† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2022

ΠΕΡΙ "ΠΑΡΑΛΛΗΛΩΝ" ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΩΝ (απαντήσεις σε ενστάσεις νεοαποτειχισμένων)

 


Τόσο οι νεοημερολογίτες (υπό τον π. Ευθύμιο Τρικαμηνά), όσο και οι παλαιοημερολογίτες νεοαποτειχισμένοι, κακίζουν τους Γνησίους Ορθοδόξους επειδή είχαν δημιουργήσει "παράλληλη" (προς την αναγνωρισμένη από το Κράτος) Σύνοδο το 1935 και επειδή μετά τοποθετούσαν "παράλληλους" Επισκόπους, στις μητροπόλεις που υπήρχαν ήδη νεοημερολογίτες Επίσκοποι.

Γράφουν:
"Ἄν δημιουργηθῆ κάποια Σύνοδος παράλληλος πρός τήν αἱρετική ἤ τοποθετηθῆ κάποιος Ἐπίσκοπος σέ κάποια Ἐπισκοπή, χωρίς προηγουμένως νά καταδικασθῆ ὁ ὑπάρχων αἱρετικός, τότε σταματᾶ ἡ ἀποτείχισις, ἀφοῦ δημιουργεῖται μιά ἄλλη νέα «Ἐκκλησία»" [1].
"Δέν νομίζω ὅτι θά εὕρη κανείς παράδειγμα στήν Ὀρθοδοξία κατά τό ὁποῖο νά ὑπάρχουν σέ μία ἐκκλησιαστική ἐπαρχία καί νά ἀσκοῦν τά καθήκοντά των συγχρόνως δύο Ἐπίσκοποι, ὀρθόδοξος καί αἱρετικός καί δύο ἀντίστοιχα Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες νά λειτουργοῦν συγχρόνως καί παραλλήλως, χωρίς δηλαδή νά ἔχη καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις ἀπό ὀρθόδοξο Σύνοδο. Καί μάλιστα παράδειγμα, πού νά μᾶς τό ἐδίδαξαν μέ τά ἔργα των οἱ ἅγιοι ὡς κανονική ὁδό ἀγῶνος καί ὁμολογίας ἐν καιρῷ αἱρέσεως" [2].
"Δέν ἔχομε ὅμως εἰς τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία παράδειγμα κατά τό ὁποῖο εἰς τόν καιρό τῆς αἱρέσεως νά ὑπάρχουν εἰς ἕνα καί τόν αὐτόν τόπο καί νά λειτουργοῦν παράλληλα δύο Σύνοδοι, τῶν Ὀρθοδόξων δηλαδή καί τῶν αἱρετικῶν, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποτειχίστηκαν ἀπό τούς αἱρετικούς καί ἐτοποθέτησαν σέ ἄλλες παράλληλες θέσεις Ἐπισκόπους, χωρίς φυσικά νά καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις καί συνοδικῶς νά τοποθετηθοῦν αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι" [3].
"Τα πράγματα διατηρήθηκαν με τις δύο παρατάξεις νεωτεροποιούς "νεοημερολογίτες" και παραδοσιακούς "παλαιοημερολογίτες" έως και το 1935, έτος κατά το οποίο τρεις μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος διέκοψαν κοινωνία με τη νεωτεριστική ιεραρχία και αποκατέστησαν εκκλησιαστική κοινωνία με την αγωνιζόμενη και κανονικώς ενιστάμενη μερίδα των ορθοδόξων. Αντί όμως η ευλογημένη απόφαση των τριών να καταστεί η απαρχή και ο καλός θεμέλιος λίθος, για τη θεραπεία του de facto σχίσματος, και τη συνολική αποκατάσταση της υγιούς ορθοδοξίας, έγινε δυστυχώς η απαρχή μεγάλων κακών. Το τεράστιο λάθος των τριών δεν ήταν άλλο από την επισκοποποίηση τεσσάρων ιερομονάχων και έτσι την σύμπηξη "ιεράς συνόδου" παράλληλα μ' αυτήν των νεωτεριστών του νέου ημερολογίου!" [4].
"Η σύνοδος είναι το μόνο αρμόδιο όργανο που μπορεί να καταδικάσει τον αιρετικό και να προβιβάσει έναν νέο, ορθόδοξο επίσκοπο στον επισκοπικό θρόνο· επ' ουδενί λόγω δεν επιτρέπεται η επισκοπή αυτή να έχει πάνω από έναν κάτοχο την φορά. Την παράδοση αυτήν την σεβάστηκαν και οι Ορθόδοξοι και οι αιρετικοί, γι' αυτό πάντοτε η κάθε μερίδα αγωνιζόταν να αναβιβάσει στο επισκοπικό αξίωμα ομόφρονές της. Όταν λοιπόν οι Γ.Ο.Χ. έφτασαν στο σημείο της αποτείχισης, έπρεπε να αγωνιστούν για να διώξουν τους αιρετικούς επισκόπους και να αναβιβάσουν στις έδρες τους Ορθοδόξους. Αντ' αυτού δημιούργησαν νέες επισκοπικές έδρες, παράλληλα με τις προηγούμενες!" [5].

Ας δούμε όμως μία προς μία τις ενστάσεις των νεοαποτειχισμένων:

α. Δεν υπάρχει στην Εκκλησιαστική Ιστορία παράδειγμα στο οποίο να υπάρχει στην ίδια επισκοπή ορθόδοξος και αιρετικός επίσκοπος, προ της καταδίκης του δευτέρου.

Η ένσταση αυτή διατυπώθηκε από τον π. Ευθύμιο Τρικαμηνά, ενώ ο κ. Τσάλλος συμπληρώνει πως αυτήν την "παράδοση" την σεβάστηκαν δήθεν και οι αιρετικοί και οι ορθόδοξοι.
Στην ένσταση αυτή έχει απαντήσει ο π. Ιωσήφ με κείμενά του [6], στα οποία αποδεικνύει ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει και καταγράφει μερικά ιστορικά παραδείγματα. Ενώ όμως φανερώνεται ότι αυτήν την υποτιθέμενη "παράδοση" δεν την "σεβάστηκαν" ούτε αιρετικοί, ούτε ορθόδοξοι, ο π. Ευθύμιος με ανταπαντήσεις του [7] και ευρισκόμενος σε δύσκολη θέση (μιας και αποδείχθηκε περίτρανα η ταυτόχρονος ύπαρξη αιρετικού και ορθοδόξου επισκόπου στην ίδια επισκοπή), ισχυρίστηκε πως δεν εννοούσε ότι δεν υπήρχαν τέτοια παραδείγματα, αλλά πως δεν υπήρχαν από αγίους, ως παραδείγματα κανονικού αγώνος και προς μίμηση! Έτσι ερχόμαστε να εξετάσουμε την δεύτερη ένσταση.

β. Δεν υπάρχει στην Εκκλησιαστική Ιστορία παράδειγμα στο οποίο οι ορθόδοξοι να χειροτονούσαν "παράλληλο" προς τον αιρετικό επίσκοπο, προ της καταδίκης αυτού, και μάλιστα να θεωρήθηκε αυτό από αγίους ως παράδειγμα κανονικού αγώνος. 

Κι όμως υπάρχουν. Ας δούμε χαρακτηριστικά τρία τέτοια παραδείγματα:

β1. Ο Άγιος Ευστάθιος Αντιοχείας χειροτονεί τον Ευάγριο στην Κωνσταντινούπολη.
Βρισκόμαστε στην Κωνσταντινούπολη κατά το έτος 370. Το ορθόδοξο ποίμνιο βρίσκεται υπό διωγμό από τον αρειανόφρονα αυτοκράτορα Ουάλη και είναι ανεπίσκοπο. Το έτος εκείνο πεθαίνει ο επίσημος (δηλαδή ο αναγνωρισμένος από την Πολιτεία) αρειανόφρονας επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Ευδόξιος και εκλέγεται ως διάδοχος ο επίσης αρειανόφρονας Δημόφιλος. Οι ορθόδοξοι αντέδρασαν [8] και εκμεταλλευόμενοι την παρουσία του Αγίου Ευσταθίου Αντιοχείας στην Πόλη (ο οποίος, μετά από την εκεί επάνοδο εκ της εξορίας του, κρυβόταν λόγω της ανόδου στον αυτοκρατορικό θρόνο του Ουάλεντος) εκλέγουν ως ορθόδοξο επίσκοπο της Πόλης τον Ευάγριο, τον οποίο χειροτονεί ο Άγιος Ευστάθιος. Το γεγονός αυτό εξοργίζει τον Ουάλη, ο οποίος συλλαμβάνει και εξορίζει και τους δύο (χειροτονηθέντα και χειροτονήσαντα). Μάλιστα στην Κωνσταντινούπολη υπήρχε εκείνη την εποχή και άλλος επίσκοπος, που είχαν εκλέξει οι Ανόμοιοι (η μερίδα των ακραίων αρειανών), ονόματι Φλωρέντιος [9]. Σημειωτέον πως όλοι αυτοί οι αιρετικοί (Όμοιοι, Ανόμοιοι, Μακεδονιανοί κλπ.) ήταν ακόμη άκριτοι, ο Άγιος Ευστάθιος δηλαδή τοποθέτησε ορθόδοξο επίσκοπο ΠΡΟ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ και καθαιρέσεως των αιρετικών αυτών, η οποία έγινε το 380 με την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο [10].


β2. Ο Λουκίφερος Καλλάρεως χειροτονεί τον Παυλίνο στην Αντιόχεια.
Λίγα χρόνια πριν και συγκεκριμένα το 362 φθάνει στην Αντιόχεια ο επίσκοπος Καλλάρεως Λουκίφερος ο οποίος βρισκόταν στα μέρη της Μέσης Ανατολής εξόριστος από τους αρειανόφρονες.  Σκοπός της επίσκεψής του στην Αντιόχεια ήταν να βοηθήσει στην εξάλειψη του Αντιοχειανού Σχίσματος, μιας και το υγιαίνον μέρος (των ορθοδόξων) είχε χωριστεί σε δύο παρατάξεις τους "Ευσταθιανούς" (αποσχίστηκαν από την "επίσημη Εκκλησία" μετά την άδικη καθαίρεση του Αγίου Ευσταθίου Αντιοχείας) και τους "Μελετιανούς" (αποσχίστηκαν από την "επίσημη Εκκλησία" μετά την άδικη καθαίρεση του Αγίου Μελετίου Αντιοχείας). Εκεί ήλθε σε εκκλησιαστική κοινωνία με τους "Ευσταθιανούς", και επειδή συμφώνησε μαζί τους στο ζήτημα των εννοιών «ουσία» και «υπόσταση» (λόγω γλώσσας, αφού η στενότητα της λατινικής γλώσσας, απέδιδε και τις δύο έννοιες με το «substantiae»), θεώρησε τους "Μελετιανούς" ως τριθεΐτες και τον Άγιο Μελέτιο ως αιρετικό, επομένως χειροτόνησε και τοποθέτησε ως ορθόδοξο επίσκοπο της πόλης, τον ηγέτη των "Ευσταθιανών" Παυλίνο. Σημειωτέον ότι στην Αντιόχεια υπήρχε και ο "επίσημος" επίσκοπος, ο αρειανόφρονας Ευζώιος, ενώ αργότερα προστέθηκε και τέταρτος επίσκοπος ο απολλιναριστής Βιτάλιος. Βλέπουμε δηλαδή πως ο Λουκίφερος θεωρώντας ότι δεν υπάρχει ορθόδοξος επίσκοπος, χειροτονεί και αυτός ΠΡΟ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ και καθαιρέσεως των αιρετικών, επίσκοπο για τους ορθοδόξους. Η πράξη του αυτή θεωρήθηκε ορθή τόσο από τον Μέγα Αθανάσιο και την Εκκλησία της Αλεξανδρείας, όσο και από την Εκκλησία της Ρώμης, ενώ και οι Εκκλησίες της Μικράς Ασίας θα την θεωρούσαν σωστή, ΑΝ ΔΕΝ ΗΞΕΡΑΝ ότι ο Άγιος Μελέτιος ήταν ορθόδοξος στο φρόνημα (ο Μέγας Βασίλειος έκανε μεγάλο αγώνα για να πείσει τον Μέγα Αθανάσιο για αυτό και τα κατάφερε μόλις λίγο πριν την κοίμηση του τελευταίου)[11].


β3. Τοποθέτηση "παράλληλης" Ιεραρχίας στην Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία από τον Ιεροσολύμων Θεοφάνη.
Το έτος 1596 οι πέντε από τους επτά ορθοδόξους επισκόπους του Πολωνο-Λιθουανικού Κράτους [12], και συγκεκριμένα οι Κιέβου Μιχαήλ, Βλαδιμηρ Υπάτιος, Λουτσκ Κύριλλος, Πολοτσκ Γρηγόριος, Πινσκ Ιωνάς και Χελμ Διονύσιος, αναγνωρίζουν τον Πάπα ως πρώτο επίσκοπο, χωρίς να μεταβάλλουν κανένα άλλο δόγμα ή παράδοση (Ουνία της Βρέστης). Οι μόνοι που δεν αναγνώρισαν τον Πάπα και διέκοψαν κοινωνία με τους υπολοίπους ήταν οι Λεοντοπόλεως Γεδεών και Περεμυσλ Μιχαήλ και μαζί με άλλους ορθοδόξους στην Τοπική Σύνοδο της Βρέστης αναθεμάτισαν την Ουνία και αποκήρυξαν τους αποστάτες.
Το επόμενο έτος ο Άγιος Μελέτιος Πηγάς, Πατριάρχης Αλεξανδρείας, στέλνει επιστολή στον Λεοντοπόλεως Γεδεών και του συστήνει να προσπαθήσουν να συστήσουν Σύνοδο τουλάχιστον τριών επισκόπων με σκοπό την ανάδειξη νέου Μητροπολίτου [13] και χειροτονία νέων επισκόπων, ώστε να γίνει ανασύσταση της Ιεραρχίας [14]. Αυτό δεν κατέστη δυνατόν και μετά από λίγα έτη κοιμήθηκαν και οι δύο εναπομείναντες επίσκοποι Γεδεών και Μιχαήλ, αφήνοντας το ποίμνιο ανεπίσκοπο.
Η ανασύσταση της Ιεραρχίας και η τοποθέτηση "παράλληλης" (με την επισήμως αναγνωρισμένη από το Κράτος ουνιτική) Συνόδου έγινε τελικώς το 1620. Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεοφάνης μετά από περιοδεία του στην Ρωσία επισκέφθηκε το Κίεβο. Στις 15 Αυγούστου τέλεσε πανηγυρική λειτουργία στην εκεί Λαύρα του Αγίου Θεοδοσίου στην οποία συνέρρευσε μέγα πλήθος ορθοδόξων, οι οποίοι του υπέβαλαν θερμή παράκληση να χειροτονήσει Αρχιερείς για την Τοπική Εκκλησία ξεκινώντας από τον Μητροπολίτη Κιέβου. Την παράκληση αυτή ενίσχυσαν οι Κοζάκοι, βεβαιώνοντας τον Πατριάρχη πως σε περίπτωση που το Κράτος θα επιχειρούσε να τον κακοποιήσει για την πράξη του θα τον υπεράσπιζαν με τα όπλα. Παρατίθεται εν συνεχεία η συγκινητική περιγραφή της πρώτης χειροτονίας [15]: "Ο Θεοφάνης καλώς το πράγμα σταθμήσας και αναμετρήσας την υπέροχον σημασίαν της πράξεως αυτού, δι' ης έμελλε να καταστραφή ο ουνιτισμός και να θριαμβεύση η ορθοδοξία, απεφάσισε μετά της χαρακτηριζούσης αυτόν ευψυχίας να εκπληρώση των ορθοδόξων την βαρυσήμαντον αίτησιν. Όθεν παρήγγειλεν αυτοίς μετά πάσης προφυλάξεως και μυστικότητος να υποδείξωσι τους υποψηφίους. Τούτου γενομένου η χειροτονία του πρώτου επισκόπου ετελέσθη την νύκτα της 6 Οκτωβρίου εν τη παρά την ελληνοσλαυϊκήν Σχολήν Μονή, ης τα παράθυρα εκαλύφθησαν διά πυκνών παραπετασμάτων, η λειτουργία δε και η όλη τέλεση της χειροτονίας διεξήχθησαν μυστικώς, χαμηλοφώνως υποψάλλοντος του εκ των πατριαρχικών ακολούθων έλληνος μοναχού Γαβριήλ" [16].
Κατά θεϊκή συγκυρία βρίσκονταν στην περιοχή και δύο ακόμη Αρχιερείς ο Σόφιας Νεόφυτος και ο Σταγών Αβραάμιος και έτσι έγινε η πρώτη χειροτονία. Σταδιακά χειροτονήθηκαν επτά Αρχιερείς, ο Μητροπολίτης Κιέβου και οι επίσκοποι των άλλων έξι επισκοπών του Κράτους. Δηλαδή είχαμε όχι απλά τοποθέτηση "παραλλήλων" Επισκόπων, αλλά "παράλληλης" Συνόδου [17]!
Το Κράτος δεν αναγνώρισε την Ιεραρχία των Ορθοδόξων επειδή, όπως γράφει ο καθηγητής Βάσιος Φειδάς, ισχυρίστηκαν πως ζούσαν ακόμη οι επίσκοποι των επισκοπών αυτών (ουνίτες) [18], ότι δηλαδή ισχυρίζονται σήμερα οι νεοαποτειχισμένοι. Βλέπουμε μάλιστα να χρησιμοποιείται, εκτός των ίδιων επιχειρημάτων, ακόμη και η ίδια φρασεολογία ("παράλληλη Σύνοδος"). Ιδού τί γράφει επικριτικά ο σύγχρονος ουνίτης ιστορικός John-Paul Himka: "Με την βοήθεια των τελευταίων (μοναχών και Κοζάκων) και χωρίς κρατική έγκριση, μια ορθόδοξη ιεραρχία, παράλληλη (σ. ημ. parallel στο πρωτότυπο) στην ουνίτικη ιεραρχία αποκαταστάθηκε το 1620. Το Ποστοκ είχε τώρα δύο Ρουθήνους (Ουκρανούς) επισκόπους: τον Ιωσαφάτ Κούνσεβιτς για τους ουνίτες και τον Μελέτιο Σμοτρίνσκι για τους ορθοδόξους" [19].
Το Πολωνο-Λιθουανικό Κράτος όχι απλά δεν αναγνώρισε την Ιεραρχία των ορθοδόξων, αλλά τους εδίωξε με μένος [20], ενώ το 1632, μετά από μια δωδεκαετία φρικτών διωγμών, αναγκάστηκε (λόγω της ισχυρής παρουσίας ορθοδόξων βουλευτών) να αναγνωρίσει υπό όρους την Μητρόπολη Κιέβου (επί Πέτρου Μογίλα) και άλλων τεσσάρων μόνο επισκοπών [21].


Εικόνα του Ιεροσολύμων Θεοφάνους που τυπώθηκε το 1622 από τον ορθόδοξο Ευστράτιο Ζηλόβσκη και μοιράστηκε ως ευλογία στους πιστούς. Άνωθεν του Πατριάρχου η εικόνα της Αναστάσεως, ώστε να γίνει συνειρμός με την ανάσταση της Τοπικής Εκκλησίας που πέτυχε με τις χειροτονίες ο Θεοφάνης.


γ. Οι τρεις Αρχιερείς που αποτειχίστηκαν το 1935 από την καινοτομήσασα Ιεραρχία και ανέλαβαν την ποιμαντορία των Γνησίων Ορθοδόξων (Παλαιοημερολογιτών) δεν έπρεπε να συμπήξουν "παράλληλη" Σύνοδο και να χειροτονήσουν "παράλληλους" Επισκόπους. 

Όπως είδαμε παραπάνω εν καιρώ γενικευμένης αιρέσεως οι αποτειχισθέντες ορθόδοξοι έχουν δικαίωμα όχι μόνο να έχουν τους δικούς τους επισκόπους, αλλά και να μεταχειρίζονται κάθε θεμιτό μέσο για την καταπολέμηση της.
Για μια τέτοια περίοδο αιρέσεως, πρέπει να έχουμε υπόψιν ότι ισχύει το "εξ ανάγκης και νόμου μετάθεσις γίνεται". Η ανάγκη, δηλαδή η ανωτέρα βία, δικαιολογεί την παράβαση του νόμου. Αυτό είναι βασική αρχή του Δικαίου, και του Εκκλησιαστικού. Για να γίνει αυτό κατανοητό πρέπει να δοθεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η παραβίαση του φωτεινού σηματοδότη και η υπερβολική ταχύτητα είναι αδικήματα που τιμωρούνται με βάση τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Όταν όμως ένα πυροσβεστικό όχημα ή ένα ασθενοφόρο ή ένα περιπολικό κληθούν σε μια περίπτωση ανάγκης μπορούν να αναπτύξουν υπερβολική ταχύτητα, προβαίνοντας και σε παραβίαση του φωτεινού σηματοδότη, μιας και δεν υποχρεούνται σε τήρηση των σχετικών διατάξεων του Κ.Ο.Κ. Οπότε το ερώτημα που πρέπει να γίνει είναι το εξής: "Υπήρχε ανάγκη για την δημιουργία "παράλληλης" Συνόδου των Παλαιοημερολογιτών ή όχι;".
Όπως φαίνεται μέσα από τα κείμενα του Ηγέτη του Αγώνος των Παλαιοημερολογιτών, Αγίου πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου, βεβαίως και υπήρχε ανάγκη για την δημιουργία Συνόδου, η οποία όμως δεν θεωρήθηκε ως "άλλη", "νέα", "παράλληλη" ή "δεύτερη" Εκκλησία, ενώ το βλέμμα του πρ. Φλωρίνης ήταν στραμμένο πάντοτε προς την σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου στην οποία αποσκοπούσε ο Αγώνας:
"Τὰς τοιαύτας ἀδικίας καὶ παρανομίας τῆς Ἐκκλησίας βλέποντες ἡμεῖς καὶ μὴ ἐπιθυμοῦντες νὰ ἔχωμεν δι’ αὐτὰς βεβαρυμένην τὴν συνείδησιν ἡμῶν, ἀφοῦ μάτην πολλάκις εἰς τὴν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας παρεκαλέσαμεν αὐτήν, ὅπως ἐπανέλθῃ εἰς τὸ πάτριον ἑορτολόγιον καὶ ἐνώσῃ τοὺς Χριστιανοὺς διὰ τῆς ἄρσεως τοῦ προξενηθέντος σκανδάλου, ἤχθημεν μετὰ πολλῆς θλίψεως καὶ συνοχῆς καρδίας εἰς τὴν ἀπόφασιν νὰ κηρύξωμεν δι’ ἐγγράφου ἡμᾶς αὐτοὺς ἐν Ἐκκλησιαστικῇ ἀκοινωνησίᾳ μετὰ τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας καὶ να δώσωμεν μίαν ποιμαντορικὴν προστασίαν πρὸς τὴν μερίδαν τῶν ἀκολουθούντων τὸ πάτριον ἑορτολόγιον, ὅπερ ἐθέσπισεν ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος... Ἡμεῖς ἔχοντες ὑπόψιν τοὺς Κανόνας καὶ τὸ Καταστατικὸν ἐκ τῆς κηρύξεως ἡμῶν ὡς ἐκπτώτων ἄνευ διαδικασίας τινός, ἤχθημεν εἰς τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ Διοικοῦσα Σύνοδος ἐνέκρινεν τὸ ἀποκοινωνητικὸν ἡμῶν ἔγγραφον, ὁπότε ἔδει νὰ μεριμνήσωμεν καὶ ἡμεῖς  ὡς προσωρινὴ πλέον Ἐκκλησιαστικὴ Ἀρχὴ τῶν παλαιοημερολογιτῶν διὰ τὰς θρησκευτικὰς ἀνάγκας αὐτῶν, πρώτη ἐκ τῶν ὁποίων ἦτο καὶ ἡ ἀνάδειξις Ἐπισκόπων εἰς τὰ ἐπαρχιακὰ τμήματα, ὅπου ὑπῆρχον συμπαγεῖς μᾶζαι παλαιοεορτολογιτῶν. Ἰδοὺ διατὶ προέβημεν εἰς χειροτονίαν τεσσάρων Ἐπισκόπων, καθ’ ὃ εἴχομεν δικαίωμα ἐκ τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων. Εἰς τὴν χειροτονίαν ταύτην τῶν Ἐπισκόπων προέβημεν καὶ διὰ τὰς θρησκευτικὰς ἀνάγκας τῶν ὀκτακοσίων καὶ πλέον Παραρτημάτων τῶν παλαιοημερολογιτῶν ἐν ταῖς διαφόροις ἐπαρχίαις, ἀλλὰ καὶ ἵνα δώσωμεν εἰς τὴν Διοικοῦσαν Ἐκκλησίαν καὶ τὴν Κυβέρνησιν νὰ ἐννοήσῃ καὶ ἐκτιμήσῃ δεόντως τὴν σοβαρότητα τοῦ ἐγχειρήματος ἡμῶν, ἀποσκοποῦντος τὴν ἄρσιν τοῦ σκανδάλου καὶ τὴν ἕνωσιν τῶν Χριστιανῶν, διὰ τῆς ἀναστηλώσεως τῆς Ὀρθοδόξου καὶ αἰωνοβίου ἑορτολογικὴς παραδόσεως" (Τὸ ἡμερολόγιον ἐν σχέσει πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον Ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν  – 31/3/1938).
"Οὐδεὶς ποτὲ τῶν ἐγκρατῶν τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, καὶ τῶν ἐχόντων ὀρθόδοξον παλμὸν δύναται  νὰ διϊσχυρισθῇ σοβαρῶς, ὅτι οἱ Παλαιοημερολογῖται ἀποτελοῦν δευτέραν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἐν τῷ Κράτει, ἀλλὰ τὴν πατροπαράδοτον καὶ Ἀκαινοτόμητον Αὐτοκέφαλον Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τῆς Ἐλλάδος. Διότι, ὅσῳ καὶ ἂν παρουσιάζωνται κατὰ τὸ φαινόμενον καὶ τὴν ἐξωτερικὴν ἐκδήλωσιν τῆς πίστεως, ὡς ἔχοντες ἰδίαν λατρείαν, ἰδίους εὐκτηρίους οἴκους, καὶ ἰδίους Λειτουργοὺς, οὐχ ἧττον ὅμως οὕτοι, καίτοι διατελοῦν ἐν ἀκοινωνησίᾳ πρὸς τὴν καινοτομήσασαν Ἱεραρχίαν, ὡς ἐχόμενοι στεῤῥῶς τῶν Παραδόσεων καὶ τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων, ἀποτελοῦν ἐν τῇ Κανονικότητι, οὐχὶ ἰδιαιτέραν Ἐκκλησίαν ἐκείνης μεθ’ ἧς διέκοψαν προσωρινῶς διὰ λόγους Κανονικοὺς τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν, ἀλλὰ τὴν ἀνύστακτον φρουρὰν, τὴν ἀγρύπνως φρυκτωρούσαν ἐπὶ τῶν ἀδαμαντίνων ἐπάλξεων τῆς Μιᾶς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας... ἡ μερὶς τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, μὴ συσταθεῖσα καὶ ἀναγνωρισθεῖσα ὡς ἰδία Ἐκκλησία ὑπὸ μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου, δὲν δύναται νὰ ἀποτελῇ ἰδιαιτέραν Ἐκκλησίαν ἐκείνης, ἐξ ᾖς προσωρινῶς ἀπέσχισεν ἑαυτήν, ἵνα μὴ καταστῇ συνένοχος μὲ τὴν Ἱεραρχίαν διὰ τὴν μονομερῆ καινοτομίαν. Καὶ οὐ μόνον ἡ μερὶς αὕτη δὲν διχάζει τὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ ἀποτελεῖ ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος τὴν φαεινὴν καὶ ἀλύμαντον πλευρὰν τῆς Ὀρθοδόξου ἐννοίας Αὐτῆς. Ὥστε ἡμεῖς, οἱ ἀκολουθοῦντες τὸ ἐκ παραδόσεως ἑορτολογικὸν καθεστὼς καὶ σεβόμενοι, ὡς ὀφείλομεν, μᾶλλον τὰς Ἀποστολικὰς καὶ Συνοδικὰς Διατάξεις, παρὰ τάς ἀντικανονικὰς τῆς Ἱεραρχίας ἀποφάσεις, οὐ μόνον δὲν ἀποτελοῦμεν ἰδιαιτέραν Σχισματικὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας ἡμεῖς διεσώσαμεν τὰ χρυσόβουλλα τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Παραδόσεων καὶ συνεχίζομεν τὴν Ἵστορίαν καὶ τὸν χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδοξίας τῆς Αὐτοκεφάλου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας" (Ἀπολογία εἰς τὸ Ἐφετεῖον Ἀθηνῶν – Ἀθῆναι 29/3/1940).
"…Τὸ διάβημα τοῦτο (σ. ημ. οἱ χειροτονίες τοῦ 1935) ὁμολογοῦμεν ὅτι ὑπῆρξεν ἐσπευσμένον καὶ ἀπὸ Κανονικῆς ἀπόψεως παρακεκινδυνευμένον ὡς πρωθύστερον, ἀλλὰ προέβημεν εἰς τοῦτο ἐπ’ ἐλπίδι πάντοτε, ὅτι τὸ Ἀρχιερατικὸν ἡμῶν Συμβούλιον, ὡς ἐχόμενον στεῤῥῶς τῶν ὀρθοδόξων θεσμῶν καὶ τῶν σεπτῶν παραδόσεων, θὰ ἀνεγνωρίζετο, ἔστω καὶ κατ’ Ἐκκλησιαστικὴν οἰκονομίαν, ὑπὸ τῶν λοιπῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέχρι τῆς ὑπὸ μιᾶς πανορθοδόξου Συνόδου ἐγκύρου λύσεως τοῦ ἐπιδίκου ἡμερολογιακοῦ ζητήματος…(Ὑπόμνημα ἀπολογητικὸν ὑπὲρ ἀναστηλώσεως τοῦ Πατρίου Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου -  1945).
"Εἰς τὴν παροχὴν δὲ τῆς ἐλευθερίας ταύτης (σ. σ. τῆς ἄσκησης τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων τῶν παλαιοημερολογιτῶν), ἀντιτάσσει ἡ νεοημερολογιτικὴ Ἱεραρχία τὸ veto, ἤτοι τὴν ἄρνησιν, διατεινομένη, ὅτι ἡ Πολιτεία δὲν δύναται νὰ ἔχῃ εἰς τὴν ἐπικράτειαν αὐτῆς δύο Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, μίαν νεοημερολογητικὴν καὶ μίαν παλαιοημερολογητικήν. Εἰς τοῦτο δὲ διαφωνοῦμεν ἡμεῖς, ὑποστηρίζοντες ὅτι μὲ τὴν κατ’ οἰκονομίαν παροχὴν ἐλευθερίας, εἰς τὴν θρησκευτικὴν ὀργάνωσιν τῶν παλαιοημερολογιτῶν μέχρι τῆς ἐγκύρου καὶ Κανονικῆς διευθετήσεως τοῦ ἡμερολογιακοῦ ζητήματος, ἐπιδίκου ὄντως ὡς ἔφθην εἰπὼν ἐνώπιον τῆς μελλούσης πανορθοδόξου Συνόδου, δὲν δημιουργεῖται Δευτέρα Ἐκκλησία, ἀλλὰ μία μειοψηφία τῆς Ἐκκλησίας διαφωνοῦσα πρὸς τὴν πλειοψηφίαν τῆς Ἱεραρχίας καὶ συνεχίζουσα τὴν ἱστορίαν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τὴν ἄκρατον ὀρθοδοξίαν λυμανθεῖσαν διὰ τῆς ἡμερολογιακῆς καινοτομίας. Ἡ γνώμη τῆς Ἱεραρχίας, ὅτι μὲ τὴν παροχὴ ἐλευθερίας εἰς τοὺς παλαιοημερολογίτας δημιουργεῖται Δευτέρα Ἐκκλησία καὶ κράτος ἐν κράτει, ὡς λέγουν, δὲν εἶνε ἀληθής, διότι αἱ Ἐκκλησίαι, δὲν φυτρώνουν ὡς μύκητες εἰς τὸν περίβολον τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἱδρύονται καὶ προικίζονται διὰ τῆς Χάριτος καὶ τῶν Μυστηρίων ὑπὸ τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, ὡς Ταμιούχου τῆς Χάριτος καὶ τῆς εὐλογίας. Ἡ γνώμη αὐτὴ τῆς Ἱεραρχίας, καθ΄ ἣν μία μερὶς Κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ἀποσπωμένη προσωρινῶς ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας διὰ λόγους διαφωνίας εἴς τι ἐκκλησιαστικὸν ζήτημα ἐπίδικον καὶ ἰάσιμον κατὰ τὸν Μ Βασίλειον, μέχρι τῆς ἄρσεως τῆς διαφωνίας ὑπὸ Κανονικῆς πανορθοδόξου Συνόδου ὄζει προτεσταντισμοῦ, παρέχοντος εἰς μεμονωμένα ἄτομα τὸ δικαίωμα νὰ ἰδρύουν ἰδίαν Ἐκκλησίαν ἄνευ τῆς γνώμης καὶ τῆς εὐλογίας τῆς ὅλης Ἐκκλησίας. Καὶ τοῦτο, διότι οἱ προτεστάνται φρονοῦν καὶ πιστεύουν ὅτι ἡ ἔμπνευσις καὶ ἡ θέλησις τοῦ Παναγίου Πνεύματος εἰς τὰ ζητήματα τῆς πίστεως καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ ἐμφαίνεται καὶ ἐκδηλοῦνται καὶ διὰ τῶν μεμονωμένων ἀτόμων ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν γνώμην τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, φρονούσης καὶ πιστευούσης, ὅτι ἡ ἔμπνευσις καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἐκδηλοῦται ὑπὸ τῆς ὅλης Ἐκκλησίας τῆς ἑρμηνευούσης καὶ ὀρθοτομούσης τὸν λόγον τῆς θείας ἀληθείας… Ἡμεῖς ὅμως οἱ ποιμένες τῶν παλαιοημερολογιτῶν, γνῶσται τοῦ Κανονικοῦ δικαίου καὶ μὲ ὀρθόδοξον παλμόν, διϊσχυριζόμεθα ὅτι δὲν ἀποτελοῦμεν δευτέραν Ἐκκλησίαν ἐν τῷ Κράτει, ἀλλὰ στεντορείᾳ τῇ φωνῇ διακηρύττομεν, ὅτι ἡμεῖς μένοντες πιστοὶ εἰς τὰ δεδογμένα καὶ ἡμῖν παραδεδομένα ὑπὸ τῶν 7 Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀποτελοῦμεν, καίπερ μειοψηφία, τὴν πατροπαράδοτον καὶ ἀκαινοτόμητον Ἑλληνικὴν Ἐκκλησίαν, ἧς τὴν ἱστορία συνεχίζομεν ὑπὸ τὴν ἄκρατον ἔννοιαν τῆς ὀρθοδοξίας. Ἀληθῶς, ὅσῳ καὶ ἂν παρουσιαζώμεθα κατὰ τὸ φαινόμενον εἰς τὴν λατρείαν ἡμῶν μὲ ἰδίους εὐκτηρίους οἴκους καὶ μὲ ἰδίους λειτουργούς, οὐχ ἧττον ὅμως καίπερ διατελοῦντες ἐν ἀκοινωνησίᾳ μετὰ τῆς καινοτομησάσης Ἱεραρχίας ἡμεῖς ἀποτελοῦμεν δυνάμει οὐχὶ δευτέραν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ τῇ ἁγνὴν καὶ ἀλύμαντον ἔννοιαν Αὐτῆς καὶ τὴν ἀνύστακτον φρουρὰν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἀγρύπνως φρυκτωρούσαν ἐπὶ τῶν θεοδμήτων καὶ ἀκαταλύτων ἐπάλξεων τῆς περιπύστου καὶ περιμαχήτου Ὀρθοδοξίας" (Ἀναίρεσις τῆς ἡμερολογιακῆς πραγματείας τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Δωροθέου Κοτταρᾶ – Δεκέμβριος 1947).
"…ἡ Διοικοῦσα Ἱεραρχία διὰ τῆς ἡμερολογιακῆς καινοτομίας ἔπαυσε νὰ ἀντιπροσωπεύῃ τὴν ὀρθόδοξον ἔννοιαν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας. Συνεπῶς Αὕτη χωρισθεῖσα ἀπὸ τὸν κορμὸν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπετέλεσεν ἰδιαιτέραν Ἐκκλησίαν, διάφορον τῆς ἀρχαίας κατὰ τὸ ἀκραιφνὲς καὶ ἀκαινοτόμητον πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας καταστᾶσα οὕτως ὑπόδικος ἐνώπιον τῆς καθόλου ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Κατὰ ταῦτα ἡ Δ. Ἱεραρχία ἐκκλίνασα ἐκ τοῦ θριγγοῦ τῆς ἀκριβοῦς ὀρθοδοξίας παρ’ ὅλον τὸν ἐξωτερικὸν τύπον καὶ τὸν ἀριθμὸν αὐτῆς, ἔπαυσεν ὡς ἀνωτέρω ἐλέχθη, νὰ ἐκπροσωπῇ τὴν ὀρθόδοξον ἔννοιαν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας. Ταύτης τὴν ὀρθόδοξον ἔννοιαν καὶ σημασίαν ἐκπροσωποῦσιν οἱ Ἱεράρχαι, ὁ Κλῆρος καὶ ὁ λαὸς οἱ ἀκολουθοῦντες τὴν πολιὰν ἡμερολογιακὴν παράδοσιν, τὴν καθιερωθεῖσαν ὑπὸ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ κυρωθεῖσαν ὑπὸ τῆς αἰωνοβίου πράξεως τῆς ὅλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὥστε ἐν τῷ Κράτει δὲν ὑπάρχουσι δύο ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἀλλὰ μία, ἧς τὸν μὲν τύπον καὶ τὸν ῥυθμὸν ἐκπροσωπεῖ ἡ πλειοψηφία τῆς Ἱεραρχίας, τὸ πνεῦμα ὅμως καὶ τὴν ἔννοιαν τῆς ὀρθοδοξίας ἐκπροσωπεῖ ἡ μειοψηφία τῆς παλαιοημερολογιτικῆς Ἱεραρχίας καὶ κοινωνίας" (Διαφωτιστικὴ Ἀπάντησις εἰς τὸ ὑπόμνημα τῆς Ἱεραρχίας τῆς κρατούσης Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος ἐν σχέσει μὲ τὸ Ἡμερολογιακὸν Ζήτημα – Ἀθῆναι, 1948).
"Δι’ ὃ καὶ ἐφ’ ὅσον οἱ παλαιοημερολογῖται ὀρθῶς κατ’ αὐτοὺς καὶ πάντας τοὺς σεβομένους τοὺς θείους καὶ ἱεροὺς κανόνας θεωροῦν τὴν κρατούσαν Ἐκκλησίαν ὡς ἐκκλίνασαν τοῦ θριγγοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας συνεπείᾳ τῆς ἡμερολογιακῆς καινοτομίας τῆς ἀντιστρατευομένης πρὸς τοὺς ἱεροὺς κανόνας καὶ θιγούσης τὸ Δόγμα τῆς Ἐξωτερικῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ἐπὶ τοσούτον οὕτοι δικαιοῦνται κατὰ τὸν ΙΕ΄ κανόνα ΑΒας Συνόδου καὶ πρὸ συνοδικῆς διαγνώμης νὰ διακόψωσι τὴν πνευματικὴν ἐπικοινωνίαν μετὰ τῆς Ἐπισήμου Ἐκκλησίας καὶ νὰ πήξωσιν ἴδιον θυσιαστήριον πρὸς ἐπιτέλεσιν τῶν τῆς λατρείας αὐτῶν δι’ ἰδίων ὁμοφρόνων λειτουργῶν, παρ’ ὧν καὶ μόνον δέχονται τὴν χάριν καὶ τὸν ἁγιασμὸν πρὸς ἰκανοποίησιν τῆς συνειδήσεως αὐτῶν" (Ὑπόμνημα τῆς Ἱεραρχίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρὸς τὴν Α. Ἐξοχότητα τὸν κ. Ὑπουργὸν τῶν Θρησκευμάτων καὶ τῆς Ἐθνικῆς Παιδείας, Ἀθῆναι  1949).
"Ὑπῆρχεν ἐν τῷ παρελθόντι ἐποχή, καθ’ ἣν ἡ παμψηφία σχεδὸν τῆς Ἱεραρχίας ἐν τῷ Βυζαντινῷ Κράτει παρεσύρθη εἰς τὴν αἵρεσιν τοῦ ἐναγοῦς Ἀρείου μετὰ τῆς Βυζαντινῆς πολιτείας, καθ’ ἣν τὴν ἔννοιαν τῆς Ὀρθοδοξίας τῆς Ἐπισήμου Ἐκκλησίας ἀντιπροσώπευεν μία ὀλιγάριθμος μερὶς ὀρθοδόξων ἐν Κων/πόλει μὴ μολυνθεῖσα ὑπὸ τῆς λύμης τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Ἡ μερὶς αὕτη διετέλει ὑπὸ τὴν ποιμαντορίαν Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὅστις ἐν τῷ παρεκκλησίῳ τῆς Ἀγ. Ἀναστασίας  διὰ κηρυγμάτων ἀποπνεόντων τὸ θυμῆρες καὶ θεῖον ἄρωμα τῆς Ὀρθοδοξίας κατεκεραύνου τὴν κακόδοξον καὶ ψυχοφθόρον αἵρεσιν τοῦ Ἀρείου. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ ἡ μερὶς αὐτοῦ, οὐ μόνον δὲν ἀπετέλεσαν ἰδίαν Ἐκκλησίαν διακόψαντες τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν μετὰ τῆς Ἀρειανιζούσης Ἱεραρχίας, ἀλλὰ καὶ ὡς ὀρθοδοξοῦντες ἐχρησίμευσαν μετέπειτα ὡς ἀρραβὼν διὰ τὴν ἐπιστροφὴν τῆς ὅλης Ἐκκλησίας ἐν τῷ περιβόλῳ τῆς Ὀρθοδοξίας, διὰ τῆς ἀποπτύσεως τῆς Ἀρειανῆς αἱρέσεως καὶ μιαρὰς κακοδοξίας. Ὥστε δεδομένου, ὅτι τὴν ὑπόστασιν τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ τὸ Ὀρθόδοξον πνεῦμα καὶ ὄχι ὁ τύπος καὶ ὁ ἀριθμός, οἴκοθεν ἐννοεῖται ὅτι τὴν ἀρχαίαν καὶ ἀκαινοτόμητον Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος ἀποτελοῦμεν καὶ ἐκπροσωποῦμεν ἡμεῖς ὡς συνεχισταὶ τῶν πατρῴων παραδόσεων καὶ τῶν Ὀρθοδόξων θεσμῶν καὶ ὄχι οἱ καινοτόμοι Ἀρχιερεῖς, οἵτινες ἀποτελοῦν τὸν τύπον καὶ τὸν ἀριθμόν" (Κρίσεις ἐπὶ τῶν τροπολογιῶν ἐπὶ τοῦ ἄρθρου 1 καὶ 2 τοῦ Σχεδίου Συντάγματος τῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῆς ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος τοῦ κ. Κ. Τσάτσου Βουλευτοῦ Ἀθηνῶν, Ἀθῆναι 1949).

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι από μόνη της η αποτείχιση ή η χειροτονία "παραλλήλων" επισκόπων δεν είναι κάτι θετικό ή αρνητικό για την Εκκλησία [22]. Αν οι παραπάνω τρόποι αντίδρασης στην αίρεση στοχεύουν στην επανάπαυση είναι απορριπτέοι. Αν στοχεύουν στην επαγρύπνηση και στην λύτρωση από την αίρεση, διά του ορθοδόξου αντιαιρετικού αγώνος, τότε είναι επαινετοί.
Έτσι αν θεωρήσουμε αυτοσκοπό είτε την αποτείχιση ("αποτειχιζόμαστε και αφού λυτρωθήκαμε από την κοινωνία με την αίρεση δεν μας μέλλει για το τί θα γίνει"), είτε την "παράλληλη" Σύνοδο ("έχουμε τους επισκόπους μας και αφού λυτρωθήκαμε από την κοινωνία με την αίρεση δεν μας μέλλει για το τί θα γίνει") βρισκόμαστε σε πλάνη. Αντιθέτως αν θεωρήσουμε μέσο την αποτείχιση και προσωρινή κατάσταση την "παράλληλη" Σύνοδο, και θεωρήσουμε ότι είναι "καιρός ομολογίας, καιρός ενστάσεως, καιρός αθλήσεως" [23] και συνεχίσουμε επομένως ακατάπαυστα τον Ιερό Αγώνα για την συντριβή της αιρέσεως και τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας, διά συγκλήσεως Μεγάλης Συνόδου Ορθοδόξων, τότε καλώς βαδίζουμε!
Διαβάζουμε σε περισπούδαστο βιβλίο του Αγίου Γέροντος Χρυσοστόμου των Σπετσών τα εξής σημαντικά: "Η έννοια της Ορθοδόξου Ενστάσεως περιλαμβάνει την "Αποτείχισι" αλλά δεν εξαντλείται σε αυτήν. Απαιτείται ένας συνεχής αγών, μία κατά τον Μέγαν Βασίλειο "καρτερά και ανένδοτος ένστασις" "υπέρ της Αληθείας", η οποία αρχίζει πρακτικώς με την "Αποτείχισι",συνεχίζεται με την διακήρυξι της Αληθείας και την αναίρεσι της πλάνης, ολοκληρώνεται δε με την κατάκρισι της αιρέσεως και των αμετανοήτων αιρετικών υπό Ορθοδόξου Συνόδου" [24].
Ο σκοπός λοιπόν του Αγώνα είναι η σύγκληση Ορθοδόξου Συνόδου. Εκεί αποσκοπούσε και η Αποτείχιση, αλλά και η δημιουργία της Ιεραρχίας των Παλαιοημερολογιτών το 1935, όπως είδαμε παραπάνω. Και τότε υπήρχε κυρίως ο νεωτερισμός του ημερολογίου. Με τα χρόνια, που ολοένα και περισσότερο αποκαλυπτόταν ολόκληρο το οικουμενιστικό σχέδιο, η ανάγκη για ορθοδόξους επισκόπους έγινε μεγαλύτερη, μιας και βιώνουμε την Οικουμενιστική Αποστασία,παρόμοια με την αποστασία της Ουνίας της Βρέστης, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο! Πλέον η συντριπτική πλειοψηφία των επισκόπων των "επισήμων ορθοδόξων Εκκλησιών" θεωρεί τον Πάπα ως πρώτο αρχιερέα, ενώ αναγνωρίζει (και συνοδικώς διά της εν Κολυμπαρίω Ψευδοσυνόδου) την εκκλησιαστικότητα των αιρετικών της Δύσεως. Έχουν ή δεν έχουν λοιπόν δικαίωμα οι Ορθόδοξοι να έχουν Επισκόπους και να συγκροτούν κατά τόπους Συνόδους; Βεβαίως και έχουν! Αυτό που δεν έχουν δικαίωμα είναι να επαναπαυθούν στο ότι αυτοί αποτελούν την Εκκλησία και να θεωρήσουν ότι δεν απαιτείται Αγώνας για Μεγάλη Σύνοδο Ορθοδόξων, που θα ενώσει όλους τους αληθινά ορθοδόξους και θα καταδικάσει την αίρεση. Όσοι μάλιστα εκ των ορθοδόξων υιοθετούν τέτοιες απόψεις και πρακτικές [25], στέκονται εμπόδιο στον Αγώνα και υπηρετούν - έστω και ανεπιγνώστως -  την αίρεση!
Ουδείς δεν αμφιβάλει ότι στον σχεδόν εκατονταετή Αγώνα των Παλαιοημερολογιτών δεν έγιναν λάθη και διασπάσεις άνευ ουσιαστικού λόγου. Σήμερα όμως υπάρχει ελπίδα. Το 2014 έγινε η ένωση των δύο μεγαλυτέρων Συνόδων των Παλαιοημερολογιτών με βάση ένα σημαντικό Εκκλησιολογικό Κείμενο. Σε αυτό (συγκεκριμένα στο Ζ΄ μέρος αυτού) διακηρύσσεται, η αναγκαιότητα της Μεγάλης Συνόδου των πραγματικά Ορθοδόξων, ως εξής:
"Τὸ ἀναγκαῖον σήμερον εἶναι, ἐπὶ τῇ βάσει τῆς κοινῆς καὶ Ὀρθῆς Ὁμολογίας τῆς Πίστεως, ἡ ἕνωσις εἰς ἕν κοινὸν Σῶμα πασῶν τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Γνησίας Όρθοδοξίας, προκειμένου νὰ δηµιουργηθοῦν αἱ προϋποθέσεις πρὸς συγκρότησιν/σύγκλησιν Μείζονος Γενικῆς Συνόδου Αὐτῶν, πανορθοδόξου ἐμβελείας καὶ κύρους, διὰ τὴν δραστικὴν ἀντιμετώπισιν τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουµενισµοῦ, ὡς καὶ τοῦ ποικιλομόρφου Συγκρητισμοῦ, ἐπίσης δὲ καὶ διὰ τὴν ἐπίλυσιν ποικίλων προβλημάτων καὶ ζητημάτων πρακτικῆς καὶ ποιμαντικῆς φύσεως, ἅτινα ἀπορρέουν ἐκ τούτων καὶ ἀπασχολοῦν τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας γενικῶς, ἀλλὰ καὶ τῶν πιστῶν εἰδικῶς, ὥστε νὰ διασφαλισθῆ ὁ σύνδεσμος τῆς ἐν Χριστῷ Εἰρήνης καὶ Ἀγάπης. Ἡ ἀνάγκη αὕτη καθίσταται κατανοητὴ ἐκ τοῦ ὅτι ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία, ὡς τὸ πραγματικὸν Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὡς ἐκ τῆς φύσεως Αὐτῆς Καθολικὴ ἐν τῇ πληρότητι τῆς Ἀληθείας, τῆς Χάριτος καὶ τῆς Σωτηρίας, ἀποφαίνεται δὲ Συνοδικῶς διὰ τῶν Ἐπισκόπων Αὐτῆς ἔναντι ἑτεροδιδασκαλιῶν καὶ τοῦ ἐξ αὐτῶν παγκοσμίου σκανδάλου· ὡς ἐκ τούτου, ὀφείλει νὰ ἐπιδιώκῃ ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν διατύπωσιν τῶν Ἀληθειῶν τῆς Πίστεως, πρὸς ὁριοθέτησιν τῆς Ἀληθείας ἔναντι τοῦ ψεύδους, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὴν στηλίτευσιν καὶ καταδίκην τῆς πλάνης καὶ τῆς φθορᾶς ἐκ  τῆς αἱρέσεως καὶ τῶν αἱρετικῶν, διὰ τὴν προστασίαν τοῦ Ποιμνίου, διαπιστώνουσα καὶ διακηρύττουσα τὴν ἤδη ὑφισταμένην ἔκπτωσιν τῶν αἱρετικῶν. Οὕτως, ἐν Συνόδῳ Μεγάλῃ καὶ Γενικῇ τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δέον ὅπως διακηρυχθῇ πάσῃ τῇ κτίσει, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ ἐν ἡμῖν Μοναδικὴ Ἐλπὶς, ὡς μόνη διέξοδος ἐξ ὅλων τῶν ἀδιεξόδων «διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν», ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἡ πλήρης καὶ ὁριστικὴ ἀντίθεσις, ὡς ἀλληλοαποκλειομένων, Ὀρθοδοξίας καὶ Συγκρητισμοῦ,οἰκουμενιστικῆς καὶ σεργιανιστικῆς κατευθύνσεως, πρὸς δόξαν τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Θεομητορικαῖς,  Ἀποστολικαῖς, καὶ Πατερικαῖς πρεσβείαις" [26].

Γι' αυτό και από το 2014 και μετά ακολουθούμε συνειδητά και αποκλειστικά την Σύνοδο των Παλαιοημερολογιτών (διαδόχων του φρονήματος του πρ. Φλωρίνης, που έχουν Αποστολική Διαδοχή από την Εκκλησία της Ρωσικής Διασποράς)  υπό τον Αρχιεπίσκοπο αυτής κ. Καλλίνικο, επειδή αγωνίζεται για την Ορθοδοξία διά συγκλήσεως Μεγάλης Συνόδου Ορθοδόξων.
Καλούμε δε κάθε καλοπροαίρετο πιστό, κληρικό ή λαϊκό, να πλαισιώσει τις τάξεις του Ιερού Αγώνος, εγκαταλείποντας τους οικουμενιστές λυκοποιμένες και τους κοινωνούντες με αυτούς, και απορρίπτοντας τις εσωστρεφείς τακτικές και τους μοναχικούς δρόμους που υποκρύπτουν υπερηφάνεια και αδιαφορία για την Εκκλησία.
Όσοι πιστοί προσέλθετε!  

Νικόλαος Μάννης


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] π. Ευθυμίου Τρικαμηνά, Η διαχρονική συμφωνία των Αγίων Πατέρων..., Τρίκαλα, 2012, σελ. 245. 
[2] Στο ίδιο, σελ. 248.
[3] Στο ίδιο, σελ. 314.
[5] Παναγιώτου Τσάλλου, Τί εστιν Αλήθεια;
[6] Ιωσήφ Μοναχού, Απάντηση (1η) (2012), Απάντηση (1η) επηυξημένη (2012) καιΑπάντηση 2η (2014) στον π. Ευθύμιο Τρικαμηνά.
[7] π. Ευθυμίου Τρικαμηνά, Ανταπάντηση 1η και Ανταπάντηση 2η στον μ. Ιωσήφ. 
[8] "Καὶ μετάγεται Δημόφιλος ἀπὸ Βεῤῥοίας ἐν Κωνσταντινουπόλει, Οὐάλεντος τοῦ βασιλέως συνοδικὴν ὑποκριναμένου ψῆφον... ἐγκαθίσταται τῇ Κωνσταντινουπόλει ὑπὸ Θεοδώρου μάλιστα τοῦ Ἡρακλείας ἐπισκόπου. Ἐδόκει γὰρ τὸ προνόμιον οὖτος ἔχειν τῆς τοιαύτης ἱερουργικῆς ἐνεργείας. Πολλοὶ δὲ τοῦ παρόντος ὄχλου, ἐν τῇ τοῦ Δημοφίλου καθιδρύσει, ἀντὶ τοῦ ἄξιος, ἀνεβόων τὸ ἀνάξιος" (P.G. 65, 576).
[9] P.G. 65, 556 και 569.
[10] Για την χειροτονία του Ευαγρίου από τον Άγιο Ευστάθιο βλέπε στους Σωκράτη Σχολαστικό (P.G. 67, 497-500) και Ερμεία Σωζομενό (P.G. 67, 1328).
[11] Για την χειροτονία του Παυλίνου από τον Λουκίφερο βλέπε στους Σωκράτη (P. G. 67, 388-389) και Σωζομενό (P. G. 67, 1249-1252).
[12] https://en.wikipedia.org/wiki/Polish%E2%80%93Lithuanian_Commonwealth
[13] Ο Μητροπολίτης εκεί σήμαινε τον "πρώτο" της Τοπικής Εκκλησίας. Στην δική μας αντιστοιχία δηλαδή "Αρχιεπίσκοπος-Μητροπολίτες", εκεί ήταν "Μητροπολίτης-Επίσκοποι".
[14] Ολόκληρη η επιστολή στο Εκκλησιαστικός Φάρος, ΝΣΤ΄ (1974), σελ. 536-541. Το επίμαχο σημείο στην σελ. 538.
[15] Ω, να ζούσε τότε ο "Ιαβέρης του Κανονικού Δικαίου" - και διδάσκαλος των νεοαποτειχισμένων - Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος τί θα έλεγε για την "παρανομία" αυτήν.
[16] Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου, Οι πατριάρχαι Ιεροσολύμων ως πνευματικοί χειραγωγοί της Ρωσίας κατά τον ΙΖ΄ αιώνα, Ιεροσόλυμα, 1907, σελ. 60.
[17] Οι χειροτονηθέντες ήταν ο Κιέβου Ιώβ, ο Βλαδιμηρ Ιωσήφ, ο Λουτσκ Ισαάκιος, Πολοτσκ Μελέτιος, Πινσκ Αβράμιος (από Σταγών), Χελμ Παΐσιος και Περεμυσλ Ησαΐας.
[18] Οι πιο γνωστοί ουνίτες επίσκοποι ήταν ο Κιέβου Ιωσήφ και ο Πολοτσκ Ιωσαφάτ, ένας στυγνός εγκληματίας τον οποίο σκότωσαν ζηλωτές ορθόδοξοι που δεν άντεξαν άλλο τα φρικτά του εγκλήματα (ένα από τα πολλά, ήταν ο βανδαλισμός των ορθοδόξων νεκροταφείων, μιας και διέταζε να ξεθάβονται οι σοροί των ορθοδόξων και να γίνονται τροφή των αδέσποτων σκυλιών). Τον αγιοποίησαν οι παπικοί και τον τιμούν ως μάρτυρα...
[19] John-Paul Himka, Religion and Nationality in Western Ukraine, Montreal and Kingston: McGill-Queen's University Press, 1999, σελ. 28 (μετάφρ. ημετ.).
[20] Σε μελλοντικό άρθρο θα γίνει λόγος για τις διώξεις αυτές και την τραγική ομοιότητά τους με τις διώξεις των νεοημερολογιτών κατά των παλαιοημερολογιτών στην Ελλάδα.
[21] Για την ανασύσταση της Ιεραρχίας στην Ουκρανία από τον Ιεροσολύμων Θεοφάνη βλέπε στα α) Andrzej Borkowski,  Αγώνας των Ορθοδόξων Πατριαρχείων κατά της Ουνίας, Αθήνα, 2008, σελ. 235, β) Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου, ό.π., σελ. 60, γ) Θεοδώρου Βαλλιάνου, Ιστορίας της Ρωσσικής Εκκλησίας, Αθήνα, 1851, σελ. 196, δ) Βλασίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ρωσίας, εκδ. ε΄ Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα, 2005, σελ. 290, ε) π. Γεωργίου Φλωρόφκσυ, Σταθμοί της Ρωσικής Θεολογίας, μέρος α΄, εκδ, Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1986, σελ. 95.
[22] Η αποτείχιση από τους αιρετικούς είναι βεβαίως σωτήρια, επί προσωπικού επιπέδου, μιας και με την απομάκρυνση από τους αιρετικούς, λυτρώνεται ο αποτειχιζόμενος από την ψυχοκτόνο κοινωνία με την αίρεση.
[23] Αγ. Θεοδώρου Στουδίτου, P.G. 99, 1013.
[24] Αρχιμ. Χρυσοστόμου Σπύρου, Η αποτείχισίς μου, Σπέτσες, 2008, σελ. 32-33.
[25] Την άρνηση αναγκαιότητας της  Μεγάλης Συνόδου Ορθοδόξων υιοθετούν οι Ματθαιϊκοί , λόγω των γνωστών εκκλησιολογικών θέσεών τους. Αλλά και οι νεοημερολογίτες νεοαποτειχισμένοι , οι οποίοι "προφητεύοντας" πως η "εσχάτη αίρεση δεν θα καταδικαστεί από εκκλησιαστική Σύνοδο" ουσιαστικά κρατούν μια εσωστρεφή και μοιρολατρική στάση (που περιορίζεται μόνο στην Αποτείχιση), επηρεασμένη από την αιρετική εκκλησιολογία του Επιφανίου Θεοδωρόπουλου, η οποία ταυτίζει την Εκκλησία του Χριστού με τους εκάστοτε διοικούντες Αυτήν (βλέπε σχετικά εδώ: https://paterikiparadosi.blogspot.gr/2016/08/blog-post_40.html ).
[26] Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔναντι τῆς Αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Θέματα Δογματικὰ καὶ Κανονικὰ ( http://www.ecclesiagoc.gr/index.php/ekklisiologika/384-i-gnisia-or8odoksi-ekklisia-enanti-tisairesews-tou-oikoymenismou-8emata-dogmatika-kanonika ).

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2022

Ὁ χάλκινος ὄφις καὶ ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ (Ἁγίου Λουκᾶ, Ἀρχιεπ. Κριμαίας)




Πολλά, πάρα πολλὰ χρόνια περιπλανιόταν ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ στὴν ἔρημο μετὰ τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὴν γῆ τῆς Αἰγύπτου μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν θεόπτη προφήτη Μωυσῆ.Κύριος ὁ Θεὸς ἔτρεφε τὸν λαό Του μὲ τὸ θεόσταλτο μάννα. Ἦταν δύσκολος ὁ δρόμος αὐτὸς μέσα στὴν ἔρημο. Μὲ πολὺ δυσκολία ἔβρισκαν νερὸ νὰ πιοῦν. Καὶ ἄρχισε ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ νὰ γογγύζει στὸν Θεὸ καὶ τὸν Μωυσῆ, γιατί τοὺς ξεσήκωσε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Καὶ ἄναψε ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐναντίον τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραὴλ ἐξ αἰτίας τοῦ γογγυσμοῦ τους καὶ τοὺς τιμώρησε σκληρά.

Μὲ διαταγὴ Του ἦλθε ἕνα μεγάλο πλῆθος δηλητηριωδῶν φιδιῶν, τὰ ὁποία τοὺς δάγκωναν μὲ ἀποτέλεσμα χιλιάδες ἄνθρωποι νὰ πεθαίνουν. Νὰ τὸ θυμόμαστε καὶ ἐμεῖς αὐτό, πόσο φοβερὸ καὶ ὀλέθριο πράγμα εἶναι νὰ γογγύζει κανεὶς στὸν Θεό.

Ὁ λαός, τρομοκρατημένος ἀπὸ τὰ φίδια, ἱκέτευε τὸν Μωυσῆ νὰ προσευχηθεῖ στὸν Θεὸ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν σκληρὴ αὐτὴ τιμωρία. Ὁ Κύριος τούς σπλαχνίστηκε καὶ διέταξε τὸν Μωυσῆ νὰ φτιάξει ἕνα μεγάλο χάλκινο φίδι καὶ νὰ τὸ βάλει σ’ ἕνα κοντάρι ποὺ ἔμοιαζε μὲ σταυρό, «Ὅποιος δαγκώνεται ἀπὸ κάποιο φίδι καὶ κοιτάξει μὲ ἐλπίδα αὐτὸ τὸ χάλκινο ὄφι δὲν θὰ πεθάνει ἀλλὰ θὰ ζήσει», εἶπε ὁ Κύριος.
Ὁ Μωυσῆς κατασκεύασε ἀπὸ χαλκὸ ἕνα μεγάλο φίδι καὶ τὸ ἔβαλε πάνω σ’ ἕνα κοντάρι ὅμοιο μὲ σταυρό. Αὐτὸ ἀποτελοῦσε μία ὁλοκάθαρη προτύπωση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος σώζει ἀπὸ τὸ θάνατο τῆς ἁμαρτίας ὅλους αὐτούς, ποὺ μὲ βαθειὰ πίστη στρέφονται σ’ Αὐτὸν καὶ μὲ δάκρυα προσκυνοῦν τὸ σταυρό Του, μὲ τὸν ὁποῖο ἔσωσε τὸν κόσμο στὸν φοβερὸ Γολγοθᾶ. Αὐτὸς βάσταξε τὸ ὑπερβολικὰ μεγάλο βάρος τῶν ἁμαρτιῶν ὅλου του κόσμου ἐπάνω στὸ σταυρό.

Σκεφθεῖτε ποιός, ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς θνητοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὶς ἐπουράνιες ἀσώματες ἀγγελικὲς δυνάμεις, θὰ μποροῦσε νὰ βαστάξει τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου καὶ νὰ μὴν ἰσοπεδωθεῖ ἀπὸ αὐτές. Ποιός; παρὰ μόνος Ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖο ἀκαταπαύστως ὑμνοῦν ὅλες οἱ ἐπουράνιες δυνάμεις, κράζοντας σ’ Αὐτόν: Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος! Ποιὸς παρὰ μόνο ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖο στὸν πανηγυρικὸ ἐκεῖνο ὕμνο, «Μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός, γνῶτε ἔθνη καὶ ἡττᾶσθε, ὅτι μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός», ὀνομάζει ἡ Ἐκκλησία «Θεὸ ἰσχυρό, ἐξουσιαστή, ἄρχοντα εἰρήνης». Ὁ ὄφις, τὸν ὁποῖο ἔφτιαξε ὁ Μωυσῆς καὶ ἔβαλε σὲ ξύλο ὅμοιο μὲ σταυρό, κατασκευάστηκε ἀπὸ χαλκό, ἐπειδὴ τὰ παλαιὰ ἐκεῖνα χρόνια ὁ χαλκὸς ἐθεωρεῖτο ὁ ἰσχυρότερος ἀπὸ ὅλα τὰ μέταλλα. Μήπως γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο ὁ χάλκινος ὄφις ὑπῆρξε ἡ προτύπωση τοῦ κρεμασμένου ἐπάνω στὸ σταυρὸ Σωτήρα τοῦ κόσμου;

Δὲν ἦταν μόνο μία ἡ φορὰ ποὺ ὁ Θεὸς τιμώρησε τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ ἐξαιτίας τοῦ γογγυσμοῦ. Καὶ ἄλλες δύο φορὲς κατὰ τὴν διάρκεια τῶν σαράντα ἐτῶν, κατὰ τὴν ὁποία ὁ λαὸς περιπλανιόταν στὴν ἔρημο, ξέσπασε ὁ Θεὸς ὀργισμένος ἐναντίον τοῦ σκληροτράχηλου καὶ χοντροκέφαλου λαοῦ. Ἦταν τόσο μεγάλη ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἤθελε νὰ ἐξολοθρέψει τελείως ὅλον αὐτὸν τὸν λαὸ καὶ νὰ δημιουργήσει ἀπὸ τὸν Μωυσῆ ἕνα ἄλλο πιστὸ λαό. Μόνο μετὰ τὶς ἱκεσίες τοῦ μεγάλου Μωυσῆ δὲν πραγματοποίησε ὁ Θεὸς τὸ σχέδιό Του.

Πρώτη φορὰ αὐτὸ ἔγινε στὸ Ὅρος Σινᾶ, ὅπου ὁ Μωυσῆς ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ θεόγραφο νόμο. Σαράντα μέρες καὶ σαράντα νύχτες βρισκόταν ὁ Μωυσῆς πάνω στὸ ὄρος. Ὁ λαὸς ἔχασε τὴν ὑπομονή του καὶ εἶπε στὸν Ἀαρών, τὸν ἀδελφό του Μωυσῆ, νὰ κατασκευάσει ἕνα χρυσὸ μοσχάρι. Αὐτὸ τὸ μοσχάρι τὸ ὀνόμασαν θεό, ὁ ὁποῖος τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ τὸν ἀρνήθηκαν.

Δεύτερη φορὰ αἰτία τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ ἀνταρσία τῶν Κορέ, Δαθάν καὶ Ἀβιρών καὶ τῆς ὁμάδας τους, ποὺ ἐπαναστάτησαν ἐναντίον τοῦ προφήτη Μωυσῆ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του Ἀαρών. Αὐτὴ ἡ ἀνταρσία ἦταν ἀνταρσία ἐναντίον τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐπέλεξε τὸν Μωυσῆ νὰ ἐκτελέσει τὸ θέλημά Του στὸ λαὸ τοῦ Ἰσραήλ. Αὐτὸ τὸ ἁμάρτημα εἶχε σχεδὸν ἴδιο βάρος μὲ τὴν προσκύνηση τοῦ χρυσοῦ μόσχου στὸ ὄρος Σινᾶ, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἐξέγερση ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἐντολῶν Του.

Ἂν ὁ Μέγας Θεὸς διὰ τῶν πρεσβειῶν τοῦ προφήτη Μωυσῆ τρεῖς φορὲς λυπήθηκε τὸν σκληροτράχηλο καὶ χοντροκέφαλο λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι οἱ πρεσβεῖες τῶν μεγάλων ἁγίων ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ μποροῦν νὰ μεταβάλλουν τὰ σχέδια καὶ τὶς ἀποφάσεις Του. Αὐτὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀλλάζουν. Ὅμως ἂς μὴν τολμήσει κανένα τολμηρὸ καὶ βλάσφημο στόμα νὰ πεῖ, ὅτι τὸ Θεῖο θέλημα εἶναι ἀσταθές.

Ὁ Θεὸς μας εἶναι ἡ ζωντανὴ ἀγάπη, ὅπως μᾶς τὸ ἀποκάλυψε ὁ μέγας ἀπόστολος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στὴν πρώτη καθολικὴ ἐπιστολή του. Ὅμως Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης. Καὶ αὐτό, ποὺ στοὺς ἀναιδεῖς ἀνθρώπους μπορεῖ νὰ φανεῖ ἀστάθεια τῆς Θείας βουλήσεως, στὴν πραγματικότητα εἶναι, εἴτε ταυτόχρονη, εἴτε διαδοχικὴ φανέρωση τῶν δύο αὐτῶν μεγάλων γνωρισμάτων τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀπέραντης ἀγάπης του καὶ τῆς ἀκριβοῦς δικαιοσύνης Του. Καὶ τὸ καλύτερο παράδειγμα γι’ αὐτὴν τὴν περίπτωση εἶναι ἡ διήγηση γιὰ τὸ χάλκινο φίδι.

Ὁ σκληροτράχηλος λαός, ὁ ὁποῖος γόγγυσε ἐνώπιων τοῦ Θεοῦ, τιμωρήθηκε σκληρὰ μὲ τὰ φίδια, ὅπως τὸ ἀπαιτοῦσε ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ἀμέσως ὅμως τὸν κάλυψε τὸ τεράστιο κύμα τῆς ἀσύλληπτης ἀγάπης Του, ἐπειδὴ τὸ χάλκινο φίδι ἀποτελοῦσε προτύπωση τοῦ ἀσύγκριτα μεγάλου γεγονότος, τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου καὶ ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀνομίας, διὰ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἂς ἀφήσουμε τώρα τὸν σκληροτράχηλο λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ σ’ αὐτὸ τὸν φοβερὸ ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ μακάριο τόπο, ὅπου ὑψώθηκε ὁ χάλκινος ὄφις. Γιὰ πολλὰ ἀκόμα χρόνια θὰ περιπλανᾶται αὐτὸς ὁ λαὸς στὴν ἔρημο τῆς Ἀραβίας. Ἂς τὸν ἀφήσουμε γιὰ ἄλλα χίλια χρόνια, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ὁποίων ὁ λαὸς αὐτός, ἂν καὶ ἔφτασε στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, δὲν ἔπαψε νὰ παροργίζει τὸν Θεό, ἐγκαταλείποντάς Τον καὶ λατρεύοντας θεοὺς τῶν ἐθνῶν, τὸν Βάαλ καὶ τὴν Ἀστάρτη. Ἂς τὸν ἀφήσουμε καὶ μέχρι τὴν Βαβυλώνια αἰχμαλωσία, καὶ ἀπὸ τὴν σκοτεινὴ ἱστορία αὐτοῦ τοῦ ἀπίστου λαοῦ, ἂς πᾶμε στὴ γεμάτη χάρη νέα ἐποχή, ἀρχὴ τῆς ὁποίας ὑπῆρξε τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο ἑορτάζουμε σήμερα.

Δὲν λησμόνησε ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ποτὲ δὲν ἀνακαλεῖ τὸ λόγο Του, τὸ χάλκινο φίδι, τὸ ὁποῖο ὕψωσε μπροστὰ στὰ μάτια ὅλου του κόσμου καὶ τὸ ὁποῖο ἀποτελοῦσε τὴν προτύπωση τῆς σωτηρίας τῆς ἀνθρωπότητας ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο διὰ τῆς ἁμαρτίας.

Ἂς πάρουμε, ἀδελφοί μου, μία βαθιὰ ἀνάσα, διαβάζοντας στὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο τὰ λόγια του Ἴδιου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ: «Καὶ καθὼς Μωυσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμω, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου,ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχη ζωὴν αἰώνιον. Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀποληται, ἀλλ’ ἔχει ζωὴν αἰώνιον. Οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνη τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῆ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ»(Ἰω. 3, 14-17).

Μετὰ ἀπ’ αὐτὴ τὴ μεγάλη ἐπαγγελία ἂς στρέψουμε τὸ βλέμμα μας σ’ ἕνα ἄλλο σημεῖο, στὴν πρώτη καθολικὴ ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Ἰωάννου, ὅπου διαβάζουμε τὸν χαρμόσυνο εὐαγγελικὸ λόγο του:
«Ἐν τούτῳ ἐφανερώθη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐν ἡμῖν, ὅτι τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἀπέσταλκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι’ αὐτοῦ. Ἐν τούτῳ ἐστὶν ἡ ἀγάπη, οὒχ ὅτι ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τὸν Θεόν, ἀλλ’ ὅτι αὐτὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ ἀπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἱλασμὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Α΄ Ἰω. 4, 9-10).

Γι’ αὐτὴ τὴν μεγάλη καὶ λαμπρότατη γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων προετοιμαστήκαμε μὲ νηστεία σαράντα ἡμερῶν, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας ἀκούσαμε πολλὲς φορὲς τοὺς εὐλογημένους καὶ χαρμόσυνους εἱρμοὺς τοῦ κανόνα τῶν Χριστουγέννων. Ἂς σταθοῦμε λίγο στὸν πρῶτο καὶ ἂς προσπαθήσουμε νὰ κατανοήσουμε τὸ νόημά του:

«Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε».

Γεννιέται ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς καὶ κατεβαίνει στὴ γῆ, δοξαζόμενος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Εἶναι ἕτοιμος νὰ πατήσει στὴ γῆ… Ἂς τρέξουμε νὰ Τὸν συναντήσουμε.

«Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε».

Τώρα τὸ Θεῖο βρέφος βρίσκεται ἤδη στὴ φάτνη σ’ ἕνα σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση ἂς ὑψωθοῦμε μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὸν νοῦ μας στοὺς οὐρανούς.

«Ἄσατε τῷ Κυρίω, πᾶσα ἡ γῆ, καὶ ἐν εὐφροσύνῃ ἀνυμνήσατε, λαοί, ὅτι δεδόξασται».

Πιστεύουμε ὅτι τὴ χαρὰ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ μὲ ἕνα τρόπο ἀκατανόητο γιά μᾶς, τὴν αἰσθάνεται καὶ ὅλη ἡ κτήση. Μαζὶ μὲ τοὺς βοσκοὺς καὶ τοὺς μάγους ἂς προσκυνήσουμε καὶ ἐμεῖς τὸ Θεῖο βρέφος καὶ ἂς Τοῦ προσφέρουμε ὡς δῶρο τὶς γεμάτες πίστη καὶ σεβασμὸ καρδιές μας. Μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια ἂς Τοῦ προσφέρουμε μετὰ φόβου καὶ ἀγάπης τὶς καρδιές μας γιὰ νὰ μᾶς δοξάσει καὶ Αὐτὸς στὴ ζωὴ τὴν αἰώνια, τῆς ὁποίας δὲν θὰ ὑπάρχει τέλος. Ἀμήν.

Ἀπό τό βιβλίο: «Λόγοι καὶ ὁμιλίες», τ. Γ΄, ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη

ΠΗΓΗ: www.immorfou.org.

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ 2021 (Ομιλία π.Ευθυμίου Μπαρδάκα)

 

ΓΙΑΤΙ ΣΤΙΣ 7 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΛΕΙΣΤΑ ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ;

 Έχει ακουστεί  αυτό το ερώτημα κάποιες φορές. Γιατί στις 7 Ιανουαρίου είναι κλειστά τα σχολεία; Είναι τόσο μεγάλη εορτή η σύναξης του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου; Μάλιστα πρίν κάποια χρόνια το είχαμε ακούσει από τον κ. Πορτοσάλτε δημοσιογράφο του ραδιοτηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ.


Επειδή αρκετοί δεν το γνωρίζουν, να τους ενημερώσουμε ότι  7 Ιανουαρίου με το νέο ημερολόγιο (Γρηγοριανό), αντιστοιχεί με της 25 Δεκεμβρίου του παλαιού ημερολογίου (Ιουλιανό). Δηλαδή εκατομμύρια Ορθόδοξοι Χριστιανοί που ζούνε στην Ρωσία, Σερβία, Γεωργία, Ιεροσόλυμα, αλλά και πλήθος ανθρώπων που ζούνε στην Αμερική, στη Βουλγαρία, στην Ρουμανία αλλά και στην Ελλάδα γιορτάζουν τα Χριστούγεννα!

 Από το 1924 που άλλαξε η Εκκλησία της Ελλάδος το ημερολόγιο, οι αργίες  των  Χριστουγέννων, Περιτομής Του Κυρίου και Θεοφανίων  άρχιζαν στα σχολεία από της 24 Δεκεμβρίου ν.η. έως της 8 Ιανουαρίου ν.η. που ξανά πήγαιναν τα παιδιά στο σχολείο. Έτσι και τα παιδιά που ακολουθούσαν το παλαιό ημερολόγιο προλάβαιναν και γιόρταζαν τουλάχιστον Χριστούγεννα.

Το 1981 η τότε κυβέρνηση μείωσε την περίοδο των εορτών κατά μία μέρα, έτσι τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο στις 7 Ιανουαρίου ν.η., με αποτέλεσμα τα παιδιά που ακολουθούσαν το παλαιό ημερολόγιο να αναγκάζονται να μην πηγαίνουν στα μαθήματά τους και να χρεώνονται απουσίες, για να μπορέσουν να εορτάσουν μαζί με τις οικογένειές τους τα Χριστούγεννα.

Το 1992 στις 7 Ιανουαρίου με το νέο ημερολόγιο, 25 Δεκεμβρίου με το παλαιό ημερολόγιο Χριστούγεννα, επισκέφτηκε τον Ι.Ν. Ευαγγελισμός της Θεοτόκου παλαιοημερολογιτών  Χαλκίδος, ο τότε βουλευτής Ευβοίας κ. Ιωάννης Σπανός για να χαιρετήσει τους εκεί πιστούς που εόρταζαν. Μετά τον εκκλησιασμό οι πιστοί προσέφεραν κέρασμα στην διπλανή αίθουσα από τον ναό και στην συζήτηση που ανοίχτηκε  ρώτησαν οι εντόπιοι ενορίτες μεταξύ άλλων:

-Γιατί κύριε Σπανέ τα παιδιά μας να παίρνουν απουσία από το σχολείο για να εορτάσουν τα Χριστούγεννα; κλπ.προβλήματα.

Ο κύριος Βουλευτής κατανόησε το πρόβλημα και την επόμενη ημέρα 8 Ιανουαρίου 1992 με το νέο ημερολόγιο κατέθεσε ερώτηση στην Βουλή στον αρμόδιο υπουργό. Την ερώτηση υπέγραψε και ο Βουλευτής Σερρών Θεόδωρος Παπαδόπουλος.

Παραθέτουμε και την φωτοτυπία της ερώτησης που κατατέθηκε στην βουλή και η οποία βρίσκετε  στα αρχεία του Ι.Ν. Ευαγγελισμός της Θεοτόκου παλαιοημερολογιτών Χαλκίδος , από όπου και την προμηθευτήκαμε.


Βέβαια παραμένουν  πλήθος άλλες αδικίες κατά των γνησίων ορθοδόξων Χριστιανών Ελλάδος, αλλά μιάς και ασχοληθήκαμε για της αργίες των σχολείων ας παραμείνουμε σε αυτές. Ας κάνει κάτι το υπουργείο παιδείας και για της αργίες της πρωτοχρονιάς και των Θεοφανίων με το παλαιό ημερολόγιο όπου εορτάζονται από τους πιστούς στις 14 και 19 Ιανουαρίου ν.η. αντίστοιχα.

Επειδή κάποια στιγμή έπεσε στην αντίληψή μας, ότι η πολιτεία για λόγους οικονομίας θέλει να διευρύνει την τουριστική περίοδο, σαν πρόταση λέμε ότι θα μπορούσε  να συνεχίσει την εορταστική περίοδο έως και την 19 Ιανουαρίου ν.η. Έτσι θα είχε μία παρατεινόμενη εορταστική περίοδο που θα άγγιζε σχεδόν τον ένα μήνα. Και το έλλειμμα χρόνου στην διδακτέα ύλη στα σχολεία θα μπορούσε να καλυφτεί ανοίγοντας τα σχολεία μία εβδομάδα πιο νωρίς τον Σεπτέμβριο και να κλείνουν μία εβδομάδα αργότερα τον Μάιο ή τον Ιούνιο.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

 Μερικοὶ ἀδελφοὶ ποὺ ἀνήκουν εἰς τὸν χῶρο τοῦ πάτριου ἑορτολογίου καὶ κυρίως λόγω ἄγνοιας, μπερδεύονται καὶ συγχέουν τὴν πολιτικὴ πρωτοχρονιὰ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ζήτημα τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἑορτολογίου. Ἡ σημερινὴ πολιτικὴ πρωτοχρονιὰ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν θεία λατρεία καὶ μάλιστα ἐμεῖς οἱ χλευαστικῶς ἀποκαλούμενοι ''παλαιοημερολογίτες'' (σὲ ἀντιθέση μὲ τὴν Ἐπίσημη Ἐκκλησία), εἴμαστε σύμφωνοι μὲ τὸ νομοθετικὸ διάταγμα του 1923 καὶ συγκεκριμένα μὲ τὸ ἄρθρο 3 ὄπου ὁρίζει:


«Διατηρείται εν ισχύει το Ιουλιανόν Ημερολόγιον όσον αφορά εν γένει την Εκκλησίαν και τας θρησκευτικάς εορτάς»






Ἡ ἐκκλησιαστικὴ πρωτοχρονιὰ, εἴτε μὲ τὸ νέο εἴτε μὲ τὸ παλαιό, ξεκινᾶ τὴν 1η Σεπτέμβρη (ἀρχὴ τῆς Ἰνδίκτου), καὶ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν πολιτική. Ἀλλὰ οὔτε καὶ μὲ τὸ ζήτημα τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἑορτολογίου ὑπάρχει σχέση. Ἐὰν ὑποθετικὰ οἱ πάντες ἀκολουθοῦσαν τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΚΑ καὶ μὲ βάση τὸ νομοθετικὸ διάταγμα ποὺ προαναφέραμε, σήμερα θὰ ἑόρταζαν καὶ πάλι πολιτικὴ πρωτοχρονιὰ μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι σήμερα ἐκκλησιαστικὰ-ἐορτολογικὰ δὲν θὰ τιμούσαν τὸν Μ. Βασίλειο ἀλλὰ τὸν Ἅγιο Βονιφάτιο. Ἡ διαφορὰ μᾶς εἶναι ἐορτολογικὴ καὶ μόνο!

Μὲ λίγα λόγια ἠ σημερινὴ ἑορτὴ εἶναι πολιτικὴ καὶ ὄχι ἐκκλησιαστική καὶ ἐπίσης δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἑορτολογίου.

Πηγή: http://entoytwnika1.blogspot.gr/2016/01/blog-post.html

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021

Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ (Ἃγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός)

«Ο Πατήρ δε μεταπίπτει στον Υιό, παραμένει πάντα Πατήρ, ο Υιός δε μεταπίπτει στον Πατέρα, παραμένει πάντα Υιός, το Πνεύμα δε μεταπίπτει στον Πατέρα ή τον Υιό, παραμένει πάντα Πνεύμα άγιο. Η ιδιότητα καθενός προσώπου της Αγίας Τριάδας είναι σταθερή και αμετάβλητη. Πώς, άλλωστε, θα παρέμενε ιδιότητα αν εναλλασσόταν συνεχώς περνώντας κάθε φορά σε άλλο πρόσωποΓι’ αυτό ο Υιός του Θεού είναι που γίνεται Υιός του ανθρώπου, για να παραμείνει ακριβώς η ιδιότητα αμετακίνητη. Γιατί, όντας Υιός του Θεού, όταν έγινε Υιός του ανθρώπου παίρνοντας σάρκα ανθρώπινη απ’ την αγία Παρθένο, δεν αλλοτριώθηκε από την υιική του ιδιότητα.

Ο Υιός του Θεού ενανθρώπησε για να χαρίσει ξανά στον άνθρωπο εκείνο για το οποίο δημιουργώντας τον τον προόρισε. Τον δημιούργησε σύμφωνα με τη δική του εικόνα, διανοητή και ελεύθερο, προορισμένο να του μοιάζει, δηλαδή να ‘ναι, όπως κι ο δημιουργός του, τέλεια ενάρετος, πράγμα κατορθωτό για την ανθρώπινη φύση. Γιατί οι αρετές, δηλαδή η νηφαλιότητα, η ηρεμία, η ακεραιότητα, η αγαθοσύνη, η σοφία, η δικαιοσύνη, η ανεξικακία είναι, πρωταρχικά, γνωρίσματα της θείας φύσης.

Ο Θεός, λοιπόν, δημιούργησε τον άνθρωπο σε πλήρη κοινωνία μαζί του (τον δημιούργησε για να μείνει άφθαρτος, τον ανέβασε στην αθανασία με το να τον κρατά κοντά του). Εμείς, όμως, αυτά τα γνωρίσματα της θείας φύσης τα αλλοιώσαμε και τα μπερδέψαμε με την παράβαση της εντολής, και περάσαμε στην παράταξη της κακίας με αποτέλεσμα να χάσουμε την κοινωνία με το Θεό. Τις γαρ μετουσία φωτί προς σκότος; Και όταν πια στερηθήκαμε τη ζωή, πέσαμε στη φθορά του θανάτου.


Επειδή, τώρα ο Θεός μας προσέφερε το ύψιστο και δεν το διαφυλάξαμε,χρειάστηκε να
 κατεβεί αυτός στο χείριστο, δηλαδή στη δική μας ξεπερασμένη φύση, ώστε να μας ξαναδώσει, προσφέροντας και ενεργώντας ο ίδιος, την εξομοιωμένη μ’ αυτόν εικόνα και τον αρχαίο προορισμό.

Κι ακόμα να μας διδάξει το ενάρετο ήθος της βιωτής, αυτό το ήθος που ο ίδιος με την επίγεια ζωή του κατέστησε συγκεκριμένο και ευκολοκατόρθωτο.

Κι ακόμα να μας ελευθερώσει από τη φθορά φέρνοντάς μας πάλι σε κοινωνία με τη ζωή, με το να ανοίξει ο ίδιος το δρόμο της δικής μας ανάστασης.

Και ακόμα να ξανακάνει καινούριο το θρυμματισμένο κι αγνώριστο κανάτι της ύπαρξής μας, να λύσει τα δεσμά της κυριαρχίας του διαβόλου επάνω μας προσκαλώντας μας να αναγνωρίσουμε την κυριαρχία του Θεού.

Και ακόμα να μας γεμίσει κουράγιο και να μας εκπαιδεύσει να πολεμούμε τον τύραννο με την υπομονή και την ταπείνωση.

Με την ενανθρώπηση, λοιπόν, του Υιού του Θεού καταργήθηκε η λατρεία των δαιμόνων, όλη η κτίση αγιάστηκε με το θείο του αίμα, οι βωμοί και οι ναοί των ειδώλων κατεδαφίστηκαν, ρίζωσε η γνώση του Θεού, λατρεύεται πια η ομοούσια Τριάδα, η άκτιστη θεότητα, ο ένας αληθινός Θεός ο δημιουργός και κυβερνήτης του σύμπαντος.

Τώρα πια, πάλι, οι αρετές είναι κατορθωτός τρόπος ζωής, προσφέρθηκε η ελπίδα με την ανάσταση του Χριστού, τώρα πια οι δαίμονες τρέμουν τους ανθρώπους που προηγουμένως ήταν του χεριού τους.

Και το πράγματι αξιοθαύμαστο, είναι πως όλα αυτά κατορθώθηκαν με το σταυρό και τα πάθη και το θάνατο. Κηρύχθηκε σ’ όλη τη γη το Ευαγγέλιο της υποταγής στο Θεό, όχι με πολέμους και όπλα και στρατούς που συντρίβαν εχθρούς. Κηρύχθηκε από λίγους γυμνούς, φτωχούς κι αγράμματους, που διώχνονταν από παντού, που δέχονταν κτυπήματα, που θανατώνονταν, που κήρυτταν ένα σταυρωμένο και νεκρό, που όμως επικράτησαν απέναντι στους σοφούς και τους ισχυρούς γιατί ακριβώς τους ακολουθούσε η ακαταμάχητη δύναμη του σταυρωμένου. Ο θάνατος, ο πριν τρομοκρατικός, νικιέται, και καταδικάζεται τώρα ο απόβλητος και μισητός της ζωής.

Αυτά είναι τα αποτελέσματα της παρουσίας του Χριστού, αυτές είναι οι συνέπειες της επιβολής της δύναμής του. Δεν έσωσε ένα λαό, όπως ο Μωυσής που φυγάδευσε από την Αίγυπτο τους Εβραίους περνώντας τους μεσ’ από τη θάλασσα για ν’ απαλλαγούν από τη δουλεία του Φαραώ. Έσωσε ολόκληρη την ανθρωπότητα από τη φθορά του θανάτου και το γεμάτο κακία τύραννο, την αμαρτία.

Και έσωσε τους ανθρώπους όλους, όχι πειθαναγκάζοντάς τους να ασκήσουν την αρετή, όχι παραχώνοντάς τους στο χώμα, όχι καίοντάς τους και διατάσσοντας να λιθοβολούνται οι αμαρτωλοί, αλλά πείθοντάς τους με πραότητα, υπομονή και συγχωρετικότητα να διαλέξουν την αρετή και να συναγωνίζονται στους κόπους γι’ αυτήν και έτσι να ικανοποιούνται.

Προηγουμένως όταν αμάρταναν ετιμωρούντο με κτυπήματα κι όμως επέμεναν στην αμαρτία και την είχαν θεοποιήσει, τώρα δέχονται να υφίστανται κτυπήματα για χάρη της υπακοής στο Θεό και για χάρη της αρετής, δέχονται να κακοπαθούν και θανατώνονται.


Δόξα σε σένα Χριστέ, Λόγε του Θεού και Σοφία και Δύναμη και Θεέ
Παντοκράτορα. Τι να σου αντιδωρίσουμε εμείς οι άπραγοι για όλα όσα μας χάρισες; Όλα μας τα ’χεις δοσμένα εσύ και τίποτ’ άλλο δε ζητάς από μας παρά ν’ αποδεχτούμε τη σωτηρία που μας πρόσφερες, δίνοντάς μας ακόμα και τη δύναμη για να το κάνουμε.

Σ’ ευχαριστούμε, εσένα που μας έδωσες την ύπαρξη, μα και μας χάρισες την αιώνια ζωή, εσένα που κι όταν την χάσαμε και την αρνηθήκαμε, μας οδήγησες πίσω σ’ αυτήν με την ενανθρώπισή σου που καμιά γλώσσα δεν τολμά να ερμηνεύσει».


Πηγή: “ΑΛΛΗ ΩΨΙΣ “



Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2021

Τοῦ Ἁγίου προφήτου Δανιὴλ καὶ τῶν Ἁγίων Τριῶν Παίδων Ἀνανίου, Ἀζαρίου καὶ Μισαήλ (17 Δεκεμβρίου)



Ο προφήτης Δανιήλ είναι ένας από τους τέσσερις μεγάλους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Γεννήθηκε στην Άνω Βηθαρά και έζησε στα τέλη του 7ου με τις αρχές 6ου π.Χ. αιώνα. Ανήκε στη φυλή του Ιούδα και καταγόταν από τη βασιλική οικογένεια του Δαβίδ (Δανιήλ 1,3-6). Το όνομά του σημαίνει "ο Κύριος είναι ο κριτής μου".
 
Ο βασιλιάς των Βαβυλωνίων Ναβουχοδονόσορ πολιόρκησε την Ιερουσαλήμ, την κατέλαβε και έσυρε τους κατοίκους της αιχμάλωτους στη Βαβυλώνα. Έτσι ο Δανιήλ σε νεαρή ηλικία οδηγήθηκε μαζί με τους γονείς του αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα το 605 π.Χ. (Δανιήλ 1,4). Ο βασιλιάς διέταξε τον Ασπενάζ, προϊστάμενο του προσωπικού του, να επιλέξει από τους Ισραηλίτες όσους νέους ήταν από βασιλική γενιά ή από οικογένειες ευγενών. Αυτοί δεν έπρεπε να έχουν κανένα σωματικό ελάττωμα. Έπρεπε να είναι εμφανίσιμοι, να έχουν μεγάλη μόρφωση και να διαθέτουν γνώση και αντίληψη, προκειμένου να προσληφθούν στα ανάκτορα, στην υπηρεσία του βασιλιά. Θα τους δίδασκαν να διαβάζουν και να γράφουν τη γλώσσα των Βαβυλωνίων.
Ο Δανιήλ ήταν προικισμένος με πολλά φυσικά και πνευματικά χαρίσματα γι' αυτό και ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ τον διάλεξε μαζί με τρία άλλα παιδιά, τον Ανανία, τον Αζαρία και τον Μισαήλ, να παραμείνουν στην βασιλική αυλή όπου ανατράφηκαν και σπούδασαν. Επειδή η απόδοσή τους στις σπουδές ήταν άριστη, όταν ενηλικιώθηκαν ο βασιλιάς τους τοποθέτησε σε ανώτερες θέσεις του παλατιού (Δανιήλ 1,5 και 1,18-19).  Ο προσωπάρχης του παλατιού έδωσε στο Δανιήλ και τους τρεις φίλους του νέα ονόματα. Στο Δανιήλ το όνομα Βαλτάσαρ, στον Ανανία το όνομα Σεδράχ, στο Μισαήλ το όνομα Μισάχ και στον Αζαρία το όνομα Αβδεναγώ (Δανιήλ 1,7).
Αφού πέρασε ο χρόνος που είχε ορίσει ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ για να παρουσιάσουν σ’ αυτόν τους νέους, ο προϊστάμενος του προσωπικού τους οδήγησε μπροστά του. Ο βασιλιάς συζήτησε μ’ όλους αυτούς, αλλά δε βρήκε κανέναν σαν το Δανιήλ, τον Ανανία, το Μισαήλ και τον Αζαρία. Έτσι τους προσέλαβε στην υπηρεσία του. Και για οποιοδήποτε ζήτημα τους ρωτούσε ο βασιλιάς και απαιτείτο σοφία και ευφυΐα, τους έβρισκε δέκα φορές καλύτερους απ’ όλους τους μάγους και τους μάντεις του βασιλείου του.

Εκείνο που ενδιέφερε το νεαρό Δανιήλ και τους τρεις φίλους του, ήταν να παραμείνουν σταθεροί στις πατρικές τους παραδόσεις και στην εφαρμογή του Μωσαϊκού νόμου. Αυτό φάνηκε γρήγορα, γιατί ποτέ δεν έφαγαν και δεν ήπιαν απ' τα φαγητά και τα ποτά απ' το βασιλικό τραπέζι καθώς προέρχονταν από θυσίες σε βαβυλωνιακούς θεούς (Δανιήλ 1,8-17). Γι' αυτό και ο ίδιος και οι φίλοι του αμείφθηκαν από το Θεό με αρκετά χαρίσματα. Επιπλέον ο Δανιήλ από έφηβος είχε το χάρισμα της προφητείας, δοσμένο από το Θεό και μάλιστα κατανοούσε κάθε όραμα και όνειρο" (Δανιήλ 1,17).

Κάποτε ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ είδε ένα όνειρο, και κάλεσε τους μάντεις και τους σοφούς της Βαβυλώνας, για να του το ερμηνεύσουν. Εκείνοι όμως δεν μπόρεσαν να δώσουν κάποια εξήγηση. Τότε κάλεσε τον Δανιήλ και ο προφήτης έδωσε την εξής ερμηνεία: τα τμήματα του αγάλματος με τα διάφορα υλικά αντιπροσωπεύουν τις διάφορες επίγειες βασιλείες, με αρχή το βαβυλωνιακό κράτος. Το κράτος αυτό, όπως και τα υπόλοιπα βασίλεια που θα ακολουθήσουν (Μήδοι και Πέρσες, Μ. Αλέξανδρος, Πτολεμαίοι και Σελευκίδες), θα συντριβούν από το Θεό του Ουρανού, που θα αναστήσει άλλο βασίλειο (του Μεσσία) και θα θρυμματίσει όλες τις άλλες βασιλείες, ενώ το ίδιο θα παραμείνει αιώνιο.
Έτσι ο Δανιήλ εξήγησε όνειρα του βασιλιά και των αξιωματούχων του (Δανιήλ 2,13-47. 4,1-30). Λόγω των χαρισμάτων τοποθετήθηκε διοικητής της Βαβυλώνας (Δανιήλ 2,48) και αργότερα ανέλαβε και άλλες κυβερνητικές θέσεις.

Συγκλονιστική είναι και η ερμηνεία του Δανιήλ για ένα ακόμη όραμα. Κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου, ο τελευταίος βασιλιάς της Βαβυλώνας Βαλτάσαρ θέλησε να χρησιμοποιήσει τα ιερά σκεύη του Ναού, τα οποία είχε διαρπάξει ο Ναβουχοδονόσορ. Τότε είδαν όλοι με κατάπληξη και τρόμο ένα χέρι να γράφει στον τοίχο τρεις ακατανόητες λέξεις. Ο βασιλιάς κάλεσε τότε όλους τους μάγους και τους συμβούλους του για να εξηγήσουν τη γραφή, αλλά χωρίς επιτυχία. Μόνο ο προφήτης Δανιήλ μπόρεσε να ερμηνεύσει αυτό το όραμα. Οι λέξεις προανήγγελλαν την άμεση καταστροφή του βαβυλωνιακού κράτους από τους Μήδους και τους Πέρσες. Μετά την εξήγηση του ονείρου του βασιλιά Βαλτάσαρ, ο Δανιήλ ανακηρύχθηκε ως ο τρίτος άρχοντας του βασιλείου (Δανιήλ 5,29). Όμως το όραμα εκπληρώθηκε το ίδιο βράδυ καθώς η Βαβυλώνα καταλύθηκε από τους Πέρσες (539 π.Χ.).

Μετά την κατάκτηση της Βαβυλώνας από τους Πέρσες και τους Μήδους, και την αναρρίχηση του Δαρείου στο θρόνο των Περσών, ο Δανιήλ έγινε ένας από τους τρεις επόπτες των αρχόντων της αυτοκρατορίας (Δανιήλ 6,2). Και παρόλο που είχε αποκτήσει τόσο μεγάλη θέση δεν έπαψε να πιστεύει στο Θεό, να ενδιαφέρεται για το λαό του, να προσεύχεται και να νηστεύει για τη συγχώρεση των αμαρτιών του (Δανιήλ 9,1-27. 10,2-3).
Η άνοδος του Δανιήλ στα υψηλότερα αξιώματα δημιούργησε φθόνο και αντιπάθειες προς το πρόσωπό του, μέχρι το σημείο να τον συκοφαντήσουν στο βασιλιά (Δανιήλ 6,5-16). Οι κατώτεροι από αυτόν άρχοντες  του έστησαν παγίδα. Έπεισαν το βασιλιά Δαρείο να υπογράψει διάταγμα, κατά οποίο οι υπήκοοι του ότι κι αν ήθελαν έπρεπε να το ζητάνε μόνο από τον ίδιο το βασιλιά. Ούτε από ανθρώπους ούτε από Θεό. Οι παραβάτες της βασιλικής εντολής θα ρίχνονταν σε λάκκο με λιοντάρια. Ο Δανιήλ παρά τη διαταγή, συνέχισε να  προσεύχεται τρεις φορές την ημέρα στο Θεό του. Τον κατηγόρησαν λοιπόν στο βασιλιά ότι με την προσευχή έκανε αιτήματα στο Θεό, ο οποίος και αναγκάστηκε, παρά τη συμπάθεια που έτρεφε γι' αυτόν, να εφαρμόσει την εντολή του (Δανιήλ 6,17). Ο Δανιήλ ρίχτηκε στο λάκκο με τα λιοντάρια, τα οποία όμως, με τη βοήθεια του Θεού, στέλνοντας έναν άγγελο Του για να τον προστατεύσει, δεν τον πείραξαν. Το ίδιο συνέβη και την επόμενη μέρα. Ο βασιλιάς διαπίστωσε το θαύμα και έδωσε διαταγή πρώτον να ριχτούν στα λιοντάρια κατήγοροι του Δανιήλ, και δεύτερον να σέβονται στο εξής όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου το Θεό του μεγάλου προφήτη (Δανιήλ 6,24-25).

Ο Δανιήλ είχε την ικανοποίηση να δει την επιστροφή των Ιουδαίων στην χώρα τους, λόγω όμως της προχωρημένης ηλικίας του δε μπόρεσε να μεταβεί στην Παλαιστίνη, η καρδιά του όμως ήταν πάντα μαζί τους (Δανιήλ 10,19). Και μετά την αναρρίχηση του Κύρου στο θρόνο, ο Δανιήλ εξακολούθησε να διατηρεί τα αξιώματά που είχε (Δανιήλ 1,21).

Η πίστη του Δανιήλ στο Θεό, ήταν παράδειγμα προς μίμηση και ως υπόδειγμα δικαιοσύνης (Εβραίους 11,33, Ιεζεκιήλ 14,14,20) και σοφίας (Ιεζεκιήλ 28,3). Πέθανε σε προχωρημένη ηλικία. Στην Παλαιά Διαθήκη, ένα από τα σπουδαιότερα προφητικά βιβλία είναι αυτό του Δανιήλ,  ο οποίος προφήτευσε και τον ερχομό του Υιού του ανθρώπου. Στο βιβλίο του υπάρχουν προφητείες μέχρι το τέλος της ανθρώπινης ιστορίας, τον καιρό της μεγάλης θλίψης και την ανάσταση των νεκρών (Δανιήλ κεφ. 12). Στο βιβλίο του Δανιήλ περιγράφεται ακόμη, η πίστη και το θάρρος των φίλων του -Τριών Παίδων, του Ανανία, του Μισαήλ και του Αζαρία, οι οποίοι χαριτώθηκαν από το Θεό για την πίστη τους στις Ιουδαϊκές παραδόσεις.

Κάποτε που ο Δανιήλ έλειπε σε αποστολή, ο Ναβουχοδονόσορ έστησε στην πεδιάδα Δεηρά ένα χρυσό άγαλμα που παρίστανε τον ίδιο, εξήντα πήχεις ύψος και έξι πήχεις πλάτος. Έβαλε τότε τους κήρυκές του να φωνάξουν:
- Σ’ εσάς, άνθρωποι κάθε λαού, εθνότητας και γλώσσας, δίνεται η διαταγή: Όταν ακούσετε τον ήχο της σάλπιγγας, της φλογέρας, της κιθάρας, της άρπας, του ψαλτηρίου, του λαγούτου και των άλλων μουσικών οργάνων, τότε να πέσετε και να προσκυνήσετε το χρυσό άγαλμα, που έστησε ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ. Όποιος δεν πέσει να το προσκυνήσει, θα ριχτεί αμέσως στο φλογερό καμίνι.
Όλοι οι υπήκοοι του Βαβυλώνιου βασιλιά, φοβισμένοι, έπεσαν και προσκύνησαν. Όμως οι τρεις νέοι, ο Ανανίας, ο Μισαήλ και ο Αζαρίας, δεν υπάκουσαν στην προσταγή του. Ευκαιρία βρήκαν ορισμένοι που τους φθονούσαν, έτρεξαν και το μετέφεραν στο βασιλιά.

Θύμωσε ο βασιλιάς γιατί περιφρόνησαν τη διαταγή του τούτοι οι τρεις νεαροί και διέταξε να τους φέρουν αμέσως μπροστά του. Ήρθαν και στάθηκαν εκείνοι ειρηνικοί, ο ένας δίπλα στον άλλον.
-Είναι αλήθεια ότι δεν λατρεύετε τους θεούς μου και δεν προσκυνάτε τη χρυσή εικόνα που έστησα; Ετοιμαστείτε, μόλις ακούσετε τη σάλπιγγα, να πέσετε να προσκυνήσετε την εικόνα. Κι αν όχι, θα σας ρίξω στο αναμμένο καμίνι και θα δω τότε ποιος θεός θα σας γλιτώσει απ’ τα χέρια μου.
Τότε τα τρία παλικάρια απάντησαν θαρραλέα:
-Δεν υπάρχει καμία ανάγκη να απαντήσουμε σ’ αυτά που λες. Υπάρχει ο Θεός μας, που τον λατρεύουμε και έχει τη δύναμη να μας γλιτώσει από το αναμμένο καμίνι και απ’ τα χέρια σου. Δε λατρεύουμε τους ψεύτικους θεούς σου και δεν προσκυνάμε τη χρυσή εικόνα σου.
Ο βασιλιάς έγινε πυρ και μανία.
-Βάλτε τις πιο εύφλεκτες ύλες και κάψτε εφτά φορές το καμίνι, πρόσταξε.
Έκαναν εκείνοι κατά τη διαταγή.
-Δέστε τους τώρα και πετάξτε τους μέσα στη φωτιά να δω το Θεό τους.

Τους έδεσαν και τους πέταξαν μέσα. Μα, δες, η φωτιά έκαψε τα σχοινιά αμέσως και σηκώθηκαν ορθοί εκείνοι και περπατούσαν ανάμεσα στις φλόγες και υμνούσαν και ευλογούσαν τον Θεό!
Οι στρατιώτες εξακολουθούσαν να ρίχνουν στο καμίνι νέφτι και πίσσα και στουπί και κληματόβεργες. Και οι φλόγες ανέβηκαν ως σαρανταεννιά πήχεις ψηλά και έκαψαν όσους ήταν γύρω απ’ το καμίνι. Και δες, άγγελος Κυρίου κατέβηκε ανάμεσα στους τρεις μέσ' στο καμίνι κι έκανε τις φλόγες δροσερό αεράκι και δεν τους άγγιξε η φωτιά ούτε τους ενόχλησε καθόλου. Τότε και οι τρεις πιστοί φίλοι άρχισαν μ’ ένα στόμα, με μια ψυχή και μια καρδιά, να δοξάζουν καταχαρούμενοι τον Θεό:
-Ευλογητός ει, Κύριε, ο Θεός των Πατέρων ημών και αινετός και υπερυψούμενος εις τους αιώνας και ευλογημένον το όνομα της δόξης σου το άγιον και υπερυψούμενον εις πάντας τους αιώνας…

Ο Ναβουχοδονόσορ άκουσε τους ύμνους, σηκώθηκε αμέσως και είπε στους αξιωματικούς του:
-Τρεις δε βάλαμε δεμένους μέσα στη φωτιά;
-Τρεις, βασιλιά.
-Μα εγώ βλέπω τώρα τέσσερις και λυμένους να περπατούν μέσ' στο καμίνι χωρίς να έχουν πάθει τίποτε! Και ο τέταρτος μοιάζει σαν υιός Θεού. Τόσο όμορφος είναι!
Πήγε τότε κοντά στην είσοδο της καμίνου ο βασιλιάς και είπε:
-Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, δούλοι του Θεού του Υψίστου, βγείτε απ’ το καμίνι και ελάτε.

Βγήκαν εκείνοι και πήγαν κοντά στο βασιλιά κι ευθύς συνάχτηκαν ολόγυρά τους οι σατράπες και οι στρατηγοί και οι τοπάρχες και οι δυνάστες του κράτους και έβλεπαν τους τρεις νέους που δεν τους έκαψε η φωτιά και ούτε μια τρίχα του κεφαλιού τους δεν φλογίστηκε κι ούτε τα ρούχα τους έπαθαν τίποτε ούτε μύριζαν καθόλου φωτιά. Τότε ο βασιλιάς είπε με θαυμασμό και σεβασμό:
-Ευλογημένος να είναι ο Θεός του Σεδράχ, του Μισάχ και του Αβδεναγώ, που έστειλε τον άγγελό του και γλίτωσε τα παιδιά του απ’ την φωτιά, γιατί πίστευαν σ’ αυτόν και δεν άκουσαν τα λόγια του βασιλιά και δεν φοβήθηκαν την απειλή του, αλλά παρέδωσαν τα σώματά τους στη φωτιά, για να μη λατρέψουν ούτε να προσκυνήσουν άλλους θεούς, αλλά μόνο το Θεό τους. Βγάζω τώρα διαταγή: Κάθε λαός, φυλή και γλώσσα που θα πει βλασφημία κατά του Θεού των τριών αυτών παιδιών θα δει το σπίτι του να καταστρέφεται και τα υπάρχοντά του να αρπάζονται, γιατί δεν είναι άλλος Θεός που θα μπορέσει να τους γλιτώσει.
Αυτά είπε και πήρε τιμητικά τα τρία παιδιά στο παλάτι του και τους έδωσε και άλλα αξιώματα και τους έκανε αρχηγούς όλων των Ιουδαίων στο βασίλειό του.
Έτσι θριάμβευσαν οι πιστοί και άφοβοι ηρωϊκοί τρεις νεαροί φίλοι, που δεν υπολόγισαν ούτε τον πανίσχυρο βασιλιά ούτε το φοβερό καμίνι.

Το περιστατικό με τους Τρεις Παίδες εκτός από το ότι προβάλλει την αξία της πίστης, θεωρήθηκε από την Εκκλησία μας και ως προεικόνιση της "εις Άδου καθόδου" του Ιησού Χριστού. Όπως τα τρία αυτά παιδιά διασώθηκαν από τη φωτιά, έτσι και ο Χριστός, με την τριήμερη παραμονή του στον τάφο, διασώθηκε από τον Άδη, συντρίβοντας μάλιστα το βασίλειο του. Γι' αυτό και ο ύμνος των Τριών Παίδων, μαζί με την ιστορία τους, ψάλλεται λαμπρά και πανηγυρικά το πρωί του Μ. Σαββάτου, που τελούμε τον εσπερινό της Ανάστασης.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμάει τη μνήμη του Δανιήλ και των τριών φίλων του Ανανία, Μισαήλ και Αζαρία στις 17 Δεκεμβρίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.

Μεγάλα τὰ τῆς πίστεως κατορθώματα! ἐν τῇ πηγῇ τῆς φλογός, ὡς ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως, οἱ ἅγιοι τρεῖς παῖδες ἠγάλλοντο· καὶ ὁ Προφήτης Δανιήλ, λεόντωv ποιμήv, ὡς προβάτων ἐδείκνυτο. Ταῖς αὐτῶν ἰκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.


Απολυτίκιον
Ήχος β'.

Μεγάλα τα της πίστεως κατορθώματα εν τη πηγή της φλογός, ως επί ύδατος αναπαύσεως, οι άγιοι Τρεις Παίδες ηγάλλοντο, και ο Προφήτης Δανιήλ, λεόντων ποιμήν, ως προβάτων εδείκνυτο. Ταις αυτών ικεσίαις Χριστέ ο Θεός, σώσον τας ψυχάς ημών.



Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’ . Αὐτόμελον.

Χειρόγραφον εἰκόνα μὴ σεβασθέντες, ἀλλ᾽ ἀγράφῳ οὐσίᾳ θωρακισθέvτες, τρισμακάριοι ἐν τῷ σκάμματι, τοῦ πυρὸς ἐδοξάσθητε· ἐν μέσῳ δὲ φλογός, ἀvυποστάτου ἱστάμεvοι, Θεὸν ἐπεκαλεῖσθε· Τάχυνοv ὦ οἰκτίρμωv, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμωv, εἰς τὴv βοήθειαν ἡμῶv, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.

Έτερον Κοντάκιον
Ἦχος γ’ Ἡ Παρθένος σήμερον.

Καθαρθεῖσα Πνεύματι, ἡ καθαρά σου καρδία, προφητείας γέγονε, φαεινοτάτης δοχεῖον· βλέπεις γὰρ ὡς ἐνεστῶτα τὰ μακρὰν ὄντα, λέοντας, ἀποφιμοῖς δὲ βληθείς ἐν λάκκῳ· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Προφῆτα Μάκαρ, Δανιὴλ Ἔνδοξε.