† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 12 Μαρτίου 2023

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ Β' ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ 2023 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

IMG 5740

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

            Στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀκούσαμε ὅτι σὲ κάποιο σπίτι ὅπου κήρυττε ὁ Κύριός μας εἶχε συγκεντρωθεῖ τόσο μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων, ὥστε νὰ μὴν χωροῦν οὔτε στὸν χῶρο κοντὰ στὴν ἐξώπορτα. Ξαφνικά, ἔγινε μικρὴ ἀναταραχὴ καὶ τὸ κήρυγμα διακόπηκε. Τέσσερεις ἄνδρες, ἔχοντας ἀκούσει γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Ἰησοῦ στὴν περιοχή τους, βρῆκαν τὴν εὐκαιρία νὰ μεταφέρουν σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπό τους, ὁ ὁποῖος ὑπέφερε ἀπὸ σωματικὴ παραλυσία καὶ ἦταν κατάκοιτος. Φτάνοντας στὸ σπίτι, εἶδαν ὅτι ἦταν ἀδύνατο νὰ μποῦν μέσα ἐξαιτίας τοῦ πλήθους. Τίποτα, ὅμως, δὲν εἶναι ἀδύνατο ὅταν ὑπάρχει πίστη στὸν Θεὸ, θέληση καὶ ἀγάπη. Αὐτὰ τὰ τρία μαζὶ ξεπερνοῦν κάθε ἐμπόδιο. Ἔτσι ἔγινε καὶ στὴν περίπτωση τῶν τεσσάρων ἀνδρῶν. Ἀγαποῦσαν καρδιακὰ τὸν παραλυτικό, ἤθελαν τὴν ἄμεση θεραπεία του καὶ εἶχαν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴ δύναμη τοῦ Θεανθρώπου. Μὲ αὐτὰ τὰ ἐφόδια ἀνέβηκαν πάνω στὴ στέγη, τὴν ἄνοιξαν καὶ κατέβασαν ἀπὸ τὴν στέγη τὸν ἀσθενῆ. Εἶδε ὁ Κύριός μας τὸ ψυχικὸ μεγαλεῖο τους καὶ εἶπε στὸν ἄρρωστο: «παιδί μου, σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες». Ἤθελε νὰ τονίσει μέσα ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια τὴν ψυχοσωματικὴ λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὅτι αἰτία τῆς σωματικῆς ἀσθένειάς του ἦταν οἱ ἁμαρτίες, ἡ ἀσθένεια τῆς ψυχῆς του. Ὡστόσο, ἦταν ἐκεῖ μία μερίδα Φαρισαίων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τὴν συνήθεια νὰ ἐξετάζουν λεπτομερέστατα τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, προκειμένου νὰ βροῦν κάτι γιὰ νὰ τοῦ ἐπιτεθοῦν. Αὐτὴ ἡ συνήθεια κρατάει ὡς τὶς μέρες μας ἀπὸ σύγχρονους Φαρισαίους. Ξεσηκώθηκαν, λοιπόν, οἱ ὑποκριτὲς καὶ εἶπαν στὸν Ἰησοῦ ὅτι βλασφημεῖ, διότι μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες. Νόμισαν ὅτι παγίδεψαν τὸν Κύριό μας καὶ χάρηκαν ποὺ βρῆκαν τέτοια κατηγορία ἐναντίον του. Ἡ χαρὰ τους ἀνατράπηκε καὶ ἔγινε μάλλον θλίψη, ὅταν ὁ Χριστὸς εἶπε: «Γιὰ νὰ δεῖτε ὅτι ἐξουσία ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ συγχωρεῖ στὴ γῆ ἁμαρτίες –λέγει στὸν παράλυτο- σήκω καὶ πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου». Τὰ χρόνια δεσμὰ τῆς παραλυσίας λύθηκαν ἀμέσως μὲ τὴ θεϊκὴ προσταγή. Δὲν χρειάσθηκε οὔτε κὰν λίγος χρόνος γιὰ ἀνάρρωση. Καὶ ὄχι μόνο σηκώθηκε νὰ περπατήσει, ἀλλὰ σήκωσε καὶ τὸ κρεβάτι του πλήρως θεραπευμένος. 

             Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἀνθρώπους σὰν ἐκείνους τοὺς τέσσερεις ἄνδρες. Ἀναρωτιέστε πού θὰ τούς βρεῖ; Εἶναι ὅσοι ἀκοῦνε αὐτὸ τὸ εὐαγγελικὸ μήνυμα. Εἴμαστε ὅλοι ἑμεῖς. Εἶστε ὅλοι ἐσεῖς. Ἔχετε μέσα σας -δοσμένη ἀπὸ τὸν Κύριό μας- τεράστια ψυχικὴ δύναμη, τόση ὥστε νὰ μπορεῖτε νὰ ἀναστήσετε τὴν ταλαίπωρη κοινωνία μας, ἐπιστρέφοντάς την στὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, ὅμως, πρέπει αὐτὴ τὴν ἐσωτερικὴ δύναμη νὰ τὴν βγάλετε πρὸς τὰ ἔξω. Πάρτε ὡς παράδειγμα τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μετέφεραν τὸν παράλυτο. Βγῆκαν ἀπὸ τὸ ἐγώ τους καὶ στράφηκαν στὴ βοήθεια τοῦ ἀδελφοῦ τους ποὺ εἶχε ἀνάγκη. Τὸν ἀγάπησαν καὶ ἔγιναν θυσία γιὰ αὐτὸν διότι εἶχαν πίστη στὸν Θεό. Ἡ θυσία τους εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ὁ παράλυτος νὰ ἀρχίσει νὰ περπατᾶ πρὸς δόξαν Θεοῦ. 

            παναλαμβάνω καὶ τὸ τονίζω: ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ νὰ θυσιασθοῦν ὑπὲρ αὐτῆς. Ἔτσι μόνο θὰ προχωρήσει μπροστά, ἁγιάζοντας ψυχές. Βλέποντας Ἐνορίες νὰ μένουν ἀλειτούργητες, Μοναστήρια νὰ κλείνουν τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο ἀπὸ λειψανδρεία, βλέποντας τὰ ἀναλόγια -ἀς μοῦ ἐπιτραπεῖ ἡ ἔκφραση- νὰ ἀραχνιάζουν καὶ τὰ παιδιά μας νὰ μὴν πατάνε οὔτε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, πρέπει ἐπιτέλους νὰ ἀναλάβει ὁ καθένας τὶς εὐθύνες του. Δὲν εἴμαστε θεατὲς στὰ τῆς Ἐκκλησίας. Εἴμαστε μέλη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καὶ εἰδικὰ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ποὺ τὸ σῶμα ταλαιπωρεῖται ἀπὸ τὴ λειψανδρεία, δὲν γίνεται τὰ μέλη νὰ μένουν ἀμέτοχα. 

            Σήμερα, Β’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ἡ Ἐκκλησία προβάλλει τὸ παράδειγμα τοῦ μεγάλου ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Στὸν καιρό του, ἡ Ἐκκλησία μαστιζόταν ἀπὸ μία αἵρεση. Ἕνας οὐνίτης ὀνόματι Βαρλαὰμ καὶ μερικοὶ λόγιοι σύντροφοί του, κορόιδευαν ἐκείνους ποὺ προσπαθοῦσαν μέσῳ τῆς ἄσκησης νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Θεό. Οἱ ἴδιοι θεωροῦσαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ τὸν προσεγγίζει μέσῳ τῆς φιλοσοφίας. Αὐτὴ ἡ αἱρετικὴ ὀμάδα ἔκανε κάτι φρικτό: θέλησε νὰ ὑποβιβάσει τὸν χριστιανισμὸ στὸ ἐπίπεδο τῆς ἰδεολογίας. Πράγματι, ἄν δὲν ὑπάρχει ἕνωση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, τότε ὁ χριστιανισμὸς καταντᾶ μία καλὴ ἰδεολογία ποὺ κάνει τοὺς ἀνθρώπους καλοὺς καὶ ἠθικούς. Καλὸς καὶ ἠθικός, ὅμως, μπορεῖ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος καὶ μέσα ἀπὸ ἄλλες ἰδεολογίες. 

            Τί ἔκανε, ὅμως, ὁ Μέγας Γρηγόριος; Ἔγινε θυσία γιὰ νὰ στερεωθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία. Μέσα ἀπὸ τὰ συγγράμματά του καὶ τὶς συνόδους ποὺ συνεκάλεσε, διακήρυξε περίτρανα ὅτι ὁ χριστιανισμὸς δὲν εἶναι φιλοσοφίες, ἀλλὰ τρόπος ζωῆς, εἶναι βίωμα ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο ὄχι ἁπλῶς καλὸ ἤ ἠθικό, ἀλλὰ ἅγιο. Τόνισε ὅτι τὸν Θεὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν προσεγγίσουμε μέσῳ τῆς φιλοσοφικῆς σκέψης, ἀλλὰ ἀποκαλύπτεται στὸν χριστιανὸ ποὺ ἔχει καθαρὴ καρδιά. Αὐτὴ ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη ἔρχεται μέσα ἀπὸ τὴν ἄσκηση, δηλαδή, τὴν νηστεία, τὴν ἀγρυπνία καὶ τὴν προσευχή. Ἡ Κάθαρση ὁδηγεῖ στὸν Φωτισμὸ τοῦ νοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο νὰ βρίσκεται σὲ συνεχῆ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό. Τέλος, τὸν Φωτισμὸ ἀκολουθεῖ ἡ ἐμπειρία τῆς Θέωσης, ἡ θέα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴν κορυφὴ τῆς πνευματικῆς ζωὴς καὶ τὸν σκοπὸ τοῦ κάθε ὀρθοδόξου χριστιανοῦ. 

            Εἴμαστε εὐγνώμονες στὸ ἱερὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, διότι ἀνέλαβε τὴν εὐθύνη καὶ ὑπηρέτησε τὴν Ἐκκλησία ὅταν τὴν ἔβλεπε νὰ κινδυνεύει. Ἄν ἔμενε ἐπαναπαυμένος στὸ κελί του, οἱ συνέπειες θὰ ἦταν τραγικές. Νὰ ἔχουμε τὴν εὐχὴ καὶ τὴν πρεσβεία του, ὥστε καὶ ἑμεῖς νὰ ἀναλάβουμε τὶς εὐθύνες, νὰ ἀφήσουμε στὴν ἄκρη τὰ προσωπικά μας θελήματα καὶ νὰ ἀκολουθήσουμε τὴν ὁδὸ τῆς Κάθαρσης, τοῦ Φωτισμοῦ καὶ τῆς Θέωσης. Ἀμήν! 

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2023

ΓΙΑ ΤΗΝ ΝΗΣΤΕΙΑ (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)

  


Ποιός δὲν γνωρίζει ὅτι ὁ ἐγκρατὴς βίος εἶναι ὠφελιμώτατος σέ ψυχὲς καὶ σώματα μαζί; Ἐπειδὴ οἱ περισσότεροι τὸ γνωρίζουν καὶ μάλιστα καλά, ἀλλὰ ἡ ἐπιθυμία καὶ ὁ θυμὸς ἐπικρατοῦν τῆς καλῆς γνώσεως, γι’ αὐτὸ σᾶς προσφέρομε τὴν παρηγοριὰ τοῦ λόγου, γιὰ νὰ σᾶς ἀνυψώσουμε, ὥστε ἐπάνω στὸν ὀρθὸ λογισμὸ νὰ ἐπιθέσωμε τὴν πρᾶξι τοῦ ἀγαθοῦ, διότι αὐτὴ ἐπιφέρει τὸ ἀγαθὸ τέλος. «Δὲν εἶναι οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου». Ἄς ἐπιληφθοῦμε λοιπὸν καὶ μὲ ἔργα, ἀδελφοί, τοῦ καλοῦ τῆς νηστείας καὶ τοῦ ἀγαθοῦ τῆς ἐγκρατείας, ποὺ προσφέρει αὐτὴ ἡ εὐλογημένη περίοδος τῆς Τεσσαρακοστῆς. Ἡ νηστεία καὶ ἡ ἐγκράτεια ἁγνίζουν τὸ σῶμα καὶ κάνουν καθαρὴ καὶ ἀνέφελη τὴν διάνοια. Διπλὸ περιτείχισμα εἶναι ἡ νηστεία καὶ ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ ψυχὴ βρίσκεται σὲ ἀσφάλεια καὶ εἰρήνη.

Ὅμως, ὁ πολέμιος τῆς σωτηρίας μας, ὁ διάβολος, ἐπιχειρεῖ ποικιλοτρόπως ν’ ἀχρειώση τὴν νηστεία καὶ τὴν προσευχὴ αὐτῶν τῶν σαράντα ἡμερῶν. Διότι ὑπάρχει ἀδελφοί μου καὶ ἄλλος κορεσμὸς καὶ μέθη πονηρά, ποὺ δὲν προέρχεται ἀπὸ τὰ φαγητά, οὔτε ἀπὸ τὰ ποτὰ κι ἀπὸ τὴν ἀπόλαυση τούτων, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ὀργὴ καὶ τὸ μῖσος πρὸς τὸν πλησίον καὶ τὴν μνησικακία, καθὼς καὶ ἀπὸ τὰ κακὰ ποὺ γεννῶνται ἀπὸ αὐτά. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ προφήτης Ἡσαΐας λέγει: «ἀλλοίμονο σ’ αὐτοὺς ποὺ μεθοῦν χωρὶς κρασί», καὶ ὁ ἴδιος πάλι: «μὴ νηστεύετε γιὰ μάχες». Ἀλλὰ καὶ πρὸς αὐτοὺς ποὺ νηστεύουν ἔτσι λέγει σὰν ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου: «ἂν κάμψετε τὸν λαιμό σας σὰν κρῖκο, καί πάλι δὲν θὰ εἶναι δεκτὴ μ’ αὐτὸ ἡ νηστεία σας καὶ ὅταν ἐκτείνετε τὰ χέρια σας πρὸς ἐμένα, θ’ ἀποστρέψω τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀπὸ σᾶς». Αὐτὴ λοιπὸν τὴν ἀπὸ τὸ μῖσος μέθη τὴν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο αἰτία τῆς θείας ἀποστροφῆς, ἐπιχειρεῖ ὁ διάβολος νὰ ἐμβάλη στοὺς προσευχομένους καὶ νηστεύοντας. Φέρνει στὴν μνήμη τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων, ταράσσει τοὺς λογισμοὺς καὶ ὀξύνει τὴν γλῶσσα ἐναντίον τους.

Ἀλλ’ ἐμεῖς ἀδελφοί, τὸν καιρὸ τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς ἄς μὴ τὸν ἀφήσουμε ὡς λάφυρο στὸν ἐχθρό, κρατῶντας γιὰ τὸν ἑαυτό μας μόνο τὸν κόπο καὶ τὴν καταδίκη. Ἄς προσέξουμε κι ἄς φοβηθοῦμε τὸν κίνδυνο, διότι ὕπουλα μᾶς παγιδεύει καὶ ἀντὶ ἁγιασμοῦ κερδίζουμε τὴν κακία. Ἀπὸ τὴν ψυχή μας ἄς ἀφήσουμε -ἂν ἀληθινὰ ἔχωμε ἤ νομίζωμε ὅτι ἔχομε- κάτι ἐναντίον κάποιου καὶ ἄς δοθοῦμε ὁλοκληρωτικὰ στὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐσπλαγχνία. Εἶναι καιρὸς ἀγαθοεργίας καὶ ἐφαρμογῆς τῆς εὐαγγελικῆς ἀγάπης. Ἂν θέλωμε νὰ νηστεύωμε τὴν ἐπαινετὴ καὶ ἄψογη νηστεία, ἄς δείχνουμε βαθιὰ κατανόηση ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον, συλλογιζόμενοι καὶ σκεπτόμενοι μέσα μας καλὰ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον μόνον γίνονται καὶ τὰ αἰτήματά μας πρὸς τὸν Θεὸν εὐπρόσδεκτα καὶ τότε μόνον μποροῦμε νὰ λέγωμε πρὸς Αὐτὸν μὲ παρρησία: «Πάτερ, ἄφησέ μας τὶς ὀφειλές μας, ὅπως κι ἐμεῖς τὶς ἀφήνομε στοὺς ὀφειλέτας μας».

Ἄλλος τρόπος τοῦ πονηροῦ ποὺ καθιστᾶ ἀνωφελῆ τὸν κόπο τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς εἶναι τὸ νὰ μᾶς πείθη νὰ τὰ πράττουμε γιὰ κενοδοξία καὶ πρὸς ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ παραγγέλει ὁ Κύριός μας: «εἴσελθε στὸν προσωπικό σου χῶρο, κλεῖσε τὴν θύρα σου, προσευχήσου στὸν Πατέρα σου κι Ἐκεῖνος πού βλέπει τὰ κρυπτὰ θὰ σοῦ τὸ ἀποδώση στὰ φανερά». Τὰ λέγει δὲ αὐτὰ ὄχι γιὰ νὰ ἐγκαταλείψουμε τὶς Συνάξεις καὶ τὶς προσευχὲς στὸν Ναό, ἀλλὰ μ’ αὐτὸ ὁ Κύριος μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ ἰδιαίτερη προσευχή μας στοὺς οἴκους καὶ στοὺς κοιτῶνες ἀκόμη, ἐνισχύει τὴν προσευχὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ ἡ ἐσωτερικὴ προσευχὴ κατὰ διάνοιαν ἐνισχύει τὴν διὰ τῶν χειλέων στὸν Ναό. Διότι ἐκεῖνος πού προσεύχεται μόνον ὅταν ἔλθη στὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν φροντίζει γιὰ τὴν προσευχὴ στὸν οἶκο καὶ στοὺς δρόμους καὶ στὶς ἀγορές, στὴν πραγματικότητα δὲν προσεύχεται οὔτε ὅταν εὑρίσκεται στὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ. Προσευχόμενοι δὲ καὶ νηστεύοντες νὰ περιφρουροῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ κρυπτώμεθα ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ μὴ στερηθοῦμε τοῦ μισθοῦ. Λέγει δὲ νὰ ἀλείφωμε τὴν κεφαλή μας καὶ νὰ νίπτωμε τὸ πρόσωπο, ὥστε ν’ ἀποφύγωμε τὸν ἀνθρώπινο ἔπαινο. Ἐὰν δὲ χαρακτηρίση κανεὶς ἀλληγορικῶς τὸν νοῦν ὡς κεφαλὴ τῆς ψυχῆς, τότε ἔχει τὸ ἑξῆς νόημα: Εἶναι καλὸν ὅταν νηστεύωμε νὰ ἀλείφωμε τὴν κεφαλὴν μὲ ἔλαιον, δηλαδὴ νὰ καθιστοῦμε τὸν νοῦ μας ἐλεήμονα καὶ νὰ νίπτωμε τὸ πρόσωπό μας, δηλαδὴ νὰ εἴμεθα καθαροὶ ἀπὸ θυμό, πονηρία καὶ ἀκάθαρτους λογισμούς.

Τέτοια νηστεία ὄχι μόνον φυγαδεύει τὰ πάθη καὶ τοὺς δαίμονες, ἀλλὰ καὶ συγκαταλέγει τοὺς νηστεύοντας στοὺς ἀγαθοὺς ἀγγέλους, διότι τότε οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μᾶς φυλάττουν, μᾶς βοηθοῦν καὶ συμπράττουν μαζί μας. Ἡ δὲ νηστεία ποὺ δὲν εἶναι τέτοια καὶ δὲν ἐκτελεῖται μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἔχει συγγένεια μᾶλλον πρὸς τοὺς πονηροὺς δαίμονες, διότι αὐτῶν ἡ ἀσιτία συνοδεύεται ἀπὸ ὀργὴ καὶ μῖσος, ἀπὸ ὑπερηφάνεια καὶ ἀντίθεση πρὸς τὸν Θεόν.

Ἀλλ’ ἐμεῖς, ἀδελφοί, ὡς δοῦλοι γνήσιοι τοῦ ἀγαθοῦ Δεσπότου, Ἐκεῖνον μόνο νὰ δουλεύωμε μὲ καθαρὰ καρδία καὶ γενόμενοι εὐάρεστοι ἐνώπιόν Του, ν’ ἀποκομίσωμε τὴν εὐλογία Του πρὸς ἁγιασμὸν καὶ σωτηρίαν μας. Ἀμήν.

(Ἱστοσελίδα «Ἁγιορειτικά», στήλη «Πατερικὰ κείμενα», μὲ ἐπεξεργασία ἡμετέρα)

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023

ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΛΩΝΗ ΖΑΚΧΑΙΟΥ (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς)



 1. Πρωτύτερα ἐπήραμε ἀφορμὴ ἀπὸ τὶς διηγήσεις τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ περὶ τῆς  τῶν λεπρῶν καὶ τυφλῶν κατὰ τὸσῶμα γιὰ τὴν πνευματικὴ ὁμιλία πρὸς τὴν ἀγάπη σαςΣήμερα θέμα θὰ ἔχωμε τὸν κατὰ τὴν ψυχὴ τυφλὸ Ζακχαῖο πού κατοικοῦσεστὴν Ἱεριχῶ καὶ τὴν ἀναβλεψὶ του καταὐτήν.


Εἶναι δὲ μεγάλο τὸ σχετικὸ μὲ αὐτὸν θαῦμα καὶ ὄχι μικρότερο ἀπὸ τὰ σχετικὰ μἐκείνουςΔιότι καὶ αὐτὸς εἶχε σκοτεινούς τουςἐσωτερικοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδιᾶς, ὅπως ὁ τυφλὸς ἐκεῖνος εἶχε σκοτεινούς τους ὀφθαλμοὺς τῆς ἔξω ἀπὸ τὸ πρόσωπο μορφῆς·ἀφοῦ οὔτε αὐτὸς δὲν μποροῦσε κατὰ τὴ διὴγησι νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ, ἀπαλλάχθηκε δὲ καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸ σκότος τοῦ νοῦ μὲ μόνο τὸ λόγοἐκείνου πού καὶ στὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου μὲ μόνο τὸ λόγο συνέστησε τὸ φῶς καὶ κατηύγασε ὅλη τὴν αἰσθητὴ κτίσι. Ὅπως δηλαδὴ τότε, πρὶν νὰ εἰπῆ ὁ Θεός, «ἂς γίνη φῶς, κι' ἔγινε φῶς», ὑπῆρχε σκότος ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἄβυσσο, ἔτσι καὶ τώρα, πρὶν νὰ εἰπῆ πρὸς τὸν Ζακχαῖο ὅτι «σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸν οἶκο σου», τὸ δεινὸ σκότος τῆς φιλαργυρίας ἦταν καθισμένο ἐπάνω στὴν ψυχὴ τούτου,ἐνῶ ἡ διάνοιά του ἦταν ὁπωσδήποτε παραχωμένη μαζὶ μὲ τὸ χρυσὸ σὲ σκοτεινοὺς τόπους, ὅπου θησαυρίζεται ἀπὸ τοὺς φιλαργύρουςὁ χρυσὸς καὶ ἄργυρος.


2. Ἂς ἰδοῦμε λοιπὸν τὰ σχετικὰ μὲ αὐτὸν κατὰ τὴ διήγησι«Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁ Ἰησοῦς ἀφοῦ εἰσῆλθε διερχόταν τὴν Ἱεριχώ. Ποιὸν ἐκεῖνο καιρό; Ὅταν ἐκαθάρισε τοὺς λεπρούς, ὅταν ἐφώτισε τοὺς τυφλούς, ὅταν διὰ τῆς σχετικὰ πρὸς αὐτοὺς φήμης μαζὶ μὲπολλοὺς ἄλλους προσείλκυσε καὶ τὸν Ζακχαῖο πρὸς τὸν πόθο τῆς θέας του. «Ἀφοῦ λοιπὸν εἰσῆλθε ὁ Ἰησοῦς διερχόταν τὴν Ἱεριχῶ»•ὄχι δὲ μόνο τὴν Ἱεριχώ, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἰουδαία διερχόταν ὁ Κύριος, καὶ τὴ Γαλιλαία καὶ γενικῶς τὴ γῆ. Διότι δὲν ἦλθε ἐδῶ γιὰ νὰπαραμείνη σωματικῶς, ἂν καὶ ἔλαβε τὸ σῶμα σὰν τὸ δικό μας ὑπὲρ ἠμῶν, ὅπως εὐδόκησε, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ διέλθη κι' ἀνεβῆ πρὸς τὸν οὐρανὸ ἀπὸ ὅπου κατῆλθε, ἀνεβάζοντας μαζὶ καὶ τὸ δικό μας φύραμα καὶ τοποθετώντας τὸ ἐπάνω ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία•ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν καιρὸ τῆς διδασκαλίας διερχόταν περιοδεύοντας ὅλο τὸν τόπο τῆς Παλαιστίνης. Ὅπως δηλαδὴ στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας συνήγαγε σ' ἕνα δίσκο ὅλο τὸ φῶς τῆς ἡμέρας καὶ ἔκαμε βασιλέα της τὸν ἥλιο, δὲν τὸν ἄφησε δὲ νὰ στέκεται, ἀλλὰ τὸνἔκαμε νὰ περιπολῆ• ἔτσι, συνάπτοντας τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος μὲ τὸ σῶμα καὶ παρουσιάζοντας τὸν ἑαυτὸ τοῦ βασιλέα τοῦπαντὸς πραγματικὰ ἐπίγειο καὶ ἐπουράνιο, ὁρατὸ καὶ ἀόρατο, ἀρκτὸ καὶ ἀΐδιο, δὲν ἐδέχθηκε νὰ κάθεται ἐπάνω σ' ἕνα τόπο, ἀλλ' εὐδόκησε νὰ περιέρχεται ἕως ὅτου ἀπεργασθῆ σωτηρία μόνιμη καὶ ἀδιάκοπη στὸ μέσο τῆς γῆς, καθὼς προανήγγειλε ὁ Δαβὶδ λέγοντας, «ὁ Θεὸς ὁ πρὸ αἰώνων βασιλεύς μας, ἀπεργάσθηκε σωτηρία στὸ μέσο τῆς γῆς»• διότι αὐτὴν τὴν σωτηρία ἐπετέλεσε ὁΚύριος περιερχόμενος. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἥλιος δὲν περιπολεῖ γενικῶς ὅλον τὸν οὐρανό, ἀλλὰ τὸ μεσαῖο μέρος τοῦ ζωοδιακοῦ πόλου, ἔτσι λοιπὸν καὶ «ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης» Χριστός, περιερχόμενος σὲ ὅση ἔκτασι ἐχρειαζόταν τὸ μέσο τῆς κατοικουμένης ἀπὸ τὰ ζῶα, διερχόταν τὰ μέρη του, κι' ἔτσι ἀφοῦ εἰσῆλθε διερχόταν τὴν Ἱεριχῶ.

3. «Καὶ ἰδού», λέγει, «ἦταν ἕνας ἄνδρας ὀνομαζόμενος Ζακχαῖοςπού ἦταν μάλιστα ἀρχιτελώνηςἮταν δὲ πλούσιος αὐτὸς κι'ἐζητοῦσε νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε ἐξ αἰτίας τοῦ ὄχλου, διότι ἦταν μικρὸς στὸ σῶμα». Ὄχι δὲ μόνο ἦταν μικρός, ἀλλὰἦταν καὶ μακριὰ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ• διότι ἂν ἐπλησίαζε, ἔστω καὶ μικρόσωμος, δὲν θὰ ἐστερεῖτο τῆς θέας. Ἐγὼ δὲ νομίζω ὅτι τοῦτοςἑλκυόταν καὶ ἀναχαιτιζόταν ἀρρήτως ἀπὸ τὴν θεία δύναμι τοῦ Ἰησοῦ• ἑλκυόταν δηλαδή, ἐπειδὴ εἶχε τρόπο χρηστὸ καὶ ψυχὴκατάλληλη γιὰ τὴν ἀρετή, γι' αὐτὸ κι' ἐπιθυμοῦσε κι' ἐπιχειροῦσε νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ• ἀναχαιτιζόταν δὲ ἀπὸ τὴ θεία δύναμι, διότι αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τὰ ἀντίθετα στὴν πολιτεία τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν τελωνία καὶ τὸν πλοῦτο. Αὐτὰ νομίζω δεικνύοντας καὶὁ εὐαγγελιστὴς στοὺς συνετοὺς μὲ λίγα λόγια, ἐφ' ὅσον μὲν ἦταν θαυμάσιος στοὺς τρόπους, εἶπε γι' αὐτόν, «ἰδοὺ ἕνας ἄνδραςὀνομαζόμενος Ζακχαῖος, ἐφ' ὅσον δὲ ἦταν πιασμένος στοὺς βρόχους τῆς κακίας, πρόσθεσε «καὶ αὐτὸς ἦταν ἀρχιτελώνης, καὶ βέβαια πλούσιος». Πραγματικὰ τὸ μὲν «ἰδοὺ ἕνας ἄνδρας» λέγεται στὶς περιπτώσεις τῶν ἀξιολόγων πού δὲν ἀνήκουν στοὺς πολλούς. Καὶπρὸς αὐτὸ τείνει ἡ μνεία τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀνδρός• διότι δὲν ἦταν ἀπὸ ἐκείνους, γιὰ τοὺς ὁποίους λέγει ὁ Δαβίδ, «δὲν θὰ ἀναφέρω τὰὀνόματά τους διὰ τῶν χειλέων μου». Τὸ ὅτι δὲ ἐμαρτύρησε ὅτι δὲν ἦταν μόνο τελώνης, ἀλλὰ καὶ ἀρχιτελώνης καὶ γι' αὐτὸ πλούσιος,ἔδειξε ὅτι ἦταν διακεκριμένος σὲ κακία. Ἀλλ' ἐπειδή, ὡς μικρόσωμος καὶ ἀπομακρυσμένος ὁ Ζακχαῖος, δὲν μποροῦσε νὰ ἰδῆ τὸνἸησοῦ, λέγει, «ἔτρεξε ἐμπρὸς καὶ ἀνέβηκε σὲ μία συκομορέα, γιὰ νὰ τὸν ἰδῆ· διότι ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ μέρος ἐπρόκειτο νὰ περάση». Παρατήρησε τὴν σφοδρότητα τοῦ πόθου καὶ ἀναλογίσου ἀπὸ αὐτὸ ποιὸς ἦταν ὁ τρόπος του. Ὅταν δηλαδὴ δὲν μπόρεσε νὰδιασπάση τὸν ὄχλο, δὲν ἀπογοητεύθηκε, ἀλλὰ μᾶλλον προσέτρεξε καὶ δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν πόθο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ὄχλο· καὶἀφοῦ προπορεύθηκε, ἀνέβηκε σὲ μία συκομορέα πού ἦταν φυτευμένη στὸ δρόμο, γιὰ νὰ ἰδῆ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ποθούμενο.

4. Κι' ἐκεῖνος ἔκαμε τοῦτες τὶς ἐνέργειες σοφῶς καὶ φιλοθέως μὲ κεντρίσματα πόθου κτυπώμενος καὶ προτρέχοντας στὴν ὁδό, μὲ πτερὰ πόθου ἀνυψούμενος κι' ἀνεβαίνοντας στὸ δένδρο. Τί δὲ ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς, ἡ ἐνυπόστατος σοφία τοῦ ἀνάρχου Πατρός, αὐτὸς πού λέγει διὰ τοῦ Σολομῶντος, «ἐγὼ ἀγαπῶ ὅσους μὲ ἀγαποῦν· ὅσοι δὲ μὲ ἀγαποῦν, θὰ εὕρουν χάριν, «ὁ ὁποῖος καὶ στοὺς δρόμουςἀκόμη τοὺς φέρεται μὲ εὐμένεια;».

Φθάνει τὸν Ζακχαῖοτὸν βλέπει πρῶτοςτὸν προσφωνεῖ φιλικώτατα καὶ τοῦ ὑπόσχεται τὴν ἐπίσκεψι καὶ διαμονὴ στὸν οἶκοτουΔιότι, λέγει, «ὅταν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς στὸν τόπο» (ὅπου δηλαδὴ ἡ συκομορέα ἐβάσταζε τὸν Ζακχαῖο σὰν οὐράνιο καρπὸ λόγω τοῦἐνθέου πόθου του) καὶ ἐκύτταξε πρὸς τὰ ἐπάνω, τὸν εἶδε καὶ τοῦ εἶπε»· «Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα· διότι σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸν οἶκό σου». Μοῦ φαίνεται ὅτι δὲν ἀνεγνώριζαν εὔκολα τὸν Ἰησοῦ ἀνάμεσα στὸν ὄχλο ἀπὸ μόνη τὴ θέα αὐτοὶ πού δὲν τὸν εἶχανἰδεῖ προηγουμένως, διότι περιπατοῦσε μὲ λιτότητα καὶ δὲν εἶχε τίποτε διαφορετικὸ ἀπὸ τοὺς πολλούς, ἀλλὰ καὶ ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸνὰ ἐπιτύχη κανεὶς τὴ θέα τοῦ κατὰ πρόσωπο ἀπὸ ψηλά, διότι συνήθως ἔσκυβε πρὸς τὸν ἑαυτό του. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ γνωρίζων τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἰδὼν τὸν ἐνδόμυχο πόθο τοῦ Ζακχαίου τὸν προσφωνεῖ καὶ καλεῖ μὲ τὸ ὄνομά του τοῦτον πού δὲν εἶχε ἰδεῖποτὲ προηγουμένως κατ' ὄψι, γιὰ νὰ τοῦ δείξη τὴν ὄψι του ἀπὸ φιλανθρωπία καὶ νὰ γνωρίση τὸν ἑαυτό του πρὸς τὸν ποθοῦντα φυλοφρόνως καὶ νὰ τοῦ δείξη ὅτι δὲν ποθεῖ μόνο ἀλλὰ καὶ ποθεῖται. Ἐππλέον δὲ καὶ προστάσσει νὰ σπεύση στὸ σπίτι, ὥστε μὲἀφθονία νὰ πράξη καὶ νὰ ἀποκομίση τὰ τέλη τῆς θεοφιλίας ἀπὸ αὐτὸν πού δίδει μὲ τὸ παραπάνω ὅσα ζητοῦμε ἢ σκεπτόμαστε.

5. «Αὐτὸς δέ», λέγει, «κατέβηκε καὶ τὸν ὑποδέχθηκε μὲ χαρά». Διότι αὐτὸς πού πρὶν τὸν ἰδῆ τρέχει γιὰ τὴν θέα του καὶ πράττει τὰ πάντα, ὥστε νὰ τὴν ἐπιτύχη, πῶς δὲν θὰ ἔσπευδε, ὅταν τὸν εἶδε καὶ τὸν ἄκουσε, καὶ μάλιστα ὅταν ἐδέχθηκε τέτοια ἐπαγγελία; Μόλις λοιπὸν εἶδε ὅτι καὶ ἡ ἐπαγγελία ἐπραγματοποιήθηκε, αὐτὸς ὁ ἴδιος ἐχαιρόταν πού συνευρισκόταν μὲ τὸν ποθούμενο καὶ ἤδηἐγευόταν τὶς ἄφθαρτες χάριτες ἀπὸ τὴν πηγή· οἱ δὲ βλέποντες, ἐπειδὴ δὲν ἔβλεπαν μὲ σύνεσι, λέγει, «ἐγόγγυζαν κατὰ τοῦ Ἰησοῦ, λέγοντας ὅτι εἰσῆλθε στὸ σπίτι ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου».

6. Ἀλλὰ ὁ τελώνηςἀμιλλώμενος σὲ φιλοτιμία μὲ αὐτὸν πού ὄχι μόνο κατέβηκε ἕως ἐμᾶς μὲ σάρκα ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄφατηφιλανθρωπία ἐσήκωσε τὸν ὀνειδισμό μας, «ἀφοῦ ἐστάθηκε καὶ εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦ»• τὸ ὅτι δὲ ἐστάθηκε εἶναι δεῖγμα βεβαίαςγνώμηςθαρραλέας καὶ ταπεινῆς συγχρόνως• ἀφοῦ λοιπὸν ἐστάθηκε καὶ ἀποστόμωσε μὲ παρρησία τοὺς κατηγόρουςεἶπε πρὸς τὸνἸησοῦ• ἰδούΚύριεδίδω τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου στοὺς πτωχούςκαὶ ἂν ἐξεβίασα κανένατοῦ τὰ ἀνταποδίδω στὸ τετραπλό».Καὶ παρουσιαζόμενος μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δίκαιος, διέλυσε τὸν ὀνειδισμὸ τῶν γογγυστῶν πρὸς τὸν Κύριο πού ἔλεγαν, «ὅτι εἰσῆλθε νὰ διαμείνη στὸ σπίτι ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου»• διότι, ἀφοῦ ἀπέδωσε νομίμως τετραπλάσια τὰ μὲ ἐκβιασμὸ συναχθένταἀπομακρύνθηκε πραγματικὰ ἀπὸ τὸ κακό, ἀφοῦ δὲ διένειμε τὰ ὑπάρχοντα στοὺς πτωχοὺς ἔπραξε τὸ ἀγαθὸ καὶ ἐφάνηκε σὲ ὅλα καθαρμένος. Ὥστε ὁ Κύριος πρὸς μὲν τοὺς Φαρισαίους ἔλεγε, «ἀλλὰ ἂν δώσετε κατὰ δύναμι ἐλεημοσύνη, ὅλα θὰ εἶναι καθαρὰ σὲσᾶς» τώρα δὲ ἀποφασίζοντας ἐν σχέσει μὲ τέτοιες πράξεις καὶ παίρνοντας ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἀπολογία πρὸς τοὺς ἐναντίον του γογγυστᾶς, λέγει «σήμερα ἦλθε σωτηρία σὲ τοῦτον τὸν οἶκο, ἐφ' ὅσον καὶ ὁ Ζακχαῖος εἶναι υἱὸς τοῦ Ἀβραάμ», ὡς γενόμενος τώρα πιστός, ὡς δίκαιος καὶ φιλόξενος καὶ φιλόπτωχος. Διότι «ἦλθε ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ ζητήση καὶ νὰ σώση τὸ ἀπολωλός», λέγονταςἐκεῖνο ἀκριβῶς πρὸς τοὺς γογγυστάς, ὅτι εἰσῆλθα μὲν στὸ σπίτι ἁμαρτωλοῦ γιὰ νὰ καταλύσω, ἀλλὰ τὸ ἔκαμα γιὰ νὰ τὸν μετασκευάσω καὶ τὸν σώσω, δεικνύοντάς τὸν ἀντὶ φιλαργύρου φιλόθεο, ἀντὶ ἀδίκου δίκαιο, ἀντὶ μισοξένου φιλόξενο, ἀντὶἀσυμπαθοῦς ἐλεήμονα, ὅπως τὸν βλέπετε νὰ γίνεται τώρα.

7. Ἀλλὰ βλέπετε ὅλοι τὸν Ζακχαῖο, πῶς ἀγάπησε καὶ ἐζήτησε, καὶ ἀγαπήθηκε καὶ προσηλώθηκε καὶ ἐξοικειώθηκε μὲ τὸν Χριστό; Ὅποιος λοιπὸν εἶναι τελώνης ἢ ἀρχιτελώνης πού πλουτεῖ ἀπὸ τὸ ἔργο του κακῶς καὶ συνάζει ἀδίκως, ἂς μιμηθῆ τὴν ὁδὸ τοῦἀρχιτελώνη τούτου πρὸς τὴν σωτηρία, καὶ ἂς ἀποδίδη καὶ σκορπίζη καλῶς, ὅσα ἐθησαύρισε κακῶς. Ὅποιος εἶναι πτωχός, ἐπειδὴἔγινε θῦμα ἁρπαγῆς ἢ γιὰ ἄλλον λόγο, ἂς εἶναι εὐχαριστημένος• διότι ἔχει τὴν σωτηριώδη πτωχεία, μᾶλλον δὲ ἂς τὴν κάμη αὐτὸς σωτηριώδη διὰ τῆς εὐχαριστίας, πρὸς τὴν ὁποία καταφεύγοντας καὶ ὁ πλούσιος τελώνης προθύμως ἐσώθηκε, ὅπως ἀκούσατε τώρα περὶ αὐτοῦ. Αὐτὰ λοιπὸν ὡς πρὸς τὴν διήγησι.

8. Στὴ συνέχεια δὲ παρακολουθήσατε μὲ προσοχὴ ὅσοι ἔχετε διεισδυτικώτερη τὴ διάνοια. Ἐπειδὴ δηλαδὴ τὸ ὄνομα Ζακχαῖος σημαίνει δικαιούμενος, παρακαλῶ νόησε ἀπὸ αὐτὸ τοὺς Φαρισαίους πού δικαιώνουν τοὺς ἑαυτοὺς των, πού εἶναι σὰν νὰ τελωνοῦν κατὰ κάποιον τρόπο, ὅπως λέγει ὁ Κύριος στὰ εὐαγγέλια, «κατατρώγοντας τὰ σπίτια τῶν χηρῶν καὶ προσευχόμενοι ἐπιδεικτικὰπολλὴ ὥρα». Ὅταν λοιπὸν κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς ποθήση νὰ ἐπιγνώση τὴν ἀλήθεια, ζητεῖ νὰ ἰδῆ καὶ νὰ γνωρίση, ὅπως ἐζητοῦσε ὁΖακχαῖος, τὸν Ἰησοῦ, ἀφοῦ αὐτὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια· μὴ μπορώντας δὲ ὡς μικρόσωμος καὶ μικρόνους, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦμικρόσωμου Ζακχαίου, ἀνεβαίνει σὲ μιὰ συκομορέα, δηλαδὴ στὴν ἀκρίβεια τοῦ νόμου καὶ τῶν ἰουδαϊκῶν ἐθῶν, νομίζοντας ὅτι ἀπὸαὐτοῦ θὰ ἐπιτύχη τὴν ἀλήθεια τόσο κατὰ τὴ γνῶσι ὅσο καὶ κατὰ τὴν πράξι. Ὁ δὲ Κύριος, πού διερχόταν ἀπὸ τὴν νόμιμη πολιτεία, σὰν ἀπὸ κάποια ὁδό, ἀφοῦ εἶδε τὸν ἀγαθό του σκοπὸ καὶ τὸν πρὸς τὴν ἀλήθεια πόθο, ἀποκαλύπτει σ' αὐτὸν τὸν ἑαυτό του, καὶ τὸν προσφωνεῖ προσκαλώντας καὶ τὸν διατάσσει νὰ κατεβῆ ἀπὸ τὴ συκομορέα, δηλαδὴ νὰ ἐγκαταλείψη τὸν μωσαϊκὸ νόμο πού δὲν καρποφορεῖ τίποτε σπουδαῖο, καὶ νὰ σπεύση στὴν χάρι καὶ τὴν κατὰ τὸ εὐαγγέλιο διαγωγή, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ λάβη ἔνοικο τὸν Θεὸ καὶ νὰ καρπωθῆ τὴ σωτηρία.

9. Αὐτὸς λοιπόν, ἐπειδὴ ὑπήκουσε στὸ Λόγο καθὼς ἐδίδασκε καὶ ἐκαλοῦσε, ὅπως ἐκεῖνος ὁ Ναθαναὴλ (διότι καὶ αὐτὸν τὸν εἶδεὁ Χριστὸς νὰ εἶναι κάτω ἀπὸ τὴ σκιά, δηλαδὴ νὰ ζῆ κατὰ τὸν σκιώδη βίο) ἢ ὁ μέγας Παῦλος (διότι κι' αὐτόν, «ἐπειδὴ ἔγινε ἄμεμπτος κατὰ τὴν δικαιοσύνη τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου», ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, πρῶτος τὸν ἐκύτταξε καὶ τὸν προσκάλεσε ὁ Χριστός)• ὅποιος λοιπὸνὑπακούση ἔτσι τὸν Λόγο πού προσκαλεῖ καὶ διδάσκει, γίνεται ἀκριβῶς Ζακχαῖος• καὶ τὰ μισὰ τῶν διδαγμάτων ἀπὸ τὸν νόμο πού κατεῖχε προηγουμένως ἀφήνει στοὺς Ἰουδαίους τοὺς πτωχοὺς κατὰ τὴ διάνοια, δηλαδὴ περιτομές, σαββατισμούς, βαπτισμούς, ζωοθυσίες καὶ γενικῶς ὅλα τὰ ταιριαστὰ στὸ χαμαίζηλο γράμμα. Παριστώντας δὲ καὶ συνάγοντας ἀπὸ τὰ λόγια καὶ τὰπαραγγέλματα τοῦ νόμου ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός, ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἂν ποτὲ ἐσυκοφάντησε κάποιον ἀπὸ τοὺς πιστοὺς λέγοντάς τὸν ἄπιστον ἢ σὰν τέτοιον τὸν ἐκακοποίησε ἀνοικτά, ἀποδίδει πολλαπλασίως θεραπεύοντας πολλοὺς πιστοὺς καὶὁδηγώντας πολλοὺς ἀπίστους πρὸς τὴν πίστι στὸν Χριστό. Ἔχομε σύντομα καὶ τὴν ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία.

10. Ἐπειδὴ ὁ Ζακχαῖος κατὰ τὴ διήγησι προηγουμένως ἦταν φιλάργυρος (διότι καὶ ἐσύναζε τὸ χρυσὸ ἀπὸ τὴν τελωνία καὶκοντὰ του τὸ κρατοῦσε πλουτώντας), ὕστερα ὅμως παρουσιάσθηκε φιλόπτωχοςμᾶλλον δὲ πτωχὸς καὶ ἀκτήμων ἑκουσίωςἀφοῦἄλλα τὰ ἔδωσε καὶ ἄλλα τὰ ἀνταπέδωσετώρα ἐμεῖς θὰ ἐπαινέσωμε τὴν ἀρετὴ ἢ θὰ γίνωμε κατήγοροι τῆς κακίαςΔιότι τὰ μέτρα τῆς ὁμιλίας δὲν ἐπιτρέπουν νὰ τὰ κάμωμε καὶ τὰ δύο. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ λόγος εἶναι γιὰ μᾶς τοὺς παρισταμένους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν γνωρίζω ἂν εἶναι κανεὶς ἑκούσιος κάτοχος της ἀκτημοσύνης, ἀλλὰ στὴ φιλαργυρία ὑποχωροῦμε σχεδὸν ὅλοι, ἂς εἰποῦμε λοιπὸν λίγα καὶ ἀνάλογα μὲ τὴν ὥρα περὶ φιλαργυρίας, γιὰ νὰ φανερώσωμε τὴν ἀπὸ αὐτὴν φθορά, ἀπαλλάσσοντάς μας ἀπὸ αὐτὴν κατὰ τὴδύναμί μας. Ἡ φιλαργυρία εἶναι αἰτία ὅλων τῶν κακῶν αἰσχροκέρδειας, σφικτοχεριᾶς, γλισχρότητος, ἀστοργίας, ἀπιστίας, μισανθρωπίας, ἁρπαγῆς, ἀδικίας, πλεονεξίας, τόκου, δόλου, ψεύδους, καὶ ὅλων τῶν ὁμοίων μὲ αὐτά. Ἐξ αἰτίας τῆς φιλαργυρίας γίνονται ἱεροσυλίες, λωποδυσίες καὶ κάθε εἶδος κλοπῆς• ἐξ αἰτίας τῆς φιλαργυρίας δὲν ὑπάρχουν μόνο στοὺς δρόμους καὶ στὴν ξηρὰκαὶ στὰ πελάγη ἅρπαγες καὶ λησταὶ καὶ πειραταί, ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν πόλι ἄδικα σταθμὰ καὶ ζύγια καὶ διπλὰ μέτρα καὶ περίεργη κουρὰ καὶ παραχάραξις νομισμάτων, ὑπέρβασις ὁρίων, πονηροὶ ἀνταγωνισμοὶ γειτόνων. Αὐτὴ φέρει ἔθνη ἐναντίον ἐθνῶν καὶδιαλύει δυνατὲς φιλίες καὶ μερικὲς φορὲς διασπᾶ τὴ συγγένεια• ἐξ αἰτίας αὐτῆς προδίδει κανεὶς καὶ τὴν πατρίδα, ἄλλος στρατόπεδοὁμόφυλο, ἄδικος δικαστὴς τὸ νόμο καὶ μάρτυς τὴν ἀλήθεια, καὶ πρὶν ἀπὸ ὅλα ὁ καθένας τὴν ψυχή του. Ἔτσι κατὰ τὸν θεῖο ἀπόστολο, «ἡ φιλαργυρία εἶναι μητέρα καὶ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν», ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας μερικοὶ πού τὴν ὀρέγονται ἀποπλανήθηκαν ἀπὸ τὴν πίστι καὶ περιπλέχθηκαν σὲ πολλὲς ὀδύνες.

11. Ἀλλὰ προσέξετε μὲ σύνεσι τὴ φωνὴ τοῦ ἀποστόλου• διότι δὲν εἶπε ὅσοι πλουτοῦν ἀποπλανήθηκαν ἀπὸ τὴν πίστιἀλλὰὅσοι ὀρέγονται τὸν πλοῦτοὅπως καὶ ἀλλοῦ λέγει ὅτι «ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ πλουτήσουν πέφτουν σὲ πειρασμοὺς καὶ παγίδες τοῦΔιαβόλου». Νὰ μὴ εἰπῆτε λοιπόν, πτωχοὶ εἴμαστε οἱ περισσότεροι ἐδῶ• τί ὁμιλεῖς κατὰ τῆς φιλαργυρίας πρὸς ἀνθρώπους πού δὲνἔχομε σχεδὸν χρήματα; Τὸ πράττω διότι ἔχομε τὴ νόσο διὰ τῆς ἐπιθυμίας στὴν ψυχὴ καὶ χρειαζόμαστε γι' αὐτὴν θεραπεία. Ἐὰν δὲμοῦ εἰπῆς ὅτι δὲν ἔχεις τὴν νόσο, δεῖξε ὅτι δὲν ζητεῖς ν' ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὴν πτωχεία, ἀλλ' ὅτι τὴν θεωρεῖς ποθεινότερη καὶπολυτιμότερη ἀπὸ τὸν πλοῦτο καὶ χαίρεις καὶ εὐχαριστεῖς τὸν Θεὸ γι' αὐτήν, μὲ τὴν πεποίθησι ὅτι σου καθιστὰ εὐκολώτερη τὴσωτηρία. Ἂν δὲ εἶναι κανεὶς πλούσιος, ἂς ἀκούη μὲν ὅτι δύσκολα θὰ εἰσέλθη πλούσιος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ ἂς γνωρίζηἐπίσης ὅτι καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἦταν πλούσιος, καὶ ὅμως ἐσώθηκε (διότι ἦταν φιλόξενος καὶ φιλόπτωχος, ἀλλ' ὄχι φιλάργυρος) καὶ ὁ Ἰὼβ πού ἐδοκιμάσθηκε διὰ πλούτου καὶ πτωχείας, ὅταν ἦταν πλούσιος λέγει γιὰ τὸν ἑαυτό του, «δὲν ἐθεώρησα τὸ χρυσάφι δύναμί μου καὶ δὲν εὐφράνθηκα γιὰ τὸν πολὺ πλοῦτο πού ἀπέκτησα».

12.  Ἑπομένως ὁ ἔρως πρὸς τὸν πλοῦτο εἶναι κακό, πού ἂν δὲν προσέχη, καὶ ὁ πτωχὸς καὶ ὁ πλούσιος τὸν παθαίνει ματαίως.Ἐπειδὴ δὲ ὁ πονηρὸς πλοῦτος μερικὲς φορὲς προσλαμβάνει μαζί του καὶ συζυγία πονηρότερη, δηλαδὴ τὴν ὑψηλοφροσύνη καὶ τὴν πεποίθησι στὸν πλοῦτο, γι' αὐτὸ γράφοντας πρὸς τὸν Τιμόθεο ὁ θεῖος Παῦλος λέγει, «στοὺς πλουσίους του παρόντος αἰῶνος παράγγελλε νὰ μὴ ὑψηλοφρονοῦν μήτε νὰ ἐλπίζουν στὴν ἀδηλότητα τοῦ πλούτου, ἀλλὰ στὸν Θεό». Διότι ἡ ταπείνωσις ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους εἶναι ἐπίγνωσις ἀληθείας• ὅποιος δὲ καυχᾶται γιὰ τὸν πλοῦτο πού εἶναι περισσότερα ἀπὸ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μαςἀληθινὰ γήινος καὶ ἐλπίζει σ' αὐτόν, εἶναι πραγματικὰ ἄφρων καὶ κατὰ τίποτε ἀνόμοιος ἀπὸ τοὺς πλουσίους πού προέβαλε ὁ Κύριος σὲ παραβολή• ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ μὲν ἕνας ἔχοντας στὰ πρόθυρά του τὸν Λάζαρο οὔτε τὸν ἐκύτταζε ἀπὸ ὑψηλοφροσύνη, ὁ δὲ ἄλλος διαλεγόμενος μὲ τὴν ψυχὴ του περὶ τῶν γιὰ πολλὰ ἔτη θησαυρισμένων ἀγαθῶν παρέστησε ποιὰ εἶναι ἡ ἐλπίδα στὸν πλοῦτο• γι' αὐτὸ τὸν μὲν ἕνα ἐδέχθηκε ἄσβεστη φλόγα, τὸν δὲ ἄλλο ἡ ἀναπόφευκτη ἀπαίτησις τῆς ψυχῆς. Βλέπετε τὸ τέλος τῶν προσηλωμένων στὸν πλοῦτο; Γι' αὐτὸ λέγει ὁ Δαβὶδ «ἐὰν ρέη πλοῦτος, μὴ προσκολλᾶτε σ' αὐτὸν τὴν καρδιά»• ὁ δὲ Σολομῶν λέγει, «ὅποιος ἔχει πεποίθησι στὸν πλοῦτο, θὰ πέση», σὲ ἄλλο δὲ σημεῖο πάλι παρομοιάζει ὅσους χάσκουν στὰ κέρδη μὲ ἅδη καὶ καταστροφὴ λέγοντας, «ὅπως ὁ ἅδης καὶ ἡ καταστροφὴ δὲν χορταίνουν, ἔτσι καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν ἀφρόνων»• ὁ δὲ Κύριος λέγει, «ἀλλοίμονο στοὺς πλουσίους, ἀλλοίμονο στοὺς χορτασμένους».

13. Ἀλλὰ ἐμεῖςἀδελφοίἂς πλουτήσωμε σὲ ἀγαθὰ ἔργα• ἂς γεμίσωμε μὲ ὅσα ἔχομε τὰ στομάχια τῶν πτωχῶνὥστε ν'ἀξιωθοῦμε τὴν ἐπηγγελμένη φωνὴ καὶ εὐλογία καὶ νὰ κληρονομήσουμε τὴν οὐράνια βασιλείαΚαὶ εἴθε ὅλοι μας νὰ τὴνἀποκτήσωμε μὲ τὴν χάρι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο πρέπει δόξα, κράτος, μεγαλοσύνη καὶμεγαλοπρέπεια μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

(Γρηγορίου Παλαμά έργα, τόμος 11, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσ/νίκη 1986)

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2023

Η ΚΑΤΑ ΣΑΡΚΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (Ἃγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς)


Σχετικά με τη συγκαταβατική ενσάρκωση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και τα όσα προσφέρθηκαν εξαιτίας της σ' αυτούς που τον εμπιστεύτηκαν αληθινά και σχετικά με την αιτία που ο Θεός, αν και μπορούσε να ελευθερώσει με ποικίλους άλλους τρόπους το ανθρώπινο γένος από την υποταγή στο διάβολο, προτίμησε να χρησιμοποιήσει αυτή τη συγκαταβατική τακτική.

Μπορούσε, οπωσδήποτε, ο προαιώνιος και απεριόριστος και παντοκράτορας Λόγος και παντοδύναμος Υιός του Θεού, και χωρίς ο ίδιος να περιβληθεί την ανθρώπινη φύση, να απαλλάξει τους ανθρώπους από την υποτέλεια στο θάνατο και την υποδούλωση στο διάβολο, γιατί όλα υπακούουν στις εντολές του και το καθετί εξαρτιέται από τη θεϊκή εξουσία του, όλα έχει τη δύναμη να τα ενεργεί και, σύμφωνα με τον Ιώβ, τίποτε δε βρίσκεται έξω από τις δυνατότητές του, άλλωστε, απέναντι στην απόλυτη υπεροχή του δημιουργού, η δύναμη αντίστασης των δημιουργημάτων χρεοκοπά, κανένα δεν είναι ισχυρότερο από τον Παντοκράτορα.

Όμως, αυτή η τακτική σωτηρίας, δηλαδή με την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, ήταν η πιο προσαρμοσμένη στη δική μας φύση, την ανθρώπινη αδυναμία μας κι ακόμα ήταν η πιο αντάξια του Θεού που την εφάρμοζε μια και χαρακτηριζόταν από το στοιχείο της δικαιοσύνης, χωρίς το οποίο καμιά ενέργεια του Θεού δεν πραγματοποιείται. «Δίκαιος γαρ ο Θεός, και δικαιοσύνας ηγάπησε, και ουκ έστιν αδικία εν αυτω», όπως λέει κι ο ψαλμωδός Προφήτης.

Ο άνθρωπος εγκατέλειψε το Θεό πρώτος και, κατά συνέπεια, δίκαια εγκαταλείφθηκε από το Θεό, τότε κατέφυγε, με τη θέλησή του, στον αρχηγό της κακίας, που τον είχε παρασύρει με τις δόλιες αντίθεες συμβουλές του, δίκαια, πάλι, κατά συνέπεια, παραδόθηκε σ' αυτόν, έτσι εισχώρησε στον κόσμο ο θάνατος, ως αποτέλεσμα του φθόνου του πονηρού και με την άδεια, τη δίκαιη, του αγαθού Θεού. Και ο θάνατος, εξαιτίας της υπερβάλλουσας κακότητας του αρχηγού της κακίας διπλασιάστηκε, κοντά σε κείνον που προσκολλήθηκε στην ανθρώπινη φύση, προστέθηκε κι ο άλλος που αυτός ο ίδιος ο διάβολος βίαια τον προξενεί.

Επειδή, λοιπόν, η υποταγή στο διάβολο και η παράδοση στο θάνατο επήλθε ως δίκαιη συνέπεια, έπρεπε και η επάνοδος του ανθρώπινου γένους στην ελευθερία και τη ζωή να συντελεστεί από το Θεό πάλι ως δίκαιη συνέπεια. Και δεν ήταν μόνο η παράδοση του ανθρώπου στο φθονερό εχθρό του, που πρόκυψε ως συνέπεια της θείας δικαιοσύνης, ήταν και το γεγονός ότι ο ίδιος ο διάβολος, που αποξενώθηκε από τη δικαιοσύνη του Θεού και επεδίωξε άδικα να εξουσιάζει και να μην υπακούει πουθενά και να καταπιέζει, βρισκόμενος σε διάσταση με τη δικαιοσύνη, χρησιμοποίησε τη δύναμή του ενάντια στον άνθρωπο.

Ο Θεός, λοιπόν, θεώρησε ότι προείχε να νικηθεί πρώτα ο διάβολος με τη δικαιοσύνη, με την οποία έχει ανοιχτή διαμάχη, και κατόπιν να νικηθεί με τη θεϊκή υπεροχή, δηλαδή με την ανάσταση και τη μέλλουσα κρίση. Γιατί αυτή είναι η σωστή σειρά, να προηγείται η δικαιοσύνη από τη δύναμη, αυτό αρμόζει αληθινά στη θεϊκή αγαθή διακυβέρνηση του κόσμου, όχι στην καταπιεστική επιβολή: να ακολουθεί η δύναμη, αφού πρώτα επιβληθεί η δικαιοσύνη.

Και, όπως ο διάβολος, ο παμπάλαιος φονιάς του ανθρώπου, ξεσηκώθηκε εναντίον μας από φθόνο και μίσος, έτσι κι ο ζωοδότης μπήκε στη μάχη με το μέρος μιας από άπειρη αγαθότητα κι αγάπη για τον άνθρωπο. Και όπως εκείνος, χωρίς να του έχει παρασχεθεί το δικαίωμα, έβαλε σκοπό του να καταστρέψει το πλάσμα του Θεού, έτσι κι ο πλάστης, έχοντας αντίθετα, κάθε δικαίωμα, αποφάσισε να σώσει το δημιούργημά του. Και όπως εκείνος πέτυχε με την αδικία και τη δολιότητα να καταγάγει νίκη και να γκρεμίσει τον άνθρωπο από το θεοδώρητο αξίωμά του, έτσι κι ο ελευθερωτής με δικαιοσύνη και σοφό σχέδιο επέφερε την πανωλεθρία του αρχηγού της κακίας και την ανακαίνιση του ανθρώπου.

Λοιπόν, ο Θεός απέφευγε να χρησιμοποιήσει, πράγμα που μπορούσε, τη δύναμη, ώσπου να προχωρήσει στην απόδοση της δικαιοσύνης, πράγμα που ήταν αναγκαίο. Έτσι άλλωστε φάνηκε ξεκάθαρα η δύναμη της δικαιοσύνης, αφού προτιμήθηκε ως τακτική από τον παντοδύναμο που κανένας δεν μπορεί να τον νικήσει. Απ' αυτό μάλιστα θα ‘πρεπε και οι άνθρωποι να παραδειγματιστούν, ώστε να ζουν με δικαιοσύνη την επίγεια ζωή τους, ώστε στην αιώνια ζωή της αθανασίας ν' αναλάβουν τη δύναμη και να μη τη χάσουν ποτέ.

Κι ακόμα έπρεπε ο διάβολος που τότε νίκησε τον άνθρωπο, να νικηθεί από τη νικημένη ανθρώπινη φύση και να κατατροπωθεί αυτός που με τόση πανουργία παγίδευσε τον άνθρωπο. Γι' αυτό το σκοπό χρειαζόταν απαραίτητα να υπάρξει ένας άνθρωπος αναμάρτητος. Όμως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. «Ουδείς γαρ, λέει η Γραφή, αναμάρτητος, ουδ' αν μία ημέρα η ζωή αυτού» και «τις καυχήσεται αγνήν έχειν την καρδίαν;»

Μονάχα ο Θεός, κανένας άλλος, δεν μπορεί να είναι αναμάρτητος. Γι' αυτό ακριβώς ο Θεός Λόγος, ο γεννημένος από το Θεό ευθύς απ' την αρχή της ύπαρξής του, και πάντοτε ενωμένος μ' Αυτόν (δεν είναι δυνατό να υπάρξει η να εννοηθεί ποτέ Θεός στερημένος λόγου) και ουδέποτε διαχωρισμένος απ' Αυτόν, ο ένας υπαρκτός Θεός (το αντιφέγγισμα του ήλιου δεν είναι άλλον φως διαφορετικό απ' τον ήλιο και οι ηλιακές ακτίνες δεν είναι άλλοι ήλιοι), γι αυτό, λοιπόν, ο μόνος αναμάρτητος Υιός και Λόγος του Θεού καθίσταται γιος ανθρώπου, χωρίς βέβαια, να αλλάζει τίποτε ως προς τη θεότητά του, μένοντας, όμως, ακηλίδωτος ως προς την ανθρώπινή του ιδιότητα.

«Ος, όπως προφήτευσε ο Ησαϊας, αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματί αυτού». Και όχι μόνο αυτό, αλλά και κείνος που δε «συνελήφθη εν ανομίαις» και δεν «εκυήθη εν αμαρτίαις» καθώς διαπιστώνει, μιλώντας για τον εαυτό του, ή μάλλον για ολόκληρο το γένος των ανθρώπων, ο Δαβίδ στους Ψαλμούς. Γιατί η επανάσταση της σάρκας έχει ως αυτόματη συνέπεια την καταδίκη που είναι και λέγεται φθορά.

Αυτή η επανάσταση αν και δε γίνεται με τη θέληση του ανθρώπου, αν και φανερά βρίσκεται σε αντίθεση με τους νόμους της νόησης και παρά το γεγονός ότι τιθασεύεται από τους ενάρετους και προσανατολίζεται μόνο προς τον τομέα δημιουργίας παιδιών, έτσι ή αλλιώς σπρώχνει τον άνθρωπο προς τη φθορά και δεν είναι παρά έφεση για ικανοποίηση των παθών αυτού που δε συνειδητοποίησε την τιμή που αξιώθηκε η φύση μας από το Θεό, αλλά εξομοιώθηκε με τα κτήνη.

Γι αυτό και δε γεννήθηκε, απλώς Θεός ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά και από Παρθένο επίλεκτη και απαλλαγμένη από βρώμικους σαρκικούς λογισμούς, σύμφωνα με τους προφήτες, γεννήθηκε από Παρθένο στη μήτρα της οποίας επέφερε τη σύλληψη όχι κάποια σαρκική όρεξη, αλλ' ο ερχομός του Αγίου Πνεύματος. Αυτό που συνέβηκε ήταν η υποδοχή και η αποδοχή του ουράνιου χαρμόσυνου μηνύματος, όχι υπόκυψη και δοκιμή στη γεμάτη πάθος σαρκική επιθυμία.

Μακριά από κάθε τέτοια εμπειρία, η σύλληψη έγινε μέσα στην πνευματική ευφροσύνη και την επικοινωνία με το Θεό. «Ιδού γαρ η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου», απάντησε η άσπιλη Παρθένος στον άγγελο που της έφερε το μήνυμα της χαράς, συνέλαβε και γέννησε. Προκειμένου έτσι ο νικητής του διαβόλου, όντας άνθρωπος - θεάνθρωπος να κατάγεται, βέβαια, από το ανθρώπινο γένος, να μη μετέχει όμως στην κληρονομούμενη αμαρτία. Αυτός μόνος απ' όλους τους ανθρώπους να συλληφθεί χωρίς να συντρέχει το γεγονός της παρακοής, μόνος αυτός να μπει στη μήτρα της μητέρας του χωρίς να μεσολαβήσει η εμπαθής ηδονή της σάρκας και οι βρώμικες επιθυμίες που χαρακτηρίζουν τη μιασμένη από την παρακοή ανθρώπινη φύση.

Προκειμένου έτσι ο Χριστός να υπάρξει τέλεια απαλλαγμένος από κάθε μόλυνση που μεταδίδεται στους απογόνους, με αποτέλεσμα να μην έχει καμιά ανάγκη κάθαρσης ο ίδιος, και να δέχεται τα πάντα με σοφία για χάρη μας. Και έτσι να γίνει ο ολοκληρωτικά νέος Άνθρωπος και να παραμείνει νέος πραγματικά κι αταλάντευτα, χωρίς καθόλου να παλιώνει πάλι, και να ανοικοδομήσει, προσφερόμενος ο ίδιος ως θεμέλιο και ως όργανο, τον παλιό Άνθρωπο και να τον διατηρήσει πάντα νέο, μια και μπορεί να διώξει μακριά κάθε στοιχείο παλιό και φθαρμένο.

Γιατί και κείνος, ο πρώτος Άνθρωπος δημιουργήθηκε καταρχήν πεντακάθαρος και ήταν νέος ωσότου με τη θέλησή του ακολούθησε το διάβολο και εκτράπηκε στις σαρκικές ηδονές και ξέπεσε μες το βούρκο της αμαρτίας με αποτέλεσμα να παλιωθεί και να κατρακυλήσει στην παραφθορά της φυσικής του κατάστασης.

Γι' αυτό ο Κυβερνήτης του κόσμου δεν ανακαινίζει τον άνθρωπο, παράδοξα, μόνο με κάποια εξωτερική ενέργεια του, αλλά τον προσλαμβάνει και τον αγκαλιάζει. Και δεν ανορθώνει μόνο και ξαναστεριώνει την ανθρώπινη φύση, αλλά και την περιβάλλεται με τρόπο απερίγραπτο και ενώνεται και ταυτίζεται μαζί της, και γεννιέται συγχρόνως Θεός και άνθρωπος από γυναίκα βέβαια, ώστε να πάρει πίσω της φύση του που ο ίδιος έπλασε κι ο πονηρός με τη συμβουλή του τού έκλεψε, παρθένο όμως, για να καταστήσει τον άνθρωπο νέο, γιατί αν γεννιόταν με σπέρμα ανδρός, θα έφερνε την κληρονομιά της αμαρτίας και δε θα ήταν καινούριος άνθρωπος, δε θα ήταν ο αρχηγός και χορηγός της ζωής εκείνης που ποτέ δεν παλιώνει, δε θα κατάφερνε, αν άνηκε στην παλιά ξεπεσμένη κατάσταση, να προσλάβει ολόκληρη τη διαφανή θεότητα και να καταστήσει τη σάρκα ανεξάντλητη πηγή αγιασμού τόσο, ώστε να ξεπλύνει και να καθαρίσει πλέρια το μολυσμό των προπατόρων και να επαρκέσει για τον εξαγιασμό και όλων των επιγόνων. Γι' αυτό ακριβώς, ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος, αλλά αυτός ο ίδιος ο Κύριος, νικημένος από την αγάπη του για μας, θέλησε να μας σώσει και να μας αναπλάσει, με το να γεννηθεί τέλειος άνθρωπος όπως και μεις, μένοντας όμως συγχρόνως αναλλοίωτα Θεός.

Πηγή: “Η ΑΛΛΗ ΩΨΙΣ “ 


Σάββατο 21 Μαΐου 2022

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ Καί ὅτι πρέπει νά καταφρονοῦμε τά παρόντα (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)

 

Ὅλη αὐτή τήν περίοδο πού διανύομε τώρα, ἐπεκτεινομένη σέ πενήντα ἡμέρες, ἑορτάζομε τήν ἀπό τούς νεκρούς ἀνάστασι τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δεικνύοντας μέ αὐτή τήν παράτασι τήν ὑπεροχή της ἀπέναντι στίς ἄλλες ἑορτές. ῎Αν καί βέβαια αὐτή ἡ περίοδος τῶν ἡμερῶν περιλαμβάνει καίτήν ἐπέτειο μνήμη τῆς ἐπανόδου στούς οὐρανούς, ἀλλά καί αὐτή δεικνύει τή διαφορά τοῦ ἀναστάντος Δεσπότου πρός τούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού κατά καιρούς ἔχουν ἀναβιώσει.
Πραγματικά ὅλοι ὅσοι ἀναστήθηκαν ἀπό τούς νεκρούς ἀναστήθηκαν ἀπό ἄλλους καί, ἀφοῦ ἀπέθαναν πάλι, ἐπέστρεψαν στή γῆ. Ὁ δέ Χριστός, ἀφοῦ ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, δέν κυριεύεται πλέον καθόλουἀπό τόν θάνατο. Διότι μόνο αὐτός, ἀφοῦ ἀνέστησε τόν ἑαυτό του τήν τρίτη ἡμέρα, δέν ἐπέστρεψε πάλι στή γῆ,ἀλλά ἀνέβηκε στόν οὐρανό, καθιστώντας τό φύραμά μας πού εἶχε λάβει ὁμόθρονο μέ τόν Πατέρα ὡς ὁμόθεο.
Γι᾿ αὐτό εἶναι ὁ μόνος πού ἔγινε ἀρχή τῆς μελλοντικῆς ἀναστάσεως ὅλων καί ὁ μόνος πού κατέστηἀπαρχή τῶν νεκρῶν καί πρωτότοκος ἀπό τούς νεκρούς καί πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Καί ὅπως ὅλοι,ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι, ἀποθαίνουν στόν ᾿Αδάμ, ἔτσι στόν Χριστό θά ζωοποιηθοῦν ὅλοι, ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι,ἀλλ᾿ ὁ καθένας στήν τάξι του. Ἀπαρχή εἶναι ὁ Χριστός, ἔπειτα οἱ ὀπαδοί τοῦ Χριστοῦ κατά τήν παρουσία του,ἔπειτα οἱ τελευταῖοι, ὅταν καταργήση κάθε ἀρχή καί ἐξουσία καί δύναμι καί θέση ὅλους τούς ἐχθρούς του κάτωἀπό τά πόδια του.

Τελευταῖος ἐχθρός πού θά καταργηθῆ εἶναι ὁ θάνατος (Α´ Κορ. 15,22 ἑἑ), κατά τήν κοινή ἀνάστασι, μέ τήνἐσχάτη σάλπιγγα. Διότι πρέπει τό φθαρτό τοῦτο στοιχεῖο νά ἐνδυθῆ ἀφθαρσία καί τό θνητό τοῦτο νά ἐνδυθῆἀθανασία (Α´ Κορ. 15,53).
Τέτοια δωρεά μᾶς προσφέρει ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου, καί γι᾿ αὐτό μόνο αὐτήν ἑορτάζομε μέ τόση διάρκεια σάν ἀθάνατη καί ἀνώλεθρη καί ἀΐδια, προεικονίζοντας μέ αὐτά καί τήν μέλλουσα μακαριότητα τῶνἁγίων, ἀπό τήν ὁποία ἔχει ἐξαφανισθῆ κάθε ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός. Ὑπάρχει δέ σ᾿ αὐτήν εὐφροσύνη καίπανήγυρις ἐνθουσιώδης καί ἀναλλοίωτη. Διότι ἐκεῖ εἶναι πραγματικά ἡ κατοικία τῶν εὐφραινομένων.

Γι᾿ αὐτό ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος ἐνομοθέτησε πρίν ἀπό τίς ἡμέρες αὐτές νά τελοῦμε τήν ἱεράτεσσαρακοστή μέ νηστεία καί ἀγρυπνία καί μέ προσευχή καί κάθε εἶδος ἀσκήσεως τῶν ἀρετῶν. Μέ τήν τεσσαρακοντάδα τῶν ἡμερῶν δεικνύει ὅτι σ᾿ αὐτόν τόν αἰῶνα ἡ ζωή τῶν σωζομένων δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μετάνοια καί θεοφιλής βίος. Μέ τήν πεντηκοστή δέ αὐτή, πού διανύομε τώρα, ἐπιδεικνύει τήν ἄνεσι καίἀπόλαυσι πού θά ὑποδεχθῆ αὐτούς πού ἔζησαν ἐδῶ ἐναγωνίως γιά τόν Θεό.

Γι᾿ αὐτό ἐκείνη μέν εἶναι τεσσαρακοστή, ἔχει συνακόλουθη τήν μνήμη τῶν σωτηρίων παθῶν καί μετάτήν ἑβδόμη ἑβδομάδα λαμβάνει τήν λύσι τῆς νηστείας.αὐτή δέ σάν πεντηκοστή συμπεριλαμβάνει καί τήν ἀπότή γῆ μετάθεσι στόν οὐρανό καί τήν κατάβασι καί διάδοσι τοῦ θείου Πνεύματος. Διότι αὐτός ἐδῶ ὁ αἰών εἶναιἑβδοματικός καί συνίσταται ἀπό τέσσερις ἐποχές καί μέρη καί στοιχεῖα καί γι᾿ αὐτούς πού σ᾿ αὐτόν καθιστοῦν τούς ἑαυτούς των κοινωνούς τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ ἐπιφέρει τήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, πού ἀρχίζειἀπό τήν ὀγδόη καί καταλήγει στήν ὀγδόη καί ἀφοῦ ξεπεράση τήν ἑβδομάδα καί τήν τετρακτύ, διά τῆςἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καί τῆς ἔπειτα ἀπό αὐτήν ἀναλήψεως παριστάνει τήν μέλλουσα ἀνάστασι τοῦἀνθρωπίνου γένους καί τήν κατ᾿ αὐτήν ἀνύψωσι τῶν ἀξίων στά σύννεφα πρός τήν θεία συνάντησι καί στήν συνέχεια τήν συνύπαρξι καί ἀνάπαυσι μέ τόν Θεό στούς αἰῶνες.

Αὐτή λοιπόν θά ἔλθη στόν καιρό της. ῾Ο δέ Κύριος κηρύττοντας τό εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας πρίν ἀπό τόπάθος καί δεικνύοντας στούς μαθητάς ὅτι δέν θά γίνη μόνο ἀνάμεσα στούς ᾿Ιουδαίους ἡ ἐκλογή τῶν ἀξίων τῆς πίστεως καί τῆς ἀπό αὐτόν προτεινομένης ἀΐδιας κληρονομίας ἀλλά καί ἀνάμεσα στούς ᾿Εθνικούς, κατά τήν σήμερα ἀναγινωσκομένη στήν ἐκκλησία περικοπή τοῦ εὐαγγελίου (᾿Ιω. 4,5-30) “ἔρχεται σέ μιά πόλι τῆς Σαμαρείας, πού λέγεται Σιχάρ, πλησίον τοῦ τόπου πού ἔδωσε ὁ ᾿Ιακώβ στόν υἱό του ᾿Ιωσήφ.

᾿Εκεῖ ἦταν ἡ πηγή τοῦ ᾿Ιακώβ”. Πηγή φυσικά ὀνομάζει τό φρέαρ, διότι εἶχε ὕδωρ πηγαῖο, ὅπως θά φανῆἀπό τήν συνέχεια τοῦ λόγου.ἦταν δέ τοῦ ᾿Ιακώβ, ἐπειδή ἐκεῖνος τό εἶχε ἀνοίξει. ῾Ο δέ τόπος πού ἔδωσε ὁ ᾿Ιακώβ στόν ᾿Ιωσήφ εἶναι τά Σίκημα. Διότι εἶπε πρός αὐτόν, ὅταν ἔπνεε τά ἔσχατα στήν Αἴγυπτο καί ἔκαμε διαθήκη. “᾿Ιδού ἐγώ πεθαίνω, ἐνῶ ἐσᾶς θά σᾶς ἐπαναφέρη ὁ Θεός ἀπό αὐτή τή γῆ στή γῆ τῶν πατέρων μας. ᾿Εγώ δίδω τά Σίκημα κατ᾿ ἐξαίρεσι ἀπό τούς ἀδελφούς σου σέ σένα, τά ὁποῖα ἔλαβα ἀπό τούς ᾿Αμορραίους μέ τό ξίφος καίτό τόξο μου”. Γι᾿ αὐτό τά μέν Σίκημα κατοικοῦνταν ὕστερα ἀπό τήν φυλή τοῦ ᾿Εφραίμ, ὁ ὁποῖος ἦταν πρωτότοκος υἱός τοῦ ᾿Ιωσήφ, τόν δέ τόπο γύρω ἀπό αὐτά κατοικοῦσαν οἱ δέκα φυλές τοῦ ᾿Ισραήλ, τίς ὁποῖεςἐκυβέρνησε ὁ ἀποστάτης ῾Ιερουβοάμ.

᾿Αφοῦ δέ αὐτοί προσέκρουσαν στόν Θεό πολλές φορές καί ἐγκαταλείφθηκαν ἀπό αὐτόν πολλές φορές,ὕστερα ἔγιναν ὅλο τό γένος αἰχμάλωτοι, ὁπότε ἀντί αὐτῶν ὁ ἡγέτης τῶν ᾿Ασσυρίων ἐγκατέστησε στόν τόποἔθνη πού συνάθροισε ἀπό διάφορα μέρη καί τούς ὠνόμασε Σαμαρεῖτες ἀπό τό ὄρος Σομόρ. ῞Οπως δέ ὁ ᾿Ιακώβ περνώντας ἀπό ἐκεῖ ὑπέταξε τά Σίκημα, καθώς λέγει ἡ ἱστορία, ἔτσι περνώντας ὁ Χριστός τώρα ὑπέταξε τήΣαμάρεια. ᾿Αλλά ἐκεῖνος μέν τό ἔκαμε, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, μέ τήν ρομφαία καί τό τόξο του, δηλαδή πρόςἐξολόθρευσι καί καταστροφή τῶν παλαιῶν κατοίκων, ὁ δέ Χριστός μέ λόγο καί διδασκαλία, δηλαδή γιάσωτηρία.“Διότι ὁ ᾿Ιησοῦς”, λέγει, “κουρασμένος ἀπ᾿ τήν ὁδοιπορία, καθόταν ἔτσι δίπλα στό πηγάδι. Ἡ ὥραἦταν περίπου ἕκτη”.

Καί ἡ ὥρα καί ὁ κόπος καί ὁ τόπος ἐπέβαλλαν νά καθήση καθένας πού ἔχει σῶμα σάν τό δικό μας. Θέλοντας λοιπόν νά ἐπιβεβαιώση τοῦτο καί προβλέποντας τό μελλοντικό κέρδος, ἐκαθόταν, λέγει, ἔτσι δίπλα στό πηγάδι, δηλαδή ἀφελῶς κάτω, μόνος του σάν ἕνας ὁδοιπόρος ἀπό τούς πολλούς, διότι οἱ μαθηταί του εἶχαν φύγει στήν πόλι, γιά ν᾿ ἀγοράσουν τροφές.

Καθώς λοιπόν ἐκαθόταν ἔτσι μόνος του δίπλα στό πηγάδι, ἔρχεται μιά γυναῖκα ἀπό τήν Σαμάρεια νάπάρη νερό. ῾Ο δέ Κύριος, ὡς ἄνθρωπος διψώντας καί βλέποντας νά ἔρχεται κάποια ἀνθρωπίνως διψῶσα, γιά νάσταματήση τή δίψα της, ὡς Θεός δέ βλέποντας καί τήν καρδιά της νά διψᾶ γιά σωτήριο ὕδωρ, χωρίς ὅμως νάγνωρίζη αὐτόν πού μπορεῖ νά τῆς τό προσφέρη, ἐπείγεται ν᾿ ἀποκαλύψη τόν ἑαυτό του στήν ποθοῦσα ψυχή, διότι ποθεῖ καί αὐτός τούς ποθοῦντας κατά τά γεγραμμένα, ἀρχίζει δέ ἀπό ἐκεῖ πού θά γίνη εὐπρόσδεκτος.καίτῆς λέγει, “δός μου νερό νά πιῶ”. Αὐτή δέ, καθώς ἦταν εὐφυής καί ἀντελήφθηκε καί ἀπό μόνο τή στολή καί τόσχῆμα καί τήν ἔκδηλη ἐξωτερική κοσμιότητα ὅτι εἶναι ᾿Ιουδαῖος καί φύλακας τοῦ νόμου, εἶπε, θαυμάζω πῶς ζητεῖς ἀπό Σαμαρείτιδα νερό, ἐνῶ οἱ ᾿Ιουδαῖοι δέν ἐπικοινωνοῦν μέ τούς Σαμαρεῖτες ὡς ἐθνικούς. ῾Ο δέ Κύριος. παίρνοντας ἀπό αὐτό ἀφορμή, ἀρχίζει νά ἀποκαλύπτη τόν ἑαυτό του πρός αὐτήν λέγοντας. “Ἄν ἐγνώριζες τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ καί ποιός εἶναι αὐτός πού σοῦ λέγει, δός μου νά πιῶ νερό, ἐσύ θά τοῦ ἐζητοῦσες καί θα σοῦἔδινε ζωντανό ὕδωρ”.

Βλέπεται ἐπιβεβαίωσι περί τοῦ ὅτι, ἄν ἐγνώριζε, θά ἐζητοῦσε ἀμέσως καί θά ἐγινόταν μέτοχος πραγματικά ζωντανοῦ ὕδατος, ὅπως ἔπραξε καί ἀπήλαυσε ὅταν ἔμαθε ὕστερα, ἐνῶ τό συνέδριο τῶν ᾿Ιουδαίων, πού ἐρώτησαν κι᾿ ἔμαθαν σαφῶς, ἔπειτα ἐσταύρωσαν τόν Κύριο τῆς δόξης (Α’ Κορ 2,8); ᾿Αλλά ποιά εἶναι ἡδωρεά τοῦ Θεοῦ; “διότι”, λέγει, “ἄν ἐγνώριζες τή δωρεά τοῦ Θεοῦ”.

Γιά ν᾿ ἀφήσωμε τά ἄλλα, καί μόνο τοῦτο, τό ὅτι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός δέν βδελύσσεται τούς θεωρουμένους ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους βδελυκτούς καί ἀκοινωνήτους ἀκόμη καί γιά ἕνα ποτήρι νερό, πόσο μεγάλη δωρεά καί χάρις δέν εἶναι; Τό δέ νά τούς θεωρῆ τόσο ἀγαπητούς, ὥστε ὄχι μόνο νά δέχεται τά διδόμενα ἀπόαὐτούς, ἀλλά νά μεταδίδη σ᾿ ἐκείνους ἀπό τά ἴδια τά θεῖα χαρίσματά του (τί λέγω τά χαρίσματα; Διότι προσφέρει τόν ἑαυτό του καί καθιστᾶ τούς πιστούς σκεύη δεκτικά τῆς θεότητός του, ἀφοῦ, ὅπως προβλέπονταςἐπαγγέλλεται, δέν εἶναι δυνατό νά ἔχουν ἀλλιῶς μέσα τους πηγή, πού νά τρέχη στήν αἰώνια ζωή), ποιός νοῦς θά τό καταλάβη; Ποιός λόγος θά ἐκφράση τό ὑπερβάλλον τῆς δωρεᾶς;
῾Η Σαμαρεῖτις, ἐπειδή δέν κατάλαβε ἀκόμη τό μεγαλεῖο τοῦ ζωντανοῦ ὕδατος, πρῶτα μέν ἀπορεῖ, ἀπόπού θά εὕρη τό ὕδωρ πού ὑπόσχεται ὁ συνομιλητής, ἀφοῦ κουβᾶ δέν ἔχει καί τό πηγάδι εἶνα βαθύ. ῎Επειταἐπιχειρεῖ νά τόν συγκρίνη μέ τόν ᾿Ιακώβ, τόν ὁποῖο ἀποκαλεῖ καί πατέρα, ἐξυμνώντας τό γένος ἀπό τόν τόπο, καί ἐξαίρει τό νερό τοῦ πηγαδιοῦ, μέ τή σκέψι ὅτι δέν μπορεῖ νά εὑρεθῆ καλύτερο ἀπό αὐτό. ῞Οταν δέ ἄκουσε τόν Κύριο νά λέγει ὅτι “τό ὕδωρ πού θά σοῦ δώσω ἐγώ, θά γίνη γιά τόν δεχόμενο πηγή πού τρέχει πρός αἰώνια ζωή”, ἄφησε λόγο ψυχῆς πού ποθεῖ καί ὁδηγεῖται πρός τήν πίστι, ἀλλά δέν μπόρεσε ἀκόμη νά κυττάξη καθαράπρός τό φῶς.“δός μου”, λέγει, “Κύριε, τό ὕδωρ τοῦτο, γιά νά μήν διψῶ κι᾿ οὔτε νά ἔρχωμαι ἐδῶ νά παίρνω”. ῾Ο δέ Κύριος, θέλοντας ἀκόμη νά ἀποκαλύπτεται λίγο λίγο, τήν προστάσσει νά φωνάξη καί τόν ἄνδρα της. Καθώς δέ ἐκείνη, κρύβοντας τή διαγωγή της καί συγχρόνως σπεύδοντας νά πάρη τό δῶρο, ἔλεγε, “δέν ἔχω ἄνδρα”,ἀκούει πόσους ἄνδρες εἶχε δικούς της ἀπό παιδί καί ἐλέγχεται ὅτι τώρα ἔχει ἄνδρα πού δέν εἶναι δικός της. Δέν στενοχωρεῖται ὅμως ἀπό τόν ἔλεγχο, ἀλλά ἀμέσως, ἀντιληφθεῖσα ὅτι εἶναι προφήτης ὁ συνομιλητής,ἐπιλαμβάνεται ὑψηλοτέρων ζητημάτων.

Βλέπεται πόση εἶναι ἡ μακροθυμία καί ἡ φιλομάθεια τῆς γυναικός; Διότι, λέγει, “οἱ πατέρες μας προσκύνησαν στό ὄρος τοῦτο καί σεῖς λέγετε ὅτι ὁ τόπος ὅπου πρέπει νά προσκυνοῦμε εἶναι στά ᾿Ιεροσόλυμα”. Βλέπετε πόση συλλογή εἶχε στήν διάνοιά της καί πόση γνώσι τῆς Γραφῆς εἶχε; Πόσοι τώρα ἀπό τούς γεννημένους πιστούς καί τροφίμους τῆς ᾿Εκκλησίας ἀγνοοῦν ὅ,τι ἐγνώριζε ἡ Σαμαρεῖτις, ὅτι οἱ πατέρες μας, ὁ᾿Ιακώβ δηλαδή καί οἱ ἀπό αὐτόν πατριάρχες, προσκύνησαν τόν Θεό στό ὄρος τοῦτο;  Αὐτήν τή γνῶσι καί τήν βαθειά μελέτη τῆς θεόπνευστης Γραφῆς δεχόμενος ὁ Χριστός σάν ὀσμή εὐωδίας, ἐπέμεινε συζητώντας εὐχαρίστως μέ τή Σαμαρείτιδα. ῞Οπως δηλαδή, ἄν ἐπάνω στούς ἄνθρακες τοποθετήσης κάτι εὔοσμο,ἐπαναφέρεις καί συγκρατεῖς τούς πλησιάζοντας, ἄν ὅμως βάλης κάτι βαρύ καί δύσοσμο, τούς ἀπωθεῖς καί τούςἀπομακρύνεις, ἔτσι καί στήν διάνοια. Ἄν ἔχεις ἱερά μελέτη καί σπουδή, καθιστᾶς τόν ἑαυτόν σου ἄξιον θείαςἐπιστασίας, διότι αὐτή εἶναι ἡ ὀσμή εὐωδίας πού ὀσφραίνεται ὁ Κύριος. Ἄν ὅμως τρέφης μέσα πονηρούς καίρυπαρούς καί γηίνους λογισμούς, ἀπομακρύνεσαι ἀπό τήν θεία ἐπιστασία, καθιστώντας τόν ἑαυτό σου ἄξιον τῆς ἀποστροφῆς, ἀλλοίμονο, τοῦ Θεοῦ. Διότι “δέν θά παραμείνουν παράνομοι ἀπέναντι στούς ὀφθαλμούς σου”, λέγει πρός τόν Θεό ὁ ψαλμωδός προφήτης (Ψαλμ. 5,5). ᾿Αφοῦ ὁ νόμος διατάσσει “νά μνημονεύης διαπαντός τόν Κύριο τόν Θεό σου, ὅταν κάθεσαι καί ὅταν βαδίζης, ὅταν εἶσαι ξαπλωμένος καί ὅταν εἶσαι ὄρθιος”, τό δέεὐαγγέλιο λέγει, “ἐρευνᾶτε τίς Γραφές”, διότι σ᾿αὐτές θά εὑρῆτε ζωή αἰώνια (᾿Ιω. 5,39), καί ὁ ἀπόστολος παραγγέλει, “νά προσεύχεσθε ἀδιαλείπτως” (Α´ Θεσσ. 5,17), αὐτός πού ἀσχολεῖται ἐπίμονα μέ γηίνους λογισμούς εἶναι ὁπωσδήποτε παράνομος, πολύ περισσότερο αὐτός πού ἀσχολεῖται μέ πονηρούς καί ρυπαρούς.

᾿Αλλά πότε προσκύνησαν τόν Θεό σ᾿ αὐτό τό ὄρος οἱ πατέρες μας; ῞Οταν ὁ πατριάρχης ᾿Ιακώβ,ἀποφεύγοντας τόν φοβερό ἀδελφό του ᾿Ησαῦ καί πειθαρχώντας στίς συμβουλές τοῦ πατρός ᾿Ισαάκ,ἀνεχώρησε πρός τή Μεσσοποταμία καί ὅταν ἐπανῆλθε ἀπό ἐκεῖ μέ γυναῖκες καί τέκνα. Κατά τήν ἐπάνοδο,ὅταν ὁ ᾿Ιακώβ ἔπηξε σκηνές σ᾿ αὐτόν περίπου τόν τόπο, ὅπου ὡμιλοῦσε ὁ Κύριος μέ τήν Σαμαρείτιδα, μετά τόἐπεισόδιο τῆς Δείνας καί τήν ἅλωσι τῶν Σικήμων, τοῦ εἶπε ὁ Θεός, ὅπως γράφεται στή Γένεσι. “Σήκω καίπήγαινε στήν Βαιθήλ καί κατασκεύασε ἐκεῖ θυσιαστήριο στόν Θεό πού σοῦ ἐμφανίσθηκε ὅταν ἀπέδρασες ἀπότήν παρουσία τοῦ ἀδελφοῦ σου ᾿Ησαῦ”. Μετά τά λόγια αὐτά ὁ ᾿Ιακώβ ἐσηκώθηκε καί ἀνέβηκε στόπαρακείμενο ὄρος καί οἰκοδόμησε ἐκεῖ, λέγει, θυσιαστήριο καί ἐκάλεσε τό ὄνομα τοῦ τόπου Βαιθήλ. Διότι ἐκεῖτοῦ ἐμφανίσθηκε ὁ Θεός.

Γι᾿ αὐτό λέγει ἡ Σαμαρεῖτις ὅτι οἱ πατέρες μας προσκύνησαν στό ὄρος τοῦτο, ἀκολουθώντας τούςἀρχαίους ἐκείνους.διότι οἱ σχετικές διατάξεις γιά τόν ναό τῶν ᾿Ιεροσολύμων ἐνομοθετήθηκαν ὕστερα.
Καί ἐπειδή βέβαια ὁ τόπος ἐκεῖνος ὠνομάσθηκε ἀπό τόν ᾿Ιακώβ οἶκος Θεοῦ, διότι τοῦτο σημαίνει τό ὄνομα Βαιθήλἑρμηνευόμενο, αὐτή ἀπορεῖ ποθώντας νά μάθη, πῶς δέν λέγετε ὅτι ἐκεῖ εἶναι μᾶλλον ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ, ἀλλάστά ᾿Ιεροσόλυμα, ὅπου νομίζετε ὅτι πρέπει νά θυσιάζετε καί νά προσκυνῆτε τόν Θεό. ῾Ο δέ Κύριος,ὁλοκληρώνοντας ἤδη τόν σκοπό τῶν λόγων του καί προφητεύοντας περί τῆς γυναικός, ὅτι θά εἶναι τέτοια καθώς τήν ζητεῖ καί τήν δέχεται ὁ Θεός, καί ἀποκρινόμενος πρός τούς λόγους της λέγει, “γυναῖκα, πίστευσέ με,ὅτι ἔρχεται ὥρα, ὁπότε οὔτε στό ὄρος τοῦτο οὔτε στά ᾿Ιεροσόλυμα θά προσκυνῆτε τόν Πατέρα”, καί ἔπειτα ἀπόλίγο, “τέτοιους ζητεῖ ὁ Θεός αὐτούς πού τόν προσκυνοῦν”.

Βλέπετε ὅτι καί γι᾿ αὐτήν βεβαιώνει ὅτι θά γίνη τέτοια, ὅπως τήν θέλει ὁ Θεός, καί ὅτι θά προσκυνῆ τόν῞Υψιστο Πατέρα, ὄχι τοπικῶς ἀλλά εὐαγγελικῶς, (διότι πρός αὐτήν ἀπευθύνεται ὁ λόγος ὅτι οὔτε στό ὄρος τοῦτο οὔτε στά ᾿Ιεροσόλυμα θά προσκυνῆτε τόν Πατέρα), συγχρόνως δέ προαναγγέλλει σ᾿ αὐτήν φανερά καίτήν μετάθεσι τοῦ νόμου; Διότι, ἀφοῦ θά μετατεθῆ ἡ προσκύνησις, ἀναγκαίως θά γίνη μετάθεσις καί τοῦ νόμου.

᾿Αλλά καί τό ἐνδιάμεσο κείμενο “σεῖς προσκυνεῖτε ὅ,τι δέν γνωρίζετε, ἐμεῖς προσκυνοῦμε, ὅ,τι γνωρίζομε, ὅτι ἡ σωτηρία εἶναι ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους”, εἶναι ἀπόκρισις πρός τόν λόγο ἐκείνης, ἀλλά συγχρόνωςἀποτελεῖ συνέπεια τῶν λόγων του. Διότι λέγει ὅτι κατά τοῦτο ἐμεῖς οἱ ᾿Ιουδαῖοι (διότι τοποθετεῖ καί τόν ἑαυτότου μ᾿ ἐκείνους, ἀφοῦ κατά σάρκα εἶναι ἀπό ἐκείνους). Ἐμεῖς λοιπόν, λέγει, πού δέν διαψεύδομε τό ὄνομα, ἀλλάγνωρίζομε τά ἰδικά μας, κατά τοῦτο διαφέρομε στήν προσκύνησι ἀπό σᾶς τούς Σαμαρεῖτες, ὅτι γνωρίζομε πώςὁρίζεται νά τελῆται στήν ᾿Ιουδαία ἡ προσκύνησις γιά τόν λόγο ὅτι ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους θά προέλθη ἡ σωτηρίαὅλου τοῦ κόσμου, δηλαδή θά ἔλθη ὁ Χριστός. ᾿Επειδή δέ δέν πρόκειται νά ἔλθη στό μέλλον, διότι ἦταν αὐτός ὁἴδιος, δέν εἶπε ὅτι ἡ σωτηρία θά εἶναι ἀπό τούς ᾿Ιουδαίους, ἀλλ᾿ ὅτι εἶναι. “᾿Αλλά ἔρχεται ὥρα”, λέγει, “καί εἶναι τώρα”.

Καί αὐτά εἶναι προφητικά.τό ἔρχεται χρησιμοποιήθηκε διότι δέν ἐτελέσθηκε ἀκόμη, ἀλλά θά τελεσθῆ, τόδέ “τώρα εἶναι”, χρησιμοποιήθηκε ἐπειδή τήν ἔβλεπε ἔτοιμη νά πιστεύση σύντομα καί νά προσκυνῆπνευματικῶς καί ἀληθῶς.“ἔρχεται λοιπόν”, λέγει, “ὥρα, καί τώρα ἀκριβῶς εἶναι, ὁπότε οἱ ἀληθινοίπροσκυνηταί θά προσκυνοῦν τόν Πατέρα κατά Πνεῦμα καί ἀλήθεια”.διότι ὁ ὕψιστος καί προσκυνητός Πατήρ, εἶναι Πατήρ αὐτοαληθείας, δηλαδή τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ, καί ἔχει Πνεῦμα ἀληθείας, τό Πνεῦμα τό ἅγιον, καίαὐτοί πού τόν προσκυνοῦν κατ᾿ αὐτούς, τό πράττουν διότι ἔτσι πιστεύουν καί διότι ἐνεργοῦνται δι᾿ αὐτῶν. Διότι, λέγει ὁ ἀπόστολος, τό Πνεῦμα εἶναι αὐτό διά τοῦ ὁποίου προσκυνοῦμε καί διά τοῦ ὁποίου προσευχόμαστε (Βλ. Ρωμ. 8,26), καί “κανείς δέν ἔρχεται πρός τόν Πατέρα παρά μόνο δι᾿ ἐμοῦ”, λέγει ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ(᾿Ιω. 14,6).

Αὐτοί λοιπόν πού προσκυνοῦν ἔτσι κατά τό Πνεῦμα καί τήν ἀλήθεια τόν ὕψιστο Πατέρα, αὐτοί εἶναι οἱἀληθινοί προσκυνηταί. ᾿Αφοῦ δέ ἐξέβαλε καί τά ᾿Ιεροσόλυμα καί τήν Σαμάρεια, γιά νά μή νομίση κανείς ὅτι πρόκειται νά εἰσαχθῆ ἀντί γι᾿ αὐτά ἄλλος τόπος, στήν συνέχεια ἀπομακρύνει πάλι τόν ἀκροατή ἀπό κάθε σωματική ἔννοια καί τόπο καί προσκύνησι, λέγοντας, “Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεός, καί αὐτοί πού τόν προσκυνοῦν πρέπει νά προσκυνοῦν κατά Πνεῦμα καί ἀλήθεια”, δηλαδή ἐννοώντας τόν ἀσώματο ἐντελῶς ἔξω ἀπόσώματα.διότι ἔτσι θά τόν ἰδοῦν καί ἀληθινῶς παντοῦ μέσα στό Πνεῦμα καί τήν ᾿Αλήθειά του. ῾Ως πνεῦμα δηλαδή πού εἶναι ὁ Θεός εἶναι ἀσώματος, τό δέ ἀσώματο δέν εὑρίσκεται σέ τόπο οὔτε περιγράφεται μέ τοπικάὅρια.

῾Επομένως αὐτός πού λέγει ὅτι ὁ Θεός πρέπει νά προσκυνῆται μόνο στά ὅρια τῶν ᾿Ιεροσολύμων ἤ τοῦὄρους τῆς Σαμαρείας ἤ σέ κάποιον ἄλλο ἀπό τούς πανταχοῦ στή γῆ καί τόν οὐρανό τόπους, δέν ὁμιλεῖ ἀληθῶς οὔτε προσκυνεῖ ἀληθῶς. ᾿Αλλά ὡς ἀσώματος ὁ Θεός δέν εἶναι πουθενά, ὡς Θεός δέ εἶναι πανταχοῦ.ἐάν ὑπάρχηὄρος ἤ τόπος ἤ κτιστό πρᾶγμα, ὅπου δέν ὑπάρχει ὁ Θεός, πάλι θά εὑρεθῆ νά περιγράφεται σέ κάτι.εἶναι λοιπόν πανταχοῦ καί σέ ὅλα ὁ Θεός. Πῶς λοιπόν πανταχοῦ καί σέ ὅλα; ῾Ως περιεχόμενος ὄχι ἀπό μέρος ἀλλά ἀπό τόσύμπαν; ῎Οχι βέβαια, διότι πάλι θά εἶναι σῶμα. ῾Επομένως, ὡς συνέχων καί περιέχων τό πᾶν, αὐτός εἶναι στόνἑαυτό του, πανταχοῦ καί ἐπάνω ἀπό τό σύμπαν, προσκυνούμενος ἀπό τούς ἀληθινούς προσκυνητάς κατά τόΠνεῦμα καί τήν ᾿Αλήθειά του.

Πανταχοῦ λοιπόν, ὄχι μόνο τῆς γῆς ἀλλά καί τῶν ὑπεράνω τῆς γῆς, θά προσκυνηθῆ ὁ Θεός ἀπό τούς ἔτσι πιστεύοντας ἀληθῶς καί θεοπρεπῶς, Πατήρ ἀσώματος καί κατά τόν χρόνο καί τόπο ἀόριστος, στό ἅγιο καίἀΐδιο Πνεῦμα καί στόν συνάναρχο Υἱό καί Λόγο, πού εἶναι ἡ ἐνυπόστατη ἀλήθεια τοῦ Πατρός. Βέβαια καί ἡψυχή καί ὁ ἄγγελος εἶναι ἀσώματα, δέν εἶναι σέ τόπο, ἀλλά δέν εἶναι πανταχοῦ, διότι δέν συνέχουν τό σύμπανἀλλά ἔχουν ἀνάγκη τοῦ συνέχοντος, ἑπομένως καί αὐτά εἶναι στόν συνέχοντα καί περιέχοντα τό σύμπαν,ὁριζόμενα ἀπό αὐτόν καταλλήλως. ῾Η ψυχή ὅμως, συνέχοντας τό σῶμα μέ τό ὁποῖο ἐκτίσθηκε μαζί, εἶναι πανταχοῦ τοῦ σώματος, ὄχι ὡς εὑρισκομένη σέ τόπο οὔτε περιεχομένη σέ σῶμα, ἀλλά ὡς συνέχουσα καίπεριέχουσα αὐτό, ἀφοῦ ἔχει καί τοῦτο κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ.

῾Η δέ Σαμαρεῖτις, καθώς ἄκουσε ἀπό τόν Χριστό αὐτά τά ἐξαίσια καί θεοπρεπῆ λόγια, ὅτι ὁ Θεός πουθενά δέν πρέπει νά προσκυνῆται ἀληθινά, παρά μόνο κατά τό Πνεῦμα καί τήν ᾿Αλήθειά του, ὅπως ἡ στό῏Ασμα τῶν ᾿Ασμάτων ψυχή πού νυμφεύεται τόν Θεό, ἀναπτερωμένη ἀπό τή φωνή τοῦ νυμφίου τῆς ἀφθαρσίας, μνημονεύει τόν προσδοκώμενο καί ποθούμενο καί, κρυφά ἀκόμη, παρόντα νυμφίο, λέγοντας. “γνωρίζω ὅτι ὁΜεσσίας, ὁ λεγόμενος Χριστός, ἔρχεται.ὅταν ἔλθη ἐκεῖνος θά μᾶς τά διδάξη ὅλα”. Βλέπετε πώς ἦτανἑτοιμοτάτη γιά τήν πίστι, ὅτι πλησιάζει ἤδη ὁ προσδοκώμενος, καί γεμάτη ἐλπίδα; ῏Αρα δέν ἐταίριαζε νά εἰπῆκαί αὐτή κατά τόν Δαβίδ, “ἕτοιμη εἶναι ἡ καρδιά μου, Θεέ, ἕτοιμη εἶναι ἡ καρδιά μου, θά τραγουδήσω καί θάψάλω κατά τήν δόξα μου” (Ψαλμ. 56,8).
᾿Από πού θά ἐγνώριζε τοῦτο μέ τόση βεβαιότητα καί ἀσφάλεια καί θά εἶχε τήν ψυχική διάθεσι γι᾿ αὐτό,ἄν δέν εἶχε μελετήσει τά προφητικά βιβλία μέ ἄκρα σύνεσι; Γι᾿ αὐτό εἶχε καί τόν νοῦ τόσο μετάρσιο, ἀφοῦ εἶχε γεμίσει ἀπό τήν θεία κατοχή.ὥστε ἐμένα, καθώς βλέπω τώρα μέ χαρά τόν σφοδρό πνευματικό πόθο τῆς Σαμαρείτιδος αὐτῆς πρός τόν Χριστό, μοῦ ἔρχεται νά εἰπῶ πάλι γι᾿ αὐτήν τά λόγια τοῦ Ἄσματος ἐκείνου, “ποιάεἶναι αὐτή πού προβάλλει σάν ἡ αὐγή, ὡραία σάν ἡ σελήνη, ἐκλεκτή σάν ὁ ἥλιος;” (῏Ασμα 6,10). Διότι, ἀφοῦἐξαγγέλλει ὅτι σέ λίγο θά φανῆ ὁ νοητός ἥλιος τῆς δικαιοσύνης Χριστός καί ὑποδηλώνει ὅτι δι᾿ αὐτῆς ἀρχίζει ἡ᾿Εκκλησία τῶν ἐθνῶν, σάν νά ἀνεβαίνη ἀπό ἱερά κολυμβήθρα, τήν πηγή ἐπάνω στήν ὁποία ἐστεκόταν, καθώς κατηχεῖτο ἀπό τόν Σωτῆρα, τήν βλέπω νά προβάλλη σάν πολυέραστος ὄρθρος.

Εἶναι δέ ὡραία σάν ἡ σελήνη, ἐπείδη φέγγει, ἄν καί ἐπικρατεῖ ἡ νύκτα τῆς ἀσεβείας ἀκόμη.ἐκλεκτή δέσάν ὁ ἥλιος, γι᾿ αὐτό ὠνομάσθηκε Φωτεινή ἀπό τόν Σωτῆρα καί καταγράφηκε καί αὐτή στόν κατάλογο τῶν μελλόντων νά λάμψουν σάν ὁ ἥλιος κατά τό εὐαγγέλιο, ἐπειδή ἐπεσφράγισε τόν ὑπόλοιπο φωτοειδῆ βίο της μέμακάριο καί μαρτυρικό τέλος, καί τώρα δέ ἀνεγνώρισε τόν Χριστό ὡς ἀληθινό Θεό καί τόν ἐξύμνησε τελείως ὡς Θεό, καί ὅ,τι εἶπε αὐτός ὕστερα στούς μαθητάς περί τοῦ συμφυοῦς καί ὁμοτίμου Πνεύματος, ὅτι, θά ἔλθηἐκεῖνος, θά διδάξη ὅλη τήν ἀλήθεια, τοῦτο λέγει προλαβαίνοντας καί αὐτή περί αὐτοῦ, “ὅταν ἔλθη ἐκεῖνος θάμᾶς τά διδάξη ὅλα” (᾿Ιω. 15,26).

᾿Αλλά μόλις τήν εἶδε νά εἶναι τέτοιας λογῆς ὁ νοητός νυμφίος Χριστός, λέγει πρός αὐτήν ἀπροκαλύπτως, “ἐγώ εἶμαι πού σοῦ ὁμιλῶ”. ᾿Εκείνη δέ γίνεται ἀμέσως ἐκλεκτή πραγματικά εὐαγγελίστρια καί ἀφήνοντας τήνὑδρία καί τρέχοντας πρός τήν πόλι τούς πείθει μέ τά λόγια καί τούς ὁδηγεῖ πρός τήν πίστι τοῦ φανέντος, λέγοντας “ἔλθετε νά ἰδῆτε ἄνθρωπο, πού μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκαμα.μήπως αὐτός εἶναι ὁ Χριστός;”. ῾Ομιλεῖ δέἔτσι ὄχι ὅτι ἔχει κάποια ἀμφιβολία, ἀλλά διότι πιστεύει ὅτι καί οἱ ἄλλοι θά πληροφορηθοῦν καλύτερα μέ τή θέα καί θά πεισθοῦν εὐχερέστερα διά τῆς συνομιλίας πρός τόν Κύριο, ὅπως καί στήν πρᾶξι συνέβηκε.
᾿Εγώ καί τά προηγούμενα ἀνέπτυξα συνοπτικῶς, ἀλλά καί τή συνέχεια τῶν εὐαγγελικῶν λόγων θάπαραλείψω τώρα, διότι βλέπω ὅτι ἡ ὥρα σᾶς βιάζει πρός τίς ἀνάγκες τοῦ βίου καί τά ἔργα τοῦ βίου. ᾿Αλλά ἐσεῖς προσέξατε αὐτήν τήν Σαμαρείτιδα. Μόλις ἄκουσε τά εὐαγγελικά λόγια, πού ἀνακοινώνομε κι᾿ ἐμεῖς πρός τήνἀγάπη σας, ἀμέσως κατεφρόνησε ὅλες τίς ἀνάγκες τοῦ σώματος. ῎Αφησε ἀμέσως καί τή στάμνα καί τήν οἰκία, καί, τρέχοντας στήν πόλι καί παρασύροντας τούς Σαμαρεῖτες, ἐπανῆλθε πάλι μαζί μέ αὐτούς πρός τόν Χριστό.διότι τό, “ἔλθετε νά ἰδῆτε”, τοῦτο ἀκριβῶς σημαίνει, “ἀκολουθήσατέ με καί θά σᾶς ὁδηγήσω καί θά σᾶς δείξω τόν ἀπό τούς οὐρανούς Σωτῆρα πού ἦλθε στόν κόσμο”.

῎Ετσι προέτρεψε τότε ἐκείνους καί τούς παρουσίασε στόν Χριστό. ἐμᾶς δέ τώρα μέ τήν ἐγκατάλειψι τῆς οἰκίας καί τῆς στάμνας διδάσκει νά θεωροῦμε προτιμότερη ἀπό τίς βιοτικές ἀνάγκες τήν ὠφέλεια ἀπό τήδιδασκαλία, τήν ὁποία ὁ Κύριος ὠνόμασε ἀγαθή μερίδα πρός τήν Μάρθα τοῦ εὐαγγελίου, ὑπερασπίζοντας τήν Μαρία πού παρακολουθοῦσε τόν λόγο (Λουκ. 10,42). ᾿Εάν δέ πρέπει νά περιφρονοῦμε τά ἀναγκαῖα, πόσο περισσότερο τά ἄλλα; ῎Αλλωστε τί σέ βιάζει πρός τά ἐκεῖ καί σέ ἀπομακρύνει ἀπό τά ὠφέλιμα ἀκούσματα;᾿Επιμέλεια οἴκου καί παιδιῶν καί γυναίκας; Οἰκεῖο ἤ συγγενικό πένθος ἤ χαρά; ᾿Αγορά κτημάτων ἤ πώλησις; Χρῆσις ὅλων τῶν ὑπαρχόντων σου ἤ μᾶλλον κατάχρησις; ᾿Αλλ᾿ ἄκουσε μέ σύνεσι τά ἀποστολικά διδάγματα.“῾Ο καιρός, ἀδελφοί εἶναι συνεσταλμένος στό ἑξῆς, ὥστε καί ὅσοι ἔχουν γυναῖκες νά εἶναι σάν νά μή ἔχουν καί ὅσοι κλαίουν σάν νά μή κλαίουν καί ὅσοι χαίρονται σάν νά μή χαίρωνται καί ὅσοι ἀγοράζουν σάν νά μή κατέχουν καίὅσοι χρησιμοποιοῦν τόν κόσμο τοῦτο σάν νά μήν τόν παραχρησιμοποιοῦν.διότι τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου παρέρχεται” (Α´ Κορ. 7,29).

Τί σημαίνει ὅτι “ὁ καιρός εἶναι συνεσταλμένος”; Σύντομος ὁ βίος, πλησίον ὁ θάνατος, φθαρτός ὁ κόσμος αὐτός, ἄλλος εἶναι ἐκεῖνος πού μένει παντοτινά. Ἐμᾶς δέ μᾶς παραπέμπει πρός ἐκεῖνον μέ ἀσφάλεια ἡκαταφρόνησις τοῦ παρόντος κόσμου, ἡ ἑτοιμασία γιά ἐκεῖνον τόν μέλλοντα, ἡ κατά τό δυνατό διαβίωσις ἀπόἐδῶ σύμφωνα μ᾿ ἐκείνη τή διαγωγή καί ἡ κατά δύναμι ἀποφυγή τῶν ἐπιβλαβῶν τοῦ παρόντος βίου. ῞Οπως δέὅταν γίνεται πυκνά ἐπιδρομή ἐχθρῶν στά ἐκτός τῆς πόλεως, ἔχομε τούς ἀγρούς σάν νά μή τούς ἔχωμε καί τόν περισσότερο καιρό, φεύγοντας ἀπό ἐκείνους, καθόμαστε μέσα σέ ἀσφάλεια, κι᾿ ἄν οἱ ἐχθροί ἀναχωρήσουν γιάλίγο, χρησιμοποιοῦμε σύντομα τούς περιπάτους ἐμπρός ἀπό τό ἄστυ, χωρίς κατάχρησι, διότι βλέπουμε τόν καιρό τῆς χρήσεως συνεσταλμένο.ἔτσι καί αὐτόν τόν κόσμο παραινεῖ ὁ ἀπόστολος νά τόν χρησιμοποιοῦμεἀλλά νά μήν τόν παραχρησιμοποιοῦμε. Διότι βλέπει τούς ἀοράτους ἐχθρούς νά ἐπεμβαίνουν δεινῶς καί τήνἀπειλή τῆς φθορᾶς. “παρέρχεται”, λέγει, “τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου”.

᾿Αλλ᾿ ὅμως, ἐπειδή τά παρόντα δέν ὑφίστανται οὐσιωδῶς ἀλλ᾿ ἀποτελοῦν σχηματισμό, καί γίνονται μένἀλλά δέν εἶναι, φαινόμενα γιά λίγο καί παρερχόμενα, κι᾿ ἄν θελήση κανείς νά τά κατέχη, δέν θά μπορέση ποτέ, σάν σκιά θερινῆς ἄγονης νεφέλης πού διώκεται ἀπό ἄνεμο καί παρέρχεται γρήγορα, ἡ παραίνεσις παρέρχεται γιά νά γίνη φανερά ἡ πρόθεσις τοῦ καθενός καί γιά νά δώση σημεῖο τῆς ἐπιγνώσεως τῶν ἀπό τόν Θεόδιαταγμάτων. Διότι κι᾿ ἄν θελήση κανείς νά τά κατέχη, ὅπως εἶπα, τά παρόντα δέν εἶναι καθεκτά, κι᾿ αὐτόδιττῶς.ὄχι μόνο ὁ κόσμος αὐτός παρέρχεται, ἀλλά κι᾿ ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς, πού χρησιμοποιοῦμε αὐτόν τόν κόσμο, μερικές φορές παρέρχεται καί πρίν ἀπό τά ἐγκόσμια πού ἔχει στή διάθεσί του.

Κάθε ἄνθρωπος παρέρχεται σάν νά βαδίζη ὁδόν, πού κι᾿ αὐτή κινεῖται πολυειδῶς καί παρέρχεται ἀπόαὐτόν, καί συμβαίνει ἕνα ἀπό τά δύο, ἤ τόν προφθάνει ἡ ὁδός καί ὅσα κατεῖχε δέν μπορεῖ πλέον νά τά κατέχη ἤαὐτός προφθάνει καί δέν μπορεῖ πλέον νά κατέχη τά τοῦ βίου.διότι, ἀφοῦ εἶναι θνητός ὁ ἄνθρωπος, εἶναι συνημμένος μέ τά τοῦ βίου, πού εἶναι καί αὐτά τρεπτά.

῎Η λοιπόν ὡς συνημμένος μέ τά τρεπτά τρέπεται πολυτρόπως κι᾿ ἔχασε ὅσα κατεῖχε, πλοῦτο ἴσως, λαμπρότητα, εὐθυμία, ἤ πεθαίνοντας προφθάνει νά ἐπιφέρη στόν ἑαυτό του κεφαλαιωδέστερη τροπή καίἀναχωρεῖ γυμνός, ἐγκαταλείποντας τά τωρινά ἀγαθά του καί τίς ἐλπίδες γι᾿ αὐτά. ῎Ισως σέ παιδιά, ἀλλά ποιάεἶναι ἡ εὐχαρίστησι καί ἀπ᾿ αὐτό; Αὐτός μέν δέν ἔχει πλέον καμμιά αἴσθησι τῶν ἐδῶ πραγμάτων, τά δέ παιδιάθά πέσουν μέ τόν ἴδιο ἤ ἄλλον τρόπο.

Τό τέλος λοιπόν τῶν προσκολλημένων σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο εἶναι πάντοτε συμφορά, ἀφοῦ τελικῶςἐκφέρονται γυμνοί καί ἐγκαταλείπουν ὅλα τά ἐδῶ ἀγαπητά πράγματα. Σέ ὅσους δέ περιφρονοῦν τά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου καί ζητοῦν νά μάθουν περί τοῦ μέλλοντος κόσμου καί σπεύδουν νά πράττουν αὐτά πού θάσυντελέσουν γιά ἐκεῖνον, ὁ θάνατος, ὅταν ἔρχεται δέν ἐπιφέρει ζημία, ἀλλά μᾶλλον τούς μεταφέρει ἀπό τοῦτα τά μάταια καί ρευστά, πρός ἀνέσπερη ἡμέρα, πρός ἄφθαρτη τρυφή, πρός ἀΐδια δόξα, πρός τά πραγματικάὑπάρχοντα καί ἀναλλοιώτως διαμένοντα.

Αὐτά εἴθε νά ἐπιτύχωμε ὅλοι ἐμεῖς, μέ τήν χάρι καί φιλανθρωπία αὐτοῦ πού ἔκλινε τούς οὐρανούς καίκατέβηκε ὑπέρ ἡμῶν, ὄχι ἕως ἐμᾶς, ἀλλά καί ἕως τίς ἔγκλειστες στά καταχθόνια ψυχές.καί πού ἀπό ἐκεῖξανανέβηκε δι᾿ ἀναστάσεως καί ἀναβιώσεως καί προσέφερε σ᾿ ἐμᾶς τόν φωτισμό καί τή γνῶσι καί τήν ἐλπίδα τῶν οὐρανίων καί ἀϊδίων, στά ὁποῖα εἶναι δεδοξασμένος στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.


(ΕΠΕ, ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΕΡΓΑ, ΤΟΜΟΣ 9, ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
 «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ»)

Πηγή: www.alopsis.gr