† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2021

ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ (Άρθρο του πατρός Ευθυμίου Μπαρδάκα)

 


Η γέννηση και ο θάνατος είναι τα συγκλονιστικώτερα και πλέον μυστηριώδει γεγονότα του ανθρώπινου βίου. Ωστόσο ο θάνατος συγκλονίζει περισσότερο και δημιουργεί βαθύτερα προβλήματα.
Γιατί τον συναντάμε σε κάθε βήμα της ζωής μας. Είναι το αναγκαίο και αναπόφευκτο τέλος. Εφόσον γεννηθήκαμε, δεν είναι δυνατόν παρά να πεθάνουμε.
Παρά ταύτα ο θάνατος απασχολεί μόνο τον άνθρωπο. Τα ζώα περνούν τις ημέρες χωρίς να υποψιάζονται τον θάνατό τους.
Με τον άνθρωπο τα πράγματα είναι διαφορετικά. Αυτός χάρις στο λογικό με το οποίο τον προίκισε ο Θεός, είναι ο μόνος που έχει συνείδηση της φθοράς. Ο μόνος που γνωρίζει τον θάνατό του και την ικανότητα να φιλοσοφεί πάνω στο φαινόμενο της ζωής.
Πού και πώς να κρυφτεί κανείς από τον "έσχατο εχθρό" (Α' Κορ.ιε'26), ο οποίος μας απειλεί με ποικίλες μορφές, μας καταδιώκει και έχει το δικαίωμα να εμφανίζεται απρόσκλητος μπροστά μας, να κατεβάζει την αυλαία τής ζωής μας μακρυά από το θέατρο της γής???
Υπο το πρίσμα του θανάτου πολλά και βασανιστικά προβλήματα τής ζωής αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Θέτει επί τάπητος το πρόβλημα της ύπαρξης του Θεού ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΥ ΜΑΣ. Ζητάει να λύσουμε το αίνιγμα τού πού πηγαίνουνε μετά θάνατον. Ποιός κόσμος και τι είδος ζωής μας περιμένει.
Η ζωή χωρίς τον θάνατο είναι φτωχή. Καταντά όπως η ζωή των ζώων και των φυτών, τα οποία αγνοούν ότι θα πεθάνουν. Ο θάνατος προβληματίζει τη ζωή μας ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ.
Χωρίς την αίσθηση της αιωνιότητας δεν θα είχε η ψυχή μας το αίσθημα του χρέους απέναντι του Θεού και της ευθύνης απέναντι στον πλησίον.....

Π.Ευθύμιος
Ένα άρθρο βγαλμένο μέσα από τον προβληματισμό των γεγονότων των ημερών μας

Ἅγιος Τιμόθεος ὁ Ἀπόστολος (22 Ἰανουαρίου)




ΚΑΤΑΓΩΓΗ 


Ο Απόστολος Τιμόθεος γεννήθηκε στα Λύστρα της Λυκαονίας και  ήταν  ο πιο αγαπητός μαθητής, πιστός συνεργάτης και στενός φίλος του Αποστόλου Παύλου (Α' Τιμόθεου 1, 2. Β' Τιμόθεου 1,2-4. 4,20. Φιλιππησίους 2,20-22). Ο πατέρας του ήταν εθνικός, Έλληνας στη καταγωγή, το όνομά του όμως δε μας είναι γνωστό (Πράξεις 16, 1-3). Η μητέρα του η Ευνίκη ήταν Ιουδαία και είχε γίνει χριστιανή (Πράξεις 16,1, Β' Τιμόθεου 1,5). Ο πατέρας του έφυγε από την πρόσκαιρη αυτήν ζωή πολύ νωρίς και ο Τιμόθεος μεγάλωσε με την μητέρα του Ευνίκη και την γιαγιά του Λωΐδα, που τον ανέθρεψαν με το ανόθευτο γάλα της πίστης και του έμαθαν από τα παιδικά του χρόνια να προσεύχεται και να μελετά τον λόγο του Θεού (Β' Τιμόθεου 3,15). Το όνομά του είναι ελληνικό και σημαίνει αυτός που τιμά τον Θεό, αλλά και αυτόν που τιμά ο Θεός.

Ο ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΩΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ


ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

Ο Απόστολος Παύλος κατά το πρώτο ιεραποστολικό ταξίδι του στη Μικρά Ασία το 44 μ.Χ., επισκέφτηκε τα Λύστρα και την οικογένεια του Τιμόθεου ευαγγελίζοντας πρώτα τη γιαγιά του, έπειτα τη μητέρα του και τέλος τον Τιμόθεο (Β' Τιμόθεου 1,5. 3,15).  Παρόλο που ήταν νεαρός στην ηλικία και ασθενής, χαρακτηρίζεται για την αληθινή πίστη και την πλήρη αφοσίωσή του στο Θεό. Ο Παύλος εκτίμησε τα πνευματικά χαρίσματα και το φλογερό ζήλο του Τιμόθεου, είδε στο πρόσωπό του  έναν άξιο αποστολικό εργάτη. Τον πήρε μαζί του συνοδό στην δεύτερη ιεραποστολική περιοδεία σε αντικατάσταση του Μάρκου, αφού πρώτα του έκανε περιτομή για να μη δοθεί η αφορμή στους Ιουδαΐζοντες χριστιανούς να διαβάλουν την αποστολικότητα και τη γνησιότητα του ευαγγελίου του (Πράξεις 16,3). Η αφιέρωσή του στο έργο του Θεού, έγινε με χειροτονία (Α' Τιμόθεου 4,14, Β' Τιμόθεου 1,6). Ο Τιμόθεος συνόδευσε τον κορυφαίο Απόστολο στη Νεάπολη, τους Φιλίππους και τη Βέροια. Εκεί έμεινε με το Σίλα για να στηρίξει τους νέους πιστούς και αργότερα συναντήθηκε με τον Παύλο στην Αθήνα (Πράξεις 17,10-15). Στάλθηκε ξανά στη Θεσσαλονίκη για να βοηθήσει και να ενθαρρύνει τους χριστιανούς της εκεί εκκλησίας, οι οποίοι περνούσαν διωγμούς (Α' Θεσσαλονικείς 3,1-3). Κατόπιν μαζί με το Σίλα συνάντησε ξανά τον Παύλο στην Κόρινθο (Πράξεις 18,1-5), όπου έμειναν για αρκετό διάστημα πριν επιστρέψουν στην Αντιόχεια.

Ο Τιμόθεος  ακολούθησε τον Παύλο και κατά το τρίτο ιεραποστολικό του ταξίδι (Α' Κορινθίους 4,17). Από την Έφεσο που ήταν το ορμητήριο του Παύλου, ο Τιμόθεος στάλθηκε πάλι στη Μακεδονία και στην Κόρινθο μαζί με τον Έραστο (Πράξεις 19,21-22. Α' Κορινθίους 4,17). Αργότερα φθάνοντας ο Παύλος στη Μακεδονία τον ξανασυνάντησε (Β' Κορινθίους 1,1) και από εκεί τον συνόδευσε στην Κόρινθο, όπου ο Παύλος έγραψε την επιστολή προς Ρωμαίους (Ρωμαίους 16,21). Έπειτα επέστρεψε μαζί του στη Μακεδονία, και κατόπιν στην Τρωάδα όπου τον περίμενε μαζί με άλλους διακόνους του ευαγγελίου (Πράξεις 20,3-5).
Κατά την πρώτη φυλάκιση του Παύλου στη Ρώμη ο Τιμόθεος ήταν μαζί του (Φιλιππησίους 1,1. 2,19. Κολοσσαείς 1,1, Φιλήμωνα 1,1) και απελευθερώθηκε αργότερα (Εβρ. 13,23). Ο Παύλος περιμένοντας στην αποφυλάκισή του έγραψε στους Φιλιππησίους ότι θα τους έστελνε τον Τιμόθεο (Φιλιππησίους 2,19). Από την Ρώμη, όπου βρισκόταν ο Παύλος (προφανώς για δεύτερη φορά), ζητά από τον Τιμόθεο να τον επισκεφθεί το ταχύτερο και του ζητά μάλιστα, να φέρει μαζί του από την Τρωάδα τον μανδύα, τα βιβλία και προ παντός τις μεμβράνες (προφανώς κείμενα της ΠΔ). Αργότερα βρίσκουμε τον Τιμόθεο στην Έφεσο μαζί με τον Παύλο (Α' Τιμόθεου 1,3).

Κατά την τέταρτη ιεραποστολική περιοδεία ο Τιμόθεος χειροτονήθηκε από τον Παύλο πρώτος Επίσκοπος Εφέσου σε νεαρή ηλικία, περί το 60 μ.Χ.. Στη διακονία του εκεί έλαβε και τις δύο επιστολές του Παύλου που έχουν και το όνομά του, δηλαδή τις Α' και Β' προς Τιμόθεον. Την πρώτη ο Παύλος την έγραψε στη Λαοδίκεια και τη δεύτερη στη Ρώμη και συγκαταλέγονται στις ποιμαντικές επιστολές της Καινής Διαθήκης για το ποιμαντικό περιεχόμενό τους. Σ' αυτές ο Παύλος του δίνει διάφορες ποιμαντικές συμβουλές για την προσωπική του προκοπή, αλλά και για την προκοπή του ποιμνίου του. Τον προτρέπει να τρέφεται με τους λόγους της πίστεως και της καλής διδασκαλίας που παρακολούθησε, για να είναι σε θέση, στην συνέχεια, να θρέψει ως καλός ποιμένας και το λογικό του ποίμνιο.
Επίσης φέρεται ως συναποστολέας μαζί με τον Παύλο των επιστολών Α' και Β' Θεσσαλονικείς, Β' Κορινθίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς και Φιλήμωνα. Ο Απόστολος Παύλος στις επιστολές του αποκαλεί τον Τιμόθεο «αδελφόν» (Β' Κορ. 1,1. Κολασσ. 1,1, Φιλημ. 1) «δούλον Ιησού Χριστού» (Φιλημ. 1,1) «συνεργόν» αυτού (Α' Κορ. 16,21), «άνθρωπον του Θεού» (Α' Τιμοθ. 16,11) «γνήσιον τέκνον εν πίστει» (Α' Τιμοθ. 1,2) και αγαπητόν τέκνον» (Β' Τιμοθ. 1,2).

Ο ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΩΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΦΕΣΟΥ

Ο Τιμόθεος έζησε όλες τις περιπέτειες του κορυφαίου Αποστόλου και δούλεψε σκληρά στο έργο της διακονίας του ευαγγελίου. Γι αυτό και η εκτίμηση του Παύλου στο πρόσωπό του ήταν μεγάλη (Φιλιππησίους 2,19-22) και η συνεργασία τους κράτησε ως το τέλος (Β' Τιμόθεου 4,9-21). Μετά το μαρτυρικό θάνατο του Παύλου, ο Τιμόθεος επέστρεψε στην Έφεσο όπου και συνέχισε την ιεραποστολική του δράση. Για τη διακονία του ευαγγελίου ο Τιμόθεος φυλακίστηκε (Εβραίους 13,23).
Στο διάστημα αυτό ήρθε από την Παλαιστίνη και εγκαταστάθηκε στην Έφεσο ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, όπου συνδέθηκε με τον Τιμόθεο, του οποίου υπήρξε φίλος, διδάσκαλος και συνεργός, και παρέμεινε εκεί μέχρι του 96 μ.Χ., οπότε και εξορίστηκε στην Πάτμο επί αυτοκράτορα Δομιτιανού (81-96 μ.Χ.) ο οποίος άσκησε  σφοδρό διωγμό κατά των χριστιανών.
Ο Τιμόθεος στην Έφεσο είχε να αντιμετωπίσει φανατικούς ειδωλολάτρες. Και πριν από αυτόν ο Παύλος κινδύνευσε σοβαρά από τον ειδωλοποιό Δημήτριο. Στην Έφεσο λατρευόταν η Άρτεμη και κατά τις γιορτές προς τιμήν της γινόντουσαν ανήκουστα όργια, τα οποία δικαίως εξήγειραν την ψυχή του Αποστόλου. Σε μια τέτοια γιορτή που ονομαζόταν Καταγώγιο, το έτος 97 μ.Χ., οι Εφέσιοι ειδωλολάτρες τριγυρνούσαν μεταμφιεσμένοι με προσωπίδες στην πόλη, κουβαλώντας μικρά είδωλα στα χέρια τους και προβαίνοντες σε ανήκουστα όργια, εγκλήματα και ασέλγειες καθ οδόν. Ο Τιμόθεος επιχείρησε να τους εμποδίσει στη μέση του δρόμου και να τους ελέγξει για την πλάνη τους. Ο Απόστολος υπέστη σφοδρό και ανηλεή λιθοβολισμό από το μαινόμενο πλήθος, με συνέπεια να πέσει αιμόφυρτος στο έδαφος. Οι ειδωλολάτρες τότε με μεγαλύτερη λύσσα χτυπούσαν με λίθους και ρόπαλα τον Απόστολο, τον οποίον χλεύαζαν και έσυραν στους δρόμους της πόλεως. Ο Τιμόθεος με καρτερία υφίστατο το μαρτύριο, ευχαριστώντας τον Κύριο, διότι τον αξίωσε να προσφέρει την ζωή του για Εκείνον.
Στο τέλος εγκαταλείφτηκε μισοπεθαμένος, περισυλλέγει με πολλή ευλάβεια από χριστιανούς και μετακομίστηκε κρυφά μακριά από το λιμάνι της πόλεως. Το ασθενικό του σώμα εξαντλημένο από τις κακώσεις και τα τραύματα υπέκυψε  στις 22 Ιανουαρίου του 97 μ.Χ., επί αυτοκράτορος Δομιτιανού, ή κατ άλλη εκδοχή επί Νέρβα ανθύπατου της Ασίας του Περεγρίνου.
Το ιερό σκήνωμά του ενταφιάστηκε από τους χριστιανούς στην Έφεσο και από κει το ιερό του λείψανο μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 356 μ.Χ. επί Κωνσταντίου, γιού του μεγάλου Κωνσταντίνου, στο ναό των Αγίων Αποστόλων,  μαζί με τα λείψανα των Αποστόλων Ανδρέα και Λουκά.
Όταν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης επανήλθε από την εξορία, επί αυτοκράτορος Τραϊανού, με πολλή οδύνη πληροφορήθηκε τον μαρτυρικό θάνατο του αγαπημένου του μαθητή Τιμοθέου και για μη παραμείνει η Εκκλησία της Εφέσου χωρίς Ποιμένα, τον διαδέχτηκε στον επισκοπικό θρόνο, και παραμείνε ως επίσκοπος της από το 97 μέχρι το 101 μ.Χ..

Ο Τιμόθεος υπήρξε μία από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της Καινής Διαθήκης και διαδραμάτισε μεγάλο ρόλο στη διάδοση του Χριστιανισμού κατά τον α´ αιώνα. Υπήρξε από τους καλύτερους συνεργάτες του Αποστόλου Παύλου. Ο ένθεος ζήλος του και ο πλούτος των αρετών του, η σύνεση, η παρουσία και το θάρρος του, η αγνότητα και η ασκητικότητα του βίου του, τον ανέδειξαν πρώτο Επίσκοπο της Εκκλησίας της Εφέσου, η οποία έμελλε να εξελιχθεί σε μεγάλο εκκλησιαστικό κέντρο στην Ανατολή. Ακόμη υπήρξε άριστος ποιμένας της Εκκλησίας του Χριστού και άριστο πρότυπο όχι μόνο για κάθε κληρικό, αλλά και για τους πιστούς. Ο Απόστολος και Ιεράρχης Τιμόθεος αναδείχτηκε με το μαρτύριό του σε θαυματουργό Ιερομάρτυρα, ώστε με τη χάρη του Θεού να τελεί  και όσο ζούσε και μετά από το θάνατό του πολλά θαύματα.
Κατά μία παράδοση, ο Απόστολος Τιμόθεος παρέστη στη Γεσθημανή κατά την κηδεία της Θεομήτορος μαζί με τους άλλους Αποστόλους. Η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη του στις 22 Ιανουαρίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.

Χρηστότητα ἐκδιδαχθείς, καί νήφων ἐν πᾶσιν, ἀγαθήν συνείδησιν ἱεροπρεπῶς ἐνδυσάμενος, ἤντλησας ἐκ τοῦ Σκεύους τῆς ἐκλογῆς τά ἀπόρρητα, καί τήν πίστιν τηρήσας, τόν ἴσον δρόμον τετέλεκας, Ἀπόστολε Τιμόθεε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.





Κοντάκιον
Ἦχος α’. Χορός, Ἀγγελικὸς.

Τόν θεῖον Μαθητήν, καί συνέκδημον Παύλου, Τιμόθεον πιστοί, ἀνυμνήσωμεν πάντες, σύν τούτῳ γεραίροντες, τόν σοφόν Ἀναστάσιον, τόν ἐκλάμψαντα, ἐκ τῆς Περσίδος ὡς ἄστρον, καί ἐλαύνοντα, τά ψυχικά ἡμῶν πάθη, καί νόσους τοῦ σώματος.


ΠΗΓΗ: ΑΓΙΟΛΟΓΙΑ”

 

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2021

ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ 400 ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ





Πρώτη Εκατοντάδα Κεφαλαίων Περί Αγάπης


1. Η αγάπη είναι μια αγαθή διάθεση της ψυχής, η οποία την κάνει να μην προτιμά κανένα από τα όντα περισσότερο από τη γνώση του Θεού. Είναι όμως αδύνατο να φτάσει ν’ αποκτήσει σταθερά αυτή την αγάπη όποιος έχει κάποια εμπαθή κλίση σε κάτι από τα γήινα.

2. Την αγάπη την γεννά η απάθεια. την απάθεια την γεννά η ελπίδα στον Θεό. την ελπίδα, η υπομονή και η μακροθυμία. Αυτές τις γεννά η καθολική εγκράτεια. την εγκράτεια, ο φόβος του Θεού. το φόβο του Θεού τον γεννά η πίστη.

3. Εκείνος που πιστεύει στον Κύριο, φοβάται την κόλαση. Κι εκείνος που φοβάται την κόλαση, εγκρατεύεται από τα πάθη. Εκείνος που εγκρατεύεται από τα πάθη, υπομένει όσα θλίβουν. Εκείνος που υπομένει όσα θλίβουν, θα αποκτήσει την ελπίδα στον Θεό. Η ελπίδα στο Θεό απομακρύνει το νου από κάθε εμπαθή κλίση προς τα γήινα. Και όταν χωριστεί από αυτήν ο νους, θα αποκτήσει την αγάπη προς τον Θεό.

4. Εκείνος που αγαπά το Θεό, πάνω από όλα τα κτίσματά Του προτιμά την γνώση Του κι αδιάλειπτα με πόθο την προσμένει.

5. Αν όλα τα όντα έγιναν από το Θεό και για το Θεό, και ο Θεός είναι καλύτερος από τα δημιουργήματά Του, εκείνος που εγκαταλείπει το Θεό και στρέφεται στα χειρότερα, φανερώνεται ότι προτιμά περισσότερο τα δημιουργήματα από το Θεό.

6. Εκείνος που έχει προσηλωμένο το νου του στην αγάπη του Θεού, καταφρονεί όλα τα ορατά, και το σώμα του ακόμη, σαν να είναι ξένο.

7. Αφού η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα, και ασυγκρίτως ανώτερος από τον κόσμο ο Δημιουργός Θεός, εκείνος που προτιμά το σώμα από την ψυχή και τον κόσμο από το Θεό που τον δημιούργησε, αυτός δε διαφέρει διόλου από αυτούς που λατρεύουν τα είδωλα.

8. Εκείνος που χώρισε το νου του από την αγάπη του Θεού και τη θεωρία, και τον έχει δεμένο σε κάποιο από τα αισθητά, αυτός είναι που προτιμά το σώμα από την ψυχή και τα κτίσματα από το Θεό που τα δημιούργησε.

9. Αν η ζωή του νου είναι ο φωτισμός που δίνει η πνευματική γνώση, κι αυτόν τον γεννά η αγάπη προς τον Θεό, ορθά έχει λεχθεί πως δεν είναι τίποτε πιο μεγάλο από τη θεία αγάπη.

10. Όταν με τον έρωτα της αγάπης ο νους μεταβαίνει προς το Θεό, τότε δεν έχει διόλου αίσθηση για κανένα από τα κτίσματα. Καθώς καταφωτίζεται από το θείο και άπειρο φως, γίνεται αναίσθητος για όλα τα κτίσματα, όπως τα μάτια δεν βλέπουν τα άστρα όταν ανατέλλει ο ήλιος.

11. Όλες οι αρετές βοηθούν το νου για να αποκτήσει τον θείο έρωτα, περισσότερο όμως απ’ όλες η καθαρή προσευχή. Γιατί με αυτήν ο νους παίρνει φτερά και πετά προς το Θεό, και βγαίνει έξω από όλα τα όντα.

12. Όταν ο νους αρπαχθεί μέσω της αγάπης από τη θεία γνώση, και αφού βρεθεί έξω από τα όντα, αισθάνεται την απειρία του Θεού. τότε, όπως συνέβη στον Ησαΐα, από την έκπληξη έρχεται σε συναίσθηση της μηδαμινότητάς του και λέει με κατάνυξη τα λόγια του προφήτη: «Ω έγω, ο άθλιος, τι συντριβή νιώθω! Εγώ, ένας άνθρωπος που έχω χείλη ακάθαρτα, και ανάμεσα σε λαό που έχει χείλη ακάθαρτα κατοικώ, είδα με τα μάτια μου τον Βασιλέα, τον Κύριο Σαββαώθ»(1).

13. Όποιος αγαπά το Θεό, δεν μπορεί να μην αγαπήσει και κάθε άνθρωπο σαν τον εαυτό του, αν και τον δυσαρεστούν τα πάθη εκείνων που δεν έχουν ακόμα καθαριστεί. Γι’ αυτό και χαίρεται με αμέτρητη και ανέκφραστη χαρά για τη διόρθωσή τους.

14. Ακάθαρτη είναι η ψυχή που είναι γεμάτη από κακούς λογισμούς, από επιθυμία και μίσος.

15. Εκείνος που βλέπει και ίχνος μόνο μίσους μέσα στην καρδιά του, προς οποιονδήποτε άνθρωπο για οποιοδήποτε φταίξιμό του, είναι εντελώς ξένος από την αγάπη προς τον Θεό. Γιατί η αγάπη προς το Θεό δεν ανέχεται διόλου το μίσος κατά του ανθρώπου.

16. «Όποιος με αγαπά – λέει ο Κύριος – θα τηρήσει τις εντολές Μου(2). Και η δική Μου εντολή είναι να αγαπάτε ο ένας τον άλλον(3)». Άρα λοιπόν εκείνος που δεν αγαπά τον πλησίον του, δεν τηρεί την εντολή του Κυρίου. Εκείνος που δεν τηρεί την εντολή, ούτε τον Κύριο μπορεί να αγαπήσει.

17. Μακάριος ο άνθρωπος που μπορεί να αγαπήσει κάθε άνθρωπο στον ίδιο βαθμό.

18. Μακάριος ο άνθρωπος που δεν προσηλώνεται σε κανένα πράγμα φθαρτό ή πρόσκαιρο.

19. Μακάριος ο νους που προσπέρασε όλα τα όντα και απολαμβάνει συνεχώς την θεία ωραιότητα.

20. Εκείνος που φροντίζει για τη σάρκα, πώς να ικανοποιεί τις επιθυμίες της, και για πρόσκαιρα πράγματα έχει μνησικακία προς τον πλησίον του, αυτός λατρεύει την κτίση αντί του Δημιουργού(4).

21. Εκείνος που διατηρεί το σώμα του γερό και μακριά από ηδονές, το έχει σύνδουλό του για να υπηρετεί τα πνευματικά.

22. Όποιος αποφεύγει όλες τις κοσμικές επιθυμίες, κάνει τον εαυτό του ανώτερο από κάθε κοσμική υλικότητα.

23. Όποιος αγαπά το Θεό, αγαπά δίχως άλλο και τον πλησίον του. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί να φυλάει χρήματα. τα διαχειρίζεται κατά το θέλημα του Θεού και τα μοιράζει σ’ εκείνους που έχουν ανάγκη.

24. Όποιος κάνει ελεημοσύνη μιμούμενος το Θεό, δεν κάνει διάκριση καλού και κακού, δικαίου και αδίκου στα απαραίτητα της ζωής, αλλά μοιράζει ίδια σε όλους κατά τις ανάγκες τους, αν και προτιμά για την αγαθή του προαίρεση τον ενάρετο από τον κακό.

25. Ο Θεός εκ φύσεως αγαθός και απαθής, όλους τους αγαπά εξίσου ως δημιουργήματά Του, αλλά τον ενάρετο τον δοξάζει επειδή αποκτά και την γνώση, ενώ τον κακό άνθρωπο, τον ελεεί λόγω της αγαθότητάς Του, και παιδεύοντάς τον σ’ αυτόν τον κόσμο, τον φέρνει σε μετάνοια και διόρθωση. Έτσι και ο καλοπροαίρετος και απαθής άνθρωπος, όλους τους ανθρώπους τους αγαπά εξίσου. Τον ενάρετο και για την ανθρώπινη φύση του, και για την καλή του προαίρεση. τον κακό τον ελεεί και σαν συνάνθρωπό του, και από συμπάθεια, επειδή ως ανόητος βαδίζει στο σκοτάδι.

26. Η διάθεση της αγάπης δεν διαπιστώνεται μόνο με την παροχή χρημάτων, αλλά πολύ περισσότερο με τη μετάδοση λόγου και με τη σωματική διακονία.

27. Εκείνος που απαρνήθηκε ειλικρινά τα κοσμικά και υπηρετεί με αγάπη απροσποίητη τον πλησίον του, ελευθερώνεται γρήγορα από κάθε πάθος και μετέχει στη θεία αγάπη και γνώση.

28. Εκείνος που έκανε κτήμα του τη θεία αγάπη, δεν κουράζεται να ακολουθεί συνέχεια τον Κύριό του(5), όπως λέει ο θείος Ιερεμίας, αλλά υπομένει με γενναιότητα κάθε κόπο, κακολογία και ύβρη, χωρίς να σκέφτεται το κακό που του έκανε οποιοσδήποτε.

29. Όταν σε προσβάλλει κανένας ή σ’ εξευτελίσει σε κάτι, τότε φυλάξου από τους λογισμούς της οργής, μήπως με τη λύπη σε χωρίσουν από την αγάπη και σε μεταφέρουν στη χώρα του μίσους.

30. Όταν αισθανθείς πόνο επειδή κάποιος σε πρόσβαλε ή σε ντρόπιασε, να ξέρεις ότι ωφελήθηκες πολύ. με το ντρόπιασμα βγήκε από μέσα σου η κενοδοξία.

31. Όπως η μνήμη της φωτιάς δεν ζεσταίνει το σώμα, έτσι πίστη χωρίς αγάπη δεν φέρνει στην ψυχή τον φωτισμό της γνώσεως.

32. Όπως το φως του ήλιου ελκύει το υγιές μάτι, έτσι και η γνώση του Θεού τραβά φυσικώς τον καθαρό νου στον εαυτό της με την αγάπη.

33. Νους καθαρός είναι ο νους που απομακρύνθηκε από την άγνοια και καταφωτίζεται από το θείο φως.

34. Ψυχή καθαρή είναι εκείνη που ελευθερώθηκε από τα πάθη και ευφραίνεται ακατάπαυστα με τη θεία αγάπη.

35. Πάθος αξιοκατηγόρητο, είναι μια κίνηση της ψυχής παρά φύση.

36. Απάθεια είναι μια ειρηνική κατάσταση της ψυχής, κατά την οποία η ψυχή δύσκολα κινείται προς την κακία.

37. Εκείνος που απόκτησε τους καρπούς της αγάπης με το ζήλο του, δεν χωρίζεται από αυτή, ακόμη κι αν υποφέρει μύρια κακά. Ας σε πείσει γι’ αυτό ο Στέφανος ο μαθητής του Χριστού και οι όμοιοί του, που προσευχόταν για κείνους που τον φόνευαν και ζητούσε να τους συγχωρήσει ο Θεός, επειδή ενεργούσαν έτσι από άγνοια(6).

38. Αν ιδίωμα της αγάπης είναι η μακροθυμία και η χρηστότητα(7), τότε εκείνος που θυμομανιάζει και ενεργεί δόλια, είναι φανερό ότι αποξενώνεται από την αγάπη. Κι όποιος είναι ξένος από την αγάπη, είναι ξένος από το Θεό, αφού ο Θεός είναι αγάπη(8).

39. «Μην πείτε, λέει ο θείος Ιερεμίας, ότι είστε ναός του Κυρίου»(9). και συ μην πεις ότι «η απογυμνωμένη από έργα πίστη στον Κύριό μας Ιησού Χριστό μπορεί να με σώσει». Αυτό είναι αδύνατο, αν δεν αποκτήσεις και την αγάπη προς Αυτόν με τα έργα. Η γυμνή από έργα πίστη δεν ωφελεί, αφού και τα δαιμόνια πιστεύουν και τρέμουν(10).

40. Έργο αγάπης είναι η προς τον πλησίον ολόψυχη ευεργεσία και μακροθυμία και υπομονή, και η χρήση των πραγμάτων με ορθό λόγο.

41. Όποιος αγαπά το Θεό, δεν λυπεί κανέναν, ούτε λυπάται από κανέναν για πρόσκαιρα πράγματα. Μια μόνο λύπη προξενεί και δοκιμάζει, τη σωτήρια λύπη, την οποία ο μακάριος Παύλος και δοκίμασε και προξένησε στους Κορίνθιους(11).

42. Εκείνος που αγαπά το Θεό, ζει αγγελικό βίο πάνω στη γη. νηστεύει κι αγρυπνεί, ψάλλει και προσεύχεται, και για κάθε άνθρωπο σκέφτεται πάντοτε καλά.

43. Ό,τι επιθυμεί κανείς, εκείνο αγωνίζεται ν’ αποκτήσει. Κι από όλα τα αγαθά κι επιθυμητά, ασύγκριτα πιο αγαθό και επιθυμητό είναι ο Θεός. Πόση λοιπόν επιμέλεια έχομε χρέος να καταβάλομε για να επιτύχομε το φύσει αγαθό και επιθυμητό;

44. Μη μολύνεις τη σάρκα σου με αισχρές πράξεις και μην λερώνεις την ψυχή σου με πονηρούς λογισμούς. Και η ειρήνη του Θεού θα έρθει σ’ εσένα και θα φέρει την αγάπη.

45. Να καταπονείς το σώμα σου με νηστεία και αγρυπνία και ν’ ασχολείσαι ακούραστα με την ψαλμωδία και την προσευχή. και θα έρθει σ’ εσένα ο αγιασμός της σωφροσύνης και θα φέρει την αγάπη.

46. Εκείνος που αξιώθηκε να λάβει τη θεία γνώση και απόκτησε δια μέσου της αγάπης τον φωτισμό της, δε θα παρασυρθεί ποτέ από το πνεύμα της κενοδοξίας. Εύκολα όμως παρασύρεται από αυτήν όποιος δεν αξιώθηκε την θεία γνώση. Αλλά αν ο άνθρωπος αυτός σε κάθε τι που πράττει έχει στραμμένο το βλέμμα του στο Θεό, με την αίσθηση ότι όλα τα πράττει γι’ Αυτόν, εύκολα με τη βοήθεια του Θεού θα απαλλαγεί από την κενοδοξία.

47. Όποιος δεν απόκτησε ακόμη τη θεία γνώση, που εκδηλώνεται με την αγάπη, έχει μεγάλη ιδέα για όσα έργα κάνει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Εκείνος όμως που αξιώθηκε και την απόκτησε, λέει με βαθιά συναίσθηση τα λόγια που είπε ο Πατριάρχης Αβραάμ όταν είδε τον Θεό: «Εγώ είμαι χώμα και στάχτη»(12).

48. Εκείνος που φοβάται τον Κύριο, έχει πάντοτε σύντροφό του την ταπεινοφροσύνη, και με τις ενθυμήσεις που αυτή προκαλεί, φτάνει στην θεία αγάπη και ευχαριστία. Φέρνει στο νου του τη ζωή που έκανε πρωτύτερα στον κόσμο, και τα διάφορα αμαρτήματα και τους πειρασμούς που αντιμετώπισε από τον καιρό της νεότητάς του, και πώς απ’ όλα εκείνα τον γλύτωσε ο Κύριος, και τον μετέφερε από την ζωή των παθώνστον κατά Θεόν βίο. και μαζί με το φόβο, αποκτά και την αγάπη, ευχαριστώντας πάντοτε με πολλή ταπεινοφροσύνη τον Ευεργέτη και Κυβερνήτη της ζωής μας.

49. Μη λερώσεις το νου σου ανεχόμενος λογισμούς επιθυμίας και θυμού, για να μην ξεπέσεις από την καθαρή προσευχή και περιπέσεις στο πνεύμα της ακηδίας.

50. Τότε ο νους χάνει την οικειότητα που έχει με το Θεό, όταν δέχεται πονηρούς ή ακάθαρτους λογισμούς να παραμένουν.

51. Ο ανόητος, που τον οδηγούν τα πάθη, όταν αναστατώνεται από το θυμό, βιάζεται να φύγει ασυλλόγιστα μακριά από τους αδελφούς. Άλλοτε πάλι, όταν καίγεται από την επιθυμία, μετανοιωμένος τρέχει να τους συναντήσει. Ο φρόνιμος όμως, και στις δύο περιπτώσεις κάνει το αντίθετο. Στην περίπτωση του θυμού, αφού κόψει τις αιτίες της ταραχής, απαλλάσσει τον εαυτό του από την λύπη προς τους αδελφούς. στην περίπτωση της επιθυμίας, συγκρατεί τον εαυτό του από την παράλογη παρόρμηση για συνάντηση άλλων.


52. Στον καιρό των πειρασμών μην εγκαταλείψεις το Μοναστήρι σου, αλλά υπόμενε με γενναιότητα τα κύματα των λογισμών, και μάλιστα της λύπης και της ακηδίας. Έτσι αφού δοκιμαστείς κατά θεία οικονομία με τις θλίψεις, θα αποκτήσεις βέβαιη ελπίδα στο Θεό. Αν όμως το εγκαταλείπεις, θα φανείς ανάξιος, άνανδρος και άστατος.


53. Αν θέλεις να μην ξεπέσεις από την αγάπη του Θεού, μήτε τον αδελφό να αφήσεις να κοιμηθεί στενοχωρημένος από σένα, μήτε συ να κοιμηθείς στενοχωρημένος εναντίον του. Συμφιλιώσου με τον αδελφό σου και τότε πήγαινε και πρόσφερε στο Χριστό με καθαρή συνείδηση το δώρο της αγάπης(13), με ένθερμη προσευχή.


54. Αν εκείνος που έχει όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, και δεν έχει αγάπη, δεν ωφελείται τίποτε σύμφωνα με το θείο Απόστολο(14), πόση επιμέλεια πρέπει να καταβάλομε για να την αποκτήσομε;


55. Αν η αγάπη δεν κάνει κακό στον πλησίον(15), εκείνος που φθονεί τον αδελφό και λυπάται για την προκοπή του και με ειρωνείες προσπαθεί να κηλιδώσει την υπόληψή του ή με όποια κακοήθεια τον επιβουλεύεται, πώς αυτός δεν αποξενώνεται από την αγάπη και δεν κάνει τον εαυτό του ένοχο για την αιώνια Κρίση;


56. Αν η αγάπη είναι το πλήρωμα του νόμου(16), εκείνος που έχει μνησικακία για τον αδελφό και κάνει δόλια σχέδια εναντίον του και τον καταριέται και δοκιμάζει χαρά για κάθε πτώση του, πώς δεν καταπατεί το νόμο και δεν είναι άξιος για την αιώνια κόλαση;


57. Αν εκείνος που κατηγορεί και κρίνει τον αδελφό του κατηγορεί και κρίνει το θείο νόμο(17), και ο νόμος του Χριστού είναι η αγάπη, πώς δεν ξεπέφτει από την αγάπη του Χριστού εκείνος που καταλαλεί, και δεν προξενεί ο ίδιος στον εαυτό του την αιώνια κόλαση;


58. Μην παραδώσεις την ακοή σου στους λόγους όποιου καταλαλεί, ούτε τους δικούς σου λόγους στην ακοή ενός φιλοκατήγορου, μιλώντας ή ακούγοντας με ευχαρίστηση κατά του πλησίον σου, για να μη χάσεις την θεία αγάπη και βρεθείς απόκληρος από την αιώνια ζωή.


59. Μην δέχεσαι κατηγορίες κατά του πνευματικού σου πατέρα, μήτε να διευκολύνεις εκείνον που τον προσβάλλει, για να μην οργιστεί ο Κύριος για τα έργα σου και σε εξολοθρεύσει από τη χώρα της ζωής(18).


60. Κλείνε το στόμα εκείνου που κατηγορεί τον άλλον, για να μην αμαρτάνεις μαζί του διπλή αμαρτία. και συνηθίζοντας ο ίδιος σε καταστρεπτικό πάθος, και μη σταματώντας εκείνον που φλυαρεί κατά του πλησίον.


61. «Εγώ όμως σας λέω, είπε ο Κύριος, αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευεργετείτε όσους σας μισούν, προσεύχεσθε για όσους σας βλάπτουν»(19). Γιατί τα διέταξε αυτά; Για να σε ελευθερώσει από το μίσος, τη λύπη, την οργή και την μνησικακία και να σε αξιώσει να λάβεις το μέγιστο απόκτημα, την τέλεια αγάπη, που είναι αδύνατο να την έχει όποιος δεν αγαπά εξίσου όλους τους ανθρώπους, κατά μίμηση του Θεού, ο οποίος αγαπά εξίσου όλους τους ανθρώπους και θέλει να σωθούν και να λάβουν πλήρη γνώση της αλήθειας(20).


62. «Όμως σας λέω να μην αντισταθείτε στον πονηρό, αλλά αν κανείς σε χτυπήσει στο δεξί μέρος του προσώπου, γύρισέ του και το άλλο. και σ’ αυτόν που θέλει να σε πάει στο δικαστήριο για να σου πάρει το χιτώνα, άφησέ του και το ιμάτιο. και αν σε αγγαρεύει κάποιος για ένα μίλι, πήγαινέ μαζί του δύο»(21). Γιατί λέει αυτά ο Κύριος; Για να φυλάξει κι εσένα χωρίς οργή, ταραχή και λύπη, και να διδάξει κι εκείνον με την ανεξικακία σου. και τους δύο πάλι, σαν καλός Πατέρας, να σας φέρει στο ζυγό της αγάπης.


63. Των πραγμάτων, με τα οποία κάποτε μάς έδενε κάποιο πάθος, έχομε μέσα μας τις εμπαθείς φαντασίες. Όποιος λοιπόν νικά τις εμπαθείς φαντασίες, καταφρονεί οπωσδήποτε και τα πράγματα που αυτές απεικονίζουν. Γιατί ο πόλεμος εναντίον των ενθυμήσεων είναι τόσο χειρότερος από τον πόλεμο εναντίον των πραγμάτων, όσο είναι πιο εύκολο να αμαρτάνει κανείς με τη διάνοια από το να αμαρτάνει με έργα.


64. Άλλα από τα πάθη είναι σωματικά κι άλλα ψυχικά. Τα σωματικά έχουν τις αφορμές τους από το σώμα, τα ψυχικά από τα εξωτερικά πράγματα. Και τα δύο αυτά είδη παθών τα αφανίζουν η αγάπη και η εγκράτεια. η πρώτη τα ψυχικά, η δεύτερη τα σωματικά.


65. Από τα πάθη, άλλα ανήκουν στο θυμικό μέρος της ψυχής, άλλα στο επιθυμητικό. Και τα δύο αυτά είδη κινούνται δια μέσου των αισθήσεων. Και κινούνται τότε, όταν η ψυχή βρίσκεται έξω από τα όρια της εγκράτειας και της αγάπης.


66. Τα πάθη του θυμικού μέρους της ψυχής είναι πιο δυσκολοπολέμητα από τα πάθη του επιθυμητικού. Γι’ αυτό και δόθηκε από τον Κύριο εναντίον των παθών του θυμικού δυνατότερο φάρμακο, το οποίο είναι η εντολή της αγάπης.


67. Όλα τα άλλα πάθη, ερεθίζουν είτε το θυμικό μέρος της ψυχής, είτε το επιθυμητικό, είτε το λογιστικό, όπως είναι η λήθη και η άγνοια. Η ακηδία όμως, κυριαρχώντας σ’ όλες τις δυνάμεις της ψυχής, κινεί όλα μαζί τα πάθη. Γι’ αυτό και είναι το πιο βαρύ από όλα τα άλλα πάθη. Καλώς λοιπόν ο Κύριος, δίνοντας το αντίδοτό της, λέει: «Με την υπομονή σας, κερδίστε τις ψυχές σας»(22).


68. Μην προσβάλεις ποτέ κανένα αδελφό, και μάλιστα χωρίς εύλογη αιτία, μην τυχόν επιστρέψει στον κόσμο μη μπορώντας ν’ αντέξει τη θλίψη, και έτσι δε θα αποφύγεις τον έλεγχο της συνειδήσεως που θα σου προξενεί πάντα λύπη στην προσευχή και θα αποδιώχνει το νου από την παρρησία προς τον Θεό.


69. Μην ανέχεσαι τις υπόνοιες ή και τους ανθρώπους που σου μεταφέρουν σκάνδαλα άλλων. Γιατί εκείνοι που παραδέχονται σκάνδαλα με οποιοδήποτε τρόπο για εκείνα που συμβαίνουν προαιρετικά ή απροαίρετα, δεν γνωρίζουν τον δρόμο της ειρήνης, η οποία οδηγεί τους εραστές της δια μέσου της αγάπης στη γνώση του Θεού.


70. Δεν έχει τέλεια αγάπη εκείνος που αλλάζει διάθεση προς τους ανθρώπους ανάλογα με τον χαρακτήρα τους. τον έναν π.χ. τον αγαπά και τον άλλον τον μισεί, ή τον ίδιο άνθρωπο άλλοτε τον αγαπά και άλλοτε τον μισεί για τις ίδιες αιτίες.


71. Η τέλεια αγάπη δεν διαχωρίζει κατά τις διαθέσεις των επιμέρους ανθρώπων τη μία και κοινή ανθρώπινη φύση, αλλά αποβλέποντας σ’ αυτήν, αγαπά εξίσου όλους τους ανθρώπους. Αγαπά τους ενάρετους ως φίλους. τους κακούς τους αγαπά ως εχθρούς, και τους ευεργετεί και μακροθυμεί και υπομένει αν την βλάψουν, χωρίς να λογαριάζει διόλου το κακό, αλλά και πάσχει για χάρη τους, αν το καλέσει η περίσταση, για να τους κάνει και αυτούς φίλους, αν είναι δυνατόν. Αν δεν το κατορθώσει, δεν αλλάζει την διάθεσή της, αλλά φανερώνει τους καρπούς της αγάπης εξίσου προς όλους τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και ο Κύριός μας και Θεός Ιησούς Χριστός, δείχνοντας την αγάπη Του σ’ εμάς, έπαθε για χάρη όλης της ανθρωπότητας και χάρισε σε όλους εξίσου την ελπίδα της αναστάσεως – αν και καθένας κάνει τον εαυτό του άξιο είτε για δόξα, είτε για κόλαση.


72. Εκείνος που δεν καταφρονεί τη δόξα και την εξουδένωση, τον πλούτο και την φτώχεια, την ηδονή και την λύπη, δεν απόκτησε ακόμη τέλεια αγάπη. Γιατί η τέλεια αγάπη δεν καταφρονεί μόνον αυτά, αλλά και την πρόσκαιρη ζωή και το θάνατο.


73. Άκουσε τι λένε εκείνοι που αξιωθήκανε να έχουν την τέλεια αγάπη: «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Θλίψη ή στενοχώρια ή διωγμός ή γυμνότητα ή κίνδυνος ή μάχαιρα; Καθώς λέει η Γραφή, για χάρη Σου θανατωνόμαστε όλη την ημέρα. θεωρηθήκαμε ως πρόβατα για σφαγή. Αλλά σ’ όλα τούτα βγαίνομε νικητές με τη βοήθεια Εκείνου που μας αγάπησε. Πιστεύω απόλυτα ότι ούτε θάνατος, ούτε ζωή, ούτε άγγελοι, ούτε Αρχές, ούτε Δυνάμεις, ούτε τωρινά, ούτε μελλοντικά, ούτε ύψωμα, ούτε βάθος, ούτε καμιά άλλη κτίση θα μπορέσει να μας χωρίσει από την αγάπη του Θεού που εκδηλώνεται με τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μας»(23).


74. Άκουσε πάλι τι λένε για την αγάπη προς τον πλησίον: «Λέω αλήθεια, μάρτυς μου ο Χριστός, δεν ψεύδομαι. η συνείδησή μου, που φωτίζεται από το Άγιο Πνεύμα, μαρτυρεί κι αυτή, ότι έχω μεγάλη λύπη και πόνο αδιάκοπο στην καρδιά μου για τους ομοεθνείς μου Ιουδαίους. Θα ευχόμουν να χωριστώ εγώ από τον Χριστό για χάρη των αδελφών μου, των φυσικών συγγενών μου, οι οποίοι είναι Ισραηλίτες κλπ.»(24). Παρόμοια είπαν και ο Μωυσής(25) και οι άλλοι άγιοι.


75. Εκείνος που δεν καταφρονεί τη δόξα και την ηδονή, καθώς και την φιλαργυρία που συντελεί στην αύξησή τους και για χάρη τους υπάρχει, δεν μπορεί να κόψει τις αφορμές του θυμού. Εκείνος όμως που δεν τις κόβει, δεν μπορεί να επιτύχει την τέλεια αγάπη.

76. Η ταπείνωση και η κακοπάθεια ελευθερώνουν τον άνθρωπο από κάθε αμαρτία, καθώς κόβει η μια τα πάθη της ψυχής και η άλλη τα πάθη του σώματος. Αυτό έκανε και ο μακάριος Δαβίδ και προσευχόταν στον Θεό λέγοντας: «Δες την ταπείνωσή μου και τον κόπο μου και συγχώρεσε όλες τις αμαρτίες μου»(26).


77. Δια μέσου των εντολών Του, ο Κύριος κάνει απαθείς όσους τις εφαρμόζουν. Δια μέσου των θείων δογμάτων, χαρίζει σ’ αυτούς το φωτισμό της θείας γνώσεως.


78. Όλα τα δόγματα αναφέρονται ή στο Θεό, ή στα ορατά και τα αόρατα, ή στην πρόνοια και την κρίση του Θεού γι’ αυτά.


79. Η ελεημοσύνη θεραπεύει το θυμικό μέρος της ψυχής. η νηστεία μαραίνει την επιθυμία. η προσευχή καθαρίζει το νου και τον κάνει επιτήδειο για την θεωρία των όντων. Γιατί ανάλογα με τις δυνάμεις της ψυχής, ο Κύριος μάς χάρισε και τις εντολές Του.

80. «Μάθετε από εμένα, λέει ο Κύριος, ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά κτλ.»(27). Η πραότητα διατηρεί ατάραχο το θυμικό μέρος της ψυχής. η ταπείνωση ελευθερώνει το νου από την αλαζονεία και την κενοδοξία.

81. Ο φόβος του Θεού είναι δύο ειδών. Εκείνος που γεννιέται μέσα από τις απειλές της κολάσεως και κάνει να φυτρώνουν μέσα μας η εγκράτεια, η ελπίδα στο Θεό, η απάθεια και στη συνέχεια κατά φυσική τάξη η αγάπη. Και ο φόβος που είναι ενωμένος με την ίδια την αγάπη, και φέρνει πάντοτε στην ψυχή ευλάβεια, για να μην καταλήξει σε καταφρόνηση του Θεού εξαιτίας της παρρησίας που δίνει η αγάπη.

82. Τον πρώτο φόβο τον εκτοπίζει η τέλεια αγάπη(28), γιατί η ψυχή που την έχει δεν φοβάται πλέον την κόλαση. Τον δεύτερο φόβο τον έχει, όπως είπαμε, η αγάπη ενωμένο πάντοτε μαζί της. Στον πρώτο φόβο ταιριάζει ο λόγος: «Αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου»(30). Στο δεύτερο φόβο ταιριάζει ο λόγος: «Δε θα δοκιμάσουν στέρηση όσοι φοβούνται τον Κύριο»(31).


83. «Νεκρώστε λοιπόν τα μέλη σας που σέρνονται στη γη. την πορνεία, την ακαθαρσία , το πάθος, την κακή επιθυμία και την πλεονεξία κτλ.»(32). Με τη γη εννοεί το σαρκικό φρόνημα. Πορνεία ονόμασε την έμπρακτη αμαρτία. Ακαθαρσία είπε τη συγκατάθεση στην αμαρτία. Πάθος, τον εμπαθή λογισμό. Επιθυμία κακή ονόμασε την απλή παραδοχή του λογισμού και της επιθυμίας. Πλεονεξία είπε το υλικό που γεννά και αυξάνει το πάθος . Όλα λοιπόν αυτά, σαν μέλη του σαρκικού φρονήματος, διέταξε ο Απόστολος να νεκρώσομε.


84. Η μνήμη, στην αρχή, φέρνει στο νου το λογισμό χωρίς εμπάθεια. και όταν αυτός μένει στο νου για καιρό, κινείται το πάθος. Αν αυτό δεν εξολοθρευθεί, λυγίζει το νου στη συγκατάθεση. Μετά την συγκατάθεση αρχίζει η έμπρακτη αμαρτία. Ο πάνσοφος λοιπόν Απόστολος, γράφοντας προς τους Χριστιανούς που ήταν πρωτύτερα ειδωλολάτρες, διατάζει πρώτα να αφανίζουν το αποτέλεσμα της αμαρτίας. κι έπειτα με αντίστροφη σειρά, να καταλήγουν στην αιτία της αμαρτίας. Και η αιτία είναι, όπως είπαμε, η πλεονεξία, που γεννά και αυξάνει το πάθος. Νομίζω ότι εδώ σημαίνει τη γαστριμαργία, η οποία είναι μητέρα και τροφός της πορνείας. Γιατί η πλεονεξία είναι κακή όχι μόνο για τα χρήματα, αλλά και για την τροφή. όπως και η εγκράτεια δεν εννοείται μόνο για τα φαγητά, αλλά και για τα χρήματα.


85. Όπως ένα σπουργίτι δεμένο από το πόδι, όταν πάει να πετάξει, πέφτει στο χώμα, επειδή το τραβάει το σχοινί, έτσι και ο νους που δεν απόκτησε ακόμη την απάθεια και πετά προς την γνώση των επουρανίων, τραβιέται από τα πάθη στη γη.


86. Όταν ο νους ελευθερωθεί τελείως από τα πάθη, τότε πορεύεται προς την θεωρία των όντων χωρίς να γυρίζει πίσω, βαδίζοντας πλέον προς την γνώση της Αγίας Τριάδας.


87. Όταν είναι καθαρός ο νους, δεχόμενος τα νοήματα των πραγμάτων προχωρεί μέσω αυτών στην πνευματική θεωρία. όταν όμως από ραθυμία γίνει ακάθαρτος, τότε τα μεν νοήματα των άλλων πραγμάτων τα φαντάζεται απλώς (χωρίς να οδηγείται σε θεωρία), τα δε ανθρώπινα νοήματα που δέχεται, τα μετατρέπει σε αισχρούς ή πονηρούς λογισμούς.


88. Όταν πάντοτε, κατά τον καιρό της προσευχής, δεν ενοχλεί το νου σου κανένα νόημα του κόσμου, τότε να ξέρεις ότι δεν είσαι έξω από τα όρια της απάθειας.


89. Όταν η ψυχή αρχίζει να αισθάνεται την ίδια την υγεία της, τότε και τις φαντασίες του ύπνου τις βλέπει χωρίς εμπάθεια και ταραχή.


90. Όπως το μάτι το ελκύει η ομορφιά των ορατών, έτσι και τον καθαρό νου η γνώση των αοράτων. Αόρατα εννοώ τα ασώματα.


91. Μεγάλο πράγμα είναι να μην κινείται κανείς σε κάποιο πάθος από τα πράγματα. πολύ μεγαλύτερο όμως είναι να μένει απαθής απέναντι στις φαντασίες των πραγμάτων. Γιατί ο πόλεμος των δαιμόνων εναντίον μας με τους λογισμούς, είναι πολύ πιο φοβερός από τον πόλεμο μέσω των πραγμάτων.


92. Εκείνος που κατόρθωσε τις αρετές και πλούτισε με θεία γνώση, επειδή βλέπει τα πράγματα στη φυσική τους κατάσταση, πράττει τα πάντα και μιλά γι’ αυτά κατά τις υπαγορεύσεις του ορθού λόγου, χωρίς να σφάλλει καθόλου. Γιατί από την ορθή ή μη ορθή χρησιμοποίηση των πραγμάτων είναι που γινόμαστε ή ενάρετοι ή κακοί.


93. Σημάδι τέλειας απάθειας είναι να αναδύονται πάντοτε στην καρδιά χωρίς πάθος τα νοήματα των πραγμάτων, τόσο όταν είμαστε ξυπνητοί, όσο και στον ύπνο μας.


94. Ο νους αποβάλλει με την εκτέλεση των εντολών, τα πάθη. με την πνευματική θεωρία των ορατών, τα εμπαθή νοήματα των πραγμάτων. με τη γνώση των αοράτων, τη θεωρία των ορατών. τέλος κι αυτή την αποβάλλει, με τη γνώση της Αγίας Τριάδας.


95. Όταν ο ήλιος ανατέλλει και φωτίζει τον κόσμο, φανερώνει και τον εαυτό του και τα πράγματα που φωτίζονται από αυτόν. Έτσι και ο Ήλιος της δικαιοσύνης, όταν ανατέλλει στον καθαρό νου, φανερώνει και τον εαυτό Του, και τους λόγους όσων έχουν γίνει από Αυτόν και όσων μέλλουν να γίνουν.


96. Δεν γνωρίζομε το Θεό από την ουσία Του, αλλά από τα θαυμαστά έργα Του και την πρόνοιά Του για τα όντα. Απ’ αυτά, σαν μέσα από καθρέφτη, βλέπομε την άπειρη αγαθότητα και σοφία και δύναμή Του.


97. Ο καθαρός νους κινείται ή μέσα στα χωρίς πάθος νοήματα των ανθρωπίνων πραγμάτων, ή στη φυσική θεωρία των ορατών ή των αοράτων, ή μέσα στο φως της Αγίας Τριάδας.


98. Όταν ο νους φτάσει στη θεωρία των ορατών, ερευνά ή τους φυσικούς λόγους τους ή τους λόγους που αυτοί υποδηλώνουν, ή ζητεί την ίδια την αιτία τους.


99. Όταν πάλι κινείται στη θεωρία των αοράτων, ζητεί και τους φυσικούς τους λόγους και την αιτία της υπάρξεώς τους και τα επακόλουθά της, και ποια είναι η σχετική με αυτά πρόνοια και κρίση.


100. Όταν ο νους φτάσει στο Θεό, ζητεί πρώτα να μάθει τους λόγους περί της ουσίας Του, καθώς φλέγεται από τον πόθο. Δεν μπορεί όμως να ικανοποιήσει τον πόθο του αυτό (γιατί κάτι τέτοιο είναι τελείως αδύνατο σε όλα γενικώς τα λογικά δημιουργήματα). έτσι παρηγορείται από την γνώση των σχετικών με τις ιδιότητες του Θεού. Δηλαδή της αιωνιότητας, της απειρίας, της απεριοριστίας, της αγαθότητας, της σοφίας, της δυνάμεως να δημιουργεί, να προνοεί και να κρίνει τα όντα. Το μόνο που μπορούμε να καταλάβομε γι’ Αυτόν, είναι η απειρία Του και το ότι είναι αδύνατο να γίνει γνωστός, όπως έχουν πει οι θεολόγοι Γρηγόριος και Διονύσιος Αεροπαγίτης.


(ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ,  Τόμος Β’ σελ. 49-59.  Εκδόσεις  "ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ" -Θεσ/νίκη)



ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Ησαϊας  στ΄, 5
2. Ιω. 14, 23
3. Ιω. 15, 12
4. Ρωμ.  1, 25
5. Ιερ.  17, 16
6. Πραξ. 7, 60
7.  Α΄ Κορ. 13, 4
8.  Α΄Ιω.  4, 8
9.  Ιερ. 7, 4
10.  Ιακ. 2, 19
11. Β΄Κορ.  7, 8-11
12.  Γεν. 18, 27
13. Ματθ. 5, 24
14. Α΄ Κορ. 13,  2
15. Ρωμ. 13, 10
16. Ρωμ. 13, 10
17.  Ιακ. 4,11
18. Δευτ. 6, 15
19. Ματθ. 5,44
20. Α΄Τιμ. 2, 4
21.  Ματθ. 5, 39-41
22. Λουκ. 21,  19
23. Ρωμ.  8, 35-39
24.  Ρωμ.  9, 1-3
25. Εξ.  32, 32
26.  Ψαλμ. 24, 18
27. Ματθ. 11,  29
28.  Α΄Ιω. 4, 18
29. Παροιμ. 15, 27
30. Ψαλμ. 110, 10
31. Ψαλμ. 33, 10
32.  Κολ. 3,  5


Δείτε σχετικά:

1. Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής (21 Ἰανουαρίου)

2. 
Ἄγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ

3. 
ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ Διάλογος με τον Θεοδόσιο, τον επίσκοπο Καισαρείας Βιθυνίας, κατά την πρώτη του εξορία στο φρούριο της Βιζύης της Θράκης.


 

Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής (21 Ἰανουαρίου)



Ο άγιος Μάξιμος γεννήθηκε το 580 στην Κωνσταντινούπολη. Καταγόταν από επιφανή οικογένεια και έλαβε την συνήθη, για τους υποψηφίους για ανώτερες δημόσιες ή εκκλησιαστικές θέσεις, μόρφωση. Ιδιαίτερα ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία. Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος (610-641) τον προσέλαβε ως αρχιγραμματέα του, “υπογραμματεύς πρώτος των βασιλικών υπομνημάτων”.

Λίγα χρόνια αργότερα παραιτήθηκε και εκάρη μοναχός. Πιθανόν μόνασε, στην Παλαιστίνη, μαζί με τον Σωφρόνιο, αργότερα πατριάρχη Ιεροσολύμων. Ασκήτευσε σε μονή της Χρυσούπολης που βρίσκεται απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Εκεί έγινε και ηγούμενος και απέκτησε πιστό μαθητή τον Αναστάσιο που τον ακολούθησε σε όλη του τη ζωή. Το 624 βρίσκεται για δύο χρόνια στη Κύζικο. Το 626 φεύγει για την βόρεια Αφρική. Για αρκετό χρονικό διάστημα μένει στην Κρήτη, πιθανόν να πέρασε και από την Κύπρο. Στην Καρχηδόνα βρίσκεται σίγουρα την Πεντηκοστή του 632. Εκεί συναντήθηκε με τον Σωφρόνιο και για ένα διάστημα πηγαίνουν μαζί στην Αλεξάνδρεια.

Το 645 ή 646 πήγε στη Ρώμη. Το 647 ο αυτοκράτορας Κώνστας εξέδωσε τον Τύπο, με τον οποίο απαγορευόταν οι συζητήσεις περί μιας ή δύο θελήσεων και ενεργειών. Η σύνοδος του Λατερανού (649), της οποίας κύριο πρόσωπο ήταν ο άγιος Μάξιμος, καταδίκασε το Μονοθελητισμό.

 Συνελήφθει από τον έξαρχο της Ιταλίας Θεοδόσιο, οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τους δύο Αναστασίους, τον μαθητή του και τον αποκρισάριο του Πάπα. Είχε ήδη οδηγηθεί εκεί και ο Πάπας Μαρτίνος και είχε εξορισθεί στη Χερσώνα για δήθεν πολιτική συνωμοσία (653). Το ίδιο έγκλημα, χωρίς αποδείξεις, αποδόθηκε και στον Μάξιμο. Αφού κατάλαβαν ότι δεν πρόκειται να υποχωρήση τον εξορίζουν μαζί με τους άλλους δυο στην Βιζύη της Θράκης (655).

Τους ανακαλούν στην Κωνσταντινούπολη, για νέα ανάκριση και μετά την άρνησή τους να υπογράψουν τον Τύπο τους στέλνουν εξορία στα Πέρβερα (656). Μετά έξη χρόνια τους καλούν πάλι στη Κωνσταντινούπολη για μια τρίτη προσπάθεια να τους πάρουν με το μέρους τους. Αφού και οι τρεις αρνήθηκαν να υποκύψουν, αναθεματίσθηκαν, κακοποιήθηκαν και διαπομπεύθηκαν, “γλώσσαν ένδον από του φάρυγγος και της παραψαυούσης επιγλωττίδος παρανόμως εκτέμνουσιν” και “σμίλη και σφύρα την δεξιάν των χειρών εκκόπτουσιν”.

"Λέγεται δε, μετά την εκτομήν, αυθις υπό Θεού παραδόξως αποκαταστήναι την γλώτταν και τρανώς φθέγγεσθαι, μέχρις αν εν βίω υπήρχε"(ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ αγίου Νικοδήμου).
Μετά από αυτά οδηγήθηκαν και οι τρεις σε τόπους εξορίας στην Αλανία του Καυκάσου, ο καθένας χωριστά. Ο άγιος Μάξιμος κλείσθηκε μόνος στο φρούριο Σχίμαρις, όπου υπέκειψε στις ταλαιπωρίες και τα γηρατειά δύο μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 662. Η μνήμη του εορτάζεται στις 13 Αυγούστου και στις 21 Ιανουαρίου.

Αν και απλός μοναχός για εικοσιπέντε τουλάχιστον χρόνια ήταν ο κύριος εκφραστής της ορθόδοξης πίστης. O μεγάλος αυτός άγιος της Εκκλησίας φέρει τον τίτλο του Ομολογητή γιατί όταν ομολογούσε τις δύο θελήσεις του Χριστού δεν υπήρχε κανείς επί της γής για να "εκφράσει την πίστη του όμου μετ’ αυτού" και έτσι αναγκάστηκε να ομολογήσει με τους πεθαμένους, τους νεκρούς, τους όντως ζώντες εν Χριστώ αγίους της Εκκλησίας Τον καιρό της αντίστασης, στη φυλακή και στην εξορία, "η τύχη της Χριστολογίας εξαρτήθηκε από την άκαμπτη σταθερότητα ενός ανθρώπου μονάχα".

 ((H. U. VON BALTAHASAR, op. C. σ. 32) Από την Εισαγωγή του π. Δ. Στανιλοάε στη ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ).

 Το ακρωτηριασμένο χέρι του Οσίου Μαξίμου του Ομολογητού στην Ιερά Μονή Αγίου Παύλου Αγίου Όρους



Το δεξί χέρι του Οσίου Μαξίμου του Ομολογητού http://leipsanothiki.blogspot.be/
Όπως είναι γνωστό από τον βίο του, ο Όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής συνελήφθη και προσήχθη στην Κωνσταντινούπολη από τον μονοφυσίτη αυτοκράτορα Κώνστα Β΄ με τις κατηγορίες της απείθειας σε αυτοκρατορικό διάταγμα, αλλά και της αίρεσης. Θα δικαστεί και θα καταδικαστεί συνολικά τρεις φορές σε εξορία, αλλά την τρίτη φορά ο Όσιος (μαζί και οι συνοδοί μαθητές του) θα βασανιστεί, θα του κοπεί η γλώσσα από τον φάρυγγα και επιπλέον το δεξί χέρι, ούτως ώστε ούτε να μπορεί να ομιλεί, ούτε να γράφει. Μάλιστα, όπως περιγράφεται στον βίο του, τα αποκομμένα μέλη θα κρεμαστούν πάνω του και θα διαπομπευτεί στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης, καθώς μεταφέρονταν στον τελευταίο τόπο της εξορίας του.

Όμως αυτό το ακρωτηριασμένο χέρι του Οσίου, ενάντια σε όλες τις περιστάσεις, θα διασωθεί και ταξιδεύοντας διαμέσου των αιώνων και των ιστορικών μεταβολών θα "αναπαυτεί" από τον 12ο αιώνα και μετά στην Ιερά Μονή Αγίου Παύλου Αγίου Όρους. Θεωρείται μάλιστα και το μόνο γνωστό λείψανο του Οσίου Μαξίμου του Ομολογητού.



Πηγή: leipsanothiki.blogspot.gr 


Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.


Θείου Πνεύματος, τη επομβρία, ρείθρα έβλυσας, τη Εκκλησία, υπερκοσμίων δογμάτων πανεύφημε, θεολόγων δε του Λόγου την κένωσιν, ομολογίας αγώσι διέλαμψας. Πάτερ Μάξιμε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθσι ημίν το μέγα έλεος.




Δείτε σχετικά:

2. Ἄγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ

3. ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ Διάλογος με τον Θεοδόσιο, τον επίσκοπο Καισαρείας Βιθυνίας, κατά την πρώτη του εξορία στο φρούριο της Βιζύης της Θράκης.

ΚYΡIAKH ΙΒ' ΛOYKA 2021(Ομιλία π.Ευθυμίου Μπαρδάκα)


 

ΚYΡIAKH ΙΒ' ΛOYKA 2021(Ομιλία του Μητροπολίτου Αττικής & Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)


 

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2021

Ὁσίου Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου (20 Ἰανουαρίου)

 



Ο Όσιος Ευθύμιος ο Μέγας γεννήθηκε στη Μελιτηνή της Αρμενίας το έτος 377 μ.Χ. κατά τους χρόνους της βασιλείας του Γρατιανού (375 - 383 μ.Χ.). Οι γονείς του Παύλος και Διονυσία, ανήκαν σε επίσημη γενιά. Άτεκνοι όντες, αξιώθηκαν να αποκτήσουν παιδί, το οποίο αφιέρωσαν στη διακονία του Θεού στο οποίο και κατά θεία επιταγή έδωσαν το όνομα Ευθύμιος, αφού με την γέννησή του τους χάρισε την ευθυμία, τη χαρά και την αγαλλίαση.

Σε ηλικία μόλις τριών ετών ο Ευθύμιος έχασε τον πατέρα του. Τότε η χήρα μητέρα του τον παρέδωσε στον ευλαβή Επίσκοπο της Μελιτηνής Ευτρώιο, ο οποίος, μαζί με τους αναγνώστες Ακάκιο και Συνόδιο που έγιναν αργότερα Επίσκοποι Μελιτηνής, τον εκπαίδευσε καλώς και, αφού τον κατέταξε στον ιερό κλήρο, τον τοποθέτησε έξαρχο των μοναστηρίων.

Από τη Μελιτηνή ο Όσιος μετέβη, περί το 406 μ.Χ., στα Ιεροσόλυμα και κλείσθηκε στο σπήλαιο του Αγίου Θεοκτίστου, όπου και ασκήτευε με αυστηρότητα και αναδείχθηκε μοναζόντων κανόνας και καύχημα. Τόσο δε πολύ πρόκοψε στην αρετή, ώστε πολλοί πίστεψαν στον Χριστό. Τα μεγάλα πνευματικά του χαρίσματα γρήγορα τον ανέδειξαν και η φήμη του ως Αγίου απλώθηκε παντού. Γύρω του συγκεντρώθηκαν πάμπολλοι μοναχοί, οι οποίοι τον εξέλεξαν ηγούμενό τους.

Ο Μέγας Ευθύμιος με την αγιότητα του βίου του συνετέλεσε στο να επιστρέψουν στην πατρώα ευσέβεια πολυάριθμοι αιρετικοί, όπως Μανιχαίοι, Νεστοριανοί και Ευτυχιανοί, που απέρριπταν τις αποφάσεις της Δ' Οικουμενικής Συνόδου. Παντού, στην Αίγυπτο και τη Συρία, επικρατούσαν οι Μονοφυσίτες. Στην Παλαιστίνη όμως, χάρη στην παρουσία του Αγίου Ευθυμίου και των μαθητών του, επικράτησε η Ορθοδοξία. Και όταν ο Όσιος συνάντησε την βασίλισσα Ευδοκία , η οποία είχε περιπλακεί στα δίκτυα της αιρέσεως των Μονοφυσιτών, τόσο πειστικά και ακαταμάχητα μίλησε προς αυτήν, ώστε την απέδωκε στα ορθόδοξα δόγματα.

Ο Όσιος Ευθύμιος ο Μέγας είχε λάβει από τον Θεό το προορατικό χάρισμα και τη δύναμη της θαυματουργίας. Με ελάχιστα ψωμιά κατόρθωσε να χορτάσει τετρακόσιους ανθρώπους, που κάποτε την ίδια μέρα τον επισκέφθηκαν στο κελί του. Πολλές γυναίκες που ήταν στείρες, όπως και η δική του μητέρα, με τις προσευχές του Αγίου απέκτησαν παιδί και έζησαν την χαρά της τεκνογονίας. Και όπως ο Προφήτης Ηλίας, έτσι και αυτός προσευχήθηκε στον Θεό και άνοιξε τις πύλες του ουρανού και πότισε με πολύ βροχή τη διψασμένη γη, η οποία και αναζωογονήθηκε και έδωσε πλούσιους τους καρπούς της.

Ενώ κάποτε τελούσε το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, οι πιστοί είδαν μία δέσμη φωτός που ξεκινούσε από τον ουρανό και κατερχόταν μέχρι τον Άγιο. Το ουράνιο αυτό φως, παρέμεινε μέχρι που τελείωσε η Θεία Λειτουργία και δήλωνε την εσωτερική καθαρότητα και λαμπρότητα του Αγίου. Επίσης, σημάδι της αγνότητας και της αγιότητάς του αποτελούσε και το γεγονός ότι ήταν σε θέση να γνωρίζει ποιος προσερχόταν να κοινωνήσει με καθαρή ή σπιλωμένη συνείδηση.

Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 473 μ.Χ., σε ηλικία 97 ετών, επί βασιλείας Λέοντος του Μεγάλου 


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'.

Εὐφραίνου ἔρημος ἡ σὺ τίκτουσα, εὐθύμησον ἡ οὐκ ὠδίνουσα· ὅτι ἐπλήθυνέ σοι τέκνα, ἀνήρ ἐπιθυμιῶν τῶν τοῦ Πνεύματος, εὐσεβείᾳ φυτεύσας, ἐγκρατείᾳ ἐκθρέψας, εἰς ἀρετῶν τελειότητα. Ταῖς αὐτοῦ ἱκεσίαις, Χριστέ ὁ Θεός, εἰρήνευσον τήν ζωήν ἡμῶν.




Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχάς τῆς φύσεως.

Ἐν τῇ σεπτῇ γεννήσει σου, χαράν ἡ κτίσις εὕρατο· καί ἐν τῇ θείᾳ μνήμῃ σου Ὅσιε, τήν εὐθυμίαν ἔλαβε τῶν πολλῶν σου θαυμάτων· ἐξ ὧν παράσχου πλουσίως ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν, καί ἀποκάθαρον ἁμαρτημάτων κηλίδας, ὅπως ψάλλωμεν, Ἀλληλούϊα.


Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.

Ἐγκρατείας ἐλαίῳ τὴν τῆς ψυχῆς, ἐκπληρώσας λαμπάδα πνευματικῶς, ποθῶν τὴν ἀείφωτον, τοῦ Νυμφίου σου ἔλευσιν, προσευχαῖς ἀγρύπνοις, ἐτήρησας, Ὅσιε, καὶ νυμφῶνι τούτου, εὐφραίνει μακάριε· ὅθεν ἐπαξίως τὴν τρυφὴν ἐκομίσω, τὴν ὄντως ἀείζωον, καὶ θαυμάτων ἐνέργειαν. Θεοφόρε Εὐθύμιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.


Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.

Τὴν πτωχείαν τὴν ὄντως τοῦ δι᾿ ἡμᾶς, ἐκ Παρθένου τεχθέντος ἀναλαβών, ἡγήσω τὰ πρόσκαιρα, ὡσεὶ χόρτον Μακάριε· τοῦ γνωστικοῦ γὰρ ξύλου γευσάμενος Ὅσιε, Μοναζόντων ἐδείχθης, Διδάσκαλος ἔνθεος· ὅθεν καὶ πρὸς ζῆλον, Ἀγγελικῆς πολιτείας, διήγειρας ἅπαντας, καὶ πρὸς γνῶσιν τῆς Πίστεως. Σημαιοφόρε Εὐθύμιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.


Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Τὰς φροντίδας τοῦ βίου ἀπαρνησάμενος, καὶ Ἀγγέλων τὸν βίον ἀναλαβόμενος, ἐγκρατείᾳ τὴν ψυχὴν κατελάμπρυνας· καὶ θαυμάτων ἐκ Θεοῦ, χάριν ἐδέξω δαψιλῶς, Εὐθύμιε θεοφόρε, ὑπὲρ ἡμῶν ἱκετεύων, τῶν εὐσεβῶς εὐφημούντων σε.


Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Τῷ φωτὶ λαμπόμενος τῷ ἀπροσίτῳ, ὡς ἀστὴρ ἐξέλαμψας, ἐν ταῖς ἐρήμοις, διδαχαῖς, καταφωτίζων Εὐθύμιε, τοὺς ἀδιστάκτῳ ψυχῇ προσιόντας σοι.


Ὁ Οἶκος
Οἱ ἐν πάσῃ τῇ γῇ μαρτυρήσαντες.

Ἐκ ῥᾳθύμου καρδίας τὴν αἴνεσιν, πῶς προσοίσω ὁ ἄθλιος δέδοικα, καὶ ὑμνήσω τὸν μέγαν Εὐθύμιον; ἀλλὰ τούτου θαρρῶν ταῖς δεήσεσιν, ἐν εὐθυμίᾳ καὶ σπουδῇ πολλῇ, τῇ ᾠδῇ ἐγχειρήσω, καὶ πᾶσιν ἐξείπω αὐτοῦ τὴν πολιτείαν, καὶ τὴν γέννησιν, καὶ πῶς οἱ τούτου γονεῖς ἔψαλλον τό, Ἀλληλούϊα.