† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2023

Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΤΡΙΩΝ ΝΕΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ: ΦΩΤΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ, ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΚΑΙ ΜΑΡΚΟΥ ΤΟΥ ΑΥΓΕΝΙΚΟΥ (Α´ Κυριακὴ τοῦ Νοεμβρίου)

  

Λόγος Πανηγυρικός ἐπί τῇ Συνάξει τῶν Ἁγίων Τριῶν Νέων Ἱεραρχῶν 

Α´ Κυριακή τοῦ Νοεμβρίου 

Φωτίου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ 


Τό Θεῖο Μυστήριο τοῦ Πρωτείου τῆς Ἀληθείας 


Ἡ φωτιστική καί θεοποιός Χάρις τοῦ Θείου Παρακλήτου εἴη μετά πάντων ῾Υμῶν, διά τῆς ῾Υπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ᾿Αειπαρθένου Μαρίας, ῟Ης τήν ἰδιαιτέραν ἐνίσχυσιν, ὁδηγίαν καί προστασίαν ἐπικαλοῦμαι κατά τήν ἱεράν αὐτήν στιγμήν, προηγουμένης ὅπως πάντοτε τῆς πολυτιμήτου εὐχῆς τοῦ πολυσεβάστου Γέροντος καί Μητροπολίτου μας κ. Κυπριανοῦ. 

* * *

Σήμερα, κατά τήν πρώτη αὐτήν Κυριακή τοῦ Νοεμβρίου μηνός, 

ὁπότε τελοῦμε τήν ῾Ιερά Σύναξι τῶν ῾Αγίων Τριῶν Νέων ῾Ιεραρχῶν: 

Φωτίου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ· σήμερα, λέγω, ἀκούγεται εὐκρινέστερά πως ἡ παλαμική προτροπή: 

«Πρός τό παιδαγωγεῖον τῶν Πατέρων ἀναβιβάσω μεν ἑαυτούς»1!
 

Σήμερα, ὁπότε διά μέσου τῆς συγκρητιστικῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πλήττεται ἀναφανδόν τό Μυστήριον τῆς Παραδόσεως διά τῶν ῾Αγίων Πατέρων, εἶναι εὐκαιρία νά τονίσωμε, μάλιστα μέ ἐξαιρετική ἔμφασι, ὅτι «τό διδασκαλεῖον τῶν Γραφῶν καί τῶν ἱερῶν Πατέρων εἶναι ἀληθέστερον τῶν διδασκαλείων τῶν ἀνθρώπων»2

Σήμερα, οἱ ῞Αγιοι Τρεῖς Νέοι Στῦλοι τῆς ᾿Ορθοδοξίας μας στηρίζουν ἡμᾶς τούς ᾿Ορθοδόξους ᾿Αντιοικουμενιστάς στήν ἀκοινωνησία μέ τούς καινοτόμους Οἰκουμενιστάς, οἱ ὁποῖοι δέν ὁμολογοῦν καί δέν ἐνεργοῦν ὅπως διαλαμβάνει τό Συνοδικόν τῆς ᾿Ορθοδοξίας, δηλαδή «κατά τάς τῶν ῾Αγίων θεοπνεύστους θεολογίας 

καί τό τῆς ᾿Εκκλησίας εὐσεβές φρόνημα»3. 


Ποῖοι ἦσαν ὅμως οἱ ῞Αγιοι Τρεῖς Νέοι αὐτοὶ Φωστῆρες τῆς ᾿Αληθείας καὶ γιατί ἆρά γε εἶναι ἐξόχως σημαντικὴ σήμερα ἡ μαρτυρία τους;

α.῾Ο πρῶτος
Φωστήρ, ὁ Μέγας Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ἔζησε καὶ ἔδρασε τὸν Θʹ αἰ. (περ. 820-893),
ἀπὸ δὲ τῆς χειροτονίας του (858) ἀνεδείχθη προμαχὼν ἀδιάσειστος καὶ ἀπέκρουσε μὲ τρόπον ἀποφασιστικὸν καὶ ἀποτελεσματικόν, πάντοτε δὲ μέσα στὰ ὅρια τῆς ᾿Ορθοδόξου Συνοδικότητος, τὶς Κανονικές, ᾿Εκκλησιολογικὲς καὶ Δογματικὲς παραβάσεις, ἀλλὰ καὶ τὶς ὑπερφίαλες ἀξιώσεις τοῦ τότε ἀναδυομένου δυσσεβοῦς Παπισμοῦ, ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ ἀρχομανοῦς παποκαίσαρος τῆς Ρώμης Νικολάου Αʹ (περ. 800-867).
᾿Εὰν ὁ Φωτώνυμος καὶ Φωτολόγος Φώτιος δὲν ἔπραττε κατὰ τὴν κρίσιμη ἐκείνη ἐποχὴ τὸ ἐκκλησιαστικό του χρέος, τότε ἡ Συνοδικὴ Παράδοσις θὰ εἶχε ἐκμηδενισθῆ, οἱ ῾Ιεροὶ Κανόνες θὰ εἶχαν πλήρως ἀθετηθῆ, οἱ Πνευματοφόροι Πατέρες θὰ εἶχαν ἀγνοηθῆ, τὸ ῾Ιερὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως θὰ εἶχε νοθευθῆ, ἡ ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία θὰ εἶχε μεταβληθῆ σὲ ταπεινὴ θεραπαινίδα τοῦ θρησκευτικο-πολιτικοῦ ῎Αρχοντος τοῦ Βατικανοῦ, τὸ δὲ ῎Εθνος μας θὰ εἶχε ὁδηγηθῆ στὴν ἄβυσσο τοῦ φραγκολατινισμοῦ. 


῾Ο ῾Ιερώτατος Φώτιος, μὲ τὰ θεόπνευστα ἀντι-παπικὰ Συγγράμματά του, τὰ ὁποῖα καταδικάζουν τὸ αἱρετικὸ Filioque, ὡς καὶ ἄλλες λατινικὲς καινοτομίες καὶ τὸ ἀντι-εκκλησιαστικὸ Πρωτεῖον τῆς Ρώμης, μᾶς ἐκληροδότησε «ἕνα ὁπλοστάσιον μὲ ὅπλα ἕτοιμα γιὰ μελλοντικὴ χρῆσι»4 στὸν ἀγῶνα κατὰ τῆς συνεχῶς ἐπιδεινουμένης παναιρέσεως τοῦ Παπισμοῦ.

β.῾Ο δεύτερος
τῆς λαμπροφαοῦς τριάδος τῶν Νέων ῾Ιεραρχῶν, ὁ
μέγας ὑπέρμαχος τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς,
᾿Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ἔζησε καὶ ἀγωνίσθηκε κατὰ τὸν κρίσιμο γιὰ τὴν Ρωμηοσύνη ΙΔʹ αἰ. (1296-1359), ἀπὸ δὲ τοῦ ἔτους 1334, μετὰ σπανίας θεολογικῆς δυνάμεως, κατεπολέμησε μὲ εἰδικὰ Συγγράμματα τόσο τὴν τριαδολογικὴ αἵρεσι τοῦ Filioque, ὅσο καὶ τὴν σωτηριολογικὴ αἵρεσι τῶν κτιστῶν δῆθεν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτὴ ἐξετέθη ἀπὸ τὸν λατινόφρονα Μοναχὸ Βαρλαάμ, στὴν καταφορά του ἐναντίον τοῦ ᾿Ορθοδόξου ῾Ησυχασμοῦ. 

῾Η «Παλαμικὴ Θεολογία», ἡ ὁποία ἐπεκυρώθη κατ᾿ ἐπανάληψιν Συνοδικῶς (1341, 1347, 1351),
«ἀποτελεῖ ἔκθεσιν τῆς ᾿Ορθοδόξου Πίστεως καὶ σύνοψιν τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως δεκατριῶν ὁλοκλήρων αἰώνων»5 , ἀνεδείχθη δὲ καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ὁ ἀρραγὴς τῆς ᾿Ορθοδοξίας βράχος, ἐπὶ τοῦ ὁποίου διαλύονται τὰ κύματα τῆς λατινικῆς παναιρέσεως, τοῦ δυτικοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τοῦ φραγκοπαπικοῦ εὐσεβισμοῦ.

γ.῾Ο τρίτος
τῶν θεοδοξάστων Νέων ῾Ιεραρχῶν, ὁ δικαίως καὶ 
προσφυῶς ἀποκληθεὶς ῎Ατλας τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ὁ ῞Αγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ᾿Αρχιεπίσκοπος ᾿Εφέσου, διέλαμψε ἀκριβῶς κατὰ τὶς παραμονὲς τῆς τραγικῆς ῾Αλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως (περ. 1392-1444/5), συμμετέσχε στὴν ψευδοσύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας (1438-1439) καὶ ὑπερασπίσθηκε μὲ ἀπαράμιλλο σθένος τὶς ὀρθόδοξες θέσεις κατὰ τῆς λεγομένης ῾Ενώσεως τῶν ᾿Εκκλησιῶν ᾿Ανατολῆς καὶ Δύσεως.
Καὶ στὴν μὲν Φλωρεντία ὁ ἀκατάβλητος Μᾶρκος ἔστησε μέγα καὶ αἰώνιο τρόπαιον τῆς ᾿Ορθοδοξίας καὶ ἀπέτρεψε τὸν 
ἐκλατινισμὸ καὶ τὸν ἀφελληνισμὸ τῶν ᾿Ορθοδόξων ῾Ελλήνων, ἀλλ᾿ ὁ ἱερὸς ἀγὼν αὐτοῦ συνεχίσθη στὴν καθ᾿ ἡμᾶς ᾿Ανατολή, προκειμένου «νὰ ἀποδείξῃ παράνομον, ἀντικανονικήν, ἀντορθόδοξον καὶ ἄκυρον τὴν σύνοδον τῆς Φλωρεντίας καὶ τὸν ἐν αὐτῇ ὑπογραφέντα ὑπὸ πάντων ὅρον τῆς ψευδοῦς ἑνώσεως τῶν ᾿Εκκλησιῶν»6 . 


῾Ο ῞Αγιος Μᾶρκος Εὐγενικὸς μᾶς ἄφησε ὡς ἱερὰν κληρονομίαν τὰ πνευματοκίνητα Συγγράμματά του, διὰ τῶν ὁποίων στηλιτεύει τὶς πλάνες τῶν Λατίνων: καταγγέλει τὴν παράνομη προσθήκη τοῦ Filioque, ἀπορρίπτει τὸ παπικὸ Πρωτεῖον, καταδικάζει τὸ Καθαρτήριον Πῦρ καὶ τὰ ῎Αζυμα, συνεχίζει δὲ καὶ μὲ ἐξαιρετικὸ θεολογικὸ δυναμισμὸ ἐπαναδιατυπώνει καὶ ἀναπτύσσει τὴν Πα- λαμικὴ Διδασκαλία περὶ διακρίσεως τῆς Θείας Οὐσίας καὶ ᾿Ενεργείας, ἡ ὁποία «σφραγίζει ἀνεξιτήλως σύμπασαν τὴν ὀρθόδοξον Σωτηριολογίαν, ᾿Εκκλησιολογίαν καὶ ᾿Ανθρωπολογίαν», ἐφ᾿ ὅσον ἡ «διάκρισις» αὐτὴ «ἐξασφαλίζει τὸν πραγματικὸν χαρακτῆρα τῆς μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἡμῶν σχέσεως καὶ ἐγγυᾶται οὕτω τὴν γνησιότητα τῆς ἡμετέρας σωτηρίας»7 .
῾Ο μέγας αὐτὸς Φωστὴρ τῆς ᾿Εφέσου ἐξακολουθεῖ νὰ φωτίζη καὶ σήμερα τὸν μαρτυρικὸ δρόμο τῶν ᾿Ορθοδόξων ᾿Ανθενωτικῶν. 


* * *

 σύντομος αὐτὴ ἀναδρομὴ στὴν ἀνεκτίμητη προσφορὰ τῶν ῾Αγίων Τριῶν Νέων ῾Ιεραρχῶν, προσφορὰν ἔργῳ καὶ λόγῳ καὶ γραφίδι, ἐλπίζω ὅτι μᾶς βοηθεῖ νὰ προσεγγίσωμε τὸ Θεῖο Μυστήριο τοῦ Πρωτείου τῆς ᾿Αληθείας 8 .
῞Ενας ᾿Επίσκοπος λαμβάνει τὸ χάρισμα, ἀνεξαρτήτως δικαιοδοσιακῶν καὶ ἐξουσιαστικῶν δομῶν, μάλιστα δὲ καὶ ἀντιθέτως πρὸς αὐτάς, νὰ ἐκφράση γνησιώτερα, βαθύτερα καὶ συνεπέστερα ἀπὸ ἄλλους ᾿Επισκόπους τὴν ᾿Αλήθεια τῆς ᾿Ορθοδοξίας.
Σημειωτέον δέ, ὅτι τοῦτο τὸ χάρισμα δὲν δίδεται ἀπροϋποθέτως ὑπὸ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος· ἀλλά, προϋποθέτει ἀπαραιτήτως τὴν πλούσια ἐμπειρία ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ, τὴν 
῾Ησυχαστικὴ καὶ Εὐχαριστιακὴ «πεῖραν», τὴν κάθαρσιν καὶ τὸν φωτισμόν, τὴν χριστοκεντρικὴ θεωτικὴ ἐμπειρία9 .
῾Ο χαρισματικὸς λοιπὸν αὐτὸς ᾿Επίσκοπος εἶναι φορέας τοῦ 
Πρωτείου τῆς ᾿Αληθείας, τὸ ὁποῖο δημιουργεῖ εἰς αὐτὸν τὴν αἴσθησι μιᾶς εὐθύνης, μιᾶς «πληροφορίας» νὰ ὁμιλῆ μὲ αὐθεντία καὶ κῦρος


Οἱ ῞Αγιοι Πατέρες, ἐπειδὴ φέρουν τὸ Πρωτεῖον τῆς ᾿Αληθείας, εἶναι
οἱ ὄντως 
Οἰκουμενικοὶ Διδάσκαλοι· εἶναι –κατὰ τὸν ῞Αγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ– οἱ «τοῦ Διδασκαλείου τῆς Θεολογίας ἀσφαλεῖς προστάται»10· εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι μᾶς εἰσάγουν ἀσφαλῶς στὸ Μυστήριον τῆς Παραδόσεως καὶ στὴν σωτήρια βεβαιότητα, ὅτι στὴν ᾿Ορθοδοξία τὸ πλέον σημαντικὸν εἶναι τὸ «῾Ομοφρονεῖν τῇ ᾿Εκκλησίᾳ » (Sentire cum Ecclesia)11.

Εἴμεθα βαθύτατα εὐγνώμονες πρὸς τοὺς τρεῖς Νέους Φωστῆρας, Φώτιο τὸν Μέγα, Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ Μᾶρκο τὸν Εὐγενικό, ὄχι μόνον, διότι ἦσαν ἀντιπαπικοὶ καὶ ἑπομένως μᾶς ὁδηγοῦν στὸν σύγχρονο ἀντιπαπικὸ ἀγῶνα μας· ἀλλά, διότι ἀνεδείχθησαν Οἰκουμενικοὶ Διδάσκαλοι καὶ ἀνανέωσαν, τρόπον δὲ τινὰ καὶ ἐπαγίωσαν, τὴν ἐξαιρετικῆς σημασίας διδασκαλία περὶ τοῦ 
Πρωτείου τῆς ᾿Αληθείας.

Οἱ σύγχρονοί μας καινοτόμοι Οἰκουμενισταί, πλήττοντες βαναύσως τὸ Μυστήριον τῆς Παραδόσεως διὰ τῶν ῾Αγίων Πατέρων, προβάλλουν ἐντόνως καὶ συνεχῶς τὸ Πρωτεῖον τῆς Δικαιοδοσίας, τῆς ᾿Εξουσίας καὶ τῆς Διοικητικῆς ῾Ενότητος· δὲν ἀκολουθοῦν τοὺς ῾Αγίους Πατέρας, τοὺς φέροντας τὸ Πρωτεῖον τῆς ᾿Αληθείας· θεωροῦν τοὺς λόγους καὶ τὶς φιλενωτικὲς ἐνέργειές τους ὡς περισσότερον ἐγκύρους, ἐνῶ ταυτοχρόνως διώκουν παντοιοτρόπως τοὺς ᾿Ορθοδόξους, οἱ ὁποῖοι ἐνιστάμενοι ἀποτειχίζονται ἐξ αὐτῶν. 


Τοῦτο ὅμως, δηλαδὴ «τὸ μὴ Πατράσιν ἀκολουθεῖν», κατὰ τὸ Μέγα Βασίλειο, εἶναι «ἐγκλήματος ἄξιον, ὡς αὐθαδείας γέμον»12 καὶ καθιστᾶ αὐτοὺς ἀλλοτρίους τῆς «κοινῆς δόξης τῆς ᾿Εκκλησίας», τῆς Πατερικῆς καὶ Συνοδικῆς Παραδόσεως τῆς ᾿Εκκλησίας, ἐν τέλει δὲ αὐτῆς ταύτης τῆς σωτηρίας.

Δικαίως λοιπόν, οἱ ᾿Ορθόδοξοι ᾿Αντιοικουμενισταὶ τοῦ Πατρίου ῾Ημερολογίου δὲν ἔχουν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς καινοτόμους καὶ λατινόφρονας Οἰκουμενιστάς· μὲ τὴν στάσι τους αὐτὴ ὁμοφρονοῦν τῇ ᾿Εκκλησίᾳ καὶ ἀκολουθοῦν τοὺς Πατέρας, τοὺς φέροντας τὸ 
Πρωτεῖον τῆς ᾿Αληθείας, ἕνεκα τοῦ ὁποίου διδάσκουν μὲ αὐθεντία καὶ κῦρος, ὅτι «ὅσον ἀποδιϊστάμεθα (ἀπομακρυνόμεθα)» τῶν Λατινοφρόνων, «ἐγγίζομεν τῷ Θεῷ καὶ πᾶσι τοῖς πιστοῖς καὶ ἁγίοις Πατράσι· καὶ ὥσπερ τούτων (τῶν Λατινοφρόνων) χωριζόμεθα, οὕτως ἑνούμεθα τῇ ᾿Αληθείᾳ καὶ τοῖς ἁγίοις Πατράσι τοῖς θεολόγοις τῆς ᾿Εκκλησίας»13.


* * *

Αὐτή εἶναι ἡ ῾Ιερά Παρακαταθήκη τῶν Τριῶν Νέων ῾Ιεραρχῶν, 

τῶν ῾Αγίων Φωτίου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ· τήν Παρακαταθήκη αὐτήν διαφυλάσσει «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης» ἡ ῾Ιερά Μητρόπολις ἡμῶν καί ἕνεκα αὐτοῦ ἔχει ἀνακηρύξει τούς Τρεῖς Νέους Φωστῆρας ὡς ἰδιαιτέρους Προστάτας Αὐτῆς στόν ἱερό ἀγῶνα Της κατά τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. 

Εἴθε οἱ πρεσβεῖες τους νά μᾶς ἐνισχύουν, ὁδηγοῦν καί προστατεύουν, ὥστε βιώνοντες μέ συνέπεια τό ῾Ησυχαστικό καί Εὐχαριστιακό ῏Ηθος τῆς ᾿Εκκλησίας μας καί ἐργαζόμενοι μέ ζῆλο καί ἐπιμονή, μέ διάκρισι καί σοφία, νά συμβάλωμε ταπεινά στήν ἐπανένωσι τῶν ᾿Ορθοδόξων ἐν τῇ ᾿Αληθείᾳ τῆς Πίστεως καί τῇ ῾Εορτολογικῇ Παραδόσει· πρός δόξαν τῆς Τρισηλίου Θεότητος, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. ᾿Αμήν! 


᾿Εν τῇ Φυλῇ Ἀττικῆς τῇ 5ῃ Νοεμβρίου 2007ῳ,
Κυριακὴ Αʹ Νοεμβρίου
† Σύναξις τῶν ῾Αγίων Τριῶν Νέων ῾Ιεραρχῶν 


Μητροπολίτης Ωρωπού και Φυλής κ. Κυπριανός Β΄ 


-----------------------------------


1. ῾Αγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Συγγράμματα τ. Αʹ, ᾿Επιστολὴ Αʹ Πρὸς Βαρλαάμ, § 32, σελ. 243-244, στχ. 28, Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1962.
2. ῾Οσίου Νικοδήμου ῾Αγιορείτου, ᾿Εγχειρίδιον, σελ. 110, ἔκδοσις γʹ, Σωτ. Σχοινᾶ, Βόλος 1969. 
3. Τριώδιον, Κυριακὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας, Συνοδικόν
4. J. Gill, ῾Η Σύνοδος τῆς Φλωρεντίας, σελ. 4, ἔκδοσις «Καλοῦ Τύπου», ᾿Αθῆναι 1962. 
5. ᾿Αρχιμ. Σπυρ. Μπιλάλη, ᾿Ορθοδοξία καὶ Παπισμός, τ. Βʹ, σελ. 620, ἔκδοσις «᾿Ορθοδόξου Τύπου», ᾿Αθῆναι 1969.
6. ᾿Αρχιμ. Σπυρ. Μπιλάλη, αὐτόθι, σελ. 64. ῾Ο ῞Αγιος Μᾶρκος, μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τῆς μετα-φλωρεντιανῆς δραστηριότητός του, ἀνεδείχθη σὲ γνήσιο ἐνσαρκωτὴ τοῦ Ποιμένος-᾿Επισκόπου τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως, ἐν καιρῷ μάλιστα αἱρέσεως: «῞Οταν πάντες οἱ ἐπίσκοποι προδίδουν τὴν ἱερὰν παρακαταθήκην τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ὁ ἄξιος τῆς ἀποστολῆς του ἐπίσκοπος βλέπει πᾶσαν τὴν οἰκουμένην ὡς ποίμνιόν του καὶ ἵσταται ἄγρυπντος εἰς τὴν ἔπαλξιν τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ἕτοιμος νὰ δώσῃ τὴν μάχην πρὸς πᾶσαν κατεύθυνσιν, διότι τότε δὲν κινδυνεύει νὰ γίνῃ ἀλλοτριοεπίσκοπος, ἀναλαμβάνων τὴν μέριμναν πασῶν τῶν ᾿Εκκλησιῶν. ᾿Αντιθέτως, εἰς ὥραν κινδύνου τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ἀλλοτριοεπίσκοπος καὶ εἰς τὴν ἰδίαν του ἐπισκοπὴν ἀποδεικνύεται ὁ ἐπίσκοπος, ὁ προδίδων τὴν ὀρθόδο- ξον πίστιν καὶ ἀλήθειαν, ὡς ἀλλότρια φθεγγόμενος καὶ ποιῶν». (αὐτόθι)
7. Πρβλ. ῾Ιερομονάχου Εἰρηναίου Μπούλοβιτς, Τὸ Μυστήριον τῆς ἐν τῇ ῾Αγίᾳ Τριάδι Διακρίσεως τῆς Θείας Οὐσίας καὶ ᾿Ενεργείας κατὰ τὸν ῞Αγιον Μᾶρκον ᾿Εφέσου τὸν Εὐγενικόν, σελ. 473, ἐκδόσεις «Π.Ι.Π.Μ.», ᾿Ανάλεκτα Βλατάδων - 39, Θεσσαλονίκη 1983.  «Οἱ λόγοι, οἱ ὁποῖοι ἠνάγκασαν τὸν ῞Αγιον Γρηγόριον (Παλαμᾶν) νὰ προβῇ εἰς τὴν ἐπανερμηνείαν καὶ σύνθεσιν τῆς πατερικῆς παραδόσεως, δὲν ἦσαν θεωρητικοί, ἀλλὰ σωτηριολογικοί»· τὸ θέμα τῆς «διακρίσεως» ἦταν «πρόβλημα ζωῆς ἢ θανάτου, σωτηρίας ἢ ἀπωλείας τοῦ ἀνθρώπου», ἦταν «κατ᾿ ἐξοχὴν σωτηριολογικὸν πρόβλημα καὶ οὐχὶ ἀναζήτησις ὀντολογικῶν ὁρισμῶν τῆς θεότητος». (Μάρκου ᾿Αναστ. ᾿Ορφανοῦ, ῾Η ὑπὸ τῶν Πατέρων ῾Ερμηνεία τῆς Παραδόσε- ως, σελ. 44, ᾿Αθῆναι 1984) 
8. Πρβλ. Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία τ. Αʹ, σελ. 269, ᾿Αθήνα 1977. 
9. «Εἰ γοῦν ὁ πείρᾳ μαθών», γράφει ὁ ῾Ιερὸς Παλαμᾶς, «μόνος οἶδε τὰς ἐνεργείας τοῦ Πνεύματος, αὐτὸς δὲ (ὁ Βαρλαὰμ) πείρᾳ οὐκ ἔγνωκε καὶ τοὺς πείρᾳ γνόντας οὐδαμῶς παραδέχεται, τίς ἔτ᾿ ἀμφιγνοήσει μὴ ψευδολογίαν εἶναι πᾶσαν τὴν περὶ τῆς θεοποιοῦ τοῦ Πνεύματος ἐνεργείας αὐτῷ γεγενημένην ἀδολεσχίαν, καὶ ταῦτα κατὰ τῶν ἐν πείρᾳ ταύτης γεγονότων ἐξηνεγμένην αὐτῷ, μηδαμῶς εἰδότι μήτε ἃ λέγει, μήτε περὶ τίνων διαβεβαιοῦται;» «καὶ γὰρ ἐκείνων (τῶν ῾Αγίων) ἐστὶ λόγος, ῾῾μόνον εἰδέναι σαφῶς τὸν πείρᾳ μαθόντα᾿᾿ τὰς ἐνεργείας τοῦ Πνεύματος· ὁ δὲ τοὺς τοῦτο λέγοντας αἱρετικοὺς εἶναι διϊσχυρίζεται». ( ῾Αγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ἔνθ᾿ ἀνωτ., ῾Υπὲρ τῶν ῾Ιερῶς ῾Ησυχαζόντων, 3, 3, 3, σελ. 681, στχ. 10-17, 27-29)
10. ῾Αγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ἔνθ᾿ ἀνωτ., ᾿Επιστολὴ Αʹ Πρὸς Βαρλαάμ, § 32, σελ. 243, στχ. 10-11.
11. ῾Αγίου ῾Ιερωνύμου, PL τ. 22, στλ. 475. 
12. Μ. Βασιλείου, PG τ. 32, στλ. 392D/᾿Επιστολὴ ΝΒʹ, Κανονικαῖς, § αʹ: «Τὸ μὲν γὰρ Πατράσι μὴ ἀκολουθεῖν καὶ τὴν ἐκείνων φωνὴν [μὴ] κυριωτέραν τίθεσθαι τῆς ἑαυτῶν γνώμης, ἐγκλήματος ἄξιον, ὡς αὐθαδείας γέμον».
13. Πρβλ. ῾Αγίου Μάρκου ᾿Εφέσου, PG τ. 160, στλ. 536CD/᾿Απολογία.

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ 'ΛΟΥΚΑ 2023 (Ενδιαφέρουσα ομιλία του πατρός Ευθυμίου Μπαρδάκα)

 


Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2023

ΝΑ ΘΥΜΑΣΑΙ ΚΑΙ ΝΑ ΦΟΒΑΣΑΙ ΔΥΟ ΛΟΓΙΣΜΟΥΣ (Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης)

 

Νὰ θυμᾶσαι καὶ νὰ φοβᾶσαι δύο λογισμούς. Ὁ ἕνας λέει: «Εἶσαι ἅγιος»· καὶ ὁ ἄλλος: «Δὲν θὰ σωθεῖς». Κι οἱ δύο αὐτοὶ λογισμοὶ προέρχονται ἀπὸ τὸν ἐχθρό, καὶ δὲν ἔχουν ἀλήθεια μέσα τους. Ἐσύ, ὅμως, νὰ σκέφτεσαι: «Ἐγὼ εἶμαι μεγάλος ἁμαρτωλός, ἀλλὰ ὁ Ἐλεήμων Κύριος ἀγαπᾶ πολύ τούς ἀνθρώπους καὶ θὰ συγχωρέσει καὶ σ΄ ἐμένα τὶς ἁμαρτίες μου».

Πίστευε ἔτσι, καὶ θὰ γίνει σύμφωνα μὲ τὴν πίστη σου: Θὰ σὲ συγχωρήσει ὁ Κύριος. Μὴ βασίζεσαι, ὅμως, στοὺς προσωπικούς σου ἀγῶνες, ἔστω καὶ ἂν εἶσαι μεγάλος ἀσκητής. Ἕνας ἀσκητής μου ἔλεγε: «Βεβαίως θὰ ἐλεηθῶ, γιατί κάνω τόσες μετάνοιες τὴν ἡμέρα». Ὅταν, ὅμως, ἦρθε ὁ θάνατος, «διέρρηξε τὰ ἱμάτιά του».

Ὄχι, λοιπόν, γιὰ τὶς ἀσκήσεις μας, ἀλλὰ δωρεάν, κατὰ τὴ χάρη Του ἐλεεῖ ὁ Κύριος. Ὁ Κύριος θέλει τὴν ψυχὴ νὰ εἶναι ταπεινή, ἄκακη, καὶ νὰ συγχωρεῖ τοὺς πάντες μὲ ἀγάπη· τότε καὶ ὁ Κύριος συγχωρεῖ μὲ χαρά. Ὁ Κύριος τούς ἀγαπᾶ ὅλους, καὶ ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ Τὸν μιμούμαστε καὶ νὰ ἀγαποῦμε τοὺς πάντες, καὶ ἂν δὲν μποροῦμε, τότε πρέπει νὰ Τὸν παρακαλοῦμε, καὶ ὁ Κύριος δὲν θὰ ἀρνηθεῖ, ἀλλὰ θὰ βοηθήσει μὲ τὴ χάρη Του.

Ὅταν ἤμουν ἀκόμα ἀρχάριος, γνώρισα τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἀπερίγραπτη. Ἡ ψυχὴ αἰσθάνεται σὺν Θεῷ καὶ ἐν Θεῷ, καὶ τὸ πνεῦμα χαίρεται γιὰ τὸν Κύριο, ἔστω καὶ ἂν τὸ σῶμα ἀποκάμνει ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖς, ὅμως, νὰ χάσεις αὐτὴν τὴν χάρη καὶ μὲ ἕναν κακὸ λογισμό.

Μὲ τὸν κακὸ λογισμὸ εἰσέρχεται μέσα μας μία ἐχθρικὴ δύναμη, καὶ τότε σκοτίζεται ἡ ψυχὴ καὶ τὴ βασανίζουν κακὲς σκέψεις. Τότε ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὴν ἀπώλειά του καὶ καταλαβαίνει ὅτι ὁ ἴδιος, χωρὶς τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι μόνο «γῆ καὶ σποδός».

Ἡ ψυχὴ ποὺ γνώρισε τὸν Κύριο, μαθαίνει ἀπὸ τὴ μακροχρόνια πείρα της, ὅτι, ἂν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολές, τότε αἰσθάνεται, ἔστω καὶ λίγο, τὴ χάρη μέσα του κι ἔχει παρρησία στὴν προσευχή. Ἄν, ὅμως, ἁμαρτήσει μὲ κάποιον λογισμὸ καὶ δὲν μετανοήσει, τότε κρύβεται ἡ χάρη καὶ ἡ ψυχὴ θρηνεῖ καὶ ὀδύρεται ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι ἡ ψυχὴ διέρχεται ὅλη της τὴ ζωὴ στὸν ἀγώνα μὲ τοὺς λογισμούς. Ἐσύ, ὅμως, μὴ μένεις στὴν ἀκηδία ἐξαιτίας τοῦ ἀγώνα, γιατί ὁ Κύριος ἀγαπᾶ τὸν ἀνδρεῖο ἀγωνιστή.

Πονηροὶ λογισμοὶ καταπονοῦν τὴν ὑπερήφανη ψυχή, καὶ ἂν δὲν ταπεινωθεῖ, δὲν θὰ βρεῖ ἀνάπαυση ἀπὸ αὐτούς. Ὅταν ἁμαρτωλοὶ λογισμοὶ σὲ πολιορκοῦν, φώναζε πρὸς τὸν Θεὸ σὰν τὸν Ἀδάμ: «Κύριε, Ποιητή μου καὶ Πλάστη μου, βλέπεις ὅτι ἡ ψυχή μου τυραννιέται ἀπὸ τοὺς λογισμούς… Ἐλέησέ με». Καὶ ὅταν στέκεσαι ἐνώπιόν τοῦ Δεσπότου, νὰ θυμᾶσαι πάντα ὅτι Αὐτὸς θὰ ἐκπληρώσει ὅλα τὰ αἰτήματά σου, ἂν εἶναι ὠφέλιμα σὲ σένα.

Ἦρθαν σύννεφα, κρύφτηκε ὁ ἥλιος καὶ σκοτείνιασε. Ἔτσι γιὰ ἕνα λογισμὸ ὑπερηφάνειας στερεῖται ἡ ψυχὴ τὴ χάρη καὶ τὴν καλύπτει τὸ σκοτάδι. Ἀλλὰ καὶ πάλι μὲ ἕναν ταπεινὸ λογισμὸ ἐπανέρχεται ἡ χάρη. Αὐτὸ τὸ γνώρισα ἐκ πείρας.

Νὰ ξέρεις ὅτι, ἂν ὁ λογισμός σου συνηθίζει νὰ παρατηρεῖ ἀνθρώπους, πῶς ζεῖ ὁ ἕνας ἢ ὁ ἄλλος, αὐτὸ εἶναι ἔνδειξη ὑπερηφάνειας.

«Πρόσεχε τὸν ἑαυτό σου». Παρατήρησε τὸν ἑαυτό σου καὶ θὰ δεῖς: Μόλις ἡ ψυχὴ ἀποκτήσει ἔπαρση ἔναντι τοῦ ἀδελφοῦ, ἀμέσως ἀκολουθεῖ κάποιος λογισμὸς ὄχι εὐάρεστος στὸν Θεό, καὶ αὐτό, γιὰ νὰ ταπεινωθεῖ ἡ ψυχή.

Ἄν, ὅμως, δὲν ταπεινωθεῖ, τότε ἔρχεται ἕνας μικρὸς πειρασμός.

Καὶ ἂν πάλι δὲν ταπεινωθεῖ, ἀρχίζει ὁ πόλεμος τῆς σαρκός.

Καὶ ἂν πάλι δὲν ταπεινωθεῖ, τότε πέφτει πάλι σὲ κάποιο μικρὸ ἁμάρτημα.

Ἂν καὶ τότε δὲν ταπεινωθεῖ, θὰ ἔλθει μεγαλύτερη ἁμαρτία.

Κι ἔτσι θὰ ἁμαρτάνει, ὡσότου ταπεινωθεῖ.

Μόλις, ὅμως, ταπεινωθεῖ, ἀμέσως θὰ δώσει ὁ Ἐλεήμων Κύριος στὴν ψυχὴ εἰρήνη καὶ κατάνυξη, καὶ τότε θὰ περάσουν ὅλα τὰ κακὰ καὶ θὰ ἀπομακρυνθοῦν ὅλοι οἱ ἐχθρικοὶ λογισμοί. Ἔπειτα, ὅμως, πρέπει νὰ κρατᾶς μὲ ὅλες σου τὶς δυνάμεις τὴν ταπείνωση, ἀλλιῶς θὰ ξαναπέσεις στὴν ἁμαρτία.

Βλέποντας ὁ Κύριος ὅτι ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι στερεωμένη στὴν ταπείνωση, ἀπομακρύνει τὴ χάρη, ἀλλὰ ἐσὺ μὴ φοβᾶσαι: Ἡ χάρη εἶναι μέσα σου, ἀλλὰ κρυμμένη. Μάθε νὰ σταματᾶς ἀμέσως τοὺς λογισμούς. Ἄν, ὅμως, ξεχάσεις καὶ δὲν τοὺς διώξεις ἀμέσως, τότε πρόσφερε μετάνοια. Κοπίασε σὲ αὐτό, γιὰ νὰ ἀποκτήσεις τὴ συνήθεια. Ἡ ψυχὴ ἀποκτᾶ συνήθεια, ἂν τὴν διδάξεις, καὶ ἐνεργεῖ ἔτσι σὲ ὅλη της τὴ ζωή.

Ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἔχει ἀγαθοὺς λογισμοὺς καὶ ὁ πονηρὸς πονηρούς. Ὅλοι, ὅμως, ὀφείλουν νὰ μάθουν τὸν πόλεμο μὲ τοὺς λογισμούς, καὶ νὰ μάθουν νὰ μετατρέπουν τοὺς κακοὺς λογισμοὺς σὲ ἀγαθούς. Αὐτὸ εἶναι σημάδι πεπειραμένης ψυχῆς.

Ρωτᾶς πῶς γίνεται αὐτό;

Νά! Ὅπως ὁ ζωντανὸς ἄνθρωπος αἰσθάνεται πότε κρυώνει καὶ πότε ζεσταίνεται, τὸ ἴδιο καὶ ὅποιος γνώρισε ἐκ πείρας τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀκούει πότε ὑπάρχει στὴν ψυχή του ἡ χάρη καὶ πότε ἔρχονται τὰ πονηρὰ πνεύματα.

Ὁ Κύριος δίνει στὴν ψυχὴ τὴ σύνεση νὰ ἀναγνωρίζει τὴν ἔλευσή Του καὶ νὰ Τὸν ἀγαπᾶ καὶ νὰ κάνει τὸ θέλημά Του. Ἐπίσης ἡ ψυχὴ ἀναγνωρίζει τοὺς λογισμοὺς τοῦ ἐχθροῦ ὄχι ἀπὸ τὴν ἐξωτερική τους μορφή, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐπενέργειά τους στὴν ψυχή.

Οἱ ἐχθροὶ εὔκολα ἐξαπατοῦν ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἔχει τὴν πείρα αὐτή.

Οἱ ἐχθροὶ ἔπεσαν ἀπὸ ὑπερηφάνεια καὶ μᾶς παρασύρουν στὴν ἴδια πτώση, ὑποβάλλοντας λογισμοὺς ἐπαίνου. Καὶ ἂν ἡ ψυχὴ δεχθεῖ τὸν ἔπαινο, τότε ἡ χάρη φεύγει, ἐφόσον δὲν ταπεινώνεται ἡ ψυχή. Καὶ ἔτσι σὲ ὅλη τὴ ζωὴ ὁ ἄνθρωπος θὰ μαθητεύει στὴν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ. Ἂν δὲν τὸ μάθει αὐτὸ ἡ ψυχή, δὲν θὰ γνωρίσει ἀνάπαυση ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ δὲν θὰ μπορέσει νὰ προσευχηθεῖ μὲ καθαρὸ νοῦ.

 

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο, «Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης», Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου ΕΣΣΕΞ)

Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2023

ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


 κάθε Ὀρθόδοξος Ναὸς συμβολίζει τὸ Πλοῖο τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο εἶναι θεανθρώπινο καὶ θεοΐδρυτο. Καθὼς τὰ κύματα τῶν παθῶν μᾶς κτυποῦν· καθὼς ὁ κόσμος, τὸ περιβάλλον μας θεριεύει· καθὼς ὁ ἐχθρὸς καὶ ἡ εὐπερίστατος ἁμαρτία ἀπειλοῦν πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως νὰ μᾶς συντρίψουν στὰ βράχια, εἶναι καλὸ νὰ θυμώματε ὅτι, ἐφ᾿ ὅσον παραμένουμε ἐπάνω καὶ μέσα στὸ Πλοῖο τῆς Ἐκκλησίας, εἴμαστε ἀσφαλεῖς. Κυβερνήτης στὸ τιμόνι τοῦ Πλοίου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας... Τὸ πλήρωμά Του εἶναι ἡ Παναγία μας, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ ὅλος ὁ χορὸς τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος Ἁγίων... Γνωρίζουμε, ὅτι τὸ Πλοῖο αὐτὸ κατευθύνεται πρὸς ἀσφαλῆ Λιμένα, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιατί λοιπὸν ἀγχωνόμαστε;... Γιατί ἀνησυχοῦμε;... Γιατί ὀλιγοψυχοῦμε;... Ἂς παραμείνουμε ἐπάνω καὶ μέσα στὸ Πλοῖο, ἐν Μετανοίᾳ, ἐν Ἀγάπῃ, καὶ μὲ Ἐλπίδα... Καὶ ἔχει ὁ Θεός!...


Ὁ Ἐρανιστὴς


† ὁ Μητροπολίτης Κυπριανὸς


30.10.2023 ἐκ. ἡμ.,


† Ἁγίας Ὁσιομάρτυρος Ἀναστασίας τῆς Ῥωμαίας

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2023

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ 2023 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 9634

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

            Μὲ ὅλη μας τὴν ψυχὴ πρέπει νὰ δοξάζουμε τὸν Θεό, καθώς, σὺν τοῖς ἄλλοις, μᾶς ἀξίωσε καὶ μᾶς ἀξιώνει νὰ ἀκοῦμε αὐτὰ ποὺ πολλοὶ προφῆτες, βασιλιάδες καὶ δίκαιοι ἤθελαν νὰ ἀκούσουν στὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχή, ἀλλὰ δὲν ἄκουσαν. Καὶ τί ἀκοῦμε; Ἀκοῦμε τὴν ἴδια τὴν πηγὴ τῆς σοφίας νὰ μᾶς διδάσκει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ καλύπτει μὲ τὴν ἐξουσία τὴν ὁποία μόνο Ἐκεῖνος διαθέτει, τὰ λεγόμενα «ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα», ἢ τὶς ἀπορίες μας γιὰ τὴν μετὰ θάνατον ζωή. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ, ὡστόσο, ὅτι ὁ Κύριός μας σὲ ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἀναφέρθηκε στὴν μετὰ θάνατον ζωὴ ἐλάχιστες φορές. Στὸ μεγαλύτερο τμῆμα τοῦ Εὐαγγελίου ὁ Χριστὸς μᾶς διδάσκει πῶς πρέπει νὰ ζήσουμε σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ γιὰ νὰ μὴν πεθάνουμε ὅταν πεθάνουμε. 

            Μία ἀπὸ τὶς ἐλάχιστες ἀναφορὲς τοῦ Χριστοῦ στὴν μέλλουσα ζωὴ γίνεται στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ διήγηση τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου καὶ τοῦ πλουσίου. Ἡ διήγηση αὐτὴ ἀπὸ ἄλλους θεωρεῖται παραβολή, καθὼς μοιάζει μὲ τὶς ὑπόλοιπες εὐαγγελικὲς παραβολές, ἐνῶ ἀπὸ ἄλλους ὄχι, διότι σὲ ὅλες τὶς ἄλλες παραβολὲς προηγεῖται τὸ «εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην», ἐνῶ ἐδὼ ἀπουσιάζει ἡ φράση αὐτή. Ἐπίσης, ἡ σημερινὴ διήγηση ἀναφέρεται σὲ κάποιο πρόσωπο μὲ τὸ ὄνομα Λάζαρος καὶ εἶναι σὰν μία προοικονομία τῆς ἀναστάσεως τοῦ Δικαίου Λαζάρου ποὺ συνέβη λίγο καιρὸ ἀργότερα. 

            ναφέρει λοιπόν, ὁ Κύριος ὅτι κάποιος πλούσιος ἄνθρωπος φοροῦσε πολύτιμα ἐνδύματα καὶ κάθε μέρα «εὐφραινόταν λαμπρῶς».Ἦταν κοντὰ στὸν πλούσιο καὶ ἕνας φτωχὸς μὲ τὸ ὄνομα Λάζαρος, ὁ ὁποῖος θρεφόταν μὲ τὰ ἀποφάγια ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου καὶ τὰ σκυλιὰ ἔγλιφαν τὶς πληγές του. Πέθαναν κάποτε οἱ δύο ἄνθρωποι καὶ ὁ μὲν Λάζαρος πήγε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατριάρχη Ἀβραάμ, ὁ δὲ πλούσιος στὸν Ἅδη. Καθὼς βασανιζόταν στὸν Ἅδη, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε τὸν φτωχὸ στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατριάρχη καὶ εἶπε «πάτερ Ἀβραάμ, στεῖλε τὸν Λάζαρο νὰ βάλει τὴν ἄκρη τοῦ δαχτύλου του στὸ νερὸ καὶ νὰ βρέξει τὰ χείλη μου, γιατὶ αἰσθάνομαι ὀδύνη μέσα σὲ αὐτὴ τὴν φλόγα». Καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἀπάντησε: «θυμήσου, παιδί μου, ὅτι ἐσὺ ἀπόλαυσες τὰ ἀγαθὰ ὅσο ζοῦσες καὶ ὁ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά. Τώρα, λοιπόν, ἐκεῖνος παρηγορεῖται καὶ ἐσὺ βασανίζεσαι. Ἄλλωστε, ὑπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ μας, ὥστε νὰ μὴν μποροῦν οἱ ἀπὸ ἐδὼ νὰ πάνε ἐκεί, οὔτε οἱ ἀπὸ ἐκεὶ νὰ ἔρθουν ἐδώ». Εἶπε πάλι ὁ πλούσιος «σὲ παρακαλῶ, πάτερ, στεῖλε τὸν Λάζαρο στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου γιατὶ ἔχω πέντε ἀδελφούς. Νὰ τοὺς μαρτυρήσει τὴν μεταθανάτια κατάσταση γιὰ νὰ μὴν ἔλθουν καὶ αὐτοὶ στὸν τόπο τῆς βασάνου». Ὁ Ἀβραὰμ ἀπάντησε: «ἔχουν τὰ βιβλία τοῦ Μωϋσῆ καὶ τῶν προφητῶν, ἂς ἀκούσουν αὐτούς». «Ὄχι πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλὰ ἂν κάποιος ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ μετανοήσουν». Εἶπε, κλείνοντας ὁ Ἀβραάμ: «ἂν δὲν ἀκοῦνε τὸν Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, οὔτε ἂν κάποιος ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκροὺς θὰ πεισθοῦν».

            χοντας ἀκούσει ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ τὰ παραπάνω, θὰ ἤθελα νὰ ἐκφράσω μία ἀπορία: «Ποιά ἁμαρτία, τελικά, ἔκανε ὁ πλούσιος γιὰ νὰ κολαστεῖ στὸν τόπο τῆς βασάνου;». Στὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἀναφέρεται ὅτι ἔκανε κάποια ἁμαρτία, οὔτε ὅτι ἀπέκτησε παράνομα τὴν περιουσία του. Ἀναφέρεται μόνο ὅτι εὐφραινόταν κάθε μέρα λαμπρῶς. Μήπως καταδικάσθηκε ἐπειδὴ ἦταν πλούσιος καὶ ἀπολάμβανε τὶς ἀνέσεις ποὺ ἀναλογοῦσαν στὴν οἰκονομική του κατάσταση; Μὰ καὶ ὁ Πατριάρχης Ἀβραὰμ ἦταν ἀπὸ τοὺς πλουσιωτέρους ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του, ὡστόσο ἡ ἀγκαλιά του ἔγινε ὁ τόπος ἀνάπαυσης τῶν Δικαίων, σύμφωνα μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση. Ἑπομένως, ἡ κόλαση ἢ ὁ παράδεισος δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὰ πλούτη. Ὁ πλούσιος τῆς περικοπῆς κολάσθηκε διότι τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔστεκε πεσμένος στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του καὶ χόρταινε ἀπὸ τὰ ἀποφάγια του, τὴν πονεμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὸν ταλαιπωρημένο Λάζαρο, ποτὲ δὲν τὸν πρόσεξε, ποτὲ δὲν τοῦ ἔδωσε σημασία, ποτὲ δὲν γύρισε νὰ τὸν κοιτάξει καὶ ἂν ὄχι νὰ τὸν ταΐσει, τουλάχιστον νὰ τοῦ πεῖ ἕναν συμπονετικὸ λόγο. Μάλλον γιὰ αὐτὴ τὴν σκληροκαρδία ὀφείλονται οἱ ὑπέρμετρες ἐπίγειες ἠδονὲς τὶς ὁποῖες ἀπολάμβανε. Ἡ πρόσκαιρη ἠδονὴ ἔφερε τὴν σκληροκαρδία καὶ αὐτὴ μὲ τὴ σειρά της τὴν αἰώνια ὀδύνη.

            σον ἀφορᾶ τὸν Λάζαρο, αὐτὸς δὲν σώθηκε ἐπειδὴ ἦταν φτωχὸς καὶ ἐπειδὴ ταλαιπωρήθηκε. Ἡ ἔλλειψη τῶν χρημάτων δὲν συνεπάγεται τὴν σωτηρία μας. Αὐτὸ ποὺ ὁδήγησε τὸν Λάζαρο στὸν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ, ἦταν ἡ ἀγόγγυστη ὑπομονή του. Ποτέ του δὲν κίνησε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, οὔτε σκέφθηκε νὰ διαπράξει κάποια παρανομία, οὔτε ἀκόμη κακολόγησε ποτὲ τὸν πλούσιο ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἦταν εὐκατάστατος ἐνῶ ὁ Λάζαρος ὄχι. Ἀντιθέτως, δόξαζε τὸν Θεὸ καὶ παρέμενε πράος καὶ ἀνεξίκακος. Κατ’ἀντιστοιχία μὲ ὅσα ἀναφέρθηκαν πιὸ πάνω, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ ἀντιμετώπιση τῆς πρόσκαιρης ὀδύνης ἐξασφαλίζει τὴν αἰώνια ἠδονή. 

            Σημαντικὴ εἶναι ἡ ἀναφορὰ τοῦ Πατριάρχη Ἀβρρὰμ στὸ μεγάλο χάσμα ποὺ χωρίζει τὴν κόλαση ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι κόλαση καὶ παράδεισος εἶναι, ἀντιστοίχως, κατάσταση σκότους καὶ κατάσταση φωτός, κατάσταση λύπης καὶ κατάσταση χαρᾶς. Καὶ οἱ καταστάσεις αὐτὲς εἶναι αἰώνιες, δηλαδὴ δὲν ἔχουν τέλος. Γιὰ νὰ καταλάβουμε κάπως τὴν αἰωνιότητα, ἀρκεῖ νὰ φαντασθοῦμε ἕνα μικρὸ πουλάκι νὰ χτυπάει μὲ τὸ ράμφος του μία φορὰ στὰ δέκα χιλιάδες χρόνια τὸ ὄρος Ἔβερεστ. Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ αὐτὸ κάποια στιγμὴ θὰ γίνει θρίψαλα. Ὁ Παράδεισος, ὅμως, καὶ ἡ κόλαση δὲν θὰ τελειώσουν ποτὲ καὶ κανεὶς δὲν θὰ μπορεῖ νὰ μεταβεῖ οὔτε γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν μία κατάσταση στὴν ἄλλη. Τὰ γήινα χρόνια ποὺ μᾶς δίνει ὁ Κύριος εἶναι ὑπεραρκετὰ γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουμε τὸν Παράδεισο ἢ τὸν Ἅδη. 

            Γιὰ αὐτὲς τὶς ἀλήθειες παρακαλεῖ ὁ βασανισμένος πλούσιος τὸν Ἀβραὰμ νὰ στείλει τὸν Λάζαρο πίσω στὴ γῆ. Γιὰ νὰ τὶς μαρτυρήσει στοὺς ἀδελφούς του ποὺ ζοῦν στὴν ἁμαρτία, ὥστε νὰ μετανιώσουν καὶ νὰ μὴν ἔλθουν καὶ ἐκεῖνοι στὰ βάσανα. Ὁ Ἀβραάμ, ὅμως, ἀρνεῖται καὶ λέει ὅτι ἐφόσον ἔχουν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν τὸν τηροῦν, οὔτε ὁ ἀναστημένος θὰ μπορέσει νὰ τοὺς ὁδηγήσει σὲ μετάνοια. Οἱ ἀδελφοὶ τοῦ πλουσίου πάσχουν ἀπὸ τὸ μεγαλύτερο κακό, τὴν ψυχικὴ πόρωση. Οἱ ἁμαρτίες τοὺς ἔχουν καταστήσει τυφλοὺς καὶ ἐνῶ βλέπουν, δὲν βλέπουν. Ἔχουν πνίξει κάθε ἔλεγχο τῆς συνείδησης, ἔχουν τόσο ἐθιστεῖ στὰ πάθη, ποὺ ἀκόμη καὶ ἡ θέα ἑνὸς ἀναστημένου δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς διορθώσει.

             Ἀβραὰμ μίλησε ἀπόλυτα ὅταν εἶπε ὅτι οὔτε ὁ ἀναστημένος δὲν μπορεῖ νὰ διορθώσει τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ πλουσίου. Ναί, ὅμως, δὲν θὰ ἦταν καλὸ νὰ ἔστελνε ὁ Θεὸς πίσω τὸν Λάζαρο νὰ κηρύξει μετάνοια ὡς μία δεύτερη εὐκαιρία;  Κι ὅμως, τὸ ἔκανε λίγο καιρὸ ἀργότερα. Ἀνέστησε τὸν τετραήμερο Λάζαρο, ὁ ὁποῖος μίλησε γιὰ ὅσα βίωσε μετὰ θάνατον. Ὡστόσο, οἱ Ἰσραηλίτες δὲν μετανόησαν. Μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου σκέφτηκαν νὰ φονεύσουν καὶ τὸν Χριστὸ (τὸ ὁποῖο ἔκαναν), ἀλλὰ καὶ τὸν Λάζαρο. Παρέμειναν, δηλαδή, ἴδιοι. 

            ν κατακλείδι, ἡ ἰδιότητα τοῦ Χριστιανοῦ ποὺ φέρουμε μὲ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, μᾶς ἐπιφορτίζει μὲ τὸ καθῆκον νὰ μὴν παραβλέπουμε τοὺς ἀδελφούς μας ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε πρὸς ὅλους «οἰκτίρμονες (δηλαδὴ ἐλεήμονες), ὅπως καὶ ὁ Οὐράνιος Πατέρας μας οἰκτίρμων ἐστί».  Ἐλεημοσύνη δὲν εἶναι μόνο τὸ νὰ δίνουμε χρήματα. Ἐλεημοσύνη εἶναι, ἐπίσης, τὸ νὰ ποῦμε τὸν καλὸ λόγο, νὰ προσευχηθοῦμε γιὰ τὸν ἀδελφό μας, νὰ τὸν παρηγορήσουμε, νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦμε στὴν ἀσθένειά του, ἢ ἀκόμα καὶ νὰ τὸν ἐλέγξουμε, ἂν χρειαστεῖ, πρὸς ὄφελος τῆς ψυχῆς του. Ἂν ἔτσι ζήσουμε, θὰ χαιρόμαστε ἀκούοντας τὸ «μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται». Ἀμήν.

Μετ’ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας

 ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε' ΛΟΥΚΑ: Ὁμιλία εἰς τόν πλούσιον καί τόν εἰς τόν Λάζαρον (Ὁσίου Ἀστερίου Ἐπισκόπου Ἀμασείας)

 

Ὁμιλία τοῦ Ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀστερίου Ἐπισκόπου Ἀμασείας, στό κατά Λουκάν Εὐαγγέλιον εἰς τόν πλούσιον καί εἰς τόν Λάζαρον


Ο Θεός και Σωτήρ ημών εκπαιδεύει τους ανθρώπους όχι μόνον με αποφατικά και δογματικά θεσπίσματα, ώστε να μισούν την κακίαν και να αγαπούν την αρετήν, αλλά χρησιμοποιώντας και διαφωτιστικά υποδείγματα, παραδίδει με σαφήνεια τα μαθήματα της αγαθής βιοτής. Μας βοηθεί έτσι με έργα και με λόγους, να προαχθούμε στην κατάληψη της αγαθής και φιλοθέου ζωής. Πράγματι, αφού επανειλημμένως μας έχει παραγγείλει με το στόμα των Προφητών και των Ευαγγελιστών, αλλά και με την φωνήν την ιδικήν του, να αποστρεφώμεθα μεν τον υπερήφανον και υπεροπτικόν πλούτον, την δε φιλάνθρωπον διάθεση και την συνδυασμένην με την αρετήν πτωχεία να την αγαπούμε, έτσι και τώρα για να κάμει ακόμη πιο αξιόπιστον την συμβουλή για το καλόν, τεκμηριώνει τον λόγον με πρακτικά υποδείγματα, και με μίαν διήγηση περιγράφει τον πλούσιον και τον πτωχόν. Μας παρουσιάζει την αγάπη του ενός προς τις τιμές και τις απολαύσεις, σε συνδυασμό με την τεθλιμμένην ζωήν του άλλου, αλλά και την κατάληξη που είχε ο καθένας, για να ερευνήσωμε σε ποίον από τους δύο αυτούς αντιθέτους τρόπους ζωής υπάρχει η αλήθεια, και να γίνωμε συνετοί κριταί του εαυτού μας.

«Άνθρωπός τις ην πλούσιος και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον». Με την χρήση δύο συντόμων ονομάτων ο λόγος εμπαίζει και διακωμωδεί την πλαδαρά και άμετρον διάχυσιν όσων πλουτούν κακώς. Διότι της μεν πορφύρας το χρώμα είναι πολυδάπανον και εξεζητημένον, της δε βύσσου η χρήσις τουλάχιστον δεν είναι αναγκαία. Εκείνοι όμως που εχουν εκλέξει τον ορθόν και απερίεργον τρόπον ζωής, αρέσκονται και αγαπούν να χρησιμοποιούν μόνον τα αναγκαία, να αποφεύγουν δε τον συρφετόν της ματαίας κενοδοξίας, καθώς και την πολυδάπανον διαβίωσιν, ως μητέρα της κακίας. Και για να γνωρίσωμε σαφέστατα την δύναμη του λεγομένου, ας καθορισθεί πρώτα η χρήσις των ενδυμάτων, ποία είναι τα οριά της και ποίοι οι κανόνες τους οποίους ακολουθούν οι συνετοί. Τι λέγει λοιπόν ο νόμος του δικαίου; Ο Θεός εδημιούργησε το πρόβατον με πλουσίαν κόμη και πολύ μαλλί. Πάρτο αυτό, κόψτου το μαλλί και δώστο στην υφαντικήν τέχνη. Κατασκεύασε με αυτό χιτώνα και ιμάτιον, ώστε να αποφεύγεις την ταλαιπωρίαν του χειμώνος και την βλάβη από τον καύσωνα. Εάν πάλι χρειάζεσαι και ένα ελαφρότερον ένδυμα κατά την εποχήν του θέρους, ο Θεός έδωσε την χρήσιν του λινού για μεγαλυτέραν άνεσιν. Σου είναι πολύ εύκολον να αποκτήσεις από αυτό το υλικόν όμορφο κάλυμμα για το σώμα σου, το οποίον θα σε ενδύει, και συγχρόνως θα σε δροσίζει με την ελαφρότητά του. Και όταν θα τα απολαύσεις αυτά, απόδωσε στον Κτήστιν ευχαριστία για το ότι όχι μόνο μας εδημιούργησεν, αλλά και για την ασφάλεια της ζωής μας εφρόντισεν. Αν όμως αφήσεις το πρόβατον και το μαλλί του και τα άλλα αναγκαία παρασκευάσματα για τα οποία έχει προνοήσει ο δημιουργός των όλων, και παρεκκλίνοντας σε ανοήτους επιθυμίες επιζητείς την βύσσον και συνάγεις τα νήματα των περσικών σκωλήκων, υφαίνεις δε αέρινον ιστόν αράχνης, και ερχόμενος στον βαφέα του προσφέρεις μεγάλες αμοιβές για να θηρεύσει κοχλίες από την θάλασσα και να βάψει με το αίμα αυτού του ζώου το ενδυμά σου, αυτό είναι χαρακτηριστικόν ανθρώπου υπερβολικά φιλοκτήμονος, ο οποίος σπαταλά την περιουσίαν του, και δεν έχει πού να διαθέσει το περίσσευμά της. Και για τούτο ευλόγως αυτός ο άνθρωπος μαστιγώνεται από το Ευαγγέλιον κατηγορούμενος ως βλαξ και θηλυπρεπής, αφού καλλωπίζεται με στολισμούς αθλίων κορασίων…

Στην πορφύρα δε και την βύσσον προσέθεσε το oτι ετρυφούσε κάθε ημέρα λαμπρώς. Οπωσδήποτε και τα δύο αυτά φανερώνουν μίαν και την αυτήν εσωτερικήν διάθεση, ο άχρηστος δηλαδή και εξεζητημένος στολισμός των ενδυμάτων, και η ηδυπαθής υποδούλωσις στην γαστέρα και τον φάρυγγα.
Η τρυφή λοιπόν είναι πράγμα που αντίκειται στην φιλάρετο ζωήν, φανερώνει δε μαλθακότητα και σύγχυσιν, άμετρον απόλαυση και ήθος δουλοπρεπές. Και όταν μεν αυτό ακούγεται, φαίνεται ωσάν να είναι ένα και το αυτό πράγμα. Όταν όμως εξετάζεται κατά μέρος και προσδιορίζεται ακριβώς, βλέπουμε ότι συνίσταται από πολλήν και ποικίλην και πολυκέφαλον κακίαν. Διότι τρυφή ημπορεί να υπάρξει και χωρίς την παρουσία πολλών υλικών αγαθών. Είναι δε αδύνατον να συσσωρεύσει κανείς υλικόν πλούτο χωρίς να αμαρτήσει, εκτός εάν συμβεί μία σπανία περίπτωσις, να έχει κάποιος και πλούτον άφθονον και να τηρεί με ακρίβεια το δίκαιον, όπως ο Ιώβ. Αυτός λοιπόν που ζει με τρυφήν χρειάζεται πρώτον οικίαν πολυτελή, στολισμένην όπως οι νύμφες με ψηφίδες και λίθους και χρυσόν, με προσανατολισμό κατάλληλον, ανάλογο με τις εναλλαγές των εποχών του έτους. Διότι πρέπει τον χειμώνα να κατοικεί σε μέρος ευήλιον και στραμμένον προς τις ακτίνες του νότου, η θερινή του όμως κατοικία πρέπει να βλέπει προς βορράν ώστε να αερίζεται από λεπτές και συγχρόνως ψυχρές βορεινές αύρες. Εκτός τούτου χρειάζονται πολυτελή καλύμματα για να ενδύουν τα βάθρα, τις κλίνες, τα στρώματα, τις θύρες. Πράγματι, όλα όσα έχουν, και τα άψυχα, τα ενδύουν επιμελώς, ενώ την ίδια στιγμήν οι πτωχοί ενδύονται ελεεινώς. Πρόσθεσε επί πλέον σ’ αυτά και αναλογίσου τον άργυρο των σκευών, τον χρυσόν, την πολυδάπανον προμήθεια των φασιανών, τον οίνον από την Φοινίκη, ο οποίος ρέει άφθονος για τους πλουσίους και πανάκριβος, από τις αμπέλους της Τύρου. Και εκτός τούτων, όλην την προπαρασκευήν της απολαύσεως, την οποίαν μόνον όσοι την μεταχειρίζονται ημπορούν να κατονομάσουν επιμελώς. Αυξανομένη δε καθημερινώς η τρυφή επί το πολυπλοκώτερον, χρησιμοποιεί στα φαγητά αρώματα από την Ινδίαν, ούτως ώστε οι μυροπώλες υπηρετούν τους μαγείρους περισσότερον από ό,τι οι ιατροί. Εδώ βάλε στο νου σου το πλήθος που περικυκλώνει κάθε τραπέζι, τους τραπεζοποιούς, τους οινοχόους, τους ταμίες και όσους πληρώνονται από αυτούς, τους μουσικούς, τις μουσικές, τις χορεύτριες, τους αυλητάς, τους γελωτοποιούς, τους κόλακες, τους παρασίτους, όλον τον συρφετόν που ακολουθεί την ματαιότητα.

Για να αποκτηθούν όλα αυτά, πόσοι πτωχοί αδικούνται! Πόσοι ορφανοί γρονθοκοπούνται! Πόσες χήρες δακρύζουν! Πόσοι σπαράσσονται δεινώς και τρέχουν στην αγχόνη! Και η ψυχή αυτών των ανθρώπων ωσάν να εγεύθη κάποιο νερό της λήθης, λησμονεί ολοτελώς τον εαυτόν της, δηλαδή ποία είναι και με τι έχει συζευχθεί, και ότι κάποτε αυτή η συζυγία της θα λυθεί, και όταν αναδημιουργηθεί το σώμα θα συγκατοικήσει πάλι μαζί του. Όταν έλθει ο κατάλληλος καιρός, και το απαραίτητον πρόσταγμα το οποίον την αποσπά από την κοινωνία με το σώμα, τότε γίνεται απολογισμός όλης της ζωής και ανωφελής μετάνοια, κατόπιν εορτής. Διότι η μεταμέλεια οφελεί τότε, όταν εκείνος που αλλάζει γνώμην έχει εξουσίαν της διορθώσεως. Όταν όμως η διόρθωσις γίνει ακατόρθωτος, η λύπη είναι άχρηστος, και ματαία η μετάνοια.

«Πτωχός δε τις ην ονόματι Λάζαρος». Και συνεχίζοντας ο λόγος τον χαρακτηρίζει όχι απλώς πτωχόν, δηλ. εστερημένον από δαπάνες και από την κτήση των αναγκαίων, αλλά επί πλέον και κατεχόμενον από οδυνηράν ασθένειαν, και σωματικώς καταβεβλημένον, χωρίς οικία, χωρίς οικογένεια, χωρίς θεραπεία, πεσμένον στην πύλη του πλουσίου. Και πολύ επιμελώς διεκτραγωδεί στην συνέχεια της διηγήσεως τις συμφορές του πτωχού, για να στηλιτεύσει την σκληρότητα εκείνου που δεν τον ελεεί.
Διότι όποιος δεν υποφέρει καθόλου, ούτε συμπάσχει εμπρός στην λιμοκτονία και την ασθένειαν, είναι άλογον θηρίον το οποίον κακώς έχει λάβει μορφήν ανθρώπου, και με την προαίρεσή του διαψεύδει την φύση, ή μάλλον είναι και από τα ίδια τα θηρία πιο ασυμπαθής, αφού και οι χοίροι αισθάνονται κάποιαν λύπην όταν σφάζεται ένας χοίρος, και βλέποντας το θερμόν αίμα να ρέει, γρυλλίζουν μελαγχολικά. Και οι βόες περικυκλώνουν τον φονευόμενον ταύρον, εκδηλώνοντας τον πόνο τους με έναν μυκηθμό γεμάτον πάθος. Τα δε σμήνη των γερανών, όταν κάποια σύντροφός τους πίπτει στην παγίδα, πετούν γύρω από την κρατουμένην και γεμίζουν τον αέρα με μία θρηνητικήν κραυγή, ζητώντας την ομόφυλο και σύντροφό τους. Και ο άνθρωπος, το λογικόν και ήμερον ζώον, το οποίον έχει αποστολήν να ομοιωθεί με τον Θεόν προοδεύοντας στην αγαθότητα, φροντίζει τόσον ολίγον για τους συνανθρώπους του στις οδυνηρές περιστάσεις των συμφορών τους!

Εκείτετο λοιπόν ο πονεμένος αυτός και ευγνώμων πτωχός χωρίς πόδια, διότι αν είχε θα έφευγε από τον απεχθή εκείνον και υπερήφανον, θα άλλαζε τόπον αντί της ξενοκτόνου εκείνης πύλης που ήταν κλεισμένη για τους πτωχούς, στερημένος από χέρια, χωρίς να έχει καν παλάμη να απλώσει για ελεημοσύνην, με φραγμένα και αυτά τα όργανα της φωνής, παράγοντας μόνον έναν βραχνό και τραχύν ήχον από το στήθος, με ακρωτηριασμένα όλα τα μέλη του, απομεινάρια κακής ασθενείας, μελαγχολικόν δείγμα της ανθρωπίνης αδυναμίας. Αλλά όμως ούτε ο κατάλογος αυτός των συμφορών κατέστη δυνατόν να συγκινήσει εκείνον τον άκαμπτον, αλλά παρέβλεπε σαν κάποιον λίθο τον άνθρωπον, αμαρτάνοντας χωρίς πρόφαση. Διότι δεν ημπορούσε να προβάλει την κοινήν και πρόχειρον δικαιολογίαν ότι δεν εγνώριζα, δεν είχα πάρει είδηση, διέφευγε της προσοχής μου ότι ο πτωχός υποφέρει. Γιατί εκείνος εκείτετο εμπρός στην πύλη, θέαμα για τους εισερχομένους και τους εξερχομένους, για να καταστήσει αναπολόγητον τoν υπερήφανον εκείνον. Επιθυμούσε και τα ψιχία της τραπέζης, και ούτε αυτά ημπορούσε να απολαύσει, αλλά ενώ ο πλούσιος εκινδύνευε να διαρραγεί από την πλησμονήν, ο πτωχός έλιωνε από την πείνα. Είναι καλόν και δίκαιον να αναθέσωμε σε εκείνην την Χαναναίαν από την Φοινίκη να διδάξει τον μισάνθρωπον πλούσιον, λέγοντάς του εκείνα που έχουν γραφεί, δηλαδή: Ω, αχαρακτήριστε και υπερήφανε, «και τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών». Και συ δεν εθεώρησες άξιον αυτής της δωρεάς ούτε τον αδελφόν, τoν συνάνθρωπόν σου; Αλλά οι μεν κύνες ετρέφοντο επιμελώς, οι φύλακες ιδιαιτέρως, οι κυνηγοί του χωριστά, και υπό στέγην κατοικούσαν και κλίνην και υπηρέτες διέθεταν, ο καθένας από τους οποίους είχε την αποστολήν του. Η δε εικόνα αυτή του Θεού, είχε ριφθεί στο χώμα παρημελημένη και καταπατουμένη, αυτή που διεπλάσθη από τoν αριστοτέχνην και δημιουργόν των όλων με το ίδιο του το χέρι, όπως αξιοπίστως τεκμηριώνει ο Μωυσής στην Γένεση.

Και αν ετελείωνε μέχρις εδώ το διήγημα του Λαζάρου, και αυτή ήταν η φύσις των πραγμάτων, ώστε η ζωή μας να περιορίζεται στην ανωμαλίαν αυτού του κόσμου, θα άφηνα παραπονούμενος δυνατές φωνές, πως εμείς που δημιουργηθήκαμε ομότιμοι, διάγουμε τόσον άνισα μαζί με τους συνανθρώπους μας. Επειδή όμως πτωχέ μου αδελφέ, τα υπόλοιπα είναι ωραία να τα ακούσει κανείς, αφού πρώτα στενάξεις για τα προηγούμενα, ετοιμάσου να ευθυμήσεις, μαθαίνοντας την μακαρίαν απόλαυση του συμπτώχου σου. Διότι θα ακούσεις για το ακριβές δικαστήριον του δικαίου κριτού, στο οποίο στενάζει αυτός που έζησε μέσα στα πάθη και τις ηδονές, και τρυφά εκείνος που μοχθούσε. Ο καθένας τους αποκομίζει αυτά που του αξίζουν.

«Εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν και απενεχθήναι υπό των αγγέλων εις τoν κόλπον του Αβραάμ». Βλέπεις τους διακονητάς του δικαίου και πτωχού, και τους υπηρέτες της μεταστάσεώς του; Άγγελοι ανέλαβαν να τον προστατεύουν, οι οποίοι βλέποντας προς αυτόν με προσήνεια και πραότητα, προεδήλωναν με το σχήμα τους την απόλαυση και την αίνεση που τον αναμένει. Διότι μετεφέρθη και ετοποθετήθη στις αγκάλες του πατριάρχου Αβραάμ, πράγμα που παρέχει αφορμήν απορίας σε όσους ερευνούν τα βάθη των Γραφών. Πράγματι, εάν όλοι οι δίκαιοι που φεύγουν από την ζωήν αυτήν, μετεφέροντο στoν ίδιον τόπον, η αγκάλη αυτή θα ήταν πολύ μεγάλη, η εκτασίς της θα ήταν άπειρος, εάν βεβαίως έμελλε να χωρέσει όλον το πλήθος των οσίων. Εάν όμως αυτό είναι εντελώς αδύνατον, διότι μια ανοικτή αγκάλη, δύσκολα περικλείει και έναν ακόμη άνθρωπο, το πολύ δε δύο βρέφη, τότε εδώ πρόκειται για κάποιαν θαυμαστήν θεωρίαν, η οποία δια μέσου της εικόνος της αισθητής αγκάλης, μας χειραγωγεί σε κάποια νοητήν πραγματικότητα. Τι εννοεί δηλαδή με αυτό; Ο Αβραάμ, λέγει, δέχεται όσους είχαν θεάρεστον τρόπον ζωής εδώ. Ειπέ μας, λοιπόν, ω θεσπέσιε Λουκά (σου απευθύνομαι σαν να είσαι παρών και να σε βλέπω), γιατί ενώ οι δίκαιοι είναι πολλοί και παλαιότεροι από τoν Αβραάμ, αυτήν την τιμήν την επεφύλαξε γι’ αυτόν που είναι μεταγενέστερος, αποσιωπώντας τoν Ενώχ, τoν Νώε, και όσους άλλους ηκολούθησαν τoν ίδιον τρόπον ζωής;

Αλλά σε αντιλαμβάνομαι νομίζω, και δεν απομακρύνει από το θέμα μας η εξήγηση που έχω στο νου μου. Επειδή δηλαδή ο Αβραάμ ήταν δούλος του Χριστού, και αυτός εδέχθη τις φανερώσεις του Χριστού περισσότερον από τους άλλους ανθρώπους, αλλά και το μυστήριον της Τριάδος διετυπώθη αρκετά φανερά στην σκηνή τούτου του γέροντος, τότε που εφιλοξένησε τους τρείς αγγέλους ως άνδρες οδοιπόρους. Και γενικώς από πολλά μυστικά αινίγματα, αυτός ο άνθρωπος έγινε οικείος του Θεού, ο οποίος μετά από χρόνια εφόρεσε την σάρκα, και δια μέσου του ανθρωπίνου τούτου παραπετάσματος ομίλησε φανερά στους ανθρώπους. Γι’ αυτό λέγει ότι ο κόλπος, η αγκάλη του, είναι ωσάν γαλήνιος λιμένας και ακύμαντον αναπαυτήριον των δικαίων. Διότι η σωτηρία όλων μας και η ελπίς και η προσδοκία του μέλλοντος αιώνος είναι ο Χριστός, ο οποίος ως γνωστόν εβλάστησεν ανθρωπίνως από την σάρκα του Αβραάμ. Και μου φαίνεται ότι η τιμή που αποδίδει ο λόγος προς τoν γέροντα, έχει αναφοράν στoν Σωτήρα, ο οποίος είναι και κριτής και μισθαποδότης της αρετής, και προσκαλεί τους δικαίους με την ευγενικήν φωνή του λέγοντας: «Δεύτε, οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν».

«Εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν». Είναι διπλή η έννοια της πτωχείας του Λαζάρου. Δηλώνει αφ’ ενός μεν την έλλειψη των αναγκαίων, αφ’ ετέρου δε την μετριοφροσύνην και την ταπεινότητα του ήθους. Μην οικειοποιείται λοιπόν τον έπαινον της αρετής εκείνος που είναι άπορος από υλικά αγαθά, και πτωχός σε χρήματα, ούτε να νομίζει ότι θα του αρκέσει η πτωχεία για να σωθεί. Διότι δεν επαινείται ο κατ’ ανάγκην πτωχός, αλλά θαυμάζεται εκείνος που έχει και εσωτερικήν μετριοφροσύνην. Επειδή σε αυτούς που απλώς είναι άποροι, έχουν όμως διαγωγήν ακαλλιέργητον και δεν αγωνίζονται για την αρετήν, η αναγκαστική ακτημοσύνη τους γίνεται εφόδιον πολλών και πονηρών τολμημάτων. Και μάλιστα εγώ, όποτε έχω παρευρεθεί σε επίσημο δικαστήριον, είδα ότι όλοι οι κλέπτες και οι σωματέμποροι, οι λωποδύτες και αυτοί οι δολοφόνοι, είναι πτωχοί, χωρίς οικία και οικογένεια. Ως εκ τούτου είναι ολοφάνερον ότι η Γραφή εδώ μακαρίζει τον πτωχόν εκείνον ο οποίος υπομένει τους μόχθους με ψυχήν φιλόσοφον, καρτερεί δε με γενναιότητα τις διάφορες περιστάσεις της ζωής, και δεν καταφεύγει σε καμμίαν κακουργία για να χαρίσει στην σάρκα την απόλαυση της τρυφής. Αυτόν εννοεί σαφώς ο Κύριος στον πρώτον μακαρισμόν, όταν λέγει «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι». Ούτε λοιπόν κάθε πτωχός είναι δίκαιος, αλλά εκείνος που είναι σαν τον Λάζαρον, ούτε κάθε πλούσιος είναι καταδικασμένος, αλλά αυτός που ζεί με προαίρεσιν ομοίαν με εκείνην που είχεν ο σύγχρονος του Λαζάρου.

Και ολοφάνεροι μάρτυρες τούτου είναι όσοι είχαν την εμπειρίαν αυτή στην ζωή τους. Πράγματι, ποίος ήταν πλουσιώτερος από τον Ιώβ; Αλλά όμως η περισσή ευπορία ούτε απεξένωσε τον άνδρα αυτόν από την δικαιοσύνην, ούτε, με έναν λόγον, τον εξώρισεν από την αρετήν. Ποίος ήταν πτωχότερος από τον Ισκαριώτη; Και όμως δεν τον οφέλησε καθόλου η πτωχεία στην σωτηρία του, αλλά μολονότι συνανεστρέφετο με τους ένδεκα πτωχούς φιλοσόφους και μάλιστα με τον ίδιον τον Κύριον, ο οποίος επτώχευσεν αυτοπροαιρέτως, παρεξετράπη από την κακήν του προαίρεση στη φιλαργυρία και από αυτήν εραδιούργησε και την προδοσίαν.

Αξίζει όμως να εξετάσωμε συνετώς και την εκφορά που έγινε στον καθένα τους όταν απέθαναν. Ο μεν πτωχός λοιπόν όταν εκοιμήθη είχεν αγγέλους να τον προστατεύουν και να τον υπηρετούν, οι οποίοι τον οδηγούσαν με καλές ελπίδες στον τόπον της αναπαύσεως. «Ο δε πλούσιος αποθανών», λέγει, «ετάφη». Με κανένα καταλληλότερον τρόπον δεν θα ημπορούσε η Γραφή να περιγράψει, και μάλιστα μονολεκτικώς, την άδοξο κατάληξη του πλουσίου. Διότι όταν ο αμαρτωλός αποθνήσκει, όντως θάπτεται, επειδή είναι χοϊκός κατά το σώμα, γήινος δε και κατά την ψυχήν, αφού με την συμπάθεια προς την σάρκα, έχει υποβιβάσει την φυσικήν υπεροχή της ψυχής προς τα υλικά, και δεν αφήνει καμμίαν αγαθήν ανάμνηση της ζωής του, αλλά καλύπτεται από άδοξο λήθη, και έχει το ίδιο τέλος με τα βοσκήματα. Διότι όπως ο τάφος δέχεται το σώμα, έτσι και ο άδης την ψυχή: δύο σκοτεινά δεσμωτήρια που μοιράζονται του πονηρού ζώου την τιμωρίαν. Και ποίος δεν θα κατηγορούσε τον άθλιον για την απερισκεψία του; Όσον ευρίσκετο επάνω από το χώμα, εκαυχάτο, υπερηφανεύετο, περιφρονούσε όλους τους οικείους και συνανθρώπους του, και θεωρούσε σχεδόν σαν μύρμηκες και σκώληκες όποιους συναντούσε, έτοιμος να διαρραγεί από την κενοδοξίαν. Όταν όμως απεσπάσθη από την ζωήν αυτή, και εστερήθη σαν μαστιγωμένος δούλος από εκείνα που δεν του ανήκαν, των οποίων από μωρίαν ενόμιζε πως είναι κύριος, τότε κρημνίζεται στην αντίρροπο της υπερηφανείας ταπεινότητα, και εκφωνώντας γραώδεις οδυρμούς επικαλείται διαρκώς και ανωφελώς τον Πατριάρχην, λέγοντας: «Πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον, ίνα βάψει το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύξει την γλώσσαν μου, ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη», ζητώντας έλεος, το οποίον δεν έδωσε τότε που είχε πρόχειρον την εξουσία να ευεργετεί. Και είχε την αξίωση να έλθει βοηθός του κατά του πυρός ο Λάζαρος, επιθυμώντας να απομυζήση τον δάκτυλο του λεπρού, δροσισμένον με λίγο νερό. Αυτές είναι οι απερισκεψίες των φιλοσωμάτων, αυτό είναι το τέλος των φιλοπλούτων.

Οφείλει λοιπόν όποιος είναι συνετός και ανησυχεί για το μέλλον, να αποφύγει την πείραν των ομοίων κακών, θεωρώντας την παραβολήν, ως φάρμακον που μας προφυλάσσει από την ασθένεια, και να ασκήσει την συμπάθεια και την φιλανθρωπίαν ως αιτίαν της μελλούσης ζωής. Διότι ο λόγος μας εξέθεσε δραματικώς την νουθεσίαν, αναφερόμενος σε ορισμένα πρόσωπα, ώστε να διδαχθούμε εμψύχως, με ζωντανά υποδείγματα, τον νόμον της αγαθής βιοτής και ποτέ να μη καταφρονήσωμε τα παραγγέλματα της Γραφής, ωσάν να εκφοβίζουν δήθεν μόνον λεκτικώς, χωρίς να προάγουν την απειλήν σε τιμωρία. Γνωρίζω πράγματι, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δελεάζονται από παρόμοιες υποψίες, και χαρίζουν στον εαυτόν τους ανεμπόδιστον την εξουσία του να αμαρτάνουν. Αλλά από ό,τι είδαμε εδώ, η Γραφή διδάσκει ότι καμμία συγγνώμη δεν ημπορεί να ελαφρύνει εκείνην την κόλασιν, ούτε εκείνη η φιλανθρωπία ελαττώνει την ορισμένην τιμωρίαν, εάν μάλιστα πρέπει να τεκμηριώσωμε τον λόγον από αυτά που είπεν ο Πατριάρχης.

Διότι αν και τόσο πολλές ικεσίες και μύριες ελεεινές φωνές ήκουσε από τον πλούσιον, ούτε από τους οδυρμούς του εκάμφθη, ούτε τον εξέβαλε από την οδύνην, εκείνον που πικρώς εμαστίζετο, αλλά με αυστηρόν φρόνημα επεκύρωσε την δικαίαν κρίσιν, λέγοντας ότι ο Θεός ετοποθέτησε τον καθένα εκεί που του άξιζε. Και σε σένα μεν, ο οποίος απελάμβανες την ζωήν σου εις βάρος των ξένων συμφορών, ορίσθησαν αυτά τα βασανιστήρια ως καταδίκη για τα πλημελήματά σου. Σε εκείνον δε, ο οποίος εμόχθησε εκεί και κατεπιέσθη, και εγεύθη την πικρία σε όλην την ένσαρκο ζωήν του, απενεμήθη εδώ γλυκεία και ευφρόσυνος κατάστασις. Όμως εκτός αυτού, υπάρχει και χάσμα μέγα, το οποίον τους εμποδίζει να έλθουν σε επαφή μεταξύ τους, και χωρίζει τους τιμωρούμενους από τους τιμώμενους, για να διάγουν ξεχωριστά, έχοντας καθαράν την απόλαυση των αγαθών και των κακών.


Πιστεύω δε ότι η αισθητή παραβολή, αποτελεί υπαινιγμό νοητής θεωρίας. Δεν πρέπει δηλαδή να εννοήσωμε κάποιαν τάφρο την οποίαν έχουν ανοίξει οι άγγελοι, όπως γίνονται τα χαρακώματα μεταξύ των εχθρικών στρατοπέδων, αλλά ο Λουκάς έθεσε την εικόνα του χάσματος για να τονίσει την σαφή διάκριση, το ότι δεν υπάρχει επικοινωνία μεταξύ αυτών που έζησαν ενάρετα και των άλλων. Επισφραγίζει δε αυτήν την εξήγησή μας και ο Ησαίας λέγοντας «Μη ουκ ισχύει η χείρ Κυρίου του σώσαι, ή εβάρυνε το ους αυτού του μη ακούσαι; Αλλά τα αμαρτήματα υμών, διϊστώσιν ανά μέσον υμών και ανά μέσον του Θεού».

(4ος αιών, ΒΕΠΕΣ τόμ. 71, σελ. 237 - Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 337 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ


Δείτε σχετικά:

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε' ΛΟΥΚΑ «Ἡ παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου»: Εὐαγγέλιο - Ὁμιλία διά τοῦς πλούσιους καί φτωχούς ἐνώπιον τῆς σωτηρίας (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ).