† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2021

ΛΟΓΟΣ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΟΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΜΕΓΙΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥΣ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΓΑΒΡΙΗΛ (Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου)



Αν, αγαπητοί μου Πατέρες και αδελφοί, δινόταν σ’ εμένα τον ταπεινό το χάρισμα αυτό, το να αποκτήσω δηλαδή μία γλώσσα από εκείνες που έχουν οι Άγγελοι, όπως λέει ο Απόστολος του Χριστού Παύλος, «εάν τας γλώσσας των Αγγέλων λαλώ», θα ήταν βέβαιο και επόμενο, ότι με την αγγελική αυτή γλώσσα, θα μπορούσα να εγκωμιάσω όπως αξίζει, τον Μιχαήλ και τον Γαβριήλ, τους Αρχαγγέλους του Κυρίου διότι είναι φυσικό, κάθε όμοιο με το όμοιο μπορεί να επαινεθεί, και στους άλλους να παρουσιαστεί· αν είχα μια από τις πύρινες εκείνες και άυλες γλώσσες, που δόθηκαν στους ιερούς και θείους Αποστόλους, θα μπορούσα όπως αξίζει με υπερφυσικά εγκώμια να μιλήσω για τους πύρινους και άυλους Αρχιστράτηγους αν -έστω και λίγο- είχα καθαρή τη γλώσσα μου, όπως ο Ησαΐας, από εκείνη τη λαβίδα των Σεραφείμ, θα υπήρχε ελπίδα, να πω κάτι αντάξιο της μεγαλοπρέπειας των Ταξιαρχών.

Αλλ’ επειδή είμαι στερημένος από όλα αυτά τα καλά, και δεν έχω γλώσσα αγγελική, αλλά ανθρώπινη, όχι πύρινη, αλλά πήλινη, όχι άυλη, αλλά υλική, όχι καθαρή, αλλά ακάθαρτη, και κοντά σ’ αυτά, όχι ρητορική και μεθοδική, αλλά αμαθή και χωρίς μέθοδο, τί πρέπει να περιμένετε να ακούσετε; Κάτι λίγα και φτωχά για τους ιερούς Αρχαγγέλους. Παραλείποντας να εξετάσω ποια είναι η φύση των Αρχαγγέλων, πότε δημιουργήθηκαν, πώς και πού, και με ποιο τρόπο σκέφτονται και αντιλαμβάνονται, πώς μετακινούνται από τον ένα τόπο στον άλλο, και τα άλλα αγγελοπρεπή τους γνωρίσματα, για τα οποία οι Θεολόγοι διδάσκουν, και μάλιστα η φιλάγγελη και μεγαλόδοξη γλώσσα του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, θα αποδείξω σ’ αυτό το εγκώμιο, μόνο ότι ο θεϊκός Μιχαήλ, και ο ιερός Γαβριήλ, υπήρξαν οι ξεχωριστοί υπηρέτες των εξαιρετικών ενεργειών και έργων του Παντοδύναμου Θεού, και προσέξτε για να το καταλάβετε.


Δύο είναι κατά τους Θεολόγους, οι κυριότερες ενέργειες, και τα ξεχωριστά προσόντα και χαρακτηριστικά του αγίου Θεού· το ένα, η δικαιοσύνη, η οποία και απονομία και κρίση ονομάζεται, και το άλλο, η αγαθότητα, η οποία ονομάζεται χρηστότητα, ευσπλαχνία και έλεος για τα οποία λέει ο Δαυΐδ «Κύριε θα υμνήσω ενώπιόν σου την ευσπλαχνία και τη δικαιοσύνη σου»(Ψαλμ.100,1). Με τη δικαιοσύνη ο Θεός κρίνει και διαπαιδαγωγεί τους ανθρώπους όταν αμαρτάνουν, και δεν τηρούν τις εντολές Του· και με την αγαθότητα πάλιν, τους ελεεί και τους ευσπλαχνίζεται.


Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, είναι ο ξεχωριστός Άγγελος της δικαιοσύνης του Θεού, επειδή αυτόν βλέπουμε να χρησιμοποιεί ως υπηρέτη, στο να παιδαγωγεί μεν και να σωφρονίζει τους κακούς, να φυλάττει δε και να υπερασπίζεται τους καλούς· καθώς αυτό φαίνεται και σε πολλά άλλα μέρη της θείας Γραφής, και μάλιστα από το θάνατο που έδωσε ο Μιχαήλ, στα πρωτότοκα των Αιγυπτίων, διαφύλαξη δε και ζωή, στα πρωτότοκα των Εβραίων.


Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, φαίνεται να είναι ο ξεχωριστός Άγγελος της αγαθότητας και ευσπλαγχνίας του Θεού, επειδή αυτόν βλέπουμε να χρησιμοποιεί ως υπηρέτη, όταν πρόκειται να δείξει σε κάποιους την μεγάλη του ευσπλαγχνία και το έλεος. Αυτό φαίνεται σε πολλές περιπτώσεις, ιδιαίτερα δε από τις χαρμόσυνες ειδήσεις που έφερε στον κόσμο ο Γαβριήλ, για το μεγάλο έλεος της ελεύσεως του Χριστού.


Τρία είναι τα σπουδαιότερα και μεγαλύτερα έργα που έκανε ο Θεός. Πρώτον, η δημιουργία του νοητού κόσμου. Δεύτερον, η δημιουργία του αισθητού κόσμου, και τρίτον, η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου· και σ’ αυτά τα τρία, πρώτους και ξεχωριστούς υπηρέτες μεταχειρίζεται τον Μιχαήλ και τον Γαβριήλ.


Δημιουργεί πρώτον ο Θεός το νοητό κόσμο και τον φέρνει από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, δηλαδή τον φωτεινό λεγόμενο ουρανό, και τον γεμίζει με τόσα λαμπρότατα άστρα, δηλαδή από τα μυριάριθμα πλήθη των αΰλων Αγγέλων. Τον στολίζει από τις τρεις τριαδικές ιεραρχίες: των Θρόνων, Χερουβείμ, και Σεραφείμ· των Κυριοτήτων, Δυνάμεων, και Εξουσιών· των Αρχών, Αρχαγγέλων, και Αγγέ­λων· και πάνω σε όλα αυτά τα εννέα Τάγματα, τοποθετεί πρώτους ηγεμόνες και διδασκάλους, τον Μιχαήλ και τον Γαβριήλ· και ακούστε πώς και με ποιο τρόπο.


Ο Μιχαήλ, επειδή παρέμεινε ευγνωμονέστατος δούλος του Παντοκράτορα Θεού, έκανε νοητό πόλεμο στον ουρανό, με τον αποστάτη διάβολο και τους αγγέλους του, όταν υπερηφανεύθηκαν κατά του αληθινού Θεού, και τους γκρέμισε στα καταχθόνια της γης· όπως γράφει η ιερά Αποκάλυψη «Έγινε τότε πόλεμος στον ουρανό· από τη μια ο Μιχαήλ με τους αγγέλους του κι από την άλλη ο δράκοντας…. και ρίχτηκε ο δρά­κος ο μεγάλος, ο όφης ο αρχαίος, που λέγεται διάβολος και σατανάς, και παραπλανά ολόκληρη την οικουμένη, ρίχτηκε κάτω στη γη, και μαζί του έρριξαν και τους αγγέλους του»(πρβλ. Αποκ. 12. 7-9). Εξαιτίας του μεγάλου κατορθώματός του, ορίστηκε πρώτος στα εννέα Τάγματα των Αγ­γέλων και τους δίδαξε να έχουν προς τον Θεό ευγνωμοσύνη, υπακοή, ταπείνωση, και να είναι παντοτεινά και αχώριστα ενωμένοι με Αυτόν.


Στον δε Γαβριήλ, επειδή από όλους τους άλλους Αγγέλους, ο Θεός εμπιστεύθηκε μόνον σ’ αυτόν το μυστήριο της ενσάρκου οικονομίας, όπως λέει ο θείος Χρυσόστομος, -και μαζί με αυτόν οι υμνογράφοι του Ευαγγελισμού-, «σε σένα μόνο εμπιστεύομαι το Μυστήριο», και έγινε ο πρώτος και σπουδαιότερος υπηρέτης του, από την αρχή ως το τέλος· τοποθετήθηκε πρώτος ηγεμόνας και διδάσκαλος όλων των αγγελικών Ταγμάτων, ακόμα και αυτών των ανωτάτων Χερουβείμ και Σεραφείμ, και τους δίδαξε όλους τους απόκρυφους λόγους και γνώσεις, που κρύβονται μέσα στο βάθος αυτού του μυστηρίου.


Και αν ο Παύλος λέει, ότι διά μέσου της Εκκλησί­ας έγινε γνωστή στις Αρχές και τις Εξουσίες που βρίσκονται στα επουράνια, η πολύπλευρη σοφία του Θεού (βλ. Εφ. 3, 10), αυτό πρέπει να ερμηνεύεται ότι έγινε με την μεσιτεία του θείου Γαβριήλ, ο οποίος όταν έμαθε από τον ίδιο τον σαρκωθέντα Λόγο, και από το Άγιο Πνεύμα που είναι μαζί του, αυτή την πολύπλευρη σοφία, -η οποία είναι κατά τον Γρηγόριο Νύσσης, το να νικήσει ο Θεός τα αντίθετα με τα αντίθετα: την υπερηφάνεια με την ταπείνωση, τη δόξα με την ατιμία, τη δύναμη με την ασθένεια, τη σοφία με την ανοησία-, και έτσι μετέδωσε αυτή την πολύπλευρη σοφία, και σε όλες τις τάξεις των Αγγέλων, χωρίς να φθονήσει, λέγοντας σ’ αυτές το λόγο του Σολομώντος: «με αγνότητα και καθαρούς σκοπούς έμαθα τη σοφία, και χωρίς φθόνο την μεταδίδω…»(Σοφ. Σολ. 7,13).


Ότι δε ο Γαβριήλ είναι πρώτος στα εννέα Τάγματα, και απ’ αυτό είναι φανερό: είναι κοινή αντίληψη της Εκκλησίας και μάλιστα και του Αββά Ισαάκ, ότι από τον Χριστό, που βρίσκεται, σύμφωνα με τον Παύλο, πάνω από κάθε αρχή και εξουσία και δύναμη, και κάθε όνο­μα του μέλλοντα αιώνα, δέχονται κάθε φωτισμό όλες οι τά­ξεις των Αγγέλων (βλ. Φιλ. 2,9-11). Ομοίως γνωρίζουμε, ότι από την Θεοτόκο, που είναι ασυγκρίτως ανώτερη των Σεραφείμ, φωτίζονται όλες οι Αγγελικές τάξεις, όπως λέει ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, στον πρώτο λόγο στα Εισόδια και το λόγο του στην Κοίμηση.


Επειδή δε πιο κοντά στον Χριστό και την Θεοτό­κο, δεν είναι άλλος από τον Γαβριήλ, συμπεραίνεται ότι μέσω αυτού φωτίζονται όλες οι τάξεις των Αγγέλων. Άνκαι ο θείος Διονύσιος λέει ότι πρώτη τάξη είναι των Θρόνων, και όγδοη των Αρχαγγέλων, αυτό αναφέρεται προ της ενανθρωπήσεως· διότι μετά την ενανθρώπηση αντιστράφηκε η τάξη, σύμφωνα με τον Άγιον Ισαάκ, και οι πρώτοι έγιναν τελευταίοι και οι τελευταίοι πρώτοι.


Και έτσι, και οι δύο Αρχάγγελοι, ο Μιχαήλ και ο Γαβριήλ, με αυτό το ιερό και τελειοποιητικό μάθημα της αγίας ταπεινώσεως που παρέδωσαν σε όλους τους Αγγέλους, τους τελειοποίησαν, και τους έκαναν να είναι όχι μόνον δυσκίνητοι στο κακό, όπως ήσαν πριν, όπως αναφέρει ο Θεολόγος Γρηγόριος, αλλά και εντελώς ακίνητοι στην κακία και άτρεπτοι, όπως λέει ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος και ο ιερός Νικήτας, και ο σχολιαστής Γρηγορίου του Θεολό­γου.


Δημιουργεί δεύτερον ο Θεός σε έξι ημέρες, τον αισθητό κόσμο. Στολίζει τον ουρανό με τα πολυποίκιλα άστρα και τους ήλιους· καλλωπίζει τη γη με τα διάφορα φυτά και ζώα· γεμίζει τον αέρα από τα γλυκύτα­τα κελαδήματα των πουλιών. Τελευταίο, δημιουργεί τον άνθρωπο, και το τοποθετεί στον Παράδεισο και του δίνει εντολή να φυλάξει τη σε όλους γνωστή θεία εντολή του. Αλλ’ αλλοίμονο, ο άνθρωπος, γίνεται παραβάτης της εντολής, και εξορίζεται από τον Παράδεισο της τρυφής, σ’ αυτήν τη γεμάτη πολλά δάκρυα γη. Και εδώ πάλιν χρησιμοποιεί ο Θεός τον Μιχαήλ και τον Γαβριήλ, εξαιρετικούς υπηρέτες της προνοίας και κρίσεως που έδειξε στον άνθρωπο, στο διάστημα των πεντέμισυ χιλιάδων χρό­νων.


Γι’ αυτό, ο μεν θείος Μιχαήλ, αμέσως μόλις εξορίσθηκε ο Αδάμ, συμπόνεσε τη συμφορά του, και τον δίδαξε -επειδή δεν ήξερε- πώς να καλλιεργεί τη γη, πώς να σπέρνει, πώς να θεριζει και γενικά πώς να φροντίζει τη γεμάτη κόπους ζωή του, από τροφή μέχρι ενδύματα, όπως είναι γνώμη μερικών ιεροδιδασκάλων της Εκκλησίας.


Αυτός ο ίδιος Μιχαήλ δεν σταμάτησε να φροντίζει και να διαφυλάττει όλους τους πριν από το Νόμο Προπάτορες· τον Σηθ, τον Ενώς, τον Ενώχ, τον Νώε, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ, και τους δώδεκα Πατριάρχες· άλλοτε μεν, οδηγώντας τους στην επίγνωση του μόνου αληθινού Θεού· άλλοτε δε, παιδεύοντας και τιμωρώντας όλους εκείνους, οι οποίοι ήσαν αντίθετοί του. Αυτός ήταν ο παι­δαγωγός και καθοδηγητής όλου του Ισραηλιτικού λαού, προπορευόμενος και συμπορευόμενος με αυτόν, νικώντας τα αλλόφυλα εθνη που τον πολεμούσαν, και οδηγώντας τους στη γη της επαγγελίας.


Και εδώ αξίζει να θαυμάσουμε την μεγαλειότητα του θείου Μιχαήλ. Διότι τα μεν έθνη τα διαμοιράσθηκαν οι Άγγελοι, και πρόσεχε ο ένας το ένα έθνος και ο άλλος το άλλο. Τον δε Ισραηλιτικό λαό δεν τον ανέλαβε Άγγελος, αλλά ο ίδιος ο Θεός, όπως λέει ο Μωϋσής στην ωδή του: «Έθεσε όρια στα έθνη σύμφωνα με τον αριθμό των αγγέλων του Θεού. Και το μερίδιο του Κυρίου ήταν ο λαός του ο Ιακώβ»(Δευτ. 32, 8-9). Και όμως Αυτός πάλιν ο Θεός, λέει πολλές φορές στον Μωυσή ότι αντί για τον εαυτό του θα ορίσει επιστάτη στον Ισραήλ τον Άγγελό Του, δηλαδή τον θείο Μιχαήλ, όπως ερμηνεύουν οι διδάσκαλοι· γι’ αυτό και ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος λέει, ότι η θεολογία ονομάζει τον Μιχαήλ, αρχηγό του Ιουδαϊκού λαού.


Βλέπετε προ­νόμια; Βλέπετε ότι ο Μιχαήλ ήταν αντί του Θεού στους Ιουδαίους; Βλέπετε ότι αυτός ο Μιχαήλ υπήρξε ο αόρατος μεσίτης και διάκονος, διά μέσου του οποίου έδωσε ο Θεός το νόμο στον Μωυσή στο όρος Σινά; Διότι αν ο νόμος δόθηκε από τους άλλους αγγέλους, όπως λέει ο Παύλος, «αν ο λόγος που δόθηκε άλλοτε μέσω αγγέλων»(Εβρ. 2,2) και πάλιν «τότε γιατί δόθηκε ο νόμος;… δοθηκε με τη μεσολάβηση αγγέλων με το χέρι ενός μεσίτη»(Γαλ. 3,19), πολύ περισσότερο δόθηκε από τον Αρχάγγελό τους Μιχαήλ;


Ο δε θείος Γαβριήλ ήταν και αυτός παρών, άλλοτε μεν να φέρνει τα χαροποιά μηνύματα της γεννήσεως σε πολλές στείρες γυναίκες, προ νόμου και μετά νόμο, άλλοτε δε να ερμηνεύει στους Προφήτες, τις αποκαλύψεις και τα οράματα που έβλεπαν, και με όλα αυτά να τους οδηγεί στην πίστη προς το Μεσσία που θα ερχόταν. Στην θεία Γραφή αναφέρεται ονομαστικά ο Γαβριήλ, να αποκαλύπτει καθαρά στον Προφήτη Δανιήλ, όχι μόνον πως θα γεννηθεί και θα σταυρωθεί ο Χριστός, αλλά και σε πόσα χρόνια πρόκειται αυτά να συμβούν.


Μαζί και οι δύο Αρχάγγελοι εμφανίζονται ενωμένοι στην προφητεία του Δανιήλ που διαβάστηκε στον εσπερινό της εορτής, η οποία λέει: Ο Δανιήλ νήστεψε εικοσιμία ημέρες στη Βαβυλώνα, και παρακαλούσε τον Θεό για να ελευθερώσει τους Εβραίους από τη δουλεία των ειδωλολατρών, δηλαδή των Περσών και Βαβυλωνίων. Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ πρόσφερε τη δέηση του Δανιήλ στον Θεό. Ο δε Άγγελος που ήταν υπεύθυνος σ’ εκείνους τους ειδωλολάτρες, αντιστεκόταν και εμπόδιζε την ελευθερία των Εβραίων· -όχι με κακό σκοπό, αλλά πολλοί από τους ειδωλολάτρες συναναστρεφόμενοι με τους Εβραίους, πίστεψαν στον αληθινό Θεό, όπως ερμηνεύει ο Ιερώνυμος· ίσως δε εμπόδιζε, και επειδή δεν του αποκαλύφθηκε από τον Θεό η ελευθερία των Εβραίων – αλλ΄ ο αρχάγγελος Μιχαήλ ήλθε και βοήθησε τον Γαβριήλ, και έτσι από τους δύο Αρχαγγέλους ελευθερώθηκαν οι Ιουδαίοι.


Επιτέλους ήλθε ο κατάλληλος καιρός, που θα ερχόταν στον κόσμο ο Υιός του Θεού, για να πραγματοποιήσει το μεγάλο και εξαιρετικό έργο της σωτηρίας των ανθρώ­πων. Και σ’ αυτό πάλιν χρησιμοποιεί τους ξεχωριστούς υπηρέτες Του, τους δύο Αρχαγγέλους· με αυτή όμως τη διαφορά: οτι ο Γαβριήλ γίνεται πρώτος, και ο Μιχαήλ δεύτε­ρος· διότι έπρεπε ο Γαβριήλ, που το όνομά του σημαίνει, κατά τον Άγιον Πρόκλο, «Θεός και άνθρω­πος», να γίνει και πρώτος υπηρέτης του Θεανθρώπου Λόγου. Γι’ αυτό και μόνο στον θεοειδέστατο Γαβριήλ, αποκαλύπτεται αυτό το μυστήριο, όπως είπαμε. Αυτός αποστέλλεται προς την Παντοβασίλισσα και Αειπάρθενο Μαριάμ, και της μεταφέρει τη χαρμόσυνη αγγελία, απευθύνοντας σ’ αυτήν τον κοσμοσωτήριο χαιρετισμό, το «Χαίρε Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου»(Λουκ. 1,28).


Αυτός ο ίδιος Γαβριήλ, αναγγέλλει στους ποιμένες τα χαρμόσυνα Γενέθλια του σαρκωθέντος Δεσπότου (βλ. Λουκ. 2,9), οδηγεί με αστέρι τους μάγους (βλ. Ματθ. 2, 2-9) ειδοποιεί με όνειρο τον Ιωσήφ να φύγει στην Αίγυπτο, και από εκεί πάλιν να επιστρέψει στη γη Ισραήλ(βλ. Ματθ. 2. 13,19), ανακοινώνει στις Μυροφόρες το χαρούμενο μήνυμα της Αναστάσεως του Σωτήρος (βλ. Ματθ. 28, 5) · και κατά την Ανάληψη αφού ήλθε από τους ουρανούς προλέ­γει στους Αποστόλους τη δεύτερη έλευση του αναληφθέντος Χριστού ( βλ. Πραξ. 1, 10-11).



Μερικοί πιστεύουν ότι ο θείος Μιχαήλ, ήταν ο Άγγελος ο οποίος ενίσχυσε και ενδυνάμωσε τον Ιησούν που αγωνιούσε για το Πάθος, όπως λέει ο ιερός Λουκάς· «φανερώθηκε τότε σ’ αυτόν άγγελος από τον ουρανό και τον ενίσχυε»(Λουκ. 22, 43), συμπεραίνον­τας αυτό από την ονομασία του, επειδή Μιχαήλ σημαίνει «δύναμη Θεού»· δύναμη δε και ισχύς το ίδιο είναι. Αυτός με τον Γαβριήλ ανακοίνωσε τη χαρούμενη είδηση της Αναστάσεως στις Μυροφόρες, όπως γράφει ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στον Κανόνα των Αρχαγγέλων. Αυτός με τον Γαβριήλ προείπε στους Μαθητές την έλευση του αναληφθέν­τος Χριστού (βλ. Πραξ. 1, 10-11). Αυτός, λένε, ότι ελευθέρωσε τον Απόστολο Πετρο από τη φυλακή (βλ. Πραξ. 12, 7), και ότι τιμώρησε τον Ηρώδη με ασθένεια, και γέμισε σκουλήκια και πέθανε ( βλ. Πραξ.12, 23). Με αυτά, που ανέφερα, σας απέδειξα ότι ο Μιχαήλ και ο Γαβρι­ήλ ήσαν οι δύο σπουδαίοι υπηρέτες των μεγάλων ενεργειών και έργων του Θεού.


Ο Μιχαήλ και ο Γαβριήλ λοιπόν, είναι οι δύο φωτεινότατοι οφθαλμοί του Θεού που όλα τα βλέπει, με τους οποίους βλέπει και φωτίζει όλον τον ορατό και αόρατο κόσμο. Μιχαήλ και Γαβριήλ, είναι τα δύο παντοδύναμα χέρια του Παντοκράτορα, με τα οποία διοικεί τα πάντα, ουράνια και επίγεια. Μιχαήλ και Γαβριήλ, είναι τα δύο ταχύτατα και με χιλιάδες φτερά πόδια του πανταχού παρόντος Κυρίου, με τα οποία γυρίζει και παρακολουθεί όχι μόνον όλη την οικουμένη, αλλά και αυτές ακόμη τις άυλες ψυχές των ανθρώπων, μέχρι και αυτά τα σκοτεινά βάθη του ωκεανού. Γι’ αυτό, τη μια στιγμή τους βλέπεις να βρίσκονται στο ένα άκρο του κόσμου, και την άλλη στιγμή στο άλλο. Τώρα να θαυματουργούν στην στεριά, και σε λίγο να αρπάζουν από τα βάθη του ωκεανού τους ναυαγούς.


Μιχαήλ, ο Άγγελος του θείου φόβου· Γαβριήλ, ο Άγγε­λος της θείας χαράς. Μιχαήλ, το παιδευτικό χέρι του Δικαίου. Γαβριήλ, το χέρι του ελέους του Φιλάνθρωπου. Μιχαήλ, ο επί των δυνάμεων· Γαβριήλ, ο εξ απορρήτων. Μιχαήλ, το αυστηρό μάτι του Κριτού· Γαβριήλ, το ήμερο βλέμμα του Προνοητή. Μιχαήλ, οι φοβερές φωνές, οι βροντές, οι αστραπές και οι σάλπιγγες της καθόδου του Θεού στο όρος Σινά· Γαβριήλ, η γαλήνια αύρα, οι ήμεροι χαιρετισμοί, τα ευχάριστα φώτα, και οι απαλές σταγόνες της καθόδου του Θεού Λόγου, στην κοιλία της Μαριάμ. Μιχαήλ, ο σπουδαίος διάκονος του Παλαιού Νόμου. Γαβριήλ, ο εκλεκτός υπηρέτης της νέας Χάριτος του Ευαγγελίου.


Ο Μιχαήλ είχε σκοπό την “εισαγωγική πράξη”, επειδή υπηρετεί στο Νόμο, ο οποίος σύμφωνα με τον Παύλο, «έγινε σε μας παιδαγωγός που μας οδηγούσε στον Χριστό»(βλ. Γαλ. 3,24). Ο Γαβριήλ είχε σκοπό την “τελειωτική θεωρία”, επειδή υπηρέτησε στο μυστήριο του Χριστού, ο οποίος ήταν ο σκοπός του Νόμου και το συμπέρασμα (βλ. Ρωμ. 10,4). Ο Μιχαήλ ήταν αρχή, και ο Γαβριήλ τέλος. Ο Μιχαήλ προπαιδευτής, και ο Γαβριήλ τελειωτής. Ο Μιχαήλ άλφα, και ο Γαβριήλ ωμέγα.


Αλλά δεν ήταν αντίθετοι ή ασύμφωνοι μεταξύ τους, μη γένοιτο· αλλά ούτε η πράξη είναι χωρίς την θεωρία, ούτε η θεωρία χωρίς την πράξη, κατά τους Πατέρες· έτσι ούτε ο Μιχαήλ είναι χωρίς τον Γαβριήλ, ούτε ο Γαβριήλ χωρίς τον Μιχαήλ. Καθώς ο Νόμος περιέχεται στο Ευαγγέλιο, και το Ευαγγέλιο στο Νόμο, έτσι, στον Μιχαήλ βρίσκεται ο Γαβριήλ, και στον Γαβριήλ βρί­σκεται ο Μιχαήλ και ο ένας με τον άλλον είναι ενωμένοι περισσότερο, από ότι είναι η ψυχή με το σώμα. Γι’ αυτό, όπου είναι ο Μιχαήλ, εκεί και ο Γαβριήλ και όπου είναι ο Γαβριήλ εκεί και ο Μιχαήλ.


Πάντοτε και παντού οι δύο είναι αχώριστοι· αχώριστοι στον Ουρανό, αχώριστοι στην Παλαιά Διαθήκη, αχώριστοι στη Νέα. Και στις θαυματουργίες αχώριστοι. Και αν ο Μιχαήλ τιμωρεί τους κακούς, τους τιμωρεί προς σωφρονισμό, για να φοβούνται τη δύναμη και μεγαλειότητα του Θεού, και να μην την περιφρονούν από την πολλή αγαθότητα. Και αν ο Γαβριήλ πάλιν τους ευσπλαγχνιζεται, το κάνει για να ελπίζουν, και να μη απελπίζονται από τον πολύ φόβο. Και οι δύο ένα σκοπό έχουν: τη σωτηρία των ανθρώπων και το να εκπληρώσουν το πανάγαθο θέλημα του Θεού, επειδή είναι οι αγαθοί του Άγγελοι.


Δεν είναι ανάμεσα στους δύο Αρχαγγέλους κανένας πρώτος· όχι! Επειδή η υπερβολική αγάπη που έχουν, τους αναγκάζει να υποχωρεί ο ένας μπροστά στον άλλο και να θεωρεί τον εαυτό του δεύτερο. Δεν υπάρχει όμως ανάμεσά τους δεύτερος, επειδή η ίση Αρχαγγελική αξία που έχουν, τους θέλει να είναι ο καθένας πρώτος. Ώστε και οι δύο είναι και οι πρώτοι, και οι δύο είναι και οι δεύτεροι. Και ποιοι άλλοι είναι οι δύο λαμπρότατοι ήλιοι, με τους οποίους στόλισε ο Θεός το λαμπερό ουρανό των Αγγέλων, ίσοι στο μέγεθος, ίσοι στην αξία, ίσοι στη λαμπρότητα, ίσοι στην ταχύτητα, παρά οι δύο Αρχάγγελοι;


Ποιοι άλλοι είναι οι δύο ουράνιοι πόλοι, ο αρκτικός, και ο ανταρκτικός, ο βόρειος και ο νότιος, πάνω στους οποίους περιστρέφει ο Θεός το νοητό της Εκκλησίας στερέωμα, παρά οι δύο Αρχάγγελοι; Ποιοι άλλοι είναι οι δύο εκείνοι σπουδαίοι στύλοι, τους οποίους τοποθέτησε ο Σολομών μπροστά στο ναό του Κυρίου, («καί Σολομών εποίησε δύο στύλους έμπροσ­θεν του οίκου»-πρβλ. Β΄Παραλ. 3,15), παρά οι δύο Αρχάγγελοι, τους οποίους τοποθέτησε ο ειρηνικός «Σολομών» Χριστός, μπροστά στον άνω και κάτω κόσμο, για να τους βλέπουν όλοι όσοι μπαίνουν και να θαυμάζουν την μεγαλειότητά τους, και να επικαλούνται τη βοήθειά τους; Επειδή την έχουμε πολλή ανάγκη, όρισε η Εκκλησία να τελείται η Σύναξη των Αρχαγγέλων κάθε Δευτέρα.


Αν κατά τους Θεολόγους, οι Θρόνοι κρίνουν, τα Σεραφείμ μας θερμαίνουν, τα Χερουβείμ μας σοφίζουν, οι Κυριότητες παρακαλούν, οι Δυνάμεις ενεργούν, οι Εξουσίες διατηρούν, οι Αρχές διοικούν τα έθνη, οι Αρχάγγελοι ρυθμίζουν τα της πίστε­ως, και οι Άγγελοι συμπαραστέκονται, όμως ο Μιχα­ήλ και ο Γαβριήλ, ως Ταξιάρχες όλων περισσότερο μας κρίνουν, μας θερμαίνουν, και μας σοφίζουν, περισσότερο μας παρακαλούν, μας βοηθούν, μας διατηρούν, περισσότερο διοικούν τα έθνη, ρυθμίζουν την πίστη, και μας συμπαραστέκονται. Και αν κατά τον Άγιο Νικήτα, οι ανώτερες τρεις τάξεις των Αγγέλων, δοξολογούν συνεχώς την Αγία Τριάδα, με τον ύμνο Γελ, Γελ, που σημαίνει «ανακυκλισμός», (και «ανακάλυψη» κατά τον Διονύσιο που γνωρίζει τα μυστήρια), και οι μεσαίες τρεις τάξεις, με το Άγιος, Άγιος, Άγιος, και οι τελευταίες τρεις τάξεις με το Αλλη­λούια, αλλά αυτής της ακατάπαυστης δοξολογίας, προ­εξάρχοντες και συμμελωδοί, και συνθεολογούντες είναι ο Μιχαήλ και ο Γαβριήλ.


Αληθινά απορώ, αδελφοί, και δεν ξέρω τι να πω για τους θαυμαστούς Αρχαγγέλους! Βλέπω στην εικόνα τον θειότατο Μιχαήλ, με μορφή που προκαλεί φόβο, με όψη αστραπόμορφη, στα χέρια του να κρατά σπαθί, και από το φόβο μου, καθηλώνεται, κατά τον Προφήτη, το σώμα μου (Ψαλμ. 118,120) αφήνω τον κόσμο, και σκέφτομαι την ώρα του θανάτου μου. Βλέπω και τον θείο Γαβριήλ, με ήρεμη μορφή, χαρούμενο στην όψη, γαλήνιο σ’ όλα τα μέλη, και αμέσως λησμονώ τον θάνατο, λησμονώ το φόβο, και γεμίζω χαρά και αγαλλίαση. Φέρνω στο νου μου από το ένα μέρος τα φοβερά και θαυμαστά έργα του Μιχαήλ, εδώ να θερίζει με το σπαθί του χιλιάδες ανθρώπους, εκεί να παίρνει χωρίς έλεος τις ψυχές των αμαρτωλών, και γεμίζω φόβο, και τρέμω τη δίκαιη κρίση του Θεού, και σχεδόν έρχομαι σε απόγνωση.


Από το άλλο μέρος σκέφτομαι και τα κοσμοχαρμόσυνα ευαγγέλια του ωραιότατου Γαβριήλ, γεμίζω από ελπίδα, και φέρνω στο νού μου τη φιλανθρωπία του Κριτού, και σχεδόν νομίζω ότι είμαι μέσα στη Βασιλεία των Ουρα­νών. Βλέπω και τους δύο Αρχαγγέλους μαζί, και μου φαίνεται ότι βλέπω τις δύο εκείνες στήλες που ξεκινούσαν από τον ουρανό, που οδηγούσαν τους Ισραηλίτες στην κάτω Ιερουσαλήμ· τον Μιχαήλ, σαν την πύρινη στήλη και τον Γαβριήλ, σαν τη στήλη της νεφέλης, οι οποίες οδηγούν τους Χριστιανούς στην άνω Ιερουσα­λήμ, την επουράνια Πόλη.


Γιατί όμως να πολυλογώ, αδελφοί; Θέλετε να σας πω για τους Αρχαγγέλους μια μεγάλη και σπουδαία σκέψη; Οι δύο Αρχάγγελοι συμβολίζουν τις δύο φύσεις του Χριστού, την Θεία και την ανθρώπινη. Ο Μιχαήλ συμβολίζει την Θεία φύση, επειδή την υπερα­σπίστηκε, και ο Γαβριήλ την ανθρώπινη, επειδή υπήρξε υπηρέτης και ευαγγελιστής της. Να πω ακόμη και κάτι μεγαλύτερο; Ο Μιχαήλ και ο Γαβριήλ έχουν ομοιότητα με τον ενυπόστατο Υιό και Λόγο του Πατρός, και με το Πανάγιο Πνεύμα Του.


Ο Μιχαήλ μοιάζει τρόπον τινά με τον ενυπόστατο Λόγο, επειδή όπως με Αυτόν ο Πα­τήρ διέκρινε και διαχώρισε όλα τα δημιουργήματα, και έδωσε στο καθένα το είδος και την εικόνα που του ταίριαζε, έτσι και με τον θείο Μιχαήλ, που είναι άγγελος της δικαι­οσύνης, ξεχώρισε τους καλούς από τους κακούς, τόσον αγ­γέλους, όσον και ανθρώπους, και απέδωσε στον καθένα το δίκαιο που του ταίριαζε, ο δε Γαβριήλ μοιάζει με το Άγιο Πνεύμα, γιατί όπως ο Πατέρας με Αυτό ολοκλήρωσε τη δημιουργία του κόσμου, έτσι με τις χαρμόσυνες ειδήσεις του Γαβριήλ, ολοκλήρωσε την ανάπλαση του κόσμου. Ω δόξες! ω λαμπρότητες, ω μεγαλεία των Αρχαγγέλων!


Δεν σε φοβόμαστε, λοιπόν, Διάβολε· όχι, δεν σε φοβόμαστε. Δεν δειλιάζουμε πλέον σε όσα κακά σκέφτεσαι εναντίον μας. Δεν αφήνουμε να μπουν στο νου μας οι προσβολές των λογισμών της λύπης. Περιφρονούμε σαν παιδικά βέλη τις σαΐτες και τα τόξα σου, γιατί έχουμε, έχουμε βοηθούς και άγρυπνους φύλακές μας τους δύο μέγιστους Αρχαγγέ­λους. Έχουμε τον ηλιόμορφο Μιχαήλ, ο οποίος σε γκρέμισε από τους ουρανούς στα καταχθόνια· έχουμε τον ιεροπρεπέστατο Γαβριήλ, ο οποίος με τις χαρμόσυνες ειδήσεις, διέλυσε ως αράχνη την πρώτη λύπη και κατάρα που προξένησες στο γένος μας.


Έμαθες, αφού δοκίμασες, αρχέκακε δράκοντα, πόσο πολύ αδύναμος είσαι μπροστά στον πολύ δυνατό Αρχιστράτηγό μας Μιχαήλ, όταν σαν ένα σκυλάκι ή ζωύφιο, σε απομάκρυνε από το νεκρό σώμα του Μωυσέως, λέγοντάς σου μόνον «ο Κύριος να σε κατακρίνει»(Ιουδ. 9). Αυτός και τώρα μαζί με το συναρχιστράτηγό του Γαβριήλ, θα σε κατακρίνει, και θα σε απομακρύνει από εμάς, οι οποίοι επικαλούμαστε πάντοτε το όνομά τους. Όπου δε αναφερθεί το όνομά τους, από εκεί διώχνεται και καταργείται η δύναμή σου, διότι έτσι αποφάσισε ο Θεός στον Ιώβ, να θεωρείσαι ως ένα μηδενικό από τους Αγγέλους Του, λέγοντας για σένα «δεν υπάρχει θηρίο πάνω στη γη όμοιο με αυτό ώστε μόνον από τους αγγέλους μου να εμπαίζεται»(Ιώβ 41,25).


Εάν όμως επιθυμούμε, πατέρες και αδελφοί, να παραμένουν αχώριστοι από εμάς οι Αρχάγγελοι, πρέπει όσο μπορούμε να απέχουμε από κάθε κακία, επειδή λέει ο Μέγας Βασίλειος, ότι, όπως ο καπνός διώχνει τις μέλισ­σες, έτσι και η πολλών δακρύων άξια αμαρτία, απομακρύνει από εμάς τους αγαθούς Αγγέλους. Μαζί με το όνομα του Μιχα­ήλ, ας θυμόμαστε την ώρα του θανάτου, τη φοβερή κρίση και την κόλαση και μαζί με το όνομα του Γαβριήλ, ας θυμόμαστε τη χαρά και απόλαυση της Βασιλείας των Ουρανών.


Αλλ’ ω υπερένδοξοι Μιχαήλ και Γαβριήλ, τα γλυκύτα­τα πράγματα και ονόματα σε όλους τους Αγγέλους και ανθρώπους· οι Άγγελοι της δικαιοσύνης και της αγαθότητας του Θεού· οι σπουδαίοι υπηρέτες των μεγάλων έργων του Θεού· οι δύο αργυροχρυσοπτέρυγοι αετοί· οι δύο μέγιστοι Αρχιστράτηγοι της ζωαρχικής Τριάδος· σεις που με βλέμμα σταθερό βλέπετε το άκτιστο φως της Τρισηλίου θεότητας· οι δύο άρχοντες και πρωτοσύμβουλοι του Βασιλέως των βασιλέων και Κυρίου των κυρίων· οι άμεσοι σωματοφύλακες του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού· ζεύγος Αρχαγγελικό και αγαπημένο, δυάδα κοσμοπόθητη και απ’ όλους επιθυμητή· όλων των Αγγέλων το στολίδι· των Χριστιανών τα καυχήματα· κατ’ εξοχήν δε και ιδιαίτερως, οδηγοί και υπερασπιστές του Μοναχικού τάγματος, αυτών που μιμούνται, όσο μπορούν, την Αγγελική σας ζωή!


Δεχθείτε αυτό το εγκώμιο, που σας προσφέρουμε όλοι εμείς που συναθροισθήκαμε σήμερα για να δοξολογήσουμε τον Παντοκράτορα και φιλάνθρωπο Θεό, και στην μνήμη της ιερής σας Συνάξεως. Δεχθείτε το ως δώρο και ελάχιστο δείγμα ευχαριστίας, γι’ αυτά που καθημερινά ευεργετείτε εμάς τους ευτελείς, που μας προστατεύετε, και διασώζετε από κάθε κακό με πολλούς τρόπους. Ταπεινά σας παρακαλούμε, να μη λείψει από εμάς η πατρική σας πρόνοια, αλλά ως συμπαθέστατοι και σπλαχνικότατοι, να μας πλησιάζετε πάντοτε και να μας περιφρουρείτε, για να μας γεμίζετε από άγιες θεωρίες και πνευματικές έννοιες ώστε να φεύγουν από εμάς, εξαιτίας της παρουσίας σας, όλοι οι πονηροί και αισχροί λογισμοί, και όλοι οι αόρατοι και ορατοί εχθροί που μας πειράζουν, επειδή τέτοιες ευεργεσίες προξενείτε, όπου και αν πλησιάσετε.


Διότι λέει ο Άγιος Μάρκος ο Ασκη­τής: «όταν οι Άγιοι Άγγελοι μας πλησιάσουν, μας γεμίζουν με θεωρία πνευματική». Το ίδιο λέει και ο Αββάς Ισαάκ· «όταν οι Άγιοι Άγγελοι σε πλησιάζουν και σε περιφρουρούν, φεύγουν μακρυά όλοι όσοι σας προξενούν πειρασμούς». Και επειδή οι θεολογούντες λένε, ότι έξι δωρεές χαρίζουν οι Άγγελοι στους ανθρώπους στην παρούσα ζωή, μη ξεχνάτε, θείοι Αρχάγγελοι, από του να μας τις χαρίζετε, οι οποίες είναι αυτές. Πρώτον το να απομακρύνετε από τα σώματα και τις ψυχές μας, όλες εκείνες τις εσωτερικές και εξωτερικές βλάβες που μπορούν να μας συμβούν.


Δεύτερον το να μας παρακινείτε πάντοτε στα καλά, φωτίζοντας μεν το νου μας με τις θείες ελλάμψεις, γλυκαίνοντας δε τη θέληση και την καρδιά μας με τις θείες ευλογίες. Τρίτον το να εμποδίζετε τις επιθέσεις και επιβουλές των δαιμόνων από εμάς. Τέταρτον το να προσφέρετε τις προσευχές μας στον Θεό, όπως ο Άγγε­λος Ραφαήλ πρόσφερε την προσευχή του Τωβίτ, και οι άγγελοι της Αποκαλύψεως τις προσευχές των Αγίων. Πέμπτον το να πρεσβεύετε πάντοτε για μας στον Θεό. Και έκτο να μας παιδεύετε πατρικά μερικές φορές, όταν ατακτούμε, όχι για εκδίκηση, όπως μας παιδεύουν οι πονηροί δαίμονες, αλλά για διόρθωση και σωφρονισμό και διότι αυτό θεωρείτε ευλογία σ’ εμάς.


Και πάλιν παρακαλούμε, ακούστε τη δέησή μας, φιλανθρωπότατοι του Θεού Αρχιστράτηγοι, και σταματείστε, με τις συνεχείς πρεσβείες σας την αγανάκτηση του Θεού εναντίον μας, πείθοντάς τον να παράβλεψει ως Πολυέλεος όλα τα πταίσματά μας, όσα με πράξεις, ή λόγια, ή με τη διάνοια καθημερινά Τον παραπικραίνουμε. Ναι, είμαστε αμαρτωλοί, -το ομολογούμε-, και παραβάτες των αγίων Του εντολών αλλά εκτός απ’ Αυτόν, άλλο Θεό δεν γνωρίζουμε. Αξιώστε μας, ω παρθένοι, και προστάτες των παρθένων Αρχάγγελοι, να ζούμε με σωφροσύνη και παρθενία, όπως υποσχεθήκαμε όταν φορέσαμε το Αγγελικό Σχήμα.


Να είστε προστάτες και άγρυπνοι φύλακες, και δικοί μας και όλων αυτών που εορτάζουν την παναγία σας Σύναξη. Και όσο ζούμε να απομακρύνετε από εμάς τα σκάνδαλα, όπως είπαμε, και τις πονηρίες και πειρασμούς όλων των ορατών και αοράτων εχθρών· κατά την ώρα δε του θανάτου, να βοηθήσετε εμάς τους αμαρτωλούς, ο ένας από τα δεξιά, και ο άλλος από τα αριστερά, σκεπάζοντάς μας με τα χρυσά φτερά σας, για να μη δει η ψυχή μας τη ζοφερή όψη των πονηρών δαιμόνων και έτσι αφού μας παραλάβετε, να μας οδηγήσετε στις αιώνιες και φωτεινές σκηνές της Βασιλείας των Ουρανών, για να δοξολογούμε μαζί σας την μία Τριαδική Θεότητα, στην οποία ανήκει δόξα, τιμή και προσκύνηση, στους αιώνες των αιώνων Αμήν.

Πηγή: Περιοδικό «ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ», Ι. Μ. Ξηροποτάμου, τ. 8-9, σ. 139-149. (Μεταφορά κειμένου στη νεοελληνική από Α. Χριστοδούλου, Θεολόγο).





Δευτέρα 26 Ιουλίου 2021

Ὁ Ἃγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (14 Ἰουνίου)


Για τον Άγιο Νικόδημο τρέφουμε οι ορθόδοξοι Έλληνες μεγάλο θαυμασμό και βαθειά ευγνωμοσύνη. Η απόπειρα απόδοσης Βίου, «Συναξαρίου», του συγγραφέα του «Μεγάλου Συναξαριστού», ξεπερνάει τη συνηθισμένη μας τόλμη, αλλά όχι και το χρέος να εκφράσουμε σε λίγες έστω γραμμές απέραντη τιμή γι’ αυτόν τον νέο Άγιο, που φώτισε το πιο βαθύ σκοτάδι των τελευταίων χρόνων της σκλαβιάς του γένους μας.

Γεννήθηκε στη Νάξο στα 1749, από γονείς καλλιεργημένους και πλούσιους. Πολύ μικρός έδειξε εξαιρετική ικανότητα στα γράμματα και σπάνια φιλομάθεια. Στα 1765, σε ηλικία 16 ετών, ο Νικόλαος Καλλιβούρτσης, όπως ήταν το κοσμικό όνομα του Αγίου, αποστέλλεται από τον Επίσκοπο του νησιού τουστην περίφημη Σχολή της Σμύρνης να σπουδάσει. Μένει στη Σχολή πέντε χρόνια, όπου φανερώνει ασυνήθιστα πνευματικά χαρίσματα και υπέροχο ήθος.

Από αυτά τα εφηβικά του χρόνια μεταφέρουμε λίγα, απ’ όσα διέσωσαν οι βιογράφοι του, όσο για να γνωρίσουμε την αξιοθαύμαστη βιοτή ενός γεννημένου στη σκλαβιά Έλληνα σπουδαστή, που αναδείχτηκε φάρος παιδείας και αγιότητας και πλούτισε τη νεότερη Ελλαδική Εκκλησία με έργα Ορθοδόξου πίστεως και πνευματικής οικοδομής ανεκτίμητα.

Στη Σχολή, γράφουν, προκάλεσε την έκπληξη και το θαυμασμό δασκάλων και συμμαθητών για τηνεξαιρετική μνήμη, τη φωτεινή κρίση και το λαμπρό ήθος, τον ονομάζουν «εξαίσιον θαύμα της εποχής». Είχε συσπουδαστές τους μετέπειτα Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτο τον Ζ’ και Γρηγόριο τον Ε’ και άλλους άνδρες επισημότατους, οι οποίοι αναδείχτηκαν Ιεράρχες και Λογάδες, Δάσκαλοι του Γένους στα χρόνια του Ελληνικού Διαφωτισμού. Γνώριζε απ’ έξω όχι μόνον τις φιλοσοφικές, οικονομικές, ιατρικές, αστρονομικές και στρατιωτικές ακόμη πραγματείες, αλλά και όλους τους ποιητές, τους ιστορικούς, παλαιούς και νέους, Έλληνες και Λατίνους, καθώς και τα συγγράμματα των Ελλήνων Πατέρων. Έφτανε να διαβάσει ένα βιβλίο μία φορά και να το θυμάται σ’ όλη τη ζωή του.
Συνδύαζε όμως με τη διπλή του σοφία, την εσωτερική και την εξωτερική, την «θύραθεν», τόση ταπείνωση, μετριοφροσύνη, προσήνεια και αγάπη προς τους συμμαθητές του, μαζί με σεβασμό προς τους δασκάλους του, ώστε να είναι ιδιαίτερα αξιαγάπητος και ν’ αποκαλείται «παμπόθητος». Κι αυτές ακόμη τις υπερήφανες ψυχές, γράφουν, η ταπείνωσή του τις μετέτρεπε σε μετριόφρονες. Δεν προκαλούσε το φθόνο, παρόλο που αρκεί κανείς να είναι σοφός για να γίνει μισητός, γιατί δεν είχε καμία έπαρση για την πνευματική του υπεροχή. Δεν πλήγωνε τη φιλοτιμία των κατωτέρων του. Πρόθυμος πάντα να βοηθήσει, να διασαφηνίσει τα δυσνόητα, με αδελφική αγάπη και εγκάρδια απλότητα.

Σπουδαστής και γίνεται δάσκαλος περιζήτητος στα αρχοντικά της Σμύρνης. Στο οικοτροφείο της Σχολής οι συσπουδαστές επιδιώκουν να τον αναπληρώνουν από τις «αναλογούσες υπηρεσίες» του για να έχει χρόνο να τους βοηθεί στα μαθήματα.

Στα πέντε χρόνια των σπουδών του, πέρα από τα εγκύκλια μαθήματα «θεολογικής στοιχειώσεως» και «σπανίας αρχαιομάθειας», μαθαίνει στην εντέλεια τη Λατινική, την Ιταλική και τη Γαλλική. Ο Διευθυντής της Σχολής, μεγάλης αρετής, Ιερόθεος Βουλισμάς, λίγο αργότερα, του γράφει: «Ελθέ, υιέ μου, καν τώρα εις το γήρας μου να σε αφήσω μετά θάνατον εις το σχολείον διδάσκαλον, ότι δεν έχω άλλον ωσάν σε εις την προκοπήν».

Άλλος όμως είναι ο βαθύτερος πόθος της τόσο προικισμένης αυτής διάνοιας και ο δρόμος που ετοίμαζε ο Θεός για τον νεαρό Νικόλαο.

Στα 1775 έρχεται στο Άγιο Όρος, κείρεται μοναχός με το όνομα Νικόδημος και ψηφίζεται αναγνώστης και γραμματικός της Ι. Μονής Διονυσίου. Από το Όρος αλληλογραφεί με τον Γρηγόριο τον Ε΄ και τον μεγάλο Διδάσκαλο του Γένους Αθανάσιο τον Πάριο.

Ακολουθούν χρόνια μεγάλων ασκητικών αγώνων, περιπετειών, μόχθων, αλλά και εξαιρετικά σημαντικού, ανεκτίμητου ακόμη και σήμερα, συγγραφικού και εκδοτικού έργου. Χαρακτηριστικό της καταπληκτικής μνήμης του και γνώσεως των εκκλησιαστικών κειμένων είναι το περιστατικό που διέσωσε ο Μωραϊτίδης στο βιβλίο του «Με του βορηά τα κύματα»:

Μέγα Σάββατο και πήγε ο διδάσκαλος (έτσι τον αποκαλούσαν οι συμμοναστές του) στον περιώνυμο Ναό του Πρωτάτου να λειτουργηθεί και να μεταλάβει. Τότε συνεννοήθηκαν ο τυπικάρης και ο αναγνώστης να κρύψουν τα Μηναία και προσποιούμενοι ότι δεν τα βρίσκουν ν’ αναγκάσουν τον Όσιο να πει από στήθους τις Προφητείες. Πράγματι, την ώρα των Αναγνωσμάτων δημιουργήθηκε θόρυβος στους χορούς από την έλλειψη των βιβλίων και ήρθαν οι διακονητές και τον παρακάλεσαν ν’ αρχίσει τις προφητείες για να μην υπάρχει χασμωδία. Απήγγειλε επί μία ώρα 15 Προφητείες του Μ. Σαββάτου και οι διακονητές παρακολουθούσαν κρυφά από μέσα την ακρίβεια των απαγγελλομένων. Όλοι θαύμαζαν, ενώ ο ίδιος ούτε κατάλαβε, ούτε θεώρησε ότι έκανε κάτι σπουδαίο…

Συνέγραψε πάνω από 100 έργα, μοναδικό πνευματικό θησαύρισμα ορθοδόξου παραδόσεως, απαύγασμα της εξαιρετικής μορφώσεως και πνευματικής καλλιεργείας του, μέσα σε πειρασμούς, κατηγορίες και ακαταπόνητες προσπάθειες, στα σκοτεινά εκείνα χρόνια. Γνωστότερα έργα:«Φιλοκαλία», το πρώτο που εκδόθηκε (Βενετία 1782), «Περί της συνεχούς θείας μεταλήψεως», «Ευεργετινός», «Αόρατος Πόλεμος», «Νέον Μαρτυρολόγιον», «Πνευματικά Γυμνάσματα», «Νέον εκλόγιον», «Πηδάλιον», «Νέον Θεοτοκάριον», «Χρηστοήθεια», «Κήπος Χαρίτων», «Νέος Συναξαριστής», «Εορτοδρόμιον», «Νέα Κλίμαξ», και πολλά άλλα. Αριστούργημα, και μάλιστα της νεανικής του ηλικίας, θεωρείται το «Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον». Έργο εντελώς πρωτότυπο, το έγραψε χωρίς κανένα βοήθημα στην Σκυροπούλα, κυριολεκτικά από στήθους, με πλήθος αγιογραφικές και φιλοσοφικές παραπομπές, όπου αναπτύσσει την υπέροχη ηθική ανθρωπολογία του.
Από την «τελευταία σημείωση» στο συμπέρασμα αυτού του βιβλίου ενδεικτικά αντιγράφουμε: «Πολλά εκοπίασαν τα Λύκεια του Αριστοτέλους και αι Ακαδημίαι του Πλάτωνος και αι Στοαί του Χρυσίππου και οι κήποι του Επικούρου και Μητροδώρου, τα σχολεία του Σωκράτους και Μουρατόρου και απλώς όλα τα μουσεία των ηθικών φιλοσόφων, τόσον των παλαιών, όσον και των νεωτέρων, διά να εύρωσιν εις ποία πράγματα υφίσταται η ευδαιμονία, αλλά δεν ηδυνήθησαν… αλλά το Συμβουλευτικόν τούτο δι’ ων διδάσκει, εισάγει και νομοθετεί ευδαιμονίαν αληθινήν, λογικήν, ευαγγελικήν και παντοτινήν… Διότι έχων (ο άνθρωπος) πάντοτε το άκρον και μακάριον αγαθόν, όστις είναι ο Θεός, εντός της καρδίας του, διά της πίστεως και αγάπης όλα τα βάσανα τα νομίζει ως τρυφάς και ευωχίας…».

Στις ποικίλες κακοπάθειές του εξαντλεί τις δυνάμεις του και αφήνει την τελευταία του πνοή και πάμπολλα ανέκδοτα έργα του στις 14 Ιουλίου 1809 σε ηλικία 60 ετών.

Στα 1955 ανακηρύσσεται Άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως «τύπος του κατά Χριστόν Πολιτεύματος», «εικόνα αρετής ζώσα», και λαμπρός «της Εκκλησίας διδάσκαλος».



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.

Σοφίας χάριτι, Πάτερ κοσμούμενος, σάλπιξ θεόφθογγος, ὤφθης τοῦ Πνεύματος, καὶ ἀρετῶν ὑφηγητής, Νικόδημε θεηγόρε, πάσι γὰρ παρέθηκας, σωτηρίας διδάγματα, βίου καθαρότητας, διεκφαίνων τὴν ἔλλαμψιν, τῷ πλούτῳ τῶν ἐνθέων σου λόγων, δι' ὧν ὡς φῶς τῷ κόσμῳ ἔλαμψας.



Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

᾿Εγκωμιαστικόν λόγον εἰς τούς ῾Αγίους Νεομάρτυρας τούς μετά τήν ἅλωσιν τῆς Κων/λεως μαρτυρήσαντας (῞Αγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης)


Νεομάρτυρες κατά τήν Μεγάλην ῾Ελληνικήν ᾿Εγκυκλοπαίδειαν (τόμος ΙΗ', σελ. 192, ὑπό Κ. Π. Δ) θεωροῦνται οἱ μή ὑποταγέντες εἰς τόν βίαιον ἐξισλαμισμόν καί ὑπέρ πίστεως θανόντες. 

Οἱ Τοῦρκοι, ἄν καί ἠνέχθησαν, μετά τήν ἅλωσιν τῆς Κων/λεως, τήν χριστιανικήν θρησκείαν, ἐν τούτοις πολλάκις καί πολλαχοῦ ἐπίεζον τούς ὑποταγέντας χριστιανούς πρός ἐξισλαμισμόν, οὕτω δέ ἐνεφανίσθη κατά τήν ἐποχήν ταύτην νέον πλῆθος μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι ἐν ἀντιθέσει πρός τούς παλαιούς μάρτυρας ἐκλήθησαν νεομάρτυρες. ᾿Επειδή  τότε δέν ὑπῆρχε νόμος πού νά προβλέπη καί νά ἐπιβάλλη τόν ἐξισλαμισμόν, ἡ καταδίκη ἐγίνετο ἄνευ εἰδικῆς διαδικασίας, τά δέ βασανιστήρια εἰς τά ὁποῖα ὑπεβάλλοντο οἱ ἀρνούμενοι τόν ἐξισλαμισμόν ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἦσαν διάφορα καί πολλάκις μεγάλα.

῾Η ᾿Ορθόδοξος ἡμῶν ᾿Εκκλησία ἠνείχετο συνήθως τήν τιμήν τῶν λειψάνων τῶν νεομαρτύρων, ὑπό τῶν χριστιανῶν καί τήν κατάταξιν αὐτῶν μεταξύ τῶν ἁγίων καί τόν ἑορτασμόν τῆς μνήμης αὐτῶν ἄνευ εἰδικῆς ἐπισήμου πράξεως περί τῆς ἀνακηρύξεως αὐτῶν. Οὕτω συνέβαινε ὥστε καί κατά καί μετά τήν ἅλωσιν ἐποχήν αἱ ἑορταί τῶν νεομαρτύρων νά γίνωνται κατ᾿ ἀρχάς τοπικαί, ἔπειτα δέ νά διαδίδωνται καί εἰς πολλούς ἄλλους τόπους. Κατόπιν ἐγένοντο καί ἴδιαι ἀκολουθίαι εἰς πολλούς ἐκ τῶν νεομαρτύρων ἀπό νεωτέρους ὑμνογράφους, ὁ δέ ἐκ Χίου ῾Ιερομόναχος Χριστόφορος συνέθεσε κατά τόν ΙΗ' αἰῶνα καί κοινήν ἀκολουθίαν ὅλων γενικῶς τῶν Νεομαρτύρων.
Τούς βίους τῶν ἁγίων νεομαρτύρων συνεκέντρωσε καί συνέθεσε εἰς βιβλίον ὁ ῞Αγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης, ὁ ὁποῖος ἐν προλόγῳ συνέγραψε καί θαυμάσιον λόγον "᾿Εγκωμιαστικόν εἰς τούς ῾Αγίους Νεομάρτυρας τούς μετά τήν ἅλωσιν τῆς Κων/λεως μαρτυρήσαντας", ὅπου μεταξύ ἄλλων γράφει καί τοῦτα τά ἐγκωμιαστικά λόγια:

"Πῶς δέν εἶναι δίκαιον, νά δοξολογῆ τινάς τόν Κύριον, βλέποντας διά τοῦ παρόντος βιβλιαρίου, ὅτι καί τώρα εἰς τούς ἐδικούς μας καιρούς, ἀνατέλλουσιν ἀπό διάφορα μέρη τοῦ κόσμου, εἰς τό νοητόν τῆς ᾿Εκκλησίας στερέωμα, ὡσάν ἄλλοι Νεοφανεῖς ἀστέρες καί κομῆται, Νέοι ἀθληταί τοῦ Χριστοῦ καί στρατιῶται ἀήττητοι; Καί καταλάμπουσιν ὅλων τῶν ὀρθοδόξων τό πλήρωμα μέ τάς γλυκυτάτας ἀκτίνας τοῦ μαρτυρίου καί τῶν θαυμάτων τους;" 

Καί συνεχίζει: "Πῶς δέν εἶναι πρέπον νά εὐχαριστῆ τινάς τόν Θεόν βλέποντας ὑποκάτω εἰς τόν σκληρόν ζυγόν καί τήν αἰχμαλωσίαν τῶν νῦν κρατούντων, τόσους ἀθλητάς, οἱ ὁποῖοι διά νά φυλάξουν τήν ἐλευθερίαν καί τήν εὐγένειαν τῆς Χριστιανικῆς ἡμῶν πίστεως, κατεφρόνησαν πλοῦτον, δόξαν, ἡδονάς, καί κάθε ἄλλην σημαντικήν ἀπόλαυσιν καί παρέδωκαν προθύμως τόν ἑαυτόν τους εἰς θάνατον;"
Καί ἀκόμη τονίζει:"Κατά ἀλήθειαν τοῦτο εἶναι ἕνα θαῦμα παρόμοιον, ὡσάν νά βλέπη τινάς μέσα εἰς τήν καρδιάν τοῦ χειμῶνος, ἐαρινά ἄνθη καί τριαντάφυλλα, μέσα εἰς τήν βαθυτάτην νύκτα, ἡμέραν καί ἥλιον, μέσα εἰς τό ψηλαφητόν σκότος, φῶτα λαμπρότατα, ἐν τῷ καιρῶ τῆς αἰχμαλωσίας, νά βλέπη ἐλευθερίαν, καί ἐν τῶ καιρῶ τῆς τωρινῆς ἀσθενείας ὑπερφυσικήν δύναμιν".... 

Καί τελειώνει αὐτόν τόν ἐγκωμιαστικόν λόγον λέγοντας μεταξύ ἄλλων:
"Κάμνομεν τέλος καί σᾶς λέγομεν ἀδελφοί, ὄτι ἄν δέν ἐβλέπετε εἰς τούς καιρούς σας τούς νέους Μάρτυρας, εἴχετε κἄποιαν ψυχράν πρόφασιν, νά μή τρέχητε εἰς τό Μαρτύριον. ᾿Αλλά τώρα εἶσθε ἀναπολόγητοι. ῞Οθεν ἐπειδή εὐδόκησεν ὁ Θεός νά ἔχετε ὄχι ἕνα ἤ δύο, ἀλλά ἕνα ὀλόκληρο σύννεφον ἀπό νέους μάρτυρας, μιμεῖσθε ἡμᾶς καί δι᾿ ὑπομονῆς τρέχετε εἰς τόν ἀγῶνα τοῦ Μαρτυρίου του, ἀποβλέποντες ὅλως δι᾿ ὅλου εἰς τόν πρωτομάρτυρα καί ἀρχηγόν τῆς σωτηρίας μας ᾿Ιησοῦν. "Τοιγαροῦν καί ἡμεῖς τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος Μαρτύρων... δι᾿ ὑπομονῆς τρέχομεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν, καί τελειωτήν ᾿Ιησοῦν" (῾Εβρ. ΙΒ' 1-2).
᾿Αλλ᾿ ὦ νέοι τοῦ Χριστοῦ ἀθληταί καί Μάρτυρες, τά γλυκύτατα πᾶσι Χριστιανοῖς καί πράγματα καί ὀνόματα (στρέφω γάρ τώρα τόν λόγον μου πρός ἐσᾶς) τοῦ ἐπουρανίου βασιλέως παρεμβολή καινή καί γενναιότατον στράτευμα, τῆς ῾Αγίας Τριάδος οἱ διαπρύσιοι Κήρυκες, τῆς Θεότητος τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ διαλαληταί καρτερόψυχοι, τῆς τῶν Χριστιανῶν εὐσεβείας οἱ ὑπέρμαχοι καί τῆς ἀσεβείας οἱ ἀντίπαλοι, οἱ τῶν παθημάτων τοῦ Κυρίου κοινωνοί καί μιμηταί καί ἀκόλουθοι, οἱ νικηταί καί τροπαιοῦχοι τῶν τριῶν μεγάλων ἐχθρῶν, σαρκός καί κόσμου καί κοσμοκράτορος, οἱ βαπτισθέντες μέ τό δι᾿ αἵματος βάπτισμα, ὅ δευτέροις ρύποις οὐ μολύνεται, κατά τόν Θεολόγον Γρηγόριον.
᾿Εσεῖς ἀληθῶς εἶσθε ὁ ἀνακαινισμός ὅλης τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. ᾿Εσεῖς ἐδείξατε ἀναπολογήτους τούς ἀλλοπίστους ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως. ᾿Εσεῖς εἶσθε ἡ δόξα τῆς ᾿Ανατολικῆς ᾿Εκκλησίας καί τῶν αἱρετικῶν ἡ καταισχύνη καί ὁ ἔλεγχος. ᾿Εσεῖς ἐδείχθητε παράδειγμα ὑπομονῆς εἰς ὅλους τούς Χριστιανούς ὁπού εἶναι αἰχμάλωτοι καί ἐσεῖς παρακινεῖτε τούς ᾿Ορθοδόξους, καί μάλιστα τούς ἀρνησιχρίστους, νά μιμοῦνται διά τοῦ ἔργου τό ἐδικόν σας Μαρτύριον.... 

 
᾿Εσεῖς, ἐσεῖς, ἀληθῶς κατά τόν ᾿Απόστολον Παῦλον, οἱ ὁποῖοι ἀνταναπληρώσατε τά ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῆ σαρκί  σας (Κολ. Α' 24)  καί ἐγενήθητε θέατρον τῶ κόσμω καί ᾿Αγγέλοις καί ἀνθρώποις (Α' Κορινθ. Δ' 9).  Θέατρον ἀνθρώποις, εἰς μέν τούς ἀλλοπίστους ἐντροπή καί ἀτιμία καί λύπη. Εἰς δέ τούς ᾿Ορθοδόξους Χριστιανούς καύχημα καί δόξα καί χαρά.  Θέατρον ᾿Αγγέλοις, εἰς μέν τούς πονηρούς δαίμονας πόνος καί ἀθυμία ἀνυπόφορος.  Εἰς δέ τούς μακαρίους ᾿Αγγέλους εὐφροσύνη καί ἀγαλλίασις ἀνεκλάλητος.... 

᾿Εν συντομία καταγλυκασπαζόμεθα ὅλα τά ῞Αγια μέλη τοῦ σώματός σας, εἰς τά ὁποῖα ἐδέχθητε φοβερά καί διάφορα βάσανα, μέ τά ὁποῖα τῶ Χριστῶ εὐηρεστήσατε, τούς ᾿Αγγέλους ἐξεπλήξατε, τούς ῾Αγίους εὐφράνατε, τούς δαίμονας ἐτραυματίσατε, τούς ἀλλοπίστους ἐλυπήσατε, τοῦ Χριστοῦ τήν ᾿Εκκλησίαν ἐχαροποιήσατε, τούς αἰχμαλώτους ἀδελφούς σας ἐπαρηγορήσατε, τούς τόπους εἰς οὕς ἐμαρτυρήσατε ἡγιάσατε, τούς τωρινούς Χριστιανούς εὐλογήσατε, τόν ἀέρα μέ τήν ἄνοδον τῶν ψυχῶν σας εὐωδιάσατε"


(Περισσότερα περί τῶν ῾Αγίων Νεομαρτύρων μπορεῖ νά εὕρη ὁ ἀναγνώστης σέ τευχίδιον τῆς σειρᾶς ἐκδόσεων τῆς "᾿Κέντρου Γνησίας ᾿Ορθοδόξου ῾Ιεραποστολῆς ῾Αγίας Αἰκατερίνης" καθώς καί στήν ᾿Ακολουθία τοῦ ῾Αγίου Νικοδήμου, τήν ὁποίαν σύν Θεῷ σκεπτόμεθα νά ἐκδώσωμεν)



 [1] Τό παρόν ἄρθρον ἐγράφη ἐξ᾿ ἀφορμῆς δηλώσεων τοῦ "Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Κων/λεως Βαρθολομαίου, δηλώσεις αἱ ὁποῖαι εἶναι ὑβριστικαί κατά τῶν ῾Αγίων Νεομαρτύρων: "Οἱ Τοῦρκοι καί οἱ ῞Ελληνες ἁμάρτησαν οἱ μέν κατά τῶν δέ. Καί ἀκόμη χειρότερα, σάν παιδιά, κράτησαν ἀπολογισμό τῶν δεινῶν καί τῶν ἀπωλειῶν πού ὑπέστησαν. ῾Ως ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, αἰσθάνομαι νά συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν ποιμενικῶν μου ἁρμοδιοτήτων νά ὑπενθυμίσω σέ ὅλους ὅτι ἐπιθυμοῦν νά τείνουν εὐήκοον οὗς ὅτι εἴμεθα ὅλοι ἁμαρτωλοί καί νά τούς νουθετῶ νά ἀναγνωρίσουν ὅτι ἔφτασε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ὁπότε πρέπει ὅλοι νά ἐξομολογηθοῦμε τά ἁμαρτήματά μας καί νά τά ἀφήσουμε πίσω μας"

www.churchgoc.org


Σάββατο 3 Ιουλίου 2021

Λόγος εγκωμιαστικός περί των Οσίων Πατέρων των εν τούτω τω Αγίω Όρει του Άθω λαμψάντων (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἀγιορείτης)






Κυριακή Β' Ματθαίου, των Αγιορειτών Πατέρων 

Οσιακή πανήγυρις, πάντες οι δήμοι των Οσίων συνάχθητε. Μοναστών και μιγάδων εορτή σήμερον εις την του Χριστού Εκκλησίαν ανέτειλε· τα πλήθη των μοναστών και μιγάδων συνεορτάσατε. Καινή και κοινή μνήμη πάντων των του Όρους Αγίων Πατέ­ρων εξέλαμψε. Καινά και κοινά άσματα πάντες κοινώς οι εν τω Όρει πατέρες ψάλατε. Διατί κοινά; Ότι κοινοί προστάται και ευεργέται όλου κοινώς του Αγίου Όρους και οι θείοι ούτοι Πατέρες εφάνησαν. Διατί καινά; Ότι καινή και νεοφανής και η τούτων μνήμη· εις μεν τους ανωτέρω και παλαιούς χρόνους ουδαμώς τελουμένη, ήδη δε εις τους καθ’ ημάς καιρούς δικαίως και ευλόγως εορταζομένη. 


Επειδή δεν ήτο δίκαιον, των μεν εν Σινά και Ραϊθώ αναιρεθέντων Οσίων Πατέρων να εορτάζωμεν την μνήμην κοινώς, οίτινες δεν έγιναν αίτιοι τοσούτων αγαθών εις ημάς, των δε εν τω Αγίω Όρει τούτω Αγίων Πατέρων, των αναιρεθέντων υπό τε των απίστων Αράβων και υπό των κακοδόξων λατινοφρόνων, να παραβλέψωμεν την μνήμην αγέραστον, και να μην εορτάζωμε τούτους πάντας κοινώς, οίτινες έγιναν εις ημάς μυρίων αγαθών πρόξενοι. Δεν ήτο πρέπον, κοινώς μεν να εορτάζωμεν εν τω Σαββάτω της Τυρινής τους άλλους Όσιους Πατέρας, τους εν τη Λιβύη και Αιγύπτω και Θηβαΐδι ασκήσαντας, οι οποίοι δεν εστάθησαν εις ημάς τόσον ευεργέται, τους δε εν τω Όρει τούτω του Άθω ασκήσαντας θείους Πατέρας, να μην εορτάζωμεν κοινώς ομού πάντας, οίτινες εφάνησαν αληθώς εις όλους ημάς, όσοι κατοικούμεν το Όρος τούτο, παντοδαποί ευεργέται και προστάται και έφοροι· όχι μόνον διά λόγων, αλλά και δι’ έργων όχι μόνον κατά την ψυχήν, αλλά και κατά το σώμα· όχι μόνον ζώντες, αλλά και μετά θάνατον.

Ούτοι γαρ, οι τρισμακάριστοι Πατέρες και Όσιοι, τον πρώην άγριον τούτον Άθω, εις θαυμαστήν μετέβαλον ημερότητα. Ούτοι, τον ακατοίκητον τούτον τόπον, κατοικήσιμον έδειξαν και την έρη­μον, πόλιν εποίησαν, με τας ιεράς Λαύρας, και ευαγή Μοναστήρια, και Μονύδρια, και Σκήτας, και Κελλία, τα οποία εις διάφορα μέρη του Όρους έκτισαν και ου μόνον έκτισαν, αλλά και επροίκισαν αυτά με διάφορα υποστατικά, και με πράγματα κινητά και ακίνητα, προς ανάπαυσιν των ενασκουμένων αδελφών. Και ου μόνον επροίκι­σαν, αλλά και πλήθη μοναζόντων εις αυτά συνήθροισαν. Όθεν διά μέσου αυτών, εδώ όπου πρότερον εκατοίκουν άλογα ζώα και θηρία και δράκοντες, τώρα κατοικούν πανταχού άνθρωποι λογικοί· και όχι μόνον απλώς λογικοί, αλλά άνθρωποι, οι οποίοι με το υλικόν τούτο σώμα, αγωνίζονται να μιμηθούν των ασωμάτων και αΰλων Αγγέλων την πολιτείαν, και παρομοιάζουν με την παρεμβολήν εκείνην των Αγγέλων, την οποίαν είδεν ο Πατριάρχης Ιακώβ και είπε· «Παρεμβολή (στράτευμα) Θεού αύτη»· διά την οποίαν προσφυώς είπε και ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος· «ώσπερ αγγέλων παρεμβολή αγίων, ούτω μοναχών πλήθος επί το αυτό, διά παντός εχόντων την διάνοιαν προς Θεόν».

Ούτοι οι θείοι Πατέρες, ως εύοσμα κρίνα, και ως άνθη τερπνά, και ως αγλαόκαρπα δένδρα εδώ βλαστήσαντες, άλλον νοητόν παρά­δεισο τον τόπον τούτον απέδειξαν. Ούτοι ως άγγελοι, εις τα σπή­λαια και εις τας τρώγλας και εις τας κοιλάδας και πεδιάδας και λό­φους και παραθαλασσίους τόπους του Όρους τούτου ασκήσαντες, δεύτερον ουρανόν τούτο απεκατέστησαν όθεν δι’ αυτών, εδώ όπου πρότερον ηκούοντο μόναι οι φωναί των αγρίων ζώων, τώρα ακούονται και λαλούνται πανταχού ύμνοι αγγελικοί και ουράνιοι, εις την αγίαν και ζωοποιόν και υπερούσιον Τριάδα αναφερόμενοι. Και διά να είπω με συντομίαν, ούτοι οι τρισόλβιοι Όσιοι, ως φιλόπαιδες Πατέρες, τας διδασκαλίας και τύπους και διατάξεις αυτών παρέδωκαν εις ημάς, ως κληρονομιάν πατρικήν τε και αναφαίρετον, και με αυτάς, ωδήγησαν μεν έτι ζώντες, πλήθη μοναχών εις τας ευθείας τρίβους της σωτηρίας· οδηγούν δε και μετά θάνατον πάντας ημάς, τα πνευματικά αυτών τέκνα, εις ζωήν την αιώνιον και ως Ποιμένες αληθινοί μεριμνούν δι’ ημάς, την Ποίμνην αυτών, και μας φυλάττουν από πάσαν ανάγκην και εναντίαν περίστασιν με τας προς Θεόν αενάους πρεσβείας των...

Ούτοι οι αοίδιμοι Όσιοι και Θεοφόροι Πατέρες ημών, οι τη αληθεία άνθρωποι του Θεού και του Πατρός των φώτων υιοί, πατρίδας και γένη είχον, άλλοι μεν άλλας, και άλλοι άλλας· πολλών δε εξ αυτών ουδέ τας επιγείους πατρίδας γνωρίζομεν ολότελα, οποίαι εστάθησαν ότι δε όλοι κοινήν είχον πατρίδα το Άγιον Όρος τούτο, τον ιερόν Άθω, και ότι ταύτην την πατρίδα επροτίμησαν περισσότε­ρον από τας επιγείους αυτών πατρίδας, τούτο είναι ομολογούμενον παρά πάσι και αναντίρρητον. Επειδή κατά τον ειπόντα σοφόν, πα­τρίς του καθ’ ενός είναι εκείνη, εις την οποίαν ευτυχεί: «πατρίς εκάστω, καθ’ ήν αν τις ευτυχή», με κάθε δίκαιον τρόπον, πρέπει να ονο­μάζεται πατρίς και των Αγίων τούτων το Άγιον Όρος· εις τούτο γαρ κατοικήσαντες και ζήσαντες, άλλος τεσσαράκοντα χρόνους, άλλος πεντήκοντα, άλλος εξήκοντα, και έτεροι περισσότερα ή ολιγώτερα έτη, εκ τούτου ευτύχησαν αληθώς την πνευματικήν και ανωτάτω ευτυχίαν και ευδαιμονίαν, ευαρεστήσαντες μεν τω Θεώ, πλουτισθέντες δε από τα υπερφυσικά και ουράνια της αγιότητος χαρίσμα­τα. Διά τούτο και συνηθίζεται να επονομάζωνται από όλους όχι εκ του ονόματος των επιγείων αυτών πατρίδων, Βυζάντιοι, επί παραδείγματι, ή Τραπεζούντιοι, ή Πελοποννήσιοι, αλλ’ εκ του ονόματος του Άθωνος και του Αγίου Όρους· οίον (όπως), Πέτρος ο Αθωνί­της· Αθανάσιος ο εν τω Άθω· Πατέρες οι Αγιορείται Όσιοι οι Αθωνίται. Η αιτία δε και αφορμή από την οποίαν παρεκινήθησαν άνωθεν και εξαρχής οι Πατέρες ούτοι και Όσιοι να αφήσωσι τας πατρίδας των και να έλθωσιν εδώ εις το Όρος να ησυχάσωσιν, είναι αύτη.

Όταν η Κυρία ημών Θεοτόκος εφάνη εις τον Όσιον Πέτρον τον Αθωνίτην, τον πρώτον του Αγίου Όρους ησυχαστήν, του έδωκε μεγάλας και χαροποιούς υποσχέσεις περί του Όρους τούτου, λέγουσα προς αυτόν επί λέξεως ταύτα τα λόγια, καθώς τα αναφέρει ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, εν τω υπ’ αυτού συγγραφέντι βίω Πέτρου του Αθωνίτου· τα οποία ημείς γράφομεν εδώ ελληνιστί διά το αξιοπιστότερον.

«Έστιν Όρος επ’ Ευρώπης κάλλιστον ομού και μέγιστον, προς Λιβύην τετραμμένον, επί πολύ της θαλάσσης είσω προϊόν· τούτο της γης απάσης απολεξαμένη, τω μοναχικώ πρέπον καταγώγιον προσκληρώσαι διέγνων έγωγε... Και άγιον τουντεύθεν κεκλήσεται· και των επ’ αυτού δε τον προς τον κοινόν ανθρώποις πολέμιον αγώνα επαναιρουμένων προπολεμήσω διά βίου παντός· και πάντως έσομαι τούτοις άμαχος σύμμαχος, των πρακτέων υφηγητής, των μη πρακτέων ερμηνευτής· κηδεμών, ιατρός, τροφεύς, ην άρα βούλει τροφήν τε και ιατρείαν, όση τε προς το σώμα τείνει, και τούτο συνιστά τε και λυσιτελεί· και όση το πνεύμα διανιστά τε και ρώννυσι, και μη του καλού διαπεσείν συγχωρεί· συστήσω δ’ άρα τω Υιώ και Θεώ μου, οις αν γένηται καλώς καταλύσαι τήδε τον βίον, των αυτοίς ημαρτημένων τελείαν εξαιτησαμένη παρ’ αυτού την άφεσιν».

Ήγουν, είναι εν βουνόν εις την ήπειρον της Ευρώπης, ωραιότατον εν ταυτώ και μεγαλώτατον, κλίνον προς το νότιον μέρος, το οποίον εκτείνεται πολύ μέσα εις την θάλασσαν τούτο το Όρος το εδιάλεξα εγώ από όλα τα μέρη της γης και απεφάσισα να το αφιερώσω εις το να γένη αρμόδιον κατοικητήριον των καλογήρων και μοναχών· και από τώρα και ύστερον, έχει να ονομασθή Άγιον· και όσοι κατοικήσουσιν εις αυτό και θελήσουν να πολεμήσωσι τον κοινόν εχθρόν των ανθρώπων διάβολον, θέλω συμπολεμήσει πρώτη τούτον και εγώ εις όλην αυτών την ζωήν· και θέλω γενή εις αυτούς ακαταμάχητος βοηθός· θέλω τους διδάσκει εκείνα, τα οποία πρέπει να κάμνωσι· και θέλω τους ερμηνεύει πάλιν εκείνα, τα οποία δεν πρέπει να κάμνωσι· θέλω είσθαι εις αυτούς προνοητής, ιατρός, και τροφεύς, φροντίζουσα τόσον διά την τροφήν και ιατρείαν, ήτις συνιστά και ωφελεί το σώμα, όσον και διά την τροφήν και ιατρείαν, ήτις δυναμώνει την ψυχήν και δεν την αφίνει να εκπέση από το καλόν και την αρετήν. Και ταύτα μεν θέλω κάμει εν τη ζωή αυτών· μετά θάνατον δε -το λέγω και από την χαράν σκιρτά έσωθεν η καρδία μου-, θέλω συστήσει εις τον υιόν και Θεόν μου εκείνους, οίτινες θεοφιλώς και εν μετανοία τελειώσουσι την ζωήν των εις τούτο το Όρος· και θέλω ζητήσει από τον υιόν μου τελείαν την συγχώρησιν των αμαρτιών των.

Ταύτην, λοιπόν, την φήμην των μεγάλων υποσχέσεων τας οποίας κάμνει, όχι άλλος τις, αλλά μία Μήτηρ Θεού και μία Βασίλισσα του Ουρανού και της γης, το να έχη, δηλαδή, το Όρος τούτο ως ιδικόν της και να υπερασπίζηται όχι μόνον ζώντας, αλλά και μετά θάνατον πάντας τους κατοικούντας εν αυτώ, τούτο, λέγω, ακούσαντες και οι θείοι ούτοι Πατέρες και Όσιοι, αφήκαν τον κόσμον και τα εν τω κόσμω πάντα, γονείς, συγγενείς, οικίας, υπάρχοντα, πλούτον, δόξαν και ηδονάς, και ήλθον από κάθε μέρος της οικουμένης και εκατοίκησαν τον ιερόν τούτον Άθω, τον νοητόν και περικαλλέστατον της Θεοτόκου Παράδεισον, θαρρούντες όλως διόλου και ελπίζοντες μετά Θεόν εις την προστασίαν και σκέπην της Κυρίας του Όρους· αφ’ ού δε ήλθον και εκατοίκησαν εδώ, ηξεύροντες ότι δύο είναι αι καθολικαί και μεγάλαι εντολαί: πρώτη, το «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της ισχύος σου» και δευτέρα, το «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν», απεφάσισαν και αυτοί να φυλάξωσι ταύτας τας δύο εντολάς· και διά μέσου της φυλάξεως των δύο τούτων, να φυλάξωσιν ομού και όλας τας άλλας μερικάς εντολάς του νόμου και των Προφητών, καθώς είπεν ο Κύριος «Εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς, όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται»· και ούτω να φθάσωσιν εις την τελειότητα της αρετής, όσον είναι δυνατόν εις τους ανθρώπους εν τω παρόντι βίω.

Και, λοιπόν, εμιμήθησαν τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν, όστις πρώτον έδειξεν ότι αγαπά τον Θεόν, και δεύτερον, ότι αγαπά και τον πλησίον διότι, καθώς λέγουσιν οι ιεροί Ευαγγελισταί, ο Ματ­θαίος, ο Μάρκος και ο Λουκάς, ευθύς αφ’ ού εβαπτίσθη, ανήχθη εις την έρημον υπό του αγίου Πνεύματος και επειράσθη από τον διάβο­λον με τους τρεις γίγαντας των παθών με την φιληδονίαν, λέγω, την φιλοδοξίαν και την φιλαργυρίαν και ούτω νικήσας ο Κύριος τον διάβολον και τα πάθη ταύτα τα οποία τον προσέβαλον, έδειξεν ότι αγαπά τον Θεόν, καθ’ ό και άνθρωπος, εξ όλης του της ψυχής, εξ όλης του της ισχύος, και ότι είναι τέλειος εις την πρώτην εντολήν. Μετά ταύτα δε πάλιν επιστρέφει από την έρημον εις τον κόσμον και κηρύττει το Ευαγγέλιον της Βασιλείας των Ουρανών και διδάσκει τους ανθρώπους να φυλάττωσι τας θείας και σωτηρίους αυτού εντολάς και να υπομένωσιν όχι μόνον κόπους και ύβρεις και ονειδισμούς διά την αγάπην των αδελφών, αλλά και πάθη και σταυρόν και θάνατον· και ταύτα πάντα ενίκησε με τόσην μεγαλοψυχίαν, ώστε να παρακαλή και δι’ αυτούς τους ίδιους σταυρωτάς, λέγων· «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τί ποιούσι». Τοιουτοτρόπως έδειξεν ότι αγαπά και τον πλησίον, όχι μόνον ως τον εαυτόν του, αλλά και πε­ρισσότερον από τον εαυτόν του· και ότι είναι τέλειος και εις την δευτέραν εντολήν, καθώς περί τούτων πλατύτατα και γλαφυρώτατα αναφέρει ο θεοφόρος Μάξιμος.

Τοιουτοτρόπως, λέγω, εμιμήθησαν τον Κύριον και οι Άγιοι και Θεοφόροι ούτοι Πατέρες. Και κατά το παράδειγμα του Κυρίου, πρώτον μεν έδειξαν ότι αγαπώσι τον Θεόν εξ όλης των της καρδίας· δεύτερον δε, ότι αγαπώσι και τον πλησίον των ως τον εαυτόν των διότι ησυχάσαντες πρότερον εις τας οπάς και τρώγλας και σπήλαια, και εις άλλα διάφορα μέρη του ιερού τούτου Όρους, επολέμησαν με σώμα υλικόν τας αΰλους αρχάς και τας εξουσίας και τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου· και τούτους κατά κράτος θριαμβεύσαντες, καθώς λέγει ο θείος Παύλος, ενίκησαν την μεν φιληδονίαν με την νηστείαν, με την εγκράτειαν, με την αγρυπνίαν, με την αέναον προσευχήν, με την άστεγον σκέπην, με την χαμαικοιτίαν και ξηροκοιτίαν, με τα συνεχή δάκρυα και με πάσαν άλλην σκληρα­γωγίαν του σώματος· την δε φιλοδοξίαν ενίκησαν με την ταπεινο­φροσύνην, με την υπακοήν, με την τελείαν εκκοπήν του θελήματος, με το συντετριμμένον φρόνημα του νοός και με την πτωχείαν του πνεύματος· την δε φιλαργυρίαν με την τελείαν ακτημοσύνη, με την πτωχείαν και των αναγκαίων στέρησιν και ούτω εκαθάρισαν τον εαυτόν των από όλα τα πάθη, διά μέσου της ησυχίας και της εν τη ησυχία πράξεώς τε και θεωρίας, επειδή κατά τονμέγαν Βασίλειον «η ησυχία εστίν αρχή καθάρσεως τη ψυχή» (επιστολ. α')· και ο αδελφός αυτού Νύσσης Γρηγόριος λέγει ότι «ησυχάζουσα ψυχή και των έξωθεν πραγμάτων απαλλαγείσα, ακριβέστερον των οικείων αγαθών, ή κακών επαισθάνεται». Και το μεν σώμα εκαθάρισαν από την εμπάθειαν, την δε ψυχήν από την ηδυπάθειαν, τον δε νουν από την προσπάθειαν, καθώς φιλοσοφεί ο θεηγόρος Μάξιμος.

Τοιουτοτρόπως, λοιπόν, με το μέσον της σωματικής, ψυχικής και νοεράς απαθείας ταύτης, ηξιώθησαν οι μακάριοι να γενώσιν έσοπτρα διαφανέστατα του Αγίου Πνεύματος και όργανα δεκτικά της εκείνου ενεργείας και του φωτισμού και της χάριτος, διακρίνοντες μεν τα δύσληπτα και απόρρητα, διορώντες δε τα πόρρω και μακράν γινόμενα, και προορώντες τα μήπω γενόμενα. Τί να πολυλογώ; Οι θείοι ούτοι Πατέρες και Όσιοι μένοντες εν τη ησυχία, έφθασαν εις το μέτρον της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού και εις την τελειότητα της προς Θεόν αγάπης, ήτις είναι η ακρότης όλων των αρετών· αγαπώντες τον Θεόν εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της δυνάμεως αυτών, και μόνοι μόνω τω Θεώ τοσούτον ενούμενοι, εις τρόπον ώστε άλλο τι δεν ευρίσκετο μεταξύ αυτών των αγαπώντων και του υπ’ αυτών αγαπωμένου Θεού· και μόνοι μόνον τον Θεόν, τοσούτον γινώσκοντες, ως κατά χάριν Θεοί, τον κατά φύσιν Θεόν ώστε, καθώς εγίνωσκεν αυτούς ο Θεός, ούτω και αυτοί αντιστρόφως εγίνωσκον τον Θεόν ώσπερ υψηγορεί ο Θεολόγος Γρηγόριος· «τοιούτοις δε γενομένοις, ως οικείοις ήδη προσομιλεί, (τολμά τι νεανικόν ο λόγος) Θεός θεοίς ενούμενός τε και γνω­ριζόμενος· και τοσούτον ίσως, όσον ήδη γινώσκει τους γινωσκομένους». (Λόγος εις το Πάσχα και εις τα Γενέθλια).

Αφ’ ού δε τοιουτοτρόπως εφάνησαν τέλειοι φύλακες της πρώτης εντολής, ήτοι της προς Θεόν αγάπης, τότε ηθέλησαν να φυλάξωσιν, ή μάλλον ειπείν να αποδείξουν ότι φυλάττουσι και την δευτέραν εντολήν της προς τον πλησίον αγάπης. Και δη, αφήσαντες την ησυχίαν, εκινήθησαν, άλλος μεν από εν Θεϊκόν και ουράνιον σημείον όπερ είδεν, άλλος δε, από άλλο· και όλοι ομού εθερμάνθησαν από μίανθείαν έμπνευσιν και από ένα θεοφιλή σκοπόν της των αδελφών αγάπης εις το νακτίσωσι Λαύρας, Ιερά Μοναστήρια, μονύδρια, Σκήτας, και Κελλία· εις τε τα βόρεια και νότια μέρη του Όρους και εις διάφορα άλλα μέρη αυτού, προς κατοικίαν και ανάπαυσιν εκείνων, όσοι φεύγουσι τας του κόσμου μέριμνας, έρχονται δε εδώ διά να ζήσωσι μοναχικήν ζωήν ομοίως εκινήθησαν και εις το να οικοδομήσωσιν εν τοις Μοναστηρίοις Ναούς θαυμαστούς, Ναούς παμμεγέθεις και ωραιοτάτους επ’ ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού· επ’ ονόματι της Παναχράντου Αυτού Μητρός και των Αγίων Αυτού, διά να δοξολογήται ακαταπαύστως εν αυτοίς ο των όλων Θεός· και φαίνεταί μοι ότι, μελετώντες να κτίσωσιν αυτά, έλεγεν εις τον εαυτόν του ο καθείς από τους τρισμακάριστους τούτους Πατέ­ρας το δαβιτικόν έκεινο, «ου δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου και τοις βλεφάροις μου νυσταγμόν και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις μου, έως ου εύρω τόπον τω Κυρίω, σκήνωμα τω Θεώ Ιακώβ».

Αφ’ ου δε ταύτα πάντα τα ευαγή και ιερά καταγώγια εκ θεμελίων ωκοδόμησαν ούτω, καθώς αυτά βλέπομεν έως της σήμερον, με μυρίους ιδρώτας και κόπους και πειρασμούς, με αδρότατα και βασιλικά έξοδα, με πολλάς οδοιπορίας και ποντοπορίας, με πολλούς κινδύ­νους και αυτής της ιδίας αυτών ζωής και με παράτασιν καιρών και χρόνων πολλών, ακολούθως εφρόντισαν οι φιλαδελφότατοι να προικίσωσιν αυτά με ιερά κειμήλια, με θησαυρούς τίμιων ξύλων και αγίων λειψάνων, με υποστατικά και μετόχια πλούσια και με άλλα κτήματα κινητά και ακίνητα, τόσον διά την ζωοτροφίαν και αυτάρκειαν των ενασκούμενων αδελφών, όσον και διά την υποδοχήν των πτωχών και ξένων και ασθενών, όσοι έρχονται εις αυτά.

Παρέδωσαν δε εις αυτά και νόμους και κανόνας και διατάξεις, πώς πρέπει να ζώσι και να πολιτεύωνται οι εν αυτοίς οικούντες μοναχοί, τόσον εν ταις εξωτερικαίς υπηρεσίαις και διακονίαις των Μοναστηρίων, όσον και εν ταις ιεραίς ακολουθίαις της Εκκλησίας, όπως αυταί αι διατάξεις σώζονται γεγραμμέναι εις τε τα τυπικά των αυτών Μοναστηρίων και εις τας διαθήκας των αυτών αγίων Πατέρων. Με τοιούτον τρόπον συνέστησαν και συνεκρότησαν τα Μονα­στήρια αυτά και τας Σκήτας και τα Κελλία, διά να είναι σχολεία πάσης αρετής, διά να μένωσι των εντολών του Θεού φυλακτήρια, πό­νων ασκητικών φροντιστήρια, αγγελικής πολιτείας εργαστήρια, των εν Παλαιστίνη και εν Αιγύπτω και Σινά και Θηβαΐδι παλαιών και αγίων Κοινοβίων μιμητήρια, των ξένων καταγώγια, των πτωχών καταφύγια, και όλων των χειμαζομένων από την ζάλην και τρικυμίαν του κόσμου λιμένες σωτηριώδεις και ακύμαντοι. Ούτω διά μέσου των ιερών τούτων Μοναστηρίων και θείων σεμνείων, ως διά δικτύων τινών ή διά δραστικωτάτου μαγνητισμού, ανέσυραν και εσαγήνευσαν οι όσιοι ούτοι από την θάλασσαν και ματαιότητα του κοσμικού βίου, όχι μόνον εκατοντάδας και χιλιάδας ανθρώπων, αλλά και μυ­ριάδας ολοκλήρους πατριαρχών, αρχιερέων, ιερέων, βασιλέων, συγκλητικών, ηγουμένων, αρχόντων, και παντός άλλου βαθμού και τάξεως ανθρώπων και ακόμη ολονέν τους ελκύουσιν εις το τάγμα και εις την αγγελικήν πολιτείαν των μοναχών. Τούτους άπαντας προσέφεραν και προσφέρουσι και θέλουσι προσφέρει σεσωσμένους εις τον Δεσπότην Χριστόν, ως τόσας θυσίας ευαρέστους, ζώσας και λογικάς και ως τόσα οψώνια καθαρά και γλυκύτατα, ώστε ο πρώην έρημος ούτος Άθως έγινεν ως πολυάριθμος πόλις από το πλήθος των εις αυτόν ευρισκομένων μοναχών και το Πηλούσιον όρος και το Γαλήσιον και ο Λάτρος και αυτό το Σίναιον όρος μικρά και ποταπά εφαίνοντο κατά την ποσότητα των μοναχών, συγκρινόμενα προς το Άγιον τούτο Όρος. Και διά να είπω με συντομίαν, ούτω διά μέσου των ιερών τούτων Μοναστηρίων και θείων καταγωγίων εφάνησαν οι θεοφόροι ούτοι πατέρες ότι είναι ακριβείς και τέλειοι φύλακες και της δευτέρας εντολής· και ηγάπησαν τον πλησίον, όχι μόνον ως εαυτούς, καθώς επρόσταζεν ο παλαιός νόμος, αλλά και υπέρ τον εαυτόν των, καθώς προστάζει η νέα διαθήκη του Ευαγγελίου· διά τούτο και καινήν και νέαν εντολήν ωνόμασεν ο Κύριος την εντολήν της προς αλλήλους αγάπης λέγων «Εντολήν καινήν δίδωμι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους·» και δεν στέκει έως εδώ, αλλά προσθέτει «καθώς ηγάπησα υμάς (δηλαδή υπέρ τον εαυτόν μου) ίνα και υμείς αγαπάτε αλλήλους».

Ας συμφωνώσιν όλοι εκείνοι οι μετά τον κατακλυσμόν άνθρωποι, όσον γιγαντιαίοι εις το σώμα, τόσον πυγμαίοι εις τον νουν, και ας ζητώσι να οικοδομήσωσι πύργον έως του ουρανού, διά να αφήσωσι το όνομά των αθάνατον. «Δεύτε και οικοδομήσωμεν πύργον, ου η κεφαλή έσται έως του ουρανού και ποιήσωμεν εαυτοίς όνομα». Ας κτίζη ο Φίλιππος την Φιλιππούπολιν, ο Αλέξανδρος την Αλεξάνδρειαν, ο Αδριανός την Αδριανούπολιν. Ας κατασκευάζωσιν όλοι οι άλλοι βασιλείς και σατράπαι και ηγεμόνες του κόσμου τους πυρα­μιδοειδείς οβελίσκους, τα κυκλικά τόξα και τους τεχνικούς ανδριάντας των και ας επιφημίζωσι τα ονόματά των επάνω εις τα ίδια των οικοδομήματα, καθώς λέγει ο Θείος Δαυίδ· «Επεκαλέσαντο τα ονό­ματα αυτών επί των γαιών αυτών». Αυτοί όλοι με τα πολυέξοδά των έργα αυτά, δεν ηδυνήθησαν να μείνωσιν αθάνατοι· και αν φημίζονται τα ονόματά των, φημίζονται μόνον εις την γην και εις μόνην την παρούσαν ζωήν, αλλ’ όχι και εις τον Ουρανόν και εις την μέλλουσαν ζωήν «ουκ εγγράφεται γαρ, λέγει ο μέγας Βασίλειος, ασεβών εν βίβλω ζωής, αλλά τη γη εναπομένει τα ονόματα.» (Ερμην. εις τον μη' Ψαλμ.) Τα δε ονόματα των θείων τούτων Πατέρων, με το μέσον των ιερών τούτων είκοσι Μοναστηρίων, εφημίσθησαν και φημίζονται και παντοτινά θέλουν φημίζεσθαι, όχι μόνον εις όλην την υδρόγειον σφαίραν του κόσμου, όχι μόνον έως του Ουρανού, καθώς εφαντάσθησαν οι πρώτοι εκείνοι γίγαντες, αλλά και υπεράνω του Ουρανού· και όχι μόνον εις το διάστημα της παρούσης ζωής, αλλά και της μελλούσης· διότι τα ονόματα τούτων εγράφησαν εις το βιβλίον της ζωής, ταυτόν ειπείν, της αθανασίας, και δεν θέλουσιν εξαλειφθή ποτέ, αλλά θέλουσι διαμένει αθάνατα εις όλον το απέραντον διάστημα του μέλλοντος αιώνος, «χαίρετε γαρ, φησίν, ότι τα ονόματα υμών εγράφη εν τοις Ουρανοίς».

Πρέπει το έργον των ενταύθα είκοσιν ιερών μοναστηρίων να ονομάζηται καιμεγαλοπρεπές· διότι, αν κατά τους ηθικούς φιλοσόφους, η εντελής ιδέα ενός μεγαλοπρεπούς έργου χαρακτηρίζεται ή από την μεγαλειότητα του εργαζομένουή από την μεγαλειότητα του έργου ή από την μεγαλειότητα του τέλους και του σκοπού, διά τον οποίον γίνεται, τις δεν βλέπει ότι και τα ιερά ταύτα μοναστήρια είναι πεπλουτισμένα και από τους τρεις όρους τούτους, εκ μέρους του εργαζομένου; Διότι οι θείοι ούτοι Πατέρες οι οποίοι τα έκτισαν, παρεκτός ότι πολλοί εξ αυτών ήσαν μεγαλοπρεπείς άνθρωποι και βασιλείς και βασιλέων υιοί και συγκλητικοί και βασιλέων υπογραφείς, ως ο Συμεών και ο Σάββας, οι κτίτορες της Χιλιανδαρίου και Βατοπαιδίου Μονής, Παύλος ο κτίτωρ της Μονής του Ξηροποτάμου και του αγίου Γεωργίου, Ιωάννης και Ευθύμιος οι της των Ιβήρων και Νεόφυτος ο της του Δοχειαρίου, προς τούτοις αυτοί ούτοι παρεκίνησαν και τους βασιλείς να εξοδεύσωσι μεγαλοπρεπώς εις την τούτων οικοδομήν, τους Κωνσταντίνους, λέγω, τους Νικηφόρους, τους Ρωμανούς, τους Αλεξίους, τους Καντακουζηνούς, τους Παλαιολόγους, τας Πουλχερίας και τους λοιπούς.

Αυτά είναι μεγαλοπρεπή από μέρους του έργου, διότι και τα μοναστήρια ταύτα διά την μεγαλειότητά των εν αυτοίς ναών και οικειών, των τε έσω και έξω, και διά τον μέγαν αριθμόν των εν αυτοίς κατοικούντων μοναχών, είναι τη αληθεία όντως μεγαλο­πρεπή και βασιλικά. Δεν βλέπετε και με τους ίδιους οφθαλμούς σας πως τα είκοσι ταύτα ιερά και μεγαλοπρεπή μοναστήρια, κατά σειράν ευρισκόμενα, τόσον εις το βόρειον όσον και εις το νότιον μέ­ρος του Όρους, στέκουσιν ως τόσα μεγάλα φρούρια και νυκτοφυλακτούσι πέριξ όλον τούτον τον τόπον, ως τόσα προπύργια οχυρώμα­τα, και φυλακτικαί ακροπόλεις προλαμβάνουσι πάντα πειρασμόν και ενόχλησιν, από θαλάσσης και ξηράς; Δεν βλέπετε πως οι εν τω μέσω του Όρους ευρισκόμενοι μοναχοί, πάντες υπό την σκεπήν των κύκλω μοναστηρίων φυλαττόμενοι, ζώσι και κοιμώνται ατάραχοι και ειρηνικοί;

Από δε του τέλους και του σκοπού, διά τον οποίον εκτίσθησαν, είναι τόσον μεγαλοπρεπή τα ιερά ταύτα μοναστήρια, εις τρόπον ώστε, όλα τα επτά λεγόμενα θαύματα του κόσμου, ο ναός της Αρτέμιδος εις την Έφεσον, η Πυραμίς του Χέοπος εις την Αίγυπτον, ο τάφος του Μαυσώλου εις την Καρίαν, οι Κρεμαστοί Κήποι της Βαβυλώνος, ο Κολοσσός της Ρόδου, ο πύργος του Φάρου εις την Αλε­ξάνδρειαν, το ελεφάντινον άγαλμα του Ολυμπίου Διός εν Ολυμπία και επί πάσι, το όγδοον θαύμα του κόσμου, το οποίον υπερέβη όλα τα επτά, το αμφιθέατρον του Ουσπεσιανού, όλα ταύτα, λέγω, τα με­γαλοπρεπή θαύματα, αν και ενομίσθησαν εις τας φαντασίας των ανοήτων ανθρώπων ότι υπερβαίνουσι τα όρη και σκεπάζουσι τους ορίζοντας, συγκρινόμενα όμως προς το μεγαλοπρεπές και θεϊκόν τέ­λος τούτων των ιερών μοναστηρίων, φαίνονται εις τους φρονίμους ή ως φωλεαί έρημοι πτηνών ή ως κρημνώδη χαλάσματα και ερείπια, εις τα οποία έχουσι το βασίλειόν των οι νυκτοκόρακες, οι ποντικοί και αράχναι και άλλα κνώδαλα και ζωύφια· επειδή το τέλος μεν εκείνων εστάθη η ματαία φιλοδοξία, η οποία ανθεί και απανθεί πα­ρόμοια με τα άνθη του έαρος, το τέλος δε τούτων των ευαγών μονα­στηρίων εστάθη η παντοτεινή δόξα του Θεού και η παντοτεινή ωφέλεια και σωτηρία ψυχών αΰλων, ψυχών αθανάτων· και μιας μόνης εξ αυτών, όχι τα επτά θαύματα του κόσμου, όχι τα οκτώ, αλλά όλος ο αισθητός ούτος και ορώμενος κόσμος δεν είναι αντάξιος· «ουκ έστι σταθμός πας άξιος ψυχής εγκρατούς».

Τί λέγω; το εξαίρετον τέλος των μοναστηρίων τούτων και το κατ’ εξοχήν αποτέλεσμα και ο ευωδέστατος καρπός, εστάθησαν όλοι οι σήμερον εορταζόμενοι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες όλου κοινώς του αγίου Όρους, οι ονομαστοί και ανώνυμοι, οι εν τοις Κοινοβίοις και οι εν ησυχία, τοις Κελλίοις και ταις σκήταις ευαρεστήσαντες τω Κυρίω και αγιάσαντες. Λέγω δε καρπόν των ιερών μοναστηρίων τους μοναστάς και ησυχαστάς, καθότι υπό την σκέπην και φροντίδα των μοναστηρίων ήσαν και οι έξω ησυχάζοντες τω τότε καιρώ...

Τοιουτοτρόπως μεν οι θεοφόροι Πατέρες και άγιοι ηγάπησαν και εδόξασαν τον Θεόν επί γης με την ισάγγελον αυτών πολιτείαν και τα θεάρεστα αυτών κατορθώματα και αμοιβαίως ηγαπήθησαν και εδοξάσθησαν παρά Θεού και εν τη γη και εν τω ουρανώ, και ζώντες και μετά θάνατον, με τας αναβλύσεις των μύρων, με τας ευωδίας των λειψάνων, με τα υπερφυσικά θαύματα, τα οποία ενήργησε δι’ αυτών και ενεργεί πάντοτε ο των αγίων Θεός, και με την απόλαυσιν όλων εκείνων των ουρανίων και αιωνίων αγαθών «α οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν». Και τώρα συγχορεύουσιν εν Ουρανοίς με τας τάξεις των Αγγέλων, με τους χορούς των Πατριαρχών, των Προφητών, των Αποστόλων· οι Ιεράρχαι με τους Ιεράρχας· οι Όσιοι με τους Οσίους· οι Ομολογηταί με τους Ομολογητάς· οι Οσιομάρτυρες και οι Ιερομάρτυρες με τους Οσιομάρτυρας και τους Ιερομάρτυρας· Θεόν ορώντες πρόσωπον προς πρόσωπον και ορώμενοι και φωτιζόμενοι παρά του Θεού, ον εκ ψυχής ηγάπησαν, με την τρανοτέραν γνώσιν και τελειοτέραν έλλαμψιν της αυτού θεότητος, την οποίαν Βασιλείαν Ουρανών ονομάζει ο θεολό­γος Γρηγόριος. Ημείς δε οι των τοιούτων αγίων πατέρων ευτελείς υιοί και διάδοχοι, με ποίον τρόπον δυνάμεθα να ευαρεστήσωμεν τω Θεώ και να επιτύχωμεν της ποθουμένης σωτηρίας, διά την οποίαν αφήσαμεν τον κόσμον και ήλθομεν εδώ εις το Όρος τούτο; Εγώ να σας ειπώ· αν πιστώς ακολουθώμεν το παράδειγμα της εναρέτου ζωής και πολιτείας των οσίων τούτων και αν επιμελώμεθα να φυλάττωμεν απαρασαλεύτως τους νόμους και κανόνας και τύπους της μο­ναχικής πολιτείας, όσους παρέδωκαν εγγράφως εις ημάς οι τρισμακάριοι ούτοι όσιοι...

Εάν ταύτα πάντα φυλάττωμεν, αδελφοί, θέλομεν έχει προς τον Θεόν παντοτεινούς πρεσβευτάς τους σήμερον εορταζομένους αγίους Πατέρας και βοηθούς και υπερμάχους μεν εν τη παρούση ζωή και εν τη μελλούση· και αληθώς έχομεν να καυχώμεθα ότι είμεθα ημείς μεν τέκνα αυτών, αυτοί δε Πατέρες ημών, διά την ομοίωσιν ην έχουσι τα έργα ημών προς τα έργα των, καθώς είπεν ο Κύριος προς τους Ιουδαίους «Ει τέκνα του Αβραάμ ήτε, τα έργα του Αβραάμ εποιείτε αν». Εάν ταύτα πάντα φυλάττωμεν και εν μετανοία την ζωήν ημών τελειώσωμεν εις τούτον τον ιερόν τόπον, θέλομεν αποκτήσει προς τούτοις απροσμάχητον προστάτιν και βοηθόν, αυτήν την Κυ­ρίαν και Έφορον του Αγίου Όρους, την Δέσποιναν ημών Θεοτό­κον, ήτις θέλει μας συστήσει εις τον Υιόν της και θέλει ζητήσει παρ’ Αυτού την άφεσιν των αμαρτιών ημών, καθώς υπεσχέθη μόνη της η αψευδής Μήτηρ του Θεού, ως προείπομεν.

Αλλ’ ώ μακαριώτατοι Θείοι Πατέρες· οι Όσιοι και Ιεράρχαι· οι Ομολογηταί και Οσιομάρτυρες και Ιερομάρτυρες· οι Μυροβλύται και θαυματουργοί· οι επίγειοι Άγγελοι και ουράνιοι άνθρωποι, οι του Αγίου Όρους πολιούχοι και οικισταί, και μετά την Θεοτόκον προστάται ημών και ευεργέται και έφοροι· οι εν σαρκί τους ασάρκους νικήσαντες δαίμονας· πάντων των Αγιορειτών όντες στέφανος και δόξα και καύχημα· η βασιλική και τροπαιοφόρος παράταξις της Βασιλίσσης των Ουρανών Θεοτόκου· τα μυρίπνοα άνθη και τα αγλαόκαρπα δένδρα του νοητού τούτου Παραδείσου της Αειπαρθένου· οι αέναοι ποταμοί των θείων και πνευματικών χαρισμάτων, δέξασθε το παρόν εφύμνιον το οποίον σας προσφέρει όλη ομού η κοινότης του Αγίου Όρους, το υμέτερον ποίμνιον, ως εδέξατο ο Κύ­ριος τα δύο λεπτά της χήρας. Και την κοινήν ταύτην και καινήν εορτήν υμών και πανήγυριν, ην όλοι κοινώς επιτελούμεν, εναγκαλίσασθε, θειότατοι, ως οσμήν ευωδίας, και ως θυσίαν ευπρόσδεκτον. Τί γαρ άλλο να πράξωμεν, ίνα δείξωμεν, το δυσέκτιτον χρέος, όπερ έχομεν προς υμάς τους ευεργέτας ημών διά τας πολλάς και μεγάλας ευεργεσίας και χάριτας, ων απηλαύσαμεν και απολαύομεν και θέλο­μεν απολαύει διά βίου παρ’ υμών; Ναι, το ομολογούμεν ότι ημείς διά τας αμαρτίας ημών δεν είμεθα άξιοι να κατοικώμεν τον άγιον τούτον τόπον και να ονομαζώμεθα υιοί σας, αλλά σεις, διά την χρηστότητά σας, μην αρνηθήτε να είσθε πατέρες ημών. Διά τούτο μετά θάρρους παρακαλούμεν υμάς άπαντας, ημείς άπαντες, να μας ενδυναμώνητε, ώστε να μιμώμεθα, όσον το δυνατόν, και ημείς την ιδικήν σας ζωήν και τα έργα σας. Και εις μεν την παρούσαν ζωήν, δεόμεθα υμών, ίνα σκέπητε και διαφυλάττητε τα ιερά ταύτα Μοναστήρια και Σκήτας και Κελλία και πάντας ημάς τους εν αυτοίς κατοικούντας από πάσης ανάγκης και επηρείας των ορατών και αοράτων εχθρών, εις δε την μέλλουσαν να μας αξιώσητε διά των πρεσβειών σας να απολαύσωμεν της ουρανίου μακαριότητος και ημείς μεθ’ υμών, ει και μέγα εστί το αιτούμενον ημείς οι υιοί, μετά των πατέρων υμών· ημείς τα ποίμνια μετά των ποιμένων υμών· ημείς οι μαθηταί μετά των διδασκάλων υμών· ίνα έχητε λέγειν και υμείς προς Θεόν το αποστολικόν εκείνο «Ιδού ημείς και τα παιδία, α ημίν έδωκας, Κύριε». Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


(18ος - 19ος αιών - Από την «Ακολουθία των Οσίων Αγιορειτών Πατέρων». Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον")