† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022

Λόγος περί τῆς ὑποθέσεως τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαῖου (Ἃγιος Ἀνδρέας, Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης)

 




Το περιεχόμενον της παραβολής του Τελώνου και του Φαρισαίου αποτελεί κάτι σαν προγύμνασμα και προετοιμασία, γι’ αυτούς που θέλουν να πλησιάσουν την ιερά ταπείνωση, που περιέχεται σε όλες τις αρετές, επάνω στις οποίες στηρίζεται πράγματι η Βασιλεία των ουρανών, και να απέχουν από την θεομίσητον αλαζονείαν, η οποία αποτρέπει τον άνθρωπον από κάθε φιλόχριστον αρετή. Ποίος λοιπόν δεν θα ποθήση να μιμηθή τον τελώνην και την επιστροφήν και την μετάνοιάν του, και δεν θα αποστραφή την έπαρση του Φαρισαίου, αφού η μεν ταπείνωσις συνδέεται με τον Χριστόν, η δε αλαζονεία με τον υπερήφανον δαίμονα;

Η αλαζονεία είναι χωρίς αμφιβολία αυτή που έκανε τον πρώτον από τους αγγέλους, που ονομαζόταν και εωσφόρος, διάβολον. Αυτή εξεδίωξε τον γενάρχην Αδάμ από τον Παράδεισον. «Καθείλε δυνάστας από θρόνων και ύψωσε ταπεινούς». «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν». Αυτή καταδικάζει τον Φαραώ: «Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού, ουκ έστι Θεός». Αυτή κατέβαλε τον Ναβουχοδονόσορα, διότι «Κυρίω Θεώ σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις», και «ου ποιήσεις ουδέν ομοίωμα». Αν και του ενός η αρρώστια εθεραπεύθη, ενώ του άλλου το πάθος κατήντησεν έξις. Αληθώς, πυρετός είναι η υπερηφάνεια που αδρανοποιεί την ευαισθησία του αρρώστου, ψυχασθένεια φοβερά που ερεθίζει τον άνθρωπο προς πτώσιν, υδρωπικία είναι, γεμάτη από υγρό και αέρα. «Τις γαρ αναβήσεται εις το όρος Κυρίου; Αθώος χερσί και καθαρός τη καρδία, ος ουκ έλαβε επί ματαίω την ψυχήν αυτού». Τοιαύτη ήταν η ματαιότης και η αγερωχία του Τύρου, που αφαιρώντας του και την τελευταίαν ικμάδα χάριτος, τον άφησε σαν ξηραμένην γη. Οπωσδήποτε το γνωρίζετε αυτό και με τον λόγο και με την πείρα. Ο αλαζών δεν αισθάνεται την ανάγκη της τελειοποιητικής χάριτος του Θεού, και γι’ αυτό είναι άνυδρος και ξηρός, αφού του λείπει η ζωτική θερμότης και η ζωογόνος υγρασία. Σ’ αυτόν, όπως στο απογυμνωμένον δένδρο, φτιάχνει την φωλιά του ο νυκτοκόρακας διάβολος.

Και με ένα λόγον, η ταπείνωσις είναι τροφός των αρετών, αρχή και τέλος και κεφαλή του κάλλους της χριστιανικής ευσεβείας. Αφανισμός των παθών, διατήρησις της υγρασίας στην ρίζα της πίστεως. Η ταπείνωσις συνυπάρχει με τον φόβον του Θεού, ο οποίος διώκει την ανομίαν, όπως είπαν και ο Ιερεμίας και ο Σολομών. Είναι αληθές ότι «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου». Αυτή κάνει τον Τελώνη κήρυκα του Πνεύματος, η δε αλαζονεία κατασκευάζει τον Φαρισαίον, τύμπανον κενό που ματαίως αλαλάζει. Αληθώς σαν τα ρόδια των Σοδόμων είναι ο υποκριτής, πεπόνι όμορφον απ’ έξω, αλλά εσωτερικώς σάπιος και άχαρος.

Ανέβη στον ναόν ο Τελώνης, και μάλιστα ανέβη και σωματικώς και ψυχικώς. Ανέβη στον ναόν ο Φαρισαίος σωματικώς, όχι όμως και ψυχικώς. Διότι ο μεν ένας ανέβη κατεβαίνοντας ψυχικώς με την ταπείνωση, ενώ ο άλλος κατέβη ψυχικώς ανεβαίνοντας με την υπερηφάνεια. Ο ένας ανέβη με «αναβάσεις εν τη καρδία αυτού», κατά τον Δαυίδ, επήρε δηλαδή τον δρόμο που οδηγεί στον Παράδεισον, ενώ ο άλλος κατέβη κατεβαίνοντας στον εωσφόρο, τον αρχηγόν της υπερηφανείας. Ο ένας ανέβη με την ανάβαση και την επίδοση στις αρετές, ενώ ο άλλος κατέβη από τις αρετές, και από αυτές επέρασε στις κακίες.

Πολλοί έρχονται μέσα στον ναόν, αλλά λίγοι μετέχουν της ιερότητός του, διότι δεν είναι άξιοι του οίκου του Θεού. Επειδή ο υπερήφανος «ου μένει εν τη αγάπη, ο δε μη μένων εν τη αγάπη, εν τω Θεώ ου μένει», κατά τον Ιωάννην. Ενώ αυτός που παραμένει στην αγάπη, μένει στον Θεόν, και ο Θεός σ’ αυτόν, και είναι ναός Θεού, σύμφωνα με τον Παύλον. Αυτοί οι άνθρωποι κυρίως εισέρχονται στον ιερόν ναό του Θεού, στους οποίους και ο Θεός ενεργεί με ιδιαίτερον τρόπο. Φωτίζει δε ο Θεός μόνον τους νηπίους και μικρούς, κατά τον μουσουργόν Δαυίδ. Διότι «όπου ταπείνωσις, εκεί και σοφία» κατά τον Σολομώντα. Σοφία πίστεως και σοφία πράξεως.

Αυτή η σοφία έλειπε από τον Φαρισαίο, γι’ αυτό και σαν υποκριτής που είναι, ευχαριστεί μόνον για τα εξωτερικά τον Θεόν, εσωτερικώς δε γίνεται αχάριστος προς τον Θεόν. Διότι δεν τηρεί την εντολήν «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Ήταν καλός ο λόγος «ευχαριστώ σοι», επειδή ο Φαρισαίος δεν απέδιδε την αρετήν στον εαυτόν του, όπως ο Ναβουχοδονόσορ και ο Σεμεΐας και ο Πέτρος. Σ’ αυτήν την υπερηφάνεια είχε πέσει ο εωσφόρος και ο Αδάμ. Ενόμιζε όμως πως έχει αυτό που δεν είχε. Και αν το είχε, το έχασε με την υπερηφάνεια. Επειδή κι εκείνος που έχει, οφείλει να ομολογή ότι δεν έχει, και να λέγη: «Αχρείος δούλος ειμί», επειδή «ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πας ζων».

Πράγματι αποβάλλει την αρετήν αυτός που δεν ταπεινώνεται και αυτός που δεν αγαπά, καταφρονεί. Αληθώς, είναι αρχή κάθε είδους αμαρτίας η υπερηφάνεια. Αυτήν ακολουθεί ο φθόνος, τον φθόνον ο φόνος. Εξ αιτίας αυτής ο Αβεσσαλώμ βλέπει σαν εχθρόν τον πατέρα του, και σπεύδει να τον φονεύση. Είναι όντως χειρότερος ο κρυφός κακός από τον φανερόν, και δεν διαφέρει από τον διάβολον, ο οποίος εξηπάτησε τον πρωτόπλαστο με τον όφιν.

Γι’ αυτό ο φανερά κακότροπος δικαιώνεται, και ο αφανής καταδικάζεται. Επειδή ο ένας έχει μόνον τους κακούς τρόπους, ενώ στον άλλον ακολουθούν το ψεύδος και η απάτη, και γι’ αυτό η άκρα αλήθεια τον αποδιώκει. Επειδή η αγάπη είναι που χαρακτηρίζει τους εκλεκτούς, σύμφωνα με την δευτέραν επιστολή του Πέτρου, το πρώτο κεφάλαιο της προς Εφεσίους του Παύλου και το τρίτο προς Κολασσαείς, η δε έχθρα αποδοκιμάζει.

Ο Τελώνης ανεγνώρισε την αμαρτία του, και εδικαιώθη, φεύγοντας μακριά της. Γι’ αυτό και ζει, σύμφωνα με τον Ιεζεκιήλ. Αυτή την ζωήν ηύρε και ο Δαυίδ, όπως του απεκάλυψε ο Νάθαν. Ο Φαρισαίος δεν ανεγνώρισε την αμαρτία του και έφυγε μακριά από την ζωή. Και πρόσεξε πάλι καλά τι λέγει το Ευαγγέλιον: «Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το Ιερόν προσεύξασθαι, ο εις Φαρισαίος και ο έτερος Τελώνης». Για παραδειγματισμόν των ανθρώπων οι οποίοι δικαιώνουν τους εαυτούς των και εξουθενώνουν αυτούς που αμαρτάνουν. Παρουσιάζει ο Κύριος τον Φαρισαίον ως παράδειγμα των υπερηφάνων, τον δε Τελώνην ως παράδειγμα αυτών που αμαρτάνουν αλλά προσεύχονται και εξομολογούνται με συντετριμμένην καρδίαν, ώστε να μας διδάξη όλους να μισούμε την υπερηφάνεια, την δε ταπείνωση να την αγαπούμε.

Δείχνει καθαρά από αυτήν την παραβολήν ο Χριστός, ότι η μεν δικαιοσύνη και η αρετή είναι μεγάλες και φέρουν τον άνθρωπο κοντά στον Θεόν, όταν όμως συνδυασθούν με την υπερηφάνεια, ρίπτουν τον άνθρωπο στον κατώτερον βυθό. Αυτό έπαθε και ο Φαρισαίος και από αυτήν την αιτία κατεκρίθη και κατέληξε στην απώλεια. Διότι η αδικία και η αμαρτία είναι βδελυκτή και μισητή και βαρυτέρα από κάθε κακίαν, και απομακρύνει τον άνθρωπον από τον Θεόν. Ενώ η ταπείνωσις με την μετάνοια και την εξομολόγηση, τον δικαιώνει και τον αξιώνει της σωτηρίας, τον φέρει δε και τον τοποθετεί κοντά στον Θεόν. Αυτό ηύρε ο Τελώνης και από αυτήν την αιτίαν εδικαιώθη και ηξιώθη της σωτηρίας.

«Ο Φαρισαίος σταθείς προς εαυτόν, είπε. Ο Θεός ευχαριστώ σοι, ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι». Αλίμονο, τι υπερηφάνεια! Ο Κύριος και ο Ησαΐας την κατακρίνουν, επειδή αυτή κατέβασε τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο, και προξένησε στον Φαραώ το θράσος και ακολούθως όλα τα κακά τότε στην Αίγυπτο. Αλίμονο στο αναιδέστατο στόμα. Δεν είμαι, λέγει, όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί ή και όπως αυτός εδώ ο Τελώνης. Ως αρχή της υπερηφανείας εμφανίζεται η ύβρις. Διότι όποιος περιφρονεί τους άλλους και τους θεωρεί σαν ένα τίποτε, και τους αποστρέφεται, άλλους ως πτωχούς, άλλους ως ταπεινής καταγωγής, άλλους ως αμαθείς και απλοϊκούς, άλλους δε ως αδίκους και αμαρτωλούς, από αυτήν την ύβρη παρασύρεται, και μόνον τον εαυτόν του θεωρεί σοφόν, συνετόν, ευγενή, πλούσιον, δυνατόν, δίκαιον και ανώτερον από όλους τους ανθρώπους. Πράγματι, η ύβρις είναι αρχή της υπερηφανείας, και η υπερηφάνεια κακόν γεννημένον από την ύβρη. Γι’ αυτό και η περιβόητος ημέρα του Κυρίου θα εκδικηθή κάθε υβριστήν και υπερήφανον, επειδή οι αμαρτίες αυτές ως συγγενείς τιμωρούνται με τον ίδιον τρόπο.

Ο Φαρισαίος έδειξε και με το σχήμα και με την στάση του την υψηλοφροσύνη και την αλαζονεία που είχε. Και τα λόγια του στην αρχή μεν ήσαν λόγια ευγνωμοσύνης, διότι έλεγε «ο Θεός ευχαριστώ σοι». Μετά απ’ αυτά όμως, όσα είπε ήσαν γεμάτα από αλαζονεία και υπερηφάνεια. Επειδή δεν είπε: Συ με δημιούργησες, Κύριέ μου, και με την βοήθεια την ιδική σου ελευθερώνομαι από κάθε αδικία και αρπαγήν και από τα άλλα κακά. Διότι λέγει: «Τι έχεις ο ουκ έλαβες;». Αλλά όλα τα κατορθώματα θεωρούσε ότι τα είχε κατορθώσει με την ιδικήν του δύναμη. Κάθε άνθρωπος πρέπει να γνωρίζη με βεβαιότητα ότι χωρίς την βοήθεια του Θεού, δεν ημπορεί, ούτε έχει τη δύναμη να κατορθώση κάτι καλό. «Χωρίς εμού» λέγει ο Χριστός «ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Και ο Απόστολος «ου του θέλοντος ουδέ του τρέχοντος, αλλά του ελεούντος Θεού»...

Γι’ αυτό ο μεν Τελώνης ήταν κήπος που έπλεε στα πνευματικά ύδατα, ο δε Φαρισαίος βαλανιδιά χωρίς φύλλα, σύμφωνα με τον Ησαΐα και τον Σολομώντα. Διότι αν και έχουμε τιμηθή με το αυτεξούσιον της προαιρέσεως, αλλ’ όμως χωρίς την συμμαχίαν από υψηλά, κανένα ανδραγάθημα δεν θα κατορθώσωμε να επιτελέσωμε. Μη λοιπόν θεωρούμε ιδικές μας τις νίκες στους αγώνες. Ιδική μας είναι μόνον η προαίρεσις για το καλλίτερον, και η προσπάθεια, του Θεού δε η πραγματοποίησις της αγαθής επιθυμίας και διαθέσεως εκείνου ο οποίος δεν έχει εκ φύσεως την δυνατότητα, αλλά λαμβάνει από την χάρη την ικανότητα να λέγη «ημπορώ…». Ο αντίθετος ισχυρισμός είναι περιαυτολογία και καύχησις. «Τι γαρ έχεις o ουκ έλαβες; ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη λαβών;».

«Νηστεύω δις του Σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι». Επειδή κατηγόρησε τους άλλους ανθρώπους και τον Τελώνην ο Φαρισαίος ότι είναι μοιχοί και άρπαγες, αυτός προβάλει αλαζονικώς απέναντι από την μοιχεία την νηστεία. Επειδή η πορνεία προέρχεται από την απόλαυση. Διότι ο χορτασμός είναι πατέρας της ύβρεως, και η πορνεία γεννιέται από το γεμάτο στομάχι. Ο Φαρισαίος όμως καταξηραίνοντας το σώμα με την νηστείαν, εκαυχάτο ότι απέχει πολύ από αυτά τα πάθη. Επειδή οι Φαρισαίοι νηστεύουν δύο ημέρες της εβδομάδος, Δευτέρα και Πέμπτη. Απέναντι δε στο «άρπαγες και άδικοι», ο Φαρισαίος έβαλε το «αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι». Εκαυχήθη ότι τόσον εναντιώνετο στην αρπαγή και στην αδικίαν, ώστε να δίδη και τα ιδικά του σε άλλους. Διότι οι Εβραίοι έδιδαν το ένα δέκατον από όσα είχαν, και αργότερα τα τρία δέκατα, το ένα τρίτον δηλαδή της περιουσίας τους. Αλλά και τις απαρχές και τα πρωτοτόκια και άλλα πολλά έδιδαν για τα αμαρτήματα, περί καθαρισμού, στις εορτές, όταν εγίνοντο περικοπές στα χρέη τους, και όταν ελευθέρωναν τους δούλούς και επίσης όταν έπαιρναν δάνεια χωρίς τόκον. Όλα αυτά εάν συμψηφισθούν και υπολογισθούν, δείχνουν ότι την μισήν περιουσία τους την έδιδαν στους άλλους ανθρώπους, χωρίς να υψηλοφρονούν και να αλαζονεύωνται ότι κάνουν κάτι μεγάλο. Και μάλιστα ας αναλογισθούμε ότι το Ευαγγέλιον λέγει: «Εάν μη περισσεύση η δικαιοσύνη υμών πλείον των Γραμματέων και Φαρισαίων, ουκ εισελεύσεσθε εις την βασιλείαν των ουρανών».

«Ο δε Τελώνης μακρόθεν εστώς, ουκ ήθελε ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι, αλλ’ έτυπτεν εις το στήθος αυτού λέγων. Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ. Λέγω υμίν ότι κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού. Ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται». Επειδή ο Τελώνης δεν είχεν έργα αγαθά, ούτε να τα απαριθμήση ημπορούσε στην προσευχή του όπως ο Φαρισαίος. Αλλά κτυπούσε το στήθος και μαστίγωνε την καρδία του, και με πολλήν συντριβή και κατάνυξιν έλεγε: «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Γι’ αυτό και εξιλεώνεται από τον ελεήμονα και διαλλακτικόν Κύριον. Διότι όλα τα αμαρτήματα τα αφανίζει η ταπεινοφροσύνη, η δε υπερηφάνεια αφανίζει όλες τις αρετές, επειδή είναι μεγαλυτέρα και βαρυτέρα από κάθε αμαρτία και κακία. Είναι καλύτερα, όταν αμαρτάνωμε, να επιστρέφωμε και να ταπεινωνώμεθα, παρά να κατορθώνωμε κάτι και μετά να υψηλοφρονούμε. Ο Τελώνης απηλλάγη από τα αμαρτήματα, επειδή εδέχθη την κατηγορίαν του Φαρισαίου με πραότητα και υπομονήν, ενώ ο Φαρισαίος από την δόξα έπεσε στο βάραθρον της ατιμίας, επειδή εδικαίωσε τον εαυτόν του και κατηγόρησε τον Τελώνη και τους άλλους ανθρώπους. Ο Τελώνης από την αξιοκατάκριτον ζωή και την αμαρτίαν επανήλθε στην μακαρίαν ζωή και κατάσταση, ενώ ο Φαρισαίος εταπεινώθη εξ αιτίας του μεγέθους της υψηλοφροσύνης του.

Δύο πράγματα απαιτούνται από όλους τους ανθρώπους, να κατακρίνωμε τα ιδικά μας αμαρτήματα και να συγχωρούμε τα αμαρτήματα των άλλων. Διότι εκείνος που βλέπει τα ιδικά του αμαρτήματα, συγχωρεί πιο εύκολα τους άλλους, ενώ εκείνος που κατακρίνει τους άλλους, τον ίδιον του εαυτόν κατακρίνει και καταδικάζει, έστω και αν έχη πολλές αρετές. Αληθώς μεγάλο πράγμα είναι το να μη κατακρίνωμε τους άλλους, αλλά τους εαυτούς μας, αδελφοί. Εμείς όμως, αφήνοντας τις ιδικές μας αμαρτίες, τους άλλους ιδίως κατακρίνουμε, τους άλλους εξετάζουμε, μη γνωρίζοντας ότι ακόμη και αν είμεθα δικαιότεροι από άλλους, εάν κατακρίνωμε τους άλλους, γινόμεθα ένοχοι και είμεθα άξιοι της ιδίας τιμωρίας και των ιδίων βασάνων, των οποίων είναι άξιος και αυτός τον οποίον κρίνουμε. «Ω γαρ κρίματι κρίνετε» λέγει, «τούτω και κριθήσεσθε». Διότι αυτός που πορνεύει, παραβαίνει εντολήν, όπως και εκείνος που τον κρίνει. Ώστε και οι δύο παραβαίνουν θείαν εντολή, και αυτός που πορνεύει και εκείνος που κρίνει.

Αλλά ας μεταφέρωμε μάλλον την εξέταση των άλλων και την λεπτομερή ενασχόληση στους εαυτούς μας, αγαπητοί. Και εάν ιδούμε κάποιους να αμαρτάνουν, εμείς ας έχωμε τις ιδικές μας αμαρτίες ενώπιον των οφθαλμών μας, και ας θεωρούμε τα ιδικά μας χειρότερα από των άλλων. Διότι εκείνος που ημάρτησε, ίσως και την ώραν της αμαρτίας να μετενόησε, ενώ εμείς μένουμε πάντοτε αδιόρθωτοι κατακρίνοντας και εξετάζοντας άλλους. Εκείνος ο Λωτ, αν και κατοικούσε στα Σόδομα, κανέναν δεν κατέκρινε, κανέναν δεν κατηγόρησε. Γι’ αυτό εδικαιώθη, και διεσώθη από την φωτιά και την πανωλεθρία, στα οποία κατεδικάστησαν οι Σοδομίτες. Ας ταπεινωθούμε λοιπόν και εμείς κατακρίνοντας τους εαυτούς μας, τους εαυτούς μας να ονειδίζωμε για να υψωθούμε, να γίνωμε ακατάκριτοι. Ας αγαπήσωμε την ταπεινοφροσύνην. Με αυτήν εδικαιώθη ο Τελώνης και απέβαλε το φορτίον των αμαρτημάτων του. Ας μισήσωμε την υψηλοφροσύνην, επειδή ο Φαρισαίος από αυτήν κατεκρίθη και έχασε τις αρετές που είχε. Ο Φαρισαίος, επειδή διέπραξε τα καλά με όχι καλόν τρόπο, κατεκρίθη. Ο Τελώνης απορρίπτοντας με καλόν τρόπο τα μη καλά έργα, εδικαιώθη. Διότι ο Θεός είδε με συμπάθειαν τον στεναγμόν του Τελώνου, και την συντριβήν του και τα κτυπήματα του στήθους του, και αφού εδέχθη το «ιλάσθητι» τον εδικαίωσε μαζί με τον Άβελ. Τις δε θυσίες και τις αρετές και τα κατορθώματα του καυχησιολόγου και υπερηφάνου Φαρισαίου τις εσιχάθη και τις απεστράφη, και τον κατεδίκασε, όπως τον αδελφοκτόνο Κάιν, για την ιδίαν αιτία. Να μάθωμε, αδελφοί, και να διδαχθούμε να κάνωμε μεγάλα κατορθώματα. Να μην υψηλοφρονούμε όμως γι’ αυτά. Και αν γίνωμε καλοί, δίκαιοι και επιεικείς και πονόψυχοι και ελεήμονες, εμείς να ταπεινωνώμεθα και να μην έχωμε υπεροψία και αλαζονεία, μήπως χάσωμε τους κόπους και τους πόνους μας. Διότι λέγει ο Κύριος «όταν ταύτα πάντα ποιήσητε, λέγετε ότι αχρείοι δούλοι εσμέν, ότι ο ωφείλομεν ποιήσαι, πεποιήκαμεν».

Είναι αναγκαίον και απαραίτητον χρέος να προσφέρωμε στον Θεόν των όλων την δουλικήν ταπείνωση, την υπομονήν, την υποταγήν, την υπακοήν, την ευγνωμοσύνη, την ευχαριστία, και να μεγαλύνωμε και να προσκυνούμε το πανάγιον θέλημά του, και να μην αισθανώμεθα σαν δαγκώματα τους ελέγχους και τις ύβρεις των άλλων, ούτε να καταβαλλώμεθα στους πειρασμούς, ούτε να δυσανασχετούμε, όταν μας κατηγορούν, διότι και από αυτά καρπωνόμεθα πολλήν ωφέλειαν. Ας μάθωμε και ας γνωρίσωμε, αδελφοί μου, την δύναμη και την ενίσχυση και την βοήθεια της ταπεινώσεως. Ας μάθωμε την καταδίκη και την ζημία και την απώλεια που προξενεί η υψηλοφροσύνη.

Και επειδή είναι μεγάλο αγαθόν η μετάνοια και η εξομολόγησις και η συντριβή και τα δάκρυα και οι από το βάθος της καρδίας μας στεναγμοί και η κατάνυξις, γι’ αυτό παρακαλώ να εξομολογήσθε στον Θεόν συνεχώς και να του φανερώνετε τα αμαρτήματά σας. Διότι εάν του παρουσιάζωμε γυμνήν την συνείδησή μας, και του δείχνωμε τα τραύματα των ψυχών μας, και δεν κρίνωμε τους άλλους, ούτε αποθηριωνόμεθα με τις ύβρεις των συνανθρώπων μας ούτε λυπούμεθα για τις κατηγορίες και τις αδικίες τους, θα μας λυπηθή ο φιλάνθρωπος Κύριος και θα μας κεράση τα φάρμακα της συμπαθείας και της ευσπλαχνίας του. Θα τα βάλη στα τραύματα μας και θα μας θεραπεύση. Ας δείξωμε τα αμαρτήματά μας στον Κύριον, ο οποίος δεν εντροπιάζει, αλλά θεραπεύει. Διότι και αν εμείς σιωπήσωμε, εκείνος τα γνωρίζει όλα.

Ας ειπούμε λοιπόν τα αμαρτήματά μας, αδελφοί, και ας εξομολογηθούμε καθαρά στον Κύριον, για να κερδίσωμε την συμπάθειάν του. Ας αφήσωμε τις αμαρτίες μας εδώ για να πάμε εκεί καθαροί και έτοιμοι, και να εισαχθούμε από τον δίκαιον Κριτή στην Βασιλεία του την ατελεύτητο και αιωνία, και να κληρονομήσωμε τις μελλοντικές εκείνες και αγέραστες διαμονές και την απέραντο χαρά και απόλαυση, τα οποία είθε να επιτύχωμε εν αυτώ Χριστώ τω Θεώ ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

(6ος -7ος αιών. Migne P.G., τ. 97, στ. 1255. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 449 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)






Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2022

ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ, «ΑΚΤΙΝΕΣ ΚΑΙ ΔΑΔΟΥΧΙΑΙ ΕΚ ΤΡΙΣΗΛΙΟΥ ΑΥΓΗΣ»

Picture


π.Νικηφόρου Νάσσου


Εἶναι πολύ σημαντικό, ἕνας Ἅγιος να ἐγκωμιάζει ἄλλους Ἁγίους! Αὐτό τό βλέπουμε στήν περίπτωση τῶν Τριῶν Μεγάλων Πατέρων καί Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Εἰς αὐτούς τους ἀειλαμπεῖς φωστῆρας τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἅγιος Φιλόθεος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, πλέκει τό ἐγκώμιο, ἀποδίδει τόν δίκαιο ἔπαινο καί καλεῖ ὅλους μας να ἐγκωμιάσουμε καί νά τιμήσουμε, ὡς μαθηταί αὐτῶν, ὡς τέκνα τέτοιων μεγάλων Πατέρων:
«Τούς διδασκάλους ἡμῶν ἐπαινέσωμεν∙ τούς πατέρας οἱ παῖδες κατά χρέος τιμήσωμεν. Τούς τρεῖς φιλοσόφους καί σοφούς τῆς Ἐκκλησίας ρήτορας, τά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, οἱ προσκυνηταί τῆς μεγάλης Τριάδος, κατά δύναμιν εὐφημήσωμεν. Τούς λόγους τοῖς ὄντως λογίοις, καί λόγον ὁμοῦ πνεύσασι τόν τε θεῖον ἅμα καί τόν ἀνθρώπινον, οἱ τούτων ἀκροαταί καί μύσται δῶρον προσάξωμεν».1

Τήν 30η τοῦ μηνός Ἰανουαρίου, κατά τήν ὁποῖα ἑορτάζουν πλεῖστοι Πατέρες καί Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τιμᾶται ἡ «παμφαής τριάς τῶν σοφοτάτων Διδασκάλων» καί ἑορτάζονται γηθοσύνως τά «πυξία τοῦ Πνεύματος» κατά τήν Ὑμνολογία, οἱ τρεῖς Γίγαντες τοῦ πνεύματος,
Βασίλειος ὁ Μέγας, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὀρθά εἰπώθηκε ὅτι ἡ μνήμη τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ἔρχεται νά συμβολίσει μεταφορικά τήν Ἁγία Τριάδα καί τόν ρόλο τῶν τριῶν Πατέρων στή διαμόρφωση τοῦ τριαδικοῦ δόγματος καί νά ὑποδηλώσει τά ὅρια προσέγγισης τοῦ ἐλληνικοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμού. Εἶναι μία ἑορτή, πού καθιερώθηκε τόν 11ο αἰῶνα, ὅπως γνωρίζουν ὅσοι μελετοῦν, ἀπό τόν ἐπίσκοπο Εὐχαΐτων Ἰωάννη τόν Μαυρόποδα.

Ἡ καθιέρωση ὡς ἑορτή τῶν τριῶν ἐπιφανῶν Θεολόγων τῆς Ὀρθοδοξίας τήν ἴδια ἡμέρα, κατά τήν Συναξαριακή Παράδοση, ἔχει τήν ἀφορμή ἀπό τό γεγονός τῆς διαφωνίας κάποιων περί τῆς ὑπεροχῆς ἑνός ἐκ τῶν Τριῶν Πατέρων στήν ἀρετή, ἀφοῦ ἄλλοι ὑποστήριζαν ὡς πρῶτο και ἀνώτερο ὅλων τόν Μ. Βασίλειο, ἄλλοι τόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί ἄλλοι τόν Ἰωάννη τον Χρυσόστομο. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν χωριστεῖ σέ τρία στρατόπεδα καί εἶχαν λάβει ὀνομασίες χαρακτηριστικές τῆς ὑποστηρίξεως κάθε ἑνός ἐκ τῶν τριῶν Πατέρων. 
«Στάσις γέγονε παρά τῶν ἐλλογίμων καί ἐναρέτων ἀνδρῶν…ὡς συμβαίνει διαιρεθῆναι τά πλήθη, καί, τούς μέν Ἰωαννίτας λέγεσθαι, τούς δέ Γρηγορίτας, Βασιλείτας δέ τούς λοιπούς».

Ὁ σοφός ἐπίσκοπος Ἰωάννης Μαυρόπους, τό ἔτος 1054, βλέποντας ὅτι καί οἱ τρεῖς Πατέρες ἑορτάζουν μέσα στόν Ἰανουάριο, καθιέρωσε κοινή ἑορτή καί τῶν τριῶν κατά τήν 30η τοῦ αὐτοῦ μηνός. Μάλιστα δέ ὁ ἴδιος φιλάγιος καί φιλάρετος ἐπίσκοπος, συνέθεσε ὕμνους καί ἠδύμολπα τροπάρια στή μνήμη τῶν τριῶν Μεγάλων Ἱεραρχῶν και Κανόνα στον Ὄρθρο τῆς ἑορτῆς μέ ἀκροστιχίδα:
 «Τρισήλιον Φῶς, τρεῖς ἀνῆψεν ἡλίους». Ὑπῆρξαν ὄντως ἥλιοι πνευματικοί, «τοῦ ἐπιγείου στερεώματος Ἥλιος∙ ἀκτῖνες καὶ δᾳδουχίαι, ἐκ τρισηλίου αὐγῆς, τῶν ἐσκοτισμένων ἡ ἀνάβλεψις, ἀκτῖνες καί δαδουχίαι, ἐκ τρισηλίου αὐγῆς», ὅπως λυρικότατα τούς ἀποκαλεῖ ψάλλοντας τή μνήμη τους ἡ Ἐκκλησία!

Τί σημαίνουν τά λόγια αὐτά; Ὅτι οἱ Ἅγιοι αὐτοί ὑπῆρξαν, μία ἀντανάκλαση τῆς τρισηλίου Τριάδος στή γῆ, φῶτα ἐκ Φωτός. Οἱ τρεῖς φωστῆρες, φῶτα ἐν κόσμω, λαμπτήρες νοητοί καί δαδοῦχοι τῆς προσκυνητῆς Τριάδος. Ὅπως ἡ Τριάς εἶναι Φῶς καί φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ἐπί γῆς, ἔτσι καί οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες φωταγωγοῦν κάθε πιστό ὁ ὁποῖος σ᾿ αὐτούς προσπίπτει. Σάν νοητός ἥλιος ἡ ἐπίγειος Τριάς περιαυγάζει μέ τίς ἀκτῖνες της ἀκόμη καί τά πιό μεγάλα σκοτάδια τοῦ κόσμου. Ἀναδίδει εὐλογία σέ ὅσους, παρότι ἔχουν τήν σωματική ὅραση, ἔχουν χάσει τήν ὅραση τοῦ Θεοῦ στό κάτοπτρο τῆς ψυχῆς τους…

Ὁ βίος τῶν Τριῶν ἁγιωτάτων Πατέρων, καθαρότατος! Τό ποιμαντικό, πνευματικό καί κοινωνικό τους ἔργο, ἀπαράμιλλο! Ἡ παιδεία τους, λαμπρά καί λιπαρή! Ἡ διδασκαλία τους, θεοφώτιστη, μαρτυροῦσα τό πλεόνασμα τῆς ἐν Χριστῷ ἐμπειρίας τους! Οἱ ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγῶνες τους μεγάλοι καί ὄντως ἀπροσμέτρητοι! Τό φρόνημά τους ἔναντι τῶν αἱρετικῶν ἀλλά καί τῶν ποικιλωνύμων ἀδίκων καί διωκτῶν, χαλίβδυνο καί ἀδαμάντινο! Ὁ λόγος τους, ὁ γραπτός καί ὁ προφορικός, ὑψηλός, ἁγιοπνευματικός, διδακτικός, διαχρονικός, καλλιεπέστατος, διεισδυτικός καί πύρινος!

Οἱ τρισόλβιοι αὐτοί Πατέρες, δέν ἔλαβαν τά χαρίσματα τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί τίς θεῖες μαρμαρυγές χωρίς ἀγῶνα καί κόπο! Ὄχι ἁπλῶς κοπίασαν γιά τήν ἀπόκτηση τῆς γνώσεως καί τῆς ἀρετῆς, ἀλλά «ἔδωσαν αἶμα καί ἔλαβον πνεῦμα» κατά τό Πατερικόν… Ἔζησαν τήν κατά Θεόν ζωή καί τήν μοναχική πολιτεία διά πόνων ἀσκήσεως καί ἑνώθηκαν κατά Χάριν μέ τόν μόνο Θεό! Αὐτόν εἶδαν ὡς Φῶς ἀληθινό καί Προαιώνιο νά καταυγάζει τήν ὕπαρξή τους, ἀφοῦ μετεῖχαν στήν Ἄκτιστη Δόξα Του καί ὅπως χαρακτηριστικά λέγει σέ ἕνα ἐγκώμιό του ὁ Ν. Καβάσιλας, 
«τῆς ἐκεῖθεν ἔμπλεοι κατέστησαν αἴγλης, ἄνθρακες τινές κατά τόν ψαλμωδόν ἀναφθέντες καί φῶτα τέλεια, τελείου φωτός γεννήματα»… 

 Νά σημειώσουμε στήν παροῦσα ταπεινή ἀναφορά, μιά λεπτομέρεια ἄγνωστη στούς πολλούς, ὅτι, ὅπως γράφει ὁ ἱστορικός Β. Στεφανίδης, στή διεθνή θεολογία εἶναι γνωστή ἡ τριάδα τῶν Μεγάλων Καππαδοκῶν Πατέρων, δηλαδή ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ ἀδελφός του Γρηγόριος ὁ Νύσσης καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ἀργότερα, ἡ Ἐλληνική Ἐκκλησία, ἀφήρεσε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Νύσσης μέσα ἀπό τήν τριάδα τῶν Μεγάλων Ἱεραρχῶν καί πρόσθεσε τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο.2

Ἄς ἐκζητοῦμε θερμῶς τίς πρεσβείες τῶν μεγάλων τούτων κολοσσῶν τῆς πίστεως, ὅλοι, κληρικοί και λαϊκοί. Ἄς τιμοῦμε πάντοτε τή μνήμη τῶν Ἁγίων αὐτῶν, οἱ ὁποίοι εἶναι ἐκτός τῶν ἄλλων καί οἱ 
προστάτες τῆς παιδείας μας. Καί ὅσοι ἐπιδιώκουμε νά ψηλαφήσουμε τίς ὁδούς τῆς βαθυτέρας γνώσεως καί νά προσεγγίσουμε τήν ἐνδοτέρα χώρα τῆς σοφίας, αὐτούς τούς ἀρίστους παιδαγωγούς, τούς λαμπρούς ὁδοδεῖκτες καί πάντοτε ἐπίκαιρους Διδασκάλους ἄς ἔχουμε ὡς ὁδηγούς!

Καί ὅπως ἡ ἱερά Ὑμνολογία (Κανόνες τῆς ἑορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν) μᾶς προτρέπει, 
«τοὺς τῶν θείων πραγμάτων, καὶ τῶν ἀνθρωπίνων σοφοὺς ἐπιστήμονας, τὰς τῶν ὄντων φύσεις, φιλαλήθως ἡμῖν σαφηνίσαντας, καὶ τὸν τούτων Κτίστην, πᾶσι γνωρίσαντας ὡς θέμις, εὐχαρίστοις φωναῖς ἀμειψώμεθα».
______________________________________________________________________

1 Λόγος ἐγκωμιαστικός, Ἁγίου Φιλοθέου, Πατριάρχου Κων/πόλεως τοῦ Κοκκίνου, Εἰς τούς τρεῖς Ἱεράρχας, MPG. 154, 767 Α.
2 Βλ. Β. Στεφανίδου Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, σελ. 463


Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2022

Μη κλαις! Και εμένα με έδιωξαν...


«Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσιν» ('Ιω. ιε΄ 20)
 

Κάποιος, σαν ήταν ακόμη παιδί, άκουγε συχνά τη γιαγιά του να του λέει: «Παιδάκι μου, όταν μεγαλώσεις και κάποια στιγμή νιώσεις άσχημα, να πας στην εκκλησία· εκεί θα αισθανθείς καλύτερα».

Τα χρόνια πέρασαν, το παιδί μεγάλωσε και ακολούθησε άσχημο δρόμο. 

Κάποια στιγμή, έφθασε σε αδιέξοδο και κατάλαβε ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά για αυτόν. Θυμήθηκε όμως τη συμβουλή της γιαγιάς του και πήγε σε ένα ναό. 

Μπήκε σε αυτόν και σε λίγη ώρα κάποιος τον πλησίασε και του είπε: «Δεν σταυρώνεις σωστά τα χέρια σου!». 

Ένας άλλος έσπευσε: «Τα ρούχα σου δεν είναι κατάλληλα...». 

Ένας τρίτος γκρίνιαξε: «Κανονικά δεν καθόμαστε αυτή τη στιγμή!». 

Από πίσω ακούστηκε μια φωνή: «Και ούτε μάσκα φοράς... Αν μας κολλήσεις κάτι;». 

Τότε μια γυναίκα ήρθε και του είπε:

«Καλύτερα να φύγεις. Πήγαινε να αγοράσεις ένα βιβλίο για το πώς πρέπει να στεκόμαστε στο ναό και έλα μετά».

Φεύγοντας του φώναξε κάποιος: «Φέρε μας και βίντεο ή φωτογραφίες από τη βάπτισή σου για να δούμε αν σε έχουν βαπτίσει σωστά!». 

Ο άνδρας βγήκε από τον ναό λυπημένος, κάθισε σε ένα παγκάκι και άρχισε να κλαίει πικρά. 

Ξαφνικά άκουσε μια φωνή:

- Γιατί κλαις, παιδί μου;

Ο άνθρωπος σήκωσε το δακρυσμένο του πρόσωπο και είδε τον Χριστό. 

Του είπε:

- Θεέ μου! Δεν μου επιτρέπουν να μείνω στο ναό!

Ο Ιησούς τον αγκάλιασε:

η κλαις! Και εμένα με έδιωξαν...

(διασκευή εκ του ρωσσικού)

Πηγή: https://krufo-sxoleio.blogspot.com/

Ο ΧΕΡΟΥΒΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ

 


«Οἱ τά Χερουβίμ μυστικῶς εἰκονίζοντες καί τῇ ζωοποιῷ Τριάδι τόν τρισάγιον ὕμνον προσάδοντες, πᾶσαν τήν βιοτικήν ἀποθώμεθα μέριμναν. Ὡς τόν Βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι, ταῖς ἀγγελικαῖς ἀοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν. Ἀλληλούϊα».

«Εμείς που εικονίζουμε μυστικά τα χερουβείμ και ψάλλουμε στη ζωοποιό Τριάδα τον τρισάγιο ύμνο, ας αφήσουμε εδώ και τώρα κάθε βιοτική φροντίδα για να υποδεχθούμε τον Βασιλέα των όλων, που αόρατα συνοδεύεται από τις αγγελικές τάξεις. Αλληλούϊα».

 Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νά προετοιμασθοῦμε γιά νά μπορέσουμε νά συμπορευθοῦμε μέ τόν Χριστό στήν ὁδό τοῦ Μαρτυρίου καί νά σταθοῦμε κοντά Του στόν Σταυρό, μαζί μέ τήν Παναγία Μητέρα Του καί τόν μαθητή τῆς ἀγάπης Ἰωάννη.

Ἄς ἀποθέσουμε τήν στιγμή αὐτή, λέει ὁ ὕμνος, κάθε μέριμνα βιοτική, γιατί πρόκειται νά ὑποδεχθοῦμε τόν Βασιλέα τῶν ὅλων. Γιά νά μπορέσουμε νά εἰσοδεύσουμε μαζί μέ τόν Χριστό στήν ἁγία Πόλη, πρέπει νά ἐξέλθουμε ἀπό τόν κόσμο τῶν βιοτικῶν πραγμάτων. Λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Βγῆκαν ἀπό τήν Περσία οἱ Μάγοι γιά νά πᾶνε νά προσκυνήσουν τόν Χριστό. Βγές καί σύ ἀπό τά βιοτικά πράγματα καί βάδισε πρός τόν Ἰησοῦν».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης μᾶς ὑποδεικνύει καί τήν δύναμη πού πρέπει νά χρησιμοποιήσουμε γιά νά βγοῦμε ἀπό τά πρόσκαιρα καί ὁρατά. Εἶναι ὁ πόθος τοῦ Θεοῦ: «Ἐάν κάποιος φλέγεται μέσα του ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, δέν ἀνέχεται νά βλέπει πλέον αὐτά πού ὑποπίπτουν στήν ἀντίληψη τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν. Ἀλλά ἀφοῦ ἀπέκτησε ἄλλους ὀφθαλμούς, ἐννοῶ τούς ὀφθαλμούς τῆς πίστεως, πάντοτε τά οὐράνια φαντάζεται καί πρός αὐτά ἔχει στραμμένη τήν σκέψη του. Καί ἐνῶ βαδίζει στήν γῆ εἶναι ὡσάν νά ζῆ στόν οὐρανό... Καί ἐπειδή ἐπιθυμεῖ νά ἀνέλθει ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό, δέν σταματᾶ νωρίτερα, οὔτε ξεγελιέται ἀπό κάποιο ὁρατό πρᾶγμα, μέχρι ὅτου μπορέσει νά ἀνεβεῖ στήν ἴδια τήν κορυφή».
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει ὅτι «ἡ ψυχή πού δέν ἔμαθε νά καταφρονεῖ τά μικρά καί τά βιοτικά, δέν θά μπορέσει νά θαυμάσει τά οὐράνια». Καί ἐκεῖνοι πού γεύθηκαν τήν χάρη τῶν οὐρανίων μᾶς προτρέπουν: Ἀδελφοί, «κανένας νά μήν μπεῖ στόν ἱερό Ναό ἔχοντας βιοτικές φροντίδες ἤ περισπασμούς ἤ φόβους. Ἀλλά ἀφοῦ ὅλα αὐτά τά ἀφήσουμε ἔξω, μπροστά στίς πύλες τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ, τότε ἄς μποῦμε ὅλοι μέσα. Διότι μπαίνουμε στά ἀνάκτορα τῶν οὐρανῶν, πατοῦμε τόπους πού ἀστράφτουν».

Τώρα οι άνθρωποι μαζί με τους Αγγέλους τελούμε τη θεία Λειτουργία, εκείνη που γίνεται και στον ουρανό.Γιατί, καθώς γράφει ο άγιος Συμεών ο επίσκοπος Θεσσαλονίκης, ο Ιησούς Χριστός ένωσε την ουράνια και την επίγεια Εκκλησία. Αυτό το λέμε πάντα, κι ίσως πολλοί να το ακούνε παράξενα, ότι δηλαδή ο Ιησούς Χριστός δεν ίδρυσε καμία θρησκεία ούτε καν την Εκκλησία.

Η Εκκλησία υπάρχει πριν από τον κόσμο, κι ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε άνθρωπος μέσα στην Εκκλησία, και το έργο του είναι ότι φανέρωσε στον κόσμο το μυστήριο της Εκκλησίας, κι όπως γράφει ο άγιος Συμεών, ένωσε τον ουρανό και τη γη σε μία Εκκλησία, «δια γαρ του Χριστού μία γέγονεν Εκκλησία».

Ο Χερουβικός Ύμνος δεν είναι από τους ύμνους της αρχέγονης Εκκλησίας. Άρχισε να ψάλλεται πεντακόσια χρόνια αργότερα σ’ αυτή τη θέση της θείας Λειτουργίας, σαν ένας εισαγωγικός ύμνος, τώρα που πλησιάζουμε και φτάνουμε όλο και πιο κοντά στις μεγάλες στιγμές του θείου μυστηρίου. Όλα όσα προηγήθηκαν στην ιερή ακολουθία, ήταν η αρχή και μία κλιμακωτή προετοιμασία, αλλά τώρα φτάσαμε στην τελευταία ώρα.

Ο Χερουβικός Ύμνος μας φέρνει στο νου τι είμαστε τώρα, τι κάνουμε αυτή τη στιγμή και πως και με ποιούς λογισμούς πρέπει να στεκόμαστε μέσα στο ναό και στη λειτουργική σύναξη. Εικονίζουμε μυστικά τους Αγγέλους, και όπως εκείνοι έτσι κι εμείς ψάλλουμε στην αγία Τριάδα τον Τρισάγιο Ύμνο, γι’ αυτό και πρέπει να αφήσουμε κάθε σκέψη μας και έγνοια, για να υποδεχθούμε τον Βασιλέα Χριστό, που τον συνοδεύουν οι αόρατες αγγελικές στρατιές.

Όταν αρχίσει να ψάλλεται ο Χερουβικός Ύμνος, αρχίζει κι ο λειτουργός ιερέας, μπροστά στην αγία Τράπεζα, να διαβάζει «καθ’ εαυτόν» και «υπέρ εαυτού» την ευχή, όπως λέγεται, του Χερουβικού Ύμνου. Είναι μία προσωπική και εξομολογητική ευχή του ιερέα, από τις πιο δυνατές και θεόπνευστες της θείας Λειτουργίας.

Στις δύο ευχές των πιστών προηγουμένως πάλι ο λειτουργός ιερέας παρακάλεσε για τον εαυτό του, αλλά τώρα πιο πολύ έχει την ανάγκη να εξομολογηθεί και να μιλήσει «ενώπιος ενωπίω» προς τον Ιησού Χριστό. Είναι από τις λίγες ευχές της θείας Λειτουργίας, που λέγονται προς τον Ιησού Χριστό, και είναι η μόνη απ’ όλες τις ευχές που πρέπει να λέγεται μυστικά, όσο που να ακούνε μόνο οι συλλειτουργοί ιερείς.

Ο λειτουργός αρχίζει με μια συντριπτική ομολογία, με την οποία κάθε ιερέας τοποθετείται ενώπιον του Θεού. Το να υπηρετεί κανείς το Θεό και να τελεί τη θεία Λειτουργία είναι μεγάλο και φοβερό όχι μόνο για τον άνθρωπο, αλλά και γι’ αυτές τις επουράνιες δυνάμεις. Κανένας ιερέας ποτέ δεν πλησιάζει στην αγία Τράπεζα, για να κάνει θεία Λειτουργία, πιστεύοντας στην αγιότητά του. Αν γελαστεί και πιστέψει πως είναι άγιος, δεν πρέπει να λειτουργεί.

Με την ευχή του Χερουβικού ο λειτουργός ιερέας αναγνωρίζει και ομολογεί την αναξιότητά του και το θεϊκό μεγαλείο του μυστηρίου στο οποίο καλείται να διακονήσει. Προχωρεί όμως προς το θυσιαστήριο, ακριβώς επειδή δε στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις αλλά στο έλεος του Θεού. Στηρίζεται στο πέλαγος της θείας φιλανθρωπίας. Διότι από φιλανθρωπία ο Θεός έγινε άνθρωπος και η φιλανθρωπία Του μας δώρισε το μυστήριο της αναίμακτης ιερουργίας. Κι όχι μόνο ήρθε άπαξ και προσφέρθηκε ο Χριστός, αλλά στο διηνεκές έρχεται σε κάθε θεία Λειτουργία και είναι Αυτός που προσφέρει και προσφέρεται, που δέχεται τη θυσία και διαμοιράζεται στους πιστούς.

Ο Χειρουβικός Ύμνος, αγαπητοί αδελφοί, τελειώνει με την ψαλμώδηση της φράσης «ως τον βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι» και γίνεται η Μεγάλη Είσοδος. Για τους περισσότερους ερμηνευτές της θείας Λειτουργίας, η φράση αυτή έχει άμεση αναφορά στην υποδοχή της θείας κοινωνίας και έτσι τη μεταφράζουν: «προετοιμαζόμαστε για να μεταλάβουμε το βασιλέα της δόξης». Αμήν.

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2022

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ: Περὶ ἀναισθησίας

  

ΛΟΓΟΣ ΔΕΚΑΤΟΣ ΕΒΔΟΜΟΣ

Περὶ ἀναισθησίας

(Διὰ τὴν νέκρωσιν τῆς ψυχῆς καὶ διὰ τὸν
θάνατον τοῦ νοῦ, πρὸ τοῦ σωματικοῦ θανάτου)


ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ καὶ στὰ σώματα καὶ στὶς ψυχὲς εἶναι ἀπονεκρωμένη αἴσθησις, ἡ ὁποία ἀπὸ χρονία ἀσθένεια καὶ ἀμέλεια κατέληξε νὰ ἀναισθητοποιηθῇ.

2. Ἡ ἀναλγησία εἶναι πολυκαιρισμένη καὶ μονιμοποιημένη ἀμέλεια, ναρκωμένη σκέψις, γέννημα τῶν «προλήψεων». Εἶναι παγίδα τῆς πνευματικῆς προθυμίας, βρόχος τῆς ἀνδρείας, ἄγνοια τῆς κατανύξεως, θύρα τῆς ἀπογνώσεως. Εἶναι μητέρα τῆς λήθης, (λησμοσύνης τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἐντολῶν του), καὶ ἐν συνεχείᾳ θυγατέρα τῆς ἰδικῆς της θυγατέρας (1). Εἶναι ἀκόμη ἀπόκρουσις ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ.

3. Ὁ ἀνάλγητος εἶναι ἄφρων φιλόσοφος. Εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐξηγεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στοὺς ἄλλους πρὸς ἰδική του κατάκρισι. Αὐτὸς ποὺ φιλολογεῖ εἰς βάρος τοῦ ἑαυτοῦ του. Αὐτὸς ποὺ εἶναι τυφλός, καὶ διδάσκει τοὺς ἄλλους πῶς νὰ βλέπουν. Ὁμιλεῖ στοὺς ἄλλους γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ τραύματός των, ἐνῷ συνεχῶς ἐρεθίζει καὶ χειροτερεύει τὸ ἰδικό του. Ὁμιλεῖ ἐναντίον τοῦ πάθους, καὶ συνεχῶς τρέφεται μὲ ὅσα τὸ προκαλοῦν. Ἐναντίον τοῦ πάθους προσεύχεται, καὶ ἀμέσως σπεύδει νὰ τὸ ἱκανοποιήση. Ἱκανοποιώντας το ἐξοργίζεται κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ δὲν ἐντρέπεται τὰ λόγια του ὁ ταλαίπωρος.

«Ἄσχημα κάνω» φωνάζει, καὶ μὲ εὐχαρίστησι ἐπιμένει στὴν ἁμαρτία. Τὸ στόμα προσεύχεται ἐναντίον τοῦ πάθους, ἀλλὰ τὸ σῶμα ὑπὲρ αὐτοῦ ἀγωνίζεται. Περὶ θανάτου φιλοσοφεῖ, καὶ συμπεριφέρεται σὰν ἀθάνατος. Γιὰ τὸν χωρισμὸ στενάζει, καὶ σὰν νὰ εἶναι αἰώνιος ἀμελεῖ καὶ νυστάζει. Ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἐγκράτεια, καὶ δίνει ἀγῶνες γιὰ τὴν γαστριμαργία. Μακαρίζει τὴν ὑπακοή, καὶ πρῶτος αὐτὸς παρακούει.

παινεῖ τοὺς ἀπροσπαθεῖς καὶ δὲν ἐντρέπεται νὰ μνησικακῆ καὶ νὰ φιλονεικῆ γιὰ ἕνα κουρέλι. Παρασυρόμενος στὴν ὀργὴ πικραίνεται, καὶ ἐν συνεχείᾳ ὀργίζεται πάλι ἐπειδὴ πικράθηκε. Καὶ ἔτσι προσθέτει ἥττα στὴν ἥττα χωρὶς νὰ τὸ αἰσθάνεται.

Διαβάζει γιὰ τὴν Κρίσι, καὶ ἀρχίζει νὰ χαμογελᾶ. Γιὰ τὴν κενοδοξία, καὶ κενοδοξεῖ τὴν ὥρα τῆς ἀναγνώσεως. Ἀποστηθίζει λόγους περὶ ἀγρυπνίας, καὶ παρευθὺς καταβυθίζεται στὸν ὕπνο. Ἐγκωμιάζει τὴν προσευχή, καὶ τὴν ἀποφεύγει σὰν μαστίγιο. Μόλις χορτάσει φαγητὸ μετανοεῖ, καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο τρώει καὶ χορταίνει περισσότερο. Μακαρίζει τὴν σιωπή, καὶ τὴν ἐγκωμιάζει μὲ πολυλογία. Διδάσκει περὶ πραότητος, καὶ πολλὲς φορὲς ὀργίζεται τὴν ὥρα τῆς διδασκαλίας. Μόλις συνῆλθε ἀπὸ τὸ σφάλμα του ἐστέναξε, καὶ ἀφοῦ κούνησε τὸ κεφάλι πάλι ὑπέκυψε στὸ πάθος του.

Κατηγορεῖ τὸ γέλιο καὶ χαμογελαστὸς διδάσκει περὶ πένθους. Κατηγορεῖ πολὺ ἐμπρὸς σὲ ἄλλους τὸν ἑαυτόν του ὡς κενόδοξο, καὶ μὲ τὴν κατηγορία αὐτὴ κοιτάζει νὰ προσπορίση στὸν ἑαυτόν του δόξα. Μὲ ἐμπάθεια ἀτενίζει στὰ εὐειδῆ πρόσωπα, καὶ ὁμιλεῖ περὶ σωφροσύνης καὶ ἁγνότητος. Ἐπαινεῖ τοὺς ἐρημίτας καὶ τοὺς ἡσυχαστάς, ἐνῷ περνᾶ τὸν καιρό του στὸν κόσμο, καὶ δὲν ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἔτσι ἐξευτελίζει τὸν ἑαυτό του. Ἐπαινεῖ καὶ δοξάζει τοὺς ἐλεήμονας, ἀλλὰ ὑβρίζει τοὺς πτωχούς. Πάντοτε γίνεται κατήγορος τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀλλὰ νὰ συνέλθη δὲν θέλει, γιὰ νὰ μὴν εἰπῶ δὲν μπορεῖ.

4. Ἔτυχε νὰ ἰδῶ πολλοὺς τέτοιους ποὺ ἐδάκρυζαν ἀκούοντας περὶ θανάτου καὶ περὶ τῆς φοβερᾶς κρίσεως, καὶ μὲ τὰ δάκρυα ἀκόμη στὰ μάτια ἔτρεχαν γρήγορα στὴν τράπεζα. Καὶ ἐδοκίμασα θαυμασμό, πῶς κατώρθωσε ἡ δέσποινα αὐτὴ καὶ ὀζοθήκη, δηλαδὴ ἡ κοιλία, δυναμωμένη ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀναλγησία, νὰ κατατροπώση καὶ τὸ πένθος ἀκόμη.

5. Μὲ τὴν μικρὴ γνῶσι καὶ τὴν ἱκανότητα ποὺ διαθέτω, ἀπεγύμνωσα τὶς δολιότητες καὶ τὶς πληγὲς τῆς πετρώδους αὐτῆς καὶ ἀποκρήμνου καὶ μανιώδους καὶ ἀνοήτου ἀναισθησίας. Δὲν ἔχω διάθεσι νὰ φιλολογῶ περισσότερο εἰς βάρος της. Ὅποιος ὅμως δύναται μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Κυρίου νὰ παρουσιάση ἀπὸ πείρα καὶ δοκιμασία κατάλληλα φάρμακα γιὰ τὶς πληγὲς αὐτές, ἂς μὴ διστάξη νὰ τὸ κάνη. Ἐγὼ δὲν τὸ θεωρῶ ἐντροπὴ νὰ προβάλω ἀδυναμία, ἀφοῦ εἶμαι τόσο πολὺ αἰχμαλωτισμένος ἀπὸ αὐτή. Ἀλλ᾿ οὔτε καὶ τὶς δολιότητές της καὶ τὰ τεχνάσματά της κατώρθωσα νὰ καταλάβω μόνος μου· παρὰ μόνο ἀφοῦ κάπου τὴν συνέλαβα καὶ τὴν ἐκράτησα διὰ τῆς βίας καὶ τὴν ἐβασάνισα καὶ τὴν ἐμαστίγωσα μὲ τὸ μαστίγιο τοῦ θείου φόβου καὶ τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς, τὴν ἀνάγκασα νὰ ὁμολογήση ὅσα προανέφερα.

Μοῦ φαινόταν δὲ ὅτι ἔλεγε ἡ τυραννικὴ καὶ κακοῦργος: «Οἱ ἰδικοί μου σύντροφοι ἐνῷ βλέπουν νεκρούς, γελοῦν. Ἐνῷ παρίστανται στὴν προσευχή, εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου πετρώδεις καὶ σκληροὶ καὶ σκοτεινοί. Ἐνῷ ἀντικρύζουν τὴν ἁγία Τράπεζα, μένουν ἀναίσθητοι. Ἐνῷ μεταλαμβάνουν ἀπὸ τὰ ἅγια Δῶρα, εἶναι σὰν νὰ ἐγεύθησαν ἁπλῶς ψωμί. Ἐγώ, ὅταν τοὺς βλέπω νὰ κατανύσσωνται, τοὺς καταγελῶ. Ἐγὼ ἔχω μάθει ἀπὸ τὸν πατέρα ποὺ μὲ ἐγέννησε, νὰ φονεύω ὅ,τι καλὸ γεννᾶται ἀπὸ τὴν ἀνδρεία τῆς ψυχῆς καὶ τὸν εὐσεβῆ πόθο. Ἐγὼ εἶμαι μητέρα τοῦ γέλωτος, ἐγὼ τροφὸς τοῦ ὕπνου, ἐγὼ φίλη του χορτασμοῦ. Ἐγώ, ὅταν ἐλέγχωμαι δὲν πονῶ. Ἐγὼ εἶμαι σφικτὰ ἀγκαλιασμένη μὲ τὴν ψευτοευλάβεια».

Κατάπληκτος δὲ ἐγὼ ἀπὸ τὰ λόγια αὐτῆς τῆς παράφρονος, ἐρωτοῦσα τὸ ὄνομα αὐτοῦ ποὺ τὴν ἐγέννησε. Καὶ ἐκείνη μοῦ ἀπήντησε:

«Ἐγὼ δὲν ἔχω μία μόνο γέννησι. Ἡ δὲ κυοφόρησίς μου εἶναι κάπως ποικίλη καὶ ἄστατη. Ἐμένα μὲ ἐνδυναμώνει ὁ χορτασμὸς τῆς κοιλίας. Ἐμένα μὲ αὔξησε ἡ πολυκαιρία. Ἐμένα μὲ ἔχει παγιώσει ἡ κακὴ συνήθεια· καὶ ὅποιος τὴν ἀπέκτησε, ποτὲ δὲν πρόκειται νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ ἐμένα. Ἐὰν μελετᾶς ἐπίμονα καὶ μὲ πολλὴ ἀγρυπνία τὴν αἰωνία Κρίσι, ἴσως μὲ κάνης νὰ χαλαρώσω ὀλίγο. Κοίταξε ἀπὸ ποιὰ αἰτία γεννῶμαι σ᾿ ἐσένα -δὲν ἔχω σὲ ὅλους τὴν ἴδια αἰτία-, καὶ ἀγωνίζου ἐναντίον τῆς μητέρας μου αὐτῆς. Νὰ προσεύχεσαι συχνὰ στοὺς τάφους, ζωγραφίζοντας ἀνεξίτηλα τὴν εἰκόνα τους στὴ καρδιά σου. Ἐὰν μάλιστα αὐτὴ δὲν ζωγραφισθῇ μὲ τὸν χρωστήρα τῆς νηστείας, δὲν πρόκειται νὰ μὲ νικήσης εἰς τὸν αἰώνα».

----------

1. Ἀπὸ τὴν ἀναλγησία δηλαδὴ γεννᾶται ἡ λήθη καὶ ἀπὸ τὴν λήθη γεννᾶται πάλι ἡ ἀναλγησία.

Δείτε σχετικά: ΕΔΩ

Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2022

ΚΑΛΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΑΜΕΣΗ! (Ομιλία Μητροπολίτη Λαρίσης και Πλαταμώνος κ.Κλήμεντος)

 


ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΕΝ ΑΜΦΙΑΛΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΕΗΜΟΝΟΣ (26 Ιανουαρίου)

 


Ουδεμία εποχή εμποδίζει να αναδειχτούν εκλεκτοί αγωνισταί, δίκαιοι και άγιοι. 

Πάντοτε, αλλά και σήμερον, υπάρχουν εκλεκτοί, άγιοι, πιθανόν δε και να βιούν ανάμεσά μας υπό το κάλυμμα όμως της ταπεινοφροσύνης και απλότητος, το οποίον περιφρουρεί και αποκρύπτει την αρετήν του αγίου. 

Επιτρέπει δε ο Θεός, εις μεγάλον βαθμόν ή και εις όλην την έκτασιν, να γίνεται γνωστή, να αποκαλύπτεται η αγιότης και η αρετή ορισμένων αγωνιστών, μετά την κοίμησίν των, μετά την εκ του κόσμου τούτου αποδημίαν των. 

Και τούτο παραχωρείται, όχι δια να αποκηρύξομεν ημείς ως Δίκαιον ή άγιον τον εκλεκτόν Του, αλλά δια να ωφεληθώμεν, ελεγχθώμεν, παρηγορηθώμεν και δοξάσομεν το Άγιον όνομά Του, ''εν τοις αγίοις αυτού''. 

''Ελεγχθώμε'', διότι παραδείγματα τοιούτων αγωνιστών δια την εποχήν μας, απτελούν ''καυστικούς ελέγχους'' της ιδικής μας ματαιοδοξίας και πνευματικής χλιαρότητας. 

Κατά τας ημέρας μας, μια συγκλονιστική εμφάνησις, μετά κοίμησιν οκτώ ετών, ενός εκλεκτού, αγίου, Γέροντος έλαβε χώρα και χρέος να κάμωμεν γνωστή την σεπτήν μορφήν του μακαριστού Γέροντος, ως και το θαυμάσιον και παρηγορητικόν τούτο γεγονός. 

Πρόκειται περί του 

πατρός-Γέροντος ΙΩΑΝΝΟΥ ΒΑΞΕΒΑΝΟΠΟΥΛΟΥ,

ιερομονάχου.



Ο π. Ιωάννης, εγεννήθη εις την Σμύρνην Μικράς Ασίας, το έτος 1899. Γαλουχηθής υπό των σεπτών γονέων του, ΜΑΡΙΑΣ, μετέπειτα ΜΑΡΚΕΛΛΗΣ μοναχής και του πατρός του ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ τα νάματα της ευσεβείας και αγάπης προς τον Χριστόν μας και αιχμαλωτισθείς υπό του θείου έρωτος, εις νεαράν ακόμη ηλικίαν, ανεχώρησε δια το Άγιον Όρος. Η μοναχική αφιέρωσις και η ασκητική ζωή, ήσαν οι έμπυροι πόθοι του. Διακριτικοί όμως και σεβάσμιοι Γέροντες, ίσως και προορατικοί, δεν του επέτρεψαν να παραμείνει εις το Άγιον Όρος, λόγω των πολλών οικογενειακών υποχρεώσεων - καθηκόντων: Γονείς ηλικιωμένοι και τρεις κατά σάρκα αδελφαί. Μετά βαθυτάτης λύπης - πίκρας, επέστρεψεν, θεωρών την επιστροφήν ως θείαν επιταγήν και υπακούων εις αυτήν. Επέστρεψεν εις τον κόσμον, φέρων όμως μεθ΄αυτού την έρημον του Αγίου Όρους και με έτι σφοδροτέραν την επιθυμίαν της αφιερώσεως.


Ηξιώθη μετά πάροδον ολίγων ετών, 

ως ιερομόναχος πλέον, να χειροθετήσει μοναχήν, ο ίδιος, 

την μητέρα του ΜΑΡΙΑΝ, μετονομασθείσαν εις ΜΑΡΚΕΛΛΑΝ Μοναχήν. 

Εν συνεχεία 

και διαδοχικώς και τας τρίας κατά σάρκα αδελφάς του. 

Ήδη η μικρά συνοδεία και με την προσέλευσιν και άλλων δύο ψυχών, 

επετελέσθη, 

ιδρυθέντος ωστόσο και του πρώτου Ησυχαστηρίου εις Αμφιάλην Πειραιώς υπό του π. Ιωάννου, 

μετά ευρυχώρου Ιερού Ναού, του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλήτου. 

Ο Γέρων ακροθιγώς 

θα σημειώσωμεν ορισμένα εμφανή και βασικά χαρακτηριστικά του, 

ήτο εις μυστικός, αυστηρότατος ασκητής δια τον εαυτόν του, 

αλλά πρότυπον αγαθού ποιμένος, στοργικού πατρός, με βασικόν χάρισμά του, το υπερβάλλον της αγάπης του διά τους άλλους. 

Κατά τας δυσμάς του βίου του ίδρυσε και την εις Νέαν Πεντέλην Αττικής περικαλή Ιεράν Μονήν της Αγίας Τριάδος, 

η οποία κατακοσμεί πυκνοπευκόφυτον βουνοπλαγιάν της Νέας  Πεντέλης. 

Εις την ιερήν ταύτην μονήν, υπάρχει και ο τάφος με το σεπτόν σκήνωμά του. 


Όσοι παρηκολούθησαν έστω και μίαν θείαν λειτουργίαν του, σίγουρα θα έχουν εις την μνήμην των, μίαν από τας σπανίας θείας λειτουργίας, διότι ο λειτουργός της ήτο όλος ως ''από πυρός φλόγα''. Το πρόσωπόν του έλαμπεν, οι δε οφθαλμοί του, παιδικοί και εξώκοσμοι, και τους οποίους δεν ήτο δυνατόν άδακρυς κανείς να ατενίζει. Αι δύο ιεραί Μοναί του, έγιναν καταφύγια πενήτων και πονεμένων. Ουδείς έφευγε λυπημένος από τον π. Ιωάννη ή άνευ ψυχικής ωφελείας, οι δε πτωχοί και αδικημένοι, εύρισκον τον στοργικόν πατέρα και αντιλήπτορα εις το πρόσωπον του Γέροντος. Η ειρήνη και η πραότης, ως αποτέλεσμα της κατοικήσεως του Αγίου Πνεύματος εντός του, ήτο πάντοτε εμφανής εις το πρόσωπον του Γέροντος, την μετέδιδε δε και ειρήνευεν και εζωοποίει όσους τον επλησίαζον. 


Εν ζωή, επεσκέφθη τον Άγιον Γέροντα Ιερώνυμον της Αιγίνης, 

τον γνωστόν και από την στήλην των ''παραινέσεων'' της εφημερίδος μας, 

δι΄εξομολόγησιν προφανώς ή συζήτησιν, 

ο οποίος μόλις τον ατένισεν, εις το κελλί του, του λέγει: 

''Εγώ δεν εξομολογώ, κακώς ήλθες εις εμένα. 

Εγώ δεν εξομολογώ, γιατι να κάμετε τόσον κόπον και να έλθετε εδώ''; κ.λ.π., με αποτέλεσμα να φύγει δακρυσμένος ο Γέρων π. Ιωάννης ως και η Γερόντισσα αδελφή του και μία άλλη Μοναχή, αι οποίαι τον συνόδευον. 

Όταν έφυγαν, η Γερόντισσα η οποία διηκόνει τον π. Ιερώνυμον, του λέγει: 

''Γέροντα, τι είπες στον π. Ιωάννη και έφυγεν λυπημένος; 

Κανείς δεν φεύγει από σένα με λύπη, γιατι το έκαμες αυτόν; 

Και ο π. Ιερώνυμος απήντησεν: 

''Καλογραία, με είπεν να εξομολογηθεί αυτός σε μένα! 

Πώς εγώ να εξομολογήσω αυτόν, που μόλις μπήκε μέσα, γέμισε το κελλίον μου φως; 

Δεν είδες πως έλαμπεν το πρόσωπό του; 

Άμα κοιμηθεί ο π. Ιωάννης, σημεία θα δείξει''. 


Και πράγματι και πάλιν ο π. Ιερώνυμος επαληθεύεται εις ό,τι προείπεν. Ήδη, σημεία παράδοξα δια τας ημέρας μας, δημεία αγιότητος, θα μπορούσε κανείς να είπει, έχοντα σχέσιν με τον π. Ιωάννην, σποραδικώς και εις διαφόρους πιστούς εκδηλούνται. Η εν αρχή αναφερομένη εμφάνησις του Γέροντος, εγένετο την 13ην του μηνός Ιουανουαρίου ε. ε. εις την Ιεράν Μονήν της Αγίας Τριάδος εις Ν. Πεντέλην, έχει δε κατ΄ακριβή περιγραφήν του ευσεβούς νέου εις τον οποίον ενεμφανίσθη, ως ακολούθως: ''Το πρωί της Κυριακής 13ης του μηνός Ιανουαρίου, ώρα 9 και 30΄πήγα στο Μοναστήρι της Αγίας Τριάδος (στην Ν. Πεντέλη). Από το βράδυ είχα μεταφέρει με έναν συγγενή μου τον κ. Ιωάννη λαμαρίνες, δια να κάμω μία μεταλλικήν δεξαμενή (διαστάσεις 1,25 χ 2,50 χ 1,25). Δεν μπορούσε να έλθει καμμία Γερόντισσα από την Ι. Μονήν του Αγίου Δημητρίου και ανέβηκα μόνος μου να δουλέψω. Αφού εισήλθα, εκλείδωσα την πόρτα του αυλογύρου με το κλειδί που μου είχαν δώσει, πήγα εις την Εκκλησίαν και προσκύνησα τας αγίας εικόνας και μετά πήγα, δια να κατασκευάσω την δεξαμενήν. Επειδή οι λαμαρίνες ήσαν μεγάλες, έπεφταν, και παιδευόμουν μέχρι τρία τέταρτα της ώρας, για να τις σηκώσω, να τις κολλήσω, έφθασα δε εις σημείον που ήθενα να τ΄αφήσω και να φύγω. Ξαφνικά ακούω βήματα (η ώρα ήταν δέκα παρά τέταρτον). Κοιτάζω προς τα εκεί που ακούγονταν τα βήματα (δηλ. προς την σκάλαν που έρχεται από το Ιερόν του Ναού της Αγίας Τριάδος και από τους τάφους). 


Βλέπω έναν ηλικιωμένον ρασοφόρον με άσπρα γένεια και κανονικό ανάστημα να έρχεται προς εμένα. 

Μόλις επλησίασε λίγο, μου λέγει: 

''Γεια σου Νίκο. 

Θέλεις βοήθεια;'' 

Του λέγω: ''Ποιός σε έστειλε;'' 

Μου απαντά: ''Με έστειλαν από τον Άγιον Δημήτριον''. 

Είπα τότε με τον νουν μου, Γέροντα άνθρωπον μου έστειλαν να με βοηθήσει; 

Αφού επλησίασε, σκέφθηκα μήπως ήτο κανένα σατανικό και ήθελα να κάνω τον Σταυρόν μου. 

Μόλις όμως πήγε αυτός να με βοηθήσει στις λαμαρίνες, έκανε τον Σταυρόν του. Κατόπιν είδα, ότι και το σκουφάκι του είχε σταυρόν. 

Τον ρωτάω, πως τον λένε. 

Μου αποκρίνεται: ''Θα την κολλήσεις καλά την δεξαμενήν''. 

Εν τω μεταξύ είχε αρχίσει να με βοηθά. 

Μετά από λίγο, τον ξαναρωτώ πως τον λένε: Μου λέγει: 

''Έχω και εγώ βοηθήσει εδώ στο μοναστήρι''. 

Τον ρωτώ: ''Πού μένετε;'' Μου απαντά: ''Εδώ από πάνω''. 

Σκέφθηκα τότε ότι εδώ κοντά μένει και έχει βοηθήσει άλλοτε. 

Αφού τελείωσε η βοήθεια που ήθελα, μου λέγει: ''Με χρειάζεσαι άλλο;'' 

Του αποκρίνομαι, όχι. 

Τότε, λέγει, ''να φύγω και εγώ γιατι έχω και εγώ δουλειά!'' 

Τον ευχαρίστησα και του είπα να πάει στο καλό, 

αφού τότε του φίλησα το χέρι. 


Εξεκίνησε να φύγει από κει που ήρθε. ''Δεν φεύγετε από εδώ που είναι ίσωμα,'' του λέγω. Και μου απαντά: ''Δεν πειράζει, θα φύγω από εδώ που ήρθα''. Τον είδα να ανεβαίνει την σκάλα και να φεύγει προς τα εκεί που ήταν το Ιερόν και οι τάφοι. Στις 12 και 30΄με πήραν τηλέφωνο από τον Άγιον Δημήτριον, να μάθουνε τι κάνω. Το πρώτο που τους είπα ήταν: ''Τί μου στείλατε γέροντα άνθρωπον να με βοηθήσει; Μου απάντησαν: ''Εμείς δεν στείλαμε κανέναν.'' Τους είπα ότι είχε έλθει έναν γέρων ρασοφόρος και με βοήθησε. Μου είπαν να προσέξω μήπως ήταν κανένας κλέπτης και κλέψει το Μοναστήρι. Εγώ τους είπα, δεν φαίνεται δια τέτοιος. Και μου απεκρίθησαν: ''Άφησε τότε το βράδυ που θα έλθουμε να σε πάρουμε, μας τα λες''. Απ΄εκείνην την στιγμήν το μυαλό μου σκεφτόταν το πώς είχεν εισέλθει μέσα στο Μοναστήρι αυτός ο άνθρωπος, αφού οι πόρτες ήταν κλειστές και η μάντρα ψηλή 3 μέτρα, που αποκλείεται για άνθρωπον να πηδήξει να εισέλθει μέσα και ποσο μάλλον αν είναι γέρων. Η δε φυσιογνωμία του μου φαινόταν ότι ήταν γνωστή, αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ, που τον είχα δει. Το βράδυ που ήρθαν να με πάρουν, με ρώτησε η Γερόντισσα: ''Είχες επισκέψεις;'' Της είπα, ''ναι'', ''αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πως μπήκε αυτός ο άνθρωπος μέσα, και η φυσιογνωμία του είναι γνωστή και δεν μπορώ να θυμηθώ, που τον έχω δει''. Τότε, μου είπε: ''Δεν του άνοιξες εσύ την πόρτα;'' Της είπα, ''όχι''. Με ρωτά: ''Ποιός να ήταν αυτός ο άνθρωπος; 


Αν τον δεις σε φωτογραφία, τον γνωρίζεις;'' 

Και πήγε και μου έφερε μίαν φωτογραφίαν. 

Τότε διαπίστωσα 

ότι ο εικονιζόμενος της φωτογραφίας ήτο ο ίδιος ο πρωινός επισκέπτης. 

''Αυτός'', μου είπεν η Γερόντισσα, είναι ο παπα-Γιάννης! 

Εγώ της είπα ''δεν γνωρίζω το όνομά του, αυτό που γνωρίζω είναι ότι ο πρωινός επισκέπτης.'' 

Και περνούσα τόσες φορές εμπρος από την φωτογραφίαν του, (περί της 15 φορές) 

που ήτο επάνω εις τους τοίχους και δεν τον έβλεπα και 

ούτε το μυαλό μου πήγε κατ΄αυτόν τον χρόνον αλλού. 

Εγώ δεν γνώριζα τον πατέρα Ιωάννην ζωντανόν, αν τον γνώριζα, 

θα τρόμαζα, 

όταν τον είδα.''


Νικόλαος Βασιλόπουλος



Ας δοξάσομεν τον Θεόν, διότι και ένας ακόμη εκλεκτός Του, ένας ''Γέρων'' της εποχής μας δύναται να προστεθεί εις το σύγχρονον Συναξάρι και διότι το Ευαγγέλιό Του συνεχίζεται να γράφεται με το παράδειγμα και την ζωήν εν γένει εκλεκτών Του συγχρόνων μας, ημείς δε εξαιτούμενοι τας ευχάς του Γέροντος Ιωάννου, μη εις ''κενόν'' την χάριν ειδεξώμεθα, ''υποστρέψωμεν εις τον οίκον μας'', τον οίκον της ψυχής. ''Εκβάλλωμεν καινά και παλαιά,'' και αγωνισθώμεν ενσυνειδήτως και αποφασιστικώς δια την καλλιτερευσίν μας και την κατοίκησιν του Αγίου Πνεύματος εντός μας, μιμούμενοι τον γλυκή και άγιον τούτον Γέροντα.


Σ.Ν.


Σημείωση του ιστολογίου μας:Το εις άνω κείμενο αποτελεί άρθρο της εφημερίδας 

''ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ'', 

αριθ. φύλλου 236-237 

και δημοσιεύθηκε διαδικτυακά από το 

ιστολόγιο ''ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ'' ΕΔΩ

από όπου και το αντιγράψαμε διά πνευματική μας ωφέλεια 

και ωφέλεια όλων των Ορθοδόξων Χριστιανών.

Εισαγωγή του κειμένου στο μονοτονικό σύστημα, τίτλος, επιμέλεια και παρουσίασηΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.








Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2022

ΟΣΙΟΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ,Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΥ ΤΑΪΖΕ ΨΩΜΙ ΤΟΝ ΜΙΚΡΟ ΧΡΙΣΤΟ


Σχετική εικόναΌταν λοιπόν ήταν πολύ μικρός, 5-6 ετών, και ζούσε στο Κοινόβιο, συνέβη το εξής:Ως μικρός που ήταν, έτρωγε συχνότερα από τους άλλους πατέρες. Όταν πεινούσε, έτρεχε στον τραπεζάρη και του ζητούσε ψωμί, ελιές, φρούτα....Κάποτε όμως ο τραπεζάρης πρόσεξε ότι έπαιρνε συχνότερα ψωμί και εξαφανιζόταν.- Κάποιο ζωάκι μάλλον θα ταΐζει σκέφτηκε.Αυτό συνεχίστηκε για καμιά εβδομάδα.- Ας πάω να δω, είπε μέσα του ο τραπεζάρης, που τα πηγαίνει αυτά που του δίνω.Πράγματι,τον παρακολούθησε και τον είδε να μπαίνει στο Καθολικό της Μονής και να κλείνει πίσω του την πόρτα. Έτρεξε γρήγορα στο παράθυρο και μ' αυτά που είδε, γούρλωσαν τα μάτια του... Ο μικρός κουβέντιαζε με το βρέφος Ιησούς, που ευρίσκετο στην αγκαλιά της Θεοτόκου, στην εικόνα του Τέμπλου!-Σου έφερα και σήμερα ψωμάκι, έλεγε στον Χριστούλη, μια και δε Σε ταΐζει κανείς...ούτε και η μαμά Σου...Και άπλωσε το χέρι και Του έδωσε μια φέτα ψωμί..Και ο Κύριος Ιησούς Χριστός, που ήταν μικρό παιδάκι στην ιερή εικόνα, άπλωσε το χεράκι, πήρε το ψωμί και όπως μάζεψε το χεράκι του μαζί με το ψωμάκι, εξαφανίστηκε το ψωμί μέσα στην εικόνα.Ευθύς αμέσως ο τραπεζάρης, με την ψυχή γεμάτη έκπληξη και δέος,έτρεξε στον Ηγούμενο και του διηγήθηκε τι συνέβη. Τότε ο Ηγούμενος του έδωσε εντολή να μην δώσουν του παιδιού καθόλου ψωμί, αλλά όταν παρακλητικά θα ζητούσε, να του λέγουν: Να πας να ζητήσεις και να σου δώσει ψωμί Εκείνος, τον οποίον μέχρι χθες εσύ τάιζες.Την επομένη ημέρα, βλέποντας ο μικρός Ονούφριος ότι δεν του δίδουν ψωμί και τον στέλνουν να ζητήσει από Εκείνον, που μέχρι τότε έτρεφε, έτρεξε αμέσως στην Εκκλησία και πηγαίνοντας μπροστά στην εικόνα είπε στον Χριστούλη:- Χριστούλη μου, δεν μου δίνουν ψωμάκι και μου είπαν να Σου πω να μου δώσεις από το δικό Σου.Τώρα, που θα το βρεις Εσύ, δέν ξέρω! Και ω του θαύματος! άπλωσε το μικρό Του χεράκι το βρέφος Ιησούς από την αγκάλη της Παναγίας Μητρός Του, και του έδωσε ένα τεράστιο ψωμί, τόσο μεγάλο, που δεν μπορούσε να το σηκώσει! Μοσχομύριζε δε τόσο πολύ, που το ουράνιο αυτό άρωμα απλώθηκε όχι μόνο μέσα στον Ναό, αλλά και σ' όλο το μοναστήρι και στον γύρω τόπο. Έκπληκτοι και έκθαμβοι οι μοναχοί από τα γενόμενα, είδαν τον πενταετή Ονούφριο να βγάζει τον τεράστιο αυτό άρτο έξω, μετά πολλού-πολλού κόπου. Έτρεξαν δύο μοναχοί να βοηθήσουν, αλλά ήταν πολύ βαρύς! Για πολλές ημέρες έτρωγαν, έτρωγαν, χόρταιναν, αλλά ο ουράνιος άρτος ήταν και παρέμενε αδαπάνητος. Είναι αυτό, που έχει βεβαιωτικά η Εκκλησία μας στη Θεία Λατρεία: " Ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος".Από τότε ευλαβούντο πολύ τον μικρό Ονούφριο, διότι εγνώριζαν πλέον ότι με την αύξηση της ηλικίας του θα αυξάνετο και η αγιότης του. Θα εγίνετο ένας μεγάλος Άγιος όπως και έγινε.Από τέτοιον όμοιο ουράνιο άρτο ετρέφετο ο Άγιος Ονούφριος, όταν για εξήντα ολόκληρα χρόνια ζούσε στην έρημο.