† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Παρασκευή 20 Αυγούστου 2021

Ἅγιος Νεομάρτυρας Τριαντάφυλλος ἐκ Ζαγορᾶς τοῦ Πηλίου (8 Αὐγούστου)




Μία μεγάλη πλειάδα Νεομαρτύρων ἦταν νεαρὰ παιδιά, ἀγόρια καὶ κορίτσια, τὰ ὁποῖα, παρὰ τὸ ἄγουρο τῆς ἡλικίας τους, ἐνέταξαν τὴν ἑδραία πίστη τους στὸν ἀληθινὸ Τριαδικὸ Θεό, ἀπέναντι στοὺς ἀλλόθρησκους Ὀθωμανοὺς τυράννους, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νὰ τοὺς ἐξισλαμίσουν καὶ αὐτόματα νὰ χάσουν καὶ τὴν ἑλληνική τους συνείδηση. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρξε καὶ ὀ άγιος Νεομάρτυρας Τριαντάφυλλος.

Γεννήθηκε στά 1663 στήν Ζαγορὰ τοῦ Πηλίου, στὰ μαῦρα χρόνια, ποὺ Τὸ Γένος μας καὶ ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι λαοὶ τῶν Βαλκανίων ζοῦσαν κάτω ἀπὸ μία, ἀπὸ τῆς πιὸ τυραννικὲς περιόδους τῆς ἱστορίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν ἄνθρωποι ἁπλοὶ καὶ φτωχοί, ἀλλὰ θεοσεβούμενοι, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀνάθρεψαν μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Στάλαξαν στὴν παιδική του ψυχὴ τὴν πίστη στὸν μόνο ἀληθινὸ Τριαδικὸ Θεό, τὸν Ὁποῖο μᾶς γνώρισε ὁ ἐνανθρωπίσας Υἱὸς καὶ Λόγος Του, Ἰησοῦς Χριστός. Νὰ ἔχει προσήλωση στὴν ἁγία Ἐκκλησία Του, τὸ ἀσφαλὲς καταφύγιο κάθε ψυχῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ὁδηγοῦσαν συχνὰ στὴν ἐκκλησία. Καὶ ἐκεῖνος ἔτρεχε μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση γιὰ νὰ βοηθᾶ τὸν ἱερέα καὶ τὸν ψάλτη τοῦ χωριοῦ. Ἔμαθε νὰ ἀγαπᾶ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς ἁγίους, νὰ τοὺς θεωρεῖ φίλους του, νὰ κουβεντιάζει ὧρες ὁλόκληρες μαζί τους. Ἰδιαίτερα σέβονταν καὶ ἀγαποῦσε τὴν Παναγία μας καὶ τὸν ἅγιο Γεώργιο, ὁ ὁποῖος...
εἶχε ὑποφέρει καὶ εἶχε πεθάνει ἡρωικὰ γιὰ τὴν πίστη του στὸ Χριστό.

Ἐνωρὶς εἶχε χάσει τοὺς ἀγαπημένους του γονεῖς, μένοντας ὀρφανός. Ἡ ἀκράδαντη πίστη του στὸ Θεὸ τὸν στήριξε στὴ δύσκολη ἐκείνη περίοδο τῆς ζωῆς του. Γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐπιβιώσει ἀναζήτησε ἐργασία ὡς ναυτικός. Πράγματι ἕνας καραβοκύρης τὸν πῆρε τὴ δούλεψή του. Τὸν ἔκαμε ναύτη στὸ ἐμπορικό του καράβι, τὸ ὁποῖο ταξίδευε στὸ βόρειο Αἰγαῖο, μεταφέροντας ἐμπορεύματα. Ὁ νεαρὸς Τριαντάφυλλος τὸν εὐχαρίστησε καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε πὼς δὲν θὰ μετανιώσει ποτέ, ποὺ τὸν προσέλαβε στὸ πλοῖο του, δείχνοντας ἀσυνήθιστη εὐσυνειδησία, τιμιότητα, ἐργατικότητα καὶ καλοσύνη. Ὅμως οἱ ἄλλοι ναῦτες, ἄνθρωποι σκληροὶ καὶ ἄπονοι, συμπεριφέρονταν βάναυσα  στὸν νεαρὸ Τριαντάφυλλο, τὸν ὁποῖο λοιδοροῦσαν καὶ περιέπαιζαν. Ἀνάμεσά τους ὑπῆρχαν καὶ τοῦρκοι, οἱ ὁποῖοι τὸν περιγελοῦσαν γιὰ τὴν θεοσέβειά του, βλέποντάς τον νὰ προσεύχεται συχνὰ καὶ νὰ μιλᾶ γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς ἁγίους. Ἐκεῖνος τοὺς ἀπέκρουε μὲ εὐγένεια καὶ ἀνεξικακία καὶ συνέχιζε νὰ προσεύχεται μὲ θέρμη καὶ πίστη στὸ Θεό. Νὰ ἐναποθέτει τὶς ἐλπίδες του σ’ Αὐτόν. Νὰ προσεύχεται καὶ γι’ αὐτούς, διότι ἤξερε ὅτι ἦταν θύματα τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος τοὺς ἔβαζε γιὰ νὰ τὸν πειράξουν καὶ νὰ τὸν ἀποσπάσουν ἀπὸ τὴν εὐσέβειά του.

Ὁ καιρὸς περνοῦσε καὶ ὁ ναύκληρος Τριαντάφυλλος κέρδιζε ὅλο καὶ περισσότερο τὴ συμπάθεια τῶν συναδέλφων του χριστιανῶν ναυτικῶν. Ὄχι ὅμως τῶν μουσουλμάνων, οἱ ὁποῖοι τὸν μισοῦσαν θανάσιμα καὶ ἀποζητοῦσαν εὐκαιρία νὰ τὸν ἐκδικηθοῦν. Ἡ εὐκαιρία τοὺς δόθηκε σὲ ἕνα ταξίδι τοῦ πλοίου στην Κωνσταντινούπολη. Μετὰ τὸ ἀγκυροβόλι, μία παρέα ἀπὸ τοὺς μουσουλμάνους ναῦτες, προκάλεσαν διαμάχη μὲ τὸν Τριαντάφυλλο, μὲ σκοπὸ νὰ τὸν παγιδέψουν. Μηχανεύτηκαν φρικτὴ συκοφαντία, ὅτι δῆθεν τοὺς εἶχε ἐκμυστηρευτεῖ ὅτι σκόπευε νὰ ἀλλαξοπιστήσει καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὸ Ἰσλὰμ καὶ κατόπιν ἄλλαξε γνώμη.

Μὲ τὴν εὐκαιρία θέλουμε νὰ τονίσουμε πὼς ὁ πιὸ συνηθισμένος τρόπος ἐκδίκησης τῶν τούρκων κατὰ τῶν Ἑλλήνων ἦταν ἡ συκοφαντία τῆς δῆθεν ἐκδήλωσης πρόθεσης ἐξισλαμισμοῦ. Αὐτὸ γιὰ την σαρία, δηλαδὴ τὸν ἰσλαμικὸ νόμο, ἀποτελεῖ σοβαρότατο παράπτωμα, τὸ ὁποῖο ἰσοδυναμεῖ, ἢ τὸν ἀκούσιο ἐξισλαμισμὸ τοῦ κατηγορουμένου, ἢ τὴν θανάτωσή του! Μὲ αὐτὴν τὴν συκοφαντία βρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο πλῆθος Νεομαρτύρων.

Πῆγαν λοιπὸν οἱ ἀπαίσιοι ἐκεῖνοι συκοφάντες στὸν ἐπίτροπο τοῦ Σουλτάνου γιὰ θρησκευτικὰ θέματα, τὸν διαβόητο Μουσταφα, στὸν ὁποῖο τὸν κατήγγειλαν ὡς ἀρνητὴ τοῦ Ἰσλάμ, προσθέτοντας ἐπίσης καὶ τὴν κατηγορία ὅτι δῆθεν εἶχε προσβάλει τὴν θρησκεία τους καὶ τόν Μωάμεθ. Ἁπλὴ ἄλλωστε ἄρνηση ἐξισλαμισμοῦ σήμαινε ὕβρη κατὰ τοῦ Ἰσλάμ. Σὲ λίγη ὥρα κατέφθασε ἀπόσπασμα ἀγρίων στρατιωτῶν, οἱ ὁποῖοι συνέλαβαν, ἔδεσαν πισθάγκωνα τὸν Τριαντάφυλλο καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν τοῦρκο διοικητὴ τῆς πόλεως γιὰ νὰ ἀπολογηθεῖ. Ὁ ἀνακριτὴς πασὰς μεταχειρίστηκε ἀρχικὰ κολακεῖες καὶ ταξίματα, προκειμένου νὰ τὸν δελεάσει καὶ νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Τὸ ἐπαίνεσε γιὰ τὰ νιάτα του καὶ τὴ λεβεντιά του καὶ τοῦ ἔταξε πλούτη, τιμὲς καὶ ἀξιώματα ἂν ἀπαρνιόταν τὴν πίστη του καὶ ἀσπάζονταν τὸ Ἰσλάμ. Ἐκεῖνος ὅμως μὲ ἀσυνήθιστο θάρρος ἀρνήθηκε καὶ ὁμολόγησε: «Τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ Σωτήρα μου Ἰησοῦ Χριστὸ δὲ θὰ δεχτῶ ποτὲ νὰ ἀπαρνηθῶ»!

Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν θαρραλέα ὁμολογία του, ὁ ἀνακριτὴς ἄρχισε τὶς φοβέρες καὶ τὶς προειδοποιήσεις πώς, γιὰ νὰ γλυτώσει τὶς τιμωρίες καὶ τὸ θάνατο, ἔπρεπε νὰ ἐξισλαμισθεῖ. Ἐκεῖνος ὅμως ἔμεινε ἀμετακίνητος στὴν πίστη του καὶ φώναζε δυνατά: «εἶμαι Χριστιανὸς καὶ Χριστιανὸς θέλω νὰ πεθάνω»! Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ ἔδωσε διαταγὴ νὰ ἀρχίσουν τὰ βασανιστήρια, εὐελπιστώντας ὅτι τὸ νεαρὸ παιδὶ θὰ λύγιζε, μπροστὰ στὰ μαρτύρια καὶ θὰ ἀλλαξοπιστοῦσε. Τὸν παρέδωσε σὲ ἄξεστους, ἄγριους καὶ ἀπάνθρωπους βασανιστές, οἱ ὁποῖοι τὸν μαστίγωσαν ἀνελέητα καὶ τὸν βασάνισαν φρικτά. Ἀλλὰ ὁ Μάρτυρας ἔμεινε ἑδραῖος, παρ’ ὅλους τούς ἀφόρητους πόνους του.

Ὅταν εἶδαν ὅτι δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν μεταπείσουν, ἀποφάσισαν νὰ τὸν θανατώσουν. Τὸν ὁδήγησαν στὸν ἱππόδρομο τῆς Κωνσταντινούπολης, ὅπου χιλιάδες Χριστιανοὶ ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιὰ τὴν πίστη τους στὸ Χριστό. Ἤθελαν νὰ παρακολουθήσει ὁ ὄχλος τὴν ἐκτέλεση γιὰ παραδειγματισμό. Νὰ σπείρουν τὸ φόβο στοὺς ὑπόδουλους Χριστιανούς, ὥστε νὰ μὴν διανοοῦνται νὰ σηκώσουν κεφάλι. Ὁ δήμιος πλησίασε τὸν μόλις δεκαεπτάχρονο Μάρτυρα καὶ τοῦ ἔκοψε τὸ κεφάλι. Ἤταν 8 Αὐγούστου τοῦ 1680.  Τὸ νεαρὸ αὐτὸ βλαστάρι, ἕνα ἀπὸ τὰ εὔοσμα ἄνθη τοῦ μυστικοῦ λειμώνα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἅγιος Τριαντάφυλλος, ἀντάλλαξε τὰ πλούτη καὶ τὶς δόξες τῆς ἐπίγειας πρόσκαιρης ζωῆς μὲ τὴν αἰώνια καὶ ἀτελεύτητη ζωή. 

Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στις 8 Αὐγούστου, τὴν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του.     


Τοῦ Λάμπρου Κ. Σκόντζου, 
Θεολόγου  – Καθηγητοῦ


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείας πίστεως, ἔχων τὴν χάριν, χαίρων ἤθλησας, ἀνδρειοφρόνως, Νεομάρτυς Χριστοῦ Τριαντάφυλλε· ὅθεν ὡς ῥόδον εὐφραίνεις ἡδύπνευστον, τὴν Ἐκκλησίαν τῇ θείᾳ ἀθλήσει σου. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ἀθλητὴς ἀήττητος τῆς εὐσεβείας, ἀνεδείχθης Ἅγιε, καταβαλὼν τὸν δυσμενῆ· ὅθεν Χριστὸς Τριαντάφυλλε, μαρτυρικῇ σε ἐδόξασε χάριτι.

Μεγαλυνάριον

Χαίροις ὁ ἀθλήσας ὑπὲρ Χριστοῦ, προθύμῳ καρδίᾳ, Τριαντάφυλλε Ἀθλητά· χαίροις Ζαγοραίων, ἀγλάϊσμα καὶ κλέος, οὓς φύλαττε καὶ φρούρει ταῖς ἱκεσίαις σου. 

 

Τετάρτη 18 Αυγούστου 2021

Η ΑΓΙΑ ΝΕΦΕΛΗ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΘΑΒΩΡ (Φώτο - Βίντεο)

 agianefelithavor

Κατά την τέλεση της Μεγάλης Εορτής της Μεταμορφώσεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, που γίνεται κάθε χρόνο στις 6 Αυγούστου με το (παλαιό) Πάτριο Εορτολόγιο (19/8  ν. ημ.) στην Ιερά Μονή του Θαβωρίου Όρους της Γαλιλαίας, συμβαίνει ένα θαυμαστό γεγονός κατά το οποίο καλύπτεται και επισκιάζεται το Θαβώριο Όρος από μια φωτεινή Νεφέλη. Το φαινόμενο αυτό είναι ορατό και διαβεβαιώνεται από πλήθη πιστών Ορθοδόξων προσκυνητών οι οποίοι μετά την ολονύκτια αγρυπνία και το πέρας της Θείας Λειτουργίας, βγαίνουν στον περίβολο της αυλής προσευχόμενοι ψάλλοντας ύμνους...

 Και ενώ ο καιρός είναι αίθριος, έρχεται στις 4 η ώρα το πρωί μια φωτεινή Νεφέλη που συνεχώς πυκνώνει, καλύπτοντας το Θαβώριο Όρος και την Ιερά Μονή, λάμποντας ολοένα και περισσότερο, εκπέμποντας ένα Θείο Φως που έχει ευωδιάζον ερυθροκυανόλευκο χρώμα!!! Όλα αυτά συμβαίνουν μπροστά στους έκπληκτους προσκυνητές που συγκινημένοι δέονται καθώς η Αγία Νεφέλη καταλάμπουσα από το Θείο Φως, βεβαιεί την Παρουσία του Θεού κινούμενη, καλύπτοντας και φωτίζοντας τους πάντες και τα πάντα ως μεγίστη Ευλογία και Αγιασμό.
Εν συνεχεία και ενώ συνεχίζονται οι δεήσεις και οι δοξολογίες, η Αγία Νεφέλη σταδιακά απομακρύνεται αποσυρόμενη από το Θαβώριο Όρος, δίδοντας όπως και το Άγιο Φως της Αναστάσεως που βγαίνει από τον Πανάγιο Τάφο, μια αδιαμφισβήτητη πιστοποίηση και χαρά για την Αλήθεια της Ορθοδόξου πίστεως.

Αποτέλεσμα εικόνας για Η ΑΓΙΑ ΝΕΦΕΛΗ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΘΑΒΩΡ





Τα βίντεο:



Ομιλά Εις Τη Θεία Μεταμόρφωση Του Κυρίου Και Θεού Και Σωτήρος Ημών Ιησού Χριστού – Αγίου Γρηγορίου Του Παλαμά

 Σχετική εικόνα


Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας προεῖπε γιὰ τὸ εὐαγγέλιο ὅτι «λόγο συντετμημένο θὰ δώσει ὁ Κύριος ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἡσ. 10, 25). Συντετμημένος λόγος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ μέσα σὲ λίγες λέξεις περικλείει πλούσιο νόημα. Ἂς ἐπανεξετάσουμε λοιπὸν σήμερα ὅσα ἔχουμε ἐκθέσει κι ἂς προσθέσουμε ὅσα ὑπολείπονται, γιὰ νὰ ἐμφορηθοῦμε ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὰ ἐναποκείμενα ἄφθαρτα νοήματα καὶ ὁλόκληροι νὰ καταληφθοῦμε ἀπὸ τὰ θεῖα.|

 «Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ τοὺς ἀνεβάζει σὲ ὄρος ὑψηλὸ κατ᾽ ἰδίαν. Ἐκεῖ μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος» (Ματθ. 17, 1). Ἰδοὺ τώρα εἶναι καιρὸς εὐπρόσδεκτος, σήμερα ἡμέρα σωτηρίας, ἀδελφοί, ἡμέρα θεία, νέα καὶ ἀΐδιος, ποὺ δὲν μετρεῖται μὲ διαστήματα, δὲν αὐξομειώνεται, δὲν διακόπτεται ἀπὸ νύκτα. Διότι εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Ἥλιου τῆς δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος δὲν ὑφίσταται ἀλλοίωση ἢ σκιὰ ἕνεκα μετατροπῆς» (Ἰακ. 1, 7). Αὐτός, ἀφ᾽ ὅτου φιλανθρώπως ἔλαμψε σὲ μᾶς μὲ εὐδοκία τοῦ Πατρὸς καὶ συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μᾶς ἐξήγαγε ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ θαυμαστό του φῶς, συνεχίζει γιὰ πάντα νὰ λάμπει πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας ὡς ἄδυτος ἥλιος.
 Ἐπειδή, λοιπόν, εἶναι δικαιοσύνης καὶ ἀλήθειας ἥλιος, δὲν ἀνέχεται νὰ φέγγει καὶ νὰ γνωρίζεται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ μετέρχονται τὸ ψεῦδος ἢ ὑψώνουν τὴν ἀδικία μὲ λόγια ἢ τὴν ἐπιδεικνύουν μὲ ἔργα. Ἀλλὰ ἐμφανίζεται καὶ γίνεται πιστευτὸς ἀπὸ τοὺς ἐργάτες τῆς δικαιοσύνης καὶ τοὺς ἐραστὲς τῆς ἀλήθειας καὶ αὐτοὺς εὐφραίνει μὲ τὶς λάμψεις Του. Αὐτὸ εἶναι ποὺ λέει ἡ Γραφὴ «Φῶς ἀνέτειλε γιὰ τὸν δίκαιο καὶ ἡ σύζυγός του εὐφροσύνη» (Ψαλμ. 96, 12). Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ψαλμωδὸς προφήτης ἄδει πρὸς τὸν Θεό: «Τὸ Θαβὼρ καὶ ὁ Ἑρμὼν θὰ ἀγαλλιάσουν στὸ ὄνομά σου» (Ψαλμ. 88, 12), προαναγγέλλοντας τὴν εὐφροσύνη ποὺ προκλήθηκε ἀργότερα στὸ ὄρος ἀπὸ τὴν ἔλλαμψη ἐκείνη σ᾽ αὐτοὺς ποὺ τὴν εἶδαν.
 Ὁ δὲ Ἡσαΐας λέει: «λύσε κάθε δεσμὸ ἀδικίας, διάλυσε τοὺς κόμπους βιαίων συνθηκῶν, κάθε ἄδικη συμφωνία ἀναίρεσε» (Ἠσ. 58, 6). Καὶ κατόπιν: «Τότε θὰ ξεχυθεῖ σὰν τὴν αὐγὴ τὸ φῶς σου καὶ τὰ ἰάματά σου γρήγορα θὰ ἀνατείλουν, θὰ πορεύεται ἐνώπιόν σου ἡ δικαιοσύνη σου καὶ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ θὰ σὲ προστατεύει» (Ἠσ. 58, 8). Καὶ πάλι, «ἐὰν ἀφαιρέσεις ἀπὸ σένα δεσμὸ καὶ χειρονομία καταδικαστικὴ καὶ κακολογία, καὶ δώσεις στὸν πεινασμένο ἄρτο μὲ τὴν ψυχή σου καὶ χορτάσεις ψυχὴ ταπεινωμένη, τότε θὰ ἀνατείλει μέσα ἀπὸ τὸ σκοτάδι τὸ φῶς σου καὶ τὸ σκοτάδι σου θὰ γίνει σὰν μεσημέρι» (Ἠσ. 58, 9). Πράγματι, τοὺς καθιστᾶ κι αὐτοὺς ἄλλους ἥλιους, πάνω στοὺς ὁποίους ὁ ἥλιος αὐτὸς θὰ λάμψει ἀπλέτως· «διότι θὰ λάμψουν καὶ οἱ δίκαιοι ὅπως ὁ ἥλιος στὴν βασιλεία τοῦ Πατρός τους» (Ματθ. 13, 43).
 Ἂς ἀποβάλλουμε λοιπόν, ἀδελφοί, τὰ ἔργα τοῦ σκότους, κι ἂς ἐργαζόμαστε τὰ ἔργα τοῦ φωτός, ὥστε ὄχι μόνο νὰ βαδίσουμε εὐσχημόνως σὰν σὲ τέτοια ἡμέρα, ἀλλὰ καὶ ἡμέρας υἱοὶ νὰ γίνουμε. Καὶ ἂς ἀνεβοῦμε στὸ ὄρος, ὅπου ὁ Χριστὸς ἔλαμψε, γιὰ νὰ δοῦμε τί συνέβη ἐκεῖ. Ἢ μᾶλλον, ἐὰν εἴμαστε ὅπως πρέπει καὶ ἔχουμε γίνει ἄξιοι τέτοιας ἡμέρας, ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ θὰ μᾶς ἀνεβάσει στὸν κατάλληλο καιρό. Τώρα ὅμως, παρακαλῶ, ἐντείνετε καὶ ἀνυψῶστε τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς διάνοιας πρὸς τὸ φῶς τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἕως ὅτου μεταμορφωθεῖτε μὲ τὴν ἀνακαίνιση τοῦ νοῦ σας καὶ ἔτσι ἀποκτώντας τὴν θεία αἴγλη ἀπὸ ψηλά, νὰ γίνετε σύμμορφοι μὲ τὸ ὁμοίωμα τῆς δόξας τοῦ Κυρίου (Φιλ. 3, 21), τοῦ ὁποίου τὸ πρόσωπο ἐπάνω στὸ ὄρος ἔλαμψε σήμερα σὰν τὸν ἥλιο.
 Τί σημαίνει «σὰν τὸν ἥλιο;» Κάποτε τὸ ἡλιακὸ φῶς δὲν ὑπῆρχε σὰν σὲ σκεῦος στὸν δίσκο τοῦτο. Τὸ μὲν φῶς εἶναι πρωτογεννημένο, τὸν δὲ δίσκο τὴν τετάρτη ἡμέρα δημιούργησε ὁ Κτίστης τῶν πάντων, ἀνάβοντας σ᾽ αὐτὸν τὸ φῶς καὶ κάμνοντάς τον ἄστρο ποὺ φέρνει τὴν ἡμέρα καὶ συγχρόνως φαίνεται τὴν ἡμέρα. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ τὸ φῶς τῆς θεότητας κάποτε δὲν βρισκόταν σὰν σὲ σκεῦος στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνο μὲν εἶναι πρὶν ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ δίχως ἀρχή. Τοῦτο δὲ τὸ πρόσλημμα, τὸ ὁποῖο ἔλαβε ἀπὸ μᾶς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, δημιουργήθηκε γιὰ χάρη μας στοὺς ὕστερους χρόνους, λαμβάνοντας ἐντός του τὸ πλήρωμα τῆς θεότητας. Ἔτσι ἐμφανίσθηκε φωστήρας θεοποιὸς καὶ συνάμα θεοφεγγής. Ἔτσι ἔλαμψε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὅπως ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκὰ ὅπως τὸ φῶς. Ὁ δὲ Μᾶρκος λέει «στιλπνὰ καὶ λευκὰ πολὺ σὰν χιόνι, τέτοια ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ λευκάνει γναφέας ἐπὶ τῆς γῆς» (Μαρκ. 9, 3).
 Λαμπρύνθηκε, λοιπόν, μὲ τὸ ἴδιο φῶς καὶ τὸ προσκυνητὸ ἐκεῖνο σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ ἱμάτια, ἀλλ᾽ ὄχι ἐξίσου. Διότι τὸ μὲν πρόσωπό Του σὰν τὸν ἥλιο ἔλαμψε, τὰ δὲ ἱμάτια, ἐφόσον ἄγγιζαν τὸ σῶμα Του, ἔγιναν φωτεινά. Καὶ ἔδειξε μὲ αὐτὸ ποιές εἶναι οἱ στολὲς τῆς δόξας, ποὺ θὰ ἐνδυθοῦν κατὰ τὸν μέλλοντα αἰῶνα ὅσοι πλησίασαν τὸν Θεό, καὶ ποιά εἶναι τὰ ἐνδύματα τῆς ἀναμαρτησίας, τὰ ὁποῖα ὅταν ἀπέβαλε ὁ Ἀδὰμ λόγῳ τῆς παραβάσεως, φαινόταν γυμνὸς καὶ αἰσθανόταν ντροπή. Ὁ μὲν θεῖος Λουκᾶς λέει: «Ἔγινε ἡ μορφή Του διαφορετικὴ καὶ ἡ ἐνδυμασία Του λευκὴ καὶ ἀπαστράπτουσα», βλέποντας ὅτι ὅλα τὰ ἐκεῖ τελούμενα δὲν ἔχουν κάτι ἀντίστοιχο νὰ συγκριθοῦν. Ὁ δὲ Μᾶρκος εἰκονίζει μὲν τὰ ἱμάτια, λέγοντας ὅμως ὅτι εἶναι στιλπνὰ καὶ λευκὰ σὰν χιόνι ἔδειξε καὶ αὐτὸς ὅτι οἱ εἰκόνες καὶ τὰ παραδείγματα ὑστεροῦν ἔναντι τῆς θέας τῶν ἱματίων ἐκείνων. Διότι τὸ χιόνι εἶναι μὲν λευκό, ἀλλ᾽ ὄχι στιλπνό. Ἔχει πάντα ἀνώμαλη ἐπιφάνεια, ἐφόσον ὅλο ἀποτελεῖται ἀπὸ μικρὲς φυσαλίδες λόγῳ τῆς μίξεως τοῦ ἐνυπάρχοντος σ᾽ αὐτὸ ἀέρα. Ὅταν δηλαδὴ τὸ σύννεφο δὲν ἔχει ἀκόμη συσταθεῖ τελείως καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποβάλει τὸν ἐνυπάρχοντα ἀέρα, πήζει ἀπὸ τὴν σφοδρότητα τοῦ ψύχους καὶ ἔτσι κατέρχεται γεμᾶτο ἀέρα, λευκὸ καὶ ἀνώμαλο, ὅπως περίπου ὁ ἀφρός.
 Ἐπειδή, λοιπόν, δὲν ἀρκοῦσε τὸ λευκὸ τοῦ χιονιοῦ, γιὰ νὰ παραστήσει τὴν τερπνότητα τῆς θέας ἐκείνης, συμπεριλήφθηκε καὶ τὸ στιλπνό, δείχνοντας καὶ μ᾽ αὐτὰ ὁ εὐαγγελιστὴς τὴν ὑπερφυῆ φύση τοῦ φωτὸς ἐκείνου, μὲ τὸ ὁποῖο τὰ ἱμάτια ἐκεῖνα ἔγιναν στιλπνὰ καὶ λευκά. Πράγματι, δὲν εἶναι ἰδιότητα τοῦ φωτὸς νὰ καθιστᾶ λευκὰ καὶ στιλπνὰ αὐτὰ ποὺ φωτίζει, ἀλλὰ νὰ δείχνει τὸ χρῶμα τους. Ἀντιθέτως, ἐκεῖνο, καθὼς φαίνεται, τὰ ἀποκάλυψε ἢ μᾶλλον τὰ ἀλλοίωσε, πρᾶγμα ποὺ δὲν συνιστᾶ ἰδιότητα αἰσθητοῦ φωτός. Τὸ δὲ ἀκόμη παραδοξότερο, ὅτι καὶ ὅταν τὰ ἀλλοίωσε, τὰ διατήρησε πάλι ἀναλλοίωτα, ὅπως φάνηκε λίγο ἀργότερα. Πῶς νὰ τὰ ἐνεργεῖ αὐτὰ φῶς γνώριμο σὲ μᾶς; Γι᾽ αὐτὸ ὁ εὐαγγελιστὴς θέλοντας νὰ δείξει ὑπερφυῆ ὄχι μόνο τὴν ὑπεροχικὴ λαμπρότητα καὶ ὀμορφιὰ τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ τὴν ὡραιότητα τῶν ἐνδυμάτων, παραμέρισε μὲ τρόπο τὴν φυσικὴ ὡραιότητα συνάπτοντας τὴν στιλπνότητα μὲ τὸ λευκὸ τοῦ χιονιοῦ. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ ἡ τέχνη μαζὶ μὲ τὴν φύση ἐπινοεῖ τὸ ὡραῖο, θέτοντας ἐκείνη τὴν ὀμορφιὰ πάνω ἀπὸ τεχνητοὺς ὡραϊσμούς, ἀναφέρει: «τέτοια, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ λευκάνει γναφέας ἐπάνω στὴν γῆ».
 Ἀλλ᾽ ὅμως ὁ προαιώνιος Λόγος, ποὺ σαρκώθηκε γιὰ μᾶς, ἡ ἐνυπόστατη σοφία τοῦ Πατρός, φέρει ὁπωσδήποτε μέσα Του καὶ τὸν λόγο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος· τοῦ ὁποίου τὸ γράμμα εἶναι σὰν ἐνδυμασία· λευκὸ καὶ σαφές, συνάμα δὲ στιλπνὸ καὶ λαμπρὸ καὶ σὰν μαργαριτάρι, μᾶλλον δὲ θεοπρεπὲς καὶ ἔνθεο γι᾽ αὐτοὺς ποὺ βλέπουν πνευματικὰ τὰ τοῦ Πνεύματος καὶ ἑρμηνεύουν θεοπρεπῶς τὶς λέξεις τῶν κειμένων καὶ δείχνουν ὅτι τὰ λόγια τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος εἶναι τέτοια, ποὺ γναφέας ἐπάνω στὴν γῆ, δηλαδὴ σοφὸς τοῦ κόσμου τούτου, δὲν μπορεῖ νὰ διασαφήσει. Καὶ τί λέω νὰ διασαφήσει; Δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κατανοήσει, οὔτε ὅταν τὰ ἑξηγεῖ ἄλλος. Διότι, καθὼς λέει ὁ ἀπόστολος, «ψυχικὸς ἄνθρωπος δὲν δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος, οὔτε μπορεῖ νὰ τὰ γνωρίσει» (Α´ Κορ. 2, 14). Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐσφαλμένως θεωρεῖ αἰσθητὲς τὶς ἀσύλληπτες καὶ θεῖες καὶ πνευματικὲς ἐλλάμψεις, «ἐρευνώντας πράγματα ποὺ δὲν εἶδε, μάταια ὑπερυφανευόμενος μὲ τὸν ὑποδουλωμένο στὴν ἁμαρτία νοῦ του» (Κολ. 2, 18).
 Ἀλλ᾽ ὁ Πέτρος, ποὺ ὁ νοῦς του φωτίσθηκε ἀπὸ τὴν θεσπέσια ἐκείνη θέα καὶ ἀνυψώθηκε πρὸς θεῖο ἔρωτα καὶ πόθο μεγαλύτερο, μὴ θέλοντας πλέον νὰ ἀποχωρισθεῖ τὸ φῶς ἐκεῖνο, «καλὸ εἶναι νὰ εἴμαστε ἐδῶ», ἔλεγε στὸν Κύριο, «ἂν θέλεις, ἂς κατασκευάσουμε ἐδῶ τρεῖς σκηνές, μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸν Μωϋσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία», μὴ γνωρίζοντας τί λέει. Διότι, βέβαια, δὲν εἶχε φθάσει ὁ καιρὸς τῆς ἀποκαταστάσεως. Ὅταν ἔλθει ὁ καιρός, δὲν θὰ χρειασθοῦμε σκηνὲς χειροποίητες. Πέρα ἀπὸ αὐτό, δὲν ἔπρεπε νὰ ἐξισώνει τὸν Δεσπότη μὲ τοὺς δούλους μὲ τὴν ὁμοιότητα τῶν σκηνῶν. Ὁ μὲν Χριστὸς ὡς Υἱὸς γνήσιος στοὺς κόλπους τοῦ Πατρὸς βρίσκεται, οἱ δὲ προφῆτες ὡς υἱοὶ γνήσιοι τοῦ Ἀβραὰμ στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραὰμ ὅπως πρέπει θὰ κατοικήσουν. Καθὼς λοιπὸν ὁ Πέτρος στὴν ἄγνοιὰ του ἔλεγε αὐτά, «ἰδού, νεφέλη φωτεινὴ τοὺς ἐπισκίασε», διακόπτοντας τοὺς λόγους τοῦ Πέτρου καὶ δείχνοντας ποιά εἶναι ἡ σκηνὴ ποὺ ἁρμόζει στὸν Χριστό. Τί ἦταν ὅμως αὐτὴ ἡ νεφέλη καὶ πῶς, ἐνῶ ἦταν φωτεινή, τοὺς ἐπισκίασε; Μήπως εἶναι αὐτὴ τὸ ἀπρόσιτο φῶς, στὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς κατοικεῖ, τὸ φῶς ποὺ ἐνδύεται σὰν ἱμάτιο; Διότι λέει: «αὐτὸς ποὺ καθιστᾶ τὰ σύννεφα ἄμαξά Του» (103, 4) καὶ «ἔθεσε τὸ σκότος περικάλυμμά Του σὰν κυκλικὴ σκηνὴ» (Ψαλμ. 17, 13), ἐνῶ ὁ ἀπόστολος λέει: «εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἔχει ἀθανασία καὶ κατοικεῖ σὲ φῶς ἀπρόσιτο» (Α´ Τιμ. 6, 16). Ὣστε τὸ ἴδιο εἶναι ἐδῶ καὶ φῶς καὶ σκότος, ποὺ ἐπισκιάζει ἀπὸ ἀσύγκριτη λαμπρότητα.
 Ἀλλὰ καὶ αὐτό, ποὺ λίγο πρὶν εἶδαν τὰ μάτια τῶν ἀποστόλων, χαρακτηρίζεται ὡς ἀπρόσιτο ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς θεολόγους. «Σήμερα εἶναι φωτὸς ἀπροσίτου ἄβυσσος. Σήμερα φωτίζει τοὺς ἀποστόλους ἀπεριόριστη ἔκχυση θείας αἴγλης στὸ Θαβώρ». Καὶ ὁ μέγας Διονύσιος ἀποκαλώντας γνόφο τὸ ἀπρόσιτο φῶς, ὅπου λέγεται ὅτι κατοικεῖ ὁ Θεὸς λέει ὅτι «σ᾽ αὐτὸν τὸν γνόφο εἰσέρχεται ὅποιος ἀξιώνεται νὰ γνωρίσει καὶ νὰ δεῖ τὸν Θεό». Ἑπομένως τὸ ἴδιο φῶς ἦταν αὐτὸ ποὺ πρωτύτερα ἔβλεπαν νὰ λάμπει ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου οἱ ἀπόστολοι καὶ ἡ φωτεινὴ νεφέλη ποὺ κατόπιν ἐπισκίασε. Ἀλλὰ στὴν ἀρχὴ ἐπειδὴ ἔλαμπε μετριότερα, ἐπέτρεπε τὴν ὅραση. Ὅταν ὅμως διαχύθηκε μὲ πολὺ μεγαλύτερη ἔνταση, ἦταν γι᾽ αὐτοὺς ἀόρατο λόγῳ τῆς ἀσύγκριτης λαμπρότητας. Καὶ ἔτσι ἐπισκίασε τὴν πηγὴ τοῦ θείου καὶ ἀεννάου φωτός, τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης Χριστό. Ἄλλωστε, καὶ στὸν αἰσθητὸ ἥλιο τὸ ἴδιο φῶς καὶ τὴν ὅραση παρέχει μέσω τῆς ἀκτίνας καὶ ἀφαιρεῖ πάλι τὴν ὅραση, ὅταν κατάματα τὸν κοιτάξει κανείς, διότι ἡ λαμπρότητά του εἶναι ὑπεράνω τῆς δυνατότητας τῶν ὀφθαλμῶν μας.
 Ἀλλ᾽ ὁ μὲν αἰσθητὸς ἥλιος φαίνεται ὅπως εἶναι ἐκ φύσεως καὶ ὄχι ὅπως θέλει, οὔτε μόνο σὲ ὅποιους θέλει. Ὁ δὲ ἥλιος τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς δικαιοσύνης Χριστός, ἔχοντας ὄχι μόνο φύση καὶ φυσικὴ λαμπρότητα καὶ δόξα, ἀλλὰ καὶ θέληση ἀνάλογη, φωτίζει προνοητικῶς καὶ σωτήρια μόνο ὅσους θέλει καὶ ὅσο θέλει. Ἔτσι θέλησε καὶ φάνηκε σὰν ἥλιος ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων καὶ μάλιστα ὄχι ἀπὸ μεγάλη ἀπόσταση. Ἔπειτα ἔλαμψε πιὸ ἔντονα κατὰ τὴν θέλησή Του καὶ ἀπὸ τὴν ἀσύγκριτη φωτεινότητα ἔγινε ἀόρατος στὰ μάτια τῶν ἀποστόλων, σὰν νὰ εἰσῆλθε σὲ φωτεινὴ νεφέλη. Ἀλλὰ καὶ φωνὴ ἀκούσθηκε ἀπὸ τὴν νεφέλη: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖον εὐδόκησα, Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε». Ὅταν ὁ Κύριος βαπτίσθηκε στὸν Ἰορδάνη, ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοὶ καὶ ἡ ἴδια ἀκούσθηκε φωνὴ ἀπὸ τὴν δόξα ἐκείνη ἀσφαλῶς, τὴν ὁποία δόξα καὶ ὁ Στέφανος ἀργότερα ἐνατένισε, ὅταν ἄνοιξαν γι᾽ αὐτὸν οἱ οὐρανοὶ καὶ καταλήφθηκε ἀπὸ τὸν Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Τώρα ἀκούσθηκε ἀπὸ τὴν νεφέλη, ποὺ ἐπισκίασε τὸν Ἰησοῦ. Ἑπομένως εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ὑπερουράνια δόξα τοῦ Θεοῦ. Πῶς λοιπὸν εἶναι αἰσθητὸ φῶς τὸ ὑπερουράνιο;
 Δίδαξε δὲ ἡ ἀπὸ τὴν νεφέλη φωνὴ τοῦ Πατρός, ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τὰ πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησου Χριστοῦ, οἱ νομοθεσίες, οἱ υἱοθεσίες, ἦταν ἀτελῆ καὶ δὲν ἔγιναν οὔτε τελέσθηκαν σύμφωνα μὲ προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ παραχωρήθηκαν γιὰ τὴν μέλλουσα αὐτὴ τοῦ Κυρίου παρουσία καὶ ἐπιφάνεια. Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ἐκεῖνος, στὸν ὁποῖο εὐδοκεῖ καὶ ἀναπαύεται καὶ εὐαρεστεῖται τέλεια ὁ Πατήρ, ὅπως σὲ Υἱὸ ἀγαπητό. Γι᾽ αὐτὸ καὶ παραγγέλλει Αὐτὸν νὰ ἀκοῦμε καὶ σ᾽ Αὐτὸν νὰ πειθαρχοῦμε. Καὶ ὅταν λέει «εἰσέλθετε ἀπὸ τὴν στενὴ πύλη, διότι εἶναι πλατειὰ καὶ ἄνετη ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια, ἐνῶ στενὴ καὶ δύσβατη ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ζωή», Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε. Κι ὅταν λέει πῶς τὸ φῶς αὐτὸ εἶναι βασιλεία τοῦ Θεοῦ, Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε, σ᾽ Αὐτὸν νὰ πιστεύετε καὶ τέτοιου φωτὸς νὰ καθιστᾶτε ἀξίους τοὺς ἑαυτούς σας.
 Ὅταν λοιπὸν φάνηκε ἡ φωτεινὴ νεφέλη καὶ ἤχησε ἀπὸ τὴν νεφέλη ἡ πατρικὴ φωνή, ἔπεσαν, λέει, μὲ τὸ πρόσωπο στὴν γῆ οἱ μαθητές· ὄχι ἐξ αἰτίας τῆς φωνῆς, ἀφοῦ καὶ ἄλλοτε πολλὲς φορὲς ἀκούσθηκε, ὄχι μόνο στὸν Ἰορδάνη ἀλλὰ καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ὅταν πλησίαζε τὸ σωτήριο πάθος. Πράγματι, ὅταν ὁ Κύριος εἶπε «Πάτερ, δόξασε τὸ ὄνομὰ Σου» ἦλθε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό: «Τὸ ὄνομά μου τὸ δόξασα καὶ πάλι θὰ τὸ δοξάσω» (Ἰω. 12, 28), καὶ ὅλος μὲν ὁ ὄχλος ἄκουσε, ἀλλὰ κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἔπεσε. Ἐδῶ ὅμως ὄχι μόνο φωνή, ἀλλὰ καὶ φῶς ἀπεριόριστο συνάμα φάνηκε. Εὐλόγως, λοιπόν, κατάλαβαν οἱ θεοφόροι Πατέρες ὅτι γι᾽ αὐτὸν τὸν λόγο ἔπεσαν πρηνεῖς οἱ μαθητές, ὄχι γιὰ τὴν φωνή, ἀλλὰ γιὰ τὸ παράξενο καὶ ὑπερφυὲς φῶς. Διότι καὶ πρὶν φθάσει ἡ φωνὴ ἦσαν φοβισμένοι, ὅπως λέει ὁ Μᾶρκος, σαφῶς ἀπὸ τὴν θεοφάνεια ἐκείνη.
 Ὅμως, ὅταν μὲ ὅλα αὐτὰ ἀποδεικνύεται ὅτι τὸ φῶς ἐκεῖνο εἶναι θεῖο καὶ ὑπερφυὲς καὶ ἄκτιστο, τί παθαίνουν πάλι αὐτοὶ ποὺ ἐπιδίδονται μὲ ὑπερβολικὸ ζῆλο στὴν θύραθεν καὶ σαρκικὴ παιδεία καὶ δὲν μποροῦν νὰ γνωρίσουν τὰ τοῦ Πνεύματος; Κατρακυλοῦν σὲ ἄλλο γκρεμό. Δὲν τὸ ὀνομάζουν θεία δόξα, οὔτε βασιλεία Θεοῦ, οὔτε κάλλος, οὔτε χάρη, οὔτε λαμπρότητα, ὅπως ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς θεολόγους διδαχθήκαμε, ἀλλὰ ἰσχυρίζονται ὅτι τοῦτο εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο προηγουμένως ἔλεγαν ὅτι εἶναι αἰσθητὸ καὶ κτιστό. Ὁ δὲ Κύριος στὰ εὐαγγέλια λέει πὼς τούτη ἡ δόξα δὲν εἶναι κοινὴ μόνο σ᾽ Αὐτὸν καὶ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἁγίους ἀγγέλους, καθὼς γράφει ὁ θεῖος Λουκᾶς: «ὅποιος ντραπεῖ νὰ ὁμολογήσει ἐμένα καὶ τὴν διδασκαλία μου στὴν γενεὰ αὐτή, θὰ ντραπεῖ καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου γι αὐτόν, ὅταν ἔλθει μέσα στὴν δόξα Του καὶ τὴν δόξα τοῦ Πατρὸς καὶ τῶν ἁγίων ἀγγέλων» (Λουκ. 9, 26). Αὐτοὶ λοιπὸν ποὺ ἰσχυρίζονται πὼς ἡ δόξα αὐτὴ εἶναι οὐσία, θὰ δεχθοῦν ὅτι αὐτὴ εἶναι κοινὴ οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀγγέλων, πρᾶγμα ποὺ ἀποτελεῖ ἐσχάτη ἀσέβεια.
 Μάλιστα, ὄχι μόνο οἱ ἄγγελοι, ἀλλὰ καὶ οἱ ἅγιοι μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων μετέχουν σ᾽ αὐτὴ τὴν δόξα καὶ βασιλεία. Ἀλλ᾽ ὁ μὲν Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς μαζὶ μὲ τὸ θεῖο Πνεῦμα ἔχουν φυσικὴ τούτη τὴν δόξα καὶ βασιλεία, οἱ δὲ ἅγιοι ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι τὴν ἀποκτοῦν κατὰ χάρη, δεχόμενοι ἀπὸ ἐκεῖ τὴν ἔλλαμψη. Ἄλλωστε καὶ ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας, ποὺ ἐμφανίσθηκαν μαζί Του σ᾽ αὐτὴ τὴν δόξα, αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς παρέστησαν. Ὁ δὲ Μωϋσῆς φάνηκε κοινωνὸς τῆς θεϊκῆς δόξας ὄχι μόνο τώρα ἐπάνω στὸ Θαβώρ, ἀλλὰ καὶ τότε ποὺ τὸ πρόσωπό του δοξάσθηκε τόσο, ὥστε νὰ μὴ μποροῦν οἱ Ἰσμαηλῖτες νὰ τὸ ἀντικρύσουν. Τοῦτο δηλώνει καὶ αὐτὸς ποὺ λέει ὅτι ὁ Μωϋσῆς δέχθηκε στὸ θνητὸ πρόσωπό του τὴν ἀθάνατη δόξα τοῦ Πατρός. Καθὼς καὶ ἐκεῖνος πού, ὅταν ὁ Εὐνόμιος χαρακτήριζε ἀμετάδοτη πρὸς τὸν Υἱὸ τὴν δόξα τοῦ Παντοκράτορα, τὸν ἀντέκρουσε λέγοντας ὅτι, δὲν θὰ ἀνεχόμουν τέτοιο λόγο, ἀκόμη κι ἂν ἀναφερόταν στὸν Μωϋσῆ.
 Κοινή, λοιπόν, καὶ μία εἶναι ἡ δόξα καὶ ἡ βασιλεία καὶ ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων Του. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ψαλμωδὸς προφήτης ψάλλει: «ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ μας θὰ εἶναι ἐπάνω μας» (Ψαλμ. 89, 19). Ἀλλὰ κανεὶς μέχρι τώρα δὲν τόλμησε νὰ πεῖ ὅτι εἶναι μία καὶ κοινὴ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων. Καὶ βέβαια κοινὴ φάνηκε τελευταῖα ἐπάνω στὸ ὄρος ἡ θεία λαμπρότητα τῆς θεότητας τοῦ Λόγου καὶ τῆς ἀνθρώπινης σάρκας. Ὅτι εἶναι ὅμως κοινὴ ἡ οὐσία τῆς θεότητας καὶ τῆς σάρκας, θὰ τὸ ἔλεγαν ὁ Εὐτυχὴς καὶ ὁ Διόσκορος καὶ ὄχι αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ εἶναι εὐσεβεῖς. Καὶ τὴν μὲν δόξα αὐτὴ καὶ λαμπρότητα, ὅπως καὶ τώρα τὴν εἶδαν οἱ συνοδοιπόροι τοῦ Ἰησοῦ, ὅλοι θὰ τὴν ἀντικρύσουν, ὅταν ὁ Κύριος φανεῖ νὰ λάμπει ἀπὸ ἀνατολὴ ἕως δύση. Κανεὶς ὅμως δὲν στάθηκε στὴν ὑπόσταση καὶ οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ εἶδε ἢ περιέγραψε τὴν θεία φύση. Καὶ τὸ μὲν θεῖο τοῦτο φῶς δίδεται μὲ μέτρο καὶ ἐπιδέχεται τὸ μᾶλλον καὶ ἦττον μεριζόμενο δίχως νὰ διαιρεῖται, κατὰ τὴν ἀξία αὐτῶν ποὺ τὸ δέχονται. Ἡ ἀπόδειξη εἶναι κοντά. Τὸ μὲν πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἔλαμψε πιὸ πολὺ ἀπ᾽ τὸν ἥλιο, τὰ δὲ ἱμάτια ἔγιναν λαμπρὰ καὶ λευκὰ σὰν χιόνι. Καὶ ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας στὴν ἴδια θεάθηκαν δόξα, ἀλλὰ κανεὶς τους δὲν ἄστραψε τότε σὰν ἥλιος. Καὶ οἱ ἴδιοι οἱ μαθητὲς μέρος τοῦ φωτὸς ἐκείνου εἶδαν, μέρος δὲν μπόρεσαν νὰ ἀτενίσουν.
 Ἔτσι λοιπὸν μετρεῖται καὶ μερίζεται, δίχως νὰ διαιρεῖται, τὸ φῶς ἐκεῖνο καὶ ἐπιδέχεται αὐξομείωση. Καὶ ἕνα μέρος αὐτοῦ γνωρίζεται τώρα ἕνα μέρος ἀργότερα. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ θεῖος Παῦλος λέει: «τώρα κατὰ μέρος γνωρίζουμε καὶ κατὰ μέρος προφητεύουμε» (Α´ Κορ. 13, 9). Ὅμως τελείως ἀμέριστη καὶ ἀκατάληπτη εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ καμμιὰ οὐσία δὲν ἐπιδέχεται αὐξομειώσεις. Κατὰ τὰ ἄλλα, εἶναι γνώρισμα τῶν καταραμένων Μεσσαλιανῶν τὸ νὰ νομίζουν ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ γίνεται ὁρατὴ στοὺς κατ᾽ αὐτοὺς ἀξίους. Ἐμεῖς ὅμως ἀνατρέποντας καὶ τοὺς παλαιοὺς καὶ τοὺς σύγχρονους κακοδόξους καὶ πιστεύοντας, καθὼς διδαχθήκαμε, ὅτι οἱ ἅγιοι βλέπουν καὶ κοινωνοῦν ὄχι τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ βασιλεία καὶ δόξα καὶ λαμπρότητα καὶ φῶς ἀπόῤῥητο καὶ θεία χάρη, ἂς ὁδεύσουμε πρὸς τὴν λάμψη τοῦ φωτὸς τῆς χάριτος, γιὰ νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ θεωρήσουμε τρίφωτη Θεότητα, ποὺ ἀκτινοβολεῖ ἑνιαία ἀπόῤῥητη αἴγλη ἀπὸ μία τρισυπόστατη φύση. Καὶ τὰ μάτια τοῦ νοῦ ἂς ἀνυψώσουμε πρὸς τὸν Λόγο, ποὺ εἶναι τώρα μὲ τὸ σῶμα Του ἐγκατεστημένος πάνω ἀπὸ τὶς οὐράνιες ἁψῖδες. Αὐτός, θεοπρεπῶς καθήμενος στὰ δεξιὰ τῆς μεγαλωσύνης, σὰν ἀπὸ μακρυνὸ τόπο μᾶς στέλνει αὐτὸ τὸ μήνυμα: «ὅποιος θέλει νὰ παραστεῖ σ᾽ αὐτὴ τὴν δόξα, ἂς μιμεῖται κατὰ τὸ δυνατὸν καὶ ἂς πορεύεται τὴν ὁδὸ καὶ τὴν πολιτεία, τὴν ὁποία ὑπέδειξα μὲ τὸν ἐπίγειο βίο μου».

 Ἂς παρατηροῦμε, λοιπόν, μὲ τοὺς ἐσωτερικοὺς ὀφθαλμοὺς τὸ μέγα τοῦτο θέαμα, τὴν φύση μας νὰ ζεῖ αἰωνίως μὲ τὸ ἄϋλο πῦρ τῆς θεότητος. Καὶ ἀφοῦ ἀποβάλουμε τοὺς δερμάτινους χιτῶνες, τοὺς ὁποίους φορέσαμε ἐξαιτίας τῆς παραβάσεως, τὰ γεώδη καὶ σαρκικὰ φρονήματα, ἂς σταθοῦμε σὲ γῆ ἁγία, ἀναδεικνύοντας ὁ καθένας τὴν δική του γῆ ἁγία διὰ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἀνατάσεως πρὸς τὸ Θεό, ὥστε νὰ ἔχουμε παῤῥησία, ὅταν ἔρχεται ὁ Θεὸς μέσα σὲ φῶς, καὶ προστρέχοντας νὰ φωτισθοῦμε καὶ φωτιζόμενοι νὰ ζήσουμε αἰωνίως μαζὶ Του πρὸς δόξα τῆς τρισήλιας καὶ μοναρχικωτάτης λαμπρότητας,
τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.


Πηγή:
 metamorfosi-vrilission.gr

Δείτε σχετικά:
1. Η ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ( 6 Αυγούστου)

Λόγος στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος (τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)



Ἐμπρός, φίλοι μου, ἂς ἁπλώσουμε σήμερα χωρὶς δισταγμὸ τὸ χέρι στοὺς θησαυροὺς τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ νὰ ἀντλήσουμε ἀπὸ ἐκεῖ κατὰ τὴν συνήθειά μας πλοῦτο, πού ἄφθονα σὲ ὅλους διαμοιράζεται καὶ οὔτε στὸ ἐλάχιστο ποτὲ δὲν ξοδεύεται. Ἐλᾶτε, τὸν πάνσοφο καὶ πάλι ἂς ἀκολουθήσουμε, τὸν ὡραῖο ὁδηγό μας, τὸν Λουκᾶ, νὰ δοῦμε τὸν Χριστὸ νὰ ἀνεβαίνει σὲ ὄρος ὑψηλὸ καὶ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη νὰ παίρνει μάρτυρες τῆς θεϊκῆς Μεταμορφώσεως. Διότι «πῆρε μαζί Του», λέει, «αὐτοὺς πού ἀποτελοῦσαν τὴν συντροφιὰ τοῦ Πέτρου καὶ σὲ ὄρος ὑψηλὸ ἀνέβηκε» ὁ Δεσπότης. Ὄρος ὑψηλό, στὸ ὁποῖο ἡ δυάδα Μωυσῆς καὶ Ἠλίας συζητοῦσε μὲ τὸν Χριστό.

Ὄρος ὑψηλό, ἐπάνω στὸ ὁποῖο ὁ Νόμος καὶ οἱ Προφῆτες συνομιλοῦσαν μὲ τὴν Χάρη. Ὄρος ὑψηλό: σ’ αὐτὸ ὁ Μωυσῆς, πού ἔγινε σφαγέας τοῦ ἀμνοῦ γιὰ τὸ πάσχα τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ ἔτσι μὲ τὸ αἷμα τὰ ἀνώφλια τῶν Ἑβραίων ράντισε.

Ὄρος ὑψηλό, σ’ αὐτὸ ὁ Ἠλίας, πού κοντὰ σ’ ἐκείνους τὸ βόδι εἶχε τεμαχίσει, τὴν θυσία τὴν περιχυμένη μὲ νερὸ εἶχε ἀφανίσει μὲ φωτιά. Ὄρος ὑψηλό, ὅπου ὁ Μωυσῆς, ὁ ἄνθρωπος πού ἄνοιξε καὶ ἔκλεισε τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας τὰ πολλὰ καὶ πάντοτε ἀξεχώριστα νερά. Ὄρος ὑψηλό, γιὰ νὰ μάθουν ὅσοι ἀνῆκαν στὸν κύκλο τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἰακώβου ὅτι Αὐτὸς εἶναι τὸ πρόσωπο, ἐμπρὸς στὸ ὁποῖο κάθε γόνατο θὰ λυγίσει τῶν ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων.

Βέβαια, ἀνέβηκε μόνο μὲ τρεῖς, δὲν τοὺς πῆρε ὅλους μαζί Του, δὲν τοὺς ἄφησε κάτω ὅλους, δὲν ἀπέκλεισε τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴν φανέρωση τῆς δόξας Του, δὲν τοὺς ἔκρινε ὑποδεέστερους, ἀφοῦ, καθὼς εἶναι δίκαιος, μὲ δικαιοσύνη τὰ πάντα τακτοποιεῖ. Ἔχοντας ὅλους στὸν νοῦ Του, δὲν χωρίζει ἀπὸ τὴν μεταξύ τους ἀγάπη αὐτοὺς πού ἕνωσε. Ἀλλά, ἐπειδὴ δὲν ἦταν ἄξιος νὰ δεῖ τὸ θεϊκὸ πρόσωπο καὶ τὴν φοβερὴ ἐκείνη ὀπτασία ὁ Ἰούδας, ὁ μελλοντικὸς προδότης, γιὰ τοῦτο ὁ Κύριος καὶ τοὺς ἄλλους ἀφήνει, γιὰ νὰ ἀφήσει ὕστερα κι ἐκεῖνον, πού δὲν ἀφέθηκε μόνος, τελείως ἀναπολόγητο, καὶ τοὺς τρεῖς, σύμφωνα μὲ τὸν μωσαϊκὸ Νόμο, νὰ πάρει ἐπαρκεῖς μάρτυρες τῆς Μεταμορφώσεως. Αὐτοὶ ἐσωτερικά, ψυχικά, καὶ τοὺς ὑπόλοιπους ἔφεραν μαζί τους. Διότι λέει ὁ Ἴδιος: «Φύλαξέ τους, Πάτερ δίκαιε, γιὰ νὰ εἶναι καὶ αὐτοὶ ἕνα, ὅπως καὶ ἐμεῖς ἕνα εἴμαστε». Διότι, ἂν ἔβλεπε ὁ Ἰούδας σιμὰ στὸ ὅρος τὸν Ἀνδρέα, τὸν Θωμᾶ, τὸν Φίλιππο καὶ τοὺς ὑπόλοιπους νὰ βρίσκονται μαζί Του καὶ οὔτε νὰ γογγύζουν, νὰ μὴν ἀγανακτοῦν, νὰ μὴν κακολογοῦν, ἀλλά νὰ χαίρονται καὶ κοινὴ νὰ λογαριάζουν γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους καὶ τοὺς ἀπόντες τὴν χάρη ἀπὸ ψηλά, ἦταν ἀπὸ κάθε ἀπολογία στερημένος, ἀφοῦ ποτὲ γιὰ κανένα θαῦμα δὲν τὸν παρέβλεψε ὁ Χριστός. Ἀπεναντίας, καὶ τὸ κουτὶ τῶν συνεισφορῶν εἶχε, μόλο πού τὴν διάθεση τοῦ μύρου (ἀπὸ τὴν εὐγνώμονα Μαρία στὴν Βηθανία) χωρὶς λόγο ζήλευε, καὶ τὸν Διδάσκαλο στοὺς ἐχθροὺς τόλμησε νὰ προδώσει.

Τί λέει, λοιπόν, ὁ Εὐαγγελιστής; «Καὶ μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους καὶ ἐμφανίστηκαν ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας νὰ συζητοῦν μαζί Του». Ἀλλά ὁ Πέτρος, σὰν θερμὸς πάντα γύρω ἀπὸ ὅλα τὰ θέματα, παρότι μὲ τὰ μάτια τῆς διάνοιας εἶδε κάποια στιγμὴ αὐτοὺς πού δὲν γνώριζε νὰ συνομιλοῦν μ’ Αὐτόν, ἐλάχιστα λογαριάζοντας τὸ θαῦμα, ὑπολογίζοντας ὄχι τὸν παράδοξο χαρακτήρα τῆς θείας ἐλλάμψεως, ὀνόμαζε ὡραῖο τὸν ἔρημο τόπο. Σκηνοποιὸς ἀπὸ ψαρᾶς νὰ γίνει ἤθελε, ἀφοῦ φώναζε στὸν Σωτήρα: «Ἂς κάνουμε τρεῖς σκηνές· μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸν Μωυσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία» δίχως νὰ ξέρει τί λέει.

Ἀλλά, Πέτρο, κορυφαῖε καὶ πρῶτε στὴν χορεία τῶν Μαθητῶν, γιατί μὲ οὐτιδανὲς σκέψεις ἀπερίσκεπτα προτρέχεις καὶ μὲ συλλογισμοὺς ἀνθρώπινους μιλᾶς ὁλότελα εἰς βάρος τῶν θείων, θέλοντας νὰ στήσεις τρεῖς σκηνὲς σὲ ἐρημιά; Ὅμοια μὲ τῶν δούλων ἀξία καθορίζεις γιὰ τὸν Δεσπότη; Καὶ γιὰ τὸν Χριστὸ μία σκηνὴ καὶ γιὰ τοὺς δύο ἐξίσου βιάζεσαι νὰ φτιάξεις; Μήπως, λοιπόν, ἀπὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως Αὐτός, συνελήφθη ὁ Μωυσῆς; Μήπως παρθένος γέννησε τὸν Ἠλία, ὅπως Αὐτὸν ἡ Παναγία Παρθένος Μαρία; Μήπως ὡς ἔμβρυο μέσα ἀπὸ τὴν μήτρα τὸν ἀντιλήφθηκε ὁ Πρόδρομος; Μήπως ὁ οὐρανὸς ἔδωσε μήνυμα γιὰ τοῦ Ἠλία τὴν γέννηση, οἱ μάγοι προσκύνησαν τοῦ Μωυσῆ τὰ σπάργανα; Μήπως λοιπὸν ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας ἔκαμαν τόσα θαύματα ἤ ἀπὸ σπήλαιο ἀνθρώπινο ἔδιωξαν πονηρὰ πνεύματα; Ὁ Μωυσῆς, βέβαια, ὀργίστηκε κάποτε καί, σὰν χτύπησε τὸ πέλαγος μὲ ράβδο, τὸ διάβηκε· ὁ διδάσκαλός σου ὅμως Ἰησοῦς πάνω στὴν θάλασσα περπάτησε μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο καὶ βατὸν ἔκαμε τὸν βυθό. ὁ Ἠλίας μετὰ ἀπὸ ἱκεσία πλήθυνε τῆς χήρας τὸ ἀλεύρι καὶ τὸν γιὸ της ἀνέστησε ἀπό τούς νεκρούς, ἐνῶ Ἐκεῖνος μαθητὴ Του μέσα ἀπό τούς ψαράδες σὲ πῆρε καὶ μὲ λίγους ἄρτους χιλιάδες ἀνθρώπους χόρτασε καὶ τὸν Ἅδη ἄφησε γυμνὸν ἀπὸ ἅρματα καὶ ἅρπαξε αὐτοὺς πού, ἀφότου φάνηκαν ἄνθρωποι στὴν γῆ, ἤσαν παραδομένοι σὲ ὕπνο.

Γι’ αὐτό, Πέτρο, μὴ λὲς «ἂς φτιάξουμε ἐδῶ τρεῖς σκηνές», μήτε «ὄμορφα εἶναι ἐδῶ νὰ εἴμαστε», μήτε λόγο πού ἀναφέρεται σὲ κάτι ἀνθρώπινο ἡ μικροπρεπές, μήτε κάτι γήινο ἤ εὐτελές. Τὰ ἄνω νὰ σκέφτεσαι, τὰ ἄνω ν’ ἀναζητεῖς, καθὼς ὁ Παῦλος μήνυσε, ὄχι τὰ ἐπίγεια. Διότι πῶς εἶναι ὄμορφο νὰ βρισκόμαστε ἐμεῖς ἐδῶ, ὅπου ὁ Ὄφις κακομεταχειρίστηκε καὶ ἔβλαψε τὸν πρωτόπλαστο καὶ ἔτσι τὸν παράδεισο ἔκλεισε; Ὅπου τὸ ψωμὶ μὲ ἱδρῶτα τοῦ προσώπου του νὰ τρώει ἀκούσαμε; Ὅπου μάθαμε ὅτι εἰπώθηκε σ’ αὐτὸν νὰ στενάζει καὶ νὰ τρέμει γιὰ τὴν παρακοὴ τοῦ ἐπάνω στὴν γῆ; Ὅπου τὰ πάντα εἶναι σκιά; Ὅπου τὰ πάντα θὰ παρέλθουν καὶ θὰ χαθοῦν, σὲ χρόνο τόσο, ὅσο διαρκεῖ μιὰ ἁπλή κίνηση; Πῶς λοιπὸν τὸ νὰ βρισκόμαστε ἐδῶ εἶναι ὡραῖο; Ἐὰν ἐδῶ ὁ Χριστὸς ἤθελε νὰ μᾶς παρατήσει, γιατί πῆρε αἷμα καὶ σάρκα; Ἐὰν ἐδῶ ὁ Χριστὸς ἤθελε νὰ μᾶς ἐγκαταλείψει, γιατί ἔσκυψε στὸν πεσόντα ἄνθρωπο μὲ συγκατάβαση; γιατί αὐτὸν πού βρισκόταν χάμω ἀνέστησε;

Ἐὰν νομίζεις ὅτι εἶναι ὡραῖο νὰ εἴμαστε ἐπάνω στὴν γῆ, ματαίως ἔλαβες τὴν προσωνυμία «κλειδοῦχος τῶν οὐρανῶν». Σὲ ποιὰ περίπτωση, λοιπόν, μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθοῦν τῶν οὐρανῶν τὰ κλειδιά; Ἀφοῦ τὸ ὅρος τοῦτο ποθεῖς, παράτησε στὸ ἑξῆς τοὺς οὐρανούς. Ἂν σκηνὲς νὰ σηκώσεις θέλεις, μὴ συνεχίσεις νὰ εἶσαι τῆς Ἐκκλησίας θεμέλιος. Διότι μεταμορφώθηκε ὁ Χριστὸς ὄχι χωρὶς ἰδιαίτερο λόγο, ἀλλά γιὰ νὰ φανερώσει σ’ ἐμᾶς μέσ’ ἀπ’ τὰ πράγματα τὴν μεταμόρφωση, πού μέλλει νὰ ὑποστεῖ ἡ φύση μας, καὶ τὸν δεύτερο σωτήριο ἐρχομό Του, ὁ ὁποῖος θὰ γίνει πάνω στὶς νεφέλες, μέσα στὶς φωνὲς τῶν Ἀρχαγγέλων. Διότι ὁ Ἴδιος εἶναι πού τὸ φῶς σὰν πανωφόρι περιβάλλεται, καθὼς εἶναι κριτὴς ζωντανῶν καὶ νεκρῶν. Γι’ αὐτὸ ἐμφάνισε τὸν Μωυσῆ καὶ τὸν Ἠλία, γιὰ νὰ παρουσιάσει τὰ δείγματα τῶν ἀρχαίων προσώπων.

Καὶ τί λέει ὁ μεγάλος συγγραφέας; «Ἐνῶ ἀκόμη αὐτὸς μιλοῦσε, νά, νεφέλη φωτεινὴ ἀπὸ πάνω τους κάλυψε. Καὶ ἰδού, φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ λέει: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ὁ ὁποῖος ἔχει πλήρη τὴν εὐαρέσκειά μου. Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε». Ὅσο ἀκόμη, λέει ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ Πέτρος μιλοῦσε, εἶπε ὡς ἀπάντηση στὰ λόγια του ὁ Πατήρ: «Γιατί, Πέτρο, λὲς ὅτι εἶναι ὄμορφα,
ἀφοῦ δὲν ξέρεις αὐτὸ πού λές; λησμόνησες τὸν ἑαυτό σου ἤ μήπως φθονεῖς τὸ γένος; Ἀκόμη δὲν ἔχεις παιδαγωγηθεῖ; Μέχρι τώρα δὲν ἀπέκτησες τὴν ἀσφαλῆ γνώση σχετικὰ μὲ τὴν υἱότητα, ἐσύ πού λές: «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ». Τόσα θαύματα εἶδες καθαρά, γιὲ τοῦ Ἰωνᾶ, καὶ ἀκόμα εἶσαι Σίμων; Τῶν οὐρανῶν κλειδοῦχο σὲ τοποθέτησε καὶ τῆς θαλασσινῆς δουλειᾶς ἀκόμα τὸ ροῦχο δὲν πέταξες ἀπὸ πάνω σου; Ὁρῖστε, γιὰ τρίτη φορὰ ἀντιστέκεσαι στοῦ Σωτήρα τὸ θέλημα, δίχως νὰ ξέρεις αὐτὸ πού λές. Σοῦ εἶπε δηλαδή: «Πρέπει νὰ ὑποστῶ τὸ πάθος» καὶ λές: «Νὰ μὴ σοῦ συμβεῖ αὐτό». Εἶπε πάλι: «Ὅλοι θὰ σκανδαλισθεῖτε», καὶ λές: «Ἂν ὅλοι σκανδαλισθοῦν, ἐγώ δὲν θὰ σκανδαλισθῶ». Ὁρίστε, καὶ τώρα νὰ σηκώσεις θέλεις σκηνὴ γιὰ τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος μαζὶ μὲ μένα θεμελίωσε τὴν γῆ, ὁ Ὁποῖος μαζὶ μὲ μένα ἕνωσε ὑδάτινους ὄγκους σὲ σύνολο ὀργανικό, τὴν θάλασσα, καὶ τὸ στερέωμα κάρφωσε, στὸν αἰθέρα ἔδωσε φωτιά· καὶ μαζὶ μὲ μένα δημιούργησε ὅλα τὰ πρὶν ἀπὸ τὴν αἰσθητὴ κτίση· σκηνὴ γι’ Αὐτόν, πού γεννήθηκε ἀπὸ μένα, σκηνὴ γι’ Αὐτὸν πού ὑπάρχει μέσα σὲ μένα καὶ μαζί σας, σκηνὴ γιὰ τὸν χωρὶς πατέρα Ἀδάμ, σκηνὴ γιὰ τὸν χωρὶς μητέρα Θεό, σκηνὴ γι’ Αὐτὸν πού ἔκαμε δική του σκηνὴ διαλεγμένη, κοιλία παρθενική. Λοιπόν, ἐπειδὴ ἐσύ τρεῖς σκηνὲς θέλεις νὰ φτιάξεις, ἔχοντας ἄγνοια γι’ αὐτὸ πού λές, ἐγώ νεφέλη φωτεινὴ χρησιμοποίησα γιὰ σκηνή. Ἔτσι, ἔκρυψα τοὺς παρόντες καὶ λέω δυνατά: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖο εὐδόκησα». Ὄχι ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας, ἀλλά Αὐτός· ὄχι ἐκεῖνος, ὄχι ὁ ἄλλος, ἀλλ’ Αὐτός, ἕνας και ἄν εἶναι ὁ Ἴδιος, ὁ ἐκλεκτός μου, Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε.

Τὸν Μωϋσῆ ἀνέδειξα δίκαιο, ἀλλά σ’ Αὐτὸν βρῆκα καθετὶ ἀρεστό. Τὸν Ἠλία τὸν πῆρα ἀπὸ τὴν γῆ, ἀλλ’ Αὐτὸν τὸν ἔστειλα ἀπὸ Παρθένο στὸν ἴδιο τὸν οὐρανό». Διότι κανείς, λέει ὁ Χριστός, δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανό, παρεκτὸς ἀπ’ ἐκεῖνον πού ἀπ’ τὸν οὐρανὸ κατέβηκε. Ἀπὸ ἐκεῖ λοιπὸν πραγματοποίησε τὴν κάθοδό Του στὴν γῆ, ἐκεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ Του «ἐξῆλθε», ἔχοντας πάρει μορφὴ δούλου. Ἐὰν παρέμεινε αὐτὸ πού ἦταν καὶ δὲν ἔγινε ὅ,τι ἀκριβῶς εἴμαστε, ἂν δὲν ὑπέμεινε σταυρὸ γιὰ μᾶς μὲ σχῆμα ἀνθρώπινο καὶ δὲν ἐξαγόρασε μὲ τὸ δικό Του αἷμα τὸν κόσμο, τότε δὲν πραγματώνεται ἡ θεία Οἰκονομία καὶ ἀπομένουν ὅσα τὸν παλαιὸ καιρὸ εἶπαν οἱ Προφῆτες ἀβέβαια λόγια. «Ὅμως πᾶψε, Πέτρο, καὶ μὴν ἔχεις στὴν σκέψη σου ὅσα ταιριάζει σὲ ἀνθρώπους, ἀλλ’ αὐτὰ πού ἁρμόζουν στὸν Θεό. Διότι Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ὁ Ὁποῖος ἔχει τέλεια τὴν εὐαρέσκειά μου. Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε. Καθότι δύο φορὲς ἔχω ἐκφραστεῖ μὲ φωνή, πού μιλοῦσε γι’ Αὐτόν, τὴν μία πού εἶσθε παρόντες στὸ ὅρος αὐτό, τὴν ἄλλη παρόντος τοῦ Ἰωάννη στὸν Ἰορδάνη ποταμό».

Αὐτὴ τὴν φωνὴ θὰ παρουσιάσει ἀληθινὴ ὁ παλαιὸς Προφήτης, πού κήρυξε μεγαλόφωνα: «Τὸ Θαβὼρ καὶ τὸ Ἐρμονιήλ στὸ ὄνομά Σου θὰ ἀγαλλιάσουν». Ποιὸ ὄνομα; «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Διότι τοῦ χάρισε ὄνομα τρανότερο ἀπὸ κάθε ὄνομα. Ἀλλά τὸ δίχως ἄλλο θὰ πεῖς, ἀγαπητέ μου: «Τί σημαίνει, Τὸ Θαβὼρ καὶ τὸ Ἐρμονιήλ στὸ ὄνομά Σου θὰ νιώσουν ἀγαλλίαση»; Μάθε λοιπὸν καὶ ἀποτύπωσέ το στὴν σκέψη σου: Τὸ Θαβώρ, αὐτὸ εἶναι τὸ ὅρος, ὅπου θέλησε καὶ μεταμορφώθηκε ὁ Χριστὸς καὶ δόθηκε γι’ Αὐτὸν μαρτυρία ἀπὸ τὸν Πατέρα πώς εἶναι Υἱός Του, καθὼς πρὶν ἀπὸ λίγο ἀκούσατε. Τὸ Ἐρμονιήλ πάλι εἶναι ὅρος μικρό, ἀπὸ τὴν γῆ τοῦ Ἰορδάνη, ἀπ’ ὅπου ἔγινε ἡ ἀνάληψη τοῦ Ἠλία καὶ κοντὰ στὸ ὁποῖο, μὲς στὸ τρεχούμενο νερὸ τοῦ Ἰορδάνη, ἐπεθύμησε καὶ βαπτίστηκε ὁ Χριστός, καὶ τότε δόθηκε γι’ Αὐτὸν μαρτυρία ἀπὸ τὸν Πατέρα πώς εἶναι Υἱός Του. Σ’ αὐτὰ τὰ δύο ὄρη ὁ ἄχραντος Πατὴρ ἐπιβεβαιώνοντας τὴν υἱότητα, καὶ τότε καὶ τώρα γιὰ δεύτερη φορὰ λέει μὲ φωνὴ δυνατή: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν Ὁποῖο εὐδόκησα, Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε. Διότι αὐτὸς πού Τὸν ἀκούει καὶ ἐμένα ἀκούει. Καὶ αὐτὸς πού θὰ ντραπεῖ γι’ Αὐτὸν καὶ γιὰ τὰ λόγια Του, καὶ ἐγώ θὰ ντραπῶ γι’ αὐτόν, ὅταν φανερωθῶ μὲς στὴν δόξα μου καθὼς καὶ οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι. Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε, χωρὶς προσποίηση, χωρὶς κακία, χωρὶς περιέργεια, μὲ πίστη ἀναζητώντας Τον, ἀλλά ὄχι θέλοντας μὲ γλωσσικὲς ἀπόπειρες νὰ ὁρίσετε τὰ μεγέθη Του, μὲ τὴν πίστη προχωρώντας στὸν χῶρο τοῦ ὑπέρλογου, ἀλλ’ ὄχι μὲ τὰ λόγια ἐπιχειρώντας νὰ βρεῖτε τὰ μέτρα τοῦ Λόγου». Διότι τώρα ὁ Παῦλος, ὁ δεινὸς ὁμιλητής, βάζοντας χαλινάρι στὸν περίεργο ἄνθρωπο καὶ τὰ πάντα διδάσκοντας χωρὶς δισταγμούς, κηρύττει μεγαλοφώνως: «Βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! Πόσο ἀνεξερεύνητες εἶναι οἱ κρίσεις καὶ ἀποφάσεις Του καὶ πόσο ἀνεξιχνίαστοι οἱ δρόμοι, μέσα ἀπό τούς ὁποίους ἐνεργεῖ!»

Σὲ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς ἀτελείωτους αἰῶνες. Ἀμήν.



Δείτε σχετικά:

 1. Η ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ( 6 Αυγούστου)
2. Ομιλά Εις Τη Θεία Μεταμόρφωση Του Κυρίου Και Θεού  Και Σωτήρος Ημών Ιησού Χριστού – Αγίου Γρηγορίου Του Παλαμά

Η ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ( 6 Αὐγούστου) - Εὐαγγέλιο



Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἀναφέρει αὐτοὺς εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ᾿ ἰδίαν· καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς.
Καὶ ἰδοὺ ὤφθησαν αὐτοῖς Μωσῆς καὶ Ἠλίας μετ᾿ αὐτοῦ συλλαλοῦντες.
Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπε τῷ Ἰησοῦ· Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· εἰ θέλεις, ποιήσωμεν ὧδε τρεῖς σκηνάς, σοὶ μίαν καὶ Μωσεῖ μίαν καὶ μίαν Ἠλίᾳ.
Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς, καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε· καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα. Καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἥψατο αὐτῶν καὶ εἶπεν· ἐγέρθητε καὶ μὴ φοβεῖσθε. Ἐπάραντες δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν οὐδένα εἶδον εἰ μὴ τὸν Ἰησοῦν μόνον.
Καὶ καταβαινόντων αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους ἐνετείλατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· μηδενὶ εἴπητε τὸ ὅραμα ἕως οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ. 



Κατά τη διήγηση των Ευαγγελιστών, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός πήρε από τους μαθητές τον Πέτρο τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο και ανέβηκε στό όρος Θαβώρ για να προσευχηθεί. Όπως σημειώνει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Eπήρε δε τρεις μόνους Aποστόλους, ως προκρίτους και υπερέχοντας. O μεν γαρ Πέτρος επροκρίθη, επειδή ηγάπα πολλά τον Xριστόν. O δε Iωάννης, επειδή ηγαπάτο από τον Xριστόν. O δε Iάκωβος, επειδή εδύνετο να πίη το ποτήριον του θανάτου, το οποίον και ο Kύριος έπιεν».

Οι τρεις μαθητές Του, όπως ήταν κουρασμένοι από τη δύσκολη ανάβαση στο Θαβώρ και ενώ κάθισαν να ξεκουραστούν, έπεσαν σε βαθύ ύπνο. Όταν, ξύπνησαν, αντίκρισαν απροσδόκητο και εξαίσιο θέαμα. Το πρόσωπο του Κυρίου άστραφτε σαν τον ήλιο, και τα φορέματα Του ήταν λευκά σαν το φως. Τον περιστοίχιζαν δε και συνομιλούσαν μαζί Του δυο άνδρες, ο Μωϋσής ο Ηλίας.Γράφει χαρακτηριστικά ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Έφερε δε εις το μέσον τους τον Mωυσήν και τον Ηλίαν, διά να διορθώση τας σφαλεράς υποψίας, οπού είχον οι πολλοί περί αυτού. Kαθότι, άλλοι μεν έλεγον τον Kύριον, πως είναι ο Ηλίας. Άλλοι δε, πως είναι ο Iερεμίας. Διά τούτο λοιπόν επαράστησεν εις το Θαβώρ τους πρώτους και κορυφαίους Προφήτας, διά να γνωρίσουν οι μαθηταί, και διά των μαθητών όλοι οι άνθρωποι, πόση διαφορά είναι αναμεταξύ του Xριστού, και των Προφητών. O μεν γαρ Xριστός, είναι Δεσπότης. Oι δε Προφήται, είναι δούλοι. Kαι ίνα μάθουν, ότι ο Kύριος έχει την εξουσίαν του θανάτου και της ζωής. Διά τούτο, από μεν τους αποθαμένους, έφερε τον Mωυσήν. Aπό δε τους ζωντανούς, έφερε τον Ηλίαν».

Αφού οι μαθητές συνήλθαν κάπως από την έκπληξη, ο πάντα ενθουσιώδης, Πέτρος, θέλοντας να διατηρηθεί αυτή η αγία μέθη που προκαλούσε η ακτινοβολία του Κυρίου, ικετευτικά είπε να στήσουν τρεις σκηνές. Μια για τον Κύριο, μια για το Μωϋσή και μια για τον Ηλία. Πριν προλάβει, όμως, να τελειώσει τη φράση του, ήλθε σύννεφο που τους σκέπασε και μέσα απ' αυτό ακούστηκε φωνή που έλεγε: «Οὗτος ἐστὶν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός· αὐτοῦ ἀκούετε» (Λουκά, θ' 28-36). Δηλαδή, Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, που τον έστειλα για να σωθεί ο κόσμος. Αυτόν να ακούτε.

Οφείλουμε, λοιπόν, και εμείς όχι μόνο να Τον ακούμε, αλλά και να Τον υπακούμε. Σε οποιοδήποτε δρόμο μας φέρει, είμαστε υποχρεωμένοι να πειθαρχούμε.

www.saint.gr



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος βαρύς.

Μετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει Χριστὲ ὁ Θεόςδείξας τοῖς Μαθηταῖς σου τὴν δόξαν σουκαθὼς ἠδυναντοΛάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖςτὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιονπρεσβείαις τῆς Θεοτόκουφωτοδότα δόξα σοι.



Δείτε σχετικά:

 1. 
Λόγος στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος (του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου)
2. Ομιλά Εις Τη Θεία Μεταμόρφωση Του Κυρίου Και Θεού  Και Σωτήρος Ημών Ιησού Χριστού – Αγίου Γρηγορίου Του Παλαμά

Τρίτη 17 Αυγούστου 2021

«ΕΠΙ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΜΕΤΕΜΟΡΦΩΘΗΣ» (π. Νικηφόρου Νάσσου)

 Η ΦΩΤΟΦΟΡΟΣ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ


ΚΑΙ ΤΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ 


Picture


ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου 


«Δεῦτέ μοι πείθεσθε λαοί, ἀναβάντες εἰς τὸ ὄρος τὸ Ἅγιον, τὸ ἐπουράνιον, ἀΰλως στῶμεν ἐν πόλει ζῶντος Θεοῦ, καὶ ἐποπτεύσωμεν νοῒ Θεότητα ἄϋλον, Πατρὸς καὶ Πνεύματος, ἐν Υἱῷ μονογενεῖ ἀπαστράπτουσαν». 1

 Ἡ Μεγάλη Δεσποτική Ἑορτή τῆς Θείας Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου στό Ὄρος Θαβώρ εἶναι μιά ἑορτή Φωτός καί Χάριτος, μιά φαεσφόρος Πανήγυρις πνευματική! Εἶναι κυρίως μιά θεολογική Ἑορτή, χαρμόσυνη καί λαμπροτάτη, ἡ ὁποία «μεθᾶ νηφαλίως» καί πλημυρίζει φωτιστικῶς καί ἀπλέτως ὅσους τήν ἑορτάζουν μέ ἀγάπη καί μέθεξιν Θεοῦ. Περιλλάμπει δέ, ἡ Ἑορτή αὐτή μέ θεία Χάρη, ὅσους τήν προσεγγίζουν μέ ὑπαρξιακή ἀγωνία καί ἐπίμοχθη ἀναζήτηση τῆς Χάριτος πού αὐτή προχέει. Πολλά εἶναι τά θεολογικά μηνύματα πού ἐκπέμπει ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ ἔχει κεντρική θέση στήν Ἐκκλησία καί στή Θεολογία. Ἐπιλεκτικῶς θά παρουσιάσουμε κάποια ἀπό αὐτά, στηρίζοντας τά γραφόμενα στήν ἁγιοπνευματική, πατερική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἡ ἐπί τοῦ Ὄρους Θαβώρ Φρικτή Μεταμόρφωση ὑπῆρξε ἡ πρώτη ἄμεσα αἰσθητή φανέρωση τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ κατά τήν ἐπίγειο ζωή Του. Ὁ μεγάλος δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός θά γράψει σχετικά: «Ὡράθη τά τοῖς ἀνθρώποις ἀθέατα ὄμμασι, σῶμα γήινον θείαν ἀπαυγάζον λαμπρότητα, σῶμα θνητόν δόξαν ἀπαυγάζον θεότητος».2 Κατά τήν Μεταμόρφωση, ὁ Θεάνθρωπος Σωτῆρας τοῦ κόσμου ὁ Χριστός φανερώνει μέσα ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση Του τήν ἄκτιστη Δόξα τῆς θεότητός Του. Ταυτόχρονα προσλαμβάνει στήν ἄκτιστη θεϊκή δόξα τούς ἀνθρώπους πού τόν περιβάλλουν3. Ὁ Κύριος μέ τήν θεία Του Μεταμόρφωση ἐνισχύει τούς Μαθητές πρό τοῦ Πάθους Του ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία στό Κοντάκιον τῆς Ἑορτῆς. Οἱ Μαθητές χρειάζονταν τήν ἐνίσχυση αὐτή, γιά νά ἀντιμετωπίσουν τόν Σταυρό τοῦ Διδασκάλου τους, ὅπως καί τόν δικό τους σταυρό ἀργότερα, χάριν τοῦ Ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ.

Κατ᾿ ἐκείνη τήν ἀνεπανάληπτη ἡμέρα, οἱ πρόκριτοι τῶν Μαθητῶν ἀξιώθηκαν νά δοῦν τό μοναδικό γεγονός τῆς ἀνατολῆς δύο ἡλίων, τοῦ αἰσθητοῦ καί τοῦ νοητοῦ, ὅπως τό παρουσιάζει ποιητικά ἡ Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἕνα τροπάριο τοῦ Κανόνος τῆς Ἑορτῆς κάνει λόγο γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς τό γεγονός: «Ὡς μέγα καί φοβερόν, ὡράθη θέαμα σήμερον, ἐξ οὐρανοῦ αἰσθητός, ἐκ γῆς δέ ἀσύγκριτος, ἐξήστραψεν ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, νοητός ἐπί τοῦ ὄρους Θαβώρ». Ἀναλύεται δέ θαυμάσια ὁ ὕμνος αὐτός ἀπό τόν ἅγιο Νικόδημος τόν Ἁγιορείτη στό περίφημο «Ἑορτοδόμιο». Εἶναι ἕνα βιβλίο ἑρμηνευτικό τῶν Κανόνων τῶν Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν, στό ὁποῖο κενώνεται τό μέγα πέλαγος τῆς πολυμαθείας τοῦ Ἁγιορείτου Πατρός. Ὁ ἱερός Νικόδημος, στή θεολογική ἑρμηνεία του ἀναφέρεται στούς δύο ἡλίους πού ἀνέτειλαν τήν ἡμέρα ἐκείνη. Σημειώνει δέ ὅτι ὁ ἕνας ἥλιος εἶναι ὁ αἰσθητός ὁ ὁποῖος καθημερινά ἀνατέλλει στόν κόσμο ἀπό τόν οὐρανό καί ὁ ἄλλος εἶναι ὁ νοητός Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ Κύριος τῆς Δόξης, ὁ Ὁποῖος ἀνέτειλε ἀπό τή γῆ μέ τήν ἀπαστράπτουσα Δόξα τῆς θεότητός Του. Καί εἶναι γεγονός ὅτι τόν αἰσθητό ἥλιο ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τόν βλέπουν, ἐνῶ τόν νοητό, μόνον οἱ κεκαθαρμένοι, ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἡ θέα τοῦ νοητοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ μιά μοναδική ὑπαρξιακή ἐμπειρία γιά τόν πηλοβάτη ἄνθρωπο, ἐμπειρία πού προϋποθέτει ἀγῶνα ἐπίπονο καί ἐπίμοχθο, καθαρότητα καί «ἄνοιγμα» τῆς καρδίας στήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό μᾶς διαβεβαιοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι διά μέσου τῶν αἰώνων ἀξιώθηκαν νά δοῦν τήν «Δόξαν» καί νά μετάσχουν σ᾿ αὐτήν.

Στό Ὄρος Θαβώρ ἐκπληρώνεται ἡ προφητεία τοῦ Κυρίου μας στούς Μαθητές του, τήν ὁποία λίγες μέρες πρίν εἶχε ἐξαγγείλει σ᾿ αὐτούς. Τό ἀψευδές στόμα τοῦ Θεανθρώπου εἶπε ὅτι ὑπάρχουν κάποιοι ἀνάμεσά στούς Μαθητές, οἱ ὁποίοι δέν θά γευθοῦν θάνατο μέχρι νά δοῦν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ νά ἔρχεται μέ δύναμη. «Ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινές τῶν ὧδε ἐστηκότων, οἵτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου ἕως ἄν ἴδωσι τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληληθεῖαν ἐν δυνάμει».4 Αὐτό πραγματοποιεῖται μετά ἀπό λίγο κατά τήν Μεταμόρφωση ὅπου φανερώνεται «ἐν δυνάμει» ἡ θεία Βασιλεία (ἄκτιστη Χάρη) τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἑρμηνεύουν πολλοί Πατέρες καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς, λ.χ. Ἐφραίμ Σῦρος, Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ζηγαβηνός κ.ἄ. Ὁ ἱερός Θεοφύλακτος ἐν προκειμένῳ γράφει: «Εἰσι τινές τῶν ὧδε ἐστηκότων…οἵτινες οὐ μή ἀποθάνωσιν, ἄχρις ἄν δείξω αὐτοῖς ἐν τῇ Μεταμορφώσει μετά ποίας δόξης μέλλω παραγενέσθαι ἐν τῇ δευτέρᾳ παρουσίᾳ. Οὐδέν γάρ ἕτερον ἡ Μεταμόρφωσις ἦν, ἀλλ᾿ ἤ τῆς δευτέρας παρουσίας προμήνυμα».5

Ἡ προφητεία αὐτή περί τῆς ἐλεύσεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τίθεται ἀπό τούς τρεῖς συνοπτικούς Εὐαγγελιστές, Μάρκο, Ματθαῖο καί Λουκᾶ ἀμέσως πρίν τήν διήγηση τῶν περί τῆς Μεταμορφώσεως. Γι᾿ αὐτό βλέπουμε στόν ἀμέσως ἑπόμενο εὐαγγελικό στίχο τοῦ κατά Μᾶρκον, ἀλλά καί στούς ἄλλους Εὐαγγελιστές, νά ἀναφέρεται ἔπειτα τό γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως:«Καί μεθ᾿ ἡμέρας ἕξ παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τόν Πέτρον καί Ἰάκωβον καί Ἰωάννην καί ἀναφέρει αὐτούς εἰς ὄρος ὑψηλόν…».6 Ἐδῶ πρέπει νά διευκρινιστεῖ, ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὡς ἄναρχη καί ἀτελεύτητη δέν περιορίζεται στό χρόνο, ἀλλά τόν ὑπερκαλύπτει καί τόν μεταμορφώνει. Δέν ἀρχίζει μετά τό τέλος τῆς ἱστορίας, ἀλλά ὑπάρχει ἤδη μέσα σ᾿ αὐτήν καί πάνω ἀπό αὐτήν, καί θά ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει πέρα ἀπό αὐτήν.7

Κατά τήν θεία ἔνδοξο Μεταμόρφωση, ἐπίσης, ἔχουμε τήν ἐμφάνιση τῶν δύο Προφητῶν, Μωυσέως καί Ἠλία, ὡς ἐκπροσώπων τοῦ Νόμου καί τῶν Προφητῶν. Κοντά στούς «προκρίτους τῆς χάριτος»βρίσκονται καί οἱ «πρόκριτοι τοῦ νόμου» γιά νά φανεῖ ἀρίδηλα ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁἈρχηγός καί τό κέντρο τῶν δύο Διαθηκῶν, ὁ Κύριος τοῦ Νόμου καί τῆς Χάριτος καί νά δηλωθεῖ ἡ μυστική ἐνότητα τῶν δύο Διαθηκῶν, Παλαιᾶς καί Καινῆς. Ὑπάρχει καί μιά ἐκπληκτική διατύπωση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ σέ ὁμιλία του στήν Μεταμόρφωση, περί συνδέσεως τῶν δύο Διαθηκῶν. Σήμερα, λέγει, στόν Παρθένο τῆς Νέας Διαθήκης, ὁ Παρθένος τῆς Παλαιᾶς εὐαγγελίζεται τόν Παρθένο Υἱό τῆς Παρθένου Μητέρας. Δηλαδή ὁ Ἠλίας εὐαγγελίζεται τόν Χριστό στόν Ἰωάννη. «Σήμερον τῷ παρθένῳ τῆς Νέας, ὁ παρθένος τῆς Παλαιᾶς, τόν ἐκ παρθένου παρθένον εὐαγγελίζεται Κύριον».8 Ἀξιοπρόσεκτο ἐπίσης εἶναι τό γεγονός ὅτι οἱ δύο μεγάλοι Προφῆτες πού ἐμφανίσθηκαν «ἐν δόξῃ» κατά τήν θεία Μεταμόρφωση καί συνομιλοῦσαν μέ τόν Κύριο εἶναι αὐτοί οἱ πνευματέμφοροι ἄνδρες πού εἶδαν στήν ἐπίγεια ζωή τους τήν Δόξα τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ μέν Μωυσῆς, ἐπάνω στό Σινᾶ, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τή θεία Γραφή, εἰσῆλθε στόν γνόφο«οὐ ἤν ὁ Θεός».9 Ὁ δέ ἄλλος, ὁ εἰσέτι ζωντανός καί πύρινος Προφήτης Ἠλίας εἶδε τήν Δόξα τοῦ Θεοῦ στήν «φωνή αὔρας λεπτῆς».10 Θά μπορούσαμε ἀκόμη νά ὑπενθυμίσουμε πώς αὐτή ἡ παράδοξη ἐμφάνιση τῶν δύο Προφητῶν κατά τήν θεία Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου ἐπιβεβαιώνει περίτρανα τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας στήν μετά θάνατον ζωή. Ὁ Μωυσῆς εἶχε ζήσει περισσότερα ἀπό χίλια τριακόσια χρόνια πρίν ἀπό τήν Γέννηση τοῦ Κυρίου καί ὁ Ἠλίας πάνω ἀπό ὀκτακόσια. Καί ὅμως, ἐμφανίστηκαν ζωντανοί στό Θαβώρ, «συλλαλοῦντες τῷ Ἰησοῦ».11

Ὁ Μεταμορφωθείς Κύριος, ὁ Ὁποῖος εἶναι τό θεῖον Ἀρχέτυπο τοῦ ἀνθρώπου, ἐπάνω στό Θαβώρ ἀπεκάλυψε «τό ἀρχέτυπον κάλλος τῆς εἰκόνος»12 καί ἐφανέρωσε τήν θεϊκή Του Δόξα ἐνώπιον τῶν τριῶν προκρίτων Μαθητῶν. Οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου δέν μπόρεσαν νά ἀντέξουν αὐτή τήν ὑπερκόσμια ἐμπειρία, τήν ἀπαστράπτουσα θείαν λαμπρότητα καί ὅπως μᾶς δαβεβαιώνει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος, «ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα».13

Αὐτή ἡ φανέρωση τῆς θεϊκῆς Δόξης εἶναι οὐσιαστικά φανέρωση «ἐν δυνάμει» τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καί ἡ Βασιλεία συνδέεται πάντοτε μέ τόν Βασιλέα καί δέν μπορεῖ νά χωριστεῖ ἀπό αὐτόν. Ὅπου ὁ Βασιλεύς, ἐκεῖ καί ἡ Βασιλεία. Εἶναι πολύ σημαντικό νά κατανοηθεῖ ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού εἶδαν ἔκθαμβοι οἱ Μαθηταί τοῦ Κυρίου στό Θαβώρ ἦταν ἡ φανέρωση τῆς θεουργηθεῖσης ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Εἶδαν δηλαδή ἕνα ἤδη συντελεσμένο γεγονός. Δέν ἦρθε τότε κάτι πού δέν ὑπῆρχε προηγουμένως, ἀλλά φανερώθηκε αὐτό πού ὑπῆρχε καί θά ὑπάρχει πάντοτε. Ἡ φωτεινή ἐπιφάνεια στό ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως ἀποτελεῖ μιά ἀποκαλυπτική ἐκδήλωση τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσλήμματος. Καί εἶναι γεγονός ὅτι «ὅπως τό Ἄκτιστο Φῶς, πού φανερώθηκε κατά τήν Μεταμόρφωση στούς Μαθητές, ὑπῆρχε ἐξαρχῆς καί παραμένει αἰώνια στή θεανθρώπινη ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού ἦρθε στόν κόσμο μέ τόν Χριστό, φανερώνεται μερικές φορές στούς πιστούς, ὡς προανάκρουσμα τοῦ Μέλλοντος Αἰῶνος».14

Εἶναι γνωστόν ὅτι κατά τήν δογματική Διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως τήν ἐκφράζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἡ ἀνθρώπινη φύση ἐθεώθη ἀπό τήν ὑποστατική ἕνωση καί κοινωνία της μέ τόν Θεό Λόγο, ἡ ὁποία ἕνωση ἔλαβε χώρα τή στιγμή τῆς συλλήψεως τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν ἡγιασμένη γαστέρα τῆς Παναγίας. Τότε ἀκριβῶς, ἡ θεότητα, σύμφωνα μέ τήν Δογματική, ἐθέωσετήν ἀνθρώπινη φύση. Καί κατά τήν Μεταμόρφωση στό Θαβώρ φανερώνεται στούς Μαθητές αὐτό ἀκριβῶς τό γεγονός, δηλαδή ἡ θεουργηθεῖσα ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν πρόσληψή της ἀπό τόν Θεό Λόγο.

Ἐπιπλέον, σημειώνεται ἡ θεολογική ἀλήθεια ὅτι κατά τήν Φρικτή Μεταμόρφωση τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἐπέλαμψε τό φῶς τῆς θεότητος, τό ὁποῖο ἐλάμπρυνε τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου, αὐτή ἡ ὁποία εἶναι ἡ πηγή τοῦ φωτός καί τῆς ἀκτίστου Χάριτος. Ὑπάρχει βεβαίως τό ἐρώτημα, πῶς μπόρεσαν, χοϊκά μάτια νά δοῦν τό φῶς, νά κατοπτεύσουν τά «ὑπέρ φύσιν»; Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τούς σωματικούς ὀφθαλμούς νά δεῖ τό ἄκτιστο, τό αἰώνιο καί ἄχρονο, τό ἄπειρο καί ἀπερίγραπτο; Ἔχουμε ἐν προκειμένῳ τήν Πατερική, θεολογική ἀπάντηση. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὁμιλεῖ γιά «μετασκευή» τῶν ὀφθαλμῶν τῶν Μαθητῶν, ὥστε νά δοῦν τό φῶς, τό ὁποῖο, ὡς ἄκτιστο εἶναι κατ᾿ οὐσίαν διάφορο ἀπό κάθε κτιστό φῶς. Ὁ Ἁγιορείτης μεγάλος καί ἐμπειρικόςθεολόγος15 γράφει ὅτι οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι, μέ μιά ἁγιοπνευματική ἐναλλαγή τῶν αἰσθήσεωνμπόρεσαν καί εἶδαν τό ἄκτιστο, Θαβώριο φῶς, τό ὁποῖο ὁ ἴδιος ἀποκαλεῖ «προοίμιον τῆς Βασιλείας». Οὔτε τό φῶς, λέγει, ἦταν αἰσθητό, οὔτε οἱ Μαθητές τό εἶδαν μέ αἰσθητούς ὀφθαλμούς, ἀλλά μέ ὀφθαλμούς πού εἶχαν πρωτίστως μετασκευαστεῖ μέ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.«Οὐκοῦν, οὐδέ τό φῶς ἐκεῖνο αἰσθητόν, οὐδέ οἱ ὁρῶντες αἰσθητικοῖς ἁπλῶς ἑώρων ὀφθαλμοῖς, ἀλλά μετασκευασθεῖσι τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος. Ἐνηλλάγησαν οὖν, καί οὕτω τήν ἐναλλαγήν εἶδον».16 Ἔτσι, ὁ θεοφόρος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔρχεται νά μᾶς διασαφίσει ὅτι ἡ θέα τοῦ Θεοῦ, ἡ κατόπτευση τοῦ ἀκτίστου φωτός τῆς Χάριτος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἱκανώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Παράκλητο. Αὐτό ἔλαβε χώρα κατά τήν Μεταμόρφωση. Πρόκειται δηλαδή περί Μεταμορφώσεως τῶν Μαθητῶν ἐπάνω στό Θαβώρ, προκειμένου νά δοῦν τό θεῖον φῶς.

Στόν Δ΄ Ἀντιρρητικό λόγο του ὁ ἁγιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Γρηγόριος θά ἐπανατονίσει τήν ἴδια θεολογική θέση, παρουσιάζοντας σχετική γνώμη τοῦ πρό αὐτοῦ μεγάλου θεολόγου, ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ. Ὁ ἱερός Μάξιμος, γράφει ὅτι οἱ μύσται τοῦ Λόγου καί Μαθηταί ἀνεβιβάσθησαν ἀπό τήν σάρκα στό πνεῦμα μέ τήν μεταβολή τῶν αἰσθήσεων τήν ὁποῖα ἐνήργησε σ᾿ αὐτούς τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Καί μετά ἀπό τήν παράθεση αὐτῆς τῆς θέσεως, ἐρωτᾶ ἀποφαντικῶς ὁ Ἀθωνίτης θεολόγος, Γρηγόριος: «Ὁρᾶς ὡς Πνεῦμα γεγονότας καί Πνεύματι ὁρῶντες ἐκεῖνο ἐθεάσαντο το φῶς»; Βλέπεις ὅτι εἶδαν ἐκεῖνο τό φῶς, ἀφοῦ ἔγιναν πνεῦμα καί εἶδον μέ Πνεῦμα; Πάντως, κατά τόν αὐτόν Πατέρα, τό φῶς δίδεται σέ ὅσους τό ζητοῦν, κατά τό μέτρο τοῦ καθενός καί μπορεῖ νά εἶναι μικρή ἤ μεγάλη ἡ ἐμπειρία τοῦ φωτός, ἀνάλογα μέ τήν ἀξία αὐτῶν πού τή δοκιμάζουν. «Καί τό μέν θεῖον τοῦτο φῶς, μέτρῳ δίδοται, καί μᾶλλον καί ἧττον ἐπιδέχεται, κατά τήν ἀξίαν τῶν ὑποδεχομένων ἀμερίστως μεριζόμενον»17…

Αὐτό τό θεῖον φῶς τῆς Μεταμορφώσεως πού περιβάλλει τόν Κύριο καί τούς Μαθητές καί εἶναι Χάρις καί ἄκτιστη ἐνέργεια Θεοῦ, ὁ ἐκ τῆς Δύσεως Βαρλαάμ Καλαβρός, ἐκπροσωπώντας τήν θεολογική ἀλλοίωση τοῦ δυτικοῦ κόσμου ἐξελάμβανε ὡς κτιστό. Τό θεωροῦσε ὡς ἀστραπή πού γίνεται καί ἀπογίνεται, δηλαδή ἕνα «σύμβολο», ἕνα φαινόμενο περιορισμένο μέσα στό χῶρο καί τόν χρόνο. Τότε ἀκριβῶς, τόν 14ο αἰῶνα ἔλαβε χώρα ἡ μεγάλη μάχη περί τοῦ φωτός καί περί τοῦ μεθεκτοῦ τοῦ Θεοῦ. Στήν κορυφαία αὐτή θεολογική σύγκρουση τῶν δύο κόσμων, πρωτοστάτης ὑπῆρξε ὁ Κορυφαῖος τῶν Ἡσυχαστῶν, ὁ φωτόμορφος Πατήρ, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, αὐτός ὁ βιωματικός καί ὄχι διανοούμενος διδάσκαλος, ὁ «κῆρυξ τῆς Χάριτος καί τοῦ φωτός». Οἱ ἀγῶνες τοῦ Ἁγίου ἱεράρχου ὑπῆρξαν ἀνυπέρβλητοι! Ἔπρεπε νά θεολογηθεῖ ἀπλανῶς ἡ φύση τοῦ Θαβωρίου φωτός καί νά ἐξασφαλισθεῖ ἁγιοπνευματικά τό δυνατόν τῆς σωτηρίας καί θεώσεως πού συντελεῖται μέ τή μετοχή στήν ἄκτιστη Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Αὐτή τή δυνατότητα τῆς σωτηρίας καί θεώσεως ἀπέκλειαν οἱ ὀρθολογιστές τῆς Δύσεως, ἀφοῦ ταύτιζαν οὐσία καί ἐνέργεια στόν Θεό. Ἡ διαφοροποίηση τούτη δέν εἶναι καθόλου ἀσήμαντη! Διότι, κατά τούς παπικούς, ὁ Θεός εἶναι ἕνας ἥλιος ὁ ὁποῖος κρατάει «γιά τόν ἑαυτό του» τό φῶς καί τήν λαμπρότητα καί δέν τά ἐξαποστέλλει στή γῆ. Ἀντίθετα, κατά τήν ὀρθόδοξη Θεολογία ὅπως τήν ἐξέφρασε ὁ ὑψίνους Παλαμᾶς, ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης Κύριος εἶναι «τοῖς πᾶσι μεθεκτός», ἀφοῦ οἱ θεῖες ἀκτῖνες-ἐνέργειές Του ἔρχονται δραστικῶς πρός ἐμᾶς. Οἱ θεῖες, ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Νοητοῦ Ἡλίου «πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν», ἔγραφε τόν 4ο αἰῶνα ὁ οὐρανοφάντωρ Μ. Βασίλειος καί μᾶς περιλάμπουν, φωτίζουν καί θεώνουν χαρισματικῶς. Ἡ Διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιά τήν φύση τοῦ Θαβωρείου φωτός κατοχυρώθηκε Συνοδικῶς, στίς λεγόμενες ἡσυχαστικές Συνόδους τοῦ 14ου αἰῶνος καί ἔγινε ὁμολογία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀκοῦμε κάθε χρόνο στό γνωστό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας» πού διαβάζουμε τήν Α΄Κυριακή τῶν Νηστειῶν.18

Πέραν τῶν ὅσων ἀκροθιγῶς τονίστηκαν, εἶναι ἀνάγκη νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου, κατά τήν ὁποία ὁ Θεάνθρωπος ἐπάνω στό Θαβώρ «ἀνοίγει παράθυρο» στόν κόσμο τῆς Βασιλείας Του, δέν ἀποτελεῖ μόνο ἕνα ἱστορικό γεγονός, ἀλλά καί ἐσχατολογικό. Δέν ἔχει δηλαδή μόνο ἱστορική διάσταση, ἀλλά καί ἐσχατολογική. Τό γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως ὑπογραμμίζει τήν ἐσχατολογική σπουδαιότητα πού ἔχει τό ἀνθρώπινο σῶμα γιά τήν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία. Στό Ὄρος Θαβώρ, κατά τήν Φρικτή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἡ θεία δόξα φανερώνεται καί διά τοῦ σώματος καί οἱ Μαθηταί βεβαιώνονται ὅτι «ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς».19 Ὁμοίως καί γιά τούς πιστούς, ἡ μεταμόρφωση καί ἡ χαρισματική θέωσή τους δέν εἶναι μόνο γεγονός πνευματικό, ἀλλά καί σωματικό. Δηλαδή θεοῦται ὁ καθόλου ἄνθρωπος, καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα, ὅπως τονίζει πάλι ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Καί ὁ Ὁμολογητής Μάξιμος θά γράψει ὅτι «τό σῶμα συνθεοῦται τῇ ψυχῇ, κατά τήν ἀναλογοῦσαν αὐτῷ μέθεξιν τῆς θεώσεως».20 Ἔτσι, ἡ Μεταμόρφωση, ἐπισημαίνει τήν Δευτέραν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ21, ὅταν θά φανερωθεῖ «ἐν τῆ αὐτῇ δόξῃ», ὅπως καί στό Θαβώρ, φέροντας τό δεδοξασμένο σῶμα τῆς Ἀναστάσεως. Προεικονίζει δέ τήν κηρυττομένη Ἀνάσταση τῶν Νεκρῶν22, οἱ ὁποῖοι θά ἀναστηθοῦν φέροντες σώματα φωτεινά, ὅπως ἐκεῖνο τοῦ Ὄρους τῆς Μεταμορφώσεως. Ὁ μεγάλος βυζαντινός θεολόγος, Γρηγόριος Παλαμᾶς θά γράψει καί πάλι ὅτι«τό μέγα θέαμα τοῦ φωτός τῆς τοῦ Κυρίου Μεταμορφώσεως, τῆς ὀγδόης, ἤτοι τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ἐστί τό μυστήριον».23

Ἡ Μεταμόρφωση, ἀκόμη, δείχνει τόν σκοπό τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός ὁ σκοπός δέν εἶναι μιά ἁπλή βελτίωση τῶν ἠθῶν, ἀλλά ἡ προσωπική ἀνάβαση τοῦ κάθε πιστοῦ στό πνευματικό Θαβώρ, ὅπου θά δεῖ τήν «Δόξαν τοῦ Θεοῦ», θά δεχθεῖ τήν κατά Θεόν ἀλλοίωση, θά «προσλάβει φῶς» καί θά μεταρσιωθεῖ ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό Δοξαστικό τῆς Λιτῆς τῆς Ἑορτῆς (ψαλλόμενο μάλιστα στόν πανηγυρικό ἦχο πλ. τοῦ α΄) ἐκφράζει ἀκριβῶς αὐτή τήν πραγματικότητα καί τή θεία στοχοθεσία. Λέγει ὁ θεολογικώτατος ὕμνος: «Δεῦτε ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου, καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, καὶ θεασώμεθα τὴν δόξαν τῆς Μεταμορφώσεως αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ Πατρός, φωτὶ προσλάβωμεν φῶς, καὶ μετάρσιοι γενόμενοι τῷ πνεύματι, Τριάδα ὁμοούσιον ὑμνήσωμεν εἰς τοὺς αἰῶνας». Ἡ φράση «φωτί προσλάβωμεν φῶς» ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, καθόσον ἡ θεία, ἄπλετος φωτοχυσία περιλάμπει τόν ἄνθρωπο, τόν ἀλλοιώνει ἐν Πνεύματι, τόν καθιστᾶ ὅπως λέμε «πνευματικόν» μέ τήν θεολογική ἔννοια τοῦ ὅρου· ὄχι διανοητικά καί λογικά καλλιεργημένο, ἀλλά κατά Θεόν πεφωτισμένο. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά ἀκολουθοῦμε τήν προτροπή τῶν Ἁγίων καί ἐν προκειμένῳ τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος μετά ἀπό μία ὁμιλία πού ἐξεφώνησε στό ποίμνιό του στήν Θεσσαλονίκη περί τοῦ φωτός, ἔδωσε αὐτή τήν πατερική προτροπή: «ὁδεύσωμεν τοίνυν προς τήν λάμψιν τοῦ φωτός ἐκείνου». Ἄς προχωρήσουμε πρός τήν λάμψη τοῦ θείου φωτός.

Εἶναι ἀνάγκη, τέλος, νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι «ἡ προσωπική Μεταμόρφωση τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας ἀποτελεῖ τόν προάγγελο καί τῆς δικῆς μας μεταμορφώσεως ἀπό τή μεταπτωτική κατάσταση τῆς φθορᾶς πού βιώνουμε, ὡς μέτοχοι τῆς πεπτωκυΐας ἀνθρωπίνης φύσεως».24 Γι᾿ αὐτή τήν πνευματική «ἐπί τά βελτίῳ» μεταμόρφωση τῶν πιστῶν κάνει λόγο ὁ θεορρήμων Παῦλος στό ἐντυπωσιακό ἐκεῖνο χωρίο: «ἡμεῖς δέ οἱ πάντες ἀνακεκαλυμμένω προσώπῳ τήν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τήν αὐτήν εἰκόνα μεταμορφούμεθα ἀπό δόξης εἰς δόξαν, καθάπερ ἀπό Κυρίου Πνεύματος».25 Αὐτό ἐφαρμόζεται μέσα στόν κόσμο ἀπό τούς δούλους τοῦ Θεοῦ, τούς ἀγωνιστάς τῆς ἀρετῆς. Κυρίως ὅμως πραγματώνεται στόν Ὀρθόδοξο Μοναχισμό, μέσα στά πλαίσια τοῦ ὁποίου σημειώνονται ἀναβάσεις «ἀπό δόξης εἰς δόξαν», σέ μιά πορεία ἀνοδική καί μεταμορφωτική, ἐν μέσῳ ὠδίνων καί ὀδυνῶν. Θαβώρ καί Μοναχισμός συνδέονται ἄρρηκτα καί θαυμαστά. Γιά τούς ἀφιερωμένους στόν Θεό ὀρθοδόξους Μοναχούς, ἡ Ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως εἶναι μιά πολύ μεγάλη καί φαεσφόρος Ἐορτή. Ἔχει γραφεῖ ὅτι ἡ Μεταμόρφωση εἶναι τό «Πάσχα τῶν Μοναχῶν»! Οἱ πραγματικοί Μοναχοί, «εὐφραινόμενοι καί μεθύοντες τῷ Πνεύματι» ὅπως θά ἔλεγε ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος26, χρησιμοποιώντας τήν κατά Θεόν ἄσκηση ὡς «ἐργαλεῖο» γιά τήν κάθαρση, εἰσχωροῦν μέ μέθεξη ψυχῆς καί παφλασμούς θείας ἀγάπης στά «ἄδυτα» τοῦ θείου, ἀποφατικοῦ Μυστηρίου τῆς «ὀγδόης ἡμέρας» καί ἀξιώνονται τῆς θέας τοῦ Θαβωρείου φωτός. Ἄγνωστα εἶναι ὅλα αὐτά στούς ἐν τῷ κόσμῳ Χριστιανούς. Ἀλλά αὐτά τά «ἄγνωστα» συνιστοῦν τήν πεμπτουσία τῆς Πίστεώς μας καί αὐτά κηρύττει ἡ Ἐκκλησία διαχρονικῶς! Δέν διδάσκει μιά στεῖρα ἠθικολογία (πού μπορεῖ νά ὑπάρχει καί σέ διάφορα θρησκεύματα ἤ ἰδεολογίες), οὔτε ἕναν καθωσπρεπισμό ἤ ἀκτιβισμό, ἀλλά φανερώνει τήνὀντολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ. Αὐτή συνίσταται στήν διά τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος ἐπίτευξη τῆς θεωρία τοῦ φωτός. Ὄλες οἱ ἀρετές καί οἱ ἐντολές συντείνουν στήν ἐντός τοῦ ἀνθρώπουἐπενέργεια τῆς Χάριτος, σέ ὅποιο μέτρο μπορεῖ κανείς νά τήν ἀξιωθεῖ, ἔστω καί ὡς κάθαρση ἀπό τά πάθη. «Σκοπός τῆς πνευματικῆς ζωῆς, εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», θά μᾶς πεῖ ὁ κυριολεκτικά λουσμένος στό Θαβώριον φῶς, Ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ.

Εἴθε νά μεταμορφωθοῦμε ἐν Χριστῷ καί νά βιώσουμε ὅλοι «ὅσον ἔνεστιν» ὑπαρξιακά τήν Δόξαν τοῦ Θαβωρίου φωτός, ὡς ἐσχατολογική πρόγευση τῶν ἐπουρανίων καί ἀτελευτήτων ἀγαθῶν, «ἅ ἠτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν».27

______________________________________________________


1 Τροπάριον τοῦ Κανόνος τῆς Ἑορτῆς, Ἑννάτη Ὠδή, Β΄Κανών.
2 MPG. 96, 548 C.
3 Βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, Περιοδικό «Ὀρθόδοξη Μαρτυρία» (Κύπρου), ἀρ. 49/ Ἄνοιξη-Καλοκαίρι 1996.
4 Μάρκ. 9, 1.
5 MPG. 123, 577.
6 Μάρκ. 9, 2.
7 Γ. Μαντζαρίδη ὅπου π. Ἡ Μεταμόρφωση…
8 ΕΠΕ, 9, 12.
9 Ἔξοδ. 20, 21.
10 Γ΄ Βασιλ. 19, 12.
11 Μάρκ. 9, 4.
12 Α΄ Τροπάριον τῆς Λιτῆς
13 Ματθ. 17, 6.
14 Γ. Μαντζαρίδη, ὅπου π. Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος…
15 «Ταῦτα ὑπό τῶν Γραφῶν ἐδιδάχθημεν, ταῦτα παρά τῶν ἡμετέρων Πατέρων παρελάβομεν.ταῦτα διά τῆς μικρᾶς ἔγνωμεν πεῖρας». Βλ. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἁγιορειτικός Τόμος,Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1957-1963, τόμ. Δ', σελ. 192.
16 Ὁμιλία ΛΔ΄, Εἰς τήν Σεπτήν Μεταμόρφωσιν…, ΕΠΕ, 10, 374.
17 MPG. 151, 448 B.
18 «Τοῖς φρονοῦσι καί λέγουσι, τό λάμψαν ἀπό τοῦ Κυρίου ἐπί τῆς θείας αὐτοῦ Μεταμορφώσεως φῶς,ποτέ μέν εἶναι ἴνδαλμα, και κτίσμα, και φάσμα ἐπί βραχύ φανέν, και διαλυθέν παραχρῆμα…μή ὁμολογοῦσι δέ, κατά τάς τῶν Ἀγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα, μήτε κτίσμα εἶναι τό θειότατον ἐκεῖνο φῶς, μήτε οὐσίαν Θεοῦ, ἀλλ᾿ ἄκτιστον καί φυσικήν χάριν καί ἔλλαμψιν καί ἐνέργειαν, ἐξ αὐτῆς τῆς θείας οὐσίας ἀχωρίστως ἀεί προϊοῦσαν, ΑΝΑΘΕΜΑ».
19 Κολ. 2, 9.
20 Κεφ. Γνωστικά, 2, 88, MPG. 90, 1168A.
21 Βλ. τροπάρια Κανόνος τοῦ Ὄρθρου τῆς Ἑορτῆς: «Ἵνα δείξῃς ἐμφανῶς τήν ἀπόρρητον δευτέραν κατάβασιν, ὅπως ὁ Ὕψιστος Θεός ὀφθήσῃ ἐστώς ἐν μέσῳ θεῶν, τοῖς Ἀποστόλοις ἐν Θαβώρ, Μωσεῖ σύν Ἠλίᾳ τε ἀρρήτως ἔλαμψας».( Ὠδή Ἑννάτη).
22 Βλ. Β΄ Ἰδιόμελο τοῦ ἐσπερινοῦ: «Δεῖξαι βουλόμενος τῆς Ἀναστάσεως την λαμπρὀτητα».
23  Ὁμιλία ΛΔ΄, 6.
24 Βλ. Λ. Σκόντζου, «Ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος» (Ἄρθρο).
25 Κορ. Β΄, 3, 18.
26  Ὁμιλίαι πνευματικαί, 18, 7, MPG. 34, 640 B.
27 Α΄Κορ. 2, 9.



Ο ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΟΖΕΒΙΤΗΣ ΕΚ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ (5 Αὐγούστου)

 ioan hoz 1


ΕΠΙ ἱερᾷ μνήμῃ τοῦ νέου Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Χοζεβίτου τοῦ Ρουμάνου, δημοσιεύουμε ἕνα σύντομο ἀφιερωματικὸ κείμενο, τὸ ὁποῖο ἐγράφη ἀπὸ τὸν γνωρίσαντα αὐτὸν ἤδη μακαριστὸ Μοναχὸ π. Παῦλο Ἁγιοταφίτη τὸν Κύπριο, δημοσιευθὲν σὲ δύο συνέχειες στὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο» τὸ ἔτος 1969, καὶ ἐπίσης δύο ἐνδεικτικὰ Ποιήματά του σὲ ἑλληνικὴ μετάφρασι. 

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, κατὰ κόσμον Ἠλίας Ἰακώβ, γεννήθηκε στὴν Ρουμανία τὸ 1913 καὶ νέος ἔγινε Μοναχός. Μετέβη στοὺς Ἁγίους Τόπους γιὰ νὰ ἀκολουθήση ἀνενόχλητα τὸ Πάτριο Ἡμερολόγιο, τοῦ ὁποίου ὑπέρμαχος ὑπῆρξε σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς συντόμου ἐπιγείου ζωῆς του. Στοὺς Ἁγίους Τόπους διεκρίθη ὡς Ἐρημίτης καὶ Ἀσκητής. Ἄν καὶ ἔλαβε τὴν Ἱερωσύνη ἀπὸ Ἀρχιερέα τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων τὸ 1947, διατελοῦσε ἐν ἀπομονώσει καὶ ἀπέφευγε τὴν ἐκκλησιαστκὴ συγκοινωνία, γιὰ νὰ μὴ ὑποπέση ἐξ ἀγνοίας σὲ κάποια σχέσι μὲ τοὺς Καινοτόμους καὶ Οἰκουμενιστάς. Ἐκοιμήθη στὶς 5.8.1960, σὲ ἡλικία μόλις 47 ἐτῶν, καὶ ἐτάφη στὸ Σπήλαιο τῆς Ἀσκήσεώς του, στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης στὴν Μονὴ Χοζεβᾶ παρὰ τὴν Ἰεριχώ.

Τὸ 1980 ἔγινε Ἀνακομιδὴ τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου του, τὸ ὁποῖο εὑρέθη παντελῶς ἄφθαρτο καὶ εὐῶδες! Ἔκτοτε ἐτέθη εἰς προσκύνησιν στὸ Καθολικὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Χοζεβᾶ. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἔκανε καὶ Θαύματα εἰς πίστωσιν τῆς Ἁγιότητός του.

Ἡ Ἀδελφὴ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας τιμοῦσε Αὐτὸν ἀνέκαθεν ὡς σύγχρονο Ὁμολογητὴ καὶ Ἀσκητὴ Ὅσιο, ἡ δὲ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας τῆς Ἑλλάδος ἀπεδέχθη Συνοδικῶς τὴν ἐπίσημο τιμή του ὡς Ἁγίου ἀπὸ τοῦ παρελθόντος ἔτους.

Εἴθε οἱ ἅγιες πρεσβεῖες του νὰ στηρίζουν ἅπαντας στὴν ὁδὸ τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ἀρετῆς! 


Ο ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ


Ὑπὸ π. Παύλου Μοναχοῦ Ἁγιοταφίτου


ioanxoz[...] ΕΙΣ τῶν εὐλαβεστέρων Πατέρων, τοὺς ὁποίους συνεβουλευόμην, ἤδη κοιμηθεὶς πρὸ δεκαετίας, ἦτο ὁ Ἱερομόναχος Ἰωάννης, Ρουμᾶνος τὴν καταγωγήν, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἔζησεν ἔτη πολλὰ μετὰ τῶν Ἑλλήνων, ἡ ὁμιλία καὶ ἡ Λειτουργία του ἦτο καθαρῶς Ἑλληνική. Κατὰ τὴν εὐλάβειαν καὶ σοβαρότητα καὶ παντελῆ ἀποφυγὴν τῶν περιττῶν καὶ ἀναρμοδίων εἰς Μοναχοὺς ὁμιλιῶν καὶ ἐνασχολήσεων, δὲν συνήντησα πολλοὺς ὁμοίους εἰς ὅλον τὸν κόσμον, ὅπου περιώδευσα.

Μείνας ὀρφανὸς καὶ ἀπολαύσας τὰ «ἀγαθὰ» τῆς... κακῆς μητρυιᾶς, ἐγνώρισε παιδιόθεν τὰς θλίψεις ἐν ὑπομονῇ. Διαμείνας ἔτη τινὰ εἰς τὸ Μοναστήριον Νεάμτζου τοῦ Ἁγίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ, ὅπου διετέλεσε Βιβλιοθηκάριος, ἀνεχώρησεν ἐκ Ρουμανίας ἕνεκα τοῦ Νέου Ἡμερολογίου καὶ ἄλλων λόγων καὶ ἦλθεν εἰς προσκύνησιν τῶν Ἁγίων Τόπων, ὅπου καὶ διέμεινε πολλὰ ἔτη εἰς τὴν Λαύραν τοῦ Ἁγίου Σάββα. Ὤν φιλάσθενος πάντοτε ὁ ἴδιος καὶ ἔχων ἀρκετὰς γνώσεις νοσοκόμου, μὲ συμπάθειαν καὶ ὑπομονὴν καὶ ἀγαθότητα καὶ ἀγάπην ὑπηρέτησε τοὺς γέροντας καὶ ἀσθενεῖς μὲ ζῆλον καὶ ἀδελφικὸν ἐνδιαφέρον, ἐκεῖ δὲ καὶ ἐχειροτονήθη.

Ἔτη τινὰ διέμεινε παρὰ τὸν Ἰορδάνην καὶ εἰς ἀπόκρημνον λαξευτὸν σπήλαιον τῆς περὶ τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Γερασίμου ἐρήμου τοῦ Ἰορδάνου, μέχρι τοῦ τελευταίου παγκοσμίου πολέμου. Ἕνεκα τούτου ὑποχρεωθεὶς νὰ ἀναχωρήσῃ ἐκεῖθεν, διέμεινεν ἀκολούθως εἰς τὴν Μονὴν Χοζεβᾶ καὶ εἰς τὴν ἐντὸς στενῆς χαράδρας καὶ παρὰ τὴν Μονὴν ταύτην Σκήτην τῆς Ἁγίας Ἄννης μέχρι τῆς κοιμήσεώς του.

Ἡ εὐλάβεια, ἡ συστολή, ἡ προσοχή του εἰς ἑαυτὸν δὲν ἀπαντῶνται εὐκόλως σήμερον. Οὐδέποτε τὸν ἤκουσα ἐπιδιδόμενον εἰς τὴν ἄσκοπον φλυαρίαν καὶ πολυλογίαν, τὸ προχειρότερον ἀλλ’ ὄχι τὸ μικρότερον τοῦτο παράπτωμα. Ἄν ποτε παρενέπιπτεν ἀργολογία, ἤ καταλαλιά, ἤ ἤλλασσε τὴν ὁμιλίαν ἤ ἀνεχώρει. Οὐδὲ ἅπαξ ἠκούσθη λέγων καὶ τὸ πλέον «ἀθῶον ἀστεῖον» ἤ γελῶν πέραν τοῦ συνεσταλμένου μειδιάματος. Τὸ βλέμμα του δὲν «ἐχόρτανε» ποτὲ εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου ἤ τοῦ συνομιλητοῦ του, ἀλλ’ ὀλίγον πρὸς τὰ κάτω βλέπων ὡμίλει βραδέως μὲ εὐλάβειαν καὶ ἡσυχίαν.

Συνήθως ἀπέφευγε νὰ συλλειτουργῇ μὲ ἄλλους διὰ τὸν λόγον ὅτι ἐπόθει ν’ ἀναγινώσκῃ τὰς εὐχάς, ἰδίᾳ τὰς μυστικάς, ἀργῶς καὶ μὲ κατάνυξιν, ἐνῷ οἱ ἄλλοι «βιάζονται». Τὸ Ψαλτήριον, ὡς ἔλεγε, προετίμα ν’ ἀναγινώσκῃ εἰς τὴν Ἑλληνικήν, διότι εὕρισκεν εἰς αὐτὸ ἰδιαιτέραν τινὰ χάριν παρὰ εἰς τὴν Ρουμανικὴν μετάφρασιν.

Πῶς ἀκριβῶς δῆγεν ἐν τῷ κελλίῳ εἶναι ἄγνωστον, διότι ἑκάστου ἡ διαμονὴ ἦτο κατάμονος μετὰ μόνου τοῦ Θεοῦ. Πολλὴν ὑπομονὴν εἶχεν εἰς τὸν ἐγκλεισμόν· ἄν καὶ φιλάσθενος, εἰς τὰς πόλεις δὲν ἐξήρχετο καὶ εἰς ἰατροὺς δὲν προσέφευγεν, ἀρκούμενος εἰς ἅς ἐγνώριζε θεραπείας καὶ εἰς τὴν ἐμπιστοσύνην πρὸς τὸν Θεόν.

Τὰ τελευταῖα 6 ἔτη τὸ μόνον ταξίδιόν του ἦτο ἀπὸ τοῦ σπηλαίου του μέχρι τοῦ ἰδικοῦ μου (εἰς 50 περίπου μέτρων ἀπόστασιν ἀλλὰ κρημνώδη) διὰ τὴν τέλεσιν Θ. Λειτουργίας.
Πολιτικὰς ἐφημερίδας δὲν ἀνεγίνωσκεν εἰ μὴ ἄν θέμα τι ἦτο ἐκ τῶν ἀπασχολούντων αὐτὸν θρησκευτικῶς. Ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν «πατρικῶν παραδόσεων», παρηκολούθει κατὰ τὸ δυνατὸν τὰς «νεωτέρας κινήσεις», ἐλυπεῖτο καὶ ὤκτειρε τὴν κενότητα καὶ πτωχότητα τῶν καινοφανῶν πνευμάτων, τὰ ὁποῖα κατεβίβασαν τὴν θειότητα τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὰ μέτρα τῆς ἀνθρωπίνης συναλλαγῆς. Ἐφρόνει ὅτι ὅλοι οἱ ἀντίπαλοι τοῦ Θεοῦ, αἱ σκοτειναὶ δνάμεις, ὁ κομμουνισμός, ὁ παπισμός, ὁ μασσωνισμός, αἱ αἱρέσεις καὶ ὅλα τὰ ἐφευρήματα τῶν δαιμόνων εἶναι καπνός, οὐδεμίαν ἔχουσι δύναμιν, ἀλλὰ μόνον διὰ τῆς ἀληθοῦς ἐπιστροφῆς μας εἰς τὸν Θεὸν καὶ μόνον οὕτω ἀντιμετωπίζονται.

Ἔχων καὶ ποιητικὸν χάρισμα, λαμβάνων ἄπειρα θέματα ἐκ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς ὅλης ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, συνέτασσεν εἰς στίχους τὰ ἄγοντα εἰς θερμὴν κατάνυξιν, εἰς τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, εἰς ζῆλον τῆς Ορθοδοξίας, εἰς ἔπαινον τῆς ἀρετῆς, τὰ δάκρυα, τὴν ταπείνωσιν, τὴν νηπτικὴν προσευήν, περιστατικὰ ἐκ τῶν Βίων τῶν Ἁγίων, τῶν Μαρτύρων, τῶν Ὁσίων, ἐν γένει πᾶν ὅ,τι τρέφει ψυχὴν πεινῶσαν τὸν Θεόν. Ἐκ τούτων ἐξέδωσεν ἐσχάτως, διὰ βοηθειῶν, ὁ μαθητής του [Μοναχὸς Ἰωαννίκιος] ἕνα τόμον, κατὰ δὲ τοὺς εἰδότας τὴν γλῶσσαν, μόνον διὰ πνεύματος Θεοῦ ἠδύναντο νὰ ἐμπνευσθῶσι καὶ συνταχθῶσιν.

Βλ. ἐφημερ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», ἀριθ. φ. 109/10.10.1969, σελ. 2, καὶ ἀριθ. φ. 110/1.11.1969, σελ. 2.

ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

Ἐπίγραμμα

Ἄν ὁ νοῦς δὲν αἰωρεῖται
ψηλὰ στοὺς οὐρανοὺς καὶ στὸν θάνατο,
πολὺ εὔκολα περιπλανιέται
στὰ κενόδοξα λόγια.

Κι ὅταν δὲν ἀναπαύεται
τὸ ἔλεος μέσα μας τῆς εἰρήνης,
θὰ βροῦμε πάντοτε ἀφορμὴ
γιὰ φιλονικεῖες καὶ πολέμους.

Κι ὅταν γιὰ τὴν αὐτοεπίγνωσι
δὲν ἔχουμε φροντίδα
διαλαλοῦμε πλέον πάντοτε
μόνο τὰ ξένα ἔργα.

Στὴν Θύρα τοῦ Ἐλέους

(Προσευχὴ πρὸς τὴν Θεομήτορα)

Παναγία Μητέρα καὶ Παρθένε,
ἐλπὶς τῆς ψυχῆς μου
σὺ εἶσαι ἡ μεσίτριά μου
στὸν ἐλεήμονα Θεό.

Ἐὰν δὲν εἶχε στοὺς οὐρανοὺς ὁ κόσμος
συγγένεια ἀπὸ τὴν γῆ
τότε ἤθελε ἐρημωθῆ ἡ ζωή,
ὅπως ἀκριβῶς ἕνα μνῆμα.

Ἐὰν δὲν ἤσουν ἐσὺ ἡ ἄνοιξις
τοῦ νοητοῦ αἰῶνος
θὰ ἦταν πάντοτε χειμώνας
κι ὁ ἥλιος δὲν θὰ χαμογελοῦσε.

Ἐὰν δὲν ἀνέτειλες ἐσὺ τὴν χαραυγὴ
στὸν κοιμισμένο κόσμο,
τότε ἡ σκιὰ τοῦ θανάτου
θὰ ἦταν παντοτεινή.

Καὶ σήμερα, Πανάχραντε,
ποὺ ὅλοι ἀκολουθοῦμε τὸ κακό,
ἐὰν Σὺ δὲν προσευχηθῆς θερμὰ
μᾶς ἐγκαταλείπει ὁ Υἱός Σου.

Στεῖλε σημεῖα μετανοίας
στὸν ταραγμένο λαὸ
καὶ δυνάμωσέ μας τὴν πίστι
στὴν πλανεμένη μας ψυχή.
Λῦσε, Πανάμωμε Μητέρα,
τὰ δεσμὰ τῆς δουλείας
καὶ δώρισε ὑπομονὴ

στοὺς βασανισμένους Χριστιανούς!


Βλ. Ὁ Βίος καὶ τὰ Ποιήματα τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Χοζεβίτου, 1913-1960, Ρουμάνου ἡσυχαστοῦ στὴν κοιλάδα τοῦ Ἰορδάνου, ἔκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη, ἄ.χ. (1984), σελ. 68, 154-155.