† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΙΣΜΟΣ Ή ΠΑΠΙΣΜΟΣ;

 


Ρωμαιοκαθολικισμὸς ἢ Παπισμός ; Ἐδῶ ἀπαιτεῖται μία διευκρίνισις.

Πράγματι, δὲν ἀποτελεῖ ἔκφρασι μισαλλοδοξίας ἢ φανατισμοῦ ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, μὲ κέντρο τὸ Βατικανὸ καὶ τὸν Πάπα, ὡς Παπισμοῦ καὶ ὄχι, ὅπως ἔχει ἐπικρατήσει στοὺς κύκλους τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὡς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ἢ Καθολικῆς Ἐκκλησίας.

Θὰ πρέπει νὰ μὴ λησμονοῦμε, ὅτι ὁ ὅρος Καθολικὴ ἢ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ὀρθός, καὶ ποτὲ δὲν ἀποδέχθηκε αὐτὸν ἡ αὐθεντικὴ Ὀρθόδοξος Παράδοσις, ἀναφερομένη στὸ τμῆμα τῶν δυτικῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι τὸ 1009 / 1014 ἢ 1054 ἀπεκόπησαν ὁριστικὰ ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας 11.

ἑτερόδοξος Δυτικὸς Χριστιανισμός, ἐφ᾿ ὅσον ἔχει ἐκπέσει ἀπὸ τὴν Καθολικότητα, δηλαδὴ τὴν Ὁλοκληρίαν, τῆς Ἀποστολικῆς Πίστεως διὰ τῆς ἀποδοχῆς πληθύος αἱρετικῶν δοξασιῶν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θεωρῆται καὶ νὰ καλῆται Καθολικός.

Δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγη ποτέ, ὅτι στὴν Πατερικὴ Παράδοσι Καθολικότης σημαίνει Πληρότης (πληρότης Ἀληθείας καὶ Ζωῆς)· καὶ ἐπειδὴ ἡ Καθολικότης εἶναι συνώνυμος καὶ ταυτόσημος μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, ἀνέκαθεν ἡ αὐθεντικὴ καὶ γνησία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὠνομάζετο Καθολικὴ12 σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὶς ἐπὶ μέρους αἱρετικὲς καὶ σχισματικὲς ψευδο-εκκλησίες13.

σύγχρονός μας λοιπὸν μὴ Καθολικός, δηλαδὴ αἱρετικός, Χριστιανισμός, ὁ ὁποῖος ἔχει ὡς διοικητικὸ κέντρο του τὸ Βατικανό, χαρακτηρίζεται ὡς Παπισμός, διότι ὡς θεμέλιό του ἔχει τὸν Παπικὸ Θεσμὸ (Πρωτεῖον καὶ Ἀλάθητον), καὶ μάλιστα ὡς θεσμὸν θείου δικαίου καὶ ἑπομένως ὡς δόγμα ἐξ ἀποκαλύψεως ὑποχρεωτικὸ γιὰ τὴν πίστι καὶ τὴν σωτηρία.

δογματοποίησις τοῦ παπικοῦ Πρωτείου καὶ Ἀλαθήτου ἀπὸ τὴν Α´ Βατικανὴ Σύνοδο (1870)14 καὶ ἡ ἰσχυροποίησίς του ἀπὸ τὴν Β´ Βατικανὴ (1962-1965)15 ἐπιβεβαιώνει ἀπόλυτα τὴν ἄποψι, ὅτι
● «ὁ παπικὸς θεσμὸς ἀποτελεῖ τὴν μεγαλυτέραν αἵρεσιν, τὴν διαστρέφουσαν τὸ περὶ Ἐκκλησίας δόγμα»16. «Καμμία αἵρεσις», ἔγραφε πολὺ χαρακτηριστικὰ ὁ μακαριστὸς π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, «δὲν ἐξηγέρθη τόσον ριζοσπαστικῶς καὶ τόσον ὁλοκληρωτικῶς κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του, ὡς ἔπραξε τοῦτο ὁ παπισμὸς διὰ τοῦ δόγματος τοῦ ἀλαθήτου πάπα-ἀνθρώπου. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία: τὸ δόγμα αὐτὸ εἶναι ἡ αἵρεσις τῶν αἱρέσεων»17.

 * * *

Τὴν χρῆσι τῆς ὁρολογίας αὐτῆς, ὡς ὀρθῆς καὶ ὀρθοδόξου, ἐπικροτοῦν καὶ δικαιολογοῦν ἄριστα ἀκόμη καὶ οἱ κοινωνοῦντες μὲ τοὺς Οἰκουμενιστάς.
● «Δὲν χρησιμοποιοῦμε τὸν ὅρο Ρωμαιοκαθολικισμός, ἐπειδὴ εἶναι ἱστορικὰ ἀθεμελίωτος καὶ θεολογικὰ ἀνακριβής: Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 2ου αἰ. ἡ ἀδιαίρετη Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὀνομάζεται, ὅπως τὴν ὁμολογοῦμε καὶ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, Καθολική, ἐπειδὴ κατέχει τὸ καθ᾿ ὅλου τῆς πίστεως, δηλαδὴ τὴν πληρότητα τῆς ἀλήθειας.

πίσης, ἀφότου, τὸ 330, ἡ Νέα Ρώμη / Κωνσταντινούπολη ἔγινε πρωτεύουσα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὁ ὅρος Ρωμαῖος ἢ Ρωμηὸς δήλωνε κάθε ὀρθόδοξο πολίτη της, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν φυλετικὴ καταγωγή του.

τσι, Ρωμαιο-Καθολικοὶ κυριολεκτικὰ εἶναι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ὡς Ρωμαῖοι-Ρωμηοί, δηλαδὴ ἀπόγονοι τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, καὶ ὡς Καθολικοί, δηλαδὴ μέλη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνεχίζει νὰ κατέχει τὸ καθ᾿ ὅλου τῆς πίστεως.

πεναντίας, οἱ Παπικοί, μετὰ τὴν κατάληψη τοῦ θρόνου τῆς Ρώμης ἀπὸ τοὺς Φράγκους (1009), δὲν εἶναι Ρωμαῖοι, ἀλλὰ Φραγκολατίνοι.

Καὶ μετὰ τὴν ἔκπτωσί τους ἀπὸ τὴν καθολικότητα (δηλαδὴ τὴν πληρότητα) τῆς πίστεως, λόγῳ τῆς ἀποδοχῆς σωρείας αἱρετικῶν δοξασιῶν, δὲν εἶναι Καθολικοί, ἀλλὰ αἱρετικοί. Μολαταῦτα, μετὰ τὸ ὁριστικὸ Σχίσμα (1054), σφετερίστηκαν αὐτοὺς τοὺς ὅρους.

Οἱ ὀρθόδοξοι λαοί, πάντως, μέχρι τὸν 19ο αἰ. γνώριζαν καλά, ὅτι ΡωμαῖοςΡωμηὸς καὶ Καθολικὸς σημαίνει Ὀρθόδοξος, γι᾿ αὐτὸ καὶ τοὺς αἱρετικοὺς τῆς Δύσεως τοὺς ὀνόμαζαν Λατίνους, Παπιστὲς κ.ἄ.

σύγχυση ποὺ παρατηρεῖται σήμερα στὴν ὁρολογία, δημιουργήθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ., μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ»18.


῾Υποσημειώσεις
11. Βλ. ἐνδεικτικῶς: [Πρωτοπρεσβυτέρου] π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ (†), «Ρωμαίϊκη καὶ Ἀντιρωμαίϊκη Ὁρολογία», στὸ Σύγχυση - Πρόκληση -Ἀφύπνιση / Φανατισμὸς ἢ Αὐτογνωσία; , σελ. 73-76, Ἀθήνα 1991.
12.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων λέγει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία λέγεται «Καθολικὴ» «καὶ διὰ τὸ διδάσκειν καθολικῶς καὶ ἀνελλιπῶς ἅπαντα τὰ εἰς γνῶσιν ἀνθρώπων ὀφείλοντα ἐλθεῖν δόγματα, περί τε ὁρατῶν καὶ ἀοράτων πραγμάτων, ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων», «καὶ διὰ τὸ καθολικῶς ἰατρεύειν μὲν καὶ θεραπεύειν ἅπαν τὸ τῶν ἁμαρτιῶν εἶδος, τῶν διὰ ψυχῆς καὶ σώματος ἐπετελουμένων, κεκτῆσθαι δὲ ἐν Αὐτῇ πᾶσαν ἰδέαν ὀνομαζομένης ἀρετῆς, ἐν ἔργοις τε καὶ λόγοις, καὶ πνευματικοῖς παντοίοις χαρίσμασιν». (PG τ.33, στλ. 1044ΑB, Κατήχησις ΙΗ´ Φωτιζομένων, § ΚΓ´).
13.
Οἱ Κοινότητες, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἐκπέσει ἀπὸ τὴν Καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νὰ διακρίνωνται ἀπὸ τὴν Μίαν καὶ Μοναδικὴν Ἐκκλησίαν, χαρακτηρίζονται ποικιλοτρόπως: «Τῶν δ᾿ αἱρέσεων αἱ μὲν ἀπὸ ὀνόματος [τοῦ αἱρεσιάρχου] προσαγορεύονται», «αἱ δὲ ἀπὸ τόπου», «αἱ δὲ ἀπὸ ἔθνους», «αἱ δὲ ἀπὸ δογμάτων ἰδιαζόντων», «αἱ δὲ ἀπὸ ὑποθέσεων», «αἱ δὲ ἀφ᾿ ὧν παρανόμως ἐπετήδευσάν τε καὶ ἐτόλμησαν». (Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, PG τ.9, στλ. 552BC- 553A / Στρωματέων Λόγος Ἕβδομος, Caput XVIII ).
14.
Ἡ Α´ Βατικανὴ Σύνοδος ἐπὶ Πάπα Πίου Θ´ ὥρισε, μεταξὺ ἄλ- λων, καὶ τὰ ἑξῆς: ● «ἐάν τις εἴπῃ, ὅτι ὁ µακάριος Πέτρος δὲν εἶναι ὑπ᾿ αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου κατεστηµένος πάντων τῶν ἀποστόλων ἀρχὴ καὶ πάσης τῆς στρατευοµένης Ἐκκλησίας ὁρατὴ κεφαλή· ἢ ὅτι οὗτος τιµῆς µόνον, οὐχὶ δὲ ἀληθοῦς καὶ πραγµατικῆς δικαιοδοσίας πρωτεῖον ὑπ᾿ αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Χριστοῦ κατ᾿ εὐθεῖαν καὶ ἀμέσως ἔλαβεν, ἀνάθεμα ἔστω»· «ἐὰν τις εἴπῃ ὅτι δὲν εἶναι κατὰ διάταξιν αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἢ θείῳ δικαίῳ, ἵνα ὁ µακάριος Πέτρος ἐν τῷ πρωτείῳ ὑπὲρ τὴν καθολικὴν Ἐκκλησίαν ἔχῃ συνεχεῖς διαδόχους ἢ ὅτι ὁ Ρωμαῖος Ποντίφηξ δὲν εἶναι τοῦ µακαρίου Πέτρου ἐν τῷ πρωτείῳ τούτῳ διάδοχος, ἀνάθεμα ἔστω». ● «Διδάσκοµεν καὶ ὡς θεόθεν ἀποκεκαλυμμένον δόγµα ὁρίζομεν», «τοῦ Ρωμαίου ποντίφηκος αἱ ἀποφάσεις ἐξ ἑαυτῶν, οὐχὶ δὲ ἐκ τῆς συγκαταθέσεως τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀτροποποίητοι. Ἐὰν δέ τις τολμᾶ νὰ ἀντείπῃ εἰς ταύτην τὴν ἡμετέραν ἀπόφασιν, ὅπερ ὁ Θεὸς ἀποστρέψεται, ἀνάθεμα ἔστω». (Παρὰ Π. Τρεµπέλα, Αἱ μετὰ τὸ ἔργον τῆς Βατικανείου Συνόδου ὑποχρεώσεις µας, σελ. 30-32, Ἀθῆναι 1967).
15.
Οἱ διατάξεις τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στὸ Πρωτεῖον καὶ Ἀλάθητον τοῦ Πάπα, εἶναι κυρίως αὐτὲς ποὺ περιέχονται στὴν «Δογματικὴν Διάταξιν περὶ Ἐκκλησίας» / «Lumen Gentium» («Τὸ Φῶς τῶν Ἐθνῶν»). Βλ. ἰδίως: Κεφ. Γ´, Ἡ Ἱεραρχικὴ Δομὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἰδιαίτερα ὁ Σύλλογος τῶν Ἐπισκόπων, §§ 18, 22, 25 - ἐνδεικτικῶς: ● «Τὸ δόγµα τοῦτο περὶ τοῦ πρωτείου τοῦ ρωμαίου ποντίφηκος καὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ διδασκαλικοῦ του ἀξιώματος προβάλλει ἐκ νέου ἡ ἁγία Σύνοδος εἰς πάντας τοὺς πιστοὺς ὡς ἀντικείµενον βεβαίας πίστεως»· «ὁ Ρωμαῖος ποντίφηξ ἔχει ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας λόγῳ τοῦ ἀξιώματός του ὡς Βικαρίου τοῦ Χριστοῦ καὶ Ποιµένος πάσης τῆς Ἐκκλησίας, ἐξουσίαν πλήρη, ὑπερτάτην καὶ καθολικήν, τὴν ὁποίαν δύναται πάντοτε νὰ ἀσκῇ ἐλευθέρως»· ● «αἱ ἀποφάσεις, τὰς ὁποίας ἐκφέρει [ὁ Ρωμαῖος ποντίφηξ], δικαίως ἐλέχθησαν ἀναλλοίωτοι ἐξ ἑαυτῶν καὶ οὐχὶ λόγῳ τῆς συγκαταθέσεως τῆς Ἐκκλησίας», «ἐφ᾽ ὅσον εἶναι ὡς πρὸς τὴν καθολικὴν Ἐκκλησίαν ὁ ὑπέρτατος διδάσκαλος, ἐν τῷ ὁποίῳ διαµένει [«καὶ ὅταν ἀκόμη δὲν ὁμιλῇ ἀπὸ καθέδρας»] εἰς µοναδικὸν βαθμὸν τὸ χάρισµα τοῦ ἀλαθήτου, ὅπερ εἶναι αὐτὸ τοῦτο τὸ ἀλάθητον τῆς Ἐκκλησίας». ( Βλ. «Δογματικὴ Διάταξη περὶ Ἐκκλησίας (Φῶς τῶν Ἐθνῶν) τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ», ἔκδοσις «Γραφεῖον Καλοῦ Τύπου», τ. 1, σελ. 36-62). ● Ἔχουμε προτιμήσει τὴν ἀπόδοσι στὴν ἁπλῆ καθαρεύουσα ἐξ ἄλλης πηγῆς.
16.
Ἀρχιμανδρίτου Σπυρίδωνος Σπ. Μπιλάλη (†), Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός, τ. Α´, Κριτικὴ τοῦ Παπισμοῦ, σελ. 147, ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Τύπος», Ἀθῆναι 1969.
17.
Ἀρχιμανδρίτου Ἰουστίνου Πόποβιτς (†), Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, σελ. 159, ἐκδόσεις «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1969.
18.
Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὁ Παπισμὸς χθὲς καὶ σήμερα, σελ. 1-2, Πρόλογος, ἔκδοση ζ´, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς, Δεκέμβριος 2021. (Βλ.https://imparaklitou.gr/index.php/el/psifiakakeimena/fylladia/o-papismos)