† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Δευτέρα 31 Μαΐου 2021

ΟΙ ΑΓΙΟΙ 13 ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΑΝΤΑΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΥΠΟ ΤΩΝ ΛΑΤΙΝΩΝ (ΠΑΠΙΚΩΝ) ΜΑΡΤΥΡΙΣΑΝΤΕΣ †1231 (19 Μαΐου)

 




Άγιοι Ιωάννης, Κόνων, Ιερεμίας, Μάρκος, Κύριλλος, Θεόκτιστος, Βαρνάβας, Μάξιμος, Θεόγνωστος, Ιωσήφ, Γεννάδιος, Γεράσιμος και Γερμανός.
Οι Μακάριοι αυτοί Πατέρες και της Αλήθειας Ομολογητές, έλαμπαν με τη ζωή τους στο νησί της Κύπρου τον 13ο αιώνα, στη Μονή Καντάρας.


Το έτος 1228, έφθασαν στην Κύπρο, δύο ευσεβείς ασκητές, από ένα μοναστήρι του Καλού Όρους, που βρίσκεται στην Παμφυλία τους Μικράς Ασίας, και ονομάζονταν Ιωάννης και Κόνων. Ήρθαν στο νησί, έτοιμοι να θυσιάσουν τους εαυτούς τους μέχρι αίματος για την αληθινή ορθόδοξη πίστη, προβάλλοντας έτσι ένα λαμπρό παράδειγμα για τους Κυπρίους που περνούσαν δύσκολα χρόνια. Οι λατίνοι κατακτητές του νησιού, επέβαλλαν αφόρητες πιέσεις, βαριές φορολογίες και επεδίωκαν τον εκλατινισμό του νησιού και την υποταγή του στον Πάπα. Οι εκπρόσωποι τους Λατινικής Εκκλησίας ήθελαν να υποτάξουν την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Οι δύο μοναχοί, αφού έφθασαν στη Κύπρο, ανέβηκαν στην Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου του Μαχαιρά. Εκεί στο ησυχαστήριο τους Μονής συνέχιζαν τον πνευματικό τους αγώνα. Μετά από λίγες μέρες άφησαν το μοναστήρι του Μαχαιρά αναζητώντας κάποιον άλλο τόπο ησυχίας. Έφθασαν στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου στον Κουτσοβέντη για να καταλήξουν πλέον και να συνεχίσουν τους αγώνες στο Μοναστήρι τους Παναγίας τους Κανταριώτισσας, κοντά στο κάστρο τους Καντάρας.

Εκεί, λόγω τους ευσέβειας τους και της ασκητικής τους ζωής, προσέλκυαν όλο και πιο πολλούς μοναχούς, πράγμα που ανησύχησε τους Λατίνους και τους ώθησε να λάβουν δραστικά μέτρα. Ο Φράγκος Αρχιεπίσκοπος, ο οποίος με τη βία σφετερίστηκε το θρόνο και έδιωξε σε εξορία τον Άγιο Νικόλαο της Στέγης στην Σολέα που ήταν ο Ορθόδοξος ποιμένας της Κύπρου, στέλνει δύο αντιπροσώπους του, τον ιεροκήρυκα Ανδρέα και τον Ηλιέρμο για να εξετάσουν τι γινόταν στο Μοναστήρι τους Καντάρας. Οι μοναχοί, τους υποδέχονται με καλοσύνη, αποδίδοντας τους μάλιστα την αρμόζουσα τιμή. Ο ιεροκήρυκας Ανδρέας, μετά από τους ανακριτικές ερωτήσεις- από πού ήρθαν, πότε, με ποιο τρόπο κατοίκισαν στο μοναστήρι- άρχισε να τους ρωτά από το Άγιο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο, χωρίς να βρει κάποιο λάθος στις αποκρίσεις των πατέρων. Αφού είδε, άτι όλα τα ερμήνευαν σοφά και σωστά, τους υπέβαλε και το ερώτημα «και για εμάς που τελούμε την Θεία Λειτουργία με άζυμα, τι πιστεύετε;».

Οι 11 μοναχοί με θάρρος απάντησαν «Εμείς ακολουθούμε επακριβώς τα λόγια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού που είπε στο Μυστικό Δείπνο. Τελούμε την Θεία Λειτουργία που έχουμε παραλάβει από τον Κύριον, τους Αποστόλους και τους πατέρες της Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας με το άγιο μυστήριο της Θείας Κοινωνίας με ένζυμο άρτο. Όσον αφορά τώρα το δικό σας φρόνημα για τον άζυμο άρτο, δεν γνωρίζουμε, γιατί ούτε από τους κήρυκες του Χριστού, ούτε από τις άγιες και οικουμενικές συνόδους το παραλάβαμε. Γι' αυτό και όσοι τελούν τις ιερές μυσταγωγίες με άζυμο άρτο, ξεπέφτουν από την αλήθεια και παρερμηνεύουν τις γραφές». Μάλιστα για να αποδείξουν αυτοί οι άγιοι πατέρες την αλήθεια, πρότειναν στους Λατινόφρονες ιεροκήρυκες να τελέσουν δύο Θείες Λειτουργίες, οι μεν με ένζυμο άρτο και οι δε με άζυμο άρτο και μετά από το μυστήριο να μπουν και οι δύο παρατάξεις στην φωτιά, και όποιος μείνει απείραχτος και βγει χωρίς να πάθει καμιά βλάβη, τότε θα αποδείκνυε ποια Θεία Λειτουργία αγιάζει ο Θεός και αυτήν θα ακολουθούσαν.

Αυτά εκνεύρισαν τον ιεροκήρυκα του Πάπα, που άρχισε να τους κατηγορεί ως αιρετικούς και τους έδωσε αμέσως εντολή να κατεβούν στη Λευκωσία στο Φράγκο Αρχιεπίσκοπο για να του δώσουν απολογία για όσα είπαν, δίνοντας τους λίγες μέρες προθεσμία. Στο διάστημα αυτό, οι μοναχοί ετοιμάζονταν πνευματικά, με αγρυπνίες, προσευχές, νηστείες και συχνή κοινωνία των αχράντων μυστηρίων. Ξεκίνησαν έτσι οι μοναχοί να δώσουν την μαρτυρία τους στον Φράγκο Πάπα. Οι πιστοί έτρεχαν πλήθη να τους προϋπαντήσουν για να τους ενισχύσουν και να ενισχυθούν και οι ίδιοι, παίρνοντας την ευχή τους. Μαζί με τους τους 11 μοναχούς τους Παναγίας τους Κανταριώτισσας, ήρθαν και ενώθηκαν και άλλοι δύο μοναχοί από το Μοναστήρι του Μαχαιρά και έτσι γίνονται 13 μοναχοί στον αριθμό.

Παρουσιάζονται μπροστά στον Λατίνο αρχιερέα και η συζήτηση περί ενζύμου και άζυμου άρτου επαναλαμβάνεται. Οι 13 πατέρες μένουν ακλόνητοι στην πίστη τους, χωρίς να λογαριάσουν τις απειλές και τους φοβέρες που τους ανέγγελαν. Το μίσος και ο θυμός των Λατίνων, φτάνει στο αποκορύφωμα από την σταθερή ομολογία των πατέρων. Τότε ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος διέταξε τριετή φυλάκιση τους. Παρέμειναν λοιπόν στην φυλακή υπομένοντας κάθε κακουχία, θλίψη και ταλαιπωρία. Μετέτρεψαν την δυσώδη φυλακή σε πνευματικό εργαστήριο, όπου ανέπεμπαν «ως μύρον ευωδίας πνευματικής» προσευχές, δεήσεις και ψαλμωδίες. Στην διάρκεια της φυλάκισής τους, ένας απ' αυτούς κοιμήθηκε εν Κυρίω από τις ταλαιπωρίες της σκληρής φυλακής. Το όνομα του ήταν Θεόγνωστος.

Τότε προβλέποντας τον βέβαιο θάνατο και οι υπόλοιποι, απεφάσισαν και χειροθετήθηκαν από τον ηγούμενο της Μονής της Παναγίας της Κανταριώτισσας Ιωάννη και τον Κόνωνα αλλά και από τον Ιερεμία, και πήραν το Μέγα αγγελικό σχήμα των μεγαλόσχημων Μοναχών και πήραν τα εξής ονόματα: Μάρκος, Θεόκτιστος, Κύριλλος, Βαρνάβας, Μάξιμος, Ιωσήφ, Γερμανός, Γεράσιμος και Γεννάδιος. Για πολλοστή φορά οδηγούνται μπροστά στο βήμα του Φράγκου αρχιερέα, αλλά η πίστη και η γνώμη τους δεν αλλάζει. Οι Λατίνοι, εξοργισμένοι από την στάση τους, καταδικάζουν τους 12 σε θάνατο. Οι μοναχοί τότε προσεύχονται με υψωμένα τα χέρια στο Θεό, να τους δυναμώσει μέχρι τέλους.

Στις 19 Μαΐου του 1231, αφού τους έδεσαν πίσω από άλογα, τους έσυραν δια μέσου του ποταμού Πεδιαίου, πάνω από πέτρες και στη συνέχεια, μισοπεθαμένοι καθώς ήταν, τους έριξαν στη φωτιά «Και έτσι ετελειώθησαν οι καλλίνικοι του Χριστού μάρτυρες ...».



ΠΗΓΗ: http://www.agiosarsenios.org


Οι δεκατρείς αυτοί Άγιοι μοναχοί έφυγαν από το Άγιον Όρος από άγνωστη αιτία, για να συνεχίσουν τους ασκητικούς αγώνες τους στην Κύπρο.


Σάββατο 29 Μαΐου 2021

Οἱ Ἅγιοι Ἀνδρόνικος καὶ Ἰουνία οἱ Ἀπόστολοι (17 Μαΐου)

 




Τὰ σαρκικὰ πάθη, ἰδιαίτερα στὴν ἐποχή μας, δύσκολα ἀφήνουν νὰ ἀναπτυχθεῖ ἁγνὴ φιλία, καὶ εἰδικότερα ἁγνὴ συνεργασία, μεταξὺ ἑνὸς ἄνδρα καὶ μίας γυναίκας. Ὅμως, δὲν εἶναι ἀκατόρθωτο. Κατορθώνεται, ὅταν μέσα στὶς ψυχὲς καὶ τῶν δυὸ φίλων ῥιζώσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τότε νεκρώνεται τὸ σαρκικὸ φρόνημα καὶ ἐνδιαφέρει μόνο τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς. Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο συνεργάσθηκαν καὶ οἱ ἀπόστολοι Ἀνδρόνικος καὶ Ἰουνία. 

Μὲ τὴν ἁγνή τους συνεργασία, πέτυχαν νὰ ἀποσπάσουν πολλοὺς εἰδωλολάτρες ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ νὰ κτίσουν πολλὲς ἐκκλησίες. Συνεργάσθηκαν μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, γιὰ τοὺς ὁποίους γράφει στὴν πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολή του: «Ἀσπάσασθε Ἀνδρόνικον καὶ Ἴουνιάν τους συγγενεῖς μου καὶ συναιχμαλώτους μου, οἵτινες εἰσὶν ἐπίσημοι ἐν τοῖς ἀποστόλοις, οἳ καὶ πρὸ ἐμοῦ γεγόνασιν ἐν Χριστῷ». Δηλαδή, χαιρετῆστε τὸν Ἀνδρόνικο καὶ τήν Ἰουνία, τοὺς συμπατριῶτες μου, ποὺ καταδιώχθηκαν καὶ φυλακίσθηκαν μαζί μου καὶ εἶναι διακεκριμένοι μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἀσκοῦν τὴν ἀποστολὴ τοῦ κηρύγματος, καὶ οἱ ὁποῖοι μάλιστα προσῆλθαν στὸ Χριστὸ πρωτύτερα ἀπὸ μένα.

Ὁ Ἀνδρόνικος καὶ ἡ Ἰουνία, ἀφοῦ ἔλαμψαν μὲ τοὺς ἀγῶνες τους γιὰ τὴν πίστη, εἰρηνικὰ ἀποδήμησαν στὴν αἰώνια ζωή. (Κατ᾿ ἄλλους Συναξαριστὲς ἡ Ἰουνία λαμβάνεται σὰν Ἰουνίας, δηλ. ἀρσενικοῦ γένους).


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α'. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ. (ψάλεται ως κάθισμα)

Δυὰς φωτοειδής, ἱερῶν Ἀποστόλων, καὶ κήρυκες Χριστοῦ, ἀνεδείχθητε κόσμω, τοὶς πάσι κατασπείραντες, τὸ τῆς χάριτος κήρυγμα, ὅθεν σήμερον, ἠμᾶς πιστῶς εὐφημοῦμεν, ὢ Ἀνδρόνικε, καὶ Ἰουνία θεόφρον, Χριστὸν μεγαλύνοντες.



ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ - Εὐαγγέλιον - Ἀπόστολος (Ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)

 




5 Τῷ καιρῷ ἐκείνω, ἔρχεται ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν ᾿Ιακὼβ ᾿Ιωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ· 6 ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ ᾿Ιακώβ. ὁ οὖν ᾿Ιησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη.
7 ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· δός μοι πιεῖν. 8 οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι. 9 λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σὺ ᾿Ιουδαῖος ὢν παρ' ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται ᾿Ιουδαῖοι Σαμαρείταις.
10 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν. 11 λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν;
12 μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν ᾿Ιακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ; 13 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν·
14 ὃς δι' ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον.
15 λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν. 16 λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε. 17 ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔχω ἄνδρα. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· 18 πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας. 19 λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε,
θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ. 20 οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν ῾Ιεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν.
 21 λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν ῾Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί. 22 ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐστίν.
23 ἀλλ' ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. 24 πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν.
 25 λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα.26 λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι.
 27 καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ' αὐτῆς; 28 ᾿Αφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις·
29 δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός; 30 ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν.
31 ᾿Εν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· ραββί, φάγε. 32 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. 33 ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν; 34 λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον.
35 οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη. 36 καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων.
37 ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων. 38 ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε.
39 ᾿Εκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα. 40 ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ' αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας.
 41 καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ, 42 τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός.

ΑΠΟΔΟΣΗ

Εκείνο τον καιρό πήγε ο Ιησούς στην πόλη της Σαμάρειας πού λεγόταν Συχάρ, κοντά στον τόπο πού έδωσε ο Ιακώβ στο γιο του Ιωσήφ. Ήταν δε εκεί ένα πηγάδι, πού το είχε ανοίξει ο Ιακώβ· ο Ιησούς λοιπόν, κουρασμένος όπως ήταν από την οδοιπορία, πήγε και καθόταν απλά και ταπεινά κοντά στο πηγάδι· η ώρα ήταν πάνω-κάτω μεσημέρι.

Έρχεται μια γυναίκα Σαμαρείτισσα να βγάλει νερό.
Της λέγει ο Ιησούς· δός μου να πιω. Σ' αυτή την ώρα οι μαθητές είχαν πάει στην πόλη για να αγοράσουν τρόφιμα. Του λέγει λοιπόν η γυναίκα η Σαμαρείτισσα· πώς εσύ πού είσαι Ιουδαίος ζητάς να πιεις νερό από μένα πού είμαι Σαμαρείτισσα; Και το είπε αυτό, γιατί δεν έχουν συναναστροφή οι Ιουδαίοι   με   τους   Σαμαρείτες.
 Αποκρίθηκε ο  Ιησούς  και της είπε·Αν ήξερες τη δωρεά του Θεού και ποιος είναι αυτός πού σου λέγει, δός μου να πιω, εσύ θα του ζητούσες και θα σου έδινε νερό ζωντανό. Του λέγει η γυναίκα· Κύριε, ούτε κουβά έχεις, αλλά και το πηγάδι είναι βαθύ· από που λοιπόν έχεις το νερό το ζωντανό;

Μην τάχα είσαι συ πιο μεγάλος από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, πού μας έδωκε το πηγάδι και ήπιε άπ' αυτό και αυτός και τα παιδιά του και τα κοπάδια του;
 Αποκρίθηκε   ο   Ιησούς   και   της   είπε· οποίος πίνει από τούτο το νερό θα ξαναδιψάσει αλλά όποιος θα πιει από το νερό πού εγώ θα του δώσω ποτέ δεν θα διψάσει στον αιώνα, αλλά το νερό πού θα του δώσω θα γίνεται μέσα του νερομάνα, πού θα αναβλύζει αιώνια ζωή. Του λέγει ή  γυναίκα·   Κύριε,  δός μου αυτό το νερό, για να μη διψώ μήτε να έρχομαι εδώ να βγάζω νερό.

Της   λέγει   ο   Ιησούς·   πήγαινε φώναξε τον άνδρα σου και έλα εδώ. Αποκρίθηκε η γυναίκα και είπε· δεν έχω άνδρα. Της λέγει ο Ιησούς·  καλά είπες πώς άνδρα δεν έχω· γιατί πέντε άνδρες είχες με τη σειρά, και αυτός τώρα πού έχεις δεν είναι άνδρας σου· αυτό αλήθεια το είπες.

Του λέγει η γυναίκα· Κύριε, θαυμάζω πώς εσύ είσαι προφήτης. Οι πατέρες μας προσκύνησαν σε τούτο το βουνό· και σεις λέτε πώς στα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος πού πρέπει να προσκυνούμε.  Της  λέγει ο   Ιησούς· γυναίκα, να με πιστέψεις, έρχεται ώρα πού ούτε σε τούτο το βουνό ούτε στα Ιεροσόλυμα θα προσκυνάτε τον Θεό.
Σεις οι Σαμαρείτες   αυτό   πού   προσκυνάτε δεν το ξέρετε, εμείς οι Ιουδαίοι αυτό πού προσκυνούμε το ξέρουμε, γιατί η σωτηρία έρχεται από τους Ιουδαίους. Άλλα έρχεται ώρα, και ήρθε κιόλας, πού οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνήσουν τον Θεό πνευματικά και αληθινά· γιατί τέτοιους ζητάει ο Θεός εκείνους πού τον προσκυνούν.
Ο Θεός είναι πνεύμα και εκείνοι πού τον προσκυνούν πνευματικά και αληθινά πρέπει να τον προσκυνούν.

Του λέγει η γυναίκα· ξέρω πώς έρχεται Μεσσίας πού λέγεται Χριστός· όταν έλθει εκείνος θα μας τα πει και θα τα εξηγήσει όλα. Της λέγει ο Ιησούς· εγώ είμαι πού σου μιλώ. Πάνω στην ώρα ήλθαν και οι μαθητές Του και τους έκανε εντύπωση πού μιλούσε με μια γυναίκα· όμως κανένας δεν του είπε, τί συζητάς ή τί μιλάς μαζί της; Άφησε λοιπόν τη στάμνα της η γυναίκα και έφυγε στην πόλη και λέγει στους ανθρώπους.

Ελατέ να δείτε έναν άνθρωπο πού μου είπε όλα όσα έκαμα· μήπως αυτός είναι ο Χριστός; Βγήκαν λοιπόν από την πόλη και έρχονταν προς αυτόν. Στο μεταξύ οι μαθηταί τον παρακαλούσαν και του έλεγαν διδάσκαλε, φάγε· Εκείνος τους είπε· εγώ έχω να φάγω φαγητό πού εσείς δεν το ξέρετε.

Έλεγαν λοιπόν οι μαθηταί μεταξύ τους· μήπως κανένας του έφερε να φάγει; Τους λέγει ο Ιησούς· δική μου τροφή είναι να κάνω το θέλημα εκείνου πού με έστειλε και να τελειώσω το έργο του. Σεις δεν το λέτε ότι πλησιάζει ο καιρός του θερισμού;
Να, σας λέγω, σηκώστε τα μάτια σας και κοιτάξτε πέρα στα χωράφια πού είναι άσπρα, έτοιμα κιόλας για θερισμό (τα έθνη και τους λαούς εννοούσε). Και εκείνος πού θερίζει παίρνει μισθό και μαζεύει καρπό για την αιώνια ζωή, για να χαίρουν μαζί και εκείνος πού σπέρνει και εκείνος πού θερίζει. Εδώ εφαρμόζεται η αληθινή παροιμία, πώς άλλος σπέρνει και άλλος θερίζει.
Εγώ σας έστειλα να θερίζετε εκείνο για το όποιο σεις δεν έχετε κοπιάσει· άλλοι έχουν κοπιάσει και σεις μπήκατε στον κόπο τους.

Και από την πόλη εκείνη πολλοί από τους Σαμαρείτες πίστεψαν σ' αυτόν, επειδή τους έλεγε η γυναίκα και μαρτυρούσε πώς μου είπε όλα όσα έκαμα. Όταν ήλθαν προς αυτόν οι Σαμαρείτες, τον παρακαλούσαν να μείνει κοντά τους.
Και έμεινε εκεί δυο μέρες. Και ακόμη πιο πολλοί πίστεψαν με τη διδαχή πού τους έκανε, και έλεγαν στη γυναίκα πώς τώρα πια δεν πιστεύουμε, γιατί μας το λες εσύ, αλλά γιατί εμείς οι ίδιοι έχουμε ακούσει και ξέρουμε πώς αυτός είναι πραγματικά ο Χριστός, ο σωτήρας του κόσμου.


19 Οἱ μὲν οὖν διασπαρέντες ἀπὸ τῆς θλίψεως τῆς γενομένης ἐπὶ Στεφάνῳ διῆλθον ἕως Φοινίκης καὶ Κύπρου καὶ Ἀντιοχείας, μηδενὶ λαλοῦντες τὸν λόγον εἰ μὴ μόνον Ἰουδαίοις. 20 Ἦσαν δέ τινες ἐξ αὐτῶν ἄνδρες Κύπριοι καὶ Κυρηναῖοι οἵτινες εἰσελθόντες εἰς Ἀντιόχειαν ἐλάλουν πρὸς τοὺς Ἑλληνιστάς, εὐαγγελιζόμενοι τὸν Κύριον Ἰησοῦν. 21 καὶ ἦν χεὶρ Κυρίου μετ’ αὐτῶν, πολύς τε ἀριθμὸς πιστεύσας ἐπέστρεψεν ἐπὶ τὸν Κύριον. 22 Ἠκούσθη δὲ ὁ λόγος εἰς τὰ ὦτα τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις περὶ αὐτῶν, καὶ ἐξαπέστειλαν Βαρνάβαν διελθεῖν ἕως Ἀντιοχείας· 23 ὃς παραγενόμενος καὶ ἰδὼν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐχάρη, καὶ παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ, 24 ὅτι ἦν ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ πλήρης Πνεύματος ἁγίου καὶ πίστεως· καὶ προσετέθη ὄχλος ἱκανὸς τῷ Κυρίῳ. 25 ἐξῆλθε δὲ εἰς Ταρσὸν ὁ Βαρνάβας ἀναζητῆσαι Σαῦλον, καὶ εὑρὼν αὐτὸν ἤγαγεν αὐτὸν εἰς Ἀντιόχειαν. 26 ἐγένετο δὲ αὐτοὺς καὶ ἐνιαυτὸν ὅλον συναχθῆναι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ διδάξαι ὄχλον ἱκανόν, χρηματίσαι τε πρῶτον ἐν Ἀντιοχείᾳ τοὺς μαθητὰς Χριστιανούς. 27 Ἐν ταύταις δὲ ταῖς ἡμέραις κατῆλθον ἀπὸ Ἱεροσολύμων προφῆται εἰς Ἀντιόχειαν· 28 ἀναστὰς δὲ εἷς ἐξ αὐτῶν ὀνόματι Ἄγαβος ἐσήμανε διὰ τοῦ Πνεύματος λιμὸν μέγαν μέλλειν ἔσεσθαι ἐφ’ ὅλην τὴν οἰκουμένην· ὅστις καὶ ἐγένετο ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρος. 29 τῶν δὲ μαθητῶν καθὼς εὐπορεῖτό τις, ὥρισαν ἕκαστος αὐτῶν εἰς διακονίαν πέμψαι τοῖς κατοικοῦσιν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἀδελφοῖς· 30 ὃ καὶ ἐποίησαν ἀποστείλαντες πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους διὰ χειρὸς Βαρνάβα καὶ Σαύλου.

ΑΠΟΔΟΣΗ 

19 Προηγουμένως οι Χριστιανοί, που είχαν διασκορπισθή, ένεκα του διωγμού εξ αιτίας του Στεφάνου, επέρασαν έως την Φοινίκην και την Κυπρον και την Αντιόχειαν και δεν εκήρυτταν τον λόγον του Θεού, παρά μόνον στους Ιουδαίους, επειδή δεν είχαν εννοήσει ακόμη ότι το Ευαγγέλιον
προωρίζετο και δια τους εθνικούς. 20 Μερικοί δε από αυτούς ήσαν Ιουδαίοι την καταγωγήν, γεννημένοι όμως εις την Κυπρον και την Κυρήνην της Λιβύης. Αυτοί, όταν ήλθαν εις την Αντιόχειαν, εδίδασκαν προς τους Ελληνιστάς Εβραίους, κηρύττοντες το Ευαγγέλιον της σωτηρίας δια του Ιησού Χριστού. 21 Και το χέρι του Κυρίου ήτο μαζή των και έτσι με την θείαν δύναμιν πολύς αριθμός από τους Ιουδαίους αυτούς ελληνιστάς επέστρεψεν στον Κυριον. 22 Εφθασε δε εις τα αυτιά της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων η πληροφορία αυτή δια την διάδοσιν του Ευαγγελίου και έστειλαν τον Βαρνάβαν να υπάγη έως την Αντιόχειαν. 23 Αυτός, όταν ήλθε και είδε την χάριν και την ευλογίαν αυτήν του Κυρίου, εχάρηκε παρά πολύ, παρακαλούσε δε και παρακινούσε όλους αυτούς, που είχαν πιστεύσει, να μένουν με όλην τους την καρδιά πιστοί και αφωσιωμένοι στον Κυριον. 24 Εδικίμασε δε αυτήν την πνευματικήν χαράν και αγαλλίασιν ο Βαρνάβας, διότι ήτο άνθρωπος αγαθός, γεμάτος Πνεύμα Αγιον και πίστιν. Από την διδασκαλίαν δε και το παράδειγμα του Βαρνάβα προσετέθη πολύς λαός εις την Εκκλησίαν του Κυρίου. 25 Επήγε δε ο Βαρνάβας εις Ταρσόν, δια να ζητήση τον Παύλον ως βοηθόν του. Και αφού τον ευρήκε, τον έφερε εις την Αντιόχειαν. 26 Επί ένα δε ολόκληρον έτος οι δύο αυτοί Απόστολοι συμετείχαν εις τας συγκεντρώσεις των πιστών της εκεί Εκκλησίας και εδίδασκαν πλήθος πολύ. Εκεί δε εις την Αντιόχειαν, δια πρώτη φοράν, ωνομάσθησαν οι μαθηταί του Χριστού, Χριστιανοί. 27 Κατά τας ημέρας δε αυτάς ήλθαν εις την Αντιόχειαν από τα Ιεροσόλυμα μερικοί προφήται.28 Ενας δε από αυτούς, ονόματι Αγαβος, εσηκώθηκε και, φωτισμένος από το Πνεύμα το Αγιον, προανήγγειλε ότι έμελλε να γίνη μεγάλη πείνα εις όλην την οικουμένην. Αυτή δε η πείνα έγινε πράγματι επί της αυτοκρατορίας του Κλαυδίου Καίσαρος. 29 Ολοι δε οι Χριστιανοί, ανάλογα έκαστος με τας οικονομικάς του δυνατότητας, απεφάσισαν να στείλουν βοηθήματα δια την εξυπηρέτησιν των αδελφών, που κατοικούσαν εις την Ιουδαίαν. 30 Αυτό πράγματι και το έκαμαν και έστειλαν με τον Βαρνάβαν και τον Σαύλον τας εισφοράς των προς τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων.


Ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

Σήμερα ὁ Χριστὸς διαλαλεῖ σὲ μᾶς τοὺς ἄθλους τῆς Σαμαρείτιδος καὶ πρέπει τὸ φτωχὸ πλοιάριο τοῦ λόγου μου νὰ διαπλεύση τὸ πέλαγος τῶν κατορθωμάτων της. Βλέπω τὴν πίστη της καὶ θέλω νὰ φτιάξω τὸ ἐγκώμιό της καὶ μαζί σας νὰ ἐπαινέσω τὴν φτωχιὰ καὶ τὴν πλούσια, τὴν πόρνη καὶ τὴν ἀπόστολο, τὴν ἄσωτη καὶ τὴν πιστή, τὴν πολύγαμο καὶ πολυδύναμη, αὐτὴ ποὺ πολλοὺς ἐμόλυνε καὶ ποὺ τὸν μονογενῆ γιὸ τοῦ Θεοῦ ὑπηρέτησε. Αὐτὴ ποὺ μολύνθηκε καὶ καθαρίστηκε, ποὺ δίψασε κι ἐπιθύμησε νερὸ ζωντανό, καὶ κληρονόμησε τὰ νάματα τῆς χάρης τοὐρανοῦ.

Τί λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ποὺ βροντερὰ φανέρωσε τὰ ἄρρητα μυστήρια; Φτάνει ὁ Ἰησοῦς σὲ μιὰ πόλη τῆς Σαμαρείας, ποὺ λέγεται Συχάρ, καὶ στὸ μέρος ποὺ ὁ Ἰακώβ ἔδωσε στὸ γιό του τὸν Ἰωσήφ. Ἦταν ἐκεῖ τὸ πηγάδι τοῦ Ἰακώβ, κουρασμένος λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία κάθισε πάνω στὸ χεῖλος τοῦ πηγαδιοῦ. Ἦταν ἡ ἕκτη ὥρα περίπου. Ἦρθε μιὰ γυναῖκα ἀπ’ τὴ Σαμάρεια νὰ βγάλη νερό. Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς, δός μου νὰ πιῶ. Οἱ μαθηταί του εἶχαν φύγει στὴν πόλη γιὰ ν’ ἀγοράσουν τρόφιμα. Κουρασμένος ὁ Ἰησοῦς.

Τί λέει λοιπὸν ὁ Ἡσαΐας ὁ προφήτης; Ὁ Θεὸς, ὁ μέγας δὲν θὰ πεινάση, οὔτε θὰ διψάση  οὔτε θὰ κοπιάση. Οὔτε τὸ βάθος τῆς σοφίας του θὰ βρεθῆ. Ἀλλὰ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος γράφει γι’ αὐτὸν στὸ εὐαγγέλιό του: Κι ἀφοῦ νήστεψε σαράντα μέρες καὶ σαράντα νύχτες ἔπειτα ἐπείνασε. Ἔτσι κι ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὅπως ἄκουσες πρὶν ἀπὸ λίγο λέει.  Κουρασμένος ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία κάθισε στὸ χεῖλος τοῦ πηγαδιοῦ.

Ἦταν ἡ ἕκτη ὥρα τῆς ἡμέρας. Ὁ ἕνας λέει ὅτι ἐπείνασε, ὁ ἄλλος ὅτι ἐκοπίασε κι ὁ προφήτης Ἡσαΐας ἐμπνευσμένος  ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα δηλώνει ὅτι ὁ Θεὸς ὁ μέγας οὔτε θὰ πείναση, οὔτε θὰ διψάση, οὔτε θὰ κοπιάση. Οὔτε θὰ βρεθῆ τὸ βάθος τῆς σοφίας του. Πῶς θὰ γίνη δυνατὸ νὰ διασωθῆ ἡ ὁμοφωνία τῶν Εὐαγγελίων καὶ τῆς προφητείας; Ἐπειδὴ ἡ οἰκονομία τοῦ μεγάλου Θεοῦ οἰκονομήσε γιὰ τὸ Σωτῆρα μας ἕνα διπλὸ καὶ παράδοξο συνδυασμὸ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου κατὰ τὴν εὐχαρίστηση καὶ τὸ θέλημά του, γι’ αὐτὸ ὁ προφήτης ἐξαγγέλλει τὴ δύναμη καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς θεότητας, ἐνῷ οἱ ἀπόστολοι καὶ εὐαγγελιστές δείχνουν ἀληθινὴ τὴν οἰκονομία τοῦ σώματος.  Κουρασμένος λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία καθόταν ἔτσι πάνω στὸ πηγάδι. 

Ἦταν περίπου ἕκτη ὥρα. Ἔρχεται μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴ Σαμάρεια νὰ ἀντλήση νερὸ καὶ ὁ Ἰησοῦς τῆς λέει·  δῶσε μου νὰ πιῶ. Οἱ μαθηταὶ του εἶχαν φύγει στὴν πόλη γιὰ ν’ ἀγοράσουν τρόφιμα καὶ ἡ Σαμαρείτισσα τοῦ εἶπε· Πῶς ἐσὺ ποὺ εἶσαι Ἰουδαῖος ζητεῖς νὰ πιῆς ἀπὸ μένα ποὺ εἶμαι Σαμαρείτισσα;

Εἶναι ἀνάγκη, ἀγαπητοὶ, νὰ ἐξετάσωμε γιατὶ ὥρισε καὶ τὸν τόπο καὶ τὴν ὥρα καὶ τὴν ἀπουσία τῶν μαθητῶν. Τὸν τόπο, κάθισε κοντὰ στὸ πηγάδι· τὴν ὥρα, ἦταν περίπου ἡ ἕκτη ὥρα·  τὴν ἀπουσία τῶν μαθητῶν, οἱ μαθηταὶ του εἶχαν πάει στὴν πόλη γιὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα. Γιὰ ποιὸν λόγο ἀνάφερε τὸν τόπο; Ἐπειδὴ ὑπῆρχε πνευματικὸ θήραμα πῆγε στὸ μέρος αὐτό, γιὰ νὰ τὸ συλλάβη. Δὲν βλέπεις τὶ κάνουν οἱ ψαράδες; Δὲν ἀνεβοκατεβαίνουν σὲ κάθε μεριὰ τῆς θάλασσας ἀλλὰ σ’ ὥρισμένο μέρος ποὺ ξέρουν ὅτι ὑπάρχουν ψάρια.  Γιατὶ αὐτὰ πηγαίνουν περισσότερο σὲ ὡρισμένα σημεία.

Ἔτσι κι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς, ὁ μέγας Θεὸς τῆς προφητείας, σὰν Θεὸς ἐγνώριζε, ὅτι ἐκεῖ μποροῦσε νὰ πιάση τὸ θήραμά του, τὴ Σαμαρείτισσα. Σὰν τοὺς ψαράδες ποὺ διαλέγουν τὸν τόπο καὶ ψαρεύουν ἔτσι κι ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸ μέρος ὅπου μποροῦσε νὰ συλλάβη τὴ Σαμαρείτισσα καὶ χρησιμοποιῶνας αὐτὴ νὰ ἐπιτύχη πλούσιο ψάρεμα ἀπὸ ἀνθρώπους.  Γι’ αὐτὸ ἀνέφερε τὸν τόπο.  Γιατὶ ὅμως ἀνέφερε καὶ τὴν ὥρα; κουρασμένος ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία κάθισε ἔτσι στὰ χείλη τοῦ πηγαδιοῦ.

Ἦταν ἡ ἕκτη ὥρα περίπου. Ἄκουσε λοιπόν, ἀγαπητέ, καὶ γιὰ τὴν ὥρα. Μιὰ φτωχιὰ ἦταν ἡ Σαμαρείτισσα, ποὺ ζοῦσε ἀπὸ τὴ δουλειὰ τῶν χεριῶν της.  Φτωχιά μὲ λίγους οἰκονομικοὺς πόρους, ὄχι ὄμως καὶ στὴν εὐσέβεια τῆς ψυχῆς. Ξυπνοῦσε λοιπὸν καὶ καταγινόταν μὲ τὸν ἀργαλειὸ γιὰ νὰ κερδίση τὴν ζωή της. Ἀλλὰ τὴν ἕκτη ὥρα ποὺ ὅλοι ξεκουράζοταν τότε ἐκείνη ἔπαιρνε τὴ στάμνα της καὶ τὴ γέμιζε. Ἤξερε λοιπὸν ὁ παντογνώστης Κύριος ὅτι τὴν ὥρα  ποὺ οἱ ἄλλοι ξεκουράζοταν ἐκείνη ἦταν ἀπασχολημένη μὲ τὸ κουβάλημα τοῦ νεροῦ. Καὶ γι’ αὐτὸ τὴν ἕκτη ὥρα πῆγε ὁ Κύριος, τότε ποὺ ἤξερε ὅτι ἐρχόταν γιὰ νερὸ καὶ μποροῦσε νὰ συλλάβη αὐτὸ τὸ πνευματικὸ θήραμα.

Καὶ γιὰ ποιό λόγο ὁ Κύριος ἀπομάκρυνε τοὺς μαθητάς του; Τὸ Εὐαγγέλιο λέγει ὅτι οἱ μαθηταὶ του εἶχαν φύγει στὴν πόλη γιὰ ν’ ἀγοράσουν τρόφιμα. Ἡ γυναῖκα ἦταν φτωχιά καὶ ἀξιολύπητη, ὅπως προηγουμένως εἴπαμε καὶ δὲν θὰ εἶχε τὸ θάρρος ν’ ἀντικρύση τόσους πολλούς, ποὺ τριγύριζαν τὸν Ἰησοῦ. Κι ἄν ἔβλεπε τὸ ἀξίωμα τοῦ δασκάλου, τοὺς μαθητὰς γύρω-γύρω, τὸν δάσκαλο, τοὺς διδασκομένους, τὸν κόσμο, τὴν τάξη, τὸ ἀξίωμα, τὸ ντύσιμο, τὴν ἐπισημότητα θὰ ἔφευγε ἀμέσως καὶ θὰ χανόταν τὸ θήραμα. Δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ πλησιάση καὶ τὸ ψάρι δὲν θὰ μπλεκόταν στὰ δίχτυα, δὲ θὰ πιανόταν, θὰ ξέφευγε.

Γι’ αὐτὸ ἔστειλε τοὺς μαθητὰς στὴν πόλη.  Τοὺς εἶπε, πᾶτε κι ἀγοράσετε τροφές.  Σεῖς πᾶτε ν’ ἀγοράσετε. Ἐγὼ ἔχω ἄλλο φαγητό.  Δική μου τροφὴ εἶναι νὰ κάνω τὸ θέλημα ἐκείνου, ποὺ μὲ ἔστειλε καὶ νὰ ὁλοκληρώσω τὸ ἔργο του. Σεῖς τὰ σαρκικά, ἐγὼ τὰ πνευματικά·  σεῖς ἀγοράσετε, ἐγὼ σᾶς ἀπελευθέρωσα ἀγοράζοντάς σας.

Ὁ Χριστὸς σᾶς ἐλευθέρωσε ἀγοραζοντάς σας ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ νόμου, ἀφοῦ ἔγινε γιὰ σᾶς κατάρα, λέγει «τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς», ὁ Παῦλος.  Μὲ τὸ νερὸ θέλω νὰ συλλάβω αὐτὸ τὸ πνευματικὸ ἁλίευμα. Ἔμαθες γιατὶ ἀναφέρεται καὶ ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα καὶ ἀπουσία τῶν μαθητῶν. Ἀνάγκη τώρα νὰ μιλήσωμε γιὰ τοῦτα.

Ἔρχεται μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴ Σαμάρεια νὰ βγάλη νερό. Ἔρχεται ἡ Σαμαρείτισσα τὴν ἕκτη ὥρα ν’ ἀντλήση νερό, ἀφοῦ σταμάτησε τὸ ὑφάδι της, γιὰ νὰ πάρη νερὸ τὴν ὥρα τῆς ξεκούρασης καὶ ὅπως πολλὲς φορὲς ἀνάφερα τὴν ἕκτη ὥρα. Τοῦτο γιατὶ καὶ ὅταν ἡ Εὔα πάτησε τὴν ἐντολὴ ἦταν ὥρα ἕκτη περίπου. Γι αὐτὸ καὶ Σαμαρείτισσα σώθηκε στὸ πηγάδι αὐτὴν τὴν ἕκτη ὥρα. Ἦρθε ἡ  Σαμαρείτισσα ν’ ἀντλήση νερὸ καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦ σὰν κάποιο ξένο καὶ μόνο, σὰν ὁδοιπόρο ποὺ ἤθελε ν’ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὸν κάματο, καθισμένο κοντὰ στὸ πηγάδι. Εἶδε ἕναν περιφρονημένο ἄνθρωπο καὶ δὲν τὸν λογάριασε καθόλου. Αὐτὸς ὅμως ὁ Θεός, ποὺ ὄλα τὰ γνωρίζει πρὶν δημιουργηθοῦν, ἀφοῦ εἶδε τὸν θησαυρὸ τῆς πίστης ποὺ ἔκρυβε ἡ γυναῖκα τῆς εἶπε «δῶσε μου νὰ πιῶ».

Ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, καθισμένος κοντὰ στὸ πηγάδι ζητᾶ νὰ πιῆ μὴ θέλοντας νὰ πιῆ ἀλλὰ νὰ δώση. Δῶσε μου νὰ πιῶ, γιὰ νὰ σοῦ δώσω νὰ πιῆς νερὸ ἀφθαρσίας. Γιατὶ ἐγὼ διψῶ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.  Διψῶ ὄχι γιὰ νὰ πιῶ ἀλλὰ γιὰ νὰ ποτίσω. Μιμήθηκα τὸν πατέρα μου·  λέει ὁ Θεὸς στὸν Ἀβραάμ.  Δῶσέ μου τὸ γιό σου, πρόσφερέ μου  τὸν Ἰσαάκ, τὸ γιό σου τὸν ἀγαπητό, τὸ μονάκριβο.  Κάνε μου τον ὁλοκαύτωμα στὸ βουνὸ ποὺ θὰ σοῦ δείξω. Δὲν τὸ εἶπε αὐτό, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ πάρη τὸ παιδὶ ἀλλὰ ἐπειδὴ ἤθελε νὰ χαρίση τὸ δικὸ του στὴν οἰκουμένη.

Γράφει ὁ γιὸς τῆς βροντῆς ὁ θεσπέσιος Ἰωάννης: Τόσον ἀγάπησε τὸν κόσμο ὁ Θεός, ὥστε ἔδωσε τὸ μονάκριβό του γιὸ γιὰ νὰ μὴ χαθῆ ὅποιος πιστέψη σ’ αὐτὸν παρὰ νὰ ζήση αἰώνια. Δῶσε μου τὸ μονογενῆ σου γιὰ νὰ χαρίσω στὸν κόσμο τὸν ἀληθινὸ Μονογενῆ. Θυσίασε τὸ γιό σου, ὄχι γιὰ νὰ τὸν θυσιάσης ἀλλὰ γιὰ νὰ θυσιάσω τὸ γιό μου τὸν Μονογενῆ γιὰ σωτηρία τοῦ κόσμου, σὲ μιὰ θυσία ζωντανή, καλόδεχτη, ἅγια. Ὅμοια κι ἐδῶ·  δῶσε μου νὰ πιῶ, ὄχι γιὰ νὰ πιῶ ἀλλὰ νὰ ποτίσω.

Καὶ τοῦ λέει ἡ γυναῖκα·  πῶς σὺ ποὺ εἶσαι Ἰουδαῖος ζητᾶς νὰ πιῆς  ἀπὸ μένα τὴ Σαμαρείτισσα; Δὲν ὑπάρχουν σχέσεις ἀνάμεσα σὲ Ἰουδαίους καὶ Σαμαρεῖτες. Ἡ γυναῖκα μίλησε μὲ ἀκριβεια. Σ’ αὐτὰ δείχνει τὴν φιλοτιμία της ἡ πόρνη. Σ’ αὐτὰ ἀποδεικνύει τὴν τήρηση τοῦ νόμου. Τέτοιο εἶναι τὸ γένος τῶν Σαμαρειτῶν. Σὲ πορνεῖες μολύνονται καὶ μὲ τὸ νερὸ πιστεύουν  καὶ νομίζουν ὅτι καθαρίζονται. Πῶς σὺ Ἰουδαῖος ζητᾶς νὰ πιῆς ἀπὸ μένα τὴν Σαμαρείτισσα. Δὲν συναναστρέφονται οἱ Ἰουδαῖοι τοὺς Σαμαρεῖτες.  Τὴν ψυχὴ ὁλόκληρη τὴν κάνουν ἕνα στίγμα καὶ θαρροῦν ὅτι καθαρίζουν τὸ σῶμα.

Ἔτσι κι ἡ Σαμαρείτισσα. Τὴν ψυχή της εἶχε βουτηγμένη στὶς πορνεῖες καὶ φιλονικεῖ γιὰ τὴν πόση λίγου νεροῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς δὲν τὴν ἀποστόμωσε, δὲν τῆς εἶπε ἐγὼ εἶμαι Θεὸς ἀπὸ Θεό·  ἐγὼ στερέωσα τὸν οὐρανὸ καὶ θεμελίωσα τὴ γῆ καὶ φιλονικεῖς γιὰ τὸ νερὸ καὶ τὴν πόση του καὶ μάλιστα σύ, γυναῖκα μολυσμένη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες; Τῆς εἶπε τοῦτο·  Ἄν ἐγνώριζες τὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ σοῦ λέει «δῶσε μου νὰ πιῶ», θὰ γύρευες ἐσὺ ἀπ’ αὐτὸν καὶ θὰ σοῦ ἔδινε νερὸ ζωντανό.

Εἶδες πῶς σιγὰ-σιγὰ τῆς ξεσήκωσε τὴν ἐπιθυμία λέγοντάς της «ἄν ἤξερες τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ και ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ σοῦ λέγει δῶσε μου νὰ πιῶ, θὰ τοῦ γύρευες ἐσὺ καὶ θὰ σοῦ ἔδινε νερὸ ζωντανό». Κι ἡ γυναῖκα παρατηρεῖ: Κύριε μήτε κουβὰ ἔχεις καὶ τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ·  ἀπὸ ποῦ λοιπὸν ἔχεις καὶ μάλιστα νερὸ ζωντανό; Μήπως εἶσαι σὺ πιὸ μεγάλος ἀπὸ τὸν πατέρα μας Ἰακώβ, ποὺ μᾶς ἔδωκε αὐτὸ τὸ πηγάδι, ἀπ’ ὅπου ἤπιε καὶ αὐτὸς καὶ τὰ παιδιά του καὶ τὰ κοπάδια του; Εἶχε μεγάλη φαντασία ἡ γυναῖκα γιὰ τὸν Πατριάρχη Ἰακώβ (προσέξετε μὲ ἀκρίβεια) εἶχε μεγάλο σεβασμὸ γιὰ τὸν Ἰακώβ ἡ Σαμαρείτισσα κι εἶχε μεγάλη ἰδέα γι’ αὐτὸν τὸν πατριάρχη καὶ δίκαια·  γιατὶ ἦταν ὁ πατέρας τῶν δώδεκα πατριαρχῶν· γιατὶ οἱ δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ κατάγονται ἀπὸ τὸν Ἰακώβ. Ἀκόμα ἐπειδὴ πάλεψε μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἀποδείχτηκε δυνατός, ὥστε κι ὁ Θεὸς νὰ τοῦ πῆ· «Ἄφησέ με γιατὶ ἄρχισε νὰ ξημερώνη». Ὁ Θεὸς πάλευε μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ ἔλεγε. Ἄφησέ με γιατὶ εἶσαι φίλος μου κι ἄρχισε νὰ ξημερώνη.  Κι αὐτὸς τοῦ εἶπε·  δὲν θὰ σὲ ἀφήσω ἄν δὲ μ’ εὐλογήσης.

Τί σημαίνει αὐτὸ καὶ ποιὸ τὸ νόημα τῆς πάλης τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο παρὰ ὅτι ἔμελλε νὰ ντυθῆ τὴν ἀνθρώπινη σάρκα καὶ τί τοῦ εἶπε ὁ Θεός; Δὲν θὰ σὲ λένε πιὰ Ἰακώβ ἀλλὰ Ἰσραήλ γιατὶ ἔδειξες δύναμη στὴ πάλη σου μὲ τὸν Θεὸ καὶ θὰ φανῆς δυνατὸς στὴν πάλη σου μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Εἶχε λοιπὸν ἡ γυναίκα μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν πατριάρχη. Γι’ αὐτὸ ἔλεγε στὸν Κύριο. Μήπως εἶσαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας Ἰακώβ ποὺ μᾶς ἔδωσε τὸ πηγάδι κι ἤπιε ἀπ’ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος καὶ τὰ παιδιά του καὶ τὰ κοπάδια του.  Πρόσεξε τώρα τὴ σοφία τοῦ Κυρίου· πρόσεξε τὴν καλωσύνη τοῦ διδασκάλου.

Δὲν τῆς εἶπε «Ναί, ἐγὼ εἶμαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα σας Ἰακώβ·  οὔτε τῆς εἶπε, ὅπως εἶπε στοὺς Ἰουδαίους, ἐγὼ ὑπάρχω πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση ὁ Ἀβραὰμ ἤ σᾶς βεβαιώνω ὅτι πολλοὶ βασιλιάδες καὶ δίκαιοι μαζὶ καὶ προφῆτες ἐπιθύμησαν νὰ δοῦν αὐτὰ ποὺ βλέπετε ἐσεῖς καὶ δὲν τὰ εἶδαν. Τίποτ’ ἀπ’ αὐτὰ δὲν λέει στὴν γυναίκα, μόνο διακόπτει τὴν πάλη τὴ σχετικὴ μὲ τὸν πατριάρχη καὶ φανερὰ κάνει τὴ μάχη ἰσχυρότερη. Γιατὶ ἄν τῆς ἔλεγε ναί, εἶμαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰακώβ, γιατὶ ἐκεῖνος ἀπὸ μένα δέχτηκε τὴν εὐλογία κι ἐγὼ τοῦ τὴν ἔδωσα ἀμέσως ἐκείνη μπορεῖ νὰ ἔπαιρνε δρόμο καθὼς δὲν θὰ μποροῦσε ν’ ἀντικρύση τέτοιο ὕψος ἀποκαλύψεων.

Τίποτε ἀπ’ αὐτὰ δὲν τῆς εἶπε, ἀλλὰ μὲ τὰ φαινόμενα κάνει τὸ πρᾶγμα σαφὲς καὶ ἀκαταμάχητο. Τῆς εἶπε καθένας ποὺ πίνει ἀπ’ αὐτὸ  τὸ νερὸ θὰ διψάση πάλι·  ὅποιος ὅμως πιῆ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγὼ δὲ θὰ διψάση στὸν αἰῶνα. Ἀλλὰ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγώ, θὰ γίνη μέσα του πηγὴ νεροῦ ποὺ σκιρτᾶ πρὸς τὴν ἀθανασία. Ἀναφέρθηκαν τὰ πρόσωπα τοῦ Ἰακὼβ καὶ τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ ἄφησε τὴν πάλη γιὰ τὰ πρόσωπα καὶ στρέφεται στὴν πάλη ἀνάμεσα στὰ φαινόμενα νερὰ καὶ στ’ ἀφανῆ χαρίσματα.

Ἄν ἔλεγε «ναί, εἶμαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰακώβ», ἀμέσως ἐκείνη θὰ ἔφευγε καὶ θὰ πήγαινε στὴν πόλη, θὰ ξεγλυστροῦσε πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπάντηση καὶ πρὶν μιλήση θὰ ἔφτανε στὴν πόλη λέγοντας·  τοῦτος δὲν εἶναι στὰ καλά του, εἶναι δαιμονισμένος, ἕνας τρελλός, εἶναι ἕνας ξένος ποὺ τὸν χτύπησε φρενίτης, εἶν’ ἕνας καταφρονεμένος, ἰσχυρίζεται πῶς εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας, πιὸ πολὺ ἀπὸ ἐκεῖνον πολὺ ἔγινε πατέρας τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ πῆρε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἀποδήμησε φτωχὸς καὶ γύρισε πλούσιος ἀπὸ οἰκονομία Θεοῦ.

Ἀλλὰ κατέβαινε στὸ ἐπίπεδο τῆς γυναίκας ὁ Χριστὸς καὶ ὑποχωροῦσε στὴν ἀδυναμία τῆς γυναίκας γιὰ νὰ τὴν ἀνεβάση λίγο-λίγο στὸ ὕψος τῶν δυνατῶν.

Ἄκουσε προσεκτικὰ τί κάνουν οἱ ψαράδες. Ρίχουν τὸ ἀγκίστρι στὴ θάλασσα κι ὅταν ἀντιληφθοῦν ὅτι πιάστηκε ψάρι, δὲν τὸ τραβοῦν πρὸς τὰ πάνω ἀμέσως, ἀλλὰ ὑποχωροῦν στὴν ἀρχὴ γιὰ νὰ καταπιῆ ὁλότελα κι ἀνυποψίαστα τὸ δόλωμα. Κι ὅταν καταλάβουν ὅτι ἔχει δεχθῆ τὸ ἀγκίστρι στὰ σπλάχνα μέσα καὶ στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς τότε μὲ δύναμη τραβοῦν πρὸς τὰ πάνω τὸ ψάρι αὐτοὶ ποὺ πρῶτα ἦσαν ὑποχωρητικοί. Τό ἴδιο ἔκαμε καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν γυναῖκα.

Δὲν φανέρωσε σ’ αὐτὴν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν ὀμορφιὰ τῆς θεότητος οὔτε τῆς ἔδωσε ὑποσχέσεις γιὰ μεγάλα ἀγαθά, οὔτε τῆς ἀνακοίνωσε ὅτι ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔπλασε τὸν Ἰακώβ. Ἀλλὰ ἄναψε τὴν ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς της, λέγοντάς της: καθένας ποὺ πίνει ἀπ’ αὐτὸ τὸ νερό, θὰ διψάση πάλι· ὅποιος ὅμως πιῆ ἀπ’ τὸ νερὸ ποὺ θὰ δώσω ἐγὼ δὲ θὰ διψάση στὸν αἰῶνα. Ἀλλὰ τὸ δικό μου νερὸ θὰ γίνη πηγὴ ποὺ σκιρτᾶ πρὸς τὴν ἀθανασία. Ἄφησε τὴν πάλη τῶν προσώπων καὶ ἦρθε στὴν ἀφθονία τῶν χαρισμάτων ἤ μᾶλλον δείχνει τὴν ὑπεροχὴ τους μέσα στὰ ἴδια τὰ πράγματα. Κι ἡ γυναίκα τοῦ λέει: Κύριε, δῶσε μου αὐτὸ τὸ νερό, νὰ μὴ διψῶ, οὔτε νὰ ἔρχωμαι νὰ βγάζω ἀπὸ τὸ πήγαδι.

Εἶδες πῶς ἀμέσως ἐπίστεψε πώς τὸ νερὸ ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς δὲν ἐπιτρέπει τὴ  γέννηση τῆς δίψας; Κύριε, δῶσε μου αὐτὸ τὸ νερὸ νὰ μὴ διψῶ οὔτε νὰ ἔρχωμαι ἐδῶ νὰ βγάζω ἀπ’ τὸ πηγάδι.  Τῆς  ξύπνησε λίγο-λίγο τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὰ πνευματικὰ νάματα. Πίστεψε πώς ἦταν νερὸ ποὺ τὸ ἔπινες καὶ δὲν ξαναδιψοῦσες.  Ποὺ τὸ ἔπινες καὶ ἐξαφανιζόταν τὸ χειρόγραφο τῶν ἁμαρτημάτων.  Δῶσε μου Κύριε τὸ νερό, νὰ μὴ διψῶ καὶ νὰ μὴν ἔρχωμαι ἐδῶ νὰ τὸ βγάζω ἀπὸ τὸ πηγάδι.  Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Πήγαινε, φώναξε τὸν ἄνδρα σου κι ἔλα. Ἄν ἔχης σύντροφο τῆς ζωῆς σου, ἄς γίνη καὶ στὴν πίστη σου σύντροφος. Μὴν παίρνης μόνη σου τὴ δωρεὰ τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων.

Πήγαινε καὶ φώναξε τὸν ἄνδρα σου κι ἔλα. Γι αὐτὸ ἦρθα στὴ γῆ, ὄχι γιὰ νὰ σώσω μόνο τὴν Εὔα στὸ πρόσωπο τῆς ἀειπάρθενης Μαρίας καὶ Θεοτόκου ἀλλὰ γιὰ νὰ ξανακαλέσω καὶ τὸν ἄνδρα πίσω στὸ παράδεισο μὲ τὸ πάθος μου.  Πήγαινε, φώναξε τὸν ἄνδρα σου κι ἔλα.

Κι ὁ Παῦλος ὀ δάσκαλος τῆς οἰκουμένης μὲ τὴν ἴδια σκέψη γράφοντας στοὺς Κορινθίους ἔλεγε. «Ποῦ ξέρεις γυναῖκα ἄν δὲ σώσης  τὸν ἄνδρα σου». Ἄς γυρίσουμε σ’  αὐτὰ ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν.  Πήγαινε φώναξε τὸν ἄνδρα σου κι ἔλα. Τότε λέει ἡ γυναίκα: Δὲν ἔχω ἄνδρα. Ἄρχισε ἡ γυναίκα νὰ ξεσκεπάζη τὶς ἁμαρτίες της. Ἄρχισε νὰ ἐξομολογῆται καὶ νὰ λέη δὲν ἔχω ἄνδρα.  Καλὰ εἶπες, τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς, δὲν ἔχω ἄνδρα. Εἶχες πέντε καὶ αὐτὸς ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶναι ἄνδρας σου. Αὐτὸ τὸ εἶπες ἀληθινό.

Τί σημαίνει αὐτό; Εἶχες πέντε ἄνδρες κι αὐτὸ ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶναι ἄνδρας σου. Ἡ γυναῖκα εἶχε κάμει πέντε συζύγους καὶ πέθαναν· ὕστερ’ ἀπ’  αὐτοὺς ἔγινε πόρνη. Γι’ αὐτὸ κανεὶς δὲν ἤθελε νὰ τὴν πλησιάση σὰ νόμιμη γυναῖκα. Κι αὐτὴ μὴ μπορῶντας νὰ χαλιναγωγίση τῆς ὁρμές της, εἶχε κρυφὰ αὐτὸν ποὺ πόρνευε μαζί της.  Καὶ δὲν ἦταν γνωστὴ οὔτε ἀναγνωρισμένη πόρνη, συζοῦσε κρυφά μὲ κάποιον. Ἐνόμιζε ὅτι ὁ Χριστὸς, σὰν ἄνθρωπος μποροῦσε νὰ πλανηθῆ καὶ τοῦ ἔλεγε, ὅτι δὲν ἔχω ἄνδρα. Ὁ Χριστὸς, ποὺ γνωρίζει τὰ κρυφὰ τῆς καρδιᾶς καὶ τὰ πάντα πρὶν ἀκόμη γίνουν, τῆς λέει: Καλὰ εἶπες ὅτι δὲν ἔχω ἄνδρα· ἔλαβες πέντε κι αὐτὸς ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶναι σύζυγός σου. Αὐτὸ τὸ εἶπες ἀληθινά.

Τοῦ λέει ἡ γυναίκα. Κύριε, νομίζω πὼς εἶσαι προφήτης. Οἱ πατέρες μας τελοῦν τὴ λατρεία τους σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ καὶ σεῖς οἱ Ἰουδαῖοι λέτε, ὅτι ὁ τόπος τῆς λατρείας εἶναι τὰ Ἱεροσόλυμα. Ποιὸν προφήτη ἐννοεῖς γυναίκα; Αὐτὸν γιὰ τὸν ὁποῖον ἔγραψε ὁ Μωϋσῆς· ὅτι κάποιον προφήτη σὰν κι ἐμένα γιὰ χάρη σας θὰ παρουσιάση ὁ Κύριος ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς σας ἤ κάποιον ἄλλο; Αὐτὸν γυναῖκα ἐννοεῖς ὅτι ξεσκεπάζει τὰ κρυφὰ τῆς καρδιᾶς. Ἀφοῦ εἶδε νὰ γίνεται ἡ ἀποκάλυψη τῶν ἁμαρτημάτων της ἀπὸ τὸν Κύριο, διαπιστώνει· Κύριε νομίζω πὼς εἶσαι προφήτης. Ἦταν τὸ ἴδιο σὰν νἄλεγε τὴ φράση τοῦ Δαυίδ· καθάρισέ με ἀπὸ τὶς μυστικὲς ἁμαρτίες μου.

Καθόταν ὁ Θεὸς καὶ μιλοῦσε μὲ τὴ γυναίκα. Τί πολλὴ φιλανθρωπία.  Αὐτὸς ποὺ κάθεται στὶς ράχες τῶν χερουβείμ συνομιλεῖ μὲ μίαν πόρνη. «Νομίζω πώς εἶσαι προφήτης». Οἱ πατέρες μας ἔκαναν τὴ λατρεία τους σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ καὶ σεῖς ὑποστηρίζετε ὅτι ὁ τόπος τῆς λατρείας εἶναι στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ πόρνη ἀνοίγει συζήτηση δογματικὴ κι ἀφοῦ νόμισε ὅτι ὁ Κύριος εἶναι προφήτης δὲν ρώτησε τίποτε βιοτικό. Τὸν παραδέχτηκε σὰν Κύριο καὶ δὲν ζήτησε χρηματικὴ περιουσία. Τὸν παραδέχεται Κύριο καὶ δὲν ζητᾶ τίποτα παραπάνω ἀπὸ τὴν ἐπιβεβαίωση τῆς προγονικῆς πίστης. Οἱ πατέρες μας προσκυνοῦσαν σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ καὶ σεῖς ὑποστηρίζετε ὅτι ὁ τόπος ποὺ πρέπει νὰ προσκυνοῦμε εἶναι στὰ Ἱεροσόλυμα. Γιατὶ στὸ βουνὸ ἐκεῖνο τὸ Σώμωρ, ὁ Ἀβραὰμ πρόσφερε στὸ Θεὸ θυσία τὸ γυιό του καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ Ἰακώβ κατεβαίνοντας στὸ Λάβαν ἀπὸ τὴ Συρία εἶδε στ’ ὄνειρό του τὴ σκάλα ποὺ ἔφτανε ἀπὸ τὴ γῆ ὡς τὸν οὐρανὸ καὶ πάλεψε μὲ τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε «ὁ Θεὸς μοῦ παρουσιάστηκε στὴ Λούσα».

Γι’ αὐτὸ ἡ γυναίκα καταπιάνεται μὲ δόγματα καὶ λέει: «Νομίζω Κύριε, πὼς εἶσαι προφήτης. Οἱ πατέρες μας προσκύνησαν σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ καὶ σεῖς ὑποστηρίζετε ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ τόπος ποὺ πρέπει νὰ προκυνοῦμε. Κι ὁ Κύριος ἀπαντᾶ μὲ τὴν ἀντάξια σοφία του. Ἐπειδὴ αὐτὴ τὸν θεωροῦσε Ἰουδαῖο κι ἐκείνη ἦταν Σαμαρείτισσα δὲν θέλησε ν’ ἀπαντήση στὴν ἐρώτησή της γιὰ νὰ μὴ διαψεύση  τὸ λόγο καὶ νὰ μὴν πεισμώση τὴ γυναῖκα. Γιατὶ δὲν ἐπιδίωκε τιποτ’ ἄλλο παρὰ ἤθελε νὰ ὁδηγήση τὴ γυναῖκα στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τῆς ἔδωσε κάποια ἀπότομη ἀπάντηση, γιὰ νὰ μὴ διαψεύση καὶ νὰ μὴν ντροπιάση τὴ Σαμαρείτισσα.

Ἄν τῆς ἔλεγε ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ τόπος τῆς λατρείας, ὅπως εἶχε ὁρίσει στοὺς Ἱσραηλῖτες ὁ Μωυσῆς, θὰ τὴν ἔκανε νὰ πεισματωθῆ. Ἐπειδὴ ὅπως εἴπαμε, κρατοῦσε μιὰ παλιὰ ἰδέα γιὰ τὸ ὅρος στὰ Σίκιμα, ὅτι σ’ αὐτὸ εἶχε λάβει ὁ Ἀβραάμ ἐντολὴ ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ θυσιάση τὸν Ἰσαάκ.  Κι ἄν πάλι ἀπὸ θέληση συγκαταβάσεως ἔλεγε ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ ὄρος καὶ καλὰ κάμετε σ’ αὐτὸ τὴ λατρεία σας, πάλι θὰ ἦταν ψεύτικη βεβαίωση.

Γι’ αὐτὸ  ἀφοῦ  ἄφησε καὶ τὰ δύο αὐτὰ καθοδηγεῖ τὴ γυναῖκα στὴν πνευματικώτερη λατρεία καὶ τῆς λέει: Γυναῖκα, πίστεψέ με, ὅτι ἔρχεται στιγμὴ καὶ εἶναι καὶ τώρα, ὁπότε οὔτε σ’ αὐτὸ τὸ βουνό, οὔτε στὰ Ἱεροσόλυμα δὲ θὰ προσκυνήσουν τὸ Θεό, ἀλλὰ οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ θὰ τοῦ ἀποδώσουν λατρεία πνευματικὴ καὶ ἀληθινή. Τέτοιους προσκυνητὰς ζητεῖ ὁ Πατέρας. Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα καὶ οἱ προσκυνηταί του πρέπει νὰ τοῦ ἀποδίδουν λατρεία πνευματικὴ καὶ ἀληθινή.

Βλέπετε διδασκαλία ἔξοχη, βλέπετε σοφία δασκάλου ἐφευρετικοῦ.  Γυναίκα, πίστεψε τὸ λόγο μου.  Προσέξετε πὼς οἰκοδομεῖ τὴν πίστη τῆς γυναίκας. Προσέξετε πὼς λίγο-λίγο ἀνεβάζει ἀνάλαφρα τὴν φυσή της στὸν οὐρανό. Χωρὶς νὰ λογαριάζη τὴν περιβολὴ τῆς πόρνης, γίνεται διάκονος τῆς ψυχικῆς της σωτηρίας. Γιατὶ δὲν ἦρθε νὰ καλέση σὲ μετάνοια τοὺς δίκαιους ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλούς. Γιατὶ κατέβηκε στὸν κόσμο γιὰ τὸ ἀπολωλὸς πρόβατο, ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς   οὐρανοὺς καὶ ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος, μένοντας συνάμα αὐτὸς ποὺ ἦταν, χωρὶς νὰ στερήση τὸν ἑαυτὸ του ἀπὸ τὸν πατρικὸ κόλπο. Γυναίκα, πίστεψέ με, ἔρχεται στιγμὴ καὶ εἶναι καὶ τώρα, ὁπότε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταί, θ’ ἀποδώσουν στὸν πατέρα λατρεία πνευματικὴ κι ἀληθινή. Γιατὶ τέτοιους θέλει ὁ Θεὸς ἐκείνους ποὺ τὸν λατρεύουν. Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα κι αὐτοὶ ποὺ τὸν προσκυνοῦν πρέπει νὰ τοῦ προσφέρουν λατρεία πνευματικὴ καὶ ἀληθινή.

Δὲν περιορίζεται σὲ λόγια ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἁπλώνεται παντοῦ ἡ ἐπίγνωση τῆς Θείας Χάρης. Δὲν οἰκειοποιοῦνται πιὰ Ἰουδαῖοι καὶ Σαμαρεῖτες τὸ σύμβολο τοῦ νόμου. Γιατὶ αὐτοὶ ποὺ προσκυνοῦν τὸ Θεὸ πρέπει νὰ προσφέρουν λατρεία πνευματική καὶ ἀληθινή. Ὄχι λατρεία μὲ ὁλοκαυτώματα ξένα ἀπὸ μᾶς, μόσχους καὶ κριάρια. Ὄχι πιὰ περιτομὴ καὶ τήρηση τοῦ Σαββάτου. Ὄχι Ναὸς τοῦ Σολομῶντος καὶ βωμὸς καὶ τράγος ἀποδιοπομπαῖος κι ἅγια τῶν ἁγίων. Ὄχι πιὰ σκιὰ τοῦ νόμου καὶ λατρεία καὶ Σάββατα ποὺ ἔχουν διαψευσθῆ. Γιατὶ τὶς πρωτομηνιὲς σας καὶ τὰ Σάββατα, λέει ὁ Θεὸς μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτου, καὶ τὴ μεγάλη ἡμέρα δὲν τὰ ἀνέχομαι. Τὴ νηστεία καὶ τὴ σχόλη σας τὶς μισεῖ ἡ ψυχή μου. Οἱ προσκυνηταὶ θὰ πρέπει νὰ τοῦ προσφέρουν λατρεία ἀληθινή. Ὅλα ἐκεῖνα σὰ σκιὰ ἔχουν περάσει. Τὰ παλιὰ πέρασαν, ὅλα τώρα ἔγιναν καινούργια. Ἄλλαξε ἡ σειρὰ τῶν πραγμάτων. Δὲν ἐπιτρέπω νὰ συγκεντρώνωνται σ’ ἕνα τόπο αὐτοὶ ποὺ λατρεύουν τὸν Θεό. Τὰ δῶρα τῆς σωτηρίας θέλω νὰ τὰ ἐπεκτείνω σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ἡ λαλιά τους ἁπλώθηκε σ’ ὅλη τὴ γῆ, σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεὸς κι αὐτοὶ ποὺ τὸν προσκυνοῦν πρέπει νὰ τοῦ προσφέρουν λατρεία πνευματικὴ καὶ ἀληθινή.

Τοῦ λέει ἡ γυναίκα· Ξέρω ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας ποὺ λέγεται Χριστός. Ὅταν ἔρθη ἐκεῖνος, θὰ μᾶς τὰ φανερώση ὅλα. Ἡ πόρνη φιλοσοφεῖ ζητήματα πνευματικά, φέρνει στὸ στόμα της τὶς Θεῖες Γραφές.  Κι ἄν τὸ σῶμα της ἔχη βουτυχθῆ στὴν ἀκαθαρσία τῆς πορνείας, ἡ ψυχή της ἔχει καθαρισθῆ μὲ τὴν ἀναφορὰ καὶ τὴν ἀνάγνωση τῶν Θείων Γραφῶν. Ξέρω ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας.  Μεσσίας σημαίνει ὁ ἀλειμμένος. Γιὰ τοῦτο ἡ γυναῖκα λέει, προσδοκῶ τὸν ἀλειμμένον, αὐτὸν ποὺ ἡ σάρκα του θὰ ἀλειφθῆ μὲ τὴ Θεότητα. Ἐκεῖνος ὅταν ἔρθη θὰ μᾶς, τὰ φανερώση ὅλα. Ἰδοὺ πνευματικὴ προκοπή, ἰδοὺ πόρνη ποὺ τὰ γνωρίζει ὅλα. Προσέξετε πῶς ἀπὸ τὰ βάθη τῆς γῆς πέταξε στοὺς οὐρανούς. Μεσσία ἀποκαλεῖ τὸν Χριστὸ ποὺ ἀποστέλλεται καὶ ἀναμένεται, ἐκεῖνον ποὺ ἔρχεται γιὰ τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ εἶναι προφήτης καὶ κύριος.

Δὲν τὸν χαρακτηρίζει πιὰ Ἰουδαῖο, δὲν κάνει διάκριση στὸ νὰ τοῦ δώση νερό, δὲν τοῦ λέει πιά·  πῶς σὺ Ἰουδαῖος, ζητᾶς νὰ πιῆς ἀπὸ μένα τὴ Σαμαρείτισσα; Δὲν συναναστρέφονται οἱ Σαμαρεῖτες μὲ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ τοῦ λέει·  Κύριε, βλέπω πὼς εἶσαι προφήτης. Καὶ πάλι ἀσχολεῖται μὲ δόγματα. Οἱ πατέρες μας στὸ βουνὸ τοῦτο προσκύνησαν καὶ σεῖς ὑποστηρίζεται ὅτι εἶναι στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ τόπος ποὺ πρέπει νὰ προσφέρεται ἡ λατρεία. Προσέξετε πῶς ἁρπάζει τὴ δωρεὰ τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων. Προσέξετε πὼς ὅλα τὰ ἐκθέτει μὲ τεκμηρίωση ἀπὸ τὴ Γραφή. Ξέρω ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας, ποὺ τὸν λένε Χριστό·  ὅταν ἔρθη αὐτὸς θὰ μᾶς τὰ φανερώση ὅλα. Αὐτὸν ἀναζητῶ, αὐτὸν προσδοκῶ, αὐτὸν περιμένω νὰ ὑποδεχθῶ. Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς, ἐγὼ ποὺ σοῦ μιλῶ εἶμαι. Μεγάλα καὶ παράδοξα θαύματα. Αὐτὸ ποὺ σὲ πολλοὺς ἀποστόλους ἔκρυψε στὴν πόρνη ἀποκαλύπτει φανερά.

Στοῦ Κλεόπα δὲν φανερώθηκε στοὺς ἀποστόλους. Ἀλλὰ ὅταν ἄνοιξε τὰ μάτια τους, ἐξαφανίστηκε, ἀπὸ μπροστά τους. Κι εἶπαν οἱ μαθηταί·  Δὲν εἴχαμε φωτιὰ στὴν καρδιὰ μας, καθὼς μᾶς μιλοῦσε στὸ δρόμο καὶ μᾶς ἐξηγοῦσε τὶς Γραφές; Δὲν φανέρωσε τὸν ἑαυτὸ του σ’ ἐκείνους, ἐνῶ στὴ γυναίκα λέει, Ἐγὼ εἶμαι ποὺ σοῦ μιλῶ. Αὐτὸ μόνο στὸν Παῦλο τὸ ἔκαμε, ποὺ ἀνέβηκε ὡς τὸν τρίτο οὐρανό, καὶ ἁρπάχθηκε ὡς τὸν παράδεισο, κι ἄκουσε ἀνείπωτους λόγους κι ἔπιασε στὰ δίχτυα του τὴν οἰκουμένη. Αὐτὸ τὸ ἔκαμε πιὸ μπροστὰ στὴν Σαμαρείτισσα.  Στὸν Παῦλο ὁλοκάθαρα τὸ φανέρωσε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τοῦ εἶπε: «Σαῦλε, Σαῦλε, γιατὶ μὲ καταδιώκεις; Εἶναι σκληρὸ γιὰ σένα νὰ λακτίζης τὰ καρφιά.  Καὶ ὁ Σαῦλος ρώτησε·  ποιὸς εἶσαι Κύριε; Κι Ἐκείνος ἀποκρίθηκε: Εἶμαι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς, ποὺ σὺ κυνηγᾶς». Αὑτὸ τὸ λέει τώρα στὴν Σαμαρείτισσα: «Εἶμαι ἐγὼ ποὺ σοῦ μιλῶ».

Στὸ μεταξὺ ἔρχονται οἱ μαθητὲς καὶ τὸν βρίσκουν νὰ μιλᾶ μὲ τὴ γυναίκα. Ἀπόρησαν ποὺ μιλοῦσε μὲ γυναίκα. Αὐτὸς ποὺ συμβασιλεύει μὲ τὸν Πατέρα τὴν ἀτελείωτη βασιλεία, μιλοῦσε μόνος σὲ μιὰ γυναῖκα μόνη. Ἐκείνη ὅμως ἄφησε τὴ στάμνα της καὶ μπῆκε στὴν πόλη. Ἄφησε τὴ στάμνα της, γιατὶ γέμισε μὲ τὰ ζωντανὰ νερὰ καὶ ἀφοῦ μπῆκε φώναξε στοὺς πολῖτες: Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα.  Μήπως εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός; Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον.

Δὲν εἶπε, ἐλᾶτε νὰ δῆτε τὸν Θεὸ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ μὴ νομίσυν οἱ ἄνθρωποι ὅτι παραφρόνησε. Γιὰ νὰ μὴν ποῦν οἱ ἄνθρωποι ὅτι αὐτὴ εἶναι τρελλή.  Πότε εἶδε κανεὶς τὸν Θεὸ νὰ περπατᾶ; Πότε εἶδε κανένας τὸν Θεὸ νὰ συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους;  Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Τοὺς ξυπνᾶ τὴν ἐπιθυμία νὰ βγοῦν καὶ νὰ πιαστοῦν. Ὅπως πιάστηκε στὸ δίχτυ, θέλει νὰ πιάση. Εἶδε ἕνα Ἰουδαῖο κι ἔχασε ἡ ἴδια στὴν ἀντίληψη τοῦ Κυρίου κι ὁδηγεῖ τοὺς ἄλλους νὰ φτάσουν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο στὸν Θεό.

Πόρνη μὲ συνείδηση ἀποστόλου ποὺ ἔγινε ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους πιὸ δυνατή. Γιατὶ οἱ ἀπόστολοι περίμεναν νὰ συμπληρωθῆ ὁλόκληρη ἡ Θεία Οἰκονομία καὶ τότε ἄρχισαν τ’ ἀποστολικά τους κηρύγματα. Ἡ πόρνη ὅμως πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση εὐαγγελίζεται τὸν Χριστό.  Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Διαλαλῶ τὰ ἁμαρτήματά μου, γιὰ νὰ ὁδηγήσω σᾶς. Γιὰ νὰ δῆτε σεῖς τὸν Θεὸ ποὺ ἔφτασε στὸν κόσμο, πομπεύω τὰ σφάλαμτά μου. Κι ἄς προσκυνιέται ὁ Χριστὸς ποὺ δὲν ἀποστρέφεται τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Μήπως αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός;

Πρόσεξε τὴ σοφία τῆς γυναίκας, πρόσεξε τὴν εὐγνωμοσύνη τῆς πόρνης.  Ἕνα ἁμαρτημα τῆς εἶπε ὁ Χριστός, τὴν πορνεία μονάχα, κι ἐκείνη ἄφησε τὴ στάμνα κι ἔτρεξε στὴν πόλη λέγοντας. Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Κηρύττει αὐτὸν ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα, κηρύττει πιὸ μεγαλόφωνα ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους. Δὲν τὸν εἶδε νὰ σηκώνεται ἀπὸ τοὺς νεκρούς, δὲν εἶδε τὸν τετραήμερο Λάζαρο νὰ ξαναπροσκαλῆται ἀπὸ τὸν τάφο, δὲν εἶδε τὸ θάνατο νὰ φυλακίζεται, δὲν εἶδε τὴ θάλασσα νὰ χαλιναγωγῆται μὲ τὰ λόγια.  Δὲν εἶδε τὸν πλάστη τοῦ Ἀδὰμ στὴν περίπτωση τοῦ τυφλοῦ ν’ ἀναπληρώνη μὲ πηλὸ τὸ φυσικὸ ἐλάττωμα, ὅμως τὸν κεραμουργὸ τοῦ παραδείσου διαλαλοῦσε μὲ τὸ λόγο της. Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Κι ἀπὸ τὴν πόλη ἐκείνη τῶν Σαμαρειτῶν πίστεψαν σ’ αὐτὸν πολλοὶ ἀπὸ τὰ λόγια τῆς γυναίκας, ποὺ μαρτυροῦσε ὅτι «μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα».

Ἄς μιμηθοῦμε κι ἐμεῖς αὐτὴ τὴ Σαμαρείτισσα καὶ χωρὶς νὰ νιώθουμε παράλογη ἐντροπὴ γιὰ τὰ ἁμαρτήματά μας, νὰ φοβώμαστε τὸν Θεό. Τώρα ὅμως βλέπω νὰ γίνεται τὸ ἀντίθετο·  δὲν φοβόμαστε αὐτὸν ποὺ πρόκειται νὰ μᾶς κρίνη, ἀλλὰ τρομάζομε αὐτοὺς ποὺ δὲν μποροῦν νὰ μᾶς βλάψουν σὲ τίποτα καὶ φοβόμαστε μὴ μᾶς προσβάλλουν. Γι  αὐτὸ τιμωρούμαστε γι’ αὐτὰ ποὺ φοβόμαστε.

Αὐτὸς ποὺ ντρέπεται νὰ φανερώση τ’ ἁμαρτήματα του σὲ ἄνθρωπο, δὲν ντρέπεται ὅμως νὰ τὰ πράξη μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν θέλει νὰ ὁμολογήση καὶ νὰ μετανοήση, θὰ θεατριστῆ ἐκείνη τὴ μέρα ὄχι μπροστὰ σ’ ἕνα καὶ σὲ δύο, ἀλλὰ στὰ μάτια ὅλης τῆς οἰκουμένης. Ἄς συνομιλήσωμε λοιπὸν μὲ τὸν Χριστό, γιατὶ καὶ τώρα ἀνάμεσά μας στέκεται καὶ μᾶς μιλᾶ μὲ τὸ στόμα τῶν προφητῶν καὶ τῶν ἀποστόλων.

Ἄς τὸν ἀκούσωμε καὶ ἄς τὸν πιστέψουμε. Ὡς πότε θὰ ζοῦμε στὰ χαμένα. ὅταν ξοδέψουμε ἄσκοπα τὸ χρόνο ποὺ μᾶς δόθηκε, θὰ πᾶμε γιὰ νὰ λάβουμε τὴν ἔσχατη τιμωρία, γιὰ τὴν ἄσκοπη δαπάνη. Γι’ αὐτὸ μᾶς ἔφερε  ὁ Θεὸς σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ μᾶς ἔβαλε λογικὴ ψυχή, ὄχι γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε μόνο τὴ ζωὴ αὐτὴ ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐργασθοῦμε ὅλοι γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς μέλλουσας ζωῆς. Γιατὶ τ’ ἄλογα μόνο χρησιμοποιοῦνται στὴ παροῦσα ζωή. Κι ἐμεῖς γι’ αὐτὸ ἔχουμε ἀθάνατη ψυχή, γιὰ νὰ πράξουμε ὅλα μὲ σκοπὸ τὴν ἐκεῖ ζωή, γιὰ νὰ λάμψουμε ἐκεῖ, γιὰ νὰ συμμετάσχουμε στὸ χορὸ τῶν ἀγγέλων, γιὰ νὰ εἴμαστε κοντὰ στὸ βασιλιὰ γιὰ πάντα, στοὺς ἄφθαρτους αἰῶνες.

Γι αὐτὸ  ἔχει γίνει ἀθάνατη ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα θὰ ξαναγίνη πάλι. Κι ἄν εἶσαι προσηλωμένος στὰ γήϊνα, ἐνῶ εἶσαι προωρισμένος γιὰ τὸν οὐρανό, κατάλαβε πόσο βαριὰ ὑβρίζεις τὸ δωρητή, ὅταν ἐκεῖνος σοῦ προτείνη τὰ ὑψηλὰ καὶ σὺ δὲν τὰ πολυλογαριάζεις καὶ τὰ ἀλλάζης μὲ τὰ γήινα.  Γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς ἀπείλησε μὲ τὴ γέενα, ἀφοῦ τὸν περιφρονοῦμε.  Γιὰ νὰ μάθης ἐκεῖ πόσα πολλὰ καλὰ ἔχεις στερήσει τὸν ἑαυτό σου. Ἀλλὰ ποτὲ νὰ μὴ συμβῆ νὰ δοκιμάσης τὴν κόλαση. Παρὰ ἀφοῦ εὐαρεστήσουμε, μακάρι νὰ ἐπιτύχουμε τὰ αἰώνια ἀγαθά μὲ τὴ χάρη καὶ τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη καθὼς καὶ στὸν Πατέρα μαζί καὶ τὸ ἅγιο καὶ ζωοπάροχο πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν

Πηγή: www.alopsis.gr


Δείτε σχετικά:
1. Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδος (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
3. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ Καί ὅτι πρέπει νά καταφρονοῦμε τά παρόντα (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)

Παρασκευή 28 Μαΐου 2021

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΗΓΙΑΣΜΕΝΟΣ (16 Μαΐου)



«Ο όσιος Θεόδωρος ο ηγιασμένος, ο οποίος άκμασε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Ιουλιανού του Παραβάτου (361-363 μ.Χ.) καταγόταν από την Αίγυπτο και γεννήθηκε από γονείς πλούσιους. Σε νεαρή ηλικία ακολούθησε τον όσιο Παχώμιο στη Θηβαΐδα της Αιγύπτου και εντάχτηκε υπό την πνευματική καθοδήγησή του, ενώ αναδείχτηκε ένας από τους πιο αγαπητούς μαθητές αυτού. Πιστός μιμητής του διδασκάλου του στον μοναχικό βίο, τον διαδέχτηκε μετά την κοίμησή του στην ηγουμενία της Μονής. Για την αγνότητα του βίου του και την αγιοσύνη του προικίστηκε από τον Θεό  με τη χάρη της θαυματουργίας. Για την τέλεια  δε ψυχική και σωματική καθαρότητά του έλαβε τον τίτλο ῾Ηγιασμένος᾽. Ο όσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε εν ειρήνη το 367 μ.Χ.»

(Από το ιστολόγιο ῾ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ’)

Η καταγωγή του οσίου Θεοδώρου από την Αίγυπτο γίνεται η πρώτη αφορμή για τον εκκλησιαστικό ποιητή, προκειμένου να προβάλει την αλλαγή που έφερε στον κόσμο ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Ήδη σημειώνει ότι ο μεγάλος σημερινός άγιος, όπως και όλοι οι πριν και μετέπειτα από αυτόν άγιοι του Θεού στην Αίγυπτο, προορίστηκαν από τον Χριστό να γίνουν άγιοι, αφότου από παλιά κατέβηκε στην Αίγυπτο και προβλέποντας ως Θεός την ανταπόκριση στην κλήση Του τους κάλεσε και τους έσωσε και τους δόξασε, κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου (Ρωμ. 8). ῾Αυτός που περπατά στα σύννεφα ως Δεσπότης Θεός, όταν κατέβηκε πριν στην Αίγυπτο σε ανάλαφρο σύννεφο,  προόρισε για τη δόξα Του τους πιστούς που θα ανταποκρίνονταν στην κλήση Του, δηλαδή τους εκλεκτούς που έλαμψαν αργότερα και θα αρπάζονταν ως θεόφρονες σε νεφέλες, μεταξύ των οποίων είναι ο Θεόδωρος ο αγιασμένος Πατέρας μας᾽(῾Νέφει την επίβασιν αυτού τιθείς ως Δεσπότης, εν νεφέλη κούφη πριν καταβάς εις Αίγυπτον τους εκλάμψαντας εκλεκτούς προώρισε, τους αρπαζομένους εν νεφέλαις ως θεόφρονας, μεθ᾽ ων Θεόδωρος ο Ηγιασμένος Πατήρ ημών᾽) (στιχηρό εσπερινού). Οπότε το συμπέρασμα είναι προφανές: ῾Η Αίγυπτος, η οποία προηγουμένως κατεχόταν από δαιμονικές τελετές και πάθη, τώρα γίνεται ωραία από τα τάγματα των ασκητών᾽(῾Αίγυπτος η πρότερον δαιμονικαίς μαινομένη τελεταίς και πάθεσιν, ασκητών νυν τάγμασιν ωραΐζεται᾽) (στιχηρό εσπερινού). Κι αυτό βεβαίως σημαίνει: όπου έχουμε παρουσία της χάρης του Θεού, εκεί εξαφανίζεται η όποια δύναμη των δαιμόνων, συνεπώς η προηγούμενη δυσωδία και δυσμορφία γίνεται ευωδία και ευμορφία. Ο Θεός κάνει παράδεισο με άλλα λόγια τον κάθε τόπο, αρκεί να υπάρχουν οι άνθρωποι που θα θελήσουν να ανταποκριθούν με καλή προαίρεση στην κλήση Του.

Ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, ο οποίος μόλις την προηγουμένη ημέρα ύμνησε τους άθλους και την αγιότητα του μεγάλου Παχωμίου, δεν ήταν δυνατόν να μην εξυμνήσει και το πνευματικό τέκνο αυτού, τον όσιο Θεόδωρο. Μεγάλος ο Παχώμιος, μεγάλος εξ ίσου και ο Θεόδωρος. Γιατί; Διότι ο Θεόδωρος, ως γνήσιος μαθητής και υποτακτικός του διδασκάλου του, τον ακολούθησε με γνησιότητα σε όλες τις ασκητικές διαγωγές του. ῾Έγινες ομόσκηνος του θείου Παχωμίου και ακολούθησες με ζήλο τους τρόπους του, Πάτερ θεόφρον Θεόδωρε, μιμούμενος την εγκράτειά του και την ορθόδοξη πίστη του᾽(῾Ομόσκηνος Παχωμίω τω θείω γενόμενος, τους τρόπους εζήλωσας, Πάτερ θεόφρον Θεόδωρε, τούτου την εγκράτειαν και την ορθόδοξον πίστιν εκμιμούμεος᾽) (ωδή δ´). Έτσι η σχέση του Παχωμίου προς τον Θεόδωρο, σχέση Γέροντος προς υποτακτικό, όπως και αντίστροφα,  προβάλλει ως τύπος και παράδειγμα: όπου υπάρχει διάθεση υπακοής εκεί αναδεικνύεται η αγιότητα στο ανώτερο δυνατό σημείο, με την έννοια ότι και ο Γέροντας παίρνει δύναμη για πνευματική προκοπή, κυρίως όμως ο υποτακτικός ανάγεται στην αγιότητα σχετικά εύκολα, ακολουθώντας τα χνάρια του πνευματικού του.

Ο άγιος Θεοφάνης δεν παύει να εξυμνεί αυτήν τη διάθεση υπακοής του οσίου Θεοδώρου, υπακοής βεβαίως στον Πνευματικό του, στην πραγματικότητα όμως υπακοής στον ίδιο τον Κύριο. Το αγωνιστικό φρόνημά του, προκειμένου να τηρεί το θέλημα του Θεού, ήταν εξαιρετικό, τόσο που ο υμνογράφος μας τον χαρακτηρίζει ως μάρτυρα. Πολλές φορές έχει ειπωθεί ότι μάρτυρας δεν είναι μόνον αυτός που σε εποχή διωγμών δίνει τη ζωή του, αλλά και σε κάθε εποχή που αγωνίζεται μέχρι θανάτου κατά της αμαρτίας εσωτερικά στη συνείδησή του. ῾Έγινες δυνατός μάρτυρας, γιατί αντιστεκόσουν μέχρι αιμάτων προς την αμαρτία, θεόφρον Θεόδωρε᾽(῾Μάρτυς γεγονώς στερρός προς αμαρτίας μέχρις αιμάτων ανθιστάμενος, θεόφρον Θεόδωρε᾽) (ωδή η´). Κι εκείνο που για τον άγιο Θεοφάνη υπήρξε καθοριστιστικό στοιχείο για το μαρτυρικό φρόνημα κατά της αμαρτίας του οσίου Θεοδώρου ήταν και η αγάπη του για τη μελέτη του νόμου Θεού. Ο όσιος διατηρούσε την ψυχική του καθαρότητα, γιατί οι έννοιες του λόγου Θεού ήταν αυτές που κυριαρχούσαν μέσα στην ψυχή του από  την αδιάκοπη μελέτη του. ῾Μελετώντας τον αγνότατο νόμο του Θεού με επιμέλεια, Πάτερ, έγινες όλος αγνός και καθαρός᾽(῾Μελετών τον νόμον εμμελώς, Πάτερ, τον αγνότατον, όλος αγνός και καθαρός γεγένησαι᾽) (ωδή α´). Είναι καίρια αλήθεια της πίστεως: κανείς δεν μπορεί να ορθοποδεί στην πνευματική ζωή και να αντιστρατεύεται προς την αμαρτία, αν δεν έχει καθημερινή έγνοια του τη μελέτη του λόγου Θεού. Όσο κανείς έχει στη σκέψη και την καρδιά του τον λόγο του Θεού, τόσο και καθαρίζεται από επήρειες δαιμονικές και ψεκτών παθών.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.

Δῶρον πέφηνας, ἁγιωσύνης, τὸν πανάγιον, δοξάσας Λόγον, ἠγιασμένε θεόφρον Θεόδωρε, ὅθεν βλυστάνεις ἐκ θείας χρηστότητας, ἁγιασμὸν ἀληθῆ τοὶς βοώσι σοι. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.


Πέμπτη 27 Μαΐου 2021

ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΠΑΧΩΜΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΑΧΙΛΛΕΙΟΥ ΛΑΡΙΣΗΣ (15 Μαΐου)



Παχωμίου του Μεγάλου και Αχιλλείου Λαρίσης

Παραθέτουμε το συναξάρι της ημέρας από το Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου:

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Παχωμίου

Αυτός ο Όσιος Πατέρας μας Παχώμιος καταγόταν από την Αίγυπτο της κάτω Θηβαΐδας και ζούσε κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου στα 323. Ήταν γιος ασεβών γονέων, οι οποίοι προσκυνούσαν τα είδωλα. Ο Άγιος πηγαίνοντας μια φορά μαζί με τους γονείς του στο ναό των ειδώλων, άκουσε τον υπηρέτη του ναού να λέει στους γονείς του, που πρόσφεραν θυσία στα είδωλα: “πάρτε από δω τον εχθρό των Θεών και διώξτε τον”. Το έλεγε αυτό για τον Παχώμιο. Επειδή, όπως φαίνεται, φοβόταν το δαιμόνιο, που κατοικούσε στο ναό, τη μέλλουσα αρετή του Αγίου. Όταν μάλιστα ο Άγιος ήπιε από το κρασί, που προσφέρθηκε στο δαίμονα, το ξέρασε αμέσως. Όταν ο Άγιος ενηλικιώθηκε, συναριθμήθηκε με τα Βασιλικά στρατεύματα και μετά από λίγο καιρό άφησε τη στρατιωτική τάξη και πήγε στην ανώτερη Θηβαΐδα και αμέσως έλαβε το Άγιο Βάπτισμα. Έπειτα ντύθηκε το μοναχικό σχήμα και έτρεξε στην έρημο. Όταν λοιπόν πήγαινε κατά τον τόπο της Ταβεννησίας, του ήρθε φωνή από τον Ουρανό, η οποία φανέρωνε, ότι ο τόπος εκείνος ήταν κατάλληλος για να χτιστεί μοναστήρι και ότι έμελλε να συναχθεί σ’ αυτό πλήθος μοναχών. Ο Όσιος έχτισε εκεί το μοναστήρι του. Με το πέρασμα του καιρού, έτρεξαν στο μοναστήρι πολλοί αδελφοί και έγιναν μοναχοί, ανάμεσα στους οποίους και ο αγιασμένος Θεόδωρος ο μαθητής του, ο οποίος ήταν ζηλωτής του βίου και της αρετής του Οσίου Παχωμίου και τόσο πολύ καθαρίστηκε με την απάθεια και σε τόσο ύψος θεωρίας ανέβηκε, ώστε έβλεπε τις καθαρές ψυχές των Αγίων, όταν ανέβαιναν στον Ουρανό και έβλεπε σαν να ήταν παρόντα εκείνα, που γίνονταν σε μακρινά μέρη και πρόλεγε σαν ενεστώτα εκείνα, που έμελλαν να συμβούν.
Προτού να πεθάνει ο Άγιος Παχώμιος, αριθμήθηκε το πλήθος των Μοναχών, που προσέτρεξαν στην έρημο κοντά του και βρέθηκαν χίλιοι τετρακόσιοι μοναχοί. Από αυτό το μεγάλο πλήθος γίνεται φανερό, ότι ο Παχώμιος ήταν βεβαίως θείος άνδρας και απλησίαστος στην αρετή και γι’ αυτό τον ακολούθησαν τόσοι και τόσοι, όχι για τρυφηλή ζωή, όχι για σαρκικές προσπάθειες, πράγματα δηλαδή με τα οποία χαίρονται και γλυκαίνονται οι άνθρωποι και γι’ αυτά αναχωρούν από τα σπίτια και τους συγγενείς τους. Αλλά τον ακολούθησαν, επειδή θαύμασαν την εγκράτεια και τους ασκητικούς του κόπους και επειδή ποθούσαν να μιμηθούν κι εκείνοι, όσο τους ήταν δυνατόν, την ασώματη και αγγελική του ζωή. Αφού λοιπόν ο αοίδιμος πέρασε την παρούσα ζωή μ’ αυτόν τον τρόπο, κοιμήθηκε ειρηνικά και ενταφιάστηκε στο δικό του Μοναστήρι.

Ό Όσιος νουθετοῦσε μὲ τὰ λόγια του

Ὁ μέγας Παχώμιος χαιρόταν πολύ, διαπιστώνοντας ὅτι ὁ μαθητής του Θεόδωρος ἦταν σὲ ὅλα συνετός, καὶ ὅτι, μολονότι νέος, ὄχι μόνο δὲν εἶχε τὴν (ἀνώριμη) σκέψη τῶν νέων, ἀλλὰ στήριζε στὴν ἄσκηση καὶ ἄλλους, τοὺς πιὸ ἀδύνατους.
Καθὼς λοιπὸν εἶχαν συνήθεια νὰ συγκεντρώνονται ὅλοι (οἱ μοναχοί) κάθε βράδυ σ᾿ ἕνα σημεῖο τῆς μονῆς καὶ ν᾿ ἀκοῦνε τὴ διδαχὴ τοῦ μεγάλου (Παχωμίου), (κάποια φορά), ὅταν ὅλοι εἶχαν μαζευτεῖ γι᾿ αὐτό, προστάζει ἐκεῖνος τὸ Θεόδωρο - νέον, ὅπως εἴπαμε, ὄχι πάνω ἀπὸ εἴκοσι χρονῶν - νὰ κηρύξει στοὺς ἀδελφοὺς τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτὸς ἀμέσως, χωρὶς καμιὰ ἀντιλογία ἢ παρακοή, ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ τοὺς εἶπε πολλὰ ὠφέλιμα.
Μερικοὶ ὅμως ἀπὸ τοὺς γεροντότερους, βλέποντας αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, δὲν θέλησαν νὰ τὸν ἀκούσουν.
«Θὰ μᾶς διδάξει αὐτὸς ὁ ἀρχάριος;», εἶπαν μεταξύ τους.
«Δὲν θὰ τὸν ἀκούσουμε!». Ἄφησαν λοιπὸν τὴ σύναξη κι ἔφυγαν ὁ καθένας γιὰ τὸ κελλί του.
Ὅταν τέλειωσε ἡ διδασκαλία, ὁ μέγας (Παχώμιος) ἔστειλε καὶ τοὺς κάλεσε.
Καὶ μόλις ἦρθαν, τοὺς ρώτησε:
- Γιὰ ποιὸ λόγο ἀφήσατε τὸ κήρυγμα καὶ φύγατε γιὰ τὰ κελλιά σας;
- Καλά, ἀποκρίθηκαν, ἔβαλες ἕνα παιδὶ νὰ κάνει τὸ δάσκαλο σὲ τόσους γέροντες, ποὺ πέρασαν μία ζωὴ μέσα στὸ μοναστῆρι;
Ὅταν τοὺς ἄκουσε (ὁ ὅσιος), σκυθρώπιασε καὶ ἀναστέναξε βαθιά.
- Ξέρετε, εἶπε, ἀπὸ ποῦ ἄρχισαν νὰ μπαίνουν τὰ κακὰ στὸν κόσμο;
- Ἀπὸ ποῦ; ρώτησαν ἐκεῖνοι.
- Ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια! Ἐξαιτίας της «ἐξέπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ὁ ἑωσφόρος, ὁ πρωὶ ἀνατέλλων» καὶ «συνετρίβη εἰς τὴν γῆν» (Ἡσ. 14:12). Ἐξαιτίας της κατοίκησε μαζὶ μὲ τὰ θηρία καὶ ὁ βασιλιὰς τῆς Βαβυλῶνας Ναβουχοδονόσορ (Δαν. 4:25-30). Ἢ μήπως δὲν ἀκούσατε τί λέει ἡ Γραφή, ὅτι «ἀκάθαρτος παρὰ Θεῷ πᾶς ὑψηλοκάρδιος» (Παροιμ. 16:5), καὶ ὅτι «πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» (Λουκ. 14:11); Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν τὰ λογαριάσατε αὐτά, νικηθήκατε ἀπὸ τὸ διάβολο καὶ χάσατε ὅλη σας τὴν ἀρετή, γιατὶ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι μητέρα καὶ ἀρχὴ ὅλων τῶν κακῶν. Φεύγοντας, δὲν ἀπομακρυνθήκατε ἀπὸ τὸ Θεόδωρο, ἀλλὰ χωριστήκατε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καθὼς στερηθήκατε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Εἶστε πραγματικὰ ἀξιολύπητοι. Πῶς δὲν καταλάβατε, ὅτι ὁ σατανᾶς ἦταν ποὺ σᾶς παρακίνησε νὰ φτάσετε σ᾿ αὐτὸ (τὸ κατάντημα;) Ὤ, τί παράδοξο! Ὁ Θεὸς «ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρις θανάτου» (Φιλιπ. 2:8) γιὰ μᾶς, κι ἐμεῖς, ἂν καὶ ἀπὸ τὴ φύση μας ταπεινοὶ ἔχουμε ἔπαρση! Ὁ ἀπὸ τὴ φύση Του ὑψηλὸς καὶ ἄπειρος, ποὺ μὲ τὸ βλέμμα Του καὶ μόνο μπορεῖ νὰ κατακάψει τὰ πάντα, ἔσωσε τὸν κόσμο μὲ τὴν ταπείνωση, κι ἐμεῖς, ποὺ εἴμαστε χῶμα καὶ στάχτη καὶ ἀκόμα πιὸ τιποτένιοι ἀπὸ αὐτά, φουσκώνουμε ἀπὸ ὑπερηφάνεια, ἀγνοώντας ὅτι καταποντιζόμαστε ἔτσι στὰ κατάβαθα τῆς γῆς. Δὲν εἴδατε ἐμένα, μὲ πόση προσοχὴ παρακολουθοῦσα (τὴν ὁμιλία τοῦ Θεόδωρου;) Σᾶς βεβαιώνω, ὅτι ἐγὼ πάρα πολὺ ὠφελήθηκα ποὺ τὸν ἄκουσα. Γιατὶ δὲν τοῦ ἐπέτρεψα νὰ σᾶς κηρύξει γιὰ νὰ σᾶς δοκιμάσω, ἀλλὰ γιατὶ ἤθελα κι ἐγὼ ὁ ἴδιος νὰ ὠφεληθῶ. Πόσο περισσότερο λοιπὸν ἐσεῖς ἔπρεπε νὰ τὸν ἀκούσετε μὲ πολλὴ ταπεινοφροσύνη; Ἀλήθεια σᾶς λέω, ὅτι ἐγώ, ὁ ἐν Κυρίῳ πνευματικὸς πατέρας σας, ἤμουν κρεμασμένος ἀπ᾿ τὸ στόμα του, σὰν νὰ μὴ γνώριζα τὴ δεξιὰ καὶ τὴν ἀριστερὴ (στράτα). Σᾶς λέω λοιπὸν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅτι, ἂν δὲν δείξετε πολὺ μεγάλη μετάνοια γι᾿ αὐτὸ τὸ σφάλμα σας, ὥστε νὰ σᾶς συγχωρηθεῖ ἡ πτώση, θὰ χάσετε τὴν ψυχή σας, καὶ τοῦτο γιατὶ, μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν τόσο κακὴ ἀρχή, δὲν θὰ σταματήσετε, ὥσπου νὰ φτάσετε στὴν ἔσχατη ἀπόφαση τῆς καταδίκης σας.
Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια τοὺς νουθετοῦσε (ὁ ὅσιος) καυτηριάζοντας ἀρκετὰ τὸ πάθος τῆς ὑπερηφάνειας, κι ἔτσι γιάτρεψε ἀποτελεσματικὰ τὴν (πνευματική) ἀρρώστια τους. Γιατὶ ἦταν καὶ σκληρός, ὅποτε χρειαζόταν, ἀλλὰ καὶ ἤπιος πάλι, ὅταν τὸ καλοῦσε ἡ περίσταση, ἄλλοτε ἐλέγχοντας καὶ ἄλλοτε παρακινώντας πρὸς τὸ ἀγαθὸ ἐκείνους ποὺ ἁμάρταναν.


Την ίδια ημέρα μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Αχιλλίου Επισκόπου Λαρίσσης

Αυτός ζούσε κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Γεννήθηκε το έτος 320 από ευσεβείς γονείς, οι οποίοι του δίδαξαν την ευσέβεια και μαζί με την εξωτερική φιλοσοφία τον δίδαξαν και την εσωτερική. Επειδή αυτός λοιπόν στόλισε τον εαυτό του με όλες τις αρετές και με την κατά Θεό πολιτεία, γι’ αυτό εξελέγη από τους κατοίκους της Ελλάδας Αρχιερέας της Λάρισσας, η οποία βρίσκεται στο δεύτερο τμήμα της Θεσσαλίας. Όταν συγκροτήθηκε στη Νίκαια η Αγία και Οικουμενική Πρώτη Σύνοδος στα 325, τότε πήγε σε αυτήν και ο θείος Αχίλλιος και ήταν ένας από τους θεοφόρους Πατέρες που συναθροίσθηκαν εκεί. Αφού δε καθαίρεσε τον Άρειο και τους συντρόφους του, γύρισε πάλι στη Λάρισσα. Αυτός ο Άγιος αφενός γκρέμισε πολλούς ναούς των ειδώλων και αφετέρου έχτισε από τα θεμέλια πολλές εκκλησίες και τις στόλισε με κάθε στολισμό. Αυτός και δαιμόνια έδιωξε από τους ανθρώπους και αφού έπραξε πάμπολλα άλλα θαύματα, τελείωσε ειρηνικά τη ζωή του.
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Βαρβάρου του μυροβλύτου

Ταις των σων Αγίων Πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.




Ἀπολυτίκιον Αγίου  Παχωμίου
Ἦχος πλ. α'. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Ἀγελάρχης ἐδείχθης τοῦ Ἀρχιποιμένος, Μοναστῶν τᾶς ἀγέλας Πάτερ Παχώμιε, πρὸς τὴν μάνδραν ὁδηγῶν τὴν ἐπουράνιον, καὶ τὸ πρέπον ἀσκηταίς, ἐκεῖθεν σχῆμα μυηθεῖς, καὶ τοῦτο πάλιν μυήσας, νῦν δὲ σὺν τούτοις ἀγάλλη, καὶ συγχορεύεις ἐν οὐρανίαις σκηναίς.


Ἀπολυτίκιον  Αγίου Αχιλλίου
Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.

Χαίρει ἔχουσα, ἡ Θεσσαλία, σὲ ἀκοίμητον, φρουρῶν προστάτην, καὶ τῆς Λαρίσης ἡ πόλις ἀδάμαντα, ἡ Ἐκκλησία τὴν εὔηχον σάλπιγγα, τὸ τοῦ Υἱοῦ ὁμοούσιον κηρύξασαν, Πάτερ Ἅγιε Ἱεράρχα Ἀχίλλιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι εἰρήνην ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.



Τετάρτη 26 Μαΐου 2021

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Σερρών (12 Μαΐου)

 

Ο Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης ήταν γόνος μιας ευκατάστατης οικογένειας Σερραίων. Γεννήθηκε και έζησε στην πόλη των Σερρών στο τελευταίο μισό του 15ου μ.Χ. αιώνος.

Το παιδικό κλάμα του Αγίου μπερδεύτηκε με τους ολολυγμούς των Σερραίων για το θάνατο του Βασιλιά της Τραπεζούντας Δαβίδ και των τριών παιδιών του, που κρεμάστηκαν με εντολή του Μωάμεθ του Β΄ εκεί, στο τέλος της βασιλικής οδού, λίγο έξω από την πόλη των Σερρών.

Στην ακμή της νεότητάς του, το θάρρος του να παρουσιάζεται σε δημόσιους χώρους ως ίσος προς τους κατακτητές και η λαμπρότητα της εμφανίσεώς του, προκάλεσαν το φθόνο των Τούρκων, που τον διέβαλαν στις αρχές τους. Οι διαβολείς του υποστήριξαν πως ο Νεομάρτυς Ιωάννης δημόσια εξύβρισε την πίστη του Προφήτη, αρνούμενος να την ακολουθήσει, παρά την αρχική του υπόσχεση. Οι αρχές των κατακτητών διέταξαν, μετά από μια τόσο σοβαρή καταγγελία, ο Ιωάννης να συλληφθεί και να οδηγηθεί στο δικαστήριο, πράγμα που παραχρήμα έγινε. Οι δικαστές του, εκτιμώντας τα δεδομένα, στην αρχή προσπάθησαν με υποσχέσεις για αξιώματα να τον δελεάσουν να αλλάξει την πίστη του, καθώς θα είχαν κέρδος μεγάλο αν το παράδειγμά του έβρισκε και άλλους μιμητές, όμως, όλες τους οι προσπάθειες απέτυχαν, αφού ο Ιωάννης, ως απάντηση στα προτεινόμενα, ομολογούσε δημόσια την πίστη του στον Χριστό.

Όταν όλες οι πλάγιες μέθοδοι απέτυχαν, οι αλλόφυλοι προκειμένου να αποσπάσουν την ομολογία του Ιωάννη στην μάταιά τους πίστη, κατέφυγαν στα βασανιστήρια. Έβγαλαν το μάρτυρα από τη φυλακή και «ώσπερ θήρες ανήμεροι» τον έσυραν χωρίς ένδυση πάνω στη γη των Σερρών και, τέλος, του ξερίζωσαν τα μαλλιά ραβδίζοντάς τον χωρίς διακοπή. Ο άγιος, παρά τα φοβερά αυτά μαρτύρια, άντεχε και συνέχιζε να υμνεί τον Κύριο Ιησού Χριστό και τότε, στα δεξιά του, εμφανίσθηκε ένας έφιππος και μεγαλοπρεπής άνδρας που το πρόσωπό του ακτινοβολούσε σαν ήλιος. Ο μάρτυρας Ιωάννης είδε την υπέρλαμπρη αυτή παρουσία, που δεν ήταν άλλη απ΄ αυτή του Αγίου Θεοδώρου, και κατάλαβε πως ο έφιππος άνδρας του συνιστούσε να μη χάσει το θάρρος του.

Οι Τούρκοι, όταν και με αυτόν τον επώδυνο τρόπο, στάθηκε αδύνατο να τον κάνουν να αλλάξει την πίστη του, τον οδήγησαν και πάλι στην φυλακή, όπου και συνέχισαν τις σωματικές και ηθικές πιέσεις τους πάνω στον νεομάρτυρα. Η σταθερή όμως προσήλωση του Ιωάννη στην πάτρια πίστη του τους απέλπισε και, αναγκάστηκαν να ζητήσουν έγγραφες οδηγίες για την τύχη του νεαρού Σερραίου από τη Μεγάλη Πύλη. Όταν ήρθαν οι έγγραφες οδηγίες, ο δικαστής των Σερρών διέταξε το θάνατο του Ιωάννη, εάν δεν απαρνιόταν την πίστη του στο Χριστό.

Έτσι, οι τύραννοι του, μετά και την αποτυχία των τελευταίων προσπαθειών τους να πείσουν τον Ιωάννη να απαρνηθεί την πίστη του, τον έβγαλαν από τη φυλακή και τον οδήγησαν σε χώρο δημόσιο, όπου, οι δήμιοί του, για να κάνουν το τέλος του πιο επώδυνο, τον ανέβασαν πάνω σε σωρό από φρύγανα και ξερά ξύλα και, αφού του έδεσαν τα χέρια και τα πόδια, έβαλαν φωτιά στο εύφλεκτο υπόστρωμα.

Ο μάρτυρας Ιωάννης παρέμεινε ήρεμος σε όλη τη διάρκεια του φρικτού του μαρτυρίου και, μάλιστα, προκαλώντας τους βασανιστές του, τους ρωτούσε εάν πράγματι τον παρέδωσαν στη φωτιά, ενώ με ήπια φωνή υμνολογούσε το Θεό. Ένας από τους δήμιούς του, για να τον κάνει να σωπάσει, του έμπηξε έναν πάσαλο στο στόμα και επέφερε έτσι το τέλος της επίγειας ζωής του αγίου.

Την ακολουθία του αγίου Νεομάρτυρα Ιωάννη του Σερραίου έγραψε ο Μεγάλος Ρήτορας της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας Μανουήλ ο Πελοποννήσιος πιθανότατα μεταξύ των ετών 1491 - 1497 μ.Χ.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Σερραίος μαρτύρησε για την πίστη του Χριστού περί το 1480 μ.Χ. και η μνήμη του γιορτάζεται στις 12 Μαΐου.