† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021

᾿Ανακομιδή τοῦ λειψάνου τοῦ ἐν ῾Αγίοις πατρός ἠμῶν ᾿Ιωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (Λόγος ἐγκωμιαστικός τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη) 27 Ἰανουαρίου

 




* ...Όταν ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εκ­θρονίστηκε και στάλθηκε εξόριστος στην Κουκουσό, Αραβισσό και Πιτιούντα όλη η Εκκλησία των ορθοδόξων επένθισε. Με δάκρυα έλεγαν τα πλήθη των πιστών και μοναχών: «Συνέφερεν, ίνα ο ήλιος συσταλή ή ίνα το στόμα Ιωάννου σιωπήση».
Έκλαυσε όλη η οικουμένη, διότι έμεινε σαν πλοίο χωρίς κυβερνήτη, σαν ποίμνιο χωρίς ποιμέ­να· σαν στρατόπεδο χωρίς αρχιστράτηγο και σαν κόσμος σκοτεινός χωρίς ήλιο. Έκλαιαν οι ορφα­νοί τον πατέρα τους. Θρηνούσαν οι μαθηταί τον διδάσκαλό τους, ωδύρονταν οι πτωχοί τον προστάτη τους. Λυπόνταν οι αμαρτωλοί την ελπίδα τους, οι θλιμμένοι την παρηγοριά τους, οι άρρωστοι την επίσκεψή τους και οι διψασμένοι από λόγο Θεού, διότι στερήθηκαν τα γλυκύτατα και πάγχρυσα λό­για της διδασκαλίας του. Κοινή ήταν η συμφορά, παγκόσμιο το κακό, οικουμενική η δυστυχία.
Ο άγιος Ιννοκέντιος ο Πάπας, γράφοντας για τον Χρυσόστομο προς τον βασιλέα Αρκάδιο, λέ­γει: Όχι μόνο η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλε­ως ζημιώθηκε της καλλιρύτου εκείνου γλώσσας, αλλά και όλη η υφήλιος εχήρευσε, απολέσασα τέτοιον ένθεον άνδρα.
Έμεινε στην χηρεία αυτή και απαρηγόρητη λύπη όλη η Εκκλησία του Χριστού τριαντατρία ο­λόκληρα χρόνια.
Το 440 γίνεται η ανακομιδή και μετακομίζεται από τα Κόμανα του Πόντου στην βασιλεύουσα με τέτοια τιμή, η οποία δεν έγινε ποτέ από του αιώνος σε άλλον, ούτε πατριάρχη, ούτε βασιλέα.
Η Χείρα του Αγίου Χρυσοστόμου βρίσκεται στην Ιερά Μονή Φιλοθέου του Αγίου ΌρουςΗ του Χριστού Εκκλησία στολισαμένη, υπο­δέχεται σήμερα από την εξορία το ζωομύριστο και θαυματουργικώτατο σώμα του φωστήρος της Χρυ­σοστόμου και εορτάζει χαρμόσυνα την ένδοξη ανα­κομιδή και μετακομιδή και υποδοχή του λειψάνου του διδασκάλου της οικουμένης.

Και αυτό με κάθε δίκαιο, γιατί, πώς δεν έπρεπε να χαρή, σήμερα, όλη η Εκκλησία του Χριστού σε ένα καιρό, όπου βλέπει ότι στο λείψανο του Χρυσο­στόμου μεταβλήθηκαν όλοι οι νόμοι της φύσεως και ενεργήθηκαν μόνον οι νόμοι της Χάριτος; Ότι σώ­μα νεκρόν, όταν θέλη, κινείται, και, όταν θέλη, μέ­νει ακίνητον; Ότι σώμα, ενταφιασμένο πριν 33 χρόνια, ανακομίζεται σώο και αδιάλυτο με την ο­λοκληρία όλων των μελών και μερών του;... Πώς δεν έπρεπε να χαρή, σήμερα, όταν είδε το σώμα του Χρυσορρήμονος να ευρίσκεται μεν στην γη σε διά­στημα τόσων χρόνων, έπειτα να ανακομίζεται λαμ­πρό και κροκοειδές στο χρώμα; Ευωδέστατο στην ο­σμή, υπερνικών όλα τα αρώματα της γης; Και έχων όλα τα άλλα ουσιώδη και συστατικά γνωρίσματα της αγιότητας; Πώς δεν έπρεπε να χαρή, όταν είδε το λείψανον του Ιωάννου, να γιατρεύη κουτσούς, να ανορθώνη παραλυτικούς, να φωτίζη τυφλούς;.... Πώς δεν ήταν δίκαιο να χαρή όλος ο κόσμος, βλέποντας ένα νεκρό σώμα να έχη εξουσία κατά των στοιχείων; κατά γης και θαλάσσης και του αέρος; Να σηκώνη άνεμους από την θάλασσα, να σχίζη σε ρήγματα την γη, να κάμνη τα πλοία να κλίνουν από μόνα τους, σαν να ήταν λογικά και έμψυχα, για να τον υποδεχθούν; Και, έπειτα, να τα διευθύνη αυτά σε όποιο τόπο θέλει; Καί για να πω το μεγαλύτερο και θαυμαστότερο, πώς δεν έπρεπε να χαρή σήμερα όλη η Εκκλησία του Χριστού, όταν είδε να ανοίξουν εκείνα τα άψυ­χα χείλη; Και όταν άκουσε να βγαίνη φωνή ζωντα­νή και έναρθρος από το προ 33 χρόνων νενεκρωμένο στόμα του Χρυσοστόμου; Και να πη «ειρήνη πάσιν;». Όντως «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; Σύ ει ο Θεός, ο ποιών θαυμάσια μόνος» (Ψαλμ. 76, 13)....

Λοιπόν πώς έγινε τέχνη χωρίς τον τεχνίτη; Πώς ακολούθησε έργο και αποτέλεσμα χωρίς τον ποιητή; Πώς η λύρα και ο αυλός ήχησαν, χωρίς να τα κρούση ο λυρωδός και ο αυλητής; Και μάλιστα, όταν και ο αυλός και η λύρα ήταν διεφθαρμένα; Θαυμάσια τα έργα σου Κύριε! Η αιτία όλη, η ποιη­τική αυτού στάθηκε θεία και υπερφυσική! Και ο τε­χνίτης του έργου αυτού ήταν αυτό το Πνεύμα το Αγιονί...
Ώστε, αν και το λείψανο του Χρυσοστόμου ή­ταν κατά φύση νεκρό και ακίνητο και άφωνον, αλ­λά κατά χάριν ήτο ζωντανόν και δι' αυτό εκίνησε την γλώσσα του και ελάλησε: «δίκαιοι εις τον αιώ­να ζώσι».
Πρέπει σήμερα να ευφρανθούν οι ορθόδοξοι διότι βλέπουν τον αγιώτατον πατριάρχην Πρόκλον και τον ευσεβέστατον βασιλέα Θεοδόσιον, πως ση­κώνουν με πολλή ευλάβεια το πανσεβάσμιο λείψα­νο του Χρυσοστόμου και το εμβάζουν μόνοι οι δύο μέσα στο άγιο βήμα και το εναποθέτουν υπό κάτω του θυσιαστηρίου και της αγίας Τραπέζης... Ίδετε θαυμάσια, με τα οποία, ο θαυμαστός Θεός εδόξασε εμεγάλυνε και εθαυμάστωσε το λείψανον του αγίου Χρυσοστόμου;...
Δι' αυτό, λοιπόν, ας χαρούμε και εμείς πνευματικώς σήμερα. Ας εύφημήσουμε με ύμνους και ωδές πνευματικές τον μέγα Χρυσόστομο! Ας προσκυνή­σουμε νοερά το πάνσεπτό του λείψανο για να λά­βουμε και την χάρη του Αγίου Πνεύματος, η οποία δίδεται και αόρατα ως αόρατη και απεριόριστη....
Με ποιο όνομα ιερό και άγιο να ονομάσουμε τον Χρυσόστομο και να μη αρμόζη σε αυτόν; Να τον ο­νομάσουμε άγγελο; Και του πρέπει, διότι αυτός έζη­σε στα αλήθεια μια ζωή ισάγγελη, με χαυμενίες, α­γρυπνίες, προσευχές και ασκήσεις υπερφυσικές...

Προ του θανάτου του τρεις ολόκληρους μήνες δεν έφαγε ολότελα ανθρώπινο φαγητό, ως άσαρκος και άυλος μέχρις ότου ετελεύτησε. Βάστασε με μό­νην εκείνη την άφθαρτη τροφή, που του έδωσαν και έφαγε οι ιεροί Απόστολοι, καθώς μαρτυρούν όλοι οι συγγραφείς του βίου του....
Να τον ονομάσουμε Απόστολον; Και μάλιστα, διότι αυτός με την πάγχρυση διδασκαλία του εσαγηνευσε πολλά έθνη και τα έφερε στην πίστ
η του Χρι­στού. Δι' αυτό και οι θείοι Απόστολοι εφάνησαν οφθαλμοφανώς εις αυτόν, ως ισαπόστολο, τόσες και τόσες φορές, ο Πέτρος και Ιωάννης δύο φορές.... Ο Παύλος στην Κων/πολι, όταν του ομιλούσε μυ­στικά στα αυτιά, ερμηνεύοντας τις επιστολές του, και όταν αισθητά τον εφίλησε, ευχαριστώντας αυ­τόν, αφού τα ερμήνευσε....

Να τον ονομάσουμε Προφήτην; Ναι, και αυτό το όνομα το απέκτησε διά των έργων... Επροφήτευσε στον άγιο Επιφάνιο πως δεν θέλει φθάσει να πάη στον θρόνο του..., αλλά και όταν εξωρίζονταν, περνώντας από την Νίκαια προφήτευσε στον πατέ­ρα του βασιλιά Μαυρίκιου, που ήταν άτεκνος, ότι έχει να γέννηση γιο που μέλλει να γίνη βασιλιάς, πως έχει να αμαρτήση, πλήν θέλει πάλιν μετανοή­σει και θέλει αξιωθεί της σωτηρίας, καθώς έτσι και τα πράγματα ακολούθησαν.
Να τον ονομάσουμε μάρτυρα; Ναι και του αρμό­ζει, επειδή εκτός από τις ασθένειες της υδρωπικίας, των πυρετών και της παντοτινής στομαχαλγίας, που έπασχε ο Τρισμακάριστος, έλαβε και πολλά βάσανα και μαρτύρια στις εξορίες του....
Διά αυτό και στον καιρό του θανάτου του, ήλ­θαν οι άγιοι μάρτυρες Βασιλίσκος ο ιερομάρτυς και Λουκιανός και τον προσκάλεσαν, για να έλθη στα ουράνια να συγκατοική με αυτούς ως συναθλη­τής.
Να τον ονομάσουμε Ιεράρχη και διδάσκαλο της Εκκλησίας; Ναι, βεβαιότατα! Θέλετε να το καταλά­βετε; Ακούσατε την φοβερή οπτασία που είδε ο επί­σκοπος της Αραβισσού Αδελφειός.
Αυτός έχοντας πολλή αγάπη να μάθη για τον ά­γιο Χρυσόστομο ποια δόξα αξιώθηκε να λάβη από τον Θεό στους ουρανούς, και παρακαλώντας συχνά γι' αυτό τον Κύριο ήλθε σε έκσταση και είδε ένα ωραιότατο άνδρα που του έδειξε σε τόπο λαμπρό ό­λους τους πατέρες και διδασκάλους· αλλά δεν είδε ανάμεσά τους τον Ιωάννη! Και λυπήθηκε κατάκαρδα. Τότε άκουσε φωνή αγγέλου που του είπε: « Ιωάννην τον της μετανοίας λέγεις; Άνθρωπος, που εί­ναι με σώμα, εκείνον να δει δεν μπορεί! διότι παρί­σταται εκεί, όπου ο θρόνος ο Δεσποτικός». Την ί­δια οπτασία είδε και ο άγιος Μάρκος ο ασκητής.
Να τον ονομάσουμε ρήτορα και εξηγητή των Θείων Γραφών;... Ο ρήτορας Λιβάνιος μπροστά στον Ιουλιανό τον παραβάτη, καίτοι εχθρός της πί­στεως, εκήρυξε ότι ο Ιωάννης υπερβαίνει στην ρη­τορική και την σοφία και τον Δημοσθένη, και τον Πλάτωνα.
Στην εξήγηση πάλι των Γραφών υπερέβαινε και αυτόν τον μέγα Θεολόγον Γρηγόριον. Ο βασι­λεύς Θεοδόσιος ο μέγας, παρεκάλεσε τον Γρηγόριο τον Θεολόγο να εξηγήση το ιερό Ευαγγέλιο, και το επεχείρησε. Παρακαλώντας τον Θεό να τον πλη­ροφορήση αν η εξήγηση του είναι ορθή, άκουσε από τον Θεό την εξής φωνή: «Ούτε σε σένα, ούτε σε κάποιον άλλο το χάρισμα αυτό έχει δοθεί παρά στον Ιωάννη της Αντιοχείας». Ο δε άγιος Πρόκλος ο Πατριάρχης, έλεγε: «Έτσι είμαι εγώ προς τον μα­κάριο Ιωάννη, όπως ακριβώς πηγή προς θάλασσα και ρυάκι προς ποταμό».
Γι' αυτό και σε κάθε διδαχή που έκαμνε ο Άγιος, οι άνθρωποι που άκουγαν, μη υποφέροντας την χαρά, κτυπούσαν πολλές φορές, κάτω από τον άμβωνα, όλοι με συμφωνία τα χέρια τους.
Σε ένα μόνο καιρό, που γινόταν λιτανεία στην Κων/πολη, εκ του προχείρου έκαμε 18 λόγους στο δρόμο το πάγχρυσο εκείνο στόμα! Τόση ευκολία εί­χε στο να ομιλή.
Να ονομάσουμε τον Χρυσόστομο φίλο γνήσιο της Θεοτόκου; Ναι, και αυτό το αξιώθηκε! Ευρι­σκόμενος ο Άγιος για την ασθένειά του έξω από την Κων/λη, εκεί που προσευχόταν κατά το μεσονύ­κτιο, είδε ξύπνιος την Κυρία Θεοτόκο, η οποία ήλ­θε προς αυτόν με άπειρο φως και έχοντας τριγύρω της πλήθος από άνδρες και γυναίκες του είπε αυτά με φωνή χαριέστατη: «Ιωάννη, του εμού θεράπων Υιού και Θεού, καλά αγωνίστηκες τον αγώνα της α­σκήσεως, καλά εποίμανας το λογικόν ποίμνιον, αλ­λά ανδρίζου ακόμη και κραταιού. Διότι ιδού και μαρτυρικός σε αναμένει δρόμος και αθλητικό σε πε­ριμένει στάδιο διά ποικίλων πόνων και πειρασμών, για να καταστή φανερή η δοκιμασία σου και στη γη και τον ουρανό.... Ας αγαλλιασθή λοιπόν και ας χαρή το πνεύμα σου, διότι σε έχει αποταμιευθεί και χαρά στους ουρανούς, ανάλογα με τις θλίψεις σου».
Επίσης και η θαυμαστή οπτασία που είδε ο ά­γιος Κύριλλος ο Αλεξανδρείας.
Ο θειος του πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφι­λος είχε εχθρόν τον άγιο Χρυσόστομο...
Βλέπει μία φορά σε όραμα την Κυρία Θεοτόκο, μαζί και τον άγιο Χρυσόστομο, να συνομιλούν μετα­ξύ τους σε ένα πάμφωτο και ωραιότατο τόπο. Βλέ­ποντας τους, όμως, επιθυμούσε και εζητούσε να πάη κοντά και αυτός αλλά ο θείος Χρυσόστομος τον επιτιμούσε και τον εμπόδιζε. Τότε, ακούει φω­νή από την Θεοτόκο, που έλεγε προς τον Χρυσόστο­μο αυτά: Συγχώρησε τον χάριν εμού (για χάρι δική μου), διότι πολλά επάσχισε, εκοπίασε για εμένα, καταντροπιάσας τον υβριστή Νεστόριο, και εμένα Θε­οτόκο με ανακήρυξε. Από άγνοια την άσχημη για σένα υπόληψη - γνώμη εσχημάτισε και θα φανέρω­ση αυτήν, που απέκτησε με επίγνωση.
Μετά από αυτό το όραμα ο άγιος Κύριλλος, έ­γινε μεγάλος φίλος του Χρυσοστόμου, επαινώντας αυτόν και συνέγραψε πρόχειρα και τον βίον Του.
Τι άλλο θέλετε να ονομάσουμε τον Χρυσόστομο; Θαυματουργόν; Ναι διότι τόσο πλούσια του εδόθη το χάρισμα των θαυμάτων, ώστε όλοι τον επωνόμιζαν «Ιωάννην τον θαυματουργόν».
Να τον ονομάσουμε ελεήμονα; Και βέβαια, για την υπερβολική του ευσπλαγχνία προς τους πτω­χούς τον ωνόμαζαν όλοι «Ιωάννης ο της ελεημο­σύνης».
Να τον ονομάσουμε κήρυκα της μετανοίας; Και ποιος μπορεί να το αρνηθή! Τέτοια δύναμη είχε ο λόγος του στο να τραβά τους αμαρτωλούς σε μετά­νοια, ώστε έφθανε μόνο να ακούση κάποιος την δι­δαχή του για να μετανοήση και αλλάξη ζωή!.... Δί­καια λοιπόν από όλους ωνομαζόταν «Ιωάννης ο της μετανοίας»....
Αδελφοί, μας λέγει ο άγιος Νικόδημος, οι εορ­τές των αγίων δεν γίνονται για άλλο λόγο παρά για να συναχθούν σε αυτές οι Χριστιανοί, να ακούσουν τα κατορθώματα των Αγίων που εορτάζουν και να τα μιμηθούν και αυτοί, όσο τους είναι δυνατόν, και έτσι να λάβουν στην ψυχή τους ευλάβεια και στην ζωή τους διόρθωση και ακρίβεια. Έτσι μάς διδά­σκει η πάγχρυση γλώσσα του Χρυσοστόμου: «Ε­ορτή είναι επίδειξις έργων αγαθών, ψυχής ευλά­βεια, πολιτείας ακρίβεια».
Και εμείς ας μιμηθούμε, κατά το δυνατόν μας, και τα έργα του Χρυσοστόμου και ας ακούσουμε τις χρυσές διδασκαλίες που μάς κάμνει. Ας μετανοούμε κάθε μέρα στον Θεό για τα σφάλματα που κά­νουμε με το έργο, με το λόγο και με τον λογισμό, και ας πάρουμε σταθερή απόφαση, για να μη πράξουμε ξανά την αμαρτία, επειδή αυτή είναι η αλη­θινή μετάνοια. Έτσι μάς διδάσκει ο Χρυσόστομος: «Είναι δε μετάνοια το να μη κάνης τα ίδια..., πρέπει λοιπόν να απομακρύνεσαι και στην πράξη και στην γνώμη που αποτολμήθηκαν.... Παραδείγματος χά­ρη: άρπαξες και πλεονέκτησες; Απομακρύνσου από την αρπαγή και βάλε στο τραύμα ελεημοσύνη. Πόρνευσες; Απομακρύνσου από την πορνεία και βάλε στο έλκος αγνεία. Κακολόγησες τον αδελφό και έβλαψες; Σταμάτησε κατηγορώντας, και βάλε σωφροσύνη......
Ας έχουμε υπομονή σε όλες τις θλίψεις που μάς έρχονται είτε από τους δαίμονες, είτε από τους ανθρώπους είτε και από φυσική ασθένεια του σώ­ματος, και ας ευχαριστούμε πάντοτε τον Θεό σε ό­σα μάς ακολουθούν είτε καλά, είτε κακά. Διότι και ο άγιος Χρυσόστομος υπέμεινε μετά χαράς τις εξο­ρίες, τις οποίες του έκαμαν, και σε όλα ευχαριστού­σε τον Θεό, συνηθίζοντας να λέγη πάντοτε αυτό το αξιομνημόνευτο λόγιο: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένε­κεν" ου γαρ παύσομαι τούτο επιλέγων αεί επί πάσί μοι τοις συμβαίνουσιν». Και αυτόν τον λόγο αφού είπε τελευταίο, παρέδωσε την αγία του ψυχή.
Ας αγωνιζόμαστε να είμαστε παρθένοι και σώ­φρονες όχι μόνο κατά το σώμα, αλλά και κατά την ψυχή, μη αφήνοντες το νου μας να γλυκαίνεται στους αισχρούς και σαρκικούς λογισμούς... Διότι πολλές φορές παρθενεύει κάποιος με το σώμα, αλ­λά με την ψυχή και τους λογισμούς πορνεύει και μοιχεύει....
Ας μισήσουμε από καρδιάς την φιλαργυρία και ασπλαγχνία, διότι αυτή κάμνει εκείνους που είναι υποδουλομένοι σε αυτήν, ούτε να βλέπουν, ούτε να ακούν ούτε συνείδηση να έχουν, ούτε την σωτηρία τους να ζητούν....
Ας μισήσουμε την υπερηφάνεια και ας έχουμε την ταπείνωση στην ψυχή μας, διότι χωρίς την τα­πείνωση είναι αδύνατον να σωθούμε, κατά τον Χρυσόστομον, λέγοντα: «Τίποτε δεν είναι ίσον με την ταπεινοφροσύνη...., διότι δεν είναι δυνατόν να σωθή κάποιος χωρίς της ταπεινοφροσύνης».
Και επάνω σε όλα, ας σπουδάσουμε να έχουμε την αγάπη προς τους αδελφούς μας, διότι η αγάπη είναι το κεφάλαιο όλων των αγαθών! Χωρίς την α­γάπη όλες οι αρετές είναι μάταιες....

Πρόσδεξαι, σε παρακαλούμε, το παρόν ευτελές εγκώμιον, όπως προσεδέχθη ο Κύριος της χήρας τα δύο λεπτά... Και εις μεν την παρούσα ζωή φύλαττε μας από κάθε βλάβη των ορατών και αορά­των εχθρών, εις δε την μέλλουσα αξίωσέ μας της ουρανίου βασιλείας διά των πρεσβειών σου, με την Χάρι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εις τον Ο­ποίον υπάρχει η δόξα και το κράτος συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι εις τους αιώνας. Αμήν.

* * *
Τον τρισμακάριστον και παμμακάριστον άγιον Ιωάννην τον Χρυσόστομον διάφοροι Πατέρες, τον ωνόμασαν:
«Το νέον σκεύος της εκλογής».
«Ο μέγας της οικουμένης διδάσκαλος».
«Ο τρισμακάριστος άνθρωπος».
«Ο της Εκκλησίας διδάσκαλος».
«Ο νέος Ιωάννης ο Θεολόγος».
«Ο της Εκκλησίας φωστήρ και ποιμήν......
«Ο της θείας ευσπλαγχνίας μιμητής και εγγυη­τής».
«Ο αληθής του Θεού άνθρωπος και γνήσιος κήρυξ της μετανοίας».
«Το στόμα του Χριστού και στόμα του Παύ­λου»· και κατά τον συλλογισμόν και το κοινόν από­φθεγμα, που λέγει: «Εάν το στόμα του Χριστού είναι το στόμα του Παύλου, το στόμα του Χρυσοστόμου εί­ναι Χριστού και Παύλου». Και κατά τον άγιο Νικόδημον τον Αγιορείτην ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσό­στομος «είναι ο διδάσκαλος των διδασκάλων».

Ακολουθία Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"

Πηγή:  “www.impantokratoros.gr”


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. Δ'.

Ἡ τοῦ στόματός σου καθάπερ πυρσός ἐκλάμψασα χάρις, τήν οἰκουμένην ἐφώτισεν, ἀφιλαργυρίας τῷ κόσμῳ θησαυρούς ἐναπέθετο, τό ὕψος ἡμῖν τῆς ταπεινοφροσύνης ὑπέδειξεν. Ἀλλά σοῖς λόγοις παιδεύων, Πάτερ, Ἰωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε τῷ Λόγῳ Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.






Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2021

Η ΣΤΑΣΗ ΜΑΣ ΣΤΟΝ ΝΑΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (Όσιος Εφραίμ ο Σύρος)

 

Μόλις μπούμε στον ναό του Θεού, κάθε μέριμνα να φύγει από τη σκέψη μας, ο εσωτερικός μας άνθρωπος να αφοσιώνεται στη θεωρία και την προσευχή, και κανένας ανάρμοστος λογισμός να μην ταράζει τον νου μας. Ας νιώσουμε μπροστά σε ποιον στεκόμαστε στην προσευχή, και όλη μας η ψυχή και η καρδιά ας είναι στραμμένη προς Αυτόν, χωρίς να φαντάζεται τίποτε άλλο. Θα καταλάβεις αυτό που λέω και με ένα παράδειγμα:

Αν κάποιος πάρει μαζί του χρήματα και πάει σε μια εμποροπανήγυρη θέλοντας να αγοράσει βόδια, μήπως περιεργάζεται τα γουρούνια; Ή αν θέλει να αγοράσει γαϊδούρια, μήπως κοιτάζει για σκυλιά; Δεν είναι όλη η σκέψη του στραμμένη σε αυτά που θέλει, και αυτά μόνο δεν εξετάζει με προσοχή, μην τυχόν ξεγελαστεί και πάνε χαμένα τα χρήματά του; Έτσι και εμείς· όταν μπούμε στον ιερό ναό και σταθούμε μπροστά στον Θεό, ας υψώσουμε σε αυτόν όλο τον νου μας, και μόνο τα θεία να σκεφτόμαστε και να φανταζόμαστε, ώστε από αυτό και τη σωτηρία μας να κερδίσουμε και τα ουράνια αγαθά να απολαύσουμε.

Αλλά ούτε να αρχίσουμε την κουβέντα με τον διπλανό μας και, αντί να εξευμενίσουμε τον Δημιουργό του ουρανού και της γης, τον κάνουμε να θυμώσει μαζί μας. Όπως δηλαδή συμβαίνει με κάποιον δούλο που στέκεται και μιλά με τον βασιλιά και, επειδή τον φώναξε άλλος δούλος, παρατά τη θαυμάσια και τιμητική συνομιλία με τον βασιλιά και στρέφεται και συνομιλεί με εκείνον, προσβάλλοντας με τον τρόπο του τον βασιλιά και κάνοντάς τον να θυμώσει φοβερά μαζί του, έτσι είναι και με αυτόν που μιλά την ώρα της ψαλμωδίας ή της προσευχής.

Όπως λοιπόν στέκονται οι άγγελοι με πολύν τρόμο και υμνολογούν τον Δημιουργό, έτσι οφείλουμε και εμείς να στεκόμαστε στην ψαλμωδία. Αν όμως τύχει ο αδελφός που στέκεται δίπλα σου να είναι άρρωστος και να βήχει ή να φτύνει συχνά, μην ενοχληθείς, αλλά θυμήσου ότι πολλοί αφιερώθηκαν να υπηρετούν αρρώστους και λεπρούς, για να έχουν από αυτό μεγάλο κέρδος, μαθαίνοντας με την πείρα την αγάπη και τη συμπόνια. Και εσύ λοιπόν, καθώς έχεις όμοιο σώμα, είσαι κοντά σε τέτοιες αρρώστιες, έστω και αν προς το παρόν είσαι υγιής με τη φιλανθρωπία του Θεού. Γι’ αυτό να μην υπερηφανεύεσαι σε βάρος του αρρώστου, αλλά να φοβάσαι μην πάθεις τα ίδια και χειρότερα, και με τη συμπάθεια προς τον αδελφό να προφυλάγεις τον εαυτό σου.

 

(Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Β’, Υπόθεση ΙΑ’ (11), σελ. 115. Εκδόσεις “Το Περιβόλι της Παναγίας”, Θεσσαλονίκη 2003)


Πηγή: alopsis.gr




ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΠΡΑΟΣ, ΤΑΠΕΙΝΟΣ, ΑΠΛΟΣ (Άγιος Ιωάννης Κρονστάνδης)

Μια αστραπιαία κίνηση της καρδιάς προς την αμαρτία είναι αμαρτία. Πρέπει να τσακίζουμε την αμαρτία μόλις εμφανίζεται… Όταν η πυρκαγιά απλωθεί, δεν μπορούμε εύκολα να σώσουμε το σπίτι· το σώζουμε εύκολα, μόλις φανούν οι πρώτες φλόγες. Το ίδιο ισχύει και στην πνευματική ζωή. Η ψυχή είναι το σπίτι και τα πάθη είναι η φωτιά.

*

Μη συγχέεις τον άνθρωπο, που είναι εικόνα του Θεού, με το κακό που υπάρχει μέσα του. Το κακό είναι μια συμπτωματική ασθένειά του, μια δυστυχία του, μια διαβολική χίμαιρα. Η ουσία του είναι η εικόνα του Θεού, που παραμένει στο βάθος του ακόμα και όταν είναι αμαρτωλός.

*

Να είσαι όσο περισσότερο μπορείς πράος, ταπεινός, απλός στις σχέσεις σου με όλους. Να θεωρείς τον εαυτό σου κατώτερο απ’ όλους χωρίς καμιάν υποκρισία. Από τον εγωισμό προέρχεται η υπεροπτική, ψυχρή και ανειλικρινής σχέση μ’ εκείνους τους οποίους θεωρούμε κατώτερους ή από τους οποίους δεν περιμένουμε οφέλη…

Όταν σε κατηγορούν κι εσύ πονάς κατάκαρδα, αυτό σημαίνει ότι έχεις εγωισμό. Επιβάλλεται να τον διώξεις με τον εξωτερικό εξευτελισμό σου. Μην ταράζεσαι και μην τρέφεις αντιπάθεια, όταν σε κατηγορούν. Αγάπησε τους κατηγόρους σου, όπως αγαπάς τους γιατρούς σου, και προσευχήσου γι’ αυτούς…

Συμπάθησε τον αδελφό που σε αδικεί, ακόμα και όταν σου αφαιρεί το τελευταίο σου ρούβλι. Εδώ θα δείξεις αν αγαπάς την εικόνα του Θεού που υπάρχει μέσα σου, περισσότερο απ’ όσο αγαπάς τα γήινα και φθαρτά πράγματα…

Πόσο άσχημη είναι η σατανική χαιρεκακία για την αμαρτία του πλησίον! Η αγάπη όλα τα υπομένει και όλα τα καλύπτει… Ο χριστιανός με ειλικρίνεια επιθυμεί το καλό τού πλησίον όπως και το δικό του, επιθυμεί να δοξάζεται το όνομα του Θεού διαρκώς και με τη δική του διαγωγή και με τη διαγωγή των άλλων, εύχεται να γίνουν όλοι οι άνθρωποι ναοί του Θεού αχειροποίητοι.

*

Χωρίς την ειρήνη και την ομόνοια με τους άλλους, ποτέ δεν θα νιώσεις ειρήνη και ομόνοια με τον εαυτό σου.

 

(Από το βιβλίο: “Πνευματική Ανθολογία από τους βίους και τους λόγους των Αγίων της Ρωσίας”. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2018, σελ. 41, 42, 52, 84)


Πηγή: alopsis.gr

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙE' ΛΟΥΚΑ 2021 (Ομιλία του Μητροπολίτου Αττικής & Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

 


ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ' ΛΟΥΚΑ: Εὐαγγέλιο - Ὁμιλία εἰς τόν Ζακχαῖον τόν Τελώνην (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)

 




1. Τῷ καιρῷ ἐκείνω διήρχετο ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν ῾Ιεριχώ· 2 καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἦν πλούσιος, 3 καὶ ἐζήτει ἰδεῖν τὸν ᾿Ιησοῦν τίς ἐστι, καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν.
4 καὶ προδραμὼν ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι. 5 καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον, ἀναβλέψας ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδεν αὐτὸν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι. 6 καὶ σπεύσας κατέβη, καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων.
7 καὶ ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλῦσαι. 8 σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον· ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν. 9 εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς ᾿Αβραάμ ἐστιν. 10 ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός.

Ἀπόδοση:

Εκείνο τον καιρό περνούσε ό Ιησούς μέσα από την Ιεριχώ. Και να ένας άνθρωπος πού τον έλεγαν Ζακχαίο και αυτός ήταν αρχιτελώνης και επομένως πλούσιος. Και ζητούσε να δει τον Ιησού ποιος είναι και δεν μπορούσε, εξαιτίας του κόσμου καν επειδή ήταν μικρόσωμος.
 Έτρεξε λοιπόν μπροστά και ανέβηκε σε μια συκομουριά για να τον δει, γιατί από κει θα περνούσε. Και μόλις ήλθε σε κείνο το μέρος, σήκωσε τα μάτια του ο Ιησούς και τον είδε και του είπε' Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα, γιατί σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου.
Και ο Ζακχαίος κατέβηκε αμέσως και υποδέχτηκε τον Ιησού με χαρά. Όλοι τότε όταν είδαν αυτό εγόγγυζαν και έλεγαν πώς μπήκε να φιλοξενηθεί στο σπίτι ενός αμαρτωλού ανθρώπου.
 Ο Ζακχαίος όμως στάθηκε μπροστά στον Ιησού και του είπε· Να τα μισά από τα υπάρχοντα μου Κύριε, τα δίνω στους φτωχούς· και αν τύχει και έκλεψα κανενός του το δίνω πίσω τετραπλάσιο. Τότε του είπε ο Ιησούς. Σήμερα έγινε σωτηρία σε τούτο το σπίτι, γιατί και αυτός είναι παιδί του Αβραάμ. Γιατί ο υιός του ανθρώπου ήρθε για να ψάξει να βρει και να σώσει τους χαμένους.

Ὁμιλία εἰς τόν Ζακχαῖον τόν Τελώνην
(Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)


Όσοι επιθυμούν τα καλά, δε διαφέρουν από τους διψασμένους, αγαπητοί. Όσο δε βρίσκουν αυτό που ζητούνε, τόσο ανάβει η δίψα τους για ο,τι ποθούν. Και τη νύχτα ονειρεύονται σα διψασμένοι τις πηγές των πόθων τους. Κι όταν ξημερώση πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο, με αεικίνητα μάτια βλέποντας γύρω, αναζητούν αυτά που ποθεί η καρδιά τους.

Κι όπως οδοιπόροι, που σε ώρα μεσημεριού διασχίζουν άνυδρο τόπο, αναγκασμένοι από τη δίψα βλέπουν γύρω τους πηγές· και πολλές φορές θα τους δης ν’ ανεβαίνουν και βουνά όπου υπάρχειπηγή· κι όταν από μακριά τη δουν, χαίρονται και συνεχίζουν την πορεία τους προς αυτή με βιάση·έπειτα φθάνουν στην πηγή και σβήνουν με το νερό τη δίψα τους· τέτοιοι είναι κι οι φίλοι του Χριστού. Την ημέρα αναζητούν τον ποθητό τους Χριστό με καλά έργα και τη νύχτα είναι κοντά του με την προσευχή κι όταν κοιμούνται βλέπουν στο όνειρό τους ότι περπατούν μαζί του.

Όταν στα οράματά τους τον ιδούν από μακριά χαίρονται κι αναγαλλιάζουν καθώς οι διψασμένοι, ότανβρουν τις πηγές που ποθούν. Κι όταν ξυπνήσουν θέλουν να ξανακοιμηθούν, για ν’ αντικρύσουν στον ύπνο τους την ίδια πάλι οπτασία.

Τέτοιος και ο Ζακχαίος που διαβάσαμε πριν από λίγο στο Ευαγγέλιο. Δήτε τον που τρέχει και ο θείος πόθος τον πυρπολεί· σκαρφαλώνει στο δένδρο και ψάχνει γύρω τον Ιησού, για να δη τη ζωοδότρα πηγή.

Κι όταν ο Ζακχαίος αντίκρυσε τον Κύριο, ξεκούρασε την όραση του, περισσότερο όμως αναρρίπισετον πόθο στην καρδιά του· «Μπήκε λοιπόν ο Ιησούς στην Ιεριχώ και περιπατούσε στον δρόμο. Βρήκε κάποιον λεγόμενο Ζακχαίο. Ήταν αρχιτελώνης και πολύ πλούσιος. Ήθελε πολύ να ιδή τον Ιησούπου ήταν να περάση από κει».

Πρόσεξε, αγαπητέ μου, τον πόθο της ψυχής του. Δεν μπορούσε όμως να δη από το πλήθος, γιατίήταν μικρό το ανάστημά του. Τρέχει λοιπόν μπροστά κι ανεβαίνει σε μια μουριά για να δη τον Ιησού, που ήταν να περάση από κει. Ο Ζακχαίος με το μικρό ανάστημα και την πολλή γνώση ζητούσε να δη τον Χριστό, επιθυμούσε να δη το θεό μέσα στους ανθρώπους που χάριζε τον ουρανό, ήθελε να δη το δημιουργό των αγγέλων, να δη να βαδίζη με βήματα ανθρώπου ο φωτοδότης του ουρανού,υπέργειου φωτός.

Ζητούσε να δη πως ο ήλιος της δικαιοσύνης καθισμένος στο νέφος πλημμύρισε με φως των πιστών τα ψυχικά μάτια. Ζητούσε να δη το θεό Ιησού, τον ωραίο, τον ποθητό, το γλυκύ, που με τόνομά του δηλώνει και την πράξη. Να δη το πορφυρόμαλλο πρόβατο, που το αίμα του έγινε το τίμημα της οικουμένης και το μαλλί του έντυσε τους γυμνούς από τον Αδάμ ως το τέλος. Επιθυμούσε να δη οαιχμάλωτος στρατιώτης το βασιλιά του, το πρόβατο το βοσκό του, ο παραπλανημένος το δρόμο του,ο σκοτισμένος το φως. Επιθυμούσε να δη τον κήρυκα της ευσεβείας, αυτός που δεν είχε γευτή τη γλυκύτητα της θεογνωσίας.

Ζητούσε να δη ο άρρωστος την υγεία του, ο πεινασμένος την ουράνια τροφή, ο διψασμένος την ζωοδότρα πηγή. Επιθυμούσε να δη τον εμψυχωτή των ιερέων και τον ξυπνητή του Λαζάρου. Ω, το θεϊκό έρωτα! Ω, την επιθυμία! Ω, το χρυσόφτερο έρωτα, η καλύτερα τον έρωτα του Χριστού, πουανεβάζει στον ουρανό την ψυχή που τον έχει. Ο θεϊκός έρωτας που τον εσήκωσε από τη γη, τονέκαμε κιόλα ν’ ανεβή στο δένδρο.
Δεν τον άφησε να εξακολουθήση να βλέπη τα πράγματα της γης, ούτε και να συναστρέφεται τουςανθρώπους. Αλλά τη θεία αγάπη ποθώντας σρέφει το βλέμμα στα ουράνια αγαθά. Από τα γήινα τρέχει προς τα ουράνια, που προκαλούσαν την προθυμία του κι αφού σκαρφάλωσε στο δέντροέψαχνε γύρω από το Χριστό και με φαντασία βρισκόταν στον ουρανό. Κι όταν είδε ο Ζακχαίος τοΧριστό του μίλησε ταιριαστά.

Σ’ εσένα σήκωσα τα μάτια μου που κατοικείς στον ουρανό. Είδε τον Κύριο ο Ζακχαίος και δυνάμωσεη επιθυμία του περισσότερο. Τον άγγιξε στην ψυχή κι έγινε διαφορετικός άνθρωπος· από τελώνης ζηλωτής, από άπιστος πιστός, από λύκος πρόβατο σφραγισμένο για τη σφαγή. Ποιός νιώθει τέτοιαεπιθυμία για τον πατέρα και την μητέρα του, ποιός αγάπησε τη γυναίκα η τα παιδιά του, όπως οΖαχκαίος τον Κύριο, όπως φανερώνουν τα ίδια τα πράγματα; Μοίρασε όλα τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και τετραπλάσια έδωσε σ’ όποιους εσυκοφάντησε. Συμπεριφορά άριστη μαθητού, και δασκάλου επιείκεια και δύναμη θεϊκή· από τη θέα του μόνο ο Ιησούς οδηγεί στην πράξη.

Κανένα διδακτικό λόγο δεν είχε πει ο Κύριος στο Ζακχαίο, παρουσιάστηκε μόνο σ’ αυτόν που τον ποθούσε και από το βάθος της καρδιάς του τραβιόταν επάνω η δύναμη της πίστεως. Παρόμοιο έγινεκαι στην αιμορροούσα· ήρθε κοντά στον Κύριο και ζητούσε να τη θεραπεύση, μα δε δεχόταν να τουαγγίξη το χέρι. Κι εκείνη του αγγίζει κρυφά την άκρη απ’ τα ρούχα του. Και της θεραπείας τη δύναμη σα σφουγγάρι με το άγγιγμά της την τράβηξε. Κι ο Ζαχκαίος ενεργούσε ασυναίσθητα, κινημένος απόβία θεϊκή και από πνευματικόν έρωτα αναμμένος ανέβαινε στη μουριά.

Ο Κύριος όμως ανακαλύπτοντας κάποιο μυστικό του λέει, κατέβα. Γνώρισα την ψυχή σου, γνώρισα τον ιερό έρωτά σου· Κατέβα. Θυμήσου ότι κι ο Αδάμ ότνα ένιωσε τη γυμνότητά του, κρύφτηκε πίσωαπό τη συκιά. Και συ που θέλεις να σωθής, μην τρέχης πάνω στη μουριά. Πρέπει να την ξηράνω αυτή τη μουριά και να φυτέψω άλλη, το σταυρό. Εκείνος είναι το ευλογημένο δέντρο και σ’ αυτό ναοδηγής τα βήματα της ψυχής σου. Από αυτό ακοντίζεσαι αμέσως στον ουρανό.

Ενώ στης μουριάς τα φύλλα και το φίδι περιπλέκεται, και σ’ αυτή κρύβεται και σ’ αυτήν εκλώσσησετα μικρά του. Κατέβα γρήγορα, προτού αρχίση να ψιθυρίζη στην ψυχή σου, όπως και στην Εύα που την έπεισε να δοκιμάση τη γλυκειά ηδονή. Κατέβα γρήγορα. Όσο στέκομαι εγώ, κατέβα απ’ αυτή·όταν το βλέπω εγώ, εκείνο φιμώνεται. Κατέβα γρήγορα, δε θέλω να σ’ αφήσω πάνω στη μουριά, δε θέλω να χαθής.

Δικό μου πρόβατο είσαι, σ’ εμένα έτρεξες. Κατέβα γρήγορα και περίμενέ με στο σπίτι σου. Πρέπει να ξεκουραστώ εκεί. Όπου υπάρχει πίστη, εκεί ξεκουράζομαι. Όπου υπάρχει αγάπη, εκεί πηγαίνω. Ξαίρω τι θα κάμης σε λιγο· ξαίρω ότι θα δώσης όλα τα υπάρχοντά σου στους φτωχούς και πρώταότι θα επιστρέψης το τετραπλάσιο σ’ όσους εσυκοφάντησες.

Σε τέτοιους ανθρώπους μ’ ευχαρίστηση φιλοξενούμε. Κι ο Ζακχαίος κατέβηκε βιαστικός, πήγε στο σπίτι του κι υποδέχτηκε τον Ιησού. Και γεμάτος χαρά, είπε αφού στάθηκε –ούτε περπατώντας, ούτε καθισμένος αλλά αλλά αφού στάθηκε, για να δείξη την αμετάθετη απόφασή του- και αφού στάθηκε μίλησε, όταν με θερμή ψυχή κι αμεταμέλητη απόφαση αποδυόταν στον αγώνα. Ήξαιρε που σπέρνει και που ήταν να θερίση και είπε· Δίνω στους φτωχούς τα μισά από τα υπάρχοντά μου και γυρίζω το τετραπλάσιο σ’ όσους εσυκοφάντησα.

Ω άδολη εξομολόγηση, που βγαίνει από καρδιά καθαρή. Εξομολόγηση αθάμπτωτη –μπροστά στηναθάμπωτη δόξα του θεού- που είναι η πίστη η πνοή της κι η δικαιοσύνη το άνθος της. Αυτής της δικαιοσύνης ας μας κάμη άξιους ο Θεός των όλων με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μαςΙησού Χριστού. Σ’ αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (25 Ἰανουαρίου)

 



Ο Mέγας αυτός Άγιος Γρηγόριος ο Τριαδικός Θεολόγος και ιεράρχης 
γεννήθηκε στη Αριανζώ το 329 μ.Χ, ένα μικρό χωριό της Καππαδοκίας, κοντά στη κωμόπολη Ναζιανζώ, εξ ου αναφέρεται και ως Ναζιανζηνός. Οι γονείς του ήτον ευγενείς και δίκαιοι, Γρηγόριος και Νόννα ονόματι, σεβόμενοι εξ αγνοίας τα είδωλα. Αφ'ότου δε εγέννησαν τον Γρηγόριο, ανεγεννήθησαν και αυτοί και εβαπτίσθησαν Χριστιανοί. Ο πατέρας του μάλιστα έγινε αρχιερεύς της Ναζιανζού. Έτσι, ο νεαρός Γρηγόριος ανατρέφεται, μέσα σε χριστιανικό περιβάλλον. Από την παιδική του ηλικία φανέρωσε τα σπάνια χαρίσματα του. Αγάπησε με πάθος τα γράμματα και λόγω της καλής οικονομικής κατάστασης των γονιών του μπόρεσε και σπούδασε στα καλύτερα σχολεία της εποχής του.

Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Αθήνα γνώρισε το Μέγα Βασίλειο και στην Αλεξάνδρεια συνάντησε για πρώτη φορά το Μέγα Αθανάσιο και το Μέγα Αντώνιο. Το 365 μ.Χ., ο Βασίλειος έφυγε από την Αθήνα, αλλά ο Γρηγόριος έμεινε και δίδασκε ρητορική για ένα χρόνο. Μετά άφησε κι αυτός την Αθήνα και επέστρεψε στη Ναζιανζώ. Όταν επέστρεψε, βαπτίστηκε χριστιανός από τον πατέρα του και έγραψε για το μυστήριο του βαπτίσματος. Ο Γρηγόριος συνιστά το νηπιοβαπτισμό και διδάσκει στους νέους της Ναζιανζού τη χριστιανική διδασκαλία. Ο πόθος του ήταν να ασκητέψει στον Πόντο κοντά στο φίλο του Βασίλειο, όπου και πήγε. Εκεί με το Βασίλειο έγραψε πολλά συγγράμματα.
Περί τα τέλη του 360 μ.Χ., μετά από παράκληση του πατέρα του αφήνει την έρημο του Πόντου και πηγαίνει στην πατρίδα του. Εκεί κατατάσσεται στις τάξεις του κλήρου, αλλά και πάλι φεύγει στην έρημο με σκοπό να προσευχηθεί, να δυναμώσει πνευματικά και να μπορέσει να φέρει σε πέρας το δύσκολο έργο του κληρικού. Ώριμος πλέον επιστρέφει και υπηρετεί το λαό ως ιερέας βοηθώντας τους φτωχούς και τους αρρώστους. Την περίοδο αυτή ο Ιουλιανός ο Παραβάτης κήρυξε σφοδρό διωγμό εναντίον των χριστιανών.

Εναντίον του Ιουλιανού αντέδρασαν οι δύο αγωνιστές της εποχής, ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος. Οι λόγοι του Γρηγορίου χτυπούν σκληρά τον παραβάτη και χριστιανομάχο αυτοκράτορα, αλλά το αίμα των χριστιανών χύνεται αλύπητα.
Όταν πέθανε ο Ιουλιανός και σταμάτησε ο διωγμός, ο Γρηγόριος εργάζεται δίπλα στον πατέρα του και τον βοηθά με ζήλο στο κοινωνικό του έργο. Έτσι, η φήμη του Γρηγόριου απλώθηκε σε όλο το χριστιανικό κόσμο. Όταν πέθανε ο πατέρας του, φεύγει πάλι ο Γρηγόριος και πηγαίνει στο μοναστήρι της Αγίας Θέκλας με μοναδικό έργο την προσευχή και τη συγγραφή. Όταν κινδύνευε η Κωνσταντινούπολη από τις αιρέσεις, κάλεσαν το Γρηγόριο να πάει εκεί και να βοηθήσει την εκκλησία. Δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί μπροστά στον κίνδυνο της ορθόδοξης πίστης. Πήγε εκεί και με τους πύρινους λόγους του και τα επιχειρήματα του έφερε σε δύσκολη θέση τους αιρετικούς και μετά από σκληρό αγώνα ελευθερώθηκε η εκκλησία. Εκείνο που ανέδειξε το Γρηγόριο μεγάλο δάσκαλο και ποιμένα της Εκκλησίας ήταν η υπεράσπιση της Ορθοδοξίας, που πέρναγε δύσκολες μέρες, από τον κίνδυνο των Αρειανών.
Στην Κωνσταντινούπολη, μόνο ένας μικρός ναός είχε απομείνει στους Ορθοδόξους, που τον ονόμαζαν συμβολικά Αγία Αναστασία, ελπίζοντας πως εκεί θα αναστηθεί ξανά η Ορθοδοξία. Σ’ αυτόν το ναό ο Γρηγόριος εκφώνησε τους περίφημους πέντε λόγους για τη Θεότητα του «Υιού και Λόγου του Θεού», με θαυμαστά αποτελέσματα. Η Εκκλησία μας με βάση τα υψηλά θεολογικά του κηρύγματα και συγγράμματα τον τίμησε με τον τίτλο του Θεολόγου. Σε λίγο στέφθηκε αυτοκράτορας ο Μέγας Θεοδόσιος καθιερώνοντας με διάταγμα την Ορθοδοξία. Τότε αναδείχτηκε ο Γρηγόριος, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και Πρόεδρος της Β’ Οικουμενικής Συνόδου. Από αυτή τη θέση, το 381μ.Χ., μαζί με άλλους άρχοντες της Εκκλησίας στερέωσαν την πίστη και την Ορθοδοξία συμπληρώνοντας το Σύμβολο της Πίστεως που άρχισε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος. Όμως η κακία και ο φθόνος δεν άφησαν για πολύ καιρό το Γρηγόριο στον πατριαρχικό θρόνο, επειδή μερικοί επίσκοποι από φθόνο αντέδρασαν στην εκλογή του. Η ευαίσθητη ψυχή του δεν το ανέχθηκε αυτό και για να εξασφαλίσει όμως την ειρήνη της εκκλησίας, με μια ηρωική πράξη, παραιτήθηκε από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο και την προεδρία της συνόδου και επέστρεψε στον τόπο του,τη Ναζιανζό και πρόσφερε τις υπηρεσίες του από το βαθμό του επισκόπου περνώντας την υπόλοιπη ζωή του με προσευχή, διάβασμα και συγγραφή βιβλίων.
Ένα πρωινό, στις 25 Ιανουαρίου το 391 μ.Χ., άφησε τα γήινα, για να πάει αιώνια κοντά στον αγαπημένο του Κύριο. Η αγία κάρα του βρίσκεται στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου στο Άγιον Όρος. Ο Γρηγόριος διακρίθηκε για τον αγνό του χαρακτήρα και τις πολλές αρετές καθώς και για το τεράστιο συγγραφικό του έργο, που περιλαμβάνει λόγους, επιστολές και ποιήματα. Η Εκκλησία μας τον κατέταξε ανάμεσα στους αγίους της και τον τιμά ξεχωριστά στίς 25 Ιανουαρίου καθώς και στις 30 του ίδιου μήνα, γιορτή των Τριών Ιεραρχών.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.

Ὁ ποιμενικός αὐλός τῆς θεολογίας σου, τάς τῶν ῥητόρων ἐνίκησε σάλπιγγας· ὡς γάρ τά βάθη τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσαντι, καί τά κάλλη τοῦ φθέγματος προσετέθη σοι. Ἀλλά πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Πάτερ Γρηγόριε, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.



Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον

Θεολόγῳ γλώττῃ σου, τάς συμπλοκάς τῶν ῥητόρων, διαλύσας ἔνδοξε, ὀρθοδοξίας χιτῶνα, ἄνωθεν, ἐξυφανθέντα τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐστόλισας, ὅν καί φοροῦσα, σύν ἡμῖν κράζει, τοῖς σοῖς τέκνοις· Χαίροις Πάτερ, θεολογίας ὁ νοῦς ὁ ἀκρότατος.


Κυριακή ΙΕ' Λουκά: Εὐαγγέλιο - Λόγος εἰς τόν Ζακχαίον τοῦ Ἁγίου Ἀμφιλοχίου

 



Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας.

Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον Κεφ. Ιθ. 1 – 10.



Τω καιρώ εκείνω, διήρχετο ο Ιησούς την Ιεριχώ, και ιδού ανήρ ονόματι καλούμενος Ζακχαίος, και αυτός ήν αρχιτελώνης, και ούτος ήν πλούσιος, και εζήτει ιδείν τον Ιησούν τίς εστι, και ουκ ηδύνατο απο του όχλου, ότι τη ηλικία μικρός ήν. και προδραμών έμπροσθεν ανέβη επι συκομορέαν, ίνα ίδη αυτόν, ότι εκείνης ήμελλε διέρχεσθαι. και ως ήλθεν επι τον τόπον, αναβλέψας ο Ιησούς είδεν αυτόν, και είπε προς αυτόν, Ζακχαίε, σπεύσας κατάβηθι, σήμερον γάρ εν τω οίκω σου δεί με μείναι. και σπεύσας κατέβη, και υπεδέξατο αυτόν χαίρων. και ιδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ότι παρά αμαρτωλώ ανδρί εισήλθε καταλύσαι. σταθείς δέ Ζακχαίος είπε προς τον Κύριον, ιδού τα ημίση των υπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοις πτωχοίς, και εί τινός τι εσυκοφάντησα, αποδίδωμι τετραπλούν. είπε δέ προς αυτόν ο Ιησούς ότι σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο, καθότι και αυτός υιός Αβραάμ εστιν. ήλθε γάρ ο υιός του ανθρώπου ζητήσαι και σώσαι το απολωλός.

Απόδοση:

Εκείνο τον καιρό, μπήκε ο Ιησούς στην Ιεριχώ και περνούσε μέσα από την πόλη. Εκεί υπήρχε κάποιος, που το όνομά του ήταν Ζακχαίος. Ήταν αρχιτελώνης και πλούσιος. Αυτός προσπαθούσε να δει ποιος είναι ο Ιησούς• δεν μπορούσε όμως εξαιτίας του πλήθους και γιατί ήταν μικρόσωμος. Έτρεξε λοιπόν μπροστά πριν από το πλήθος κι ανέβηκε σε μια συκομουριά για να τον δει, γιατί θα περνούσε από ’κει. Όταν έφτασε ο Ιησούς στο σημείο εκείνο, κοίταξε προς τα πάνω, τον είδε και του είπε: «Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα, γιατί σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου». Εκείνος κατέβηκε γρήγορα και τον υποδέχθηκε με χαρά. Όλοι όσοι τα είδαν αυτά διαμαρτύρονταν κι έλεγαν ότι πήγε να μείνει στο σπίτι ενός αμαρτωλού. Τότε σηκώθηκε ο Ζακχαίος και είπε στον Κύριο: «Κύριε, υπόσχομαι να δώσω τα μισά τα υπάρχοντά μου στους φτωχούς και ν’ ανταποδώσω στο τετραπλάσιο όσα έχω πάρει με απάτη». Ο Ιησούς, απευθυνόμενος σ’ αυτόν, είπε: «Σήμερα αυτή η οικογένεια σώθηκε• γιατί κι αυτός ο τελώνης είναι απόγονος του Αβραάμ. Ο Υιός του Ανθρώπου ήρθε για ν’ αναζητήσει και να σώσει αυτούς που έχουν χάσει το δρόμο τους».

(Επιμέλεια κειμένου: Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη)


Λόγος του Αγίου Αμφιλοχίου, Επισκόπου Ικονίου, εις τον Ζακχαίον


Τίποτα δεν παρακινεί τόσον την ψυχή προς ευφροσύνην, όσον ο φόβος του Θεού και η αποχή των κακών, ο δρόμος της μετανοίας και ο τρόπος της εξομολογήσεως. Όθεν και σήμερα ο Δαυίδ εμακάριζεν αυτούς των οποίων συνεχωρήθησαν οι αμαρτίες, φανερώνοντας την φιλανθρωπία του Χριστού, και συγχρόνως προπαρασκευάζοντας τους αμαρτωλούς να προστρέξουν στην μετάνοια. «Μακάριοι», λέγει, «ων αφέθησαν αι ανομίαι, και ων επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι». Όποιος λοιπόν ημπορεί να αισθανθή σαν την πόρνην και τον τελώνην, ας τρέξη στις ακενώτους πηγές της σωτηρίας του Χριστού. Δεν είναι δυνατόν χωρίς μετάνοια να λάβη κανείς την λύση των κακών, ούτε να επιτύχη τον μακαρισμόν, έστω και αν είναι Προφήτης ή Απόστολος ή και Ευαγγελιστής. Πράγματι όλοι από την ιδίαν πηγή έχουν αντλήσει. Μεταξύ των Προφητών ο ίδιος ο Δαυίδ, ο οποίος και μετά την μοιχείαν παραμένει Προφήτης, με την Χάριν Εκείνου που τον συνεχώρησε. Από τους Αποστόλους ο Πέτρος και ο Παύλος, από τους οποίους ο μεν ένας έχει «τας κλεις της βασιλείας» μετά την άρνησιν, ο δε άλλος κατέστη Απόστολος των εθνών μετά την δίωξη, μετατρέποντας τον ιουδαϊκόν ζήλον σε ευαγγελικόν τρόπο. Και μέσα στα Ευαγγέλια εγνώρισα σωζόμενον τελώνην, όχι μόνο τον Ματθαίον, αλλά μαζί μ’ αυτόν και άλλους δύο. Ο ένας από αυτούς, προσευχόμενος και κτυπώντας το στήθος του όπου υπήρχε ο θησαυρός των κακών, και μη τολμώντας να σταθή στον ναό με τα χέρια και το βλέμμα υψωμένα, όχι μόνον εδικαιώθη, αλλά και εστεφανώθη, εν αντιθέσει με τον Φαρισαίον. Και ο σημερινός Ζακχαίος, αφού ανέβη στο δένδρον, όπου πολλές φορές είχε σταθεί για να κατασκοπεύη μη του διαφύγη κάποιος έμπορος και μείνει αφορολόγητος, τώρα επρόσεχε μη του διαφύγη απαρατήρητος ο έμπορος του ουρανού και της γης, ο οποίος είχε μέσα του τον άσυλον θησαυρόν της Βασιλείας των Ουρανών.

Για να μη συγχέωμεν όμως τις ιστορίες των τελωνών μεταξύ τους, ας διαπραγματευθούμε σήμερα, εάν νομίζετε, και ας εξετάσωμε λεπτομερέστερα την υπόθεση μόνον του Ζακχαίου. «Εισελθών» ο Ιησούς, λέγει, «διήρχετο την Ιεριχώ. Και ιδού ανήρ ονόματι καλούμενος Ζακχαίος, και ούτος ην αρχιτελώνης». Δεν μνημονεύει ο Ευαγγελιστής την Ιεριχώ χωρίς λόγον, αλλά επειδή πρόκειται να ειπή ότι ένας Τελώνης εφιλοξένησε στον οίκο του τον Θεόν. Ήταν απίστευτο το πράγμα. Γι αυτό αναφέρει πρώτα την πατρίδα, για να μας υπομνήση την πόρνην Ραάβ, και έτσι να μας φανή παράδοξος η μεταστροφή του Ζακχαίου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον ανέφερε την Ιεριχώ. Να φέρωμε στον νου μας την πόρνην Ραάβ, και να συγκρίνωμε τον τρόπο της σωτηρίας αυτών των δύο. Όπως δηλαδή η Ραάβ, η πόρνη, εδέχθη τον Ιησού του Ναυή ως κατάσκοπο και τον έκρυψε, έτσι και ο Ζακχαίος, ο τελώνης, εδέχθη και έθρεψε στον οίκο του τον αληθινόν Ιησούν, τον κατάσκοπο της διανοίας μας. Εκείνη εδέχθη τον Ιησού του Ναυή, ο οποίος εισήγαγε τον λαό στην γην της επαγγελίας. Αυτός δέχεται τον αληθινόν Ιησούν, ο οποίος ήλθε για να μας εισαγάγη στην Βασιλείαν των Ουρανών. Εκείνη εδέχθη τον παλαιόν Ιησούν, ο οποίος κατηδάφισε τα τείχη της Ιεριχούς. Αυτός εδέχθη τον αληθινόν Ιησούν, ο οποίος κατεδάφισε των Ιουδαίων τον ναόν. διότι ο ίδιος είπεν οτι «ου μη μείνη ώδε λίθος επί λίθον, ος ου καταλυθήσεται». Η πόρνη εδέχθη τον Ιησούν εκείνον, ο οποίος εισήγαγε δια μέσου του Ιορδάνου τον λαόν «εις γην ρέουσαν γάλα και μέλι». Ο τελώνης εδέχθη τον αληθινόν Ιησούν, ο οποίος εισήγαγε δια του Βαπτίσματος τους πιστούς όπου «οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη». Η Ραάβ εδέχθη εκείνον τον Ιησούν, ο οποίος εξήγαγε το σταφύλι από την γην της επαγγελίας. Ο Ζακχαίος υπεδέχθη τον αληθινόν Ιησούν, ο οποίος εισήγαγε τον ληστήν στον Παράδεισο. Έχει όμως και κάποιο άλλο μυστικόν νόημα η πόλις, κρυμμένο μέσα στην πηγή της. Η πηγή της Ιεριχούς ήταν κάποτε μητέρα της στειρώσεως, τροφός της ακαρπίας, επειδή το νερό της ήταν ελαττωματικόν. Ενώ είχε το ρείθρον αχανές και έρεε αθόρυβα σαν λάδι, οι προσερχόμενοι περιωρίζοντο μόνο να την βλέπουν και αναχωρούσαν διψασμένοι. Διότι δεν ήταν ακίνδυνος γι’ αυτούς η πόσις. Επρόκειτο πράγματι περί ύδατος ολεθρίου. Το κάλλος της πηγής παρακινούσε τους περαστικούς να σπεύσουν για να πιουν, όμως ο φόβος της βλάβης ανέκοπτε την προθυμία τους. Όθεν, επειδή η πηγή έρεε ματαίως, οι περίοικοι, που πολλές φορές επήγαιναν εκεί, εγόγγυζαν από την δίψα που τους προκαλούσε όχι η ανυδρία αλλά η θέα των υδάτων. Και επειδή δεν είχαν την δυνατότητα να ικανοποιήσουν το πάθος αυτό της δίψης, παρεπονούντο αγανακτισμένοι και απευθύνοντο προς αυτήν λέγοντας: «Τι ρέεις ματαίως, ω πηγή; Θα ήσουν καλλιτέρα αν δεν φαινόσουν, αν είχες κρυφθή στα όρη και στις άμμους και στις ερημίες, όπου δεν θα είχες πολλούς μάρτυρες του κακού». Και γιατί το νερό δεν ήταν πόσιμον; Επειδή ενέκρωνε τα σώματα όσων το έπιναν. Αν έπινε άνδρας, δεν εγίνετο πατέρας, ούτε γυναίκα εγίνετο μητέρα, διότι έχανε την χάρη της μητρότητος. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και η γη που εδέχετο αυτό το νερό, ηρνείτο την συνήθη βλάστησή της, και οι εύσκιοι φοίνικες με την τόσην χάρη τους εξεδύοντο την στολή των φύλλων και, για να το ειπούμε με ένα λόγον, ο,τιδήποτε είχε την ατυχία να έλθη σε επαφή με το νερόν αυτό, ερημώνετο. Τοιαύτη ήταν η πηγή, όταν περιήρχετο παλαιά την Ιεριχώ, έως ότου ήλθεν ο Προφήτης Ελισαίος, επήρε αλάτι και το έρριψε στην πηγή, και έτσι εζωοποίησε τα ύδατα. «Τάδε λέγει Κύριος», αναφέρει η Γραφή. «ίαμαι τα ύδατα ταύτα». Αυτά λέγει εκείνος που πάντοτε, όταν ομιλή, τον λόγο του τον κάνει έργο: «Να μη προέλθη πλέον από σας άγονος και στείρα», είπε, και το νερό μετεβλήθη, και οι γαστέρες άρχισαν να ωδίνουν, και η γη να βλαστάνη, και οι άμπελοι να θάλλουν, και η ελαία να επιδεικνύη την ιδικήν της χάρη. Και έτσι οι περίοικοι συμφιλιώθησαν με την πηγή τους, και ενώ παλαιά πολεμούσαν και επολεμούντο, τώρα την ποθούσαν και την επεσκέπτοντο.

Κάτι σπουδαίον όμως θέλει να ειπή το αίνιγμα της πηγής. Αύτη η πηγή, που έρρεεν αφθόνως και παλαιά έδιδε άχρηστο και άγονο νερό, ήταν προτύπωσις της Εκκλησίας.

Πράγματι, πριν από τον Χριστόν, κάθε θρησκεία ήταν τόσον ασεβής ώστε, αν κάποιος άνδρας έπινε από το νερό της πηγής της, έχανε ακόμη και την ιδιότητα να είναι άνθρωπος, και από την συμπλοκήν του με τα είδωλα ηρνείτο την λογικήν φύση της ψυχής. Η δε γυναίκα δεν εγίνετο μητέρα αρετών, δεν έτικτε βλαστήματα σωφροσύνης, ούτε ανέβλυζε το λευκόν της ευσεβείας γάλα. Ενώ όμως αυτή ήταν η κατάστασις της πηγής, ήλθεν ο Κύριος, και αφού έβαλε μέσα της ως άλας τους Αποστόλους, έκαμε τα ύδατά της εύγεστα και πόσιμα. Και ότι ήσαν άλας οι Απόστολοι, άκου τον Χριστόν που λέγει προς αυτούς: «Υμείς εστέ το άλας της γης». Η στείρα και άγονος, όταν μετέλαβε από τα άλατα των Αποστόλων, έγινε πολύγονος, όπως λέγει ο Προφήτης...

Ήλθε λοιπόν ο Ιησούς στην Ιεριχώ, η πηγή κοντά στους ποτιζομένους από την πηγήν, η πολυδύναμος χάρις προς την πολύδενδρο και πολύρρυτον πόλιν. «Καί ιδού ανήρ ονόματι καλούμενος Ζακχαίος, και αυτός ην αρχιτελώνης». Διπλό το κακόν, ότι και ησχολείτο με άδικον τέχνη, και ότι ήταν αρχηγός των κακώς ασχολουμένων με αυτήν. Όχι μόνον ημάρτανε, αλλά είχε και την ευθύνη για ό,τι κακόν έκαμαν οι άλλοι. Απέκλειε τις λεωφόρους για τους οδοιπόρους, και τους υπεχρέωνε να περάσουν από τον παράπλευρον δρόμο της αδικίας του. Ούτε τους ληστάς εμιμείτο, όταν παρεμόνευε τους διερχομένους, ούτε ανέμενε τους οδοιπόρους από ζήλον φιλοξενίας, αλλά, έχοντας ως νόμο την αδικίαν, εφορολογούσε τους ξένους κόπους, μιμούμενος την άσπλαγχνον αδηφαγία των κηφήνων. Όπως δηλαδή οι κηφήνες τρυγούν τον κάματο των μελισσών χωρίς να συμμετέχουν στους κόπους των, έτσι και οι τελώνες κάθονται αργόσχολοι στα σταυροδρόμια και ληστεύουν τους κόπους των ξένων οδοιπόρων.

Κάποιος έπλεε στην θάλασσα, έδωσε μάχες με τις τρικυμίες, επολέμησε με τους ανέμους, διέσχισε μεγάλο και ανυπότακτον πέλαγος, και ο Ζακχαίος έσπευδε να του αφαιρέση το κέρδος με την φορολογία. Άλλος ήταν βοσκός και ταλαιπωρείτο από την ξηρασία και τον καύσωνα, συζούσε με τις βροχές, τα χιόνια και την πάχνη, και είχε ως καλύβη τις προεξοχές των βράχων, τροφή του το τυρί και το γάλα, και ένδυμα ακατέργαστο το δέρμα των προβάτων. Έπεσε όμως ο πτωχός, ο αγροίκος αυτός που έχει ως κατοικία του τα όρη, στα χέρια του Ζακχαίου, ο οποίος απεδεκάτισε τα ζώα του, τον ελήστευσε νομίμως, χωρίς ξίφος τον έσφαξε. Παίρνει ο δράστης το μαχαίρι του, και το αιμόφυρτον αποκομμένο μέλος και απομακρύνεται με αναισθησία, για να αποφύγη την δυσφορία του πάθους, αφήνοντάς τον από ανούσιο πτωχεία πληγωμένο να αποθάνη, αφού πονά μέχρι θανάτου. Δεν φεύγει η ψυχή του άπαξ δια παντός, αλλά θνήσκει σιγά σιγά και συνεχώς. Και για να το ειπώ συντόμως, τόσον ανεπιθύμητος ήταν ο Ζακχαίος για τους εμπόρους, τους οδοιπόρους, τους βουκόλους και τους βοσκούς, όσον τα απόρθητα φρούρια για τους στρατιώτες, οι ύφαλοι για τους πλοιάρχους και οι ύποπτες κινήσεις για τους πολεμιστάς.

Όμως αυτός, ο οποίος τόσην μανίαν εδείκνυε για την παράλογο συλλογή των χρημάτων, ζητούσε τώρα να ιδή τον Ιησούν, και δεν ημπορούσε. Τον ημπόδιζε το μικρό του ανάστημα και το βάρος της αδικίας. Τελικά όμως θεραπεύει το μειονέκτημα του αναστήματος με την συνετήν του έμπνευση. Τρέχει ενωρίτερα και ανεβαίνει σε κάποιαν συκομορέα, και κρύπτεται μέσα στο πλούσιο φύλλωμά της, πιστεύοντας ότι βλέπει χωρίς να φαίνεται, επειδή ενόμιζε ότι θα διαφύγη της προσοχής του Παντογνώστου. Το ίδιο έπαθε και η αιμορροούσα, νομίζοντας ότι θα κλέψη τον Ιησούν, ο οποίος αρέσκεται σε παρόμοιες περιπτώσεις να κλέπτεται. Αλλά εκείνη τουλάχιστον επλησίασε και ήψατο των ιματίων του, ενώ αυτός έφθασε τον Χριστόν από μακριά, δια μέσου της πίστεως. Ανεβαίνει λοιπόν στο δένδρο, θεραπεύοντας τα κακά που προήλθαν από τον Αδάμ. Ο ένας πλανάται από το δένδρο και απομακρύνεται από τον Θεόν, ενώ ο άλλος σώζεται από το δένδρον, επειδή επιθυμεί να ιδή τον Θεόν. Διότι όταν ήκουσε ότι κάνει πολλά και παράδοξα θαύματα, και ότι εκτός από τα σώματα θεραπεύει και τις ψυχές, και από τις μεν ψυχές αφαιρεί τις αμαρτίες, στα δε σώματα χαρίζει την απάθειαν, επεθύμησε να τον ιδή, αυτόν ο οποίος συγχωρεί τα πάντα στους πάντες, και συλλογίζετο μέσα του: «Ποίος να είναι άραγε αυτός ο Ιησούς που καθαρίζει λεπρούς, θεραπεύει τυφλούς και συγχωρεί τις αμαρτίες όσων του το ζητούν; Πώς μοιάζει άραγε, πώς να είναι η μορφή του; Άραγε τα γνωρίζει όλα; Έχει άραγε υπ’ όψιν του και τις σκέψεις των απόντων, ή μόνον τους λογισμούς αυτών που είναι κοντά του εξετάζει; Άραγε ανιχνεύει ως Θεός τα νοήματα της καρδίας καθενός; Πώς λοιπόν θα τα μάθω όλα αυτά; Ποίος θα μου τα διδάξη; Ποίος άλλος; Η προσωπική πείρα, αυτή είναι διδάσκαλος για όλα. Θα ανέβω στο δένδρο, και θα καλυφθώ από το πλούσιο φύλλωμά του. Κρύπτομαι και έτσι μαθαίνω αν ημπορώ να σωθώ. Εάν αντιληφθή την κίνησιν αυτή της ψυχής μου, τότε θα μάθω ότι εξαλείφει και την αμαρτία της ψυχής μου. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο θα καταλάβω ότι γνωρίζει τα κρυπτά των λογισμών. Εάν με ιδή μέσα σ’ αυτόν τον συνωστισμό, και όχι μόνον με ιδή αλλά ανακαλύψη και της ψυχής μου τον έρωτα. Θα προτιμήσω να τα απορρίψω όλα για να βρω το ένα. Θέλω να μιμηθώ τον Ματθαίο. Και εκείνος τελώνης ήταν όπως εγώ, όμως δεν προσέτρεξε αυθαιρέτως, αλλά προσεκλήθη από τον Ιησού και υπήκουσε. Ο Ματθαίος, φαντάζομαι, καθώς είδε τον Ιησούν, τον ενόμισεν ως έναν από τους οδοιπόρους. Εβαθούλωσε τις παλάμες και άνοιξε, ως συνήθως, τις αγκάλες του, έτοιμος να αρπάξη. Αντί όμως να φορολογήση, όπως ήθελε, τον Χριστόν, εφορολογήθη από αυτόν, και όχι μόνον φαινομενικώς, αλλά προσφέροντας όλον του τον εαυτόν. Πράγματι, την στιγμή που ήκουσε «ακολούθει μοι», υπερέβη την κλίση με την προθυμία του, τρέχοντας όσον ημπορούσε γρηγορότερα πίσω από αυτόν που τον προσείλκυσε. Εάν λοιπόν προσκαλή και τελώνες, και όχι μόνον προσκαλεί, αλλά και δικαιώνει, δεν με βλάπτει η σωρεία των παρελθόντων μου κακών. Διότι, αν ο Ελισσαίος, ρίπτοντας αλάτι στην πηγή μας, μετέβαλε σε γόνιμο το άγονο νερό της, οπωσδήποτε και αυτός, αν αλατίση με την χάρη την ψυχή μου, θα την διεγείρη προς καρπογονίαν αρετής.

Καθώς εσυλλογίζετο αυτά «ήλθεν επί τον τόπον ο Ιησούς, και αναβλέψας είδεν αυτόν και είπε προς αυτόν: Ζακχαίε, σπεύσας κατάβηθι». Έχεις ανεβεί στο δένδρον ως τελώνης, κατέβα από το δένδρον ως φιλόθεος. Κατέβα από το ξύλον αυτό στην γη, για να ανεβής δια του σταυρού προς τον ουρανόν. Ανήλθες σ’ ένα δένδρον, από τους ανθρώπους κρυπτόμενος, ανέρχεσαι δια του σταυρού στους αγγέλους χαριζόμενος. «Σπεύσας» λοιπόν «κατάβηθι’ σήμερον γαρ εν οίκω σου δει με μείναι». Ω, τι ανέκφραστη χάρις! Τι απερίγραπτος φιλανθρωπία! Δεν θα είναι πλέον ακάθαρτος ο οίκος του τελώνου. Κάθε κακό θα αποδράση από αυτόν, διότι όπου φιλοξενείται ο Ιησούς, τα πάντα μεταβάλλονται προς το καλλίτερον. «Ζακχαίε», λέγει. «σπεύσας κατάβηθι’ σήμερον γαρ εν τω οίκω σου δεί με μείναι». Τι να είπω; Παράδεισος έγινε η οικία του τελώνου. Ό,τι βλέπω στην περίπτωση του ληστού, το ίδιο και τώρα στον Ζακχαίον. Είπε στον ληστή «Σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω», και συγχρόνως τον παρέλαβε από το ξύλο και τον έβαλε στον Παράδεισον. Είπε στον Ζακχαίο. «Σήμερον εν τω οίκω σου δει με μείναι», και συγχρόνως τον έλαβε μαζί του και εισήλθε, κάνοντας τον οίκο του Παράδεισο πριν από τον Παράδεισο...

Καθώς όμως παρακολουθούσαν τα γενόμενα οι απόγονοι εκείνων που παλαιά αγανακτούσαν και παρεπονούντο για την πηγήν, οι άγευστοι της θείας δυνάμεως και αγαθότητος, σαν να ελυπούντο για την σωτηρία του αρχιτελώνου, εγόγγυζαν μέσα τους λέγοντες ότι «παρά αμαρτωλώ ανδρί εισήλθεν καταλύσαι». Ω, εργάτες της καταφρονήσεως, και γεωργοί της ραθυμίας! Σεις τι είσθε, δίκαιοι ή αμαρτωλοί; Δεν είσθε μοχθηρότεροι από όλους τους ανθρώπους; Πώς λοιπόν ο Ιησούς ήλθε και εσκήνωσε μεταξύ σας; Πώς εγεννήθη μεταξύ σας, ανετράφη, ανδρώθη, έπιεν, έφαγε; Γιατί λοιπόν παραβλέπετε τα ιδικά σας τραύματα, και ανιχνεύετε τα πταίσματα του πλησίον; Και εκτός αυτού, γιατί άλλοτε λέγετε τον Χριστόν αμαρτωλόν, και άλλοτε δίκαιον; Όταν εθεράπευσε τον εκ γενετής τυφλό, τον απεκαλέσατε αμαρτωλό, λέγοντας «δος δόξαν τω Θεώ. Ημείς γαρ οίδαμεν ότι αμαρτωλός εστίν», επειδη λύει το Σάββατο. Τώρα που ήλθε κάτω από την στέγη του τελώνου, τον διασύρετε ενώπιον όλων ως μη δίκαιον, διότι συντρώγει αναξίως με αμαρτωλούς. Αν θεραπεύση τυφλόν, τον λέγετε αμαρτωλόν, αν συμφάγη με αμαρτωλούς τον διασύρετε, ότι συντρώγει αναξίως με αμαρτωλούς. Τι λοιπόν; Να μη θεραπεύση τυφλόν το Σάββατο για να μη νομισθή αμαρτωλός; Να μη φάγη με τελώνες για να θεωρηθή δίκαιος; Γιατί τον κατηγορείτε; Και πού αλλού έπρεπε να τεθή το φως, παρά σε μέρος σκοτεινό; Πού έπρεπε να έλθη ο ιατρός; Να μη προστρέξη σ’ αυτούς που υποφέρουν; «Ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού, αλλά οι κακώς έχοντες». Πού έπρεπε να παρουσιασθή ο αμνός του Θεού; Όχι προς τους τελώνες και αμαρτωλούς, ώστε να λάβη το φορτίο τους επάνω του, να τους ελαφρύνη, και έτσι να τους καταστήση ικανούς για τα υψηλότερα; Ματαίως τον κακολογείτε. Έχει εκπληρωθή σε σας αυτό που ελέχθη, ότι «οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς (σας προλαμβάνουν δηλαδή) εις την βασιλείαν των ουρανών».

«Σταθείς δε Ζακχαίος είπε προς τον Κυριον. Ιδού τα ημίση των υπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοις πτωχοίς” και ει τινος εσυκοφάντησα αποδίδωμι τετραπλούν». Τώρα που έχω δεχθή στον οίκο μου εσέ τον προστάτη των πτωχών, δεν ανέχομαι πλέον να αδικώ τους πτωχούς, δεν με κατέχει πλέον ο φόβος μήπως δεν συλλέξω χρήματα, αφού εφιλοξένησα αυτόν που χαρίζει τον πλούτον τον ακένωτον. Δεν παραμονεύω πλέον τους οδοιπόρους, αφού συνήντησα στον δρόμο της ζωής μου τον Ύψιστον Θεόν, που κατέβη στην γη με μορφήν ανθρώπου, για να χαρίση αμνηστεία και να σχίση το χειρόγραφον των αμαρτιών μας...

Μολονότι όμως είναι ο όντως πλούσιος, έζησε ως πτωχός. Γι’ αυτό και ο Ζακχαίος έλεγε «Αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι, και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, συ δε ουκ έχεις που την κεφαλήν κλίνη». Ας χαθούν οι επίσημες αυλές και τα προαύλια, οι οικοδομικές μεγαλουργίες, οι λαμπροί και περιφανείς οίκοι. Αντί όλων αυτών μόνον τον ακένωτον πλούτο της πτωχείας σου ζητώ. Αλλά επειδή αδυνατώ να διηγηθώ επαξίως τον πλούτο της ψυχής του Ζακχαίου, ας αφήσωμε τον λόγο στον πλούσιον σε αρετές Πατέρα, ο οποίος θα ομιλήση στην καρδία του καθενός. Στον φιλόξενον αρμόζει να διηγήται τις αρετές του φιλόξενου, προς αίνεσιν μεν αυτού, στηριγμόν δε ιδικόν σας και στέφανον της Εκκλησίας, τιμήν δε του Χριστού «ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

(4ος αιών, ΒΕΠΕΣ τόμ. 71, σελ. 114, Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 439 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2021

ΣΤΟ ΝΑΟ ΔΕΝ ΚΙΝΔΥΝΕΥΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ, ΑΛΛΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΛΕΙΨΗ ΑΓΑΠΗΣ

 "Αν, ίσως, ο αδελφός, που στέκεται κοντά σου, είναι σωματικώς άρρωστος και βήχει ή πτύει συνεχώς, μη ενοχλείσαι απ’ αυτόν. Σκέψου ότι πολλοί αφιερώθησαν εις την υπηρεσίαν λεπρών και αρρώστων, δια να κερδίσουν από αυτό πολλά πνευματικά, και να μάθουν εκ πείρας την αγάπην και την συμπάθειαν (προς τους ασθενείς).

Και σύ, άλλωστε, αφού φορείς το ίδιον σώμα, ευρίσκεσαι κοντά εις τας τοιαύτας ασθενείας, αν και προς το παρόν το σώμα σου είναι υγιές από φιλανθρωπίαν του Θεού· δι’ αυτό μη υπερηφανεύεσαι εις βάρος του αρρώστου, αλλά να φοβάσαι μη πάθεις τα ίδια και χειρότερα και με την συμπάθεια προς τον αδελφό σου προφύλαττε τον εαυτόν σου".

Όσιος Εφραίμ ο Σύρος

Ευεργετινού Β’ σελ. 174

(Το είδαμε εδώ: https://tasthyras.wordpress.com/2021/02/01/%ce%bf%cf%83%ce%af%ce%bf%cf%85-%ce%b5%cf%86%cf%81%ce%b1%ce%af%ce%bc-%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%83%cf%8d%cf%81%ce%bf%cf%85-%ce%b1%cf%80%ce%ac%ce%bd%cf%84%ce%b7%cf%83%ce%b7-%cf%83%ce%b5-%ce%b1%cf%85%cf%84/ )

Και το πρωτότυπο κείμενο: