† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

Ὁ συγκλονιστικὸς διάλογος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου μὲ τὸν Ἄρχοντα Μόδεστο

 

Ἡ ὀρθοδοξία τῆς Καππαδοκίας ἔμοιαζε λίγο πολὺ μὲ νησίδα στὴν Ἀνατολή. Ὁ Οὐάλης ἀπέλυσε τοὺς ἀσκοὺς τῆς αἱρέσεως παντοῦ. Συνδυασμένες ἡ βία καὶ ἡ πονηρία τοῦ ἔδωσαν ἀποτελέσματα μεθυστικά. Σάρωσε τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἔσφιγγε τώρα σὰν τανάλια τὴν Καισάρεια. Εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ Καππαδόκες δὲν εἶχαν γνωρίσει καλὰ τὴ βάναυση σκληρότητα τοῦ Οὐάλη. Ἄκουγαν ὅ,τι συνέβαινε ἀλλοῦ. Τοὺς κοβόταν τὸ αἷμα.

Τὰ διάφορα κέντρα τῆς αὐτοκρατορίας ὑποτάχθηκαν πράγματι στὴν πολιτικὴ τοῦ ἀρειανόφρονα. Μὰ τοῦτο ἔγινε γιατί διώχθηκαν οἱ ὀρθόδοξοι, δημεύθηκαν οἱ περιουσίες τους, ἐξαναγκάσθηκαν, πιέσθηκαν μὲ βίαια μέσα. Καὶ ὅσοι ἀντιστέκονταν ἀντικαταστάθηκαν.

Ἡ θηριωδία καὶ τὸ μίσος δὲν εἶχαν ὅρια. Ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ κάψουν… στὴν Νικομήδεια ὀρθόδοξους πρεσβυτέρους μέσα σὲ πλοῖο. Ὅσο πλησίαζαν μάλιστα στὴν Καισάρεια τόσο πιὸ ἄγρια γινόταν ἡ θηριωδία τους. Ὄργανα τοῦ αὐτοκράτορα βεβήλωναν ναούς. Σὲ κάποια πόλη μπῆκαν στὸν ναό, ἀνέβηκαν στὴν ἁγία Τράπεζα καὶ χόρευαν πάνω σ’ αὐτήν. Σὲ ἄλλο ναό, ποὺ ὁ ὀρθόδοξος ἱερέας προσπάθησε νὰ ἐμποδίσει τοὺς βέβηλους, σκότωσαν καὶ ἔχυσαν ἀνθρώπινο αἷμα ἐπάνω στὴν ἴδια τὴν ἁγία Τράπεζα. Θῦμα ὁ ἱερέας. Τὰ φοβερὰ τοῦτα σφυροκοποῦσαν κάθε μέρα τ’ αὐτιὰ τῆς ὀρθόδοξης Καισάρειας…

Πρέπει νὰ ἦταν Νοέμβριος- Δεκέμβριος. Οἱ πιέσεις στὸ Βασίλειο διαδέχονταν ἡ μία τὴν ἄλλη. Σήμερα τὸν προσέβαλαν. Αὔριο τοῦ ὑπόσχονταν πολλά.

Πρὶν ἀποφασίσει ὁ Οὐάλης τὴν ὥρα τῆς τελικῆς ἑφόδου δοκίμασε πολλοὺς τρόπους γιὰ νὰ φέρει στὰ νερὰ του τὸ Βασίλειο. Ἔνοιωθε μάλιστα ὅτι καὶ μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Βασίλειος παραμένει ὀρθόδοξος Μητροπολίτης Καισαρείας ἀποτελεῖ γι’ αὐτὸν ἀποτυχία τῆς πολιτικῆς του, γελοιοποίηση τοῦ Βασιλικοῦ του κύρους… Σημαντικὸ ρόλο στὶς πιέσεις ἔπαιζαν οἱ δικαστικοί, ποὺ εἶχαν κιόλας γίνει πέρα γιὰ πέρα ὄργανα τοῦ αὐτοκράτορα. Δὲν ὑστέρησαν ὅμως καὶ οἱ στρατιωτικοί…

Τὰ τεχνάσματα δὲν ἔφεραν ἀποτέλεσμα καὶ ὁ Οὐάλης βιαζόταν. Ἤθελε νὰ τελειώνει ὅσο γινόταν γρηγορώτερα μὲ τὴν τελευταία ἑστία ἀντιστάσεως, μὲ τὸ Βασίλειο. Ἔτσι θὰ ὑποτάσσονταν ἀμέσως Καππαδοκία, Πόντος καὶ Ἀρμενία. Ἀναγκάσθηκε λοιπὸν ὁ Βασιλιὰς νὰ παίξει τὸ τελευταῖο του χαρτί. Ἔστειλε προπομπὸ στὴν Καισάρεια τὸν ἔπαρχο Μόδεστο, τὸν ὕπαρχο τῶν πραιτωριανῶν. Ἤξερε τί ἔκανε.

Ὁ Μόδεστος ἦταν ἀπὸ τὴν ἄθλια ἐκείνη πάστα τῶν ἀνθρώπων ποὺ γίνονται βασιλικώτεροι τοῦ βασιλέως γιὰ νὰ κρατήσουν τὴν θέση τους. Ἀδίστακτος καὶ ἀπάνθρωπος, γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ καὶ νὰ ἀρέσει στὸν ἀφέντη του. Ἡ Ἐκκλησία στὴν Ἀνατολὴ γνώρισε τὴ θηριωδία του ἀπὸ τὴν καλή…

Στὴν Καισάρεια ὁ Μόδεστος ἐγκαταστάθηκε στὸ Διοικητήριο. Ἡ ἀναμέτρηση ὅμως ἔγινε μᾶλλον στὸ δικαστήριο… Διέταξε νὰ τοῦ φέρουν τὸ Βασίλειο, ποὺ ἦταν κιόλας ἕτοιμος.

Ὅλη τὴ νύχτα ὁ ἐπίσκοπος προσευχόταν. Γιὰ κάποια στιγμὴ ἔνοιωσε τὰ γόνατά του νὰ λύνονται ἀπὸ φόβο. Θὰ τὰ κατάφερνε; Θὰ στεκόταν ὅσο χρειαζόταν ἄξιος μπροστὰ στὸ θηρίο; Τὸ πικρὸ ποτήρι μένει πικρὸ καὶ γιὰ τοὺς μεγάλους. Πέρασε ὅμως ὁ φόβος του. Τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἔσφιξε τοὺς ἁρμούς του καὶ ἄρχισε νὰ αἰσθάνεται ἀλλοιώτικα…

Καὶ ὁ Μόδεστος; Μόλις τὸν εἰδοποίησαν πῆγε στὴν ἐπίσημη αἴθουσα καὶ ἔκατσε στὸ θρόνο προκλητικά, περισσότερο ἀπειλητικά. Ἔπρεπε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ νὰ ξαφνιάσει τὸ Βασίλειο. Εἶχε ἀκούσει τόσα πολλὰ γιὰ τὸν ἰσχνὸ τοῦτο ἄνδρα ποὺ τὸν ἔκαναν λιγώτερο σίγουρο. Ἀμηχανία κι ἕνας ἀδιόρατος φόβος καρφώθηκε κάπου στὴν καρδιὰ τοῦ Μόδεστου καὶ δὲν ἔλεγε νὰ φύγει. Γι’ αὐτὸ ἔπρεπε ἀπὸ τὴν ἀρχή νὰ τοῦ πάρει ἀμέσως τὸν ἀέρα μὲ τρόπο ἀπότομο, ἐτσιθελικό, σκληρό. Νὰ τελειώσει μιὰ ὥρα γρηγορώτερα. Λίγο πίσω ἀπὸ τὸν ἔπαρχο στάθηκαν μερικὰ ἐπίσημα πρόσωπα: διοικητής, εὐνοῦχοι, δικαστὲς ξοφλημένοι…

Ἔφεραν στὴν αἴθουσα τὸ Βασίλειο. Προχώρησε στὸ θρόνο ἀγέρωχα, χωρὶς νὰ προκαλεῖ. Εὔχαρης, χωρὶς νὰ γελάει. Ὁ Μόδεστος τεντώθηκε, ἔβαλε πάγο καὶ σίδερο στὴ φωνή του, μίλησε:

Μόδεστος: Βασίλειε, πῶς τόλμησες -μόνο ἐσὺ- νὰ πᾶς κόντρα στὸ θέλημα τοῦ βασιλιᾶ μας; Ποιὸς εἶσαι σὺ ποὺ τόλμησες νὰ τὸν περιφρονήσεις;

Ὁ Βασίλειος κατάλαβε τὴν τακτική: ἐπίθεση κι αἰφνιδιασμός. Δὲν θὰ παρασυρόταν ὅμως. Θὰ ἐπέβαλλε τὸ δικό του ρυθμὸ στὴ φοβερὴ ἀναμέτρηση. Θὰ γινόταν βράχος ποὺ ἐπάνω του θὰ τσακιζόταν ἡ ὀργὴ καὶ τὸ μίσος τῶν αἱρετικῶν. Θὰ ὑψωνόταν σύμβολο γιὰ τὸ ὄρθωμα τῆς Ἐκκλησίας μπροστὰ στὶς ἐξουσίες τοῦ κόσμου τούτου. Ζητάει λοιπὸν συγκεκριμένα στοιχεῖα, κατηγορία καθαρή:

Βασίλειος: Γιὰ ποιὸ πράγμα μὲ κατηγορεῖς, ποιὸ εἶναι τὸ σφάλμα μου καὶ δὲν τὸ ξέρω;
Μόδεστος: Δὲν ἔχεις τὴν πίστη τοῦ βασιλιᾶ, τώρα ποὺ ὅλοι ὑποτάχθηκαν.
Βασίλειος: Κάνω ἔτσι γιατί ὁ δικός μου βασιλιὰς δὲ στέργει τὴν πίστη τοῦ Οὐάλη, ποὺ προσκυνᾶ τὸ κτίσμα (οἱ ἀρειανοὶ δέχονταν τὸν Υἱὸ σὰν κτίσμα). Πῶς νὰ τὸ κάνω τοῦτο, ἀφοῦ ἐγὼ ποὺ εἶμαι κτίσμα κλήθηκα νὰ γίνω Θεός. Προσκυνῶ τὸν Υἱὸ σὰν Θεὸ καὶ ὄχι σὰν κτίσμα.
Μόδεστος: Καὶ τότε τί εἴμαστε ἐμεῖς, ποὺ πιστεύουμε ὅπως ὁ αὐτοκράτορας;
Βασίλειος: Τίποτα, ὅσο προστάζετε τέτοια πράγματα!

Ἱδρώτας, ἀγωνία καὶ μαζὺ ὀργὴ χωρὶς ὅρια πάλευαν στὸ ἄρρυθμο πνεῦμα τοῦ ἐπάρχου. Ἄρχισε κιόλας νὰ τὰ χάνει. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ἀφελής του ἐρώτηση.

Μόδεστος: Γιατί δὲ τὸ ’χεις γιὰ σπουδαῖο νὰ εἶσαι μὲ τὸ μέρος μας, νὰ μᾶς ἔχεις φίλους;
Βασίλειος: Βεβαίως εἴσαστε κιόλας ἔπαρχοι καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς μὰ δὲ σᾶς ἔχω πιὸ σεβαστοὺς ἀπὸ τὸ Θεό! Καὶ σὰν τέκνα τοῦ Θεοῦ ποὺ εἴσαστε εἶναι σπουδαῖο νὰ σᾶς ἔχω φίλους. Τόσο σπουδαῖο ὅσο νὰ ἔχω φίλους καὶ τοὺς ὑφισταμένους σας. Ὁ χριστιανισμὸς δὲ φαίνεται ἀπὸ τὰ ἀξιώματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πίστη τῶν προσώπων. Μὲ τὰ λόγια τοῦτα ὁ Βασίλειος φώτισε μὲ δυνατὸ φῶς τὸν ἰσχυρὸ ἄρχοντα. Τοῦ ἔδειξε πόσο μικρὸς εἶναι καὶ πόσο κωμικὴ γίνεται ἡ αὐθάδειά του.

Ὁ Μόδεστος τὸ κατάλαβε. Ἔνοιωσε νὰ τὸν ξεγυμνώνουν. Νὰ τοῦ παίρνουν τὴ δύναμη, μὲ τὴν ὁποία τρόμαζε τοὺς μικρούς. Ἄναψε λοιπὸν καὶ κόρωσε. Οἱ φλέβες του τινάχθηκαν… Μὲ μιᾶς ὀρθώθηκε στὸ θρόνο καὶ σχεδὸν ἄναρθρα φοβέριζε:

Μόδεστος: Δὲ φοβᾶσαι, λοιπόν, τὴν ἐξουσία μου;
Βασίλειος: Μὰ τί μπορεῖς νὰ μοῦ κάνεις, τί πρόκειται νὰ πάθω; …
Μόδεστος: Τί μπορῶ; Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ ἔχω δικαιοδοσία…
Βασίλειος: Ποιὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ θὰ πάθω, πέστα μου νὰ τ’ ἀκούσω!
Μόδεστος: Δήμευση τῆς περιουσίας σου, ἐξορία, βασανιστήρια, θάνατο.
Βασίλειος: Μὲ ἄλλο τίποτε φοβέρισέ με, αὐτὰ δὲ μὲ νοιάζουν.

Ὁ ἐξαγριωμένος ἔπαρχος ἔνοιωσε τὰ λόγια τοῦτα μαχαίρι στὰ νεφρά του. Τὰ μάτια του ἔγιναν κόκκινα. Ἡ φωνὴ του τσάκισε. Τὰ νεῦρα του ἔκλαιγαν καὶ παραδίνονταν. Ὅλα γύρω του χάνονταν. Ἀπὸ δυνατὰ γίνονται ἀδύνατα. Ἀπὸ ἰσχυρὰ ἀνίσχυρα. Γι’ αὐτὸ ὁ ἴδιος μίκραινε. Γινόταν αὐτὸς ποὺ ἦταν: μικρός. Μάζεψε τὶς δυνάμεις του ὅμως καὶ ψέλλισε:

Μόδεστος: Πῶς γίνεται αὐτό, πῶς καὶ δὲ φοβᾶσαι;
Βασίλειος: Γιατί δὲ φοβᾶται δήμευση αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει τίποτα, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ τριμμένα παλιὰ ροῦχα καὶ μερικὰ βιβλία. Αὐτὰ εἶναι ὅλο τὸ βιός μου, Μόδεστε! Ἡ ἐξορία πάλι δὲ μὲ τρομάζει γιατί δὲν ἔχω τόπο δικό μου. Καὶ ἡ Καισάρεια στὴν ὁποία τώρα κατοικῶ δὲν εἶναι δική μου. Ὅπου λοιπὸν κι ἂν μὲ πετάξετε θὰ εἶναι τόπος τοῦ Θεοῦ κι ἐγὼ θὰ εἶμαι πάροικος καὶ παρεπίδημος. Τὰ βασανιστήρια; Τί νὰ κάνουν κι αὐτὰ σὲ σῶμα σὰν τὸ δικό μου! Ἕνα πρῶτο κτύπημα θὰ δώσεις κι ὅλα τελείωσαν ἀμέσως. Αὐτὸ εἶσαι ἱκανὸς νὰ τὸ κάνεις. Μὲ ἀπειλεῖς μὲ θάνατο; Θὰ μοῦ γίνεις εὐεργέτης. Αὐτὸ ποθῶ κι ἐγώ, νὰ πάω πιὸ γρήγορα στὸ Θεό, γιὰ τὸν ὁποῖο ζῶ καὶ ἀγωνίζομαι. Βιάζομαι νὰ φθάσω στὸν Θεό μου, στὸν Πατέρα μου!…
Μόδεστος: Κανεὶς μέχρι τώρα δὲ μίλησε μὲ τόσο θάρρος στὸ Μόδεστο, κανεὶς δὲν εἶχε μπροστά μου τόση παρρησία.

Ἦρθε καὶ ἡ ὥρα τοῦ κεραυνοῦ. Ὁ Βασίλειος δὲν κρατήθηκε. Οἱ ὧρες εἶναι μεγάλες, κρίσιμες, ἱστορικές. Γι’ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν κατηγορήσει κανεὶς ἐγωϊστή!

Βασίλειος: Γιατί δὲ συνάντησες ποτέ σου ἀληθινὸ ἐπίσκοπο. Ἀλλοιῶς θὰ σοῦ μιλοῦσε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἀφοῦ θ’ ἀγωνιζόταν γιὰ τόσο ὑψηλὰ πράγματα. (Ὁ Βασίλειος εἶδε τώρα τὸ συντριμμένο ἔπαρχο, μέτρησε καὶ τὸ βαρὺ λόγο ποὺ ξεστόμησε καὶ θέλησε νὰ μαλακώσει τὴν ἀτμόσφαιρα). Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι, ἔπαρχε, εἴμαστε καλοὶ καὶ ταπεινοὶ ὅσο κανεὶς ἄλλος. Ὄχι μόνο στὸ βασιλιὰ δὲ φερόμαστε ὑπεροπτικά, μὰ οὔτε καὶ στὸν πιὸ μικρὸ ἄνθρωπο. Ἂν ὅμως τύχει νὰ κινδυνεύει ἡ πίστη στὸ Θεό, τότε περιφρονοῦμε τὰ πάντα καὶ ἀγκαλιάζουμε αὐτήν. Τότε ἡ φωτιά, τὸ ξίφος τοῦ δήμιου, τὰ θηρία καὶ τὸ ξέσκισμα τῆς σάρκας μας μὲ τὰ νύχια τῶν βασανιστῶν φέρνει σὲ μᾶς περισσότερο εὐχαρίστηση παρὰ φόβο. Γι’ αὐτὸ κάνε ὅ,τι θέλεις, ὅ,τι ἔχεις δικαιοδοσία. Βρίσε με, ἀπείλησέ με ὅσο θέλεις. Ἂς τὸ ἀκούσει ὅμως κι ὁ βασιλιάς, δὲν θὰ μὲ καταφέρεις νὰ δεχθῶ τὴν κακοδοξία, ἔστω κι ἂν ἀπειλήσεις χειρότερα.

Ἦταν ἡ τελευταία ψυχρολουσία ποὺ δέχθηκε ὁ τραγικὸς ἄρχοντας ἀπὸ τὸ Βασίλειο στὴ φοβερὴ καὶ ἱστορικὴ τούτη ἀναμέτρηση. Μουδιασμένος ὁ Μόδεστος, σὰν τὸ δαρμένο ζῶο ἔκανε νόημα στοὺς φρουροὺς ν’ ἀφήσουν ἐλεύθερο τὸ Βασίλειο…

Τί ἀπέγινε μὲ τὸ Μόδεστο; Σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸ Βασιλιά, ποὺ ἔφθανε στὴν Καισάρεια. Δὲ δίστασε νὰ τοῦ πεῖ τὴν ἀλήθεια: « Νικηθήκαμε, βασιλιά μου, ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο αὐτῆς ἐδῶ τῆς Ἐκκλησίας. Δὲ φοβᾶται ἀπειλές. Εἶναι πιὸ σταθερὸς ἀπὸ τοὺς λόγους μας, πιὸ ἰσχυρὸς ἀπὸ τὴν πειθώ μας. Ἂς ἀπειλήσουμε κανένα δειλό, ὄχι τὸ Βασίλειο. Ἂν θέλουμε ἀποτελέσματα, πρέπει νὰ καταφύγουμε στὸν ἐξαναγκασμὸ» (νὰ τὸν ἐξορίσουν δηλαδή).

Ὁ αὐτοκράτορας, ποὺ στὸ μεταξὺ ἔμαθε τὰ καθέκαστα, ὅσα χρειαζόταν γιὰ νὰ καταλάβει τὴ δύναμη τοῦ Βασιλείου, δὲ συμφώνησε. Εἶχε τὸ κουράγιο νὰ θαυμάζει τὶς ἀρετὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μὴ χρησιμοποιήσουν βία.

Από το βιβλίο: Ἡ ζωὴ ἑνὸς Μεγάλου: Βασίλειος Καισαρείας Στυλιανοῦ Γ. Παπαδόπουλου



Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Εὐαγγέλιον - Ὁμιλία πρός τοῦς πλουτοῦντας (Μέγας Βασίλειος)


Τω καιρώ εκείνω, είς προσελθών είπεν τω Ιησού: διδάσκαλε αγαθέ, τί αγαθόν ποιήσω ίνα έχω ζωήν αιώνιον? Ο δέ είπεν αυτώ: τί με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός ει μή είς ο Θεός. Ει δέ θέλεις εισελθείν εις την ζωήν, τήρησον τας εντολάς. Λέγει αυτώ: ποίας; Ο δέ Ιησούς είπε: το ου φονεύσεις, ου μοιχεύσεις, ου κλέψεις, ου ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα και την μητέρα, και αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Λέγει αυτώ ο νεανίσκος: πάντα ταύτα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου. Τί έτι υστερώ; Έφη αυτώ ο Ιησούς: ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δός πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι. Ακούσας δέ ο νεανίσκος τον λόγον απήλθε λυπούμενος’ ήν γάρ έχων κτήματα πολλά. Ο δέ Ιησούς είπε τοις μαθηταίς Αυτού: αμήν λέγω υμίν, ότι δυσκόλως πλούσιος εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών. Πάλιν δέ λέγω υμίν, ευκοπώτερόν εστί κάμηλον δια τρυπήματος ραφίδος διελθείν, ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν. Ακούσαντες δέ οι μαθηταί αυτού εξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες: τίς άρα δύναται σωθήναι; Εμβλέψας δέ ο Ιησούς είπεν αυτοίς: παρά ανθρώποις τούτο αδύνατόν εστί, παρά δέ Θεώ πάντα δυνατά εστι.

Ἀπόδοση:

Κάποιος πλησίασε τον Ιησού και του είπε: «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι καλό να κάνω για ν’ αποκτήσω αιώνια ζωή;» Κι αυτός του είπε: «Γιατί με ονομάζεις αγαθό; Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μόνο ένας ο Θεός. Αν θέλεις πάντως να μπεις στη ζωή, τήρησε τις εντολές». Του λεει: «Ποιες;» Κι ο Ιησούς είπε: «Το μη σκοτώσεις, μη μοιχεύσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα και τη μητέρα σου και αγάπα τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». Του λεει ο νεα¬ρός: «Όλα αυτά τα τηρώ από πολύ μικρός. Σε τι υστερώ ακόμα;» Του είπε ο Ιησούς: «Αν θέλεις να γίνεις τέλειος, πήγαινε πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, και θα έχεις θη¬σαυρό κοντά στο Θεό, κι έλα να με ακολουθήσεις». Μόλις άκουσε την απάντηση ο νεαρός, έφυγε λυπημένος, γιατί είχε μεγάλη περιούσια.

Κι ο Ιησούς είπε στους μαθητές του: «Σας βεβαιώνω πως δύσκολα θα μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού. Και σας το επαναλαμβά¬νω: Είναι ευκολότερο να περάσει καμήλα από βελονότρυπα, Παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Όταν τ’ άκουσαν οι μαθη¬τές του, ένιωσαν μεγάλη κατάπληξη κι έλεγαν: «Τότε ποιος μπορεί να σωθεί;» Ο Ιησούς τους κοίταξε και είπε: «Αυτό είναι αδύνατο για τους ανθρώπους. Για το Θεό όμως όλα είναι δυνατά».


Ομιλία του Αγίου Βασιλείου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας της Καππαδοκίας του Μεγάλου, προς τους πλουτούντας

Ωμιλήσαμε και παλαιότερα περί του πλουσίου αυτού νέου και θα ενθυμήται οπωσδήποτε ο επιμελής ακροατής αυτά που είχαμε εξετάσει τότε. Και πρώτον, ότι δεν είναι ο ίδιος με τον νομικό που αναφέρει ο Λουκάς (Λουκ. ι' 25 κ.ε.). Διότι εκείνος μεν είχε πειρακτικήν διάθεση και έκαμεν ερωτήσεις ειρωνικές, ενώ αυτός ερωτούσε με υγιή διάθεσιν, αλλά δεν εδέχετο τις αποκρίσεις με ευπείθειαν. Επειδή εάν απηύθυνε τις ερωτήσεις περιφρονητικώς, δεν θα έφευγε λυπημένος από τις απαντήσεις του Κυρίου. Γι’ αυτό η συμπεριφορά του μας φαίνεται κάπως ανάμικτος. Διότι άλλοτε η διήγησις μας τoν παρουσιάζει αξιέπαινον, άλλοτε δε αθλιώτατον και εντελώς απηλπισμένον.

Πράγματι, το να αναγνωρίση τoν αληθινόν διδάσκαλο και να παραβλέψη την αλαζονεία των Φαρισαίων, την οίηση των νομικών και την φορτικότητα των γραμματέων, και να αποδώση τoν τίτλον αυτόν στον μόνον αληθινόν και αγαθόν διδάσκαλον, αυτό τoν καθιστά άξιον επαίνου. Επίσης, το γεγονός ότι έδειξεν ενεργόν ενδιαφέρον για το πώς θα ημπορούσε να κληρονομήση την αιωνίαν ζωή, και αυτό οφείλουμε να το εκτιμήσωμε. Εκείνο όμως που κακοχαρακτηρίζει όλην του την προαίρεση και φανερώνει ότι δεν αποβλέπει στο όντως καλόν, αλλά τoν απασχολεί το τι αρέσει στους πολλούς, είναι το εξής: αφού εδιδάχθη από τoν αληθινόν διδάσκαλο σωτήρια μαθήματα, δεν τα εχάραξε στην καρδία του ούτε εφήρμοσε τα μαθήματα αυτά στην πράξιν, αλλά απήλθε λυπημένος, επειδή είχε τυφλωθή από το πάθος της φιλοπλουτίας. Αυτό είναι που ελέγχει την ανωμαλίαν της συμπεριφοράς του και την ασυμφωνία προς τον εαυτόν του. Τον αποκαλείς διδάσκαλον και δεν ενεργείς ως μαθητής; Τον ομολογείς αγαθόν και περιφρονείς αυτά που δίδει; Και όμως είναι φανερόν ότι ο αγαθός αγαθά παρέχει. Και ερωτάς μεν περί της αιωνίου ζωής, αποδεικνύεσαι όμως ότι είσαι ολοκληρωτικώς δεμένος στην απόλαυση της παρούσης ζωής. Ποίος είναι ο δύσκολος ή ο βαρύς ή ο δυσβάστακτος λόγος που σου απηύθυνεν ο διδάσκαλος; «Πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς». Εάν σου επρότεινε κόπους γεωργικούς ή τους κινδύνους του εμπορίου, ή όσα άλλα επίπονα ακολουθούν αυτούς που κερδοσκοπούν, τότε έπρεπε να λυπηθής δυσφορώντας για την προσταγήν. Εάν ομως υπόσχεται να σε καταστήση κληρονόμον της αιωνίου ζωής με έναν τόσον εύκολον δρόμον, ο οποίος κανένα κόπον ή ιδρώτα δεν έχει, δεν χαίρεσαι για την ευκολία της σωτηρίας, αλλά φεύγεις με οδύνη στην ψυχή και πενθείς, και καθιστάς άχρηστα για τον εαυτόν σου όλα εκείνα για τα οποία έχεις κοπιάσει μέχρι τώρα. Διότι εάν δεν εφόνευσες, όπως λέγεις εσύ, ούτε εμοίχευσες ούτε έκλεψες ούτε εψευδομαρτύρησες εναντίον κάποιον, καθιστάς ανώφελον για τον εαυτόν σου τον αγώνα που έκαμες γι’ αυτά, εάν δεν προσθέσης αυτό που υπολείπεται, με το οποίον και μόνο θα ημπορέσης να εισέλθης στην Βασιλείαν του Θεού. Και αν μεν ο ιατρός σου έδιδεν υπόσχεσιν ότι θα διορθώση αναπηρίες των μελών σου τις οποίες έχεις εκ φύσεως ή από κάποιαν ασθένεια, δεν θα χαιρόσουν ακούγοντάς το; Τώρα δε που ο μέγας ιατρός των ψυχών θέλει να σε καμει τέλειον ως προς τα βασικώτατα που υστερείς, δεν δέχεσαι την χάριν, αλλά πενθείς και σκυθρωπιάζεις. Είναι φανερό λοιπόν ότι ευρίσκεσαι μακριά από εκείνην την εντολήν και ψευδώς διεκήρυξες ότι έχεις κατορθώσει να αγαπήσης τον πλησίον σου ωσάν τον εαυτόν σου. Ιδού ότι αυτό που σε προσέταξεν ο Κύριος σε αποδεικνύει ότι απέχεις πάρα πολύ από την αληθινήν αγάπη.

Πράγματι, αν αυτό που διεβεβαίωσες ήταν αληθινόν, ότι εφύλαξες από τη νεότητά σου την εντολήν της αγάπης και απέδιδες στον καθένα τόσα όσα και στον εαυτόν σου, τότε από πού έχεις συγκεντρώσει αυτήν την χρηματικήν περιουσία; Διότι η ικανοποίησις των αναγκών των πτωχών καταναλώνει τον πλούτον, όταν δηλαδή κάποιος δέχεται ολίγα για την ικανοποίησιν των αναγκών του, όλοι δε μαζί μοιράζονται όσα υπάρχουν και εξοδεύονται γι’ αυτούς. Ώστε εκείνος που αγαπά τον πλησίον ωσάν τον εαυτόν του δεν κατέχει τίποτε περισσότερον από τον πλησίον. Αλλά όμως φαίνεσαι να έχης κτήματα πολλά. Από πού αυτά; Είναι φανερόν. Έχεις προτιμήσει την ιδικήν σου απόλαυσιν από την ανακούφιση των πολλών. Όσο λοιπόν υπερέχεις κατά τον πλούτον, τόσον υστερείς στην αγάπην. Επειδή αν είχες αγαπήσει τον πλησίον, θα είχες σκεφθή προ πολλού να απαλλαγής από τα χρήματα. Τώρα όμως τα χρήματα έχουν προσκολληθεί επάνω σου περισσότερον από τα μέλη του σώματός σου, και σε λυπεί ο αποχωρισμός τους σαν να επρόκειτο για ακρωτηριασμόν των χρησιμωτέρων μελών σου. Διότι εάν είχες ενδύσει γυμνόν, εάν είχες δώσει τον άρτο σου στον πεινασμένον, εάν η θύρα σου ήταν ανοικτή σε κάθε ξένον, εάν είχες γίνει πατέρας ορφανών, εάν συνέπασχες με τον αδύνατον, για ποία χρήματα θα ελυπόσουν τώρα; Και πώς θα εδυσκολευόσουν να διαθέσης τα υπόλοιπα, αν είχες προ πολλού σκεφθεί να τα διανείμης στους ενδεείς; Έπειτα, σε μίαν πανήγυρη κανείς δεν λυπείται να διαθέση αυτά που έχει για να αποκτηση αντ’ αυτών ό,τι χρειάζεται. Αλλά με όσον μικροτέραν τιμήν αγοράζει τα πολύτιμα πράγματα τόσον περισσότερο χαίρεται για την λαμπρά συναλλαγήν του. Ενώ εσύ λυπείσαι που δίδεις χρυσόν και άργυρον και κτήματα, που προσφέρεις δηλαδή απλώς λίθους και χώμα, για να αποκτήσης την αιώνιον ζωήν.

Αλλά τι θα σου χρησιμεύση ο πλούτος; Θα περιβληθής με πολύτιμον ένδυμα; Ωστόσον είναι βέβαιον ότι δύο πηχών χιτωνίσκος σου φθάνει και ένα εξωτερικόν ιμάτιο θα καλύψη την ανάγκην όλων των ενδνμάτων. Μήπως θα εξοδεύσης τον πλούτο για την διατροφή σου; Ένας άρτος είναι ικανός να γεμίση την κοιλία σου. Τι λυπείσαι λοιπόν; Σαν τι να στερήσαι; Μήπως την δόξα που προξενεί ο πλούτος; Εάν όμως δεν αναζητήσης την δόξα στα επίγεια θα εύρης την αληθινήν εκείνην και ολόλαμπρον η οποία σε αναμένει στην Βασιλείαν των Ουρανών. Και το να έχης όμως απλώς τον πλούτον είναι αγαπητόν, έστω και αν δεν προέλθη από αυτόν κανένα όφελος. Αλλά και το ότι είναι ανόητος η μέριμνα για τα άχρηστα πράγματα, σε όλους είναι γνωστόν. Ίσως σου φανή παράδοξον αυτό που θα ειπώ, πλήν όμως είναι το αληθέστερον από όλα. Όταν ο πλούτος σκορπίζεται κατά τον τρόπον που παραγγέλλει ο Κύριος, έχει την ιδιότητα να παραμένη, ενώ όταν φυλάσσεται, να μας εγκαταλείπη. Εάν τον φυλάσσης, δεν θα τον έχης, εάν τον σκορπίσης, δεν θα τον χάσης. Αλλά ο πλούτος είναι περιζήτητος από τους περισσοτέρους όχι για τα ενδύματα ούτε για τις τροφές. Έχει επινοηθή από τον διάβολο κάποιο τέχνασμα το οποίον υποβάλλει στους πλουσίους αναρίθμητες αφορμές για δαπάνες, ώστε να κυνηγούν τα περιττά και άχρηστα ως αναγκαία, και ποτέ να μην αισθάνονται κορεσμόν από του να επινοούν αφορμές για έξοδα. Επειδή όταν μεν διαμοιράζουν τον πλούτο, λαμβάνουν υπ’ όψιν και την παρούσαν ανάγκην και την μελλοντικήν. Και αποθηκεύουν το ένα μέρος για τους εαυτούς των, το δε άλλο για τα παιδιά τους. Έπειτα ευρίσκουν διάφορες αφορμές για να δαπανήσουν τον πλούτον αυτόν.

Όταν όμως ο πλούτος, που διασπάται σε τόσα κομμάτια, ακόμη περισσεύει, παραχώνεται στη γη και φυλάσσεται σε απόρρητα μέρη. «Διότι το μέλλον είναι άγνωστον, μήπως μας εύρουν κάποιες απρόβλεπτες ανάγκες». Είναι βεβαίως άγνωστον, εαν εννοής την χρησιμότητα του χρυσού που έχεις κρύψει, είναι όμως φανερά η ζημία από την απανθρωπία της ενεργείας αυτής. Διότι αφού δεν ημπόρεσες να εξοδεύσης με τις αναρίθμητες επινοήσεις τον πλούτο, τότε τον απέκρυψες στη γη. Τι φοβερά μανία! Όσον ο χρυσός ήταν ακόμη μετάλλευμα εξερευνούσες την γη, και όταν εφανερώθη τον εξαφανίζεις πάλι στην γη. Έπειτα, έχω την γνώμην ότι σου συμβαίνει μαζί με τον πλούτο να παραχώνης και την καρδία σου. «Όπου γαρ ο θησαυρός σου», λέγει, «εκεί και η καρδία» (Ματθ. στ' 21). Γι’ αυτό λυπούν οι εντολές, διότι τους γίνεται ο βίος αβίωτος όταν δεν ασχολούνται με τις ανωφελείς δαπάνες. Και μου φαίνεται ότι το πάθος του νεανίσκου και των ομοίων του είναι παρόμοιον ωσάν κάποιου οδοιπόρου, ο οποίος από την επιθυμία του να φθάση σε κάποιαν πόλη διήνυσε προθύμως τον δρόμο μέχρις εκεί, έπειτα όμως κατέλυσε σε κάποιο από τα ξενοδοχεία που είναι έξω από τα τείχη. Από την οκνηρία του δηλαδή να βαδίση λίγο ακόμη αχρήστευσε και τον προηγούμενον κόπο και απέκλεισε τον εαυτόν του από το να απολαύση τα αξιοθέατα της πόλεως. Τέτοιοι είναι όσοι δέχονται μεν να πράξουν τα άλλα, αρνούνται όμως να απαλλαγούν από τα υπάρχοντά τους. Γνωρίζω πολλούς οι οποίοι νηστεύουν, προσεύχονται, στενάζουν, δεικνύουν όλην την ανέξοδον ευλάβεια, δεν εξοδεύουν όμως ούτε μία δραχμή για τους θλιβομένους. Ποίον είναι το όφελός τους από την λοιπήν αρετήν; Η Βασιλεία των Ουρανών δεν τους δέχεται, διότι λέγει, «ευκοπώτερον εστί κάμηλον δια τρυμαλιάς (τρυπήματος) ραφίδος εισελθείν, ή πλούσιον εις την βασιλείαν των ουρανών εισελθείν» (Μάρκ. ι' 25 - Λουκ. ιη' 25). Αλλά αν και η απόφασις είναι τόσο φανερά και αυτός που την είπε αψευδής, εκείνοι που πείθονται σ’ αυτήν είναι σπάνιοι.

─Και πως θα ζήσωμε όταν παραιτηθούμε από όλα; Λέγει. Και ποία θα είναι η μορφή του κόσμου όταν όλοι παραχωρούν και όλα εγκαταλείπονται;

Μη μου ζητείς να σου δικαιολογήσω τα προστάγματα του Δεσπότου. Αυτός που το ενομοθέτησε γνωρίζει, και θα προσαρμόση το αδύνατον στον νόμο. Η καρδία σου όμως με τον τρόπον αυτό σαν σε ζυγαριά δοκιμάζεται προς τα πού κλίνει. Προς την αληθινήν ζωην ή προς την πρόσκαιρον απόλαυσιν. Διότι αυτοί που σκέπτονται συνετώς, αρμόζει να θεωρούν ότι χρησιμοποιούν τον πλούτον για να τον οικονομούν κατά Θεόν και όχι για να τον απολαμβάνουν. Και όταν τον αποχωρίζονται, να χαίρωνται σαν να απαλλάσσωνται από τα ξένα, και όχι να δυσανασχετούν σαν να εγκαταλείπουν τα ιδικά τους. Γιατί λοιπόν λυπείσαι; Γιατί κυριεύεται από πένθος η ψυχή σου όταν ακούης το πώλησόν σου τα υπάρχοντα; Διότι εάν σε συνώδευαν στο μέλλον, ούτε στην περίπτωσιν αυτή θα άξιζε να τα επιζητής με τόσον πόθον, αφού επισκιάζωνται από τα εκεί πολύτιμα αγαθά. Εάν όμως κατ’ ανάγκην παραμένουν εδώ, γιατί να μην αποκομίσωμε κέρδος από αυτό με το να τα πωλήσωμε; Αλλά συ όταν δης χρυσόν και αποκτάς ίππο, δεν λυπείσαι, όταν όμως διαθέτης πράγματα φθαρτά και αντ’ αυτών λαμβάνεις βασιλείαν ουρανών, δακρύζεις και αρνείσαι αυτόν που σου τα ζητεί και δεν συγκατατίθεσαι να δώσης, επινοώντας χίλιες δύο προφάσεις για να τα καταναλώσης. Τι θα αποκριθής στoν κριτήν, εσύ που καλλωπίζεις με καλύμματα τους τοίχους και άνθρωπο δεν ενδύεις; Που στολίζεις τους ίππους και παραβλέπεις τον αδελφό σου που είναι γυμνός; Που αφήνεις το σιτάρι να σαπίση και δεν τρέφεις τους πεινασμένους; Που παραχώνεις τον χρυσό και περιφρονείς τον καταπιεζόμενον; Και εάν ζη μαζί σου γυναίκα και αγαπά τον πλούτο, η νόσος είναι διπλή. Διότι και στις διασκεδάσεις παρακινεί, και μαζί μ’ αυτές αυξάνει τις φιληδονίες και κεντρίζει τις περίεργες επιθυμίες, επινοώντας διάφορα είδη λίθων, μαργαριτάρια και σμαράγδια και υακίνθους και χρυσό, και άλλον τον επεξεργάζεται για κοσμήματα, άλλον τον υφαίνει και αυξάνει την ασθένεια με κάθε πολυτέλεια. Και δεν αποτελεί πάρεργον η ενασχόλησις με αυτά, αλλά νύκτα και ημέρα γι’ αυτά φροντίζει. Πάμπολλοι δε κόλακες που συντρέχουν στις επιθυμίες της, συγκεντρώνουν τους χρωματουργούς, τους χρυσοχόους, τους αρωματοποιούς, τους ράπτες, τους διακοσμητάς. Δεν αφήνει τον άνδρα να αναπνεύση από τις συνεχείς παραγγελίες της. Κανένας πλούτος δεν επαρκεί να εξυπηρετήση τις γυναικείες επιθυμίες, ούτε και αν ακόμη ρέη ως ποταμός. Πώς να επαρκέση, όταν αυτές θέλουν να προμηθεύωνται τα μύρα από την ανατολή σαν το λάδι από την αγοράν, αναζητούν δε θαλάσσια άνθη, πολύτιμα κογχύλια και μαργαριτάρια περισσότερα και από το μαλλί των προβάτων. Και ο χρυσός που περισφίγγει τα πολύτιμα πετράδια, άλλος μεν γίνεται στολίδι για το μέτωπον, άλλος περιδένει τον λαιμό τους, άλλος τοποθετείται στις ζώνες και άλλος μετατρέπεται σε δεσμά για τα χέρια και τα πόδια τους. Διότι χαίρονται οι γυναίκες να δένωνται με χειροπέδες, αρκεί μόνον να είναι, χρυσές. Πότε λοιπόν θα φροντίση για την ψυχή του αυτός που υπηρετεί γυναικείες επιθυμίες; Επειδή όπως οι καταιγίδες και οι τρικυμίες καταποντίζουν όσα πλοία είναι σαθρά, έτσι και οι πονηρές διαθέσεις των γυναικών, καταπνίγουν τις αδύνατες ψυχές των συζύγων. Όταν λοιπόν ο πλούτος καταναλώνεται σε τόσα πολλά πράγματα από τον άνδρα και την γυναίκα, οι οποίοι συναγωνίζονται μεταξύ τους στις επινοήσεις των ματαίων, είναι επόμενον να μη μένη καθόλου καιρός να ενδιαφερθούν για τους άλλους. Αλλά εάν μεν ακούσης «πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς», για να έχης εφόδια για την αιωνίαν απόλαυση, τότε απέρχεσαι λυπούμενος. Εάν όμως ακούσης: δώσε χρήματα στις γυναίκες που ζουν πολυτελώς, δώσε στους γλύπτες, στους οικοδόμους στους τεχνίτες των ψηφιδωτών, στους ζωγράφους, χαίρεσαι σαν να κατακτάς κάτι πολυτιμότερον από τα χρήματα. Δεν βλέπεις αυτούς τους τοίχους που με τον χρόνον έχουν καταρρεύσει; Τα λείψανά τους ωσαν κάποιοι σκόπελοι αναδύονται σε όλη την πόλη. Όταν ανεγείροντο αυτοί οι τοίχοι, πόσοι πτωχοί υπήρχαν στην πόλιν αυτήν, οι οποίοι παρεβλέποντο από τους τότε πλουσίους λόγω της φροντίδος τους γύρω από αυτά; Πού είναι λοιπόν η κατασκευή των λαμπρών αυτών έργων; Πού είναι αυτός που εκαυχάτο για την μεγαλοπρέπειά τους; Δεν διελύθησαν και εξηφανίσθησαν όπως αυτά που κατασκευάζουν τα παιδιά παίζοντας στην αμμουδιά, ενώ εκείνος ευρίσκεται στον άδη, μετανοιωμένος για την φροντίδα των ματαίων;

Αλλά αποκαλείς τον εαυτόν σου πτωχόν. Συμφωνώ και εγώ. Διότι πτωχός είναι αυτός που χρειάζεται πολλά. Και εσάς η αχόρταστος επιθυμία σας κάνει να έχετε πολλές ανάγκες. Στα δέκα τάλαντα προσπαθείς να προσθέσης και άλλα δέκα. Όταν γίνουν είκοσι, επιζητείς άλλα τόσα, και πάντοτε καθετί που προστίθεται δεν σταματά την ορμή σου. Αντιθέτως, σου ανοίγει την όρεξη. Διότι όπως ακριβώς στους μέθυσους η προσθήκη του οίνου γίνεται αφορμή για να συνεχίσουν να πίνουν, έτσι και οι νεόπλουτοι, αφού αποκτήσουν πολλά, επιθυμούν περισσότερα, τρέφοντας την ασθένειά τους με την συνεχή επαύξηση, και κατ’ αυτόν τον τρόπον η προσπάθειά τους φέρει το αντίθετον αποτέλεσμα. Επειδή δεν τους ευχαριστούν όσα έχουν, αν και είναι τόσα πολλά, όσον τους λυπούν τα ελλείποντα, όσα δηλαδή αυτοί υποθέτουν ότι τους λείπουν. Ώστε πάντοτε η ψυχή τους λειώνει από τoν αγώνα που κάνουν να αποκτήσουν υπερβολικά αγαθά. Και ενώ θα έπρεπε να ευφραίνωνται και να ευχαριστούν για το ότι είναι πλουσιώτεροι από τόσους άλλους, αυτοί δυσφορούν και θλίβονται επειδή υστερούν από έναν ή δύο πάμπλουτους. Όταν φθάσουν αυτόν τoν πλούσιον, αμέσως αγωνίζονται να εξισωθούν με τον πλουσιώτερον, και όταν φθάσουν εκείνον, μεταφέρουν την προσπάθειά τους προς τoν άλλον. Όπως εκείνοι που ανεβαίνουν τις σκάλες ανυψώνουν το βήμα τους συνεχώς πρoς υψηλότερο σκαλοπάτι και δεν σταματούν πριν φθάσουν στο άκρον της σκάλας, έτσι και αυτοί δεν παύουν την κατακτητικήν ορμήν τους μέχρι να μείνουν μετέωροι υψηλά, τόσο ώστε η πτώσις τους να είναι καταστροφική. Όσα βλέπει ο οφθαλμός, τόσα πολλά επιθυμεί ο πλεονέκτης. «Δεν θα χορτάση ο οφθαλμός από το να βλέπη» (Εκκλ. α' 8) και ο φιλάργυρος από το να παίρνη. Ο πλεονέκτης δεν είπε ποτέ αρκεί. Πότε θα χρησιμοποιήσης αυτά που έχεις τώρα; Πότε θα τα απολαύσης, αφού διακατέχεσαι πάντοτε από τους κόπους της αποκτήσεως;

Θα ήθελα να σε ελαφρώσω λίγο από τα έργα της αδικίας, ώστε να εύρης κάποιαν άνεση στους λογισμούς σου και να ιδής την κατάληξιν όλων αυτών των πραγμάτων. Έχεις τόσα και τόσα πλέθρα [Αρχαία μονάς μετρήσεως επιφανειών ίση με 8.740 τ.μ.] καλλιεργησίμου γης, άλλα τόσα φυτευμένα, βουνά, πεδιάδες, κοιλάδες, ποταμούς, λιβάδια. Τι θα γίνει λοιπόν με όλα αυτά; Δεν σε περιμένουν τρεις πήχεις όλοι κι όλοι; Δεν θα αρκέση το βάρος ολίγων λίθων να φυλάξη την δυστυχή σου σάρκα; Για ποίον λοιπόν κοπιάζεις; Για ποίον παρανομείς; Γιατί με τα χέρια σου συνάζεις ακαρπίαν; Είθε να ήταν ακαρπία και όχι προσάναμμα για το αιώνιον πυρ. Δεν θα απαλλαγής ποτέ από την μέθην αυτή; Δεν θα υγιάνουν οι λογισμοί σου; Δεν θα έλθης στον εαυτόν σου; Δεν θα φέρης προ των οφθαλμών σου το δικαστήριον του Χριστού; Τι θα απολογηθής όταν σε περικυκλώσουν οι αδικημένοι και θα σε κατηγορούν ενώπιον του δικαίου κριτού; Τι θα κάμης λοιπόν; Ποίους συνηγόρους θα πληρώσης; Ποίους μάρτυρες θα παρουσιάσης; Πώς θα μεταπείσης τον δικαστή που ποτέ δεν εξαπατάται; Δεν υπάρχει δικηγόρος εκεί, δεν υπάρχει η τέχνη των λόγων, η οποία ημπορεί να κλέψη την αλήθειαν από τον δικαστή. Δεν συνοδεύουν οι κόλακες, ούτε τα χρήματα, ούτε το ύψος του αξιώματος. Μόνος, χωρίς φίλους, χωρίς βοηθούς, χωρίς συνηγόρους, χωρίς απολογία, θα απομακρυνθής γεμάτος εντροπήν, σκυθρωπός, κατηφής, ολομόναχος, χωρίς κανένα θάρρος. Διότι όπου και αν περιφέρης το βλέμμα σου, θα αντικρύσης καθαρά τις εικόνες των κακών έργων. Από το ένα μέρος τα δάκρυα του ορφανού, από το άλλο τους αναστεναγμούς της χήρας, τους γρονθοκοπημένους από σε πτωχούς, τους υπηρέτες σου των οποίων εξέσκιζες τις σάρκες, τους γείτονες που εξώργιζες. Όλα θα ξεσηκωθούν εναντίον σου, ο πονηρός χορός των κακών σου πράξεων θα σε περιστοιχίση. Διότι οι αμαρτίες ακολουθούν τις ψυχές όπως η σκιά το σώμα, αποτυπώνοντας επάνω τους ολοκάθαρα τις πράξεις. Γι’ αυτό δεν χωρεί άρνησις εκεί, αλλά φράσσεται κάθε στόμα, όσον αδιάντροπο κι αν είναι. Επειδή καταθέτουν ως μάρτυρες τα ίδια τα πράγματα που σχετίζονται με τον καθένα, χωρίς να εκβάλουν φωνήν, αλλά φαίνονται όπως ακριβώς έχουν διαπραχθή από εμάς. Πώς θα ημπορέσω να σου παρουσιάσω τα φρικτά; Εάν βεβαίως ακούσης, εάν μετανοήσης, ενθυμήσου την ημέραν εκείνην κατά την οποίαν «αποκαλύπτεται οργή Θεού απ’ ουρανού» (Ρωμ. α' 18). Ενθυμήσου την ένδοξον παρουσία του Χριστού, όταν θα αναστηθούν «οι μεν τα αγαθά πράξαντες εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα εις ανάστασιν κρίσεως» (πρβλ. Ιω. ε' 29). Τότε αιώνιος εντροπή για τους αμαρτωλούς και φωτιά που μέλλει να καταφάγη όσους εναντιώθησαν στον Θεόν (Εβρ. ι' 27). Αυτά να σε λυπούν και όχι η εντολή.

Πώς να σου απαλύνω την ψυχή; Τι να ειπώ; Δεν επιθυμείς την βασιλεία; Δεν φοβείσαι την γέενναν; Από πού θα ευρεθή ίασις για την ψυχήν σου: Διότι εάν τα φρικτά δεν σε πτοούν, τα λαμπρά δεν σε προτρέπουν, τότε απευθύνομαι σε λιθίνην καρδία. Εξέτασε, άνθρωπε, την φύση του πλούτου. Γιατί τόσον πολύ υπολογίζεις τον χρυσό; Λίθος είναι ο χρυσός, λίθος ο άργυρος, λίθος ο μαργαρίτης, όλοι λιθοι, δηλαδή πέτρες: η χρυσόπετρα και το βηρύλλιον, και ο αχάτης και ο υάκινθος, και ο αμέθυστος, και ο ίασπις. Αυτά είναι τα άνθη του πλούτου, από τα οποία σύ άλλα τα αποθηκεύεις με το να τα παραχώνης, ενώ όσους λίθους είναι διαυγείς τους καλύπτεις στο σκότος. Άλλους δε, τους πλέον πολυτίμους, τους περιφέρεις καμαρώνοντας για την λάμψη τους. Ειπέ μου, τι ωφελείσαι όταν περιστρέφης το χέρι σου που λάμπει από τα πετράδια; Δεν κοκκινίζεις όταν κατέχεσαι από επιθυμία των λίθων ωσάν τις γυναίκες που εγκυμονούν; Διότι και εκείνες λίθους ορέγονται, και συ κατέχεσαι από λαιμαργία για τα άνθη των λίθων, αφού αναζητής σαρδόνυχες και ιάσπιδες και αμεθύστους. Ποιος στολιζόμενος κατώρθωσε να προσθέση στον βίο του μίαν ημέρα; Ποίον ελυπήθη ο θάνατος για τα πλούτη του; Ποίος εγλύτωσε από την αρρώστιαν χάριν των χρημάτων του; Έως πότε ο χρυσός θα είναι η αγχόνη των ψυχών, το άγκιστρο του θανάτου, το δόλωμα της αμαρτίας; Έως πότε ο πλούτος θα είναι η αιτία του πολέμου, για τον οποίον κατασκευάζονται όπλα και ακονίζονται ξίφη; Εξ αιτίας αυτού οι συγγενείς παραβλέπουν την φυσικήν συγγένειαν, αδελφοί υποβλέπονται με φονικήν διάθεσιν, ο ένας εναντίον του άλλου. Εξ αιτίας του πλούτου οι ερημίες φιλοξενούν τους φονείς, η θάλασσα τους πειρατάς, οι πόλεις τους συκοφάντες.

Ποίος είναι ο πατήρ του ψεύδους, ποιος ο δημιουργός της πλαστογραφίας; Ποίος εγέννησε την επιορκίαν; Όχι ο πλούτος; Όχι η μέριμνα για την απόκτησή του; Τι παθαίνετε, ω άνθρωποι; Ποιος έστρεψε τα ιδικά σας εναντίον σας; Τα χρήματα είναι μέσον για την ζωή. Μήπως έχουν δοθή ως εφόδια κακών; Είναι λύτρα της ψυχής. Μήπως είναι αφορμή καταστροφής;

Αλλά ο πλούτος είναι αναγκαίος για τα τέκνα. Αυτή είναι μία ευλογοφανής δικαιολογία της πλεονεξίας. Τα τέκνα επικαλείσθε, αλλά για τον εαυτόν σας φροντίζετε. Μην ενοχοποιής τον αναίτιον, έχει τον κύριόν του, τον οικονόμον του. Από άλλον έλαβε την ζωήν, από αυτόν περιμένει τα απαραίτητα για την ζωή. Μήπως για τους εγγάμους δεν έχουν γραφή τα Ευαγγέλια; «Ει θέλεις τέλειος είναι, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς». Όταν εζητούσες από τον Κύριον την καλλιτεκνίαν (ενν. στο μυστήριον του γάμου), όταν ηξίωνες να γίνης πατέρας παιδιών, μήπως είχες προσθέσει και τούτο: δώσε μου τέκνα για να παρακούσω τις εντολές σου; Δώσε μου τέκνα για να μη φθάσω στην Βασιλείαν των Ουρανών; Και εκτός αυτού, ποίος θα σου εγγυηθή για την προαίρεση του παιδιού, ότι θα χρησιμοποιήση σωστά αυτό που θα του δώσης; Διότι ο πλούτος για πολλούς έγινεν υπηρέτης της ακολασίας. Ή δεν ακούεις τον Εκκλησιαστήν που λέγει: «Είδον αρρωστίαν δεινήν, πλούτον φυλασσόμενον τω παρ’ αυτού (από τον κάτοχόν τον) είς κακίαν αυτώ (γιά το κακόν του)» (Εκκλ. ε' 12). Πρόσεξε λοιπόν μήπως, ενώ εσύναξες τον πλούτο με χιλίους κόπους, προετοιμάσεις για άλλους υλικόν αμαρτημάτων και έπειτα ευρεθείς διπλά τιμωρούμενος, για αυτά που ο ίδιος έχεις αδικήσει και γι’ αυτά με τα οποία εφωδίασες άλλους. Μήπως η ψυχή δεν σου είναι οικειοτέρα από κάθε τέκνο; Μήπως δεν συγγενεύει μαζί σου περισσότερον από όλα; Απόδοσε σ’ αυτήν πρώτην τα πρεσβεία της κληρονομιάς, δώσε της πλούσιες προϋποθέσεις για να ζήση, και τότε να μοιράσης την περιουσία στα παιδιά σου. Διότι τα τέκνα πολλές φορές, αν και δεν εκληρονόμησαν από τους γονείς, έκαμαν οίκους για τον εαυτόν τους, η ψυχή σου όμως, εάν εγκαταλειφθή από σε, από ποίον θα ελεηθή;

Προς τους πατέρας ελέχθησαν όσα ήσαν να λεχθούν. Οι άτεκνοι ποίαν ευλογοφανή δικαιολογίαν της φιλαργυρίας των επικαλούνται; Δεν πωλώ τα υπάρχοντά μου, ούτε τα δίδω στους πτωχούς, λόγω των αναγκών της ζωής. Λοιπόν δεν είναι ο Κύριος διδάσκαλός σου, ούτε το Ευαγγέλιον ρυθμίζει την ζωήν σου, αλλά συ ο ίδιος γίνεσαι νομοθέτης του εαυτού σου. Πρόσεξε όμως σε ποίον κίνδυνον εμπίπτεις όταν σκέπτεσαι κατ’ αυτόν τον τρόπον. Διότι εάν αυτά που ο Κύριος μας διέταξε ως αναγκαία, συ τα διαγράφεις ως ανεφάρμοστα, δεν κάνεις τίποτε άλλο από το να θεωρής τον εαυτόν σου φρονιμώτερον από τον νομοθέτη.

- Αλλά αφού τα απολαύσω αυτά σε όλην μου την ζωήν, λέγεις, μετά το τέλος της θα κάμω κληρονόμους της περιουσίας μου τους πτωχούς, αφού με γράμματα και διαθήκες τους αναθέσω την κυριότητα των υπαρχόντων μου.

Όταν δεν θα ευρίσκεσαι πλέον μεταξύ των ανθρώπων, τότε θα γίνης φιλάνθρωπος. Όταν σε αντικρύσω νεκρόν, τότε θα σε ονομάσω φιλάνθρωπον. Σου οφείλεται μεγάλη ευχαριστία για την φιλοτιμίαν σου, διότι ενώ κείσαι στο μνήμα και έχεις μεταβληθή με την διάλυση σε χώμα, έγινες γενναιόδωρος και μεγαλόψυχος στις δαπάνες. Ειπέ μου, όμως, ποιού καιρού τους μισθούς θα απαιτήσης; Για τον χρόνον της ζωής σου ή για μετά τον θάνατον; Αλλά τον καιρό που ευρισκόσουν στην ζωήν, τότε είχες δοθεί στα πάθη και στις ηδονές και κολυμβούσες μέσα στις απολαύσεις, και ούτε να αντικρύσης καταδεχόσουν τους πτωχούς, τώρα δε που απέθανες, ποίες είναι οι πράξεις σου; Ποίος μισθός εργασίας σου οφείλεται; Δείξε τα έργα και ζήτα τις ανταποδόσεις. Κανένας μετά την λήξη της πανηγύρεως δεν εμπορεύεται, ούτε προσερχόμενος μετά τους αγώνες στεφανώνεται, ούτε ανδραγαθεί μετά τον πόλεμο. Είναι λοιπόν φανερόν, πως ούτε μετά την ζωήν είναι δυνατόν να ευσεβή κανείς. Συ με την μελάνην και τα γράμματα δίδεις υποσχέσεις για ευεργεσίες. Ποίος λοιπόν θα σου αναγγείλη τον καιρό της εξόδου; Ποίος θα σου εγγυηθή τον τρόπον του θανάτου; Πόσοι έχουν αρπαγή αιφνιδίως, χωρίς να τους επιτρέψη το πάθημά τους ούτε φωνήν να αφήσουν; Πόσοι δεν παρεφρόνησαν από τον πυρετό; Γιατί λοιπόν αναμένεις ευκαιρίαν, αφού πολλές φορές δεν είσαι κύριος ούτε των λογισμών σου; Νύκτα βαθεία και νόσος βαρεία και βοηθός πουθενά, και αυτός που παραμονεύει για την κληρονομίαν είναι έτοιμος. Κανονίζει τα πάντα προς το συμφέρον του και σου ματαιώνει τα σχέδια. Εκείνη την ώρα, αφού στρέψης εδώ κι εκεί το βλέμμα σου και ιδής να σε έχη περικυκλώσει η ερημία, τότε θα αισθανθής την απερισκεψία σου, τότε θα αναστενάξης για την παραφροσύνη σου, για ποίον καιρόν εφύλασσες την εντολήν. Για όταν η γλώσσα παραλύη, το δε χέρι ήδη τρέμει και αρχίζουν οι απότομες συσπάσεις, ώστε ούτε με την φωνήν ούτε με τα γράμματα να ημπορής να εκφράσης την γνώμη σου. Ακόμη και στην περίπτωση που όλα θα είχαν γραφή με σαφήνεια και κάθε λέξις θα είχε διακηρυχθή απεριφράστως, θα ήταν αρκετόν ένα γράμμα να αλλοιώση εντελώς την απόφαση. Μία σφραγίδα εάν παραποιηθή, δύο ή τρείς ψευδομάρτυρες αν παρουσιασθούν, όλη η κληρονομία θα ημπορούσε να μεταφερθή σε άλλους.

Γιατί λοιπόν εξαπατάς τον εαυτόν σου διαθέτοντας τώρα κακώς τον πλούτον σου στις σαρκικές απολαύσεις, και δίδεις υποσχέσεις για το μέλλον περί πραγμάτων των οποίων δεν θα είσαι πλέον κύριος; Όπως το απέδειξεν ο λόγος, η σκέψις αυτή είναι πονηρά: όσον ζώ, θα απολαύσω τις ηδονές, όταν δε αποθάνω, θα πράξω ό,τι έχω διαταχθή. Θα ειπή τότε και σε σένα ο Αβραάμ: «απέλαβες τα αγαθά σου εν τη ζωή σου» (Λουκ. ιστ' 25). Δεν σε χωρά η στενή και τεθλιμμένη οδός (Προβλ. Ματθ. ζ' 14), εάν δεν αποβάλης τον όγκον του πλούτου. Εξήλθες από την ζωή βαστάζοντάς τον μαζί σου, δεν τον απέρριψες προηγουμένως, όπως είχες προσταχθή. Όταν ήσουν στην ζωήν, προτιμούσες από την εντολή τoν εαυτό σου. Μετά τον θάνατον και τη διάλυση, τότε προετίμησες την εντολήν από τους εχθρούς σου. Για να μη τα πάρη δηλαδή ο τάδε, λέγει, ας τα πάρη ο Κύριος. Και πώς να το ονομάσωμεν αυτό; Άμυναν προς τους εχθρούς ή αγάπην προς τον πλησίον; Ανάγνωσε τις διαθήκες σου: «Θα ήθελα να ζω ακόμη και να απολαμβάνω τα ιδικά μου». Άρα η χάρις ανήκει στον θάνατον, όχι σε σένα. Διότι εάν ήσουν αθάνατος, δεν θα ενθυμόσουν τις εντολές. Μην πλανάσθε. Ο Θεος ου μυκτηρίζεται (δεν εμπαίζεται) (Γαλ. στ' 7). Το νεκρό δεν προσφέρεται στο θυσιαστήριον. Την θυσία να την προσφέρης ζωντανήν. Αυτός που προσφέρει από το περίσσευμα δεν γίνεται δεκτός. Και συ προσφέρεις στον ευεργέτην αυτά που σου επερίσσευσαν μετά από ολόκληρον την ζωή σου. Εάν δεν τολμάς από τα περισσεύματα της τραπέζης να δεξιωθής τους επισήμους, πώς λοιπόν τολμάς να εξιλεώνης τον Θεόν από τα περισσεύματα; Κοιτάξτε οι πλούσιοι το τέλος της φιλοχρηματίας και παύσετε να είσθε παθιασμένοι με τα χρήματα. Όσο φιλόπλουτος είσαι, τόσο περισσοτέραν προσπάθεια καταβάλλεις να μην αφήσης τίποτε από τα υπάρχοντά σου. Κάμε τα όλα ιδικά σου, αξιοποίησέ τα όλα για τoν εαυτόν σου, μην εγκαταλείψης σε άλλους τον πλούτον. Ίσως ουτε θα σε στολίσουν οι υπηρέτες με τον τελευταίον στολισμόν, αλλά θα εξαγνίσουν την ταφή προσπαθώντας με αυτά που απέμειναν να αποκτήσουν την εύνοια των κληρονόμων. Ίσως μάλιστα και να φιλοσοφήσουν τότε εναντίον σου. Είναι άγνοια της καλαισθησίας, θα είπουν, το να στολίζης νεκρόν και να κάμης με πολυτέλεια την εκφοράν αυτού που δεν αισθάνεται πλέον. Τι λοιπόν, δεν είναι καλλίτερον να στολίζης τους ζωντανούς με την λαμπρά και πολυτελή στολήν από το να κατασαπίζουνν μαζί με τον νεκρό τα πολύτιμα ενδύματα; Ποίον το όφελος από ένα επίσημο μνήμα, από πολυτελή ταφή και από δαπάνην χωρίς κέρδος; Αυτά πρέπει να χρησιμοποιηθούν από τους επιζώντες για τις ανάγκες της ζωής.

Όλα αυτά σου τα είπα για να σε απαλλάξω από το βάρος, αλλά και χάριν εκείνων που θα κληρονομήσουν τα ιδικά σου. Όσον λοιπόν είναι καιρός, ετοίμασε τα εντάφια εφόδια. Καλόν εντάφιον είναι η ευσέβεια. Χρησιμοποίησε ως ένδυμα όλα αυτά και έτσι να εξέλΘης από την ζωήν αυτήν. Κόσμημά σου κάμε τον πλούτο σου, πάρε τον μαζί σου. Να πεισθής στον καλό σου σύμβουλο, στον Χριστόν, που σε ηγάπησε. Σ’ αυτόν που επτώχευσε προς χάριν μας, «ίνα ημείς τη εκείνου πτωχεία πλουτήσωμεν» (Β' Κορ. η' 9). Να τον πιστεύσωμεν ως σοφόν που γνωρίζει καλά το συμφέρον μας, ή να τον υπομείνωμε εμπιστευόμενοι την αγάπην του, ή να τον ανταμείψωμεν ως ευεργέτην. Οπωσδήποτε όμως να κάμωμε τα όσα μας έχουν διαταχθή, για να γίνωμε κληρονόμοι της αιωνίου ζωής «της εν αυτώ τω Χριστώ, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

(4ος αιών, ΕΠΕ, Μεγ. Βασιλείου, τόμ. 6, σελ. 284 - από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 243-255. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

www.alopsis.gr

Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ (Μεγάλου Βασιλείου)


ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ OMIΛIA ΙΘ´. Εἰς τοὺς Ἁγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρας


Ἡ μνήμη τῶν ὁποίων τιμᾶται στὶς 9 Μαρτίου


Τὸ θαυμάσιο τοῦτο κείμενο δὲ ξέρουμε ποιὸ χρόνο γράφηκε. Ἐκφωνήθηκε ὅμως στὴ μνήμη τῶν 40 Μαρτύρων, ποὺ τὸ 320 θανατώθηκαν κατὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Λικινίου. Τοὺς ἱεροὺς αὐτοὺς ἀθλητές, ἐπειδὴ γενναίως ὁμολόγησαν πίστη στὸν Χριστό, τοὺς σύναξαν καὶ τοὺς ἔστησαν στὴν παγωμένη λίμνη στὸ κέντρο τῆς Σεβαστείας. Ὁ Μέγας Βασίλειος, χάρη στὶς ἄριστες ἰατρικές του γνώσεις, περιγράφει μὲ τρόπο ἐκπληκτικὸ τὶς διεργασίες ποὺ συντελοῦνται στὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμὸ ἀπὸ τὸ ψύχος καὶ τὸ πάγωμα καὶ πῶς ἐπέρχεται ὁ θάνατος. Πέραν ὅμως τούτου ἔχουμε στὰ μάτια μας ἕνα πολὺ ἀρρενωπὸ κείμενο, ἔξοχα δομημένο, ποὺ δίνει ἀνάγλυφη τὴ θεολογία τοῦ μαρτυρίου, τὴ σημασία ποὺ αὐτὸ ἔχει γιὰ τὸν ἴδιο τὸ μάρτυρα, γιὰ τοὺς λοιποὺς πιστοὺς καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία γενικά. 

Ποῖος κορεσμὸς θὰ ἠμποροῦσε νὰ ὑπάρξῃ ἀπὸ τὴν μνήμην τῶν μαρτύρων, δι᾿ αὐτὸν ὁ ὁποῖος ἀγαπᾷ τοὺς μάρτυρας; Διότι ἡ τιμὴ πρὸς τοὺς ἀνδρείους ἀπὸ μέρους τῶν συνδούλων των, ἀποδεικνύει τὴν εὔνοιαν πρὸς τὸν κοινὸν Κύριον. Εἶναι ἄλλωστε ὁλοφάνερον ὅτι αὐτὸς ὁ ὁποῖος παραδέχεται τοὺς γενναίους ἄνδρας, δὲν θὰ ὑστερήσῃ κατὰ τὴν μίμησιν, ὅταν εὑρεθῇ εἰς παρομοίας περιστάσεις. Νὰ μακαρίσῃς ἀληθινὰ αὐτὸν ποὺ ἐμαρτύρησε, διὰ νὰ γίνῃς μάρτυς κατὰ τὴν διάθεσιν, καὶ θὰ καταλήξῃς νὰ ἀξιωθῆς τοὺς ἰδίους μισθοὺς μὲ ἐκείνους, χωρὶς νὰ διωχθῆς, χωρὶς νὰ καῆς εἰς τὴν φωτιάν, χωρὶς νὰ μαστιγωθῆς. Ἠμεῖς δὲ δὲν πρόκειται νὰ θαυμάσωμεν ἕνα, οὔτε μόνον δύο, οὔτε ὁ ἀριθμὸς τῶν μακαριζομένων φθάνει μέχρι τοῦ ἀριθμοῦ τῶν δέκα. Ἀλλὰ σαράντα ἄνδρες, ποὺ ὡσὰν νὰ εἶχαν μίαν ψυχὴν εἰς ξεχωριστὰ σώματα, μὲ μίαν σύμπνοιαν καὶ ὁμόνοιαν τῆς πίστεως, μίαν ἐπέδειξαν καὶ τὴν καρτερίαν εἰς τὰ βάσανα καὶ τὴν ἀντίστασιν, χάριν τῆς ἀληθείας. Ὅλοι ὑπῆρξαν ἕνας καὶ ἕνας· ἴσοι εἰς τὴν διάθεσιν καὶ ἴσοι εἰς τὸν ἀγῶνα. Διὰ τοῦτο καὶ μὲ τὴν ἰδίαν τιμὴν κατηξιώθησαν νὰ λάβουν τὰ στεφάνια τῆς δόξης. Ποιὸς λόγος θὰ ἠμποροῦσε νὰ περιγράψῃ τὴν ἀξίαν των; Δὲν θὰ ἐπαρκοῦσαν οὔτε σαράντα γλῶσσαι νὰ ἐξυμνήσουν τὴν ἀρετὴν τόσων μεγάλων ἀνδρῶν. Καὶ ὅμως, καὶ ἂν ἀκόμη ἦταν ἕνας ὁ τιμώμενος, θὰ ἑξαρκοῦσε νὰ νικήσῃ τὴν δύναμιν τῶν λόγων μου, πολὺ δὲ περισσότερον τώρα ποὺ εἶναι τόσον μεγάλο πλῆθος, στρατιωτικὴ φάλαγγα, παράταξις δυσκολοκαταγώνιστος, ἐξ ἴσου ἀνίκητος εἰς τοὺς πολέμους καὶ ἄφθαστος εἰς τοὺς ἐπαίνους.

Ἐμπρὸς λοιπὸν τώρα, ἀφοῦ τοὺς φέρομεν ἐνώπιόν μας διὰ τῆς ἐνθυμήσεως, ἂς καταστήσωμεν κοινὴν τὴν ὠφέλειαν εἰς αὐτοὺς ποὺ εἶναι παρόντες, ἀφοῦ δείξωμεν πρῶτα εἰς ὅλους ὡσὰν εἰς ζωγραφιάν, τὰ κατορθώματα τῶν ἀνδρῶν. Ἄλλωστε καὶ τὰ πολεμικὰ ἀνδραγαθήματα, πολλᾶς φορὰς καὶ οἱ λογογράφοι καὶ οἱ ζωγράφοι ἐξιστοροῦν. οἱ μὲν μὲ τὸ νὰ τὰ ἐγκωμιάζουν μὲ τὸν λόγον, οἱ δὲ μὲ τὸ νὰ τὰ ζωγραφίζουν εἰς τοὺς πίνακας, διεγείρουν πολλοὺς πρὸς τὴν ἀνδραγαθίαν, καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δέ. Διότι αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἡ ἱστοριογραφία παρουσιάζει διὰ τῆς ἀκοῆς, αὐτὰ τὰ ἴδια ἡ ζωγραφικὴ σιωπηλῶς τὰ παριστάνει διὰ τῆς μιμήσεως. Ἔτσι τώρα καὶ ἠμεῖς θὰ ὑπενθυμήσωμεν εἰς τοὺς παρόντας τὴν ἀρετὴν τῶν ἀνδρῶν. καὶ ἀφοῦ κατὰ κάποιον τρόπον φέρωμεν κάτω ἀπὸ τὰ μάτια σας τὰς πράξεις των, θὰ παρακινήσωμεν πρὸς μίμησιν, αὐτοὺς ποὺ εἶναι γενναιότεροι καὶ οἰκειότεροι κατὰ τὴν διάθεσιν πρὸς αὐτούς. Διότι «ἐγκωμιασμὸς μαρτύρων» σημαίνει προτροπὴ πρὸς ἀρετήν, αὐτῶν ποὺ εἶναι συγκεντρωμένοι. Οἱ λόγοι διὰ τοὺς ἁγίους δὲν καταδέχονται νὰ ὑποτάσσωνται εἰς τοὺς κανόνας τῶν ἐγκωμίων. Διότι οἱ ἐγκωμιασταὶ παίρνουν τὰς ἀρχὰς τῶν εὐφημιῶν, ἀπὸ τὰς ἀφορμᾶς τοῦ κόσμου. Δι᾿ αὐτοὺς ὅμως, οἱ ὁποῖοι ἔχουν σταυρώσει τὸν κόσμον, πῶς ἠμπορεῖ, κάτι ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτόν, νὰ δώσῃ ἀφορμὴν δι᾿ ὑπερηφάνειαν; Οἱ ἅγιοι δὲν εἶχαν μίαν πατρίδα. Διότι ὁ καθένας κατήγετο ἀπὸ διαφορετικὴν πατρίδα. Τί λοιπόν; θὰ τοὺς εἴπωμεν ἀπάτριδας, ἢ οἰκουμενικοὺς πολίτας; Διότι ὅπως εἰς τὰς συνεισφορὰς ἀπὸ τοὺς ἐράνους, αὐτὰ ποὺ ἔχουν προσφερθῆ ἀπὸ τὸν καθένα, γίνονται κοινὰ εἰς αὐτοὺς ποὺ τὰ προσέφεραν, ἔτσι καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν τῶν μακαρίων τούτων ἀνδρῶν, τοῦ καθενὸς ἡ πατρίδα εἶναι κοινὴ δι᾿ ὅλους. καὶ ὅλοι προερχόμενοι ἀπὸ παντοῦ, ἀνταποδίδουν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον τὴν πατρίδα ποὺ τοὺς προσέφερεν. Ἄλλωστε διατί πρέπει νὰ ἀναζητοῦμεν τὰς εὐρισκομένας εἰς τὴν ὕλην πατρίδας, ἐνῷ εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίζωμεν ποία εἶναι ἡ τωρινὴ πατρίδα τους; Πόλις λοιπὸν μαρτύρων εἶναι ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ τῆς ὁποίας ὁ Θεὸς εἶναι ὁ τεχνίτης καὶ ὁ δημιουργός. Εἶναι ἡ ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἡ ἐλευθέρα, ἡ μητέρα τοῦ Παύλου καὶ ὅλων ἐκείνων ποὺ εἶναι ὅμοιοι μὲ αὐτόν. Τὸ ἔθνος, αὐτὸ μὲν ποὺ εἶναι ἀνθρώπινον, εἶναι διάφορον διὰ τὸν καθένα, τὸ πνευματικὸν ὅμως ἔθνος εἶναι ἕνα δι᾿ ὅλους. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι κοινὸς πατέρας αὐτῶν, καὶ ὅλοι εἶναι ἀδελφοί, ἂν καὶ δὲν ἔχουν γεννηθῆ ἀπὸ ἕνα πατέρα καὶ μίαν μάνναν, ἀλλ᾿ ἔχουν συναρμοσθῆ ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον εἰς τὴν ὁμόνοιαν διὰ τῆς ἀγάπης μὲ τὴν υἱοθεσίαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἕτοιμος χορός! Μεγάλη συνδρομὴ αὐτῶν ποὺ ἀνὰ τοὺς αἰῶνας δοξάζουν τὸν Κύριον! Δὲν ἔχουν μαζευθῆ ἕνας-ἕνας, ἀλλὰ ὅλοι μαζὶ ἔχουν μετατεθῆ εἰς τὴν ἄλλην ζωήν. Ποιὸς ὅμως εἶναι ὁ τρόπος αὐτῆς τῆς μεταθέσεως; Αὐτοὶ ἐπειδὴ ὑπερεῖχαν καὶ κατὰ τὸ μέγεθος τοῦ σώματος καὶ κατὰ τὴν ἀκμὴν τῆς ἡλικίας, καὶ κατὰ τὴν δύναμιν ἀπὸ ὅλους τοὺς συνομήλικάς των, ἐτάχθησαν νὰ ὑπηρετοῦν εἰς τὰς στρατιωτικᾶς τάξεις. Λόγω δὲ τῆς πολεμικῆς πείρας καὶ τῆς ψυχικῆς γενναιότητος, εἶχαν λάβει κιόλας τὰς πρώτας τιμὰς ἐκ μέρους τοῦ αὐτοκράτορος, καὶ ἦταν ξακουστοὶ εἰς ὅλους διὰ τὴν ἀνδρείαν των.

Ὅταν δὲ ἐξηγγέλθη ἐκεῖνο τὸ ἄθεον καὶ ἀσεβὲς διάταγμα, νὰ μὴ ὁμολογοῦν πίστιν εἰς τὸν Χριστόν, ἢ διαφορετικὰ νὰ τιμωροῦνται, ἠπειλεῖτο δὲ κάθε εἶδος τιμωρίας καὶ εἶχε ξεσηκωθῆ πολὺς καὶ ἄγριος ὁ θυμὸς ἀπὸ μέρους τῶν ἀδίκων δικαστῶν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ἐμηχανορραφοῦντο δὲ ἐπιβουλαὶ καὶ δολοπλοκίαι ἐναντίον των, καὶ ἐπενοοῦντο ποικίλα εἴδη βασανισμοῦ, -καὶ οἱ βασανισταὶ ἦταν ἀπολύτως ἀναγκαῖοι-, ἡ φωτιὰ ἦταν ἑτοιμασμένη, τὸ ξίφος ἀκονισμένον, ὁ σταυρὸς εἶχε στηθῆ, ὁ λάκκος, ὁ τροχός, τὰ μαστίγια ἔτοιμα· καὶ ἄλλοι μὲν ἔφευγαν εἰς τὴν ἐρημίαν, ἄλλοι δὲ ὑπέκυπταν καὶ ἐπροσκυνοῦσαν τὰ εἴδωλα, ἄλλοι δὲ ἐκλονίζοντο, μερικοὶ δὲ κατετρόμαζαν καὶ μὲ μόνην τὴν δοκιμασίαν τῆς ἀπειλῆς, ἄλλοι δὲ ἀφοῦ ἤρχοντο κοντὰ εἰς τὰ δεινὰ ἐτρελλαίνοντο, ἄλλοι δὲ μόλις ἔμβαιναν εἰς τὸν ἀγῶνα, ἔπειτα ἀδυνατοῦσαν νὰ ὑπομείνουν ὡς τὸ τέλος τὰ βασανιστήρια, διότι ἐλύγιζαν εἰς τὸ μέσον περίπου τῆς ἀθλήσεως, ὅπως αὐτοὶ ποὺ κλυδωνίζονται εἰς τὴν θάλασσαν καὶ καταποντίζουν ἀκόμη καὶ αὐτὰ τὰ ἐμπορεύματα τοῦ μόχθου των. Τότε λοιπὸν οἱ ἀνίκητοι καὶ γενναῖοι στρατιῶται τοῦ Χριστοῦ, παρουσιασθέντες εἰς τὸ μέσον, ἐνῷ ὁ ἄρχων τοὺς ἐπεδείκνυε τὸ διάταγμα τοῦ βασιλέως καὶ ἀπαιτοῦσε τὴν ὑπακοήν, μὲ θαρρετὴν τὴν φωνήν, μὲ θάρρος καὶ γενναιότητα, χωρὶς νὰ φοβηθοῦν τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔβλεπαν, χωρὶς νὰ τρομάξουν ἀπὸ τὰς ἀπειλάς, ὡμολόγησαν ὅτι εἶναι Χριστιανοί. Ὦ μακάριοι γλῶσσαι, ποὺ ἀφήκατε ἐκείνην τὴν ἱερὰν ὁμολογίαν, τὴν ὁποίαν ὁ ἀέρας μὲν ποὺ τὴν ἐδέχθη ἠγιάσθη, οἱ Ἄγγελοι δὲ ποὺ τὴν ἤκουσαν τὴν ἐπεκρότησαν, ὁ διάβολος μαζὶ μὲ τὰ δαιμόνια ἐπληγώθη, ὁ δὲ Κύριος τὴν κατέγραψεν εἰς τοὺς οὐρανούς!

Ὁ καθένας λοιπὸν παρουσιασθεὶς εἰς τὸ μέσον εἶπεν «εἶμαι Χριστιανός». Καὶ ὅπως εἰς τὰ στάδια αὐτοὶ ποὺ προσέρχονται εἰς τὴν ἄθλησιν, λέγουν συγχρόνως καὶ τὰ ὀνόματά τους, καὶ μεταβαίνουν εἰς τὸν τόπον τοῦ ἀγωνίσματος, ἔτσι λοιπὸν καὶ αὐτοὶ τότε, ἀφοῦ περιεφρόνησαν τὰ ὀνόματα μὲ τὰ ὁποῖα τοὺς εἶχαν ὀνομάσει ἀπὸ τὴν γέννησίν των, ὁ καθένας ὠνόμαζε τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τὸ κοινὸν ὄνομα τοῦ Σωτῆρος. καὶ ὅλοι ἔκαμναν τὸ ἴδιον μὲ τὸ νὰ συνδέῃ ὁ ἑπόμενος τὸν ἑαυτόν του μὲ τὸν προηγούμενον. Ὥστε ὅλοι εἶχαν ἕνα ὄνομα, διότι δὲν ἦταν πιὰ ὁ δεῖνα ἢ ὁ τάδε, ἀλλ᾿ ὅλοι ὠνομάζοντο Χριστιανοί. Τί λοιπὸν ἔπραττεν ὁ τότε κυρίαρχος; Διότι ἦταν φοβερὸς καὶ πολυμήχανος εἰς τὸ νὰ μεταχειρίζεται τὰς κολακείας, καὶ νὰ μεταπείθῃ μὲ τὰς ἀπειλάς. Κατ᾿ ἀρχὴν τοὺς ἐδελέαζε μὲ τὰς κολακείας, προσπαθώντας νὰ παραλύσῃ τὸν τόνον τῆς πίστεως. Μὴ χαραμίζετε τὰ νειάτα σας καὶ ἀνταλλάσσετε τὴν γλυκεῖαν αὐτὴν ζωὴν μὲ τὸν ἄγωρον θάνατον. Διότι εἶναι πρᾶγμα ἀνάρμοστον, αὐτοὶ ποὺ ἔχουν συνηθίσει νὰ ἀριστεύουν εἰς τοὺς πολέμους, νὰ πεθαίνουν τὸν θάνατον τῶν κακούργων. Κοντὰ εἰς αὐτὰ ὑπέσχετο καὶ χρήματα. Ἄλλα δὲ προσέφερε, δηλαδὴ τὰς βασιλικὰς τιμὰς καὶ τὰς ἀπονομὰς τῶν ἀξιωμάτων καὶ μὲ μυρίας ἐπινοήσεις τοὺς ἐδελέαζεν. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐκάμτττοντο μὲ τὴν δοκιμασίαν αὐτήν, ἐχρησιμοποίει τὸ ἄλλο εἶδος τῶν τεχνασμάτων. Τοὺς ἀπειλοῦσε μὲ πληγὰς καὶ θανάτους, καὶ μὲ δοκιμασίαν ἀθεραπεύτων κακῶν. Καὶ αὐτὰ μὲν ἔπραττεν αὐτός. Ποῖα ὅμως ἦταν τὰ ἔργα τῶν μαρτύρων; Διατί, λέγουν, μᾶς δελεάζεις, ὦ θεομάχε, νὰ ἀποστατήσωμεν ἀπὸ τὸν ζῶντα Θεόν, καὶ νὰ δουλεύωμεν εἰς τοὺς καταστρεπτικοὺς δαίμονας, μὲ τὸ νὰ μᾶς προτείνῃς τὰ ἀγαθά σου; Τί προσφέρεις τόσα πολλά, ὅσα φροντίζεις νὰ ἀφαιρέσῃς; Μισῶ τὴν δωρεὰν ποὺ προξενεῖ ζημίαν. Δὲν δέχομαι τὴν τιμὴν ποὺ εἶναι μητέρα τῆς ἀτιμίας. Προσφέρεις χρήματα ποὺ παραμένουν ἐδῶ, καὶ δόξαν ποὺ μαραίνεται. Μὲ κάμνεις γνωστὸν εἰς τὸν βασιλέα, ἀλλὰ μὲ ἀποξενώνεις ἀπὸ τὸν ἀληθινὸν Βασιλέα. Διατὶ μὲ τσιγκουνιὰν προτείνεις ὀλίγα ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου; Ἠμεῖς ὁλόκληρον τὸν κόσμον περιεφρονήσαμεν. Αὐτὰ ποὺ βλέπομεν δὲν εἶναι ἀντάξια τῆς ποθητῆς ἐλπίδος μας. Βλέπεις τὸν οὐρανὸν αὐτόν, πόσον καλὸς εἶναι εἰς τὸ νὰ τὸν βλέπῃς, καὶ πόσον μεγάλος; Καὶ τὴν γῆν πόσον μεγάλη εἶναι; Καὶ τὰ ἀξιοθαύμαστα ἐπάνω εἰς αὐτήν; Τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν ἐξισώνεται μὲ τὴν μακαριότητα τῶν δικαίων. Διότι ὅλα αὐτὰ παρέρχονται. Τὰ ἰδικά μας ὅμως παραμένουν αἰώνια. Μίαν χάριν ποθῶ, τὸ στεφάνι τῆς δικαιοσύνης. Μίαν δόξαν λαχταρῶ, αὐτὴν τῆς οὐρανίου βασιλείας. Εἶμαι φιλόδοξος διὰ τὴν οὐρανίαν τιμήν. Μίαν δὲ τιμωρίαν φοβοῦμαι, αὐτὴν τῆς κολάσεως. Ἐκεῖνο τὸ πῦρ εἶναι δι᾿ ἐμὲ φοβερόν, αὐτὸ δὲ ποὺ ἀπειλεῖται ἀπὸ σᾶς εἶναι ὁμόδουλον. Γνωρίζει νὰ σέβεται αὐτοὺς ποὺ περιφρονοῦν τὰ εἴδωλα. Τὰ κτυπήματά σας τὰ λογαριάζω σὰν παιδικὰ βέλη. Διότι κτυπᾷς τὸ σῶμα, ποὺ ἐὰν ἀνθέξῃ περισσότερον, στεφανώνεται λαμπρότερα. Ἐὰν δὲ γρηγορώτερα ὑποκύψη, φεύγει ἀπαλλαγμένον ἀπὸ δικαστᾶς τόσον σκληρούς, οἱ ὁποῖοι ἐνῷ ἔχετε ἀναλάβει τὴν ὑπηρεσίαν τῶν σωμάτων, φιλοδοξεῖτε νὰ κυριαρχήσετε καὶ ἐπάνω εἰς τὰς ψυχάς. Σεῖς οἱ ὁποῖοι βεβαίως, ἐὰν δὲν τιμηθῆτε περισσότερον καὶ ἀπὸ τὸν Θεόν μας, μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι ὑβρίζεσθε ἀπὸ ἡμᾶς εἰς τὸ ἔπακρον, δυσανασχετεῖτε, καὶ ἀπειλεῖτε τὰς φοβερὰς αὐτὰς τιμωρίας, μὲ τὸ νὰ κατηγορῆτε τὴν πίστιν μας ὡς ἔγκλημα. Ἀλλ᾿ ὅμως δὲν θὰ εὕρετε δειλούς, οὔτε φιλοτομαριστάς, οὔτε εὐκολοτρομάκτους, λόγω τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεόν. Νά, ἠμεῖς εἴμεθα ἕτοιμοι καὶ νὰ τροχισθοῦμεν καὶ νὰ στρεβλωθοῦμεν καὶ νὰ κατακαοῦμεν καὶ νὰ καταδεχθοῦμεν κάθε εἶδος ἀπὸ τὰ βασανιστήρια.

Ὅταν δὲ ἐκεῖνος ὁ ἀλαζὼν καὶ βάρβαρος ἤκουσεν αὐτά, μὴ δυνάμενος νὰ ὑποφέρῃ τὸ θάρρος τῶν ἀνδρῶν καὶ βράζων ἀπὸ τὸν θυμόν του, ἐσκέπτετο, τί τρόπον θὰ ἠμποροῦσε νὰ ἐξεύρῃ, ὥστε νὰ κάμῃ δι᾿ αὐτοὺς καὶ διαρκῆ καὶ πικρὸν τὸν θάνατον. Εὑρῆκε λοιπὸν τὸν τρόπον. Καὶ κυττάξετε πόσον εἶναι φοβερός· Ἀφοῦ δηλαδὴ παρετήρησε προσεκτικὰ τὸ κλῆμα τῆς χώρας, ὅτι ἦταν ψυχρόν, καὶ ὅτι ἡ ἐποχὴ τοῦ ἔτους ἦταν χειμῶνας, καὶ παρεφύλαξε νὰ εἶναι νύκτα κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ ψῦχος ἐπιτείνεται πολύ, ἄλλωστε δὲ τότε κατ᾿ αὐτὴν ἐφυσοῦσε καὶ βοριᾶς, τοὺς διέταξεν ὅλους, ἀφοῦ ξεγυμνωθοῦν εἰς τὸ ὕπαιθρον, νὰ πεθάνουν εἰς τὸ μέσον τῆς πόλεως ἀπὸ τὴν παγωνιάν. Ἐξάπαντος δὲ γνωρίζετε, ὅσοι ἔχετε πεῖραν ἀπὸ τὸν χειμῶνα, πόσον ἀνυπόφορον εἶναι τὸ βασανιστικὸν αὐτὸ εἶδος. Διότι εἰς τοὺς ἄλλους δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δειχθῇ, παρὰ εἰς αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὰ παραδείγματα αὐτῶν ποὺ λέγομεν ἐκ τῶν προτέρων ἀποκείμενα μέσα τῶν ἀπὸ τὴν ἴδιαν τὴν πεῖραν. Διότι, τὸ σῶμα ποὺ θὰ ἐκτεθῇ εἰς τὸ ψῦχος, κατ᾿ ἀρχὴν μέν, ἐνῷ τὸ αἷμα πήζει, γίνεται ὁλόκληρον μαυροκίτρινον, ἔπειτα δὲ χοροπηδᾷ καὶ ἀνατινάσσεται πρὸς τὰ ἐπάνω, ἐνῷ τὰ δόντια κτυποῦν, αἱ ἶνες συσπῶνται καὶ ὅλον τὸ σῶμα χωρὶς νὰ θέλῃ συσπᾶται. Κάποιος δὲ τσουχτερὸς πόνος, καὶ πόνος ἀνείπωτος, ποὺ φθάνει ὡς τὸν μυελὸ τῶν ὀστῶν, κάμνει δυσκολοβάστακτον τὸ αἴσθημα εἰς αὐτοὺς ποὺ παγώνουν. Ἔπειτα ἀκρωτηριάζεται, ἐνῷ τὰ ἄκρα καίονται, ὡσὰν ἀπὸ φωτιάν. Διότι μὲ τὸ νὰ ἀπομακρύνεται ἡ θερμότης ἀπὸ τὰ ἄκρα τοῦ σώματος, καὶ νὰ φεύγῃ συγχρόνως εἰς τὸ βάθος, ἀφήνει νεκρὰ μὲν τὰ μέρη ἀπ᾿ ὅπου ἀπεμακρύνθη, παραδίδει δὲ εἰς δυνατοὺς πόνους αὐτὰ πρὸς τὰ ὁποῖα ὑποχωρεῖ, ἐνῷ ὁ θάνατος πλησιάζει ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον μὲ τὸ πάγωμα. Τότε λοιπὸν κατεδικάσθησαν νὰ διανυκτερεύουν ὑπαίθριοι, ὅταν ἡ μὲν λίμνη, γύρω ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἡ πόλις εἶναι κτισμένη, καὶ μέσα εἰς τὴν ὁποίαν οἱ ἅγιοι ἠγωνίζοντο τὰ ἀγωνίσματα αὐτά, ἦταν ἱπποδρόμιον εἰς τὸ ὁποῖον τὴν εἶχε μεταβάλλει ἡ παγωνιά, καὶ ποὺ ἀπὸ τὸ κρύον εἶχε μεταβληθῆ εἰς ξηράν, μὲ ἀσφάλειαν προσεφέρετο εἰς τοὺς περιοίκους νὰ περιπατοῦν εἰς τὴν ἐπιφάνειάν της. Τὰ δὲ ποτάμια ποὺ συνεχῶς ἔρρεαν, ἀφοῦ ἐπάγωσαν, ἐσταμάτησαν τὴν ροήν των, καὶ ἡ ἁπαλὴ φύσις τοῦ νεροῦ μετεβλήθη εἰς τὴν σκληρότητα τῶν λίθων. Σφοδρὰ δὲ φυσήματα τοῦ βοριᾶ ἔσπρωχναν κάθε τι τὸ ἔμψυχον εἰς τὸν θάνατον.

Τότε λοιπὸν ἀφοῦ ἤκουσαν τὴν προσταγὴν (καὶ νὰ παρατηρήσῃς ἐδῶ, παρακαλῶ, τὸ ἀνίκητον φρόνημα τῶν ἀνδρῶν), εὐχαρίστως ὁ καθένας ἔβγαλεν ἀπὸ ἐπάνω του καὶ τὸν τελευταῖον χιτῶνα, καὶ ἐβάδιζαν διὰ νὰ πεθάνουν τὸν θάνατον τοῦ ψύχους, προτρέποντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ὡσὰν εἰς διαρπαγὴν λαφύρων. Ἂς μὴ βγάλωμεν, ἔλεγαν, τὸ ἔνδυμα, ἀλλὰ νὰ ἀποβάλλωμεν τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον, αὐτὸν ποὺ φθείρεται σύμφωνα μὲ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης . Σὲ εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, διότι μαζὶ μὲ τὸ ἱμάτιον τοῦτο ἀποβάλλομεν καὶ τὴν ἁμαρτίαν. Ἀφοῦ ἐξ αἰτίας τοῦ φιδιοῦ τὸ ἐφορέσαμεν, ἂς τὸ βγάλωμεν διὰ τὸν Χριστόν. Ἂς μὴ κρατήσωμεν τὰ ἱμάτια, πρὸς χάριν τοῦ παραδείσου ποὺ ἐχάσαμεν. Τί θὰ ἀνταποδώσωμεν εἰς τὸν Κύριον; Καὶ ὁ Κύριός μας ἐξεγυμνώθη. Τί εἶναι πιὸ μεγάλη τιμὴ διὰ τὸν δοῦλον, ἀπὸ τὸ νὰ πάθῃ αὐτὰ ποὺ ἔπαθεν ὁ Κύριος του; καὶ μάλιστα ἠμεῖς εἴμεθα ἐκεῖνοι, ποὺ ἐξεγυμνώσαμεν καὶ τὸν ἴδιον τὸν Κύριον. Διότι τὸ ἐγχείρημα ἐκεῖνο ἦταν ἔργον τῶν στρατιωτῶν. Ἐκεῖνοι ἐξεγύμνωσαν τὸν Κύριον καὶ ἐμοίρασαν τὰ ἱμάτιά του. θὰ ἑξαλείψωμεν λοιπὸν ἀπὸ μόνοι μας τὴν κατηγορίαν ποὺ ἔχει καταγραφῆ εἰς βάρος μας. Ὁ χειμὼν εἶναι δριμύς, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ παράδεισος. Τὸ πάγωμα ὀδυνηρόν, ἀλλὰ γλυκεῖα ἡ ἀνάπαυσις. Ἂς Ἀναμείνωμεν λιγάκι, καὶ ὁ κόλπος τοῦ πατριάρχου θὰ μᾶς περιθάλψη· θὰ ἀνταλλάξωμεν μίαν νύκτα μὲ ὁλόκληρον τὴν αἰωνιότητα. Ἂς κατακαοῦν τὰ πόδια, διὰ νὰ χορεύουν διαρκῶς μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους. Ἂς ἀποκοποῦν τὰ χέρια, διὰ νὰ ἔχουν παρρησίαν νὰ ὑψώνωνται πρὸς τὸν Δεσπότην. Πόσοι ἀπὸ τοὺς στρατιώτας μας δὲν ἔπεσαν εἰς τὴν μάχην, μὲ τὸ νὰ τηροῦν τὴν πίστιν εἰς τὸν φθαρτὸν βασιλέα; Ἠμεῖς δὲ διὰ τὴν πίστιν εἰς τὸν ἀληθινὸν Βασιλέα, δὲν θὰ χαρίσωμεν τὴν ζωὴν αὐτήν; Πόσοι ἀπὸ τοὺς κακούργους ἐθανατώθησαν, ἀφοῦ συνελήφθησαν δι᾿ ἀδικήματα; Ἠμεῖς δὲ δὲν θὰ ὑποφέρωμεν τὸν θάνατον χάριν τῆς δικαιοσύνης; Ἂς μὴ ξεστρατήσωμεν, ὦ στρατιῶται, ἂς μὴ δώσωμεν τὰ νῶτα μας εἰς τὸν διάβολον. Σάρκες εἶναι, ἂς μὴ λυπηθοῦμεν. Ἐπειδὴ πρέπει ἐξάπαντος νὰ πεθάνωμεν, ἂς πεθάνωμεν διὰ νὰ ζήσωμεν. «Ἂς γίνῃ, Κύριε, ἡ θυσία μᾶς ἐνώπιόν σου». Καὶ μακάρι νὰ γίνωμεν δεκτοὶ «ὡς ζωντανὴ θυσία» ἡ, εὐάρεστος εἰς σέ, μὲ τὸ νὰ γίνωμεν ὁλοκαυτώματα διὰ μέσου του ψύχους τούτου, καλὴ προσφορά, καινούργια θυσία, ποὺ προσφέρεται ὄχι ἐπάνω εἰς τὴν φωτιὰν ἀλλὰ μὲ τὸ ψῦχος. Αὐτὰ τὰ παρακλητικὰ λόγια μεταδίδοντες ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον καὶ προτρέποντες ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ὡσὰν νὰ ἐκτελοῦν κάποιαν προφυλακὴν εἰς τὸν πόλεμον, περιεφρονοῦσαν τὴν νύκτα. Ὑπέμεναν τὰ παρόντα μὲ γενναιότητα, ἔχαιραν διὰ τὰ ἐλπιζόμενα ἀγαθὰ καὶ περιεφρονοῦσαν τοὺς ἐχθρούς. Ὅλων δὲ μία ἦταν ἡ εὐχή. Σαράντα ἐμβήκαμεν εἰς τὸ στάδιον, μακάρι, Δέσποτα, σαράντα νὰ στεφανωθοῦμεν. Ἂς μὴ λείψῃ οὔτε ἕνας ἀπὸ τὸν ἀριθμόν. Εἶναι τίμιος αὐτός, τὸν ὁποῖον ἐτίμησες μὲ τὴν νηστείαν τῶν σαράντα ἡμερῶν, διὰ τοῦ Ὁποίου ἡ νομοθεσία εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον. Μὲ νηστείαν ἐπὶ σαράντα ἡμέρας ὁ Ἠλίας ἀφοῦ παρεκάλεσε τὸν Κύριον, ἐπέτυχε νὰ τὸν ἴδῃ. Καὶ τέτοια μὲν ἦταν ἡ εὐχὴ ἐκείνων. Ἕνας δὲ ἀπὸ τὸν ἀριθμὸν ἀφοῦ ἐλύγισεν εἰς τὰ δεινά, ἔφυγεν ὡς λιποτάκτης, καὶ ἄφησεν ἀπαρηγόρητον πένθος εἰς τοὺς ἁγίους. ὁ Κύριος ὅμως δὲν ἐπέτρεψε νὰ γίνουν ἀτελεσφόρητοι αἱ παρακλήσεις των. Διότι ἐκεῖνος ποὺ εἶχεν ἀναλάβει τὴν φρούρησιν τῶν μαρτύρων, θερμαινόμενος πλησίον εἰς κάποιο φυλάκιον, παρετήρει αὐτὸ ποὺ ἔμελλε νὰ γίνῃ, ἕτοιμος διὰ νὰ δεχθῇ αὐτοὺς ἀπὸ τοὺς στρατιώτας ποὺ θὰ κατέφευγαν. Πράγματι καὶ τοῦτο πάλιν ἐπενοήθη, νὰ εἶναι δηλαδὴ κοντὰ ἐκεῖ λουτρόν, διὰ νὰ ὑπόσχεται ταχεῖαν τὴν βοήθειαν εἰς αὐτοὺς ποὺ θὰ μετανοοῦσαν. Αὐτὸ ὅμως κατὰ τρόπον κακοῦργον ἐπενοήθη ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Νὰ ἐξεύρουν δηλαδὴ τέτοιον τόπον κοντὰ εἰς τὸ μαρτύριον, εἰς τὸ ὁποῖον ἡ ἕτοιμος περιποίησις ἔμελλε νὰ ἐξουδετερώνῃ τὴν ἀντίστασιν τῶν ἀγωνιζομένων. Αὐτὸ ἀνεδείκνυε λαμπροτέραν τὴν ὑπομονὴν τῶν μαρτύρων. Διότι ὑπομονητικὸς δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει τὰ ἀναγκαῖα, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ ἔχει ἄφθονα τὰ ἀγαθά, καὶ ὑπομένει τὰ δεινά!

Καθ᾿ ὃν χρόνον δὲ οἱ μὲν ἠγωνίζοντο, αὐτὸς δὲ παρετηροῦσε τὴν ἔκβασιν, εἶδε παράδοξον θέαμα· Δυνάμεις νὰ κατεβαίνουν ἀπὸ τὸν οὐρανόν, καὶ τρόπον τινὰ νὰ διανέμουν εἰς τοὺς στρατιώτας μεγάλα δῶρα ἀπὸ τὸν Βασιλέα. Αὗται εἰς ὅλους μὲν τοὺς ἄλλους ἐμοίραζαν τὰ δῶρα, ἕνα δὲ μονάχα ἄφησαν ἀβράβευτον, διότι τὸν ἔκριναν ἀνάξιον διὰ τὰς οὐρανίους τιμάς. Αὐτὸς ἀμέσως ἀφοῦ ἐλύγισεν εἰς τὰ βασανιστήρια, ἐλιποτάκτησε πρὸς τοὺς ἀντιπάλους. Ἦταν ἐλεεινὸν θέαμα διὰ τοὺς δικαίους. Ὁ στρατιώτης νὰ γίνῃ φυγάς, ὁ ὑποψήφιος διὰ τὸ βραβεῖον νὰ γίνῃ αἰχμάλωτος, τὸ πρόβατον τοῦ Χριστοῦ νὰ ἁρπαγῇ ἀπὸ τὰ θηρία. Καὶ τὸ πιὸ θλιβερὸν βέβαια ἦταν ὅτι καὶ ἠστόχησεν εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν, καὶ δὲν ἀπήλαυσε τὴν παροῦσαν, διότι ἀμέσως ἡ σάρκα μὲ τὴν ἐπαφὴν τοῦ θερμοῦ διελύθη. Καὶ αὐτὸς μὲν ποὺ ἠγάπησε τὴν ζωήν, ἔπεσεν, ἠμάρτησε χωρὶς κανένα κέρδος· ὁ δήμιος ὅμως, μόλις τὸν εἶδε νὰ ξεπέφτῃ ἀπὸ τὴν θέσιν του καὶ νὰ τρέχῃ πρὸς τὸ λουτρόν, ἔλαβεν ὁ ἴδιος τὴν θέσιν τοῦ λιποτάκτου, καὶ ἀφοῦ ἀπέβαλε τὰ ροῦχα του, ἀνεμίχθη μὲ τοὺς γυμνούς, κραυγάζοντας τὴν ἰδίαν φωνὴν μὲ τοὺς Ἁγίους «εἶμαι Χριστιανός». Καὶ μὲ τὴν ἀπότομον μεταβολὴν ἐξέπληξε αὐτοὺς ποὺ παρίσταντο, καὶ ἀνεπλήρωσε τὸν ἀριθμὸν καὶ μὲ τὴν πρόσθεσιν τοῦ ἑαυτοῦ του, ἐπαρηγόρησε τὴν λύπην των δι᾿ ἐκεῖνον ποὺ ἀπὸ ἀδυναμίαν ἐκάμφθη. Ἔτσι ἐμιμήθη τοὺς στρατιώτας ποὺ ἀγωνίζονται εἰς τὴν στρατιωτικὴν παράταξιν, καὶ οἱ ὁποῖοι ἀμέσως συμπληρώνουν τὴν θέσιν αὐτοῦ ποὺ ἔπεσεν εἰς τὴν πρώτην γραμμήν, ὥστε νὰ μὴ διαρραγῇ ὁ συνασπισμός τους μὲ αὐτὸν ποὺ ἔλειψε. Τέτοιαν λοιπὸν πρᾶξιν ἔκαμε καὶ αὐτός! Εἶδε τὰ οὐράνια θαύματα, ἐγνώρισε τὴν ἀλήθειαν, προσέφυγεν εἰς τὸν Δεσπότην καὶ συνηριθμήθη μὲ τοὺς μάρτυρας. Ἐπανέλαβε τὴν πρᾶξιν τῶν μαθητῶν. Ἀπεχώρησεν ὁ Ἰούδας, καὶ εἰς τὴν θέσιν του ἦλθεν ὁ Ματθίας. Ἔγινε μιμητὴς τοῦ Παύλου. Αὐτὸς ποὺ χθὲς ἦταν διώκτης, σήμερα γίνεται κῆρυξ τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ αὐτὸς εἶχεν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν τὴν κλῆσιν καὶ «ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, οὔτε διὰ μέσου ἀνθρώπου». Ἐπιστευσεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐβαπτίσθη εἰς αὐτόν, ὄχι ἀπὸ ἄλλον, ἀλλὰ μὲ τὴν πίστιν του. Ὄχι εἰς τὸ νερόν, ἀλλὰ εἰς τὸ αἷμα του.

Καὶ ἔτσι ὅταν ἐξημέρωσε, ἐνῷ ἐζοῦσαν ἀκόμη, ἐρρίφθησαν εἰς τὴν φωτιάν, καὶ τὰ λείψανα ἀπὸ τὴν φωτιάν, τὰ ἔρριψαν εἰς τὸ ποτάμι, ὥστε ἡ ἄθλησις τῶν μακαρίων ἐπέρασεν ἀπὸ ὁλόκληρον τὴν κτίσιν. Ἠγωνίσθησαν εἰς τὴν γῆν, ὑπέμειναν εἰς τὸν ἀέρα, ἐρρίφθησαν εἰς τὴν φωτιάν, καὶ τέλος, τοὺς ἐδέχθη τὸ νερόν. Ἰδικός των εἶναι ὁ λόγος· «ἐπεράσαμεν ἀπὸ τὴν φωτιὰν καὶ τὸ νερόν, καὶ μᾶς ἔβγαλεν εἰς ἀνάπαυσιν». Αὐτοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ περιέβαλαν τὴν χώραν μας, ὡσὰν κάποιοι συνεχεῖς πύργοι, προσφέροντες ἀσφάλειαν ἀπὸ τὴν ἐπιδρομὴν τῶν ἐχθρῶν. Δὲν περιώρισαν τοὺς ἑαυτούς των εἰς ἕνα τόπον, ἀλλ᾿ ἔχουν γίνει κιόλας φίλοι εἰς πολλὰς περιοχὰς καὶ κοσμοῦν πολλὰς πατρίδας. Καὶ τὸ παράδοξον εἶναι ὅτι δὲν ἐπισκέπτονται ὁ καθένας χωριστὰ αὐτοὺς ποὺ τοὺς δέχονται, ἀλλ᾿ ὅλοι μαζὶ ὡς χορός, ἡνωμένοι μεταξύ των. Ὢ τί θαῦμα! Οὔτε εἶναι ἐλλιπεῖς εἰς τὸν ἀριθμόν, οὔτε ἐπιδέχονται προσθήκην. Ἐὰν τοὺς διαιρέσῃς εἰς ἑκατόν, δὲν βγαίνουν ἔξω ἀπὸ τὸν ἀριθμόν τους· ἐὰν εἰς ἕνα τοὺς μαζεύσῃς, καὶ ἔτσι σαράντα παραμένουν, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὴν φύσιν τοῦ πυρός. Διότι καὶ ἐκείνη προχωρεῖ πρὸς αὐτὸν ποὺ τὸ ἀνάπτει, καὶ ὅλον μένει εἰς αὐτὸν ποὺ τὸ ἔχει. Καὶ οἱ σαράντα μάρτυρες καὶ ὅλοι μαζὶ εἶναι, καὶ εὑρίσκονται ὅλοι εἰς τὸν καθένα. Αὐτοὶ εἶναι ἡ πλούσια εὐεργεσία, ἡ χάρις ποὺ δὲν ἐξοδεύεται, εἶναι ἑτοίμη βοήθεια τῶν Χριστιανῶν, ἐκκλησία μαρτύρων, στρατὸς τροπαιοφόρων, χορὸς ἀπὸ δοξολογοῦντες. Τί δὲν θὰ ἔπραττες διὰ νὰ εὕρῃς ἕνα ποὺ νὰ παρακαλῇ διὰ σὲ τὸν Κύριον; Σαράντα εἶναι, ποὺ ἀναπέμπουν σύμφωνον προσευχήν. «Ὅπου εἶναι μαζευμένοι δύο ἢ τρεῖς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ ὑπάρχει ὁ Κύριος ἀνάμεσα εἰς αὐτούς». Ὅπου ὅμως εἶναι σαράντα, ποιὸς ἀμφιβάλλει διὰ τὴν παρουσίαν τοῦ Θεοῦ; Αὐτὸς ποὺ θλίβεται καταφεύγει εἰς τοὺς σαράντα, αὐτὸς ποὺ εὐφραίνεται πρὸς αὐτοὺς σπεύδει· ὁ ἕνας μὲν διὰ νὰ εὕρῃ λύσιν εἰς τὰς δυσκολίας, ὁ ἄλλος δὲ διὰ νὰ διαφυλάξῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του, ἀπὸ τὰ πιὸ καλά, τὰ ἀγαθά. Ἐδῶ ἡ εὐσεβὴς γυναῖκα συναντᾶται νὰ προσεύχεται διὰ τὰ τέκνα της, νὰ ζητῇ τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ ἀνδρός της ἀπὸ τὴν ξενητείαν, τὴν ὑγείαν διὰ τὸν ἄρρωστον. Τὰ αἰτήματά σας ἂς γίνουν μαζὶ μὲ τοὺς μάρτυρας· οἱ νεαροὶ ἂς μιμηθοῦν τοὺς συνομήλικάς των, οἱ πατέρες ἂς εὐχηθοῦν νὰ εἶναι πατέρες τέτοιων παιδιῶν. Αἱ μητέρες ἂς διδαχθοῦν τὸ παράδειγμα τῆς καλῆς μητρός. ἡ μητέρα κάποιου ἀπὸ τοὺς μακαρίους ἐκείνους, ὅταν ἀντικρυσε τοὺς ἄλλους νὰ ἔχουν κιόλας πεθάνει ἀπὸ τὸ ψῦχος, τὸ παιδί της δὲ ἀκόμη νὰ ἀναπνέῃ λόγω καὶ τῆς ρωμαλεότητος καὶ τῆς καρτερίας εἰς τὰ δεινά, καὶ ἐνῷ οἱ δήμιοι τὸ ἄφηναν μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι θὰ ἠμποροῦσε νὰ ἀλλάξῃ γνώμην, αὐτὴ ἀφοῦ τὸ ἐσήκωσε μὲ τὰ χέρια της, τὸ ἔβαλεν ἐπάνω εἰς τὸ ἁμάξι, εἰς τὸ ὁποῖον εὐρισκόμενοι καὶ οἱ ὑπόλοιποι, ὡδηγοῦντο εἰς τὴν φωτιάν, γνησία πράγματι μητέρα μάρτυρος. Δὲν ἄφησε δάκρυα ἀπρεπῆ, δὲν ἐξεστόμισε κάτι τί τὸ ταπεινὸν καὶ ἀνάξιον πρὸς τὴν περίστασιν. Ἀλλ᾿ εἶπε «βάδιζε, παιδί μου, τὸν καλὸν δρόμον, μαζὶ μὲ τοὺς συνομηλίκους σου, μαζὶ μὲ τοὺς ὁμοσκήνους. Μὴ ἀπουσιάσῃς ἀπὸ τὴν χορείαν, μὴ ἐμφανισθῇς δεύτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους εἰς τὸν Κύριον».

Πράγματι ὑπῆρξε βλαστάρι καλόν, ἀπὸ καλὴν ρίζαν. Ἔδειξεν ἡ γενναία μητέρα ὅτι τὸν εἶχεν ἀναθρέψει μὲ τὰ δόγματα τῆς πίστεως μᾶλλον, παρὰ μὲ τὸ γάλα της. καὶ αὐτὸς μὲν ἔτσι ἀφοῦ ἀνετράφη, ἔτσι κατευωδώθη ἀπὸ τὴν εὐσεβῆ μητέρα του, ὁ δὲ διάβολος ἔφυγεν ἐντροπιασμένος. Διότι ἀφοῦ ἐξεσήκωσεν ἐναντίον αὐτῶν ὁλόκληρον τὴν κτίσιν, ὅλα τὰ εὑρῆκε νὰ νικώνται ἀπὸ τὴν ἀρετὴν τῶν ἀνδρῶν δηλαδὴ τὴν ἀνεμοτάρακτον νύκτα, τὴν πατρίδα μὲ τὸν βαρὺν χειμῶνα, τὴν ἐποχὴν τοῦ ἔτους, τὴν γύμνιαν τῶν σωμάτων. Ὢ τί ἅγιος χορός! Ὢ τί σύνταγμα ἱερόν! Ὢ τί ἀδιάσπαστος συνασπισμός! Ὢ τί κοινοὶ φρουροὶ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους! Ἀγαθοὶ συμμέτοχοι εἰς τὰς φροντίδας, συνεργοὶ εἰς τὴν προσευχήν, πρεσβευταὶ δυνατώτατοι, ἄστρα τῆς οἰκουμένης, ἄνθη τῶν Ἐκκλησιῶν. Δὲν σᾶς ἐκάλυψε τὸ χῶμα, ἀλλὰ ὁ οὐρανὸς σᾶς ὑπεδέχθη. ἀνοίχθησαν εἰς σᾶς αἱ πύλαι τοῦ παραδείσου. Ἄξιον θέαμα εἰς τὴν Ἀγγελικὴν στρατιάν, ἀντάξιον τῶν πατριαρχῶν, τῶν προφητῶν, τῶν δικαίων. Ἄνδρες ἐπάνω εἰς τὸ ἄνθος τῆς νεότητος ποὺ κατεφρόνησαν τὴν ζωήν, ποὺ περισσότερον ἀπὸ τοὺς γονεῖς καὶ ἀπὸ τὰ τέκνα τοὺς ἠγάπησαν τὸν Κύριον. Ἐνῷ διῆγον αὐτὸ τὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας, περιεφρόνησαν τὴν πρόσκαιρον ζωὴν διὰ νὰ δοξάσουν μὲ τὰ μέλη των τὸν Θεόν, «μὲ τὸ νὰ γίνουν θέαμα εἰς τὸν κόσμον καὶ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀνθρώπους», ἐσήκωσαν αὐτοὺς ποὺ εἶχαν πέσει, ἐστερέωσαν τοὺς ἀμφιβόλους, ἐδιπλασίασαν τὸν πόθον εἰς τοὺς εὐσεβεῖς. Ὅλοι, ἀφοῦ ὕψωσαν ἕνα τρόπαιον ὑπὲρ τῆς πίστεως, μὲ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ στεφάνι τῆς δικαιοσύνης ἐστεφανώθησαν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ποὺ εἶναι ὁ Κύριός μας, εἰς τὸν ὁποῖον πρέπει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμις, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.



Ἀπόδοσις εἰς τὴν νέαν ἑλληνικὴν ὑπὸ Βασιλείου Μουστάκη (†), 
ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (1980).



 Δείτε σχετικά:

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2021

ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ, «ΑΚΤΙΝΕΣ ΚΑΙ ΔΑΔΟΥΧΙΑΙ ΕΚ ΤΡΙΣΗΛΙΟΥ ΑΥΓΗΣ»

 Picture


Του πατρός Νικηφόρου Νάσσου

Εἶναι πολύ σημαντικό, ἕνας Ἅγιος να ἐγκωμιάζει ἄλλους Ἁγίους! Αὐτό τό βλέπουμε στήν περίπτωση τῶν Τριῶν Μεγάλων Πατέρων καί Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Εἰς αὐτούς τους ἀειλαμπεῖς φωστῆρας τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἅγιος Φιλόθεος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, πλέκει τό ἐγκώμιο, ἀποδίδει τόν δίκαιο ἔπαινο καί καλεῖ ὅλους μας να ἐγκωμιάσουμε καί νά τιμήσουμε, ὡς μαθηταί αὐτῶν, ὡς τέκνα τέτοιων μεγάλων Πατέρων:«Τούς διδασκάλους ἡμῶν ἐπαινέσωμεν∙ τούς πατέρας οἱ παῖδες κατά χρέος τιμήσωμεν. Τούς τρεῖς φιλοσόφους καί σοφούς τῆς Ἐκκλησίας ρήτορας, τά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, οἱ προσκυνηταί τῆς μεγάλης Τριάδος, κατά δύναμιν εὐφημήσωμεν. Τούς λόγους τοῖς ὄντως λογίοις, καί λόγον ὁμοῦ πνεύσασι τόν τε θεῖον ἅμα καί τόν ἀνθρώπινον, οἱ τούτων ἀκροαταί καί μύσται δῶρον προσάξωμεν».1

Τήν 30η τοῦ μηνός Ἰανουαρίου, κατά τήν ὁποῖα ἑορτάζουν πλεῖστοι Πατέρες καί Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τιμᾶται ἡ «παμφαής τριάς τῶν σοφοτάτων Διδασκάλων» καί ἑορτάζονται γηθοσύνως τά «πυξία τοῦ Πνεύματος» κατά τήν Ὑμνολογία, οἱ τρεῖς Γίγαντες τοῦ πνεύματος,Βασίλειος ὁ Μέγας, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὀρθά εἰπώθηκε ὅτι ἡ μνήμη τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ἔρχεται νά συμβολίσει μεταφορικά τήν Ἁγία Τριάδα καί τόν ρόλο τῶν τριῶν Πατέρων στή διαμόρφωση τοῦ τριαδικοῦ δόγματος καί νά ὑποδηλώσει τά ὅρια προσέγγισης τοῦ ἐλληνικοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμού. Εἶναι μία ἑορτή, πού καθιερώθηκε τόν 11ο αἰῶνα, ὅπως γνωρίζουν ὅσοι μελετοῦν, ἀπό τόν ἐπίσκοπο Εὐχαΐτων Ἰωάννη τόν Μαυρόποδα.

Ἡ καθιέρωση ὡς ἑορτή τῶν τριῶν ἐπιφανῶν Θεολόγων τῆς Ὀρθοδοξίας τήν ἴδια ἡμέρα, κατά τήν Συναξαριακή Παράδοση, ἔχει τήν ἀφορμή ἀπό τό γεγονός τῆς διαφωνίας κάποιων περί τῆς ὑπεροχῆς ἑνός ἐκ τῶν Τριῶν Πατέρων στήν ἀρετή, ἀφοῦ ἄλλοι ὑποστήριζαν ὡς πρῶτο και ἀνώτερο ὅλων τόν Μ. Βασίλειο, ἄλλοι τόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί ἄλλοι τόν Ἰωάννη τον Χρυσόστομο. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν χωριστεῖ σέ τρία στρατόπεδα καί εἶχαν λάβει ὀνομασίες χαρακτηριστικές τῆς ὑποστηρίξεως κάθε ἑνός ἐκ τῶν τριῶν Πατέρων. «Στάσις γέγονε παρά τῶν ἐλλογίμων καί ἐναρέτων ἀνδρῶν…ὡς συμβαίνει διαιρεθῆναι τά πλήθη, καί, τούς μέν Ἰωαννίτας λέγεσθαι, τούς δέ Γρηγορίτας, Βασιλείτας δέ τούς λοιπούς».

Ὁ σοφός ἐπίσκοπος Ἰωάννης Μαυρόπους, τό ἔτος 1054, βλέποντας ὅτι καί οἱ τρεῖς Πατέρες ἑορτάζουν μέσα στόν Ἰανουάριο, καθιέρωσε κοινή ἑορτή καί τῶν τριῶν κατά τήν 30η τοῦ αὐτοῦ μηνός. Μάλιστα δέ ὁ ἴδιος φιλάγιος καί φιλάρετος ἐπίσκοπος, συνέθεσε ὕμνους καί ἠδύμολπα τροπάρια στή μνήμη τῶν τριῶν Μεγάλων Ἱεραρχῶν και Κανόνα στον Ὄρθρο τῆς ἑορτῆς μέ ἀκροστιχίδα: «Τρισήλιον Φῶς, τρεῖς ἀνῆψεν ἡλίους». Ὑπῆρξαν ὄντως ἥλιοι πνευματικοί, «τοῦ ἐπιγείου στερεώματος Ἥλιος∙ ἀκτῖνες καὶ δᾳδουχίαι, ἐκ τρισηλίου αὐγῆς, τῶν ἐσκοτισμένων ἡ ἀνάβλεψις, ἀκτῖνες καί δαδουχίαι, ἐκ τρισηλίου αὐγῆς», ὅπως λυρικότατα τούς ἀποκαλεῖ ψάλλοντας τή μνήμη τους ἡ Ἐκκλησία!

Τί σημαίνουν τά λόγια αὐτά; Ὅτι οἱ Ἅγιοι αὐτοί ὑπῆρξαν, μία ἀντανάκλαση τῆς τρισηλίου Τριάδος στή γῆ, φῶτα ἐκ Φωτός. Οἱ τρεῖς φωστῆρες, φῶτα ἐν κόσμω, λαμπτήρες νοητοί καί δαδοῦχοι τῆς προσκυνητῆς Τριάδος. Ὅπως ἡ Τριάς εἶναι Φῶς καί φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ἐπί γῆς, ἔτσι καί οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες φωταγωγοῦν κάθε πιστό ὁ ὁποῖος σ᾿ αὐτούς προσπίπτει. Σάν νοητός ἥλιος ἡ ἐπίγειος Τριάς περιαυγάζει μέ τίς ἀκτῖνες της ἀκόμη καί τά πιό μεγάλα σκοτάδια τοῦ κόσμου. Ἀναδίδει εὐλογία σέ ὅσους, παρότι ἔχουν τήν σωματική ὅραση, ἔχουν χάσει τήν ὅραση τοῦ Θεοῦ στό κάτοπτρο τῆς ψυχῆς τους…


Ὁ βίος τῶν Τριῶν ἁγιωτάτων Πατέρων, καθαρότατος! Τό ποιμαντικό, πνευματικό καί κοινωνικό τους ἔργο, ἀπαράμιλλο! Ἡ παιδεία τους, λαμπρά καί λιπαρή! Ἡ διδασκαλία τους, θεοφώτιστη, μαρτυροῦσα τό πλεόνασμα τῆς ἐν Χριστῷ ἐμπειρίας τους! Οἱ ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγῶνες τους μεγάλοι καί ὄντως ἀπροσμέτρητοι! Τό φρόνημά τους ἔναντι τῶν αἱρετικῶν ἀλλά καί τῶν ποικιλωνύμων ἀδίκων καί διωκτῶν, χαλίβδυνο καί ἀδαμάντινο! Ὁ λόγος τους, ὁ γραπτός καί ὁ προφορικός, ὑψηλός, ἁγιοπνευματικός, διδακτικός, διαχρονικός, καλλιεπέστατος, διεισδυτικός καί πύρινος!

Οἱ τρισόλβιοι αὐτοί Πατέρες, δέν ἔλαβαν τά χαρίσματα τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί τίς θεῖες μαρμαρυγές χωρίς ἀγῶνα καί κόπο! Ὄχι ἁπλῶς κοπίασαν γιά τήν ἀπόκτηση τῆς γνώσεως καί τῆς ἀρετῆς, ἀλλά «ἔδωσαν αἶμα καί ἔλαβον πνεῦμα» κατά τό Πατερικόν… Ἔζησαν τήν κατά Θεόν ζωή καί τήν μοναχική πολιτεία διά πόνων ἀσκήσεως καί ἑνώθηκαν κατά Χάριν μέ τόν μόνο Θεό! Αὐτόν εἶδαν ὡς Φῶς ἀληθινό καί Προαιώνιο νά καταυγάζει τήν ὕπαρξή τους, ἀφοῦ μετεῖχαν στήν Ἄκτιστη Δόξα Του καί ὅπως χαρακτηριστικά λέγει σέ ἕνα ἐγκώμιό του ὁ Ν. Καβάσιλας, «τῆς ἐκεῖθεν ἔμπλεοι κατέστησαν αἴγλης, ἄνθρακες τινές κατά τόν ψαλμωδόν ἀναφθέντες καί φῶτα τέλεια, τελείου φωτός γεννήματα»… 

 Νά σημειώσουμε στήν παροῦσα ταπεινή ἀναφορά, μιά λεπτομέρεια ἄγνωστη στούς πολλούς, ὅτι, ὅπως γράφει ὁ ἱστορικός Β. Στεφανίδης, στή διεθνή θεολογία εἶναι γνωστή ἡ τριάδα τῶν Μεγάλων Καππαδοκῶν Πατέρων, δηλαδή ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ ἀδελφός του Γρηγόριος ὁ Νύσσης καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ἀργότερα, ἡ Ἐλληνική Ἐκκλησία, ἀφήρεσε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Νύσσης μέσα ἀπό τήν τριάδα τῶν Μεγάλων Ἱεραρχῶν καί πρόσθεσε τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο.2

Ἄς ἐκζητοῦμε θερμῶς τίς πρεσβείες τῶν μεγάλων τούτων κολοσσῶν τῆς πίστεως, ὅλοι, κληρικοί και λαϊκοί. Ἄς τιμοῦμε πάντοτε τή μνήμη τῶν Ἁγίων αὐτῶν, οἱ ὁποίοι εἶναι ἐκτός τῶν ἄλλων καί οἱ προστάτες τῆς παιδείας μας. Καί ὅσοι ἐπιδιώκουμε νά ψηλαφήσουμε τίς ὁδούς τῆς βαθυτέρας γνώσεως καί νά προσεγγίσουμε τήν ἐνδοτέρα χώρα τῆς σοφίας, αὐτούς τούς ἀρίστους παιδαγωγούς, τούς λαμπρούς ὁδοδεῖκτες καί πάντοτε ἐπίκαιρους Διδασκάλους ἄς ἔχουμε ὡς ὁδηγούς!

Καί ὅπως ἡ ἱερά Ὑμνολογία (Κανόνες τῆς ἑορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν) μᾶς προτρέπει, «τοὺς τῶν θείων πραγμάτων, καὶ τῶν ἀνθρωπίνων σοφοὺς ἐπιστήμονας, τὰς τῶν ὄντων φύσεις, φιλαλήθως ἡμῖν σαφηνίσαντας, καὶ τὸν τούτων Κτίστην, πᾶσι γνωρίσαντας ὡς θέμις, εὐχαρίστοις φωναῖς ἀμειψώμεθα».
______________________________________________________________________

1 Λόγος ἐγκωμιαστικός, Ἁγίου Φιλοθέου, Πατριάρχου Κων/πόλεως τοῦ Κοκκίνου, Εἰς τούς τρεῖς Ἱεράρχας, MPG. 154, 767 Α.
2 Βλ. Β. Στεφανίδου Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, σελ. 463