† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Κυριακή 20 Αυγούστου 2023

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ 2023 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

77897 2

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

               Πολλὲς φορές, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχουν ἐξωτερικὰ προβλήματα νὰ μᾶς ταλαιπωροῦν, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι φροντίζουμε νὰ τὰ δημιουργοῦμε. Στὶς παρακλήσεις πρὸς τὴν Κυρὰ-Παναγιὰ ψάλλουμε μεταξὺ ἄλλων: «οἱ μισοῦντές με μάτην […] λάκκον ηὐτρέπισαν».  Δυστυχέστερο, ὅμως, εἶναι τὸ φαινόμενο μόνοι μας νὰ σκάβουμε τὸν λάκκο μας καὶ νὰ πέφτουμε μέσα. Αὐτὸ γίνεται ὅταν στὴ ζωή μας ἐπιλέγουμε νὰ ἀκολουθήσουμε ὄχι τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸ θέλημά μας, ὅπως συνέβη μὲ τὸ τραγικὸ κεντρικὸ πρόσωπο τῆς σημερινῆς παραβολῆς.

               Κάποιος Βασιλιὰς θέλησε νὰ ζητήσει λογαριασμὸ ἀπὸ τοὺς ὀφειλέτες του. Τοῦ παρουσίασαν τότε ἕναν δοῦλο, ὁ ὁποῖος χρωστοῦσε τὸ ὑπέρογκο ποσὸ τῶν δέκα χιλιάδων ταλάντων. Ἐπειδὴ ὁ δοῦλος δὲν εἶχε νὰ ξεπληρώσει τὸ βαρύτατο χρέος, ὁ Βασιλιὰς διέταξε νὰ τοῦ πάρουν τὴν γυναίκα καὶ τὰ παιδιὰ καὶ ὅλο του τὸ βιός, ὥστε νὰ τὰ λάβει ὁ ἴδιος ἀντὶ τοῦ χρέους. Καταλυπημένος μὲ τὴν διαταγὴ αὐτή, ὁ ὀφειλέτης ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Βασιλιᾶ παρακαλῶντάς τον νὰ δείξει ἔλεος, καὶ ὑποσχέθηκε νὰ ξεχρεώσει. Πράγματι, ὁ Βασιλιὰς σπλαχνίσθηκε καί, τελικά, τοῦ χάρισε τὸ χρέος. 

               ναπαυμένος ὁ δοῦλος, βγῆκε ἀπ΄ τὸ παλάτι καὶ λίγα μέτρα πιὸ πέρα εἶδε κάποιον σύνδουλό του, ὁ ὁποῖος τοῦ ὄφειλε μόλις ἑκατὸ δηνάρια. Σὲ σύγκριση μὲ τὰ δέκα χιλιάδες τάλαντα, τὰ ἑκατὸ δηνάρια ἀποτελοῦσαν ἕνα τελείως μηδαμινὸ καὶ ἀσήμαντο ποσό. Κὶ ὅμως, γιὰ νὰ δοῦμε ὅλοι μας πόσο εὔκολα μποροῦν τὰ πάθη νὰ τυφλώσουν τὸν ἄνθρωπο, ὁ δοῦλος ποὺ παρὰ λίγο γλίτωσε τὴν ὁλικὴ καταστροφὴ τῆς οἰκογένειάς του χάρη στὸ ἔλεος τοῦ Βασιλιᾶ, ἄρχισε ὡς δῆθεν ἀνώτερος νὰ ζητᾶ διὰ τῆς βίας τὰ ὀφειλόμενα ἑκατὸ δηνάρια ἀπὸ τὸν σύνδουλό του. Τί κὶ ἄν ἐκεῖνος ἔπεφτε καὶ τὸν παρακαλοῦσε; Ἀδίστακτος αὐτός. Εἶχε ξεχάσει τὴν θέση στὴν ὁποία μόλις πρὶν λίγο βρισκόταν, γιὰ αὐτὸ καὶ τόση ἦταν ἡ ἀσπλαχνία του, ποὺ ἅρπαξε τὸν σύνδουλό του καὶ τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακή. Λογάριασε ὁ δυστυχὴς χωρὶς τὸν ξενοδόχο.

               Τὸ νέο γνωστοποιήθηκε ἀστραπιαῖα στὸν Βασιλιά. Ἐκεῖνος, ὀργισμένος γιὰ τὴν ἀδικία ποὺ ἔλαβε χώρα, εἶπε στὸν δοῦλο: «δοῦλε πονηρέ, ὅλο σου τὸ χρέος στὸ χάρισα ἐπειδὴ μὲ παρεκάλεσες. Δὲν ἔπρεπε καὶ ἐσὺ νὰ σπλαχνισθεῖς τὸν σύνδουλό σου ὅπως κι ἐγὼ σὲ σπλαχνίσθηκα;». Ἀφοῦ εἶπε αὐτά, διέταξε δικαίως νὰ τὸν παραδώσουν στοὺς βασανιστές, μέχρι νὰ ἐπιστρέψει ὅσα χρωστοῦσε. 

               Εὔκολα κατανοοῦμε τὸ νόημα τῆς παραβολῆς στὴν καθημερινή μας ζωή. Ὁ Βασιλιάς, ἀσφαλῶς, εἶναι ὁ Δικαιοκρίτης Θεός. Ἐμεῖς εἴμαστε δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι ἔχουμε συγκεντρωμένο στὸ ἱστορικό μας ἕνα βαρύτατο φορτίο ἁμαρτιῶν. Ἂν καὶ φέρουμε αὐτὸ τὸ φορτίο, ὁ Θεὸς «οὐ κατὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἐποίησεν ἡμῖν». Δὲν μᾶς ἀνταπέδωσε τὴν ἀξία τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἀλλὰ μᾶς σπλαχνίσθηκε καὶ μᾶς λύτρωσε ἀπὸ τὸ χρέος καὶ μᾶς λυτρώνει κάθε φορὰ ποὺ προστρέχουμε μὲ μετάνοια καὶ εἰλικρίνεια στὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως. Ὅταν, ὅμως, φεύγουμε ἀπὸ τὴν Ἐξομολόγηση, πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς γρήγορα ξεχνᾶμε τὴν μακροθυμία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ μὲ τὸ ποὺ βλέπουμε κάποιον -ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὸς ὁ κάποιος λέγεται σύζυγος, πεθερὰ ἤ πεθερός, ἀδερφὴ ἤ ἀδερφός- ὁ ὁποῖος λίγο μᾶς κορόιδεψε, μᾶς σκούντηξε, μᾶς μίλησε ἀπότομα, μᾶς εἰρωνεύτηκε, μᾶς ἔκλεψε, μᾶς ἔκρινε, μᾶς χτύπησε, εἴμαστε ἔτοιμοι (καὶ τὸ κάνουμε ἀρκετὲς φορές) νὰ τὸν παραδώσουμε στὸ πὺρ τὸ ἐξώτερον, σὰν νὰ εἴμαστε βασιλικώτεροι τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ. Τότε, ὅμως, λαμβάνουμε τὴν «ἔνδικον μισθαποδοσίαν». Ἡ ἀγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἡ ἀσπλαχνία πρὸς τοὺς συνανθρώπους μας, τοὺς συνδούλους μας, προκαλεῖ τὴν Θεία Δικαιοσύνη, ἡ ὁποία στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι ἀπόλυτη. 

               Δὲν εἶναι λογικὸ καὶ δίκαιο; Πῶς γίνεται νὰ θέλω ἀπὸ τὸν Ὕψιστο Θεὸ νὰ εἶναι Ἐλεήμων ἀπέναντι σὲ ἐμένα, ἕναν ταπεινὸ δοῦλο, ὅταν ἐγὼ μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία σπεύδω νὰ καταστρέψω τοὺς ὅμοιους μὲ ἐμένα ταπεινοὺς συνανθρώπους μου; Κὶ ὅλο αὐτὸ γιατί; Γιὰ νὰ ἐπικρατήσει γιὰ λίγο τὸ «ἐγώ» μου. Γιὰ αὐτὸ τὸ «ἐγὼ» ζημιωνόμαστε ἀφάνταστα. Αὐτὸ τὸ «ἐγὼ» εἶναι ποὺ μᾶς ἀνοίγει τὸν λάκκο. Ἂν ἀντ’ αὐτοῦ ἐπιλέξουμε τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτομάτως ἔχουμε ἐξασφαλίσει διὰ παντὸς τὸν πλοῦτο τῆς φιλανθρωπίας Του. Τί ἐξυπνώτερο ἀπὸ αὐτό;

               Τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, εἶναι νὰ συγχωροῦμε, πράγμα ποὺ ἐξ ὁρισμοῦ εἶναι ἀντίθετο πρὸς τὸν ἐγωισμό. «Συγχωρῶ» στὴν κυριολεξία σημαίνει «κάνω χώρο γιὰ νὰ χωρέσει ὁ ἄλλος, ὁ πλησίον». Γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ στὴν καρδιὰ αὐτὸς ὁ χῶρος γιὰ τὸν συνάνθρωπο, εἶναι ἀνάγκη νὰ περιοριστεῖ τὸ «ἐγώ». 

                συγχώρεση εἶναι τὸ ἕνα φτερὸ τοῦ Χριστιανοῦ. Τὸ ἄλλο εἶναι ἡ ἀγάπη. Χωρὶς τὴν συγχώρεση δὲν θὰ δοῦμε Πρόσωπο Θεοῦ, διότι ἂν ἐμεῖς δὲν συγχωρέσουμε, οὔτε ὁ Θεὸς θὰ μᾶς συγχωρέσει. Τί λέμε, ἄλλωστε, στὸ «Πάτερ ἡμῶν»; «Ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». Ἂν τόσο ἀνυποχώρητοι εἴμαστε στὸ νὰ μὴν συγχωροῦμε ἀπ’ τὴν καρδιά μας ἐκεῖνον ποὺ μᾶς πίκρανε, τότε μάλλον πρέπει νὰ ἀλλάξουμε αὐτὴ τὴν προσευχή. Μὴ γένοιτο!

               Καὶ γιατί, τελικά, νὰ εἴμαστε ἀνυποχώρητοι; Τί μᾶς ἔκαναν; Μᾶς λιθοβόλησαν σὰν τὸν Πρωτομάρτυρα Στέφανο; Μήπως καὶ ἐμᾶς σὰν τὸν Τίμιο Πρόδρομο μᾶς ἔκοψαν τὸ κεφάλι; Μήπως μᾶς ἀνέβασαν στὸν Σταυρό, σὰν τὸν Δεσπότη Χριστό; Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν Σταυρὸ ὅπου ἦταν καθηλωμένος, μάθημα μᾶς ἔδωσε νὰ συγχωροῦμε, λέγοντας: «Πατέρα μου, συγχώρεσέ τους. Δὲν ξέρουν τί κάνουν».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,

                ὁδὸς πρὸς τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν εἶναι πιὸ ἁπλὴ ἀπὸ ὅτι τὴν θεωροῦμε. Μποροῦμε νὰ συγχωροῦμε τοὺς πάντες; Θὰ μᾶς συγχωρήσει κὶ ἐμᾶς ὁ Φιλάνθρωπος Θεὸς καὶ θὰ πεῖ στοὺς Ἀγγέλους Του: «διαγράψτε του τὸ χρέος καὶ βάλτε τον στὴν χαρὰ τῆς Ζωῆς». Εὔχομαι αὐτὸ νὰ ἀξιωθοῦμε ὅλοι νὰ τὸ ἀκούσουμε!

               Καλὴ συνέχεια νὰ ἔχουμε τῆς νηστείας τοῦ Δεκαπενταυγούστου! Εἶναι γιὰ ἐμᾶς ἡ καλύτερη εὐκαιρία νὰ δοξάσουμε τὴν Κυρία Θεοτόκο καὶ νὰ ἀκουμπήσουμε στὰ εἰκονίσματά της τὰ αἰτήματα τῶν καρδιῶν μας. Μὴν τὴν ἀφήσουμε νὰ πάει χαμένη!


 Ἐπίσκοπός σας,

   Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Σάββατο 19 Αυγούστου 2023

ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ 2023 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντος)

 

Γιὰ τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος

Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν γῆ σήμανε τὴν ἔλευση τῆς Βασιλείας Του. Ἔτσι ἄρχισε τὸ θεῖο Κήρυγμά Του: «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» (Ματθ. δ’ 17).

Γι΄ αὐτὸ καὶ πρὸ τῆς θείας καὶ ἐνδόξου Μεταμορφώσεώς Του, λίγο καιρὸ πρὶν ἀπὸ τὰ Πάθη καὶ τὴν σωτήριο Σταύρωση, διακήρυξε ὅτι ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ στέκονται ἐδῶ (ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς Μαθητάς Του), οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ γευθοῦν θάνατον, «ἕως ἄν ἴδωσι τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν τῇ Βασιλείᾳ αὐτοῦ» (Ματθ. ιστ’ 28).

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς βεβαιώνει ὅτι «δόξαν τοῦ Πατρὸς καὶ Βασιλείαν ἑαυτοῦ καλῶν, τὸ φῶς τῆς οἰκείας Μεταμορφώσεως». Ὁ αὐτὸς Ἅγιος ἀποσαφηνίζει ὅτι τὸ νὰ ἔρχεται ἡ Βασιλεία Του, δὲν δηλώνει ὅτι φθάνει ἀπὸ ἀλλοῦ σὲ ἄλλο μέρος, ἀφοῦ «πανταχοῦ ἐστὶν ὁ τοῦ παντὸς Βασιλεύς, καὶ πανταχοῦ ἐστὶν ἡ Βασιλεία αὐτοῦ», ἀλλὰ (δηλώνει) ὅτι αὐτὴ φανερώνεται-ἀποκαλύπτεται μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ δύναμη αὐτὴ δὲν παραγίνεται στοὺς τυχόντες, ἀλλὰ «τοῖς ἑστηκόσι μετὰ τοῦ Κυρίου», δηλαδὴ στοὺς στηριγμένους στὴν πίστη Του κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν τριῶν προκρίτων Ἀποστόλων, Πέτρου Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου, τοὺς ὁποίους συμπαρέλαβε ὁ Κύριος στὸ ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως, στὸ Θαβώρ.

Τί σημαίνει ὅμως «μεταμορφώθηκε»; Σημαίνει ὅτι ἄνοιξε ὅπως εὐδόκησε λίγο ἀπὸ τὴν Θεότητά Του καὶ ἔδειξε στοὺς Ἀποστόλους τὸν ἔνοικο Θεό. Αὐτὸ ἐννοοῦμε, ὅταν ψάλλουμε στοὺς ὕμνους τῆς Ἑορτῆς: «Τῆς Θεότητός σου, Χριστέ, ἀμυδρὰν αὐγὴν παραγυμνώσας τοῖς συναναβᾶσί σοι ἐπὶ τοῦ ὄρους…».

Αὐτὸ ὅμως ποὺ οἰκονομικῶς καὶ «ἀμυδρῶς», «καθὼς ἠδύναντο», εἶδαν οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι, συνέβαινε πάντοτε, καθ΄ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἐπιγείου Παρουσίας τοῦ Λόγου. Διότι ἤδη ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι συλλήψεως τῆς Σαρκός, ποὺ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρὸς προσέλαβε ἐν τῷ Προσώπῳ Του, τὴν θέωσε καὶ τὴν πλούτισε μὲ τὰ «αὐχήματα», δηλαδὴ μὲ τὴν Δόξα τῆς Θεότητος, ἑνώνοντάς την ὑποστατικῶς μὲ τὴν θεία Του Φύση, ἐντὸς τῆς Παναχράντου Θεοτόκου. Ἡ ὑποστατικὴ ὅμως ἕνωση δὲν κατήργησε, οὔτε σύγχυσε τὶς δύο τέλειες Φύσεις, Θεία καὶ Ἀνθρώπινη. Διότι, σύμφωνα μὲ τὴν Δογματικὴ διατύπωση τῆς ἁγίας Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου ἑνώθηκαν οἱ δύο Φύσεις «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως καὶ ἀδιαιρέτως».

Ὁ Θεάνθρωπος λοιπὸν «εἶχε ὑπὸ τὴν σάρκα κεκρυμμένην τὴν λαμπρότητα τῆς φύσεως τῆς θείας», κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ. Καὶ αὐτὴ ἡ θεία δόξα καὶ λαμπρότητα ἦταν ἀθέατη, διότι ἡ περίοδος μέχρι τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ταφή, ἦταν περίοδος «κενώσεως» (Φιλιπ. β’ 7), ἄκρας ταπεινώσεως, ὅπου ὁ Κύριος καὶ Θεός μας, κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, «ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας καὶ περὶ ἁμαρτίας, κατέκρινε τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῇ σαρκί» (Ρωμ. η’ 3), χαρίζοντάς μας τὴν θεία Ἀπολύτρωση.

Ἡ Μεταμόρφωσις ὑπῆρξε ἡ πρώτη ἄμεσα αἰσθητὴ φανέρωση τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωή Του, πρὶν ἀπὸ τὴν φανέρωση αὐτῆς στὴν πληρότητά της κατὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ Ἀνάληψή Του. Μεταμορφώθηκε λοιπὸν ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ φανεῖ ὅτι «βροτὸς (δηλαδὴ θνητὸς) τὸ ὁρώμενον, ἀλλὰ Θεὸς τὸ κρυπτόμενον».

Ὁ Εὐαγγελιστὴς λέγει ὅτι τὸ Πρόσωπον Αὐτοῦ ἔλαμψεν «ὡς ὁ ἥλιος» (Ματθ. ιζ’ 2). Τὸ Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως δὲν ἦταν αἰσθητὸ καὶ κτιστὸ «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», ἀλλὰ ἄκτιστο ὡς «δόξα τοῦ Θεοῦ Πατρός». Καὶ ὅπως αὐτὸ δὲν ἦταν αἰσθητό, ἔτσι καὶ οἱ βλέποντες (οἱ Μαθητές), δὲν τὸ εἶδαν ἁπλῶς μὲ τοὺς αἰσθητοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλὰ μὲ μετασκευασμένους «τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος», ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του «διήνοιξεν αὐτῶν τῶν νοῦν τοῦ συνιέναι (γιὰ νὰ καταλαβαίνουν) τὰς γραφάς» (Λουκ. κδ’ 45), «διανοίγει» καὶ στὸ Θαβὼρ τὰ μάτια τους καὶ ἀπὸ τυφλοὺς τοὺς καθιστᾶ βλέποντας. Εἶχε ἤδη προηγηθεῖ τρίχρονη μαθητεία τους κοντὰ στὸν Χριστό. Γι΄ αὐτὸ ἡ καθαρμένη καρδιά τους δέχεται τὴν θεία Χάρη καὶ θεωροῦν ἔστω καὶ γιὰ λίγο τὴν θεϊκὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Κι ἔτσι δὲν τυφλώθηκαν, ὅπως δὲν τυφλώθηκε καὶ ἡ Μυροφόρος Μαρία ἡ Μαγδαληνή, βλέπουσα τὸν Ἀναστάντα Χριστόν, ἐνῶ ἀντίθετα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τυφλώθηκε, ὅταν ὡς διώκτης Σαῦλος εἶδε τὸ ἴδιο Φῶς στὴν πορεία του πρὸς τὴν Δαμασκό (βλ. Πράξ. θ’ 8).

Πρέπει ἐδῶ νὰ σημειώσουμε ὅτι οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι καὶ οἱ καταξιωθέντες τῆς μετοχῆς τοῦ θείου αὐτοῦ Φωτὸς ἄνθρωποι, τὸ δέχονται μόνον «χάριτι» ἀπὸ τὸ «φύσει» ὑπᾶρχον ἐντὸς τῆς Ἁγίας Τριάδος. Καὶ ἐπίσης, ὅτι τὸ Φῶς αὐτὸ ἀποτελεῖ φυσικὴ ἄκτιστη Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι θεία Οὐσία, ἡ Ὁποία εἶναι τελείως ἀπρόσιτη καὶ ἀμέθεκτη ἀπὸ τὰ δημουργήματα.

Ἡ ἐμφάνιση δὲ τοῦ Μωυσέως καὶ τοῦ Ἠλία ἀπεκάλυπτε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ζώντων καὶ νεκρῶν, ὅτι εἶναι Κύριος τοῦ Νόμου καὶ τῶν Προφητῶν, ἀφοῦ ὅλες οἱ προτυπώσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Αὐτὸν προδήλωναν καὶ σὲ Αὐτὸν ἀπέβλεπαν, καὶ ὅτι δὲν πρέπει νὰ συγχέεται ὁ Κύριος μὲ τοὺς δούλους.

Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, σημειώνεται, ὅτι δὲν ἤξερε τὶ ἔλεγε ὅταν μίλησε γιὰ τρεῖς σκηνές, ἐπειδὴ ἐκτὸς τοῦ ὅτι ὁ καιρὸς τῆς συντελείας δὲν εἶχε φθάσει -ἀλλὰ καὶ ὅταν φθάσει δὲν θὰ χρειάζονται χειροποίητες σκηνές-, δὲν ἔπρεπε νὰ ἐξισώνει τὸν Δεσπότη μὲ τοὺς δούλους ἐξ αἰτίας τῆς ὁμοιότητος τῶν σκηνῶν. Διότι ὁ μὲν Χριστός, ὡς Υἱὸς γνήσιος, «ἐν τοῖς κόλποις τοῦ Πατρὸς ἐστίν», ἐνῶ οἱ Προφῆτες, ὡς υἱοὶ γνήσιοι τοῦ Ἀβραάμ, «ἐν τοῖς κόλποις Ἀβραὰμ οἰκήσουσιν», κατὰ τὴν ἐξήγηση καὶ πάλι τοῦ Ἁγίου τοῦ Φωτὸς καὶ Κήρυκος τῆς Χάριτος Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Θαυματουργοῦ.

Τότε, «νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτοὺς» (Ματθ. ιζ’ 5), δείχνοντας «τίς ἡ τῷ Χριστῷ πρέπουσα σκηνή». Καὶ ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ Πατρὸς «ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν΄ ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε». Ἔχουμε καὶ ἐδῶ δηλαδὴ ὅπως καὶ κατὰ τὴν Βάπτιση στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ μία καταπληκτικὴ Θεοφάνεια, μία Ἁγιοτριαδικὴ φανέρωση τοῦ Ἑνὸς κατὰ τὴν Οὐσία ἀλλὰ Τριῶν κατὰ τὶς Ὑποστάσεις Θεοῦ. Ὁ Ἄναρχος Πατὴρ εὐδοκεῖ καὶ ἀναπαύεται καὶ ἀρέσκεται τελείως στὸν Ἀγαπητὸ Υἱό Του. Τὸ δὲ Ἅγιο Πνεῦμα ὑποδηλώνεται μὲ τὴν φωτεινὴ Νεφέλη. Τὸ ὅλο Μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας καὶ Σωτηρίας εἶναι Ἁγιοτριαδικό: Ὁ Πατὴρ εὐδοκεῖ, ὁ Υἱὸς σαρκοῦται καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα συνεργεῖ.

Κατὰ τὴν Μεταμόρφωση ὁ Κύριος μᾶς ἀποκάλυψε τὴν πρωταρχικὴ ὡραιότητα τῆς φύσεώς μας: «ἔδειξε τὸ ἀρχέτυπον κάλλος τῆς εἰκόνος», σύμφωνα μὲ τὴν ἑόρτια ὑμνολογία, ὅπως τὸ εἴχαμε ἐντὸς τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς. Εἶναι σὰν νὰ μᾶς ἔλεγε: «Νὰ ποιοὶ ἤσασταν πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση σας, νὰ μὲ τὶ εἴδους ἱμάτια καὶ τὶ εἴδους δόξα περικοσμοῦνταν οἱ προπάτορες πρὸ τῆς παρακοῆς». Γι΄ αὐτὸ καὶ ἐνῶ ἦσαν γυμνοί, δὲν αἰσχύνονταν.

Ἀλλὰ ἡ Μεταμόρφωση δὲν στρέφεται μόνον πρὸς τὰ πίσω, στὴν ἀρχή. Ἀτενίζει καὶ ἐμπρὸς πρὸς τὴν τελικὴ δόξα τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Εἶναι μία ἐσχατολογικὴ ἑορτή, μία ἑορτὴ τῆς μελλούσης ἐλπίδος. Ἀποτελεῖ κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο «τὰ προοίμια τῆς ἐνδόξου Αὐτοῦ Παρουσίας». Ὁ Σωτῆρας μας εἶπε στὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο ὅτι, «οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Πατρὸς αὑτῶν» (Ματθ. ιγ’ 43).

Τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως ἀποτελεῖ τὸν ἀρραβῶνα τῆς «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον» θεωρίας τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους κατὰ τὸν μέλλοντα αἰῶνα. Καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔτσι διδάσκει λέγοντας ὅτι, «[ὁ Χριστὸς] μετασχηματίσει τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸ σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ…» (Φιλιπ. γ’ 21).

Ὁ Χριστὸς μεταβίβασε καὶ μεταβιβάζει τὴν ζωὴ καὶ τὸ φῶς καὶ τὸν δοξασμὸ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἤθελαν καὶ θέλουν νὰ μένουν ἑνωμένοι μαζί Του. Ἡ ἕνωσις αὐτὴ εἶναι ὁ νέος Παράδεισος. Καὶ αὐτὸς ὁ νέος Παράδεισος δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὴν ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, τὴν «κοινωνίαν θεώσεως», τὸ ζῶν Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὸν «τόπον» φανερώσεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς προσοικειώσεως Αὐτῆς ἀπὸ τοὺς βαπτισθέντας πιστούς, μέσῳ τῶν ἁγίων Ἀρετῶν καὶ τῶν ἱερῶν Μυστηρίων, καὶ μάλιστα ἐντὸς τῆς Λειτουργικῆς καὶ Εὐχαριστιακῆς ἐμπειρίας της.

Καὶ τοῦτο, διότι τὸ θέμα τῆς Μεταμορφώσεως δὲν ἀναφέρεται τελικὰ οὔτε μόνον στὴν προπτωτικὴ κατάσταση, οὔτε μόνον στὴν μελλοντική. Ὁ κάθε πιστὸς κάθε ἐποχῆς πρέπει νὰ μεταμορφωθεῖ-ἀλλοιωθεῖ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν πορεία του στὴν γῆ τούτη. Πρέπει νὰ ἀνέλθει διὰ τῆς κοπιώδους πορείας τῆς ὑπομονῆς, ἀσκήσεως καὶ τῶν ἀρετῶν στὸ δικό του Θαβώρ, γιὰ νὰ δεχθεῖ ἐκεῖ τὴν ἄρρητη γλυκύτητα τοῦ Φωτὸς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ προγευθεῖ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωὴ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἡ ὁποία κατὰ τὴν θεία βεβαίωση «ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν» (Λουκ. ιζ’ 21).

Ὅμως αἰσθητοποιεῖται ἀδιόρατα, χωρὶς παρατήρηση, στὸν βαθμὸ ποὺ ἀνερχόμαστε ἀγόγγυστα, ἐν εὐχαριστίᾳ, τὸν Γολγοθᾶ τῶν δοκιμασιῶν καὶ παθημάτων μας στὴν ἐπίγεια ζωή μας· καὶ στὸν βαθμὸ ποὺ καθαιρόμαστε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μὲ τὴν ἀληθινὴ μετάνοια, ποὺ ταπεινωνόμαστε γιὰ νὰ ὑψωθοῦμε, ποὺ νηστεύουμε γιὰ νὰ ἀνακουφισθοῦμε, ποὺ προσευχόμαστε γιὰ νὰ πτερωθοῦμε καὶ νὰ ἀνέλθουμε ἀναβάσεις θεῖες. Ποὺ συγχωροῦμε γιὰ νὰ συγχωρηθοῦμε καὶ ποὺ ἐλεοῦμε γιὰ νὰ ἐλεηθοῦμε, ἀλλὰ καὶ ποὺ δὲν κρίνουμε γιὰ νὰ μὴν κριθοῦμε.

«Δεῦτε συνανέλθωμεν ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ ἅγιον…», ψάλλουμε ἐνθουσιαστικά, ἵνα «φωτὶ προσλάβωμεν φῶς καὶ μετάρσιοι γενόμενοι τῷ πνεύματι…», διότι «οἱ τῷ ὕψει τῶν ἀρετῶν διαπρέψαντες καὶ τῆς ἐνθέου δόξης ἀξιωθήσονται».

Ἡ κλήση μας συνίσταται στὸν «ὁλοτελῆ» (Α’ Θεσ. ε’ 23) ἁγιασμό μας, στὴν θέωσή μας. «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι» (Α’ Πέτρ. α’ 16), μᾶς προτρέπει ὁ Θεὸς διὰ τῶν Γραφῶν.

Οἱ περισσότεροι, ἀκόμη καὶ κατ΄ ὄνομα ὀρθόδοξοι καὶ χριστιανοί, εἴτε μὲ τὴν ἀποστασία στὴν Πίστη εἴτε μὲ τὴν ἀπρόσεκτη κοσμικόφρονα ζωή, μὲ συνεχεῖς ἀβαρίες στὴν συνείδηση ἀπὸ τὴν ἀδιάκριτη καὶ ἀκατάπαυστη ἐνασχόληση μὲ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου, ἕνεκα περιεργείας καὶ ἔλλειψης ψυχικῆς γαλήνης, χάνουν τὸν καθαυτὸ προσανατολισμό τους καὶ κατ΄ ἐπέκταση χάνονται στὸ ἔρεβος τῶν φαντασιῶν καὶ τῶν πλανῶν ποὺ κυριαρχοῦν στὴν οἰκουμένη, ἀδυνατοῦντες νὰ διατελοῦν στὴν θεάρεστη ἐκείνη κατάσταση εἰρήνης καὶ ἡσυχίας πνεύματος, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ κύρια προϋπόθεση θεογνωσίας καὶ θεο-κοινωνίας.

Ἐμεῖς δὲ οἱ ταπεινοὶ καὶ ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ ἐλεηθέντες νὰ ἀνήκουμε στὸ μικρὸν Ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ καὶ Σωτῆρος στὰ δύσκολα αὐτὰ χρόνια, ἄς μὴν παύσουμε ἀναλογιζόμενοι τὴν ἀναξιότητα καὶ ἀνεπάρκειά μας, μὰ καὶ συναισθανόμενοι τὸ μεγαλεῖο τῆς κλήσεώς μας, νὰ ἱκετεύουμε παρακλητικῶς: «λάμψον, Κύριε, καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς τὸ φῶς Σου τὸ ἀΐδιον, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Φωτοδότα, δόξα Σοι!».

+ ὁ Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος Κλήμης


ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Εὐαγγέλιον - Ὁμιλία εἰς τήν Παραβολήν τοῦ τά μύρια τάλαντα ὀφείλοντος καί τά ἑκατό δηνάρια ἀπαιτούντος (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)




23 Διὰ τοῦτο ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. 24 ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. 25 μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι. 26 πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε, μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω. 27 σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. 28 ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις. 29 πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοι. 30 ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον. 31 ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα. 32 τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με. 33 οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα; 34 καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ. 35 Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν. 


ΑΠΟΔΟΣΗ


Η Βασιλεία των Ουρανών μοιάζει σαν άνθρωπο βασιλιά, που θέλησε να λογαριασθεί με τους ανθρώπους που δούλευαν στην περιουσία του. Και όταν άρχισε να λογαριάζεται, του έφεραν έναν που χρωστούσε δέκα χιλιάδες τάλαντα. Επειδή δε αυτός δεν ήταν σε θέση να εξοφλήσει, ο κύριος διέταξε να πουληθεί αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του και όλα όσα είχε για να εξοφληθεί το χρέος. Τότε έπεσε ο δούλος στα πόδια του κυρίου του και του έλεγε: Κύριε, κάνε υπομονή και όλα θα σου τα εξοφλήσω. Ο Κύριος εκείνου του δούλου τον λυπήθηκε, τον άφησε ελεύθερο και του χάρισε το χρέος. Αυτός ο δούλος μόλις έλαβε χάρη και βγήκε από το βασιλιά, βρήκε έναν από τους συνδούλους του, που του χρωστούσε εκατό δηνάρια· τον έπιασε λοιπόν από τον λαιμό και του έλεγε: «Δος μου όσα μου χρωστάς». Και ο σύνδουλός του έπεσε στα πόδια, τον παρακαλούσε και του έλεγε: «Κάμε υπομονή και θα σε ξοφλήσω». Αυτός όμως δεν ήθελε, αλλά πήγε και τον έβαλε στη φυλακή, ώσπου να του ξοφλήσει το χρέος. Όταν τον είδαν οι σύνδουλοί του, καταλυπήθηκαν και πήγαν κι εξήγησαν στον κύριό τους όσα έγιναν. Τότε τον κάλεσε ο κύριος και του λέγει: «Δούλε πονηρέ, όλο εκείνο το χρέος σου το χάρισα, επειδή με παρεκάλεσες. Δεν έπρεπε και συ να λυπηθείς τον σύνδουλό σου, καθώς και εγώ σε λυπήθηκα; Οργίσθηκε ο κύριός του και τον παρέδωσε στους βασανιστές, ώσπου να του ξοφλήσει ολόκληρο το χρέος. Έτσι θα κάμει σε σας ο επουράνιος Πατέρας μου, αν δεν συγχωρείτε ο καθένας στον αδελφό του μέσα από την καρδιά σας τα παραπτώματά τους.


Ὁμιλία εἰς τήν Παραβολήν τοῦ τά μύρια τάλαντα ὀφείλοντος
καί τά ἑκατό δηνάρια ἀπαιτούντος.
Τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου  


Ωσάν να έχω επιστρέψει κοντά σας από μακρινό ταξίδι έτσι αισθάνομαι σήμερα· διότι γι΄ αυτούς που αγαπούν, όταν δεν μπορούν να ευρίσκονται μαζί με τους αγαπωμένους δεν έχουν κανένα όφελος, έστω και αν μένουν σε γειτονική οικία. Γι’ αυτό κι εγώ, μολονότι δεν απομακρύνθηκα από την πόλη, δεν αισθάνομαι καλλίτερα από όσον εάν απουσίαζα, επειδή τον τελευταίον καιρό δεν κατέστη δυνατόν να σας ομιλήσω. Συγχωρήστε με όμως, η σιωπή δεν ωφείλετο σε ραθυμία, αλλά σε ασθένεια. Εσείς τώρα χαίρεσθε, επειδή απαλλάχθηκα από την αρρώστια, κι εγώ επειδή απήλαυσα την αγάπη σας. Διότι και όταν ασθενούσα, οδυνηρότερον από την αρρώστια μου ήταν το ότι δεν ημπορούσα να μετέχω στην αγαπημένη αυτή σύναξη· και τώρα που έγινα καλά, πιο ποθητό μου έγινε το να απολαμβάνω άνετα την αγάπη σας. Διότι ο πυρετός του σώματος δεν κατακαίει τόσο τους ασθενείς, όσο κατακαίει τις ιδικές μας ψυχές ο αποχωρισμός από τους αγαπημένους μας· και όπως εκείνοι επιζητούν φιάλες και ποτήρια και κρύα νερά, έτσι αυτοί επιζητούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Αυτά τα γνωρίζουν καλά όσοι έχουν συνηθίσει να αγαπούν...

Μη δυσανασχετήσετε όμως για το μήκος αυτών που πρόκειται να λεχθούν· διότι θέλω να σας διδάξω κάποια θαυμαστή κιθαρωδία, μεταχειριζόμενος όχι λύραν άψυχον, αλλά τείνοντας αντί χορδών τις ιστορίες των Γραφών και τις εντολές του Θεού.

Και όπως στην περίπτωση της κιθάρας δεν αρκεί μόνον μια χορδή για να προκληθεί μελωδία, αλλά πρέπει όλες να κτυπηθούν με τον ρυθμό που ταιριάζει, έτσι και στην περίπτωση της ψυχικής αρετής δεν αρκεί για την σωτηρία μας μόνον ένας νόμος, αλλά πρέπει να τους τηρούμε όλους με ακρίβεια, εάν βέβαια έχομε διάθεση να επιτύχουμε πραγματική μελωδία.

Έμαθε το στόμα σου να μην ορκίζεται; έχει ασκηθεί η γλώσσα σου να λέγει σε κάθε περίσταση «ναι» και «ου» (Ματθ. ε΄ 37); Ας μάθη να αποφεύγει και κάθε κακολογία και να δείχνει περισσότερο ενδιαφέρον γι΄ αυτή την εντολή, επειδή χρειάζεται και περισσότερο ενδιαφέρον γι΄ αυτή την εντολή, επειδή χρειάζεται και περισσότερο κόπο εκ μέρους μας. και αυτό διότι εκεί είχε να νικήσει απλώς μία συνήθεια, ενώ στην περίπτωση της οργής χρειάζεται μεγαλύτερο αγώνα, επειδή αυτό είναι πάθος τυραννικό και πολλές φορές παρασύρει όσους δεν έχουν νήψι και τους γκρεμίζει στο βάραθρο της απώλειας.

Πού λοιπόν ομίλησε ο Κύριος για την οργή και την μνησικακία; Και σε πολλά άλλα σημεία, αλλά ιδιαιτέρως στην παραβολή αυτή που είπε στους μαθητές, αρχίζοντας κάπως έτσι: «Δια τούτο ωμοιώθη η Βασιλεία των Ουρανών ανθρώπω βασιλεί, ος ηθέλησε συνάραι λόγον (να λογαριασθεί) μετά των δούλων αυτού. Αρξαμένου δε αυτού συναίρειν προσηνέχθη αυτώ εις οφειλέτης μυρίων ταλάντων...»· πρέπει όμως να πούμε για ποιό λόγο άρχισε με την αιτιολογία· πράγματι δεν είπε απλώς «ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών» αλλά «δια τούτο ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών».  Για ποιό λόγο λοιπόν προηγείται η αιτία; Στους μαθητές του μιλούσε περί ανεξικακίας και τους δίδασκε ότι πρέπει να συγκρατούμε την οργή και να μην δίδουμε πολλή σημασία στις αδικίες που μας γίνονται από άλλους, λέγοντας έτσι: «εάν αμάρτη εις σε ο αδελφός σου, ύπαγε και έλεγξον αυτόν μεταξύ σου και αυτού μόνου· εάν σου ακούση, εκέρδησας τον αδελφόν σου» (Ματθ. ιη΄15).
Αυτά και άλλα παρόμοια έλεγε ο Χριστός στους μαθητές και τους δίδασκε να φιλοσοφούν τα πράγματα, όταν ο Πέτρος, ο κορυφαίος του χορού των Αποστόλων, το στόμα των μαθητών, ο στύλος της Εκκλησίας, το στερέωμα της πίστεως, το θεμέλιο της ομολογίας, ο αλιεύς της οικουμένης, αυτός που ανέβασε το γένος μας από το βυθό της πλάνης στον ουρανό, ο πάντοτε θερμός και γεμάτος από παρρησία, ή μάλλον από αγάπη και όχι από παρρησία, ενώ όλοι σιωπούσαν προσήλθε στον διδάσκαλο και λέγει: «ποσάκις αμαρτήσει εις εμέ ο αδελφός μου και αφήσω αυτώ; έως επτάκις;» (Ματθ. ιη΄ 21). Ερωτά μαζί και υπόσχεται, και πριν μάθει εκδηλώνει την φιλοτιμία του. Διότι γνωρίζοντας σαφώς την διάθεση του διδασκάλου, ότι πάντα ρέπει προς φιλανθρωπία, και μάλιστα ότι χαρίζεται πιο πολύ σ΄ αυτόν που περισσότερο από τους άλλους παραβλέπει τα αμαρτήματα των συνανθρώπων του και δεν τα εξετάζει με κακή διάθεση, θέλοντας να αρέσει στο νομοθέτη, λέγει, «έως επτάκις;».

Έπειτα για να μάθεις τι είναι ο άνθρωπος και τι ο Θεός και πως η γενναιοδωρία του ανθρώπου, όπου και αν φθάσει, συγκρινόμενη με τον πλούτο του Θεού είναι πιο ασήμαντη από κάθε πτωχεία, και ότι όσον απέχει μία σταγόνα από το απέραντο πέλαγος, τόσον απέχει η ιδική μας αγαθότητα από την ανέκφραστο φιλανθρωπία του Θεού, όταν ο Πέτρος είπε «έως επτάκις» και νόμισε πως έδειξε μεγάλη φιλοτιμία και γενναιοδωρία, άκουσε τι του λέγει: «ου λέγω σοι, έως επτάκις, αλλ' έως εβδομηκοντάκις επτά»· μερικοί νομίζουν ότι εννοούσε εβδομήντα επτά φορές, δεν είναι όμως τόσες, αλλά παρ' ολίγον πεντακόσιες· διότι εβδομήντα φορές το επτά είναι τετρακόσια ενενήντα.

Και μη νομίσεις ότι είναι δύσκολη η προσταγή, αγαπητέ. Επειδή εάν συγχωρήσεις μία και δύο φορές την ημέρα αυτόν που αμάρτησε, και αν ακόμη είναι σκληρός σαν πέτρα, και αν ακόμη αυτός που σε λύπησε είναι αγριότερος από τους δαίμονες, δεν θα είναι τόσον αναίσθητος ώστε να πέσει πάλι στα ίδια, όμως από την συχνότητα της συγχωρήσεως θα συνετισθεί και θα γίνει καλύτερος και πιο επιεικής. Και συ πάλιν, εάν είσαι προετοιμασμένος να περιφρονείς τόσες φορές τα αμαρτήματα που γίνονται εναντίον σου, αφού εξασκηθείς από την πρώτη και δεύτερη και τρίτη συγχώρηση, δεν θα σου είναι κοπιαστική πλέον αυτή η φιλοσοφία, αφού μια για πάντα εκπαιδεύθηκες από την συχνότητα της συγχωρήσεως να μη βλάπτεσαι καθόλου από τα αμαρτήματα του πλησίον σου.

Μόλις τα άκουσε αυτά ο Πέτρος έμεινε εμβρόντητος, επειδή φρόντιζε όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για εκείνους που ο Κύριος επρόκειτο να του εμπιστευθεί. Για να μη κάνει λοιπόν το ίδιο που είχε κάνει και σε άλλες εντολές, του απέκλεισε προκαταβολικώς κάθε ερώτηση. Και τί έκανε στις άλλες εντολές; Αν κάποτε πρόσταζε ο Χριστός κάτι που φαινόταν δύσκολο, έσπευδε και ρωτούσε πριν από τους άλλους να μάθει περί της εντολής. Πράγματι, όταν πλησίασε ο πλούσιος και τον ρώτησε περί της αιωνίου ζωής και έμαθε πως αποκτάται η τελειότητα, «απήλθε λυπούμενος» εξ αιτίας των χρημάτων, ο δε Χριστός είπε «ευκοπώτερόν εστι κάμηλον διά τρυμαλιάς ραφίδος διελθείν, ή πλούσιον εις τήν βασιλείαν των ουρανών εισελθείν» (Μάρκ. ι΄ 25). Τότε ο Πέτρος, αν και είχε απογυμνώσει τον εαυτό του από όλα και δεν του είχε μείνει πλέον ούτε αγκίστρι, αφού είχε εγκαταλείψει και την τέχνη και το πλοιάριό του, παρ' όλα ταύτα πλησίασε τον Χριστό και τον ρώτησε: «Και τις δύναται σωθήναι»;

Πρόσεχε την μετριοφροσύνη αλλά και τη θέρμη του μαθητού· διότι δεν είπε «αδύνατα πράγματα προστάζεις, δύσκολη η προσταγή, φοβερός ο νόμος», ούτε σιώπησε, αλλά έδειξε και τη στοργή του για τους άλλους, και συγχρόνως απένειμε την οφειλομένη τιμή προς το διδάσκαλο, λέγοντας· «Και τίς δύναται σωθήναι»; Ενώ ακόμη δεν είχε γίνει ποιμένας, είχε ψυχή ποιμένος, και ενώ ακόμη δεν του είχε ανατεθεί η εξουσία έδειχνε την μέριμνα που αρμόζει σε άρχοντα, φροντίζοντας για ολόκληρη την οικουμένη. Εάν ήταν πλούσιος και διέθετε πολλά χρήματα, ίσως θα έλεγε κάποιος ότι έκαμνε την ερώτηση αυτή μεριμνώντας όχι για τους άλλους αλλά για τον εαυτόν του και φροντίζοντας για τα ιδικά του. Τώρα όμως η πενία του τον απαλλάσσει από αυτήν την υποψία, και αποδεικνύει ότι μεριμνούσε και ήθελε να μάθει την οδό της σωτηρίας από ενδιαφέρον για την σωτηρία των άλλων.  Γι' αυτό και ο Χριστός ενθαρρύνοντάς τον του είπε: «τα αδύνατα παρ' ανθρώποις, παρά τω Θεώ δυνατά έστι». Μη νομίσεις, ότι εγκαταλείπεσθε έρημοι· εγώ συμπαρίσταμαι στην προσπάθειά σας αυτήν και κάνω τα ακατόρθωτα κατορθωτά και μάλιστα εύκολα. Όταν πάλιν ο Χριστός ομιλούσε για το γάμο και τη γυναίκα και έλεγε «ο απολύων γυναίκα παρεκτός λόγου πορνείας, ποιεί αυτήν μοιχάσθαι» (Ματθ. ε΄ 32) και συνεβούλευε να υπομένει κανείς κάθε κακία της γυναικός εκτός μόνον από την πορνεία, ο Πέτρος, ενώ οι άλλοι σιωπούσαν, πλησίασε τον Χριστό και του είπε: «ει ούτος έστιν η αιτία (σχέσις) του ανθρώπου μετά της γυναικός, ου συμφέρει γαμήσαι (να έλθη κανείς σε γάμο)». Πρόσεχε και εδώ πως και τη τιμή που αρμόζει σε διδάσκαλο απέδωσε, και για τη σωτηρία των άλλων φρόντισε, χωρίς και εδώ να μεριμνά για τον εαυτό του. Για να μην ειπεί λοιπόν και τώρα κάτι παρόμοιο, ανέτρεψε με την παραβολή εκ των προτέρων την αντίρρησή του. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίον ο Ευαγγελιστής είπε: «διά τούτο ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω βασιλεί, ος ηθέλησε συνάραι λόγον μετά των δούλων αυτού», δείχνοντας ότι γι’ αυτό λέγει την παραβολήν αυτή, για να μάθεις ότι και αν «εβδομηκοντάκις επτά» την ημέρα συγχωρείς στον αδελφό σου τα αμαρτήματά του, δεν έκαμες ακόμη τίποτε μεγάλο, αλλά υστερείς πολύ, απερίγραπτα από την φιλανθρωπία του Κυρίου και δεν δίδεις τόσον όσο λαμβάνεις.

 
Ας ακούσουμε λοιπόν με προσοχή την παραβολή· διότι αν και φαίνεται πως από μόνη της είναι σαφής, έχει όμως κρυμμένο μέσα της και κάποιον ανέκφραστο θησαυρό νοημάτων. «Ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω βασιλεί, όστις ηθέλησε συνάραι λόγον μετά των δούλων αυτού». Μη προσπεράσεις επιπόλαια την φράση, αλλά ανάπτυξε παρακαλώ το δικαστήριο εκείνο και, εισερχόμενος στη συνείδησή σου, αναλογίσου όσα έχεις πράξει σε όλη σου την ζωή· και όταν ακούσης ότι λογαριάζεται με τους δούλους του, να σκεφθείς ότι εννοεί και βασιλείς, και στρατηγούς, και επάρχους, και πλουσίους και πτωχούς, και δούλους και ελευθέρους: «Πάντας γαρ ημάς φανερωθήναι δει έμπροσθεν του βήματος του Χριστού»... (Β΄ Κορ. ε΄ 10) Βάλε με τον νου σου πώς θα είναι τότε το δικαστήριο, αναλογίσου όλα τα αμαρτήματα που έχεις κάμει. Και αν μάλιστα εσύ λησμονήσεις όσα επλημέλησες, ο Θεός δε θα τα λησμονήσει ποτέ, αλλά θα τα στήση όλα ενώπιον των οφθαλμών μας, εάν δεν προλάβομε να τα εξαλείψομε τώρα με μετάνοια και εξομολόγηση και με το να μη μνησικακούμε ποτέ προς τους συνανθρώπους μας. Για ποιό λόγο όμως κάμει το λογοθέσιον; Όχι επειδή ο ίδιος αγνοεί (πώς θα αγνοούσε αυτός που γνωρίζει τα πάντα πριν γίνουν;), αλλά για να πείσει εσέ τον δούλο του ότι δικαίως οφείλεις αυτό που οφείλεις. Ή καλλίτερα όχι μόνον για να μάθεις, αλλά και για να καθαριστείς τελείως· επειδή και τον προφήτη γι’ αυτό τον πρόσταξε να λέγει τα αμαρτήματα των Ιουδαίων: Διότι λέγει «λέγε τας ανομίας αυτών τω οίκω Ιακώβ και τας αμαρτίας αυτών τω οίκω Ισραήλ» (Ησ. νη΄ 1) όχι μόνον για να ακούσουν, αλλά για να διορθωθούν.

«Αρξαμένου δε αυτού συναίρειν, προσηνέχθη αυτω εις οφειλέτης μυρίων ταλάντων» [Η ανωτάτη νομισματική μονάς. Ένα τάλαντο στην Ελλάδα του 4ου π.Χ. αιώνος ισοδυναμούσε με 42,5 κιλά χρυσού]. Αραγε πόσα του είχε εμπιστευθεί, αφού κατέφαγε τόσα πολλά; Μεγάλος ο όγκος του χρέους· και δεν ήταν μόνον αυτό το φοβερό, αλλά το ότι τον έφεραν και πρώτο στον Κύριό του. Επειδή εάν μεν τον έφερναν ύστερα από πολλούς άλλους που φάνηκαν ευγνώμονες, δεν θα ήταν τόσο θαυμαστό το να μη εξοργισθεί ο Κύριος, επειδή η ευγνωμοσύνη των προηγουμένων θα τον είχε κάνει ημερότερο προς τους αγνώμονες που ηκολούθησαν· το να φανεί όμως αχάριστος αυτός που εισήλθε πρώτος και μολονότι φάνηκε τόσο αγνώμων να αντιμετωπιστεί με τόση φιλανθρωπία από τον Κύριό του, αυτό είναι το ιδιαιτέρως θαυμαστό και παράδοξο.

Οι άνθρωποι λοιπόν, όταν εύρουν τους οφειλέτες τους, χαίρονται σαν να ευρήκαν κυνήγι και θήραμα και κάνουν τα πάντα για να απαιτήσουν όλο το χρέος. Και αν δε το κατορθώσουν εξ’ αιτίας της πτωχείας των οφειλετών, εκδηλώνουν την οργή τους για τα χρήματα στο ταλαίπωρο σώμα των δυστυχών εκείνων, βασανίζοντας και κτυπώντας και προξενώντας σ’ αυτό μύρια κακά. Ο Θεός όμως αντιθέτως, επενόησε και μετεχειρίσθη όλα τα μέσα για να τον απαλλάξει από τα χρέη. Διότι σε μας, ο πλούτος είναι το να απαιτήσομε τα οφειλόμενα, ενώ για το Θεό, είναι πλούτος το να συγχωρήσει. Εμείς, όταν λάβομε τα οφειλόμενα, τότε γινόμεθα ευπορώτεροι· ενώ ο Θεός όταν συγχωρήσει τα αμαρτήματα, τότε κυρίως πλουτίζει. Επειδή πλούτος του Θεού είναι η σωτηρία των ανθρώπων, όπως λέγει ο Παύλος: «ο πλουτών εις πάντας, και επί πάντας τους επικαλουμένους αυτόν» (Ρωμ. ι΄ 12).

Αλλά ίσως κάποιος ειπεί: και πως αυτός που θέλει να χαρίσει και να συγχωρήσει τα ανομήματα διέταξε να τον πωλήσουν; Αυτό ακριβώς είναι που φανερώνει πάρα πολύ την φιλανθρωπία του. Όμως ας μη βιαζόμεθα, αλλά ας προχωρούμε με την σειρά στην διήγηση της παραβολής: «Μη έχοντος δε αυτού αποδούναι» λέγει. Τί σημαίνει «μη έχοντος αυτού αποδούναι». Πάλιν επίτασιν αγνωμοσύνης· επειδή όταν λέγει ότι δεν ημπορούσε να τα επιστρέψει, δεν εννοεί τίποτε άλλο παρά ότι ήταν στερημένος κατορθωμάτων και δεν είχε κανένα έργον αγαθόν, για να λογαριασθεί στην απαλλαγή των αμαρτημάτων του. Διότι λογαριάζονται,οπωσδήποτε λογαριάζονται τα κατορθώματα για την απαλλαγή των αμαρτημάτων μας, όπως και η πίστη λογαριάζεται για δικαιοσύνη. «Τω γαρ μη εργαζομένω, πιστεύοντι δε επί τον (Θεόν τον) δικαιούντα τον ασεβή, λογίζεται η πίστις αυτού εις δικαιοσύνην» (Ρωμ. δ΄ 5). Και τί λέγω για πίστη και κατορθώματα, αφού και οι θλίψεις μας λογαριάζονται για την εξάλειψη των αμαρτημάτων; Και αυτό το φανερώνει ο Χριστός με την παραβολή του Λαζάρου, παρουσιάζοντας τον Αβραάμ να λέγει προς τον πλούσιο, ότι ο Λάζαρος απήλαυσε στην ζωή του τα κακά και γι’ αυτό εδώ ηύρε παρηγορία. Το φανερώνει και ο Παύλος γράφοντας στους Κορινθίους για εκείνο που πόρνευσε, προς τους οποίους λέγει τα εξής: «παράδοτε τον τοιούτον τω σατανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή» (Α΄ Κορ. ε΄ 5). Και άλλους επίσης που ημάρτησαν τους παρηγορεί λέγοντας «δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι (ελαφρά και βαρειά) και κοιμώνται ικανοί. Ει γάρ εαυτούς εκρίνομεν, ουκ αν εκρινόμεθα· κρινόμενοι δε υπό Κυρίου, παιδευόμεθα, ίνα μη συν τω κόσμω κατακριθώμεν» (Α΄ Κορ. ια΄ 30-32). Εάν δηλαδή κρίναμε εμείς τους εαυτούς μας, δεν θα εκρινόμεθα· γι’ αυτό κρινόμενοι από τον Κύριο παιδευόμεθα (εδώ), για να μη καταδικασθούμε μαζί με τον κόσμο. Και εάν ο πειρασμός και η νόσος και η ασθένεια και ο αφανισμός του σώματος, τα οποία υπομένουμε ακουσίως, χωρίς να τα δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι, μας λογαριάζονται στην εξάλειψη της αμαρτίας, πολύ περισσότερο τα κατορθώματα, τα οποία πραγματοποιούμε εκουσίως και με την ιδική μας προσπάθεια.

Αυτός όμως και στερημένος από κάθε αγαθόν ήταν, και αφόρητο φορτίο αμαρτημάτων είχε· γι’ αυτό λέγει «μη έχοντος αυτού αποδούναι, εκέλευσεν αυτόν πραθήναι»· αυτό μας φανερώνει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την φιλανθρωπία του Δεσπότου, ότι και τον κάλεσε να λογοδοτήσει και να πωληθεί διέταξε. Επειδή και τα δύο τα έκαμε ώστε αυτός να μη πωληθεί. Από πού γίνεται αυτό φανερό; Από το τέλος· διότι αν ήθελε να πωληθεί αυτός, ποίος του το απαγόρευε; ποίος τον εμπόδιζε;

Γιατί λοιπόν διέταξε να πωληθεί, αφού δεν επρόκειτο να το κάνει; Με την απειλή του αύξησε το φόβο για να τον παρακινήσει σε ικεσία· τον παρεκίνησε δε σε ικεσία, για να λάβει από αυτό αφορμή συγχωρήσεως. Βεβαίως ημπορούσε και πριν από την παράκληση να τον απαλλάξει από το χρέος, αλλά δεν το έπραξε για να μη πέσει σε χειρότερα. Ημπορούσε και πριν από το λογοθέσιο να δώσει τη συγχώρηση, αλλά για να μη γίνει απανθρωπότερος και ωμότερος προς τους συνανθρώπους του αγνοώντας το πλήθος των αμαρτημάτων του, γι’ αυτό τον βοήθησε πρώτα να συνειδητοποιήσει το μέγεθος του χρέους του, και τότε του το χάρισε όλο. Διότι εάν αφού πρώτα έγινε η λογοδοσία και απεκαλύφθη το χρέος και άκουσε την απειλή, και έγινε φανερά η καταδίκη της οποίας ήταν άξιος, φάνηκε τόσον άγριος και σκληρός προς τον σύνδουλό του, σε πόση αγριότητα θα είχε φθάσει, αν τίποτε από αυτά δεν είχε συμβεί;

Γι’ αυτό τα έκαμνε όλα αυτά ο Θεός και τα επιχειρούσε, για να συγκρατήσει εκ των προτέρων εκείνη τη σκληρότητα. Εάν όμως με κανένα από αυτά δε διορθώθηκε, αίτιος δεν είναι ο διδάσκαλος, αλλά εκείνος που δεν εδέχθη την διόρθωση.

Ας ιδούμε όμως πώς προσπαθεί να θεραπεύσει την πληγή. «Πεσών ουν», λέγει, «παρά τους πόδας αυτού, παρεκάλει αυτόν λέγων· μακροθύμησον επ εμοί, και πάντα σοι αποδώσω». Και μάλιστα δεν είπε ότι δεν είχε να του τα επιστρέψει· έτσι όμως συνηθίζουν να κάνουν όσοι χρεωστούν· και αν ακόμη δεν ημπορούν να επιστρέψουν τίποτε, υπόσχονται, ώστε να απαλλαγούν από τα παρόντα δεινά. Ας ακούσομε όσοι ραθυμούμε στην προσευχή, πόση είναι η δύναμη των παρακλήσεων. Αυτός δεν επέδειξε νηστεία, ούτε ακτημοσύνη, ούτε τίποτε παρόμοιο, αλλά αν και ήταν έρημος και γυμνός από κάθε αρετή, επειδή μόνο παρεκάλεσε τον Κύριο, κατόρθωσε να το παρακινήσει σε ευσπλαχνία. Ας μην αποκάμνομε λοιπόν στις παρακλήσεις. Διότι ποίος θα ημπορούσε να γίνει αμαρτωλότερος από αυτόν, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τόσα ανομήματα, ενώ κατόρθωμα δεν είχε κανένα, ούτε μικρόν, ούτε μεγάλο; Δεν είπε όμως μέσα του «δεν έχω παρρησία, είμαι γεμάτος εντροπή, πώς ημπορώ να τον πλησιάσω; πώς ημπορώ να παρακαλέσω;», πράγμα που πολλοί επιβαρημένοι με αμαρτίες το λέγουν, πάσχοντες από διαβολική ευλάβεια. Σου λείπει η παρρησία; Γι’ αυτό πλησίασε, για να αποκτήσεις παρρησία πολλή. Μήπως είναι άνθρωπος αυτός που πρόκειται να συμφιλιωθεί μαζί σου, για να εντραπείς και να κοκκινίσεις; Είναι ο Θεός, που περισσότερο από εσένα θέλει να σε απαλλάξει από τα ανομήματα. Δεν επιθυμείς εσύ τόσον την ασφάλειά σου, όσον εκείνος ποθεί την σωτηρία σου. Και αυτό μας το δίδαξε με τα ίδια του τα έργα.
Δεν έχεις παρρησία; Γι’ αυτό ακριβώς θα ημπορέσεις να αποκτήσεις παρρησία, επειδή έχεις αυτήν την αίσθησι· διότι η μεγαλυτέρα παρρησία είναι το να μη νομίζεις ότι έχεις παρρησία. Όπως ακριβώς η μεγαλυτέρα καταισχύνη είναι το να δικαιώνει κανείς τον εαυτό του ενώπιον του Κυρίου· εκείνος είναι ακάθαρτος, έστω και αν είναι ο αγιώτερος από όλους τους ανθρώπους· όπως ακριβώς δίκαιος γίνεται εκείνος που έπεισε τον εαυτόν του ότι είναι ο τελευταίος από όλους. Και μάρτυρες για τα λεγόμενα είναι ο Φαρισαίος και ο Τελώνης. Μην απελπιζόμεθα λοιπόν για τις αμαρτίες μας, ούτε να απογοητευόμεθα, αλλά ας προσερχώμεθα στο Θεό, ας γονατίζομε ενώπιόν του, ας παρακαλούμε, καθώς έκαμε και αυτός, αφού μέχρι το σημείο αυτό έδειξε τη καλή του διάθεση. Και το ότι δεν έχασε το θάρρος του, και το ότι δεν απελπίσθηκε, και το ότι ομολόγησε τις αμαρτίες του, και το ότι ζήτησε κάποια αναβολή και παράταση, όλα αυτά είναι καλά και φανερώνουν συντριβή διανοίας και ψυχή ταπεινωμένη. Αυτά που ακολούθησαν όμως δεν είναι όμοια με τα προηγούμενα. Διότι όσα συγκέντρωσε με την ικεσία, αυτά τα σκόρπισε όλα σε μία στιγμή με την οργή κατά του πλησίον.

Αλλά ας έλθομε πρώτα στον τρόπον της συγχωρήσεως· ας ιδούμε πώς τον απήλλαξαν από το χρέος και από ποιά αιτία οδηγήθηκε ο Κύριος σ’ αυτό. «Σπλαγχνισθείς ο Κύριος αυτού», λέγει, «απέλυσεν αυτόν, καί τό δάνειον αφήκεν αυτώ». Εκείνος εζήτησε αναβολήν, αυτός έδωσε συγχώρησι δηλαδή έλαβε περισσότερον από αυτό πού εζήτησε. Γι’ αυτό και ο Παύλος λέγει: «τω δυναμένω πάντα ποιήσαι υπερεκπερισσού ων αιτούμεθα ή νοούμεν». Διότι ούτε να φανταστείς δεν ημπορείς τόσα πολλά, όσα εκείνος είναι έτοιμος να σου δώσει. Μην εντραπείς λοιπόν, μη κοκκινήσης· ή μάλλον να εντρέπεσαι για τις αμαρτίες σου, να μην απελπίζεσαι όμως, ούτε να απομακρυνθείς από την προσευχή, αλλά πλησίασε, έστω και να του δώσεις την ευκαιρία να επιδείξει την φιλανθρωπία του με την συγχώρηση των αμαρτιών σου. Εάν όμως φοβηθείς να τον πλησιάσεις, τότε εμπόδισες την αγαθότητά του, συνεκράτησες την αφθονία της καλοσύνης του, όσον βεβαίως εξαρτάται από εσένα.

Ας μη δειλιάζομε λοιπόν, ούτε να διστάζομε στις προσευχές. Επειδή, και αν ακόμη πέσομε σ’ αυτό το ίδιο το βάραθρο της κακίας, έχει τη δυνατότητα γρήγορα να μας ανασύρει από εκεί. Κανείς δεν έκαμε τόσες αμαρτίες, όσες αυτός· διότι πράγματι διέπραξε κάθε είδος πονηρίας· αυτό φανερώνουν τα μύρια τάλαντα. Κανείς δεν ήταν τόσον έρημος όσον αυτός, δεν είχε να πληρώσει το χρέος του. Αλλ’ όμως αυτόν που είχε προδοθεί από παντού, ημπόρεσε να τον σώσει η δύναμη της προσευχής. Και έχει τόσο μεγάλες δυνατότητες η προσευχή, θα ειπεί κάποιος, ώστε να απαλλάξει από την ποινή και την τιμωρία αυτόν που με έργα και με μύριους τρόπους ήλθε σε σύγκρουση με τον Κύριο; Ναι, άνθρωπε, τόσο μεγάλες δυνατότητες έχει. Διότι δεν κατορθώνει αυτή μόνη της τα πάντα, αλλ’ έχει σύμμαχο και πολύ μεγάλο βοηθό την φιλανθρωπία του δεχομένου την προσευχή Θεού, η οποία και τα κατόρθωσε όλα στην περίπτωσιν αυτήν, και κατέστησε ισχυρά την προσευχή. Αυτό λοιπόν υπονοούσε όταν έλεγε «σπλαγχνισθείς ο Κύριος αυτού απέλυσεν αυτόν, και το δάνειον αφήκεν αυτώ», για να μάθεις ότι μαζί με την προσευχή και πριν από την προσευχή όλα τα έκαμνε η φιλανθρωπία του Κυρίου. «Εξελθών δε εκείνος εύρε ένα των συνδούλων αυτού, ος όφειλε αυτώ εκατόν δηνάρια· και κρατήσας αυτόν έπνιγε λέγων· απόδος μοι, ει τι (ότι) οφείλεις». Αραγε τί θα ημπορούσε να υπάρξει αισχρότερο από αυτό; ενώ η ευεργεσία ηχούσε ακόμη στην ακοή του, λησμόνησε την φιλανθρωπία του Κυρίου.

Βλέπεις πόσον μεγάλο αγαθόν είναι το να ενθυμείτε κανείς τις αμαρτίες του; Διότι και αυτός, εάν τις είχε διαρκώς στη μνήμη του, δεν θα γινόταν τόσον σκληρός και απάνθρωπος. Γι’ αυτό συνεχώς λέγω, και δεν θα παύσω να το λέγω, ότι είναι πάρα πολύ χρήσιμο και αναγκαίο το να κρατούμε διαρκώς στη μνήμη μας όλα μας τα πταίσματα· διότι τίποτε δεν ημπορεί να καταστήσει την ψυχή τόσον φιλόσοφο καιεπιεική και ήπια, όσον η διαρκής μνήμη των αμαρτημάτων. Γι’ αυτό ο Παύλος κρατούσε στη μνήμη του όχι μόνον τα μετά το λουτρό του βαπτίσματος αμαρτήματα, αλλά και αυτά που προηγήθησαν από αυτό, μολονότι βεβαίως είχαν εξαφανισθεί ολοτελώς. Εάν δε εκείνος κρατούσε στη μνήμη του τα πριν από το βάπτισμα, πόσο μάλλον εμείς πρέπει να μη λησμονούμε τα μετά το βάπτισμα· διότι με την ανάμνηση όχι μόνον τα εξαφανίζουμε, αλλά και προς όλους τους ανθρώπους θα συμπεριφερόμεθα με περισσότερη επιείκεια, και το Θεό θα τον υπηρετήσομε με μεγαλύτερη αφοσίωση, αφού μαθαίνουμε πολύ καλά με την ανάμνησή τους την ανέκφραστο φιλανθρωπία του.

Αυτό το πράγμα όμως εκείνος δεν το έκαμε, αλλά ξεχνώντας το μέγεθος των οφειλών του λησμόνησε και την ευεργεσία. Και αφού λησμόνησε την ευεργεσία, έγινε κακός με τον σύνδουλό του και με την κακία που έδειξε σ’ εκείνον έχασε όλα όσα κέρδισε από την φιλανθρωπία του Θεού. «Κρατήσας γαρ αυτόν έπνιγε λέγων, απόδος μοι, ει τι οφείλεις». Δεν είπε «δώσε μου πίσω τα εκατό δηνάρια», επειδή ντρεπόταν το ασήμαντον του χρέους, αλλά «ότι οφείλεις». «Ο δε πεσών επί τους πόδας αυτού, παρεκάλει αυτόν, λέγων· μακροθύμησον επ’ εμοί και πάντα σοι αποδώσω». Με τα ίδια λόγια, που ηύρε και εκείνος την συγχώρηση, με τα ίδια και αυτός αξιώνει να σωθεί. Εκείνος όμως από την υπερβολική του σκληρότητα ούτε με αυτά τα λόγια κάμφθηκε, ούτε σκέφθηκε ότι ο ίδιος με τα λόγια αυτά σώθηκε. Και αν ακόμη τον συγχωρούσε, ούτε έτσι θα ήταν φιλανθρωπία αλλά οφειλή και χρέος. Διότι εάν το έκαμνε αυτό πριν γίνει η λογοδοσία και πριν ληφθεί εκείνη η απόφαση και απολαύσει τόσο μεγάλη ευεργεσία, το γεγονός θα μπορούσε να αποδοθεί στην ιδική του μεγαλοψυχία. Τώρα όμως, μετά από τόσον μεγάλη δωρεά και άφεση τόσων πολλών αμαρτημάτων, ήταν πλέον υποχρεωμένος να φερθεί στον σύνδουλό του με ανεξικακία, σαν κάποια αναγκαία οφειλή. Αλλ’ όμως ούτε αυτό έκαμε, ούτε σκέφθηκε πόση ήταν η διαφορά της αφέσεως την οποίαν και αυτός απήλαυσε και που έπρεπε να δείξει στο σύνδουλό του. Διότι όχι μόνον στο ποσό των οφειλών, ούτε στο αξίωμα των προσώπων, αλλά και σ’ αυτόν τον ίδιον τον τρόπο θα ημπορούσε κανείς να ιδεί μεγάλη διαφορά. Επειδή εκείνα μεν ήσαν μύρια τάλαντα, ενώ αυτά εκατό δηνάρια [Ρωμαϊκόν αργυρούν νόμισμα βάρους περίπου 4,5 γραμμαρίων]. Και αυτός μεν προσέβαλε τον Κύριο του, ενώ ο οφειλέτης τον σύνδουλό του· αυτός επομένως, αφού είχε ευεργετηθεί είχε υποχρέωση να του χαρισθεί· ενώ ο Κύριος τον είχε απαλλάξει από όλο το χρέος χωρίς να ιδεί να γίνεται εκ μέρους του κάποιο μικρό ή μεγάλο αγαθό.

Δεν έβαλε όμως τίποτε από αυτά στο νου του, αλλά εντελώς τυφλωμένος από την οργή τον έπιασε από το λαιμό και τον έκλεισε στην φυλακή. Βλέποντας όμως οι σύνδουλοί του, λέγει, αγανάκτησαν· και τον καταδικάζουν πριν από τον Κύριο οι σύνδουλοι, για να μάθεις πόσον ήμερος είναι ο Κύριος. Όταν ο Κύριός του τα άκουσε αυτά τον κάλεσε και λογαριάζεται πάλι μαζί του, και δεν αποφασίζει έτσι απλώς την καταδίκη, αλλά προηγουμένως δικαιολογείται. Και τί λέγει «Δούλε πονηρέ, πάσαν οφειλήν εκείνην αφήκα σοι». Ποίος θα ημπορούσε να δείξει μεγαλύτερη καλοσύνη από αυτήν του Κυρίου; Όταν του όφειλε τα μύρια τάλαντα, ούτε καν με λόγο τον ελύπησε, ούτε πονηρόν τον απεκάλεσε, αλλά μόνον διέταξε να πωληθή· και αυτό, για να τον απαλλάξει από τα χρέη. Όταν όμως έγινε κακός στον σύνδουλό του, τότε οργίζεται και θυμώνει· για να μάθεις ότι ευκολότερα συγχωρεί τα αμαρτήματα που έγιναν σ’ αυτόν παρά αυτά που έγιναν στους συνανθρώπους μας. Και δεν το κάνει μόνον εδώ αυτό αλλά και σε άλλη περίπτωση. «Εάν γαρ προσφέρεις το δώρο σου», λέγει, «επί το θυσιαστήριο, κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, ύπαγε, πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου» (Ματθ. ε΄ 23-24). Βλέπεις πως προτιμά παντού τα ιδικά μας από τα ιδικά του και δεν θεωρεί τίποτε ανώτερο από την ειρήνη και την αγάπη προς τον συνάνθρωπο; και αλλού πάλιν· «ο απολύων την γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας, ποιεί αυτήν μοιχευθήναι» (Ματθ. ε΄ 32). Και με τον Παύλο νομοθέτησε έτσι· «ει τις ανήρ γυναίκα έχει άπιστον, και αυτή συνευδοκει οικείν μετ’ αυτού, μη αφιέτω αυτήν» (Α΄ Κορ. ζ΄ 12). Εάν πορνεύσει, λέγει να την διώξεις, εάν όμως είναι άπιστος, μη την διώξεις· εάν δηλαδή αμαρτήσει σε σένα, χώρισέ την· εάν αμαρτήσει σε μένα, κράτησέ την. Έτσι και εδώ όταν αμάρτησε τόσον πολύ σ’ αυτόν, τον συνεχώρησε· όταν αμάρτησε στον σύνδουλό του με λιγότερα και μικρότερα αμαρτήματα από αυτά που αμάρτησε στον Κύριο του, δεν τον συγχώρησε, αλλά τον τιμώρησε αυστηρά. Και εδώ μεν τον απεκάλεσε πονηρό, ενώ εκεί ούτε καν με λόγια δεν τον λύπησε. Γι’ αυτό και εδώ προστίθεται και τούτο, ότι ωργίσθη και τον παρέδωσε στους βασανιστάς· ενώ όταν του ζητούσε να απολογηθεί για τα μύρια τάλαντα, τίποτε παρόμοιο δεν προσέθεσε, για να μάθεις ότιεκείνη μεν η απόφαση δεν ήταν αποτέλεσμα οργής, αλλά φροντίδας που απέβλεπε στην συγχώρησιν· αυτή λοιπόν, η προς τον σύνδουλό του αμαρτία ήταν που τον εξόργισε τόσον πολύ.

Αραγε τί θα μπορούσε να υπάρξει χειρότερο από την μνησικακία, αφού ανακαλεί και την ήδη αποφασισμένη φιλανθρωπία του Θεού, και αυτά που δεν κατόρθωσαν να του τα προξενήσουν τα αμαρτήματα, αυτά κατορθώνει να του τα προξενήσει η κατά του πλησίον οργή; Μολονότι έχει γραφή ότι «αμεταμέλητα τα χαρίσματα του Θεού» (Ρωμ. ια΄ 29). Πώς λοιπόν εδώ μετά την ανακοίνωση της δωρεάς, μετά την εκδήλωση της φιλανθρωπίας, ανεκλήθη πάλιν η απόφαση; Εξ’ αιτίας της μνησικακίας· ώστε δε θα έσφαλλε κάποιος αν ονόμαζε αυτή πιο φοβερά από κάθε αμαρτίαν· διότι όλες οι άλλες κατέστη δυνατόν να βρουν συγχώρηση, ενώ αυτή όχι μόνον δεν μπόρεσε να επιτύχει συγνώμη, αλλά και τις άλλες, που είχαν αφανισθεί ολοτελώς, τις ανανέωσε πάλι.
Ώστε η μνησικακία είναι διπλό κακό, διότι και καμία απολογία δεν έχει ενώπιον του Θεού, και τα υπόλοιπα αμαρτήματα μας, και αν ακόμη συγχωρηθούν, πάλι τα ανακαλεί και τα στρέφει εναντίον μας· πράγμα το οποίον έκαμε και εδώ. Επειδή τίποτε, τίποτε δεν μισεί και αποστρέφεται ο Θεός, όσον άνθρωπο που είναι μνησίκακος και διατηρεί την οργή του. Αυτό μας το έδειξε εδώ ιδιαιτέρως, αλλά και στην προσευχή που μας παρέδωσε παρήγγειλε να λέγομε έτσι: «άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών».

Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά, και αφού γράψουμε την παραβολή αυτή στις καρδιές μας, όταν έλθουν στον νου μας όσα έχουμε πάθει από τους συνδούλους μας, ας αναλογισθούμε και αυτά που έχουμε κάνει στον Κύριον· και με τον φόβο των ιδικών μας αμαρτημάτων θα μπορέσουμε να απομακρύνομε γρήγορα τον θυμό για τα ξένα παραπτώματα. Εάν πρέπει να ενθυμούμεθα αμαρτήματα, μόνον τα ιδικά μας πρέπει να ενθυμούμεθα. Διότι εάν κρατήσομε στη μνήμη τα ιδικά μας, ποτέ δεν θα δώσομε σημασία στα ξένα· όπως ακριβώς εάν λησμονήσομε τα ιδικά μας, εύκολα εκείνα θα εισχωρήσουν στους λογισμούς μας. Πράγματι, και αυτός εάν είχε κρατήσει στη μνήμην του τα μύρια τάλαντα, δε θα ενθυμείτο τα εκατό δηνάρια· επειδή όμως τα λησμόνησε εκείνα, γι’ αυτό έπιασε από το λαιμό τον συνδούλον του, και θέλοντας να  απαιτήσει τα ολίγα, ούτε αυτό επέτυχε, αλλά επέσυρε στην κεφαλή του και τον όγκο των μυρίων ταλάντων. 
Γι’ αυτό θα τολμούσα να ειπώ ότι αυτή είναι η φοβερότερη από όλες τις αμαρτίες· ή μάλλον δεν το λέγω αυτό εγώ, αλλά ο Χριστός το φανέρωσε με την παραβολή αυτή. Διότι αν δεν ήταν φοβερότερη από μύρια τάλαντα, εννοώ από τα αναρίθμητα αμαρτήματα, δε θα ανακαλούσε εξ αιτίας της και εκείνα. Τίποτε λοιπόν ας μη φροντίζομε τόσον, όσον το να καθαρεύομε από την οργή, και το να συμφιλιωνόμεθα προς εκείνους που είναι δυσαρεστημένοι μαζί μας, γνωρίζοντας πως ούτε η κοινωνία των μυστηρίων, ούτε τίποτε άλλο από αυτά, θα ημπορέσει να μας βοηθήσει εκείνη την ημέρα. Όπως πάλιν εάν νικήσομε αυτήν την αμαρτία, έστω και αν έχομε μύρια πλημμελήματα, θα ημπορέσομε να επιτύχομε κάποια συγγνώμη. Και δεν είναι ιδικός μας ο λόγος, αλλά του ιδίου του Θεού, ο οποίος πρόκειται να μας κρίνει. Διότι όπως είπε εδώ, ότι «ούτω ποιήσει και ο πατήρ μου, εάν μη αφήτε έκαστος τω αδελφώ αυτού από των καρδιών υμών τα παραπτώματα αυτών», έτσι και αλλού λέγει «εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος» (Ματθ. στ΄ 14).

Για να έχομε λοιπόν και εδώ γαλήνια και ήρεμη ζωή και εκεί να επιτύχομε συγχώρηση και άφεση, ας προσπαθούμε και ας φροντίζομε να συμφιλιωνόμεθα με όσους εχθρούς έχουμε· διότι έτσι και τον Κύριο μας θα συμφιλιώσομε μαζί μας, και τα μέλλοντα αγαθά θα επιτύχομε, των οποίων είθε όλοι να αξιωθούμε «χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων». Αμήν. 

(4ος – 5ος αιών – ΕΠΕ, Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, τομ. 26, σελ.18, Απόσπασμα από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελ. 229-242, Εκδότης: Ι. Μ. ΧΙΛΙΑΝΔΑΡΙΟΥ Ι. ΚΕΛΛΙΟΝ ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΠΟΥΡΑΖΕΡΗ)

Παρασκευή 18 Αυγούστου 2023

ΝΑΙ, ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΙΑ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑ. ~ π. Σεραφείμ Ρόουζ

  


ΝΑΙ, ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΙΑ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑ.

Ναί, ἡ ὑπόλοιπη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προσπαθεῖ νὰ μᾶς ἀποκόψει, καὶ θὰ διπλασιάσει τὶς προσπάθειές της...

Ναί, εἴμαστε συνειδητοὶ ὅτι ὑπερασπιζόμαστε τὴν Ὀρθοδοξία, τὴν ὁποία ποδοπατοὺν σήμερα οἱ ἴδιοι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἱεράρχες.

Ἀλλὰ πὼς εἴμαστε διαφορετικοὶ σὲ αὐτὸ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν 4ο αἰώνα, ποὺ βρήκε κάθε ναὸ στὴν πόλη, ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν, στὰ χέρια τῶν Ἀριανῶν;

Πὼς εἴμαστε διαφορετικοὶ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ὁ ὁποῖος ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι τρεῖς Πατριάρχες εἴχαν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς Μονοθελητές, δήλωσε: «Ἀκόμη καὶ ἄν ὄλος ὁ κόσμος κοινωνήσει μαζὶ τους, ἐγὼ μόνος δὲν θὰ τὸ κάνω!»;

Πὼς εἴμαστε διαφορετικοὶ ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάρκο τῆς Ἐφέσου, ποὺ ἀψήφισε μία «Οἰκουμενικὴ Σύνοδο» καὶ κάθε ἱεραρχία μὲ τὴν «καθαρὴ, σεκταριστική, παραληρηματικὴ» πεποίθηση ὅτι μόνος του ἤταν στὴν ἀλήθεια;!

~ π. Σεραφείμ Ρόουζ 
(ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς τοῦ ἔτους 1970)

Πέμπτη 17 Αυγούστου 2023

"Δεν είναι ο ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ που θα μας καταστρέψει" - Eπιστολές του Γέροντα Ιωάννη της Μονής των Σπηλαίων (Ε΄ Αποσπάσματα)


Σεβασμιώτατε, αγαπητέ Δέσποτα!

Ευλογείτε! Ευχαριστώ για την αγαθή μνήμη. Το γράμμα σας το έλαβα και με τον ίδιο πατέρα Ι. στέλνω απάντηση. Ο καιρός, στον οποίο μας έφερε ο Κύριος να ζήσουμε, είναι ταραχωδέστατος – σύγχυση, ταραχή και αταξία συγκλονίζουν το ακλόνητο, αλλά αυτό ακόμη δεν είναι το τέλος. Μπροστά υπάρχουν ακόμη πιο δύσκολοι καιροί.

Η Εκκλησία, κατά την υπόσχεση του Σωτήρος, θα ζει και θα επιτελεί τη μεγάλη και σωτηριώδη διακονία της μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του κόσμου και γι' αυτό η φωνή της Εκκλησίας μέσω της ορθής, κατά τους κανόνες, ιεραρχίας είναι η φωνή του Θεού.

Στην Εκκλησία έχουμε πίστη στη φωνή της Εκκλησίας, όχι σε έναν άνθρωπο, έστω ενάρετο, ούτε σε μια ομάδα προσώπων ομονοούντων, ούτε σε όνειρα ή σε οράματα. Η Εκκλησία δεν μπορεί να κρυφτεί στο υπόγειο, καθώς τότε θα σταματήσει να είναι για τον λαό όσα πρέπει να είναι. Γι' αυτό πρέπει να περιμένουμε την απόφαση του Αγιωτάτου και μόνο τότε να προσανατολίσουμε τον λαό. Διότι αλλιώς μπορεί να πέσουμε σε αμάρτημα φοβερό κατά της Εκκλησίας: άθελά μας οργανώνουμε σχίσμα.

Δεν μπορούμε, δεν έχουμε δικαίωμα να πάρουμε πάνω μας ό,τι δεν μας έχει δοθεί από τον Θεό. Αυτό επιτάσσει το κατά Θεόν φρόνημα. Αν όμως αρχίσουμε να σκεφτόμαστε κατ' άνθρωπον, τότε θα είμαστε εντελώς αναπολόγητοι.

Ο Θεός βλέπει την καρδιά του ανθρώπου και η ζωή του καθενός είναι καθαρή απεικόνιση του τι γίνεται στην καρδιά του. Το σημείο του σταυρού είναι η μοναδική σφραγίδα που έχει πάνω μας πνευματική δύναμη. Ο σταυρός μας, η πάλη με την αμαρτία, οι ασθένειες, η συμπάθεια, η συμπόνια προς τον πλησίον, η ζωή κατά Θεόν - όλα αυτά μαρτυρούν ότι φέρουμε πάνω μας τη σφραγίδα του Θεού. Τι είναι η τεχνολογία, οι υπολογιστές, η επιθυμία των ανθρώπων (ακόμα και του εχθρού) να μας υποδουλώσουν στην επιρροή τους, στη σφραγίδα τους; Ένα τίποτα είναι συγκριτικά με τη μεγάλη σφραγίδα, που μας έδωσε ο Σωτήρας προς σωτηρία.

Πού είναι η πίστη μας στη σωτηριώδη μας σφραγίδα; Μυστικά από εμάς μπορούν να μας κάνουν ό,τι θέλουν, αλλά αυτό δεν θα έχει καμία δύναμη και αξία: ιλαρόν δότην αγαπά ο Θεός και ο εχθρός εκούσια θέλει να τον υπηρετεί η ψυχή μας. Εμείς επιλέγουμε τον δρόμο εκούσια, με αγάπη και επιθυμία.

Να τι απλό παράδειγμα θα κοιτάξουμε: Ένας άνθρωπος νοσηλεύεται στο νοσοκομείο με την ελπίδα να σηκωθεί από την κλίνη της ασθενείας, αλλά εκεί του κάνουν θανατηφόρα ένεση αντί της θεραπευτικής. Θα παρουσιαστούν στον Θεό τόσο ο κεκοιμημένος όσο και αυτός που τον βοήθησε να πεθάνει. Πώς θα κριθούν; Πόσοι διάκονοι του Θεού πέθαναν στα δύσκολα χρόνια με βίαιο απαγχονισμό και όλοι λογίζονται ως μάρτυρες, ενώ οι αυτόχειρες καταστρέφονται στην αιωνιότητα; Να που το ίδιο συμβαίνει καθημερινά στη ζωή.

Κάποιοι θα ζήσουν μέχρι αυτή την ανοιχτή επιλογή: ή πίστη ή ψωμί. Αλλά η επιλογή του δρόμου της ζωής (ή πίσω από τον Θεό ή κατά του Θεού) γίνεται στη ζωή κάθε ανθρώπου και πριν και τώρα και μέχρι το τέλος των ημερών της ζωής. Μόνο που στη ζυγαριά δεν έχει ακόμα τοποθετηθεί ένα κομμάτι ψωμί. Αλλά κι αυτός ο καιρός θα έρθει. Πότε; Κύριος οίδε! Όσο περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν τη ζωή κατά του Θεού, τόσο γρηγορότερα πλησιάζει η τελική επιλογή. Η γη θα σταματήσει να γεννά ψωμί, λόγω της κακίας όσων ζουν πάνω της. Όλη η φύση βοά προς τον Θεό για τις ανθρώπινες ανομίες. Ο αγρός της ζωής θα γεμίσει αγκάθια και χορτάρια, αλλά εμείς είμαστε εργάτες σε αυτό τον αγρό, εργάτες στο χωράφι του Θεού.

Το πνεύμα του Θεού πρέπει να φυλάξουμε, αυτό είναι χαρά, ειρήνη, αγάπη, εγκράτεια κ.λπ., εν Θεώ και κατά Θεόν. Μόνο αυτό θα μείνει ανέγγιχτο από την τελική φωτιά και μόνο αυτό θα μαρτυρά για την επιλογή της καρδιάς μας, ενώ οι ταυτότητες, τα διαβατήρια, οι αριθμοί, οι σφραγίδες θα καούν όλα και δεν θ' αφήσουν ίχνος.

Ναι, αναμφίβολα ο κόσμος σε τελική ταχύτητα τρέχει προς το τρομερό κριτήριο. Η μάχη είναι ορατή και οφθαλμοφανής, όμως είναι μάχη για την ψυχή και όχι για κάτι άλλο. Και χωρίς τη δική μας συμμετοχή, όλα αυτά συμβαίνουν και τώρα - πόσω μάλλον στο τελικό στάδιο, όταν θα πρέπει να δώσουμε απάντηση στο «πώς πιστεύουμε;».

Δικό μας καθήκον είναι να διαφυλάξουμε την Εκκλησία από το σχίσμα και τις αιρέσεις.



***

 

Αγαπητή εν Κυρίω Μ. Π.

Στο άγιο Ευαγγέλιο υπάρχει μια σχετική απάντηση του Σωτήρα σε μια ερώτηση, που επιχειρούσε να Τον «πειράξει»: «Ἀπόδοτε τα Καίσαρος Καίσαρι και τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ».

Το διαβατήριο κι οι ταυτότητες είναι κάτι ανθρώπινα, ο Θεός χρειάζεται μόνο την καρδιά μας. Αν ζούμε στην κοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, πρέπει να υποτασσόμαστε στους νόμους της κοινωνίας. Πάρτε και το διαβατήριο και τη σύνταξη – είναι η φροντίδα του Κυρίου για σας, για να έχετε υποστήριξη στα γηρατειά σας.

 


***

 

Δούλη του Θεού Β.!

Να που την αμαρτία κανείς δεν τη φοβάται πρωτίστως αυτοί που σπέρνουν φόβους και ταραχή στις ψυχές των απλών ανθρώπων. Μα τι σχέση έχει το διαβατήριο με τη σωτηρία;

Επιπλέον, λάβετε υπόψη σας και το εξής: στο παλιό διαβατήριο απεικονιζόταν το μασωνικό σύμβολο και το είχαν όλοι – και οι απλοί και οι ψευδόσοφοι, Τώρα στο διαβατήριο απεικονίζεται ο άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος, αλλά μας συμβουλεύουν να μην το πάρουμε, σκορπίζοντας παντού ταραχή.

Ένα θα σας πω: μόνο την αμαρτία πρέπει να φοβάστε, τα έγγραφα είναι δουλειά του κράτους, αφού ζούμε στη γη. Ο Κύριος από εμάς περιμένει ορθή πίστη από την ψυχή, αλήθεια από τη γλώσσα και ακεραιότητα από το σώμα. Να σώζεστε.



***



Αγαπητέ εν Κυρίω Α.!

Το αίτημα για προσευχή θα το εκπληρώσω.

Τι να περιμένουμε τους έσχατους καιρούς, αφού η δική μας έσχατη ημέρα θα έρθει νωρίτερα. Γι' αυτό να ζείτε κατά τον λόγο των αγίων Πατέρων, ενθυμούμενος τη δική σας έσχατη ημέρα. Τότε και το κάπνισμα θα κόψετε και τη σκέψη του ποτού θα διώξετε, αν πράγματι φοβάστε τους έσχατους καιρούς. Γιατί όλο φλυαρία είναι όλοι, αλλά στην πράξη δεν υπάρχει ίχνος φόβου Θεού. Ορίστε, φοβόμαστε τον εχθρό και τη σφραγίδα του, αλλά οι ίδιοι τον υπηρετούμε με ζήλο.

Ο Θεός να σας δώσει σοφία και να στερεώσει μέσα σας τη μνήμη θανάτου, τον φόβο του Θεού και την ενθύμηση της μετά τον τάφο ζωής.

(συνεχίζεται)

Πηγή