† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 20 Μαρτίου 2022

ΠΩΣ ΝΑ ΥΠΟΜΕΝΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ (Ὃσιος Συμεῶν ὁ Νέος Θεολόγος)

 

Όσοι είναι φίλοι του Θεού, όσοι έχουν κλείσει μέσα τους τον Κύριο σαν ένα πολύτιμο θησαυρό, δέχονται με πολλή χαρά τις βρισιές και τις ατιμίες, και αγαπούν με καθαρή καρδιά, σαν ευεργέτες, αυτούς που τους αδικούν.

Ο Χριστός, ο αναμάρτητος, ραπίσθηκε άδικα από ένα δούλο, κι έτσι έγινε το πρότυπο όλων μας στην ανεκτικότητα, τη μεγαλοψυχία και τη μακροθυμία. Αλλά μόνο ραπίσθηκε; Αν πάρουμε από την αρχή τα γεγονότα της ένσαρκης οικονομίας Του, θα δούμε πως αυτή δεν είναι τίποτ' άλλο παρά μια αλυσίδα ταπεινώσεων και εξευτελισμών. Πρώτα-πρώτα ο Κύριος, όντας Θεός, καταδέχθηκε να έρθει στη γη, «μορφήν δούλου λαβών», και να ζήσει ανάμεσά μας σαν ένας άσημος και φτωχός «τέκτονος υιός». Μέχρι τα τριάντα Του χρόνια βοηθούσε τον άγιο Ιωσήφ στο ταπεινό επάγγελμα του ξυλουργού. Ύστερα, όσο κήρυττε και θαυματουργούσε, υπέμεινε το διασυρμό, τη συκοφαντία και τις επιβουλές των Φαρισαίων και Γραμματέων. Και τέλος, πιάστηκε, χλευάσθηκε, μαστιγώθηκε, ραπίσθηκε και σταυρώθηκε. Ποιος; Ο αθώος από τους φταίχτες. Ο ευεργέτης από τους ευεργετημένους. Ο Θεός από τους ανθρώπους! Και γιατί όλα τούτα; Πρώτα, για να μας σώσει, όπως όλοι ξέρουμε. Κι έπειτα, για να μας δώσει παράδειγμα, όπως γράφει ο απόστολος Πέτρος: «Χριστός έπαθεν υπέρ υμών, υμίν υπολιμπάνων υπογραμμόν ίνα επακολουθήσητε τοις ίχνεσιν αυτού». Όπως υπέμεινε Εκείνος όλους τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες της ζωής, και μάλιστα την αδικία και την αχαριστία εκείνων που είχε ευεργετήσει, έτσι πρέπει να υπομένουμε κι εμείς. «Τούτο γαρ χάρις, ει δια συνείδησιν Θεού υποφέρει τις λύπας, πάσχων αδίκως», γράφει πάλι ο πρωτοκορυφαίος απόστολος. «Ποίον γαρ κλέος, ει αμαρτάνοντες και κολαφιζόμενοι υπομενείτε; Αλλ' εἰ αγαθοποιούντες και πάσχοντες υπομενείτε, τούτο χάρις παρά Θεώ» .

«Αγαθοποιών και πάσχων» ακριβώς ο Χριστός, είναι σα να λέει στον καθένα από μας: “Αν θέλεις, άνθρωπέ μου, να ζήσεις αιώνια μαζί μου, και να γίνεις «κατά χάριν Θεός», ταπεινώσου για χάρη μου, όπως ταπεινώθηκα κι εγώ για χάρη σου. Πέταξε από πάνω σου τη δαιμονική υπερηφάνεια και μη ντραπείς να υποστείς χλευασμούς και να πάθεις κάθε κακό για τις εντολές μου. Αλλιώς, θα ντραπώ κι εγώ για σένα την ημέρα της Κρίσεως. «Ος γαρ αν επαισχυνθή με και τους εμούς λόγους, τούτον ο υιός του ανθρώπου επαισχυνθήσεται, όταν έλθη εν τη δόξη αυτού και του πατρός και των αγίων αγγέλων». Και θα προστάξω τότε τους αγγέλους μου: «Αρθήτω ο ασεβής, ίνα μη ίδη την δόξαν Κυρίου»”.

Αν λοιπόν δεν υπομείνουμε τους πειρασμούς, τότε και ο Κύριος θα μας αποδοκιμάσει στη δευτέρα παρουσία Του, γιατί προτιμήσαμε τη δόξα των ανθρώπων και δεν θελήσαμε ν' ακολουθήσουμε το παράδειγμά Του. Πώς θέλουμε να συμβασιλεύσουμε και να συνδοξασθούμε μαζί Του στη βασιλεία των ουρανών, αν δεν καταδεχόμαστε να ταπεινωθούμε από έναν άλλον άνθρωπο, εμείς, που είμαστε «γη και σποδός», τη στιγμή που ο Χριστός, ο άπειρος Θεός και δημιουργός του σύμπαντος, αυτοταπεινώθηκε, άφησε την ουράνια δόξα Του κι έγινε άνθρωπος ευτελής; Εμείς δεν καταδεχόμαστε να ταπεινωθούμε μπροστά στον αδελφό μας, που είναι ίσως ανώτερος από μας, ενώ ο Χριστός έγινε δούλος και δέχθηκε τόσες ταπεινώσεις και σταυρικό θάνατο ακόμα, από τους δούλους Του!

Ας υποθέσουμε, ότι βαδίζουμε στο δρόμο μαζί με τον Χριστό. Και μας συναντάει ένας άνθρωπος, που χτυπάει στο πρόσωπο και Εκείνον και εμάς. Ο Δεσπότης Χριστός δεν αντιδρά και δεν διαμαρτύρεται. Μπορούμε να σκεφτούμε σε τι δεινή θέση θα βρεθούμε εμείς, αν αντιδράσουμε;

Ο Κύριος είναι το υπόδειγμά μας. Και όμως, Εκείνος περιπαίζεται και δεν αγανακτεί· εμείς επαναστατούμε. Εκείνος δέχεται σταυρό και θάνατο ταπεινωτικό· εμείς δεν σηκώνουμε ούτε ένα ταπεινωτικό λόγο. Πώς λοιπόν θα γίνουμε συγκοινωνοί της δόξας Του, αφού δεν καταδεχόμαστε να γίνουμε συγκοινωνοί των παθών και των βασάνων Του; Μάταια αγωνιζόμαστε, μάταια ελπίζουμε στην αιώνια ζωή, αν δεν είμαστε αποφασισμένοι να σηκώσουμε σταυρό, όπως Εκείνος.

Δεν απομένει πάρα να Τον μιμηθούμε, με τη βεβαιότητα ότι «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς».


(Από το βιβλίο: “ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ” Βασισμένο σε κείμενο του Οσίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ).

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021

Ἃγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος (12 Ὀκτωβρίου)




Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, γεννήθηκε το έτος 949 μ.Χ. στη Γαλάτη της Παφλαγονίας από γονείς ευσεβείς και εύπολόγος, γεννήθηρους, τον Βασίλειο και την Θεοφανώ. Ο θείος τολής παιδείας. Όμως ο Όσιος δεν έδινε προσοχή και δεν έδειχνε Κωνσταντινουπόλεως, πρυ Βασβίλειος, ο οποίος κατείχε υψηλή θέση στον αυτοκρατορικό οίκο της  φυσικό, έτυχε καοσέλαε νωρίς τον ανεψιό του κοντά του, όπου, όπως ήτανενδιαφέρον για μάθηση.

Κατά την εποχή αυτή ο Συμεών γνωρίστηκε με έναν μοναχό της περιωνύμου μονής Στουδίου, ο οποίος ονομαζόταν, επίσης, Συμεών. Ο μοναχός αυτός έγινε από την αρχή ο πνευματικός του πατέρας. Όταν κατά το έτος 963 μ.Χ. πέθανε ο θείος του, ο Συμεών προσήλθε στη μονή του Στουδίου, όπου ζητούσε «τὸν ἐκ νεότητος αὐτοῦ χρηματίσαντα πατέρα πνευματικὸν καὶ διδάσκαλον». Ο ίδιος ο Όσιος Συμεών παρομοιάζει τον θείο του με τον Φαραώ, τη διαμονή του στον αυτοκρατορικό οίκο με την αιχμαλωσία των Ισραηλιτών στην Αίγυπτο και τον πνευματικό του πατέρα με τον Μωυσή.

Κάποτε ο Γέροντάς του, του έδωσε ένα βιβλίο με τα συγγράμματα των Αγίων Μάρκου του Ερημίτου και Διαδόχου Φωτικής. Ζωηρή εντύπωση του προξένησε το ακόλουθο απόφθεγμα από το βιβλίο του Αγίου Μάρκου του Ασκητού, που είχε τον τίτλο «Περὶ Νόμου Πνευματικοῦ»: «Ἐὰν ζητᾷς ὠφέλεια, ἐπιμελήσου τὴ συνείδησή σου, κάνε ὅσα σοῦ λέει καὶ θὰ εὕρεις τὴν ὠφέλεια».

Ο Όσιος Συμεών ήταν σαν να άκουσε το λόγο αυτό από το στόμα του Θεού και άρχισε αμέσως να κάνει ότι τον πρόσταζε η συνείδησή του. Και αυτή, που είναι κάτι θεϊκό, τον παρακινούσε συνεχώς στα ανώτερα, έτσι ώστε αύξησε την προσευχή και την μελέτη του μέχρι την ώρα που άρχιζε να λαλεί ο πετεινός, δηλαδή μέχρι τα χαράματα. Σε αυτό τον βοηθούσε και η συνεχής νηστεία. Έτσι, ακόμα και πριν φύγει από τον κόσμο, ζούσε σχεδόν ασώματο βίο. Δεν του χρειάστηκε λοιπόν πολύς καιρός, για να εκδημήσει εντελώς από τα ορώμενα και να εισδύσει στα αόρατα θεία θεάματα.

Κάποια νύχτα, λοιπόν, που προσευχόταν και με καθαρό νου επικοινωνούσε με τον Θεό, είδε ξαφνικά να λάμπει άπλετο φως από τους ουρανούς και να κατεβαίνει προς αυτόν. Φώτισε τα πάντα και τα μετέβαλε σε μια ολοκάθαρη ημέρα. Καθώς ήταν και ο ίδιος τυλιγμένος από αυτό το φως, του φαινόταν σαν να εξαφανίσθηκε ολόκληρη η οικία μαζί με το δωμάτιό του, ενώ ο ίδιος είχε αρπαγεί στον αέρα, νιώθοντας σαν να μην είχε καθόλου σώμα. Κατάπληκτος από το μέγα τούτο μυστήριο κραύγαζε με μεγάλη φωνή το «Κύριε, ἐλέησον». Καθώς βρισκόταν μέσα σε αυτό το θείο φως, βλέπει στα ύψη του ουρανού μια ολόφωτη νεφέλη, άμορφη και ασχημάτιστη, γεμάτη από την άρρητη δόξα του Θεού. Στα δεξιά της έστεκε ο πνευματικός του πατέρας Συμεών ο Ευλαβής. Έμεινε σε αυτή την εκστατική κατάσταση για πολύ, χωρίς να αισθάνεται, καθώς βεβαίωνε αργότερα, εάν ήταν μέσα στο σώμα ή εκτός του σώματος. Όταν κάποτε εκείνο το φως σιγά - σιγά υποχώρησε, ήλθε στον εαυτό του και κατάλαβε πως βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο.

Μετά από αυτή τη θεωρία, ο Όσιος Συμεών ικέτευε συνεχώς το Γέροντά του να τον κείρει μοναχό.

Αλλά ο πνευματικός του πατέρας τον αναχαίτισε, επειδή ήταν νέος στην ηλικία και έτσι ο Όσιος επέστρεψε στην οικία του θείου του, όπου άρχισε με επιμέλεια να μελετά. Βαθιά εντύπωση απεκόμισε από τα έργα των Αγίων Μάρκου του Ασκητού και Διαδόχου Φωτικής, τα οποία έλαβε από τα χέρια του πνευματικού του.

Κατά το έτος 970 μ.Χ. ο Συμεών επισκέφθηκε τους γονείς του και τους ανακοίνωσε την κλίση του για τον μοναχικό βίο. Μάταια εκείνοι προσπάθησαν να μεταβάλλουν την απόφαση του μονάκριβου υιού τους. Η απόφαση του Συμεών ήταν σταθερή. Αρνήθηκε εγγράφως την πατρική περιουσία που του ανήκε και κατέφυγε στη μονή του Στουδίου. Λίγο αργότερα μεταβαίνει στη μονή του Αγίου Μάμαντος του Ξηροκέρκου, υπό τον ηγούμενο Αντώνιο, που βρισκόταν κοντά στη μονή του Στουδίου. Μετά από μία διετία εκάρη εδώ μοναχός, για να φωτίζει όλους τους πιστούς με το φως της γνώσεως, που φώτιζε τον εαυτό του. Όταν μετά από λίγο πέθανε ο ηγούμενος της μονής, ο Όσιος Συμεών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και με την ευλογία του Πατριάρχη Νικολάου του Χρυσοβέργη (984 - 995 μ.Χ.) και την έγκριση των μοναχών του Αγίου Μάμαντος, έγινε ηγούμενος της μονής.

Ως ηγούμενος ο Όσιος έπρεπε να αντιμετωπίσει πολλές δυσάρεστες καταστάσεις. Όχι μόνο την κατεστραμμένη μονή, αλλά προ πάντων το ανθρώπινο στοιχείο. Η μονή παρομοιαζόταν με κατάλυμα κοσμικών και νεκρών σωμάτων. Και η μεν μονή ως οικοδόμημα κατελαμπρύνθηκε, η πνευματική όμως συγκρότηση των μοναχών απαιτούσε πολλές ανυπέρβλητες προσπάθειες. Η διδασκαλία του συνάντησε την μεγάλη αδιαφορία ορισμένης ομάδας μοναχών, οι οποίοι έφθασαν στο σημείο, κατά την διάρκεια μια πρωινής κατηχήσεως, να επιτεθούν κατά του Γέροντός τους. Κατά την ώρα της επιθέσεως ο Όσιος, «τᾶς χεῖρας δεσμεύσας πρὸς ἐαυτὸν καὶ εἰς οὐρανὸν ἄρας αὐτοῦ τὴν διάνοιαν, ἐπὶ χώρας ἄσειστος ἔστη, ὑπομειδίων καὶ φαιδρὸν ἀτενίζων πρὸς τοὺς ἀλάστορας».

Αυτό ήταν αρκετό να αφοπλίσει τελείως τους τριάντα εκείνους μοναχούς, οι οποίοι επέδειξαν αυτή την συμπεριφορά. Ο Πατριάρχης Σισίννιος ο Β' (996 - 998 μ.Χ.) προς τον οποίον κατέφυγαν αμέσως, για να δικαιωθούν προφανώς από αυτόν, εξεπλάγη από την μανία και τον φθόνο των ασύνετων μοναχών και διέταξε να εξορισθούν. Όμως ο Όσιος Συμεών παρακάλεσε θερμώς τον Πατριάρχη να τους συγχωρέσει.

Ο Όσιος, παρά τα πολλά καθήκοντά του στη μονή, εύρισκε καιρό να γράφει «τῶν θείων ὕμνων τοὺς ἔρωτες», τους «λόγους τῶν ἐξηγήσεων», τους «κατηχητικοὺς λόγους», τα «Πρακτικά, Γνωστικὰ καὶ Θεολογικὰ Κεφάλαια».

Δυσάρεστα ζητήματα εναντίων του Οσίου δημιούργησε ο σύγκελλος του Πατριάρχη, Μητροπολίτης Νικομήδειας Στέφανος. Αφορμή γι' αυτό ήταν η αγαθή φήμη του Οσίου. Επειδή ο σύγκελλος δεν μπορούσε να βρει στον βίο του Οσίου κάποια κατηγορία, στράφηκε προς το πρόσωπο του κοιμηθέντος ήδη Γέροντός του. Η κατηγορία του σύγκελλου ήταν ότι ο Όσιος υμνούσε τον πνευματικό του πατέρα ως Άγιο. Τελικά έπεισε την Σύνοδο να διερευνήσει το ζήτημα. Και μετά την διαδικασία αυτή, όλοι αναγνώρισαν, εκτός του σύγκελλου, το δίκαιο του Συμεών. Τότε ο σύγκελλος συνεργάστηκε με μοναχούς που εχθρεύονταν τον Όσιο και έκλεψε από τη μονή την εικόνα επί της οποίας είχε αγιογραφηθεί ο πνευματικός πατέρας του Οσίου μαζί με τον Χριστό και άλλους Αγίους. Ο Όσιος διατάχθηκε να προσέλθει στη Σύνοδο, για να απολογηθεί. Και πάλι βρέθηκε αθώος.

Ο Όσιος παρέμεινε επί είκοσι πέντε χρόνια ως ηγούμενος και το έτος 1005 μ.Χ. αποσύρθηκε σε ησυχαστήριο στο αντίπερα ερημόκαστρο της Χρυσουπόλεως, που εκαλείτο Παλουκητόν και ησύχαζε στη μονή της Αγίας Μαρίνας. Στην ηγουμενία τον διαδέχθηκε ο μαθητής του Αρσένιος. Κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1022 μ.Χ.

Η Σύναξη αυτού ετελείτο στη μονή του Στουδίου, στη μονή του Αγίου Μάμαντος και στη μονή της Αγίας Μαρίνας.
Για τη θεολογική του κατάρτιση και δεινότητα, ο Όσιος Συμεών ονομάσθηκε Νέος Θεολόγος, «ὁ Θεολόγος τοῦ φωτός» ή «ὁ Ἅγιος τοῦ φωτός». Κατά τις πνευματικές αναβάσεις του Αγίου, επιδιδόμενος στην ησυχία, ελευθερωνόταν από την ύλη, η γλώσσα του γινόταν γλώσσα πυρός, συνέθετε και θεολογούσε θείους ύμνους, γινόταν ολόκληρος πυρ, ολόκληρος φως και θεωνόταν κατά χάριν. Άλλοτε, μαρτυρείται ότι βρισκόταν επάνω στη γη και έχοντας τα χέρια υψωμένα και προσευχόμενος, ήταν «ὅλος φωτὸς καὶ ὅλος λαμπρότητος».
Από τις συγγραφές του σώζονται 92 λόγοι, 282 πρακτικά και θεολογικά κεφάλαια, καθώς και θρησκευτικά ποιήματα. Για τη θεολογική του δεινότητα ονομάστηκε Νέος Θεολόγος.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείαν ἔλλαμψιν, Συμεὼν Πάτερ, εἰσδεξάμενος, ἐν τὴ ψυχή σου, φωστὴρ ἐν κόσμῳ ἐδείχθης λαμπρότατος, διασκεδάζων αὐτοῦ τὴν σκοτόμαιναν, καὶ πάντας πείθων ζητείν, ἣν ἀπώλεσαν, χάριν Πνεύματος. Αὐτὸν ἐκτενῶς ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.


Ήχος Α' Της ερήμου πολίτης Ελλαμφθείς ουρανόθεν Συμεών όλος γέγονας, φως ορών Χριστόν εν τη στέρνη συν Πατρί τε και Πνεύματι, ως ήλιον λαμπρόν φέρων γνωστός, νηστείες συν ασκήσεσι πυκναίς, και παννύχοις αγρυπνίαις προκαθαρθείς αίγλη γαρ απειρόφωτον, Πλάστου θελχθείς ορών διηνεκώς συν Ψυχήν την ολόφωτον πρώτο φωτί παρέχου τους πιστούς, λαμπρύνων ώσπερ ήλιος.



Σάββατο 1 Μαΐου 2021

Λόγος περὶ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως (Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος)

 



Περί τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀναστάσεως. Καί ὁποία τίς ἐστιν ἢ πῶς ἐν ἡμῖν γίνεται ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐν αὐτῇ ἡ ἀνάστασις τῆς ψυχῆς. Καί τί τὸ μυστήριον ταύτης τῆς ἀναστάσεως. Ἐλέχθη μετὰ τὸ Πάσχα τῇ δευτέρᾳ τῆς δευτέρας ἑβδομάδος τοῦ Πάσχα. 

Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἦρθε τὸ Πάσχα, ἡ χαρμόσυνη μέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ αἰτία κάθε εὐφροσύνης καὶ ἀγαλλιάσεως, ποὺ ἔρχεται μία φορὰ τὸν χρόνο ἢ μᾶλλον ἔρχεται καθημερινὰ καὶ συνεχῶς σ᾿ ἐκείνους ποὺ κατανοοῦν τὸ μυστικό της νόημα. Ἦρθε καὶ γέμισε τὶς καρδιές μας χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση λύνοντας τὸν κόπο τῆς πάνσεπτης νηστείας καὶ τελειοποιώντας καὶ παρηγορώντας τὶς ψυχές μας.
Ἂς εὐχαριστήσουμε λοιπὸν τὸν Κύριο, ποὺ μᾶς πέρασε μέσα ἀπὸ τὸ πέλαγος τῆς νηστείας καὶ μᾶς ὁδήγησε μὲ εὐφροσύνη στὸ λιμάνι τῆς Ἀναστάσεώς του...

Ἂς ἐξετάσουμε ποιὸ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μας, ποὺ συντελεῖται κατὰ παράδοξο τρόπο σὲ ὅσους τὸ ἐπιθυμοῦν, πῶς θάπτεται ὁ Χριστὸς μέσα μας σὰν σὲ μνῆμα καὶ πῶς ἑνώνεται μὲ τὶς ψυχές μας καὶ ἀνασταίνεται συνανασταίνοντας κι ἐμᾶς.

Ὁ Χριστὸς καὶ Θεός μας, ἀφοῦ κρεμάσθηκε στὸν σταυρό, σταύρωσε ἐπάνω σ᾿ αὐτὸν τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου· κι ἀφοῦ γεύθηκε τὸν θάνατο, κατέβηκε στὰ κατώτατα τοῦ Ἅδη. Ὅπως λοιπὸν τότε ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὸν Ἅδη ἐπέστρεψε στὸ ἄχραντο σῶμα του - ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν ἀποχωρίσθηκε καθόλου - κι ἀμέσως ἀναστήθηκε καὶ μετὰ ἀνῆλθε στοὺς οὐρανοὺς μὲ δόξα πολλὴ καὶ δύναμη, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ τώρα, ὅταν ἐμεῖς ἐξερχόμαστε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ εἰσερχόμαστε μὲ τὴν ἐξομοίωση τῶν παθημάτων τοῦ Κυρίου στὸν τάφο τῆς μετανοίας καὶ τῆς ταπεινώσεως, αὐτὸς ὁ ἴδιος κατεβαίνει ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, εἰσέρχεται στὸ σῶμα μας σὰν σὲ τάφο, ἑνώνεται μὲ τὶς νεκρωμένες πνευματικὰ ψυχές μας καὶ τὶς ἀνασταίνει. Ἔτσι παρέχει τὴ δυνατότητα σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ συναναστήθηκε μαζί του νὰ βλέπει τὴ δόξα τῆς μυστικῆς του ἀναστάσεως.

Ἀνάσταση λοιπὸν τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ δική μας ἀνάσταση τῶν κάτω κειμένων. Γιατί πῶς θὰ ἀναστηθεῖ αὐτὸς ποὺ ποτὲ δὲν ἔπεσε σὲ ἁμαρτία, καθὼς εἶναι γραμμένο, μήτε ἀλλοιώθηκε στὸ ἐλάχιστο ἡ δόξα του; Ἢ πῶς θὰ δοξασθεῖ ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ὑπερδεδοξασμένος καὶ ἐξουσιάζει τὰ σύμπαντα;

Ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ, καθὼς εἴπαμε, εἶναι ἡ δική μας δόξα. Ἀφ᾿ ὅτου δηλ. ἐκεῖνος οἰκειοποιήθηκε τὴν ἀνθρώπινη φύση, ὅσα ἐνεργεῖ σ᾿ ἐμᾶς τὰ ἐπιγράφει στὸν ἑαυτό του. Ἡ ἀνάσταση λοιπὸν τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἕνωσή της μὲ τὴ ζωή. Ὅπως ἀκριβῶς τὸ νεκρὸ σῶμα δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει, ἂν δὲ δεχθεῖ μέσα του τὴ ζωντανὴ ψυχὴ καὶ δὲ σμίξει ἄμικτα μ᾿ αὐτήν, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ δὲ μπορεῖ νὰ ζήσει μόνη της, ἂν δὲν ἑνωθεῖ ἀρρήτως κι ἀσυγχύτως μὲ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἡ ὄντως αἰώνια ζωή. Εἶναι δηλ. νεκρὴ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐν γνώσει καὶ ὀράσει καὶ αἰσθήσει ἕνωσή της μὲ τὸν Χριστό, κι ἂς εἶναι νοερὴ κι ἀθάνατη ἀπὸ τὴ φύση της.

Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους πιστεύουν στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, πολὺ λίγοι ὅμως εἶναι αὐτοὶ ποὺ τὴν βλέπουν καθαρά· κι αὐτοὶ ποὺ δὲν τὴν εἶδαν, δὲν μποροῦν νὰ προσκυνήσουν τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς Ἅγιο καὶ Κύριο.... Καὶ τὸ ἱερότατο λόγιο, ποὺ καθημερινὰ ἔχουμε στὸ στόμα, δὲν λέει «Ἀνάστασιν Χριστοῦ πιστεύοντες» ἀλλὰ τί; «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν ἅγιον Κύριον Ἰησοῦν τὸν μόνον ἀναμάρτητον».

Πῶς λοιπόν μας προτρέπει τώρα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ λέμε ὅτι εἴδαμε αὐτὴν ποὺ δὲν εἴδαμε, ἀφοῦ μάλιστα μιὰ φορὰ ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς πρὶν χίλια χρόνια κι οὔτε τότε τὸν εἶδε κανεὶς ν᾿ ἀνασταίνεται; Ἄραγε μήπως ἡ Ἁγία Γραφὴ θέλει νὰ λέμε ψέματα; Ὄχι βέβαια· ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ μᾶς προτρέπει νὰ ὁμολογοῦμε εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἐπειδὴ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ συντελεῖται μέσα στὸν κάθε πιστὸ κι ὄχι μόνο μία φορά, ἀλλὰ κάθε ὥρα θὰ λέγαμε, ἀφοῦ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Δεσπότης Χριστὸς ἀνασταίνεται μέσα καὶ λαμπροφορεῖ καὶ ἀπαστράπτει τὶς ἀστραπὲς τῆς ἀφθαρσίας καὶ τῆς θεότητος. Γιατὶ ἡ φωτοφόρος παρουσία τοῦ πνεύματός μας ὑποδεικνύει τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἢ μᾶλλον μᾶς ἀξιώνει νὰ δοῦμε αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν ἀναστάντα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ λέμε:
«Θεὸς Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν» (Ψαλμ. 117,27, Θεὸς εἶναι ὁ Κύριός μας καὶ φανερώθηκε σὲ μᾶς).

Σ᾿ ὅσους λοιπὸν ἀποκαλυφθεῖ ὁ ἀναστημένος Χριστός, πάντως πνευματικὰ ἐμφανίζεται στὰ πνευματικά τους μάτια. Γιατί, ὅταν ἔρχεται σὲ μᾶς διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μᾶς ἀνασταίνει ἐκ νεκρῶν, μᾶς ζωοποιεῖ καὶ μᾶς δίνει τὴ χάρη νὰ τὸν βλέπουμε μέσα μας ὁλοζώντανο, αὐτὸν τὸν ἀθάνατο καὶ ἀνώλεθρο καὶ νὰ γνωρίζουμε πλήρως, ὅτι αὐτὸς μᾶς συνανασταίνει καὶ μᾶς συνδοξάζει, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ Ἁγία Γραφή.

(ἀπὸ τὸ βιβλίο «Σταυροαναστάσιμα», ἔκδοσις Ἱ.Μ. Ἁγίου Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Τ.Κ. 19014 - Κάλαμος Ἀττικῆς)


Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ: Εὐαγγέλιο - Λόγος Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου

 



Εὐαγγέλιο Κυριακῆς: Ματθ. στ' (14 - 21)


«Είπεν ὁ Κύριος, ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν.


 ῞Οταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ.


 Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι· θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν».

Ἀπόδοσή:

Είπε ο Κύριος: «Αν συγχωρήσετε τους ανθρώπους για τα παραπτώματά τους, θα σας συγχωρήσει κι εσάς ο ουράνιος Πατέρας σας. Αν όμως δε συγχωρήσετε στους ανθρώπους τα παραπτώματά τους, ούτε κι ο Πατέρας σας θα συγχωρήσει τα δικά σας παραπτώματα. Όταν νηστεύετε, να μη γίνεστε σκυθρωποί, όπως οι υποκριτές, που παραμορφώνουν την όψη τους για να δείξουν στους ανθρώπους πως νηστεύουν. Σας βεβαιώνω πως έτσι έχουν κιόλας λάβει την ανταμοιβή τους. Εσύ, αντίθετα, όταν νηστεύεις, περιποιήσου τα μαλλιά σου και νίψε το πρόσωπό σου, για να μη φανεί στους ανθρώπους η νηστεία σου, αλλά στον Πατέρα σου, που βλέπει τις κρυφές πράξεις• και ο Πατέρας σου, που βλέπει τις κρυφές πράξεις, θα σου το ανταποδώσει φανερά. Μη μαζεύετε θησαυρούς πάνω στη γη, όπου τους αφανίζει ο σκόρος και η σκουριά, κι όπου οι κλέφτες κάνουν διαρρήξεις και τους κλέβουν. Αντίθετα, να μαζεύετε θησαυρούς στον ουρανό, όπου δεν τους αφανίζουν ούτε ο σκόρος ούτε η σκουριά, κι όπου οι κλέφτες δεν κάνουν διαρρήξεις και δεν τους κλέβουν. Γιατί όπου είναι ο θησαυρός σας εκεί θα είναι και η καρδιά σας».

------------------------

Η τέταρτη Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στην εκδίωξη των πρωτοπλάστων από τον παράδεισο της τρυφής. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από το Θεό ως το τελειότερο και εκλεκτότερο δημιούργημα του Θεού, ως «εικόνα και καθ' ομοίωσις» αυτού ( Γέν.1,26). Πλάστηκε να ζει αιώνια μέσα στη χάρη και τις ευλογίες του Θεού, ατέρμονο βίο άπαυτης ευδαιμονίας. Αυτή τη σημασία έχει η βιβλική διήγηση περί του κήπου της Εδέμ (Γεν.2 ο κεφ.). Ο άνθρωπος έκαμε κακή χρήση της ελεύθερης βούλησής του και προτίμησε το κακό. Ο αρχέκακος διάβολος τον παρέσυρε στην πτώση και την καταστροφή. Αυτό του στέρησε τον παράδεισο, δηλαδή την αέναη και ζωοποιό παρουσία του Θεού και την κοινωνία των ακένωτων ευλογιών Του.


Μέγα χάσμα ανοίχτηκε ανάμεσά τους (Εφ.2,13). Η αγία Γραφή αναφέρει συμβολικά πως οι πρωτόπλαστοι διώχτηκαν από τον κήπο της Εδέμ και δύο αγγελικά όντα τάχθηκαν να φυλάγουν με πύρινες ρομφαίες την πύλη του, για να μην μπορούν να την παραβιάσουν αυτοί. Το ατέλειωτο δράμα του ανθρωπίνου γένους άρχισε!

Ο Αδάμ και η Εύα τότε κάθισαν απέναντι από τον κήπο της τρυφής και θρηνούσαν για το κακό που τους βρήκε.

Αναλογίζονταν την πρότερη ευδαιμονία τους, την σύγκριναν με την τωρινή δυστυχία τους, προέβλεπαν το μέλλον ζοφερό και γι' αυτό έκλαιγαν γοερά. Τα καυτά τους δάκρυα πότιζαν την άνυδρη γη και οι σπαραχτικές κραυγές τους έσπαζαν την ηρεμία της έξω του παραδείσου ερήμου.

Όμως δυστυχώς ο θρήνος των πρωτοπλάστων δεν ήταν αποτέλεσμα μεταμέλειας για την ανυπακοή και την ανταρσία τους κατά του Θεού. Δεν ήταν πράξη μετάνοιας και αίτημα συγνώμης προς το Θεό, αλλά ωφελιμιστικός σπαραγμός. Δε θρηνούσαν για τη χαμένη αθωότητα και αγιότητα, αλλά για τη χαμένη υλική ευμάρεια του παραδείσου. Ούτε ένας λόγος μετάνοιας δεν ακούστηκε από τα χείλη τους! Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας λένε πως αν εκείνη την τραγική στιγμή οι προπάτορές μας μετανοούσαν ειλικρινά και ζητούσαν ταπεινά συγνώμη από τον απόλυτα φιλάνθρωπο Θεό, θα είχαν αποκατασταθεί στην πρότερη της πτώσεως κατάστασή τους.


Κοντάκιον
Ἦχος πλ. Β’.

Τῆς σοφίας ὁδηγέ, φρονήσεως χορηγέ, τῶν ἀφρόνων παιδευτά, καὶ πτωχῶν ὑπερασπιστά, στήριξον, συνέτισον τὴν καρδίαν μου Δέσποτα. Σὺ δίδου μοι λόγον, ὁ τοῦ Πατρός Λόγος, ἰδοὺ γὰρ τὰ χείλη μου, οὐ μὴ κωλύσω ἐν τῷ κράζειν σοι· Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα.


Ομιλία του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, περί μετανοίας και περί εξορίας του Αδάμ και ότι εάν μετανοούσε δεν θα εξωρίζετο από τον Παράδεισον.


Αποτέλεσμα εικόνας για Αγίου Συμεών του Νέου ΘεολόγουΑδελφοί και πατέρες. Είναι καλόν πράγμα η μετάνοια και η ωφέλεια που προέρχεται από αυτήν. Αυτό γνωρίζοντας και ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Θεός μας, ο οποίος όλα τα γνωρίζει εκ των προτέρων, είπε: «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών». Θέλετε δε να μάθετε ότι χωρίς μετάνοια, και μάλιστα μετάνοιαν από το βάθος της ψυχής και τοιαύτην όπως ο Λόγος την ζητεί από εμάς, είναι αδύνατον να σωθούμε; Ακούστε τον ίδιον τον Απόστολο που λέγει «… πάσα αμαρτία εκτός του σώματος εστίν. Ο δε πορνεύων εις το ίδιον σώμα αμαρτάνει…». Και πάλιν. «Παραστήναι δει ημάς έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα απολήψεται έκαστος τα διά του σώματος προς ει έπραξε, είτε αγαθά είτε φαύλα». Ημπορεί λοιπόν πολλές φορές λαμβάνοντας κάποιος αφορμήν από αυτά να ειπή: «ευχαριστώ τον Θεόν, διότι δεν εμόλυνα κανένα μέλος του σώματός μου με κάποιαν πονηρά πράξη», και έχει δήθεν παρηγορία από αυτό, επειδή είναι ξένος από σωματικήν αμαρτία. Αλλά αποκρίνεται ο Δεσπότης λέγοντας την παραβολήν περί των δέκα παρθένων, και δεικνύει σε όλους μας και μας βεβαιώνει ότι καθόλου δεν ωφελούμεθα από την καθαρότητα του σώματος, εάν δεν συνυπάρχουν σ’ εμάς και οι υπόλοιπες αρετές. Και όχι μόνον αυτό, αλλά ο ίδιος πάλιν ο Παύλος μαζί με τον Δεσπότην φωνάζει: «Ειρήνην διώκετε μετά πάντων και τoν αγιασμόν, ου χωρίς ουδείς όψεται τoν Κύριον». Γιατί όμως είπε «διώκετε»; Διότι δεν είναι δυνατόν σε μίαν ώρα να γίνωμε και να είμεθα άγιοι, αλλά πρέπει αρχίζοντας από τα μικρά, να φθάσωμε προοδευτικώς στον αγιασμόν και την καθαρότητα, και διότι ακόμη και χίλια χρόνια εάν ζήσωμε στην ζωήν αυτήν, ουδέποτε θα ημπορέσωμε να τα αποκτήσωμε αυτά σε τέλειον βαθμό, αλλά βάζοντας αρχήν καθημερινώς, οφείλουμε να αγωνιζώμεθα συνεχώς. Αυτό εφανέρωσε πάλιν ο ίδιος λέγοντας, «Διώκω δε ει και καταλάβω (μήπως κατορθώσω δηλαδή) εφ’ ω και κατελήφθην (εκείνο δηλαδή για το οποίον και ο Χριστός με έφερε κοντά του)». Διότι κάθε άνθρωπος που έχει αμαρτήσει, όπως εγώ ο κατακεκριμένος, και έκλεισε με τoν βόρβορο των ηδονών τις αισθήσεις της ψυχής του, ακόμη και αν όλην την περιουσία του την διεμοίρασε στους πτωχούς, και εγκατέλειψε όλην την δόξα και λαμπρότητα των αξιωμάτων και πολυτέλειαν οίκου και ίππων, ποιμνίων και δούλων, και αυτούς τους ίδίους του φίλους και τους συγγενείς του όλους, και ήλθε πτωχός και ακτήμων και έγινε μοναχός, παρ’ όλα αυτά χρειάζεται τα δάκρυα της μετανοίας, ως αναγκαία για την ζωήν του. Και αυτό για να αποπλύνη τον βόρβορο των αμαρτημάτων του, και ακόμη περισσότερον εάν είναι καλυμμένος, όπως εγώ, με την αιθάλη και τον βόρβορο των πολλών του κακών, όχι μόνον στο πρόσωπο και στα χέρια, αλλά σε όλον γενικώς το σώμα του. Πράγματι, δεν αρκεί για την κάθαρσιν της ψυχής μας η διανομή των υπαρχόντων, αδελφοί, εάν παραλλήλως δεν κλαύσωμε και δεν θρηνήσωμε από τα βάθη της ψυχής μας. Διότι νομίζω ότι εάν δεν καθαρίσω ο ίδιος τον εαυτόν μου με κάθε δυνατήν προσπάθεια και με τα δάκρυα από τον μολυσμόν των αμαρτημάτων μου, αλλά εξέλθω από τoν βίον μολυσμένος, δικαίως θα γελάση και ο Θεός εις βάρος μου και οι άγγελοί του, και θα εκβληθώ στο πυρ το αιώνιον με τους δαίμονες. Ναι, πράγματι, έτσι είναι αδελφοί. Διότι τίποτε δεν εφέραμε μαζί μας στον κόσμο, για να το δώσωμε στoν Θεόν ως αντίλυτρον για τις αμαρτίες μας.

Είναι λοιπόν δυνατόν αδελφοί, σε όλους, όχι μόνον στους μοναχούς αλλά και στους λαϊκούς, το να μετανοούν πάντοτε και διαρκώς, και να κλαίουν και να παρακαλούν τον Θεόν, και δι’ αυτών των πράξεων να αποκτήσουν και όλες τις υπόλοιπες αρετές.

Ότι αυτό είναι αληθές το επιβεβαιώνει μαζί μου και ο Χρυσόστομος Ιωάννης, ο μέγας στύλος και διδάσκαλος της Εκκλησίας, στους λόγους του περί του Δαυίδ, εξηγώντας εκεί τον πεντηκοστόν ψαλμό. Λέγει ότι είναι δυνατόν κάποιος που έχει γυναίκα και δούλους και δούλες και πλήθος υπηρετών και περιουσίαν πολλήν, και διαπρέπει στα κοσμικά πράγματα, να ημπορή όχι μόνον αυτό, το να κλαίη δηλαδή καθημερινώς και να προσεύχεται και να μετανοή, αλλά και να φθάση στην τελειότητα της αρετής εάν θέλη, και να λάβη Πνεύμα Άγιον και να γίνη φίλος του Θεού και να απολαμβάνη την θέαν του, όπως υπήρξαν πριν από την παρουσίαν του Χριστού ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ και στα Σόδομα ο Λωτ και, για να αφήσω τους άλλους, επειδή είναι πολλοί, ο Μωυσής και ο Δαυίδ. Στην δε νέαν χάρη και επιφάνειαν του Θεού και Σωτήρος μας, ο αλιεύς και αγράμματος Πέτρος, ο οποίος μαζί με την πενθερά του και τους άλλους εκήρυττε τον Θεόν που τότε εφανερώθη. Τους δε άλλους ποίος θα τους απαριθμήση, που είναι περισσότεροι από τις σταγόνες της βροχής και από τους αστέρες του ουρανού; Βασιλείς, αρχιερείς, εξουσιαστάς, για να μην ειπώ τους πτωχούς και όσους έζησαν μόνο με τα απαραίτητα, των οποίων οι πόλεις και οι οικίες και οι ναοί που εκείνοι φιλοτίμως ανήγειραν, τα γηροκομεία και τα ξενοδοχεία, σώζονται και υπάρχουν μέχρι τώρα; Όλα αυτά και όταν ήσαν ακόμη εκείνοι στην ζωή τα κατείχαν και τα χρησιμοποιούσαν ευσεβώς, όχι ως κύριοί των, αλλά ως δούλοι του Δεσπότου μετεχειρίζοντο αυτά τα οποία τους έδωσε ο Κύριος, όπως ήταν αρεστόν σ’ Εκείνον, «χρησιμοποιώντας μεν τω κόσμω, ου καταχρώμενοι δε», σύμφωνα με τον Παύλον. Γι’ αυτό και τώρα, στην παρούσα ζωή, έγιναν ένδοξοι και λαμπροί, και στους ατελευτήτους αιώνας, στην Βασιλείαν του Θεού, θα γίνουν ενδοξότεροι και λαμπρότεροι. Και μάλιστα εάν δεν ήμασταν οκνηροί και ράθυμοι και καταφρονηταί των εντολών του Θεού, αλλά πρόθυμοι και άγρυπνοι και προσέχαμε τον εαυτόν μας, ουδεμίαν ανάγκη θα είχαμε αποταγής ή κουράς ή της φυγής από τον κόσμο. Και για να σε βεβαιώσω γι’ αυτό άκουσε!

Ο Θεός από την αρχήν έκαμε τον άνθρωπο βασιλέα όλων όσων υπάρχουν επάνω στην γην, αλλά και αυτών που ευρίσκονται κάτω από τoν θόλον του ουρανού. Διότι βέβαια ο ήλιος και η σελήνη και τα άστρα, για τoν άνθρωπον εδημιουργήθησαν. Τι λοιπόν; Άραγε επειδή ήταν βασιλεύς όλων αυτών των ορατών, εβλάπτετο από αυτά στην απόκτηση της αρετής; Όχι, καθόλου, αλλά εάν εζούσε ευχαριστώντας τον Θεόν, ο οποίος τα εδημιούργησε και του τα έδωσε όλα, ακόμη περισσότερο θα ευδοκιμούσε. Διότι εάν δεν παρέβαινε την εντολήν του Δεσπότου, δεν θα έχανε αυτήν την Βασιλεία, δεν θα στερούσε τoν εαυτόν του από την δόξαν του Θεού. Επειδή όμως το έκαμε αυτό, δικαίως εξεδιώχθη, εξωρίσθη, έζησε και απέθανε. Και θα σας ειπώ ένα πράγμα το οποίον, νομίζω, κανείς δεν το απεκάλυψε σαφώς, αλλά έχει λεχθεί σκιωδώς. Ποίον; Άκου την Θείαν Γραφή που λέγει: «Και είπεν ο Θεός τω Αδάμ (μετά την παράβασιν εννοώ). Αδάμ πού ει;». Γιατί το είπεν αυτό ο ποιητής του παντός; Οπωσδήποτε θέλοντας να τον φέρη σε συναίσθηση, και καλώντας τον σε μετάνοια, λέγει «Αδάμ πού ει;». Εξέτασε τον εαυτόν σου, διαπίστωσε την γύμνωσή σου! Κοίτα ποίον ένδυμα, ποίαν δόξαν εστερήθης. «Αδάμ πού ει;». Σαν να τον παρακαλή και να του λέγη: «Ναι, σύνελθε, ταπεινέ, ναί, άφησε τον τόπον όπου είσαι κρυμμένος. Από εμένα νομίζεις ότι κρύβεσαι; Ειπέ «Ήμαρτον!». Αλλά δεν το λέγει αυτό, ή μάλλον εγώ ο άθλιος δεν το λέγω, διότι ιδικό μου είναι το πάθος! Αλλά τι λέγει; «Της φωνής σου ήκουσα περιπατούντος εν τω παραδείσω, και έγνων ότι γυμνός ειμί και εκρύβην». Και τι του απήντησε ο Θεός; «Και τις ανήγγειλέ σοι ότι γυμνός ει, ει μη εκ του ξύλου, ου ενετειλάμην σοι τούτου μόνον μη φαγείν, απ’ αυτού έφαγες;». Βλέπεις, αγαπητέ, μακροθυμίαν Θεού; Διότι όταν είπε: «Αδάμ, πού ει:», και εκείνος δεν ωμολόγησε ευθύς την αμαρτίαν, αλλά είπε «της φωνής σου ήκουσα, Κύριε και έγνων ότι γυμνός ειμί και εκρύβην», ο Θεός δεν ωργίσθη, δεν τον απεστράφη αμέσως και οριστικώς, αλλά του δίδει ευκαιρίαν να αποκριθή και δευτέραν φορά, και λέγει: «τις ανήγγειλέ σοι ότι γυμνός ει; Ει μη εκ του ξύλου ου ενετειλάμην σοι τούτου μόνον μη φαγείν, απ’ αυτού έφαγες;». Πρόσεξε βάθος λόγων της σοφίας του Θεού: «Τι λέγεις, ότι είσαι γυμνός, του λέγει, κρύβεις όμως την αμαρτίαν σου; Μήπως νομίζεις ότι μόνον το σώμα σου βλέπω και δεν βλέπω την καρδίαν και τους λογισμούς σου;». Διότι ο Αδάμ, επειδή απατήθη, ήλπιζεν ότι ο Θεός δεν εγνώριζε την αμαρτίαν του, και έλεγε μέσα του κάπως έτσι: «εάν ειπώ ότι είμαι γυμνός, τότε επειδή ο Θεός δεν γνωρίζει, θα μου ειπή: και γιατί είσαι γυμνός; Τότε εγώ θα του απαντήσω αρνητικά και θα του ειπώ: δεν γνωρίζω, και έτσι θα του διαφύγω, και θα απολαύσω πάλι την πρώτην μου στολή. Τουλάχιστον δεν θα με εκδιώξη, τουλάχιστον δεν θα με εξορίση!». Ενώ συλλογίζετο αυτά, όπως και τώρα κάμουν πολλοί και πρώτος εγώ ο ίδιος, και κρύπτουν τα αμαρτήματά τους, ο Θεός, επειδή δεν ήθελε να πολλαπλασιάση το κρίμα του, λέγει: «Και πόθεν έγνως ότι γυμνός ει, ει μη από του ξύλου ου ενετειλάμην σοι μη φαγείν, απ’ αυτού έφαγες;». Σαν να λέγη. «Πράγματι, νομίζεις ότι κρύπτεσαι από εμέ; Δεν γνωρίζω εγώ τι έπραξες; Δεν λέγεις το «Ήμαρτον»; Ειπέ, πτωχέ: Ναι, αλήθεια, Κύριε, παρέβην την εντολήν σου, έπταισα ακούοντας την συμβουλή της γυναικός, έσφαλα πολύ ακολουθώντας τον λόγο της και παρακούοντας τον ιδικόν σου, ελέησόν με! Αλλά δεν λέγει τούτο, δεν ταπεινώνεται. Νεύρον από σίδερον ο αυχένας της καρδίας του, όπως ακριβώς είναι και ο ιδικός μου. Διότι εάν έλεγε αυτό, θα έμενε στον Παράδεισο, και όλον εκείνον τον κύκλο των μυρίων κακών, τον οποίον υπέστη όταν εξωρίσθη και έμεινε κάτω στον Άδη τόσους πολλούς αιώνες, θα τον είχε αποφύγει τότε με έναν μόνον λόγο.

Αυτό είναι λοιπόν εκείνο για το οποίο έχω υποσχεθή να ομιλήσω. Και άκου την συνέχεια, για να γνωρίσης ότι τα λόγια μου είναι αληθινά, και τίποτε δεν είναι ψεύδος από όλα αυτά. Είπεν ο Θεός στον Αδάμ. «Ην ώραν φάγεσθε από του ξύλου, ου ενετειλάμην υμίν τούτου μόνον μη φαγείν, θανάτω αποθανείσθε», δηλαδή τον ψυχικόν θάνατο, πράγμα που και έγινε την ιδίαν ώρα, γι’ αυτό και εγυμνώθη από την αθάνατον στολήν του. Τίποτε περισσότερον δεν είπεν ο Θεός και τίποτε περισσότερον δεν έγινε. Διότι προγνωρίζοντας ο Θεός ότι ο Αδάμ πρόκειται να αμαρτήση, και θέλοντας να τον συγχωρήση, όταν αυτός μετανοούσε, με τίποτε περισσότερον, όπως είπαμε, δεν τον απείλησε. Επειδή όμως ηρνήθη την αμαρτίαν του, και δεν μετενόησε ούτε όταν ηλέγχθη από τον Θεόν (διότι είπε: «Η γυνή, ην δέδωκάς μοι, αύτη με ηπάτησεν», σαν δηλαδή να λέγη στον Θεόν. «Σύ έπταισες. Η γυναίκα, την οποία συ μου έδωσες, αύτη με εξηπάτησε»), γι’ αυτό και ο Θεός του λέγει: «Εν κόπω και ιδρώτι φαγή τον άρτον σου, και ακάνθας και τριβόλους ανατελεί σοι η γη» και τελευταία ότι «γη ει και εις γην απελεύση». Ήθελα να μετανοήσης, λέγει, και να επανέλθης στην προηγουμένην σου διαγωγή. Επειδή όμως είσαι τόσο σκληρός, φύγε λοιπόν από κοντά μου, και η απομακρυνσή σου θα σου είναι αρκετή για παιδαγωγία, επειδή είσαι χώμα, και στο χώμα θα επιστρέψης.

Γνωρίζεις λοιπόν τώρα ότι, επειδή μετά την παράβαση δεν μετενόησε να ειπή «Ήμαρτον», εξορίζεται και προστάσσεται να ζη με κόπο και ιδρώτα. Γι’ αυτό και κατεδικάσθη να επιστρέψη στην γην από την οποίαν ελήφθη. Και αυτό γίνεται φανερόν από την συνέχεια. Αφήνοντας λοιπόν αυτόν, έρχεται στην Εύα, θέλοντας να δείξη ότι δικαίως και αυτή θα εξορισθή, αφού δεν θέλει να μετανοήση, και της λέγει: «Τι τούτο εποίησας;» για να ειπή τουλάχιστον αυτή το «Ήμαρτον». Διότι ποία άλλη ανάγκη έκαμε τον Θεόν να της απευθύνη αυτά τα λόγια, παρά μόνον για να ειπή: «Από την αφροσύνη μου, Δέσποτα, το έπραξα αυτό, η ταπεινή και αθλία, και παρήκουσα εσέ τον Κυριόν μου. Ελέησόν με!». Αλλά δεν είπε αυτό. Και τι είπε; «Ο όφις εξηπάτησέ με». Ω τι αναισθησία! Και συνωμίλησες με τον όφιν, ο οποίος σου ωμιλούσε κατά του Δεσπότου, και προτίμησες αυτόν αντί του Θεού που σε έπλασε, και εθεώρησες προτιμοτέραν και αληθεστέραν την συμβουλήν εκείνου από την εντολήν του Δεσπότου; Και επειδή ούτε αυτή ημπόρεσε να ειπή το «Ήμαρτον», εκβάλλονται από την τρυφήν, εξορίζονται από τον Παράδεισο και από τον Θεόν. Αλλά πρόσεχε, παρακαλώ, το βάθος του μυστηρίου του φιλανθρώπου Θεού, και μάθε και διδάξου από αυτά ότι, εάν μετανοούσαν, δεν θα είχαν εκδιωχθή, δεν θα είχαν κατακριθή, δεν θα είχαν καταδικασθή να επιστρέψουν στην γην από την οποία προήλθαν. Και τι έγινε έπειτα; Ακουσε!

Όταν εξεδιώχθησαν και έπεσαν ήδη από την αρχή μέσα στους ιδρώτες και τους σωματικούς κόπους, ήρχισαν δε να πεινούν και να διψούν, και συγχρόνως να ριγούν και να τρέμουν και να πάσχουν αυτά τα οποία και εμείς πάσχουμε σήμερα, αισθάνθησαν περισσότερο την δυστυχία και το κατάντημά τους, αλλά και την ιδίαν την κακοφροσύνη τους, και την ανέκφραστον φιλανθρωπία του Θεού. Περιπατώντας λοιπόν και καθήμενοι έξω από τον Παράδεισο, μετανοούσαν, έκλαιαν, εθρηνούσαν, εκτυπούσαν το πρόσωπο, εξερρίζωναν τα μαλλιά τους, καταδικάζοντας με οδυρμούς την σκληροκαρδία τους, και αυτό όχι μόνον μίαν ημέραν ούτε δύο ή δέκα, αλλά, πιστέψετέ το, σε όλην τους την ζωή. Και πώς δεν θα έκλαιαν πάντοτε και διαρκώς, ενθυμούμενοι εκείνον τον πράον και ήρεμον Δεσπότην, εκείνην την τρυφήν την ανέκφραστο, τα απερίγραπτα κάλλη των ανθέων εκείνων, την αμέριμνον εκείνην και ακοπίαστον ζωή, τις ανόδους και τις καθόδους των αγγέλων προς αυτούς; Διότι όπως εκείνοι που είχαν εκλεγή από κάποιον άρχοντα του παρόντος κόσμου ως προσωπικοί του υπηρέτες, όσον μεν διατηρούν ανόθευτον τον σεβασμό και την τιμή και την δουλεία προς τον κύριόν τους και αγαπούν αυτόν και τους ομοδούλους των, απολαμβάνουν και την προς αυτόν παρρησία και την εύνοια και την αγάπη του, ζώντας μέσα σε πολλήν άνεση και τρυφή και σπατάλη. Εάν όμως αλαζονευθούν κατά του κυρίου τους, και αποθρασυνθούν και αυθαδιάσουν εναντίον των συνδούλων τους, τότε εκπίπτουν από την προς αυτόν παρρησία και την αγάπη και την εύνοιάν του, εξορίζονται σε χώρα μακρινήν, και υποβάλλονται κατόπιν διαταγής του σε μυρίους πειρασμούς, μέσα σε κόπους και σε μεγάλες ταλαιπωρίες. Έτσι όλο και περισσότερον συνειδητοποιούν την άνεση την οποίαν απελάμβαναν, και πόσον εζημιώθησαν από την στέρησιν τόσων αγαθών.

Το ίδιο έπαθαν και οι πρωτόπλαστοι, οι οποίοι όσον ήσαν στον Παράδεισον, απελάμβαναν όλα εκείνα τα αγαθά, έπειτα όμως εξέπεσαν από αυτά και εξωρίσθησαν. Όταν αισθάνθησαν από πού έπεσαν, πάντοτε θρηνούσαν, πάντοτε έκλαιαν, επικαλούμενοι την ευσπλαγχνίαν του Κυρίου τους. Αλλά Αυτός τι κάνει, ο πλούσιος σε έλεος και βραδύς σε τιμωρίες; Επειδή είδε ότι εταπεινώθησαν, την μεν απόφαση που είχε λάβει δεν την ματαιώνει εντελώς —αυτό το έκαμε προς σωφρονισμόν ιδικόν μας, και για να μην υπερηφανεύεται κανείς κατά του ποιητού των όλων— προγνωρίζοντας δε ως Θεός και την πτώση τους και την μετάνοιαν, είχε ορίσει από την αρχήν, οπωσδήποτε πριν να δημιουργήση τα πάντα, και τον καιρόν και τον χρόνον και πώς και πότε θα τους ανακαλέση από την εξορία, με τρόπο μυστικόν και από κάθε κτίσμα ανεξιχνίαστο. Πράγματι, ακόμη και αν όλα τα μυστήρια της Θείας αυτής οικονομίας αποκαλυφθούν σε κάποιους, και θελήσουν να τα γράψουν, δεν θα φθάση ούτε ο χρόνος ούτε το χαρτί ούτε το μελάνι, ούτε ο κόσμος όλος θα χωρέση τα βιβλία αυτά που θα γραφούν. Όπως λοιπόν από ευσπλαγχνίαν είχεν ειπεί και προορίσει από πριν, έτσι ακριβώς και έπραξε. Και αυτούς τους οποίους για την αναίδειάν τους και για την αμετανόητο καρδία και γνώμην εξεδίωξε από τον Παράδεισον, όταν μετενόησαν όπως έπρεπε, και εταπεινώθησαν αξίως, και έκλαυσαν, και εθρήνησαν, Αυτός ο ίδιος, ο μόνος Μονογενής Υιός και Λόγος, από μόνον τον προάναρχον Πατέρα, κατήλθεν, όπως όλοι γνωρίζετε, και όχι μόνον έγινε άνθρωπος όμοιος με εκείνους, αλλά και να αποθάνη όπως αυτοί κατεδέχθη, προτιμώντας βίαιον και επονείδιστον θάνατο. Κατήλθε δε και στον Άδη, και από εκεί τους ανέστησε. Αυτός λοιπόν ο οποίος τόσα έπαθε γι’ αυτούς, για να τους ανακαλέση από την μακράν εκείνην εξορίαν, εάν μετανοούσαν στον Παράδεισο, δεν θα τους συμπαθούσε; Και πώς όχι, αφού είναι από την φύση του φιλάνθρωπος, και τους εδημιούργησε ακριβώς γι’ αυτό, για να απολαμβάνουν δηλ. τα αγαθά του μέσα στoν Παράδεισο και να δοξάζουν τoν ευεργέτην τους; Ναι, πράγματι αδελφοί, αυτό, όπως φρονώ, θα εγίνετο. Για να μάθης δε και τα υπόλοιπα, και να πιστεύσης περισσότερο στoν λόγον, άκου και τα εξής! Εάν είχαν μετανοήσει όταν ακόμη ήσαν μέσα στoν Παράδεισον, εκείνον τον ίδιον Παράδεισο θα απελάμβαναν και τίποτε περισσότερο. Επειδή δε για την αμετανοησία τους εξεβλήθησαν, μετά ταύτα ζώντας μέσα στις θλίψεις, μετενόησαν και έκλαυσαν πολύ. Αυτά, όπως είπα, δεν θα τα επάθαιναν, εάν είχαν μετανοήσει μέσα στoν Παράδεισον. Για τους πόνους λοιπόν αυτούς και τους ιδρώτες και τους κόπους, και για την καλήν τους μετάνοια, θέλοντας ο Δεσπότης Θεός να τους τιμήση και να τους δοξάση, αλλά και να τους κάνη να λησμονήσουν όλα εκείνα τα δεινά, τι κάνει; Πρόσεξε, παρακαλώ, το μέγεθος της φιλανθρωπίας! Όταν κατήλθε στον Άδη και τους ανέστησε, δεν τους αποκατέστησε πάλι στον Παράδεισον από όπου εξέπεσαν, αλλά τους ανέβασε σ’ αυτόν τον ίδιον τον ουρανόν του ουρανού. Και αφού ο Κύριος εκάθισε εκ δεξιών του προανάρχου Πατρός του και Θεού, τι λέγεις ότι τον έκαμε αυτόν, ο οποίος ήταν κατά φύσιν δούλος του; Τον έκαμε κατά χάριν πατέρα του! (αφού ο ίδιος αυτοαποκαλείται Υιός του ανθρώπου). Είδες σε ποίον ύψος τον ανέβασε ο Δεσπότης, για την μετάνοια και την ταπείνωση και τους θρήνους και τα δάκρυά του;

Ω δύναμις της μετανοίας και των δακρύων! Ω πέλαγος ανεκφράστου φιλανθρωπίας και ανεξιχνιάστου ελέους, αδελφοί! Διότι όχι μόνον εκείνον, αλλά και όλους τους απογόνους του, εμάς δηλαδή τα τέκνα του, οι οποίοι μιμούμεθα την εξομολόγησιν εκείνου, την μετάνοια, τον θρήνο, τα δάκρυα και τα άλλα τα οποία προείπαμε, τους ετίμησε και τους εδόξασε, τόσον όσον και εκείνον, όσους μέχρι σήμερα κάνουν όπως έκανε εκείνος, και όσους θα τον μιμηθούν από σήμερα, είτε κοσμικοί είναι είτε μοναχοί. «Αμήν», είπεν ο αψευδής Θεός, «ουκ εγκαταλείψω αυτούς ποτέ, αλλ’ ως αδελφούς μου και φίλους και πατέρας και μητέρας και συγγενείς και συγκληρονόμους μου αναδείξω αυτούς, και εδόξασα και δοξάσω. Και εν τω ουρανώ άνω και επί της γης κάτω, και της ζωής αυτών και ευφροσύνης και δόξης ουκ έσται τέλος ποτέ».

Τί ωφέλησε, ειπέ μου αδελφέ, τους πρωτοπλάστους η ακοπίαστος και αμέριμνος ζωή μέσα στον Παράδεισον, αφού εραθύμησαν, και από απιστίαν προς τον Θεόν κατεφρόνησαν και παρέβησαν την εντολή του; Διότι εάν τον είχαν πιστεύσει, δεν θα εθεωρούσε η Εύα τον όφι πλέον αξιόπιστον, ο δε Αδάμ την Εύα πλέον αξιόπιστον από Εκείνον, αλλά θα είχαν φυλαχθή να μη φάγουν από το φυτόν. Επειδή όμως έφαγαν και δεν μετενόησαν, εξεβλήθησαν. Από την εξορίαν πάλι καθόλου δεν εβλάβησαν, αλλά και πάρα πολύ ωφελήθησαν, και αυτό συνετέλεσε στην σωτηρίαν όλων μας. Διότι αφού κατήλθεν από τους ουρανούς ο Κύριός μας, κατετρόπωσε τον εχθρό μας, τον θάνατον, παραδίδοντας ο ίδιος τον εαυτόν Του, και έτσι εματαίωσεν εντελώς την καταδίκην που προήλθε από την παράβαση του προπάτορος. Και αναγεννώντας και αναπλάττοντας και απαλλάσσοντάς μας τελείως από αυτήν με το άγιον βάπτισμα, μας καθιστά εντελώς ελευθέρους στον κόσμον αυτόν, και μη ενεργουμένους τυραννικώς από τον εχθρόν. Αλλά τιμώντας μας με το αυτεξούσιον με το οποίον μας είχε προικίσει απ’ αρχής, μας δίδει περισσοτέραν δύναμιν εναντίον του, ώστε όποιοι θέλουν να τον νικούν με ευχέρειαν μεγαλυτέραν από όλους τους προ της παρουσίας του Χριστού αγίους. Και μετά τον θάνατόν τους να μην οδηγούνται και αυτοί όπως εκείνοι κάτω στον Άδη, αλλά στον ουρανό και στην τρυφή και την απόλαυση που επικρατεί εκεί, και να αξιώνωνται: να απολαμβάνουν τώρα μεν σε μέτριον βαθμό, μετά δε την εκ νεκρών ανάσταση, πλήρως όλην την αιωνίαν χαρά.


Να μη προφασίζωνται λοιπόν αυτοί που επιζητούν προφάσεις, ούτε να λέγουν ότι είναι πλήρης η επιρροή της παραβάσεως του Αδάμ επάνω μας, και ότι αυτό είναι που μας ελκύει πρός τα κάτω, προς την αμαρτία. Διότι όποιοι το σκέπτονται και το λέγουν αυτό, νομίζουν ότι ανωφελώς και ματαίως έγινε η παρουσία του Κυρίου και Θεού μας, πράγμα που μόνον οι αιρετικοί λέγουν, όχι οι πιστοί. Πράγματι, για ποίον άλλον λόγο κατήλθε και εγεύθη τον θάνατο, παρά μόνον βεβαίως για να καταργήση την καταδίκη που προήλθε από την αμαρτία, και να ελευθερώση το γένος μας από την δουλεία και ενέργειαν του εχθρού που το πολεμεί; Διότι αυτό είναι η πραγματική αυτεξουσιότης, δηλαδή το να μην εξουσιαζώμεθα με οποιονδήποτε τρόπον από κάποιον άλλον. Επειδή εμείς μεν ως τέκνα εκείνου που ημάρτησε είμεθα μέχρι τότε αμαρτωλοί, ως τέκνα εκείνου που παρέβη την εντολήν παραβάτες, ως τέκνα εκείνου που έγινε δούλος της αμαρτίας δούλοι κι εμείς της αμαρτίας, ως τέκνα εκείνου που εδέχθη την κατάραν και ενεκρώθη επικατάρατοι και εμείς και νεκροί, ως τέκνα εκείνου που επηρεάσθη από την συμβουλήν του πονηρού και υπεδουλώθη σ’ αυτόν, και έχασε το αυτεξούσιον, είχαμε κι εμείς δεχθεί την επήρειαν αυτού, και είχαμε καταδυναστευθή από την τυραννικήν του εξουσίαν. Ο Θεός όμως κατήλθε και εσαρκώθη, έγινε άνθρωπος όπως εμείς χωρίς όμως την αμαρτία, και έλυσε την αμαρτίαν, ηγίασε δε την σύλληψη και την γέννηση, και επειδή ανετράφη ολίγον κατ’ ολίγον, ευλόγησε κάθε ηλικίαν. Και όταν έγινε τέλειος άνδρας, τότε ήρχισε το κήρυγμα, διδάσκοντάς μας να μη προτρέχωμε σε ο,τιδήποτε, και να μη προλαμβάνωμε εκείνους που ελευκάνθησαν στην σύνεση και στην αρετήν, όσοι μάλιστα είμεθα νέοι στην φρόνηση και δεν έχουμε ανδρωθή. Εδέχθη επάνω του όσα ήσαν προς το συμφέρον μας, και αφού εφύλαξε όλες τις εντολές του Θεού και Πατρός αυτού, έλυσε την παράβαση, και ελευθέρωσε τους παραβάτες από την καταδίκην. Έγινε δούλος αναλαμβάνοντας μορφήν δούλου, και επανέφερε εμάς τους δούλους στο δεσποτικόν αξίωμα, αναδεικνύοντάς μας δεσπότες του πρώην τυράννου. Και το μαρτυρούν αυτό οι άγιοι, οι οποίοι και μετά θάνατον αποδιώκουν ως αδυνάμους και αυτόν και τους υπασπιστάς του. Με την σταύρωσίν του ο ίδιος έγινε κατάρα, και έλυσε όλην την κατάρα του Αδάμ. Απέθανε, και με τον θάνατόν του κατετρόπωσε τον θάνατον. Ανέστη, και εξηφάνισε την δύναμη και την ενέργειαν του εχθρού, ο οποίος διά μέσου του θανάτου και της αμαρτίας έχει την εξουσίαν εναντίον μας. Διότι βάζοντας μέσα στο θανατηφόρο δηλητήριο και στο φαρμάκι της αμαρτίας την ανέκφραστον ενέργειαν της Θεότητος και την ζωοποιόν ενέργεια του σώματός του, ελύτρωσε τελείως όλον το γένος μας από την ενέργειαν του εχθρού. Καθαίροντας δε και ζωοποιώντας μας με το άγιον βάπτισμα και με την κοινωνίαν των αχράντων μυστηρίων, του τιμίου σώματος και του αίματός του, μας αποκαθιστά αγίους και αναμαρτήτους. Αλλά και μας αφήνει την τιμήν του αυτεξουσίου, για να μη φανούμε ότι υπηρετούμε τον Δεσπότην με την βία, αλλά με την προαίρεση. Και όπως ο Αδάμ ήταν στον Παράδεισον εξ αρχής ελεύθερος, ξένος προς την αμαρτία και την βία, υπήκουσε δε στoν εχθρόν με το αυτεξούσιον θέλημά του, εξηπατήθη και παρέβη την εντολή του Θεού, έτσι και εμείς, αναγεννώμενοι με το άγιον βάπτισμα, απαλλασσόμεθα από την δουλεία και γινόμεθα αυτεξούσιοι, και εάν δεν υπακούσωμε στoν εχθρόν με την ιδικήν μας θέληση, δεν ημπορεί με άλλον τρόπο να ενεργήση κάτι εναντίον μας.


Πράγματι, εάν πριν από τον νόμο και την παρουσία του Χριστού, χωρίς όλα αυτά τα βοηθήματα, πολλοί και αναρίθμητοι ευηρέστησαν τον Θεόν και ανεδείχθησαν άμεμπτοι, όπως ο δίκαιος Ενώχ, τον οποίον μετέθεσε τιμώντας τον με τον τρόπον αυτό, και ο Ηλίας τον οποίον παρέλαβε στoν ουρανόν με άρμα πύρινον, τι θα απολογηθούμε εμείς, οι οποίοι μετά την χάρη και την τοιαύτη και τόσο μεγάλην ευεργεσίαν, ούτε ίσοι με τους προ της χάριτος ευρισκόμεθα, αλλά ζούμε μέσα στην ραθυμία, και καταφρονούμε τις εντολές του Θεού και τις παραβαίνουμε; Και αυτό μετά την κατάργηση του θανάτου και της αμαρτίας, μετά την αναγέννηση του βαπτίσματος και την προστασία των αγίων αγγέλων και την επισκίαση και επέλευση του ιδίου του Αγίου Πνεύματος. Ότι θα τιμωρηθούμε, εάν επιμένωμε στο κακόν, περισσότερον από εκείνους που ημάρτησαν όταν επικρατούσε ο νόμος, το εδήλωσε ο Παύλος λέγοντας. «Ει γάρ ο δι’ αγγέλων λαληθείς λόγος εγένετο βέβαιος, και πάσα παράβασις και παρακοή έλαβεν ένδικον μισθαποδοσίαν, πώς ημείς εκφευξόμεθα τηλικαύτης αμελήσαντες σωτηρίας;».

Ας μη αποδίδη λοιπόν την ευθύνην και ας μη κατηγορή τον Αδάμ, αλλά τoν εαυτόν του καθένας από εμάς, ο οποίος περιπίπτει σε οποιαδήποτε αμαρτίαν, και ας επιδεικνύη αξίαν μετάνοια όπως εκείνος, εάν βεβαίως θέλη να επιτύχη την αιωνίαν εν Χριστώ ζωήν…

Εκείνος που συλλογίζεται πάντοτε τις αμαρτίες του, και συνεχώς βλέπει εμπρός του την μέλλουσαν κρίσιν, και μετανοεί, και κλαίει θερμώς, αυτός υπερβαίνει όλα μαζί τα πάθη και τα αμαρτήματα, και τα υπερνικά ανυψούμενος από την μετάνοιαν, ώστε να μην ημπορή ούτε ένα από αυτά να φθάση και να προσεγγίση την ψυχή του στο ύψος εκείνο που πετά. Εάν δε ο νους μας, πτερωμένος από την μετάνοια και τα δάκρυα, και από την πνευματικήν ταπείνωση που γεννάται από αυτά, δεν ανυψωθή στο ύψος της απαθείας, δεν θα ημπορέσωμε να ελευθερωθούμε, δεν θα παύσουν να μας κεντούν πότε το ένα, πότε το άλλο πάθος, και να μας κατασπαράσσουν σαν άγρια θηρία.

Μετά δε τoν θάνατον, εξ αιτίας αυτών, θα χάσωμε την Βασιλείαν των Ουρανών, και από αυτά πάλι θα τιμωρηθούμε αιωνίως. Γι’ αυτό σας παρακαλώ όλους, πνευματικοί μου πατέρες και αδελφοί, και ποτέ δεν θα παύσω να παρακαλώ την αγάπη σας, να μην αμελήσετε την σωτηρία σας, αλλά με κάθε τρόπο να προσπαθήσετε να ανυψωθήτε ολίγον από την γη. Και όταν γίνη αυτό το θαύμα, το οποίο θα σας καταπλήξη, το να ανυψωθήτε δηλαδή από την γη και να υπερίπτασθε στον αέρα, δεν θα θελήσετε πλέον να κατέλθετε ούτε καν για λίγο και να σταθήτε στην γην. Λέγοντας δε «γην» εννοώ το σαρκικόν, και «αέρα» το πνευματικόν φρόνημα. Διότι εάν ο νους ελευθερωθή από τους πονηρούς λογισμούς και τα πάθη, και δι’ αυτού αντικρύσωμε την ελευθερίαν την οποία μας εχάρισεν ο Χριστός, δεν θα καταδεχθούμε πλέον να κατέλθωμε στην προηγουμένην δουλεία της αμαρτίας και του σαρκικού φρονήματος, αλλά συμφώνως με τους λόγους του Κυρίου, δεν θα παύσωμε να γρηγορούμε και να προσευχώμεθα, έως ότου μεταβούμε προς την εκείθεν μακαριότητα και τύχωμε των αιωνίων αγαθών, «χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα εις τους αιώνας των αιωνων. Αμήν».

(10ος - 11ος αιών. Απαντα του Αγίων Πατέρων, εκδ. Ωφελίμου βιβλίου. Αγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου, τόμ. 1, Κατήχ. Ε΄, σελ. 1-41, 87, 470 και 1054-1085. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 485 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

Πηγή: www.alopsis.gr


Ἰδιόμελο τῶν αἴνων Κυριακῆς τῆς Τυροφάγου. Ἦχος Πλάγιος Α'.
«Τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέῳκται, οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε, ἀναζωσάμενοι τὸν καλὸν τῆς Νηστείας ἀγῶνα· οἱ γὰρ νομίμως ἀθλοῦντες, δικαίως στεφανοῦνται, καὶ ἀναλαβόντες τὴν πανοπλίαν τοῦ Σταυροῦ, τῷ ἐχθρῷ ἀντιμαχησώμεθα, ὡς τεῖχος ἄρρηκτον κατέχοντες τὴν Πίστιν, καὶ ὡς θώρακα τὴν προσευχήν, καὶ περικεφαλαίαν τὴν ἐλεημοσύνην, ἀντὶ μαχαίρας τὴν νηστείαν, ἥτις ἐκτέμνει ἀπὸ καρδίας πᾶσαν κακίαν. Ὁ ποιῶν ταῦτα, τὸν ἀληθινὸν κομίζεται στέφανον, παρὰ τοῦ Παμβασιλέως Χριστοῦ, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως». Ἑρμηνεία Ο αγώνας των αρετών άρχισε, ελάτε όσοι θέλετε να αγωνιστείτε στον καλό αγώνα της Νηστείας, γιατί αυτοί που δίκαια αγωνίζονται δίκαια θα λάβουν και τον στέφανο της νίκης, κι έχοντας φορέσει την πανοπλία του Σταυρού ας πολεμήσουμε τον εχθρό, έχοντας για άτρωτη ασπίδα την Πίστη, και ως θώρακα την προσευχή και ως περικεφαλαία την ελεημοσύνη, αντί για μαχαίρι έχουμε τη νηστεία, η οποία διώχνει από την καρδιά κάθε κακία. Όποιος τα κάνει αυτά θα φορά το αληθινό στεφάνι δίπλα στον Βασιλέα των πάντων Χριστό, την ημέρα της Κρίσεως.

Δοξαστικόν Ἑσπερινοῦ Σαββάτου τῆς Τυρινῆς. Ἦχ. πλ. β’.
«Ἐκάθισεν Ἀδάμ, ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου, καί τήν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο. Οἴμοι, τόν ἀπάτῃ πονηρᾷ πεισθέντα καί κλαπέντα καί δόξης μακρυθέντα! Οἴμοι, τόν ἁπλότητι γυμνόν, νῦν δέ ἠπορημένον! Ἀλλ᾽ ὦ Παράδεισε, οὐκέτι σου τῆς τρυφῆς ἀπολαύσω, οὐκέτι ὄψομαι τόν Κύριον καί Θεόν μου καί Πλάστην· εἰς γῆν γάρ ἀπελεύσομαι ἐξ ἧς καί προσελήφθην. Ἐλεῆμον, Οἰκτίρμον, βοῶ Σοι· Ἐλέησόν με τόν παραπεσόντα.» Ἑρμηνεία Kάθισε ὁ Ἀδάμ ἀπέναντι στόν Παράδεισο καί θρηνώντας τή γύμνωσή του ἔκλαιγε καί ὠδυρόταν. Ἀλίμονο σε μένα πού μ᾽ ἔπεισε μέ ἀπάτη καί ὑπόσχεση ὁ πονηρός καί μέ ᾽κλεψε στερῶντας μου τή πρωτόπλαστη δόξα. Ἀλίμονο σέ μένα, γιατί ἐνῶ ἀπό τήν ἁπλότητα καί ἀκακία μου μποροῦσα νά ᾽μαι γυμνός, τώρα ἀπ᾽ ὅλα εἶμαι στερημένος. Παράδεισε, Παράδεισε, δέν θ᾽ ἀπολαύσω τώρα πλέον τήν τρυφή σου, δέν θά ξαναδῶ πιά τόν Πλάστη, τόν Κύριο καί Θεό μου. Τώρα θά ξαναγυρίσω στή γῆ, στό χῶμα ἀπ᾽ ὅπου εἶμαι πλασμένος. Ἐλεήμονα καί Οἰκτήρμονα Κύριε, σέ Σένα κραυγάζω: Ἐλέησέ με, τόν ταλαίπωρο καί πεσμένο.”




Δείτε σχετικά:

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2021

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΑΡΚΩΣΕΩΣ (Ἁγίου Συμεῶν τοῦ Νέου Θεολόγου)

 


(Βίβλος των Ηθικών Λόγος Α΄, Κεφάλαιο γ')



Για να προσεγγίσουμε την σάρκωση του Λόγου και την απόρρητη γέννησή του από την αειπάρθενο Μαρία και να κατανοήσουμε καλά το μυστήριο της οικονομίας για την σωτηρία του γένους μας το κρυμμένο προ των αιώνων (Εφεσίους 3:9), θα μας βοηθήσει η εξής γνωστή εικόνα:


Κατά την δημιουργία της προμήτορος Εύας ο Θεός πήρε την έμψυχη πλευρά του Αδάμ και την ολοκλήρωσε σε γυναίκα, γι’ αυτό δεν εμφύσησε σ’ αυτήν πνοή ζωής καθώς και στον Αδάμ, αλλά το μέρος που έλαβε από την σάρκα του το τελειοποίησε σε ολόκληρο σώμα γυναικός, την δε απαρχή του πνεύματος που έλαβε μαζί με την έμψυχη σάρκα την τελειοποίησε σε ψυχή ζωντανή δημιουργώντας με τα δυό μαζί έναν άλλον άνθρωπο. 

Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο ο πλαστουργός και κτίστης Θεός πήρε από την Αγία Μαρία έμψυχη σάρκα σαν ζύμη και μικρή απαρχή από το φύραμα της φύσεώς μας - δηλαδή από την ψυχή και το σώμα μαζί - και την ένωσε με την δική του ακατάληπτη και απρόσιτη Θεότητα.

Ή μάλλον ένωσε πραγματικά όλη την υπόσταση της Θεότητός του με την δική μας φύση,την έσμιξε άμικτα μ’ αυτή και την έκανε άγιο ναό του. Έτσι ο ποιητής του Αδάμ έγινε ατρέπτως και αναλλοιώτως τέλειος Άνθρωπος....

Όπως ακριβώς λοιπόν από την πλευρά του Αδάμ έπλασε την γυναίκα, έτσι, αφού δανείστηκε την σάρκα από την θυγατέρα του Αδάμ την αειπάρθενο και Θεοτόκο Μαρία και την έλαβε χωρίς σπορά, γεννήθηκε κατά τον ίδιο τρόπο με τον πρωτόπλαστο.

Ώστε όπως ακριβώς ο Αδάμ με την παράβαση έγινε η αρχή της γεννήσεως μας στην φθορά και στον θάνατο, έτσι και ο Χριστός και Θεός μας με την εκπλήρωση κάθε δικαιοσύνης έγινε η απαρχή της αναγεννήσεώς μας στην αφθαρσία και την αθανασία.

Αυτό εννοεί ο θείος Παύλος όταν λέει: «Ο πρώτος άνθρωπος πλάστηκε από τη γη χοϊκός. Ο δεύτερος άνθρωπος, δηλαδή ο Κύριος, είναι επουράνιος.

 Ό,τι λογής ήταν ο χοϊκός τέτοιοι είναι και όλοι οι χοϊκοί και ό,τι λογής είναι ο επουράνιος τέτοιοι είναι και όλοι όσοι γίνονται επουράνιοι δι’ αυτού.» (Α’ Κορινθίους 15:47-48).

Και πάλι: «Η απαρχή είναι ο Χριστός, έπειτα όσοι είναι του Χριστού.» (Α’ Κορινθίους 15:23).

Επειδή λοιπόν ο Χριστός έγινε τέλειος άνθρωπος κατά την ψυχή και το σώμα, όμοιος με μας σε όλα εκτός από την αμαρτία, μας μεταδίδει την Θεότητά του λόγω της πίστης μας σ’ αυτόν και μας καθιστά συγγενείς του κατά την φύση και την ουσία της Θεότητάς του.

Πρόσεξε το νέο και παράδοξο μυστήριο: Ο Θεός Λόγος έλαβε από μας σάρκα, που δεν είχε εκ φύσεως και έγινε άνθρωπος, που δεν ήταν. Από τότε μεταδίδει στους πιστούς την Θεότητά του - την οποία κανείς από τους αγγέλους ή τους ανθρώπους δεν είχε αποκτήσει - και μ’ αυτόν τον τρόπο γίνονται θεοί κατά χάρη και θέση, που δεν ήταν.

Έτσι χαρίζει σ’ αυτούς την εξουσία να γίνονται τέκνα Θεού (κατά Ιωάννην 1:12) γι’ αυτό και έγιναν και πάντοτε θα γίνονται και ποτέ δεν θα πάψουν να γίνονται.

Άκουσε και τον θείο Παύλο που παρακινεί σ’αυτό: «Όπως φορέσαμε την εικόνα του γήινου, ας φορέσουμε και την εικόνα του επουράνιου.» (Α’ Κορινθίους 15:49).

Ο Θεός λοιπόν του παντός με την σωματική του παρουσία στην γη ήλθε για να αναπλάσει και να ανακαινίσει τον άνθρωπο και να ευλογήσει όλη την κτίση που επέσυρε επάνω της την κατάρα εξαιτίας του ανθρώπου.

Και πρώτα ζωοποίησε την ψυχή που έλαβε και αφθαρτώντας την τήν θέωσε, ενώ το άχραντο σώμα του, αν και το θέωσε, όμως το κρατούσε ακόμη φθαρτό και υλικό.

Γιατί το σώμα που τρώει και πίνει, κοπιάζει και ιδρώνει, δένεται και σέρνεται, υψώνεται στον σταυρό και καρφώνεται, είναι βέβαια φθαρτό και υλικό, αφού μάλιστα πέθανε και τοποθετήθηκε νεκρό στο μνημείο.

Μετά δε την ανάστασή του συνανέστησε και το σώμα του άφθαρτο, πνευματικό, όλο θείο και άυλο, γι’ αυτό και δεν συνέτριψε τις σφραγίδες του μνήματος, εισερχόταν δε και εξερχόταν ελεύθερα μέσα από τις κλειστές πόρτες...    

Αλλά γιατί μαζί με την ψυχή δεν έκανε αμέσως και το σώμα πνευματικό και άφθαρτο; επειδή και ο Αδάμ τρώγοντας τον απαγορευμένο καρπό ευθύς μεν με την παράβαση πέθανε κατά την ψυχή, ενώ κατά το σώμα ύστερα από πολλά χρόνια.

Γι’ αυτό και ο Χριστός πρώτα ανέστησε και ζωοποίησε την ψυχή που τιμωρήθηκε με το επιτίμιο του θανάτου, έπειτα δε οικονόμησε να απολαύσει και το σώμα την αφθαρσία δια της αναστάσεως, αυτό που δια του θανάτου επέστρεφε στην γη κατά την αρχαία απόφαση.

Κι όχι μόνον αυτό, αλλά κατέβηκε στον άδη ελευθερώνοντας από τα δεσμά τις ψυχές των εκεί φυλακισμένων αγίων και τις κατέταξε σε τόπο αναπαύσεως και ανεσπέτρου φωτός. Τα σώματά τους όμως δεν τα ανέστησε, αλλά τα άφησε στους τάφους μέχρι την κοινή ανάσταση.

Το μυστήριο λοιπόν αυτό που συντελέστηκε για όλο τον κόσμο με την ένσαρκη οικονομία του Χριστού, τούτο το ίδιο γινόταν και σε κάθε άγιο και γίνεται αδιαλείπτως μέχρι σήμερα σε κάθε πιστό...

Γιατί λαμβάνοντας το πνεύμα του Δεσπότη και Θεού μας συμμετέχουμε στην θεότητά του,τρώγοντας δε την πανάμωμο σάρκα του γινόμαστε αληθινά και εξ ολοκλήρου σύσσωμοιτου Χριστού και συγγενείς του, καθώς και αυτός ο θείος Παύλος βεβαιώνει: «Είμαστε οστούν από τα οστά του και σάρκα από την σάρκα του» (Εφεσίους 5:30).


Και αλλού: «από τον πλούτο της θεότητός του όλοι εμείς λάβαμε αλλεπάλληλες δωρεές»(κατά Ιωάννην 1:16 και Κολασσαείς 2:9). Έτσι γινόμαστε κατά χάριν όμοιοι με τον φιλάνθρωπο Θεό και Δεσπότη μας ανακαινισμένοι στην ψυχή, άφθαρτοι και αναστημένοι από νεκροί που ήμαστε.

Τότε βλέπουμε αυτόν που καταδέχτηκε να γίνει όμοιός μας και βλεπόμαστε απ’ αυτόν, που μας αξίωσε να γίνουμε όμοιοί του, όπως κάποιος βλέπει από μακριά το πρόσωπο του φίλου του και διαλέγεται μ’ αυτόν και συνομιλεί και ακούει την φωνή του.

Κατά τον ίδιο τρόπο και οι απ’ αιώνος άγιοι και οι παλαιοί και οι τωρινοί πνευματικά βλέποντες δεν βλέπουν σχήμα ή είδος ή ομοίωμα, αλλά φως ασχημάτιστο, επειδή και αυτοί είναι φως εκ του φωτός, δηλαδή του Αγίου Πνεύματος.

Όμως αν και φτάνουν σ’ αυτή την κατάσταση, τα σώματά τους δεν γίνονται αμέσως άφθαρτα και πνευματικά, αλλά όπως ακριβώς το σίδερο που πυρακτώνεται στην φωτιά παίρνει την λαμπρότητά της, όταν όμως απομακρυνθεί απ’ αυτήν γίνεται πάλι ψυχρό και μαύρο, έτσι ακριβώς και τα σώματα των αγίων:

Μετέχοντας και αυτά στο θείο πυρ, δηλαδή στην χάρη του Θεού, αγιάζονται, φλεγόμενα καθαρίζονται, γίνονται διαυγή και πολυτιμότερα από τα άλλα σώματα.

Αλλά όταν η ψυχή βγει από το σώμα, αμέσως και αυτά παραδίδονται στην φθορά και διαλύονται σιγά-σιγά.

Άλλα όμως διατηρούνται για πολλά χρόνια χωρίς να είναι ούτε εντελώς άφθαρτα ούτε πάλι τελείως φθαρτά, αλλά διασώζουν μέσα τους τα γνωρίσματα και της αφθαρσίας και της φθοράς, ώσπου να φτάσουν στην τέλεια αφθαρσία και να ανακαινιστούν την τελευταία και κοινή ανάσταση των νεκρών.

Για ποιό λόγο;

Διότι δεν έπρεπε να αναστηθούν και να αφθαρτωθούν τα ανθρώπινα σώματα, πριν από την ανακαίνιση των κτισμάτων...


αλλά όπως ακριβώς πρώτα πλάστηκε η φύση άφθαρτη και έπειτα ο άνθρωπος, έτσι πάλι πρώτα η κτίση πρέπει να μεταποιηθεί από την φθορά στην αφθαρσία και μετά μαζί μ’ αυτήν ν’ αλλάξουν και να ανακαινιστούν τα φθαρτά σώματα των ανθρώπων, ώστε ο άνθρωπος πνευματικός πια και αθάνατος να κατοικήσει σε τόπο άφθαρτο, αιώνιο και πνευματικό.

Και ότι αυτό είναι αλήθεια, άκουσε τον Απόστολο Πέτρο που το βεβαιώνει: «Θα έρθει η ημέρα του Κυρίου σαν κλέπτης την νύχτα και τότε οι ουρανοί θα διαλυθούν από την φωτιά και τα στοιχεία της φύσεως θα καούν και θα λυώσουν» (Β’ Πέτρου 3:10,12), όχι για να εξαφανιστούν, αλλά για να αναχωνευθούν και να αναστοιχειωθούν σε καλύτερη και αιώνια κατάσταση.

Από που γίνεται φανερό αυτό; Από τα λόγια που προσθέτει στην συνέχεια ο Απόστολος: «Καινούριους ουρανούς και καινούρια γη προσδοκούμε κατά την επαγγελία σου» (Β’ Πέτρου 3:13).

Τίνος την επαγγελία; Ασφαλώς του Χριστού πού είπε: «Ο ουρανός και η γη θα παρέλθουν, οι λόγοι μου όμως δεν θα παρέλθουν» (κατά Ματθαίον 24:35).

Παρέλευση του ουρανού εννοεί την αλλαγή του, γι’ αυτό λέει ότι αν και ο ουρανός θα αλλάξει, όμως οι δικοί του λόγοι θα μένουν αναλλοίωτοι και σταθεροί.

Αυτό προανήγγειλε και ο προφήτης Δαυίδ: «Σαν μανδύα θα τους τυλίξεις και θα αλλάξουν, εσύ όμως θα παραμείνεις ο ίδιος και τα έτη της ζωής σου δεν θα εκλείψουν» (Ψαλμοί, 101:27-28). Τι θα μπορούσε να γίνει σαφέστερο από αυτά τα λόγια; 
 
  '' Ἡ εἰς Χριστόν πίστις ὁ νέος ἐστί παράδεισος ''

Ἁγίου Συμεῶν τοῦ Νέου Θεολόγου. 

Πηγή: ''Πνεύματος κοινωνία''