† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

ΟΙ ΔΥΟ ΜΕΓΑΛΟΙ ΦΩΣΤΗΡΕΣ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

 Picture



 
π. Νικηφόρος Νάσσος 

Κατά τήν 18η τοῦ Ἰανουαρίου, δύο φωστῆρες τῆς Ἀλεξανδρείας, ὁ Ἀθανάσιος (+373) καί Κύριλλος (+444), προβάλλονται στό πνευματικό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Γιά τόν Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θά γράψει πώς ὅταν πρόκειται νά ἐπαινέσεις τόν Ἀθανάσιο, ἐπαινεῖς τήν ἀρετή, διότι εἶναι τό ἴδιο πράγμα νά ὁμιλήσεις γι᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, ἤ νά ἐπαινέσεις τήν ἀρετή!

«Ἀθανάσιον ἐπαινῶν, ἀρετήν ἐπαινέσομαι. Ταυτόν γάρ, ἐκεῖνον τε εἰπεῖν, καί ἀρετήν ἐπαινέσαι».1

Ὁ ἴδιος ἐγκωμιαστής Πατήρ, θά σημειώσει τό πολύ ἀξιοπρόσεκτο, ὅτι ὁ Ἀθανάσιος, ὁ Στῦλος τῆς Ὀρθοδοξίας ὅπως λέγει καί τό ἀπολυτίκιό του, ὑπῆρξε προσιτός στούς ἀνθρώπους, ἀλλ᾿ ἀπρόσιτος στήν ἀρετή! Υπῆρξε, λέγει, ὁ ἱεράρχης ὁ ὁποῖος ἐτίμησε τά ὅρια τοῦ λόγου καί τῆς σιωπῆς!

Ὁ βίος τοῦ Μ. Ἀθανασίου, κατά τόν βιογράφο του, ἀποτελεῖ ὁρόσημο στό ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου καί ἡ διδασκαλία του νόμος τῆς ὀρθοδοξίας, ἡ δέ ἔξοδός του ἀπό τόν κόσμο αὐτό, ἦταν λαμπροτέρα τῆς εἰσόδου του.2 Διετέλεσε ἐπίσκοπος γιά 46 ἔτη, ἐκ τῶν ὁποίων τά 17 ἦταν στήν ἐξορία! Πολεμώντας τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου καί πρωτοστατώντας στόν ἀγώνα τῆς Πίστεως (ἀφοῦ ἀπό διάκονος ἔλαβε μέρος στήν Α΄ ἐν Νικαίᾳ Ἁγία Οἰκουμενική Σύνοδο), «διωγμούς ἐκαρτέρησε καί κινδύνους ὑπήνεγκε», ὅπως λέγουν τά τροπάρια τῆς ἀσματικῆς Ἀκολουθίας του. Νά σημειωθεῖ ὅτι «γιά τέσσερες δεκαετίες καί πλέον (328 -373) ἀπέβη τό σύμβολο και ἡ κεφαλή, πρός τήν ὁποία μέ ἀγωνία εἶχαν στραμμένα τά βλέπουμε οἱ πάντες, ὀρθόδοξοι καί κακόδοξοι. Οἱ λίγοι ὀρθόδοξοι, ὅσο ἔβλεπαν τόν ἱερό ἀετό ὄρθιο στό θρόνο του ἤ ἀνυποχώρητο στίς ἐξορίες του, ἦταν βέβαιοι πώς ἡ Ὀρθοδοξία ζεῖ καί ἀναθαρροῦσαν. Οἱ πολλοί κακόδοξοι, ὅσο ἔβλεπαν ὄρθιο τον ἀνυπότακτο ἄνδρα, ἤξεραν ὅτι παρά τούς διωγμούς ἡ Ὀρθοξία ἐπιζεῖ καί γι᾿ αὐτό θηριώνονταν». 3

Ἡ ἐργογραφία τοῦ Μ. Ἀθανασίου εἶναι ἐκπληκτική! Μεταξύ ἄλλων, τό θεολογικώτατο περί Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου ἔργο του, πού συνέγραψε σέ νεαρά ἡλικία, ὄχι μόνο καταδεικνύει τήν σοφία του, ἀλλά ἀποτελεῖ γιά τήν Ἐκκλησία τήν ἐγκυρότερη Πατερική πηγή, τό πλέον ἀντιπροσωπευτικό λόγο περί τοῦ θέματος αὐτοῦ, τῆς θείας ἐν Χριστῷ Οἰκονομίας διά τῆς Ἐνανθρωπήσεως. Γνωστή εἶναι στούς μελετητές ἡ ρῆση έκείνη πού φανερώνει κατά τον Μεγάλο Πατέρα τη στοχοθεσία τῆς Σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ και Λόγου τοῦ Θεοῦ, πολύ εἶναι ἡ χαρισματική θέωση τοῦ ἀνθρώπου στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας: «Αὐτός ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιθῶμεν».4

Γεγονός, πάντως, εἶναι, ὅτι ὅπως σημειώνεται χαρακτηριστικά ἀπό εἰδικούς, περί τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, αὐτός ὑπῆρξε ἡ μεγαλύτερη φυσιγνωμία τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας! Καί ἀκόμη ὅτι, σήκωσε τό βάρος πολλαπλῆς καί βαθιᾶς κρίσεως καί θεμελίωσε θεολογικά καί ὁριστικά τήν ὁρθόδοξη τριαδολογία.5

Ὁ ἕτερος φωστήρ τῆς Ἀλεξανδρείας, Κύριλλος (+444), ὁ πρόεδρος τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ὑπέρμαχος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, εἶναι ὁ ἐκλεκτός Πατήρ καί Διδάσκαλος, τό ἰσχυρό θεολογικό πνεῦμα, πού χαριτώθηκε ἀπό τόν Κύριο νά ἀγωνισθεῖ καί νά ἀντιμετωπίσει μέ ποικίλες δυσκολίες, πλήν ὅμως ἐπιτυχῶς, τό θεμελιῶδες πρόβλημα τῆς χριστολογίας. Ὅταν ἀμφισβητήθηκε ἡ πραγματική ἑνότητα τῶν δύο φύσεων στό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Ἐνσαρκωθέντος Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ἅγιος Πατριάρχης τῆς Ἀλεξανδρείας, κατέδειξε θεολογικά καί τήν ἑνότητα τῶν ἀσυγχύτων φύσεων καί τό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ἀνήγειρε τό οἰκοδόμημα τῆς χριστολογίας πού εἶχαν θεμελιώσει ὁ Μ. Ἀθανάσιος καί κυρίως οἱ Καππαδόκες Πατέρες.6 Ὁ Ἅγιος αὐτός εἶναι καί ὁ μεγάλος ὑπερασπιστής τῆς Ἀειπαρθενίας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Μητρός τοῦ Κυρίου μας. Ὁ αἱρεσιάρχης Νεστόριος καί οἱ σύν αὐτῷ, ὅπως γνωρίζουμε, δέν ἐδέχοντο τόν ὅρο «Θεότόκος»7, ὅπως οἱ Πατέρες ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τον ἀπέδωσαν στήν Παναγία, ἡ Ὁποία ἐγέννησε Θεόν σωματούμενον καί ὄχι μόνο «ἄνθρωπον ψιλόν».

Μεγάλοι οἱ ἀγῶνες, ἐν προκειμένῳ τοῦ ἁγιωτάτου Πατριάρχου Ἀλεξαδρείας Κυρίλλου! Αὐτός ἐβροντοφώνησε ὅτι «ἀρκεῖ πρός ὀρθήν καί ἀδιάβλητον τῆς πίστεως ἡμῶν ὁμολογίαν, τό Θεοτόκον λέγειν καί ὁμολογεῖν τήν ἁγίαν Παρθένον»!8 Ἡ συμβολή τοῦ Κυρίλλου στή διαμόρφωση τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας πού ἀναφέρεται στήν Ἀειπάρθενο Θεοτόκο εἶναι τεράστια. Τήν ὀρθότητα τῆς διδασκαλίας καί τῶν συγγραμμάτων του ἀπέδειξε ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ ὁποία συνεκλήθη στή Ἔφεσο τό 431 καί κατεδίκασε τήν αἵρεση τοῦ Νεστοριανοσμοῦ, ἀλλά δευτερευόντως καί τοῦ Πελαγιανισμοῦ. Νά σημειώσουμε δέ, ὅτι ὁ θεοφόρος Κύριλλος, ἐξυμνῶντας τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, τῆς ἀποδίδει τρεῖς ὀνομασίες: Παρθένον, μητέρα καί δούλη.«Χαίροις, Παρθένε Μαρία, μήτηρ καί δούλη».9 Καί ὅπως προσφυῶς ἔχει γραφεῖ, «οἱ τρεῖς αὐτές ὀνομασίες πού ἀποδίδει ὁ Κύριλλος στήν Παναγία καί ἡ σημασιοδότησή τους, τή φανερώνουν ὡς πρότυπο τοῦ «καινοῦ» ἀνθρώπου πού ζεῖ τήν καινή κτίση καί διακονεῖ τό ἀνθρώπινο γένος μέ τήν τριπλή ἰδιότητά της: τῆς παρθένου, τῆς μητέρας καί τῆς δούλης».10
__________________________________________

1 Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Εἰς τόν Μέγαν Ἀθανάσιον, ΕΠΕ, 6, 40.
2 ὅπου π. σελ. 94.
3 Βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β΄, σελ. 264.
4 MPG. 26, 192B.
5 ὅπου π. Πατρολογία Α΄, σελ. 263.
6 ὅπου π. Πατρολογία, Γ΄, 470
7 Οἱ Νεστοριανοί, ὡς γνωστόν, ὀνόμαζαν τήν Παναγία μας, «Χριστοτόκον» ἤ «ἀνθρωποτόκον», προκειμένου νά δικαιολογήσουν τήν «σχετική» ἕνωση τῶν δύο φύσεων ἐν Χριστῷ καί νά ἀρνηθοῦν τήν «καθ᾿ ὑπόστασιν», ἤ «κατά φύσιν» γενομένη ἕνωση, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κύριλλος καί ὅπως δογματίζουσα κηρύττει ἡ Ἐκκλησία μας. Νά ὑπενθυμήσουμε ἐπίσης, ὅτι ὁ ὅρος «Θεοτόκος», εἶχε χρησιμοποιηθεῖ βεβαίως καί πρίν ἀπό τήν Γ΄Οἰκουμενική Σύνοδο (πρῶτος ὁ Ὠριγένης τόν χρησιμοποίησε), ὅμως αὐτός ὁ ὅρος γιά τόν μεγάλο ὑπερασπιστή τῆς Θεοτόκου καί θεολόγο τῆς Χριστολογίας ἅγιο Κύριλλο, ἦταν παραπάνω ἀπό μιά διατύπωση∙ ἦταν μία ὁμολογία πίστεως!
8Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ὁμιλία 15, MPG. 77, 1093A
9 Λόγος 11, MPG. 77, 1032C.
10 Βλ. Χρ. Σταμούλη, «Θεοτόκος καί Ὀρθόδοξο δόγμα», ἔκδ. «Τό Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2003, Β΄ ἔκδ. σελ. 107.

ΠΗΓΗ

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ (18 Ἰανουαρίου)





Ἐάν, βεβαίως, ὃλοι οἱ ἅγιοι εἶναι ἣρωες τῆς πίστεως, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξάνδρειας εἶναι « ὁ ἀγιώτερος τῶν ἡρώων ἢ μᾶλλον ὁ ἡρωϊκότερος τῶν ἁγίων». Διότι ὂχι μόνο ἒζησε βίο ἃγιο, ἀνεπίληπτο, ἀσκητικό καί ἀποτέλεσε πρότυπο ἀληθινοῦ ποιμένα ἀλλά  ἀντιστάθηκε μέ ἀδιάπτωτο σθένος καί ἀτρόμητο θάρρος στίς δυνάμεις τοῦ σκότους καί κατώρθωσε νά ἀνατρέψει τήν πορεία ὀλέθρου τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ἡ Ἐκκλησία τόν ἀπεκάλεσε Μέγα. Καί πράγματι ὑπῆρξε μέγας τῆς ἐκκλησίας πατέρας, ἓνας ἀπό τούς ἐπιφανέστερους οἰκουμενικούς διδασκάλους καθώς ἐπίσης καί ὁ ἐνδοξότερος ὑπέρμαχος τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ.

Γεννήθηκε στήν Ἀλλεξάνδρεια στά τέλη τοῦ 3ου αἰώνα (293-298 μ.Χ.) ἀπό γονεῖς περιβόητους γιά τήν εὐσέβεια καί τήν ἀρετή τους. Ἀπό τήν παιδική του ἀκόμη ἠλικία ἐκδήλωσε τήν κλίση του πρός τήν ἱερωσύνη. Διότι παίζοντας μία ἡμέρα μαζί με συνομήλικές του κοντά στή θάλασσα, μιμήθηκε τό πρόσωπο τοῦ ἐπισκόπου καί βάπτισε παιδιά τῶν εἰδολολατρῶν. Τό ἱερό αὐτό παιχνίδι κίνησε τό ἐνδιαφέρον τοῦ ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας Ἁγίου Ἀλεξάνδρου, ὁ ὁποῖος. ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὃτι ὁ μικρός Ἀθανάσιος εἶχε τηρήσει με ἀξιοθαύμαστη ἀκρίβεια ὃλους τούς κανόνες τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος, ἀνεγνώρισε ὡς ἒγκυρες τίς βαπτίσεις. Ἒμεινε δέ κατάπληκτος ἀπό τήν εὐσέβεια και τά ἒκτακτα διανοητικά χαρίσματα τοῦ Ἀθανασίου. Καί ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα τοῦ ἂνοιξε τίς πύλες τῆς ἀρχιεπισκοπῆς καί ἀνέλαβε, σάν πατέρας φιλόστοργος, τήν προστασία και τήν μόρφωσή του.
Ὁ Μ.Ἀθανάσιος, ἀναμφίβολα, σπούδασε στίς περίφημες φιλοσοφικές καί κατηχητικές Σχολές τῆς Ἀλεξάνδρειας, τήν ἀρχαία κλασσική γραμματεία, τήν φιλοσοφία, τήν ρητορική καί ἄλλες ἐπιστῆμες. Ἐπίσης ἐπιδόθηκε μέ ζῆλο στή μελέτη τῶν πολυπληθῶν συγγραμμάτων τοῦ Ὠριγένη καί ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Κυρίως ὃμως μελέτησε, ὃσο κανείς ἂλλος, τήν Ἀγία Γραφή, ἀπό τήν ὁποία ἀπεκόμισε τόν πλοῦτο τῶν θεολογικῶν του γνώσεων. Χάρις δέ στά μεγάλα προσόντα μέ τά ὁποῖα ἦταν προικισμένος ἀπό τόν Θεό ἀξιώθηκε, σέ νεαρή ἀκόμη ἡλικία, νά γίνει γραμματέας καί σύμβουλος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξάνδρου.
Μέσα λοιπόν στό ἀγιασμένο περιβάλλον τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς  τοῦ δόθηκε εὐκαιρία νά συναναστραφεῖ μέ κληρικούς, οί ὁποῖοι ἒφεραν ἐμφανῆ τά στίγματα τοῦ μαρτυρίου ἀπό τόν τελευταῖο διωγμό τοῦ Μαξιμίνου, μέ ἀποτέλεσμα νά τοῦ σφυρηλατήσουν ἔνα χαρακτῆρα σταθερό καί ἂκαμπτο καί νά θερμάνουν τήν ἐπιθυμία του νά βαδίσει στά ἲχνη τῶν ὁμολογητῶν καί μαρτύρων. Ὁ πόθος του ἀκόμη γιά ὑψηλή πνευματική ἐργασία τόν ὁδήγησε στήν ἒρημο τῆς Θηβαϊσας, στόν καθηγητή τῆς ἐρήμου τόν Μέγα Ἀντώνιο, ὃπου παρέμεινε γιά μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ἀργότερα κατέγραψε τόν θαυμαστό βίο τοῦ μεγάλου ἀναχωρητῆ.
Ἀναγκάσθηκε, ὡστόσο, νά ἐγκαταλείψει τήν ἡσυχία τῆς ἐρήμου καί νά ὑπακούσει στή φωνή τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου, πού τόν καλοῦσε στό στίβο τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νά ἀναλάβει τόν ἀγῶνα κατά τοῦ αἱρεσιάρχη Ἀρείου. Πράγματι. Σέ ἡλικία 23 χρονῶν χειροτονήθηκε διάκονος  και  πρόσφερε πολύτιμες ὑπηρεσίες στόν Ἐπίσκοπό του. Ἀσχολήθηκε δέ μέ τήν συγγραφή δύο ἀπολλογητικῶν συγγραμμάτων του: «Λόγος κατά Ἑλλήνων» καί «Λόγος περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου».
Συνώδευσε μάλιστα τόν Ἀρχιεπίσκοπο  Ἀλέξανδρο στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νίκαιας τό 325 μ.Χ. Ὁ "μικρός τό δέ μας" Ἀθανάσιος, ὁ μικρός κατά τό ἀνάστημα ἀλλά γίγαντας κατά τό φρόνημα, ἀν καί ἦταν μόνο διάκονος, ἀναδείχθηκε ὁ σημαιοφόρος τῆς Ὀρθοδοξίας καί ὁ φοβερώτερος πολέμιος τοῦ Ἀρείου. Ἀγωνίσθηκε μέ ἒνθεο ζῆλο και  κατώρθωσε μέ τούς φλογερούς λόγους του να ἀποστομώσεις τόν Ἂρειο καί νά ὑποστηρίξει τήν θεότητα τοῦ Λόγου.
Παρότι ἦταν νεώτατος, εἶχε κατανοήσει μέ τό ὀξύ πνεῦμα πού τόν κοσμοῦσε, ὃτι ἡ Ἐκκλησία θά βυθιζόταν σέ δεινό βάραθρο, ἐάν ἐπικρατοῦσε ἡ αἳρεση τοῦ Ἀρείου. Διότι ὁ Ἂρειος μέ τήν διδασκαλία του καταργοῦσε τό θεμέλιο τοῦ χριστιανισμοῦ, τήν Ἁγία Τριάδα καί ἀνέτρεπε ὃλη τήν χριστιανική πίστη.
-Ὁ Χριστός, ἒλεγε ὁ βλάσφημος Ἂρειος, εἶναι ὁμοιούσιος πρός τόν Πατέρα.
-Ὂχι, ἀντέλεγε σταθερά ὁ φωτισμένος Ἀθανάσιος, εἶναι ὁμοούσιος.
Καί ἡ ἀλήθεια θριάμβευσε. Ὁ ὃρος «ὁμοούσιος» ἒγινε ἡ βάση ἐπάνω στήν ὁποία οἱ 318 θεοφόροι Πατέρες τῆς Συνόδου θέσπισαν τά 7 πρῶτα ἂρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Ἡ φήμη δέ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου ἒφθασε μέχρι τά πέρατα τῆς Οἰκουμένης, ἡ δέ ἁγιασμένη μορφή του ἠλέκτριζε τά πλήθη τῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶν.
            Ἒνα χρόνο μετά τήν Σύνοδο, ὁ γηραιός ἐπίσκοπος Ἀλέξανδρος βρισκόταν στήν ἐπιθανάτια κλίνη του καί ἀναζητοῦσε ἐπίμονα τόν Ἀθανάσιο, ὣστε νά τόν ὑποδείξει ὡς διάδοχό του. Ἀλλ’ ὁ Ἀθανάσιος προβλέποντας τήν ἐκλογή του ἀπουσίαζε σκόπιμα, διότι θεωροῦσε τόν ἑαυτό του, ἐξ’ αἰτίας τῆς βαθειᾶς ταπεινοφροσύνης του, ἀκατάλληλο τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοῦ  ἀξιώματος. Τότε ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος εἶπε τά ἑξής: «Ἀθανάσιε νομίζεις ἐκπφευγέναι˙ οὐκ ἐκφεύξει δέ». Ἐπιπλέον, ἂπειρο πλῆθος λαοῦ, τό ὁποῖο κυριολεκτικά λάτρευε τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο, παρέμενε στόν καθεδρικό ναό ἐπί ὁλόκληρα ἡμερονύκτια ἀπαιτώντας ἀπό τούς ἐπισκόπους, τόν Ἀθανάσιο ὡς ποιμενάρχη του. Ἒτσι ὁ Μ.Ἀθανάσιος ἀνέβηκε στόν θρόνο τοῦ Εὐαγγελιστή Μάρκου, τήν 8η Ἰουνίου τοῦ 328 μ.Χ. σέ ἡλικία μόλις 30 ἢ 33 ἐτῶν. Ἡ ἀνάδειξη τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας ἦταν ἀναμφίβολο ἒργο τῆς Θείας Πρόνοιας γιά τήν διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἦταν ἐπιτακτική ἀνάγκη νά ἀναλάβει τό πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας ἕνας ἂξιος ἀρχιερέας κοσμένος μέ ἡγετικά προσόντα, ἀδαμάντινο χαρακτῆρα καί πολλές ἀρετές. Καί ὁ ἃγ.Ἀθανάσιος « ἦταν τήν ἀρετήν ἀπρόσιτος, πρᾶος, ἀόργητος, συμπαθής, γλυκύς εἰς τόν λόγον καί γλυκύτερος εἰς τόν τρόπον... πολυειδής τήν κυβέρνησιν, εἰρηνευτής, συμφιλιωτής...» καθώς ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος φιλοτέχνησε τήν μορφή τοῦ  ἱεροῦ πατέρα. Ὡς ἀρχιερέας δέν ἀνῆκε στόν ἑαυτό του ἀλλά ἀφοσιώθηκε ὁλόψυχα στήν Ἐκκλησία. Ἐργάσθηκε ἂοκνα γιά τήν οἰκοδομή καί ψυχική σωτηρία τοῦ ποιμνίου του και  ὃλοι εἶδαν στό πρόσωπό του τόν στοργικό καί καλό ποιμένα. Μερίμνησε  δραστήρια γιά τήν ταυτοποίηση τῶν ζητημάτων τῆς Ἐκκλησίας του. Φρόντισε ἐπίσης γιά τήν διάδοση τῆς χριστιανικῆς πίστεως στήν Ἀβησσυνία καί χειροτόνησε τόν Ἅγιο Φρουμέντιο ὡς πρῶτο ἐπίσκοπο Ἀξώμης. Περιηγήθηκε τήν ἐκτεταμένη ἐπισκοπή του γιά νά μελετήσει αὐτοπροσώπως τίς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του, τό ὁποῖο τόν ὑποδεχόταν μέ μεγάλο ἐνθουσιασμό. Ὁ δέ περιβόητος ὃσιος Παχώμιος, σέ μιά ἀπό τίς περιοδεῖες του, εἶπε προφητικά ὃτι: « θλίψεις πολλές ἀναμένουν τόν ˝Χριστοφόρο ˝ ἂνδρα ».
            Δυστυχῶς ἡ προφητεία πραγματοποιήθηκε  πολύ σύντομα. Ἀφορμή δόθηκε ἀπό τήν ἂρνηση τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου νά δεχθεῖ σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία τόν Ἂρειο. Στήν κρίσιμη ἐκείνη ὣρα ἀπτόητος ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀπάντησε μέ σθένος στόν Μεγάλο Κωνσταντίνο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐξαπατηθεῖ ἀπό τήν ὑποκρητική μετάνοια τοῦ Ἀρείου ὃτι « μηδεμίαν εἶναι κοινωνίαν τῇ χριστομάχῳ αἱρέσει πρός τήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν ».
            Ἐξάλλου, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἦταν « κόρφος ἐν τῷ ὀφθαλμόν». Διότι οἰ αἰρετικοί καί κυρίως ὁ ἀρειανός ἐπίσκοπος  Νικομηδείας Εὐσέβιος διαπίστωσαν ὃτι δέν ἐπρόκειτο νά ἐπικρατήσουν, ἐφ’ ὃσον ἡ ἀκτινοβόλος μορφή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἀποτελοῦσε μέγα καί πανίσχυρο κυματοθραύστη ὁ ὁποῖος διέλυε σέ ἀφρούς τά ἂγρια κύματα τῆς πλάνης τους. Ἒτσι δέν δίστασαν, ἀφοῦ κέρδισαν μέ τό μέρος τους τήν πολιτική ἐξουσία, νά ἐπινοήσουν μύριες συκοφαντίες ἐναντίον του ὣστε νά μειώσουν τό κῦρος του καί νά τόν ἀπομακρύνουν ἀπό τόν θρόνο του. Μεταξύ ἂλλων κατηγόρησαν τόν « στύλο τῆς Ὀρθοδοξίας » ὃτι φόνευσε κάποιο Μελιτιανό ἐπίσκοπο, τόν Ὑψηλῆς Ἀρσένιο και  ὃτι  ἀφοῦ ἒκοψε τό χέρι του, τό μεταχειριζόταν γιά μαγεῖες. Ὃτι βεβήλωσε ἓνα παρεκλήσι τοῦ Κολλουθιανοῦ ἱερέα Ἰσχύρα. Μολονότι οἱ κατηγορίες ἀπεδείχθησαν ψευδεῖς, οἱ ἑχθροί του θέλοντας νά σπιλώσουν τόν Ἅγιο Ἱεράρχη ἰσχυρήστηκαν ὃτι ἒφθειρε τήν παρθενία μιᾶς πόρνης γυναίκας! Ἀλλά καί πάλι ἒλαμψε ἡ καθαρότητα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καί οἱ συκοφαντίες του γελειοποιήθηκαν. Τελικά τόν κατηγόρησαν γιά ἐσχάτη προδοσία λέγοντας ὃτι ἀπείλησε νά διακόψει τήν μεταφορά σίτου ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια στήν Κωνσταντινούπολη.
            Γιά τούς λόγους αὐτούς ἀντιμετώπισε τέσσερις  αὐτοκράτορες ἀκόμη και τόν Μεγάλο Κωνσταντίνο  στόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ὀφείλη τήν ἐπίσημη ὑποστήριξή της, καθώς και  πλῆθος ἐπάρχων καί ἐπισκόπων.Ἐξορίσθηκε πέντε φορές, τίς δύο μάλιστα στή Δύση, ὃπου ἒκανε γνωστό τόν μοναχικό βίο. Κατέφυγε τέσσερις μῆνες στόν τάφο τοῦ πατέρα του. Καταδικάσθηκε ἀπό πέντε συνόδους Ἀρειανῶν. Ὑπέφερε ἀνεκδιήγητες ταλαιπωρίες καί στερήσεις ἀλλά τίποτε δέν στάθηκε ἱκανό νά κάμψει τό ἀτρόμητο φρόνημά του καί νά μειώσει τήν ἀγωνιστηκότητά του. Καί ὃταν ἀκόμη ἦλθαν στιγμές κατά τίς ὁποῖες ὁλόκληρος ὁ κόσμος φάνηκε ἀντιμέτωπός του, ἐκεῖνος παρέμεινε βράχος ἂσειστος στίς ἐπάλξεις τῆς Ὀρθοδοξίας.
            Ἀκούραστος στούς κόπους καί προικισμένος μέ ἀξιοθαύμαστη μνήμη δέν ἒπαυσε, ἀκόμη καί στίς πιό δύσκολες συνθῆκες τῆς ἐξορίας του, νά στηλιτεύει τούς Ἀρειανούς, νά διευθύνη τόν ἀγῶνα τῶν Ὀρθοδόξων, ὡς ˝ὁ ἀόρατος ἐπίσκοπος ˝ καί προπάντων νά στηρίζουν ἐκείνους πού εἶχαν κλονισθεῖ στήν πίστη. Ἒγραψε ἐπιστολές, ἐγκυκλίους καί συγγράμματα τονίζοντας ὃτι « αἱρετώτερος εἶναι ὁ θάνατος τῆς προδοσίας τῆς ὀρθῆς πίστεως ». Ὁ ἲδιος ἂλλωστε αὐτό ἀπέδειξε περίτρανα στόν περιπετειώδη βίο του. Ἒπειτα ἀπό τόσους ἀγῶνες καί θλίψεις, ὁ πολύαθλος ἱεράρχης πέρασε ἀδιατάρακτα τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του στόν ἀρχιερατικό θρόνο του. Κοιμήθηκε τήν 2α Μαΐου τοῦ 373 μ.Χ. σέ ἡλικία 75 ἐτῶν, ἀφοῦ κόσμησε τόν θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας ἐπί 46 ἒτη, ἀπό τα ὁποῖα τά 16 πέρασε στήν ἐξορία.
            Ὁ ἃγ.Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἒκπληκτος ἀπό τόν βίο, τούς ἀγῶνες καί τό μεγαλεῖο τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου ἐξεφώνησε τόν πανηγυρικό στή μνήμη του τό ἒτος 379 λέγοντας χαρακτηριστικά: ˝ Ἀθανασίου ἐπαινῶν, ἀρετήν ἐπαινέσω ˝. Πράγματι. Ταύτισε τό ὂνομά του μέ τήν ἀρετή καί τήν ζωή του μέ τήν Ὀρθοδοξία. Κατώρθωσε δέ νά διατηρήσει μέχρι τό τέλος του τό μέγιστο κῦρος του, προκαλώντας τόν παγκόσμιο θαυμασμό.
            « Ἐάν καταξιωθῶμεν νά σέ ἲδωμεν, τοῦ ἒγραψε σέ κάποια ἐπιστολή ὁ Μ.Βασίλειος, θά ἐκρίναμεν ὃτι ἐλάβαμεν παραμυθίαν, ἀντίρροπον δι’ ὃλας τάς θλίψεις πού ἐδοκιμάσαμεν εἰς τήν ζωήν μας ». Ἡ Ἐκκλησία γιορτάζει κάθε χρόνο τήν μνήμη τοῦ Μ.Ἀθανασίου τήν 18η Ἰανουαρίου.


Βιβλιογραφία:  

Μ.Ἀρχ. Μιχαήλ Κωνσταντινίδου: Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος κ΄ ἡ ἐποχή αὐτοῦ, Ἀθῆναι 1937

Μ.Ἀθανασίου Ἒργα, Τόμος 1ος, Πατερικαί ἐκδόσεις « Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς », Θες/νίκη 1973, " εἰσαγωγή ", Παναγιώτου Κ.Χρήστου

Εἰσαγωγή ", Παναγιώτου Χ.Δημητροπούλου.

Γρηγ. Θεολόγου Ἒργα, Τόμος 6ος, Πατερικαί Ἐκδόσεις « Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς » Θες/νίκη 1980,

Λόγος ἐγκωμιαστικός « Εἰς τόν ΜΕΓΑΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΝ », σελ. 41-95

Δημητρίου Σ. Μπαλάνου: Οἱ Πατέρες καί Συγγραφεῖς τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, Ἒκδοσις Β΄, Ἀθῆναι 1961, σελ. 44-52

Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου: Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας (64-1934), Ἀλεξάνδρεια 1935, " Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ " σελ. 180-204

Κ. Παπαρρηγοπούλου: Ἱστορία τοῦ Ἐλληνικοῦ Ἒθνους. Τόμος Β΄, " Ἐλευθερουδάκης "Α.Ε., Ἀθῆναι 1932 σελ.136-145, 153-176

Περιοδικόν " ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ " ἒτος 1981, ἀρ.φυλ. 68,70,71 " Ο ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ κατά τάς πρώτας ἱστορικάς πηγάς " Ἀρ. Πολυχρονίδου

ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ " ΠΥΡΣΟΣ " Α.Ε. Τόμος Β΄, Ἀθῆναι, λῆμμα " Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας " σελ. 4-7

 ΝΕΩΤΕΡΟΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ " ΗΛΙΟΥ " Τόμος Α΄, Ἀθῆναι, λῆμμα " Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας " σελ. 592-595


Απολυτίκιον Αγίου Αθανασίου
Ήχος γ'. θείας πίστεως.

Στύλος γέγονας Ορθοδοξίας, θείοις δόγμασιν υποστηρίζων την Εκκλησίαν, ίεράρχα Αθανάσιε, τω γαρ Πατρί τον Υιών ομοούσιον, ανακηρύξας κατήσχυνας Άρειον. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.







 

Τῶν Ἁγίων Ἀθανασίου καί Κυρίλλου, ἀρχιεπισκόπων Ἀλεξανδρείας (18 Ἰανουαρίου)





«Ἀθανάσιον ἐπαίνων, ἀρετὴν ἐπαινέσομαι,
ταῦτον γὰρ ἐκεῖνον τὲ εἰπεῖν
 καὶ ἀρετὴν ἐπαινέσαι»



Ὁ Mέγας Πατήρ καί Στύλος τῆς Ὁρθοδοξίας, Ἀθανάσιος, διεξήγαγε πολλούς ἀγώνες γιά τήν Ὁρθόδοξη πίστη. Μὲ τὸν καθόλου βίο του, ἀπέδειξε τὸ ἐνάρετο καὶ τὸ εὐσεβές του ἤθους αὐτοῦ σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε τὸ ὄνομα οὐ νὰ ἀποβεῖ ταυτόσημο πρὸς τὴν ἀρετή. Γι’ αὐτὸ λέγει ἐπιγραμματικὰ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός : «Ἀθανάσιον ἐπαίνων, ἀρετὴν ἐπαινέσομαι, ταῦτον γὰρ ἐκεῖνον τὲ εἰπεῖν καὶ ἀρετὴν ἐπαινέσαι».(Επαινώντας τον Αθανάσιο, θα επαινέσω την αρετή. Γιατί Αθανάσιος και αρετή είναι το ίδιο πράγμα. Όταν αναφέρομαι σε αυτόν επαινώ την αρετή). Ο Ἅγιος Γρηγόριος συνεχίζοντας παρατηρεῖ ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἔγινε κατ’ ἐξοχὴν δέκτης τοῦ θείου φωτισμοῦ, ἔφθασε σὲ ὕψος βιβλικῶν προσώπων καὶ ἴσως μάλιστα κάποια ἀπὸ αὐτὰ νὰ ὑπερέβαλε, γιατί κυριολεκτικὰ ἑνώθηκε καὶ ἔγινε ἕνα μὲ τὸ θεῖο φῶς. Καὶ ἔτσι μόνο κατόρθωσε νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς μεγάλες κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν της ἐποχῆς του.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γεννήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 295 μ.Χ. στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ Χριστιανοὺς γονεῖς. Ἔτυχε ἐπιμελημένης ἐκπαιδεύσεως φιλοσοφικῆς καὶ θεολογικῆς. Κατὰ τὴ νεανική του ἡλικία συνδέθηκε μὲ τὸν Μέγα Ἀντώνιο καὶ ἀσκήτευσε μαζί του στὴν ἔρημο.

Κάποτε ο Αθανάσιος με άλλα παιδιά παίζανε στην ακροθαλασσιά, όπου  βρισκόταν και το σπίτι του Πατριάρχη Αλέξανδρου. Ο Πατριάρχης παρατήρησε ότι τα παιδιά υποδύονταν ρόλους αξιωματούχων της Εκκλησίας. Τον Αθανάσιο τον χειροτόνησαν Πατριάρχη και στο τέλος τον είδε να βαφτίζει ένα παιδάκι κατά την τάξη της Εκκλησίας. Ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, είδε κατά τύχη τη σκηνή και θαύμασε, προγνωρίζοντας διά του Αγίου Πνεύματος, ότι η χειροτονία του Αθανασίου ήταν προμήνυμα της μελλοντικής χειροτονίας του

Στὴν ἀρχὴ χειροθετήθηκε ἀναγνώστης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ τὸ 318 μ.Χ. ἦταν ἤδη διάκονος. Τὸ ἔτος 325 μ.Χ. συνοδεύει τὸν γέροντα Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο στὴ Νίκαια, ὅπου συγκλήθηκε ἡ Ἃ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, «τοῦ χοροῦ τῶν διακόνων ἡγούμενος».

Ἐκεῖ, χάρη στὴ μόρφωσή του καὶ μάλιστα στὴ θερμουργὸ καὶ ἀκλόνητη πίστη του, ἀναδείχθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς θαρραλέους ἀγωνιστὲς κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου. Μάλιστα δέ, ὅπως ἀποφάνθηκε ἡ ἐν Ἀλεξανδρεία Σύνοδος τοῦ 399 μ.Χ., κυρίως ὁ Ἀθανάσιος «τὴν νόσον τοῦ Ἀρειανισμοῦ ἔστησεν». Κανένας, ἴσως, ἄλλος ἀπὸ τοὺς Πατέρες καὶ Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, τῆς περιόδου ἐκείνης, δὲν ἀντιμετώπισε τόσο σπουδαία ἐκκλησιαστικὰ καὶ θεμελιώδη προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἦταν τὰ περὶ Θεοῦ, κόσμου, ἀνθρώπου, δημιουργίας, τριαδολογίας, ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, σωτηρίας, χριστολογίας, πνευματολογίας, Οἰκουμενικῆς Συνόδου κ.α.

Ἡ φήμη τοῦ Ἀθανασίου ἑδραιώθηκε τόσο πολὺ κατὰ τὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας, ὥστε μετὰ ἀπὸ λίγο, ὅταν πέθανε ὁ γέροντας Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος (κοιμήθηκε 17 Ἀπριλίου 328 μ.Χ.), ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας πιθανότατα τὸν ἴδιο χρόνο.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, κατὰ τὰ 46 ἔτη τῆς ἀρχιερατείας του, ὑπῆρξε ὁ στύλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν Πατὴρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Μερίμνησε δραστήρια γιὰ τὴν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας του. Περιηγούμενος τὴν ἐπαρχία του, μετέβη στὴ Θηβαΐδα, τὴν Πεντάπολη, τὴν Κάτω Αἴγυπτο γιὰ νὰ δεῖ ἀπὸ κοντὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του, τὸ ὁποῖο τὸν ὑποδεχόταν παντοῦ μὲ ἐνθουσιασμό. Ἐγκαθιστοῦσε στὶς διάφορες πόλεις ἄξιους καὶ ἱκανοὺς Ἐπισκόπους, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν Ἅγιο Φρουμέντιο (τιμᾶται 30 Νοεμβρίου), τὸν ὁποῖο χειροτόνησε Ἐπίσκοπο Ἀξώμης.
Ὅμως, οἱ Ἀρειανοί, δημιούργησαν πολλὲς ταραχὲς καὶ ὀχλήσεις στὸν Ἅγιο, τὸν ὁποῖο συκοφαντοῦσαν. Ὁ Ἅγιος ἐξορίστηκε πέντε φορὲς καὶ διῆλθε περισσότερα ἀπὸ δεκαέξι χρόνια της ἀρχιερατείας του στὴν ἐξορία. Ἐσύρθη κατ’ ἐπανάληψη ἀπὸ τοὺς Ἀρειανοὺς ἐνώπιον Συνόδων καὶ καθαιρέθηκε.

Καταδιώχθηκε ἀπὸ αὐτοκράτορες, ὑπέφερε ἀνεκδιήγητες ταλαιπωρίες καὶ στερήσεις, εἶδε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς συνεργάτες του νὰ ὑποκύπτουν στὶς πιέσεις καὶ τὴν βία τῶν Ἀρειανῶν καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Λιβέριο (352-366 μ.Χ) νὰ ὑπογράψει ἀρειανικὸ ὄρο πίστεως, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν ἐξορία. Ἦλθαν στιγμές, κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ χριστιανικὸς κόσμος φαινόταν ἀντίθετος πρὸς τὸν Ἅγιο, ἀλλὰ αὐτὸς ποτὲ δὲν κάμφθηκε καὶ ἀγωνιζόταν γιὰ τὴν ἀλήθεια.

Ἀφορμὴ γιὰ τὶς διώξεις κατὰ τοῦ Ἁγίου, ἔδωσε ἡ ἄρνησή του νὰ ἀποκαταστήσει στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τὸν ὑπὸ τῆς A’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθαιρεθέντα Ἄρειο, ὁ ὁποῖος παρουσιαζόταν ὑποκριτικὰ ὡς ἀποδεχόμενος τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Ὅταν ὁ Ἄρειος ἀνακλήθηκε ἀπὸ τὴν ἐξορία ὑπέβαλε τὸ 330 ἢ 331 μ.Χ. ὁμολογία πίστεως, στὴν ὁποία ἀπέφυγε ἐπιμελῶς νὰ ἀναφέρει τὶς ἀρειανικὲς ἐκφράσεις. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος εἶδε τὴν ἀπάτη καὶ τὸ δόλο τοῦ Ἀρείου καὶ ἀρνήθηκε κατηγορηματικὰ νὰ δεχθεῖ σὲ κοινωνία τὸν Ἄρειο παρὰ τὴ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μετὰ τὴν ἄρνηση τοῦ Ἁγίου, οἱ ἐχθροί του ἄρχισαν νὰ ὀργανώνουν συστηματικὰ τὸν κατ’ αὐτοῦ ἀγώνα. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἂν καὶ τιμοῦσε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο γιὰ τὸ ἦθος καὶ τὸ θάρρος του, παρασύρθηκε τελικὰ ἀπὸ τὶς συνεχεῖς ἐναντίον τοῦ μηχανορραφίες τῶν Ἀρειανῶν καὶ διέταξε τὴ σύγκλιση Συνόδου στὴν Καισάρεια, τὸ 335 μ.Χ., μὲ σκοπὸ τὴν ἐξέταση τῶν κατηγοριῶν κατὰ τοῦ Ἀθανασίου.
Ἡ Σύνοδος τελικὰ συγκλήθηκε στὴν Τύρο τῆς Φοινίκης. Ὁ Ἀθανάσιος συνῆλθε στὴ Σύνοδο, στὴν ὁποία παρέστησαν 60 Ἀρειανοὶ Ἐπίσκοποι. Οἱ κατηγορίες δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ σταθοῦν παρὰ τὰ ἐφευρήματα τῶν αἱρετικῶν. Ἐπειδή, ὅμως, ἔγινε ἀντιληπτὸ ὅτι οἱ ἐχθροί του Ἀθανασίου ζητοῦσαν νὰ τὸν φονεύσουν, οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλέως, ποὺ εἶχαν ἐπιφορτισθεῖ τὴν τήρηση τῆς τάξεως καὶ τῆς εἰρήνης, τὸν φυγάδευσαν κρυφά. Ἔτσι κατέφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ζήτησε νὰ δεῖ τὸν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος λόγω τῶν διαβολῶν, ἀρνήθηκε νὰ τὸν δεχθεῖ σὲ ἀκρόαση καὶ διέταξε τὴν ἐξορία του στὴ Γαλατία. Ἐπανῆλθε στὴν ἕδρα τοῦ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, στὶς 23 Νοεμβρίου 337 μ.Χ.

Πλὴν ὅμως καὶ πάλι οἱ ἐχθροί του ἄρχισαν τὶς κατ’ αὐτοῦ διαβολὲς καὶ συκοφαντίες. Τότε ὁ Ἀθανάσιος συγκάλεσε Σύνοδο στὴν Ἀλεξάνδρεια, τὸ 339 μ.Χ στὴν ὁποία ἔλαβαν μέρος 100 Ἐπίσκοποι. Οἱ ἐχθροί του τότε, συγκρότησαν ἀρειανικῆ Σύνοδο στὴν Ἀντιόχεια, ἡ ὁποία τὸν καθαίρεσε καὶ ὅρισε ὡς Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας τὸν Εὐσέβιο τὸν Ἐμισηνό, ἀντ’ αὐτοῦ δέ, ἐπειδὴ δὲν ἀποδέχθηκε τὴν ἐκλογή, τὸν Καππαδόκη Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια διὰ τῆς βίας μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.

Τότε ὁ Ἅγιος κατέφυγε στὴ Ρώμη, ὅπου εὑρίσκονταν καὶ ἄλλοι ἐξόριστοι ἱερεῖς καὶ Ἐπίσκοποι. Ἐκεῖ, τὸν δέχθηκαν ὅλοι μὲ τιμὴ καὶ ἀναγνώρισαν τοὺς ἀγῶνες τοῦ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι, ὁ Πάπας Ἰούλιος Συγκάλεσε, τὸ ἔτος 341 μ.Χ., Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀναγνώρισε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο ὡς κανονικὸ Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας καὶ τὸν κήρυξε ἀθῶο ἀπὸ ὅλες τὶς κατηγορίες τῶν ἐχθρῶν του.

Ὅταν τὸ 345 μ.Χ. ἐκοιμήθη ὁ Ἀλεξανδρείας Γρηγόριος, κατόπιν ὑποδείξεως τοῦ Κώνσταντος, ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος ἀνακάλεσε τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο ἀπὸ τὴν ἐξορία. Ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε γενόμενος δεκτὸς θριαμβευτικὰ ἀπὸ τὸ ποίμνιό του. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ μόνο γιὰ λίγο ἔμεινε ἀδιατάρακτος στὴν ἕδρα του, διότι μετὰ τὴν δολοφονία τοῦ Κώνσταντος, τὸ ἔτος 350 μ.Χ., ὁ Κωνστάντιος, πεισθεῖς σὲ νέες διαβολὲς καὶ πιέσεις τῶν φίλων τῶν Ἀρειανῶν, καταδίκασε συνοδικῶς τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο. Ἀπέστειλε μάλιστα καὶ στρατιῶτες, γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν τὴν νύκτα τῆς 9ης Φεβρουαρίου 356 μ.Χ., ἐνῶ τελοῦσε παννυχίδα μὲ πλῆθος πιστῶν στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Θεωνᾶ. Ὁ Ἅγιος φυγαδεύτηκε στὴν ἔρημο, ὅπου παρέμεινε ἔξι χρόνια, παρακολουθώντας τὶς κινήσεις καὶ ἐνέργειες τῶν Ἀρειανῶν καὶ στηρίζοντας τοὺς κλονιζόμενους Χριστιανούς.

Τέλος, ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ του Παραβάτου (361-363 μ.Χ.) μπόρεσε νὰ ἐπανέλθει στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ νὰ συγκροτήσει Σύνοδο ἡ ὁποία ἀποτέλεσε σημαντικότατο σταθμὸ στὴν ἱστορία τῶν ἀγώνων τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Οἱ διωγμοὶ συνεχίστηκαν καὶ ἐπὶ αὐτοκράτορα Οὐάλη, ποὺ ἐξόρισε τὸν Ἅγιο. Φοβούμενος ὅμως ἐξέγερση τοῦ λαοῦ τῆς Ἀλεξανδρείας, ἀναγκάσθηκε νὰ ἀνακαλέσει τὸν Ἅγιο ἀπὸ τὴν ἐξορία.

Ἀγωνιζόμενος γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη μέχρι τὸ τέλος τοῦ βίου του, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 2 Μαΐου 373 μ.Χ., σὲ ἡλικία 75 ἐτῶν, ἀφοῦ κατεκόσμησε τὸ θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας. Ἡ Ἐκκλησία πολὺ νωρὶς τοῦ ἀπένειμε τὸν τίτλο τοῦ Μεγάλου Πατρὸς αὐτῆς. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ διαισθάνθηκε καὶ ἀντιλήφθηκε ἄριστα τὶς λεπτεπίλεπτες σχέσεις ἀλληλεξαρτήσεως τῶν ἐπὶ μέρους ἀληθειῶν τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖες στὴ σκέψη τοῦ ἀποτελοῦν τμήματα μίας καὶ τῆς αὐτῆς ἀλήθειας, ὥστε ἡ πλάνη περὶ τὴν μία ἐπὶ μέρους ἀλήθεια, νὰ συνεπάγεται ἀναπότρεπτα τὴν ἀνατροπὴ ὁλόκληρού του συστήματος τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καὶ τὴν δημιουργία αἱρέσεως.


† Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας (375-444 μ. Χ.)



Αποτέλεσμα εικόνας για Ἅγιος Κύριλλος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408-450 μ.Χ.) καὶ γεννήθηκε περὶ τὸ 370 ἢ 375 μ.Χ. στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ εὔπορους γονεῖς τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας τῆς πόλεως. Ἦταν θερμοῦ καὶ ζωηροῦ χαρακτήρα, ἀνήσυχος, τολμηρός, ἐνεργητικὸς καὶ πολὺ δραστήριος.

Διακρινόταν γιὰ τὴν εὐστροφία, τὴν ταχύτητα καὶ ἀποφασιστικότητα τῶν ἐνεργειῶν του καί, κυρίως, γιὰ τὴν ἐπιμονή, ὁρμητικότητα καὶ τὸ ἀνυποχώρητο στὶς ἐπιδιώξεις τῶν σκοπῶν γιὰ τοὺς ὁποίους ἀγωνιζόταν. Εἶχε ἰσχυρὸ τὸ αἴσθημα τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα, ἡ δὲ συναίσθηση τοῦ καθήκοντος καὶ ὁ ἁγνὸς ἐνθουσιασμός του γιὰ τὴν ἀλήθεια τὸν καθιστοῦσαν ἄφοβο στὴν ἐπιτέλεση τῆς διακονίας του καὶ ἱκανὸ ἀγωνιστὴ ὑπὲρ τῆς ἀλήθειας μέχρι θανάτου. Γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ χαρίσματα δικαίως θεωρεῖται ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς Μεγάλους Πατέρες καὶ Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ κατ’ ἐξοχὴν ὑπερασπιστὴς τῆς ἱερᾶς παραδόσεως.

Ἦταν ἀνιψιὸς τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Θεοφίλου, τὸν ὁποῖο πάντοτε εὐγνωμόνως ἀνέφερε. Ἔλαβε εὐρεία μόρφωση στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ μάλιστα στὴν περιώνυμο Κατηχητικὴ Σχολή, ὅπου παρακολουθοῦσε παραδόσεις τοῦ μεγάλου διδασκάλου τῆς Σχολῆς αὐτῆς Διδύμου του Τυφλοῦ. Φοίτησε, ἀκόμη, στὶς φιλοσοφικὲς σχολὲς τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ συμπλήρωσε τὶς σπουδές του μὲ ἐπιπλέον ἰδιαίτερες μελέτες τῆς θύραθεν καὶ τῆς χριστιανικῆς φιλοσοφίας, ὅπως τοῦτο προκύπτει ἀπὸ τοὺς λόγους καὶ τὰ συγγράμματά του.

Ὅταν μελετοῦσε τὴν Ἁγία Γραφὴ ἐφάρμοζε τὴν ὑγιῆ καὶ ὀρθὴ ἑρμηνευτικὴ μέθοδο, διὰ τῆς ὁποίας ἀναζητοῦσε πάντοτε νὰ ἐρευνᾶ τὴν σύνθεση τοῦ κειμένου καὶ κατόπιν νὰ ἀναζητεῖ τὰ νοήματά του. Κατὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ γενικῶς τὴν ἔκθεση τῶν δογμάτων προτιμοῦσε περισσότερο τὴν πίστη, ἔχοντας ὡς κριτήριο τῆς Ὀρθοδοξίας τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ὅμως θεωροῦσε ἀναγκαῖο χρησιμοποιοῦσε καὶ τὸν λόγο.

Γιὰ τὴν καλύτερη πνευματικὴ ἀνάπτυξή του καὶ τὸν πληρέστερο καταρτισμό του, κατέφυγε σὲ μονὲς τῆς Αἰγύπτου, ὅπου ἀσκήτευε γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα. Ἔλεγε μάλιστα σχετικά: «Εἰς χείρας πατέρων τεθράμμεθα ὀρθοδόξων καὶ ἁγίων». Μάλιστα κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους, ὁ μοναχικὸς βίος τῆς Αἰγύπτου βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἀκμή, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε ἀρχίσει νὰ ἐξασθενεῖ, ἰδίως μετὰ τὶς βίαιες ἐπιθέσεις, τὶς ὁποῖες ἐξαπέλυσε ἐναντίων του ὁ Θεόφιλος, λόγω τῶν ὠρεγινιστικῶν ἐρίδων.
Μάλιστα, σύμφωνα μὲ κάποιες πληροφορίες, ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ἀπεστέλη ἀπὸ τὸν θεῖο τοῦ Θεόφιλο, μετὰ τὶς σπουδές του, στὶς μονὲς τῆς Νιτρίας ὅπου διέμενε ἐπὶ πενταετία στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, μελετώντας τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀσκούμενος ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ γέροντος Σεραπίωνος. Δὲν εἶναι γνωστὸ πότε ἀκριβῶς εἰσῆλθε στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου, ἀλλὰ πάντως μετὰ τὴν συμπλήρωση τοῦ 26ου ἔτους, χειροτονήθηκε ἀναγνώστης καὶ στὴ συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν θεῖο τοῦ Θεόφιλο.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Θεοφίλου, στὶς 15 Ὀκτωβρίου 412 μ.Χ., προβλήθηκε ὡς διάδοχός του, ὅπως καὶ ὁ ἀρχιδιάκονος Τιμόθεος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀξιόλογος κληρικὸς καὶ μάλιστα ἀρεστὸς στὴν ἀριστοκρατία τῆς ἀλεξανδρινῆς κοινωνίας καθὼς καὶ στὴ δημόσια διοίκηση τῆς πόλεως.

Τελικὰ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ἐξελέγη ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ποὺ ἐνθρονίσθηκε στὶς 17 Ὀκτωβρίου 412 μ.Χ. καὶ διεποίμανε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας ἐπὶ 32 ἔτη, ἔχοντας πάντοτε τὴ βαριὰ συναίσθηση ὅτι κατεῖχε τὸ θρόνο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου. Ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἔλεγχε τὴν κοινωνικὴ ἀνισότητα, καυτηρίαζε τὴν ἀναλγησία τῶν πλουσίων καὶ τὶς κακὲς συνήθειες, καθὼς καὶ πολλὰ ἄλλα φαινόμενα τῆς εὐημερούσης κοινωνίας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ προέβαλλε στοὺς πιστοὺς τὸ ἰδεῶδες της χριστιανικῆς ζωῆς καὶ ἀγάπης καὶ τοὺς συνιστοῦσε νὰ ζοῦν ζωὴ σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ χριστιανικό τους ὄνομα.

Ὁ Ἅγιος θεώρησε βασικὸ καθῆκον τοῦ τὴν ἀντιμετώπιση διαφόρων αἱρέσεων καὶ σχισμάτων, ὑπολείμματα τῶν ὁποίων διασώζονται ἀκόμη, ὅπως καὶ τῶν Ἀρειανῶν, Μαρκίωνος, Παύλου Σαμοσατέως, Ναυατιανῶν. Ἐπίσης στράφηκε καὶ κατὰ τῶν Ἐθνικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπηρέαζαν τὸ λαὸ διὰ τῆς μαγείας, τῆς ἀστρολογίας καὶ τὶς δεισιδαιμονίες καὶ τοῦ μαντείου τους στὸ Μένουθις. Τὸ μαντεῖο αὐτὸ ἀντιμετώπισε διὰ τῆς μεταφορᾶς τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Μαρτύρων Κύρου καὶ Ἰωάννου καὶ τῶν Παρθένων Θεοκτίστης, Εὐδοξίας καὶ τῆς μητέρας τοὺς Ἀθανασίας στὸ ναὸ τῶν Εὐαγγελιστῶν, τὸν ὁποῖο ἀνήγειρε ὁ Θεόφιλος καὶ τὰ ὁποία λείψανα εἶχαν εὑρεθεῖ σὲ ἀρχαῖο χριστιανικὸ ναὸ τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου.

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος στράφηκε καὶ κατὰ τῶν Ἰουδαίων, ἐπειδὴ εἶχαν τὴ μεροληπτικὴ ὑπὲρ αὐτῶν στάση τοῦ ἔπαρχου Ὀρέστη καὶ συμπεριφέρονταν προκλητικὰ στοὺς χριστιανούς. Ὁ Ἅγιος ἐπίσης, ἀντιμετώπισε τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τοῦ Πελαγίου καὶ τέλος τοῦ Νεστορίου. Ὁ ἀγώνας τοῦ κατὰ τοῦ Νεστορίου ἢ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ γέμισε τὴν ἱστορία τοῦ Μεγάλου αὐτοῦ Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Νεστόριος, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους 428 μ.Χ., δημιούργησε τὴν αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Ἀρνιόταν δηλαδὴ τὴν καθ’ ὑπόσταση ἕνωση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων, θείας καὶ ἀνθρώπινης, ἀποδεχόταν μόνο ἐνοίκηση ἢ συνάφειά τους καὶ θεωροῦσε τὴν Παναγία ὄχι Θεοτόκο, ἀλλὰ «Χριστοτόκο» ἢ «ἀνθρωποτόκο». Ὁ Ἅγιος Κύριλλος διαφύλαξε τὴ Χριστολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν αἱρετικῶν, διδάσκοντας τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν Θεία Του φύση χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κύριλλο ὡς «τοῦ Πατρὸς φύσει Υἱὸς καὶ ὑπὲρ ἡμᾶς Λόγος», «ἐκ Θεοῦ Λόγος», «ἄνωθεν ἐκ Θεοῦ Πατρός», ὁ ὁποῖος εἶναι Θεῖος Λόγος καὶ ὁ ὁποῖος «οἰκονομικῶς κατεφοίτησε δὶ’ ἠμᾶς εἰς ἀνθρωπότητα», «γέγονε σὰρξ» καὶ «καθ’ ἠμᾶς ἄνθρωπος», «ἠνώθη κατὰ φύσιν καὶ καθ’ ὑπόστασιν τὴ σαρκί».

Ἔτσι, ἡ Παναγία εἶναι Θεοτόκος, διότι στὸν Ὄρο αὐτὸ συμπεριλαμβάνεται καὶ τὸ πραγματικό της Θείας ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων στὸ πρόσωπό του. Ὁ Ὅρος Θεοτόκος συνοψίζει ἄριστα τὴν ἑνότητα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ 430 μ.Χ., ἡ Σύνοδος ποὺ συγκάλεσε στὴν Ἀλεξάνδρεια ὁ Ἅγιος Κύριλλος, διατύπωσε σὲ 12 ἀναθεματισμούς, τὶς διδασκαλίες ποὺ ὄφειλε νὰ ἀποκηρύξει ὁ Νεστόριος. Τὸ σκάνδαλο ποὺ δημιουργήθηκε καὶ ἀναστάτωσε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Νεστόριου ἦταν μεγάλο.

Αὐτὸ ἀνάγκασε τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τὸν Β’ νὰ συγκαλέσει στὶς 7 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 431 μ.Χ., στὴν Ἔφεσσο, τὴν Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἡ Σύνοδος συνῆλθε στὶς 22 Νοεμβρίου 431 μ.Χ. ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου. Ὁ Νεστόριος δὲν ἐμφανίσθηκε. Ἡ Σύνοδος καταδίκασε τὴ δυσσεβὴ διδασκαλία τοῦ Νεστόριου καὶ τὸν ἴδιο τὸν αἱρεσιάρχη καὶ ἐξακολούθησε τὶς ἐργασίες τῆς ἐπὶ ἄλλων θεμάτων.
Μὲ καθυστέρηση ἔφθασε καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας καὶ οἱ περὶ αὐτὸν Ἐπίσκοποι. Ὅταν ἔμαθαν τὴν καταδίκη του Νεστόριου, συνῆλθαν σὲ δική τους Σύνοδο, ἀφόρισαν ὅλα τὰ μέλη τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ καθαίρεσαν τὸν Ἅγιο Κύριλλο καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Ἐφέσου Μέμνονα. Μὲ αὐτοκρατορικὸ διάταγμα, ποὺ ἐκδόθηκε μετὰ ἀπὸ ὑπόμνημα τῶν βασιλικῶν ἐπιτρόπων, ποὺ ἤσαν φίλοι του Νεστορίου, φυλακίστηκαν ὁ Ἅγιος Κύριλλος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Ἐφέσου. Μὲ ἐπέμβαση τῆς εὐσεβοῦς Πουλχερίας, ἀδελφῆς του αὐτοκράτορα, ὁ Θεοδόσιος Β’ κάλεσε νὰ ἐμφανισθοῦν ἐνώπιών του ἀντιπρόσωποι τῶν δύο πλευρῶν. Τοὺς ἄκουσε καὶ ἀποδέχθηκε τὶς θέσεις τῶν Ὀρθοδόξων. Τότε ἐπικυρώθηκαν ἀπὸ ὅλους τὰ Πρακτικὰ τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, στὶς 27 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 444 μ.Χ. Δικαίως ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης τὸν προσονόμασε «σφραγίδα τῶν Πατέρων». Ἡ Ἐκκλησία θέλησε νὰ ἀδελφώσει τὴν μνήμη τῶν δύο Μεγάλων Πατέρων αὐτῆς καὶ Ἀρχιεπισκόπων Ἀλεξανδρείας, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, πρωταγωνιστῆ κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, πρωταγωνιστῆ κατὰ τοῦ Νεστοριανισμοῦ καὶ ὅρισε τὸ συνεορτασμό τους στὶς 18 Ἰανουαρίου.


Απολυτίκιο:
Ήχος γ΄, Θείας πίστεως.


Έργοις λάμψαντες, Ορθοδοξίας, πάσαν σβέσαντες κακοδοξίαν, νικηταί τροπαιοφόροι γεγόνατε· τή ευσεβεία τα πάντα πλουτίσαντες, την Εκκλησίαν μεγάλως κοσμήσαντες, αξίως εύρατε Χριστόν τον Θεόν δωρούμενον, πάσι το μέγα έλεος.





Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ'. θείας πίστεως.


Στύλος γέγονας Ορθοδοξίας, θείοις δόγμασιν υποστηρίζων την Εκκλησίαν, ίεράρχα Αθανάσιε, τω γαρ Πατρί τον Υιών ομοιούσιον, ανακηρύξας κατήσχυνας Άρειον. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.



Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.


Ἱεράρχαι μέγιστοι τῆς εὐσεβείας, καί γενναῖοι πρόμαχοι, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πάντας φρουρεῖτε τούς ψάλλοντας· Σῶσον οἰκτίρμον, τούς πίστει τιμῶντάς σε.


 

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2021

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (Μεγάλου Ἀθανασίου)



 Βλέπω ἕνα παράδοξο μυστήριο, δηλαδὴ ἀντὶ γιὰ τὸν ἥλιο βλέπω τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης μὲ ἀπερίγραπτο τρόπο νὰ ἔχει χωρέσει στὴν Παρθένο. 

Μὴ ρωτᾶς πῶς ἔγινε αὐτό, «ἀφοῦ
ὅπου θέλει ὁ Θεὸς ὑποχωρεῖ ἡ τάξη τῆς φύσης». Γιατί θέλησε ὁ Θεός, μπόρεσε, κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, μᾶς ἔσωσε. Ὅλα ἂς συντρέχουν. Ὁ Θεὸς πού ὑπάρχει τώρα καὶ πού προϋπῆρχε, σήμερα γίνεται ὅπως δὲν ἦταν. Γιατί, ἐνῶ εἶναι Θεός, γίνεται ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ παύει νὰ εἶναι Θεός.

Οὔτε πάλι ἔγινε ἄνθρωπος χάνοντας τὴ θεότητα, οὔτε ὅμως ἔγινε προοδευτικὰ Θεὸς ξεκινώντας ἀπὸ ἄνθρωπος, ἀλλά ὄντας ὁ Λόγος, γι’ αὐτό ἔγινε ἀναμάρτητος ἄνθρωπος μὲ ἀμετάβλητη τὴ Θεία του φύση. Ἀφοῦ εἶχε μιὰ παράδοξη καὶ τέλεια πορεία, γεννήθηκε ἀπὸ μιὰ ἄσπορη κοιλιά, οὔτε ἄφησε τοὺς ἄγγελους του μόνους χωρὶς νὰ τοὺς ἐπιβλέπει, οὔτε ἔχασε τὴ θεότητά του μὲ τὸ νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ νὰ ἔλθει κοντά μας. Ὅμως ἦλθαν βασιλιάδες γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν ἐπουράνιο βασιλιά, αὐτόν πού γεννήθηκε μὲ ἄρρητο τρόπο ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ πού σήμερα·γεννιέται ἀπὸ τὴν Παρθένο γιὰ μένα. Τότε βέβαια γεννήθηκε σύμφωνα μὲ τὴ Θεία φύση, σήμερα ὅμως μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση.

Γεννήθηκε πρὸ αἰώνων ἀπὸ τὸν Πατέρα μὲ τρόπο πού ὁ ἴδιος ὁ Πατέρας γνωρίζει, σήμερα γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο, ὅπως ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γνωρίζει. Ὁ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν, δηλαδὴ ὁ προαιώνιος Θεός, ἔγινε παιδί. Αὐτός πού κάθεται σὲ ὑψηλό θρόνο, τοποθετεῖται σὲ φάτνη. Ὁ ἄυλος καὶ ἀσώματος ἀπὸ ἀνθρώπινα χέρια σπαργανώνεται. Αὐτός πού σπάει τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, τυλίγεται σὲ σπάργανα, ἐπειδὴ αὐτό ἐπιθυμεῖ.

Ποιὸν γέννησε ἡ Παρθένος; Τὸν Δεσπότη τῆς φύσης. Ἀκόμη κι ἂν ἐσύ σιωπήσεις, τὸ βροντοφωνάζει ἡ φύση. Γιατί ἡ παρθένος Μαρία γέννησε, ὅπως θέλησε νὰ γεννηθεῖ αὐτός πού γεννήθηκε. Δὲν γεννήθηκε μὲ ἀντίθετο τρόπο ἀπὸ τὸν φυσικό, ἀλλά σὰν Δεσπότης εἰσήγαγε πρωτόγνωρο τρόπο γεννήσεως. Ὅμως παρόλο πού ἔγινε ἄνθρωπος, δὲν γεννήθηκε ὅπως γεννιέται ὁ ἄνθρωπος. Γιατί ἂν προέρχονταν ἀπὸ συνηθισμένο γάμο, −ὅπως παραδείγματος χάριν προῆλθα ἐγώ−, ἀπό τούς περισσότερους ἀνθρώπους θὰ ἐθεωρεῖτο ψεύτικος. Τώρα ὅμως αὐτός πού γεννιέται, γι’ αὐτό γεννιέται ἀπὸ τὴν Παρθένο, δηλαδὴ καὶ τὴ μητέρα στὸ ἑξῆς τὴν διασώζει καὶ τὴν παρθενία της τὴν φυλάγει ἀκέραιη, ὥστε ὁ παράδοξος τρόπος τῆς κυήσεως νὰ γίνει γιὰ μένα πρόξενος μεγάλης πίστης. Γι’ αὐτό ἂν ἴσως μὲ ρωτήσει ἕνας εἰδωλολάτρης ἡ ἕνας Ἰουδαῖος ἂν ὁ Χριστὸς φυσιολογικὰ ἔγινε ἄνθρωπος ἤ μὲ διαφορετικὸ τρόπο ἀπὸ τὴ φύση του, θὰ φέρω μάρτυρα στὸν λόγο μου τὴν ἄσπιλη σφραγίδα τῆς παρθενίας, γιατί ἔτσι ὁ Θεὸς ὑπερβαίνει τὴ φυσικὴ τάξη.

Καὶ ἂν θέλεις, ρώτησε τὸν μακάριο εὐαγγελιστή Λουκᾶ κι αὐτός θὰ σοῦ ἀπαντήσει γιὰ τὸ σχέδιο τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι βέβαια ἀρχίζει τὴ διήγησή του: «Κατὰ τὸν ἕκτο μήνα τῆς ἐγκυμοσύνης τῆς Ἐλισάβετ, ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸν ἄγγελο Γαβριὴλ στὴν πόλη τῆς Γαλιλαίας Ναζαρὲτ σὲ μιὰ παρθένο πού ἦταν ἀρραβωνιασμένη μὲ κάποιον πού τὸν ἔλεγαν Ἰωσήφ. Τὴν παρθένο τὴν ἔλεγαν Μαριάμ. Παρουσιάστηκε σ’ αὐτήν ὁ ἄγγελος καὶ τῆς εἶπε: “Χαῖρε ἐσύ προικισμένη μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου. Εὐλογημένη ἀπ’ τὸν Θεὸ εἶσαι ἐσύ, περισσότερο ἀπ’ ὅλες τὶς γυναῖκες”. Ἐκείνη μόλις τὸν εἶδε, ταράχτηκε μὲ τὰ λόγια του καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἐξηγήσει τί σήμαινε ὁ χαιρετισμὸς αὐτός. Ὁ ἄγγελος τῆς εἶπε: “Μὴ φοβᾶσαι Μαριάμ, ὁ Θεὸς σοῦ ἔδωσε τὴ χάρη του, καὶ νὰ θὰ μείνεις ἔγκυος, θὰ γεννήσεις γιὸ καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἰησοῦ. Αὐτός θὰ γίνει μέγας καὶ θὰ ὀνομαστεῖ Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου. Σ’ αὐτόν θὰ δώσει ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνο τοῦ Δαβίδ, τοῦ προπάτορά του. Θὰ βασιλέψει γιὰ πάντα στοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ καὶ ἡ βασιλεία του δὲν θὰ ἔχει τέλος”. Ἡ Μαριὰμ τότε ρώτησε τὸν ἄγγελο- “Πῶς θὰ μο:[υ συμβεῖ αὐτό, ἀφοῦ δὲν ἔχω συζυγικὲς σχέσεις μὲ ἄνδρα;”. Καὶ ὁ ἄγγελος τῆς ἀπάντησε: “Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ ἔλθει ἐπάνω σου καὶ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ θὰ σὲ καλύψει». Καὶ τότε αὐτή προβληματίζεται.

Μπῆκε μέσα της ὁ Κύριος ἄσαρκος καὶ κυοφορήθηκε ἐννέα μῆνες στὴ μήτρα τῆς Παρθένου. Μπῆκε ὅπως θέλησε, κυοφορήθηκε ὅπως εὐαρεστήθηκε. Γεννήθηκε ὅπως θέλησε. Εἰσῆλθε ἄσαρκος καὶ ἔγινε ἄνθρωπος χωρὶς νὰ ἀποχωριστεῖ ἀπὸ τὴ θεότητα σύμφωνα μὲ τὴ Θεία οἰκονομία. Δὲν μιλοῦμε γιὰ δύο γιούς, ἀλλά ἐννοοῦμε ἕναν καὶ μοναδικό, δηλαδὴ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἦταν πραγματικά, ὄντας σύμφωνα μὲ τὴ φύση. Ἔγινε αὐτό τὸ ὅποιο δὲν ἦταν καὶ παρέμεινε αὐτό πού ἦταν. Γιατί «πρὶν ἀπ’ ὅλα ὑπῆρχε ὁ Λόγος, κι ὁ Λόγος ἦταν μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἦταν Θεὸς ὁ Λόγος». Ἔγινε ἄνθρωπος χωρὶς νὰ χάσει αὐτό πού ἦταν. «Καὶ ἔστησε τὴ σκηνὴ του —δηλαδὴ ἔζησε— ἀνάμεσά μας». Τὸ «ἔστησε τὴ σκηνὴ του ἀνάμεσά μας» σημαίνει ὅτι συναναστράφηκε μαζί μας, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἱερεμίας ἡ μᾶλλον ὁ Βαροὺχ ὁ συνεργὸς του: «Αὐτός εἶναι ὁ Θεός μας, κανεὶς ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ ἀναμετρηθεῖ μ’ αὐτόν. Αὐτός βρῆκε καὶ κατέχει ὅλη τὴν ὁδό τῆς σοφίας καὶ τὴν ἔδωσε αὐτήν στὸν Ἰακὼβ τὸν δοῦλο του καὶ στὸν Ἰσραὴλ τὸν ἀγαπημένο του. Ὕστερα ἀπ’ ὅλα αὐτά φανερώθηκε στὴ γῆ καὶ συναναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους».

Ἄκουσε λοιπὸν καὶ τὴ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου, γιατί εἶναι πολὺ δυνατὰ τὰ λόγια τοῦ ἀγγέλου πού ἀπηύθυνε στὴν ἁγία Παρθένο. Λέει: «Νά, θὰ μείνεις ἔγκυος καὶ θὰ γεννήσεις γιὸ καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἐμμανουήλ, πού σημαίνει: Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Πρὶν συλληφθεῖ τὸ παιδὶ στὴ μήτρα, ὀνομάστηκε Θεὸς μὲ τὴν ὀνομασία «ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Συμφωνοῦν μὲ τὰ λόγια τοῦ προφήτη οἱ ἔκφρασεις· «Συναναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους» καὶ «Ἔστησε τὴ σκηνὴ του ἀνάμεσά μας». Πρὶν ἀπὸ τὴ σύλληψη τὸ παιδὶ ἔχει ὀνομασθεῖ Θεός. Πῶς λοιπὸν δὲν λέγεται Θεοτόκος ἡ ἁγία παρθένος Μαρία; Ἐπειδὴ βέβαια δὲν ἐξηγεῖται ἔξ ὁλοκλήρου μὲ ἀνθρωπινὰ κριτήρια αὐτό τὸ ὄνομα, ἀφοῦ τὸ παιδὶ πού γεννήθηκε ὡς Θεὸς δὲν κατέλυσε τὴ φυσικὴ παρθενία τῆς Παρθένου, ἀλλά αὐτό πού γεννήθηκε μ’ αὐτόν τὸν τρόπο ἀπὸ τὴ Θεοτόκο εἶναι καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Θεὸς κατὰ φύση, ἄνθρωπος ὅμως ἀπὸ δική του ἐκλογή. Ἔγινε ἄνθρωπος, εἶναι ὅμως καὶ Θεός, δηλαδὴ ἔχει ἑνωμένες τὶς δύο φύσεις. Ἀλλὰ ἴσως πεῖ ἕνας ἀντιρρησίας· «Ἂν ἡ Παρθένος εἶναι Θεοτόκος, τότε ὁ Θεὸς Λόγος ἀρχίζει νὰ ὑπάρχει ἀπὸ τὴν Παρθένο». Δὲν ἐννοῶ ὅτι ὁ Θεὸς ἀρχίζει τὴν ὕπαρξή του ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο, Θεὸς φυλάξοι! αὐτός ὑπῆρχε πρὸ τῶν αἰώνων, αὐτός καὶ «τοὺς αἰῶνες δημιούργησε», αὐτός εἶναι ὁ δημιουργὸς ὅλης τῆς κτίσης, ὅπως λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς: «Τὰ πάντα δι’ αὐτοῦ δημιουργήθηκαν κι ἀπ’ ὅσα ἔγιναν τίποτα χωρὶς αὐτόν δὲν ἔγινε».

Αὐτός διὰ τοῦ ὁποίου δημιουργήθηκε τὸ σύμπαν, ἐννέα μῆνες ἔμεινε στὴν κοιλιὰ χωρὶς νὰ ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὸν πατρικὸ κόλπο. Ἐνῶ βρισκόταν στὴ μήτρα τῆς παρθένου, ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἐπουρανίων
δυνάμεων δοξολογοῦνταν καὶ προσκυνοῦνταν. Ἐνῶ βρισκόταν στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου, γέμιζε τὸν οὐρανό καὶ τὴ γῆ, αὐτός πού κρατᾶ τὸν οὐρανό καὶ τὴ γῆ ὄχι μὲ τὴ δύναμή του, ἀλλά μ’ ἕνα νεῦμα του. Αὐτός ἦταν μέσα στὴ μήτρα σὰν ἄνθρωπος, ἐνεργοῦσε ὅμως ὡς Θεός. Δὲν βρισκόταν μόνον μέσα στὴ μήτρα τῆς Παρθένου αὐτός πού γεννήθηκε ἀπὸ παρθένο, ἀλλά ἐξουσίαζε καὶ κυβερνοῦσε τὰ πάντα ὡς Θεὸς σύμφωνα μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος «’Εμμανουήλ», «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Ἂν ὀνομάζεις μόνον παιδὶ αὐτό πού γεννήθηκε κι ὄχι Θεό, ἄκουσε τί βροντοφώνησε ὁ μεγάλος κήρυκας Ἠσαΐας, ὅταν ἀπευθυνόταν πρὸς τὴν ἀχάριστη συναγωγή, μᾶλλον καλύτερα πὲς ἀπόρριψη, τῶν Ἰουδαίων λέγοντας: «Αὐτά θὰ πραγματοποιηθοῦν, γιατί θὰ γεννηθεῖ γιὰ μᾶς ἕνα παιδί, θὰ δοθεῖ σὲ μᾶς ὁ γιὸς αὐτός, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή καὶ ἡ ἐξουσία ὑπάρχει ἀπ’ ἀρχῆς ἐπάνω στοὺς ὤμους του καὶ θὰ καλεῖται τὸ ὄνομά του ἀγγελιοφόρος τῆς μεγάλης βουλῆς τοῦ Θεοῦ, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἀρχηγός τῆς εἰρήνης, πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Ἀμήν. Ἕνα παιδὶ πού γεννήθηκε φυσιολογικά, πότε ἔγινε Θεὸς ἐξουσιαστής, ὅπως ὀνομάστηκε αὐτό τὸ παιδὶ «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας»;

Ἂν ὅμως τὸ παιδὶ πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο εἶναι Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἀρχηγός τῆς εἰρήνης καὶ πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, πῶς δὲν εἶναι Θεοτόκος ἡ Παρθένος ἀλλά εἶναι Θεοδὸχος, ἀφοῦ συνέλαβε καὶ γέννησε καὶ εἶναι Θεὸς αὐτός πού γεννήθηκε; Καὶ πάλι ἐπαναλαμβάνω γι’ αὐτόν ὅτι, ὅπως θέλησε μπῆκε στὴ μήτρα, ὅπως εὐδόκησε κυοφορήθηκε καὶ ὅπως θέλησε παρουσιάστηκε αὐτός πού γεννήθηκε. Γιατί ἐξετάζεις τὴ θέλησή του; Γιατί ἐξετάζεις λεπτομερειακὰ τὸ θέμα τῆς εὐδοκίας του; Γιατί προσπαθεῖς νὰ ἐξι- χνιάσεις τὴ βούλησή του; Ἄκουσε τὰ λόγια του Παύλου, μᾶλλον πληροφορήσου ἀπ’ αὐτόν «Ποιὸς τάχα μπορεῖ νὰ ἀντισταθεῖ στὸ θέλημά του;». Μάλιστα, ἄνθρωπέ μου, ποιὸς εἶσαι ἐσύ πού ἐρευνᾶς καὶ ἐξιχνιάζεις τὴ γέννησή του, ἐνῶ ὁ προφήτης λέει: «Ποιὸς θὰ τολμήσει νὰ διηγηθεῖ τὴ γενιά του;». Ὁ προφήτης ἀποφεύγει νὰ διηγηθεῖ τὴ γενιά του καὶ σὺ ἄνθρωπε περιεργάζεσαι τὴ φύση του καὶ πολυπραγμονεῖς; Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ὅταν διηγεῖται τὴν ἀνθρώπινη γέννησή του λέει: «Στὴν περιοχὴ ἐκείνη βρίσκονταν βοσκοί, πού ἔμεναν στὸ ὕπαιθρο καὶ φύλαγαν βάρδιες γιὰ τὸ κοπάδι τους. Σ’ αὐτούς παρουσιάστηκε ἕνας ἄγγελος Κυρίου καὶ θεϊκὴ λαμπρότητα τοὺς περιέβαλε μὲ τὴ λάμψη της καὶ κατατρόμαξαν. Ὁ ἄγγελος τοὺς εἶπε: Μὴ τρομάζετε, νά, σᾶς φέρνω χαρμόσυνο ἄγγελμα, πού θὰ γεμίσει μὲ χαρὰ μεγάλη ὅλον τὸν κόσμο. Γιατί σήμερα στὴν πόλη τοῦ Δαβὶδ γεννήθηκε γιὰ χάρη σας Σωτήρας, αὐτός εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Κύριος». Ὁ ἄγγελος, πού ἔφερε τὸ χαρούμενο μήνυμα στοὺς ποιμένες, ὀνόμασε Χριστὸ καὶ Κύριο αὐτόν πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο.

Ἂν λοιπὸν αὐτός πού γεννήθηκε εἶναι ὁ Κύριος, πῶς ἡ Παρθένος δὲν πρέπει νὰ ὀνομάζεται Κυριοτόκος; Ἐγώ ἰσχυρίζομαι ὅτι ἡ ἁγία Παρθένος σύμφωνα μὲ τὸ χαρούμενο μήνυμα τοῦ ἀγγέλου πρὸς τοὺς ποιμένες καὶ τὴν Παρθένο, πρέπει νὰ ὀνομάζεται Χριστοτόκος καὶ Κυριοτόκος καὶ Σωτηριοτόκος καὶ Θεοτόκος. Ἂν οἱ ἴδιοι οἱ ἄγγελοι τὸν ὀνομάζουν Σωτήρα, Χριστό, Κύριο καὶ Θεό, ἐμεῖς γιατί δὲν δεχόμαστε τὴ μαρτυρία τους αὐτή; Εἰσῆλθε στὴν Παρθένο ἄσαρκος, κυοφορήθηκε σωματικὰ καὶ ὅπως ἐκεῖνος ἔκρινε σωστό. Ἐξῆλθε μὲ φυσικὸ τρόπο, ὅπως ὅλοι, ἀπὸ τὴ μητέρα τοῦ σύμφωνα μὲ τὸ θεϊκὸ σχέδιο, καὶ δὲν ἑνώθηκε βέβαια ὁ Θεὸς Λόγος μετὰ τὴ γέννησή του κατὰ τὸ θεϊκὸ σχέδιο. Γεννήθηκε χωρὶς νὰ ἀλλοιωθεῖ ἡ φύση του, ἀφοῦ ἔγινε αὐτό πού δὲν ἦταν, ἐνῶ συγχρόνως παρέμεινε αὐτό πού ἦταν. Χωρὶς νὰ ἀλλοιωθεῖ ἡ οὐσία του, ἀπαρνήθηκε τὴ θεϊκή του δόξα, δηλαδὴ ὅπως τὸ θέλησε ὁ ἴδιος. Πῆρε μορφὴ δούλου χωρὶς νὰ ἀναγκασθεῖ ἀπὸ κάποιον ἄλλο, δὲν ἔχασε τὴ θεότητά του, ὅπως λέγει ὁ μακάριος Παῦλος: «Ὁ Ὁποῖος, ἂν καὶ ἦταν Θεός, δὲν θεώρησε τὴν ἰσότητά του μὲ τὸν Θεὸ ἀποτέλεσμα ἁρπαγῆς, ἀλλά τὰ ἀπαρνήθηκε ὅλα καὶ πῆρε μορφὴ δούλου». Ἄδειασε τὸν Ἑαυτό του κι ἔγινε αὐτό πού δὲν ἦταν, καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνω, ἔμεινε αὐτός πού ἦταν, γιατί ἦταν αὐτός ὁ Λόγος Θεός. Γεννήθηκε παιδάκι, ἀλλά δοξάζεται σὰν Υἱὸς Θεοῦ. Εἰσῆλθε ἀσώματος, ἀπέκτησε σῶμα, ὅπως τὸ θέλησε ὁ ἴδιος, καὶ ἔτσι ἡ ζωὴ νίκησε τὸν θάνατο.

Νά λές λοιπόν, χριστιανέ μου, Θεοτόκο τήν Παρθένο καί νά μήν τὴν λὲς Θεοδόχο, ἤ μᾶλλον νὰ τὴν λὲς Θεοδόχο καὶ Θεοτόκο. Ἂν εἶναι Θεοδόχος, εἶναι καὶ Θεοτόκος, γιατί δὲν ἔλαβε ὁ Θεὸς Λόγος ἀπ’ αὐτήν σάρκα; Ἀλλὰ σ’ αὐτό τὸ χωρίο μὲ ἐξαναγκάζει ὁ Εὐαγγελιστὴς νὰ τὸ παραδεχτῶ, ὅταν μ’ ὅλη του τὴ δύναμη διακηρύττει: «Ὁ Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος». Ὁ ἄλλος Εὐαγγελιστὴς σημειώνει: «Ρώτησε ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὲς του: Ποιὸς λένε οἱ ἄνθρωποι πώς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου;”. Ἀπάντησαν οἱ Ἀπόστολοι λέγοντας: “Ἄλλοι λένε πώς εἶναι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι ὁ Ἱερεμίας ἤ ἕνας ἀπό τούς προφῆτες”. Εἶπε ὁ Ἰησοῦς: “Κι ἐσεῖς ποιὸς λέτε πώς εἶμαι;”. Ἀπάντησε ὁ Πέτρος καὶ εἶπε: “Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ”». Δὲν εἶπε: «Σὺ εἶσαι αὐτός πού ἔγινε Υἱὸς Θεοῦ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ», ἀλλά εἶπε: «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός», μὲ ξεκάθαρη φωνή, «ὁ Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ». Καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος πάλι τὴν ἴδια διατύπωση χρησιμοποιεῖ, ἀφοῦ μιλᾶ παρόμοια μὲ τὸν μακάριο Πέτρο: «Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ χαρμόσυνου μηνύματος γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ». Στὸ κατὰ Ματθαῖο Εὐαγγέλιο, στὴν ἀνάσταση τοῦ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται: «Ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος καὶ οἱ στρατιῶτες πού φύλαγαν μαζί του τὸν Ἰησοῦ, ὅταν εἶδαν τὸν σεισμὸ καὶ τ’ ἄλλα συμβάντα, φοβήθηκαν πάρα πολὺ καὶ εἶπαν: “Στ’ ἀλήθεια αὐτός ἦταν Υἱὸς Θεοῦ”». Ὁ ἄγγελος εἶπε στοὺς βοσκοὺς: «Μὴ τρομάζετε, σᾶς φέρνω χαρμόσυνο ἄγγελμα, πού θὰ γεμίσει μὲ χαρὰ μεγάλη ὅλον τὸν κόσμο, γιατί σήμερα στὴν πόλη τοῦ Δαβὶδ γεννήθηκε γιὰ χάρη σας σωτήρας, κι αὐτός εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Κύριος».

Ἂν λοιπὸν τὸ παιδὶ πού γεννήθηκε ὀνομάζεται Κύριος, καὶ ἡ Παρθένος πρέπει νὰ λέγεται Κυριοτόκος. Ὅπου βέβαια λέμε Κύριος, ἐκεῖ ἐννοοῦμε καὶ Θεός, γιατί δὲν ξεχωρίζεται τὸ Κύριος ἀπὸ τὸ Θεὸς ἤ τὸ Θεὸς ἀπὸ τὸ Κύριος, ὅπως λέει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη: «Καὶ ἔβρεξε φωτιὰ ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν Κύριο», καὶ ἀλλοῦ: «Νὰ ἀγαπήσεις Κύριο τὸν Θεό σου», καὶ ἀλλοῦ: «Ἄκουσε λαὲ τοῦ Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Θεός σου εἶναι ἕνας καὶ μοναδικὸς Κύριος», καὶ πάλι ὁ ψαλμωδὸς προσθέτει: «Κύριε καὶ Θεὲ τῶν οὐρανίων καὶ ἐπιγείων δυνάμεων, ἄκουσε μὲ εὐμένεια τὴν προσευχή μου», καὶ πάλι: «Ὁ Θεὸς καὶ Κύριός μας ἐφώτισε μὲ τὸ φῶς τῆς Θείας του παρουσίας», καὶ ἐπαναλαμβάνει: «Κύριε καὶ Θεὲ τῶν οὐράνιων ἀγγελικῶν δυνάμεων, ποιὸς εἶναι δυνατὸν νὰ συγκριθεῖ μὲ σένα;». Ἐπίσης ὁ Παῦλος στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Τίτο γράφει τὰ ἑξῆς: «Γιατί ὁ Θεὸς φανέρωσε τὴ χάρη του, γιὰ νὰ σώσει ὅλους τούς ἄνθρωπους. Αὐτή μᾶς καθοδηγεῖ νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν ἀσέβεια καὶ τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες καὶ νὰ ζήσουμε μὲ σωφροσύνη, μὲ δικαιοσύνη καὶ μὲ εὐσέβεια στὸν παρόντα αἰώνα, περιμένοντας τὴ μακαριότητα πού ἐλπίζουμε, δηλαδὴ τὴν ἐμφάνιση τῆς δόξας τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».

Αὖτος πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο, αὐτός εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Κύριός μας. Αὐτόν τὸν Χριστὸ καὶ Κύριο ὁ μακάριος Παῦλος τὸν ὀνομάζει μέγα Θεό, ὅταν λέει: «Τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ». Πάλι ὁ Παῦλος γράφει στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ του: «Φθάνω στὸ σημεῖο νὰ εὔχομαι νὰ χωριζόμουν ἐγώ ἀπὸ τὸν Χριστό, ἀρκεῖ νὰ πήγαιναν κοντὰ του οἱ ὁμοεθνεῖς ἀδελφοί μου. Εἶναι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, πού ὁ Θεὸς τοὺς ἔκανε παιδιά του, τοὺς φανέρωσε τὴ δόξα του, ἀνανέωσε ἐπανειλημμένα τὴ διαθήκη του μ’ αὐτούς, τοὺς ἔδωσε τὸν νόμο, τὴ λατρεία καὶ τὶς ὑποσχέσεις του. Εἶναι ἀπόγονοι τῶν πατριαρχῶν κι ἀπὸ αὐτούς κατάγεται ὡς ἄνθρωπος ὁ Χριστός, ὁ Θεός, πού ἐξουσιάζει τὰ πάντα». Καὶ πάλι ὁ ἴδιος Παῦλος γράφει: «Κανένας ἀπ’ ὅσους ἐπιδίδονται στὴν ἀκολασία, στὴν ἀνηθικότητα, στὴν πλεονεξία —πού εἶναι οὐσιαστικὰ λατρεία τῶν εἰδώλων— δὲν θὰ ἔχει μερίδιο στὴ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ».

Ὥστε ἔχει ἀποδειχθεῖ πώς ὁ Κύριος εἶναι Θεὸς καὶ ὁ Θεὸς ὅτι εἶναι ὁ Κύριος. Ἂν ὅμως κι αὐτά δὲν τὰ παραδέχεσαι, ἂς σὲ πείσουν οἱ δαίμονες μ’ αὐτά πού φώναζαν στὴ χώρα τῶν Γεργεσηνῶν:«Ἐ, τί δουλειὰ ἔχεις ἐσύ μέ μᾶς, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἦλθες ἐδῶ πρὶν τὴν ὥρα μας γιὰ νὰ μᾶς βασανίσεις;». Ἂς σὲ πείσουν οἱ δαίμονες. Ἂν ἀπορρίπτεις τὴ μαρτυρία τοῦ Πέτρου καὶ ἀποστρέφεσαι τὴ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου, σεβάσου αὐτά πού γράφει ὁ Μάρκος. Νὰ φοβηθεῖς τὰ λόγια του ἀγγέλου: «Αὐτός, πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο, εἶναι Σωτήρας, Χριστὸς καὶ Κύριος». Παρόλα αὐτά ἀπιστεῖς; Χαλιναγώγησε τὴν ὁρμή τῆς βλασφημίας σου καὶ παραδέξου αὐτό πού λέει ὁ ἄγγελος στὸ Εὐαγγέλιο, «Ἐμμανουήλ», δηλαδὴ «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Πρὶν ἀπὸ τὴ σύλληψή του ὀνομάζεται Θεός· καὶ ὅταν συλλαμβάνεται αὐτός στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου κατὰ Θεία οἰκονομία μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο, ἀρνεῖσαι ὅτι εἶναι αὐτός Θεός; Ἂν ὅμως παραδέχεσαι ὅτι εἶναι Θεὸς αὐτός πού βρίσκεται στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου, ὁ Ὁποῖος πρὰγματι εἶναι, καὶ ὅτι ἑνώθηκε αὐτός ὁ Θεὸς Λόγος μὲ τὴ σάρκα σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, γιατί ἀποφεύγεις τὴν Παρθένο νὰ τὴν ὀνομάσεις Θεοτόκο; Ἂν δὲν εἶναι Θεοτόκος, οὔτε Παρθένος εἶναι μετὰ τὴ γέννα της. Ἐγώ ὅμως ἰσχυρίζομαι ὅτι εὑρισκόμενος μὲ τὴ σύλληψη στὴν παρθενικὴ μήτρα, καθόταν στὴν πραγματικότητα στοὺς κόλπους τοῦ Πατέρα χωρὶς νὰ εἶναι δυνατὸ νὰ περιγραφεῖ. Εἶναι ἁπλή βέβαια κι ὄχι πολύπλοκη ἡ Θεία φύση, ἀλλά δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ περιγραφεῖ. Εἶναι ἀμετάβλητη αὐτή ἡ φύση καὶ ἀναλλοίωτη ἡ οὐσία της. Αὐτόν πού βρίσκεται στοὺς κόλπους τοῦ Πατέρα, αὐτόν γέννησε τώρα ἡ Παρθένος, σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τῆς Θείας οἰκονομίας. Ὅπως θέλησε εἰσῆλθε, ὅπως εὐδόκησε συνελήφθη στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου καὶ ὅπως θέλησε γεννήθηκε.

Ἐσύ, ἄνθρωπέ μου, γιατί περιεργάζεσαι τὴ γέννησή του; Ἤ νὰ τόν φοβᾶσαι ὡς Θεὸ ἤ νὰ τὸν σέβεσαι ὡς Δεσπότη ἤ νὰ τὸν λατρεύεις ὡς Κτίστη καὶ Δημιουργὸ ἤ νὰ τὸν τρέμεις ὡς Κύριο ἤ νὰ φρίττεις ἐνώπιόν του ὡς σέ Κριτή. Θὰ σὲ κάνουν νὰ συνέλθεις οἱ δαίμονες, πού ἐδίωξαν τοὺς χοίρους καὶ ἔπνιξαν τὸ κοπάδι στὸν βυθὸ τῆς λίμνης. Ἐκεῖνοι, ἐπειδὴ κατάλαβαν ὅτι ἦταν ὁ Δεσπότης, λένε: «Τί δουλειὰ ἔχεις ἐσύ μὲ μᾶς Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἦλθες πρὶν τὴν ὥρα μας γιὰ νὰ μᾶς βασανίσεις;». Ἐκεῖνοι ἀποφεύγουν τὸν κίνδυνο καὶ τὴν ἀπειλή τοῦ βασανισμοῦ, ἐνῶ ἐσύ ἐπισύρεις κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ σου τὴν καταδίκη σὲ βασανισμό. Ἐκεῖνοι κατάλαβαν ὅτι αὐτός πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴ Μαρία εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Κριτὴς τοῦ σύμπαντος, καὶ ἐνῶ τὸν εἶδαν πρὶν ἀπὸ τὴν κρίση τὸν φοβήθηκαν, καὶ σὺ, ἐνῶ ἔχεις μπροστὰ αὐτήν τὴ μέλλουσα κρίση, τὴν καταφρονεῖς καὶ δὲν σαστίζεις; Καὶ τὰ ἐπαναλαμβάνω αὐτά καὶ δὲν θὰ σταματήσω νὰ τὰ ἐπαναλαμβάνω, διασαφηνίζοντας σὲ σᾶς τὸ θέμα τοῦ λόγου μου γιὰ νὰ εἶναι ξεκάθαρο, ὥστε μὲ ἀσφαλή γνώση νὰ ἔχετε ἀσάλευτη πίστη καὶ τὸ θεμέλιο τῆς πίστης, πού εἶναι ἡ ὁμολογία, νὰ τὸ κατέχετε σταθερά.

Πάλι θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ θέμα μας, ἀποδεικνύοντας τὸν σωστὸ καὶ σταθερὸ δρόμο τῆς πίστης μας. Γιατί γιὰ μένα τὸ νὰ μιλῶ «δὲν εἶναι κόπος, ἐνῶ γιὰ σᾶς εἶναι ἀσφάλεια». Αὐτός ὁ Θεὸς μπῆκε ὅπως θέλησε Ἐκεῖνος στὴν Παρθένο διὰ τῆς ἀκοῆς της, ὅπως εὐδόκησε κυοφορήθηκε, γεννήθηκε ὅπως θέλησε Ἐκεῖνος, εἰσῆλθε ἀσώματος ὅπως τὸ θέλησε, κυοφορήθηκε ὁ ἄχωρητος σ’ ἕνα σκεῦος μὲ περιορισμένη χωρητικότητα,
δηλαδὴ στὴ μήτρα τῆς Παρθένου, σύμφωνα μὲ τὴ Θεία οἰκονομία, ὅπως εὐδόκησε ὁ ἴδιος. Γεννήθηκε ὅπως τὸ θέλησε Θεὸς καὶ ἄνθρωπος συγχρόνως. Ἔγινε αὐτό πού δὲν ἦταν προηγουμένως, ἔχοντας τὴν ἀναλλοίωτη οὐσία αὐτοῦ πού ἦταν προηγουμένως. «Ἦταν βέβαια Θεὸς ὁ Λόγος καὶ ὁ Λόγος ἦταν μὲ τὸν Θεό», παρόλο πού ὁ Ἀπόστολος εἶπε: «Ὁ Θεὸς ἀπέστειλε τὸν Υἱό του, πού γεννήθηκε ἀπὸ μιὰ γυναίκα». Αὐτόν τὸν Υἱὸ ἔστειλε ὁ Θεὸς πού γεννιέται ἀπὸ γυναίκα, αὐτόν πού γεννήθηκε ἀπὸ ἀμόλυντη φύση, αὐτόν πού προῆλθε ἀπὸ ἄφραστη οὐσία, αὐτόν πού δὲν ἀποξενώθηκε ἀπό τούς πατρικοὺς κόλπους, αὐτόν πού δὲν ἐγκατέλειψε τὸν βασιλικὸ θρόνο, ἀλλά πού κυρίως αὐτός εἶναι ὁμόθρονος μὲ τὸν Πατέρα, ἀφοῦ μοιράζεται τὸν ἴδιο θρόνο, ὄχι βέβαια ἐξαιτίας τῆς Θείας χάρης, ἀλλά ἐξαιτίας τῆς θεϊκῆς του φύσης καὶ τῆς πατρικῆς οὐσίας. Γιατί πές μου, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι χωρισμένοι, ἀφοῦ ὁ ἴδιος λέγει: «Ἔγω εἶμαι ἀχώριστος ἀπὸ τὸν Πατέρα, κι ὁ Πατέρας ἀπὸ μένα», καὶ ἀλλοῦ: «Καὶ ὁ Πατέρας μένοντας ἑνωμένος μὲ μένα, πραγματοποιεῖ τὰ ἔργα του»; Αὐτόν πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο, αὐτόν πρὶν γεννηθεῖ ὁ ἄγγελος τὸν ὀνόμασε Ἐμμανουήλ, δηλαδὴ, «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Αὐτόν ἀνέφερε ὁ προφήτης Ἠσαΐας, τὸ παιδὶ αὐτό πού θὰ προέλθει ἀπὸ τὴν Παρθένο, «θὰ εἶναι Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστῆς, ἀρχηγός τῆς εἰρήνης, πατέρας τοῦ μελλοντικοῦ αἰώνα».

Ποιὸ παιδὶ πού γεννήθηκε μὲ φυσικὸ τρόπο ἔγινε Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής; Ποιὸ παιδὶ πού γεννήθηκε προσείλκυσε ἀστέρι πού ἔδειχνε πού βρισκόταν τὸ βρέφος, μᾶλλον τοῦ Δεσπότη τὸ στενὸ κατάλυμμα; Ποιὸ παιδὶ προσκάλεσε Μάγους ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ νὰ τὸ προσκυνήσουν; Σὲ ποιὸ παιδί, πού γεννήθηκε μὲ φυσικὸ τρόπο, πρόσφεραν ἄλλοτε, δῶρα οἱ Μάγοι; Ἂς ἐξετάσουμε τὰ δῶρα, ἂν προσφέρθηκαν σὲ ἀδύναμο ἄνθρωπο κι ὄχι σὲ Θεό, πού εἶναι βασιλιὰς καὶ ἄνθρωπος. Χρυσὸ ὡς βασιλιά, λιβάνι ὡς Θεὸ καὶ σμύρνα ὡς ἄνθρωπο, πού πρόκειται νὰ ἐνταφιαστεῖ. Χρυσάφι ὡς βασιλιὰ: «Θεέ μου, δῶσε στὸν βασιλιὰ καὶ στὸν γιὸ τοῦ βασιλιᾶ τὴ σύνεση καὶ τὴ σοφία». Αὐτήν τὴν προσφώνηση ἔκανε ὁ Δαβίδ. Ὕστερα ἀπ’ αὐτά ὁ ἄγγελος στὸν χαιρετισμὸ τῆς Μαρίας εἶπε: «Σ’ αὐτόν θὰ δώσει ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνο τοῦ Δαβίδ, τοῦ προπάτορά του. θὰ βασιλέψει γιὰ πάντα στοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ καὶ ἡ βασιλεία του δὲν θὰ ἔχει τέλος».

Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή: www.imaik.gr