† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ (Ομιλία Επισκόπου Γαρδικίου κ.Κλήμεντος)

 


Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

 
Ο τάφος του Λάζαρου
Ο τάφος του ΛάζαρουΤο εσωτερικό του τάφου. Δεξιά η σκάλα που κατεβαίνει είναι ο νεκρικός θάλαμος.

Το εσωτερικό του τάφου. Δεξιά η σκάλα που κατεβαίνει είναι ο νεκρικός θάλαμος. 

Το Σάββατο του Λαζάρου κατέχει ξεχωριστή θέση στο λειτουργικό ημερολόγιο. Δεν ανήκει στις σαράντα ημέρες της μετάνοιας της Μ. Τεσσαρακοστής ούτε και στις οδυνηρές ημέρες της Μ. Εβδομάδας, αυτές που αρχίζουν από τη Μ. Δευτέρα και τελειώνουν τη Μ. Παρασκευή. Μαζί με την Κυριακή των Βαΐων συνθέτουν ένα σύντομο χαρούμενο πρελούδιο των γεμάτων πόνο ημερών που ακολουθούν.

Δύο σημαντικά περιστατικά συνδέονται με τη Βηθανία: Εκεί ανέστησε τον Λάζαρο και από εκεί ξεκίνησε ο Ιησούς την πορεία και άνοδο Του προς τα Ιεροσόλυμα.

Η ανάσταση του Λαζάρου είναι ένα γεγονός που, όπως θα δούμε, έχει εξαιρετικά μεγάλη σημασία. Συνδέεται μυστηριωδώς με την Ανάσταση του Κυρίου μας και παίζει, ως προς αυτή, το ρόλο μιας έμπρακτης προφητείας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Λάζαρος μας παρουσιάζεται στο κατώφλι της Μ. Εβδομάδας αναστημένος, ως προάγγελος της νίκης του Χριστού επί του θανάτου, όπως ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, παραμονές των Θεοφανείων, προανήγγειλε τον Επιφανέντα Χριστό. Πέρα όμως από τον πρωταρχικό αυτό χαρακτήρα της, η ανάσταση του Λαζάρου έχει και κάποιες δευτερεύουσες πτυχές τις οποίες είναι χρήσιμο να εξετάσουμε:

Η ανάσταση του Λαζάρου αναγγέλλει την ανάσταση των νεκρών η οποία έρχεται ως συνέπεια της Αναστάσεως του Κυρίου: « Λάζαρον τεθνεώτα τετραήμερον ανέστησας εξ Άδου, Χριστέ, προ του σου θανάτου διασείσας του θανάτου το κράτος και δι’ ενός προσφιλούς την πάντων ανθρώπων προμηνύων εκ φθοράς ελευθερίαν». Το Σάββατο του Λαζάρου είναι, κατά κάποιο τρόπο, η εορτή όλων των νεκρών. Μας δίνει την ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε και να συγκεκριμενοποιήσουμε την πίστη μας στην Ανάσταση. Ο Κύριός μας, τονώνοντας το ηθικό της Μάρθας, μας δίνει σχετικά με τους κεκοιμημένους μας μια πολύτιμη διδασκαλία. Είπε στη Μάρθα: « Αναστήσεται ο αδελφός σου». Η Μάρθα απάντησε: « Γνωρίζω ότι ο αδελφός μου θα αναστηθεί κατά τη γενική ανάσταση της εσχάτης ημέρας». Και ο Ιησούς ανταπάντησε: « Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή». Η πίστη της Μάρθας ήταν ανεπαρκής σε δύο σημεία. Προέβαλε στο μέλλον, και μόνο στο μέλλον, την ανάσταση του αδελφού της και, δεύτερον, δεν αντιλαμβανόταν αυτή την ανάσταση παρά μόνο σε σχέση με ένα γενικό νόμο. Ο Ιησούς όμως της δείχνει ότι η ανάσταση είναι ένα γεγονός ήδη παρόν, επειδή Αυτός δεν προξενεί απλώς, αλλά είναι η ανάσταση και η ζωή. Οι κεκοιμημένοι μας ζουν διά και εν Χριστώ. Η ζωή τους συνδέεται με την προσωπική παρουσία του Χριστού και εκδηλώνεται εν αυτή. Εάν θελήσουμε να ενωθούμε πνευματικά με ένα κεκοιμημένο αδελφό μας που αγαπούσαμε πολύ, δεν θα προσπαθήσουμε να τον ζωντανέψουμε στη φαντασία μας, αλλά θα έρθουμε σε επικοινωνία με τον Ιησού και εν Αυτώ θα τον βρούμε.

Η ανάσταση του Λαζάρου είναι μια θαυμάσια επεξήγηση του χριστολογικού δόγματος. Μας δείχνει πώς, στο πρόσωπο του Ιησού, η θεία και η ανθρώπινη φύση ενώνονται χωρίς να συγχέονται: «Ανάστασις και ζωή των ανθρώπων υπάρχων, Χριστέ, εν τω μνήματι Λαζάρου επέστης, πιστούμενος ημίν τας δύο ουσίας σου». Αφενός, στον Ιησού ο άνθρωπος μπορεί να λυγίσει μπροστά στη συγκίνηση και να θλιβεί για την απώλεια ενός φίλου: « Εδάκρυσεν ο Ιησούς. Έλεγον δε οι Ιουδαίοι, ίδε πως εφίλει αυτόν». Αφετέρου, ο Θεός, εν Χριστώ, μπορεί να διατάξει τον θάνατο ως έχων εξουσία: « Φωνή μεγάλη εκραύγασε· Λάζαρε, δεύρο έξω. Και εξήλθεν ο τεθνηκώς…».

Τέλος, η ανάσταση του Λαζάρου παρακινεί τον αμαρτωλό να ελπίζει ότι, ακόμη και αν είναι πνευματικά νεκρός, μπορεί να ξαναζήσει: « Καμέ, φιλάνθρωπε, νεκρόν τοις πάθεσιν, ως συμπαθής εξανάστησον, δέομαι». Είναι κάποιες φορές που μια τέτοια πνευματική ανάσταση φαίνεται εξίσου αδύνατη όπως και η ανάσταση του Λαζάρου: « Κύριε, ήδη όζει, τεταρταίος γαρ εστί». Όλα όμως είναι δυνατά για τον Ιησού, από το να μεταστρέψει τον πιο σκληρόκαρδο αμαρτωλό μέχρι να αναστήσει ένα νεκρό: « Λέγει ο Ιησούς, άρατε τον λίθον…».

Να λιοπόν τι θα μάθουμε, αν πάμε το Σάββατο αυτό στη Βηθανία, στον τάφο του Λαζάρου. Εμείς όμως δεν θέλουμε να συναντήσουμε τον Λάζαρο. Θέλουμε να συναντήσουμε στη Βηθανία τον Ιησού και να ξενινήσουμε μαζί Του τη φετινή Μ. Εβδομάδα. Μας προσκαλεί ο ίδιος και μας περιμένει. Η Μάρθα ήρθε κρυφά να πει στην αδελφή της: « Ο διδάσκαλος πάρεστι και φωνεί σοι». Και η Μαρία « ως ήκουσεν, εγείρεται ταχύ και έρχεται προς Αυτόν». Ο Κύριος με καλεί. Θέλει κατά τις ημέρες του Πάθους Του να μην τον εγκαταλείψω. Θέλει, αυτές ακριβώς τις μέρες να αποκαλυφθεί σε μένα – που μπορεί ήδη να «όζω» – με ένα τρόπο καινούριο και υπέροχο. Κύριε, έρχομαι.

( Lev Gillet,(ενός Μοναχού της Ανατολικής Εκκλησίας) Πασχαλινή κατάνυξη, Εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ ( Φεβρουάριος 2009) σ. 51- 55).



Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος α'.

Τὴν κοινὴν Ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον Χριστὲ ὁ Θεός· ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν· Ὠσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου.


Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ε' ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ (10 Ἀπριλίου)



Ό άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε το 1745 στήν Δημητσάνα. Οί γονείς του, Ιωάννης Αγγελόπουλος και Ασημίνα, ήσαν πτωχοί. Στο άγιο Βάπτισμα έλαβε το όνομα Γεωργός, έμαθε τά πρώτα του γράμματα από τον θείο του ιερομόναχο Μελέτιο και κατόπιν έφυγε και εγκαταστάθηκε μαζί του στήν Σμύρνη. Έκάρη μοναχός σε μονή στήν νήσο των Στροφάδων και ολοκλήρωσε τήν θεολογική μόρφωση του στήν Πατμιάδα Σχολή. Επιστρέφοντας στήν Σμύρνη, ο μητροπολίτης Προκόπιος, ο όποιος έτρεφε γιά τον Γρηγόριο πατρική αγάπη, τον χειροτόνησε άρχιδιάκονο και κατόπιν πρεσβύτερο και οταν ανήλθε στον οικουμενικό θρόνο (1788) τον χειροτόνησε διάδοχο του στήν Μητρόπολη Σμύρνης.

Στην προσπάθειά του ο Εθνομάρτυρας να διασώσει τον Ελληνικό πληθυσμό από την σφαγή και συγχρόνως να παραπλανήσει τον Σουλτάνο και να δώσει την ευκαιρία στους αγωνιστές να εργάζονται ανενόχλητοι, αναγκάσθηκε να αφορίσει τους επαναστάτες.

Συντριπτική απάντηση στους κατήγορους του Γρηγορίου θα δώσει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης με τις οδηγίες που έστειλε από το Κισνόβιο της Βεσσαραβίας στους αρχηγούς της Πελοποννήσου: «Ὁ μὲν Πατριάρχης βιαζόμενος παρὰ τῆς Πόρτας σᾶς στέλλει ἀφοριστικὸ καὶ ἐξάρχους, παρακινώντας σας νὰ ἑνωθῆτε μὲ τὴν Πόρταν. Ἐσεῖς ὅμως νὰ θεωρῆτε ταῦτα ὡς ἄκυρα καθόσον γίνοντα μὲ βίαν καὶ δυναστείαν καὶ ἄνευ θελήσεως τοῦ Πατριάρχου». «Ἂς μὴν λησμονήσωμεν ὅτι ὑπάρχουν περιστάσεις καθ’ ἃς ἀπαιτοῦνται θυσίαι μεγαλύτεραι καὶ αὐτῆς τῆς θυσίας τῆς ζωῆς καὶ ὅτι ἐνίοτε ἡ μαρτυρικὴ ζωὴ εἶναι πικρότερον ἀλλὰ πλέον ἐπιβεβλημένον καθῆκον καὶ αὐτοῦ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου. Καὶ αὐτὴν τὴν ὑπέρτατην θυσίαν προσέφερεν ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης, ὅστις συνησθάνθη συναίσθημα πικρότερον καὶ αὐτοῦ τοῦ θανάτου, ὅταν θυσιάζων πάντα ἐγωισμὸν καὶ ἀποβλέπων εἰς τὸ ἀληθινὸν συμφέρον, ἠναγκάσθη νὰ θέση τὴν ὑπογραφὴν του κάτωθι ἐγγράφου καταδικάζοντας τὸ κίνημα, ὑπὲρ τῆς ἐπιτυχίας τοῦ ὁποίου ὁλοψύχως ηὔχετο καὶ εἰργάζετο. Ὑπογράφων, ἀπεμάκρυνε τᾶς ὑπονοίας τῆς Πύλης περὶ συμμετοχῆς εἰς τὸ κίνημα ἐπισήμων κύκλων, μὴ ὑπογράφων, θὰ ἐπεβεβαίου τᾶς ὑπονοίας, ὄτε δεινὴ ἐπιπίπτουσα ἡ τιμωρία τοῦ τυράννου κατὰ τῶν βυσσοδομούντων, θὰ ἐνέκρου τὸ κίνημα πρὶν ἢ ἐκραγῆ. Ἄλλως ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης μετὰ θαυμαστῆς ἐγκαρτερήσεως ὑπέστη τὸ μαρτύριον, ὅταν ἐπέστη τὸ μαρτύριον, ὅταν ἐπέστη ἡ ὥρα, καίτοι ἠδύνατο νὰ σωθῆ διὰ τῆς φυγῆς».


Ο Άγιος Γρηγόριος μυήθηκε στην Φιλική εταιρεία από τον Ιωάννη Φαρμάκη περί τα μέσα του έτους 1818 μ.Χ. στο Άγιον Όρος. «Ἔδειξεν εὐθὺς ζωηρότατον ἐνθουσιασμὸν ὑπὲρ τοῦ πνεύματος αὐτῆς» και «ηὐχήθη ἀπὸ καρδίας», για την επιτυχία του σκοπού της.

Στις 19 Αυγούστου 1785 μ.Χ. εκλέγεται οικουμενικός Πατριάρχης και παραμένει στον πατριαρχικό θρόνο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1798 μ.Χ.. Κατά το έτος αυτό καθαιρείται από την Πύλη, διότι θεωρήθηκε ανίκανος να διατηρήσει την υποταγή των Χριστιανικών λαών κάτω από τον Τουρκικό ζυγό και εξορίζεται στο Άγιον Όρος. Το 1818 μ.Χ. κλήθηκε για τρίτη φορά στον Οικουμενικό θρόνο, στον οποίο και παρέμεινε μέχρι την ημέρα του μαρτυρικού του θανάτου.

Ο Κωνσταντίνος Κούμας αναφέρει ότι ο Άγιος Γρηγόριος δεν ήταν μόνο «σεμνὸς τὸ ἦθος, λιτὸς τὴν δίαιταν, ταπεινὸς τὴν στολήν, ζηλωτὴς τῆς πίστεως, δραστηριότατος εἰς ὅλα τὰ ἔργα του», αλλά ήταν και «ἄκαμπτος εἰς τᾶς ἰδέας του καὶ δὲν τὸν ἔμελε διὰ κανὲν ἐναντίων, ὅταν ἀπεφάσιζε τίποτε». Και ο Γρηγόριος αποφάσισε. Έταξε ως σκοπό στην ζωή του να υπηρετήσει πιστά το δούλο Γένος και να βοηθήσει με όλες τις δυνάμεις του και με την ζωή του στην απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό. Για την πραγματοποίηση του σκοπού του χρησιμοποιούσε όλη του τη διπλωματική δεξιοτεχνία.

Στην προσπάθειά του ο Εθνομάρτυρας να διασώσει τον Ελληνικό πληθυσμό από την σφαγή και συγχρόνως να παραπλανήσει τον Σουλτάνο και να δώσει την ευκαιρία στους αγωνιστές να εργάζονται ανενόχλητοι, αναγκάσθηκε να αφορίσει τους επαναστάτες.Είναι χαρακτηριστική η επιστολή που έστειλε ο Άγιος Γρηγόριος στις 26 Δεκεμβρίου 1820 μ.Χ. στον Επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα και πολύτιμη από ιστορική άποψη, γιατί αποδεικνύει πως ο Εθνομάρτυς παρακολουθούσε όλα όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα, σε όλες του τις λεπτομέρειες και τις προετοιμασίες για την επανάσταση: «Ἀμφοτέρα τᾶς τιμίας ἐπιστολᾶς, διὰ τοῦ ἀγαθοῦ Φοῦντα Γαλαξειδιώτου, ἀσφαλῶς ἐδεξάμην καὶ τοὺς ἐν αὐταὶς τιμίους λόγους ἔγνων. Ἐχεμυθείας, ἀδελφέ, μεγίστη χρεία καὶ προφύλαξις περὶ πᾶν διάβημα, οἱ γὰρ χρόνοι πονηροὶ εἰσι καὶ ἐν ταὶς φιλοπατριώταις ἐστι καὶ μοχθηρῶν ζύμη, ἀφ’ ἧς ὡς ἀπὸ ψωραλέου προβάτου φυλάττεσθε. Κακὸν γὰρ πολλοὶ μηχανώνται διὰ τὸ τῆς φιλοπλουτίας ἔγκλημα. Διὸ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξω κοινολογῶν μοι ἐμπιστευομένοις πατριώταις, τὰ ἐχεμυθείας δεόμενα. Οἱ Γαλαξειδιώται, οὖς ἐπιστέλλεις μοι συνεχῶς, πεφροντισμένως ἐνεργούσι, καὶ ἀφ’ ὧν ἔγνω ἀδύνατον ἀντὶ παντὸς τιμίου οὐδ’ ἐλάχιστον λόγον ἕρκος ὀδόντων φυγείν. Οὐ μόνον τὰ σά, ἀλλὰ καὶ τὰ τῶν ἐν Μορέᾳ ἀδελφῶν γράμματα κομίζουσι μοι. Ἡ τοῦ Παπανδρέα πρᾶξις πατριωτικὴ μὲν τοὶς γινώσκουσι τὰ μύχια, κατακρίνουσι δὲ οἱ μὴ εἰδότες τὸν ἄνδρα. Κρυφὰ ὑπερασπίζου αὐτόν, ἐν φανερῷ δὲ ἄγνοιαν ὑποκρίνου, ἔστι δ’ ὄτε καὶ ἐπίκρινε τοὶς θεοσεβέσιν ἀδελφοὶς καὶ ἀλλοφύλοις. Ἰδὶα πράυνον τὸν Βεζύρην λόγοις καὶ ὑπόσχεσιν, ἀλλὰ μὴ παραδοθήτω εἰς λέοντος στόμα. Ἄσπασον οὒν ταὶς ἐμαὶς εὐχαὶς τοὺς ἀνδρείους ἀδελφούς, προτρέπων εἰς κρυψίνοιαν διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων. Ἀνδρωθήτωσαν ὥσπερ λέοντες καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου κρατύνει αὐτούς, ἐγγὺς δ’ ἔστι τοῦ Σωτῆρος τὸ Πάσχα. Αἳ εὐχαὶ τῆς ἐμῆς μετριότητος ἐπὶ τῆς κεφαλῆς σου, ἀδελφέ μου Ἠασαΐα. Γεωργοὶ ἀκαμάτως καὶ ὄλβια γεώργια δώσοι σοι ὁ Πανύψιστος».

Ο Άγιος Γρηγόριος συνιστούσε τον αγώνα για την ελευθερία και τον ενίσχυε με κάθε μέσο. Ήταν αποφασισμένος να θυσιασθεί για την Πατρίδα. «Χρεωστοῦμεν», έλεγε, «νὰ ποιμαίνωμεν καλῶς τὰ ποίμνιά μας καὶ χρείας τυχούσης νὰ κάμωμεν, ὅπως ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς δι’ ἠμᾶς διὰ νὰ μᾶς σώση....».

Σε επιστολή που έστειλε προς τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, έγραφε: «Συλλειτουργὲ ἐν Χριστῷ καὶ λίαν ἀγαπητὲ ἀδελφέ. Ἔλαβον τὴν ἀπὸ 20 Ἀπριλίου ἐπιστολήν σου. Ἡ ἀπόφασίς μου περὶ μελετωμένης ἀνορθώσεως «σχολῆς» τῆς φιλτάτης πατρίδος εἶναι τοιαύτη, ὡς ἡ ἰδική σας. Ὅπως θέλῃς μάθει καὶ παρὰ τοῦ ἰδίου. Τὸ κιβώτιον τοῦ ἐλέους πρέπει νὰ ἐμψυχωθῆ. Καὶ τὴν βουλὴν τοῦ Κυρίου ἀνθρώπιναι δυνάμεις δὲν δύνανται νὰ τὴν μεταβάλουν. Γενηθήτω τὸ θέλημά Του».

Κάτω από την λέξη «σχολήν» υπονοούσαν την Ελληνική Επανάσταση. Οι Φιλικοί μάλιστα ονόμασαν επιστάτες της σχολής τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο και τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Πολύκαρπο.

Όταν σε μια συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Μητροπολίτης Δέρκων Γρηγόριος προέτρεψε τον Πατριάρχη να μεταβούν στην Πελοπόννησο για να τεθούν επικεφαλής της Επαναστάσεως, ο Γρηγόριος ο Ε' απάντησε: «Καὶ ἐγὼ ὡς κεφαλὴ τοῦ Ἔθνους καὶ ὑμεῖς ὡς Σύνοδος ὀφείλομεν νὰ ἀποθάνωμεν διὰ τὴν κοινὴν σωτηρίαν. Ὁ θάνατος ἠμῶν θὰ δώση δικαίωμα εἰς τὴν Χριστιανοσύνην νὰ ὑπερασπίση τὸ Ἔθνος ἐναντίων τοῦ τυράννου. Ἀλλ’ ἂν ὑπάγωμεν ἠμεῖς νὰ θαρρύνωμεν τὴν Ἐπανάστασιν, τότε θὰ δικαιώσωμεν τὸν Σουλτάνον ἀποφασίσαντα νὰ ἐξολοθρεύση ὅλον τὸ Ἔθνος».

Όταν μερικοί προσπάθησαν να τον πείσουν να φύγει από την Κωνσταντινούπολη και να σώσει τον εαυτό του, ο καλός ποιμένας απάντησε: «Μὲ προτρέπετε εἰς φυγήν. Μάχαιρα θὰ διέλθη τᾶς ρύμας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ λοιπῶν πόλεων τῶν χριστιανικῶν ἐπαρχιῶν. Ὑμεῖς ἐπιθυμεῖτε ὅπως ἐγὼ μεταμφιεζόμενος καταφύγω εἰς πλοῖον ἢ κλεισθῶ ἐν οἰκίᾳ οἱουδήποτε εὐεργετικοῦ ὑμῶν Πρεσβευτοῦ, ν’ ἀκούω δὲ ἐκεῖθεν πῶς οἱ δήμιοι κατακρεουργούσι τὸν χηρεύοντα λαόν. Οὐχί! Ἐγὼ διὰ τοῦτο εἶμαι Πατριάρχης, ὅπως σώσω τὸ Ἔθνος μου, οὐχὶ δὲ ὅπως θὰ θεωρήσωσιν ἀδιαφόρως πῶς ἡ πίστις αὐτῶν ἐξυβρίσθη ἐν τῷ προσώπῳ μου. Οἱ Ἕλληνες, οἱ ἄνδρες τῆς μάχης, θὰ μάχωνται μετὰ μεγαλυτέρας μανίας, ὅπερ συχνάκις δωρεῖται τὴν νίκην. Εἰς τοῦτο εἶμαι πεπεισμένος. Βλέπετε μεθ’ ὑπομονῆς εἰς ὅτι καὶ ἂν μοῦ συμβῇ. Σήμερον (Κυριακὴ τῶν Βαΐων) θὰ φάγωμεν ἰχθεῖς, ἀλλὰ μετὰ τίνας ἡμέρας καὶ ἴσως καὶ ταύτην τὴν ἑβδομάδα οἱ ἰχθεῖς θὰ μᾶς φάγωσιν… Ναί, ἂς μὴ γίνω χλεύασμα τῶν ζώντων. Δὲν θὰ ἀνεχθῶ ὥστε εἰς τᾶς ὁδοὺς τῆς Ὀδησσοῦ, τῆς Κερκύρας καὶ τῆς Ἀγκῶνος διερχόμενον ἐν μέσῳ τῶν ἀγυιῶν νὰ μὲ δακτυλοδείκτωσι λέγοντες: “Ἰδοὺ ἔρχεται ὁ φονεὺς Πατριάρχης”. Ἂν τὸ Ἔθνος μου σωθῆ καὶ θριαμβεύση, τότε πέποιθα θὰ μοῦ ἀποδώση θυμίαμα ἐπαίνου καὶ τιμῶν, διότι ἐξεπλήρωσα τὸ χρέος μου… Ὑπάγω ὅπου μὲ καλεῖ ὁ νοῦς μου, ὁ μέγας κλῆρος τοῦ Ἔθνους καὶ ὁ Πατὴρ ὁ οὐράνιος, ὁ μάρτυς τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων».

Ο Γρηγόριος ο Ε', ο φλογερός αυτός Ιεράρχης, ακολούθησε τον δρόμο του. Σάρκωσε ολόκληρο το υπόδουλο Γένος. Επωμίσθηκε το σταυρό του. Ανέβηκε το Γολγοθά του. Δέχθηκε ραπίσματα, χλευασμούς, εμπτυσμούς και τέλος τον θάνατο με απαγχονισμό. Μπροστά στο Πατριαρχείο, την ημέρα του Πάσχα του 1821, οι Τούρκοι κρέμασαν τον Πατριάρχη.Υπεβλήθη σε ανάκριση και φρικτά βασανιστήρια στήν διάρκεια τών οποίων παρέμεινε μεγαλοπρεπώς σιωπηλός. Διέκοψε τήν σιωπή του μόνο όταν του πρότειναν να αρνηθεί τήν πίστη του, λέγοντας: «Ό πατριάρχης τών χριστιανών χριστιανός αποθνήσκει!» Λίγο αργότερα, μόλις εξελέγη από τήν ιερά Συνοδό ο διάδοχος του, τον άπαγχόνισαν στήν πύλη του Πατριαρχείου, ή οποία έκτοτε παραμένει κλειστή εις μνήμην του φρικτού αύτου άνοσιουργηματος. Τήν ύστατη στιγμή, ο άγιος Γρηγόριος ύψωσε τά χέρια στον ουρανό, ευλόγησε τους χριστιανούς και είπε: «Κύριε Ίησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου!» Και ενώ Τούρκοι και Εβραίοι λιθοβολούσαν το πτώμα του πατριάρχη, ο πασάς πού ανέλαβε τήν εκτέλεση καθόταν μπροστά στήν σορό και κάπνιζε άρειμανίως.

Στο έγγραφο της καταδίκης του (τουρκιστί «γιαφτάς»), αναφέρεται η αιτία του απαγχονισμού του: «.…Ἀλλ’ ὁ ἄπιστος πατριάρχης τῶν Ἑλλήνων… ἐξ αἰτίας τῆς διαφθορᾶς τῆς καρδίας του, ὄχι μόνον δὲν εἰδοποίησεν οὐδ’ ἐπαίδευσε τοὺς ἀπατηθέντας, ἀλλὰ καθ’ ὅλα τὰ φαινόμενα ἦτο καὶ αὐτός, ὡς ἀρχηγός, μυστικὸς συμμέτοχος τῆς Ἐπαναστάσεως… ἀντὶ νὰ δαμάσῃ τοὺς ἀποστάτας καὶ δώση πρῶτος τὸ παράδειγμα τῆς εἰς τὰ καθήκοντα ἐπιστροφῆς τῶν, ὁ ἄπιστος οὗτος ἔγινεν ὁ πρωταίτιος ὅλων τῶν ἀνεφυεισῶν ταραχῶν.

Εἴμεθα πληροφορημένοι ὅτι ἐγεννήθη ἐν Πελοποννήσῳ καὶ ὅτι εἶναι συνένοχος ὅλως τῶν ἀταξιῶν, ὄσας οἱ ἀποπλανηθέντες ραγιάδες ἔπραξαν κατὰ τὴν ἐπαρχίαν Καλαβρύτων…

Ἐπειδὴ πανταχόθεν ἐβεβαιώθημεν περὶ τῆς προδοσίας του ὄχι μόνος εἰς βλάβην τῆς ὑψηλῆς Πύλης, ἀλλὰ καὶ εἰς ὄλεθρον αὐτοῦ τοῦ ἔθνους του, ἀνάγκη ἦτο νὰ λείψη ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἀπὸ τοῦ προσώπου τῆς γῆς καὶ διὰ τοῦτο ἐκρεμάσθη πρὸς σωφρονισμὸ τῶν ἄλλων».

Ένα χρόνο μετά τον απαγχονισμό και την μεταφορά του τιμίου λειψάνου του από τον πλοίαρχο Μ. Σκλάβο στην Οδησσό της Ρωσίας, ο Ζακυνθινός ιερωμένος Οικονόμος Νικόλαος Κοκκίνης, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Ζακύνθου, εφημέριος τότε του παλαίφατου ναού της Οδηγήτριας και φλογερότατος Φιλικός, ευαισθητοποιημένος από την θυσία του Πατριάρχη, συνθέτει Ακολουθία προς τιμήν του νέου Ιερομάρτυρα, κάτι που αποδεικνύει περίτρανα ότι ο Άγιος Γρηγόριος στη συνείδηση του Γένους κατέκτησε αμέσως με το τίμιο αίμα του θέση Αγίου.

Το 1871 μ.Χ. η Εκκλησία της Ελλάδος θεώρησε επιβεβλημένο να μετακομίσει το τίμιο λείψανό του από την Οδησσό στην απελεύθερη Αθήνα. Για τον σκοπό αυτό συστάθηκε Επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν ο Αρχιεπίσκοπος Ζακύνθου Νικόλαος Β' ο Κατραμής και Αρχιμανδρίτης Αβέρκιος Λ. Λαμπίρης, Α' γραμματεύς της Ιεράς Συνόδου. Στην Οδησσό απεδόθησαν από τα μέλη της Επιτροπής και τους εκεί ομόδοξους τιμές Αγίου στο ιερό λείψανο του Αγίου Γρηγορίου. Κατά την Πανυχίδα μάλιστα, που τελέσθηκε εκεί κατά την ημέρα της μνήμης του, «εἐξεφώνισεν ἀπ’ ἄμβωνος, κατ’ ἐπίμονον τῶν ὁμογενῶν ἀπαίτησιν, λογύδριον ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ζακύνθου». Το ιερό λείψανο έφθασε στην Αθήνα την 25η Απριλίου 1871 μ.Χ., όπου οι Αθηναίοι του επεφύλαξαν πάνδημη υποδοχή. Με κατάνυξη και αγαλλίαση εναπετέθη στον Καθεδρικό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, όπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα σε περίβλεπτη λάρνακα.

Στις 10 Απριλίου 1921 μ.Χ. ανακηρύχθηκε Άγιος από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α'. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Δημητσάνης τὸν γόνον βυζαντίου τὸν πρόεδρον, καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἁπάσης, γέρας θεῖον καὶ καύχημα. Γρηγόριον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς Μάρτυρα Χριστοῦ πανευκλεῆ, ἶνα λάβωμεν πταισμάτων τὸν ἱλασμόν, παρὰ Θεοῦ κραυγάζοντες. Δόξα τῷ δεδωκότι σου ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐν εὐκλείᾳ οὐρανῶν,  δοξασαντᾶ σε Ἅγιε.  

   


Δευτέρα 19 Απριλίου 2021

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΙ ΥΜΝΟΙ







































ΟΔΕΥΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΠΟΘΟΣ ΕΝΘΕΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

 


τοῦ π. Νικηφόρου Νάσσου

Picture
«Τό ἀληθινόν Πάσχα καί ἡ ἀληθινή ἑορτή τῆς
ψυχῆς εἶναι ὁ Χριστός, ὅστις θυσιάζεται
 εἰς τά μυστήρια». [1]

   
Μέ ἀφορμή τήν κατανυκτική περίοδο τοῦ Τριωδίου, κατά τήν ὁποία οἱ πιστοί ἐκτελοῦν τόν λεγόμενο «ψυχικό καθαρμό», ὥστε νά φθάσουν ἕτοιμοι στή Ζωηφόρο Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, καταθέτουμε λίγες σκέψεις ἀναφορικά μέ τό κέντρο ἀλλά καί τήν κατάληξη καί στοχοποίηση  ὅλης τῆς πνευματικῆς μας προετοιμασίας, πού εἶναι ἡ Θεία Μετάληψη τοῦ Παναγίου Σώματος καί Αἵματος τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. 

Τό ἀληθινό Πάσχα εἶναι ὁ Χριστός, ὅπως εἴδαμε στό χωρίο τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου, καί θά τό δοῦμε  καί στά ἑπόμενα. Ὅλοι ἐμεῖς περιμένουμε τό Πάσχα, ἀλλά πῶς ὅμως καί μέ τί κριτήρια; Μέ θεολογικά καί σωτηριολογικά, ἤ ἐντελῶς κοσμικά καί κοινωνικά;  Μήπως ἀναμένουμε τήν ἔλευση τῆς Λαμπρῆς, ὅπως λέγεται, ὡς ἑορτή καί μόνο κατά τήν ὁποία θά καταλύσουμε τήν «ἀπολλυμένην βρώσιν», δηλαδή «ἐπιτέλους θά φᾶμε μετά ἀπό πενῆντα μέρες», ὅπως συνηθίζουμε νά λέμε; Θά γίνει,βεβαίως, καί αὐτό, θά καταλύσουμε, ἀφοῦ ἡ νηστεία θά παρέλθει, ἀλλά δέν εἶναι μόνο αὐτό πού συνιστᾶ τό Πάσχα, τό ὁποῖο  πού περιμένουμε! Εἶναι δέ γεγονός, ὅτι μέ πολλές προσδοκίες, ἐπιθυμίες, σκεπτικά καί διαθέσεις περιμένουν οἱ ἄνθρωποι τό Πάσχα καί δέν εἶναι τοῦ παρόντος νά ἀναλύσουμε. 


Ὅμως, εἶναι ἐπίσης γεγονός ἀναμφίβολο, ὅτι πολλοί εἶναι ἐκείνοι οἱ ὁποῖοι, δυστυχῶς, ἑορτάζουν Πάσχα χωρίς Χριστό… Καί αὐτό λαμβάνει χώρα ὅταν ὁ ἄνθρωπος, σκεπτόμενος μόνο ὑλικά καί αἰσθησιακά, ἀγνοήσει τό πνευματικό καί θεῖο νόημα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ! Λησμονεῖ πραγματικά ὁ αἰσθησιακός ἄνθρωπος ὅτι ἡ  Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία περιμένουμε μετά τή λήξη τῆς Ἁγίας καί  Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἀποτελεῖτό αἰώνιο Πάσχα ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν, ἀφοῦ ὁ Παθών καί ἐκ τάφου Ἀναστάς Κύριός μας, εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχήν Ἀμνός τοῦ Θεοῦ,«τό Πάσχα ἡμῶν» ὅπως μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος. Αὐτό γιά τόν ἰδεώδη Χριστιανό συνιστᾶ μία βίωση προσωπική καί ὑπαρξιακή τοῦ Πάσχα (πού σημαίνει στά ἐβραϊκά δάβασις, πέρασμα), μιά ἐν προκειμένῳ δική του διάβαση ἀπό τή δουλεία τῆς ἁμαρτίας στήν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς καί τήν πορεία της πρός τήν πνευματική «γῆ τῆς ἐπαγγελίας», τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτό συντελεῖται μέσα στήν Ἁγία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας. Καί συντελεῖται μέ τήν ὅλη ἐκκλησιαστική  καί πνευματική ζωή, ἀλλά κορυφώνεται στό «Μυστήριον τῶν Μυστηρίων», τήν Θεία Εὐχαριστία, ὅπου μετέχουμε τοῦ «Πασχαλίου Ἀμνοῦ», τοῦ Θυσιαζομένου Κυρίου μας. Μέ αὐτό τό πνεῦμα ἀκριβῶς, ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, θά μᾶς τονίσει καί πάλι, στό θεολογικότατο Ἑορτοδρόμιό του ὅτι: «Ἀληθινόν Πάσχα τῶν χριστιανῶν εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ἐν τοῖς μυστηρίοις μεταλαμβανόμενος»! [2]


Ὡστόσο, δεν θά πρέπει νά λησμονεῖται ἀπό κανέναν ὅτι ἡ κάθε Θεία Λειτουργία εἶναι ἕνα Πάσχα, ἕνα πνευματικό πανηγύρι, κυρίως δέ, γιά ὅσους χριστιανούς ἔχουν τή δυνατότητα μεθέξεως  στό ἀναστάσιμο «πόμα» τῆς Εὐχαριστίας, δηλαδή γιά ὅσους μεταλαμβάνουν (κατόπιν τῆς σχετικῆς προετοιμασίας, αὐτομεμψίας, μετανοίας κλπ.) τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Πραγματικά, ἀφοῦ ὑπάρχει ὁ Χριστός, ὁ «προσφέρων και προσφερόμενος και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος» μέσῳ τῶν Φρικτῶν Του Μυστηρίων, μπορεῖ καί μία καθημερινή ἡμέρα νά γίνει Πάσχα γιά τόν πιστό. Ἀληθινά, «ὅλες οἱ ἡμέρες γίνονται Πάσχα καί ἀνάσταση μέ τή θεία λειτουργία, στήν ὁποία μετέχοντας καί κοινωνώντας οἱ πιστοί γίνονται ἀνάσιμο καί  ἀναστημένο κατά Κυριακόν σῶμα, κοινωνία ἀληθής ἑνότητας ἐν Χριστῷ πού βιώνει ἀδιάλειπτα τήν πασχάλια ἀνακαινιστική ἐμπειρία». [3] Κάθε φορά πού προσερχόμαστε στήν Ἀγία Τράπεζα μέ κεκαθαρμένη συνείδηση, Πάσχα ἐπιτελοῦμε, ὑπογραμμίζει ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «Ὁσάκις ἄν προσίῃς μετά καθαροῦ συνειδότος, Πάσχα ἐπιτελεῖς». [4]  


Εἶναι δέ γεγονός, ὅτι ἀνάλογα μέ τήν ἑτοιμασία μας, λαμβάνουμε χάρη ἐκ τοῦ Μυστηρίου καί δύναμη ψυχῆς καί αὐτό εἶναι ἕνα σημεῖο πολύ σημαντικό τό ὁποῖο πρέπει νά προσέχουμε ἅπαντες οἱ κοινωνοῦντες καί προσεγγίζοντες τά Θεῖα Μυστήρια, κληρικοί καί λαϊκοί. Ὁ θεολογικότατος Καβάσιλας, στό  περισπούδαστο ἔργο του «Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς» θά τονίσει τήν ὡς ἄνω πραγματικότητα γράφοντας ὅτι «τοῦτο τό μυστήριον φῶς μέν ἐστί τοῖς ἤδη κεκαθαρμένοις, καθάρσιον δέ τοῖς ἔτι καθαιρομένοις, ἀλείπτης δέ (=προπονητής) κατά τοῦ πονηροῦ καί τῶν παθῶν ἀγωνιζομένοις». [5]


Ὁ ἐν Ὁσίοις καί Διδασκάλοις Μέγας, Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, θά μᾶς ὑπομνήσει ὅτι «τό ἱερόν καί πανάγιον Σῶμα τοῦ Κυρίου μας, ὅταν καλῶς καί ἀξίως μεταλαμβάνεται, εἰς τούς πολεμοῦντας (κατά τοῦ διαβόλου) γίνεται ὅπλον, εἰς τούς ἀναχωροῦντας ἀπό τόν Θεόν ἐπαναστροφή. Τούς ἀσθενεῖς ἐνδυναμώνει, τούς ὑγιεῖς εὐφραίνει, τάς ἀσθενείας ἰατρεύει, τήν ὑγείαν διαφυλάττει». Μᾶς ἐπισημαίνει δέ παρακάτω ὅτι «διά τῆς Μεταλήψεως εὐκολώτερον διορθούμεθα, πλέον μακρόθυμοι καί ὑπομονητικοί εἰς τούς πόνους καί θλίψεις γινόμεθα, πλέον θερμοί εἰς τήν ἀγάπην, πλέον πρόθυμοι εἰς τήν ὑπακοήν, πλέον  ὀξύτεροι  καί γρηγορότεροι εἰς τήν ἐνέργειαν (=ἐνεργοποίησιν) τῶν χαρισμάτων».[6] Καί στίς εὐχές τῆς γνωστῆς Ἀκολουθίας τῆς Θείας Μεταλήψεως συναντοῦμε αὐτά τά ἀποτελέσματα τῆς ἐπενεργείας τῆς ἀκτίστου Χάριτος, ἡ  ὁποία προχέεται ἀπό τά Πανάγια Μυστήρια καί ἐπισκιάζει τούς μετ᾿ ἑτοιμασίας προσερχομένους πιστούς. Σέ ἕνα τροπάριο τοῦ κανόνος λ.χ. λέγονται τά ἑξῆς: «Πηγή ἀγαθῶν ἡ μετάληψις, Χριστέ, τῶν ἀθανάτων σου νῦν Μυστηρίων γενηθήτω μοι, φῶς καί ζωή καί ἀπάθεια καί πρός ἀρετῆς θειοτέρας προκοπήν καί ἐπίδοσιν πρόξενος, μόνε ἀγαθέ ὅπως δοξάζω σε».[7]


Σέ ἕνα ἄλλο τροπάριο, φαίνεται πώς ἡ θέωση, ὡς ἐνοίκηση τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τῆς Τριαδικῆς Θεότητος στόν πιστό, εἶναι τό ὕψιστο ἀποτέλεσμα τῆς Θ. Μεταλήψεως[8]: «Ψυχήν σύν τῷ σώματι ἁγιασθείην, Δέσποτα, φωτισθείην, σωθείην, γενοίμην οἶκος σου, τῇ τῶν μυστηρίων μεθέξει τῶν ἱερῶν, ἔνοικόν σε ἔχων σύν Πατρί και Πνεύματι, εὐεργέτα πολυέλαιε». [9] Στήν δέ ποιητική εὐχή τοῦ Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου διαβάζουμε: «καί καθαίρεις καί λαμπρύνεις καί φωτός ποιεῖς μετόχους, κοινωνούς θεότητός σου ἐργαζόμενος ἀφθόνως…». 


Ἑνῶ ὅμως αὐτά ἰσχύουν γιά τήν ἐμπροϋπόθετη συμμετοχή τοῦ ἀνθρώπου στό «Ποτήριον τῆς Ζωῆς», ἀντίθετα, ὅποιος προσέρχεται ἀνέτοιμος καί ἀμετανόητος, αὐτός μετέχει τῆς καυστικῆς/κολαστικῆς ἐνεργείας τῆς Θ. Κοινωνίας και γίνεται στην ψυχή του «εἰς κρῖμα καί εἰς κατάκριμα». Τό κυριακό σῶμα τυγχάνει «ἄνθραξ, τούς ἀναξίους φλέγων», ὅπως διαβάζουμε στούς λεγομένους «προτρεπτικούς στίχους» τῆς Ἀκολουθίας τῆς Θ. Μεταλήψεως. Εἶναι φῶς πού φωτίζει και ἁγιάζει τούς ἀξίους (τούς μετανοοῦντες), ἀλλά καί πῦρ πού καίει τούς ἀκαθάρτους. Γιά τό λόγο αὐτό, ἱκετεύουμε τόν Κύριο, μέσα ἀπό τά ἱερά κείμενα, ὥστε νά μή δεχθοῦμε ἑντός μας τά ἀρνητικά ἀποτελέσματα τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Μυστηρίου, λόγῳ τῆς ἀναξιότητος[10] καί ἀκαθαρσίας μας: «…καί μή εἰς κρῖμα μοι γένοιτο ἡ μετάληψις τῶν ἀχράντων καί ζωοποιῶν μυστηρίων σου, μηδέ ἀσθενής γενοίμην, ψυχῇ τε και σώματι, ἐκ τοῦ ἀναξίως αὐτῶν μεταλαμβάνειν».[11]


Ἑπομένως, εἶναι ἀπαραίτητος ὁ προευτρεπισμός τῆς ψυχῆς, ἡ κάθαρσή της ἀπό τά «ψεκτά πάθη», προκειμένου νά δεχθεῖ διά τῆς Θείας Μεταλήψεως τόν Καθαρότατο καί Πανάσπιλο Θεό! Βεβαίως, νά σημειωθεῖ ὅτι «μολονότι, τελικά, ἡ ἁγιότητα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐκείνη πού μᾶς καθιστᾶ «ἀξίους» στήν προσέγγιση καί μετάληψη τῶν Ἁγίων Δώρων, ἡ πνευματική ζωή, ὡς διαρκής προετοιμασία τοῦ πιστοῦ γιά τή συμμετοχή στό φρικτό μυστήριο, διακρατεῖ τόν πιστό στό κυριακό σῶμα».[12] 


 Γι᾿ αὐτό καί ὁ Ἅγιος Νικόδημος μᾶς συμβουλεύει ὡς ἑξῆς: «Διά τοῦτο εἶναι ἀνάγκη νά προκαθαρίζωμεν τόν ἑαυτόν μας ἀπό πάντα λογισμόν μέ τήν ἐξομολόγησιν καί μάλιστα (νά τόν καθαρίζωμεν) ἀπό τήν μνησικακίαν, και τότε ἄς πλησιάζωμεν εἰς τά θεῖα μυστήρια. Ἐπειδή, καθώς ἡ ἀγάπη εἶναι πλήρωμα καί τελείωσις ὅλου τοῦ νόμου, οὕτω ἡ μνησικακία καί τό μῖσος εἶναι ἀναίρεσις και ἀθέτησις ὅλου τοῦ νόμου καί πᾶσης ἀρετῆς». [13]


Γιά νά πραγματοποιηθοῦν, ὅμως, ὅλα αὐτά, θά πρέπει ὁ Χριστιανός νά ποθήσει μέ ὅλη του τήν ὕπαρξη νά προσέρχεται μέ πόθο καί ἱερά ἐπιθυμία ἀκορέστως στη  μετοχή τῶν Ἁγιασμάτων τοῦ Χριστοῦ! Καί οἱ πνευματικοί πατέρες -ἐξομολόγοι, νά μήν κωλύουν τούς δυναμένους πιστούς νά μεταλαμβάνουν τῶν Ζωοποιῶν Μυστηρίων, ὅταν βεβαίως συντρέχουν οἱ κατάλληλες προϋποθέσεις καί δέν ὑφίστανται κωλύματα ἐκ θανασίμων ἁμαρτιῶν. Ὀφείλουν δέ, νά συμβουλεύουν καί νά παρακινοῦν τά πνευματικά τους τέκνα νά ἁγωνίζονται τόν καλόν ἁγῶνα τῆς ἀρετῆς, ὥστε νά καθιστοῦν τήν ψυχή τους δοχεῖο κατάλληλο πρός ὑποδοχήν τῆς ἀκτίστου Ἐνεργείας, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τή Θεία Κοινωνία. Ὀφείλουν, ἀκόμη, νά τούς διδάσκουν κάτι βασικότατο καί θεμελιωδέστατο, ὅτι ἡ θεία Κοινωνία, κατά τούς Πατέρες καί ἱερούς Διδασκάλους ἀποτελεῖ «τό μέγιστο καί ἐπισφραγιστικό δώρημα τοῦ τριπλοῦ καί ἑνιαίου μυστηρίου τῆς χριστιανικῆς μυήσεως. Βαπτισματική ἀναγέννηση ἀναγέννηση καί χαρισματική σφράγιση ὁλοκληρώνονται  καί τελειοῦνται  μέ τήν πρόσκληση στην   πνευματική  Τράπεζα τοῦ Κυρίου καί τή μετοχή τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν θείων μυστηρίων». [14] 


Αὐτός, λοιπόν, ὁ θεοφιλής πόθος τοῦ πιστοῦ νά προσέρχεται ὅσο συχνά μπορεῖ στό «Ποτήριον τῆς Ζωῆς», τόν συνδέει μέ τήν Ἀληθινή, τήν ὄντως Ζωή, τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος μᾶς τρέφει ὅπως ἡ μητέρα μας, ἀφοῦ Αὐτός μᾶς ἀννεγέννησε, κατά την ὡραιότατη διατύπωση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ:«Ὥσπερ γυνή τό τεχθέν οἰκείῳ τρέφει  αἵματι καί γάλακτι, οὕτω καί ὁ Χριστός, οὕς ἐγέννησεν αὐτός, οἰκείῳ τρέφει  διηνεκῶς αἵματι».[15] Αὐτή ἡ ταπεινή καί νοσταλγική ἐκζήτηση καί προσμονή τῆς «Οὐράνιας τροφοδοσίας», προσπορίζει στό κτιστό τή μυστική κονωνία του μέ τό ἄκτιστο, μέ τόν ἀΐδιο Θεό. Αὐτή ἡ ἐπιπόθηση τῆς μετοχῆς στά Ἅγια Μυστήρια, ὅπως ὀρθά ἔχει γραφεῖ, «ζωοποιεῖ τήν ψυχή, λαμπρύνει τήν καρδιά, φωτίζει τό νοῦ, καθαίρει τίς ἁμαρτίες, συντρίβει τόν διάβολο, δικαιώνει καί  ἁγιάζει τόν σύνολο ἄνθρωπο, γιατί τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου εἶναι τά ἀληθινά ἁγιάσματα τοῦ ἀνθρώπου».[16]


Θά κλείσουμε μέ τά  ἱερά λόγια τοῦ ἱεροῦ Διδασκάλου, Ὁσίου Νικοδήμου, ὁ ὁποῖος περιγράφει τά ἀποτελέσματα  τῆς Θείας καί Ἱερᾶς Μεταλήψεως καί τό πῶς αὐτή ἐνεργεῖ στούς ἀγωνιστές ὡς νικητήριο κατά τῶν  ἀοράτων ἐθρῶν, ὡς  ψυχική εἰρήνη καί πνευματική κατάπαυση.


«Ἐάν λοιπόν θέλωμεν καί ἡμεῖς νά φύγωμεν τήν Αἴγυπτον, ἤτοι τήν σκυθρωπήν καί διώκτριαν ἁμαρτίαν, καί τόν Φαραώ,  τόν νοητόν τύρρανον, καθώς λέγει ὁ θεολόγος Γρηγόριος, καί νά κληρονομήσωμεν τήν γῆν τῆς καρδίας καί τῆς ἐπαγγελίας, πρέπει, καθώς ἐκεῖνοι εἶχον στρατηγόν τόν Ἰησοῦν τοῦ Ναυῆ νά ἔχωμεν καί ἡμεῖς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, διά τῆς συχνῆς μεταλήψεως , διά νά νικήσωμεν τούς Χαναναίους καί ἀλλοφύλους, τά ἄτακτα πάθη τῆς σαρκός, καί τούς Γαβαωνίτας, τούς ἀπατηλούθίσωμεν εἰς τήν πόλιν Ἱερουσαλήμ ἡ ὁποία ἑρμηνεύεται ἱερά εἰρήνη πρός διαφοράν τῆς  κοσμικῆς εἰρήνης».[17]

--------------------------------------------

[1] Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Περί τῆς συνεχοῦς Μεταλήψεως, ἐκδ. Σ. Σχοινᾶ, Βόλος 1971, σ. 68.
[2] Βλ. ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα,  καθηγητοῦ Α.Π.Θ. Ἡ Θεία Εὐχαριστία και τα προνόμια τῆς Κυριακῆς κατά τή διιδασκαλία τῶν Κολλυβάδων, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 346.
[3] ὅπου π. σελ. 588.
[4] ὅπου π. σελ. 589.
[5] Βλ. Νικολάου Καβάσιλα, Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Λόγος Δ΄.
[6] Βλ. Π. Μ. Σωτῆρχου,  Ὀδηγός Ὀρθοδοξίας, Κείμενα Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ἐκδ. Ν. Παναγοπούλου, σελ. 104.
[7] Βλ. Κανόνα τῆς ἀκολουθίας τῆς Θ. Μεταλήψεως, Ὡδή ἐβδόμη.
[8] Βλ. πρωτοπρ. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἡ Θεολογική Μαρτυρία τῆςἘκκλησιαστικῆς Λατρείας, ἐκδ. Ἁρμός,σελ. 298.
[9] ὅπου π. Ἀκολουθία Θ. Μ. Ἐννάτη ὠδή.
[10] Βεβαίως  ὅλοι εἴμαστε ἀνάξιοι  προκειμένου νά δεχθοῦμε ἑντός μας τό «πῦρ τῆς θεότητος», ἀλλά τουλάχιστον νά τό ἀναγνωρίζουμε καί νά ταπεινώνεται ἔτσι τό φρόνημά μας. Καί νά κάνουμε ὅσο μποροῦμε τή σχετική προετοιμασία πρίν προσέλθουμε στα Ἄχραντα Μυστήρια. Ἑπομένως, ἄλλο ἀνάξιος καί ἄλλο ἀπροετοίμαστος! Τό πρῶτο ὀφείλεται στήν κτιστή φύση μας. Τό δεύτερο ἔγκειται στήν προαίρεσή μας.
[11] Βλ. Α΄εὐχή τῆς Ἀκολουθίας τῆς Θ. Μ.
[12] π.  Γ. Μεταλληνοῦ, Ἡ Θεολογική μαρτυρία…σελ. 286.
[13] ὅπου π. σελ. 99
[14] Ἡ Θ. Εὐχαριστία καί τά προνόμοια…σελ. 52, ὅπου γίνεται ἑρμηνεία τῆς θέσεως Ἀθανασίου τοῦ Παρίου.
[15] MPG. 73, 585D.
[16] ὅπου π. Ἡ Θεία Εὐχαριστία καί τά προνόμια τῆς Κυριακῆς… σελ. 34
[17] ὅπου π. σελ. 335.

Σάββατο 17 Απριλίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε' ΝΗΣΤΕΙΩΝ - ΜΑΡΙΑΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ: Εὐαγγέλιον - (Ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ


32 Τῷ καιρῷ  ἐκείνω  παραλαβὼν ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν τοὺς δώδεκα μαθητάς ἀυτοῦ, ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, 33 ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, 34 καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. 
35 Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ ᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. 36 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; 37 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. 38 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; 39 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δυνάμεθα. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· 40 τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾿ οἷς ἡτοίμασται. 
41 Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ ᾿Ιακώβου καὶ ᾿Ιωάννου. 42 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν· 43 οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος,
44 καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· 45 καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.


ΑΠΟΔΟΣΗ

Εκεῖνο τὸν καιρό, πῆρε ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητές του κι ἄρχισε νὰ τοὺς λέει τὰ ὅσα ἦταν νὰ τοῦ συμβοῦν. «᾿Ακοῦστε», τοὺς ἔλεγε· «τώρα ποὺ ἀνεβαίνουμε στὰ ῾Ιεροσόλυμα, ὁ Υἱὸς τοῦ ᾿Ανθρώπου θὰ παραδοθεῖ στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ στοὺς γραμματεῖς, οἱ ὁποῖοι θὰ τὸν καταδικάσουν σὲ θάνατο καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στοὺς ἐθνικούς. Θὰ τὸν περιγελάσουν, θὰ τὸν μαστιγώσουν, θὰ τὸν φτύσουν καὶ θὰ τὸν θανατώσουν· καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα θὰ ἀναστηθεῖ».
Πλησιάζουν τότε τὸν ᾿Ιησοῦ ὁ ᾿Ιάκωβος καὶ ὁ ᾿Ιωάννης, οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ τοῦ λένε· «Διδάσκαλε, θέλουμε νὰ μᾶς κάνεις τὴ χάρη ποὺ θὰ σοῦ ζητήσουμε». «Τί θέλετε νὰ κάνω γιὰ σᾶς;» τοὺς ρώτησε ἐκεῖνος. «῞Οταν θὰ ἐγκαταστήσεις τὴν ἔνδοξη βασιλεία σου», τοῦ ἀποκρίθηκαν, «βάλε μας νὰ καθίσουμε ὁ ἕνας στὰ δεξιά σου κι ὁ ἄλλος στὰ ἀριστερά σου».
῾Ο ᾿Ιησοῦς τότε τοὺς εἶπε· «Δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε. Μπορεῖτε νὰ πιεῖτε τὸ ποτήρι τοῦ πάθους ποὺ θὰ πιῶ ἐγὼ ἢ νὰ βαφτιστεῖτε μὲ τὸ βάπτισμα μὲ τὸ ὁποῖο θὰ βαφτιστῶ ἐγώ;» «Μποροῦμε», τοῦ λένε. Κι ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς ἀπάντησε· «Τὸ ποτήρι ποὺ θὰ πιῶ ἐγὼ θὰ τὸ πιεῖτε, καὶ μὲ τὸ βάπτισμα τῶν παθημάτων μου θὰ βαφτιστεῖτε· τὸ νὰ καθίσετε ὅμως στὰ δεξιά μου καὶ στὰ ἀριστερά μου δὲν μπορῶ νὰ σᾶς τὸ δώσω ἐγώ, ἀλλὰ θὰ δοθεῖ σ’ αὐτοὺς γιὰ τοὺς ὁποίους ἔχει ἑτοιμαστεῖ». ῞Οταν τ’ ἄκουσαν αὐτὰ οἱ ὑπόλοιποι δέκα μαθητές, ἄρχισαν ν’ ἀγανακτοῦν μὲ τὸν ᾿Ιάκωβο καὶ τὸν ᾿Ιωάννη. Τοὺς κάλεσε τότε ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ τοὺς λέει· «Ξέρετε ὅτι αὐτοὶ ποὺ θεωροῦνται ἡγέτες τῶν ἐθνῶν ἀσκοῦν ἀπόλυτη ἐξουσία πάνω τους, καὶ οἱ ἄρχοντές τους τὰ καταδυναστεύουν.
 Σ’ ἐσᾶς ὅμως δὲν πρέπει νὰ συμβαίνει αὐτό, ἀλλὰ ὅποιος θέλει νὰ γίνει μεγάλος ἀνάμεσά σας, πρέπει νὰ γίνει ὑπηρέτης σας· καὶ ὅποιος ἀπὸ σᾶς θέλει νὰ εἶναι πρῶτος, πρέπει νὰ γίνει δοῦλος ὅλων. Γιατὶ καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ᾿Ανθρώπου δὲν ἦρθε γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετήσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπηρετήσει καὶ νὰ προσφέρει τὴ ζωή του λύτρο γιὰ ὅλους».

Γίνεται λόγος και περί ελεημοσύνης

Περίληψη ομιλίας εις την Πέμπτην Κυριακήν των Νηστειών:Τα πλοία κρεμούν εις τα πλάγια κώδωνας, δια ν' απομακρύνουν τα απαντώμενα κήτη. Η Εκκλησία είναι το πλοίον του Θεού, έχουσα κώδωνας τους πνευματικούς διδασκάλους, των οποίων η διδαχή εκδιώκει τα πονηρά θηρία, τους δαίμονας. Τούτο προετύπωνον οι κώδωνες, τους οποίους έφερεν η ιερατική στολή του Ααρών. Κύριον στοιχείον της διδαχής είναι το περί νηστείας. Νηστεία είναι η εντολή ζωής υπό του Θεού, ακρασία είναι η εντολή θανάτου υπό του διαβόλου. Η κάθαρσις δια της νηστείας φέρει την θεοπτίαν. Αλλά «ουκ αυτήν καθ' εαυτήν την σωματικήν επαινούμεν νηστείαν, αλλ' ως ενεργούσαν προς έτερα ψυχωφελέστερα». Τα περισσεύματα από της νηστείας πρέπει να διατίθενται εις φιλανθρωπίαν και τούτο αποτελεί το κύριον θέμα της ομιλίας.


ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ


1. Υπάρχουν μερικά θαλάσσια μέρη που τρέφουν μεγάλα κητώδη θηρία. Όσοι λοιπόν πλέουν σ' αυτά τα μέρη κρε­μούν κώδωνες στα πλευρά των πλοίων, ώστε τα θηρία τρομαγμένα από τον ήχο τους να φεύγουν. Και του δικού μας βίου η θάλασσα τρέφει πολλά και φοβερώτερα θηρία, τα πο­νηρά πάθη δηλαδή και τους εφόρους των παθών δαίμονες που είναι πονηρότεροι. Επιπλέει σ' αυτή τη θάλασσα σαν πλοίο η Εκκλησία του Θεού κι' αντί για κώδωνες έχει τους πνευ­ματικούς διδασκάλους, ώστε με τον ιερό ήχο της διδασκαλίας τούτων ν' απομακρύνη τα νοητά θηρία. Αυτό προφανώς προτυπώνοντας η στολή του Ααρών, είχε ευήχους κώδωνες ραμμέ­νους στα άκρα της και σύμφωνα με τα θέσμια έπρεπε ν' ακούε­ται η φωνή τους, όταν ελειτουργούσε ο Ααρών.

2. Εμείς δε, μεταφέροντας καλώς το γράμμα στο πνεύμα, ας ηχήσωμε τώρα σε σας πνευματικώς, και μάλιστα κατά τον και­ρό της νηστείας, οπότε επιτίθενται αγρίως φανερά και αφανή θηρία· φανερά μεν η γαστριμαργία, η μέθη και τα παρόμοια, άλλα δε αφανώς ενεδρεύοντα, η κενοδοξία και η υπερηφάνεια, η υπεροψία και η υπόκρισις. Ο ίδιος δε ήχος είναι και φυγαδευτήριο των τοιούτων θηρίων και φυλακτήριο των ασκούντων τη νηστεία.

3.
 Είναι λοιπόν η νηστεία και η ακρασία αντίθετα μεταξύ τους, όπως η ζωή και ο θάνατος. Η νηστεία είναι εντολή ζωής, που είναι συνομήλικη της ανθρωπίνης φύσεως, αφού εδόθηκε από τον Θεό στον Αδάμ κατά την αρχή στον παράδεισο, για διαφύλαξι της ζωής και της θείας χάριτος που είχε δοθή σ' αυτόν από τον Θεό. Η δε ακρασία είναι συμβουλή για τον θάνατο σώμα­τος και ψυχής, που εδόθηκε δολίως από τον Διάβολο στον Αδάμ δια της Εύας για έκπτωσι της ζωής και απαλλοτρίωσι της από τον Θεό θείας χάριτος· διότι ο Θεός θάνατο δεν εδημιούργησε ούτε ευχαριστείται με την απώλεια των ζώντων. Ποιός άνθρωπος λοιπόν θέλει να εύρη ζωή και χάρι στον Θεό από τον Θεό; Ας αποφύγη την θανατηφόρο ακρασία κι' ας προστρέξη στη θεοποιό νηστεία και εγκράτεια,για να επανέλθη χαρούμενος στον παράδεισο.

4. 
Ο Μωυσής, νηστεύοντας επάνω στο όρος σαράντα ημέρες, επέταξε σε ύψος θεοπτίας κι' εδέχθηκε πλάκες θεοσεβείας· ο δε λαός των Εβραίων κάτω μεθώντας, εξέπεσαν σε ασέβεια και εχώνευσαν είδωλο μόσχου σε ομοίωμα του αιγυπτίου θεού Απιδος, και αν δεν εστεκόταν μεσίτης προς τον Θεό, αφού με την ανηλεή εξόντωσι των ομογενών του που προηγήθηκε τον εξιλέωσε, δεν θα τους ελυπόταν καθόλου ο Θεός (Εξ. 32, 1 εε.). Αν λοιπόν χρειαζώμαστε κι' εμείς το έλεος του Θεού, να μη μεθούμε με οίνο, ούτε να βαρυνώμαστε από υπερκορεσμό, πράγματα στα οποία υπάρχει η ασωτία και η ασέβεια (Εφ. 5, 18). Θεόπτης ήταν και ο Ηλίας, αλλά αφού και αυτός εκαθαρίσθηκε προηγουμένως με νηστεία (Γ’ Βας. 19, 8 εε.). Επέτυχε και ο Δανιήλ θεοπτία και οπτασία ενός από τους αρχαγγέλους, ο οποίος του παρείχεγνώσι των μελλόντων, αλλά αφού προηγουμένως έμεινε άσιτος επί είκοσι ολόκληρες ημέρες (Δαν. 10, 2 εε.). Αλλος προφήτης εφονεύθηκε από λεοντάρι, αλλ’ αφού έφαγε παρά την εντολή του Θεού. Γνωρίζετε όλοι τον Ησαΰ υιόν του Ισαάκ, ο οποίος λόγω γαστριμαργίας εξέπεσε και από τα άλλα πρωτοτόκια και από την πατρική ευλογία (Γεν. 27, 36). Ας φοβηθούμε μήπως κι' εμείς, προσέχοντας σ' αυτήν την γαστριμαργία, εκπέσωμε από την υπεσχημένη εκείνη ευλογία και κληροδοσία του ανωτάτου Πατρός. Δεν αγνοείτε επίσης τους τρεις παίδες, οι οποίοι, παραδεδομένοι στη νηστεία, κατεπάτησαν με άφλεκτα πόδια και σώματα την κάμινο στη Βαβυλώνα που είχε εκκαυθή εναντίον τους επταπλασίως.

5.
 Εάν επιδοθούμε κι' εμείς σε αληθινή νηστεία, και την εδώ πύρωσι της σαρκός θα καταπατήσωμε και θα σβήσωμε, και την μελλοντική κάμινο θα περάσωμε άθικτοι, όταν του καθενός το έργο θα δοκιμάση το πυρ. Τί χρειάζεται να αναφέρωμε τον Κύ­ριο των προφητών; Αυτός, αφού έλαβε σάρκα κι' έγινε για μας άνθρωπος, που μας υποδεικνύει τον τρόπο της νίκης κατά του Διαβόλου, νηστεύοντας σε όλα, ενίκησε τον πειρασμό που εκίνησε τα πάντα εναντίον του, και προς τους μαθητάς του έλεγε περί του αλάλου και κωφού δαιμονίου, «τούτο το δαιμόνιο δεν εξέρχεται παρά μόνο με προσευχή και νηστεία» (Μάρκ.9, 21).

6. 
Αλλά εμπρός, αδελφοί, ας δείξωμε τι είναι η θεάρεστη κι’ αληθινή νηστεία. Να γνωρίζετε τούτο, ότι δεν επαινούμε αυτή καθ' εαυτήν τη σωματική νηστεία, αλλά για την ενέργειά της προς άλλα ψυχωφελέστερα· διότι για τη σωματική άσκησι, λέ­γει και ο θείος Παύλος, ότι ολίγο ωφελεί (Α' Τιμ. 4, 8). Γι’ αυτό και οι θεοφόροι πατέρες που ομιλούν από πείρα δεν δέχονται τις πολυή­μερες νηστείες, αλλά κρίνουν δοκιμώτερο να τρώγωμε καθημε­ρινώς μια φορά και να μη χορταίνωμε· και τούτο λέγουν σύμμε­τρη και συνετή νηστεία, πράγμα που λέγει και η Γραφή, το να μη παρασύρεται κανείς από την χορτασιά της κοιλίας και την ηδονή του λαιμού, αλλά να αφήνη το φαγητό ενώ έχει ακόμη όρεξι, η δε ποιότης και ποσότης της να είναι κατάλληλη προς τη δύναμι και διάθεσι του τρεφομένου σώματος, ώστε να συντηρήται κατά το δυνατό κι’ η υγεία του. Πραγματικά το να τρώγη ο ασθενής από τα υπάρχοντα τρόφιμακαταλλήλως προς την ασθένεια και συμμέτρως, χωρίς να προσθέτη στα αναγκαία τα πολύ περιττά και συμφέροντα, και το να ζητή κανείς την τροφή αλλ' όχι την τρυφή, και την πόσι αλλ' όχι τη μέθη, και την σύμμετρη χρήσι αλλ' όχι την αμετρία και την ακρασία και την κατάχρησι, δεν αφαιρεί την αγιότητά του.

7.
 Τέτοια λοιπόν είναι η αρχή της αληθινής και θεάρεστης νηστείας, ο δε σκοπός για τον οποίο εθεσμοθετήθηκε κι' ετιμήθηκε από τους Χριστιανούς είναι η κάθαρσις της ψυχής. Διότι ποιά είναι η ωφέλεια, αν απέχωμε της σωματικής τροφής, αλλά κυριαρχούμαστε από σαρκικά φρονήματα και πάθη; Ποιό είναι το όφελος αν απέχωμε οίνου και πιεζώμαστε από δίψα, να με­θούμε δε όχι από οίνο, σύμφωνα με τον λέγοντα, «αλλοίμονο στους μεθύοντας όχι από οίνο», και να ταρασσώμαστε ψυχικά από θυμό και βασκανία; Ποιό είναι το όφελος, αν απέχωμε από τρυφηλή τράπεζα, αλλά έχωμε αταπείνωτη την ψυχή, και αν έχωμε αλλοιωμένη την σάρκα για έλαιο, αλλά δεν έχωμε ταπει­νωμένη την ψυχή κατά τη νηστεία; Ποιό είναι το όφελος, αν απαλλαγήκαμε μεν από την ομίχλη που αναθυμιάται από τα πολλά φαγητά, αλλά αχρειώνεται ο νους μας με φροντίδες και ματαίους λογισμούς και αχρειώνονται μαζί του οι προσευχές προς τον Θεό;

8. 
Γι’ αυτό καλή νηστεία είναι αυτή που τελείται για τον μαρα­σμό της επιθυμίας, για την ταπείνωσι της ψυχής, για την μεταποίησι του μίσους, για το σβήσιμο του θυμού, για την απάλειψι της μνησικακίας, για την καθαρότητα της διανοίας και την επιτέλεσι της προσευχής. Εάν δε είσαι εύπορος, το περίσσευμα της τροφής σου να προσφέρεται για την παρηγοριά των από­ρων.Εάν νηστεύης έτσι, όχι μόνο θα συμπάσχης και θα συννεκρώνεσαι, αλλά και θα συνανίστασαι και θα συμβασιλεύης με τον Χριστό στους απέραντους αιώνες. Διότι, αφού γίνης δια της νηστείας αυτού του είδους σύμφυτος με το ομοίωμα του θανά­του του, θα γίνης και κοινωνός της αναστάσεως και κληρονό­μος της ζωής σ' αυτόν. Αυτός που νηστεύει, εάν μεν πειράζεται, νικά τον πειράζοντα· εάν δε δεν πειράζεται, συντηρεί την ειρή­νη της ψυχής και του σώματος, ταλαιπωρώντας και δουλαγωγώντας το σώμα κατά τον Παύλο (Α’ Κορ. 9, 27), που εδειλίαζε μήπως φανή αδόκιμος· εάν δε ο Παύλος δειλιάζη, πόσο μάλλον πρέπει να δειλιάζουμε εμείς; Αυτός που νηστεύει λοιπόν δουλαγωγεί το σώμα και καθιστά δόκιμη την ψυχή· ενώ αυτός που παχύνει την σάρκα που έπειτα από λίγο θα φθαρή, αυτός δηλαδή που δεν τρώγει για να ζήση αλλά μάλλον ζη για να τρώγη, όπως τα ζώα που προετοιμάζονται από μας για σφαγή, και στα αναγκαία προσθέτει τα περιττά για να λιπαίνη το σώμα ή να το διεγείρη σε κακές επιθυμίες ή απλώς έτσι για φιληδονία σωματική, πάν­τως δεν κάμει τίποτε άλλο παρά ετοιμάζει πλουσιωτέρα τροφή στους σκώληκες. Επομένως καλώς ψάλλει ο προφήτης Δαβίδ, «ποιά είναι η ωφέλεια από το αίμα μου, όταν θα κατεβαίνω στη φθορά;» (Ψαλμ. 29, 11).

9.
 Όταν λοιπόν νηστεύης και τρέφεσαι μ' εγκράτεια, να μη αποθηκεύης γι' αύριο τα περισσεύματα, αλλά όπως ο Κύριος πτωχεύοντας μας επλούτισε, έτσι και συ πεινώντας εκουσίως, χόρτασε τον ακουσίως πεινασμένο· τότε η νηστεία σου θα είναι σαν περιστερά που φέρει κάρφος ελαίας κι’ ευαγγελίζεται στην ψυχή σου την σωτηρία από τον κατακλυσμό. «Εάν αφαίρεσης από το μέσο σου τον ζυγό και τη χειροδικία και τον κακόβουλο λόγο», λέγει ο μέγας Ησαΐας, «και δώσης στον πεινασμένο άρτο με την ψυχή σου και χόρτασης πεινασμένη ψυχή, τότε το φως σου θα λάμψη στο σκότος και το σκότος σου θα είναι σαν μεσημβρία» (Ησ. 58, 9). Εάν δε δεν θέλης να δώσης τα δικά σου, τουλά­χιστον ν' απέχης από τα ξένακαι να μη κάμης κατοχή στα πράγματα που δεν είναι δικά σου, αρπάζοντας και θησαυρίζον­τας και από τους πτωχότερους μερικές φορές αδίκως, για να μη ακούσης από τον ίδιο τον προφήτη δικαίως τούτο· «δεν είναι αυτή η νηστεία που προτιμώ εγώ», λέγει ο Κύριος, «ούτε αν κάμψης τον λαιμό σου σαν κρίκο, θα γίνη δεκτή η νηστεία σου· αλλά ν' απαλλαγής από κάθε δεσμό αδικίας, να διάλυσης τους δεσμούς των βιαίων συναλλαγών, να διάσπασης κάθε άδικη υποχρέωσι· τότε το φως σου θα εκχυθή σαν αυγή κι' η θερα­πεία σου θ' αναφανή γρήγορα, η δικαιοσύνη σου θα είναι εμπροσθοφυλακή σου και η δόξα του Κυρίου θα είναι οπισθοφυ­λακή σου» (Ησ. 58, 5-8).

10. 
Εάν λοιπόν δεν δίδης στον πτωχό από τα δικά σου, και μάλιστα τα περισσεύματα, τουλάχιστον να μη τ' αποκτάς σε βά­ρος του πτωχού· αν και ο δεσπότης των όλων Χριστός αποπέμ­ποντάς τους της αριστεράς μερίδος στο πυρ και καταρώμενος αυτούς, δεν τους καταδικάζει σαν άρπαγες, αλλά ως μη μεταδί­δοντας στους ενδεείς. Επομένως οι άρπαγες και οι άδικοι ούτε θ' αναστούν για παρουσίασι και κρίσι, αλλά αμέσως για μεγα­λύτερη καταδίκη και κατάκρισι, αφού κι' εδώ, όπως φαίνεται, αυτοί ποτέ δεν παρουσιάσθηκαν στον Θεό εντελώς από ψυχή· «διότι», λέγει, «όσοι τρώγουν τον λαό μου σαν άρτο δεν επεκαλέσθηκαν τον Θεό» (Ψαλμ. 13, 5). Ο πλούσιος του οποίου οι αγροί εκαρποφόρησαν αφθόνως (Λουκά 12, 16) και ο ενδεδυμένος με πορφύρα και βύσσο (Λουκά 16, 19) δικαίως καταδικάζονται, όχι διότι αδίκησαν κάποιον, αλλά διό­τι δεν μετέδωσαν από όσα δικαίως απέκτησαν αυτοί· διότι τα θησαυρίσματα είναι κοινά από τα κοινά ταμεία των κτισμάτων του Θεού. Πώς λοιπόν δεν είναι πλεονέκτης αυτός που οικειο­ποιείται τα κοινά, έστω και αν δεν είναι σαν εκείνο που σφετε­ρίζεται φανερά τα ξένα; Επομένως ο μεν πρώτος θα υποστή, αλλοίμονο, την φρικτή διχοτόμησι ως κακός δούλος, ο δε άλ­λος θα υποστή τα δεινότερα και φρικωδέστερα, και κανένας από τους δύο δεν θα μπορέση να τα διαφύγη, αν δεν δεξιωθή τους πτωχούς, ώστε ο ένας να διαχειρισθή καλώς τα εμπιστευ­μένα σ' αυτόν από τον Θεό, ο δε άλλος να σκορπίση καλώς τα κακώς συναχθέντα.

11.
 Ο μέγας Παύλος γράφοντας προς τους Θεσσαλονικείς, τους προγόνους σας βέβαια, περί φιλαδελφίας, λέγει, «δεν έχε­τε ανάγκη να σας γράφω, διότι είσθε θεοδίδακτοι στο ν' αγαπά­τε αλλήλους» (Α’ Θεσσ. 4, 9).

12. 
Αφού λοιπόν ο Κύριος είπε προς μερικούς, «αν ήσαστε τέ­κνα τού Αβραάμ, θα εκτελούσατε τα έργα του Αβραάμ» (Ιω. 8, 39), ας φοβηθούμε κι' εμείς τον λόγο τούτον, που δεν λέγεται μεν προς εμάς εδώ, αλλά θα λεχθή, ο μη γένοιτο, κατά τη φρικτή ημέρα, όταν η συγγένεια κρίνεται μάλλον από την ομοιότητα των πε­πραγμένων όταν όλοι όσοι έχουν αγαπήσει την εν Χριστώ πτωχεία ή, αν όχι, τουλάχιστον τους πτωχούς, οι καταφρονηταί της δόξας, οι ερασταί της εγκρατείας, οι όχι μόνο ακροαταί αλλά και ποιηταί των ευαγγελικών θεσπισμάτων, κατά την ευχή του κοινού κατά χάριν Πατρός, θα είναι υπερφυώς ένα· «δώσε», λέγει, «να είναι όλοι αυτοί ένα, όπως εμείς είμαστε ένα» (Ιω. 17, 22)· όταν φανερά η κριτικωτάτη μάχαιρα του Πνεύματος θα διχάση τον άνθρωπο κατά του πατρός και την θυγατέρα κατά της μητρός και θα καταστήση ξένους μεταξύ των τους ανο­μοίους στους τρόπους· διότι αν τους ξεχωρίζη εδώ, πόσο περισ­σότερο εκεί, οπού ο παντογνώστης αποφαίνεται προς τους μη ωμοιωμένους «δεν σας γνωρίζω»; Διότι δεν έχουν, όπως έπρεπε την εικόνα του επουρανίου, δεν έγινανοικτίρμονες όπως ο κοι­νός Πατήρ, δεν έκαμαν τα υπάρχοντα κοινά με τους ενδεείς, όπως εκείνος μετέδωσε δωρεάν από τα αγαθά του σε όλους, δεν έγιναν ευμενείς προς τους πλησίον, δεν έκαμαν πλησίον τους μακρινούς με την ευεργεσία· εξ αιτίας άρα της ανομοιότη­τας αυτής ούτε γνωρίζει ούτε δέχεται στον οίκο του τοιούτους ο αγαθός. Εάν δε αυτός ειπή έτσι, τα ίδια περίπου θα ειπούν και όσοι έζησαν κατά το παράδειγμά του εδώ και θα συμβασιλεύσουν εκεί μαζί του προς τους εξ αίματος συγγενείς των που δεν είναι παραπλήσιοι στην αρετή με αυτούς.
13. Και αν ειπή κάποιος, εγώ είμαι παιδί σου, εγώ ήμουν πατέ­ρας σου, εγώ αδελφός σου· τότε ο μεν τελευταίος θ' ακούση ότι κανείς δεν είναι πατέρας πλην ενός, του Θεού, ο δε πρώτος θ' ακούση, αν ήσουν δικό μου τέκνο, θα ήσουν μιμητής μου, τώρα δε είσαι εκείνου του πατρός τέκνο, του οποίου και των επιθυ­μιών ήσουν εργάτης· φύγε για να μείνης αιωνίως με αυτόν, διό­τι εγώ δεν σε γνωρίζω· διότι όλα όσα είναι του Θεού είναι δικά μου, εσύ δε δεν είσαι του Θεού. Το δικό μου και το δικό σου έχει εκδιωχθή τώρα πλέον, αφού εμείς το εμισήσαμε και στον εκλείψαντα εκείνον βίον· γι' αυτό κι’ εγίναμε κληρονόμοι της βασιλείας αυτής. Όπου υπήρχε αυτός ο κατά τους θείους πατέ­ρες ψυχρός λόγος, το δικό μου και το δικό σου, απουσίαζε ο δεσμός της αγάπης και ο Χριστός είχε εκδιωχθή· σ' αυτούς που τους κυριαρχούσε τότε το πάθος τούτο, προξενούσε φιλαυτία, φιλαργυρία, μισαδελφία και κάθε είδος κακίας· το ίδιο πάθος τους καταισχύνει και τώρα.

14. 
Ας φοβηθούμε λοιπόν, αδελφοί, αυτά τα πράγματα, παρα­καλώ· διότι πραγματικά είναι φρικτά. Ας ρυθμίσωμε τη διαγωγή μας, όπως αρέσει στο Θεό· ας αφήσωμε για να αφεθούμε, ας ελεήσωμε για να ελεηθούμε πολλαπλασίως· διότι αυτός για χάρι μας επτώχευσε τελευταία, αναδεχόμενος στον εαυτό του την ελεημοσύνη,από μεγαλοδωρία πολλαπλασιάζει την αμοιβή· πρέπει λοιπόν κανείς ή να είναι κατά το παράδει­γμά του πτωχός, και θα ζήση μαζί μ’ εκείνον, ή να έχη τα αγαθά κοινά με τους για εκείνον πτωχούς, και δι' αυτών θα σωθή. Ας αποκτήσωμε ευσπλαγχνία· ας δώσωμε αυτοβούλως δείγμα της προς τον αδελφό αγάπης και της προς τον κοινό Πατέρα και δε­σπότη αφοσιώσεως. Καταλληλότερο δε γι’ αυτά καιρό δεν θα εύρη κανείς από τις νηστήσιμες αυτές ημέρες· διότι, αν συνάψη με την νηστεία την συμπάθεια, θ' απαλείψη κάθε αμάρτημα, θα προσκυνήση με παρρησία τα σωτήρια πάθη, θα συνευφρανθή με την ανάστασι του Χριστού και θα επιτύχη την αιώνια απολύτρωσι.

15. 
Αυτήν είθε όλοι εμείς να επιτύχωμε εν Χριστώ τω Θεώ ημών στον οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωο­ποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.

(Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 9, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)

Πηγή: www.alopsis.gr


Δοξαστικό τῶν Αἴνων Ε´ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν.

Δόξα... Ἦχος α´.

(κείμενο)

Οὐκ ἔστιν ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις, ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ ἄσκησις, σὺν ἁγιασμῷ· ὅθεν οὐδὲ πλούσιοι εἰσελεύσονται ἐν αὐτῇ, ἀλλ᾽ ὅσοι τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν ἐν χερσὶ πενήτων ἀποτίθενται. Ταῦτα καὶ Δαυῒδ ὁ Προφήτης διδάσκει λέγων· Δίκαιος ἀνὴρ ὁ ἐλεῶν ὅλην τὴν ἡμέραν, ὁ κατατρυφῶν τοῦ Κυρίου καὶ τῷ φωτὶ περιπατῶν, ὃς οὐ μὴ προσκόψῃ· ταῦτα δὲ πάντα, πρὸς νουθεσίαν ἡμῶν γέγραπται, ὅπως νηστεύοντες, χρηστότητα ποιήσωμεν· καὶ δῴη ἡμῖν Κύριος, ἀντὶ τῶν ἐπιγείων τὰ ἐπουράνια.

(παράφραση)

Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι φαγητό καί ποτό ἀλλά δικαιοσύνη καί ἀσκητική ζωή μέ καθαρότητα τῆς καρδίας. Δέν θά εἰσέλθουν λοιπόν οἱ πλούσιοι σ᾽ Αὐτήν ἀλλά ὅσοι τούς θηαυρούς τούς ἀποθέτουν στά χέρια τῶν πτωχῶν. Αὐτά διαδάσκει ὁ Προφήτης Δαυϊδ λέγοντας: δίκαιος ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού ἐλεεῖ ὅλην τήν ἡμέρα, πού ἀπολαμβάνει τόν Κύριον (μέ τήν πρός Αὐτόν ἀγάπη καί ἀφοσίωση), αὐτός ὁ ὁποῖος περιπατώντας στό φῶς δέν θά σκοντάψει.
            Ὅλά αὐτά ἔχουν γραφεῖ γιά δική μας νουθεσία, γιά νά κάνομε νηστεύοντας φιλανθρωπία καί εἴθε (μακάρι), ὁ Κύριος νά μᾶς δώσει ἀντί γιά τά ἐπίγεια τά ἐπουράνια (ἀγαθά).


Δείτε σχετικά: 

Πέμπτη 15 Απριλίου 2021

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΕΣΙΤΡΙΑ ΚΑΙ ΒΟΗΘΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Σχετική εικόνα

Στη συνείδηση των ορθοδόξων πιστών η Παναγία έχει καθιερωθεί ως μεσίτρια που ενώνει τη γη με τον ουρανό, τον αισθητό κόσμο με τη νοητή ωραιότητα. Η αλήθεια αυτή αποτυπώνεται στους βυζαντινούς ναούς με την Πλατυτέρα που εικονίζεται στην κόγχη του ιερού. Η Παναγία είναι η κλίμακα από την οποία κατέβηκε ο Θεός στη γη, για να μπορέσει ο άνθρωπος να αποδεσμευθεί από τις συνέπειες της φθοράς και του θανάτου, να ατενίσει την ωραιότητα του προπτωτικού κάλλους και να πορευθεί προς τη θέωση. Γι’ αυτό η κλίμακα του Ιακώβ εξεικονίζει την Θεοτόκο που ένωσε τα «διεστώτα» και συνάπτει αυτά για πάντα με τις πρεσβείες και τη μεσιτεία της προς τον Υιό και Θεό της.

Με ποιά σημασία όμως η Παναγία θεωρείται μεσίτρια, αφού είναι γνωστό ότι ένας είναι ο μεσίτης Θεού και ανθρώπων, ο Ιησούς Χριστός; Ο Χριστός με τη θυσία του έγινε το «αντίλυτρο» για την εξαγορά όλων των ανθρώπων από τα δεσμά της πτώσεως, γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ Πάτερα και εκπεσμένου υιού. Ο Χριστός είναι μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων και η μεσιτεία του αυτή γίνεται δυνατή με την Παναγία που ως Μητέρα του Θεανθρώπου πρόσφερε σε όλους τη δυνατότητα να κοινωνούν με τον Θεό.

Βασική προϋπόθεση για την επανασύνδεση και προσέγγιση Θεού και ανθρώπων είναι η λύση της έχθρας γης και ουρανού και η επαναφορά των «αποστατών» στον Πατέρα, γράφει ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός. Με τη λύση της έχθρας ανοίγει ο δρόμος για την υιοθεσία του ανθρώπου από τον Θεό. Η υιοθεσία ενεργοποιεί τη μετοχή στη θεία δόξα με το φωτισμό και την ανακαίνιση του συντετριμμένου πλάσματος. Η Παναγία ως μεσίτρια οδηγεί τον άνθρωπο στον Χριστό και πρεσβεύει για τη σωτηρία του. Στην εικονογραφία και την υμνολογία της Εκκλησίας, που αποτυπώνεται στις ακολουθίες, στους κανόνες, τον Ακάθιστο Ύμνο, τα θεοτοκάρια, τις συναπτές και σε κάθε σχετικό ύμνο, η Θεοτόκος δέεται υπέρ των πιστών και δεομένη εκφράζεται ως Μητέρα όλων. Αυτό διαφαίνεται περισσότερο στις θεομητορικές εορτές που αποτελούν ειδικότερες αφορμές καταφυγής των Χριστιανών στη σκέπη και προστασία της.

Η Παναγία βρίσκεται πολύ κοντά στον Θεό. Από το προνόμιο αυτό απορρέει η παρρησία της ενώπιον του υπέρ των ανθρώπων. Όταν οι πιστοί απευθύνουν δεήσεις και ικεσίες προς την Παναγία ή τους αγίους αυτό δεν σημαίνει ότι λησμονούν το σωτήρα Χριστό. Ο Χριστός τελικά σώζει τους ανθρώπους. «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ, σώσον ημάς» ψάλλεται στη θεία Λειτουργία. Η Θεοτόκος δεν σώζει, αλλά και δεν σωζόμαστε χωρίς αυτήν. Μέσω αυτής οικειούμαστε το σωτήρα Χριστό.

Στον Παρακλητικό Κανόνα, οι πιστοί απευθύνονται προς την Παναγία με την εξής ευχή: «Διάσωσον από κινδύνων τους δούλους σου Θεοτόκε, ότι πάντες μετά Θεόν εις σε καταφεύγομεν ως άρρηκτον τείχος και προστασίαν». Στον Κανόνα αυτόν αποτυπώνεται η θρησκευτική ευλάβεια προς το πρόσωπο της Παναγίας, την οποία επικαλούνται όλοι μετά τον Θεό Πατέρα για ενίσχυση και ενδυνάμωση. Η υμνολογική αυτή αναφορά αποτελεί μία ακόμη πτυχή της ορθόδοξης λατρείας όπου αποσαφηνίζεται ο μεσιτικός ρόλος της Θεοτόκου στις επικλήσεις σωτηρίας του κόσμου που απειλείται από την επικυριαρχία του κακού.

Ο Βασίλειος Σελευκείας προσδιορίζει το νόημα της μεσιτείας, όταν λέει: «Χαίρε κεχαριτωμένη, μεσιτεύουσα Θεώ και ανθρώποις, ίνα το μεσότοιχον αναιρεθή της έχθρας, και τοις επουρανίοις ενωθή τα επίγεια». Αυτή η υπέρβαση από τη σφαίρα της φθαρτότητας προς τα επουράνια και η επαγγελία της σωτηρίας και της αναστάσεως μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω της Παναγίας που πρώτη από όλους τους ανθρώπους δέχθηκε το χαρμόσυνο μήνυμα της αναστάσεως του Κυρίου.

Η άποψη αυτή είναι διάχυτη στη λειτουργική παράδοση, την υμνογραφία και την εικονογραφία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Παρά την απουσία βιβλικής θεμελιώσεως αυτής της θέσεως, οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας στα ερμηνευτικά τους υπομνήματα πάνω σε χωρία των συνοπτικών Ευαγγελίων αφήνουν να διαφανεί ότι ο Χριστός μετά την ανάστασή του εμφανίστηκε πρώτα στην Παναγία. Η ίδια ποτέ δεν αμφισβήτησε τη θεότητα του υιού της, ενθυμούμενη όλα τα παράδοξα και θεϊκά που συνέβησαν κατά τη σύλληψη, τη γέννηση και την επί γης παρουσία του Χριστού.

Η σωτηρία και η ελπίδα της αναστάσεως προέρχεται από τον ίδιο τον Θεό. Η οικείωση όμως της σωτηρίας από τους ανθρώπους καθίσταται δυνατή με τις πρεσβείες της Θεοτόκου που, προσφέροντας το τέλειο πρότυπο αγίου βίου, οδηγεί τους πιστούς στην αρετή και τη μετάνοια. Η βαθιά αυτή πεποίθηση του λαού για τη διαρκή παρουσία της Παναγίας στο χειμαζόμενο άνθρωπο παγιώθηκε από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες στη συνείδηση των πιστών. Η Θεοτόκος γίνεται «τοις λυπουμένοις ευμενές παραμύθιον, πάσι τοις αιτούσιν ετοίμη βοήθεια». Η ίδια είναι κοντά στους ανθρώπους, αισθάνεται λύπη γι’ αυτούς και ποθεί τη σωτηρία του σύμπαντος κόσμου. Αγκαλιάζει τους πάντες και είναι έτοιμη με την παρρησία και την εγγύτητά της στον Θεό να λύσει κάθε επώδυνη κατάσταση της ζωής, την οποία προκαλεί η αμαρτία .

Οι άνθρωποι έχουν το προνόμιο να διαθέτουν ισχυρό προστάτη και υπερασπιστή τους, την Παναγία, που με την παρέμβασή της αποδυναμώνει την επιρροή του κακού. Αυτή «δέεται και πρεσβεύει υπέρ ημών» ανατρέποντας τις ορμές των παθών και τον πόλεμο του πονηρού. Η Παναγία και επιθυμεί και μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση των ποικίλων κακών, πριν ακόμη οι άνθρωποι τα αντιληφθούν. Τότε παρεμβαίνει η μεσίτρια, που με τις μητρικές της παρρησίες ικετεύει θερμά τον ουράνιο Πατέρα, σαν να πρόκειται για τον εαυτό της, προβάλλοντας τη συγγένεια της φύσεώς της με το ανθρώπινο γένος.

Η Παναγία επιβλέπει από ψηλά με συμπόνια ως «υπέρμαχος στρατηγός» το ποίμνιο που δεινοπαθεί από φανερές ή αφανείς επιθέσεις των εχθρών και κυρίως του παλαιού τυράννου, του πονηρού, κατά τη γραφή του αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου. Η μεσιτεία της είναι το υπέρλογο εκείνο μέσο που όχι μόνο τιμά το ανθρώπινο γένος, αλλά και το ενισχύει, αφού το απαλλάσσει από την κυριαρχία του αιτίου των κακών έξεων και συνηθειών. Οι πιστοί δέονται στην Θεοτόκο να καταστείλει τα πάθη της ψυχής τους και να απολεπτύνει σταδιακά το νέφος της σάρκας, το παχύ και γεώδες αυτό προκάλυμμα. Ζητούν ακόμη να ενδυναμώνει τις νοερές κινήσεις και ενέργειες της ψυχής τους και να τις προσανατολίζει προς το αιώνιο και πρωτότυπο κάλλος.

Συχνά η απροθυμία της ανθρώπινης φύσεως και η νωθρότητα της διάνοιας καθιστούν τον άνθρωπο ράθυμο στην αρετή, που απαιτεί κόπο. Στην κατάκτηση της αρετής παρεμβάλλονται εμπόδια και αδιέξοδα. Γι’ αυτό στην πρώτη εμφάνισή τους ο πιστός καταφεύγει στην Θεοτόκο που δεν παύει να αγαπά και να φροντίζει τους ανθρώπους ως φιλόστοργη Μητέρα. Έτσι μεταβιβάζει τις ευεργεσίες της προς όλους αδιακρίτως και τους προστατεύει από τους πειρασμούς και τους κινδύνους. Ο Ιωσήφ Υμνογράφος ομιλεί ποιητικά για την ακοίμητη πρεσβεία της Θεοτόκου προς τον Θεό, που καθαρίζει τα πάθη της ψυχής με τις ιερές μεσιτείες της, δωρίζοντας παράλληλα και σωτήρια εγρήγορση για την εκπλήρωση του θελήματος του Θεού.

Είναι τόσο πολλές οι θλίψεις, οι συμφορές του βίου και οι πειρασμοί που κυκλώνουν από παντού τον πιστό, ώστε αναζητά την «κραταιά σκέπη» της Παναγίας και ζητά προστασία, κάνοντας έκκληση προς αυτήν: «Διά σπλάχνα ελέους σου, Παρθένε, μη παρίδης σεμνή ποντούμενόν με σάλω βιοτικών κυμάτων, αλλά δίδου μοι χείρα βοηθείας καταπονουμένω κακώσεσι του βίου». Στον αγώνα του ενάντια στο κακό ο πιστός καταπονείται ανελέητα από τις ορμές των παθών, από τα βέλη του πονηρού και από τις επαναστάσεις της σάρκας. Γι’ αυτό ζητά συνεργό και βοηθό του την Παναγία, ώστε να καταστείλει τις σαρκικές εκρήξεις και να αποτρέψει την κυριαρχία και επικράτηση του υλικού φρονήματος που γεννά την αμαρτία. Ο πιστός επικαλείται επίσης και την άμεση παρουσία του Θεού Πατέρα από τον οποίο ζητά να του δωρίσει «γρήγορον νουν, σώφρονα λογισμόν και καρδίαν νήφουσαν». Έτσι η προσωπική άσκηση συμβαδίζει με τη θεία αντίληψη. Ο πιστός δεν στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις, αλλά περισσότερο στη βοήθεια του Θεού στον οποίο και προσφέρει όλη του την ύπαρξη, όπως έπραξαν οι άγιοι της Εκκλησίας, και κυρίως η Παναγία.
Οι πρεσβείες της Θεοτόκου στηρίζουν τον άνθρωπο μπροστά στους πειρασμούς και τη δύναμη του κακού. Ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός εκτιμά ότι ο ανθρώπινος βίος θα ήταν αβίωτος, εάν οι πιστοί δεν είχαν την Παναγία «συνόμιλόν τους και μόνην επί γης καταλελειμμένην παρηγορίαν» .

Αν κάποιος επιθυμεί να πορευθεί προς τον Δεσπότη όλων, τον Θεό ή να ζητήσει συγγνώμη για τα παραπτώματά του, τότε στο πρόσωπο της Παναγίας θα βρει το χειραγωγό που θα τον οδηγήσει προς αυτόν. Η Θεοτόκος, λόγω της εγγύτητάς της προς τον Θεόν και της κοινής καταγωγής της με το ανθρώπινο γένος, γίνεται διαρκώς η μεσίτρια που συμφιλιώνει το πλάσμα με τον Πλάστη. Με τις πρεσβείες της χορηγεί στους πιστούς την εκπλήρωση των αιτημάτων τους. Και αν είναι υποχρέωση των τέκνων να αποδίδουν σεβασμό και τιμή στους κατά σάρκα γεννήτορες, ποιά ανταμοιβή θα ήταν αντάξια της Παναγίας που είναι η αιτία της πνευματικής γεννήσεως, ενηλικιώσεως, εμπλουτισμού και θεώσεώς τους;

Με δεδομένη την υπαιτιότητα του ιδίου του ανθρώπου για την πτώση του και την αμαύρωση του «κατ’ εικόνα», είναι φανερό ότι ο ίδιος δεν θα μπορούσε να ανακόψει την πορεία του προς τον όλεθρο. Αυτήν την καταλυτική πτώση του γένους διαπίστωνε με θλίψη και συμπόνια η Παρθένος και αναζητούσε το αντίρροπο φάρμακο για ένα τόσο μεγάλο πάθος. Διέγνωσε ότι μόνο μία κατεύθυνση υπήρχε· η ολοκληρωτική στροφή της προς τον Θεό και η μεσιτεία της για όλο το ανθρώπινο γένος. Κατά συνέπεια έγινε πρέσβειρα των ανθρώπων με τη δική της βούληση «ζητούσα όπως πιθανώς και γνησίως ομιλήσει Θεώ».

Η Θεοτόκος με τη συνεκτική δύναμη, το θεάνθρωπο υιό της που έφερε στους μητρικούς της κόλπους, γίνεται ενοποιός χώρα που συγκρατεί και ενώνει. Αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους, συγκεντρώνει τους διασκορπισμένους και τους συμφιλιώνει μεταξύ τους και με τον Θεό, όπως ακριβώς το κέντρο του κύκλου όλες τις διερχόμενες ευθείες. Η Παναγία γίνεται η κοινή εστία, το θεμέλιο βάθρο και η απαράμιλλη πηγή των υπερφυσικών χαρισμάτων, από τα οποία αντλεί πλούσια η νοερή και λογική φύση χωρίς όμως να μπορεί να υπερβεί την τελειότητα εκείνης.

Η Παναγία ως μέση μεταξύ δύο ιστορικών κόσμων, προ και μετά Χριστόν, μεσίτευσε όχι μόνο μεταξύ αυτών των δύο, αλλά και μεταξύ του Θεού και όλου του ανθρώπινου γένους. Η θέση της στο μυστήριο της θείας οικονομίας της έδωσε το προνόμιο να συνδέει μόνη αυτή το ανθρώπινο με το θείο. Έτσι κατέστησε τον Θεό Υιό ανθρώπου και ανέδειξε τους ανθρώπους σε υιούς του Θεού, γράφει ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς. Από αυτή τη θεία ιδιότητά της εκπορεύεται ο ρόλος της μεσιτείας και πρεσβείας της για τους ανθρώπους. Έκτοτε αναδύεται ως έμψυχο άγαλμα κάθε καλού, ως ζωντανή εικόνα κάθε αρετής, ως κοινωφελέστατη τιμή του ουρανού, της γης και των επέκεινα.

Πηγή: “Διακόνημα”