† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π.ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΝΑΣΣΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π.ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΝΑΣΣΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2022

«ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΥΠΑΡΧΕΙΣ» - π. Νικηφόρου Νάσσου

 Picture

«ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΥΠΑΡΧΕΙΣ»

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

Στήν Πατερική μας Γραμματεία διαβάζουμε, μεταξύ ἄλλων, τά ἑξῆς ἐγκωμιαστικά λόγια, πρός τήν Μητέρα τοῦ πάντων Δεσπότου, τήν Θεοτόκο Μαρία: «Θεοτόκος γάρ ὑπάρχεις, ἡ τόν Λόγον ἐκ σοῦ σαρκωθέντα τεκοῦσα· Θεοτόκος ὑπάρχεις, ἡ τόν Θεόν Λόγον ἐν μορφῇ δούλου κυήσασα·Θεοτόκος ὑπάρχεις, ὅτι Θεόν Λόγον δεξαμένη σαρκωθέντα ἔτεκες· Θεοτόκος ὑπάρχεις, ἠ μόνη τοῦ μόνου Μονογενῆ Υἱόν τοῦ Θεοῦ γεννήσασα· οὐ πρόσκαιρον Θεόν γεννήσασα, ἀλλ᾿ αἰώνιον, τόν πρό σοῦ και πάντων Θεόν,ἐκ σοῦ σαρκωθέντα»1.
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος χαρακτηρίζεται ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς «ἡ ἁγίων ἁγιωτέρα, καί ἱερῶν ἱερωτέρα, καί ὁσίων ὁσιωτέρα»2. Καί ὄντως εἶναι ἔτσι, ὅπως πιστεύουμε ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι, οἱ ὁποῖοι προστρέχουμε ὀρμεμφύ
τως πρός αὐτήν, δοξολογητικῶς καί ἱκετευτικῶς. Αὐτή ἡ εὐλογημένη ὕπαρξη, μέ τήν ἐπί γῆς παρουσία της, μετέτρεψε τή γῆ σέ οὐρανό, ὅπως ψάλλουμε στήν ὑμνολογία, ἄδειασε τόν Ἅδη ἀπό τούς δεσμώτες, κατέστησε τούς ἀνθρώπους πολίτες τοῦ οὐρανοῦ, συνένωσε τούς ἐπί γῆς μέ τούς Ἀγγέλους, συνέβαλε ἐνεργητικά στή σωτηρία παντός τοῦ κόσμου, διά τῆς Ἐνανθρωπήσεως - ἐξ αὐτῆς – τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Αὐτήν ἐπέλεξε ὁ Θεός, ὡς «προεκλελεγμένην πρό πασῶν τῶν γενεῶν», ὡς πάγκαλο ὄντως καί καθαρώτατον σκεῦος ἐκλογῆς, προκειμένου νά λάβει τό κατά σάρκα, ἀνακτώντας «τήν πρίν πεσοῦσαν εἰκόνα τοῦ Ἀδάμ» καί πραγματοποιώντας τήν σωτηρία καί θεώση τοῦ «βροτείου φυράματος». Προσφυῶς, ὁ ἐκ τῶν σπουδαίων θεοτοκόφιλων Πατέρων καί μεγάλων Θεολόγων, ἅγιος Γρηγόριος ὀ Παλαμᾶς (+1349) ἀποκαλεῖ τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο«μεθόριον μεταξύ κτιστῆς καί ἀκτίστου φύσεως»3! Προσφυῶς ἐπίσης, ὁ κορυφαῖος τῶν Κολλυβάδων καί Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Γένους, Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἀγιορείτης (+1809), ἀπευθυνόμενος μέ ἄπειρη εὐλάβεια καί μέθεξη ψυχῆς πρός αὐτήν γράφει τά ἀκόλουθα:«Ἠράσθη τοῦ κάλλους σου Χριστός Πανάμωμε, καί τήν μήτραν σου κατώκησεν, ὅπως παθῶν ἐξ ἀμορφίας, τό γένος τῶν ἀνθρώπων λυτρώσηται, καί κάλλος τό ἀρχαῖον δωρήσηται»4. Ὁ δέ Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως θά ἐκφραστεῖ ἀνθρωποπρεπῶς καί θά πεῖ ὅτι ἔψαξε ὁ Θεός ὅλο τόν κόσμο καί δέν βρῆκε ἄλλη τόσο κατάλληλη καί καθαρωτάτη γυναῖκα ὡσάν τήν Μαρία, γιά νά τήν καταστήσει Μητέρα Του. «Ψηλαφήσας ὁ Ὕψιστος ὅλον τόν κόσμον καί μή εὑρών ὁμοίαν σου μητέρα…ἐκ σοῦ τῆς ἠγιασμένης ἄνθρωπος διά φιλανθρωπίαν γενήσσεται»5. Καί αὐτό διότι, ἡ Παναγία «τῇ καθαρότητι θέλγει Θεόν ἐν αὐτῇ οἰκῆσαι»6.
Οἱ Ὀρθόδοξοι τιμοῦμε τήν ὑπερευλογημένη Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, «δι᾿ ἦς τό ἐκπεσόν πλάσμα εἰς οὐρανούς ἀναλαμβάνεται»7, ἀλλά ὀφείλουμε νά γνωρίζουμε πῶς τήν τιμοῦμε, γιατί τήν τιμοῦμε καί ποιά εἶναι ἡ περί τήν Θεοτόκο Δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως αὐτή ἀποκρυσταλλώθηκε μέσα ἀπό Συνόδους Οἰκουμενικές.
Ἠ τιμή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο εἶναι πολύ μεγάλη, ἀλλ᾿ ὅμωςδέν εἶναι ἀπόλυτη. Εἶναι τιμή σχετική ἐν ἀναφορᾷ πρός τήν λατρεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἄλλωστε μᾶς συνιστοῦν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. «Πέρα τοῦ δέοντος οὐ χρῆ τιμᾶν τούς ἁγίους, ἀλλά τιμᾶν τόν αὐτῶν Δεσπότην», θά γράψει ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου8. Θά δοῦμε στή συνέχεια τήν πλάνη τῆς ἀπόλυτης τιμῆς τῆς Θεοτόκου ἀπό πλευρᾶς τῶν παπικῶν μέ τήν ἐπινοημένη θεωρία τῆς Ἀσπίλου συλλήψεως.

ΑΣΠΙΛΗ ΣΥΛΛΗΨΗ

Στή Δύση, ὅπου ὑπάρχει τό στοιχεῖο τῆς ἡ ὑπερβολῆς (ἐνῶ, ἀντίθετα, στόν Προτεσταντισμό ὑπάρχει ἡ μείωση) τιμᾶται ἡ Παναγία μέ μιά ἀπόλυτη τιμή, σύμφωνα μέ τά ἐξαγγελόμενα δόγματα τῶν παπικῶν, ἐκ τῶν ὁποίων πρῶτο εἶναι ἡ «ἄσπιλη σύλληψη» τῆς Θεοτόκου9. Ἡ θεωρία αὐτή ἔγινε δόγμα - ὅρος πρός σωτηρίαν - στή Δύση τό 1854. Σύμφωνα μέ τό δόγμα αὐτό, ἡ Θεοτόκος Μαρία, ἀπό τῆς πρώτης στιγμῆς τῆς συλλήψεώς της διετηρήθη καθαρά ἀπό κάθε σπίλο τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας. Καταρχήν, εἶναι ἀπαραίτητο, πρίν κάνουμε λόγο γιά τό δόγμα αὐτό τῶν παπικῶν, νά διευκρινήσουμε ὅτι ὑπάρχει διαφορά ἀντιλήψεως μέ τούς δυτικούς ὡς πρός τό τί κληρονόμισε ἡ ἀνθρωπότητα ἀπό τούς γενάρχες μας, μετά τήν λεγομένη προπατορική ἁμαρτία, ἤ Πτώση ὅπως εἶναι ὀρθότερα νά λέγεται. Οἱ δυτικοί φρονοῦν ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα κληρονόμησε ἀπό τούς προπάτορες Ἀδάμ καί Εὖα τήν ἐνοχή τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε καί κηρύττουμε ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα κληρονομεῖ τίς συνέπειες τῆς Πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων, πού εἶναι ἡ φθορά καί ἡ θνητότητα πού εἰσόρμησαν μέσα στό γένος τῶν ἀνθρώπων, καθώς καί ἡ ροπή πρός τήν ἁμαρτία. Κατά τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία, λοιπόν, ἐμεῖς οἱ ἀπόγονοι τοῦ πρώτου Ἀδάμ κληρονομοῦμε ὄχι τήν ἐνοχή, ἀλλά τίς συνέπειες τῆς προπατορικῆς Πτώσεως. Ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα ὑπόκειται σ᾿ αὐτές τίς συνέπειες, ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος10. Ὑπάρχει, μεταξύ ἄλλων, ἕνα καταπληκτικό κείμενο τοῦ ἀγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τό ὁποῖο δείχνει ἀκριβῶς αὐτή τήν πραγματικότητα τῆς φθορᾶς πού ὑπέστη ἡ φύση μας ἕνεκα τῆς Πτώσεως, ἀφοῦ πρῶτα ἐφθάρη ἡ προαίρεση τῶν προπατόρων, καί χάθηκε ἀπ᾿ αὐτούς ἡ κατάσταση τῆς ἀπαθείας. Ὁ Αγιος ὁμιλεῖ γιά δύο ἁμαρτίες, τήν διαβεβλημένη καί τήν ἀδιάβλητη, πού ἦρθε ὡς ἀπόρροια/συνέπεια τῆς διαβεβλημένης. Ἡ φθορά/ἔκπτωση τῆς προαιρέσεως, ἔφερε τήν φθορά τῆς φύσεως («μεταποίησις»), καθώς εἰσῆλθε ἡ θνητότητα στό ἀνθρώπινο γένος. «Φθαρεῖσα πρότερον τοῦ κατά φύσιν λόγου Ἀδάμ ἡ προαίρεσις, τήν φύσιν ἑαυτῇ συνέφθειρε, ἀποθεμένη τῆς ἀπαθείας την χάριν και γέγονεν ἁμαρτία· πρώτη μέν καί εὐδιάβλητος, ἡ πρός τήν κακίαν ἀπό τοῦ ἀγαθοῦ τῆς προαιρέσεως ἔκπτωσις· Δευτέρα δέ, διά τήν πρώτην, ἡ τῆς φύσεως ἐξ ἀφθαρσίας εἰς φθοράν ἀδιάβλητος μεταποίησις»11.
Ἑπομένως, καί ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου δέν ἐξαιρεῖται ἀπό τήν κοινή μοῖρα τῆς ἀνθρωπότητος, ἀφοῦ καί αὐτή γεννήθηκε μέ τρόπο φυσικό, καί τοῦτο διότι οἱ συνέπειες τῆς ἁμαρτία τῶν προπατόρων μεταδίδονται διά τῆς φυσικῆς γεννήσεως στούς ἀνθρώπους. Μόνη ἐξαίρεση ἀποτελεῖ ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ὁ Ὁποίος ἐγεννήθη μέ τρόπον ὑπερφυσικόν, καί ὡς ἀναμάρτητος δέν εἶχε, φυσικά, ἀνάγκη λυτρώσεως. Καί θά συμπληρώσει ὁ ἅγιος Μάξιμος στό ἀνωτέρω κείμενο ὅτι,«ταύτην οὖν, τήν διάλληλον φθοράν τε καί ἀλλοίωσιν τῆς φύσεως ὁ Κύριος ἡμῶν τε καί Θεός διορθούμενος, ὁλόκληρον τήν φύσιν λαβών, εἶχε καί αὐτός ἐν τῇ ληφθείσει φύσει τό παθητόν, τῇ κατά προαίρεσιν ἀφθαρσίᾳ κοσμούμενον»12.
Ἡ Θεοτόκος, τώρα, σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐγεύθη πρώτη τήν ἀπαλλαγή της ἀπό τήν προπατορική καί ἀπό κάθε ἄλλη προσωπική ἁμαρτία ἀπό τή στιγμή ὅπου συνέλαβε ἐκ Πνεύματος Ἁγίου τόν Θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί ἐσώθη ἀπό τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία Χάρις τῆς ἔδωσε δύναμη δεκτική τῆς θεότητος, ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες, καί γεννητική τοῦ Λόγου. Ὁ μεγάλος δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός γράφει ἀκριβῶς ὅτι «μετά οὖν τήν συγκατάθεσιν τῆς ἁγίας Παρθένου, Πνεῦμα Ἅγιον ἐπῆλθεν ἐπ᾿ αὐτήν κατά τόν τοῦ Κυρίου λόγον, ὄν εἶπεν ὁ ἄγγελος, καθαῖρον αὐτήν, και δύναμιν δεκτικήν τῆς τοῦ Λόγου θεότητος παρέχον, ἅμα δέ καί γεννητικήν»13. Μόνο τό θεῖο πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔχει ἀπόλυτη ἀναμαρτησία. Ἡ Παναγία Μητέρα του ἔχει σχετικήἀναμαρτησία, ἀφοῦ και ἡ Θεοτόκος Μαρία ἐσώθη μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν στιγμή τῆς συλλήψεως τοῦ Κυρίου μέσα της. Ἀντίθετα, ἡ δυτική θεολογία τοποθετεῖ τήν σωτηρία τῆς Θεοτόκου στήν δική της γέννηση καί ἀρχή καί ὄχι στήν σύλληψη τοῦ Λυτρωτοῦ Χριστοῦ. Διδάσκουν μάλιστα οἱ παπικοί ὅτι ἡ ἀναμαρτησία τῆς Θεοτόκου δέν εἶναι φυσική, ἀλλά συνετελέσθη ὑπό τοῦ Θεοῦ. Πότε ὅμως συνετελέσθη ἡ λύτρωση καί σωτηρία τῆς Παναγίας; Πῶςἐσώθη, ἐνῶ δέν εἶχε ἀρχίσει τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τῆς σωτηρίας, ἀφοῦ δέν εἶχε ἀκόμη σαρκωθεῖ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ; Μέχρι τήν ὥρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἡ «προεκλελεγμένη» καί ὑπερευλογημένη Μαρία βρίσκεται στόν κόσμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως ὅλοι οἱ Δίκαιοι τῆς περιόδου αὐτῆς. Στόν κόσμο τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀνήκει ἀπό τή στιγμή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὅπου σαρκοῦται ἐντός της ὁ Λόγος μέ τό «γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου» πού εἶπε, ἀποκρινομένη στόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ. Νά σημειώσουμε παρεμπιπτόντως, ὅτι αὐτό θά ἔλεγε ὁπωσδήποτε ἡ Παναγία, διότι εἶχε φθάσει ἤδη στή θέωση ἐνδιαιτωμένη μέσα στά Ἅγια τῶν Ἁγίων, καί ὡς ἐκ τούτου εἶχε φυσικόθέλημα καί ὄχι γνωμικό, ὥστε νά ὑπάρχει δυναντότητα ἀρνήσεως τῆς κλήσεώς της, καθώς ἰσχυρίζονται κάποιοι λανθασμένα σήμερα. Πρίν, λοιπόν, τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Λόγου πῶς θά ἐσώζετο ἡ Θεοτόκος, ἀφοῦ ὡς πρόσωπο πού θα συνεργοῦσε στό ἐν Χριστῷ μυστήριον τῆς σωτηρίας εἶχε μέν ἀϊδίως προορισθεῖ, ἀλλά τό μυστήριο δέν εἶχε ἀκόμη ἐν χρόνῳ πραγματοποιηθεῖ;
Ἡ δυτική θεολογία, μέ τή θεωρία περί ἀφέσεως ἁμαρτίας καί σωτηρίας τῆς Θεοτόκου πρό τῆς ἐλέυσεως τοῦ «ἐξ αὐτῆς τεχθέντος» Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀποξενώνει τήν Θεοτόκο ἀπό τήν στενή σχέση μέ τόν Σωτῆρα Υἱό της καί ὑποτιμᾶ τό ἀπολυτρωτικό, σωτηρώδες ἔργο τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Χριστοῦ. Γενικά, ἡ δυτική θεολογία, μέ τήν λεγομένη «μαριολογική θεολογία» καί τήν αὐτοτελῆ «Μαριολογία» καί «Μαριολατρεία» πού ἀναπτύχθηκε στό χῶρο ἐκεῖνο,ὑπερτίμησε αὐτόνομα τήν Θεοτόκο καί τήν ἀπέσπασε ἀπό τόν Κύριο, δηλαδή ἀπέκοψε τήν Μητέρα ἀπό τόν Υἱό της! Ὁ παπισμός θεωρεῖ τήν Παναγία μεμονωμένα, ἀποσπασματικά καί ἀνεξάρτητα ἀπό τή σχέση της μέ τό μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου, ὑποβιβάζοντας τό ἀπολυτρωτικόν ἔργον τῆς τοῦ κόσμου σωτηρίας. Αὐτό σέ ἀντίθεση μέ τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία, κατά τήν ὁποία τιμᾶται ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἐν ἀναφορᾷ πρός τό Χριστολογικό δόγμα καί τήν Ἐναθρώπιση τοῦ Λόγου, στήν ὁποία συνήργησε ὡς «ὑπουργός τοῦ τόκου» (ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας) μέ τήν κατά μέθεξιν Θεοῦ Ἁγιότητά της καί τήν θετική ἀπάντηση πρός τήν κλῆση της. Πρέπει, λοιπόν, νά εἶναι σέ ὅλους γνωστό ὅτι ὅλο τό μυστήριο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου συνοψίζεται στό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καί μέ αὐτό ἐξηγεῖται. Ἡ Θεοτόκος συνδέεταιφυσικῶς μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὡς Μητέρα του καί δογματικῶς γιά τήν Ἐκκλησία καί τήν ὀρθόδοξη σωτηριολογία. Δέν εἶναι θεά ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος! Εἶναι «ἡ πρώτη θεωθεῖσα ἀνθρωπίνη ὑπόστασις παραλλήλως τῆς ἐνσαρκωνθείσης θείας ὑποστάσεως τοῦ Χριστοῦ»14, ἡ πρώτη ἀπό τό ἀνθρὠπινο γένος πού κοινώνησε μέ τόν ἔνσαρκο Λόγο15, ἀλλά δέν εἶναι θεά.«Μόνον μή ποιείτω τήν Παρθένον θεάν», διακηρύττει ὁ ὑπέρμαχος τῆς Θεοτόκου ἅγιος Κύριλλος16. Ἡ Θεοτόκος Μαρία, σέ καμία περίπτωση δέν τοποθετεῖται στό ἐπίπεδο τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ. Ναί, μέν, ἔφθασε στήν κατά Χάριν θέωση μέσα στά Ἅγια τῶν Ἁγίων, βιώνοντας τόν Ὀρθόδοξο Ἠσυχασμό καί γενομένη θεωρητική διδάσκαλος αὐτοῦ, ὅπως γράφει στίς περίφημες Ὁμιλίες του στά Εἰσόδεια τῆς Θεοτόκου ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀλλ᾿ ὅμως δέν εἶναι θεά/ ἰσόθεος, ὅπως φρονοῦν οἱ παπικοί. Στή συνέχεια θά ἀναφερθοῦμε στόν ὅρο «Θεοτόκος», ὁ ὁποῖος εἰσάγει ἄμεσα στήν καρδιά τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος καί θά ποῦμε, κάπως συνοπτικῶς, τά ἀκόλουθα.


ΘΕΟΤΟΚΟΣ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ἡ Παναγία εἶναι Θεοτόκος καί ὄχι Χριστοτόκος, ὅπως κήρυττε ὁ αἱρεσιάρχης Νεστόριος. Στόν ὅρο «Θεοτόκος» συμπεριλαμβάνεται τό πραγματικόν τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, τῆς κατά σάρκα γεννήσεως τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν Παρθένο καί τῆς ὑποστατικής ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Λόγου. Ὁ ὅρος «Θεοτόκος» συνοψίζει ἄριστα τήν ἑνότητα τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τό ὄνομα «Θεοτόκος», κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, «ἅπαν τό μυστήριον τῆς οἰκονομίας (Ἐνανθρωπήσεως) συνήστησι»17. Βεβαίως, τόν ὅρο «Θεοτόκος» συναντοῦμε πρίν τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοοδο, σέ ἔργα θεολόγων καί ἐκκλησαστικῶν συγγραφέων, ὅπως λ.χ. τοῦ Ὠριγένη τόν Γ΄ αἰῶνα, ὅπως καί τοῦ μαθητοῦ του Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ. Ὁ Ὠριγένης γράφει: «Τήν ἤδη μεμνηστευμένην γυναῖκα καλεῖ. Οὕτω καί ἐπί τοῦ Ἰωσήφ καί τῆς Θεοτόκου ἐλέχθη»18. Καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θαυματουργός σημειώνει: «Θεοτόκον γάρ ποιήσας με πάλιν παρθένον διεφύλαξεν καί διά τῆς ἐμῆς γαστρός πασῶν γενεῶν ἀνακεφαλαιοῦται τό πλήρωμα»19. Στή συνέχεια, ὁ ὅρος «Θεοτόκος» ἐμφανίζεται τόν 4ο αἰώνα καί συγκεκριμένα σέ κείμενα Πατέρων καί ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, ὅπως τοῦ Ἀλεξάνδρου Ἀλεξανδρείας, τοῦ Μ. Ἀθανασίου, τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων κ.ἄ. Νά σημειωθεῖ ὅτι καί ἀπό αἱρετικούς χρησιμοποιήθηκε ὁ ὅρος «Θεοτόκος», ὅπως λ.χ. ἀπό τόν Ἄρειο καί τόν Ἀπολινάριο, ἀλλά ἡ ὀρθόδοξη χρήση τοῦ ὅρου βρίσκεται στούς Καππαδόκες, Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο, Γρηγόριο Νύσσης. Ἰδιαίτερο λόγο, ὅμως, περί τοῦ ὅρου «Θεοτόκος» καί τήν θεολογική σημασία καί σπουδαιότητα πού ἐνέχει, κάνει ἐκεῖνος ὁ Πατήρ ὁ ὁποῖος κατεξοχήν ἠγωνίσθη γιά τήν ἐπικράτηση τοῦ ὅρου αὐτοῦ στήν Ἐκκλησία καί εἶναι ὁ πρόεδρος τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (431 μ.Χ.), ἅγιος Κύριλλος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας, ἡ «σφραγίς τοῦ Πνεύματος», ὅπως ἔχει ἀποκληθεῖ20. Τό 428 μ.Χ. ξέσπασε τό λεγόμενο «οἰκουμενικόν σκάνδαλον» μέ τήν ἄρνηση τοῦ ὅρου «Θεοτόκος» ἀπό τόν Νεστόριο, καί τότε ὁ μεγάλος Πατήρ καί Διδάσκαλος, Κύριλλος, ἀπεδύθη σέ ἀγῶνες θεολογικούς, ἀφοῦ κατέδειξε θεολογικά καί τήν ἑνότητα τῶν δύο ἀσυγχύτων φύσεων καί τό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ21. Ἡ Παναγία γέννησεΘεόν καί ὄχι «ψιλόν» (=σκέτον) ἄνθρωπον. Γι᾿ αὐτό ὀνομάζεται Θεοτόκος καί ὄχι Χριστοτόκος, ὅπως τήν ἀποκαλοῦσε ὁ Νεστόριος. Βεβαίως, ὁ ὅρος «Χριστοτόκος» χρησιμοποιήθηκε καί ἀπό Πατέρες καί ἀπό τόν ἅγιο Κύριλλο, ἀλλά μέ ὀρθόδοξη ἑρμηνεία, ὅτι δηλαδή ἡ Θεοτόκος γέννησε τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως, τελικά καθιέρωσε τόν ὅρο «Θεοτόκος», γιά νά ἀντιπαρατεθεῖ στή Νεστοριανή κακοδοξία, πού οὐσιαστικά κατέλυε τό χριστολογικό μυστήριο.


ΠΑΡΘΕΝΟΣ, ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΣ

Ἡ Θεοτόκος λέγεται καί εἶναι Παρθένος καί Ἀειπάρθενος. Καί αὐτό εἶναι δόγμα τῆς Ἐκκλησίας μας, περί τήν Θεοτόκο, ἡ ὁποία εἶναι «πρό τόκου Παρθένος, ἐν τόκῳ Παρθένος καί μετά τόκον Παρθένος», ὅπως διδάσκει ἠ ὀρθόδοξη Θεολογία καί ὅπως ἀκοῦμε στήν Ὑμνογραφία. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός γράφει ὅτι ὁ Υἱός τῆς Παρθένου, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, «ὥσπερ συλληφθείς παρθένον την συλλαβοῦσαν ἐτήρησε, οὕτω καί τεχθείς, τήν αὐτῆς παρθενίαν ἐφύλαξεν ἄτρωτον, μόνος διελθών δι᾿ αὐτῆς, καί κεκλεισμένην τηρήσας αὐτήν»22. Ὀρθά καί ἐπακριβῶς διατυπώνει τό δόγμα τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου ὁ καθηγητής Ἰω. Καρμίρης, ὑπογραμμίζοντας τις τρεῖς προθέσεις «πρό», «ἐν» καί μετά», οἱ ὁποίες δηλώνουν το μυστήριο τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Παναγίας μας. «Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἀειπάρθενος καί ἀείπαις, τ.ἔ. παρθένος πρό,ἐν καί μετά τόκον ἀφθόρως καί ἀφράστως καί ἀνερμηνεύτως τόν Χριστόν γεννήσασα»23. Ναί, εἶναι ὄντως θαῦμα, εἶναι ὑπέρλογο, εἶναι μυστήριο καί δέν ἑρμηνεύεται μέ τήν ἀνθρώπινη λογική! 
Ὑπάρχει στήν Ὑμνογραφία ἕνα θεολογικώτατο μελώδημα, λεγόμενο «Κάθισμα», ποίημα Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τό ὁποῖο παρουσιάζει αὐτήν ἀκριβῶς τήν πραγματικότητα τῆς Παρθενίας καί Ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου. Ὁ Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης διηγεῖται ὅτι τοῦ συνιστοῦσε ἕνας πνευματικός του διδάσκαλος, ὁ ἱερομόναχος Ἀθανάσιος ὁ Ἰβηρίτης, νά μήν λησμονεῖ ποτέ νά λέγει αὐτό τό «Δεκαπάρθενον ἆσμα», προκειμένου νά εὐχαριστήσει τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, καί νά λαμβάνει τήν ἀρωγή καί μεσιτεία της. «Παρθένος ἀληθῶς, πρό τοῦ τόκου Παρθένε, Παρθένος ἀληθῶς ἐν τῷ τόκῳ Παρθένε, Παρθένος ἀειπάρθενος, μετά τόκον διέμεινας, καί Παρθένον σε ὁμολογοῦμεν Παρθένε, καί ἐλπίζομεν ἐν σοί Παρθένε σωθῆναι, Παρθένων τό καύχημα»24.

«ΠΡΟΕΚΛΕΛΕΓΜΕΝΗ». ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ, ΠΡΟΓΝΩΣΙΣ ΘΕΟΥ

Ἀναφορικά μέ τήν ἐκλογή «πρό πασῶν τῶν γενεῶν» τῆς Θεοτόκου Μαρίας καί τό ζήτημα τοῦ προορισμοῦ, τό ὁποῖο τίθεται, θά πρέπει νά ἐξετάσουμε πῶς ἑρμηνεύεται αὐτός ὁ προορισμός καί ἡ ἐκλογή τῆς Θεοτόκου ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ, πῶς, ἔπειτα, νοεῖται ὁ προορισμός ὅλων τῶν ἀνθρώπων στή σωτηρία ἤ τήν ἀπώλεια. Ἆράγε ὁ Θεός ἐκλέγει ἐπιλεκτικά, καί ἄλλους ἐκ τῶν ἀνθρώπων προορίζει νά σωθοῦν καί νά μετάσχουν τῶν αἰωνίων καί ἀφθάρτων ἀγαθῶν Του στή Βασιλεία Του καί ἄλλους προορίζει γιά τήν ἀπώλεια καί τήν αἰώνια Κόλαση; Κάνει, λοιπόν, διακρίσεις ὁ Δικαιότατος Θεός; 
Τό ζήτημα αὐτό εἶναι βαθύ καί θεολογικό. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σέ μία ἐπιστολή του λέει ὅτι ὁ Θεός, «οὕς προέγνω και προώρησε…οὕς δέ προώρησε,τούτους καί ἐκάλεσε∙ οὕς ἐκάλεσε τούτους καί ἐδικαίωσεν∙ οὕς δέ ἐδικαίωσε, τούτους και ἐδόξασε».25 Οἱ προωρισθέντες καί κληθέντες ὑπό τοῦ Θεοῦ, κατά τό ἀνωτέρω χωρίο, εἶναι «κατά πρόθεσιν κλητοί», εἶναι δηλαδή κλητοί καί προορισμένοι λόγῳ τῆς δικῆς τους προαιρέσεως τήν ὁποία γνωρίζει ὁ παντέφορος Ὀφθαλμός! Ὁ προορισμός στηρίζεται πάντοτε στήν πρόγνωση τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά καταργεῖται ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός προορίζει, ἐπειδή προγνωρίζει. Οἱ ἄνθρωποι«προωρίσμεθα κατά πρόγνωσιν»26. Γι᾿ αὐτό καί τονίζει ἕνας ἑρμηνευτής, ὁ Θεοδώρητος, ὅπως καί ἄλλοι πολλοί, ὅτι ὁ Θεός «οὐχ ἁπλῶς προώρισεν, ἀλλά προγνούς προώρισεν». Καί αὐτό σημαίνει ὅτι «προγινώσκει τους ἀξίους τῆς κλήσεως, εἶθ᾿ οὕτως προορίζει», ὅπως λέγει ἄλλος ἑρμηνευτής, ὁ Θεοφύλακτος, διότι «προτέρα ἡ πρόγνωσις, εἶτα ὁ προορισμός». Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, θά τονίσει ὅτι ὁ Κύριός μας «τούς διαφόρους περί ἡμᾶς τῆς Προνοίας τρόπους τοῖς ἡμῖν ἐγνωσμένοις πάθεσι διαπλάττει».27 Ὑπάρχει στήν Πατρολογία ἕνας ὡραίος διάλογος, σχετικά με την πρόγνωση, τόν προορισμο καί τό ἀνθρώπινο αὐτεξούσιο. Κάποτε, ρώτησε τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή ἕνας ἐπίσκοπος, ὀνόματι Θεοδόσιος: πῶς εἶσαι πάτερ; Καί ὁ Ἄγιος ἀπάντησε, «ὅπως πρόρισε ὁ Θεός πρό πάντων τῶν αἰώνων τήν πρόνοιά του γιά μένα, ἔτσι εἶμαι». Ὁ ἐπίσκοπος ἀπόρησε: «τί, λοιπόν, γιά τόν καθένα ἀπό μᾶς ἔχει προορίσει ὁ Θεός πρίν ἀπό τούς αἰῶνες»; Καί ὁ σοφώτατος θεολόγος ἀπάντησε: «σύμφωνα μέ ὅσα προγνωρίζει ὁ Θεός, ἔχει προορίσει». Πάλι ἐρωτᾶ ἀπορούμενος ὁ Θεοδόσιος: «Καί τί εἶναι τό <προγνώρισε καί προόρισε>»; Καί ὁ Ὁμολογητής Πατήρ ἐνημερώνει: Ἡ πρόγνωση ἔχει νά κάνει μέ τό αὐτεξούσιό μας, βάσει τοῦ ὁποίου ἐκδηλώνονται οἱ σκέψεις μας, τά λόγια μας καί τά ἔργα μας. Ὁ προορισμός ἔχει νά κάνει μέ αὐτά πού μᾶς συμβαίνουν στή ζωή αὐτή καί τά ὁποῖα δέν ἐξαρτῶνται ἀπό μᾶς. Ὁ θεοφόρος Μάξιμος, λοιπόν, ἐδῶ ὁμιλεῖ γιά τά «ἐφ᾿ ἡμῖν» καί γιά τά «οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν», δηλαδή γιά ὅσα ἐξαρτῶνται ἀπό μᾶς, ἀπό τή δική μας προαίρεση, καί γιά ὅσα δέν ἐξαρτῶνται ἀπό μᾶς. «Ἡ πρόγνωσις, τῶν ἐφ᾿ ἡμῖν ἐννοιῶν καί λόγων ἔργων ἐστίν· ὁ προορισμός δέ, τῶν οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν συμβαινόντων ἐστί»28
Ἀργότερα, τόν ὄγδοο αἰῶνα ὁ πατήρ τῆς Δογματικῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, θά γράψει ὅτι ὁ Θεός «πάντα μέν προγινώσκει, οὐ πάντα δέ προορίζει∙ προγινώσκει γάρ καί τά ἐφ᾿ ἡμῖν, οὐ προορίζει δέ αὐτά».29 Γνωρίζει ὁ Θεός αὐτά τά ὁποῖα θα διαπράξουμε κατά τή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου μας, ἀλλά δέν τά ἐμποδίζει. Δέν θέλει νά γίνεται ἡ ἁμαρτία, ἀλλά καί δέν ἐξαναγκάζει τήν ἀρετή. «Οὐ γάρ θέλει τήν κακίαν γενέσθαι, οὐδέ βιάζεται τήν ἀρετήν».30
Ὁ προορισμός, λοιπόν, δέν νοεῖται χωρίς τή λειτουργία τοῦ αὐτεξουσίου τοῦ ἀνθρώπου, τό ὁποῖο ἔλαβε ἀπό τόν Θεό εὐθύς ἀμέσως ἀπό τῆς δημιουργίας του. Πάντοτε ὁ προορισμός συνδέεται μέ τό αὐτεξούσιο, το ὁποῖο ποτέ δέν παραβιάζει ὁ Δημιουργός! Ὁ Ἰούδας λ.χ. μέ τή θέλησή του ἔγινε προδότης τοῦ Χριστοῦ, λόγῳ κακῆς χρήσεως τοῦ αὐτεξουσίου του, λόγῳ τῆς κακῆς του προαιρέσως∙ δέν ἀναγκάστηκε ἀπό κάποιον, οὔτε τόν προόρισε ὁ Θεός γιά τήν ἀπώλεια, ἀλλά βεβαίως τό προγνώριζε ὁ Θεός. «Οὐκ ἐπεί προώρισται παρέδωκεν, ἀλλ᾿ ἐπεί παρέδωκε προώρισται», σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Ἡ πρόγνωση τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι προσδιοριστική τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἐξέλιξής του, οὔτε βουλητικά δεσμευτική, ὅπως δέν εἶναι προσδιοριστική καί δεσμευτική ἡ πρόγνωση τοῦ γιατροῦ γιά τήν καλή ἤ ἄσχημη ἐξέλιξη τῆς καταστάσεως τοῦ ἀσθενοῦς. 
Ὁ καθηγητής Ἀ. Θεοδώρου, συσχετίζοντας τόν προορισμό πρός τό θέμα τῆς συνεργίας τῆς χάριτος μέ τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, δίνει μία πολύ καλή θεολογική ἑρμηνεία καί διασάφηση, τήν ὁποία παραθέτουμε: «Ἡ ὀρθόδοξος θεολογία ἐξῆρεν ἀνέκαθε τήν σχετικήν τοῦ ἀνθρώπου ἐλευθερίαν, σύμμορφον οὗσαν πρός τάς ἀνθρωπολογικάς αὐτῆς ἀρχάς, καί τόν ἐπί τῆς διδασκαλίας ταύτης ἐρειδόμενον σχετικόν προορισμόν. Καθ᾿ ὅσον δηλαδή ὁ Θεός ἀπ᾿ αἰῶνος προβλέπει τήν ἐξέλιξιν τοῦ ἠθικοῦ βίου τῶν ἀνθρώπων, εὔδηλον, ὅτι ἀπ᾿ αἰῶνος ὥρισε τούς μέν εἰς σωτηρίαν, τούς δέ εἰς ἀπώλειαν»31
Ὁ καθένας, λοιπόν, προορίζεται, ἀνάλογα μέ τή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του, ἤ πρός σωτηρία, ἤ πρός τήν ἀπώλεια, χωρίς νά ἐπεμβαίνει στή θέλησή του ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἁπλῶς γνωρίζει ὡς Παντογνώστης και Παντέλειος τά πάντα «πρό γεννέσεως αὐτῶν». 
Θεολογικά τοποθετεῖ τά πράγματα περί τοῦ προορισμοῦ καί ἕνας ἀρχαῖος Ἀπολογητής τῆς Ἐκκλησίας μας καί μάρτυς, ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος, σέ κάποιο πολύ σπουδαῖο κείμενό του:
«Μαθόντες ἀπό τούς προφήτας, διακηρύσσομεν ὡς ἀληθές ὅτι αἵ τιμωρίαι, αἵ κολάσεις, αἵ ἀγαθαί ἀμοιβαί ἀποδίδονται εἰς ἕκαστον κατ᾿ ἀξίαν τῶν πράξεων του, ἐπειδή, ἄν δέν συμβαίνει τοῦτο, ἀλλ᾿ ὅσα γίνονται κατά τήν εἰμαρμένην, δέν ὑπάρχει καμμία αὐτεξουσιότης εἰς ἡμᾶς διότι ἐάν εἶναι προωρισμένον οὖτος νά εἶναι ἀγαθός καί ἐκεῖνος φαῦλος, οὔτε οὖτος εἶναι ἀποδεκτός οὔτε ἐκεῖνος ἀξιόμεμπτος. Καί πάλιν, ἐάν τό ἀνθρώπινον γένος δέν ἔχει δύναμιν νά ἀποφεύγει τά αἰσχρά καί νά προτιμᾷ τά καλά μέ ἐλευθέραν προαίρεσιν, εἶναι ἀνεύθυνον δι᾿ ὁποιεσδήποτε πράξεις. Ἀλλ᾿ ὅτι καί ἐπιτυγχάνει καί ἀποτυγχάνει μέ ἐλευθέραν προαίρεσιν, τό ἀποδεικνύομεν οὗτως. Βλέπομεν τόν ἴδιον ἄνθρωπον νά ἐπιδιώκει τά ἐναντία. Ἐάν δέ εἶναι προωρισμένον νά εἶναι ἤ φαῦλος ἤ σπουδαῖος, δέν θά ἦτο ποτέ δεκτικός τῶν ἐναντίον καί δέν θά μετέβαλε γνώμιν συχνάκις, οὔτε θά ἦσαν ἄλλοι μέν σπουδαῖοι, ἄλλοι δέ φαύλοι, ἐπειδή θά διεκηρύσσομεν τήν εἱμαρμένην ὡς αἰτίαν φαύλων καί ὡς πράττουσαν τά ἀντίθετα εἰς ἑαυτήν, ἤ ἐκεῖνο τό προειρημένον θά ἐφαίνετο νά εἶναι ἀληθές, ὅτι τίποτε δέν εἶναι ἀρετή οὐδέ κακία, ἀλλά νομίζονται ἀγαθά μόνον μέ τήν γνώμην, πρᾶγμα τό ὁποῖον, ὅπως δεικνύει ὁ ἀληθής λόγος, εἶναι ἀσέβεια καί ἀδικία. Ἀλλά θεωροῦμεν ὡς ἀπαραβίαστον εἱμαρμένην, τάς ἀξίας ἀνταμοιβάς διά τούς ἐκλέγοντας τά καλά, καί τάς ἀξίας τιμωρίας διά τούς ἐκλέγοντας τά ἀντίθετα. Διότι ὁ Θεός δέν ἔπλασε τόν ἄνθρωπον, ὅπως τά ἄλλα ζῶα τά ὁποῖα δέν δύνανται νά πράξουν τίποτε κατά προαίρεσιν διότι δέν θά ἦτο ἄξιος ἀμοιβῆς ἤ ἐπαίνου, ἐφ᾿ ὅσον δέν θά ἐξέλεγε μόνος του τό ἀγαθόν, ἀλλ᾿ ἔγινεν ἀγαθός, οὔτε, ἐάν ἦτο κακός, θά εὕρισκε δικαίως τιμωρίαν, ἀφοῦ δέν ἦτο ἀφ᾿ ἑαυτοῦ τοιούτος, ἀλλά δέν ἠδύνατο νά εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό ὅτι ἔγινεν».32

Αὐτή τήν ὀρθόδοξη περί προορισμοῦ διδασκαλία, τή συναντοῦμε καί μέσα στήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπου φαίνεται ὅτι ὁ Θεός προορίζει τούς Ἁγίους στήν κατά χάριν θέωση καί ὁμοίωση μαζί Του, σύμφωνα μέ τή δική τους προαίρεση, τήν ὁποία Ἐκεῖνος γνωρίζει, ὄχι ἁπλῶς πρίν ἀπό τή γέννησή τους, ἀλλά ἀπό καταβολῆς κόσμου. Στόν ἐσπερινό λ.χ. τῆς ἑορτῆς τοῦ Προφήτου Ἱερεμίου (Μηναῖο Μαΐου, α΄) ἀναφέρονται τά ἑξῆς: «Κύριε, σύ πρό τοῦ πλασθῆναι προέγνως Ἱερεμίαν τόν ἔνδοξον, καί πρό τοῦ τό τεχθῆναι ἐκ μήτρας, ὑποφήτην καθηγίασας, ὡς προειδώς ἀληθῶς, τῆς γνώμης τό ἐλεύθερον». Ἀνάλογες φράσεις ὑπάρχουν καί στήν ἀκολουθία τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἠγιασμένου καί σέ ἄλλους Ἁγίους. Αὐτά φρονεῖ περί τοῦ προορισμοῦ ἡ Ὀρθόδοξη, Ἀνατολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἀντίθετα, στή Δύση, ἰσχύει ὁ λεγόμενος «ἀπόλυτος προορισμός», πού δογματοποιήθηκε ὡς διδασκαλία καί ἐκφράστηκε ἀπό τούς Παπικούς θεολόγους (Θωμᾶ Ἀκινᾶτη κ.ἄ.) καί ἀπό τούς Προτεστάντες Λούθηρο καί Καλβίνο. Σύμφωνα μέ τή θεωρία αὐτή, κάποιοι ἐκ ταῶν ἀνθρώπων εἶναι προορισμένοι γιά τήν αἰώνια ζωή καί κάποιοι ἄλλοι γιά τήν ἀπώλεια, κατά τήν κρίση τοῦ Θεοῦ, ἀνεξάρτητα ἀπό τή δική τους ἀξία ἤ ἀπαξία. Ὁ ἀπόλυτος προορισμός, δέχεται πώς ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία εἶναι προορισμένη νά ἐπιτελέσει τό ἀγαθό καί ὅπως ο σκηνοθέτης ρυθμίζει την πορεία ἑνός ἔργου καί τήν ἐκτελοῦν ἐλεύθερα τά πρόσωπα πού μετέχουν σ᾿ αὐτό, ἔτσι καί ὁ Θεός, ἀφοῦ προόρισε τους μέν γιά τή σωτηρία καί τούς δέ γιά τήν ἀπώλεια, ἔβαλε στήν ἱστορία, στό θέατρο τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τόν καθένα νά παίξει τό ρόλο του. Ἀπουσιάζει βεβαίως ἡ ἄσκηση κατά τῶν πειρασμῶν, ὁ δέ Διάβολος θεωρεῖται τιμωρό ὄργανο τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος προσέβαλε τή δικαιϊκή τάξη τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν θεωρία τοῦ Ἀνσέλμου «περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης», ὁ ἀπόλυτος προορισμός τῶν δυτικῶν βρῆκε τήν πιό καλή βάση καί τεκμηρίωση. Μέ τήν ἱκανοποίηση δηλαδή ἔληξε τό δράμα τῆς σωτηρίας.  Ὅλη ἡ ὑπόθεση τακτοποιήθηκε ἀπό το ἄπειρο θῦμα πού «πλήρωσε» τόν Θεό Πατέρα καί ἐντεῦθεν οἱ ἄνθρωποι κατά προορισμό μποροῦν νά μετέχουν στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅπως κατανοοῦμε, αὐτά εἶναι πλάνες καί κακοδοξίες τίς ὁποῖες ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπορρίπτει διαρρήδην.
Ἡ Θεοτόκος, λοιπόν, ὑπῆρξε προορισμένη κατά τήν δική της προαίρεση. Καί ἐπετέλεσε τό μεγάλο ἔργο γιά τό ὁποῖο ἐπροορίσθη. Ἔγινε Μήτηρ τοῦ πάντων Θεοῦ φυσική καί Μητέρα πνευματική πάντων τῶν Χριστιανῶν.
Δικαίως, λοιπόν, ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι τήν τιμοῦμε. Δικαίως «ὁμολογοῦμε τήν χάριν, κηρύσσομεν τήν εὐεργεσίαν» καί μέ υἱική ἀγάπη ἀπευθυνόμαστε πρός αὐτήν, γνωρίζοντας ὅτι ἡ στάση μας καί ὁ βαθμός ἀγάπης, τιμῆς καί εὐχαριστίας πρός τήν Παναγία, δίδουν τό μέτρο τῆς Ὀρθοδοξίας καί πνευματικότητός μας. 


Θά κλείσουμε μέ τά λόγια τοῦ βαθυνούστατου θεοτοκόφιλου Πατρός, ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο: «Ἐσένα Θεοτόκε οἱ τῶν θείων Γραφῶν ἔμπειροι, ἀποκαλοῦσιν ἀκροστιχίδα πάντων τῶν Προφητῶν· πίνακα τῶν δύο διαθηκῶν· ὑπόθεσιν τῶν Ἀποστόλων· ὕλην τῶν Πατέρων καί Διδασκάλων· στερέωμα τῶν Μαρτύρων· παρηγορίαν τῶν Ὁσίων· τῆς νοερᾶς Προσευχῆς διδάσκαλον, τῆς ταπεινώσεως εἰσηγήτριαν, τῆς ἀγάπης τῆς διπλῆς παράδειγμα ἔμψυχον, ἴνδαλμα παρόμοιον τῆς ἀρχικῆς ὡραιότητος· θαῦμα τῶν Ἀγγέλων, ἄγαλμα τῆς φύσεως...Θεοῦ μίμημα, φανέρωσιν τῶν τῆς θείας ἀκαταληψίας βυθῶν· ἐργαστήριον τῆς ἑνώσεως συνελθουσῶν ἐπι Χριστοῦ φύσεων· καί διά νά εἰπῶ τό τελευταῖον καί ἔσχατον, ἐσένα Θεοτόκε οἱ θεολόγοι ὀνομάζουσι Μεθόριον Κτίστου καί κτίσεως, τιμιωτέραν ταῶν Χερουβίμ, ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, θεόν μετά Θεόν, καί τῆς ἁγίας Τριάδος τά δευτερεπια ἔχουσαν»33.

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2016 

1  Ἐγκώμιον εἰς τήν Ἁγίαν Θεοτόκον, Ἁγίου Ἐπιφανίου Κύπρου, MPG. 43, 493 A/B. 

2  Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Λόγος Β΄, MPG. 96, 729 Α.

3 ΕΠΕ, 11, 308.
4 Ὄρθρος Ἑορτῆς Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, Κανόνας, Θ΄ Ὠδή.
5 Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως, Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν τῆς Θεοτόκου, MPG. 98, 329 C.
6 Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως, Εἰς τήν εἴσοδον τῆς Θεοτόκου, MPG. 301 A.
7 Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ὁμιλία 4, MPG. 77, 992 C.
8  Ἁγίου Ἐπιφανίου Κύπρου, Κατά αἱρέσεων, MPG. 42, 737 Α.
9 Τό δόγμα περί τῆς ἀσπίλου συλλήψεως ἐξήγγειλε ὁ Πάπας Πῖος ὁ Θ΄ τόν Δεκέμβριο τοῦ 1854, μέ τή Βούλλα «Ineffabilis Deus». Βλ. Μ. Φαράντου, Ἡ θέσις και ἡ σημασία τῆς Θεοτόκου εἰς τήν πίστιν καί εἰς τήν ζωήνΔογματικά καί ἠθικά Ι, Ἀθῆνα 1983, σελ. 268.
10 Ρω. 5, 12 καί ἑξ.
11  MPG. 90, 405 CD.
12 ὅπου π. MPG. 90, 405 CD.
13  Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, MPG. 94, 985 B.
14 Βλ. Λόσκι, Κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν, σελ. 201, Χρ. Σταμούλη, Θεοτόκος καί ὀρθόδοξο δόγμα, σελ. 52.
15 ὅπου π.
16 Κατά Νεστορίου, MPG. 76, 57 ΑΒ.
17 Ἔκδοσις, 3, 12, MPG. 94, 1029 C.
18  MPG. 12, 813 C. Βλ. Χρυσοστόμου Σταμούλη, Θεοτόκος καί ὀρθόδοξο δόγμα, ἐκδ. «Τό Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 153.
19  Λόγος εἰς τόν Εὐαγγελισμόν τῆς Παναγἰας Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου τῆς Μαρίας, MPG. 10, 1168 A-1169 C, ὄπου π. Χρ. Σταμούλη, Θεοτόκος καί ὀρθόδοξο δόγμα, σελ. 153.
20 Ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης ἀποκαλεῖ τόν Κύριλλο «σφραγίδα τῶν Πατέρων». Βλ. Π. Χρήστου, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, Β΄, σελ. 233.
21 Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Γ΄, σελ. 470.
22 Ἔκδοσις…MPG. 1160 AB.
23 Ἰω. Καρμίρη, Σύνοψις τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Αθῆναι 1957, σελ. 50.
24 Βλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Ἰβηρίτης, ὁ θερμός λάτρης τῆς Πορταΐτισσας (1885-1973), ἐκδ. Σπηλιώτη, χ.χ., σελ. 43.
25  Ρωμ. 8, 28-30.
26 Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, MPG.70, 832 C.
27  ΜPG. 90, 269 D.
28  MPG. 90, 137 B.
29  Βλ. Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἐκδ. Πουρναρᾶ, σελ. 202.
30  ὅπου π. 
31  Βλ. Ἀ. Θεοδώρου, Ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας, Α΄’εκδ. σελ. 85, Β΄εκδ. σελ. 119.
32  Ἰουστῖνος, Ἀπολογία Α΄, 43:1.
33 Πρβλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Μαρία ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Ὁ Ἄθωνας, Ἅγιον Ὄρος 1988, σελ. 274-275.


Παρασκευή 12 Αυγούστου 2022

Ὁ ἐλευσόμενος στά ἔσχατα Ἀντίχριστος, Ἄνθρωπος καί ὄχι ἐνσάρκωση τοῦ Σατανᾶ ἤ πονηρό σύστημα

 τοῦ π. Νικηφόρου Νάσσου

ΠΡΟΟΙΜΙΟ

Ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία εἶναι γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους τό «Βιβλίον τῆς Ζωῆς», ἀποκαλύπτει-προφητεύει τήν ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου στό τέλος τοῦ ἑβδοματικοῦ χωροχρόνου. Ὁ Ἀντίχριστος θά ἔρθει στόν κόσμο ὡς Μεσσίας, με ἑωσφορικό ἐγωϊσμό καί θά αὐτοανακηρυχθεῖ θεός. Τά Ἀποστολικά κείμενα καί τό τελευταῖο Βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου, μαρτυροῦν ἀρίδηλα αὐτήν τήν πραγματικότητα τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Ἀντιχρίστου[1]. Ἐπιπλέον, καί ἀπό τήν Παράδοσή μας ἔχουμε τίς σχετικές μαρτυρίες περί τοῦ ἐλευσομένου στά ἔσχατα τυράννου τῆς ἀνθρωπότητος. Καί θά πρέπει νά εἶναι γνωστόν ὅτι Παράδοση γιά τούς Ὀρθοδόξους εἶναι ἡ διαχρονική Ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, «ὅ,τι πάντοτε, πανταχοῦ καί ὑπό πάντων πιστεύεται», κατά ἕνα χαρακτηριστικό ὁρισμό[2]. Ἀπό πλευρᾶς Δογματικῆς σημειώνουμε, ὅτι τό περί Ἀντιχρίστου ζήτημα ἐντάσσεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐσχατολογία, ἡ ὁποία εἶναι ὁ περί ἐσχάτων λόγος, συγκεκριμένα ὁ λόγος πού ἀρχίζει μέ τήν ἀρχή τῶν ἐσχάτων γεγονότων καί περατώνει μέ τό τέλος τους. Ἡ Ἐσχατολογία ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς Δογματικῆς Διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας.

Α) Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ Η ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΕΡΙ ΕΛΕΥΣΟΜΕΝΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ ΩΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Στήν Ὀρθόδοξη Ἐσχατολογία[3], ἀπό τά Βιβλικά καί Πατερικά κείμενα γίνεται λόγος περί τῆς ἐλεύσεως στά τελευταῖα χρόνια τῆς ἀνθρωπότητος, τοῦ «ἀνόμου», τοῦ «υἱοῦ τῆς ἀπωλείας», πού εἶναι ἀναμφιβόλως ὁ Ἀντίχριστος[4]. Γίνεται λόγος γιά τήν ἔλευσή του, τή μιαρά δράση του, τό ἄδοξο τέλος του, ὅπως καί τό χάραγμά του, τό ὁποῖο, κατά τή χαρακτηριστική ἔφραση τοῦ Εὐαγγελιστοῦ  Ἰωάννου θά εἶναι, «τό ὄνομα τοῦ θηρίου, ἤ ὁ ἀριθμός τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ»[5]. Παρεπιμπτόντως νά σημειωθεῖ, ὅτι κάποιοι σήμερα προσδίδουν μεταφυσικές διαστάσεις σέ γεγονότα καί καταστάσεις, διαδίδοντας ὅτι ἤδη ἔχουμε σφραγισθεῖ. Ὅμως τό ἐσχατολογικό σφράγισμα τοῦ Ἀντιχρίστου προϋποθέτει τήν συνειδητή ἄρνηση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, κάτι πού ἐπί τοῦ παρόντος δέν μᾶς ἔχει ζητηθεῖ, παρά τήν ἐπικρατοῦσα διάχυτη ἀντίληψη, ὅτι βρισκόμαστε κοντά στά λεγόμενα «σημεῖα τοῦ τέλους».

Ἐπιπλέον, στά κείμενα-μνημεῖα τῆς Ἁγιοπατερικῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας γίνεται λόγος καί γιά τούς δύο Προφῆτες, πού κατά τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Πατερική Παράδοση θά εἶναι ὁ Ἠλίας καί ὁ Ἐνώχ, οἱ ὁποῖοι, μή γευθέντες εἰσέτι θάνατο, θά ἐμφανισθοῦν ἀπό τόν Κύριο στά ἔσχατα, γιά νά κηρύξουν ἐναντίον τοῦ ἀντιθέου ἔργου τοῦ «Θηρίου» καί τέλος θά θανατωθοῦν ἀπό αὐτόν[6]. Ὅλα αὐτά τά θέματα ἀναλύονται ἐν ἐκτάσει μέσα στήν Πατερική Γραμματεία μας. Στό παρόν κείμενο θά ἐξετάσουμε μία πτυχή τοῦ ζητήματος περί τοῦ Ἀντιχρίστου, αὐτήν πού ἀφορᾶ στήν ἀμφισβήτησή του ὡς ἀνθρώπου ἀπό κάποιους συγγραφεῖς στίς ἡμέρες μας.

Εἶναι γνωστόν, ὅτι μέσα στήν Ἱστορία τῆς θείας Οἰκονομίας ὑπάρχει σύγκρουση μεταξύ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τοῦ ἀκαθάρτου πνεύματος, τοῦ Διαβόλου. Ἡ σύγκρουση εἶναι διαχρονική καί σέ διάφορες και ἀλλεπάλληλες φάσεις πραγματοποιούμενη. Πρόκειται για μιά συνεχῆ πάλι μεταξύ φωτός καί σκότους, μεταξύ κτιστοῦ πλάσματος (ἀποστατημένου) και Ἀκτίστου Θεοῦ. Ὅμως, κατά τούς ἐσχάτους χρόνους τοῦ ἑβδοματικοῦ χωροχρόνου, θά λάβει χώρα μία γενικευμένη ἐπίθεση τοῦ Διαβόλου ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καί αὐτή θά ἐκδηλωθεῖ (πέραν τῆς γενικῆς Ἀποστασίας τῶν καιρῶν) καί διά μέσου ἑνός ἀνθρώπου, πού θά ἔχει μέσα του τή μεγαλύτερη ἐνέργεια τοῦ Διαβόλου. Αὐτόν τόν συγκεκριμένο ἄνθρωπο ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὀνομάζει «Ἀντίχριστο». Γράφει ὁ ἠγαπημένος Μαθητής στήν πρώτη Καθολική του Ἐπιστολή: «Παιδία…καί καθώς ἠκούσατε ὅτι ὁ Ἀντίχριστος ἔρχεται, καί νῦν ἀντίχριστοι πολλοί γεγόνασιν…»[7]. Ἐδῶ σαφέστατα ὁ Ἰωάννης προφητεύει τήν μελλοντική ἔλευση τοῦ μεγάλου Ἀντιχρίστου, τόν ὁποῖο διακρίνει ἀπό τούς μικρούς ἀντιχρίστους. Ὅπως οἱ μικροί ἀντίχριστοι εἶναι ἄνθρωποι, ἔτσι ἄνθρωπος θά εἶναι καί ὁ μέγας Ἀντίχριστος! Ἐπίσης ὁ Ἰωάννης δέν λέγει: «θά ἔρθει ὁ Διάβολος», ἀφοῦ ὁ Διάβολος εἶναι πάντοτε παρών στόν κόσμο, ὡς «κοσμοκράτωρ».

Στή συνέχεια, ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος κάνει λόγο καί αὐτός περί ἀνθρώπου – Ἀντιχρίστου καί τόν ἀποκαλεῖ «ἄνθρωπον τῆς ἁμαρτίας» καί «υἱόν ἀπωλείας». Γράφει τό σκεῦος τῆς ἐκλογῆς τοῦ Θεοῦ στήν Β΄ πρός Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολή του: «Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας, ὁ ἀντικείμενος καί ὑπεραιρόμενος ἐπί πάντα λεγόμενον Θεόν ἤ σέβασμα, ὥστε αὐτόν εἰς τόν ναόν τοῦ Θεοῦ, ὡς Θεόν καθίσαι, ἀποδεικνύντα ἑαυτόν ὅτι ἐστί Θεός»[8].

Κατά ταῦτα, ὁ ἐλευσόμενος στά ἔσχατα Ἀντίχριστος θά εἶναι ἕνας συγκεκριμένος ἄνθρωπος, ὑπαρκτό καί ἱστορικό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί ὄχι πνεῦμα. Ὁ Ἀντίχριστος, ὅπως ὀρθά ἔχει παρατηρηθεῖ, «δέν θά εἶναι μία ἐνσάρκωση τοῦ διαβόλου, κατά τό πρότυπο τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἅγιοι Πατέρες, μάλιστα, διευκρινίζουν ὅτι δέν μπορεῖ ὁ ἀντίχριστος νά εἶναι ἐνσάρκωση τοῦ διαβόλου σέ ἕνα συγκεκριμένο ἀνθρώπινο πρόσωπο, διότι αὐτή καθεαυτή ἡ <ἐνσάρκωση> εἶναι μία διαδικασία ἀγάπης πρός τόν ἄνθρωπο… Ὁ ἀντίχριστος, ἑπομένως, δέν μπορεῖ να εἶναι ἐνσάρκωση τοῦ διαβόλου, διότι ὁ διάβολος δέν μπορεῖ νά ἀγαπήσει τον ἄνθρωπο, τοῦ ὁποίου μάλιστα εἶναι προαιώνιος ἀντίπαλος καί θανάσιμος ἐχθρός του»[9].

Τά Πατερικά κείμενα τῶν Ἁγίων μας, στοιχούμενα πρός τή Βιβλική Διδασκαλία, κάνουν λόγο καί αὐτά περί ἀνθρώπου – Ἀντιχρίστου. Θά εἶναι ἐκεῖνος ὁ μιαρός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θά ἔχει μέσα του ὅλη τή σατανική δύναμη καί ἐνέργεια. Ἡ Πατερική, διαχρονική συμφωνία, ὅπως τήν κωδικοποιεῖ τόν 8ο αἰῶνα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, μαρτυρεῖ σαφέστατα, ὅτι ὁ ἐλευσόμενος τύραννος τῆς ἀνθρωπότητος στά ἔσχατα,  θά εἶναι ἄνθρωπος καί ὄχι ἰδέα, ἤ πνεῦμα, ἤ σύστημα. Πολλοί εἶναι οἱ ἀντίχριστοι πού θά ὑπάρξουν στήν ἱστορία σέ κάθε ἐποχή. Ὅμως, ἕνας θά εἶναι ὁ Ἀντίχριστος τῶν ἐσχάτων. «Ἰδιοτρόπως καί ἐξαιρέτως Ἀντίχριστος λέγεται ὁ ἐπί τῇ συντελείᾳ τοῦ αἰῶνος ἐρχόμενος», γράφει ὁ ἱερός Δαμασκηνός[10]. Καί δέν ἀμφιβάλλει γιά τήν ἔλευσή του, ἀλλά ρωμαλέα καί ἀποφαντικά γράφει: «Χρή γινώσκειν, ὅτι δεῖ τόν ἀντίχριστον ἐλθεῖν»[11].

Αἰῶνες πρίν τόν ἅγιο Δαμασκηνό, ὁ χρυσορρόας Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, στήν Ὁμιλία του στήν Β΄ πρός Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολή τοῦ Παύλου, διερωτᾶται καί ἀπαντᾶ διαυγῶς ἐπί τοῦ θέματος: «Τίς δέ οὗτός ἐστιν; ἄρα ὁ σατανᾶς; οὐδαμῶς. Ἀλλ᾿ ὡς ἄνθρωπός τις πᾶσαν αὐτοῦ δεχόμενος τήν ἐνέργειαν»[12].

Ὁ μιαρός Ἀντίχριστος θά προσπαθήσει νά μιμηθεῖ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί θά ἀποτελέσει ἕνα κακέκτυπο μιμήσεως τοῦ Θεανθρώπου. Θά ἔρθει «ἐν σχήματι ἀνθρώπου», ὅπως ὁ Χριστός, ἀλλά θά γεννηθεῖ «ἐκ πορνείας», κατά τή μαρτυρία τῶν Ἁγίων[13].

Ἄς δοῦμε, ὅμως, κάποιους χαρακτηρισμούς, πού ἀποδίδονται ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες στό μιαρό πρόσωπο τοῦ Ἀντιχρίστου. Μέσα ἀπό αὐτούς ἀποδεικνύεται ἡ διαχρονική συμφωνία περί ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου ὡς ἀνθρώπου, στά ἔσχατα τοῦ ἑβδοματικοῦ χωροχρόνου. Ὁ Ἀντίχριστος, ὁ ὁποῖος ἤδη στά Βιβλικά κείμενα ἀποκαλεῖται ὡς τό «βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως»[14], ἀπό Ἁγίους Πατέρες ἀποκαλεῖται ὡς: «κοσμοπλανής»[15]«ἄνομος»«ἀποστάτης»,«φονεύς»«ληστής»«ἀνακεφαλαίωσις πάσης ἀδικίας καί παντός δόλου»[16]«θεομάχος»«παμμίαρος»«τύραννος»«μιαρός»[17]. Ὁ Μέγας Φώτιος, σέ Ὁμιλία του Εἰς τό κατά Ἰωάννην, ἀποκαλεῖ τόν Ἀντίχριστο «τρισάθλιον ἄνθρωπον» (ἄρα ἄνθρωπο)[18].

Β) ΛΟΓΟΙ ΕΛΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ

Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι οἱ Πατέρες ὁμιλοῦν καί γιά τούς λόγους, ἕνεκα τῶν  ὁποίων θά ἔρθει ὁ Ἀντιχριστος στά τέλη τῆς Ἱστορίας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐξηγεῖ γενικά σέ μία θαυμάσια Ὁμιλία του γιατί ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά ὑπάρχουν αἱρέσεις, γιά ποιό λόγο ὑπάρχει ὁ Διάβολος καί οἱ πονηροί ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ὑποσκελίζουν πολλούς. Μέσα σέ ὅλα αὐτά ἐντάσσει καί τό ζήτημα τῆς παραχωρήσει Θεοῦ ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου, θεωρῶντας το μᾶλλον ὡς κορυφαῖο γεγονός τῶν παραχωρουμένων κακῶν, μέ τή σχετική ἐρώτηση: «τίνος ἕνεκεν ὁ Ἀντίχριστος παραγίνεται». Τό παράθεμα ἐν προκειμένῳ εἶναι λίαν σημαντικό: «Εἰ δέ ζητοίης τίνος ἕνεκεν ταῦτα συνεχωρήθη (ἔχει παραχωρηθεῖ) καί μή τοῖς ἀρρήτοις τῶν οἰκονομιῶν αὐτοῦ λόγους παραχωροίης, ἀλλά ἐμελέτησας ἀεί πάντα περιεργάζεσθαι, ὁδῷ προβαίνων καί ἄλλα πολλά διαπορήσεις, οἷον, τίνος ἕνεκεν ἀφείθησαν αἱ αἱρέσεις, τίνος ἕνεκεν διάβολος… τίνος ἕνεκεν οἱ πονηροί τῶν ἀνθρώπων καί πολλούς ὑποσκελίζοντες· καί τό δή κεφάλαιον ἁπάντων τούτων, τίνος ἕνεκεν ὁ ἀντίχριστος παραγίνεται, ὁ τοσαύτην ἔχων δύναμιν πρός ἀπάτην»[19].

Στή συνέχεια ὁ ἱ. Χρυσόστομος διακρίνει δύο κατηγορίες λόγων/αἰτίων, ἕνεκα τῶν ὁποίων παραχωρεῖ ὁ Θεός τήν ἔλευση τοῦ «ἀνόμου» στόν κόσμο, κατά τή ζοφερά ἐποχή τῶν ἐσχάτων. Στήν πρώτη κατηγορία ἀνήκουν οἱ λόγοι ἐκεῖνοι, πού εἶναι φανεροί μόνο στόν Θεό, ὁ Ὁποῖος οἰκονομεῖ μέ διαφόρους τρόπους τά καθ᾿ ἡμᾶς. Αὐτοί οἱ λόγοι εἶναι οἱ περισσότεροι. Στή δεύτερη κατηγορία ἀνήκουν οἱ λόγοι, πού εἶναι γνωστοί καί σέ μᾶς τούς ἀνθρώπους[20]. Οἱ γνωστοί λόγοι ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου, κατά τόν ἱ. Χρυσόστομο εἶναι οἱ ἑξῆς, τούς ὁποίους ἀναφέρουμε ἐπιγραμματικά: Α) Ἡ πλήθυνση τῆς ἀνομίας καί ἀσεβείας τοῦ κόσμου, Β) Ἡ ἀνάδειξη τῆς ἀρετῆς τῶν δικαίων καί Γ) Ὁ ἔλεγχος τῆς μοχθηρίας τῶν Ἰουδαίων καί τοῦ Ἀντιχρίστου[21].

Σχετικά μέ τόν τρίτο λόγο θά σημειώσουμε, ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Κύριος ἀναφέρει τήν μελλοντική πίστη τῶν Ἰουδαίων στόν ἐλευσόμενο Ἀντίχριστο, ὡς ἀπόδειξη τῆς ἀγνωμοσύνης καί μισοθεΐας τῶν Θεοκτόνων. Τό ἀκοῦμε στήν Εὐαγγελική περικοπή τοῦ Ἰωάννου. Ἦλθα, λέγει ὁ Κύριος, ἐγώ, στό ὄνομα τοῦ Πατέρα μου καί δέν μέ δεχθήκατε. Ὅταν θά ἔρθει ἄλλος στό ὄνομα τοῦ ἑαυτοῦ του, αὐτόν θά τόν δεχθεῖτε. «Ἐγώ ἦλθον ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Πατρός μου καί οὐ λαμβάνετέ με·ἐάν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήψεσθε»[22]. Καί ἐρωτᾷ ἐπ᾿ αὐτοῦ ὁ Χρυσόστομος: «Ποῖον ἐννοεῖ δέ, ὅτι θά ἔλθῃ ἐξ᾿ ὀνόματος τοῦ ἑαυτοῦ του; Ἐδῶ ὑπαινίσσεται τόν Ἀντίχριστον καί παρουσιάζει ἀναμφισβήτητον ἀπόδειξιν τῆς ἀσεβείας των (Ἰουδαίων)»[23]. Πόσο σαφέστερα νά διατυπώσουν οἱ πεφωτισμένοι Πατέρες μας τήν ἀλήθεια τῶν Εὐαγγελικῶν λόγων!;

Τελικῶς, τό συμπέρασμα πού ἐξάγεται ἀβιάστως ἐκ τῶν ἀνωτέρω, εἶναι ὅτι Πρῶτος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, τό ἀψευδές στόμα, ἐλέγχοντας τήν ἀγνωμοσύνη τῶν Ἰουδαίων, διεκήρυξε ὅτι θά ἔρθει στόν κόσμο ὡς ἄνθρωπος ὁ Ἀντίχριστος. Ἔπειτα οἱ Ἅγιοι συγγραφεῖς καί ἑρμηνευτές ἀνέπτυξαν καί διεσάφησαν τά Κυριακά, ἀλλά καί τά Ἀποστολικά λόγια, τά ἀφορῶντα στήν ἐμφάνιση τοῦ «υἱοῦ τῆς ἀπωλείας». Πρόκειται, ἑπομένως, γιά ζήτημα πίστεως, στό ὁποῖο ἰσχύει ἡ διαχρονική συμφωνία τῶν Πατέρων (τό λεγόμενο consensus patrum)[24], θέμα Δογματικό καί ὄχι θεολογούμενο, ἤ ἀμφιβαλλόμενο!

Γ) ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ ΤΟΥ ΕΛΕΥΣΟΜΕΝΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ ΩΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Δυστυχῶς, πρέπει νά ὁμολογήσουμε, ὅτι στήν παροῦσα ἐποχή τῆς γενικευμένης Ἀποστασίας, παραθεωρεῖται ἡ ὀρθή Διδασκαλία, «καταπεφρόνηται τά τῶν Πατέρων δόγματα», ὅπως θά ἔλεγε ὁ Μ. Βασίλειος[25]. Καί ἀντί τούτων, εἰσάγονται διάφορες θεωρίες καί φιλοσοφίες, κατά τό δοκοῦν ἑρμηνεῖες, ἀρεστές πάντως στή «Νέα Ἐποχή»….

Κατά καιρούς, λοιπόν, διάφοροι θεολόγοι καί θεολογοῦντες, κληρικοί καί λαϊκοί ἀποφαίνονται λίαν σφαλερῶς, ὅτι ὁ Ἀντίχριστος δέν θά εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλά ἰδέα, τό κακό, ἡ ἐξαπλωμένη ἁμαρτία στόν κόσμο κ.λπ. Τώρα πλέον βλέπουμε τίς ἀπόψεις αὐτές νά διατυπώνονται καί σέ Ἀκαδημαϊκό ἐπίπεδο. Συγκεκριμένα, στή νέα ἔκδοση τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀπό τήν Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ ἐπιμελητής τῆς ἀποδόσεως τοῦ κειμένου στή νεοελληνική, καθηγητής (ὁμότιμος) Χρ. Βούλγαρης προβαίνει σέ αὐθαίρετη ἑρμηνεία τῶν περί τοῦ Ἀντιχρίστου ἀπό την Β΄ Πρός Θεσσαλονικεῖς καί στό Γλωσσάριο πού παραθέτει στό τέλος μεταφράζει τό «Ἀντίχριστος» σέ «σατανᾶς». Γράφει συγκεκριμένα: «Ἀντίχριστος. Ὁ σατανᾶς, ὁ ὁποῖος στίς ἔσχατες ἡμέρες θά προηγηθεῖ τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ γιά νά παραπλανήσει τούς ἀνθρώπους»[26]. Ὅμως, ὁ σατανᾶς προηγεῖται καί τῆς Πρώτης Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὡς πνεῦμα ἀκάθαρτο ὑπάρχει καί δρᾶ αἰῶνες τώρα μέσα στήν Ἱστορία! Πόθεν, ἄραγε, ἀρύεται ὁ κ. καθηγητής αὐτές τίς ἑρμηνεῖες; Τό σημαντικό εἶναι ὅτι και μέσα στό κείμενο, κατά τήν ἀπόδοση στή νεοελληνική, λανθάνει ὁ ἐν λόγῳ καθηγητής. Στό δεύτερο Κεφάλαιο τῆς Β΄ πρός Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολῆς τοῦ ἀπ. Παύλου, στίχ. 3, τό πρωτότυπο κείμενο λέγει: «Μή τις ὑμᾶς ἐξαπατήσῃ κατά μηδένα τρόπον· ὅτι ἐάν μή ἔλθῃ ἡ ἀποστασία πρῶτον καί ἀποκαλυφθῇ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας». Ὁ θεορρήμων Παῦλος ὁμιλεῖ σαφέστατα περί ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος θά ἀποκαλυφθεῖ, ἀφοῦ ἐπικρατήσει ἡ ἀποστασία στόν κόσμο.

Ὁ καθηγητής Χρ. Βούλγαρης, ὅμως, μεταφράζει τό «ἄνθρωπος» σέ «σατανᾶς». Γράφει στήν ἀπόδοση τοῦ κειμένου: «Προσέξτε νά μή σᾶς ξεγελάσει κανείς κατά κανένα τρόπο. Ἡ ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ δέν θά ἔρθει, ἄν προηγουμένως δέν ἔρθει ἡ ἀποστασία καί δέν φανερωθεῖ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας (ὁ σατανᾶς[27]. Ἄλλο ὅμως ἄνθρωπος, καί ἄλλο σατανᾶς. Πρός τί, ἄραγε, αὐτή ἡ αὐθαίρετη ἑρμηνεία; (Σέ ἀντίθεση μέ τήν ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τοῦ Ν. Σωτηροπούλου, ὁ ὁποῖος στόν στίχ. 3 τοῦ ἐν λόγῳ Κεφαλαίου, γράφει: «ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας (ὁ Ἀντίχριστος)»[28].

Ἐπιπλέον, ἡ παροῦσα θέση τοῦ καθηγητοῦ ἔρχεται σέ ἀντίφαση μέ τήν (ὀρθή) ἑρμηνεία του στόν στίχ. 9 τοῦ ἰδίου Κεφαλαίου. Τό πρωτότυπο κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς: «Οὗ ἐστιν ἡ παρουσία κατ᾿ ἐνέργειαν τοῦ σατανᾶ ἐν πάσῃ δυνάμει καί σημείοις καί τέρασι ψεύδους». Ἡ ἀπόδοση τοῦ καθηγητοῦ εἶναι ἡ ἑξῆς: «Ἡ ἔλευση τοῦ ἀνόμου θά συντελεστεῖ μέ τήν ἐνέργεια τοῦ σατανᾶ μέ ὅλη τή δύναμη καί μέ ψευδῆ σημεῖα καί τέρατα»[29]. Ἡ ἀπόδοση αὐτή εἶναι ὀρθή, ἀλλά ἐκθέτει τόν καθηγητή, διότι στά προλεχθέντα ἑρμηνεύει τόν «ἄνθρωπο» καί «ἄνομο» τῆς Β΄ πρός Θεσσαλονικεῖς ὡς τόν «σατανᾶ», ἐνῶ ἐδῶ λέγει ὅτι ἡ ἔλευση τοῦ ἀνόμου θά συντελεστεῖ μέ τή δύναμη τοῦ σατανᾶ. Πῶς, ὅμως, ὁ σατανᾶς θά ἔχει ὡς σύμμαχό του τόν… ἑαυτό του; Εἶναι καταφανής ἡ ἀντίφαση. Τό συμπέρασμα πού ἀβιάστως ἐξάγεται εἶναι ὅτι ὁ ἐλευσόμενος «ἄνομος», σύμφωνα μέ τά Βιβλικά καί Πατερικά κείμενα θά εἶναι ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θά ἔχει τή δύναμη καί ἐνέργεια τοῦ σατανᾶ καί θά στηριχθεῖ ἀπό αὐτόν μέ ψευδῆ σημεῖα καί τέρατα. Διαφορετικά, οὔτε κἄν στοιχειώδης λογική δέν μπορεῖ νά δεχθεῖ ἔλευση σατανᾶ, μέ τήν ἐνέργεια καί βοήθεια τοῦ σατανᾶ!…

Εἶναι, ὅμως, ἀπορίας ἄξιον τό γεγονός, ὅτι ἡ Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀφενός μέν ἐκδίδει τήν πολύ ἀξιόλογη μελέτη τοῦ Μητροπολίτου Ἀχελώου Εὐθυμίου Στυλίου, μέ τίτλο: Τό μυστήριο τῆς 8ης ἡμέρας, ὅπου ὁ συγγραφεύς κάνει εἰδική ἀναφορά στό ζήτημα τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου καί μέ ἀδιάσειστα ἐπιχειρήματα ἀποδεικνύει ὅτι αὐτός θά εἶναι ἄνθρωπος, ἀφετέρου δέ, ἐκδίδει τήν Καινή Διαθήκη μέ νεοελληνική ἀπόδοση τοῦ κειμένου ἀπό τόν καθηγητή Χρ. Βούλγαρη, ὁ ὁποῖος γράφει σαφῶς ὅτι ὁ ἐλευσόμενος Ἀντίχριστος θά εἶναι, ὄχι ἄνθρωπος, ἀλλά πνεῦμα, δηλ. ὁ διάβολος!

Τήν ἀντορθόδοξη θεωρία περί Ἀντιχρίστου ὡς τοῦ σατανᾶ, ἤ ἰδέας, ἤ συστήματος, ἤ ὡς τῆς ἀποστασίας γενικά ἔχουν ἐγκολπωθεῖ καί ἄλλοι καθηγητές Ἀκαδημαϊκοί, ὅπως λ.χ. ὁ Γ. Πατρῶνος. Ὁ συγκεκεριμένος καθηγητής, στό βιβλίο του Θεολογία καί ὀρθόδοξο βίωμα, ἀφοῦ προβαίνει σέ δικές του ἑρμηνεῖες, μή ἐρειδόμενες στήν Πατερική Παράδοση, γράφει ὅτι «ἡ λέξη ἀντίχριστος εἶναι ἕνας τεχνικός ὅρος, πού φανερώνει τό καταστροφικό ἔργο τοῦ δαίμονα, ἕνα φριχτό ἔργο ἀνομίας, ἀπάτης, ἐρημώσεως και ἀπωλείας»[30].

Βλέπουμε δυστυχῶς στίς ἡμέρες μας τή θεολογική αὐθαιρεσία νά ἐπιπολάζει. Βλέπουμε νά διαδίδονται ἀπόψεις καί ἑρμηνεῖες περί τά ἐσχατολογικά (ὅπως καί σέ ἄλλα σοβαρά θεολογικά ζητήματα), οἱ ὁποῖες δέν συνάδουν μέ τήν ὀρθόδοξη Θεολογία καί Παράδοση, ἀλλά μέ τίς διάφορες ἀκαδημαϊκές εἰκοτολογίες, πού κάποιοι Ἕλληνες καθηγητές διδάχθηκαν στά Πανεπιστήμια τῆς Δύσεως καί κατόπιν τίς μετέφεραν στίς ἐνταῦθα Σχολές μέσῳ τῶν κειμένων καί μελετῶν τους. Ὅμως, ὀφείλουμε οἱ Ὀρθόδοξοι νά μήν εὑρεσιολογοῦμε, ἀλλά νά στηριζόμαστε στίς Ἅγιες Γραφές, σύμφωνα βεβαίως μέ τήν Πατερική ἑρμηνεία καί κατανόησή τους, ὅπως μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων. «Ταῦτα δέ διδάσκομεν οὐχ εὑρεσιολογοῦντες, ἀλλ᾿ ἐκ τῶν θείων ἐκκλησιαζομένων Γραφῶν…»[31].

Δ) ΧΙΛΙΑΣΤΙΚΗ ΠΛΑΝΗ ΠΕΡΙ ΜΗ ΕΛΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ

ΩΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Εἶναι σημαντικό, γιά τό θέμα πού ἐξετάζουμε, νά τονισθεῖ ὄτι ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ Ἀντιχρίστου ὡς ἀνθρώπου ἀποτελεῖ ἐσχατολογικό δόγμα τῶν Χιλιαστῶν – (ψευδο)μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ.

Ὁ φιλόλογος καί ἀντιαιρετικός συγγραφεύς, Θεόδωρος Ζιώγας, στό βιβλίο του μέ τίτλο: «Μετάφραση Νέου κόσμου» – Ἡ Διαστρεβλωμένη «Ἁγία Γραφή» τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ» (Ἀθήνα 2010), παρέχει ἀρκετά στοιχεῖα περί τοῦ θέματος, ἐκ τῶν ὁποίων ἀρυόμαστε ἕνα σημαντικό, δηλωτικό τῆς πλάνης καί διαστροφῆς τῶν Ἰεχωβιτῶν. Παραθέτουμε ἀπό τό βιβλίο τοῦ ἐν λόγῳ συγγραφέως τά ἀκόλουθα:

«Ἰωάν. Ε΄, 43. Ἐκκλ. Κείμενο. «Ἐγώ ἦλθον ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Πατρός μου καί οὐ λαμβάνετέ με· ἐάν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήψεσθε». Ὁ Ἰησοῦς ἀπευθύνεται στούς Ἰουδαίους, στίχ. 17-42, καί τούς ἀποκαλύπτει ὕψιστες ἀλήθειες γιά τό Πρόσωπό του καί τή σχέση του μέ τόν Θεό Πατέρα. Στό στίχ. 43 τούς λέγει. Ἐγώ ἦρθα στό ὄνομα τοῦ Πατέρα μου καί δέν μέ δέχεσθε… Ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει-προφητεύει γιά τήν ἔλευση τοῦ μεγάλου Ἀντιχρίστου. Ὁ Ἀντίχριστος θά ἔρθει ὡς Μεσσίας-Χριστός, μέ ἑωσφορικό ἐγωϊσμό καί θ᾿ ἀνακηρυχθεῖ Θεός. Β΄ Θεσ. Β΄4-6, Α΄ Ἰωάν. Β΄18, Ἀποκ. ΙΓ΄Κεφάλαιο. Βλ. κείμενο. Τό «ἐάν» στήν ἀρχή τοῦ στίχ. 43 ἔχει τήν ἔννοια τοῦ «ὅταν». Αὐτό εὔκολα γίνεται κατανοητό ἀπό τή συνέχεια τοῦ λόγου, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς χρησιμοποιεῖ χρόνο μέλλοντα, «λήψεσθε», θά τόν δεχθεῖτε… Οἱ Ἑβραῖοι μετά τήν ἐπανίδρυση τοῦ κράτους τοῦ Ἰσραήλ καί τήν ἐπανάκτηση τῆς Ἱερουσαλήμ, ἐναγώνια προσδοκοῦν τήν ἔλευση τοῦ «Μεσσία» τους, τοῦ Ἀντιχρίστου δηλαδή. Ἰωάν. 5: 43. Ἡ «Σκοπιά» μετέφρασε στή ΜΝΚ, σελ. 1328, ὡς ἑξῆς: «Ἐγώ ἔχω ἔρθει στό ὄνομα τοῦ Πατέρα μου, ἀλλά δέν μέ δέχεστε· ἄν κάποιος ἄλλος ἐρχόταν ἐξ᾿ ὀνόματος τοῦ ἑαυτοῦ του, ἐκεῖνον θά τόν δεχόσασταν». Ἡ «Σκοπιά» μετέφρασε τό «ἐάν» τοῦ κειμένου ὡς «ἄν». Στή συνέχεια διέστρεψαν τό νόημα τῶν λόγων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μετέφρασαν τό ρῆμα τοῦ κειμένου «ἔλθῃ» ἀπό ἀόριστο χρόνο σέ χρόνο παρατατικό «ἐρχόταν» καί τό ρῆμα τοῦ κειμένου «λήψεσθε» ἀπό μέλλοντα σέ χρόνο παρατατικό, θά τόν «δεχόσασταν»… Μέ τήν ἀλλαγή τῶν χρόνων τῶν δύο ρημάτων ἀλλοιώνεται τελείως τό νόημα τοῦ ἐδαφίου. Σύμφωνα μέ τό κείμενο, ὁ Ἰησοῦς σαφέστατα προφητεύει τήν μελλοντική ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου καί τήν ἀποδοχή του ἀπό τούς Ἰουδαίους. Τό νόημα στή ΜΝΚ εἶναι ὅτι ὁ Ἰησοῦς μίλησε καθαρά ὑποθετικά γιά ἔλευση ἄλλου Μεσσία. Ὁ ἀναγνώστης-ὀπαδός-θῦμα τῆς «Σκοπιά», ὅταν διαβάζει τό ἐδάφιο, ὅπως εἶναι στή ΜΝΚ, παραπλανᾶται καί ὁδηγεῖται στήν ἑρμηνεία ὅτι δέν θά ἔρθει ὁ Ἀντίχριστος ὡς πρόσωπο! Οἱ «ἅγιοι» τῆς «Σκοπιά» μέ τήν ἀνωτέρω διαστροφή «προσάρμοσαν» καί αὐτό τό ἐδάφιο στήν πλάνη-κακοδοξία τους ὅτι δέν θά ἔρθει ὁ Ἀντίχριστος ὡς πρόσωπο, ἀλλά εἶναι τό Θρησκευτικό-πολιτικό καί οἰκονομικό σύστημα»[32].

Ἰδού λοιπόν, ἔχουμε καί ταύτιση τῶν σημερινῶν θεωριῶν μέ τήν πλάνη τῶν (ψευδο)μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ, ὅτι ὁ Ἀντίχριστος δέν θά εἶναι ἄνθρωπος.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΕ ΤΑ ΠΕΡΙ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ

Μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἀναφορᾶς στό ζήτημα τοῦ ἐλευσομένου «ἀνόμου» ὡς ἀνθρώπου, μπορεῖ νά παρασχεθεῖ μία σύντομη ἀπάντηση σέ κάποιες ἄλλες θεωρίες (μᾶλλον ἀμπελοφιλοσοφίες) πού κυκλοφοροῦνται κατά καιρούς, περί τοῦ ὅτι δῆθεν οἱ Ἅγιοι Πατέρες δέν ἀσχολήθηκαν μέ τό ζήτημα τοῦ Ἀντιχρίστου, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀσχολοῦνται μόνο μέ τόν Χριστό κ.ἄ. παρόμοια.

Ἀποστομωτική στίς ἀνωτέρω θεωρίες εἶναι ἡ ΙΕ΄ Μυσταγωγική Κατήχηση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, ὁ ὁποῖος, ὡς Ἅγιος Πατήρ, ἠσχολεῖτο μέ τά τοῦ Χριστοῦ, πολύ περισσότερο ἀπό ὅσο οἱ σημερινοί εὑρεσιολόγοι. Ἀσχολήθηκε ὅμως καί μέ τά περί τοῦ Ἀντιχρίστου.

Ἐκτός ἀπό τόν ἅγιο Κύριλλο Ἱεροσολύμων, ἕνας ἱκανός ἀριθμός Ἁγίων Πατέρων, ἀσχολήθηκαν μέ τό ζήτημα τοῦ Ἀντιχρίστου καί ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τούς Ἁγίους: Ἱππόλυτο Ρώμης, Ἀνδρέα Καισαρείας, Ἀρέθα Καισαρείας, Αὐγουστῖνο Ἱππῶνος, Ἱερώνυμο, Εἰρηναῖο Λουγδούνου, Ἐφραίμ τόν Σύρο, Οἰκουμένιο, Νεόφυτο πρεσβύτερο, Ἰωάννη Δαμασκηνό, Μ. Φώτιο, Νικόδημο Ἁγιορείτη, Κοσμᾶ Αἰτωλό. Ὅλοι αὐτοί συνέγραψαν, ἑρμήνευσαν, διεσάφησαν ἀρκετά περί τῆς ἐλεύσεως τοῦ ἀνόμου, τοῦ «υἱοῦ τῆς ἀπωλείας», ὁ δέ μνημονευόμενος μεγάλος Δογματολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, συγκεφαλαιώνοντας στήν ἐποχή του, ὅπως ἐλέχθη, ὅλη τήν πρό αὐτοῦ ἁγιοπατερική Παράδοση στό κλασικό ἔργο του Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, καταγράφει πεφωτισμένα τά περί τοῦ θέματος τοῦ Ἀντιχρίστου, τήν ὁποία καταγραφή ἀποδέχεται ἡ Ἐκκλησία ὡς θέσφατη καί ἀσφαλῆ.

Καί ἐμεῖς, ἄν θέλουμε νά εἴμαστε «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι», θά πρέπει νά μιμούμαστε καί τήν πορεία τους. Ἐν προκειμένῳ, ἐννοεῖται πώς ἀσχολούμαστε μέ τά τοῦ Χριστοῦ, πού ἔχουν σωτηριολογική σημασία γιά ὅλους μας καί δέν τά ἀντικαθιστοῦμε μέ τά τοῦ Ἀντιχρίστου. Ὅμως, ἄν ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός δέν ἀσχολεῖται (μετρίως καί ὑγιῶς) καί δέν ἐνημερώνεται ἐπαρκῶς καί περί τῶν ἐσχατολογικῶν ζητημάτων, πῶς θά διαγνώσει πλάνες καί κακοδοξίες, πού κυκλοφοροῦνται στό χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας καί πῶς θά διακρίνει τό ἀληθές ἀπό τό ψευδές, ὅταν τό καλέσει τό καιρός;

Σφάλλουν, ἐν προκειμένῳ, ὅσοι κληρικοί παντός βαθμοῦ διακηρύσσουν ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι δέν θά πρέπει νά «καταγινόμαστε» μέ τά τοῦ Ἀντιχρίστου. Σφάλλουν, διότι κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, «χρή καί τά τῶν ἐχθρῶν εἰδέναι». Ὁμιλῶντας ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης κάποτε ἐκτεταμένα στό ποίμνιό του σχετικά μέ τόν διάβολο, ἐπισήμανε ὅτι δέν εἶναι μέν τοῦτο εὐχάριστο, ἀλλά εἶναι ἀπαραίτητο νά ἀσχολούμαστε καί μέ τόν ἐχθρό, διότι εἶναι ἀσφαλές νά γνωρίζουμε σαφῶς τά πράγματα, τίς τέχνες καί τίς μεθοδεῖες του. «Ποιοῦμεν δέ τοῦτο, οὐκ ἐπειδή ἡδύς ἡμῖν ὁ περί τοῦ διαβόλου λόγος, ἀλλ᾿ ἐπειδή ἀσφαλής ἡμῖν ἡ περί τούτου διδασκαλία· ἐχθρός γάρ ἐστι καί πολέμιος· μεγάλη δέ ἀσφάλεια τά τῶν ἐχθρῶν εἰδέναι σαφῶς»[33].

Κατά ταῦτα, ὀφείλουμε νά γνωρίζουμε καί τά ἐσχατολογικά, ὥστε νά εἴμεθα πάντοτε ἕτοιμοι γιά ὅλα, ὅταν τό καλέσει ὁ καιρός.

Τέλος, ἀξίζει νά παρουσιάσουμε τήν πολύ σπουδαία προτροπή τοῦ προαναφερομένου ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, πού τεκμηριώνει τά ἀνωτέρω πειστικότατα. Ὁ Ἅγιος, στίς περίφημες Κατηχήσεις του, ἐπισημαίνοντας τήν ἀνάγκη γνώσεως τῶν σημείων τῆς συντελείας ἀπό πλευρᾶς τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, γράφει: «Βλέπε τοίνυν σεαυτόν, ἄνθρωπε καί ἀσφαλίζουν τήν ψυχήν. Διαμαρτύρεταί σου ἡ Ἐκκλησία (σέ διαβεβαιώνει ἡ Ἐκκλησία) νῦν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, προδιαλέγεταί σοι τά περί τοῦ Ἀντιχρίστου πρίν παραγενέσθαι. Καί εἴτε ἐπί σοῦ γίνεται οὐκ οἴδαμεν, εἴτε μετά σέ γίνεται οὐκ οἴδαμεν. Καλόν δέ ἐστι ταῦτα εἰδότα σε προασφαλίσασθαι»[34].

Συνεπῶς, οὔτε ἀσχολούμαστε ἡμερονυκτίως μέ τόν Ἀντίχριστο, ἀλλά οὔτε παραθωροῦμε αὐτή τή σημαντική πτυχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐσχατολογίας, πού ἐμφαίνει τά πρό τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου «σημεῖα τοῦ τέλους», ὅπως ὁρίζονται ἀπό τήν Ἁγιογραφική καί Ἁγιοπατερική Παράδοσή μας. Τό πότε θα ἔρθει ὁ Ἀντίχριστος δέν γνωρίζουμε. Μήν τολμήσεις ἄνθρωπε νά ἀποφανθεῖς πότε θά γίνουν ὅλα αὐτά, συμβουλεύει πάλι ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, ἀλλά οὔτε πάλι νά κοιμηθεῖς, δηλ. νά ἐπαναπαυθεῖς! «Καί μή τολμήσῃς ἀποφήνασθαι τό πότε ταῦτα γίνεται. Μήτε πάλιν ὑπτίως κοιμηθῇς»[35].

Ὁ πιστός εἶναι πάντοτε ἕτοιμος, ἀναμένοντας τήν προσδοκωμένη Ὀγδόη, μεταϊστορική καί μεταχρονική Ἡμέρα…

ΙΟΥΛΙΟΣ 2022


[1]Ἰω. Ε΄ 43, Β΄ Θεσ. Β΄ 4-6, Α΄ Ἰω. Β΄ 18, Ἀπ. ΙΓ΄ Κεφ.

[2]Βικεντίου Λειρίνου, Commonitorium 2, P.L. 50, 640.

[3]Τό 2017 εἴχαμε ἐκπονήσει μία σχετική μελέτη με τίτλο: Ψηλαφώντας τήν Ὀρθόδοξη Ἐσχατολογία (ἐκδ. Ἑπτάλοφος, σελ. 312), ὅπου κατατίθεται ἡ Ὀρθόδοξη Δογματική Διδασκαλία περί τῶν Ἐσχάτων. Ἐκεῖ ὑπάρχει ἀρκετό ὑλικό γύρω ἀπό τό ζήτημα τοῦ Ἀντιχρίστου.

[4]Τό 2013 ἔχει κυκλοφορηθεῖ καί εἰδική μελέτη – Διδ. Δατριβή ἀπό τόν Β. Ταμιωλάκη μέ θέμα: Ἡ Διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν Ἀντίχριστο. Θεωροῦμε ὅτι ἡ ἐν λόγῳ Διατριβή εἶναι πληρέστατη καί διεξοδικώτατη, μέ ἕνα μεγάλο πλῆθος παραπομπῶν στούς Ἁγίους Πατέρες καί ἑρμηνευτές τοῦ Βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως, ἀλλά καί τῶν Ἀποστολικῶν κειμένων, γύρω ἀπό τό ζήτημα τοῦ ἐλευσομένου Ἀντιχρίστου.

[5]Ἀπ. ΙΓ, 17.

[6]Γέν. Ε΄, 21-24 σέ συνδυσμό Ἑβρ. ΙΑ΄, 5, Β΄ Βασιλέων Β΄, 1, 11-12 (Ἑβρ.), Δ΄ Βασιλειῶν Β΄, 1, 11-12 (Ο΄), Μαλ. Δ΄, 5-6, Μτθ. ΙΖ΄, 11, Μρκ. Θ΄, 11, Ἀποκ. ΙΑ΄ 3-13.

[7]Α΄ Ἰω., Β, 18.

[8]Β΄ Θεσ. Β΄, 3-4.

[9]Μητροπολ. Ἀχελώου Εὐθυμίου Στυλίου, Τό μυστήριο τῆς 8ης ἡμέρας, Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἐσχατολογία, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2015, σελ. 112-113.

[10]Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Περί Ἀντιχρίστου, Ἔκδοσις ἀκριβής…, σελ. 440.

[11]ὅ.π.

[12]Δογματική Π. Τρεμπέλα, Τόμ. Γ΄, σελ. 447, Μητρ. Εὐ. Στυλίου, ὅ.π. Τό μυστήριο τῆς 8ης ἡμέρας, σελ. 233.

[13]Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Περί Ἀντιχρίστου, βλ. Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Εἰσαγωγή, Μετάφραση, Σχόλια Ν. Ματσούκα, ἐκδ. Πουρναρᾶ Θεσσαλονίκη, 1989, σελ. 442: «…ἀλλ᾿ ἄνθρωπος ἐκ πορνείας τίκτεται».

[14]Δαν. 9, 27, Μτθ. 24, 15 καί τά παράλληλα αὐτοῦ. Βλ. Β. Ταμιωλάκη, Ἡ Διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν Ἀντίχριστο (Διδ. Διατριβή), Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 334.

[15]Διδαχή τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων, XVI4.

[16]Οἱ παρόντες χαρακτηρισμοί ἀποδίδονται ἀπό τόν ἅγιο Εἰρηναῖο στό ἔργο του, Ἔλεγχος…, βλ. παραπομπές στήν ἀνωτέρω Διατριβή, σελ. 334-335.

[17]Οἱ ἀνωτέρω χαρακτηρισμοί τοῦ Ἀντιχρίστου εἶναι τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἀπό τόν γνωστό Λόγο του, Εἰς τήν Παρουσίαν τοῦ Κυρίου, καί περί συντελείας τοῦ κόσμου, καί εἰς τήν παρουσίαν τοῦ Ἀντιχρίστου, βλ. Ἅπαντα Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, ἐκδ. «Τό περιβόλι τῆς Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1992, τόμ. Δ΄, Ὅ.π. Β. Ταμιωλάκη μνημ. ἔργ., σελ. 335-336.

[18]ὅ.π.

[19]Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Πρός τούς σκανδαλισθέντας, ΙΒ΄, PG 52, 508, ΕΠΕ 33, σελ. 570.

[20]Ὅ.π. ΕΠΕ 33, 570: «Εἰ δέ καί λόγον τινά ἐπιζητεῖς μαθεῖν, ἄκουε τόν ἡμῖν γνώριμον. Εἰσί μεν γάρ καί ἕτεροι πολλοί τῷ διαφόρως καί ποικίλως τά καθ᾿ ἡμᾶς πάντα οἰκονομοῦντι δῆλοι· ὅν δέ ἡμεῖς ἴσμεν οὗτός ἐστι τέως».

[21]Βλ. Β. Ταμιωλάκη, Ἡ Διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν Ἀντίχριστο, σσ. 133-135.

[22]Ἰω. 5, 43.

[23]Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τό Κατά Ἰωάννην, Ὁμιλία ΜΑ΄, ΕΠΕ 13, 477 (μτφρ.).

[24]Πρέπει ἐδῶ νά σημειώσουμε, ὅτι στά κύρια θεολογικά ζητήματα ὐπάρχει συμφωνία στούς Ἁγίους Πατέρες, τούς «ἐξ᾿ ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντας», ἐνῶ σέ ἐπιμέρους, δευτερεύοντα θέματα ἐκφράζεται ἀπό μέρους των μία ἐλεύθερη, θά λέγαμε, προσωπική γνώμη.

[25]Βλ. Ἐπιστολή 90, ΕΠΕ 2, σελ. 20.

[26]Ἡ Καινή Διαθήκη, ἐκδ.Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Τό πρωτότυπο κείμενο κατά τήν ἔκδοση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μέ νεοελληνική ἀπόδοση ὑπό τοῦ Χρήστου Βούλγαρη, Ἄρχοντος Διδασκάλου τοῦ Εὐαγγελίου, Ὁμοτίμου καθηγητοῦ καί τ. Κοσμήτορος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, σελ. 1334.

[27]ὅ.π. Ἡ Καινή Διαθήκη, ἀπόδοση στή νεολληνική ὑπό Χρ. Βούλγαρη, σελ. 1057.

[28]Βλ. Ἡ Καινή Διαθήκη μέ μετάφραση Ν. Σωτηροπούλου, θεολόγου-φιλολόγου, Ἀθήνα 2012, σελ. 929.

[29]ὅ. π. σελ. 1059.

[30]Βλ. Γ. Πατρώνου, Θεολογία καί ὀρθόδοξο βίωμα, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1994, σελ. 174.

[31]Κατήχησις ΙΕ΄, ΙΓ΄, ΕΠΕ 2, 138-139.

[32]Θ. Ζιώγα, «Μετάφραση Νέου κόσμου» – Ἡ Διαστρεβλωμένη «Ἁγία Γραφή» τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ» (Ἀθήνα 2010), σελ. 327-328.

[33]ΕΠΕ 31, 76.

[34]Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατήχησις ΙΕ, ΙΗ΄, PG 896 καί ΕΠΕ 2, 146. Βλ. Β. Ταμιωλάκη, Ἡ Διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκλησίας γιά τόν Ἀντίχριστο, Συμβολή στήν Ὀρθόδοξη Ἐσχατολογία, Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 160.

[35] Κατήχησις ΙΕ΄, Δ΄, PG 33, 876, ΕΠΕ 2, 126.