† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ Γ.Ο.Χ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Κ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ Γ.Ο.Χ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Κ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2022

Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΡΙΣΗ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΙΡΗΝΗ (Άρθρο του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Γρηγορίου)


 Ἡ Μέλλουσα Κρίση ὁ πόλεμος καὶ ἡ Εἰρήνη.

Μέλλουσα Κρίση, ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὅπως διατυπώνεται στὴν Εὐαγγελική Περικοπὴ τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀπόκρεω δὲν καθορίζεται μὲ τὴν ἔννοια τῆς τιμωρίας ἀλλὰ ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ σχετίζεται ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν συνάνθρωπο του. Δηλαδὴ στὸ ποσοστὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος καταλάβει σὲ αὐτὴν τὴν ζωὴ τὴν παρουσία τοῦ συνανθρώπου του στὴν προσωπικὴ του ζωὴ καὶ συμβάλει θετικὰ στὴν ζωὴ τοῦ ἄλλου, ἄλλο τόσο θὰ ὑπάρχει καὶ ἡ ἀνάλογη Παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν αἰώνια ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Δηλαδὴ θὰ βλέπει τὸν Θεὸ εἴτε ὡς φῶς, εἴτε ὡς σκότος. Ὄχι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι σκότος, ἀλλὰ τὰ αἰσθητήρια τοῦ ἀνθρώπου θὰ εἶναι τέτοια ποὺ θὰ ἀντιλαμβάνονται τὸν Θεὸ ὡς σκότος, τὸ φῶς ὡς σκοτάδι. 

Εἶναι γνωστὴ ἡ περικοπὴ μὲ πλούσιες εἰκόνες, ὅπου τὰ ἔθνη χωρίζονται  σὲ δύο ὁμάδες οἱ ἐκ δεξιῶν καὶ οἱ ἐξ εὐωνύμων. Στὴν μία ὁμάδα λέγει ὁ Θεός <<δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου>>, ἐνῶ στὴν ἄλλη λέγει <<πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ>>. Ἐξηγεῖ ὁ Θεὸς εὐθὺς ἀμέσως καὶ στὶς δύο ὁμάδες τὸν λόγο ποὺ τοὺς κατατάσσει καὶ στὴν μὲν πρώτη ὁμάδα λέγει <<ἐφόσον ἐποιήσατε ἐνί τούτων τῶν ἐλαχίστων ἐμοὶ ἐποιήσατε>> καὶ στὴν ἄλλη << ἐφόσον οὐκ ἐποιήσατε ἐνί τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε>>.

Πολλὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε. Θὰ σταθῶ ὅμως σὲ ἕνα σημεῖο. Ὅτι καὶ οἱ δύο ὁμάδες ρώτησαν τὸν Κύριο ἀκριβῶς τὸν ἴδιο <<πότε σὲ εἴδωμεν Κύριε πεινῶντα, ἤ διψῶντα, κ.λ.π. . . .>. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ οἱ δύο ὁμάδες δὲν βλέπουν τὸν Θεὸ καὶ ἔχουν δίκιο. Ὡστόσο ὅμως ὅταν ὁ Θεὸς παρομοιάζει τὸν ἑαυτὸ του μὲ τὸν συνάνθρωπο τότε τὰ πάντα ἀλλάζουν. Τότε παρατηροῦμε και οἱ δύο ὁμάδες νὰ βλέπουν τὸν συνάνθρωπο διαφορετικὰ. Ἡ πρώτη ὁμάδα βλέπει τὸν συνάνθρωπο καὶ συμβάλει θετικὰ πρὸς αὐτὸν στὴν ζωὴ του καὶ ἡ δεύτερη ὁμάδα βλέπει τὸν συνάνθρωπο, ἀλλὰ εἶναι παγερὰ ἀδιάφορη, δὲν βλέπει καθόλου τὸν συνάνθρωπο. Ἐπομένως καὶ οἱ δύο ὁμάδες βλέπουν τὸ ἴδιο δηλαδὴ τὸν συνάνθρωπο, ἀλλὰ ὅμως μὲ διαφορετικὰ αἰσθητήρια. Οἱ δύο ὁμάδες ἀντιλαμβάνονται τὴν πραγματικότητα μὲ τὸν δικὸ τους τρόπο καὶ αὐτὸ σήμερα εἶναι καὶ τὸ δράμα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας. 

κάθε πόλεμος ποὺ γίνεται σήμερα περιγράφει τὸ δράμα τοῦ ἀνθρώπου ἀμέσως μετὰ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων. Ἐσωτερικὸ πόλεμο εἶχαν ὁ Ἀδάμ καὶ ἡ Εὔα διότι μέσα τους διεσπάσθησαν, ἄλλα θέλει ἡ ψυχὴ καὶ ἄλλα τὸ σῶμα. Ἐξωτερικὸ πόλεμο εἶχαν μεταξὺ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας διότι ἄλλα θέλει ὁ ἕνας καὶ ἄλλα θέλει ἡ ἄλλη καὶ αὐτὸ νὰ διευρύνεται σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ παράδεισος μετετράπη ὡς μεταπτωτικὸς. Ὁ Παράδεισος δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ γνώριζε κάποτε ὁ Πρωτόπλαστος. Τὰ ζώα ἀντὶ νὰ ὑπηρετοῦν τὸν ἄνθρωπο εἶναι πλέον ἀπειλὴ γιὰ τὸν ἑαυτὸ του καὶ πλὲον ὁ ἴδιος μὲ ἰδρώτα καὶ κόπο θὰ παράξει τὰ ἀγαθὰ τῆς ἐπιβίωσης. Παντοῦ φαίνεται πόλεμος. Πόλεμος ἐσωτερικὸς μὲ τὸν ἑαυτὸ του ἀνθρώπου, πόλεμος μὲ τὸν συνάνθρωπο καὶ πόλεμος μὲ τὸ ἴδιο τὸ περιβάλλον. 

κάθε πόλεμος κρύβει μέσα του τὸν φόβο τοῦ θανάτου, τὸν φόβο τῆς ἐπιβίωσης, τὸν φόβο τοῦ ἀνασφαλοῦς περιβάλλοντος. Εὔκολα μπορεῖ κάποιος νὰ διαπιστώσει ὅτι ὁ ἀναμενόμενος πόλεμος στὴν Οὐκρανία εἶναι πόλεμος ποὺ ἔχει σκορπίσει φόβο. Ὁ ἀδύναμος φοβάται τὸν ἰσχυρό ὅπως καὶ ἀντίστροφα ὁ ἰσχυρὸς φοβάται τὸν ἀδύναμο. Ἰσχυρὸς ἤ ἀδύναμος ποὺ φοβάται δὲν εἶναι μόνον αὐτὸς ποὺ πρωταγωνιστεῖ στὸν πόλεμο. Εἶναι καὶ αὐτὸς ποὺ παρατηρεῖ τὰ γεγονότα μὲ ψυχραιμία.

πόλεμος εἶναι μία κατάσταση ποὺ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος οὐσιαστικὰ ζεῖ τὸ δράμα τῆς μεταπτωτικῆς του πορείας. Εἶναι αὐτὸ ποὺ χτίζει ὁ ἄνθρωπος ἀσυνείδητα στην κοινωνία που ζεῖ. Ὁ ἄνθρωπος χωρισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι καταδικασμένος νὰ συγκρούεται καὶ νὰ διαβάζει τὸν ἐξωτερικὸ του περιβάλλον ἐχθρικό. Ὅμως ἡ Παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου διώχνει κάθε φόβο καὶ ἀνασφάλεια ἀπὸ τὴν καρδιὰ του ἀνθρώπου. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιδιώκει νὰ βάλει στὴν καθημερινότητα του τὴν Παρουσία του τοῦ Θεοῦ, τότε μόνον θὰ ἀρχίσει νὰ διαβάζει ἕνα ἐξωτερικὸ περιβάλλον διαφορετικό, πιό φιλικὸ καὶ οἰκεῖο μὲ τὴν φύση του, θὰ ἀρχίσει νὰ βλέπει τὸν συνάνθρωπο περισσότερο ὡς φίλο παρά ὡς ἀπειλὴ καὶ ἐχθρό. Θὰ ἀρχίσει νὰ βλέπει τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ συνανθρώπου του. Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι ἰδεατὸ καὶ φιλοσοφικὴ ἀντίληψη. Αὐτὸ εἶναι βίωμα τὸ ὁποῖο γίνεται τώρα αὐτὴ τὴν στιγμή στὴν Ἐκκλησία καὶ στοὺς φίλους τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ. 

γαπητοὶ μου ἀδελφοὶ προσπαθῶ καὶ ἐγὼ μαζί μὲ ἐσᾶς νὰ βλέπω τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὰ δικὰ σας μάτια. Να βρίσκομαι δίπλα στὴν πραγματικὴ σας ἀνάγκη καὶ ὄχι σὲ τεχνητές. Ὅσο ὅμως καταλαβαίνω ὅτι φοβάμαι τὸν πόλεμο, καὶ ὅσο αἰσθάνομαι ὅτι κάτι παρόμοιο σύντομα μπορεῖ νὰ συμβεῖ στὴν ἀγαπημένη μας πατρίδα, ἄλλο τόσο κάτι δὲν κάνω καλὰ ἐγὼ μὲ τὸν συνάνθρωπο μου. Ὁ φόβος ἀπὸ τὴν μία εἶναι κάτι φυσιολογικό, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη λειτουργεῖ καὶ ὡς αἰσθητήριο ὅτι κάτι δὲν κάνω καλὰ καὶ ἐγὼ καὶ αὐτὸ μὲ κάνει νὰ προσεύχομαι ἀκόμα περισσότερο. 

Σᾶς παρακαλῶ ὅλους ἀδελφοὶ μου νὰ ἐνώσουμε τὶς προσευχὲς μας ὁ Θεὸς νὰ μην παραχωρήσει ἄλλο τὸ κακὸ καὶ νὰ φέρει τὴν εἰρήνη. Νὰ φωτίσει ὅλο τὸν κόσμο καὶ εἰδικὰ ἐκείνους ποὺ μᾶς διοικοῦν, ἔτσι ὥστε νὰ κάνουν τὸ καλύτερο γιὰ τὴν πατρίδα μας. Ἡ Εἰρήνη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐφηπλωμένη σὲ ὅλη τὴν κτίστη καὶ αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια. Αὐτὴν νὰ ἐπιζητοῦμε. Ὁ συνάνθρωπος μας σύμφωνα μὲ τὴν παραβολὴ τῆς Κρίσεως εἶναι εὐκαιρία προσωπικῆς μας σωτηρίας, δὲν εἶναι ἀπειλή. Ἄς δείξουμε ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν ἄλλο καὶ εἰλικρινὴ ἀγάπη καὶ τότε τὸ μυστήριο τῆς Θεϊκῆς Εἰρήνης θὰ λειτουργήσει, θὰ ἀγκαλιάσει ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἠθικὴ ἐπιταγὴ, ἀλλὰ ἐμπειρία ζωῆς. Ὁ Θεὸς ποὺ πιστεύουμε εἶναι ζωντανὸς στὶς καρδιὲς ποὺ ἀγαπᾶνε εἰλικρινά καὶ μόνον ἐκεῖ βιώνεται αὐθεντικὰ ἡ Παρουσία Του. Συνεχίστε νὰ ἀγαπᾶτε, συνεχίστε νὰ προσεύχεστε ἀπὸ καρδίας μὲ εἰλικρινὴ μετάνοια καὶ ὁ Θεὸς δὲν θὰ μᾶς ἐγκαταλείψει, θὰ εἶναι κοντὰ μας καὶ θὰ δείξει τὸ καλύτερο γιὰ τὴν σωτηρία μας.  

Εὐχέτης πρὸς Κύριον

ὁ πνευματικὸς σας πατέρας

† ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος.

Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2022

Τά κριτήρια τῆς ἁγιότητος εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν


Picture

Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης
κ. Γρηγορίου

Τά κριτήρια τῆς ἁγιότητος στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση εἶναι θέμα εὐαίσθητο ἀλλά καί καθοριστικό. Εὐαίσθητο, διότι τά κριτήρια αὐτά εἶναι θεολογικά καί ὄχι ἠθικολογικά καί οὑμανιστικά. Αὐτό σημαίνει ὅτι νοθεύονται μέ τρόπο πού πολλές φορές δέν εἶναι ὁρατός. Εἶναι θέμα καθοριστικό, διότι ἡ γνώση καί ἡ βαθύτερη ἐπίγνωση τῶν κριτηρίων τῆς ἁγιότητος χαρακτηρίζει ἀφ’ ἑνός τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, ἐάν δηλαδή αὐτός εἶναι ἐνταγμένος στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση καί ἀφ’ἐτέρου αὐτήν τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία, ἐάν εἶναι ἀληθινή ἤ ὄχι.

            Τό θέμα θά ἀναπτυχθεῖ ἀπό τόν ὁμιλοῦντα σέ θεματικές ἑνότητες, ὥστε νά γίνει εὐκολότερα κατανοητό. Στό πρῶτο μέρος θά διατυπωθοῦν τά γνωρίσματα ἤ κριτήρια τῆς ἁγιότητος καί τό τεκμήριο τῆς ἁγιότητος, ἐνῶ στό δεύτερο μέρος θά ἐξετάσουμε ἐάν καί κατά πόσον πῶς σήμερα ἁγιοποιεῖται ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανός.

Γνωρίσματα ἤ κριτήρια ἁγιότητος.

Τό πρῶτο γνώρισμα ἁγιότητος εἶναι νά ἔχει ἐνταχθεῖ ὁ ἄνθρωπος στήν Ἐκκλησία διά τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος. Ὑπενθυμίζουμε τό χωρίο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου «ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται» (Μάρ. , ιστ’ 16) καί τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου « Ἐάν μή τίς γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καί πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν. γ’ 5). Ὅμως ὑπῆρχαν καί περιπτώσεις πού ὁ μαρτυρικός θάνατος ἀρκοῦσε. Ἐθεωρεῖτο «βάπτισμα αἵματος» καί ἀποτελοῦσε ἀκόμα καί λόγο ἁγιότητος γιά τούς πιστούς. Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος ἀναφερόμενος στόν Μάρτυρα Λουκιανό τονίζει: «Ὥσπερ οἱ βαπτιζόμενοι τοῖς ὕδασιν, οὕτως οἱ μαρτυροῦντες τῷ ἰδίῳ λούονται αἵματι». (Ἱερ. Χρυσ. Εἰς τόν Ἅγιον Λουκιανό PG 50, 552).

            Ἕνα ἄλλο κριτήριο εἶναι τό ὀρθόδοξο φρόνημα. Ἡ διάσωση καί ἡ μετάδοση τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως καθώς καί ἡ διαφύλαξη τῆς παρακαταθήκης ἀλώβητης καί ἀναλλοίωτης εἶναι κεφαλαιῶδες θέμα σωτηρίας. Ὁ Μέγας Βασίλειος, σέ ἐπιστολή του πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας, ἐπισημαίνει ὅτι κηρύττει μόνο ὅσα παρέλαβε καί διδάχθηκε ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες.

«Πίστιν δέ ἡμεῖς οὔτε παρ᾽ ἄλλων γραφομένων ἡμῖν νεωτέραν παραδεχόμεθα οὔτε αὐτοί τά τῆς ἡμετέρας διανοίας γεννήματα παραδιδόναι τολμῶμεν, ἵνα μή ἀνθρώπινα ποιήσωμεν τά τῆς εὐσεβείας ρήματα, ἀλλ᾽ ἅπερ παρά τῶν Ἁγίων Πατέρων δεδιδάγμεθα, ταῦτα τοῖς ἐρωτῶσιν ἡμᾶς διαγγέλωμεν» (Μ. Βασιλείου Ἐπιστολή 140 τῆς Ἀντιοχέων Ἐκκλησίας PG32, 588C).

            Ὁ ἐνάρετος βίος εἶναι ἐπίσης ἕνα σημαντικό γνώρισμα. Ὁ ἐνάρετος βίος ἐπιδρᾶ καταλυτικά στήν λειτουργική ζωή ὡς ὑπόδειγμα γιά τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς μία νοητή πυξίδα. Ὑπάρχουν πολλά παραδείγματα Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι μιμήθηκαν ἄλλους Ἁγίους στήν ἀρετή, ἀκόμα καί στό μαρτύριο.

Ἕνα κριτήριο ἐπίσης εἶναι ἡ θαυματουργία. Ἡ θαυματουργία ἔχει καταγραφεῖ στήν Καινή Διαθήκη ὡς χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν Ἀποστόλων καί γενικότερα τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων. Ὁ Κύριος, πρό τῆς Ἀναλήψεώς Του, ἀπευθυνόμενος στούς Ἀποστόλους τούς ἔδωσε τήν δύναμη νά θεραπεύουν τόν κόσμο. Αὐτό φαίνεται καί στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἀρχῆς γενομένης μέ τόν Ἀπόστολο Πέτρο κηρύττοντα καί θαυματουργοῦντα.

            Τίθεται τό ἐρώτημα: τά θαύματα ἀπό μόνα τους ἀποτελοῦν κριτήριο ἁγιοκατατάξεως; Ἡ ἀπάντηση εἶναι «ὄχι». Τά λόγια τοῦ Κυρίου εἶναι καθοριστικά. «Πολλοί ἐροῦσί μοι ἐν ἐκείνη τῇ ἡμέρᾳ. Κύριε, Κύριε οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καί τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καί τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλάς ἐποιήσαμεν; καί τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι οὐδέποτε ἔγνων ἡμᾶς. ἀποχωρεῖτε ἀπ᾽ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τήν ἀνομίαν.» (Ματθ. ζ’ 22-23)

            Ἕνα ἄλλο γνώρισμα εἶναι οἱ ἐξαιρετικές ὑπηρεσίες καί ἡ προσφορά στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ ὁ Ἅγιος καί Ἰσαπόστολος Κωνσταντῖνος, ὁ ὁποῖος μέ τό διάταγμα τῶν Μεδιολάνων θέσπισε τήν ἀνεξιθρησκεία καί ἔπαυσαν οἱ διωγμοί τῶν Χριστιανῶν. Ἕνα ἄλλο παράδειγμα εἶναι ἡ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα, ἡ ὁποία ἀναστήλωσε τίς Ἱερές Εἰκόνες καί τίς ἀποκατέστησε ἐντός τῶν Ἱερῶν Ναῶν.

            Οἱ ἐξέχουσες ὑπηρεσίες στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία δέν ἀποτελοῦν ἀπό μόνες τους γνώρισμα ἁγιότητος. Στήν περίπτωση ὅμως τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου ὑπάρχει ἡ θεοπτική ἐμπειρία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἡ ἐκ μέρους του ἐκλογή ἀπό τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό φαίνεται στήν ὑμνολογία «τύπον σταυροῦ ἐν οὐρανῷ κατοπτεύσας . . . ὅθεν δεξάμενος τήν γνῶσιν τοῦ Πνεύματος» καί «ὡς ὁ Παῦλος τήν κλῆσιν οὐκ ἐξ ἀνθρώπων δεξάμενος». Ἐπίσης ἁπτό τεκμήριο ἁγιότητος ἀποτελεῖ τό ἱερό λείψανό του «οὗ ἡ λάρναξ ἰάσεις βρύει» (Ἀκολουθία Μηναίου 21ης Μαΐου, Ἔκδ. Ἀποστ. Διακονίας). Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει μέ τό λείψανο τῆς Ἁγίας Θεοδώρας, τό ὁποῖο διασώζεται στόν Μητροπολιτικό Ναό τῆς Κέρκυρας.

            Ἕνα ἄλλο κριτήριο ἁγιότητος ἀποτελοῦν ἐπίσης τά ἀδιάφθορα Ἱερά Λείψανα, τά ὁποῖα εὐωδιάζουν καί θαυματουργοῦν. Ἄν καί τά λείψανα ἀποτελοῦν σημεῖο πού στοιχειοθετεῖ ἁγιότητα, δέν ἀποτελοῦν ὅμως ἀπαραίτητο κριτήριο ἁγιότητος. Σέ ὁρισμένες περιπτώσεις ἡ λειτουργική πράξη ἀπέδειξε ὅτι μπορεῖ νά εἶναι ἀποτέλεσμα ἀφορισμοῦ ἤ κατάρας ἤ καταφρονήσεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ Τρίτη λεγομένη Σύνοδος τῆς Μόσχας τό 1666, στήν ὁποία μετεῖχαν, πλήν τῶν Ρώσων Ἐπισκόπων, πέντε Μητροπολίτες τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Παΐσιος, ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Μακάριος καί Ἱεράρχες τῶν Ἐκκλησιῶν Ἱεροσολύμων, Γεωργίας καί Σερβίας. Ἡ Σύνοδος αὐτή ἀπεφάνθη:

«Τά τῶν νεκρῶν σώματα εὑρισκόμενα καί ἐν καιροῖς τούτοις ἀκέραια καί ἄλυτα, μή τολμάτω τις ἀπό τοῦ νῦν, ἄνευ ἀξιοπίστου μαρτυρίας καί Συνοδικῆς ἀποφάσεως τιμᾶσθαι αὐτά καί σέβεσθαι ὡς ἅγια, διότι εὑρίσκονται πολλά σώματα ἀκέραια καί ἄλυτα οὐχί ὑπό ἁγιωσύνης, ἀλλά ὑπ᾽ ἀφορισμοῦ καί κατάρας ἀρχιερατικῆς ἤ ἱερατικῆς τυγχάνοντες ἐτελεύτησαν, ἤ ἐκ παραβάσεως καί καταφρονήσεως τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων ἀκέραια καί ἄλυτα εὑρίσκονται» (Δεληκανῆ Κ. Πατριαρχικά ἔγγραφα Τομ. Γ’ Κωνσταντινούπολις 1905 σελ. 136-137).

            Ἄς μήν ἀναφερθοῦν παραδείγματα συγχρόνων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι περιφερόμενοι μέ διάφορα λεγόμενα λείψανα σημερινῶν -δῆθεν- ἁγίων, πού ἔχουν πετύχει νά εὐωδιάζουν καί νά μυροβλύζουν μέ τεχνητά μέσα, ἐξαπατοῦν τούς πιστούς.

            Ἀνακεφαλαιώνοντας, τά γνωρίσματα ἤ κριτήρια τῶν προσώπων, προκειμένου νά καταχωρισθοῦν στά δίπτυχα τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι τά ἑξῆς:
α) τό Ἱερό Βάπτισμα β) τό ὀρθόδοξο φρόνημα γ) ὁ ἐνάρετος βίος δ) οἱ ἐξαιρετικές ὑπηρεσίες καί ἡ προσφορά στήν Ἐκκλησία ε) ἡ θαυματουργία στ) τά Ἱερά Λείψανα.

            Αὐτά εἶναι τά γνωρίσματα ἤ κριτήρια γιά νά εἶναι κάποιος Ἅγιος. Δέν ἀποτελοῦν ὅμως ἀπό μόνα τους ὅλα μαζί ἤ ξεχωριστά καί τεκμήριο ἁγιότητος. Τό τεκμήριο τῆς ἁγιότητος εἶναι ἡ θέωση τοῦ προσώπου. Νά ἔχει δηλαδή ὁ Ἅγιος δεῖ τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ καί νά ἔχει γνωρίσει τά μυστήρια περί τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

            Οἱ θεόπτες Ἅγιοι χαρακτηρίζονται βασιλεῖς καί κύριοι ὄχι μέ τήν κοσμική ἔννοια ἀλλά μέ τό ὅτι βασιλεύουν ἐπί τῶν παθῶν τους, τά ὁποῖα ἔχουν μεταμορφώσει ἐν Χριστῷ καί φυλάσσουν ἀπαραχάρακτη τήν ὁμοίωση τῆς θείας εἰκόνος. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός:

«Θεούς δε λέγω καί βασιλεῖς καί κυρίους οὐ φύσει, ἀλλ᾽ὡς τῶν παθῶν βασιλεύσαντας καί κυριεύσαντας καί τήν τῆς θείας εἰκόνος ὁμοίωσιν, καθ᾽ ἥν γεγένηται, ἀπαραχάρακτον φυλάξαντας (βασιλεύς γάρ λέγεται καί ἡ τοῦ βασιλέως εἰκών) καί ἑνωθέντας Θεῷ κατά προαίρεσιν καί τοῦτον δεξαμένους ἔνοικον καί τῇ τούτου μεθέξει γεγονότας χάριτι, ὅπερ αὐτός ἐστί φύσει» (PG 94, 1164 b).

            Οἱ θεόπτες Ἅγιοι ἑνώνονται μέ τόν Θεό ψυχῇ τε καί σώματι. Ἡ ἕνωση αὐτή δέν εἶναι ἠθική, ψυχολογική καί κοινωνική ἀλλά θεολογική. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ διαπορθμεύεται ἀπό τήν ψυχή στό σῶμα τοῦ Ἁγίου «ὅτι δέ καί διά τοῦ νοῦ τοῖς σώμασιν ἐνῴκησεν ὁ Θεός»(PG 94 1164 c ).

            Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ἀφθαρσία τῶν Ἱερῶν Λειψάνων. Νικᾶται ὁ θάνατος πού ὑπάρχει μέσα στά κύτταρα τοῦ ἀνθρώπου, διότι ἔχει ἐνοικήσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί διά τοῦ νοῦ διαπορθμεύεται στό σῶμα. Ἐπίσης ἐξηγεῖται καί ἡ παρρησία τοῦ Ἁγίου πρός τόν Θεό, διότι πρεσβεύει ὑπέρ τῶν ἐν μετανοίᾳ προσευχομένων πιστῶν: «ἐν παρρησίᾳ τῷ Θεῷ παρεστήκασι» (PG 94 1164-1165 d).

            Τά λείψανα αὐτῶν τῶν Ἁγίων εἶναι ζωντανά, δέν εἶναι νεκρά γιά αὐτό καί θαυματουργοῦν. Οἱ Ἅγιοι ἑνώθηκαν μέ τόν αἴτιο τῆς ζωῆς, τήν αὐτοζωή, τόν Χριστό καί δηλώνουν τήν παρουσία τους μέσα στήν Ἐκκλησία μέσῳ τῆς ἀφθαρσίας, τῆς μυροβλυσίας καί τῶν θαυμάτων. Δέν θά ἦταν λάθος ἐάν λέγαμε ὅτι οἱ αὐθεντικοί σύγχρονοι ἱεραπόστολοι καί ἐκφραστές τοῦ Θελήματος τοῦ Θεοῦ εἶναι τά Ἱερά Λείψανα τῶν Ἁγίων. Ἕνα παράδειγμα ἐκφράσεως εἶναι τό Ἱερό Λείψανο τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, τό ὁποῖο φανέρωσε τόν ὀρθόδοξο τόμο στούς ἁγίους Πατέρες κατά τήν Δ΄Οἰκουμενική Σύνοδο (451 μ.Χ.) καί κατωχύρωσε τίς ἀληθινές ὀρθόδοξες θέσεις.

            Τά θαύματα πού ἐπιτελοῦνται, στήν πραγματικότητα γίνονται ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ μέσῳ τῶν Ἱερῶν Λειψάνων. Αὐτό ἐξηγεῖται ἀπό τό ὅτι στά Ἱερά Λείψανα ἐνοικεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, τά διατηρεῖ ζωντανά καί θεραπεύει ἀσθένειες, ἀποδιώκει πειρασμούς καί καταδιώκει τούς δαίμονες. Ἕνας ἄλλος λόγος πού θαυματουργοῦν τά Ἱερά Λείψανα εἶναι τό ὃτι ὁ πιστός προσέρχεται μέ ζέουσα καί ἀκλόνητη πίστη.

            Συμπερασματικά, τό τεκμήριο τῆς ἁγιότητος εἶναι ἡ θέωση τοῦ προσώπου. Ὁ Ἅγιος ἑνώθηκε μέ τόν Θεό καί τό Ἱερό Λείψανό του παραμένει ἄφθαρτο, εὐωδιάζει καί θαυματουργεῖ, ἐκεῖ πού θέλει ὁ Θεός.Τίθεται ὅμως τό ἐρώτημα: Πῶς μπορεῖ νά διαπιστωθεῖ ὅτι ἕνας σύγχρονος ἄνθρωπος πληροῖ τά κριτήρια τῆς ἁγιότητος τά ὁποῖα ἐπιτρέπουν τήν κατάταξή του στήν χορεία τῶν Ἁγίων; Πρίν ἀπαντήσουμε, θά ἤθελα νά προβοῦμε σέ δύο ἐπισημάνσεις:

Πρώτη ἐπισήμανση:

Ἡ πρώτη, ἡ ἐν σώματι Ἐκκλησία, ἀπό τούς Ἀποστολικούς καί τούς Μεταποστολικούς Πατέρες δέν προέβαινε σέ καμμία ἀνακήρυξη, ἁγιοποίηση ἤ ἀναγνώριση Ἁγίου.
            Ἡ κοινή συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ λαϊκή βάση, διαμόρφωνε γνώμη καί διαπίστωνε ὅτι ὁ ἐν λόγῳ Μάρτυρας εἶναι Ἅγιος. Αὐτό εἶχε τοπικό χαρακτήρα. Οἱ ζῶντες Χριστιανοί ἐγνώριζαν τόν Μάρτυρα, τόν τρόπο τοῦ μαρτυρίου καί τόν ἐνταφιασμό του. Τό ἐνταφιασμένο Λείψανο τοῦ Ἁγίου ἄρχιζε νά θαυματουργεῖ καί μετά νά ἀποκαλύπτεται ἄφθαρτο, νά μυροβλύζει ἤ καί νά εὐωδιάζει κατά περίπτωση. Τότε ἡ συνείδηση τοῦ λαοῦ γινόταν φωνή Θεοῦ, ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου γινόταν γνωστή καί στίς γειτονικές ἐκκλησίες, ὥσπου ἐλάμβανε οἰκουμενικές διαστάσεις. Αὐτό γινόταν χωρίς καμία ἐπισημότητα ἕως τόν ΙΑ’ αἰώνα.

            Ἀπό τόν αἰώνα ὅμως αὐτόν καί ἔπειτα, ὅταν τά νέα ὀνόματα εἶχαν καταχωρισθεῖ ὡς Ἅγιοι στήν συνείδηση τῶν πιστῶν τέκνων τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε ὁ Πατριάρχης, εἴτε ἡ Σύνοδος ἔπαιρναν τήν πρωτοβουλία νά θεσπίσουν τήν μνήμη ἑνός Ἁγίου, ὥστε νά ἑορτάζεται μέ ἐπισημότερο τρόπο ἀπό ὅλη τήν Ἐκκλησία «ἀπό περάτων ἕως περάτων». Ἀπό αὐτό τό χρονικό σημεῖο διαφαίνεται μία ἐπιρροή ἀπό τήν Δύση. Ὁ Πάπας Ἰωάννης ΙΕ´ τό 993 μ.Χ. πραγματοποίησε τήν πρώτη ἀνακήρυξη, ἐνῶ ὁ Πάπας Ἀλέξανδρος Γ´ (1159-1181) ἰσχυρίσθηκε ὅτι ἡ ἀνακήρυξη κάποιου Ἁγίου εἶναι ἀναφαίρετο δικαίωμα τῆς Ἁγίας Ἓδρας. (Βεργωτῆ Γ. ἐγχειρίδιον Ἁγιολογίας Θεσ/νίκη 1992 σελ. 134). Ἀπό τότε ἔχουμε ἀναγνωρίσεις Ἁγίων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί μάλιστα μεγάλων καί γνωστῶν. Ἀξιοσημείωτο εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ ἀριθμός τῶν Ἁγίων, πού ἔχουν καταχωρισθεῖ στήν συνείδηση τοῦ λαοῦ στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερος ἀπό τίς ἐπίσημες συνοδικές ἀναγνωρίσεις.

Ἑπομένως ἡ Ἐκκλησία -τουλάχιστον γιά τούς πρώτους δέκα αἰῶνες- δέν προέβαινε σέ πράξη ἀνακηρύξεως, διακηρύξεως, ἁγιοποιήσεως καί ἀναγνωρίσεως Ἁγίου ἀλλά ἄφηνε τήν ἁγιοκατάταξη στήν συνείδηση τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ καί τοῦ κλήρου καί ἀμέσως μετά καταχώριζε στό ἁγιολόγιό της τούς ἀληθινούς Μάρτυρες καί Ἁγίους.

Δεύτερη ἐπισήμανση:

            Ἡ Ἐκκλησία πού μπορεῖ νά διακρίνει τά σημεῖα ἐκεῖνα, τά ὁποῖα μαρτυροῦν μέ βεβαιότητα τήν ἁγιότητα ἑνός προσώπου, φανερώνει ὅτι εἶναι ἀληθινή. Ἀντιθέτως ἐάν μία Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει Ἃγιο μέ ἠθικολογικά κριτήρια, εἶναι ἐκκοσμικευμένη καί -ἠθελημένα ἤ ὄχι- νοθεύει τό ἁγιολόγιο.

            Ἡ διάκριση μεταξύ Ἀποστόλου καί ψευδοαποστόλου, Προφήτου καί ψευδοπροφήτου, Ὁσίου καί ψευδοσίου, Ἁγίου καί ψευδοαγίου εἶναι ζήτημα ἁπλό ἀλλά καί δύσκολο. Στήν περίπτωση αὐτή συμβαίνει ἀκριβῶς ὅ,τι καί στίς ἄλλες ἐπιστῆμες. Δηλαδή, ὃπως ὁ γιατρός μπορεῖ νά διακρίνει τόν ψευδογιατρό, ὁ ἀρχιτέκτων μηχανικός μπορεῖ νά διακρίνει τόν ψευδοαρχιτέκτονα μηχανικό, ἒτσι καί ὁ Ἅγιος πού ἔχει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα του, μπορεῖ νά διακρίνει τόν ψευδοάγιο. Αὐτό εἶναι τό ἁπλό τοῦ θέματος. Ἡ δυσκολία εἶναι κατά πόσον ἐμεῖς σήμερα εἴμαστε ἅγιοι γιά νά διακρίνουμε τούς Ἁγίους ἀπό τούς ψευδοαγίους.

            Σέ περίπτωση πού ἡ Ἐκκλησία καταχωρίσει κάποιον ὡς «Ἅγιο» ἐνῶ δέν εἶναι, διαπιστώνεται ἀπώλεια τῶν κριτηρίων τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Δηλαδή ταυτίζονται οἱ Ἃγιοι μέ τούς μή ἁγίους, οἱ θεράποντες Ἃγιοι τοῦ Θεοῦ μέ τούς καλούς ἀνθρώπους πού ἀκολουθοῦν ἄλλες θρησκεῖες ἢ δόγματα. Ἡ βίωση τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος διαστρεβλώνεται, ἀλλάζει καί μετατρέπεται σέ μία δαιμονική πνευματικότητα μέ φοβερές συνέπειες γιά τόν ἄνθρωπο.

            Οἱ συνέπειες εἶναι κυρίως δύο. Ἡ πρώτη ἀφορᾶ τόν τιμώμενο ὡς δῆθεν «ἃγιο». Ὅταν δηλαδή κάποιος τιμᾶται ὡς «ἅγιος» ἐνῶ δέν εἶναι, ἀλλά ἔχει ἀνάγκη τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, δέν βοηθεῖται ἀπό τούς πιστούς διότι στίς προσευχές ζητοῦμε τήν πρεσβεία του καί δέν προσευχόμεθα γιά τήν σωτηρία του. Ἑπομένως, ἀντί νά βοηθοῦμε τόν ἄνθρωπο, πού ἔχει ἀνάγκη τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, τοῦ στεροῦμε τήν προσφορά μας. Ἡ δεύτερη συνέπεια ἀφορᾶ τόν πιστό. Ὁ πιστός προσεύχεται σέ πρόσωπο τό ὁποῖο οὐδέποτε πρόκειται νά πρεσβεύσει. Ὑπάρχει ἀκόμα κίνδυνος νά πέσει σέ δαιμονικές καταστάσεις, πού νά ἐνισχύουν τήν πλάνη καί τότε ἀρχίζει ἕνας φαῦλος κύκλος. Τήν ὥρα πού βρίσκεται στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἀντί νά θεραπεύεται καί νά ὁδεύει στήν ἁπλότητα καί στήν ἁγιότητα, γίνεται σύνθετος καί μπορεῖ σέ ἀκραῖες καταστάσεις νά ὁδηγηθεῖ στήν κατάθλιψη καί στήν ψυχοπάθεια.

            Ἑπομένως ἡ καταχώριση ἤ ἡ κατάταξη Ἁγίων στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι θέμα κριτηρίων πνευματικότητος καί κριτηρίων ἁγιότητος. Μπορεῖ νά ἀναφέρουμε ἐμεῖς σήμερα μέ σχετική εὐκολία τά κριτήρια τῆς ἁγιότητος, ἀλλά ἀντιπαρερχόμαστε μέ ἰδιαίτερη εὐκολία τά κριτήρια τῆς δικῆς μας ὀρθοδόξου πνευματικότητος. Μποροῦμε σήμερα νά διακρίνουμε ἕναν ἅγιο; Ἐάν ναί, τότε ἔχουμε τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐάν ὄχι, τότε στερούμεθα τῆς Χάριτος καί τότε εἶναι προτιμότερο νά ἀπευθυνόμαστε σέ Ἁγίους πού ἤδη ἔχουν καταχωρισθεῖ στά Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας μας.

            Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα ἐργαστῆρι ἁγιότητος. Ἐκκλησία πού δέν παράγει Ἁγίους, δέν εἶναι Ἐκκλησία. Ἐκκλησία πού παράγει Ἁγίους εἶναι ἡ αὐθεντική συνέχεια τῆς Μίας, Ἁγίας καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἐκκλησία πού νοθεύει τά κριτήρια τῆς ἁγιότητος, νοθεύει τό ἁγιολόγιο καί ὑποβιβάζει τούς Ἁγίους σέ καλούς ἀνθρώπους καί ἐξισώνει τόν Χριστό μέ κάθε θρησκευτικό ἡγέτη, δέν εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

            Χαιρόμαστε ὅταν ἀκόμα καί σήμερα ὁ Θεός φανερώνει μέ ἀθόρυβο τρόπο Ἁγίους στήν Ἐκκλησία μας. Εἶναι ἡ παρηγορία μας, ἡ τόνωση καί ἡ δύναμη γιά νά συνεχίσουμε τόν καλόν ἀγῶνα. Θεωρῶ ὅτι ἡ Ἱερά ἡμῶν Σύνοδος ὑπό τήν προεδρία τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Γ.Ο.Χ. Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. κ. Καλλινίκου μέχρι σήμερα ἔχει πράξει σοφά. Ἀφήνει καί τόν λαό καί τόν κλῆρο μαζί μέ τόν Ἐπίσκοπο νά ἀναγνωρίζουν καί νά καταχωρίζουν στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας συγχρόνους ἁγίους, ὅπως οἱ πρῶτοι Χριστιανοί. Δέν μετέρχεται τακτικές καί προπαγάνδες ἀλλά ἀφήνει τόν Θεό νά φανερώσει τόν Ἅγιό Του. Ἕνα τέτοιο παράδειγμα ἀποτελεῖ ὅ Ὅσιος Παχώμιος τῆς Χίου.

            Λυπούμεθα ὅμως διότι ἡ κρατοῦσα Ἐκκλησία σήμερα - ἠθελημένα ἤ ὄχι - ἔχει ἀλλοιώσει τά κριτήρια τῆς ἁγιότητος καί ἐκφράζει σέ μεγάλο βαθμό ἐκκοσμίκευση καί ἀλλαγή πορείας ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Θά ἀναφέρω τήν περίπτωση τοῦ Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου, τόν ὁποῖο ἡ κρατοῦσα Ἐκκλησία τόν ἀναγνώρισε ὡς «ἅγιο» τό 1992. Ἦταν μία πράξη πού δείχνει τό μέγεθος τῆς ἀλλοιώσεως τῶν κριτηρίων ἁγιότητος. Ἀναμφισβήτητα ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης ἦταν Ἐθνομάρτυρας. Ὡστόσο ὅμως δέν μποροῦμε νά ὑποστηρίξουμε καί τήν ἁγιότητά του, διότι δέν πληροῖ τά βασικά κριτήρια τῆς ἁγιότητος. Δέν ὑπῆρξε κάποιο σημεῖο ἐκ Θεοῦ ἀφ᾽ ἑνός καί ἀφ᾽ ἑτέρου ὑπάρχουν ἀρκετές δημοσιεύσεις μασωνικῶν ἐντύπων ὅτι ἦταν μέλος μασωνικῆς στοᾶς.

            Ἕνα ἄλλο θλιβερό σημεῖο εἶναι ὅτι ἡ κρατοῦσα Ἐκκλησία προπαγανδίζει νέα σύγχρονα πρόσωπα τῶν τελευταίων δεκαετιῶν τοῦ περασμένου αἰώνα ὅτι ἦταν ἅγιοι. Αὐτό τό ἐπιτυγχάνει μέσῳ ραδιοτηλεοπτικῶν σταθμῶν, ἐντύπων, βιβλίων καί διαδικτύου. Τά πρόσωπα αὐτά πού προβάλλονται ὡς «ἅγια», πράγματι ἔχουν δείξει στήν βιοτή τους ὅτι εἶχαν μία πνευματική ζωή πού -τολμᾶμε νά ποῦμε- ὅτι ἦταν καί ὑποδειγματική σέ ἐξαιρετικές περιπτώσεις. Δέν εἶναι ὅμως ἅγιοι, διότι δέν ὑπάρχει ἡ ἀνάδειξη τῆς ἁγιότητος αὐτῶν ἀπό τόν Θεό. Ἱερά Λείψανα ἄφθαρτα πού νά εὐωδιάζουν καί νά θαυματουργοῦν δέν ὑπάρχουν. Ἐπίσης σέ μερικούς τίθεται θέμα τῆς ὀρθῆς πίστεως, διότι τό φανερώνει ἡ βιοτή τους. Ἑπομένως γίνεται μία προσπάθεια τόν καλό ἄνθρωπο νά τόν κάνουν Ἃγιο. Αὐτό εἶναι ἐκτροπή ἀπό τά τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καί τῶν κριτηρίων ἁγιότητος.

            Θά ἤθελα ἐν συνεχείᾳ νά ἐκθέσω μερικά ἱστορικά γεγονότα, τά ὁποῖα δείχνουν ποῦ μπορεῖ νά φθάσει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἔχει ἀποκοπεῖ ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση καί τά κριτήρια τῆς Ἁγιότητος. Ἐπίσης χρειάζεται μεγάλη προσοχή, διότι ἡ κρατοῦσα Ἐκκλησία ἔχει προσδεθεῖ στό ἅρμα τοῦ Παπισμοῦ καί δυστυχῶς -ἠθελημένα ἤ ὄχι- ἀλλοιώνει καί στρεβλώνει ὅ,τι καθαρό ἔχει μείνει στόν ὀρθόδοξο χῶρο. Τά παρακάτω στοιχεῖα δείχνουν πόση ζημιά ἔχουν προκαλέσει οἱ Δυτικοί, τούς ὁποίους σήμερα ἐμπιστεύονται μερικοί Ἱεράρχες τῆς κρατούσης Ἐκκλησίας.

            Στήν πορεία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας πρῶτοι πού πολέμησαν τά Ἱερά Λείψανα τῶν Ἁγίων ἦταν οἱ Εἰκονομάχοι˙ στήν συνέχεια οἱ Παυλικιανοί καί οἱ Βογόμιλοι, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνταν τήν ἐναθρώπιση τοῦ Χριστοῦ, τόν Σταυρό καί τίς Ἱερές Εἰκόνες˙ ἀργότερα οἱ Προτεστάντες, διακηρύσσοντας ὅτι πιστεύουν σέ ἕναν καθαρότερο καί πνευματικότερο Χριστιανισμό πιό εὐαγγελικό δίχως τά ἐπικονιάματα τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως. Ὡστόσο τόν σεβασμό καί τήν εὐλάβεια πρός τά Ἱερά Λείψανα κανένας δέν μπόρεσε νά σβήσει ἀπό τήν ψυχή τῶν πιστῶν.

            Ὅμως ὁ πειρασμός χρησιμοποιεῖ μυρίους τρόπους γιά νά σπιλώσει τά καθαρά αἰσθήματα τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι λοιπόν ἀρχίζοντας ἀπό τήν Παλαιστίνη καί τήν Αἴγυπτο καί προχωρώντας πρός τήν Ρώμη ἐξαπλώθηκε πυκνό δίκτυο ἐμπόρων, πού λυμαίνονταν τά πάντα γιά νά ἀγοράσουν καί νά πουλήσουν Λείψανα. Στό ἄνομο ἐμπόριο ἦταν οἱ Σταυροφόροι ἀλλά καί κάποιοι μοναχοί, πού κατά ἄλλους ἦταν ψευδομοναχοί.

            Τό ἐντυπωσιακό ἦταν ὅτι οἱ Φράγκοι ἐμπορεύονταν ἀνύπαρκτα πράγματα, ὅπως οἱ στεναγμοί τοῦ Δικαίου Ἰωσήφ τοῦ μνήστορος, τά δάκρυα τοῦ Χριστοῦ καί τά ἴχνη τῶν ποδιῶν Του, λείψανα ἀπό τά φτερά τῶν ἀρχαγγέλων Μιχαήλ καί Γαβριήλ. Σέ ἕναν γαλλικό κατάλογο τοῦ 970 μ.Χ. ἀνάμεσα στά λείψανα ἦταν τά ξύλα καί οἱ πάσαλοι μέ τά ὁποῖα ἔστησε τίς σκηνές ὁ Ἀπόστολος Πέτρος μαζί μέ τόν Ἰάκωβο καί Ἰωάννη στόν τόπο τῆς Μεταμορφώσεως, καθώς καί σπόροι ἀπό ἐκεῖνον πού ἔσπειρε στήν εὐαγγελική περικοπή τοῦ σπορέως. (Airgain, L’ Hagiographe σελ. 190). Οἱ ἀγοροπωλησίες ἦταν τέτοιες πού ἔφτασαν στό σημεῖο τῆς ἀσέβειας. Οἱ καταγραφές μιλοῦν ἀπό μόνες τους. Ἔχουν καταγραφεῖ 26 κεφαλές τοῦ Ἁγίου Ἰουλιανοῦ, 10 τοῦ Τιμίου Προδρόμου, 6 τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου καί 17 χέρια του, 30 σώματα τοῦ Ἁγίου Παγκρατίου, 3 σώματα τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου καί 6 κεφαλές του, ἄν καί - ὅπως εἶναι γνωστό – τόν Ἅγιο Ἰγνάτιο κατέφαγαν τά λιοντάρια (ΑΓΙΟΙ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ Π.Β. Πάσχου σελ. 151).

            Στήν σημερινή ἐποχή ἐπιβάλλεται νά εἴμαστε ἰδιαίτερα προσεκτικοί, ὅσο ποτέ ἄλλοτε. Νά εἴμαστε ἐνταγμένοι στό ἐργαστῆρι τῆς ἁγιότητος πού λέγεται Ἐκκλησία, μέ ἀρχηγό τόν Χριστό καί τούς φίλους Αὐτοῦ τούς Ἁγίους. Τότε θά μποροῦμε νά ἐργαζώμεθα μέ ὀρθό τρόπο γιά τήν θεραπεία τῆς ψυχῆς μας, ἐλπίζοντας ὅτι θά εἴμαστε σέ θέση νά διακρίνουμε ἕναν σύγχρονο Ἃγιο ἀπό ἕναν ψευδοάγιο. Θά μποροῦμε νά αἰσθανθοῦμε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ νά μᾶς καθοδηγεῖ εἰς νομάς σωτηρίους διά πρεσβειῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί πάντων τῶν Ἁγίων.

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ 2021

 Τοῦ Ἁγίου Νικολάου 2021

Σήμερα τοῦ Ἁγίου Νικολάου ὁ Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Γρηγόριος λειτούργησε καὶ προέστη τῶν ἀκολουθιῶν στὸν Ἱερὸ Ναὸ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου Σερρῶν. Στὸν λόγο του μίλησε γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ ἀναφέρθηκε στὴν ἐλεημοσύνη τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἀλλὰ καὶ πόσο σημαντικὴ εἶναι ἡ φιλανθρωπία στὴν πνευματικὴ προκοπὴ τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ τέλος εὐχήθηκε στὸν ἐφημέριο π. Νικόλαο Μαντιὸ ὁ ὁποῖος εἶναι ἐφημέριος στὸν ναὸ ἀπὸ τὸ 1982. Παρόντες στὴν Θεία Λειτουργία ἦταν καὶ ὁ νέο ἐφημέριος π. Χρῆστος Ζάπριος καθὼς καὶ ὁ π. Ἀντώνιος Ἀβραμίδης. Μετὰ τὸ πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας μοιράστηκαν γλυκίσματα σὲ ὅλες τοὺς ἐνορίτες γιὰ τὰ χρόνια πολλὰ τοῦ πατρὸς Νικολάου Μαντιοῦ.



211219 01 Θρόνος

 

211219 02 Θρόνος

 

211219 03 ψάλτης 2

 

211219 04 ψάλτης 1

 

211219 05 τέλος

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ (18 Ἰανουαρίου)





Ἐάν, βεβαίως, ὃλοι οἱ ἅγιοι εἶναι ἣρωες τῆς πίστεως, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξάνδρειας εἶναι « ὁ ἀγιώτερος τῶν ἡρώων ἢ μᾶλλον ὁ ἡρωϊκότερος τῶν ἁγίων». Διότι ὂχι μόνο ἒζησε βίο ἃγιο, ἀνεπίληπτο, ἀσκητικό καί ἀποτέλεσε πρότυπο ἀληθινοῦ ποιμένα ἀλλά  ἀντιστάθηκε μέ ἀδιάπτωτο σθένος καί ἀτρόμητο θάρρος στίς δυνάμεις τοῦ σκότους καί κατώρθωσε νά ἀνατρέψει τήν πορεία ὀλέθρου τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ἡ Ἐκκλησία τόν ἀπεκάλεσε Μέγα. Καί πράγματι ὑπῆρξε μέγας τῆς ἐκκλησίας πατέρας, ἓνας ἀπό τούς ἐπιφανέστερους οἰκουμενικούς διδασκάλους καθώς ἐπίσης καί ὁ ἐνδοξότερος ὑπέρμαχος τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ.

Γεννήθηκε στήν Ἀλλεξάνδρεια στά τέλη τοῦ 3ου αἰώνα (293-298 μ.Χ.) ἀπό γονεῖς περιβόητους γιά τήν εὐσέβεια καί τήν ἀρετή τους. Ἀπό τήν παιδική του ἀκόμη ἠλικία ἐκδήλωσε τήν κλίση του πρός τήν ἱερωσύνη. Διότι παίζοντας μία ἡμέρα μαζί με συνομήλικές του κοντά στή θάλασσα, μιμήθηκε τό πρόσωπο τοῦ ἐπισκόπου καί βάπτισε παιδιά τῶν εἰδολολατρῶν. Τό ἱερό αὐτό παιχνίδι κίνησε τό ἐνδιαφέρον τοῦ ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας Ἁγίου Ἀλεξάνδρου, ὁ ὁποῖος. ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὃτι ὁ μικρός Ἀθανάσιος εἶχε τηρήσει με ἀξιοθαύμαστη ἀκρίβεια ὃλους τούς κανόνες τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος, ἀνεγνώρισε ὡς ἒγκυρες τίς βαπτίσεις. Ἒμεινε δέ κατάπληκτος ἀπό τήν εὐσέβεια και τά ἒκτακτα διανοητικά χαρίσματα τοῦ Ἀθανασίου. Καί ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα τοῦ ἂνοιξε τίς πύλες τῆς ἀρχιεπισκοπῆς καί ἀνέλαβε, σάν πατέρας φιλόστοργος, τήν προστασία και τήν μόρφωσή του.
Ὁ Μ.Ἀθανάσιος, ἀναμφίβολα, σπούδασε στίς περίφημες φιλοσοφικές καί κατηχητικές Σχολές τῆς Ἀλεξάνδρειας, τήν ἀρχαία κλασσική γραμματεία, τήν φιλοσοφία, τήν ρητορική καί ἄλλες ἐπιστῆμες. Ἐπίσης ἐπιδόθηκε μέ ζῆλο στή μελέτη τῶν πολυπληθῶν συγγραμμάτων τοῦ Ὠριγένη καί ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Κυρίως ὃμως μελέτησε, ὃσο κανείς ἂλλος, τήν Ἀγία Γραφή, ἀπό τήν ὁποία ἀπεκόμισε τόν πλοῦτο τῶν θεολογικῶν του γνώσεων. Χάρις δέ στά μεγάλα προσόντα μέ τά ὁποῖα ἦταν προικισμένος ἀπό τόν Θεό ἀξιώθηκε, σέ νεαρή ἀκόμη ἡλικία, νά γίνει γραμματέας καί σύμβουλος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξάνδρου.
Μέσα λοιπόν στό ἀγιασμένο περιβάλλον τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς  τοῦ δόθηκε εὐκαιρία νά συναναστραφεῖ μέ κληρικούς, οί ὁποῖοι ἒφεραν ἐμφανῆ τά στίγματα τοῦ μαρτυρίου ἀπό τόν τελευταῖο διωγμό τοῦ Μαξιμίνου, μέ ἀποτέλεσμα νά τοῦ σφυρηλατήσουν ἔνα χαρακτῆρα σταθερό καί ἂκαμπτο καί νά θερμάνουν τήν ἐπιθυμία του νά βαδίσει στά ἲχνη τῶν ὁμολογητῶν καί μαρτύρων. Ὁ πόθος του ἀκόμη γιά ὑψηλή πνευματική ἐργασία τόν ὁδήγησε στήν ἒρημο τῆς Θηβαϊσας, στόν καθηγητή τῆς ἐρήμου τόν Μέγα Ἀντώνιο, ὃπου παρέμεινε γιά μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ἀργότερα κατέγραψε τόν θαυμαστό βίο τοῦ μεγάλου ἀναχωρητῆ.
Ἀναγκάσθηκε, ὡστόσο, νά ἐγκαταλείψει τήν ἡσυχία τῆς ἐρήμου καί νά ὑπακούσει στή φωνή τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου, πού τόν καλοῦσε στό στίβο τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νά ἀναλάβει τόν ἀγῶνα κατά τοῦ αἱρεσιάρχη Ἀρείου. Πράγματι. Σέ ἡλικία 23 χρονῶν χειροτονήθηκε διάκονος  και  πρόσφερε πολύτιμες ὑπηρεσίες στόν Ἐπίσκοπό του. Ἀσχολήθηκε δέ μέ τήν συγγραφή δύο ἀπολλογητικῶν συγγραμμάτων του: «Λόγος κατά Ἑλλήνων» καί «Λόγος περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου».
Συνώδευσε μάλιστα τόν Ἀρχιεπίσκοπο  Ἀλέξανδρο στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νίκαιας τό 325 μ.Χ. Ὁ "μικρός τό δέ μας" Ἀθανάσιος, ὁ μικρός κατά τό ἀνάστημα ἀλλά γίγαντας κατά τό φρόνημα, ἀν καί ἦταν μόνο διάκονος, ἀναδείχθηκε ὁ σημαιοφόρος τῆς Ὀρθοδοξίας καί ὁ φοβερώτερος πολέμιος τοῦ Ἀρείου. Ἀγωνίσθηκε μέ ἒνθεο ζῆλο και  κατώρθωσε μέ τούς φλογερούς λόγους του να ἀποστομώσεις τόν Ἂρειο καί νά ὑποστηρίξει τήν θεότητα τοῦ Λόγου.
Παρότι ἦταν νεώτατος, εἶχε κατανοήσει μέ τό ὀξύ πνεῦμα πού τόν κοσμοῦσε, ὃτι ἡ Ἐκκλησία θά βυθιζόταν σέ δεινό βάραθρο, ἐάν ἐπικρατοῦσε ἡ αἳρεση τοῦ Ἀρείου. Διότι ὁ Ἂρειος μέ τήν διδασκαλία του καταργοῦσε τό θεμέλιο τοῦ χριστιανισμοῦ, τήν Ἁγία Τριάδα καί ἀνέτρεπε ὃλη τήν χριστιανική πίστη.
-Ὁ Χριστός, ἒλεγε ὁ βλάσφημος Ἂρειος, εἶναι ὁμοιούσιος πρός τόν Πατέρα.
-Ὂχι, ἀντέλεγε σταθερά ὁ φωτισμένος Ἀθανάσιος, εἶναι ὁμοούσιος.
Καί ἡ ἀλήθεια θριάμβευσε. Ὁ ὃρος «ὁμοούσιος» ἒγινε ἡ βάση ἐπάνω στήν ὁποία οἱ 318 θεοφόροι Πατέρες τῆς Συνόδου θέσπισαν τά 7 πρῶτα ἂρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Ἡ φήμη δέ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου ἒφθασε μέχρι τά πέρατα τῆς Οἰκουμένης, ἡ δέ ἁγιασμένη μορφή του ἠλέκτριζε τά πλήθη τῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶν.
            Ἒνα χρόνο μετά τήν Σύνοδο, ὁ γηραιός ἐπίσκοπος Ἀλέξανδρος βρισκόταν στήν ἐπιθανάτια κλίνη του καί ἀναζητοῦσε ἐπίμονα τόν Ἀθανάσιο, ὣστε νά τόν ὑποδείξει ὡς διάδοχό του. Ἀλλ’ ὁ Ἀθανάσιος προβλέποντας τήν ἐκλογή του ἀπουσίαζε σκόπιμα, διότι θεωροῦσε τόν ἑαυτό του, ἐξ’ αἰτίας τῆς βαθειᾶς ταπεινοφροσύνης του, ἀκατάλληλο τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοῦ  ἀξιώματος. Τότε ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος εἶπε τά ἑξής: «Ἀθανάσιε νομίζεις ἐκπφευγέναι˙ οὐκ ἐκφεύξει δέ». Ἐπιπλέον, ἂπειρο πλῆθος λαοῦ, τό ὁποῖο κυριολεκτικά λάτρευε τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο, παρέμενε στόν καθεδρικό ναό ἐπί ὁλόκληρα ἡμερονύκτια ἀπαιτώντας ἀπό τούς ἐπισκόπους, τόν Ἀθανάσιο ὡς ποιμενάρχη του. Ἒτσι ὁ Μ.Ἀθανάσιος ἀνέβηκε στόν θρόνο τοῦ Εὐαγγελιστή Μάρκου, τήν 8η Ἰουνίου τοῦ 328 μ.Χ. σέ ἡλικία μόλις 30 ἢ 33 ἐτῶν. Ἡ ἀνάδειξη τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας ἦταν ἀναμφίβολο ἒργο τῆς Θείας Πρόνοιας γιά τήν διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἦταν ἐπιτακτική ἀνάγκη νά ἀναλάβει τό πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας ἕνας ἂξιος ἀρχιερέας κοσμένος μέ ἡγετικά προσόντα, ἀδαμάντινο χαρακτῆρα καί πολλές ἀρετές. Καί ὁ ἃγ.Ἀθανάσιος « ἦταν τήν ἀρετήν ἀπρόσιτος, πρᾶος, ἀόργητος, συμπαθής, γλυκύς εἰς τόν λόγον καί γλυκύτερος εἰς τόν τρόπον... πολυειδής τήν κυβέρνησιν, εἰρηνευτής, συμφιλιωτής...» καθώς ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος φιλοτέχνησε τήν μορφή τοῦ  ἱεροῦ πατέρα. Ὡς ἀρχιερέας δέν ἀνῆκε στόν ἑαυτό του ἀλλά ἀφοσιώθηκε ὁλόψυχα στήν Ἐκκλησία. Ἐργάσθηκε ἂοκνα γιά τήν οἰκοδομή καί ψυχική σωτηρία τοῦ ποιμνίου του και  ὃλοι εἶδαν στό πρόσωπό του τόν στοργικό καί καλό ποιμένα. Μερίμνησε  δραστήρια γιά τήν ταυτοποίηση τῶν ζητημάτων τῆς Ἐκκλησίας του. Φρόντισε ἐπίσης γιά τήν διάδοση τῆς χριστιανικῆς πίστεως στήν Ἀβησσυνία καί χειροτόνησε τόν Ἅγιο Φρουμέντιο ὡς πρῶτο ἐπίσκοπο Ἀξώμης. Περιηγήθηκε τήν ἐκτεταμένη ἐπισκοπή του γιά νά μελετήσει αὐτοπροσώπως τίς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του, τό ὁποῖο τόν ὑποδεχόταν μέ μεγάλο ἐνθουσιασμό. Ὁ δέ περιβόητος ὃσιος Παχώμιος, σέ μιά ἀπό τίς περιοδεῖες του, εἶπε προφητικά ὃτι: « θλίψεις πολλές ἀναμένουν τόν ˝Χριστοφόρο ˝ ἂνδρα ».
            Δυστυχῶς ἡ προφητεία πραγματοποιήθηκε  πολύ σύντομα. Ἀφορμή δόθηκε ἀπό τήν ἂρνηση τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου νά δεχθεῖ σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία τόν Ἂρειο. Στήν κρίσιμη ἐκείνη ὣρα ἀπτόητος ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀπάντησε μέ σθένος στόν Μεγάλο Κωνσταντίνο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐξαπατηθεῖ ἀπό τήν ὑποκρητική μετάνοια τοῦ Ἀρείου ὃτι « μηδεμίαν εἶναι κοινωνίαν τῇ χριστομάχῳ αἱρέσει πρός τήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν ».
            Ἐξάλλου, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἦταν « κόρφος ἐν τῷ ὀφθαλμόν». Διότι οἰ αἰρετικοί καί κυρίως ὁ ἀρειανός ἐπίσκοπος  Νικομηδείας Εὐσέβιος διαπίστωσαν ὃτι δέν ἐπρόκειτο νά ἐπικρατήσουν, ἐφ’ ὃσον ἡ ἀκτινοβόλος μορφή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἀποτελοῦσε μέγα καί πανίσχυρο κυματοθραύστη ὁ ὁποῖος διέλυε σέ ἀφρούς τά ἂγρια κύματα τῆς πλάνης τους. Ἒτσι δέν δίστασαν, ἀφοῦ κέρδισαν μέ τό μέρος τους τήν πολιτική ἐξουσία, νά ἐπινοήσουν μύριες συκοφαντίες ἐναντίον του ὣστε νά μειώσουν τό κῦρος του καί νά τόν ἀπομακρύνουν ἀπό τόν θρόνο του. Μεταξύ ἂλλων κατηγόρησαν τόν « στύλο τῆς Ὀρθοδοξίας » ὃτι φόνευσε κάποιο Μελιτιανό ἐπίσκοπο, τόν Ὑψηλῆς Ἀρσένιο και  ὃτι  ἀφοῦ ἒκοψε τό χέρι του, τό μεταχειριζόταν γιά μαγεῖες. Ὃτι βεβήλωσε ἓνα παρεκλήσι τοῦ Κολλουθιανοῦ ἱερέα Ἰσχύρα. Μολονότι οἱ κατηγορίες ἀπεδείχθησαν ψευδεῖς, οἱ ἑχθροί του θέλοντας νά σπιλώσουν τόν Ἅγιο Ἱεράρχη ἰσχυρήστηκαν ὃτι ἒφθειρε τήν παρθενία μιᾶς πόρνης γυναίκας! Ἀλλά καί πάλι ἒλαμψε ἡ καθαρότητα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καί οἱ συκοφαντίες του γελειοποιήθηκαν. Τελικά τόν κατηγόρησαν γιά ἐσχάτη προδοσία λέγοντας ὃτι ἀπείλησε νά διακόψει τήν μεταφορά σίτου ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια στήν Κωνσταντινούπολη.
            Γιά τούς λόγους αὐτούς ἀντιμετώπισε τέσσερις  αὐτοκράτορες ἀκόμη και τόν Μεγάλο Κωνσταντίνο  στόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ὀφείλη τήν ἐπίσημη ὑποστήριξή της, καθώς και  πλῆθος ἐπάρχων καί ἐπισκόπων.Ἐξορίσθηκε πέντε φορές, τίς δύο μάλιστα στή Δύση, ὃπου ἒκανε γνωστό τόν μοναχικό βίο. Κατέφυγε τέσσερις μῆνες στόν τάφο τοῦ πατέρα του. Καταδικάσθηκε ἀπό πέντε συνόδους Ἀρειανῶν. Ὑπέφερε ἀνεκδιήγητες ταλαιπωρίες καί στερήσεις ἀλλά τίποτε δέν στάθηκε ἱκανό νά κάμψει τό ἀτρόμητο φρόνημά του καί νά μειώσει τήν ἀγωνιστηκότητά του. Καί ὃταν ἀκόμη ἦλθαν στιγμές κατά τίς ὁποῖες ὁλόκληρος ὁ κόσμος φάνηκε ἀντιμέτωπός του, ἐκεῖνος παρέμεινε βράχος ἂσειστος στίς ἐπάλξεις τῆς Ὀρθοδοξίας.
            Ἀκούραστος στούς κόπους καί προικισμένος μέ ἀξιοθαύμαστη μνήμη δέν ἒπαυσε, ἀκόμη καί στίς πιό δύσκολες συνθῆκες τῆς ἐξορίας του, νά στηλιτεύει τούς Ἀρειανούς, νά διευθύνη τόν ἀγῶνα τῶν Ὀρθοδόξων, ὡς ˝ὁ ἀόρατος ἐπίσκοπος ˝ καί προπάντων νά στηρίζουν ἐκείνους πού εἶχαν κλονισθεῖ στήν πίστη. Ἒγραψε ἐπιστολές, ἐγκυκλίους καί συγγράμματα τονίζοντας ὃτι « αἱρετώτερος εἶναι ὁ θάνατος τῆς προδοσίας τῆς ὀρθῆς πίστεως ». Ὁ ἲδιος ἂλλωστε αὐτό ἀπέδειξε περίτρανα στόν περιπετειώδη βίο του. Ἒπειτα ἀπό τόσους ἀγῶνες καί θλίψεις, ὁ πολύαθλος ἱεράρχης πέρασε ἀδιατάρακτα τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του στόν ἀρχιερατικό θρόνο του. Κοιμήθηκε τήν 2α Μαΐου τοῦ 373 μ.Χ. σέ ἡλικία 75 ἐτῶν, ἀφοῦ κόσμησε τόν θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας ἐπί 46 ἒτη, ἀπό τα ὁποῖα τά 16 πέρασε στήν ἐξορία.
            Ὁ ἃγ.Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἒκπληκτος ἀπό τόν βίο, τούς ἀγῶνες καί τό μεγαλεῖο τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου ἐξεφώνησε τόν πανηγυρικό στή μνήμη του τό ἒτος 379 λέγοντας χαρακτηριστικά: ˝ Ἀθανασίου ἐπαινῶν, ἀρετήν ἐπαινέσω ˝. Πράγματι. Ταύτισε τό ὂνομά του μέ τήν ἀρετή καί τήν ζωή του μέ τήν Ὀρθοδοξία. Κατώρθωσε δέ νά διατηρήσει μέχρι τό τέλος του τό μέγιστο κῦρος του, προκαλώντας τόν παγκόσμιο θαυμασμό.
            « Ἐάν καταξιωθῶμεν νά σέ ἲδωμεν, τοῦ ἒγραψε σέ κάποια ἐπιστολή ὁ Μ.Βασίλειος, θά ἐκρίναμεν ὃτι ἐλάβαμεν παραμυθίαν, ἀντίρροπον δι’ ὃλας τάς θλίψεις πού ἐδοκιμάσαμεν εἰς τήν ζωήν μας ». Ἡ Ἐκκλησία γιορτάζει κάθε χρόνο τήν μνήμη τοῦ Μ.Ἀθανασίου τήν 18η Ἰανουαρίου.


Βιβλιογραφία:  

Μ.Ἀρχ. Μιχαήλ Κωνσταντινίδου: Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος κ΄ ἡ ἐποχή αὐτοῦ, Ἀθῆναι 1937

Μ.Ἀθανασίου Ἒργα, Τόμος 1ος, Πατερικαί ἐκδόσεις « Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς », Θες/νίκη 1973, " εἰσαγωγή ", Παναγιώτου Κ.Χρήστου

Εἰσαγωγή ", Παναγιώτου Χ.Δημητροπούλου.

Γρηγ. Θεολόγου Ἒργα, Τόμος 6ος, Πατερικαί Ἐκδόσεις « Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς » Θες/νίκη 1980,

Λόγος ἐγκωμιαστικός « Εἰς τόν ΜΕΓΑΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΝ », σελ. 41-95

Δημητρίου Σ. Μπαλάνου: Οἱ Πατέρες καί Συγγραφεῖς τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, Ἒκδοσις Β΄, Ἀθῆναι 1961, σελ. 44-52

Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου: Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας (64-1934), Ἀλεξάνδρεια 1935, " Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ " σελ. 180-204

Κ. Παπαρρηγοπούλου: Ἱστορία τοῦ Ἐλληνικοῦ Ἒθνους. Τόμος Β΄, " Ἐλευθερουδάκης "Α.Ε., Ἀθῆναι 1932 σελ.136-145, 153-176

Περιοδικόν " ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ " ἒτος 1981, ἀρ.φυλ. 68,70,71 " Ο ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ κατά τάς πρώτας ἱστορικάς πηγάς " Ἀρ. Πολυχρονίδου

ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ " ΠΥΡΣΟΣ " Α.Ε. Τόμος Β΄, Ἀθῆναι, λῆμμα " Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας " σελ. 4-7

 ΝΕΩΤΕΡΟΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ " ΗΛΙΟΥ " Τόμος Α΄, Ἀθῆναι, λῆμμα " Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας " σελ. 592-595


Απολυτίκιον Αγίου Αθανασίου
Ήχος γ'. θείας πίστεως.

Στύλος γέγονας Ορθοδοξίας, θείοις δόγμασιν υποστηρίζων την Εκκλησίαν, ίεράρχα Αθανάσιε, τω γαρ Πατρί τον Υιών ομοούσιον, ανακηρύξας κατήσχυνας Άρειον. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.