† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΝΑΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΝΑΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 21 Αυγούστου 2022

ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΤΟΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗ


 Κυρία Θεοτόκος κατά τον έξω χαρακτήρα και ήθος του σώματος ήτο σεμνή και σεβάσμια κατά πάντα, ολίγα και απαραίτητα λαλούσα, ήτο ογλήγορος εις το υπακούειν και ευπροσήγορος, ετίμα όλους και επροσκύνει, είχε το μέγεθος του σώματος μέσον και σύμμετρον, δεν επαρουσιάζετο εις κάθε άνθρωπον, ήτο μακράν από τόν γέλωτα και έξω από κάθε ταραχήν και θυμόν.

Το χρώμα του θεοδόχου Της σώματος ήτο όμοιο με το χρώμα του σιταριού.

Είχε ξανθάς τάς τρίχας της κεφαλής, είχεν οφθαλμούς πολλά ωραίους, χρωματισμένους με θείαν σεμνότητα, ωραισμένους με κόρας οξείς και όμοιας με τήν ελαίαν και καλλυνομένας με βλεφαρίδας φαιδροπρεπείς.

Είχε τα οφρύδια μαύρα, κυκλικώς σχηματισμένα.

Είχε τήν μύτην ομαλήν και ευθείαν.

Τα πανάμωμα χείλη Της ήτον ανθηρά, λάμποντα κοσμίως με ερυθρόν χρώμα και γέμοντα από την των λόγων γλυκύτητα.

Είχε το ιεροπρεπές πρόσωπον ολίγον μακρύ, είχε τάς θεοδόχους χείρας Της μακράς και τούς δακτύλους των χειρών μακρούς με λεπτότητα.


Ήτο ανυπερήφανος και είχε ταπείνωσιν υπερβάλλουσαν, εφόρει ρούχα φυσικώς χρωματισμένα, καθώς δηλούται από το άγιον μαφόριον, αυτόχροον υπάρχον.

Και δια να ειπούμεν καθολικώς, η Κυρία Θεοτόκος ήτο κατά τα εξωτερικά μέλη του σώματος γεμάτη τόση θείαν χάριν και σεβασμιότητα, ώστε όπου όστις έβλεπεν Αυτήν, ελάμβανε εις την ψυχήν του κάποιον φόβον και ευλάβειαν και χωρίς να Τήν ηξεύρη προτύτερα, εγνώριζεν από μόνον τόν εξωτερικόν χαρακτήρα Της ότι Αύτη αληθώς εστί Μήτηρ Θεού.

Και ο Αρεοπαγίτης θείος Διονύσιος, από την πολλήν αγάπην που είχε πρός τόν Χριστόν, ακούσας ότι έζη σωματικώς η πανάμωμος Μήτηρ Αυτού, επήγε να Την ιδεί, και λοιπόν βλέπων τήν θείαν θεωρίαν και τήν θαυμάσιαν και βασιλικήν ωραιότητά Της, ίδών δε και τούς Αγγέλους ισταμένους τριγύρω Αυτής και Τήν εδορυφόρουν ως βασίλισσαν, ακούσας δε και τα ουράνια λόγια εκ του αγίου στόματός Της, εξέστη ομολογήσας ότι και μόνος ο σωματικός Αυτής χαρακτήρ και το είδος Της Τήν εμαρτύρουν ως εστί Μήτηρ Θεού κατ' άλήθειαν.


Μεγαλείον και εξαίρετον ήτο εις μόνην τήν Θεοτόκον, διότι θεόθεν ήτο δεδωρημένον, ίνα γεννηθή εν τη Παλαιά Διαθήκη Παιδίον θήλυ κατ' επαγγελίαν, και μάλιστα εκ της στείρας, της θεοπρομήτορος Άννης.

Γνωστόν όμως έστω ότι η Κυρία Θεοτόκος, δια τα μεγαλεία ως Της έδωκεν ό Θεός, εσυνερίζετο τρόπον τινά και εφιλοτιμείτο να αγωνίζεται και Αυτή μετά τήν Ανάληψιν του Υιού Της με προσευχάς, με γονυκλισίας και με κάθε είδος ασκήσεως.

Όθεν λέγεται λόγος ότι, από τάς συχνάς γονυκλισίας, όπου η Θεοτόκος εποίει, εβαθούλωσαν αι πλάκαι, επάνω εις τας οποίας τα γόνατα έκλινεν.



Τρίτη 16 Αυγούστου 2022

ΘΕΟΤΟΚΟΣ, ΠΑΝΑΓΙΑ, ΜΗΤΕΡ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, Η ΧΑΡΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ! (Φώτης Κόντογλου)


Η Παναγία είναι το πνευματικό στόλισμα της ορθοδοξίας. Για μας τους Έλληνες είναι η πονεμένη μητέρα, η παρηγορήτρια κ' η προστάτρια, που μας παραστέκεται σε κάθε περίσταση.

Σε κάθε μέρος της Ελλάδας είναι χτισμένες αμέτρητες εκκλησιές και μοναστήρια, παλάτια αυτηνής της ταπεινής βασίλισσας, κι' ένα σωρό ρημοκλήσια, μέσα στα βουνά, στους κάμπους και στα νησιά, μοσκοβολημένα από την παρθενική και πνευματική ευωδία της. Μέσα στο καθένα από αυτά βρίσκεται το παληό και σεβάσμιο εικόνισμά της με το μελαχροινό και χρυσοκέρινο πρόσωπό της, που το βρέχουνε ολοένα τα δάκρυα του βασανισμένου λαού μας, γιατί δεν έχουμε άλλη να μας βοηθήσει, παρεκτός από την Παναγία, «άλλην γαρ ουκ έχομεν αμαρτωλοί προς Θεόν εν κινδύνοις και θλίψεσιν αεί μεσιτείαν, οι κατακαμπτόμενοι υπό πταισμάτων πολλών».

Το κάλλος της Παναγίας δεν είναι κάλλος σαρκικό, αλλά πνευματικό, γιατί εκεί που υπάρχει ο πόνος κ' η αγιότητα, υπάρχει μονάχα κάλλος πνευματικό. Το σαρκικό κάλλος φέρνει τη σαρκική έξαψη, ενώ το πνευματικό κάλλος φέρνει κατυάνυξη, σεβασμό κι αγνή αγάπη. Αυτό το κάλλος έχει η Παναγία. Κι' αυτό το κάλλος είναι αποτυπωμένο στα ελληνικά εικονίσματά της που τα κάνανε άνθρωποι ευσεβείς οπού νηστεύανε και ψέλνανε και βρισκόντανε σε συντριβή καρδίας και σε πνευματική καθαρότητα.

Στην όψη της Παναγίας έχει τυπωθεί αυτό το μυστικό κάλλος που τραβά σαν μαγνήτης τις ευσεβείς ψυχές και τις ησυχάζει και τις παρηγορά. Κι' αυτή η πνευματική ευωδία είναι το λεγόμενο Χαροποιόν Πένθος  που μας χαρίζει η θρησκεία του Χριστού, ένα βότανο άγνωστο στους ανθρώπους που δεν πήγανε κοντά σ' αυτόν τον καλόν ποιμένα.
Τούτη τη χαροποιά λύπη την έχουνε όλα όσα έκανε η ορθόδοξη τέχνη, και τα ευωδιάζει σαν σμύρνα και σαν αλόη, καν εικόνισμα είναι, καν υμνωδία, καν ψαλμωδία, καν χειρόγραφο, καν άμφια, καν λόγος, καν κίνημα, καν ευλογία, καν χαιρετισμός, καν μοναστήρι, καν κελλί καν σκαλιστό ξύλο, καν κέντημα, καν καντήλι, καν αναλόγι, καν μανουάλι, ότι και νάναι αγιωτικό. Από τα ονόματα και μόνο που έδωσε η ορθοδοξία στην Παναγία, και που μ'; αυτά την καταστόλισε, όχι σαν είδωλο θεατρικό, όπως γίνηκε αλλού που φορτώσανε μια κούκλα με δαχτυλίδια και σκουλαρήκια και με ένα σωρό άλλα ανίερα και ανόητα πράγματα, λοιπόν αυτά μοναχά, λέγω, φαίνεται πόσο πνευματική αληθινά είναι η λατρεία της Παναγίας στην ελληνική ορθοδοξία.

 Πρώτα-πρώτα το ένα αγιώτατο όνομά της: Παναγία. Ύστερα τα άλλα: Υπερευλογημένη, Θεοτόκος, Παναμώμητος, Τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξωτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ, Ζώσα και Άφθονος, Πηγή, Έμψυχος Κιβωτός, Άχραντος, Αμόλυντος, Κεχαριτωμένη, Αειμακάριστος και Παναμώμητος, Προστασία, Επακούουσα, Γρηγορούσα, Γοργοεπήκοος, Ηγιασμένος Ναός, Παράδεισος λογικός, Ρόδον το Αμάραντον, Χρυσούν Θυμιατήριον, Χρυσή Λυχνία, Μαναδόχος Στάμνος, Κλίμαξ Επουράνιος, Πρεσβεία θερμή, Τείχος απροσμάχητον, Ελέους Πηγή, του Κόσμου Καταφύγιον, Βασιλέως Καθέδρα, Χρυσοπλοκώτατος Πύργος και Δωδεκάτειχος Πόλις, Ηλιοστάλακτος Θρόνος, Σκέπη του Κόσμου, Δένδρον αγλαόκαρπον, Ξύλον ευσκιόφυλλον, Ακτίς νοητού ηλίου, Σιών αγία, Θεού κατοικητήριον, Επουράνιος Πύλη, Αδικουμένων προστάτις, Βακτηρία τυφλών, Θλιβομένων η χαρά, και χίλια δυο άλλα, που βρίσκονται μέσα στα βιβλία της εκκλησίας. Κοντά σ' αυτά είναι και τα ονόματα που γράφουνε απάνω στα άγια εικονίσματά της οι αγιογράφοι: Οδηγήτρια, Γλυκοφιλούσα, Πλατυτέρα των Ουρανών, η Ελπίς των απελπισμένων, η Ταχεία Επίσκεψις, η Αμόλυντος, η Ελπίς των Χριστιανών, η Παραμυθία, η Ελεούσα κι άλλα πολλά, που γράφουνται από κάτω από τη συντομογραφία: ΜΗΡ ΘΥ, που θα πεί Μήτηρ Θεού.

Πόση αγάπη, πόσο σέβας και πόσα κατανυκτικά δάκρυα φανερώνουνε μοναχά αυτά τα ονάματα, που δεν ειπωθήκανε σαν τα λόγια οπού βγαίνουνε εύκολα από το στόμα, αλλά που χαραχτήκανε στις ψυχές με πόνο και με ταπείνωση και με πίστη. Αμή οι ύμνοι της πούναι αμέτρητοι σαν τάστρα τ'; ουρανού κ'; εξαίσιοι στο κάλλος, και που τους συνθέσανε οι άγιοι υμνολόγοι, «θίασον συγκροτήσαντες πνευματικόν»! Σ' αυτό το ευωδιασμένο περιβόλι βρίσκουνται όλα τα αμάραντα άνθη και τα ευωδιασμένα βότανα του λόγου.

Αληθινά προφήτεψε η ίδια η Παναγία για τον εαυτό της, τότε που πήγε στο σπίτι του Ζαχαρία και την ασπάσθηκε η Ελισάβετ, πως θα τη μακαρίζουνε όλες οι γενεές: «Εκείνες τις μέρες, σηκώθηκε η Μαριάμ και πήγε στην Ορεινή με σπουδή στην πολιτεία του Ιούδα και μπήκε στο σπίτι του Ζαχαρία και χαιρέτησε την Ελισάβετ. Και σαν άκουσε η Ελισάβετ τον χαιρετισμό της Μαρίας πήδηξε το παιδί μέσα στην κοιλιά της (2). Και γέμισε Πνεύμα Άγιο η Ελισάβετ και φώναξε με φωνή μεγάλη κ'; είπε: Βλογημένη είσαι εσύ ανάμεσα στις γυναίκες και βλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου. Κι'; από πού μου ήρθε αυτό το καλό, νάρθει η μητέρα του κυρίου μου προς εμένα; γιατί μόλις ήρθε η φωνή του χαιρετισμού σου στ' αυτιά μου, ξεπέταξε το παιδί στην κοιλιά μου, κι' είναι μακάρια εκείνη που πίστεψε σε όσα της είπεν ο Κύριος.

Κι' είπε η Μαριάμ: «Δοξολογά η ψυχή μου τον Κύριο κι' αναγάλλιασε το πνεύμα μου για το Θεό τον σωτήρα μου, γιατί καταδέχθηκε να κυτάξει την ταπεινή τη δούλα του. Γιατί, να, από τώρα κ' ύστερα θα με μακαρίζουνε όλες οι γενεές, επειδή έκανε σε μένα μεγαλεία ο Δυνατός, κ' είναι αγιασμένο τ' όνομά του, και το έλεός του πηγαίνει από γενεά σε γενεά σε κείνους που έχουνε τον φόβο του». Αμέτρητες είναι οι υμνωδίες της Παναγίας, μα αμέτρητα είναι και τα σεμνόχρωμα εικονίσματά της, που καταστολίζουνε τις εκκλησιές μας, ζωγραφισμένα στο σανίδι είτε στον τοίχο. Σε κάθε ορθόδοξη εκκλησιά στέκεται το εικόνισμά της στο τέμπλο από τα δεξιά της άγιας Πόρτας.

Σε άλλες εικόνες ζωγραφίζεται και μοναχή, μα στα εικονίσματα του τέμπλου κρατά πάντα τον Χριστό στην αγκαλιά της απ' τ' αριστερά, σπάνια απ' τα δεξιά, (τότε λέγεται Δεξιοκρατούσα). Το κεφάλι της είναι σκεπασμένο σεμνά και σοβαρά με το μαφόριο, ένα φόρεμα φαρδύ κι' ιερατικό σκούρο βυσσινί, που πέφτει στον ώμο της απλόχωρο, αφήνοντας να φαίνεται μοναχά το μακρουλό πρόσωπό της και τα χέρια της. Από μέσα από το σκέπασμα φαίνεται μια στενή λουρίδα από το δέσιμο του κεφαλιού της που σφίγγει το μέτωπό της και αφίνει να φανούνε μονάχα οι άκρες των αυτιών της. Το μέτωπό της είναι σαν μελαχροινό φίλντισι, αγνό, απλό και κατακάθαρο.

Τα ματόφρυδά της είναι καμαρωτά, ζωηρά και μακρυά, φτάνοντας ίσαμε κοντά στ'; αυτιά της, τα μάτια της αμυγδαλωτά, ισκιωμένα, καστανά, βαθειά, σοβαρά μα γλυκύτατα, με τ'; ασπράδι καθαρό μα ισκιωμένο. Το βλέμμα της είναι μελαγχολικό απλό, ίσιο, ήσυχο, συμπαθητικό, αγαπητό, θλιμένο μα και μαζί χαροποιό, αυστηρό μα και μαζί συμπονετικό, αγιώτατο, πνευματικό, αθώο, σκεφτικό, άμωμο, ελπιδοφόρο, υπομονητικό, πράο, σεμνώτατο, μακρυά από κάθε σαρκικόν λογισμό, καθρέφτισμα μυστικό του παραδείσου, βασιλικό και ταπεινό, ανθρώπινο και θεϊκό, άκακο, αδελφικό, ευγενικό, ελεγκτικό, άγρυπνο, γαληνό, φιλάνθρωπο, μητρικό, παρθενικό, δροσερό, καυτερό για όσους έχουνε πονηρούς λογισμούς, τρυφερό,διαπεραστικό, ερευνητικό, απροσποίητο, ηγεμονικό, συγκαταβατικό, παρακαλεστικό, αμετασάλευτο. Η μύτη της είναι μακρυά και στενή, με μέτρο, ιουδαϊκή, άσαρκη, με λεπτά ρουθούνια, λίγο γυριστή, σεμνή.

Το στόμα της μικρό, ντροπαλό, φρόνινμο, κλειστό, καθαρό, ισκιωμένο κατά το μάγουλο, σαν να χαμογελά ελαφρά. Το πηγούνι της γυριστό, σεβαστό, ανεπιτήδευτο, ταπεινό. Το μαγουλό της, παρθενικό, καθαρό, χνουδωτό, ευωδιασμένο, ντροπαλό, χλωμό με μιαν ελαφρότατη ροδοκοκκινάδα. Ο λαιμός της γυρτός ταπεινά, σμίγει με το πηγούνι μ' ένα απαλό ίσκιασμα που το λέγανε οι παλαιοί γλυκασμό. Το όλο πρόσωπό της είναι ιερατικό και θρησκευτικό, και μαρτυρά αρχαία φυλή.

Τα άχραντα χέρια της είναι μικρά, στενά μακροδάχτυλα, λεπτόνυχα. Με το αριστερό βαστά τον Χριστό, και το δεξί τόχει ακουμπισμένο σεμνά απάνω στο στήθος της, σε στάση παρακαλεστική, με το μεγάλο δάχτυλο μακρυά από τ' άλλα. Στα πιο αρχαία εικονίσματα αυτό το χέρι είναι πιο όρθιο και πιο ψηλά, κοντά στο λαιμό. Ο πιο αυστηρός τύπος της Παναγίας είναι η λεγόμενη Οδηγήτρια, που έχει όρθια την κεφαλή της, έκφραση απαθέστερη και το όλο σχήμα της είναι πιο ιερατικό.
Ενώ η Γλυκοφιλούσα έχει το κεφάλι της γυρτό κατά το παιδί της, που τ' αγκαλιάζει σφιχτότερα, κ' η έκφρασή της είναι πιο αισθηματική. Η

Πλατυτέρα παριστάνεται καθισμένη απάνω στο θρόνο, αυστηρή κι' αλύγιστη, και βαστά τον Χριστό στα γόνατά της, ακουμπώντας τόνα χέρι της στον ώμο του και με τ' άλλο βαστώντας το πόδι του ή ένα μαντήλι.
Στην Ελλάδα, οι περισσότερες εκκλησιές της Παναγίας γιορτάζουνε κατά την Κοίμηση της Θεοτόκου, δηλαδή στις 15 Αυγούστου. Τα τροπάρια που ψέλνουνε σ' αυτή τη γιορτή είναι από τα πιο εξαίσια. Το δοξαστικό του Εσπερινού είναι το μονάχο τροπάρι που ψέλνεται με τους οχτώ ήχους, κάθε φράση κι' άλλος ήχος· αρχίζει από τον πρώτον ήχο και τελειώνει πάλι στον πρώτον.

Μα ολάκερη η Ελλάδα δεν υμνολογά την Παναγία μονάχα με τους ψαλτάδες και με τους παπάδες στις εκκλησιές, αλλά και με το κάθε τι της, με τα χωριά, με τα βουνά, με τα νησιά, πούχουνε τ' αγιασμένο τ' όνομά της. Τα καράβια βολτατζάρουνε στη δροσερή θάλασσα, ανοιχτά από τους κάβους πούναι χτισμένα τα μοναστήρια της, έχοντας στη πρύμνη σκαλισμένο τ' αγαπημένο και προσκυνητό όνομά της.

Όποιος ταξιδεύει στα ελληνικά νερά, σ' όποιο μέρος κι' αν βρεθεί τη μέρα της Παναγίας, θαν ακούσει απ' ανοιχτά τις καμπάνες απάνω από το πέλαγο. Άλλες έρχουνται από τ' Αγιον Όρος που το λένε Περιβόλι της Παναγίας, άλλες από την Τήνο πούχει το ξακουστό παλάτι της, άλλες από την Σαλαμίνα που γιορτάζει η Φανερωμένη, άλλες από τη Μυτιλήνη, από την Παναγιά της Αγιάσσος και της Πέτρας, άλλες από το Μοναστήρι της Σίφνου, άλλες από τη Σκιάθο, άλλες από τη Νάξο, από κάθε νησί, από κάθε κάβο, από κάθε στεριά.




Δευτέρα 25 Ιουλίου 2022

ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΤΡΙΧΕΡΟΥΣΑΣ (12 Ἰουλίου)



Αποτέλεσμα εικόνας για άγιος ιωάννης ο δαμασκηνός και Παναγια
Στην εικόνα αυτή κατέφυγε με δίκαιο παράπονο και προσυχήθηκε ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός κρατώντας το κομμένο δεξί του χέρι, που συνέγραφε τους λόγους υπέρ των Αγίων Εικόνων και του κόπηκε από επιβουλή των εικονομάχων.

Η Παναγία θαυματούργησε συγκολλώντας και ζωογονώντας το νεκρό χέρι του και εκείνος της αφιέρωσε ΑΣΗΜΕΝΙΟ ΧΕΡΙ, που η θέση του στην εικόνα το κάνει να φαίνεταισαν ένα ΤΡΙΤΟ χέρι της Παναγίας.

Η εικόνα μέχρι το 12 αιώνα μ.Χ. φυλαγόνταν στη Λαύρα του αγίου Σάββα, δωρήθηκε στον Άγιο Σάββα Αρχιεπίσκοπο Σερβίας, κτίτορα της μονής Χιλανδαρίου κατά την επίσκεψή του στους Αγίους Τόπους. Αυτός τη μετέφερε στη Σερβία, από όπου αργότερα μετακομίστηκε με θαυμαστό τρόπο στο Άγιο Όρος, κατά τις διαταραχές που συνέβησαν στη Σερβία , ο ημίονος που την μετέφερε πάντοτε προ του στρατεύματος στις διάφορες μάχες χάθηκε και προχωρώντας μόνος του έφθασε μέχρι το Χιλανδράρι.

Σε μεταγενέστερη εποχή όταν προέκυψε διχόνια στην αδελφότητα της μονής Χιλανδαρίου λόγω εκλογής νέου ηγούμενου, η Τριχερούσα μετατοπίστηκε θαυματουργικά από το Ιερό Βήμα, όπου ήταν μέχρι τότε, στο στασίδι του ηγούμενου,οπου συνεχίζει να διοικεί τη Μονή που στερείται Καθηγουμένου.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.

Τὴν θείαν Εἰκόνα σου, ἐκ Παλαιστίνης ἡμῖν, ὁ Σάββας ὁ ἔνθεος, ἣν Τριχεροῦσαν Ἁγνή, καλοῦμεν μετήνεγκεν, ἤν περ Χιλανδαρίου, ἡ Μονὴ κεκτημένη, ὕμνον σοι Θεοτόκε, ἀναμέλπει βοῶσα· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σου. (Ἐκ γ´.) 

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τῆς Θεοτόκου τὴν εἰκόνα τὴν πανσέβαστον ἥ Τριχερούσα ξένῳ θαύματι ὠνόμασται, προσκυνήσωμεν ἐν πίστει καὶ εὐλαβείᾳ. Ἀλλ᾿ ὦ Κόρη τὴν Μονήν σου ταύτην φύλαττε, ἀπὸ πάσης συμφορᾶς καὶ περιστάσεως, ἐκβοώσαν σοι· χαῖρε πάντων ἀντίληψις. 

Κάθισμα
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ταχεῖαν βοήθειαν, ἐν πειρασμοῖς χαλεποῖς, προσπίπτοντες Ἄχραντε, τῇ σῇ θερμῇ ἀρωγῇ, εὑρίσκοντες πάντοτε, ὕμνον εὐχαριστίας, σοι προσάδομεν πόθῳ, πίστει παρεστηκότες, τῇ σεπτή σου Εἰκόνι, Παρθένε Τριχερούσα, ἡμῶν καταφύγιον. 

Ὁ Οἶκος

Ἄνωθεν ἡ Εἰκών σου, λαμπρυνθεῖσα σῇ δόξῃ, δεδώρηται ἡμῖν Θεοτόκε, ᾗ προσιόντες πίστει πολλῇ, τῶν πολλῶν σοῦ τρυφῶμεν ἀντιλήψεων, καὶ ὕμνον χαριστήριον, προσφέρομεν σοὶ ἐκβοῶντες·

Χαῖρε Ἀγγέλων ἡ θυμηδία·
χαῖρε ἀνθρώπων ἡ προστασία.
Χαῖρε τοῦ Σωτῆρος καθέδρα περίδοξος·
χαῖρε τῆς Μονῆς σου προστάτις καὶ ἔφορος.
Χαῖρε ὅτι ἡμῖν δέδωκας τὴν Εἰκόνα σου Ἁγνὴ·
χαῖρε ὅτι βλύζεις ἅπασιν εὐσπλαγχνίας τὴν πηγὴν.
Χαῖρε Χιλανδαρίου πολυτίμητον γέρας·
χαῖρε παντὸς τοῦ Ἄθω φύλαξ σκέπη καὶ κέρας.
Χαῖρε Θεὸν αῤῥήτως κυήσασα·
χαῖρε χαρᾶς τὰ πάντα ἐμπλήσασα.
Χαῖρε ἡμᾶς ἀσφαλῶς ὁδηγοῦσα·
χαῖρε τοῦ σου κλήρου ἡ προνοοῦσα.
Χαῖρε πάντων ἀντίληψις.

Μεγαλυνάριον

Ἡ Χιλανδαρίου χαίρει Μονή, ἔχουσα ἐν κόλποις, τὴν Εἰκόνα σου τὴν σεπτήν, ἥτις Τριχεροῦσα, Παρθένε ἐπεκλήθη, ἣν πίστει προσκυνοῦντες, σὲ μεγαλύνομεν.



ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ


Πέμπτη 7 Απριλίου 2022

Λόγος εἷς τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου (Ἀγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας)



Τρία σημαντικότατα γεγονότα στην ιστορία του κόσμου εορτάζει σήμερα
η Εκκλησία μας.

To πρώτο είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, τον οποίο εορτάζουμε σήμερα με χαρά και αγάπη, αλλά και με δέος ενώπιον του μεγαλείου του γεγονότος αυτού, το οποίο ονομάζεται «κεφάλαιον» (δηλαδή αρχή) της σωτηρίας μας.

Εννέα μήνες μετά τον Ευαγγελισμό πραγματοποιήθηκε και το δεύτερο από τα σημαντικότερα γεγονότα, η κατά σάρκα Γέννηση του Κυρίου μας Ιησού Χρίστου. Κορυφή και ολοκλήρωση της σωτηρίας μας θα είναι η ανάσταση του Κυρίου Ιησού Χρί­στου μετά από ένα φρικτό θάνατο πάνω στο Σταυρό.

Όχι μόνο μια φορά αλλά πολλές φορές φανερώθηκαν στους αγίους άγγελοι. Έξι μήνες πριν τον Ευαγγελισμό της Παναγίας Παρθένου Μαρίας στάλθηκε ο αρχάγγελος Γαβριήλ στον ιερέα Ζαχαρία, ο οποίος υπηρετούσε στο ναό, για να του αναγγείλει, ότι απ' αυτόν θα γεννηθεί ο μεγαλύτερος μεταξύ των ανθρώπων, ο Πρόδρομος του Κυρίου ο Ιωάννης. Και σήμερα ο ίδιος φέρνει το χαρμόσυνο άγγελμα στην Υπεραγία και άχραντο Παρθένο Μαρία, η οποία ζούσε στο ταπεινό φτωχόσπιτο του ξυλουργού Ιωσήφ.

Ο διάλογος του με την Παναγία είναι τόσο άγιος και μεγαλειώδης που δεν τολμώ να τον περιγράψω με δικά μου λόγια αλλά πρέπει να τον επαναλάβω με Ευαγγελικά λόγια.
Όταν μπήκε ο αρχάγγελος στο υπερώο, είπε:
«Χαίρε, κεχαριτωμένη ο Κύριος μετά σου· ευλογημένη συ εν γυναιξίν.Η δε ιδούσα διεταράχθη επί τω λόγω αυτού, και διελογίζετο ποταπός είη ο ασπασμός ούτος, και είπεν ο άγγελος αύτη· μη φοβού, Μαριάμ- εύρες γαρ χάριν παρά τω Θεώ. και ιδού σύλληψη εν γαστρί και τέξη υιόν, και καλέσεις το άνομα αυτού Ιησούν. ούτος έσται μέγας και υιός υψίστου κληθήσεται, και δώσει αυτώ Κύριος ο Θεός τον θρόνον αυτού του πατρός αυτού, και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος.

Είπε δε Μαριάμ προς τον άγγελον πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω; και αποκριθείς ο άγγελος είπεν αύτη· Πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι· διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού...
Είπε δε Μαριάμ· ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου. και απήλθεν απ' αυτής ο άγγελος» (Λκ. 1, 28-38).

Σας έχω πει πολλά τα προηγούμενα χρόνια γι' αυτόν το μοναδικό στην Ιστορία του κόσμου διάλογο. Αλλά τώρα θα σταθώ στα λόγια του Αρχαγγέλου:
«Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού».

Κανείς ποτέ, από τη δημιουργία του κόσμου και μέχρι τη συντέλεια του, δεν γεννήθηκε και δεν θα γεννηθεί κατά τον τρόπο, κατά τον οποίο γεννήθηκε ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Κανείς ποτέ δε γεννήθηκε χωρίς άνδρα. Κανείς δε γεννήθηκε και δε θα γεννηθεί με την επέλευση του Αγίου Πνεύματος. Σε κανέναν ποτέ δεν κατοίκησε το Άγιο Πνεύμα με τέτοια ολοκληρωμένη πληρότητα, με την ο­ποία εγκατοίκησε στην Παναγία Παρθένο Μαρία. Κανέναν δεν επισκίασε η δύναμη του Υψίστου και τα μητρικά σπλάγχνα καμμίας γυναίκας δεν αγίασε, με τέτοια πληρότητα και δύναμη, όπως τα σπλάγχνα της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας.

Κρατήστε βαθειά στην καρδιά σας, αυτό που σας λέω για την πλήρη ενότητα του Πνεύματος του Θεού και της ανθρώπινης ουσίας της Μαρίας.
Η ψυχή και το πνεύμα του άνθρωπου έχουν την αρχή τους στο Πνεύμα του Θεού. To δεύτερο κεφάλαιο της Παλαιάς Διαθήκης λέει, ότι έπλασε ο Θεός τον πρώτο άνθρωπο, τον Αδάμ, «χουν από της γης και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής» (Γέν. 2, 7).
Με το Πνεύμα του Θεού μόνο το πνεύμα του άνθρωπου είναι δυνατόν να κοινωνεί, εφόσον από Εκείνον προέρχεται, όπως συμβαίνει και στην φύση, συγγενή δηλαδή μεταξύ τους πράγματα να έχουν πραγματική επικοινωνία.

Την δυνατότητα της αληθινής κοινωνίας με τον Θεό την διδαχθήκαμε από τον ίδιο τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, ο οποίος λέει:
«Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ' αύτω ποιήσομεν» (Ιω. 14, 23).
Αλλά και ο απόστολος Παύλος με κάποια έκπληξη ρωτάει τους χριστιανούς της Κορίνθου: «Ουκ οίδατε ότι ναός Θεού έστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν;» (Α' Κορ. 3, 16).

Από τους βίους των αγίων γνωρίζουμε για μιά πραγματική κοινωνία με τον Θεό, που είχαν στη ζωή τους οι άγιοι του Θεού. Γνωρίζουμε ότι αυτοί υπήρξαν κατοικοιτήρια του Πνεύματος του Θεού. Αλλά ακόμα και αυτή η βαθειά κοινωνία τους με το Θεό δεν μπορεί να συγκριθεί μ' εκείνη την ευλογημένη κατάσταση, η οποία υπερβαίνει ακόμα και την κατάσταση των αγγέλων και των αρχαγγέλων, στην όποια βρέθηκε η Υπεραγία Παρθένος Μαρία μετά την επέλευση του Αγίου Πνεύματος.

Αυτό δεν μπόρεσε, η καλύτερα, δεν ήθελε να αντιληφθεί ο κακότυχος εκείνος αιρετικός Νεστόριος, ο οποίος ισχυριζόταν ότι η Υπεραγία Θεοτόκος γέννησε έναν κοινό άνθρωπο Ιησού Χριστό, με τον οποίο αργότερα ενώθηκε ο Θεός, γι' αυτό και την Υπεραγία Παρθένο Μαρία την ονόμαζε Χριστοτόκο και όχι Θεοτόκο.

Αν, έστω και ελάχιστο, δίκαιο είχε ο Νεστόριος, τότε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός θα ήταν όχι ο Υιός του Θεού και Θεάνθρωπος αλλά ένας από τους πολλούς μεγάλους αγίους, οι οποίοι ονομάζονται αληθινοί ναοί και μονές του Πατρός και του Υιού για την απέραντη αγάπη τους στον Θεό και την τέλεια εφαρμογή στη ζωή τους των εντολών του Χριστού. Όπως βλέπετε ο Νεστόριος δικαίως αναθεματίστηκε από την Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο.
Σ' αυτό το σημείο θα μπορούσα να τελειώσω τον εγκωμιαστικό μου λόγο προς τιμήν της μεγάλης αυτής εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Όμως δεν θέλω να προσπεράσω τα λόγια εκείνα του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, τα όποια μπαίνουν σε κάθε καθαρή καρδιά:
«Χαίρε, κεχαριτωμένη· ο Κύριος μετά σου».
Όλοι εσείς, που είστε ομόψυχοι με μένα, πέστε μου, μπορεί να υπάρχει ανώτερη και καθαρότερη χαρά από αυτή, που δίνει η αίσθηση ότι μαζί μας είναι ο Κύριος! Ότι μας αγαπά, επειδή φυλάσσουμε τις εντολές Του και ότι θα έλθει μαζί με τον Άναρχο Πατέρα Του και θα κατοικήσει μαζί μας!

Της ανώτατης αυτής ευτυχίας και χαράς να μας αξιώσει ο Κύριος και Θεός μας Ιησούς Χριστός διά πρεσβειών της Υπεραγίας και Αχράντου Παρθένου Μαρίας! Αμήν.


 

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2022

Η ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (π. Νικηφόρος Νάσσος)

 ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου


«Αὕτη ἐστίν ἡ Θεοτόκος Μαρία, τό κοινόν ἁπάντων τῶν χριστιανῶν καταφύγιον, ἡ πρώτη τοῦ πρώτου πτώματος τῶν προγόνων ἀνάκλησις»[1].
Τό πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Μητρός τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, ἡ τιμή καί οἱ πολλές χάριτες καί δωρεές τοῦ Θεοῦ πρός τήν Παρθένο Μαρία καί ἡ μεγίστη προσφορά της στό ἔργο τῆς θείας Οἰκονομίας εἶναι ἐκεῖνα τά στοιχεῖα πού προκαλοῦν τήν ἔμπνευση καί τόν θαυμασμό, τή συγκίνηση καί τό δέος σέ ὅποιον ἐπιχειρεῖ νά ἀρθρώσει λόγο περί αὐτῆς, ἐν γνώσει ὅτι «ἅπας ὕμνος ἡττᾶται» πρό τοῦ μεγαλείου καί τῆς ὑπερτάτης τιμῆς αὐτοῦ τοῦ τελείου κτίσματος, ἐνώπιον τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ.
eyaggelismos
ἶναι γεγονός ὅτι ἀκόμη καί τούς μεγάλους Πατέρες καί Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας κατελάμβανε φόβος καί δέος, ἀπορία καί ἀμηχανία, «θάμβος καί ἔκστασις», προκειμένου νά προσεγγίσουν τό Πανύμνητον ὄνομα τῆς Θεομήτορος, ὅπως τό βλέπουμε στούς ἐγκωμιαστικούς καί ἑορταστικούς λόγους τους. Βλέπουμε ἐπίσης νά ἐκφαίνεται ἡ μεγάλη τους ἀγάπη πρός τήν Ἀειπάρθενο Θεοτόκο, μέσα ἀπό τά ἱερά ἐγκώμια πού συνέθεσαν πρός αὐτήν, προκειμένου νά τήν ἐξυμνήσουν ὅσον ἐφικτόν. Καί αὐτή ἡ ἀγάπη τῶν ἁγίων ἐγκωμιαστῶν τῆς Θεομήτορος, εἶναι μιά ἀγάπη βιουμένη καί ἐκδηλουμένη ὡς θεολογική ἀρετή, ὡς καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὄχι ἁπλῶς ὡς ἀνθρώπινο συναίσθημα. Ναί, διότι ὁ τρόπος προσεγγίσεως τῆς Παρθένου Μαρίας πρέπει νά εἶναι θεολογικός.
Σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ κειμένου αὐτοῦ βεβαίως, θά δοῦμε ἀπό πλευρᾶς δογματικῆς τίς γνῶμες καί τοποθετήσεις τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας περί τήν Θεοτόκον, ἀπό τούς Ἀποστολικούς ἀκόμη χρόνους. Ἐδῶ ἁπλῶς θά ἀνιχνεύσουμε τόν θεολογικό χαρακτῆρα τῶν Πατερικῶν ἐγκωμίων πρός τήν Παναγία, μέσα ἀπό κάποια ἀποσπάσματα ἐγκωμίων, δειγματοληπτικά.
 ἐπώνυμος τῆς Θεολογίας, Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, ὅπως ἐκφράζεται στά θαυμάσια ποιήματά του, αἰσθάνεται πολύ κοντά του τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὡς σωτηρία τοῦ κόσμου καί δική του, ὥστε νά τῆς λέγει, Παντάνασσα Κυρία, χαρά τοῦ κόσμου, πάντοτε σκέπτεσαι τό καλό τοῦ κόσμου, καί γιά μένα εἶσαι πανταχοῦ ἡ μεγαλύτερη σωτηρία. «Δέσποινα, Παντάνασσα, χάρμα τοῦ γένους· ἀεί ποτ᾿ εὖ φρονοῦσα τυγχάνεις γένει, κἀμοί μεγίστη πανταχοῦ σωτηρία»[2].
 ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, σέ λόγο του στόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, καταθέτει πώς εἶναι ἐξαιρετικά δύσκολο νά ὁμιλήσει γιά τό μυστήριο αὐτό. Εἶναι πολύ δύσκολο νά μετρηθεῖ ἡ γῆ μέ τήν παλάμη τοῦ ἀνθρώπου καί νά ὑπολογιστεῖ μέ τό μέτρο τό μῆκος τῆς θάλασσας. Ἐπίσης εἶναι ἀρκετά δύσκολο νά βρεθοῦν μέ τόν πήχη τά μέτρα τοῦ οὐρανοῦ καί τό πλῆθος τῶν ἀστέρων. Ἐάν αὐτά εἶναι ἐξαιρετικά δύσκολα, ἐάν ἀκόμη, λέγει, μποροῦμε νά μετρήσουμε τίς σταγόνες τῆς βροχῆς καί τόν ὄγκο τοῦ ἀνέμου καί τῆς ἄμμου τῆς θαλάσσης, ἄλλο τόσο δύσκολο καί ἀπείρως δυσκολότερο εἶναι νά περιγράψει κανείς τό μυστήριο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. «Εἰ μετρεῖται γῆ σπιθαμῇ, καί σπαρτίῳ περιγράφεται θάλασσα· εἰ πήχεσιν οὐρανός ἀπεικάζεται, καί ἀστέρων πλῆθος ἀπαριθμεῖται· εἰ σταγόνες ὑετοῦ, καί βώλακες γῆς, καί ἀνέμων ὄγκος, καί ψάμμου ποσότης καταλαμβάνεται, τάχα ἄν καί τῆς μετά χεῖρας ἡμῖν ὑποθέσεως ἔσται κατάληψις δήπουθεν. Θεοῦ δέ μητρός ἡ πανήγυρις»[3].
 κατεξοχήν ὑπερασπιστής τῆς Θεοτόκου καί πρόεδρος τῆς Ἁγίας Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἐκκαιόμενος ἀφλέκτως ἀπό τόν ἔνθεο πόθο, θά ὑμνήσει Αὐτήν, ἀπό τήν ὁποία προῆλθε ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου, ἀφοῦ, ὅπως ἀναφέρει, «ὁ τοῦ πρωτοπλάστου πλάστης» πού γεννήθηκε ἀπό Αὐτήν, διόρθωσε τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου καί τόν ὁδήγησε στήν ἐπουράνιο Βασιλεία. «Χαίροις, Μαρία Θεοτόκε, δι᾿ ἧς προῆλθεν ὁ τοῦ πρωτοπλάστου πλάστης καί τῆς παραβάσεως αὐτοῦ διορθωτής, καί τῆς ἐν οὐρανῷ Βασιλείας ὁδηγός…Χαίροις, Μαρία Θεοτόκε, δι᾿ ἧς πᾶσα πνοή πιστεύουσα σώζεται»[4].
 ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου, ὁμιλώντας γιά τήν «Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν», ὅπως τήν κατέστησε ἡ Σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, θεωρεῖ πώς ἡ γαστέρα της εἶναι ὄχι ἁπλῶς οὐρανός, ἀλλά «ὄγδοος οὐρανός». Γράφει ὁ Ἅγιος: «Ὦ γαστήρ οὐρανοῦ πλατυτέρα Θεόν τόν ἐν σοί μή στενοχωρήσασα. Ὦ γαστήρ ἑπτάκυκλος οὐρανός καί μειζώτερος αὐτῶν τυγχάνουσα. Ὦ γαστήρ ἑπτά οὐρανῶν ὑψηλοτέρα καί πλατυτέρα. Ὦ γαστήρ ὁ ὄγδοος οὐρανός, στερεωμάτων ἀνωτέρα. Ὦ γαστήρ ἑπταφώτου χάριτος τό ἄσβεστον ἔχουσα φῶς»[5]…
Εἶναι συγκλονιστική ἡ ρήση ἑνός ἄλλου Πατρός τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐγκωμιαστοῦ τῆς Παναγίας, τοῦ ἁγίου Ἱερομάρτυρος Μεθοδίου, πού λέγει ὅτι, ἐνῶ ὅλοι μας οἱ ἄνθρωποι χρεωστοῦμε στόν Θεό χάρη, ἀντίθετα, ὁ Θεός χρεωστεῖ χάρη στήν Μητέρα Του. «Εὖγε, εὖγε, μήτηρ Θεοῦ καί δούλη. Εὖγε, εὖγε ἡ ὑπόχρεον ἔχουσα τόν πάντων δανειστήν. Πάντες μέν Θεῷ ἐποφείλομεν, σοί δέ ἐποφείλεται»[6]!
 χρυσοῦς τήν γλῶτταν καί τήν καρδίαν, χαριτώνυμος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, μέ τήν χαρακτηριστική του καλλιέπεια καί ἀμεσότητα, θά μᾶς προτρέψει νά «περιέλθουμε» διά τοῦ λογισμοῦ ὅλη τήν κτίση, ὁρατή καί ἀόρατη, μήπως συναντήσουμε κάποιο θαῦμα ἀνώτερο ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Δέν ὑπάρχει, ὅμως, κάτι ἴσο, ἤ ἀνώτερο ἀπό τήν Παρθένο Μαρία. «Οὐδέν τοίνυν ἐν βίῳ οἷον ἡ Θεοτόκος Μαρία· περίελθε ὦ ἄνθρωπε πᾶσαν τήν κτίσιν τῷ λογισμῷ καί βλέπε, εἰ ἐστιν ἴσον ἤ μεῖζον τῆς ἁγίας Θεοτόκου Παρθένου. Περινόστησον τήν γῆν, περίβλεψον τήν θάλασσαν, πολυπραγμόνησον τόν ἀέρα, τούς οὐρανούς τῇ διανοίᾳ ἐρεύνησον, τάς ἀοράτους πάσας Δυνάμεις ἐνθυμήθητι, καί βλέπε εἰ ἐστι τοιοῦτον θαῦμα ἐν πάσῃ τῇ κτίσει»[7].
Τέσσερις αἰῶνες ἀργότερα, ὁ ἕτερος Ἰωάννης, ὁ Δαμασκηνός, ἡ λιγυρά Λύρα τοῦ Πνεύματος, ὁ κατεξοχήν δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νά ὁμιλήσει γιά τό ἱερό Γενέθλιο τῆς Θεοτόκου, τό πολύ σπουδαῖο γιά τήν ἀνθρωπότητα γεγονός αὐτό τῆς εἰσόδου στόν κόσμο τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας, «μεθᾷ νηφαλίως»· δέν ἀντέχει τή μεγάλη χαρά· νικιέται ἀπό τά θαύματα, καί τό (θεῖο) πάθος τόν γεμίζει ἐνθουσιασμό. «Οὐ φέρω τήν ἡδονήν, νικῶμαι τοῖς θαύμασιν, ἔνθους ὑπό τοῦ πάθους γέγονα»[8]. Πῶς νά προχωρήσει, λέγει, στά ὑπόλοιπα τοῦ λόγου του; Ἀπορεῖ ὁ νοῦς του, ὁ φόβος καί ὁ πόθος τόν ἔχει χωρίσει στά δύο. Χτυπάει ἡ καρδιά του καί ἡ γλῶσσα του ἔχει δεθεῖ. «Ἀλλά πῶς τοῖς πρόσω προβήσομαι; Ἡ διάνοια μέν ἐξίσταται, φόβος δέ με καί πόθος κατεμερίσαντο. Ἡ καρδία πάλλει καί ἡ γλῶσσα πεπήδηται»[9]. Ἀλλά, λέγει, ἄς νικήσει ὁ πόθος, ἄς ὑποχωρήσει ὁ φόβος, ἄς ψάλλει ἡ κιθάρα τοῦ Πνεύματος. «Νικάτω ὁ πόθος, ὑποχωρείτω ὁ φόβος, ᾀδέτω ἡ κιθάρα τοῦ Πνεύματος·<εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί καί ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ>»[10]. Τί καρδία «καιομένη» ἀπό τήν «παμφλάζουσα φλόγα» τοῦ Πνεύματος εἶναι αὐτή! Ὁποῖο βίωμα ἐσωτερικό καί πόση μέθεξη τῶν θείων μαρμαρυγῶν ὁδηγοῦσαν αὐτήν τήν καρδίαν καί τήν γραφίδα εἰς ἔπαινον τῆς Μητρός τοῦ Θεοῦ!..
 Μέγας καί ὀξυνούστατος Φώτιος, σέ ἀνάλογη Ὁμιλία στό ἱερό Γενέθλιο τῆς Παρθένου, καταθέτει πώς κάθε ἄνθρωπος, προκειμένου να ὑμνήσει κατ᾿ ἀξίαν τήν Ὑπερύμνητο Παρθένο, διακινδυνεύει νά καταποντισθεῖ μέσα στό ἀπύθμενο πέλαγος τῶν χαρισμάτων καί θείων κατορθωμάτων αὐτῆς, τῆς Ὑπεραχράντου Θεοτόκου. Αἰσθάνεται ὄντως ἀνάμεικτα συναισθήματα, χαρᾶς καί φόβου· «δειλιᾷ καί χαίρει καί ἡρεμεῖ καί ἐξάλλεται, καί πάλιν σιγᾷ καί ἀναφθέγγεται, καί συστέλλεται καί πλατύνεται, τά μέν τῷ φόβῳ, τά δέ τῷ πόθῳ συμμεθελκόμενος»[11]. Ὁ Γεώργιος Νικομηδείας, σέ λόγο του στή Γέννηση τῆς Πανάγνου Μαρίας, σκιρτώντας ἀπό ἀγαλλίαση πρό τῆς Θεομητορικῆς πανηγύρεως, θά γράψει ὅτι, «φαιδρόν τό τῆς παρούσης ἑορτῆς σύνθημα· διό πρός ἄπειρον φῶς τόν πρός ταύτην συνειλεγμένον παρορμᾷ σύλλογον… ἰδού γάρ ἡμῖν ἡ τῆς Παρθένου πανήγυρις ἐκλάμψασα, νοητῶς πρός ἑαυτήν τήν διάνοιαν ἴθυνε· καί σταθερόν ἕαρ τόν λόγον αἰθριάσασα, τόν χειμῶνα τῆς σιωπῆς εἰς γαλήνην τοῦ λέγειν μετήνεγκεν»[12].
 θεοφόρος καί θεόπτης Παλαμᾶς, ὡς μεγάλος θεοτοκόφιλος καί αὐτός, θά ἐκφράσει τόν θεῖο δυναμισμό τῆς ἐκ τοῦ πόθου τετρωμένης καρδίας του πρός τήν Θεομήτορα καί θά φωνάξει πρός τόν «τετραπέρατον κόσμον» μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του ὅτι, «αὕτη (ἡ Θεοτόκος) καί τῶν πρό αὐτῆς αἰτία καί τῶν μετ᾿ αὐτῆς προστάτις καί τῶν αἰωνίων πρόξενος. Αὕτη τῶν προφητῶν ὑπόθεσις, τῶν Ἀποστόλων ἀρχή, τῶν μαρτύρων ἑδραίωμα, τῶν διδασκάλων κρηπίς. Αὕτη τῶν ἐπί γῆς ἡ δόξα, τῶν κατ᾿ οὐρανόν ἡ τερπνότης, τό πάσης τῆς κτίσεως ἐγκαλλώπισμα. Αὕτη καταρχή καί πηγή καί ρίζα τῶν ἀπορρήτων ἀγαθῶν. Αὕτη παντός ἁγίου κορυφή καί τελείωσις»[13]. Ὁ ἴδιος θά τολμήσει νά διακηρύξει ὅτι «οὐκοῦν, αὕτη μεθόριον μεταξύ κτιστῆς καί ἀκτίστου φύσεως»[14].
 ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ κορυφαῖος τῶν Κολλυβάδων, Διδάσκαλος τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Γένους, συγγραφέας θεολογικώτατος καί Νηπτικός ἀπαράμιλλος, χαρισματικά βυθισμένος μέσα στό ὑπερφυές μυστήριο τῆς Θεοτόκου, θά τήν ὑμνήσει ἐκ βαθέων μέ ἕνα ἀσύγκριτο «ἀπαθές πάθος», ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ καί ὅπως αὐτό ἐκφράζεται στά πονήματά του, ὅπως λ.χ. στό Θεοτοκάριο, στό Ἑορτοδρόμιο κ.λπ., στίς ἑρμηνεῖες του (στήν Θ΄ Ὠδή τῆς Θεοτόκου) καί σέ κάθε εὐκαιρία ἀναφορᾶς του στή Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἰδού ἕνα δεῖγμα χαρακτηριστικό. «Ὦ γλυκυτάτη καί πρᾶγμα καί ὄνομα Μαριάμ, τί πάθος εἶναι τοῦτο, ὅπου αἰσθάνομαι εἰς τόν ἑαυτόν μου; ἐγώ δέν ἠμπορῶ νά χορτάσω τούς ἐπαίνους τῶν μεγαλείων σου! Ὅσον γάρ περισσότερον τά ἐπαινῶ, τόσον περισσότερον τά ὀρέγομαι, διό καί πάλιν ἐπιθυμῶ νά τά ἐπαινέσω. Τοσοῦτον εἶναι θαυμαστά τά μεγαλεῖα σου Θεοτόκε, ὥστε ὅπου ὅλοι οἱ περί τάς λογικάς τέχνας καί ἐπιστῆμας καταγινόμενοι, θεωροῦντες νοερῶς ταῦτα, ἐφιλοτιμήθησαν ὁ καθ᾿ ἕνας ἐξ αὐτῶν, νά σέ ἐπαινέσῃ μέ τά τῆς τέχνης καί ἐπιστήμης ἴδια. Καί οἱ μέν Γραμματικοί σέ ὀνομάζουν, μετά τόν Υἱόν σου Ἄλφα καί Ὠμέγα· ἀρχήν τῶν τοῦ Θεοῦ θαυμάτων, καί τέλος τῶν αὐτοῦ διδαγμάτων...οἱ Ρήτορες ἐσένα ὀνομάζουν πολυσύνδετον ζωντανόν, καί ἔμψυχον ἐπίλογον καί ἀνακεφαλαίωσιν ὅλων τῶν ἀρετῶν καί χαρισμάτων, ὅσα ἐμοιράσθησαν εἰς ὅλα τά κατά μέρος κτίσματα, οὐράνια καί ἐπίγεια…Ἐσένα οἱ Γεωμέτραι νοοῦν κύκλον εὐρυχωρότατον· ἐπειδή ἐχώρησας ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ κοιλίᾳ σου ὅλον τό τρίγωνον, ἤγουν αὐτήν τήν ὑπερούσιον Τριάδα, μέ τό νά ἔγινες Μήτηρ μιᾶς τῶν αὐτῆς Ἁγίων Ὑποστάσεων… Ἐσένα οἱ Ἀστρονόμοι τώρα μέν, σφαῖραν πολύαστρον ὀνομάζουσι· καθώς γάρ ἐκείνη εἶναι πεπυκνωμένη μέ τά ἀμέτρητα ἄστρα, ἔτσι καί σύ εἶσαι πεπυκνωμένη μέ τά ἀναρίθμητα φωταυγῆ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· τώρα δέ Σελήνην ἀργυροειδῆ καί ὁλόφωτον… Οἱ δέ Φυσικοί, θαῦμα θαυμάτων ὑπερφυές σέ ὀνομάζουσιν· ἀκολουθοῦντες γάρ εἰς τούς φυσικούς των κανόνας καί νόμους, δέν δύνανται νά νοήσουν τό ἰδικόν σου Μυστήριον· πῶς δηλαδή διέμεινας Παρθένος ἐν τῷ τόκῳ καί μετά τόκον! Πῶς σῶμα διά σώματος χωρεῖ, χωρίς καμίαν διαφθοράν! Πῶς ὁ Θεός σάρξ γίνεται, καί πῶς περατοῦται τό ἄπειρον! ἅπερ κατά φυσικόν λόγον πάντῃ ὑπάρχει ἀδύνατα»[15].
Τόν περασμένο αἰῶνα, ἕνας γίγας τοῦ πνεύματος, ἀλλά καί τῆς ἀρετῆς, αὐτός, τόν ὁποῖον ὁ Κύριος ἀνέδειξε σέ ποταμό θαυμάτων, ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ἐπίσκοπος Πενταπόλεως, ὁ ἐν Αἰγίνῃ, ὕμνησε καί αὐτός τήν Θεοτόκο μέ ἔνθεο πόθο ψυχῆς καί εἶναι γνωστή στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἔκδηλη ἀγάπη του πρός τήν Θεομήτορα, ὅπως ἐκφαίνεται μέσα ἀπό τούς ποικίλους ὕμνους του. Σέ μία καρδιακή, ἀλλά κυρίως θεολογική Προσφώνησή του πρός τήν Θεοτόκο, ὁ ἅγιος τῆς Αἰγίνης μεταξύ ἄλλων την ὑμνεῖ ὡς ἑξῆς: «Σύ εἶ Ἀνύμφευτε νύμφη, τό χωρίον τό εὑρύχωρον τοῦ ἀχωρήτου. Σύ εἶ ἡ μεγαλότοκος, ἡ τόν Θεόν ἀφράστως γεννήσασα. Σύ εἶ ἡ ἀπειρολεχής νύμφη, ὁ ναός τοῦ Θεοῦ ὁ ἔμψυχος. Σύ εἶ, Πάνσεμνε Κόρη, οὐρανοῦ καί γῆς ἰσόρροπον οἴκημα. Σύ εἶ, ἀμίαντος Κόρη, ὁ φαεινός ὄρθρος ὁ τόν ἥλιον φέρων τῆς δικαιοσύνης. Σύ εἶ, εὐλογημένη Παρθένε, τοῦ φωτός τό οἰκητήριον, ἐξ οὗ το φῶς τῷ κόσμῳ ἐξανέτειλεν. Σύ εἶ, πάναγνε νύμφη, ἡ αὐγή τῆς μυστικῆς ἡμέρας. Σύ εἶ, Πανάχραντε Δέσποινα, ἡ τῶν τροφέα τῶν ὅλων ὡς μήτηρ θηλάσασα. Σύ εἶ, τό σεπτόν κειμήλιον τῆς Οἰκουμένης ἁπάσης. Σέ τήν Ἀειπάρθενον Θεοτόκον ἡ τοῦ Θεοῦ ἀγαθότης προώρισε γενέσθαι μητέρα τῆς σωτηρίας. Σέ ὁ Ἠσαΐας προκατήγγειλε παρθένον καί μητέρα τοῦ Ἐμμανουήλ. Σέ ὁ Ἰεζεκιήλ προαναφωνεῖ τήν πύλην τήν κεκλεισμένην δι᾿ ἧς εἰσελεύσεται ὁ Θεός». Ὄντως, μόνο ἕνας θεοφόρος καί πνευματέμφορος νοῦς θά μποροῦσε νά ἐκφράσει ὅλα τά ἀνωτέρω[16].
Τέλος, ὁ ἐμπνευσμένος καί σοφός Δογματολόγος τῆς Σερβίας, Γέρων Ἰουστῖνος Πόποβιτς, στήν μόλις κυκλοφορηθεῖσα (Φεβρουάριος 2019) Δογματική του, θεολογεῖ βαθυστόχαστα, καρδιακά καί πατερικά περί τήν Μητέρα τοῦ ἀγενεαλογήτου Ἐμμανουήλ. Μεταξύ ἄλλων, στόν οἰκεῖο τόπο, ὅπου ἀναφέρεται στήν Θεοτόκο, θεμελιώνοντας ἐκκλησιολογικά τήν σχέση Παναγίας - Ἐκκλησίας, μέ τήν ὀρθόδοξη σημασία, γράφει: «Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Μητέρα τοῦ Θεανθρώπου καί, συνεπῶς, ἡ Μητέρα τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Θεανθρώπου. Καί τό σῶμα τοῦ Θεανθρώπου εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Κατά τήν ἀθάνατη εὐ-αγγελία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, <μέ τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο θεμελιώνονται οἱ ἐκκλησίες ὁλόκληρης τῆς οἰκουμένης> (Ὁμιλία 4, περί τῆς Ἁγίας Θεοτόκου, MPG77, 996C). … Ἐκείνη εἶναι τό πρῶτο Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πού σαρκώθηκε στόν γήινο κόσμο μας»[17].
PanagiaΜετά ἀπό τά ἀνωτέρω ἐλάχιστα παραθέματα, θεωροῦμε ὅτι, «χωρίς πάσης ἀντιλογίας», εἶναι δίκαια, προσφυέστατα καί θεολογικῶς δόκιμα τά ἐγκώμια τῶν Ἁγίων καί τῶν κατά καιρούς διαφόρων ὑμνητῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Διότι αὐτή ἀποτελεῖ ὄντως τό «κεφάλαιον τῶν δογμάτων τοῦ Χριστοῦ», ὅπως ἀναγινώσκουμε στόν Ἀκάθιστο Ὕμνο. Ἀλλά καί ὡς ἄνθρωπος ἡ Θεοτόκος Μαρία, κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι «ἡ ἁγίων ἁγιωτέρα, καί ἱερῶν ἱερωτέρα, καί ὁσίων ὁσιωτέρα».[18] Κατά τόν προαναφερθέντα Γέροντα Ἰουστῖνο Πόποβιτς, ἀφοῦ ἡ Θεοτόκος εἶναι μητέρα τοῦ Θεοῦ, εἶναι κατά συνέπειαν, «ἡ μητέρα ὁ,τιδήποτε θείου, ἁγίου, οὐρανίου, αἰωνίου, θεανθρωπίνου, ὡραίου, καλοῦ. Ἀπό κάθε καλό, Ἐκείνη ἡ καλύτερη. Ἀπό κάθε ἅγιο, Ἐκείνη ἡ ἁγιότερη. Ἀπό κάθε ἄμωμο, Ἐκείνη ἡ πιό ἄμωμη. Ἀπό κάθε ὑπέροχο, Ἐκείνη ἡ πιό ὑπέροχη. Ἀπό κάθε ἐνάρετο, Ἐκείνη ἡ πιό ἐνάρετη»[19]. Αὐτήν ἐξέλεξε «πρό πασῶν τῶν γενεῶν» γιά Μητέρα Του ὁ Ἄκτιστος Λόγος καί Δημιουργός τοῦ παντός, προκειμένου νά εἰσέλθει στόν κτιστό κόσμο καί τήν ἱστορία γιά νά ἑνώσει τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, τόν κόσμο μέ τόν τριαδικό Θεό. Εἶναι ὄντως ἡ Ὑπερευλογημένη Μαριάμ «καί ἡ ἐνυπόστατος σοφία τοῦ Πατρός, ναόν ἐν αὐτῇ ἀχειροποίητον ὠκοδόμησε καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν»[20]. Ὅπως ἀποτυπώνεται σέ ἕνα πατερικό κείμενο κατά τρόπο ἀνθρωποπρεπῆ, ὁ Θεός «ἔψαξε» σέ ὅλο τόν κόσμο καί δέν βρῆκε ὅμοια γυναῖκα μέ τήν Ὑπερευλογημένη Μαρία, γιά νά προσλάβει ἀπό αὐτήν τήν ἀνθρώπινη φύση μας! «Ψηλαφήσας ὁ Ὕψιστος ὅλον τόν κόσμον καί μή εὑρών ὁμοίαν σου μητέρα, ὡς ηὐδόκησεν, ἐκ σοῦ τῆς ἡγιασμένης ἄνθρωπος διά φιλανθρωπίαν γεννήσεται», γράφει ὁ Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως[21]. Ὄντως, ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ «κοσμογενής θελξίθεος κοσμογύναικα», κατά τήν ἐκπληκτική διατύπωση ἑνός ἀγνώστου συγγραφέως τοῦ 10ου αἰῶνος[22]. Κατά τόν καθηγητή, δογματολόγο π. Νικόλαο Λουδοβίκο, ἡ Παναγία ὑπῆρξε «θελξίθεος», «ἀκριβῶς ὡς <κοσμογύναικα>, ὡς κατοικητήριο κενωτικό σύμπαντος τοῦ κτιστοῦ εἶναι» καί ὡς «τόπος ὅλης τῆς Δημιουργίας»[23].
Στήν Ἁγία Γραφή οἱ ἀναφορές στό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου Μαρίας δέν εἶναι πολλές καί ἐκτενεῖς. Στήν Παράδοση καί τά πατερικά κείμενα οἱ ἀναφορές εἶναι πολυπληθεῖς. Ὡστόσο, στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ Γραφή καί ἡ Παράδοση εἶναι στενότατα συνδεδεμένες, ὡς πηγές τῆς θείας ἐν Χριστῷ Ἀποκαλύψεως καί φυσικά κατανοοῦνται καί οἱ δύο μαζί στήν Εὐχαριστία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐντούτοις, ἕνας περίφημος ἐκκλησιαστικός συγγραφέας καί Βυζαντινός λειτουργιολόγος τοῦ 14ου αἰ, ὁ ἱερός Νικόλαος Καβάσιλας, θά διατυπώσει τή γνώμη ὅτι ὁ στίχος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννου, «ἔστι καί ἄλλα πολλά, ἅ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα, ἐά γράφηται καθ᾿ ἕν, οὐδὲ αὐτόν οἶμαι τόν κόσμον χωρῆσαι τά γραφόμενα βιβλία»[24], περιλαμβάνει καί τήν Θεοτόκο, διότι ἀνήκει καί αὐτή στά «ἄλλα πολλά» τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ[25].
 Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «παρέλαβε» καί «διατηρεῖ»[26] τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο στό κέντρο τῆς λατρείας της, ὅπως ἀκριβῶς ὁ «ἠγαπημένος» μαθητής Ἰωάννης τήν «παρέλαβεν» ὡς τό πολυτιμότερο πρόσωπο κάτω ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ «εἰς τά ἴδια»[27]. Εἶναι γεγονός, πάντως, ὅτι οἱ Εὐαγγελιστές σημειώνουν ἰδιαίτερα γιά τήν Θεοτόκο ὅ,τι περί αὐτήν ὑπάρχει σχετικό μέ τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, τό ὁποῖο Αὐτή «ὑπούργησε». Ἔτσι, γράφεται ὅτι ἡ Θεοτόκος Μαρία κατάγεται «ἐξ οἴκου Δαυΐδ»[28], δείχνοντας ὅτι ἀνακεφαλαιώνει στό πρόσωπό της τήν Παλαιά Διαθήκη. Ἐπίσης σημειώνεται στούς συνοπτικούς Εὐαγγελιστές ὅτι ἡ Μαρία εἶναι Παρθένος καί γεννᾶ κατά τρόπο παρθενικό «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου»[29]. Ἀκόμη, οἱ ἱεροί «αὐτόπται τοῦ Λόγου» θά μᾶς πληροφορήσουν, ὅτι ἡ Παναγία Μητέρα Του εἶναι παροῦσα στήν ἀρχή τῆς δημοσίας δράσεώς Του, ὅπου λαμβάνει μάλιστα ἐνεργό μέρος[30], ὅπως ἐπίσης καί στό τέλος αὐτῆς τῆς σωτηριώδους δράσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
πιπροσθέτως, σημειώνεται τό γεγονός ὅτι ἡ Θεοτόκος παρευρίσκεται μαζί μέ τούς θεοκήρυκες Ἀποστόλους στήν Πεντηκοστή, πού εἶναι ἡ σύσταση καί ἡ φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας[31]. Πέραν αὐτῶν, βλέπουμε στόν Λουκᾶ τήν ἀναφορά στήν Ὠδή τῆς Θεοτόκου «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον», τήν ὁποίαν ἡ Ὑμνολογία προτάσσει ὡς πρῶτο στίχο στόν ψαλλόμενο σχεδόν σέ κάθε Λειτουργία γνωστό θεομητορικό Ὕμνο «τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ». Ἐπιπλέον, στό τελευταῖο Βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου, θά διαβάσουμε ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶναι «ἡ περιβεβλημένη τόν ἥλιον γυνή», ἡ ὁποία «ἔτεκεν υἱόν ἄρρενα, ὅς μέλλει ποιμαίνειν πάντα τά ἔθνη ἐν ράβδῳ σιδηρᾷ»[32].
λα βεβαίως συνδέονται μεταξύ τους (Παλαιά καί Καινή Διαθήκη), διότι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ γυνή ἐκείνη, τῆς ὁποίας τό σπέρμα συνέτριψε τήν κεφαλήν τοῦ διαβόλου, τοῦ «ἀρχεκάκου ὄφεως», κατά τό πρωτευαγγέλιον τῆς Γενέσεως[33]. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή «Κιβωτός τῆς Διαθήκης»[34], ἡ «Πύλη ἠ κατά ἀνατολάς κεκλεισμένη»[35], ἡ «Ράβδος Ἀαρών ἡ βλαστήσασα»[36]. Κατά ταῦτα, ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ ἀνακεφαλαίωση τῆς Ἱερᾶς Ἱστορίας, ἡ πραγμάτωση τῶν «τύπων» καί τῶν «σκιῶν» τῆς Π. Διαθήκης[37]. Πολύ εὔστοχα ἔχει γραφεῖ ὅτι «ποτέ μιά ἀνθρώπινη ὑπογραφή δεν εἶχε τόση σημασία γιά τήν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη, ὅση ἡ ὑπογραφή τῆς Παρθένου στήν Καινή Διαθήκη – συμβόλαιο ἀνάμεσα στόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Μέ ἀνθρώπινες ὑπογραφές κηρύχθηκαν ἐπαναστάσεις, ἄρχισαν ἀλλά καί σταμάτησαν πόλεμοι καί ἐπικράτησε εἰρήνη. Μέ τήν ὑπογραφή τῆς Θεοτόκου σταμάτησε ὁ μεγαλύτερος πόλεμος καί ἐπικράτησε ἡ πιό σημαντική εἰρήνη στόν κόσμο»[38].
ν μετά τήν Ἁγία Γραφή ἐπιχειρήσουμε μιά ἀκροθιγῆ χρονική περιδιάβαση στήν πατερική Γραμματεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, θά δοῦμε πῶς οἱ θεόπνευστοι Πατέρες καί διάφοροι ἱεροί συγγραφεῖς κατά διαφορετικές περιόδους θεολόγησαν περί τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί ἔδωσε ὁ καθένας τό «στίγμα» του, προσθέτοντας ὑλικό στό ἔξοχο θεοτοκολογικό οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τούς πρώτους Ἀποστολικούς Πατέρες, τόν δεύτερο αἰῶνα, ὁ Εἰρηναῖος Λουγδούνου (+202 μ.Χ.) ὁμιλεῖ θεολογικά γιά τήν Παρθένο Μαρία, ἀναπτύσσοντας σέ βάθος τήν ἀντίθεση Εὔα – Μαρία καί ὑπογραμμίζοντας ὅτι, ὅπως ἡ παρακοή τῆς πρώτης ἔφερε στόν κόσμο τόν θάνατο, ἔτσι ἡ ὑπακοή τῆς δευτέρας χάρισε στήν ἀνθρωπότητα τήν ζωή[39]. Ὁ ἴδιος εἰσήγαγε πρῶτος τόν παραλληλισμό Μαρία - Ἐκκλησία, μέ τή διατύπωση ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ παρθένος γῆ, ἀπό τήν ὁποία ὁ Θεός ἔλαβε τό σῶμα τοῦ Νέου Ἀδάμ. Ἐπίσης, πρῶτος αὐτός εἶπε ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶναι «ἡ αἰτία τῆς σωτηρίας γιά ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος». «Sibi et universo generi humanο causa facta est salutis»[40]. Κατά τόν τρίτο αἰῶνα ἔχουμε τίς μαρτυρίες τῶν, Κλήμεντος Ἀλεξανδρείας, Τερτυλλιανοῦ καί Ὠριγένους, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζουν τήν Θεοτόκο, Ἀειπάρθενο καί πανάρετο[41]. Τόν τέταρτο αἰῶνα ὁ Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδρείας (+328) χρησιμοποιεῖ μετ᾿ ἐπιφάσεως τόν ὅρο «Θεοτόκος» (πρῶτος τόν διατύπωσε ὁ Ὠριγένης), ἐνῶ ὁ μαθητής του Μ. Ἀθανάσιος τόν ἀκολουθεῖ πιστά. Ἔπειτα, οἱ Καππαδόκες καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὁμιλοῦν θεολογικώτατα γιά τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί τή σύνδεση τοῦ ἱεροῦ προσώπου της μέ τό ὑπερφυές μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, ἐνῶ ὁ Ἐπιφάνιος Κύπρου, μεταξύ ἄλλων τήν ἀποκαλεῖ «Μητέρα τῶν ζώντων»[42].
πό πλευρᾶς δυτικῶν Πατέρων καί συγγραφέων ἐκείνης τῆς περιόδου, ὁ Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων θά συγγράψει ἕνα θαυμάσιο ἔργο μέ τίτλο: «De Institutione Virginis», πού ἀποτελεῖ μιά πραγματική «Θεομητορική ἀνθολογία»[43], ἐνῶ παράλληλα, στήν ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Λουκᾶ, θά διατυπώσει τή θέση ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ὁ «τύπος τῆς Ἐκκλησίας»[44]. Ἐπίσης καί ὁ Αὐγουστῖνος Ἱππῶνος γράφει καί ὑπογραμμίζει τήν Ἁγιότητα, ἀλλά καί σημασία τῆς Θεοτόκου γιά τήν πνευματική ζωή τῶν πιστῶν[45]. Ὅλη ἡ σπουδαιότητα ὅμως τῆς περί τῆς Θεοτόκου ὀρθοδόξου Διδασκαλίας θά παρουσιαστεῖ τό 431 μ.Χ., ὅπου θά τοποθετηθεῖ καί τό θεμέλιο τῆς θεομητορικῆς θεολογίας ἀπό τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἡ Γ΄ Οἰκ. Σύνοδος ἔδωσε τήν ἀφορμή γιά τήν ἀνάπτυξη περαιτέρω τῆς περί τήν Θεοτόκον θεολογίας κατά τούς μεταγενεστέρους αἰῶνες (Ε΄-Θ΄), ἀλλά καί τόν ἐμπλουτισμό τῆς Πατερικῆς Γραμματείας μέ ἐκπάγλου πνευματικῆς ὡραιότητος ἔργα, Λόγους, ἐγκωμιαστικές Ὁμιλίες, Πραγματεῖες, ποιήματα κ.ἄ. πού ἀφοροῦν στό Ὑπερύμνητο πρόσωπο τῆς Ὑπερευλογημένης Μαριάμ.
Κατά τήν βυζαντινή περίοδο, ὡστόσο, πέραν τῶ ἀναφερομένων, θά κάνουν τήν ἐμφάνισή τους καί οἱ «Βίοι» τῆς Παναγίας, μέ σημαντικώτερο αὐτόν τοῦ Ἰωάννου Γεωμέτρου (+990 μ.Χ.) πού βρίσκεται στό Ἅγιον Ὄρος καί ἀλλοῦ καί δέν ἔχει ἀκόμη ἐκδοθεῖ. Ὑπάρχει ἐπίσης και ὁ «Βίος τῆς Μαρίας» ἀπό τον γνωστό Συμεῶνα τόν μεταφραστή μετά τό 976 μ. Χ., ὁ ὁποῖος ἔχει ἐκδοθεῖ ἀπό τόν Latyschev τό 1913 στό Petrograd[46].
 κατεξοχήν «Θεομητορικός» αἰῶνας στήν ὀρθοδοξία εἶναι ὁ ΙΔ΄, κατά τόν ὁποῖο ρέει στήν Ἐκκλησία ὁ θεολογικός ποταμός τριῶν μεγάλων ἀνδρῶν, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ Νικολάου Καβάσιλα καί τοῦ Θεοφάνους Νικαίας. Κατά τόν Π. Νέλλα, «οἱ τρεῖς αὐτοί ἄνδρες θεμελιώνουν θεολογικά τρία συγχρόνως σημεῖα: α) τήν ἀπόλυτη προσωπική ἁγιότητα τῆς Παρθένου καί τήν ἐσχατολογική τοποθέτησή της ἀμέσως μετά τήν Ἁγία Τριάδα πάνω ἀπό ὅλα τά κτίσματα· β) τή θεμελιώδη χριστολογική σημασία της· καί γ) τήν ἐντελῶς κεντρική θέση της στήν Οἰκονομία τῆς σωτηρίας, δηλαδή τόν ἐνεργητικό ρόλο της στό μυστήριο τῆς Σαρκωσεως καί τήν εἰς τούς αἰῶνες παραμονή της στό κέντρο τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας»[47].
Τό πλέον βασικό, πού ὡς Ὀρθόδοξοι φρονοῦμε περί τήν Θεοτόκον, εἶναι ὅτι ἡ περί αὐτῆς διδασκαλία στούς Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπάρχει μόνον ἐντός τῆς Χριστολογίας καί ὄχι ὡς μία αὐτόνομη «Μαριολογία», ἤ ὡς μία «ἀνθρωπολογία» μέ κέντρο τήν Παναγία Παρθένο. Ἡ Θεοτόκος τιμᾶται σέ σχέση καί ἀναφορά μέ τό σωτηριῶδες μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, τό ὁποῖο διακόνησε μέ τήν Ἁγιότητά της καί τήν τελεία κατά ἄνθρωπον ὑπακοή της στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὀρθῶς ἔχει γραφεῖ, «δέν μπορεῖ κανείς νά ὁμιλήση γιά τήν Θεοτόκο, ἄν δέν δογματίση, ἄν δέν τήν συνδέση μέ τό δόγμα περί Χριστοῦ»[48].
Panagia1πό πλευρᾶς θείας Λατρείας, θά καταθέσουμε τό γνωστό στούς εὐλαβεῖς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, τιμᾶται καί ὑμνολογεῖται γηθοσύνως μέσα στήν Ὀρθόδοξη θεία Λατρεία, σέ κάθε περίσταση λατρευτική, δημόσια καί ἰδιωτική. Βρίθουν, κυριολεκτικά, ὅλα τά λειτουργικά βιβλία, Ὡρολόγιο, Παρακλητική, Τριώδιο, Πεντηκοστάριο, Μηναῖα, Εὐχολόγια, ἀπό ἀναφορές καί ὕμνους, εὐχές καί βαθυστένακτες δεήσεις πρός στήν Κυρία τῶν Ἀγγέλων. Εἶναι σέ ὅλο τόν Ὀρθόδοξο λαό γνωστή, ἀλλά καί παρεκτική θείου γλυκασμοῦ καί ψυχικῆς παραμυθίας, ἡ λειτουργική ἐπίκληση, πού ἀκούγεται συνεχῶς στή θεία Λειτουργία, ἀλλά καί σέ ἄλλες Ἀκολουθίες: «Τῆς Παναγίας Ἀχράντου, Ὑπερευλογημένης, Ἐνδόξου, Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας».
Εἶναι γνωστοί στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ πολλοί Ὕμνοι καί τά ἱερά ἐφύμνια πρός Αὐτήν. Καλότυχοι οἱ ἱεροψάλτες, πού γνωρίζουν νά ψάλλουν μουσικά τούς ὕμνους τῆς Παρθένου καί εἰδικώτερα κάποιους ἐξαιρέτους, ὅπως τό «Δέσποινα πρόσδεξαι», ἀργόν μέλος (μετά τό πέρας τοῦ Πολυελαίου), σέ ἦχο πλ. τοῦ δ΄, ἤ τό «Καί νῦν» τοῦ ἄλλου Πολυελαίου, «Παντάνασσα Πανύμνητε», σέ ἦχο α΄.Καλότυχος καί ὁ φιλόχριστος καί θεοτοκόφιλος λαός, πού αἰσθάνεται «ἐνηχημένος» καί κατανενυγμένος, καθώς ἀκούει τά ἱερά μελωδήματα πρός Αὐτήν, ἡ ὁποία, «ὡς <φωτός ἀδύτου πύλη>, προοδοποιεῖ τήν εἴσοδο τῶν βροτῶν στήν οὐράνα Βασιλεία, ἀφοῦ διά τοῦ τόκου της οὐράνωσε τήν γῆ καί καταξιώθηκε νά γίνει κλίμακα οὐρανοδρόμος καί ὑψοποιός χαρίζοντας τό πλήρωμα τῆς χαρᾶς καί τῆς εὐφροσύνης στά πέρατα τῆς δημιουργίας»[49]. Στό Ἅγιον Ὄρος ψάλλονται ὅλα τά ἀνωτέρω ἱερά μελωδήματα, ὅπως ἐπίσης ψάλλεται καί τό «Ἄνωθεν οἱ Προφῆται», εἰδικώτερα δέ, στήν ἱερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, κατά τήν ἱερά Πανήγυρη τοῦ Κτίτορος, Ὁσίου Ἀθανασίου, ἐνώπιον τῆς ἱερᾶς Εἰκόνος της Παναγίας τῆς ἐπονομαζομενης «Κουκουζέλισσας».
________________________________________
[1] Ἀνδρέου Κρήτης, Α΄ Λόγος Εἰς τό Γενέθλιον τῆς Θεοτόκου, MPG 97, 912 A.
[2] Χριστός πάσχων, ΕΠΕ, 8, 245.
[3] Ἀνδρέου Κρήτης, Λόγος εἰς τήν ἁγίαν γέννησιν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, MPG 97, 861Β
[4] Ὁμιλία 11, MPG 77, 1033 BC.
[5] Ἐπιφανίου Κύπρου, Ἐγκώμιον εἰς τήν ἁγίαν Θεοτόκον, MPG 43, 497 BC.
[6]MPG. 18, 373 A.
[7] Ἱ. Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Ἁγίαν Παρθένον, τόμ. ε΄, ἐκδ. Ἐτόνης, σελ. 876, Βλ. Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Μελέτη περί τῆς Μητρός τοῦ Κυρίου, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, ἐν Ἀθῆναις 1901, Κεφάλαιον Γ΄ .
[8]Εἰς τό Γενέσιον, 1, ΕΠΕ 9, 182.
[9] ὅ. π.
[10] ὅ. π.
[11]Ὁμιλία Θ΄, Εἰς τό Γενέθλιον τῆς Θεοτόκου, ΕΠΕ 12, 270.
[12] Γεωργίου Νικομηδείας, Εἰς τήν Γέννησιν τῆς Θεοτόκου, MPG 100, 1401.
[13]Ὁμιλία ΛΖ΄, Εἰς τήν πάνσεπτον Κοίμησιν τῆς πανυπεράγνου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, ΕΠΕ 10, 460.
[14]Ὁμιλία ΛΖ΄, 15.
[15] Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεῖα στήν Ὠδή τῆς Θεοτόκου, βλ. Θεοκλήτου Μοναχοῦ, Διονυσιάτου, Μαρία ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Ὁ Ἄθωνας, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 273 -274.
[16] Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Μελέτη, Περί τῆς Μητρός τοῦ Κυρίου, Ὑπεραγίας Θεοτόκου (Προσφώνησις), Ἀθῆναι 1901, ἐκδ. Παναγόπουλος, Β΄ ἔκδοση, 1997, σελ. 32-33.
[17] Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Δογματική, Ὀρθόδοξη φιλοσοφία τῆς ἀλήθειας (Μετάφραση), ἐκδ. Ἱερά Μεγίστη Μονή Βατοπεδίου, Ἅγιον Ὄρος 2019, σελ. 829-830
[18] Βλ. Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Λόγος Β΄ Εἰς τήν Κοίμησιν, MPG. 96, 729 A.
[19]Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Δογματική, σελ. 828.
[20] Θεοδότου Ἀγκύρων, Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν, Patrologia Orientalis, τόμ. 19, σελ. 212.
[21]Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως, Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν τῆς Θεοτόκου,MPG. 98, 329C.
[22] Ἰω. Γεωμέτρη, Ὕμνοι, PG. 106, 864. Βλ. Χρ. Κοντάκη, Εἰς τήν Θεοτόκον, Συναγωγή πατερικῶν ὠδῶν, προσηγοριῶν καί ἐπιθέτων, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 429.
[23] Πρωτ. Νικολάου Λουδοβίκου, Ἡ κλειστή πνευματικότητα καί τό νόημα τοῦ ἑαυτοῦ, ἐκδ. Ἑλληνικά γράμματα, Ἀθήνα 1999, σελ. 333 (Ἐπίλογος).
[24] Ἰω. 21, 25.
[25] Ν. Καβάσιλα, Ἡ Θεομήτωρ, Κείμενο, μετάφραση, εἰσαγωγή, σχόλια, Π. Νέλλας, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1989, σελ. 19 (Εἰσαγωγή).
[26] Λκ.2, 51.
[27] Ἰω. 19,27.
[28] Λκ. 1, 27.
[29] Λκ. 1, 28-35.
[30] Ἰω. 2, 1-11.
[31]Πρξ. 1, 14 καί 2, 1. Βλ. ὅ. π. Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 20.
[32] Ἀπ. ΙΒ΄, 1-6.
[33] Γν.3, 15.
[34] Ἔξ. 25, 9.
[35] Ἰεζ. 44,1.
[36] Ἀρθμ. 17, 23.
[37] Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 21.
[38] Εὐθ. Στυλίου, ἐπισκόπου Ἀχελώου, Ἡ Πρώτη, Θεομητορικό ἡμερολόγιο, β΄ ἔκδοση, Ἀθήνα 1987, σελ. 111.
[39] Εἰρηναίου, Ἐπίδειξις τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος, ΧΧΧΙΙΙ, MPG. 12-5, 772-773.
[40]ὅ. π. ΙΙΙ, ΧΧΙΙ, 4, MPG. 7, 958A - 960, βλ. Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 23.
[41]ὅ.π.
[42] Πανάριον, 78, 18, MPG. 42, 728 κ.ἑξ.
[43]Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 25.
[44]ὅ. π. «virgο guia est Ecclesiae typus».
[45] ὅ. π.
[46] ὅ.π. σελ. 28.
[47] ὅ. π. σελ. 29.
[48] Ἱεροθέου Βλάχου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου, Οἱ Θεομητορικές ἑορτές, ἐκδ. Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου Πελαγίας, σελ. 29.
[49] Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Χῶρος καί χρόνος στή λειτουργική Θεολογία τοῦ Συμεών Θεσσαλονίκης, ρεαλισμός καί σύμβολο, ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 217.

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2022

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΟΜΗΤΟΡΟΣ (Ὁσίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου)

 

Ὅταν ἡ ψυχὴ κατέχεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε, ὤ, πῶς εἶναι ὅλα εὐχάριστα, ἀγαπημένα καὶ χαρούμενα. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη ὅμως συνεπάγεται θλίψη· κι ὅσο βαθύτερη εἶναι ἡ ἀγάπη, τόσο μεγαλύτερη εἶναι κι ἡ θλίψη.

Ἡ Θεοτόκος δὲν ἁμάρτησε ποτέ, οὔτε κἂν μὲ τὸ λογισμό, καὶ δὲν ἔχασε ποτὲ τὴ Χάρη, ἀλλὰ κι Αὐτὴ εἶχε μεγάλες θλίψεις. Ὅταν στεκόταν δίπλα στὸ Σταυρό, τότε ἦταν ἡ θλίψη Της ἀπέραντη σὰν τὸν ὠκεανὸ κι οἱ πόνοι τῆς ψυχῆς Της ἦταν ἀσύγκριτα μεγαλύτεροι ἀπὸ τὸν πόνο τοῦ Ἀδὰμ μετὰ τὴν ἔξωση ἀπὸ τὸν Παράδεισο, γιατὶ κι ἡ ἀγάπη Της ἦταν ἀσύγκριτα μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο. Κι ἂν ἐπέζησε, ἐπέζησε μόνο μὲ τὴ Θεία δύναμη, μὲ τὴν ἐνίσχυση τοῦ Κυρίου, γιατὶ ἦταν θέλημὰ Του νὰ δῇ τὴν Ἀνάσταση κι ὕστερα, μετὰ τὴν Ἀνάληψή Του, νὰ παραμείνη παρηγοριὰ καὶ χαρὰ τῶν Ἀποστόλων καὶ τοῦ νέου χριστιανικοῦ λαοῦ.

Ἐμεῖς δὲν φτάνουμε στὴν πληρότητα τῆς ἀγάπης τῆς Θεοτόκου, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ ἐννοήσωμε πλήρως τὸ βάθος τῆς θλίψεώς Της. Ἡ ἀγάπη Της ἦταν τέλεια. Ἀγαποῦσε ἄπειρα τὸ Θεὸ καὶ Υἱό Της, ἀλλ᾿ ἀγαποῦσε καὶ τὸ λαὸ μὲ μεγάλη ἀγάπη. Καὶ τί αἰσθανόταν τάχα, ὅταν ἐκεῖνοι, ποὺ τόσο πολὺ ἀγαποῦσε ἡ Ἴδια καὶ ποὺ τόσο πολὺ ποθοῦσε τὴ σωτηρία τους, σταύρωναν τὸν ἀγαπημένο Υἱὸ Της;

Αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ συλλάβωμε, γιατί ἡ ἀγάπη μας γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι λίγη. Κι ὅμως ἡ ἀγάπη τῆς Παναγίας ὑπῆρξε ἀπέραντη καὶ ἀκατάληπτη, ἔτσι ἀπέραντος ἦταν κι ὁ πόνος Της ποὺ παραμένει ἀκατάληπτος γιὰ μᾶς.

Ἄσπιλε Παρθένε Θεοτόκε, πὲς σ᾿ ἐμᾶς τὰ παιδιά Σου, πῶς ἀγαποῦσες τὸν Υἱό Σου καὶ Θεό, ὅταν ζοῦσες στὴ γῆ; Πῶς χαιρόταν τὸ πνεῦμα Σου γιὰ τὸ Θεὸ καὶ Σωτῆρα Σου; Πῶς ἀντίκρυζες τὴν ὀμορφιὰ τοῦ προσώπου Του; Πῶς σκεφτόσουν ὅτι Αὐτὸς εἶναι Ἐκεῖνος, ποὺ Τὸν διακονοῦν μὲ φόβο καὶ ἀγάπη ὅλες οἱ Δυνάμεις τῶν οὐρανῶν;

Πές μας, τί ἔνοιωθε ἡ ψυχή Σου, ὅταν κρατοῦσες στὰ χέρια Σου τὸ Θαυμαστὸ Νήπιο; Πῶς τὸ ἀνέτρεφες; Πῶς πονοῦσε ἡ ψυχή Σου, ὅταν μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ Τὸν ἀναζητοῦσες τρεῖς μέρες στὴν Ἱερουσαλήμ; Ποιάν ἀγωνία ἔζησες, ὅταν ὁ Κύριος παραδόθηκε στὴν σταύρωση καὶ πέθανε στὸ Σταυρό;

Πές μας, ποιά χαρὰ αἰσθάνθηκες γιὰ τὴν Ἀνάσταση ἢ πῶς σπαρταροῦσε ἡ ψυχή Σου ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ Κυρίου μετὰ τὴν Ἀνάληψη;

Οἱ ψυχές μας λαχταροῦν νὰ γνωρίσουν τὴ ζωή Σου μὲ τὸν Κύριο στὴ γῆ· ἀλλὰ Σὺ δὲν εὐδόκησες νὰ τὰ παραδώσῃς ὅλ᾿ αὐτὰ στὴ Γραφή, ἀλλὰ σκέπασες τὸ μυστήριό Σου μὲ σιγή.

Πολλὰ θαύματα καὶ ἐλέη εἶδα ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ τὴ Θεοτόκο, ἀλλὰ μοῦ εἶναι τελείως ἀδύνατο ν ἀνταποδώσω κάπως αὐτὴ τὴν ἀγάπη.

Τί ν᾿ ἀναταποδώσω ἐγὼ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ποὺ δὲν μὲ περιφρόνησε ἐνῶ ἤμουν βυθισμένος στὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ μ᾿ ἐπισκέφθηκε σπλαγχνικὰ καὶ μὲ συνέτισε; Δὲν Τὴν εἶδα, ἀλλὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μοῦ ἔδωσε νὰ Τὴν ἀναγνωρίσω ἀπὸ τὰ γεμάτα χάρη λόγια Tης καὶ τὸ πνεῦμα μου χαίρεται κι ἡ ψυχή μου παρασύρεται τόσο ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτήν, ὥστε καὶ μόνη ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματὸς Tης γλυκαίνει τὴν καρδιά μου.

Ὅταν ἤμουν νεαρὸς ὑποτακτικός, προσευχόμουν μιὰ φορὰ μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος καὶ μπῆκε τότε στὴν καρδιά μου ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ κι ἄρχισε ἀπὸ μόνη της νὰ προφέρεται ἐκεῖ.

Μιὰ ἄλλη φορὰ ἄκουγα στὴν ἐκκλησία τὴν ἀνάγνωση τῶν προφητειῶν τοῦ Ἡσαΐα, καὶ στὶς λέξεις «Λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε» (Ἡσ. α 16) σκέφτηκα: Μήπως ἡ Παναγία ἁμάρτησε ποτέ, ἔστω καὶ μὲ τὸ λογισμὸ;. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Μέσα στὴν καρδιά μου μιὰ φωνὴ ἑνωμένη μὲ τὴν προσευχὴ πρόφερε ρητῶς: «Ἡ Θεοτόκος ποτὲ δὲν ἁμάρτησε, οὔτε κἂν μὲ τὴν σκέψη». Ἔτσι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μαρτυροῦσε στὴν καρδιά μου γιὰ τὴν ἁγνότητὰ Της.

Ἐν τούτοις κατὰ τὸν ἐπίγειο βίο Tης δὲν εἶχε ἀκόμα τὴν πληρότητα τῆς γνώσεως καὶ ὑπέπεσε σ᾿ ὁρισμένα ἀναμάρτητα λάθη ἀτέλειας. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο· ὅταν ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, δὲν ἤξερε ποὺ εἶναι ὁ Υἱὸς Της καὶ Τὸν ἀναζητοῦσε τρεῖς μέρες μὲ τὸν Ἰωσήφ (Λουκ. β´ 44-46).

Ἡ ψυχή μου γεμίζει ἀπὸ φόβο καὶ τρόμο, ὅταν ἀναλογίζομαι τὴ δόξα τῆς Θεομήτορος.
Εἶναι ἐνδεὴς ὁ νοῦς μου καὶ φτωχὴ κι ἀδύναμη ἡ καρδιά μου, ἀλλὰ ἡ ψυχή μου χαίρεται καὶ παρασύρομαι στὸ νὰ γράψω ἔστω καὶ λίγα λόγια γι᾿ Αὐτήν.

Ἡ ψυχή μου φοβᾶται νὰ τὸ ἀποτολμήσῃ, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη μὲ πιέζει νὰ μὴν κρύψω τὶς εὐεργεσίες τῆς εὐσπλαγχνίας Tης.

Ἡ Θεοτόκος δὲν παρέδωσε στὴ Γραφὴ οὔτε τὶς σκέψεις Tης οὔτε τὴν ἀγάπη Tης γιὰ τὸν Υἱὸ καὶ Θεό Tης οὔτε τὶς θλίψεις τῆς ψυχῆς Tης, κατὰ τὴν ὥρα τῆς σταυρώσεως, γιατὶ οὔτε καὶ τότε θὰ μπορούσαμε νὰ τὰ συλλάβωμε. Ἡ ἀγάπη Tης γιὰ τὸ Θεὸ ἦταν ἰσχυρότερη καὶ φλογερότερη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῶν Χερουβεὶμ καὶ τῶν Σεραφεὶμ κι ὅλες οἱ Δυνάμεις τῶν Ἀγγέλων καὶ Ἀρχαγγέλων ἐκπλήσσονται μ᾿ Αὐτήν.

Παρ᾿ ὅλο ὅμως ποὺ ἡ ζωὴ τῆς Θεοτόκου σκεπαζόταν, θὰ λέγαμε, ἀπὸ τὴν ἅγια σιγή, ὁ Κύριος ὅμως φανέρωσε στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας πὼς ἡ Παναγία μας ἀγκαλιάζει μὲ τὴν ἀγάπη Tης ὅλο τὸν κόσμο καὶ βλέπει μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς γῆς καί, ὅπως καὶ ὁ Υἱὸς Tης, ἔτσι κι Ἐκείνη σπλαγχνίζεται καὶ ἐλεεῖ τοὺς πάντες.

Ὢ, καὶ νὰ γνωρίζαμε πόσο ἀγαπᾶ ἡ Παναγία ὅλους, ὅσους τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, καὶ πόσο λυπᾶται καὶ στενοχωριέται γιὰ κείνους ποὺ δὲν μετανοοῦν! Αὐτὸ τὸ δοκίμασα μὲ τὴν πείρα μου.

Δὲν ψεύδομαι, λέγω τὴν ἀλήθεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πὼς γνωρίζω πνευματικὰ τὴν Ἄχραντη Παρθένο. Δὲν Τὴν εἶδα, ἀλλὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μοῦ ἔδωσε νὰ γνωρίσω Αὐτὴν καὶ τὴν ἀγάπη Tης γιὰ μᾶς. Χωρὶς τὴν εὐσπλαγχνία Tης ἡ ψυχὴ θὰ εἶχε χαθῆ ἀπὸ πολὺν καιρό. Ἐκείνη ὅμως εὐδόκησε νὰ μ᾿ ἐπισκεφθῇ καὶ νὰ μὲ νουθετήσῃ, γιὰ νὰ μὴν ἁμαρτάνω. Μοῦ εἶπε: Δὲν μ᾿ ἀρέσει νὰ βλέπω τὰ ἔργα σου». Τὰ λόγια Της ἦταν εὐχάριστα, ἤρεμα, μὲ πραότητα καὶ συγκίνησαν τὴν ψυχή. Πέρασαν πάνω ἀπὸ σαράντα χρόνια, μὰ ἡ ψυχή μου δὲν μπορεῖ νὰ λησμονήσῃ ἐκείνη τὴ γλυκειὰ φωνὴ καὶ δὲν ξέρω πῶς νὰ εὐχαριστήσω τὴν ἀγαθὴ καὶ σπλαγχνικὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ.

Ἀληθινά, Αὐτὴ εἶναι ἡ βοήθειά μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μόνο τ᾿ ὄνομά Της χαροποιεῖ τὴν ψυχή. Ἀλλὰ κι ὅλος ὁ οὐρανὸς κι ὅλη ἡ γῆ χαίρονται μὲ τὴν ἀγάπη Tης.
Ἀξιοθαύμαστο κι ἀκατανόητο πράγμα. Ζῆ στοὺς οὐρανοὺς καὶ βλέπει ἀδιάκοπα τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ δὲν λησμονεῖ κι ἐμᾶς τοὺς φτωχοὺς κι ἀγκαλιάζει μὲ τὴν εὐσπλαγχνία Της ὅλη τὴ γῆ κι ὅλους τοὺς λαούς.

Κι Αὐτὴ τὴν Ἄχραντη Μητέρα Του ὁ Κύριος τὴν ἔδωσε σ᾿ ἐμᾶς.
Αὐτὴ εἶναι ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἐλπίδα μας.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πνευματική μας Μητέρα καὶ βρίσκεται κοντά μας κατὰ τὴ φύση σὰν ἄνθρωπος καὶ κάθε χριστιανικὴ ψυχὴ ἑλκύεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτήν.