† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΕΝΔΟΞΩΝ ΔΩΔΕΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ (30 Ἰουνίου)


Στις 30 Ιουνίου η Εκκλησία µας εορτάζει τους Δώδεκα Αποστόλους του Χριστού, την «δωδεκάριθμον φάλαγγα» των πρωταγωνιστών του Πνεύματος, όπως αναφέ­ρει ένας ύμνος της εορτής.

Είναι οι άνθρωποι που τους επέλεξε ο Θεάνθρωπος, για να αποτελέσουν τον πυρήνα της Εκκλησίας και να γίνουν οι συνεχιστές του απολυτρωτικού έργου Του στον κόσμο. Το αποστολικό αξίωμα είναι το πιο τιμητικό αξίωμα στην Εκκλησία. Υπερέχει από κάθε άλλο αξίωμα.
Έφεραν δε εις πέρας την τιμητική αποστολή τους οι Απόστολοι με τη Χάρη και βοήθεια του Παναγίου Πνεύ­ματος, που έλαβαν κατά την ημέρα της Πεντηκοστής.

Δεν είχαν κατά κόσµον προσόντα, στα οποία θα μπορούσαν να βασισθούν και να προχωρήσουν στο έργο της διαδόσεως του Ευαγγελίου. Ωραία ερωτά ο Ιερός Χρυσόστομος: «Tίνι γάρἐθάρρουν;». Πού μπορούσαν να στηριχθούν και να έχουν θάρρος για το έργο τους; «Τῇ δεινότητι τῶν λόγων;», στη ρητορική τους μήπως ικανότητα; «Ἀλλά πάντων ἦσανἀμαθέστεροι», απαντά ο ίδιος ιερός Πατήρ. Ήσαν αγράμματοι ψαράδες. Αλλά μήπως μπορούσαν να βασισθούν, συνεχίζει ο Χρυσόστομος, «τῇ περιουσίᾳ τῶν χρημάτων;», στον πλούτο τους; «Ἀλλ’ οὐδέ ράβδον, οὐδέ ὑποδήματα εἶχον», ήσαν δηλαδή πάμπτωχοι υλικά. «Ἀλλά τῇ περιφανείᾳ του γένους;»,επιμένει να ερωτά ο Άγιος. Μήπως κατήγοντο από κάποιο ξακουστό γένος και αυτό τους έδινε «αέρα» και θάρρος; «Ἀλλ’ εὐτελεῖς ἦσαν καί ἐξ εὐτελῶν», απαντά. Ήσαν άνθρωποι άσημοι του άπλου λαού, παιδιά φτωχών γονέων με τίπο­τε το εντυπωσιακό κατά κόσµον (ΕΠΕ 12,370).
Και όμως αυτοί οι άσημοι, οι αγράμματοι και φτωχοί, με τη χάρη και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος ανέτρεψαν το κατεστημένο των αιώνων, φώτισαν τη σκοτισμένη ανθρωπότητα, άνοιξαν την μετά Χριστόν εποχή στην ιστορία του κόσμου, εξευγένισαν με το κήρυγμα του Ευαγγελίου τα ήθη και εξαγίασαν με τη Χάρη των Μυστηρίων της Εκκλησίας τους ανθρώπους.
Η προσφορά των Αγίων Αποστολών στην ιστορία του πολιτισμού είναι θεμελιώδης. Έθεσαν τα ισχυρά και αδιάσειστα θεμέλια, για να μπορεί να ζει ο κόσμος µας. Και αν σήμερα παραπαίει ο κόσμος, είναι γιατί δεν θέλει να στηρίζεται στα ακλόνητα εκείνα θεμέλια, τα οποία έθεσαν βαθιά στη γη μας οι Αγιοπνευματοκίνητοι εκείνοι άνθρωποι, οι οποίοι κήρυξαν στην τότε γνωστή οικουμένη το Ευαγγέλιο. Υπέγραψαν δε το κήρυγμά τους με το αίμα τους, με την ζωή τους.

 Σύμφωνα με τον «Συναξαριστή» του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, οι άγιοι Απόστολοι περάτωσαν την αποστολή τους ως εξής:

Οι πρωτοκορυφαίοι Πέτρος και Παύλος μαρτύρησαν στη Ρώμη , ο πρώτος με σταυρικό θάνατο, με την κεφαλή του προς τη γη, και ο δεύτερος με αποκεφαλισμό.

Ο άγιος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος μαρτύρησε στην Πάτρα, σε σταυρό με σχήμα Χ.

Ο άγιος Ιάκωβος, ο αδελφός του αγίου Ιωάννου, θανατώθ­ηκε, πρώτος από όλους τους Αποστόλους, από τον Ηρώδη τον Αγρίππα με αποκεφαλισμό στα Ιεροσόλυμα.

Ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής εξορίσθηκε στην Πάτμο και τελικά πέθανε στην Έφεσο.

Ο άγιος Φίλιππος σταυρώθηκε στην Ιεράπολη της Συρίας.

Ο άγιος Θωμάς τρυπήθηκε με ακόντια και λόγχες στη χώρα των Ινδών και παρέδωσε εκεί την ψυχή του.

Ο άγιος Βαρθολομαίος σταυρώθηκε στην Ουρβανούπολη της Ινδίας.

Ο άγιος Ματθαίος μαρτύρησε διά λιθοβολισμού και πυρός στην Ιεράπολη της Συρίας.

Ο άγιος Ιάκωβος ο του Αλφαίου περάτωσε το αποστολικό έργο του κρεμασμένος σ’ ένα σταυρό.

Ο άγιος Σίμων ο Ζηλωτής και Κανανίτης παρέδωσε το πνεύμα του καρφωμένος σ’ ένα σταυρό στη Μαυριτανία της Αφρικής.

Ο άγιος Ιούδας ο Θαδδαίος θανατώθηκε με τόξα στη Μεσοποταμία κρεμασμένος σ’ ένα δέντρο.

Τέλος, ο άγιος Ματθίας, που πήρε τη θέση του προδότη Ιούδα, παρέδωσε την ψυχή του με φρικτά βασανιστήρια στην Αιθιοπία.

Αυτοί ήσαν οι άγιοι Απόστολοι, τα εκλεκτά δοχεία της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, οι Φωτοδότες που με το κήρυγμα και τη ζωή τους έδωσαν υψηλό, ουσιαστικό νόημα στη ζωή των ανθρώπων. Οι αληθινά πνευματικοί άνθρωποι, που εμπνέουν και σήμερα όσους θέλουν να ζουν μια ζωή αληθινά πνευματική.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ´.

Ἀπόστολοι Ἅγιοιπρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσινπαράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.

Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοικαὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοιτῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατεεἰρήνην τῆ οἰκουμένῃ δωρήσασθαικαὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος γ’Τὴν ὡραιότητα.

Ὡς δωδεκάπυρσοςλυχνία ἔλαμψανοἱ ΔωδεκάριθμοιΧριστοῦ ἈπόστολοιΠέτρος καὶ Παῦλος σὺν ΛουκᾶἈνδρέας καὶ ἸωάννηςΒαρθολομαῖος Φίλιπποςσὺν Ματθαίω καὶ ΣίμωνιΜᾶρκος καὶ Ἰάκωβοςκαὶ Θωμὰς ὁ μακάριοςκαὶ ηὔγασαν τοὺς πίστει βοώντας χαίρετε Λόγου οἱ αὐτόπται.


Κοντάκιον
Ἦχος β’Τοὺς ἀσφαλεῖς.

Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκαςτὴν κορυφὴν τῶν Μαθητῶν σου Κύριεπροσελάβου εἰς ἀπόλαυσιντῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιντοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατονἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσινὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.

Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς.

Κατοικισθέντες ἐν φωτὶ ἀπροσίτῳὡς οἰκητήρια φωτὸς πεφυκότεςοἶκον ὑμῶν τὸν ἅγιον φωτίζετε ἀείθείαις προσφοιτήσεσιν· ὅθεν πίστει βοῶμεν· Σκότους ἡμᾶς ῥύσασθεκαὶ παντοίων κινδύνωνκαὶ χαλεπῶν ἐθνῶν ἐπιδρομῆςἐκδυσωποῦντες τὸν Κτίστην Ἀπόστολοι.

Ὁ Οἶκος

Τράνωσόν μου τὴν γλῶτταν Σωτήρ μουπλάτυνόν μου τὸ στόμακαὶ πληρώσας αὐτόκατάνυξον τὴν καρδίαν μουἵνα οἷς λέγω ἀκολουθήσωκαὶ ἃ διδάσκωποιήσω πρῶτος· πᾶς γὰρ ποιῶν καὶ διδάσκωνφησίνοὗτος μέγας ἐστίν· ἐὰν γὰρ λέγωκαὶ μὴ πράττωὡς χαλκὸς ἠχῶν λογισθήσομαιΔιὸ λαλεῖν μοι τὰ δέοντακαὶ ποιεῖν τὰ συμφέροντα δώρησαιὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.

Μεγαλυνάριον

Πέτρον Παῦλον Μᾶρκον σὺν τῷ ΛουκᾶΦίλιππονἈνδρέανἸωάννην τε καὶ ΘωμᾶνΣίμωνα Ματθαῖονκαὶ τὸν Βαρθολομαῖονσὺν θείῳ Ἰακώβῳ ὕμνοις τιμήσωμεν.

Ὅμιλία ἐγκωμιαστική στόν ἀπόστολο Παῦλο (Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος)

 

1.-. Τί τέλος πάντων εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί πόση εἶναι ἡ εὐγένεια τῆς δικῆς μας φύσης καί πόσο ἱκανόστήν ἀρετή εἶναι αὐτό τό ὄνμᾶς τό ἔδειξε περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὁ ΠαῦλοςΚαί τώρα σηκώνεται, ἀπό ἐκεῖ πού ἔχει φθάσει, καί μέ καθαρή φωνή πρός ὅλους ἐκείνους πού κατηγοροῦν τή φύση μαςἀπολογεῖται γιά χάρη τοῦ Κυρίου, προτρέπει γιά ἀρετή, κλείνει τά ἀναίσχυντα στόματα τῶν βλάσφημων καίἀποδεικνύει ὅτι δέν εἶναι μεγάλη ἡ διαφορά ἀνάμεσα στούς ἀγγέλους καί στούς ἀνθρώπους, ἄν θέλουμε νά προσέχουμε τόν ἑαυτό μας. Γιατί χωρίς νά ἔχει ἄλλη φύση, οὔτε νά ἔχει λάβει ἄλλη ψυχή, οὔτε νά κατοίκησε σ᾿ἄλλο κόσμο, ἀλλά ἄν καί ἀνατράφηκε στήν ἴδια γῆ καί τόπο καί μέ τούς ἴδιους νόμους καί συνήθειες, ξεπέρασεὅλους τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν ἀπό τότε πού ἔγιναν οἱ ἄνθρωποι. Ποῦ εἶναι λοιπόν ἐκεῖνοι πού λέγουν, ὅτι εἶναι δύσκολο πράγμα ἡ ἀρετή καί εὔκολο ἡ κακία; Γιατί ὁ Παῦλος τούς ἀντικρούει λέγοντας· «Οἱθλίψεις μας πού γρήγορα περνοῦν, προετοιμάζουν σ᾿ ἐμᾶς σέ ὑπερβολικά μεγάλο βαθμό αἰώνιο βάρος δόξας» (Β´ Κορ. 4, 17). Ἐάν ὅμως τέτοιες θλίψεις περνοῦν εὔκολα, πολύ περισσότερο οἱ φυσικές ἡδονές. Καί δέν εἶναι μόνο αὐτό τό θαυμαστό του, ὅτι δηλαδή ἀπό πολλή προθυμία δέν αἰσθανόταν τούς κόπους του γιά τήν ἀρετή,ἀλλ᾿ ὅτι ἀσκοῦσε αὐτήν χωρίς ἀμοιβή.

Ἐμεῖς βέβαια δέν ὑπομένουμε κόπους γι᾿ αὐτήν ἄν καί ὑπάρχουν ἀμοιβές. Ἐκεῖνος ὅμως καί χωρίς τά ἔπαθλα τήν ἐπιζητοῦσε καί τήν ἀγαποῦσε, καί ἐκεῖνα πού θεωροῦνταν ὅτι εἶναι ἐμπόδιά της τά ξεπερνοῦσε μέ κάθε εὐκολία. Καί δέν ἐπικαλέσθηκε οὔτε τήν ἀδυναμία τοῦ σώματος, οὔτε τήν τυραννίδα τῆς φύσης, οὔτε τίποτε ἄλλο. Ἄν καί εἶχε ἀναλάβει μεγαλύτερη φροντίδα ἀπό τούς στρατηγούς καί ὅλους τούς βασιλεῖς τῆς γῆς,ἀλλ᾿ ὅμως κάθε ἡμέρα ἦταν ἀκμαῖος, καί ἐνῶ οἱ κίνδυνοί του ἐπαυξάνονταν, διέθετε νεανική προθυμία. Γιά νά δείξει αὐτό ἀκριβῶς ἔλεγε, «Ξεχνώντας τά ὅσα ἔγιναν στό παρελθόν καί φροντίζοντας γιά ἐκεῖνα πού εἶναι μπροστά μου» (Φιλιπ. 3, 14). Καί ἐνῶ περίμενε τό θάνατο, καλοῦσε σέ συμμετοχή τῆς ἡδονῆς αὐτῆς λέγοντας, «Χαίρετε καί νά χαίρεστε μαζί μου» (Φιλιπ. 2, 18).

Καί ἐνῶ τόν ἀπειλοῦσαν κίνδυνοι καί προσβολές καί κάθεἀτιμία, πάλι σκιρτοῦσε· καί ὅταν ἔγραφε τήν ἐπιστολή στούς Κορινθίους ἔλεγε, «Γι᾿ αὐτό καί εὐφραίνομαι σέἀσθένειες, σέ προσβολές, σέ διωγμούς» (Β´ Κορ. 12, 10). Καί τά ὀνόμασε αὐτά ὅπλα τῆς δικαιοσύνης,ἀποδεικνύοντας ὅτι καί ἀπό αὐτά εἶχε πολύ μεγάλες ὠφέλειες καί ἀπό παντοῦ ἦταν ἀκατάβλητος στούςἐχθρούς του. Καί ἐνῶ παντοῦ τόν βασάνιζαν, τόν περιφρονοῦσαν, τόν κακολογοῦσαν, σάν νά βάδιζε σέ θριάμβους καί νά ἔστησε σταθερά τρόπαια σ᾿ ὅλα τά σημεῖα τῆς γῆς, ἔτσι ὑπερηφανευόταν καί εὐχαριστοῦσε τό Θεό λέγοντας· «Ἡ εὐχαριστία ἀνήκει στό Θεό ὁ ὁποῖος πάντοτε μᾶς ὁδηγεῖ σέ θρίαμβο» (Β´ Κορ. 2, 14).

2.-. Καί τήν κακοποίηση καί τήν προσβολή γιά τό κήρυγμα ἐπιζητοῦσε περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἐμεῖς τήν τιμή, καί τό θάνατο ἀπ᾿ ὅσο ἐμεῖς τή ζωή, καί τή φτώχεια ἀπ᾿ ὅσο ἐμεῖς τόν πλοῦτο, καί τούς κόπους περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἄλλοι τίς ἀνέσεις, καί ὄχι ἁπλά περισσότερο, ἀλλά πολύ περισσότερο, καί τή λύπη περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἄλλοι τή χαρά, καί τό νά εὔχεται γιά τούς ἐχθρούς περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο τό νά τούς καταριοῦνται οἱ ἄλλοι. Καί ἀνάτρεψε τήν τάξη τῶν πραγμάτων, ἤ καλύτερα ἐμεῖς τήν ἀνατρέψαμε, ἐκεῖνοςὅμως, ὅπως τή νομοθέτησε ὁ Θεός, ἔτσι τή φύλασσε. Γιατί ὅλα αὐτά ἦταν σύμφωνα μέ τή φύση, ἐκεῖνα ὅμωςἀντίθετα. Ποιά εἶναι ἡ ἀπόδειξη; Τό ὅτι ὁ Παῦλος, ἄν καί ἦταν ἄνθρωπος, ἀκολουθοῦσε περισσότερο αὐτά παράἐκεῖνα. Ἕνα μόνο πράγμα ἦταν φοβερό γι᾿ αὐτόν καί ἀπόφευγε, τό νά ἀντιμάχεται τό Θεό, καί τίποτε ἄλλο.Ὅπως βέβαια τίποτε ἄλλο δέν τοῦ ἦταν ποθητό, ὅσο τό νά ἀρέσει στό Θεό. Καί δέ λέγω τίποτε ἀπό τά παρόντα,ἀλλά οὔτε καί ἀπό τά μέλλοντα. Καί μή μοῦ πεῖς τίς πόλεις καί τά ἔθνη καί τούς βασιλεῖς καί τά στρατόπεδα καί τά χρήματα καί τίς σατραπεῖες καί τίς δυναστεῖες, γιατί οὔτε ἱστό ἀράχνης τά θεωροῦσε αὐτά. Ἀλλά σκέψου αὐτά πού ὑπάρχουν στούς οὐρανούς καί τότε θά καταλάβεις τή σφοδρή ἀγάπη πού εἶχε γιά τό Χριστό. Γιατί ὁ Παῦλος γι᾿ αὐτήν τήν ἀγάπη δέ θαύμασε οὔτε τήν ἀξία τῶν ἀγγέλων, οὔτε τῶν ἀρχαγγέλων, οὔτε τίποτε ἄλλο παρόμοιο.

Εἶχε μέσα του πιό μεγάλο ἀπ᾿ ὅλατήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί μαζί μέ τοῦτο θεωροῦσε τόν ἑαυτό του τόνπιό εὐτυχισμένο ἀπ᾿ ὅλουςΚαί χωρίς αὐτό, δέν ἐπιθυμοῦσε νά γίνει ἕνας ἀπό τίς κυριότητες, οὔτε ἀπό τίςἀρχές καί ἐξουσίες (ὀνομασίες ἀγγελικῶν ταγμάτων), ἀλλά μαζί μέ τήν ἀγάπη αὐτήν ἤθελε περισσότερο νά εἶναι ἀνάμεσα στούς τελευταίους καί τούς κολασμένους, παρά χωρίς αὐτήν ἀνάμεσα στούς πρώτους καί τιμημένους. Γιατί κόλαση γι᾿ αὐτόν ἦταν μία, τό νά χάσει τήν ἀγάπη αὐτήν. Αὐτό ἦταν γιά τόν Παῦλο γέεννα, αὐτό τιμωρία, αὐτό ἄπειρα κακά· ὅπως ἀκριβῶς καί ἀπόλαυση, τό νά πετύχει τήν ἀγάπη. Αὐτό ἦταν ἡ ζωή του, αὐτό ὁ κόσμος του, αὐτό ὁ ἄγγελός του, αὐτό τά παρόντα, αὐτό τά μέλλοντα, αὐτό βασιλεία, αὐτό ὑπόσχεση, αὐτό τά ἄπειρα ἀγαθά. Καί κάθε ἄλλο πού δέν ὁδηγοῦσε ἐδῶ, δέν τό θεωροῦσε οὔτε δυσάρεστο, οὔτε εὐχάριστο. Ἔτσι ὅμως περιφρονοῦσε ὅλα τά ὁρατά, ὅπως τό σάπιο χόρτο. Καί οἱ τύραννοι καί οἱ πόλεις πούἄφριζαν ἀπό θυμό τοῦ φαίνονταν ὅτι εἶναι κουνούπια, ἐνῶ ὁ θάνατος καί οἱ τιμωρίες καί τά πάρα πολλά βασανιστήρια τοῦ φαίνονταν παιδικά παιχνίδια. Ἀλλά βέβαια τά ὑπόφερε γιά τό Χριστό.

3.-. Γιατί τότε τά δεχότανε μέ χαρά αὐτά καί στά δεσμά του ἔτσι ὑπερηφανευόταν, ὅπως δέ θάὑπερηφανευόταν ὁ Νέρων ὅταν εἶχε στό κεφάλι του τό βασιλικό διάδημα. Καί ἔμεινε στή φυλακή, σάν νά ἦτανὁ οὐρανός, καί δεχόταν τά κτυπήματα καί τίς μαστιγώσεις πιό εὐχάριστα άπό ἐκείνους πού ἁρπάζουν τά βραβεῖα. Καί τούς πόνους ἀγαποῦσε ὄχι λιγότερο ἀπό τά ἔπαθλα, θεωρώντας τούς πόνους ὅτι εἶναι ἔπαθλο. Γι᾿αὐτό καί τούς ὀνόμαζε χάρη. Πρόσεχε ὅμως. Ἔπαθλο ἦταν, τό νά πεθάνει καί νά εἶναι μαζί μέ τό Χριστό, τό νά παραμείνει ὅμως στή ζωή, ἦταν αὐτός ὁ ἀγώνας. Ἀλλ᾿ ὅμως αὐτό προτιμᾶ περισσότερο ἀπό ἐκεῖνο καί λέγει ὅτι τοῦ εἶναι ἀναγκαιότερο. Τό νά ἀποχωρισθεῖ ἀπό τό Χριστό, ἦταν ἀγώνας καί κόπος, ἤ καλύτερα περισσότεροἀπό ἀγώνα καί κόπο· τό νά παραμένει μαζί του, ἦταν ἔπαθλο. Αὐτό ὅμως προτιμᾶ περισσότερο ἀπό ἐκεῖνο γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ.

Ἀλλά θά μποροῦσε ἴσως νά πεῖ κανείς, ὅτι ὅλα αὐτά τοῦ ἦταν εὐχάριστα γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό λοιπόν λέγω καί ἐγώ, ὅτι δηλαδή ἐκεῖνα πού γιά μᾶς εἶναι αἰτία λύπης, αὐτά προκαλοῦσαν σ᾿ ἐκεῖνον μεγάλη εὐχαρίστηση. Καί γιατί λέγω τούς κινδύνους καί τίς ἄλλες ταλαιπωρίες; Ἀφοῦ πραγματικά ἦταν σέ διαρκή λύπη· γι᾿ αὐτό καί ἔλεγε· «Ποιός ἀσθενεῖ καί δέν ἀσθενῶ καί ἐγώ μαζί του; ποιός σκανδαλίζεται καί δέν δοκιμάζομαι καί ἐγώ; » (Β´ Κορ. 11, 19). Ἀλλ᾿ ὅμως καί τή λύπη θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς ὅτι εἶχε σάν εὐχαρίστηση. Γιατί πολλοί καί ὅταν χάσουν τά παιδιά τους καί τούς ἐπιτρέπεται νά θρηνοῦν, παρηγοροῦνται·ὅταν ὅμως ἐμποδίζονται, στενοχωροῦνται. Ἔτσι λοιπόν καί ὁ Παῦλος, κλαίοντας νύκτα καί ἡμέρα, παρηγοροῦνταν. Γιατί κανένας δέν πένθησε ἔτσι τά δικά του κακά, ὅπως ἐκεῖνος τά ξένα. Πῶς λοιπόν θεωρεῖςὅτι συμπεριφέρεται, ἀφοῦ οἱ Ἰουδαῖοι δέ σώζονται, γιά νά σωθοῦν αὐτοί, ὅταν εὔχεται νά ἐκπέσει αὐτός ἀπό τήν οὐράνια δόξα; Ἑπομένως εἶναι φανερό ὅτι τό νά μή σωθοῦν αὐτοί ἦταν πολύ χειρότερο γι᾿ αὐτόν. Γιατί ἄν δέν ἦταν χειρότερο, δέν θά εὐχόταν ἐκεῖνο (Βλ. Ρωμ. 9, 3), ἀφοῦ τό προτίμησε σάν ἐλαφρότερο καί πού ἔχει μεγαλύτερη παρηγοριά. Καί ὄχι ἁπλῶς ἤθελε, ἀλλά φώναζε λέγοντας, «Ὅτι ὑπάρχει μέσα μου λύπη καίἀδιάκοπος πόνος στήν καρδιά μου» ( Ρωμ. 9, 2).

Αὐτό λοιπόν πού ὑπόφερε καθημερινά, σχεδόν, γιά ὅλους τούς κατοίκους τῆς οἰκουμένης, καί γιά ὅλους μαζί, καί γιά τά ἔθνη, καί γιά τίς πόλεις καί γιά τόν καθένα χωριστά, μέ ποιόν θά μπορέσει νά τόν συγκρίνει κανείς; μέ ποιό σίδηρο; μέ ποιό διαμάντι; Τί θά μποροῦσε νά ἀποκαλέσει κανείς τήν ψυχήν ἐκείνη; χρυσή ἤἀδαμάντινη; γιατί ἦταν σκληρότερη ἀπό κάθε διαμάντι καί πολυτιμότερη ἀπό τό χρυσάφι καί τίς πολύτιμες πέτρες. Θά ξεπεράσει λοιπόν τήν ἀντοχή τοῦ διαμαντιοῦ καί τήν ἀξία τοῦ χρυσοῦ. Μέ ποιό λοιπόν στοιχεῖο θά μποροῦσε νά τήν συγκρίνει κανείς; Μέ κανένα ἀπό αὐτά πού ὑπάρχουν. Ἄν ὅμως ὁ Χριστός μποροῦσε νά γίνει διαμάντι καί τό διαμάντι χρυσός, τότε κάπως θά μπορέσει νά τή συγκρίνει μέ τήν εἰκόνα τους.

4.-. Ἀλλά γιατί νά τήν συγκρίνω μέ διαμάντι καί χρυσό; Σύγκρινε ὅλο τόν κόσμο, καί τότε θά δεῖς ὅτι ἡψυχή τοῦ Παύλου ἔχει περισσότερη ἀξία. Γιατί ἀφοῦ γι᾿ αὐτούς πού διακρίθηκαν φορώντας γιά ροῦχα δέρματα ζώων καί ζώντας σέ σπήλαια καί σέ τρύπες τῆς γῆς λέγει ὁ Παῦλος τοῦτο (Βλ. Ἑβρ. 11, 38), πολύ περισσότερο θά μπορούσαμε ἐμεῖς νά τό ποῦμε γι᾿ αὐτόν, ἐπειδή πραγματικά ἦταν πιό ἄξιος ἀπ᾿ ὅλους. Ἐάν λοιπόν ὁκόσμος δέν ἦταν ἰσάξιος τοῦ Παύλου, ποιός ἦταν ἰσάξιός του; μήπως ὁ οὐρανός; Ἀλλά καί αὐτό εἶναι μικρό. Γιατί ἀφοῦ αὐτός ἀπό τόν οὐρανό καί τά εὑρισκόμενα στούς οὐρανούς προτίμησε τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, πολύ περισσότερο ὁ Κύριος πού εἶναι τόσο ἀγαθότερος ἀπ᾿ αὐτόν, ὅσο ἡ ἀγαθότητα ἀπό τήν πονηρία, θά τόν προτιμήσει αὐτόν ἀπό ἄπειρους οὐρανούς. Γιατί δέν μᾶς ἀγαπᾶ μέ ὅμοιο τρόπο, πού ἐμεῖς τόν ἀγαποῦμε, ἀλλά τόσο περισσότερο, ὅσο οὔτε μέ λόγια δέν εἶναι δυνατό νά τό παραστήσουμε.

Πρόσεχε λοιπόν γιά πόσα τόν θεώρησε ἄξιο καί πρίν ἀπό τή μέλλουσα ἀνάσταση. Στόν Παράδεισο τόνἅρπαξε, στόν τρίτο οὐρανό τόν ἀνέβασε, τοῦ φανέρωσε τέτοια ἀπόρρητα, τά ὁποῖα δέν ἐπιτρέπεται σέ κανέναἄνθρωπο νά πεῖ. Καί πολύ σωστά. Γιατί ἐνῶ βάδιζε στή γῆ, σάν νά περιπολοῦσε μαζί μέ τούς ἀγγέλους, ἔτσιἔκαμε τά πάντα, καί ἐνῶ εἶχε θνητό σῶμα, παρουσίαζε τήν καθαρότητα τῶν ἀγγέλων, καί ἐνῶ ὑπέκειτο σέ τόσες ἀνάγκες, προσπαθοῦσε νά μή φανεῖ καθόλου κατώτερος ἀπό τίς οὐράνιες δυνάμεις. Γιατί πραγματικά σάν ἀσώματος περιφρονοῦσε τούς πόνους καί τούς κινδύνους, καί σάν νά κέρδισε ἤδη τόν οὐρανό, περιφρονοῦσε τά γήινα, καί σάν νά συναναστρεφόταν μαζί μ᾿ αὐτές τίς ἀσώματες δυνάμεις ἔτσι ἦταν σέ διαρκή ἐγρήγορση.

Βέβαια πολλές φορές ἄγγελοι ἀνέλαβαν νά προστατεύουν διάφορα ἔθνη. Ἀλλά κανένας ἀπό αὐτούς τόἔθνος, πού τοῦ παραδόθηκε, δέν τό φρόντισε ἔτσι, ὅπως ὁ Παῦλος ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη. Καί μή μοῦ πεῖς ὅτιὁ Παῦλος δέν ἦταν αὐτός πού τά ἔκαμνε, καθόσον καί ἐγώ τό ὁμολογῶ. Γιατί καί ἄν δέν ἦταν αὐτός πού τάἐκτελοῦσε αὐτά, ἀλλά οὔτε ἦταν τόσο ἀνάξιος τῶν ἐπαίνων γι᾿ αὐτά, ἀφοῦ ἑτοίμασε τόν ἑαυτό του τόσο ἄξιο αὐτῆς τῆς μεγάλης χάρης. Ὁ Μιχαήλ ἀνάλαβε τό ἔθνος τῶν Ἰουδαίων (Βλ. Δαν. 12, 1 καί 10, 13.21), ὁ Παῦλοςὅμως τή γῆ καί τή θάλασσα καί τό κατοικούμενο μέρος καί τό ἀκατοίκητο. Καί αὐτά δέν τά λέγω μέ σκοπό νά προσβάλλω τούς ἀγγέλους, μακριά ἀπό μιά τέτοια σκέψη, ἀλλά γιά νά ἀποδείξω ὅτι εἶναι δυνατό, ἐνῶ εἶναι κανείς ἄνθρωπος, νά εἶναι μαζί μ᾿ ἐκείνους καί νά στέκεται κοντά τους. Καί γιά ποιό λόγο δέν ἀνέλαβαν αὐτά οἱ ἄγγελοι; Γιά νά μήν ἔχεις καμία δικαιολογία ὅταν εἶσαι ἀδιάφορος, οὔτε νά καταφεύγεις στή διαφορά τῆς φύσης ὅταν παραμένεις ἄπρακτος. Ἄλλωστε καί τό θαῦμα γινόταν μεγαλύτερο. Πῶς λοιπόν δέν εἶναι θαυμαστό καί παράξενο, ὁ λόγος πού ἔβγαινε ἀπό ἀνθρώπινη γλώσσα νά διώχνει τό θάνατο, νά συγχωρεῖἁμαρτίες, νά διορθώνει τήν ἀνάπηρη φύση καί νά κάνει οὐρανό τή γῆ;

5.-. Γι᾿ αὐτό ἐκπλήσσομαι μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτά θαυμάζω τήν προθυμία τοῦ Παύλου, ἐπειδή δέχτηκε τόση χάρη, ἐπειδή ἔκαμε τέτοιον τόν ἑαυτό του. Καί σᾶς παρακαλῶ νά μή θαυμάζετε μόνο, ἀλλά καί νά μιμεῖσθε τό παράδειγμα αὐτό τῆς ἀρετῆς, γιατί ἔτσι θά μπορέσουμε νά λάβουμε τά ἴδια μ᾿ ἐκεῖνον στεφάνια. Ἐάν ὅμως ἀπορεῖς ἀκούοντας ὅτι, ἄν κατορθώσεις τά ἴδια, θά πετύχεις τά ἴδια μέ τόν Παῦλο, ἄκουσε αὐτόν νά λέγει τά ἑξῆς· «Ἔχω ἀγωνισθεῖ τόν καλό ἀγώνα, ἔχω φθάσει στό τέλος τοῦ δρόμου, ἔχω διαφυλάξει τήν πίστη. Λοιπόν μοῦ ἐπιφυλάσσεται τό στεφάνι τῆς δικαιοσύνης, πού θά μοῦ δώσει σάν ἀνταμοιβή ὁ Κύριος,ὁ δίκαιος κριτής, κατά τήν ἡμέρα ἐκείνη· καί ὄχι μόνο σ᾿ ἐμένα, ἀλλά καί σ᾿ ὅλους πού ἔχουν ἀγαπήσει τήνἐμφάνισή του» (Β´ Τιμ. 4, 7-8).

Βλέπεις πῶς ὅλους τούς καλεῖ στήν ἴδια κοινωνία; Ἐπειδή λοιπόν ὑπάρχουν τά ἴδια γιά ὅλους, ἄς φροντίσουμε ὅλοι νά γίνουμε ἄξιοι τῶν ἀγαθῶν τά ὁποῖα μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ. Καί ἄς μή δοῦμε μόνο τό μέγεθος καί τήν ἔκταση τῶν κατορθωμάτων, ἀλλά καί τό πάθος τῆς προθυμίας, μέ τήν ὁποία ἀπέσπασε τόση χάρη, καί τή συγγένεια τῆς φύσης, γιατί εἶχε ὅλα αὐτά τά κοινά μ᾿ ἐμᾶς. Καί ἔτσι καί τά ὑπερβολικά δύσκολα θά μᾶς φανοῦν εὔκολα καί ἐλαφρά, καί ἀφοῦ κοπιάσουμε στό σύντομο αὐτό χρόνο, θά φορέσουμε τό ἄφθαρτο καίἀθάνατο ἐκεῖνο στεφάνι, μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τoῦ Kυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡδόξα καί ἡ δύναμη τώρα καί πάντοτε, καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ ΤΩΝ ΠΑΝΕΥΦΗΜΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΚΟΡΥΦΑΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ (29 Ἰουνίου) - Εὐαγγέλιο - Ἀπόστολος





Ἐλθὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη Καισαρείας τῆς Φιλίππου ἠρώτα τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγων· τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; Οἱ δὲ εἶπον· οἱ μὲν Ἰωάννην τὸν βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ Ἠλίαν, ἕτεροι δὲ Ἱερεμίαν ἢ ἕνα τῶν προφητῶν. Λέγει αὐτοῖς· ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγεται εἶναι; Ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε· σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦτοῦ ζῶντος. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ,ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ᾿ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳοἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς. Καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃςἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς.

Ἀπόδοση 

Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἦλθε εἰς τὰ μέρη τῆς Καισαρείας τοῦ Φιλίππου, ἐρωτοῦσε τοὺς μαθητάς του, «Ποιὸς, λέγουν οἱ ἄνθρωποι, ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου;». Αὐτοὶ δὲ ἀπήντησαν, «Μερικοὶ λέγουν ὅτι εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ἄλλοι ὁ Ἠλίας, καὶ ἄλλοι ὁ Ἱερεμίας ἢ ἕνας ἀπὸ τοὺς προφῆτας». Λέγει εἰς αὐτούς, «Σεῖς, ποιὸς λέτε ὅτι εἶμαι;». Ὁ Σίμων Πέτρος ἀπεκρίθη, «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ». Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Μακάριος εἶσαι, Σίμων υἱὲ τοῦ Ἰωνᾶ, διότι ἄνθρωπος δὲν σοῦ τὸ ἀπεκάλυψε αὐτό, ἀλλὰ ὁ Πατέρας μου ὁ οὐράνιος. Καὶ ἐγὼ σοῦ λέγω, Σὺ εἶσαι ὁ Πέτρος καὶ ἐπάνω εἰς τὴν πέτραν αὐτὴν θὰ οἰκοδομήσω τὴν ἐκκλησίαν μου καὶ αἱ πύλαι τοῦ Ἅδη δὲν θὰ τὴν καταβάλουν. Καὶ θὰ σοῦ δώσω τὰ κλειδιὰ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ ὅ,τι δέσῃς εἰς τὴν γῆν, θὰ εἶναι δεμένο εἰς τοὺς οὐρανούς. Καὶ ὅτι λύσῃς εἰς τὴν γῆν, θὰ εἶναι λυμένο εἰς τοὺς οὐρανοὺς».


Κατὰ ἀτιμίαν λέγω, ὡς ὅτι ἡμεῖς ἠσθενήσαμεν. ἐν ᾧ δ᾿ ἄν τις τολμᾷ, ἐν ἀφροσύνῃ λέγω, τολμῶ κἀγώ. ῾Εβραῖοί εἰσι; κἀγώ· ᾿Ισραηλῖταί εἰσι; κἀγώ· σπέρμα ᾿Αβραάμ εἰσι; κἀγώ· διάκονοι Χριστοῦ εἰσι; παραφρονῶν λαλῶ, ὑπὲρ ἐγώ· ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν πληγαῖς ὑπερβαλλόντως, ἐν φυλακαῖς περισσοτέρως, ἐν θανάτοις πολλάκις· ὑπὸ ᾿Ιουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρὰ μίαν ἔλαβον, τρὶς ἐρραβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην, τρὶς ἐναυάγησα, νυχθημερὸν ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα· ὁδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις
ποταμῶν, κινδύνοις λῃστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις· ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι· χωρὶς τῶν παρεκτὸς ἡ ἐπισύστασίς μου ἡ καθ᾿ ἡμέραν, ἡ μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν. τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; εἰ καυχᾶσθαι δεῖ, τὰ τῆς ἀσθενείας μου καυχήσομαι. ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης ᾿Αρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ.Καυχάσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.


πόδοση 

Από λόγους ντροπής το λέω, σαν εμείς να ήμασταν ασθενείς· αλλά, σε ό,τι κάποιος τολμάει, (με αφροσύνη μιλάω) τολμάω και εγώ· είναι Εβραίοι; Και εγώ· είναι Ισραηλίτες; Και εγώ· είναι σπέρμα τού Αβραάμ; Και εγώ. Είναι υπηρέτες τού Χριστού; (Παραφρονώντας μιλάω) περισσότερο εγώ· σε κόπους περισσότερο, σε πληγές υπερβολικού βαθμού, σε φυλακές περισσότερο, σε θανάτους πολλές φορές· από τους Ιουδαίους πέντε φορές πήρα 40 παρά μία μαστιγώσεις· τρεις φορές ραβδίστηκα, μία φορά λιθοβολήθηκα, τρεις φορές ναυάγησα, ένα μερόνυχτο έκανα στον βυθό· σε οδοιπορίες πολλές φορές, σε κινδύνους ποταμών, σε κινδύνους ληστών, σε κινδύνους από το γένος, σε κινδύνους από τα έθνη, σε κινδύνους στην πόλη, σε κινδύνους στην ερημιά, σε κινδύνους στη θάλασσα, σε κινδύνους από ψευδάδελφους· σε κόπο και μόχθο, σε αγρυπνίες πολλές φορές, σε πείνα και δίψα, σε νηστείες πολλές φορές, σε ψύχος και γυμνότητα· εκτός από τα εξωτερικά, ο επικείμενος αγώνας καθημερινά, η μέριμνα όλων των εκκλησιών. Ποιος ασθενεί, και δεν ασθενώ; Ποιος σκανδαλίζεται, και εγώ δεν φλέγομαι; Αν πρέπει να καυχώμαι, θα καυχηθώ σ' αυτά που έχουν σχέση με τις ασθένειές μου. Ο Θεός και Πατέρας τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που είναι ευλογητός στους αιώνες, γνωρίζει ότι δεν ψεύδομαι. Στη Δαμασκό, ο εθνάρχης τού βασιλιά Αρέτα φρουρούσε την πόλη των Δαμασκηνών, θέλοντας να με πιάσει· και διαμέσου ενός μικρού παραθύρου με κατέβασαν από το τείχος μέσα σε ένα κοφίνι, και ξέφυγα από τα χέρια του.Να καυχώμαι, βέβαια, δεν με συμφέρει· επειδή, θάρθω σε οπτασίες και αποκαλύψεις τού Κυρίου. Γνωρίζω έναν άνθρωπο εν Χριστώ πριν από 14 χρόνια, (είτε μέσα στο σώμα, δεν ξέρω· είτε έξω από το σώμα, δεν ξέρω· ο Θεός ξέρει)· ότι αυτού τού είδους ο άνθρωπος αρπάχτηκε μέχρι τον τρίτο ουρανό. Και γνωρίζω αυτού τού είδους τον άνθρωπο, (είτε μέσα στο σώμα, είτε έξω από το σώμα, δεν ξέρω, ο Θεός ξέρει)· ότι αρπάχτηκε στον παράδεισο, και άκουσε λόγια ανεκλάλητα, που δεν επιτρέπεται σε έναν άνθρωπο να μιλήσει. Για τον άνθρωπο αυτού τού είδους θα καυχηθώ· για μένα, όμως, δεν θα καυχηθώ, παρά μονάχα στις ασθένειές μου. Δεδομένου ότι, αν θελήσω να καυχηθώ δεν θα είμαι άφρονας· επειδή, θα πω την αλήθεια· συστέλλομαι, όμως, μήπως κάποιος στοχαστεί σε μένα κάτι ανώτερο από ό,τι με βλέπει ή ακούει από μένα. Και για να μη υπερηφανεύομαι, εξαιτίας τής υπερβολής των αποκαλύψεων, μου δόθηκε ένας σκόλοπας στη σάρκα, ένας άγγελος του σατανά, για να με χτυπάει, για να μη υπερηφανεύομαι. Για το ζήτημα αυτό παρακάλεσα τον Κύριο τρεις φορές, για να απομακρυνθεί από μένα· και μου είπε: Αρκεί σε σένα η χάρη μου· επειδή, μέσα σε αδυναμία, η δύναμή μου φανερώνεται τέλεια. Με βαθύτατη ευχαρίστηση, λοιπόν, θα καυχηθώ περισσότερο στις αδυναμίες μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού.

----------------------

Δυο σπουδαία πρόσωπα, δύο μεγάλοι Άγιοι της Εκκλησίας μας, στους οποίους είναι αφιερωμένη η σημερινή γιορτή και δυο πρόσωπα τα οποία δεσπόζουν στα σημερινά αναγνώσματα. Η διαχρονική δε τιμή των δυο Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων επιβεβαιώνεται και από το γεγονός,ότι στον μεν "Απόστολο" κυριαρχεί το όνομα του Παύλου, στο δε Ευαγγέλιο ξεχωρίζει το όνομα του Πέτρου .
Ο Απόστολος Πέτρος μεριμνά κυρίως για τους Χριστιανούς που προήλθαν από την τάξη των Ιουδαίων,
ο δε Απόστολος Παύλος έχοντας σαν αφετηρία τους Ιουδαίους απευθύνεται, στη συνέχεια, στα έθνη, στους ειδωλολάτρες, για τούτο και χαρακτηρίζεται Απόστολος των «Εθνών».

 Ο Πέτρος καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και ήταν γιος του Ιωνά, αδελφός του Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτόκλητου. Ο Πέτρος και ο Ανδρέας ήταν ψαράδες στη λίμνη Γεννησαρέτ. Είχε νυμφευθεί στην Καπερναούμ, όπου έμενε οικογενειακά μαζί με την πεθερά του. Όπως μας πληροφορεί το Ευαγγέλιο, όταν ο Ιησούς έφθασε στη λίμνη της Γεννησαρέτ συνάντησε τους δυο αδελφούς Πέτρο και Ανδρέα οι οποίοι έριχναν τα δίχτυα τους. Αμέσως μετά την κλήση τους, άφησαν τα δίχτυα και τις οικογένειές τους και τον ακολούθησαν. Ψαράς στο επάγγελμα, ήταν τύπος αυθόρμητος, ορμητικός, και τη ζωή του κοντά στο Χριστό τη μαθαίνουμε από τα τέσσερα Ευαγγέλια, ενώ την αποστολική του δράση, από τις πράξεις των Αποστόλων. Έγραψε και δύο Καθολικές Επιστολές, μέσα στις οποίες να τι προτρέπει τους χριστιανούς: «Νήψατε, γρηγορήσατε, ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α΄ Πέτρου, ε΄ 8). Δηλαδή εγκρατευθείτε, γίνετε άγρυπνοι και προσεκτικοί. Διότι ο αντίπαλος και κατήγορός σας ο διάβολος, σαν λιοντάρι που βρυχάται, περιπατεί με μανία και ζητάει ποιον να τραβήξει μακριά από την πίστη και να τον καταπιεί.


Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, ο Πέτρος, δίδαξε το Ευαγγέλιο στην Ιουδαία, στην Αντιόχεια, στον Πόντο, στην Γαλατία, στην Καππαδοκία, στην Ασία και τη Βιθυνία. Κατά την παράδοση (που σημαίνει ότι δεν είναι απόλυτα ιστορικά διασταυρωμένο) έφτασε μέχρι την Ρώμη, όπου επί Νέρωνος (54-68μ.Χ.) υπέστη μαρτυρικό θάνατο, αφού τον σταύρωσαν χιαστί, με το κεφάλι προς τα κάτω περί το έτος 64 μ.Χ.



Ο δε Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας σε ένα χωρίο που ονομάζεται Γίσχαλα και στην αρχή ήταν σκληρός διώκτης του Χριστιανισμού. Το 36 μ.Χ. περίπου, όταν κάποτε μετέβαινε στη Δαμασκό για να διώξει και εκεί χριστιανούς, έγινε θαύμα στο οποίο φανερώθηκε ο Χριστός, ο οποίος τον πρόσταξε να πάει στον Ανανία ο οποίος τον κατήχησε και τον βάπτισε. Έτσι, έγινε ο μεγαλύτερος κήρυκας του Ευαγγελίου, θυσιάζοντας μάλιστα και την ζωή του γι’ αυτό. Ονομάστηκε ο πρώτος μετά τον Ένα και Απόστολος των Εθνών, λόγω των τεσσάρων μεγάλων αποστολικών περιοδειών του. Είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Ελλάδος. Συνέγραψε 14 επιστολές προς τις Εκκλησίες τις οποίες εκείνος ίδρυσε. Τη ζωή του με τις περιπέτειές του θα τα δει κανείς, αν μελετήσει τις Πράξεις των Αποστόλων, αλλά και τις 14 Επιστολές του στην Καινή Διαθήκη.

Ο Απόστολος Παύλος θέλει κάθε χριστιανός, όπως και ο ίδιος, να αισθάνεται και να λέει: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Προς Γαλάτας β΄ 20). Δηλαδή, δε ζω πλέον εγώ, ο παλαιός άνθρωπος, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός. Και ακόμα, «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Προς Κολασσαείς γ΄ 11). Να διευθύνει, δηλαδή, όλες τις εκδηλώσεις τις ανθρώπινης ζωής μας ο Χριστός. Ο Απόστολος Παύλος υπέστη μαρτυρικό θάνατο (χωρίς να είναι απόλυτα ιστορικά διασταυρωμένο) δι’ αποκεφαλισμού στη Ρώμη μεταξύ των ετών 64 - 67 μ.Χ.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.

Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοικαὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοιτῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατεεἰρήνην τῆ οἰκουμένῃ δωρήσασθαικαὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’Τοὺς ἀσφαλεῖς.

Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκαςτὴν κορυφὴν τῶν Μαθητῶν σου Κύριεπροσελάβου εἰς ἀπόλαυσιντῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιντοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατονἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσινὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.

Τετάρτη 7 Ιουλίου 2021

Ἡ Ἁγία Φεβρωνία ἡ Ὁσιομάρτυς ἡ πολύαθλος(25 Ἰουνίου)



Ἐκθαμβωτικὴ ἦταν ἡ σωματική της ὀμορφιά. Ἀλλὰ ἀκόμα περισσότερο ἔλαμπε ἡ ψυχή της, ἀνάμεσα στὶς μοναχὲς τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Μεσοποταμίας (στὴν πόλη τῆς Νισίβεως, ποὺ λέγεται Ἀντιόχεια τῆς Μυγδονίας καὶ βρισκόταν στὰ σύνορα τοῦ Βυζαντινοῦ καὶ Περσικοῦ κράτους).

 Ἀπὸ 17 χρονῶν ἡ Φεβρωνία πῆγε στὸ μοναστήρι, ὅπου ἡγουμένη ἦταν ἡ θεία της Βρυένη. Γρήγορα προσαρμόστηκε στοὺς κανόνες τῆς νέας ζωῆς, καὶ μάλιστα πάντα ἔβρισκε χρόνο νὰ μελετᾷ καὶ νὰ καλλιεργεῖ τὸ πνεῦμα της. Ἡ ζωή της ἦταν ἥσυχη. Ὅμως, κάποια μέρα ταράχθηκαν τὰ γαλήνια «νερά» τῆς ἡσυχίας της. Ἕνα σῶμα στρατιωτῶν ποὺ ἐξεδίωκε χριστιανούς, πέρασε ἀπὸ τὴν μονὴ τῆς Φεβρωνίας. Οἱ ἄλλες μοναχὲς πρόλαβαν καὶ ἔφυγαν μακριά. Ἡ Φεβρωνία, ἐπειδὴ ἦταν ἄῤῥωστη, δὲν μπόρεσε νὰ μετακινηθεῖ. Μαζί της ἔμειναν ἡ ἡγουμένη Βρυένη καὶ ἡ ἀδελφὴ Θωμαΐς. Οἱ στρατιῶτες, μόλις ἄντικρυσαν τὴν Φεβρωνία, ἔμειναν ἔκπληκτοι ἀπὸ τὴν ὀμορφιά της. Ἄφησαν, λοιπόν, τρεῖς ἄνδρες νὰ τὴν φρουροῦν καὶ οἱ ὑπόλοιποι γύρισαν καὶ τὸ ἀνέφεραν στὸν ἀρχηγό τους Σελῆνο (288 μ.Χ.). Αὐτὸς ἀμέσως διέταξε καὶ τὴν ἔφεραν μπροστά του, καὶ μὲ κάθε τρόπο τὴν πίεσε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Πρότεινε στὴ Φεβρωνία νὰ τὴν δώσει σύζυγο στὸν ἀνεψιό του Λυσίμαχο, ποὺ κοντά του θὰ γνώριζε μεγάλη δόξα. Ἡ Φεβρωνία, ὅμως, προτίμησε νὰ γίνει «τῆς μελλούσης ἀποκαλύπτεσθαι δόξης κοινωνός». Προτίμησε, δηλαδή, νὰ εἶναι συμμέτοχος τῆς δόξας ποὺ θὰ ἀποκαλυφθεῖ κατὰ τὴν δευτέρα παρουσία, καὶ μὲ περίσσιο θάῤῥος περιφρόνησε τὶς προτάσεις τοῦ Σελήνου, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τὴν βασάνισε, τελικὰ τὴν σκότωσε μὲ ξίφος.


Ἀπολυτίκιον.Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.

Ὡς τῆς ἀσκήσεως, ῥόδον ἡδύπνευστον, ὀσμὴν ἀθλήσεως, τῷ κόσμῳ ἔμπνευσας, εἰς ὀσμὴν μύρων τοῦ Χριστοῦ, δραμοῦσα ἀσχέτῳ, πόθῳ· ὅθεν ὡς παρθένον σε, καὶ Ὁσίαν καὶ Μάρτυρα, θαυμαστῶς ἐδόξασε, Φεβρωνία ὁ Κύριος· ᾧ πρέσβευε ὑπὲρ τῶν βοώντων· χαῖρε σεμνὴ Ὁσιομάρτυς.



Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Παρθενίας χάρισι, καῖ μαρτυρίου τῷ κάλλει, κοσμηθεῖσα ἔνδοξε, ὡς πανακήρατος νύμφη, ἔδραμες, λαμπαδηφόρος τῷ σῷ Νημφίῳ, ἔστεψαι, τῆς ἀφθαρσίας τῇ εὐπρεπείᾳ, καὶ πρεσβεύεις Φεβρωνία, ὑπὲρ τῶν πίστει ὑμνολογούντων σε.

Μεγαλυνάριον.

Χαίροις Φεβρωνία πανευκλεής, Ὁσίων ἡ δόξα, καὶ Μαρτύρων ἡ καλλονή· ἐν γὰρ ἀμφοτέροις, ἀθλήσασα νομίμως, εἰκότως καὶ βραβείων, διπλῶν ἠξίωσαι.

Τρίτη 6 Ιουλίου 2021

ΛΟΓΟΣ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ (ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ)


Ἀκόμα καὶ ἂν ὡμοίαζε ὁ λόγος μας μὲ ἐαρινὸν τραγούδι καλλικελάδου ἀηδόνος, πολὺ πτωχικὰ θὰ ἠδύνατο νὰ ὑμνήσῃ τὴν μεγάλην φωνὴν τῆς ἀληθείας ποὺ γεννᾶται σήμερον. Τώρα ὅμως ποὺ ἡ λαλιά μας εἶναι ἀσθενικὴ καὶ τὰ μάλα κακόφωνος, πῶς νὰ ὑμνήσῃ τὸν πιὸ δοξασμένον ἀπὸ ὅλους τοὺς προφήτας; Πῶς νὰ ψάλλῃ αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ τιμὴ καὶ ἡ δόξα τῶν Ἀποστόλων; Πῶς νὰ δοξολογήσῃ αὐτὸν ποὺ ἔχει μίαν ξέχωρον τιμὴν ἀνάμεσα εἰς τοὺς μάρτυρας; Ἐκεῖνο δὲ ποὺ μοῦ φαίνεται ἀξιοπρόσεκτον εἶναι τὸ ὅτι ὅσον ἀφορᾶ εἰς τοὺς ἄλλους ἁγίους, πλέκει ὁ εἷς τοῦ ἄλλου τὸ ἐγκώμιον, ὁ πιὸ ἀξιοτίμητος τοῦ πιὸ ἀναγνωρισμένου καὶ ὁ λιγότερο γνωστός του ὀλιγώτερον φημισμένου. Αὐτὸν ὅμως ποὺ τώρα ἐμεῖς ἐξυμνοῦμεν τὸν ἐγκωμίασε, πρὶν ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους ἐγκωμιαστάς του, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ Θεός, ἡ Ἀλήθεια, λέγοντας: «Δὲν ἔχει μέχρι σήμερον γεννηθεῖ μεγαλύτερος προφήτης ἀπὸ τὸν Ἰωάννην τὸν Βαπτιστήν» (Ματθ. ια´ 11).

Ἀφοῦ λοιπὸν τόσον πλουσίως καὶ ἀνυπερβλύτως ἔχει ἐπαινεθεῖ καὶ ἔχει ἐγκωμιαστεῖ ὁ μέγας Πρόδρομος ἀπὸ τὸν Ὕψιστον Θεὸν Λόγονἔχει τάχα ἀνάγκη ἀπὸ τὰ φτωχικά μας λόγιαἀγαπητοί μου ἀκροαταίὌχι βεβαίωςδὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὰ πτωχικά μας λόγια ὁ Τίμιος ΠρόδρομοςἘμεῖς ὅμως ἀποτολμᾶμε νὰ ποῦμε δύο λόγια γι᾿ αὐτόν, γιατὶ εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ τὸ πράξουμε ἀπὸ ὑπακοὴ εἰς τὸν πατέρα καὶ ἡγούμενό μας, ἐκτελώντας ὁπωσδήποτε τὴν ἐντολὴν ποὺ μᾶς ἔδωκε. Συγχρόνως ὅμως θὰ λάβωμεν ἁγιασμὸν καὶ χάριν καὶ μόνον ποὺ ὁ νοῦς μας θὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸν Τίμιον Πρόδρομον.

Ἐμπρὸς λοιπόν, ἂς ἑορτάσωμεν τὴν ἡμέραν. Ἂς πανηγυρίσωμεν τὸ γεγονός της γεννήσεώς του, ὄχι μόνον ὅσοι κατοικοῦν εἰς τὰ περίχωρα, ἀλλὰ καὶ ὅσοι περιτριγυρίζουν τὸν πνευματικὸν Ἰορδάνην. Ἂς εἰσέλθωμεν βαθιὰ εἰς τὸ νόημα αὐτοῦ του παραδόξου μυστηρίου. Ἂς γνωρίσωμεν αὐτὸ ποὺ τόσον ὑπερφυσικῶς γίνεται σήμερον. Ἂς ἐμβαθύνωμεν εἰς τὰ ὅσα ἔχουν συμβεῖ γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπον τοῦ Ζαχαρίου. Καὶ ἂς μὴν παραλείψωμεν νὰ ἀναφέρωμεν ὅλα ἐκεῖνα ποὺ διαδραματίστηκαν εἰς τὸ πρόσωπον τῆς Ἐλισάβετ. Πόσον μεγάλος ὑπῆρξε ὁ Πρόδρομος φαίνεται καὶ μόνον ἀπὸ τοὺς γονεῖς ποὺ εἶχε, γιατὶ οἱ γονεῖς του δὲν ὑπῆρξαν ἄσημοι ἀλλὰ πολὺ περιδοξοι καὶ ἐπιφανεῖς. Ὁ μὲν Ζαχαρίας ὡσὰν ἄλλος Ἀαρὼν καὶ εἰς τὴν ἡλικίαν καὶ εἰς τὸ ἀξίωμα, ἐνδεδυμένος τὴν Ἱερατικὴν στολήν -δηλαδὴ τὸ περιστήθιον, τὴν ἐπωμίδα, τὸν χιτώνα ποὺ ἔφτανε μέχρι τους ἀστραγάλους καὶ τὸν χιτώνα τὸν κροσσωτόν, τὸν διακριτικὸν σκοῦφον τῆς ἱερωσύνης καὶ τὴν ζώνην, ποὺ ἦσαν ὅλα καταστόλιστα μὲ χρυσάφι καὶ πολυτίμους λίθους καὶ ὑάκινθον καὶ βύσσον- εἰσῆλθε εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων νὰ ἱερουργήσῃ ἐπειδὴ ἐφημέρευε. Ἡ δὲ Ἐλισάβετ ὑπῆρξε ἴδια εἰς τὴν δόξαν μὲ τὴν Σάρραν καὶ μᾶλλον πιὸ δοξασμένη ἀπ᾿ αὐτήν, ὡς συγγενὴς τῆς Θεομήτορος. Αὐτὴ λοιπὸν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ χαριτώθηκε, ἂν καὶ ἦταν στείρα, νὰ γεννήσει ὄχι τὸν Ἰσαάκ, ποὺ ὀνομάστηκε δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Γεν. ιδ´ 14 καὶ Δαν. γ´ 35), ἀλλὰ τὸν Ἰωάννην ποὺ ἔγινε γνήσιος φίλος του Χριστοῦ. Ὦ ἄγονος μήτρα, ποὺ ἐκράτησες μέσα σου τέτοιον τέκνον! Ὦ ἄκαρπος μήτρα, ὅπου ἐκράτησες μέσα σου τέτοιο καρπερὸν στάχυ! Διὰ τοῦτο δὲν πρέπει νὰ διστάσωμεν νὰ ἀναφωνήσωμεν καὶ πάλιν πρὸς αὐτήν, μὲ καινὸν τώρα νόημα τὰ λόγια του μεγαλοφωνοτάτου Ἡσαΐου. «Γέμισε τὴν καρδίαν σου στείρα, μὲ εὐφροσύνην ἐσὺ ποὺ δὲν ἀπόκτησες παιδιά. Φώναξε μὲ ὅλη σου τὴν δύναμη ἐσὺ ποὺ δὲν δοκίμασες ὠδίνες τοκετοῦ «(Ἡσ. νδ´ 1), διότι ἔκανες νὰ ἀνθίσει ἀπὸ τὴν ἔρημον μήτρα σου ὁ Ἰωάννης, τὸ κρίνον τῆς ἁγνότητος, τὸ ρόδον ποὺ εὐωδιάζει ἀπὸ τὸ ἅγιον πνεῦμα, τὸ λιβάδι τῆς ἐγκρατείας, ποὺ μᾶς γεμίζει μὲ ἀγαθά, ἡ φωτοδότρα πηγὴ ποὺ λάμπει κατὰ τὴν φανέρωσίν του Χριστοῦ ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, ὁ Ἰωάννης, ὁ στρατιώτης τοῦ οὐρανίου βασιλέως, ποὺ ὁ ἴδιος τὸν ἐπέλεξε καὶ τὸν ὑπέδειξε εἰς τὸν λαόν του, ὁ ἄριστος νυμφαγωγὸς τῆς Ἐκκλησίας του Χριστοῦ πρὸς τὸν οὐράνιον Νυμφίον τῆς Χριστό, ὁ ἀκάματος κῆρυξ καὶ μάρτυς τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι ἡ μοναδικὴ Ἀλήθεια, ὁ Ἰωάννης, ὁ φλογερὸς κῆρυξ τῆς μετανοίας, ὁ σαρκωθεῖς ἄγγελος τοῦ Κυρίου, αὐτὸς ποὺ φανέρωσε σὲ ὅλους τὸν ἀμνόν, ποὺ θὰ σήκωνε πάνω του ὅλου του κόσμου τὶς ἁμαρτίες.

Καὶ δὲν θὰ μπορέσω μὲ ὅ,τι καὶ νὰ εἴπω νὰ ἀναφέρω ὅλας τὰς ἀρετάς τουἀκόμα καὶ ἐὰν ἀπαριθμήσω ὅλους τοὺς τίτλους ποὺ τοῦ ἔχουν δοθεῖΓιατὶ τοῦ ταιριάζουν πολλὰ ὀνόματα καὶ εἶναι κεκοσμημένος διὰ πολλῶν ἀρετῶν, μία καὶ αὐτὸς ἀξιώθηκε νὰ λάβει τὴν πιὸ μεγάλην χάριν ἀπ᾿ ὅλους ἐκείνους ποὺ σφράγισε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Τιμοῦμε βεβαίως καὶ τὴν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ προπάτορος Ἰσαάκ, τὸν ὁποῖον συνέλαβε καὶ γέννησε στὰ γηρατειά της ἡ Σάρρα καὶ γιὰ τὸν ὁποῖον εἶπε: «Ποῖος θὰ φέρει τὸ χαρμόσυνον μήνυμα εἰς τὸν Ἀβραὰμ καὶ θὰ τοῦ μηνύσει ὅτι ἡ Σάρρα θηλάζει βρέφος; (Γέν. κα´ 7), γεγονὸς ποὺ πανηγύρισε ὁ Ἀβραὰμ μὲ μεγάλο συμπόσιον τὴν ἡμέραν της ἀπογαλακτίσεώς του. Ἐπίσης τιμοῦμε καὶ τὴν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σαμψὼν ποὺ καὶ αὐτὸς χαρίστηκε στὸν Μανωὲ ἀπὸ στείρα μάνα, συμφώνως μὲ τὸ ξεχωριστὸν θέλημα καὶ τὴν ξεχωριστὴν χάριν τοῦ Θεοῦ (Ἰουδ. ιγ´ 14). Αὐτός, καθὼς λέγει ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν θὰ ἔπινε οἶνον καὶ οἰνοπνευματώδη ποτὰ καὶ δὲν θὰ ἔτρωγε τίποτε ἀκάθαρτον. Θὰ ἀναδεικνυόταν ἀκόμα ἀρχηγὸς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ γιὰ νὰ τὸν σώσει ἀπὸ τοὺς ἀλλοφύλους ἐχθρούς του. Τέλος, παραλείποντες καὶ ἄλλων ἁγίων σχετικὰς περιπτώσεις, θὰ ἀναφερθῶ εἰς τὸν προφήτην Σαμουήλ, τὸν ὁποῖον γέννησε ἡ πολυδοξασμένη Ἄννα μὲ τὸν Ἐλκανὰ καὶ τὸν ἀφιέρωσε ἀπὸ βρέφος εἰς τὸν Θεόν.

Ἀλλὰ ὅλοι αὐτοὶ δὲν φτάνουνἀγαπητοί μοιτὸ μεγαλεῖον τοῦ ἸωάννουΓιατὶ ἄλλοι ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔζησαν πρὸ τῆς παραδόσεως τοῦ γραπτοῦ Νόμου καὶ ἄλλοι μετὰ ἀπὸ αὐτήν. Ὁ Ἰωάννης ὅμως, ὁ υἱὸς τοῦ ἱερέως Ζαχαρίου καὶ τῆς ἀξιοθαυμάστου Ἐλισάβετ, ἀνθὸς ποὺ ἐστόλισε τὴν εἴσοδον τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν κόσμον, φύτρωσε καὶ ἄνθισε εἰς τὸ μεσοδιάστημα τοῦ Νόμου καὶ τῆς Χάριτος. Ἀνέτειλε ὁ νοητὸς ἀστήρ, προαναγγέλλων τὴν ἀνατολὴν τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης. Προέτρεξε ὁ στρατιώτης, κηρύσσων τὴν ἔλευσιν τοῦ βασιλέως ὁλοκλήρου της κτίσεως. Ἦλθε ὁ ὁδηγὸς τῆς Νύμφης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, διαλαλώντας τὴν ἐπικειμένην παρουσίαν τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ. Καὶ οἱ μὲν ἄλλοι προφῆται προεφήτευσαν ἢ ἐθαυματούργησαν ἀρκετὰ χρόνια μετὰ τὴν γέννησίν τους, ὁ Τίμιος Πρόδρομος ὅμως πληρώθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἀνεδείχθη θαυματουργὸς ἐνόσῳ ἀκόμα εὐρίσκετο εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός του.

Θὰ κάνω λοιπὸν μίαν παρομοίωσιν διὰ νὰ δείξω τὴν μεγαλοπρέπειαν τῆς μορφῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ὅπως ἕνας βασιλεύς, ποὺ ἐξέρχεται μετὰ πομπῆς καὶ βασιλικῆς μεγαλοπρεπείας ἀπὸ τὰ ἀνάκτορά του, ἔχει ῥαβδούχους καὶ ἄλλους ποὺ προπορεύονται μὲ σκῆπτρα, κατόπιν ὑπάτους, ὑπάρχους καὶ ταξιάρχους, τελευταίως δὲ ἔρχεται ἕνας ἀξιωματικὸς μὲ πολὺ μεγάλον βαθμὸν καὶ μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸν ἀμέσως ἐμφανίζεται ὁ βασιλεύς, ἀστράφτων μέσα εἰς τὸν χρυσὸν καὶ τοὺς πολυτίμους λίθους, τὸ ἴδιον φανταστεῖτε ὅτι συνέβη καὶ μὲ τὸν ἀληθινὸν καὶ μόνον βασιλέα ὁλοκλήρου της κτίσεως, τὸν Χριστὸν καὶ Θεόν μας. Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἔλθη ὁ Χριστὸς εἰς τὸν κόσμον ὡς ἄνθρωπος, ἐπροπορεύθησαν οἱ πατριάρχες, ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Ἰακώβ. Ἔπειτα ὁ Μωϋσῆς, ποὺ ἠξιώθη νὰ φανερώσει τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ὁ Ἀαρῶν καὶ ὁ Σαμουὴλ καὶ ὅλος ὁ χορὸς τῶν ἁγίων προφητῶν.

Τελευταῖος δὲ ἀπὸ ὅλους ἐμφανίστηκε ὁ Ἰωάννης καὶ ἀμέσως μετὰ ὁ Δεσπότης μας Χριστόςγιὰ τὸν ὁποῖον ὁ Ἰωάννης εἶπε: «Αὐτὸς ποὺ ἔρχεται μετὰ ἀπὸ ἐμέναεἶναι ἀνώτερός μουγιατὶ ὑπῆρξε πρὶν ἀπὸ μένα» (Ἰωα´ 15). Ἔτσι ἀποδείχτηκε ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἂν καὶ τελευταῖος εἰς τὴν παράταξιν, πρῶτος εἰς τὴν ἀξίαν καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀκόμα τους Προφήτας καὶ τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους ἁγίους σπουδαιότερος, σύμφωνα μὲ ὅσα κήρυξε ὁ ἀληθινὸς Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός. Καὶ εἶναι περισσότερον τετιμημένος, γιατὶ ἦταν τελευταῖος ἀπὸ τοὺς προφήτας καὶ πρῶτος ἀπὸ τοὺς ἁγίους της ἐποχῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Ἀναπτύσσοντας λοιπὸν τὴν ἱστορίαὅπως ἀναφέρεται εἰς τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιονἂς ἀκούσωμεν τί ἦταν ἐκεῖνα ποὺ ὁ Γαβριὴλ εἶπε εἰς τὸν Ζαχαρία«Φανερώθηκε σ᾿ αὐτόν», λέγει, «ἄγγελος Κυρίου καὶ παραστάθηκε δεξιὰ ἀπὸ τὴν Τράπεζαν ὅπου ἔκαιγαν τὸ θυμίαμα καὶ μόλις τὸν εἶδε ὁ Ζαχαρίας ταράχτηκε καὶ φοβήθηκε πολύ» (Λουκ. α´ 11-12). Γιατὶ ἦταν πολὺ σεβασμία καὶ ἱερὰ ἡ ὀπτασία καὶ φοβερὸς ὁ τόπος ὅπου συνέβη τὸ γεγονός. Γιατὶ λέγει ἡ Ἁγία Γραφή: «Πόσον φοβερὸς εἶναι αὐτὸς ὁ τόπος! Αὐτὸς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλον, παρὰ ἡ ἴδια κατοικία τοῦ Θεοῦ» (Γέν. κη´ 17). Καὶ δὲν εἶναι περίεργον τὸ ὅτι ὁ ἱερεύς, ἂν καὶ ἦταν δίκαιος, ἐταράχθη καὶ ἐκυριεύθη ἀπὸ φόβον, ἀφοῦ τὸ ἴδιον συνέβη καὶ μὲ τὸν Δανιὴλ τὸν «ἄνθρωπον τῶν ἐπιθυμιῶν» (Δαν. ι´ 8), ποὺ βλέποντας τὸν ἄγγελον θαμπώθηκε καὶ ἔμεινε ἄφωνος καὶ ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, ἀπό του ἀγγέλου τὴν ὑπέρμετρον καὶ ἀσύγκριτον λαμπρότητα. «Ἐφάνη» λέγει, «σ᾿ αὐτὸν ἄγγελος Κυρίου».

Τί ἔχουν νὰ μᾶς εἴπουν γι᾿ αὐτὸ οἱ μισοχριστιανοὶ ποὺ δὲν ἱστοροῦν εἰκόνες τῶν ἁγίων ἀγγέλωνἊν ποτὲ ἔχει φανερωθεῖ ἄγγελος σὲ ἄνθρωποτότε ἔχει καὶ ζωγραφιστεῖ ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἐφανερώθη καὶ ὄχι μὲ μορφὴ διαφορετικήΚαὶ ἐφανερώθη μὲ τὴν ἰδίαν ἀκριβῶς μορφὴν ποὺ παρουσιάστηκαν παλαιὰ εἰς τὸν Μωϋσῆν, εἰς τὸ ὅρος Σινᾶ, τὰ Χερουβεὶμ ποὺ περιστοιχίζουν τὸ ἱλαστήριον τῆς κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης. Ἐὰν λοιπὸν αὐτὸ ποὺ οὔτε σῶμα οὔτε ὑλικὴ μορφὴ ἔχει δύναται νὰ περιγραφεῖ - συμφώνως μὲ τὴν μορφὴν ποὺ ἐφανερώθη - πῶς δὲν θὰ ἠδυνάμεθα νὰ ἱστορήσωμεν εἰκόνα γιὰ κάτι ποὺ καὶ σῶμα ἔχει καὶ ὑλικὴν μορφὴν καὶ προσλαμβάνει διάφορα χρώματα καὶ ψηλαφιέται ὡς τρισδιάστατον ἀντικείμενον, ὅπως εἶναι καὶ ἡ μορφὴ τοῦ Σωτῆρος μας, ὥστε μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον νὰ κάνουμε ὁλοφάνερον τὴν σάρκωσίν του, γεγονὸς ποὺ πρέπει νὰ μένει ἔξω ἀπὸ κάθε φαντασίαν; Ἂς μὴ νομίσουν λοιπὸν οἱ ἄφρονες ὅτι, ζωγραφίζοντας τὴν μορφὴν τοῦ Χριστοῦ, ἀπεικονίζουμε ταυτοχρόνως καὶ τὴν θεότητά του, ἡ ὁποία δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ, οὔτε νὰ κατανοηθεῖ ἢ νὰ περικλειστεῖ, οὔτε νὰ λάβει σχῆμα, οὔτε θέσιν, οὔτε ἔκτασιν, οὔτε μέγεθος, οὔτε κανένα ἄλλο γνώρισμα, ἀπ᾿ ὅσα εἶναι δυνατὸν νὰ περιγραφοῦν. Γιατὶ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρος καὶ ἀκατάληπτος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν ἱστοροῦμε τὴν εἰκόνα του Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸ νὰ περιγράφουμε τὴν μορφή του δὲν περιγράφουμε συγχρόνως καὶ τὴν ψυχήν του ποὺ εἶναι ἄϋλος καὶ ἄμορφος - αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον - ἀλλὰ ἀποδίδουμε χωριστὰ καὶ ξεκάθαρα εἰς τὸ ἄυλον καὶ εἰς τὸ ὑλικὸν αὐτὸ ποῦ τοῦ ἁρμόζει. Δηλαδὴ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν περιγράφεται, δὲν τὴν ἀπεικονίζουμε. Εἰκονίζουμε ὅμως τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ δύναται νὰ περιγραφεῖ, συμφώνως μὲ ὅσα στοιχεῖα μᾶς δίδει τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον.

Ἀλλὰ ἂς ἐπιστρέψωμεν εἰς τὸ θέμα μας. «Καὶ τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος: Μὴν φοβᾶσαι Ζαχαρία, γιατί ὁ Θεὸς δέχτηκε τὴν προσευχὴν σοὺ «(Λουκ. α´ 13). Ἀμέσως μὲ τὴν διαβεβαίωσιν αὐτὴ τοῦ ἐδίωξε τὸν φόβον, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ κάθε ἀγγελικὴν ὀπτασίαν. Μετὰ δηλαδὴ ἀπὸ τὸν φόβον ποὺ προκαλεῖ ἡ ἐμφάνισις τοῦ ἀγγέλου, ἀφαιρεῖται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον ἡ δειλία. Ἐνῶ γίνεται ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετον ὅταν ἐμφανίζεται ὁ διάβολος. Δηλαδὴ εἰς τὴν ἀρχὴν ὁ ἄνθρωπος ποῦ τὸν δέχεται εἶναι χαρούμενος καὶ θαρραλέος, μετὰ ὅμως ἀπὸ λίγο γεμίζει ταραχὴν καὶ φόβον. «Μὴν φοβᾶσαι», εἶπε, «Ζαχαρία, γιατὶ ὁ Θεὸς δέχτηκε τὴν προσευχήν σου καὶ ἡ γυναίκα σου ἡ Ἐλισάβετ θὰ φέρει εἰς τὸν κόσμον ἕναν υἱόν» (Λουκ. α´ 18). Ὢ ἀξιοεπιθύμητον καὶ θεόσδοτον παράγγελμα, σύμφωνον μὲ τὴν ἐπιθυμίαν τους! Ὢ ἀγγελοφερμένη ὑπόσχεσις, ποὺ εἶσαι καρπὸς τόσων ἐπιμόνων προσευχῶν! Κατάφερε ὁ Ζαχαρίας νὰ κερδίσει ἐκεῖνο ποὺ ἡ ψυχή του ἐπιθυμοῦσε! Ἐπέτυχε ἐκεῖνο διὰ τὸ ὁποῖον παρακαλοῦσε μὲ θέρμιν! Εὗρε ἐκεῖνο ποὺ ζητοῦσε. Εὗρε, ὄχι ἀπὸ φυσικὴν συνάφειαν ἀλλὰ ἀπὸ καρποφόρον προσευχὴν τὴν ἀνανέωσιν τῆς ἀγόνου μήτρας καὶ τὴν ἱκανοποίησιν τῆς λαχτάρας της νὰ τεκνοποιήσει. Διότι ἡ στείρωσίς της δὲν ἦταν βεβαίως ἐπιτίμιον καὶ ἄρα τοῦ Θεοῦ - μὴν πάει ἐκεῖ ὁ νοῦς σας - ἀλλὰ ἦταν προφητικὴ ἐξαγγελία μεγάλου μυστηρίου.

Ἔχω τὴν ἐντύπωσιν ὅτιἂν καὶ ὁ Ζαχαρίας εἶχε παραδοθεῖ εἰς ἔντονον προσευχὴν καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸν νὰ λύσει τὴν στείρωσιν τῆς Ἐλισάβετδὲν εἰσηκούσθη ἀμέσως ὑπό του Θεοῦδιότι δὲν εἶχε ἔλθει ἀκόμα ὁ κατάλληλος καιρόςΔὲν εἶχε φθάσει ἀκόμα ἡ ἐποχὴ ποὺ ὁ Χριστὸς θὰ ἐσαρκοῦτο. Τότε μόνον νὰ ἐλπίζεις ὅτι θὰ ἀποκτήσεις τέκνον, Ζαχαρία, ὅταν ἔλθει εἰς τὴν γῆν Ἐκεῖνος ποὺ χρόνια προσδοκοῦν καὶ περιμένουν τὰ ἔθνη. Τότε νὰ περιμένεις πὼς ἡ Ἐλισάβετ θὰ πάψει νὰ εἶναι στείρα, ὅταν ἔλθει ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἡ ἐλπὶς τῆς οἰκουμένης. Ἐπειδὴ ὅμως ἦλθε πλέον αὐτὴ ἡ ὥρα, δέξου μὲ τὴν προαγγελία τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ τῆς καρδίας σου τὸ ποθούμενον. Ὡς ἄλλος ἀετὸς ξαναπάρε τὸ νεανικόν σου σφρίγος (Ψαλμ. ρβ´ 5). «Γνώρισε», εἶπε ὁ ἄγγελος, «τὴν σύζυγόν σου. Διότι ἔγινε δεκτὴ ἡ προσευχή σου καὶ ἡ γυνὴ σοὺ Ἐλισάβετ, θὰ σοῦ γεννήσει ἕναν υἱὸν καὶ θὰ τοῦ δώσεις τὸ ὄνομα Ἰωάννης». Φανέρωσε ἔτσι ὁ ἄγγελος καὶ τὸ ὄνομα ποῦ θὰ ἐλάμβανε τὸ παιδί, ὄνομα ποὺ καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἐτυμολογίαν του φανερώνει ὅτι τὸ παιδὶ θὰ ἦταν οὐρανόσταλτο.

Εἶπε δὲ ὁ Ζαχαρίας εἰς τὸν ἄγγελον γιατὶ ὁμιλεῖ μὲ τὸν ἄγγελον μὲ θάρρος ὡς ἴσον πρὸς ἴσο «Πῶς θὰ βεβαιωθῶ γι᾿ αὐτό, ἀφοῦ ἐγὼ εἶμαι γέρων καὶ ἡ γυνή μου προκεχωρημένη εἰς τὴν ἡλικίαν;». (Λουκ. α´ 18). Η ἀπόδειξις ποὺ χωρὶς ἰδιαιτέραν σκέψιν ζήτησε, γιὰ τὸν τρόπον ποὺ θὰ γινόταν πατέρας, τοῦ προσάπτει ὡς ἱερέα τὸ ἁμάρτημα τῆς ἀπιστίας. Αὐτὴ ἡ ἐρώτησις ὅμως δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀπιστίαν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀνάγκην ἐξακριβώσεως τῆς ἀληθείας. Ἔπαθε ἔτσι καὶ ὁ Ζαχαρίας τὸ ἴδιον μὲ τὸν Ἀπόστολον Θωμᾶν. Γιατὶ δὲν ἦταν δικαιολογημένον, προφήτης αὐτὸς καὶ γνώστης τῶν θείων πραγμάτων, νὰ ἀγνοεῖ ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ἀνακαινίσει τὴν φύσιν, νὰ ξανανιώσει τὰ γηρατειά, νὰ βγάλει ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο τὸν ἄνθρωπον, νὰ εὕρει λύσεις εἰς τὰ προβλήματα, ὅπως ἄλλωστε συνέβη μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὴν Σάρρα, μὲ τὴν Σωμανίτιδα καὶ μὲ τόσες ἄλλες ἀνάλογες περιπτώσεις, ποὺ ἔδειξε τὴν θαυματουργικήν του δύναμιν. Ἀλλὰ ὅμως ἐπειδὴ οἱ χαρούμενες ἀγγελίες, ποὺ μηνύουν τὴν πραγματοποίησιν τῶν μεγάλων καὶ ἀσυνηθίστων προσδοκιῶν τῆς ψυχῆς, ὅταν ἀκουστοῦν ἀπροσδόκητα καὶ ξαφνικὰ φέρνουν συνήθως ταραχήν, γι᾿ αὐτὸ καὶ τώρα ὁ Ζαχαρίας, ἐπειδὴ ἐταράχθη, τηρεῖ ἐπιφυλακτικὴν στάσιν. Καὶ αὐτὸ νομίζω ὅτι τὸ κάνει ἕνεκα ὄχι τῆς ἀπιστίας του, ἀλλὰ γιατὶ βιάζεται νὰ φτάσει εἰς τὴν ἀναμφισβήτητον καὶ ἀδιάσειστον βεβαιότητα. Καὶ ἀμέσως ὡς νὰ ἐκυριεύθη ἀπὸ ἀφόρητον χαράν, φωνάζει πρὸς τὸν ἄγγελον καὶ λέγει: «Πῶς θὰ βεβαιωθῶ γι᾿ αὐτὸ ποὺ μοῦ λέγεις;» Μήπως παραλογίζεσαι; Μὴν καὶ δὲν βγοῦν ἀληθινὰ αὐτὰ ποὺ μοῦ ἀναγγέλεις; Δός μου ἐπίσημον διαβεβαίωσιν, δός μου χειροπιαστὴν ἀπόδειξιν, ὅπως παλαιότερον ἔδωκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἀβραὰμ τὸ σημεῖον της περιτομῆς, παρέχοντας εἰς αὐτὸν τὴν διαβεβαίωσιν ὅτι θὰ καταστεῖ πατὴρ πολλῶν ἐθνῶν καὶ ὅτι θὰ γεννηθοῦν ἀπὸ τὴν γενεὰν πολλοὶ βασιλεῖς. Καὶ ὅπως διαβεβαίωσε πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν Νῶε μὲ τὸ σημεῖον τοῦ οὐρανίου τόξου, ὅτι δηλαδὴ δὲν θὰ καταστρέψει μὲ κατακλυσμὸν τὴν γῆν. Ἀκόμα ὅπως ἔκανε τὴν ῥάβδον τοῦ Μωϋσῆ νὰ λάβει μορφὴν ὄφεως καὶ νὰ ξαναγίνει ἀμέσως καὶ πάλιν ράβδος, διὰ νὰ πιστεύσουν μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον οἱ Αἰγύπτιοι ὅτι του ἐφανερώθη ὁ Θεός. Καὶ ἀποκρίθηκε ὁ ἄγγελος καὶ τοῦ εἶπε: «Νὰ τὸ σημεῖον ποὺ ζητᾶς· θὰ χάσεις τὴν λαλιάν σου καὶ δὲν θὰ μπορεῖς πλέον νὰ ἐκφέρεις λόγον , διότι δὲν πίστεψες εἰς τοὺς λόγους μου» - ἐννοεῖται βεβαίως γιατί δὲν πίστεψε ἁπλῶς καὶ ἀνεξετάστως - «ποὺ θὰ ἐκπληρωθοῦν ὅταν φτάσει ὁ κατάλληλος καιρός». Ἔλαβε λοιπὸν τὴν κατάλληλον διὰ τὴν περίστασιν ἀπόδειξιν, ποὺ ζητοῦσε ὁ Ζαχαρίας, δηλαδὴ τὴν σιγὴν τῆς φωνῆς του, μίας φωνῆς ποὺ κάποτε θὰ σταματοῦσε γιὰ πάντα μπροστὰ στὴν ζωντανὴ καὶ σαρκωμένη φωνή, τὸν Πρόδρομον ποὺ θὰ γεννιόταν ἀπ᾿ αὐτόν. Καὶ ἐνῶ ἔμεινε μὲ σφραγισμένο τὸ στόμα συνέχισε νὰ ὑμνεῖ, μὲ μυστικὴν πιὰ φωνὴν τὸν Δωρητὴν τοῦ παιδίου, ποὺ ἔμελλε νὰ γεννηθεῖ.

Ὅταν ἐξῆλθελέγει ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστήςἐκ τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ, «δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ ὁμιλήσειΚαὶ ἀπ᾿ αὐτὸ κατάλαβαν οἱ ἄλλοι ὅτι εἶχε δεῖ κάποιο ὅραμα εἰς τὸ ἱερόν, ἐνῶ ὁ ἴδιος προσπαθοῦσε νὰ ἐξηγήσει μὲ νοήματα καὶ παρέμενε βωβός» (Λουκ. α´ 22). Καὶ ἔμεινε κωφὸς καὶ ἄλαλος, τὸ πρῶτον διὰ νὰ μὴν δέχεται ἐρωτήσεις, γιατὶ ἀλλιῶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὴν πληροφορήσει τοὺς ἄλλους διὰ τὸ ὅραμα. Ἔπειτα δὲ ἐπειδὴ κατὰ κάποιον τρόπον εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὰς αἰσθήσεις του καὶ καθὼς ἔμεινε κατάπληκτος καὶ ἐμβρόντητος ἀπὸ τὸ ὅραμα ποῦ ἐξακολουθοῦσε νὰ τὸ ζεῖ τόσο βαθιὰ μέσα του, δὲν ἠμποροῦσε νὰ δώσει προσοχὴ στὰ κούφια λόγια τῶν ἄλλων. Ἡ σιωπὴ λοιπὸν δὲν εἶχε κανένα ἄλλον νόημα, παρὰ ἦταν μόνον μία προφητεία, ποὺ προεδήλωνε ὅτι θὰ γινόταν πατὴρ προφήτου. Καὶ αὐτὸ ἦταν ἴσως καὶ σημεῖον τοῦ τέλους τῆς λατρείας τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ἀλλὰ καὶ σημεῖον της ἀνατολῆς τῆς ἐποχῆς τῆς Χάριτος, ποὺ θὰ ἄρχιζε μὲ τὸ γεγονὸς τῆς γεννήσεως τοῦ Ἰωάννου.
Προσπερνώντας ὅμως τὰ ἄλλα σημεῖα ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ θέμα μας - γιατί δὲν εἶναι οὔτε τῆς ἡμέρας, οὔτε τῆς δυνατότητός μας - ἂς ἔλθουμε ἀμέσως σ᾿ αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ἄμεσα. Καὶ συνέβη, ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστής, τὸ ἑξῆς: «Μόλις ἤκουσε ἡ Ἐλισάβετ τὸν χαιρετισμὸν τῆς Μαρίας, ἐσκίρτησε ἀπὸ χαρὰ μέσα εἰς τὴν κοιλίαν τῆς τὸ βρέφος» (Λουκ. α´ 41). Ὦ Ἰωάννη, μακαριστὸν βρέφος, ἀκοίμητον ἔμβρυον! Ἐνῶ ἀκόμα βρισκόσουν εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός σου, πῶς ἔνοιωσες τί γίνεται εἰς τὸν κόσμον; Ἐνῶ ἀκόμα δὲν εἶχες τελειωθεῖ πῶς παρουσιάζεσαι ὑπερτέλειος; Πῶς ἕξι μόλις μηνῶν ἔμβρυον, ἐξεφράσθης ὡς σοφὸς γέρων; Πῶς χωρὶς ἀκόμα νὰ μπορεῖς νὰ διανοηθεῖς ἐφάνης τόσον συνετός; Πῶς ὁμίλησες μὲ τόσην εὐφράδειαν, ἐνῶ ἀκόμα δὲν μποροῦσες νὰ ἀρθρώσεις λέξιν; Λέγε μας, λοιπόν, πῶς ἐνῶ βρισκόσουν ἀκόμα εἰς τὴν σκοτεινὴν χώραν τῶν μητρικῶν σπλάγχνων, χωρὶς νὰ βλέπεις, χωρὶς νὰ ἀκοῦς, χωρὶς νὰ ἔχεις ἀρθρώσει ἀκόμα μίαν λέξιν, χωρὶς νὰ ἔχεις κάνει ἀκόμα οὔτε ἕνα βῆμα, χωρὶς νὰ ἔχει ἀκόμα διαφανεῖ τὸ πρῶτον χαριτωμένο παιδικὸν χαμόγελο, πῶς βλέπεις τόσον καθαρὰ ὅσα δὲν ἠμποροῦν νὰ ἴδουν οἱ ἄνθρωποι; Πῶς ἔχεις μίαν τόσο σοφὴν γνῶσιν; Πῶς θεολογεῖς; Πῶς σκιρτᾶς χαρούμενα; Γιατί χαίρεσαι τόσον πολύ; Ἀπάντησέ μας, ἀπάντησέ μας πανθαύμαστε!
Μεγάλο, λέγει, τὸ μυστήριον ποὺ συντελεῖται καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸ συλλάβει ἀνθρώπινος νοῦς αὐτὸ ποὺ διαδραματίζεται. Ἂν καὶ εἶμαι ἁπλοῦς ἄνθρωπος ἐπιτελῶ παράδοξα πράγματα, διὰ νὰ φανερώσω. Ἐκεῖνον ποὺ πρόκειται ὡς θεάνθρωπος νὰ ὑπερβεῖ τοὺς ὅρους τῆς φύσεως. Βλέπω παρότι εἶμαι ἀκόμα ἔμβρυον, γιατὶ αἰσθάνομαι κοντά μου νὰ κυοφορεῖται ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης. Ἔχω τὴν δυνατότητα νὰ ἀκούω ἐπειδὴ γνωρίζω πολὺ καλὰ τὰ πάντα καὶ ἐπειδὴ γεννῶμαι γιὰ νὰ εἶμαι ἡ φωνὴ τοῦ Λόγου του Θεοῦ. Κράζω μὲ ὅλην μου τὴν δύναμιν, γιατὶ νιώθω νὰ σαρκοῦται ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Πατρός. Σκιρτῶ, γιατὶ αἰσθάνομαι νὰ λαμβάνει ἀνθρωπίνην μορφὴν ὁ Ποιητὴς ἁπάσης τῆς κτίσεως. Χαίρομαι μὲ ὅλην μου τὴν ψυχήν, ἐπειδὴ σκέπτομαι ὅτι σαρκώνεται ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου. Σᾶς ἀναγγέλω τὴν ὥραν ποὺ ὁ Θεὸς ἔρχεται ὡς ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. Τρέχω μπροστά, προτοῦ φτάσῃ Ἐκεῖνος ἀνάμεσά σας, ὡς κορυφαῖος του δοξολογικοῦ χοροῦ σας καὶ σὰν τὸν Δαυὶδ λοιπὸν σοῦ προαναγγέλω προφητικά: Ἀρχίστε τὸ τραγούδι, λάβετε καλόηχον τύμπανον, ψαλτήριον καὶ κιθάρα. Τραγουδήσατε, ψάλλατε γι᾿ Αὐτόν, ὑμνήσατε ὅλον του τὸ μεγαλεῖον ποὺ εὑρίσκεται εἰς ὅσα θαυμάσια ἐπιτελεῖ.

Ἄρα λοιπὸν Ἰωάννηἠγέρθης πάνω ἀπὸ τὰ ἐπίγεια καὶ ἠξιώθης νὰ ἀντικρύσεις τὰ οὐράνιαΞεπέρασες καὶ αὐτὲς τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις ποὺ ὑπῆρχαν πρὶν ἀπὸ τὴν δημιουργίαν τοῦ ὁρατοῦ κόσμουΠῶς λοιπὸν τιμήθηκες μὲ τὸ ἀξίωμα τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτωνἐνῷ δὲν ἐπλάσθης ἄγγελοςΚαὶ πῶς ἀγέννητος ἀκόμαμᾶς ἐμήνυσες καὶ μᾶς προανήγγειλες μὲ ἄμεσον θεϊκὴν ἔμπνευσιν ἐκεῖνο ποὺ γιὰ τοὺς ἀγγέλους ἀκόμα ἦταν ἄγνωστον καὶ ἀδίδακτον;

Δὲν προσπάθησα νὰ ἀνέβω σὲ φανταστικὰ ὕψη. Οὔτε περπάτησα ἐπάνω εἰς τὰ σύννεφα, οὔτε ξεπέρασα τοὺς οὐρανούς, οὔτε ἀνέβηκα ὑψηλότερον ἀπὸ τὰς τάξεις τῶν φλογερῶν καὶ ἀσωμάτων ἀγγέλων. Κανένας ἂς μὴν φανταστεῖ κάτι τέτοιο. Ἀλλὰ μάθετε ὅτι Αὐτὸς ποὺ εὑρίσκεται ἐπανω ἀπ᾿ ὅλα καὶ μένει εἰς τοὺς Πατρικοὺς κόλπους μαζὶ μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, χωρὶς νὰ χωριστεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα διέφυγε τὴν προσοχὴν - καὶ αὐτῶν ἀκόμα τῶν πυρίνων λειτουργῶν του - καὶ εἰσῆλθε εἰς τὴν μήτραν τῆς «ἀειπαρθένου» Μαρίας, σὰν σὲ ἄλλο οὐρανό. Αὐτὸς λοιπόν, μοῦ ἐφανερώθη καὶ μὲ ἐμύησε σὲ αὐτὰ τὰ θεϊκὰ μυστήρια. Εἶμαι λοιπὸν κῆρυξ τοῦ βρέφους. Διαλαλῶ ὅτι «γεννήθηκε παιδὶ γιὰ χάρη μας καὶ μᾶς ἐδόθη ὡς δῶρον Αὐτὸς ποὺ εἶναι ὁ προαιώνιος Θεός», ὅπως λέγει καὶ ὁ μεγάλος προφήτης Ἡσαΐας (Ἡσ. θ´ 6) . Ἐγεννήθην ἀπὸ μήτρα στείρα, διότι πρόκειται νὰ γεννηθῇ παιδὶ ἀπὸ μάνα παρθένο.

Πόσον ὑπερφυσικὰ πράγματα, πόσον παράδοξα θαύματα εἶναι αὐτά, ποῦ χαρούμενά μας μηνύει σήμερον τὸ ἀγέννητον ἀκόμα βρέφος! Πόσον πρωτοφανῆ μηνύματα θεολογώντας μας προανήγγειλε ὁ υἱὸς τῆς Ἐλισάβετ; Σκίρτησε ἀπὸ χαρὰ λοιπὸν ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη, ψάλε καὶ ὕμνησε Ἐκκλησία, τὰ προεόρτια πανηγυρίζοντας, πρὶν ἀπὸ τὴν Γέννησίν του Χριστοῦ, τὰ γενέθλια τοῦ Ἰωάννου. Γέμισε ἀπὸ χαρὰν ὁλόκληρη ἡ κτίσις, καθὼς δέχεσαι τὸν κήρυκα τῆς Σαρκώσεως τοῦ βασιλέως τῶν πάντων. Μακαριστὲ Ἰωάννη, ποὺ εἶσαι μεγαλύτερος ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς ἐνδοξοτέρους προφήτας, ὁ ἐπιφανέστερος τῶν ἀποστόλων, ὁ πιὸ ἀξιοτίμητος ἀπ᾿ ὅλους τοὺς μεγαλομάρτυρας, ὁ κεκοσμημένος μὲ θεῖα κάλλη ἀρχηγὸς τῶν ἐρημιτῶν, ὁ ἠγαπημένος φίλος τοῦ παγκάλου Νυμφίου, ὁ ἡτοιμασμένος λύχνος ὅπου λάμπει τὸ φῶς ἐκεῖνο, ποὺ μὲ λόγια δὲν ἠμπορεῖ νὰ περιγραφῇ, ὁ ἔμπιστος κῆρυξ τοῦ ἀμώμου Ἀμνοῦ, ὁ προσεκτικὸς ἀκροατὴς τῆς πατρικῆς φωνῆς, ὁ φημισμένος Βαπτιστὴς τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀτρόμητος ἔλεγχος τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἡρώδου, ὁ προάγγελος τῆς ζωῆς γιὰ ὅσους εὐρίσκοντο εἰς τὸν Ἅδην, ἡ σάλπιγξ ποὺ σημαίνει τὰ θεϊκὰ προστάγματα εἰς τὴν οἰκουμένην, μίλησέ μας καὶ τώρα ἀπὸ τὸν οὐρανό, μὲ τὰς ἱερὰς πρεσβείας σου καὶ τὰς εὐχὰς τοῦ μακαριστοῦ πνευματικοῦ πατρός μου καὶ δεῖξον τὴν εὐμένειάν σου εἰς τὸν λαὸν καὶ εἰς τὸ μικρόν σου ποίμνιον ποὺ σὲ ὑμνεῖ, συγχωρῶν ταυτοχρόνως τὸ τολμηρὸν ἐγχείρημα ἑνὸς πτωχοῦ, ποὺ σοῦ τὸ προσφέρει ὄχι ὡς δῶρον, ἀλλ᾿ ὡς ταπεινὸν χρέος καὶ φόρον ποὺ ὀφείλεται ἀπὸ τιποτένιον δοῦλον, ποὺ προσφέρεται ὅμως μὲ πόθον ψυχῆς. Εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν πρέπει ἡ δόξα, ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνησις, καθὼς καὶ εἰς τὸν Παντοκράτορα Πατέρα καὶ εἰς τὸ Πανάγιον Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Γενέσιον τοῦ Τιμίου ἐνδόξου Προφήτου, Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου (24 Ιουνίου).

 

Ἡ Ἐκκλησία, τρία μόνο Γενέθλια τιμᾶ καὶ ἑορτάζει:

α. τοῦ Δεσπότου καὶ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ,|
β. τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καὶ
γ. τοῦ Τιμίου Προδρόμου.

Τὰ γεγονότα  τῆς γεννήσεως τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὸ α’ κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου του.


Γράφει, λοιπόν, ὅτι στὶς ἡμέρες τοῦ βασιλέως Ἡρώδη ἐζοῦσε στὴν Ἰουδαία κάποιος ἱερέας ποὺ λεγόταν Ζαχαρίας. Εἶχε σύζυγό του τὴν Ἐλισάβετ, ἡ ὁποία ἦταν ἀπόγονος τοῦ Προφήτου Ἀαρών. Ἦσαν καὶ οἱ δύο ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καὶ ἐζοῦσαν μὲ δικαιοσύνη, φόβο Θεοῦ, εὐλάβεια, σωφροσύνη, καὶ ἐτηροῦσαν τὶς θεῖες ἐντολές. Γιὰ πολλὰ χρόνια ἱκέτευαν τὸν Κύριο νὰ τοὺς εὐλογήσει μὲ τὴ χαρὰ τῆς τεκνογονίας, ἀλλὰ δὲν εἶχαν ἀποκτήσει, παρὰ τὴ θερμὴ προσευχή τους, παιδί. Ὁ Ζαχαρίας καὶ ἡ στείρα σύζυγός του Ἐλισάβετ εἶχαν φθάσει σὲ βαθὺ γήρας καὶ δὲν εἶχαν πλέον ἐλπίδα νὰ τεκνοποιήσουν.
Ἐνῶ ὁ ἱερέας Ζαχαρίας εὑρισκόταν μία ἡμέρα στὸ ναὸ καὶ ἐθυμίαζε στὸ ἱερὸ Βῆμα, ἐφανερώθηκε σ’ αὐτὸν Ἄγγελος Κυρίου, γιὰ νὰ προμηνύσει τὴ γέννηση τοῦ ἐπιγείου καὶ ἔνσαρκου ἄγγελου, τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου. Βλέποντάς τον ὁ Ζαχαρίας ἐταράχθηκε καὶ ἐφοβήθηκε τόσο πολὺ ὥστε ἔμεινε ἐκστατικός. Τότε ὁ Ἄγγελος Κυρίου τοῦ εἶπε: «Μὴ φοβᾶσαι, Ζαχαρία. Γιατὶ ὁ Θεὸς ἐδέχθηκε τὴν προσευχή σου καὶ ἡ γυναίκα σου, ἡ Ἐλισάβετ, θὰ γεννήσει υἱό. Καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἰωάννη. Καὶ θὰ δοκιμάσεις μεγάλη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση. Πολλοὶ θὰ χαροῦν γιὰ τὴ γέννησή του, γιατὶ θὰ εἶναι μεγάλος καὶ περιφανὴς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Θὰ λάβει ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς Θείας Χάριτος καὶ θὰ γεμίσει ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν ἀκόμη θὰ κυοφορεῖται στὴν κοιλία τῆς μητέρας του Ἐλισάβετ. Καὶ μὲ τὸ κήρυγμά του θὰ ἐπιστρέψουν πολλοὶ Ἰσραηλῖτες στὴ γνώση τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου αὐτῶν».
Ἀκούγοντας ἔκπληκτος ὁ Ζαχαρίας τὸ μήνυμα τοῦ Ἀγγέλου, κατεπλάγη καὶ τὸν ἐρώτησε γεμάτος ἀπορία: «Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει αὐτό; Καὶ μὲ ποιὸ τρόπο θὰ τὸ γνωρίσω καὶ θὰ τὸ πιστέψω, ὅταν εἶμαι γέροντας στὴν ἡλικία καὶ ἡ γυναίκα μου ὑπέργηρη καὶ στείρα;». Τότε ὁ Ἄγγελος τοῦ εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Γαβριήλ, ποὺ παρουσιάζομαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ ἀπέστειλε ὁ Θεὸς νὰ σοῦ φέρω αὐτὴ τὴ χαρμόσυνη ἀγγελία. Καὶ ἰδού, ἐπειδὴ δὲν ἐπίστεψες στὰ λόγια μου, θὰ μείνεις ἄλαλος μέχρι τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ ἐκπληρωθοῦν ὅσα σοῦ προανήγγειλα, δηλαδὴ μέχρι νὰ γεννηθεῖ ὁ Ἰωάννης».
Πράγματι ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὁ Ζαχαρίας ἔμεινε βουβὸς καὶ ἄλαλος, ἕως ὅτου ἡ Ἐλισάβετ ἔτεκε τὸν Πρόδρομο.
Τὴν ὄγδοη ἡμέρα οἱ συγγενεῖς ἦλθαν γιὰ νὰ ἐκτελέσουν τὴν περιτομὴ τοῦ παιδιοῦ καὶ ἤθελαν νὰ τὸ ὀνομάσουν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα του, Ζαχαρία. Ἀλλὰ ἡ Ἐλισάβετ τοὺς εἶπε ὅτι θὰ ὀνομαστεῖ Ἰωάννης. Στὴν ἀπορία τους, πῶς θὰ λάβει τὸ ὄνομα αὐτό, ἐπειδὴ κανένας ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς δὲν εἶχε τὸ ὄνομα αὐτό, ὁ Ζαχαρίας ἐζήτησε μία μικρὴ πλάκα ἐπὶ τῆς ὁποίας ἔγραψε τὰ ἀκόλουθα: «Ἰωάννης εἶναι τὸ ὄνομά του». Καὶ ἐξεπλάγησαν ὅλοι. Ὁ Ζαχαρίας δὲ ἄνοιξε ἀμέσως τὸ στόμα του καὶ εὐλογοῦσε τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του. Ὁ δὲ Ἰωάννης καθημερινὰ ἀναδεικνυόταν ὡς ἔμψυχο ὄργανο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, πλήρης τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στήλη κάθε ἀρετῆς καὶ εὐσέβειας.Κατὰ τοὺς τελευταίους βυζαντινοὺς χρόνους, ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τοῦ Προδρόμου τῆς Πέτρας, μὲ τὴν παρουσία τοῦ αὐτοκράτορος.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Προφῆτα καὶ Πρόδρομε, τ[πης παρουσίας Χριστοῦ, ἀξίως εὐφημῆσαί σε, οὐκ εὐποροῦμεν ἡμεῖς, οἱ πόθῳ τιμῶντές σε· στείρωσις γὰρ τεκούσης, καὶ πατρὸς ἀφωνία, λέλυνται τῇ ἐνδόξῳ, καὶ σεπτῇ σου γεννήσει, καὶ σάρκωσις Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, κόσμῳ κηρύττεται.



Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἡ πρὶν στεῖρα σήμερον, Χριστοῦ τὸν Πρόδρομον τίκτει, καὶ αὐτὸς τὸ πλήρωμα, πάσης τῆς προφητείας· ὃνπερ γὰρ, προανεκήρυξαν οἱ Προφῆται, τοῦτον δή, ἐν Ἰορδάνῃ χειροθετήσας, ἀνεδείχθη Θεοῦ Λόγου, Προφήτης κῆρυξ, ὁμοῦ καὶ Πρόδρομος.

Μεγαλυνάριον.

Ἄνθος τὸ θεόσδοτον ἐκφυέν, σήμερον ἐκ στείρας, εὐωδίας ἁγιασμοῦ, ἔπλησε τὰ πάντα, τὴν ἔρημον τὰ ὄρη, τῶν ποταμῶν τὰ ῥεῖθρα, Χριστοῦ ὁ Πρόδρομος.

Δείτε σχετικά:

ΛΟΓΟΣ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ (ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ)