετε. Μην ενοχοποιής τον αναίτιον, έχει τον κύριόν του, τον οικονόμον του. Από άλλον έλαβε την ζωήν, από αυτόν περιμένει τα απαραίτητα για την ζωή. Μήπως για τους εγγάμους δεν έχουν γραφή τα Ευαγγέλια; «Ει θέλεις τέλειος είναι, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς». Όταν εζητούσες από τον Κύριον την καλλιτεκνίαν (ενν. στο μυστήριον του γάμου), όταν ηξίωνες να γίνης πατέρας παιδιών, μήπως είχες προσθέσει και τούτο: δώσε μου τέκνα για να παρακούσω τις εντολές σου; Δώσε μου τέκνα για να μη φθάσω στην Βασιλείαν των Ουρανών; Και εκτός αυτού, ποίος θα σου εγγυηθή για την προαίρεση του παιδιού, ότι θα χρησιμοποιήση σωστά αυτό που θα του δώσης; Διότι ο πλούτος για πολλούς έγινεν υπηρέτης της ακολασίας. Ή δεν ακούεις τον Εκκλησιαστήν που λέγει: «Είδον αρρωστίαν δεινήν, πλούτον φυλασσόμενον τω παρ’ αυτού (από τον κάτοχόν τον) είς κακίαν αυτώ (γιά το κακόν του)» (Εκκλ. ε' 12). Πρόσεξε λοιπόν μήπως, ενώ εσύναξες τον πλούτο με χιλίους κόπους, προετοιμάσεις για άλλους υλικόν αμαρτημάτων και έπειτα ευρεθείς διπλά τιμωρούμενος, για αυτά που ο ίδιος έχεις αδικήσει και γι’ αυτά με τα οποία εφωδίασες άλλους. Μήπως η ψυχή δεν σου είναι οικειοτέρα από κάθε τέκνο; Μήπως δεν συγγενεύει μαζί σου περισσότερον από όλα; Απόδοσε σ’ αυτήν πρώτην τα πρεσβεία της κληρονομιάς, δώσε της πλούσιες προϋποθέσεις για να ζήση, και τότε να μοιράσης την περιουσία στα παιδιά σου. Διότι τα τέκνα πολλές φορές, αν και δεν εκληρονόμησαν από τους γονείς, έκαμαν οίκους για τον εαυτόν τους, η ψυχή σου όμως, εάν εγκαταλειφθή από σε, από ποίον θα ελεηθή;

Προς τους πατέρας ελέχθησαν όσα ήσαν να λεχθούν. Οι άτεκνοι ποίαν ευλογοφανή δικαιολογίαν της φιλαργυρίας των επικαλούνται; Δεν πωλώ τα υπάρχοντά μου, ούτε τα δίδω στους πτωχούς, λόγω των αναγκών της ζωής. Λοιπόν δεν είναι ο Κύριος διδάσκαλός σου, ούτε το Ευαγγέλιον ρυθμίζει την ζωήν σου, αλλά συ ο ίδιος γίνεσαι νομοθέτης του εαυτού σου. Πρόσεξε όμως σε ποίον κίνδυνον εμπίπτεις όταν σκέπτεσαι κατ’ αυτόν τον τρόπον. Διότι εάν αυτά που ο Κύριος μας διέταξε ως αναγκαία, συ τα διαγράφεις ως ανεφάρμοστα, δεν κάνεις τίποτε άλλο από το να θεωρής τον εαυτόν σου φρονιμώτερον από τον νομοθέτη.

- Αλλά αφού τα απολαύσω αυτά σε όλην μου την ζωήν, λέγεις, μετά το τέλος της θα κάμω κληρονόμους της περιουσίας μου τους πτωχούς, αφού με γράμματα και διαθήκες τους αναθέσω την κυριότητα των υπαρχόντων μου.

Όταν δεν θα ευρίσκεσαι πλέον μεταξύ των ανθρώπων, τότε θα γίνης φιλάνθρωπος. Όταν σε αντικρύσω νεκρόν, τότε θα σε ονομάσω φιλάνθρωπον. Σου οφείλεται μεγάλη ευχαριστία για την φιλοτιμίαν σου, διότι ενώ κείσαι στο μνήμα και έχεις μεταβληθή με την διάλυση σε χώμα, έγινες γενναιόδωρος και μεγαλόψυχος στις δαπάνες. Ειπέ μου, όμως, ποιού καιρού τους μισθούς θα απαιτήσης; Για τον χρόνον της ζωής σου ή για μετά τον θάνατον; Αλλά τον καιρό που ευρισκόσουν στην ζωήν, τότε είχες δοθεί στα πάθη και στις ηδονές και κολυμβούσες μέσα στις απολαύσεις, και ούτε να αντικρύσης καταδεχόσουν τους πτωχούς, τώρα δε που απέθανες, ποίες είναι οι πράξεις σου; Ποίος μισθός εργασίας σου οφείλεται; Δείξε τα έργα και ζήτα τις ανταποδόσεις. Κανένας μετά την λήξη της πανηγύρεως δεν εμπορεύεται, ούτε προσερχόμενος μετά τους αγώνες στεφανώνεται, ούτε ανδραγαθεί μετά τον πόλεμο. Είναι λοιπόν φανερόν, πως ούτε μετά την ζωήν είναι δυνατόν να ευσεβή κανείς. Συ με την μελάνην και τα γράμματα δίδεις υποσχέσεις για ευεργεσίες. Ποίος λοιπόν θα σου αναγγείλη τον καιρό της εξόδου; Ποίος θα σου εγγυηθή τον τρόπον του θανάτου; Πόσοι έχουν αρπαγή αιφνιδίως, χωρίς να τους επιτρέψη το πάθημά τους ούτε φωνήν να αφήσουν; Πόσοι δεν παρεφρόνησαν από τον πυρετό; Γιατί λοιπόν αναμένεις ευκαιρίαν, αφού πολλές φορές δεν είσαι κύριος ούτε των λογισμών σου; Νύκτα βαθεία και νόσος βαρεία και βοηθός πουθενά, και αυτός που παραμονεύει για την κληρονομίαν είναι έτοιμος. Κανονίζει τα πάντα προς το συμφέρον του και σου ματαιώνει τα σχέδια. Εκείνη την ώρα, αφού στρέψης εδώ κι εκεί το βλέμμα σου και ιδής να σε έχη περικυκλώσει η ερημία, τότε θα αισθανθής την απερισκεψία σου, τότε θα αναστενάξης για την παραφροσύνη σου, για ποίον καιρόν εφύλασσες την εντολήν. Για όταν η γλώσσα παραλύη, το δε χέρι ήδη τρέμει και αρχίζουν οι απότομες συσπάσεις, ώστε ούτε με την φωνήν ούτε με τα γράμματα να ημπορής να εκφράσης την γνώμη σου. Ακόμη και στην περίπτωση που όλα θα είχαν γραφή με σαφήνεια και κάθε λέξις θα είχε διακηρυχθή απεριφράστως, θα ήταν αρκετόν ένα γράμμα να αλλοιώση εντελώς την απόφαση. Μία σφραγίδα εάν παραποιηθή, δύο ή τρείς ψευδομάρτυρες αν παρουσιασθούν, όλη η κληρονομία θα ημπορούσε να μεταφερθή σε άλλους.

Γιατί λοιπόν εξαπατάς τον εαυτόν σου διαθέτοντας τώρα κακώς τον πλούτον σου στις σαρκικές απολαύσεις, και δίδεις υποσχέσεις για το μέλλον περί πραγμάτων των οποίων δεν θα είσαι πλέον κύριος; Όπως το απέδειξεν ο λόγος, η σκέψις αυτή είναι πονηρά: όσον ζώ, θα απολαύσω τις ηδονές, όταν δε αποθάνω, θα πράξω ό,τι έχω διαταχθή. Θα ειπή τότε και σε σένα ο Αβραάμ: «απέλαβες τα αγαθά σου εν τη ζωή σου» (Λουκ. ιστ' 25). Δεν σε χωρά η στενή και τεθλιμμένη οδός (Προβλ. Ματθ. ζ' 14), εάν δεν αποβάλης τον όγκον του πλούτου. Εξήλθες από την ζωή βαστάζοντάς τον μαζί σου, δεν τον απέρριψες προηγουμένως, όπως είχες προσταχθή. Όταν ήσουν στην ζωήν, προτιμούσες από την εντολή τoν εαυτό σου. Μετά τον θάνατον και τη διάλυση, τότε προετίμησες την εντολήν από τους εχθρούς σου. Για να μη τα πάρη δηλαδή ο τάδε, λέγει, ας τα πάρη ο Κύριος. Και πώς να το ονομάσωμεν αυτό; Άμυναν προς τους εχθρούς ή αγάπην προς τον πλησίον; Ανάγνωσε τις διαθήκες σου: «Θα ήθελα να ζω ακόμη και να απολαμβάνω τα ιδικά μου». Άρα η χάρις ανήκει στον θάνατον, όχι σε σένα. Διότι εάν ήσουν αθάνατος, δεν θα ενθυμόσουν τις εντολές. Μην πλανάσθε. Ο Θεος ου μυκτηρίζεται (δεν εμπαίζεται) (Γαλ. στ' 7). Το νεκρό δεν προσφέρεται στο θυσιαστήριον. Την θυσία να την προσφέρης ζωντανήν. Αυτός που προσφέρει από το περίσσευμα δεν γίνεται δεκτός. Και συ προσφέρεις στον ευεργέτην αυτά που σου επερίσσευσαν μετά από ολόκληρον την ζωή σου. Εάν δεν τολμάς από τα περισσεύματα της τραπέζης να δεξιωθής τους επισήμους, πώς λοιπόν τολμάς να εξιλεώνης τον Θεόν από τα περισσεύματα; Κοιτάξτε οι πλούσιοι το τέλος της φιλοχρηματίας και παύσετε να είσθε παθιασμένοι με τα χρήματα. Όσο φιλόπλουτος είσαι, τόσο περισσοτέραν προσπάθεια καταβάλλεις να μην αφήσης τίποτε από τα υπάρχοντά σου. Κάμε τα όλα ιδικά σου, αξιοποίησέ τα όλα για τoν εαυτόν σου, μην εγκαταλείψης σε άλλους τον πλούτον. Ίσως ουτε θα σε στολίσουν οι υπηρέτες με τον τελευταίον στολισμόν, αλλά θα εξαγνίσουν την ταφή προσπαθώντας με αυτά που απέμειναν να αποκτήσουν την εύνοια των κληρονόμων. Ίσως μάλιστα και να φιλοσοφήσουν τότε εναντίον σου. Είναι άγνοια της καλαισθησίας, θα είπουν, το να στολίζης νεκρόν και να κάμης με πολυτέλεια την εκφοράν αυτού που δεν αισθάνεται πλέον. Τι λοιπόν, δεν είναι καλλίτερον να στολίζης τους ζωντανούς με την λαμπρά και πολυτελή στολήν από το να κατασαπίζουνν μαζί με τον νεκρό τα πολύτιμα ενδύματα; Ποίον το όφελος από ένα επίσημο μνήμα, από πολυτελή ταφή και από δαπάνην χωρίς κέρδος; Αυτά πρέπει να χρησιμοποιηθούν από τους επιζώντες για τις ανάγκες της ζωής.

Όλα αυτά σου τα είπα για να σε απαλλάξω από το βάρος, αλλά και χάριν εκείνων που θα κληρονομήσουν τα ιδικά σου. Όσον λοιπόν είναι καιρός, ετοίμασε τα εντάφια εφόδια. Καλόν εντάφιον είναι η ευσέβεια. Χρησιμοποίησε ως ένδυμα όλα αυτά και έτσι να εξέλΘης από την ζωήν αυτήν. Κόσμημά σου κάμε τον πλούτο σου, πάρε τον μαζί σου. Να πεισθής στον καλό σου σύμβουλο, στον Χριστόν, που σε ηγάπησε. Σ’ αυτόν που επτώχευσε προς χάριν μας, «ίνα ημείς τη εκείνου πτωχεία πλουτήσωμεν» (Β' Κορ. η' 9). Να τον πιστεύσωμεν ως σοφόν που γνωρίζει καλά το συμφέρον μας, ή να τον υπομείνωμε εμπιστευόμενοι την αγάπην του, ή να τον ανταμείψωμεν ως ευεργέτην. Οπωσδήποτε όμως να κάμωμε τα όσα μας έχουν διαταχθή, για να γίνωμε κληρονόμοι της αιωνίου ζωής «της εν αυτώ τω Χριστώ, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

(4ος αιών, ΕΠΕ, Μεγ. Βασιλείου, τόμ. 6, σελ. 284 - από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 243-255. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

www.alopsis.gr

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΤΟΥ ΣΒΙΡ: Ο βίος του,η θαυμαστή αφθαρσία του,η εμφάνιση της ΑγίαςΤριάδος και η Μονή του Αγίου (30 Αὐγούστου)




 1)O ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓ.ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΤΟΥ ΣΒΙΡ.

Ο Αγ.Αλέξανδρος του Σβιρ γεννήθηκε στις 15 Ιουνίου 1448 στα μέρη του Νοβγκοροντ σε μια οικογένεια ευλαβών χριστιανών.Ηταν το τρίτο παιδί του Στέφανου και της ΒασάιΤο βαπτιστικό του όνομα ήταν Αμώς.Ήταν πράος,υπάκουος,νηστευτής και όταν έφτασε στην κατάλληλη ηλικία οι γονείς του θέλησαν να τον παντρέψουν.Εκείνος όμως στα 19 του χρόνια έφυγε για τη μονή Βαλαάμ.Περνώντας ο νεαρός Αμώς από τη λίμνη Ροτσίνσκ άκουσε μια φωνή να του λέει ότι σ΄αυτό το σημείο θα χτίσει ένα μοναστήρι.Τότε έλαμψε από πάνω του ένα φως και ένας άγγελος του έδειξε το δρόμο για το Βαλαάμ.Στο Βαλαάμ εκάρη μοναχός μετά από 7 χρόνια στα εικοσιέξι του και πήρε το όνομα Αλέξανδρος.Ο πατέρας ήρθε να τον βρει στο μοναστήρι και ο νεαρός Αλέξανδρος όχι μόνο τον καθησύχασε,αλλά και τον έπεισε να γίνουν αυτός και η μητέρα του μοναχοί.Πρόκοβε συνεχώς στα πνευματικά και δέκα χρόνια τα πέρασε εν σιωπή σ’ένα νησάκι.

Το σπήλαιο που ασκήτεψε ο Αγ.Αλέξανδρος του Σβιρ


Εδώ σε μια στενή και υγρή σπηλιά,η οποία ακόμη υπάρχει, ασκήτεψε ο Άγιος.

Το εσωτερικό του σπηλαίου

Μια μέρα ενώ προσευχόνταν άκουσε μια θεική φωνή να του λέει να πάει στον τόπο που κάποτε του είχε υποδειχθεί για να σωθεί.Ένα φως του έδειξε το μέρος στις όχθες της λίμνης(1485).Έμεινε εκεί μόνος επτά χρόνια, τρώγωντας μόνο χόρτα και υποφέρωντας από τις βαρειές ασθένειες και το ανυπόφορο κρύο.Το 1493 τον ανακάλυψε τυχαία ένας άρχοντας που είχε βγει για κυνήγι.Η φήμη του ως αγιασμένου ασκητή εξαπλώθηκε γρήγορα και πολλοί μοναχοί μαζεύτηκαν γύρω του,ενώ ο απλός λαός τον τιμούσε ως άγιο όταν ήταν εν ζωή


2) Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕ ΤΗ ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΑΦΘΑΡΣΙΑ

Πιστεύεται, ότι ο Θεός διατήρησε το Λείψανο σε τόσο θαυμαστή κατάσταση αφθαρσίας, διότι ο Άγιος Αλέξανδρος είναι ο μόνος Άγιος μετά τον Πατριάρχη Αβραάμ, ο όποιος αξιώθηκε επισκέψεως της Αγίας Τριάδος με μορφή τριών Αγγέλων. Κατά την διάρκεια αυτής της επισκέψεως, ή Αγία Τριάς μέχρι που άγγιξε τον Άγιο, και αυτό το άγγιγμα προφανώς ήταν που έκανε το σώμα του απρόσβλητο στην φθορά. Θαυμαστός ο Τριαδικός Θεός, ο ενδοξαζόμενος εν τοις Άγίοις Αυτού!

Ό Άγιος Αλέξανδρος αναχώρησε για την Ουράνιο Βασιλεία την 30ή Αυγούστου του 1533, σε ηλικία 85 ετών.

Ό Άγιος Αλέξανδρος του Σβίρ εδοξάσθη με θαυμαστά σημεία και θαύματα κατά την διάρκεια της ζωής του και μετά την κοίμηση του. Το 1545, ο μαθητής και διάδοχος του Ηγούμενος Ηρωδίων συνέθεσε τον Βίο του. Το 1547 άρχισε ο τοπικός εορτασμός της μνήμης του και συν­ετέθη ή Ακολουθία του. Στις 17 Απριλίου του 1641, κατά την διάρ­κεια της ανακαινίσεως του Ναού της Μεταμορφώσεως, όπου ο Άγιος είχε ταφή, αποκαλύφθηκε τα άγιο Λείψανο του σε κατάσταση πλήρους Αφθαρσίας· έκτοτε, ή Εκκλησία εορτάζει την μνήμη του δύο φορές: την ήμερα της Κοιμήσεως του, 30ή Αυγούστου, και την ήμερα της επισήμου Διακηρύξεως της Αγιότητας του και της ανακομιδής του Ιερού Λειψάνου του, 17η Απριλίου.
Ό Άγιος Αλέξανδρος, όπως του υποσχέθηκε ή Υπεραγία Θεοτόκος, άφησε πίσω του μεγάλο πλήθος μαθητών, πολλοί από τους οποίους ηγίασαν και τιμώνται μέχρι σήμερα από την Εκκλησία του Θεού επί γης ως Άγιοι.



Έκτοτε, το αδιάφθορο άγιο Λείψανο του Άγιου Αλεξάνδρου αποτελούσε πηγή αγιασμού, προσκυνήσεως και θεραπείας: οι τυφλοί ελάμβαναν το φως τους, οι παραλυτικοί ελάμβαναν την δύναμη των ποδών τους, και όσοι έπασχαν από οποιαδήποτε ασθένεια, ελάμβαναν την πλήρη ίαση. Οι δαίμονες έφευγαν από τους δαιμονισμένους και στείρες γυναίκες συνελάμβαναν… 
Θαυμαστός είναι ο Πανάγαθος Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού, ο Όποιος δόξασε τον δούλο Αυτού σε αύτη την εφήμερη ζωή με θαύματα και σημεία, τα όποια εγίνοντο δια των χειρών του. Και μετά τον θάνατο του ακόμη αξίωσε να τοποθετηθεί το πάντιμο και ιερό Σκήνωμά του στην Εκκλησία Του, για να καταυγάζει από εκεί, ως μέγας φάρος, με τα πανένδοξα Θαύματα του!…


2α) Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΤΟΥ ΣΒΙΡ

Την 30ή Ιουλίου του 1998, οι πιστοί της Ρωσίας έσπευσαν κατά χιλιάδες να προσκυνήσουν το νεωστί ανακαλυφθέν ιερό Λείψανο του Αγίου Αλεξάνδρου του Σβίρ στον Ναό των Αγίων Σοφίας, Πίστεως, Αγάπης και Ελπίδος στην Αγία Πετρούπολη. Μετά απουσία περί­που 80 χρόνων, ένας από τους πλέον αγαπητούς Αγίους της Θηβαΐδος του Βορρά επέστρεψε στον τόπο των μοναχι­κών του αγώνων.
Οκτώ δεκαετίες ενωρίτερα, στις 5 Ιανουαρίου του 1918, οι Μπολσεβίκοι κατέλαβαν το μεγαλύτερο τμήμα της Ρωσικής Θηβαΐδος του Βορρά: την περιοχή γύρω από το Όλονετς και το Λοντέϊνογιε Πολιέ. Την αμέσως επομένη ήμερα οι Μπολσεβίκοι έκαναν την εμφάνιση τους στο Μοναστήρι του Σβίρ στην λειψανοθήκη του Αγίου Αλεξάνδρου. Ένα τέτοιο ταμείο αγιότητας αποτελούσε ένα προφανές εμπόδιο στον διάβολο και τα όργανα του, τα όποια είχαν καταλάβει τότε την γη της Ρωσίας. Όμως, στην περίπτωση εκείνη ήταν ανεξήγητα ανίκανοι να προκαλέσουν κάποια βλάβη στο Λείψανο του Αγίου ή να το μετακινήσουν. Οι Κομμουνιστές έκαναν ακόμη κάποιες απόπειρες και μόνον στην έκτη τους προσπάθεια, στις 20 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους (1918), κατόρθωσαν να μετακινήσουν το αδιάφθορο Λείψανο του Αγίου Αλεξάνδρου. Τούτο εγκαινίασε την θλιβερή «εκστρατεία κατασχέσεως των λειψάνων», ή οποία συνεχίσθηκε από το 1919 ως το 1922, οπότε τα Λείψανα 63 Ρώσων Αγίων εκλάπησαν, υπεβλήθησαν σε «επιστημονικές εξετάσεις», παρουσιάσθηκαν ως «μούμιες», ή ακόμη και ως «κίβδηλα», σε αντιθρησκευτικά μουσεία ή κατεστράφησαν. 


Κατά την περίοδο αυτήν, ολόκληρη ή βόρεια περιοχή της Ρωσίας μετεβλήθη σε ένα απέραντο στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Ή Θηβαΐδα του Βορρά βεβηλώθηκε και μολύνθηκε, αλλά ταυτοχρόνως και αγιάστηκε, γινομένη ένας Γολγοθάς από τους πολλούς στην Ρωσία. Ή Μονή του Αγίου Αλεξάνδρου του Σβίρ δοκίμασε την ίδια μοίρα των πολλών Μοναστηριών της περιοχής: έγινε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, γνωστό ως «Σβίρλαγκ» («Στρατόπεδο του Σβίρ»). Αργότερα, έγινε διαδοχικά οίκος αναπήρων πολέμου, οίκος παιδιών, τεχνική σχολή και στρατόπεδο. Τελικά, το τμήμα της Αγίας Τριάδος της Μονής μετατράπηκε σε ψυχια­τρικό άσυλο, ένα μέρος του οποίου παραμένει τέτοιο μέχρι σήμερα.

Ή Μονή υπέστη άσχημες φθορές με την πάροδο των χρόνων. Όμως, ο Θεός δεν επέτρεψε να χαθεί το Λείψανο του Αγίου Αλεξάνδρου. Μετά την κατάσχεση του από τους Μπολσεβίκους, πρώτα εφέρθη στο Λοντέϊνογιε Πολιέ. Ή τοπική επιτροπή των Τσεκιστών ζήτησε να γίνει μία έρευνα για την αυθεντικότητα του Λειψάνου. Εξετάσθηκε από Σοβιετικούς επιστήμονες με την ελπίδα αποδείξεως ότι ήταν κίβδηλο – μία απάτη της Εκκλησίας για την αποβλάκωση των πιστών. Όμως, προς αμηχανία των Μπολσεβίκων, τα αποτελέσματα τους επιβεβαίωσαν όσα είχαν καταγραφή κατά την πρώτη ανακάλυψη του Λειψάνου του Αγίου το 1641· ότι δηλαδή επρόκειτο πράγματι περί του Αγίου Αλεξάνδρου και ότι το σώμα του ήταν, σε εκπληκτικό βαθμό, αδιάφθορο. Το δέρμα του ήταν λευκό και ελαστικό. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήσαν καθαρά διακρινόμενα και έφεραν μία εντυπωσιακή ομοιότητα με τις εικόνες του Αγίου, οι οποίες αγιογραφήθηκαν μεταξύ του 16ου και του 18ου αιώνος. Ένας ακαδημαϊκός, ο Πέτρος Πέτροβιτς Ποκρύσκιν, δεν φοβήθηκε σε εκείνη την εποχή των διωγμών να γράψει μία θαρραλέα απάντηση στην αίτηση των Τσεκιστών: «Αναγνωρίζοντας ότι το Λείψανο του Αγίου Αλεξάνδρου του Σβίρ αποτελεί αναμφισβήτητα ιστορικό γεγονός, ή θέσης των οποίου πρέπει να είναι σε μία εκκλησία, ζητούμε να ληφθούν μέτρα για την διαφύλαξη Αυτού του εθνικού ιστορικοί θησαυρού».
Από το Λοντέϊνογιε Πολιέ το Λείψανο εφέρθη στην Αγία Πετρούπολη (τότε Πέτρογκραντ). Την εποχή εκείνη ήλθε εντολή από το Κομμισαριάτο της Δικαιοσύνης να τοποθετηθούν όλα τα Λείψανα σε μουσεία. Το Λείψανο του Άγιου Αλεξάνδρου έφέρθη στο ανατομικό μουσείο της πόλεως, το όποιο στεγαζόταν στην Στρατιωτική Ιατρική Ακαδημία. Εκεί το Λείψανο εξετέθη ως έκθεμα, αλλά έμεινε χωρίς εγγραφή -μία προφανής προσπάθεια από τους υπαλλήλους του μουσείου να αποκρυφθή. Ταυτόχρονα, έγιναν απόπειρες να επιδειχθούν ψεύτικα λείψανα του Αγίου στο κοινό, τα όποια δεν ομοίαζαν στην ιστορική του περιγραφή, ως μέρος σχεδίου των Κομμουνιστών να πλήξουν την Εκκλησία, άλλα αυτές οι απόπειρες απέτυχαν. Χάρις σε έναν από τους επιστήμονες, τον Β. Ν. Τόνκοβ, ο όποιος δεν ήταν «στρατευμένος αθεϊστής» όπως οι συνάδελφοι του, το Λείψανο παρέμεινε στην Στρατιωτική Ιατρική Ακαδημία της Αγίας Πετρουπολέως, εξορισμένο στην λήθη. Εκεί έμεινε για περίπου οκτώ δεκαετίες, με αναμονή της στιγμής, κατά την οποία, θεία πρόνοια, θα επέστρεφε στους πιστούς.
Στις 14 Ιουνίου 1997, περί­που έξι χρόνια μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού ολο­κληρωτισμού στην Ρωσία, το τμήμα της θείας Μεταμορφώ­σεως της Μονής του Αγίου Αλεξάνδρου του Σβίρ επεστράφη ολόκληρο στην Εκκλη­σία. Το τμήμα της Αγίας Τριά­δος, το όποιο απέχει ένα τρίτο μιλίου από το έτερο τμήμα, επεστράφη μερικώς στην Εκ­κλησία στις 22 Σεπτεμβρίου 1998.


Ή έρευνα για τον Άγιο Αλέξανδρο άρχισε το 1997, με την ευλογία του Μητροπολίτου της Αγίας Πετρουπολέως Βλαδίμηρου. Τα περισσότερα ντοκουμέντα από την σοβιετική περίοδο είτε εχάθησαν είτε κατεστράφησαν, όμως οι προσευχητικές ερευνητικές προσπάθειες των Αδελφών της Γυναικείας Μονής της Αγίας Σκέπης Τερβενίτσι, υπό την καθοδήγηση του πνευματικού τους Πατρός, του Ηγουμένου Λουκιανού (Κουτσένκο), Προϊσταμένου τώρα της Μονής του Αγίου Αλεξάνδρου Σβίρ, ανταμεί­φθηκαν τελικά. Τον Δεκέμβριο Αυτού του έτους (1997) το Λείψανο του Αγίου ευρέθη! Όταν αυτό εξετάσθηκε, ήταν ακριβώς εφάμιλλο προς την αρχική περιγραφή της πρώτης ανακομιδής του Λειψάνου του 1641. Ήταν το ίδιο αδιάφθορο όσο και πριν από την κατάσχει του. Σύμφωνα με ανθρωπολόγους και εθνολόγους ειδικούς, το Λείψανο άνηκε σε άνδρα της φυλής των Βεπ-μιας πολύ μικρής ομάδος Φινλανδικής καταγωγής, ή οποία κατοικούσε στην περιοχή όπου ο Άγιος Αλέξανδρος γεννήθηκε και όπου αργότερα έκτισε την Μονή του.
Τελικά, μετά την έκτος πάσης αμφιβολίας απόδειξη της ταυτότητος του Αγίου, ο Μητροπολίτης Βλαδίμηρος έδωσε την ευλογία του, ώστε το πλήρες θείας Χάριτος Λείψανο να μεταφερθεί στον Ναό των Αγίων Μαρτύρων Σοφίας, Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης για τέσσερις μήνες, προκειμένου να τεθεί σε δημόσια προσκύνηση προ της επιστροφής του στην Μονή του Αγίου. Πριν από την μεταφορά του Λειψάνου στον Ναό, έτελέσθη μία δέηση στην αίθουσα εξετάσεων της Ιατρικής Ακαδημίας. Προς έκπλησιν και πνευματική άγαλλίασιν των παρόντων, τα χέρια και τα πόδια του Αγίου άρχισαν να αναβλύζουν σταγόνες ευώδους μύρου, σαν ο Άγιος να έλεγε: «Ναι, σάς ακούω· εγώ είμαι»! Αυτή ή έκχυσης Χάριτος συνεχίσθηκε και όταν το Λείψανο μετεφέρθη στον Ναό. Ή ροή του ευώδους μύρου ήταν τόσο ισχυρή, ώστε πετούσαν μέλισσες κοντά στα πόδια του Αγίου.
Κληρικός Αλέξιος Γιάνγκ (τώρα Ιερομόναχος Αμβρόσιος) ήταν στην Αγία Πετρούπολη όταν το Λείψανο ευρέθη. Περιγράφων την εμπειρία της προσκυνήσεώς του, γράφει αυτός ο αμερικανός προσκυνητής: «Με έκπληξη είδα, ότι ο Άγιος δεν ήταν μόνον αδιάφθορος, αλλά το δέρμα του δεν είχε καθόλου σκουρύνει από την πάροδο πέντε περίπου αιώνων ήταν τόσο λευκό όσο κάποιου πού ζει σήμερα. Ασπαζόμενος τα ακάλυπτα πόδια του, μπορούσα να ιδώ τον σχηματισμό του θαυματουργού μύρου, σαν σταγόνες πλουσίου μέλιτος, μεταξύ των δακτύλων».
Εικόνες του Αγίου, οι όποιες ευλογήθηκαν στην λειψανοθήκη, άρχισαν ομοίως να αναδίδουν είτε μύρο είτε εύωδία. Ό Δόκι­μος Αλέξανδρος της Μονής του Αγίου Αλεξάνδρου του Σβίρ στεκόταν συνεχώς στην λειψα­νοθήκη, παρατηρώντας όχι μόνον την ποσότητα του ρέοντος μύρου, άλλα και τις θαυματουργικές θεραπείες, οι όποιες ελάμβαναν χώρα εκεί. θεραπεύθηκαν άνθρωποι με πολλές ασθένειες: παραλυτικοί, καρκινοπαθείς, πάσχοντες από δερματικές παθήσεις ή παθήσεις των οστών και δαιμονισμένοι.Μετά την μεταφορά του Λειψάνου στην Μονή του Αγίου Αλεξάνδρου του Σβίρ τον Νοέμβριο του 1998, οι θεραπείες συνέχισαν να συμβαίνουν ενώπιον του. Ή ροή του μύρου επίσης συνεχίσθηκε απαραμείωτα. Παρατηρήθηκε, ότι αυτό το θαύμα αυξάνει σε ένταση όταν καταφθάνουν στην Μονή ομάδες ανθρώπων, στις όποιες δεν συμπεριλαμβάνονται μόνον πιστοί, άλλα και αμφισβητίες επίσης. Μέχρι και σήμερα ή Μονή καταγράφει τα θαύματα, τα όποια τελούνται στο Λείψανο του Αγίου του Θεού

3) Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ



Το μέγα αυτό θαύμα έγινε ως εξής. Το έτος 1508 σε ηλικία 60 ετών αφ` ότου ο όσιος Αλέξανδρος άρχισε τότε να ασκείται με αγώνες που υπερβαίνουν την ανθρώπινη δύναμη σε πείνα, δίψα και στην αν­τοχή του ψύχους, ελπίζοντας ότι με το πρόσκαιρο αυτό ψύχος του χειμώνα θα αποφύγει τη μέλλουσα αιώνια κόλαση. Οι δαίμονες όμως, βλέποντας να καταπολεμούνται απ' τον Όσιο και καταλα­βαίνοντας ότι επρόκειτο να εξοστρακιστούν απ' αυτόν, προσπάθη­σαν απ' την αρχή να τον τρομοκρατήσουν. Εμφανίζονταν άλλοτε μεν σαν θηρία και άλλοτε σαν φίδια πού έτρεχαν κατεπάνω του με συριγμούς και θηριώδη αγριότητα και του προκαλούσαν πολλούς άλλους πειρασμούς.

Μια νύχτα ό όσιος Αλέξανδρος πήγαινε προς το μοναχικό ερημητήριο του οπού συνήθιζε να προσεύχεται μόνος του, όταν ξα­φνικά εμφανίστηκε μπροστά του ένα αναρίθμητο πλήθος δαιμόνων, σαν νάταν στρατός πολύς, και άρχισαν να πηδούν κατεπάνω του με μανία, να τρίζουν τα δόντια τους, ενώ απ' το στόμα τους φαινόταν έβγαινε μια μεγάλη φλόγα και με λύσσα να του φωνάζουν:
Φύγε, φύγε απ' αυτόν τον τόπο, αναχώρησε γρήγορα απ' εδώ, για να μην πεθάνεις με θάνατο κακό. 
Ό Όσιος όμως, σαν καλός μαχητής του Ιησού Χριστού οπλι­σμένος με προσευχή, δεν τρομοκρατήθηκε καθόλου απ' αυτούς, γιατί γνώριζε την ασθενική δύναμη τους. Και ή προσευχή ,του έβγαινε από το στόμα του σαν πύρινη φλόγα και κατέκαψε και αφάνισε όλες τις ανίσχυρες λεγεώνες των δαιμόνων.
Ό όσιος Αλέξανδρος συνέχισε τότε το δρόμο του και ήρθε στο μοναχικό ερημητήριο του όπου έκανε τις συνηθισμένες προσευχές του στο Θεό, οπότε ξαφνικά ένας άγγελος με λαμπρά ενδύματα παρουσιάστηκε μπροστά του. Βλέποντας τον ό Όσιος αισθάνθηκε φόβο και τρόμο και πέφτοντας στο έδαφος έμεινε εκεί σαν νεκρός. Ό άγγελος τον έπιασε από το χέρι και του είπε:
Είμαι άγγελος Κυρίου και ό Θεός με έστειλε να σε διαφυλάξω απ` όλες τις απάτες του πονηρού διαβόλου και να σου υπενθυμίσω τα θεια οράματα πού είχες δει σ' αυτόν τον τόπο πού έχεις εγκατα­σταθεί- γιατί οι εντολές Του πρέπει να εκτελεστούν- ό Κύριος σε εξέλεξε να γίνεις οδηγός σε πολλούς για τη σωτηρία τους. Σού δη­λώνω ότι το θέλημα του Θεού είναι να χτίσεις σ' αυτόν τον τόπο μια εκκλησία στο όνομα της Αγίας Τριάδος, να συγκεντρώσεις αδελ­φούς και να ιδρύσεις μοναστήρι.



Κι αφού είπε αυτά ό άγγελος έγινε άφαντος.
Ό όσιος Αλέξανδρος όμως αγαπούσε την ησυχία και ήθελε να ζήσει σ' αύτη όλες τις μέρες της ζωής του- γι' αυτό προσευχόταν όλο και περισσότερο στο Θεό να τον ελευθερώσει από κάθε απάτη του εχθρού. Κάποτε πού είχε απομακρυνθεί απ' την καλύβα του και όπως το συνήθιζε προσευχόταν μερικές ώρες συνέχεια, ξαφνικά εμ­φανίστηκε πάλι ό άγγελος Κυρίου και του είπε:
-Αλέξανδρε, όπως σου είπα την προηγούμενη φορά, φτιάξε μια εκκλησία, συγκέντρωσε αδελφούς και ίδρυσε μοναστήρι, γιατί πολ­λοί πού επιζητούν να σωθούν θα έρθουν σε σένα και πρέπει να τους οδηγήσεις «εις οδόν σωτηρίας».
Και λέγοντας αυτά ό άγγελος έγινε και πάλι άφαντος. 
Κατά το 1508 πάλι, πού ό Όσιος συμπλήρωνε τον 23ο χρόνο σ' αυτή την έρημο κι ενώ ήταν στο ερημικό κελί του μια νύχτα και κατά τη συνήθεια του προσευχόταν, ξαφνικά στο σημείο πού βρι­σκόταν έλαμψε ένα μεγάλο φως. Ό Όσιος ξαφνιάστηκε και σκέφ­τηκε: «Τι να σημαίνει αυτό;» Και αμέσως είδε τρεις ανθρώπους να έρχονται προς αυτόν ντυμένοι με λαμπρά, λευκά ενδύματα. Ήταν ωραιότατοι και αγνοί, λάμποντας περισσότερο απ' τον ήλιο και αστράφτοντας με μια ανέκφραστη ουράνια δόξα.. Καθένας τους κρατούσε στο χέρι κι ένα σκήπτρο. Όταν τους είδε ό Όσιος έτρεμε ολόκληρος, γιατί τον κατέλαβε φόβος και τρόμος Και μόλις συν­ήλθε λίγο προσπάθησε να τους προσκυνήσει μέχρι το έδαφος. Εκείνοι όμως τον έπιασαν απ' το χέρι, τον σήκωσαν και του είπαν:
Έχε ελπίδα, μακάριε, και μη φοβάσαι.
Και ό Άγιος είπε:
-Κύριοι μου, εάν βρήκα κάποια χάρη ενώπιον σας, πέστε μου ποιοι είστε πού, ενώ έχετε τόση δόξα και λαμπρότητα, καταδεχθήκατε να έρθετε προς το δούλο σας, γιατί ποτέ μου δεν είδα κανένα με τέτοια δόξα όπως εσείς.
Εκείνοι του απάντησαν:
-Μη φοβάσαι, άνθρωπε θείων επιθυμιών, γιατί το Άγιο Πνεύμα ευαρεστήθηκε να κατοικήσει σε σένα για την αγνότητα της καρδιάς σου και όπως σου προείπα πολλές φορές έτσι και τώρα σου λέω ότι πρέπει να φτιάξεις εκκλησία, να συγκεντρώσεις αδελφούς και να δημιουργήσεις μοναστήρι, γιατί με σένα ευδόκησα να σώσω πολλές ψυχές και να τους φέρω στην επίγνωση της αλήθειας.
Ακούγοντας αυτά ό Όσιος γονάτισε και πλημμυρισμένος από δάκρυα είπε:
- Κύριε μου, ποιος είμαι εγώ ό αμαρτωλός, ό χειρότερος απ' όλους τους ανθρώπους, πού θα ήμουν άξιος ν' αναλάβω τέτοιες ευ­θύνες, σαν κι αυτές για τις οποίες μου μίλησες; Είμαι αδύνατος για ν' αποδεχτώ τέτοια αποστολή. Γιατί εγώ ό ανάξιος δεν ήρθα σ' αυτόν τον τόπο για να κάνω αυτά πού με προστάζεις, αλλά μάλλον για να κλάψω τις αμαρτίες μου.
Μόλις είπε αυτά ό Όσιος κειτόταν κάτω στο έδαφος και ό Κύ­ριος τον έπιασε πάλι απ' το χέρι, τον σήκωσε και του είπε:
-Σήκω όρθιος, πάρε θάρρος και δύναμη και κάνε όλα όσα σε πρόσταξα.
Ό Όσιος απάντησε:
- Κύριε μου, μη θυμώνεις μαζί μου πού τόλμησα να σου αντιμιλήσω- πες μου, σε τίνος το όνομα θέλεις να τιμάται ή εκκλησία πού ή αγάπη Σου για το ανθρώπινο γένος θέλει να χτιστεί σ' αυτόν τον τόπο;
Και ό Κύριος είπε στον Όσιο:
Όπως βλέπεις τον ένα να σου μιλάει με τρία πρόσωπα, φτιάξε την εκκλησία στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της Αγίας Τριάδος «εν μια τη ουσία». Σου αφήνω την ειρήνη Μου και ή ειρήνη Μου πού σου χαρίζω θα είναι μαζί σου. 
Και ξαφνικά ό Όσιος είδε τον Κύριο με απλωμένα φτερά να βαδίζει στο έδαφος, σαν να περπατούσε με τα πόδια, και μετά έγινε άφαντος.
Ό όσιος Αλέξανδρος ήταν συνεπαρμένος από πολλή χαρά και φόβο και ευχαρίστησε θερμά γι' αυτό το Θεό, πού τόσο αγαπάει το ανθρώπινο γένος. Μετά άρχισε να σκέπτεται πώς και πού θα χτίσει την εκκλησία. Αφού σκέφτηκε πολύ και προσευχήθηκε γι' αυτό στο Θεό, άκουσε ξαφνικά μια μέρα μια φωνή να του μιλάει από ψηλά. Κοιτάζοντας προς τα πάνω ό Όσιος είδε έναν άγγελο του Θεού πού φορούσε μανδύα και κουκούλια να στέκεται στον αέρα με απλωμένα φτερά και με τον ίδιο τρόπο πού άλλοτε εμφανίστηκε στο μεγάλο Παχώμιο, με τα χέρια του τεντωμένα προς τον ουρανό να λέει: «Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός, Αμήν». Και μετά είπε στον Όσιο:
- Αλέξανδρε, ας χτιστεί ή εκκλησία σ' αυτόν τον τόπο στο όνομα του Κυρίου πού εμφανίστηκε σε σένα με τρία πρόσωπα, του Πατρός και του Υιού και του Άγιου Πνεύματος, της αδιαιρέτου Τριάδος.
Και λέγοντας αυτά σημείωσε στον τόπο εκείνο το σημείο του σταυρού με το χέρι του και έγινε άφαντος. Ό Όσιος ευφράνθηκε πολύ με το όραμα αυτό, δοξολόγησε το Θεό πού δεν παρείδε τη δέηση του και στο σημείο αυτό τοποθέτησε ένα σταυρό.


4) ΜΙΚΡΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ

Η Ιερά Μονή του Αγ.Αλεξάνδρου του Σβιρ βρίσκεται 260 χιλιόμετρα από την Αγ.Πετρούπολη και 21 χιλιόμετρα από την περιοχή Lodeynoye.Το μοναστήρι ιδρύθηκε από τον Αγ.Αλέξανδρο στα τέλη του 15ου αιώνα στο παρθένο δάσος του Olonets κοντά στη γραφική λίμνη Roshinsky και γρήγορα έγινε γνωστό, συρρέοντας πλήθος κόσμου ενώ και η μοναστική αδελφότητα γρήγορα έγινε μεγάλη.


Στη μονή υπάρχουν η πέτρινη εκκλησία της Αγίας Σκέπης,δωρεά του τσάρου Βασιλείου,ο καθεδρικός ναός της Μεταμορφώσεως του Χριστού όπου βρέθηκε το άφθαρτο λείψανο του Αγ.Αλεξάνδρου,o ναός της Αγίας Τριάδος χτίστηκε το 1791,αντικαθιστώντας έναν παλαιότερο ξύλινο ναό τον οποίο είχε κτισεί ο ιδρυτής της μονής.Το 1685 ανηγέρθη ο ναός των αγίων Ζαχαρίου και Ελισάβετ,ενώ εκεί υπάρχει και ο ναός του Αγ.Ιωάννη του Δαμασκηνού.
Για την κατασκευή των ναων και των κτιρίων βοήθησαν αυτοκράτορες,δούκες,βασιλείς,βογιάροι και ευγενεις .


Η μονή γνώρισε εισβολές εχθρών,λεηλασίες,πυρκαγιές,αλλά και αυστηρή μοναχική ζωή.Ηταν ένα από τα πλούσια μοναστήρια,με ανεκτίμητους θυσαυρούς γι’αυτό και το 1918 ήταν ένα από τα πρώτα μοναστήρια του οποίου η περιουσία κατασχέθηκε από τους μπολσεβίκους.Τότε εκτελέστηκαν και πολλοί μοναχοί της μονής μαζί με τον ηγούμενο,ενώ η μονή μετατράπηκε σε φυλακές ,οίκο αναπήρων πολέμου,τεχνική σχολή ,στρατόπεδο,ενώ ένα μέρος της μονής μετατράπηκε σε ψυχιατρικό άσυλο το οποίο λειτουργεί και σήμερα.
Το 1997 η νέα αδελφότητα χρειάστηκε να εργαστεί σκληρά για να αναστηλωθεί η μονή ενώ το 1998-μετά από 80 χρόνια- επέστρεψε στη μονη το λείψανο του ιδρυτή της μονής Αγ.Αλεξάνδρου,το οποίο είχαν παρατημένο σε μια γωνιά της στρατιωτικής ακαδημίας της Αγ.Πετρούπολης οι μπολσεβίκοι

πηγές-κεφ.1-www.lumeacredintei.ro
κεφ.2-www.ahdoni.blogspot.com
κεφ.3-www.apantaorthodoxias.blogspot.com
κεφ.4-www.svirskoe.ru






Τρία ἐνδεικτικὰ σύγχρονα Θαύματα τοῦ ῾Αγίου ᾿Αλεξάνδρου τοῦ Σβὶρ ΕΔΩ