† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2022

ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 7ο)

 Ἁγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς

7. Ταπεινοφροσύνη

Οι αρετές της ταπεινοφροσύνης, του πνευματικού πένθους και της φιλαλήθειας

(Πρώτος, δεύτερος και τέταρτος Μακαρισμός εκ του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου).

Σύμφωνα με τη διδασκαλία των αγίων Πατέρων -των ασκητών και λύχνων της χριστιανικής ευσέβειας- η πρώτη από όλες τις χριστιανικές αρετές είναι η ταπεινοφροσύνη. Αυτή είναι η αρετή χωρίς την οποία δεν μπορεί να αποκτηθεί άλλη και χωρίς την οποία η πνευματική τελειότητα ενός χριστιανού είναι αδιανόητη. Ο ίδιος ο Σωτήρας Χριστός ξεκινά τους Μακαρισμούς της Καινής Διαθήκης με την εντολή της ταπεινοφροσύνης: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι· ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»[1]!

Πτωχούς -με την συνήθη έννοια του όρου- αποκαλούμε εκείνους τους ανθρώπους που δεν έχουν τίποτα και ζητούν βοήθεια από τους άλλους. Τέτοιοι πτωχοί δεν είναι σε καμία περίπτωση πάντοτε «μακάριοι», γιατί ανάμεσά τους υπάρχουν κλέφτες, μέθυσοι, απατεώνες κ.λπ.. Κάθε Χριστιανός (είτε πτωχός, είτε πλούσιος) πρέπει να αναγνωρίσει τον εαυτό του ως πνευματικά πτωχό, δηλαδή να δει ότι δεν υπάρχει τίποτα δικό του καλό μέσα του. Όλα τα καλά μέσα μας είναι από τον Θεό. Από τον εαυτό μας προσθέτουμε μόνο το κακό: τον εγωισμό, τις ιδιοτροπίες του αισθησιασμού και την αμαρτωλή υπερηφάνεια. Και αυτό πρέπει να το θυμάται ο καθένας μας. Διότι δεν είναι μάταιο αυτό που λέγεται στην Αγία Γραφή: «ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν»[2]. Και, όπως είπαμε ήδη, χωρίς την ταπεινοφροσύνη, καμία άλλη αρετή δεν είναι δυνατή, διότι αν κάνει κάποιος κάτι δίχως το πνεύμα της ταπεινοφροσύνης, σίγουρα θα πέσει σε ασεβή υπερηφάνεια και θα απομακρυνθεί από το έλεος του Θεού…

Μαζί με την ειλικρινή βαθιά ταπεινοφροσύνη, ο Χριστιανός πρέπει να έχει ένα πνευματικό πένθος, για το οποίο γίνεται λόγος στον δεύτερο μακαρισμό. Ποιος δεν ξέρει ότι η ταπεινοφροσύνη ενός ανθρώπου είναι συχνά ρηχή και απατηλή; Επιπλέον, η παροιμία «η ταπεινολογία είναι χειρότερη από την υπερηφάνεια» δεν δημιουργήθηκε χωρίς λόγο. Συχνά ένας άνθρωπος -φαινομενικά- ταπεινώνεται, καταδικάζει τον εαυτό του. Αλλά αποδεικνύεται ότι δεν ήταν μια βαθιά, σταθερή διάθεση και εμπειρία της ψυχής, αλλά ένα επιφανειακό, ρηχό συναίσθημα. Οι άγιοι ασκητές πατέρες υπέδειξαν μια μέθοδο με την οποίαν αναγνωρίζεται η ειλικρίνεια και το βάθος της ταπεινοφροσύνης. Δηλαδή: αρχίστε να κατακρίνετε ένα άτομο κατά πρόσωπο γι’ αυτές ακριβώς τις αμαρτίες, και με αυτές ακριβώς τις εκφράσεις τις οποίες χρησιμοποιεί ο ίδιος «ταπεινά» για να καταδικάσει τον εαυτό του. Εάν η ταπεινοφροσύνη του είναι ειλικρινής, θα ακούσει τις επικρίσεις χωρίς θυμό, και μερικές φορές ακόμη και θα σας ευχαριστήσει για την ταπεινωτική παραίνεση. Εάν δεν έχει αληθινή ταπεινοφροσύνη, δεν θα υπομείνει την επίπληξη και θα θυμώσει, γιατί αυτή η επίπληξη θα εμφανίσει τελικά την υπερηφάνειά του…

Και έτσι, λέει ο Κύριος: «μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται…»[3]. Μακάριοι δηλαδή όσοι όχι μόνο πενθούν για την ατέλεια και την αναξιότητά τους, αλλά και κλαίνε γι’ αυτήν. Έτσι, ο κλαυθμός εδώ σημαίνει πρωτίστως τον πνευματικό κλαυθμό -τον κλαυθμό για αμαρτίες και, σε σχέση με αυτό, για την απομάκρυνση από την Βασιλεία του Θεού. Επιπλέον, μεταξύ των ασκητών του Χριστιανισμού υπήρχαν πολλοί, γεμάτοι αγάπη και συμπόνια, που έκλαιγαν για τους άλλους ανθρώπους – για τις αμαρτίες, τις πτώσεις και τα βάσανά τους. Αλλά γενικά δεν είναι αντίθετο με το πνεύμα του Ιερού Ευαγγελίου να εννοεί επίσης όλους τους θλιμμένους και άπορους ανθρώπους, εάν αποδέχονται την θλίψη τους με χριστιανικό τρόπο -ταπεινά και υπάκουα. Είναι πραγματικά μακάριοι, γιατί θα παρηγορηθούν από τον Θεό της αγάπης. Και το αντίθετο -όσοι στην επίγεια ζωή αναζητούν και επιτυγχάνουν μόνο ανέσεις και απολαύσεις δεν είναι σε καμία περίπτωση μακάριοι. Αν και θεωρούν τους εαυτούς τους τυχερούς, και οι άλλοι τους θεωρούν έτσι, με βάση το πνεύμα της ευαγγελικής διδασκαλίας είναι οι πιο δυστυχείς άνθρωποι. Γι’  αυτούς ισχύει η τρομερή προειδοποίηση του Κυρίου: «Οὐαὶ ὑμῖν τοῖς πλουσίοις, ὅτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν ὑμῶν. Oὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε. Oὐαὶ ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε…»[4].

Όταν ένας άνθρωπος είναι γεμάτος ταπεινοφροσύνη και πόνο για τις αμαρτίες του, δεν μπορεί πλέον να ανέχεται το κακό της αμαρτίας, που τόσο μολύνει τον εαυτό του και τους άλλους ανθρώπους. Από την αμαρτωλή διαφθορά του, την αναλήθεια της ζωής γύρω του, αγωνίζεται να φθάσει στην αλήθεια, στην αγιότητα και την αγνότητα. Και γι’ αυτή την επιθυμία για την αλήθεια του Θεού και τον θρίαμβό της επί των ανθρωπίνων αδικιών -τον οποίο επιδιώκει και επιθυμεί πολύ πιο έντονα από όσο ένας πεινασμένος θέλει να φάει ή ένας διψασμένος να πιει- μας λέει ο τέταρτος Μακαρισμός, που συνδέεται με τον πρώτο: «Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται…»[5]. Πότε θα χορτάσουν; Εν μέρει ήδη εδώ, στην επίγεια ζωή, στην οποίαν αυτοί, οι πιστοί οπαδοί της αλήθειας του Θεού, κατά καιρούς βλέπουν ήδη τις απαρχές του θριάμβου και της νίκης του στις ενέργειες της Πρόνοιας του Θεού και τις εκδηλώσεις της δικαιοσύνης και της παντοδυναμίας Του. Αλλά η πνευματική τους πείνα και δίψα θα ικανοποιηθούν πλήρως και θα σβήσουν πλέον εκεί -στην ευλογημένη αιωνιότητα, σε ένα νέο ουρανό και σε μια νέα γη, «ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ»[6].

(συνεχίζεται)


[1] Ματθ. ε΄ 3.
[2] Ιακ. δ΄ 6.
[3] Ματθ. ε΄ 4.
[4] Λουκ. ϛ΄ 24-25.
[5] Ματθ. ε΄ 6.
[6] Β΄ Πέτρ. γ΄ 13.

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ 2022 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

IMG 5740

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

   Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα κάποιος νέος πλησιάζει μὲ σεβασμὸ τὸν Κύριό μας κάνοντας τὴν ἑξῆς ἐρώτηση: «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί καλὸ νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή;». Καὶ ὁ Χριστός, ἀρχικά, τὸν ρωτᾶ: «Γιατί μὲ λὲς ἀγαθό; Κανένας δὲν εἶναι ἀγαθός, παρὰ μόνο ἕνας, ὁ Θεός», δείχνοντάς του μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι ὁ Θεός. Καὶ συνεχίζει λέγοντας: «Ἄν θέλεις νὰ εἰσέλθεις στὴν ζωή, νὰ τηρεῖς τὶς ἐντολὲς τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. […] Μὴν φονεύσεις, μὴν μοιχεύσεις, μὴν κλέψεις, μὴν ψευδομαρτυρήσεις, νὰ δείχνεις τιμὴ καὶ σεβασμὸ στοὺς γονεῖς σου καὶ νὰ ἀγαπᾶς τὸν συνάνθρωπό σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου». Ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ, πολὺ ἁπλὴ καὶ περιεκτική.

   Οὐσιαστικά, μᾶς διδάσκει ὅτι ἄν τηροῦμε μὲ ἀγάπη τὶς ἐντολές, θὰ κερδίσουμε τὸν Παράδεισο. Τί πιὸ εὐχάριστο; Καὶ ὅμως, ὁ νέος δὲν μένει ἱκανοποιημένος, διότι αὐτὰ τὰ θεωρεῖ δεδομένα. Βεβαιώνει ὅτι τηρεῖ τὶς ἐντολὲς ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία καὶ ρωτᾶ ξανά: «τί ἐπιπλέον μοῦ λείπει;». Καταλαβαίνετε τί σημαίνει αὐτό; Ὁ νέος μπορεῖ νὰ τηροῦσε ὅλες τὶς ἐντολές, ἀλλὰ ἀκόμη αἰσθανόταν κενὸ στὴν ψυχή του, γιὰ αὐτὸ καὶ ἤθελε νὰ πάει ἕνα βῆμα πιὸ μπροστά. 

   Ἀφοῦ, λοιπόν, ἔδειξε αὐτὴ τὴν καλὴ πρόθεση, τότε ὁ Δεσπότης Χριστὸς τοῦ εἶπε: «ἄν θέλεις νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ δῶσ΄ τὰ στοὺς φτωχοὺς καὶ θὰ ἀποκτήσεις μισθὸ στὸν οὐρανό, καὶ ἕλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις». Λυπήθηκε ὁ νέος. Εἶχε, βλέπετε, κτήματα καὶ πλούτη πολλὰ καὶ δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ κάνει αὐτὸ τὸ τόσο μεγάλο βῆμα νὰ δώσει τὰ πάντα στοὺς φτωχούς. Ἔτσι, λοιπόν, ἔφυγε στενοχωρημένος ἀπὸ τὸν Κύριό μας καὶ πῆρε τὸν δρόμο του.

   Ἡ συμπεριφορὰ αὐτὴ τοῦ πλουσίου νέου μᾶς θυμίζει ἔντονα ἕνα διαχρονικό, δυσάρεστο φαινόμενο. Ἄνθρωποι χριστιανοί, λαϊκοὶ καὶ Κληρικοί, συμβουλεύονται τὸν πνευματικό, ἀλλὰ μόλις ὁ πνευματικὸς τοὺς δώσει ἀπάντηση ποὺ δὲν ἱκανοποιεῖ τὰ «θέλω» τους, στρέφουν τὴν πλάτη καὶ παίρνουν τὸν δικό τους δρόμο, ἀναζητῶντας ἕνα περιβάλλον ὅπου τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι «κομμένο καὶ ραμμένο» στὰ μέτρα τοῦ καθενός. Ἀγνοοῦν, δυστυχῶς, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἰατρεῖο ψυχῶν. Καὶ ὡς ἰατρεῖο ψυχῶν καλεῖται νὰ θεραπεύει τὶς ψυχὲς μὲ τὸν δικό της τρόπο καὶ ὄχι νὰ προσαρμόζεται στὶς ἀσθένειες, ἀφήνοντάς τες ἀθεράπευτες νὰ μολύνουν τὸ ἅγιο περιβάλλον της. 

   Βλέποντας, λοιπόν, ὁ Κύριος τὸν πλούσιο νὰ φεύγει, δίδαξε τοὺς Μαθητὲς ὅτι πιὸ εὔκολα τὸ χοντρὸ καραβόσκοινο θὰ περάσει ἀπὸ τὴν τρύπα τῆς βελόνας, παρὰ ὁ πλούσιος θὰ εἰσέλθει στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. 

   Δηλαδή; Κάποιος ποὺ μὲ σκληρὴ καὶ τίμια ἐργασία κατάφερε νὰ συγκεντρώσει τὴν περιουσία του, εἶναι γιὰ τὴν Κόλαση μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ εἶναι πλούσιος; Ἀσφαλῶς καὶ ὄχι. Ὅπως τὸ νὰ εἶναι κανεὶς φτωχός, δὲν σημαίνει ἀπαραίτητα ὅτι θὰ εἰσέλθει στὸν Παράδεισο, ἔτσι τὸ νὰ εἶναι κανεὶς πλούσιος δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι καταδικασμένος γιὰ τὴν Κόλαση.Ἑπομένως, τί ἐννοεῖ ἐδὼ ὁ Κύριος; 

   Ὁ Χριστὸς ἀναφέρεται κατὰ κύριο λόγο στὴν προσκόλληση στὰ χρήματα, καὶ κατ’ ἐπέκταση στὴν κακὴ διαχείρηση τοῦ πλούτου, στὴν πλεονεξία καὶ στοὺς πολλοὺς πειρασμοὺς ποὺ συνοδεύουν τὸν πλοῦτο, στοὺς ὁποίους ἄν κάποιος πέσει, ἀποδυναμώνονται οἱ ἠθικὲς δυνάμεις τῆς ψυχῆς του. 

   στόσο, ἡ προσκόλληση, ἡ πλεονεξία καὶ ἡ κακὴ διαχείρηση δὲν εἶναι πάθη μόνο πλουσίων, ἀλλὰ καὶ πολλῶν πτωχῶν. Σκοπός, ἑπομένως, τοῦ Κυρίου μας δὲν εἶναι νὰ κάνει διαχωρισμὸ ἀνάμεσα σὲ φτωχοὺς καὶ πλουσίους. Ἄλλωστε, ὁ πλούσιος ποὺ διαχειρίζεται τὰ χρήματά του μὲ χριστιανικὴ διάκριση, πολλὰ ἀγαθὰ μπορεῖ νὰ προσφέρει στὴν κοινωνία καὶ νὰ ἀποταμιεύσει θησαυρὸ στὴν «τράπεζα» τοῦ οὐρανοῦ. Βεβαίως, ἡ ἐντολὴ τῆς ἐλεημοσύνης δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ποσότητα τῶν χρημάτων. Οὔτε ὁ πλούσιος, ἀλλὰ οὔτε καὶ ὁ φτωχὸς ἐξαιρεῖται ἀπὸ αὐτῆν. Σκοπὸς τοῦ Κυρίου στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα εἶναι νὰ τονίσει τὴν ἀνάγκη γιὰ ἐλευθερία. 

   Ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε ἐξ ἀρχῆς στὸν πλούσιο νὰ ἀφήσει ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του, παρὰ μόνο ὅταν ὁ νέος θέλησε κάτι περισσότερο ἀπὸ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Τότε, ὅμως, ὅταν ἦρθε ἡ στιγμὴ νὰ κάνει ἕνα βήμα πιὸ μπροστά, ἀποδείχθηκε δοῦλος τῶν χρημάτων, φάνηκε, δηλαδή, ὅτι τοῦ ἔλειπε ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία. Ἡ ἐλευθερία δίνει τὴν δυνατότητα στὸν καθένα μας νὰ γίνει τέλειος, νὰ ἀφήσει, τὰ πάντα πίσω του καὶ νὰ ἀκολουθήσει ἀνιδιοτελῶς τὸν Χριστὸ ὡς μαθητής Του. 

   Στὸ σημεῖο αὐτὸ διακρίνεται ἡ μεγάλη ἀξία τοῦ Μοναχισμοῦ. Ὁ Μοναχὸς ὅταν μπαίνει στὸ Μοναστήρι, ἀφήνει πίσω του ὅλα τὰ κοσμικά. Μέχρι καὶ τὸ ὄνομά του ἀλλάζει, ὥστε νὰ εἶναι τελείως ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὸ παρελθὸν καὶ τὸν κόσμο. Ἔτσι, ἐλεύθερος, μπορεῖ νὰ ἐργάζεται μὲ τέλεια ἀφοσίωση καὶ ὑπακοὴ τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιὰ αὐτὸ, κρίνεται ἰδιαίτερα  σημαντικὸ στὴν ἐποχή μας νὰ ἀναδειχθοῦν νέοι Μοναχοὶ καὶ νέες Μοναχές, πλήρως ἀφοσιωμένοι. Αὐτοὶ φωτίζονται ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους καί, κατόπιν δίνουν τὸ φῶς σὲ ὅλους τοὺς πιστούς. Δυστυχῶς, ὅμως, ὅπως εἶπε καὶ ὁ Κύριος, «δὲν ὅλοι σὲ θέση νὰ δεχθοῦν αὐτὸν τὸν λόγο, ἀλλὰ ἐκεῖνοι στοὺς ὁποίους τὸ ἔχει δώσει ὁ Θεός».

   Πέρα ἀπὸ τὴν δυνατότητα ποὺ μᾶς δίνει ἡ ἐλευθερία νὰ γίνουμε τέλειοι, αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν προϋπόθεση νὰ εἰσέλθουμε στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Αὐτὸ σημαίνει δύο πράγματα. 

   Ἀφενός, πρὶν κλείσουμε αἰωνίως τὰ μάτια μας πρέπει νὰ ἔχουμε συγχωρέσει ἀπὸ τὴν καρδιά μας τὸν κάθε ἕνα ποὺ μᾶς ἀδίκησε, μᾶς ἔβρισε, μᾶς χτυπῆσε, μᾶς συκοφάντησε. Ἀφετέρου, πρέπει νὰ ἐγκαταλείψουμε ὅ,τι ἔχουμε στὴν κατοχή μας. Ἔχουμε στὴν κατοχή μας πρῶτον ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ δεύτερον πάθη καὶ ἀδυναμίες. Τὰ μὲν πρῶτα ὀφείλουμε νὰ τὰ τακτοποιήσουμε στοὺς συνανθρώπους μας ποὺ μένουν πίσω, τὰ δὲ δεύτερα νὰ τὰ καταθέσουμε στὸ πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ. Ἔτσι, ἐλεύθεροι, θὰ ὁδηγηθοῦμε στὸν Θεό μας. 

   Κλείνοντας, θὰ ἤθελα νὰ καταθέσω τὸν προβληματισμό μου πάνω στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα. Ἄν ὁ νέος δὲν φωτίσθηκε ἀπὸ τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸν Ὁποῖο ἀξιώθηκε νὰ συνομιλήσει, πῶς ἑμεῖς, καὶ οἱ Κληρικοὶ καὶ οἱ λαϊκοί, θὰ δώσουμε μὲ τὸ παράδειγμά μας τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ στὰ παιδιά μας ποὺ εἶναι ἔξω στὸν κόσμο καὶ προσπαθοῦν νὰ καλύψουν τὸ κενὸ τῆς ψυχῆς τους μὲ ὅποιο σκοτάδι βροῦν μπροστά τους; Πρέπει νὰ εἴμαστε πολὺ προσγειωμένοι.

Μετ’ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ - Ευαγγέλιο της εορτής



Ευαγγέλιο της εορτής: Λουκ. ι’ 38-42, ια’ 27-28

38  Τ καιρ κείν, εσλθεν ησος ες κώμην τινά. γυν δέ τις νόματι Μάρθα πεδέξατο ατν ες τν οκον ατς. 39 κα τδε ν δελφ καλουμένη Μαρία, κα παρακαθίσασα παρ τος πόδας το  ησο κουε τν λόγον ατο. 40 δ Μάρθα περιεσπτο περ πολλν διακονίαν· πιστσα δ επε· Κύριε, ο μέλει σοι τι δελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεν; επ ον ατ να μοι συναντιλάβηται. 41 ποκριθες δ επεν ατ   ησος· Μάρθα Μάρθα, μεριμνς κα τυρβάζ περ πολλά· 42 νς δέ στι χρεία· Μαρία δ τν γαθν μερίδα ξελέξατο, τις οκ φαιρεθήσεται π᾿ ατς.

27  γένετο δ ν τ λέγειν ατν τατα πάρασά τις γυν φωνν κ το χλου επεν ατ· μακαρία κοιλία βαστάσασά σε κα μαστο ος θήλασας. 28 ατς δ επε· μενονγε μακάριοι ο κούοντες τν λόγον το Θεο κα φυλάσσοντες ατόν.


Την μακαρίζουν όλες οι γενεές

Η Μαρία και η Μάρθα

Στη Βηθανία η αδελφή του Λαζάρου Μάρθα υποδέχεται στο σπίτι της τον Κύριο, ο οποίος, αφού κάθισε, άρχισε να διδάσκει στους ανθρώπους που παρευρίσκονταν εκεί. Η αδελφή της Μάρθας, η Μαρία, αφοσιώθηκε τόσο πολύ στη διδασκαλία του Κυρίου, ώστε συνεπαρμένη κάθισε κοντά του και ως ταπεινή μαθήτρια άκουγε με προσήλωση τα θεσπέσια λόγια του. Τόσο πολύ απορροφήθηκε, ώστε δεν θέλησε να χάσει ούτε λέξη. Την ώρα όμως που η Μαρία αποταμίευε στην ψυχή της ουράνιους θησαυρούς, η Μάρθα προετοίμαζε για το τραπέζι ό,τι καλύτερο μπορούσε. Ήταν πνιγμένη στις πολλές δουλειές της, διότι φρόντιζε να ετοιμάσει πολλά και ωραία φαγητά για να περιποιηθεί τον Διδάσκαλο. Ήταν βέβαια ικανή και επιμελής στη μαγειρική και στο νοικοκυριό, με κάποια όμως υπερβολή. Γι’ αυτό και κάποια στιγμή πλησίασε τον Κύριο και με τολμηρό τρόπο του είπε το παράπονό της:
— Κύριε, δεν σε νοιάζει που η αδελφή μου με άφησε μονάχη να ετοιμάσω το τραπέζι; Πες της λοιπόν να με βοηθήσει.
Τότε ο Κύριος της αποκρίθηκε:
— Μάρθα, Μάρθα, αγωνιάς, αναστατώνεσαι, κουράζεσαι να ετοιμάσεις πολλά και ποικίλα φαγητά. Ένα όμως είναι το χρήσιμο, η ακρόαση της διδασκαλίας μου. Αυτό διάλεξε η Μαρία, την πνευματική τροφή, η οποία δεν θα της αφαιρεθεί ποτέ.
Ο Κύριος δηλαδή αντί να επιπλήξει τη Μαρία, όπως θα το επιθυμούσε η Μάρθα, παίρνει την αφορμή και επιπλήξει την ίδια. Εδώ όμως κάποιος θα απορήσει: Δηλαδή ο Κύριος καταδικάζει τη διακονία της Μάρθας; Όχι, ασφαλώς! Κάτι άλλο θέλει να δείξει. Είναι σαν να λέει στη Μάρθα: Δεν ήλθα στο σπίτι σας για να απολαύσω πολλά και ωραία φαγητά, άλλα για να σας προσφέρω μεγάλες και ουράνιες αλήθειες. Είναι καλή η προσφορά και η διακονία, θ πρέπει όμως και να συνοδεύεται από ενδιαφέρον για τα ανώτερα, για την πνευματική τροφή. Δεν απορρίπτει λοιπόν ο Κύριος τη διακονία της Μάρθας, άλλα επαινεί περισσότερο την επιλογή της Μαρίας.
Διότι η Μαρία αξιοποίησε μία μοναδική ευκαιρία. Ήλθε στο σπίτι της ο Χριστός. Δεν ήξερε αν θα είχε άλλοτε μια τέτοια ευκαιρία. Και αφοσιώθηκε στο να ξεδιψά στα νάματα των θείων αληθειών. Το έργο της Μάρθας ήταν χρησιμότατο, της Μαρίας όμως υψηλότερο. Γι’ αυτό ο Κύριος επιπλήττει τη Μάρθα, διότι έχανε το χρόνο της σε υπερβολικές προετοιμασίες, ενώ το καλύτερο που είχε να κάνει την ώρα εκείνη ήταν να αφιερώσει λιγότερο χρόνο στα της μαγειρικής για να επικοινωνήσει με τον Κύριο και να εντρυφήσει στις θείες αλήθειες.
Τούτο σημαίνει ότι πρέπει να ιεραρχούμε σωστά τα πράγματα. Μεγαλύτερη προσφορά μας προς τον Θεό είναι να λαχταρούμε και να ποθούμε τον θείο λόγο του, και μετά το να διακονούμε στα έργα της αγάπης. Βέβαια όλοι μας είμαστε υποχρεωμένοι καθημερινά να επιτελούμε και τα βιοτικά μας έργα, διαφορετικά δεν μπορούμε να ζήσουμε. Όλα αυτά θα τα κάνουμε, και μάλιστα σωστά, με επιμέλεια και προθυμία, όλα προς δόξαν Θεού. Όχι όμως με υπερβολή. Να μη δίνουμε την καρδιά μας σ’ αυτά παραμελώντας όμως έτσι την ψυχή μας.

Μακαρία η Θεοτόκος

Στη συνέχεια καθώς μιλούσε ο Κύριος στα πλήθη, κάποια γυναίκα ενθουσιασμένη από τη διδασκαλία του φώναξε με χαρά στον θείο Διδάσκαλο:
— Μακαρία είναι η κοιλία που σε βάστασε, η μητέρα που σε γέννησε και σε έθρεψε.
Και ο Κύριος της απάντησε:
— Πράγματι μακαρία είναι η μητέρα μου! Μακάριοι είναι εκείνοι που ακούν τον λόγο του Θεού και τον εφαρμόζουν στη ζωή τους. Γι’ αυτό ακριβώς και αυτή που με γέννησε και με θήλασε, αξιώθηκε την τιμή αυτή, διότι φύλαξε πάντοτε το λόγο του Θεού.
Με τους λόγους του αυτούς ο Κύριος μακαρίζει διπλά τη μητέρα του. Διότι, επιβεβαιώνοντας τον μακαρισμό της γυναίκας εκείνης, μακαρίζει την Θεοτόκο όχι μόνο διότι αξιώθηκε να γίνει μητέρα του, άλλα και διότι περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο φύλαξε μέσα της το λόγο του Θεού και τον τήρησε στη ζωή της. Γι’ αυτό γενεές γενεών μακαρίζουμε την Θεοτόκο, όπως η ίδια η Παναγία μας προφήτευσε: «ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί.» (Λουκ. α’ 48). Τη μακαρίζουμε όχι μόνο διότι αξιώθηκε να γίνει Θεοτόκος, Μητέρα δηλαδή του Θεού μας, άλλα και διότι, φυλάσσοντας σ’ όλη τη ζωή της τον λόγο του Θεού, ακτινοβόλησε με την υπέρλαμπρη αρετή της κι έγινε τιμιωτέρα και ενδοξοτέρα των αγγέλων. Η αγιότητά της αποδείχθηκε κρυστάλλινη σ’ όλη της τη ζωή. Διότι ήταν η ταπεινή δούλη του Κυρίου, το υπόδειγμα της υπακοής στο θέλημα του Θεού. Ήταν η Κεχαριτωμένη. Είχε όλες τις αρετές επάνω της, όλα τα υπερφυσικά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος σε ύψιστο βαθμό. Άφθαστο και ασύγκριτο ήταν το πνευματικό της κάλλος και η ψυχική της ωραιότητα.
Και έγινε το παράδειγμα για όλους μας. Παράδειγμα ταπεινώσεως και υπακοής και αγνότητας. Και μας καλεί με την αγία ζωή της να τη μιμηθούμε μελετώντας και εφαρμόζοντας τον λόγο του Θεού και να την ακολουθήσουμε στον βίο της αρετής και της χάριτος.


Πηγή: www.xfd.gr


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α'.
Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.  

 


Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος 
Ἦχος α΄

Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος! ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, ἐν μνημείῳ τίθεται, καὶ κλῖμαξ πρὸς οὐρανόν, ὁ τάφος γίνεται, Εὐφραίνου Γεθσημανῆ, τῆς Θεοτόκου τὸ ἅγιον τέμενος, βοήσωμεν οἱ πιστοί, τὸν Γαβριὴλ κεκτημένοι ταξίαρχον, Κεχαριτωμένη χαῖρε, μετὰ σοῦ ὁ Κύριος, ὁ παρέχων τῷ κόσμῳ διὰ σοῦ τὸ μέγα ἔλεος. 

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2022

Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας (22 Αὐγούστου)


Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου «ἐν τῷ Πυρσῷ τῆς Εὐρυτανίας»

Ψηλά, στις ελατόφυτες βουνοκορφές της νοτιοδυτικής Ευρυτανίας, και σφηνωμένη ανάμεσα σε κάθετους γκριζωπούς βράχους με άγρια μεγαλοπρέπεια, προβάλλει η ιερά μονή του Προύσου. Είναι σταυροπηγιακό και ιστορικό μοναστήρι, με μεγαλόπρεπα τριώροφα κτίρια. Ανάμεσα τους υπάρχει σπήλαιο λαξευμένο, που φιλοξενεί στο εσωτερικό του τον πρώτο και παλαιό ναό της μονής. Μέσα σ' αυτόν φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, που επονομάζεται Προυσιώτισσα και εορτάζει με κάθε εκκλησιαστική και βυζαντινή μεγαλοπρέπεια στις 22-23 Αυγούστου.

Τη θαυματουργή αυτή εικόνα της Θεοτόκου λέγεται ότι την ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς και ήλθε από την Προύσα της Μικράς Ασίας (σύμφωνα με το χειρόγραφο 3 του κώδικα της Ιεράς Μονής Προυσιωτίσσης). Την έφερε από την Προύσα κάποιος ευγενής νέος στα χρόνια της εικονομαχίας (829 μ.Χ.) επί εικονομάχου βασιλέως Θεοφίλου. Στο δρόμο όμως για την Ελλάδα, στην Καλλίπολη της Θράκης, την έχασε και η εικόνα αποκαλύφθηκε θαυματουργικά σ' ένα τσοπανόπουλο, με μια στήλη φωτός σαν πυρσός - γι' αυτό πήρε και την επωνυμία Πυρσός - στο μέρος όπου ήταν κρυμμένη. Ο νέος, που είχε εγκατασταθεί στην Πάτρα, όταν το έμαθε θέλησε να την πάρει. Αλλά η εικόνα θαυματουργικά γύρισε και πάλι στο άγριο μέρος της Ευρυτανίας, όπου αποκαλύφθηκε στους ντόπιους βοσκούς τη νύχτα από 22 προς 23 Αυγούστου. Τότε ο νέος, μαζί μ' έναν υπηρέτη του, πήγαν και αυτοί εκεί, όπου έγιναν μοναχοί μετανομασθέντες Διονύσιος και Τιμόθεος αντίστοιχα.

Η εικόνα της Παναγίας είναι τύπου Οδηγήτριας και είναι επιχρυσωμένη με αργυροεπίχρυση ένδυση, δώρο του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη που φιλοξενούνταν στη Μονή την περίοδο της επανάστασης του 1821 μ.Χ. Την ένδυση, την κατασκέυασε ο χρυσοχόος Γεωργίος Καρανίκας το 1824 μ.Χ., όπως μας αποκαλύπτει η ανάγλυφη επιγραφή πάνω από τον δεξιό ώμο της Παναγίας: «Η Παντάνασσα. Δι εξόδων του γενναιοτάτου στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη, χειρί Γεωργίου Καρανίκα, 1824».

Στο ιστορικό της μονής αναφέρεται ότι επί τουρκοκρατίας καταστράφηκε πολλές φορές. Η τελευταία όμως καταστροφή, που μετέβαλε τα κτίρια σε σωρούς ερειπίων, έγινε το 1944 μ.Χ. από τους γερμανούς. Μετά την καταστροφή των κτισμάτων, ένας αξιωματικός θέλησε να κάψει και την εκκλησία. Προσπάθησε πολλές φορές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ενώ λοιπόν στεκόταν άπ' έξω κι έδινε διαταγές, τιμωρήθηκε παραδειγματικά από το χέρι της Παναγίας. Μια αόρατη δύναμη τον έριξε με ορμή πάνω στο πλακόστρωτο. Το χτύπημα ήταν δυνατό, και ο γερμανός ανίκανος να σηκωθεί. Τον σήκωσαν οι στρατιώτες και τον έβαλαν πάνω σε ζώο για να τον μεταφέρουν στο Αγρίνιο. Έτσι ο ναός παρέμεινε αβλαβής, όπως διαφυλάχθηκε ακέραιος δια μέσου των αιώνων.

Πέρασαν τέσσερα χρόνια. Ο εμφίλιος πόλεμος τώρα μαίνεται στην ελληνική ύπαιθρο. Οι κάτοικοι της Ευρυτανίας και ορεινής Ναυπακτίας εγκαταλείπουν τα χωριά τους και προσφευγουν για ασφάλεια σε άλλα μέρη της Ελλάδος. Μαζί τους προσφεύγει και η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Ακολουθεί κι αυτή την τύχη των παιδιών της και μεταφέρεται από τους μοναχούς του Προύσου στη ακρόπολη της Ναυπάκτου. Το μοναστήρι παραμένει τελείως έρημο.

Ύστερα από καιρό αρχίζουν οι επιχειρήσεις του στρατού. Η ενάτη μεραρχία αναλαμβάνει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Ευρυτανία. Μερικά τμήματα περνούν από τον Προυσό. Ορισμένοι αξιωματικοί και στρατιώτες πλησιάζουν στη σκοτεινή εκκλησούλα της σπηλιάς και μπαίνουν για να προσκυνήσουν. Εκεί μέσα αντικρίζουν ένα παράδοξο θέαμα: Μπροστά το τέμπλο, στ' αριστερά της ωραίας πύλης, να αναμμένο καντήλι και μια καλόγρια γονατιστή. Οι στρατιώτες απορούν. Πως ζει αυτή η μοναχή εδώ,τι στιγμή που η Ευρυτανία είναι τελείως έρημη από κατοίκους; Πως συντηρείται, τι τρώει, που βρίσκει λάδι για το καντήλι; Την ερωτούν λοιπόν, κι εκείνη σεμνά και πονεμένα τους απαντά: «Παιδιά μου, ζω εδώ μοναχή μου δυόμισι τώρα χρόνια. Για τη δική μου ζωή δεν χρειάζονται φαγητό και ψωμί. Μου αρκεί ότι έχω το καντήλι μου αναμμένο». Οι στρατιώτες, κουρασμένοι από τις επιχειρήσεις και βιαστικοί να φύγουν, δεν έδωσαν προσοχή στα λόγια της.

Την επομένη όμως, όταν τα έφεραν πάλι στη μνήμη τους, κατάλαβαν πως επρόκειτο νια κάτι θαυμαστό. Κι όταν αργότερα περνούσαν από τη Ναύπακτο, ζήτησαν με επιμονή άδεια από τον διοικητή τους νια να επισκεφθούν τον μητροπολίτη. Ο επίσκοπος Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Χριστόφορος τους υποδέχθηκε με αγάπη, κι αφού τους άκουσε συγκινημένος, έριξε φως στο μυστήριο. «Ο ναός, τους είπε, που επισκεφθήκατε, ανήκει στην έρημη τώρα ιερά μονή Προυσιώτισσας, της οποίας η θαυματουργή εικόνα βρίσκεται πάνω από δύο χρόνια εδώ, στο παρεκκλήσι της μητροπόλεως μας, στον άγιο Διονύσιο. Πηγαίνετε να την προσκυνήσετε, και θα καταλάβετε».

Πήγαν πράγματι και προσκύνησαν. Τότε αυθόρμητα στον καθένα δόθηκε η εξήγηση στην απορία του: Στην εικόνα της Θεομήτορος αναγνώρισαν τη μοναχή εκείνη που συνάντησαν στο εκκλησάκι της σπηλιάς, ψηλά στον Προυσό!

Ἀπολυτίκιον
Ήχος α'.

Της Ελλάδος απάσης συ προΐστασαι πρόμαχος και τερατουργός εξαισίων τη εκ Προύσσης εικόνι Σου, Πανάχραντε Παρθένε Μαριάμ, και γαρ φωτίζεις εν τάχει τους τυφλούς δεινούς τε απελαύνεις δαίμονας και παραλύτους δε συσφίγγεις αγαθή. Κρημνών τε σώζεις και πάσης βλάβης τους σοι προστρέχοντας. Δόξα τω σω ασπόρω τοκετώ, δοξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα το ενεργούντι δια σου τοιαύτα θαύματα.


Μεγαλυνάριον

Δεύτε την εικόνα την ιερά, της Προυσιωτίσσης, ασπαζόμεθα ευλαβώς, βρύουσαν παντοίων νόσων και πάσης βλάβης, ρώσιν δαψιλεστάτην και χάρην άφθονον.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον

Σφαίρας ουρανίους φωταγωγείς, αχράντω οικήσει την υδρόγειον δε βολαις, αρρήτων θαυμάτων, αυγάζεις όθεν πίστει, πάντες σε προσκυνούμεν ω Προυσιώτισσα.


Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 2022 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 77790717

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

             Μεγάλο τὸ σημερινὸ θαῦμα ποὺ λαμβάνει χώρα σήμερα ἐνώπιόν μας. Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Μητέρα μας, ἡ γλυκιὰ Μαριάμ, ἡ γέφυρα ποὺ μᾶς ἕνωσε μὲ τὴν Ζωή, ἐκπληρώνει τὸ κοινὸ χρέος καὶ βιώνει τὸν σωματικὸ θάνατο. Αὐτὸς εἶναι ἡ μοναδική μας κληρονομιά. Κάθε ἄνθρωπος ποὺ γεννιέται, τὸ μόνο γιὰ τὸ ὁποῖο μπορεὶ νὰ εἶναι βέβαιος εἶναι ὅτι θὰ ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ φύγει ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. 

            Μόλις πρὶν λίγους μῆνες, κατὰ τὴν Ἀκολουθία τῶν Ἀχράντων Παθῶν τοῦ Κυρίου μας, τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης, σύσσωμοι οἱ Χριστιανοί, βλέποντας τὸν Δεσπότη μας Ἰησοῦ Χριστὸ ἁπλωμένο στὸν Σταυρό, καταθέσαμε στὶς Ἐκκλησίες τὰ δάκρυα, τὴν πίκρα καὶ τὴν στεναχώρια μας. 

            Σήμερα, ὅμως, δὲν συμβαίνει αὐτό. Μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ θάνατος καταργήθηκε. Γιὰ αὐτό, τὸν Δεκαπενταύγουστο δὲν θρηνοῦμε τὸν θάνατο τῆς Θεοτόκου, ἀλλὰ πανηγυρίζουμε καὶ ἑορτάζουμε τὴν Κοίμηση αὐτῆς, ἡ ὁποία διήρκεσε πολὺ λίγο. Δὲν ἦταν δυνατὸν ἡ Μητέρα τῆς Ζωῆς νὰ ὑφίστατο τὴ σωματικὴ ἀποσύνθεση. Ἀντιθέτως, μετὰ τὴν Κοίμησή της, μετέστη ψυχῇ καὶ σώματι στὴν Οὐράνια Βασιλεία, δίπλα στὸν θρόνο τοῦ Υἱοῦ τῆς, τὸν Ὁποῖο συνεχῶς ἱκετεύει γιὰ ὅλους ἑμᾶς ποὺ τὴν ἔχουμε ἀνάγκη. Δὲν εἶναι, ἄλλωστε, τυχαῖο ποὺ ὁ εὐσεβὴς λαός μας ἔδωσε σὲ αὐτὴ τὴν γιορτὴ τὴν ὀνομασία «Πάσχα τοῦ Καλοκαιριοῦ». Ἡ Κοίμηση τῆς Παναγίας μας ἀποτέλεσε, ὄντως, τὸ προσωπικό της Πάσχα, δηλαδὴ τὸ πέρασμά της ἀπὸ τὰ ἐπίγεια καὶ φθαρτὰ στὴν αἰώνια μακαριότητα τοῦ Παραδείσου. 

           Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἑορτάζουμε σήμερα καθηκόντως καὶ ταπεινὰ οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη τῆς οἰκουμένης, ψάλλοντας μὲ χαρὰ καὶ συγκίνηση: «Αἱ γενεαὶ πάσαι μακαρίζομέν σε τὴν μόνην Θεοτόκον». Ἐπαληθεύτηκαν, λοιπόν, τὰ λίγα λόγια ποὺ εἶπε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ λίγο μετὰ τὸν Εὐαγγελισμό της: «ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσι μὲ πάσαι αἱ γενεαί».

            Μήπως θὰ μποροῦσε νὰ γίνει διαφορετικά; Ἡ Ἀρχόντισσα Παναγιά, μόνη ἀπὸ ὅλες τὶς γυναῖκες ὅλων τῶν γενεῶν ἐξελέγη ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς τὸ ὄργανο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἄν καὶ ἦταν ἄνθρωπος σὰν ἑμᾶς, ἐν τούτοις ἔζησε βίο ἀγγελικό, ὑπερβαίνοντας στὴν ἁγιότητα ὅλους τοὺς Ἁγίους. Γιὰ αὐτό, ὀνομάσθηκε ἐπάξια «Παν-Ἁγία» καὶ «Κυρία τῶν Ἀγγέλων». Μὲ τὴν λυτρωτική της συγκατάβαση καὶ ἀδιάκριτη ὑπακοὴ στὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἡ αἰτία τῆς ἐλευθερίας μας ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς πλάνης καὶ τοῦ θανάτου. Μὲ τὴν παρθενία καὶ τὴν ἁγνότητά της ἔδειξε σὲ ὅλους μας πόσο εὐάρεστα εἶναι αὐτὰ στὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος μόνο ἀπὸ Ἁγνὴ καὶ Παρθένο θέλησε νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ ἔζησε μὲ ἁγνότητα καὶ παρθενία. Τὰ δύο αὐτά, δυστυχῶς, στὶς μέρες μας ἀπουσιάζουν  ἀπὸ τὶς περισσότερες ὀρθόδοξες οἰκογένειες καὶ περιφρονοῦνται  ἀπὸ πολλούς, οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦν ὅτι ἀπὸ αὐτὰ προέκυψε ἡ σωτηρία ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας. 

            νεκτίμητη ὑπῆρξε ἡ προσφορὰ τῆς Παναγίας μας ὅσο βρισκόταν στὴ γῆ. Ἀλλὰ καὶ ὅταν Κοιμήθηκε καὶ Μετέστη, δὲν ἔπαψε νὰ προσφέρει τὶς πολύτιμες εὐεργεσίες της σὲ ὅσους καρδιακὰ τὴν ἐπικαλοῦνται.  

            Ποιός συνειδητὸς Χριστιανὸς μπορεῖ νὰ παραπονεθεῖ γιὰ μοναξιά; Ποιός, γιὰ ἐγκατάλειψη; 

            χουμε στὸν Οὐρανὸ τὴν μεγάλη μας συντροφιά, τὴν μεγάλη μας Μάνα, τὴν προστασία μας. Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἀειπάρθενος Κόρη.

            Εἶναι αὐτὴ ἡ πηγὴ τῆς μεγάλης θαλπωρῆς. Σὲ αὐτὴν προστρέχουμε καὶ βρίσκουμε καταφύγιο οἱ κουρασμένοι ἀπὸ τὴν καθημερινότητα καὶ τὶς δοκιμασίες, οἱ ταλαιπωρημένοι, οἱ ἀδικημένοι καὶ κατατρεγμένοι, οἱ ἀσθενεῖς. Μέσα ἀπὸ τὶς θερμὲς ἱκεσίες της λαμβάνουμε γαλήνη, ψυχικὴ ξεκούραση καὶ εἰρήνη. 

            Αὐτή, ἡ ψηλόλιγνη Μαυροφόρα, ὅπως πολλοὶ ἀξιώθηκαν νὰ τὴν δοῦν, ὑπερμάχησε γιὰ τὰ δίκαια τοῦ Ἔθνους μας καὶ κάθε ὀρθοδόξου ἀγωνιζομένου λαοῦ, κατευθύνοντάς μας ἀπὸ νίκη σὲ νίκη. 

            δίως στὴν εὐλογημένη πατρίδα μας, ὑπάρχει κάποια πόλη ἤ κάποιο χωριὸ ποὺ νὰ μὴν καυχᾶται γιὰ κάποιο θαῦμα τῆς Θεομήτορος; Δὲν ὑπάρχει! Καὶ αὐτὸ τὸ διαπιστώνει εὔκολα ὁ καθένας ἄν ἀναλογισθεῖ τὰ ἀναρίθμητα προσωνύμια τὰ ὁποῖα τῆς ἔδωσαν οἱ εὐεργετημένοι Χριστιανοί, ὅπως, ἐπίσης, καὶ τὰ ἑκατοντάδες Μοναστήρια καὶ τοὺς χιλιάδες Ναοὺς καὶ Παρεκκλήσια ποὺ εἶναι ἀφιερωμένα στὸ πρόσωπό της.

γαπητοὶ ἀδελφοί,

            Πραγματικά, ὅσα ἐγκώμια καὶ νὰ πλέξει, ὅσους ὕμνους καὶ νὰ ψάλει κανεὶς στὴν Παναγία μας, εἶναι φτωχά, διότι οἱ Ἄγγελοι τὴν ὑμνοῦν συνεχῶς στοὺς Οὐρανούς. Ὅσο φτωχές, ὅμως, καὶ ἄν εἶναι οἱ προσφορές μας πρὸς τὸ πρόσωπό της, ἡ φιλανθρωπία της εἶναι τέτοια ποὺ τὶς δέχεται, ἀρκεῖ νὰ βγαίνουν ἀπ’ τὴν καρδιά. Βεβαίως, ἡ μεγαλύτερη τιμὴ ποὺ μποροῦμε νὰ τῆς προσφέρουμε, εἶναι νὰ προσπαθήσουμε νὰ τὴν μιμηθοῦμε. Νὰ μιμηθοῦμε τὴν ταπεινοφροσύνη της, τὴν ἁγνότητά της, τὴν ὑπακοή της. Ἠ Κυρὰ-Δέσποινα ποτὲ δὲν ἔκανε κακὸ σὲ κανέναν, ἀκόμη καὶ ὅταν μὲ δάκρυα ἔβλεπε τὸν Υἱό της νὰ σταυρώνεται ἀπὸ τοὺς ἀχαρίστους. 

            Εὔχομαι ὅλοι μας, ἀποβλέποντας στὴν μεγάλη ἐγγυήτρια τῆς σωτηρίας μας, νὰ ἀποβάλουμε τὴν θλίψη, τὴν ἀβεβαιότητα καὶ τὴν ἀπελπισία ἀπὸ τὴ ζωή μας. Ἡ Θεοτόκος ἔσωσε πολλὲς φορὲς τὴν ἀνθρωπότητα παρακαλῶντας τὸν Υἱό της. Τὸ ἴδιο θὰ κάνει ξανὰ καὶ ξανὰ καὶ θὰ μᾶς προσφέρει τὴν ἀναγκαία ἐνίσχυση, τὴν ἐλπίδα, τὴν παρηγοριά καὶ τὴν στήριξη. Ἀρκεῖ, τὴν στήριξη ποὺ ζητοῦμε ἀπὸ τὴν Παναγία, νὰ εἴμαστε πρόθυμοι νὰ τὴν προσφέρουμε καὶ ἑμεῖς στοὺς ἀδελφούς μας μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἀγάπη. 

            Χρόνια πολλὰ κὶ εὐλογημένα σὲ ὅλους! Ἡ πηγὴ τῆς Ζωῆς νὰ εἶναι ἀρρωγὸς στὴν προσπάθειά μας νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὴν Ζωὴ καὶ νὰ νικήσουμε τὸν θάνατο. 

Μετ’ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

†  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ (Ἅγιος Τύχων, Ἀρχιεπίσκοπος Βορονέζ καί Ζαντόνσκ)

 

Ὁ ἀγώνας ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας

Ἅγιος Τύχων, Ἀρχιεπίσκοπος Βορονέζ καί Ζαντόνσκ

Δύσκολος εἶναι, τό ἀναγνωρίζω, ὁ ἀγώνας ἐνάντιον αὐτοῦ τοῦ ἐχθροῦ· εἶναι ὅμως ἀπαραίτητος. Πολλοί κάνουν πολέμους καί νικοῦν ἄλλους ἀνθρώπους· εἶναι ὅμως αἰχμάλωτοι καί δοῦλοι στά πάθη τους. Δέν ὑπάρχει πιό ἔνδοξη νίκη ἀπό τή νίκη πάνω στόν ἑαυτό μας. Βραβεῖο χωρίς νίκη δέν ὑπάρχει. Καί νίκη χωρίς ἀγώνα δέν ὑπάρχει.

Ἀδελφέ μου, ἄς καταπιαστοῦμε μ’ αὐτόν τόν ἀγῶνα, γιά νά κερδίσουμε μέ τή βοήθεια τοῦ Χριστοῦ τή νίκη, νά πάρουμε ἀπ’ Αὐτόν τό στεφάνι τῆς ἀρετῆς καί νά θριαμβεύσουμε αἰώνια στή Βασιλειά Του.

Ἄς διατυπώσουμε τώρα μερικές σκέψεις, πού δίνουν βοήθεια καί ἐνίσχυση στόν ἀγῶνα:

  • Ν’ ἀκοῦς καί νά προσπαθεῖς νά κατανοεῖς τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ μᾶς ἀποκαλύπτονται ἡ ἁμαρτία καί ἡ ἀρετή, ὥστε ν’ ἀποφεύγουμε τήν πρώτη καί νά ἐπιδιώκουμε τή δεύτερη: «Πᾶσα γραφή θεόπνευστος καί ὠφέλιμος πρός διδασκαλίαν, πρός ἐλέγχον, πρός ἐπανόρθωσιν, πρός παιδείαν τήν ἐν δικαιοσύνῃ, ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, πρός πᾶν ἔργον ἀγαθόν ἐξηρτισμένος» (Β΄ Τιμ. 3, 16-17). Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ «μάχαιρα τοῦ Πνεύματος» (Ἐφεσ. 6, 17), μέ τήν ὁποία σφαγιάζεται ὁ ἐχθρός τῆς ψυχῆς.
  • Ὁ Θεός βρίσκεται παντοῦ. Ὅπου κι’ ἄν βρεθοῦμε, εἶναι δίπλα μας. Ὅ,τι κι’ ἄν κάνουμε, γίνεται μπροστά Του.
  • Πῶς λοιπόν θ’ ἁμαρτάνουμε καί θά καταπατοῦμε τό ἅγιο θέλημά Του μπροστά στά ματιά Του;
  • Ντρέπεσαι, ἀλλά καί φοβᾶσαι νά φερθεῖς μέ ἀσέβεια μπροστά στό βασιλιά ἤ καί στόν παραμικρό ἐκπρόσωπο τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας. Πόσο πιό πολύ πρέπει νά αἰσθάνεσαι τό ἴδιο μπροστά στόν Θεό; Μήν ξεχνᾶς ὅτι κάθε ἁμαρτία εἶναι ἀσέβεια καί παρανομία ἐνώπιόν Του.
  • Νά θυμᾶσαι τά τέλη σου, τόν θάνατο, τήν Κρίση τοῦ Χριστοῦ, τόν ἅδη, τή Βασίλεια τῶν Οὐρανῶν. Αὐτό θά σέ ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἁμαρτία. «Ἐν πᾶσι τοῖς λόγοις σου», λέει ὁ σοφός Σειράχ, «μιμνήσκου τά ἔσχατά σου καί…οὐχ ἁμαρτήσεις» (Σοφ. Σειρ. 7, 36).
  • Ν’ ἀπομακρύνεσαι ἀπό συνθῆκες πού ξέρεις ὅτι παρασύρουν στήν ἁμαρτία, ὅπως λ.χ. συμπόσια, διασκεδάσεις, κακές καί ἄπρεπες συζητήσεις. «Φθείρουσιν ἤθη χρηστά ὁμιλίαι (συναναστροφές) κακαί» (Α΄ Κορ. 15, 33).
  • Νά συγκρατεῖς στή σκέψη καί στή μνήμη σου ὅτι εἶναι δυνατόν νά πεθάνει ὁ ἄνθρωπος τήν ὥρα τῆς ἁμαρτίας, κι’ ἔτσι νά χαθεῖ αἰώνια. Ὁ Φαραώ, ὁ βασιλιάς τῆς Αἰγύπτου, καταδίωκε τούς Ἰσραηλίτες θέλοντας νά τούς ξαναγυρίσει στή σκλαβιά· καί πάνω σ’ αὐτό τό παράνομο ἔργο του πέθανε (Ἔξοδ, 14, 27-28). Καί ὁ Ἀβεσσαλώμ, ὁ γιός τοῦ Δαβίδ, ζητοῦσε νά σκοτώσει τόν ἅγιο πατέρα του, καί πέθανε πάνω σ’ αὐτό του τό ἐγχείρημα (Β΄ Βασ. 18, 14).
  • Τό ἴδιο συμβαίνει καί τώρα: Βλέπουμε πώς οἱ ἄσωτοι καί οἱ μοιχοί χτυπιοῦνται ἀπό τόν θάνατο πολλές φορές πάνω στό αἰσχρό τους ἔργο, οἱ βλάσφημοι στή βλασφημία τους, οἱ κλέφτες καί οἱ ἅρπαγες στήν ἁρπαγή τους καί ἄλλοι παράνομοι στήν παρανομία τους.
  • Δηλαδή ἡ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ χτυπάει τούς ἁμαρτωλούς, γιά νά φοβόμαστε καί νά μήν ἁμαρτάνουμε.
  • Συλλογίσου πώς ὁ Χριστός βασανίστηκε καί πέθανε γιά τίς ἁμαρτίες σου. «Αὐτός δέ ἐτραυματίσθη διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν καί μεμαλάκισται (ταλαιπωρήθηκε) διά τάς ἀνομίας ἡμῶν» (Ἠσ. 53, 5). Κι’ ἐσύ, ὁ χριστιανός, νά κάνεις αὐτό γιά τό ὁποῖο ὁ Κύριος ἤπιε τό πικρό ποτήρι τῶν Παθῶν, κι’ ἔτσι νά ξανασταυρώνεις τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ; (Ἑβρ. 6, 6).
  • Ἄς μήν κοιτάζουμε τί κάνουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἀλλά τί μᾶς προστάζει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι δέν θά ἐπηρρεαζόμαστε ἀπό πειρασμούς τοῦ κόσμου. «Εἰρήνη πολλή τοῖς ἀγαπῶσι τόν νόμον σου, καί οὐκ ἐστιν αὐτοῖς σκάνδαλον» (Ψαλμ. 118, 165). Ἀγάπα τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, καί δέν θά σέ βλάψουν οἱ πειρασμοί τῆς κοινωνίας.
  • Οἱ προσπάθειές μας καί οἱ ἀγῶνες μας ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας δέν εἶναι ἀποτελεσματικοί χωρίς τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Χρειάζεται λοιπόν συνδυασμός ἀγώνα καί προσευχῆς, γιά νά μᾶς βοηθήσει ὁ Κύριος σ’ αὐτή τή σοβαρή ὑπόθεση. Ὁ Θεός τούς ἐπιμελεῖς βοηθάει, τούς ἀγωνιστές ἐνισχύει, τούς νικητές στεφανώνει.

Ἀδελφέ μου! Βλέπεις τούς ἐχθρούς τῆς ψυχῆς μας, πού θέλουν νά μᾶς καταστρέψουν ὄχι προσωρινά, ἀλλά αἰώνια. Βλέπεις καί τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ στόν ἀγῶνα μας ἐναντίον τους. Ἄς πάρουμε λοιπόν θέση – «στῶμεν καλῶς» – καί ἄς ἐξοπλιστοῦμε μέ τή δύναμη τοῦ Παντοδύναμου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ποτέ δέν θά τούς ἐπιτρέψουμε νά μᾶς καταβάλουν. Κι’ ἔτσι θά λάβουμε τό στεφάνι τῆς νίκης ἀπό τόν ἀγωνοθέτη Ἰησοῦ.

Κύριε Ἰησοῦ, νικητή τοῦ θανάτου καί τοῦ ἅδη, βοήθησέ μας· χωρίς Ἐσένα δέν μποροῦμε τίποτα, μ’ Ἐσένα τά πάντα!…

(Ἀπό τό βιβλίο: “ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ”, Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττικῆς)