† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !  ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2021

Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (Δέκα τοποθετήσεις σέ δέκα ἐρωτήσεις)

 


Γιατί έγινε η Ανάληψη μετά από 40 μέρες και όχι αμέσως μετά την Ανάσταση?  Ο αρχηγός της ζωής, που έλυσε τα δεσμά του θανάτου με την Ανάστασή του, συναναστράφηκε με τους μαθητές του επί σαράντα ημέρες και επιβεβαίωσε σ 'αυτούς την Ανάστασή του με πολλές αποδείξεις . Δεν ανέβηκε στους ουρανούς την ίδια ημέρα που αναστήθηκε, γιατί κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε αμφιβολίες και ερωτηματικά. Διαφορετικά, πολλοί από τους άπιστους θα μπορούσαν να προβάλλουν το επιχείρημα ότι η Ανάσταση δεν ήταν παρά ένα ακόμη από τα όνειρα ευσεβών πόθων που γρήγορα έρχονται και πιο γρήγορα παρέρχονται. Για αυτό ακριβώς έμεινε ο Χριστός σαράντα ολόκληρες ημέρες στη γη, και εμφανίστηκε επανειλημμένα στους μαθητές του, και τους έδειξε τις ουλές από τα πληγές του, τους μίλησε για τις προφητείες που εκπλήρωσε με την ζωή και τα πάθη του ως άνθρωπος, και μάλιστα συνέφαγε μαζί τους.


Γιατί έφαγε ο αναστημένος Χριστός ψητό ψάρι και μέλι? Στο σημερινό Ευαγγέλιον της Εορτής ακούμε ότι ζήτησε και έφαγε ο Χριστός «ιχθύος οπτού μέρος και από μελισσίου κηρίου», δηλ. ένα κομμάτι από ψητό ψάρι και από κηρύθρα με μέλι (Λουκ. 24:42). Γιατί αναφέρεται η λεπτομέρεια αυτή? Κατά την εκκλησιαστική παράδοση, η λεπτομέρεια αυτή είχε πολύ σπουδαία αλληγορική σημασία. Όσον αφορά στο ψάρι, γνωρίζουμε ότι αν και ζει μέσα στην αλμυρή θάλασσα, το σώμα του δεν είναι αλμυρό, αλλά γλυκό. Κατά παρόμοιο τρόπο και ο Χριστός, που έζησε μέσα στην 'αλμυρή θάλασσα της αμαρτίας' του κόσμου τούτου, «αμαρτίαν ουκ εποίησε, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού», δηλ. (. Ησ 53: 9) δεν έκανε καμιά αμαρτία, ούτε ξεστόμισε τίποτε το δόλιο. Επίσης, ο Χριστός παρέμεινε πιο άφωνος και από το ψάρι όταν υπέστη το σωτήριο πάθος του και δέχτηκε τα ανήκουστα εκείνα βασανιστήρια και ακατανόμαστους υβρισμούς. Όσον αφορά στο μέλι και στο κερί, γνωρίζουμε ότι το μέλι είναι γλυκό και το κερί φωτιστικό, γι 'αυτό και θεωρούνται σαν σύμβολα της πνευματικής ηδονής και του φωτισμού που μεταδίδει στους πιστούς ο Χριστός μετά την Ανάστασή του. Επίσης, συμβολίζουν, το μεν πρώτο την θεραπεία της μεγάλης πίκρας της αμαρτίας την οποίαν συμβολίζει η χολή που του δόθηκε στο πάθος του, το δε δεύτερο, την διάλυση του πυκτού σκοταδιού της αμαρτίας την οποία συμβολίζει το σκοτάδι που έγινε κατά την σταύρωσή του.


Γιατί έγινε η Ανάληψη στο Όρος των Ελαιών?  Αφού λοιπόν επιβεβαίωσε ο Χριστός την εκ νεκρών Ανάστασή του στους μαθητές του με μελιστάλακτους λόγους, και φώτισε τον νου τους και θέρμανε την καρδιά τους με την παρουσία του, τους οδήγησε την 40ην ημέρα από την Ανάστασή του στο Όρος των Ελαιών, που βρίσκεται στα ανατολικά της Ιερουσαλήμ. Έπρεπε σ 'αυτό το Όρος να γίνει η Ανάληψη, γιατί σ' αυτό, σύμφωνα με μια αρχαία παράδοση, θα επανέλθει ο Κύριος σωματικά και με δόξα για να κρίνει τον κόσμο κατά την έσχατη ημέρα. Εκεί θα ελεηθούν με το μέγα έλεος οι δίκαιοι, και εκεί θα θρηνήσουν με τον αιώνιο και απαρηγόρητο θρήνο οι αμαρτωλοί. Τις δύο αυτές αντίθετες καταστάσεις των ανθρώπων δηλώνει η ονομασία του Όρους τούτου, γιατί οι κορυφές του ονομάζονται Όρος Ελαιών, ενώ οι πρόποδές του, κοιλάδα του Κλαυθμώνος. (. Ζαχ 14: 4) Το ίδιο προμήνυσε και ο χρησμός του προφήτη Ζαχαρία που ρητά δήλωσε «Ιδού ημέρα έρχεται Κυρίου, και στήσονται οι πόδες αυτού επί το Όρος των Ελαιών κατέναντι Ιερουσαλήμ εξ ανατολών».


Γιατί έπρεπε να ήταν παρόντες οι Απόστολοι και η Θεοτόκος?  Σ 'αυτό το Όρος οδήγησε ο Κύριος τους μαθητές του και την Θεοτόκο που τον γέννησε, για να δουν με τα μάτια τους την ένδοξη Ανάληψή του. Έπρεπε η κατά σάρκα Μητέρα του να είναι παρούσα σ 'εκείνη την μεγάλη δόξα του Υιού της, έτσι ώστε όπως σαν Μητέρα πληγώθηκε ψυχικά για το πάθος του πάνω από όλους, έτσι κατά τρόπο ανάλογο να χαρεί πάνω από όλους βλέποντας τον Υιό της να ανέρχεται με δόξα στους ουρανούς, να προσκυνείται σαν Θεός από τους Αγγέλους και να καθίζεται στον θρόνο της Μεγαλοσύνης πάνω από κάθε αρχή και εξουσία. Έπρεπε επίσης και οι θείοι Απόστολοι να γίνουν αυτόπτες της Ανάληψής του, για να πληροφορηθούν, ότι ο θείος Διδάσκαλός τους που ανεβαίνει τώρα στους ουρανούς, από εκεί είχε κατεβεί, και εκεί θα τους περιμένει σαν αληθινός Υιός του Θεού και Σωτήρας του κόσμου.


Πως έγινε η πρωτόγνωρη και μοναδική Ανάληψη του Χριστού?  Είχαν ήδη φτάσει στη μεσαία κορυφή του Όρους. Μπροστά τους απλωνόταν η πόλη των Ιεροσολύμων. Ήταν ακόμα ανοιχτή στο χώμα η οπή στην οποία στήθηκε ο Σταυρός. Ανοιχτή ήταν επίσης και η είσοδος στον Τάφο του Σωτήρα, αφού ήταν ακόμα πεσμένος στο χώμα ο μέγας λίθος με τον οποίον είχε σφραγισθεί. Τότε στρέφει ο Σωτήρας τα νώτα του προς την αχάριστη πόλη των Ιεροσολύμων και το βλέμμα του ατενίζει προς ανατολάς, όπως αναφέρει ο Δαυίδ με χαρά σε κάποιο ψαλμό του, «Ψάλλατε τω Θεώ τω επιβεβηκότι επί τον ουρανόν του ουρανού κατά ανατολάς» (Ψαλμ. 67 : 34). Και ενώ αποχαιρετάει τους μαθητές του, υψώνει τα άχραντα χέρια του και ευλογεί για τελευταία φορά -τα χέρια εκείνα με τα οποία ανάπλασε τον άνθρωπο που είχε δημιουργήσει στην αρχή, και τα οποία άπλωσε από φιλανθρωπία επάνω στον Σταυρό και συνένωσε «τα διεστώτα», δηλ . αυτά που βρίσκονταν σε διάσταση. Ενώ δεν χόρταιναν τα μάτια των μαθητών να βλέπουν το θεοειδές και γλυκύτατο εκείνο πρόσωπο του Κυρίου τους, ξαφνικά άρχισε Εκείνος να ανέρχεται στον ουρανό. Το βλέμμα τους έμεινε καρφωμένο στο παράδοξο και ακατανόητο εκείνο θέαμα της σωματικής Ανάληψης του Κυρίου, μέχρις ότου τον έκρυψε η φωτεινή νεφέλη.

Τι πρωτόγνωρη και μοναδική που ήταν η μεγαλοπρέπεια αυτής της Ανάληψης! Και ο Ηλίας είχε αναληφθεί στους ουρανούς, όπως αναφέρει η Γραφή, όμως η ανάληψή του έγινε με πύρινο άρμα και πύρινους ίππους, γιατί ήταν απλός άνθρωπος και χρειαζόταν βοήθεια για να αναληφθεί πάνω από την γη. Ο Χριστός όμως ήταν Θεάνθρωπος που αναλήφθηκε από μόνος του, με μόνη την παντοδυναμία του. Όσον αφορά στην νεφέλη εκείνη, επρόκειτο για το Άγιο Πνεύμα, όπως ακριβώς συνέβη και στην Μεταμόρφωση του Χριστού. Όπως η κάθοδός του και η Ενσάρκωσή του έγιναν «εκ Πνεύματος Αγίου», σύμφωνα με το μήνυμα του Γαβριήλ προς την Παρθένο («Πνεύμα Κυρίου επελεύσεται επί σε και δύναμις Υψίστου επισκιάσει σε» Λουκ. 1:35), έτσι και τώρα «συνανέρχεται» (ανεβαίνει μαζί με το Άγιο Πνεύμα) γιατί Εκείνο τον παρακολουθεί και συνυπάρχει μαζί του ως ομοούσιό του, συμπροσκυνούμενο και συνδοξαζόμενο.

Γιατί εστάλησαν οι δύο ανθρωπόμορφοι και λευκοφόροι Άγγελοι?  Ενώ ατένιζαν έκθαμβοι στον ουρανό οι άγιοι Απόστολοι, δύο άνδρες παρουσιάστηκαν σ 'αυτούς ντυμένοι με λευκή στολή. Ήταν άγγελοι οι δύο αυτοί άνδρες που είχαν πάρει ανθρώπινη μορφή για να μη φοβίσουν τους μαθητές. Και ήταν λευκοφόροι για να φανερωθεί η αγνότητά τους και το διαφωτιστικό και χαρμόσυνο μήνυμα τους το οποίο είχαν αποσταλεί να παραδώσουν. Τους απόστειλε ο Χριστός που αναλήφθηκε, για να τους παρηγορήσει την στιγμή της λύπης τους για τον αποχωρισμό του, αλλά και να τους διαφωτίσει ότι ο αόρατος πλέον Κύριός τους καθόταν στα δεξιά του Θεού Πατρός και ότι θα κατεβεί και πάλι στη γη για να κρίνει όλους τους ανθρώπους, τους ζωντανούς και τους νεκρούς.


Ποιο ήταν το μήνυμα των λευκοφόρων Αγγέλων? «Άνδρες Γαλιλαίοι», τους είπαν, «γιατί στέκεστε με το βλέμμα σας προσηλωμένο στους ουρανούς? Αυτός ο Ιησούς, τον οποίον σήμερα βλέπετε να αναλαμβάνεται, θα επανέλθει για να κρίνει τον κόσμο, και η επάνοδός του θα είναι ίδια με την ανάληψή του ». Δηλαδή, θα έλθει από τον ουρανό φορώντας το ίδιο άχραντο Σώμα, το οποίο παρέλαβε από τα αίματα της αγνής Παρθένου, και το οποίο θα έχει επάνω του χαραγμένες τις πληγές που έλαβε στο πάθος του. Τώρα μόνο εσείς οι λίγοι τον βλέπετε να ανέρχεται στον ουρανό, όταν όμως επανέλθει, όλες οι φυλές της γης θα τον δουν να κατεβαίνει από εκεί με δόξα επάνω σε νεφέλες. Η ένδοξη αυτή κατάβασή του θα αποβεί πρόξενος μακαριότητας και χαράς για όσους έζησαν δίκαια. Για τους αμαρτωλούς όμως θα είναι αιτία θλίψεως και συμφοράς. »


Ποιος ήταν ο αντίκτυπος της Ανάληψης στους Αποστόλους και στο μικρό ποίμνιο της πρώτης Εκκλησίας?  Αυτά άκουσαν οι Απόστολοι και προσκύνησαν τον Σωτήρα στην Ανάληψή του και ύστερα επέστρεψαν με χαρά στα Ιεροσόλυμα. Η χαρά τους ήταν πολύ μεγάλη, γιατί έμαθαν οριστικά, ότι ο θείος Διδάσκαλός τους είναι Θεός αληθινός, που αναλήφθηκε στους ουρανούς, όχι για να εγκαταλείψει τη γη, αλλά για να την ενώσει με τον ουρανό. Η χαρά τους ήταν επίσης πολύ μεγάλη γιατί πήραν την ευλογία του Σωτήρα τους στην Ανάληψή του. Με αυτήν την ευλογία η ολιγάριθμη Εκκλησία των μαθητών, το μικρό εκείνο ποίμνιο, αυξήθηκε μέσα σε ένα μικρό διάστημα και έγινε πολύ μεγάλη, και παίρνοντας την χάρη του Αγίου Πνεύματος αναδείχτηκε στην Εκκλησία εκείνη που εγκαθιδρύθηκε σε όλα τα μέρη της γης.


Ποιος ήταν ο αντίκτυπος της Ανάληψης στις ταξιαρχίες των Αγγέλων στους ουρανούς?  Ενώ αυτά συνέβαιναν στη γη εξ αιτίας της Ανάληψης, στους ουρανούς οι Άγγελοι έστηναν μεγαλειώδες πανηγύρι. Οι τάξεις των Αγγέλων που υπηρέτησαν τον Σωτήρα επάνω στη γη και τον συνόδευαν τώρα στην θεία του Ανάληψη καλούσαν τις άνω ταξιαρχίες να ανοίξουν τις ουράνιες πύλες για να εισέλθει ο Βασιλεύς της Δόξης. (. Ψαλμ 23: 7) «Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών», ψάλλει ο προφητάναξ Δαυίδ, «και επάρθητε πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της Δόξης». Επειδή με το σωτήριο πάθος του έγινε ο Σωτήρας Χριστός ενδοξότερος και υψηλότερος -όπως το διατυπώνει ο Απόστολος Παύλος: «Εταπείνωσε το εαυτόν του και έγινε υπήκουος μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου Σταυρικού, γι 'αυτό και ο Θεός τον υπερύψωσε και του χάρισε το υπέρ παν όνομα »(Φιλιππ. 2: 9), γι 'αυτό απαιτούν και οι πύλες του ουρανού να γίνουν υψηλότερες για να τον υποδεχτούν επάξια. Επίσης, επειδή η δόξα του νικητή του Άδη και του θανάτου, που δεν χώρεσε στην μικρή γη, πλήρωσε τους ουρανούς, απαιτούν να υψωθούν και εκείνοι (οι Άγγελοι) στην εμφάνισή του.

Ωστόσο, οι ανώτερες ταξιαρχίες των Αγγέλων, βλέποντας ανθρώπινο σώμα να μεταφέρεται πάνω από αυτούς, καταλαμβάνονταν από θάμβος και έκπληξη. Γιατί, όπως ένας άνθρωπος που βλέπει Άγγελο στη γη καταλαμβάνεται από έκπληξη φόβου, έτσι και οι ασώματοι Άγγελοι, βλέποντας τότε ένα σώμα να υψώνεται μέσα σε νεφέλη, ζητούσαν έκθαμβοι να μάθουν γι 'αυτό το παράδοξο θέαμα, ζητώντας δυο φορές να βεβαιωθούν, Ποιος είναι αυτός ο Βασιλεύς της Δόξης? Μαθαίνοντας, όμως, ότι είναι ο ισχυρός στους πολέμους Κύριος, που πάλεψε με τον διάβολο και τον κατέβαλε, που τώρα ανέρχεται στους ουρανούς, απορούν, πως το υπέρλαμπρο εκείνο σώμα είναι ερυθρό, και ρωτούν, «Τις ούτος ο παραγενόμενος εξ Εδώμ? ? »Όπως ψάλλει ο πρώτος των προφητών,« ερύθημα ιματίων αυτού εκ Βοσόρ? Ούτος ωραίος εν στολή αυτού »(Ησαΐας 63: 1)? Δηλαδή, ποιος είναι αυτός ο γήινος που έρχεται φορώντας σάρκα σαν υπέρλαμπρο και ερυθρό ιμάτιο? Γιατί γήινος είναι η ερμηνεία του Εδώμ και σάρξ είναι το Βοσόρ, και το σημείο αναφοράς εδώ είναι το δοξασμένο εκείνο Σώμα του Δεσπότη Χριστού που φαινόταν κατά την άνοδό του στους ουρανούς σαν ερυθρό γιατί έφερε επάνω του τον τύπο των πληγών της άχραντης πλευράς, των χειρών και των ποδών.

Γιατί διατηρήθηκαν τα αποτυπώματα των πληγών στο Αναστημένο Σώμα του Χριστού?   Πως όμως φαίνονταν οι πληγές σ 'εκείνο το άφθαρτο σώμα? Ήταν θέμα οικονομίας αυτό που φαινόταν, και είχε σαν σκοπό να φανερώσει την άρρητη (ανέκφραστη) και υπερβολική αγάπη του Θεανθρώπου για τον άνθρωπο. Δηλαδή το ότι καταδέχτηκε όχι μόνο να δεχθεί πληγές, αλλά και μετά την Ανάστασή του να τις διατηρήσει με παράδοξο τρόπο επάνω σ 'εκείνο το αφθαρτοποιημένο σώμα, και να τις δείξει στην Ανάληψή του και στον κόσμο των Αγγέλων σαν τα σύμβολα του πάθους του και σαν τα ανεξίτηλα τεκμήρια της αγάπης του προς εμάς τους ανθρώπους. Επίσης, διατήρησε τις πληγές του άχραντου σώματός του για να μας πείσει να μην λησμονούμε ποτέ τα πάθη του, διότι όταν τα έχουμε ενώπιόν μας, η καρδιά μας θα πλημμυρίζει από ευγνωμοσύνη προς αυτόν και από ιερά συναισθήματα. Τίποτε άλλο, λέει ο ιερός Χρυσόστομος δεν είναι ικανό να γεννήσει μέσα μας τα σωτήρια αυτά αποτελέσματα όσο το να βλέπουμε τον Θεό να μεταφέρει τα ίχνη του Σταυρού μέχρι το θρόνο της μεγαλοσύνης του. Κατά τον ιερό Αυγουστίνο, ο Θεάνθρωπος διατήρησε τις πληγές του στους ουρανούς, για να μας δείξει, ότι και στην κατάσταση της δόξης του δεν θα μας λησμονήσει, όπως άλλωστε μας διαβεβαιώνει γι 'αυτό και ο κορυφαίος από τους προφήτες: «Ιδού επί των χειρών μου εζωγράφησά σου τα τείχη, και ενώπιόν μου ει δια παντός »(Ησ. 49:16), δηλαδή, ουδέποτε θα μας ξεχάσει, διότι θα μας έχει γραμμένους με ανεξίτηλα γράμματα επάνω στα χέρια του και θα μεσιτεύει για μας ενώπιον του Θεού Πατρός. Ίσως ακόμη και να διατήρησε τις πληγές για να μας διδάξει ότι μόνο με παθήματα και θλίψεις θα μπορέσουμε να εισέλθουμε στην βασιλεία των ουρανών. Αν ο ίδιος ο Θεάνθρωπος ανυψώθηκε με σταυρικό πάθος, και αν δοξάστηκε με επονείδιστο θάνατο, τότε πως εμείς θα μπορέσουμε να εισέλθουμε στην δόξα εκείνη χωρίς να βαδίσουμε στην στενή οδό της αρετής, και χωρίς να υπομείνουμε θλίψεις και πειρασμούς αγωνιζόμενοι τον καλόν αγώνα? Αυτό είναι τελείως αδύνατο.



Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Διον. Δράγα






Δείτε σχετικά:
1.  Η Ανάληψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού
2.  Περι ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ Παλαμά

Τρίτη 8 Ιουνίου 2021

Ο ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΟΣ, Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ (27 Μαΐου)

 


Βαρυφορτωμένο ξεκίνησε το πρωί της 10ης Σεπτεμβρίου 1924 το πλοίο «Βασίλειος Δεστούνης» από το λιμάνι της Μερσίνας της Μικράς Ασίας με προορισμό την Εύβοια. Δεν μετέφερε μόνο 800 πονεμένους ρακένδυτους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Στο αμπάρι του το πλοίο έκρυβε πολύτιμο θησαυρό. Ήταν ξύλινη (από κυπαρίσσι) λάρνακα με το τίμιο ιερό σκήνωμα του 40χρονου οσίου Ιωάννου του Ρώσου.

Οι τουρκικές αρχές είχαν απαγορεύσει αυστηρά στους Χριστιανούς τη μεταφορά του αγίου από το Προκόπιο. Είχαν μάλιστα σφραγίσει τον ομώνυμο περικαλλή ιερό Ναό του. Αλλά ο πιστός σιδηρουργός του Προκοπίου με άδεια του ευλαβεστάτου ιερέως π. Χαραλάμπους Αβερκιάδη τη νύχτα της 9ης Σεπτεμβρίου τόλμησε και παραβίασε κρυφά τον ιερό Ναό. Και ο τολμηρός Έλληνας και πιστός Μικρασιάτης Παναγιώτης Παπαδόπουλος, που επρόκειτο την επομένη να ταξιδέψει για την Ελλάδα, ανέλαβε να περιτυλίξει με κιλίμια το ιερό Λείψανο. Και με κίνδυνο της ζωής του το πέρασε από το τουρκικό τελωνείο.

Τόσο μεγάλη ευσέβεια και πίστη είχαν οι αγαπημένοι μας Μικρασιάτες πρόσφυγες. Μπορεί να έφθασαν στην μητροπολιτική Ελλάδα μας πάμφτωχοι υλικά, αλλά μας έφεραν τον ζωντανό τους πλούτο της Ορθοδόξου Παραδόσεως και ζωής όχι μόνο με το ήθος και την αρχοντιά τους, αλλά και με τα πλούσια εκκλησιαστικά κειμήλια, τις περίπυστες άγιες εικόνες και προπαντός με τα θησαυρίσματα των ιερών Λειψάνων των Αγίων τους.

Έτσι η Εύβοια χάρις στην πίστη των ευσεβών Μικρασιατών του Προκοπίου της Ανατολής απέκτησε τον θησαυρό αυτό, δηλαδή το ιερό άφθορο Λείψανο του αγίου Ιωάννου του Ρώσου. Σήμερα ευρίσκεται μέσα σε ασημένια Λάρνακα στον ομώνυμο περίλαμπρο Ναό του στο χωριό Νέο Προκόπιο στα βόρεια της νήσου.

Ποιος όμως ήταν ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος;

Στην περιοχή της Ουκρανίας, σ’ ένα χωριό της Μικρορωσίας, εκεί όπου τα ήσυχα νερά του Δνείπερου ποταμού διασχίζουν και ποτίζουν τον μεγαλύτερο σιτοβολώνα του κόσμου, γεννήθηκε γύρω στο 1690 ο Ιωάννης. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς, δίκαιοι και τίμιοι. Δίδαξαν στο παιδί τους από τη μικρή ηλικία τα ιερά γράμματα, την τέχνη της προσευχής και τον δρόμο της θυσίας και της αγάπης και προς τον Θεό και προς τους ανθρώπους. Ο Ιωάννης τα δεχόταν όλα με ευγνωμοσύνη. Τα εφάρμοζε με πιστότητα.

Την εποχή εκείνη τσάρος της Ρωσίας ήταν ο Μέγας Πέτρος, άνθρωπος πολεμοχαρής και σκληροτράχηλος. Ο Ιωάννης σε νόμιμη ηλικία κατετάγη στο ρωσικό στρατό. Έλαβε μέρος στον ατυχή ρωσοτουρκικό πόλεμο (1711), που διήρκεσε 7 χρόνια και είχε ως αποτέλεσμα χιλιάδες Ρώσοι στρατιώτες να συλληφθούν αιχμάλωτοι από τους Τατάρους. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο νέος τότε στρατιώτης Ιωάννης. Οι Τάταροι πούλησαν τον Ιωάννη σε κάποιον Τούρκο αξιωματικό του ιππικού, τον Ομέρ αγά από το Προκόπιο της Μικράς Ασίας, μια πόλη που ήταν κτισμένη σε υψόμετρο 1.200 μέτρων60 χιλιόμετρα έξω από την Καισάρεια της Καππαδοκίας.

Πολλοί τότε στρατιώτες αρνήθηκαν την ορθόδοξη πίστη τους πιεζόμενοι από τις απειλές των αλλόθρησκων Τούρκων. Μπροστά στα δώρα και τις υποσχέσεις των Αγαρηνών εκάμφθησαν. Αλλά ο γενναίος Ιωάννης παρέμεινε αλύγιστος στον ορθόδοξη πίστη του. Μέσα του βασίλευε η ευσέβεια και η βαθιά πεποίθηση ότι ο Θεός δεν θα τον εγκαταλείψει. Παραδίδει τη ζωή του στον Θεό με σύνθημά του: «Κύριος ποιμαίνει με, και ουδέν με υστερήσει» (Ψαλ. κβ΄ 1).

Προχωρεί γαλήνια, ατάραχα. Σηκώνει με υπομονή τον σταυρό του από τις ειρωνείες και τις περιφρονήσεις των άλλων που τον φώναζαν «κιαφίρη», δηλαδή άπιστο. Σταθερή είναι και η ομολογία του προς τον αγά του. «Είσαι αφέντης – του λέει – μόνο του σώματός μου, όχι όμως και της ψυχής μου. Είμαι πρόθυμος να υπακούω σε όλες τις διαταγές σου, εφ’ όσον με αφήσεις ελεύθερο στην πίστη μου. Διαφορετικά, εάν με πιέσεις να αλλαξοπιστήσω, ευχαρίστως σου παραδίδω την κεφαλή μου και όχι την πίστη μου. Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός θα αποθάνω. Τον Χριστό δεν πρόκειται να αρνηθώ».

Η σταθερή αυτή ομολογία του Ιωάννη συνδυασμένη πάντοτε με την εργατικότητα, την ταπεινοφροσύνη και την ευγενή συμπεριφορά του, τον έκαμαν πολύ συμπαθή στο σκληρό του αφεντικό.

Ο Ομέρ είχε αναθέσει στον Ιωάννη την ευθύνη του στάβλου του. Εκεί μέσα κάτω από ταπεινές συνθήκες, μέσα σε δυσοσμία και σε υγρό και σκοτεινό περιβάλλον ο Ιωάννης ο αιχμάλωτος και δούλος ζούσε αγία ζωή. Ήταν συνεπής και ακριβής όχι μόνο στα καθήκοντα της ευτελούς αυτής εργασίας αλλά και στα πνευματικά του καθήκοντα. Δοξολογούσε τον Θεό συνεχώς. Αναπολούσε τις ταπεινές συνθήκες κάτω από τις οποίες γεννήθηκε ο Κύριος στο σπήλαιο της Βηθλεέμ. Και Τον ευχαριστούσε, γιατί τον αξίωνε να ζει και αυτός σε τέτοιο περιβάλλον.

Σε κάποια γωνία του στάβλου ξάπλωνε ήσυχος και ειρηνικός για να ξεκουραστεί τις νύχτες. Αρκετές όμως νύχτες έφευγε. Πήγαινε στον γειτονικό αρχαίο ναό του Αγίου Γεωργίου, λαξευμένο σε βράχο, και εκεί όρθιος στον Νάρθηκα έκανε τις ακολουθίες του… Προσευχόταν με θέρμη μέσα στη νυχτερινή γαλήνη. Κάθε Σάββατο κοινωνούσε τα άχραντα Μυστήρια. Όλο και ελαμπρύνετο. Ένας ύμνος που τον εγκωμιάζει γράφει: «Καθαρός τῷ σώμματι καί τῇ ψυχῇ ὅλος γέγονας».

Το ζεύγος των αφεντικών του θαύμαζε όλο και περισσότερο τη βιωτή του απλού και ταπεινού αυτού δούλου. Του προσέφεραν λοιπόν ένα μικρό δωμάτιο για να ζει πιο άνετα. Ο Όσιος όμως ευγενικά το αρνήθηκε. Προτίμησε να ζει μέσα στην κακοπάθεια και την άσκηση παρά μέσα στη χλιδή και την άνεση. Ο ταπεινός τόπος του στάβλου «του εξασφάλιζε», όπως γράφει ο βιογράφος του, «την ευωδία του Αγίου Πνεύματος». Ζούσε λιτά, με ελάχιστη τροφή, και πλούσια προσευχή. Όλα τα δεχόταν αγόγγυστα. Και όταν ο αφέντης του πορευόταν έφιππος, εκείνος τον ακολουθούσε πεζός ταπεινά σαν σκλάβος του ψελλίζοντας λόγια του Ψαλτηρίου.

Η παρουσία του αγίου αυτού υπηρέτη και σκλάβου Ιωάννη ήταν μια συνεχής ευλογία για τον Ίππαρχο αγά του Προκοπίου. Το σπιτικό του όλο και πλούτιζε. Έγινε «ο πλουσιότερος και ο πλέον αξιοσέβαστος στον πόλη» άνθρωπος. Ο Ιωάννης είχε πλέον αποκτήσει κύρος. Όλοι τον σέβονταν. Σταμάτησαν οι ειρωνείες και οι εμπαιγμοί των άλλων.

Κάποια περίοδο που ο αγάς – σαν ευσεβής Μουσουλμάνος – είχε φύγει σε ιερή αποδημία – προσκύνημα στη Μέκκα, η γυναίκα του θέλησε να καλέσει σε φαγητό φίλους και γνωστούς για να ευχηθούν για τον ασφαλή γυρισμό και την καλή υγεία του αγά της. Καθώς έφερνε η κυρία στους συνδαιτυμόνες το γνωστό φαγητό της Ανατολής, το πιλάφι, στράφηκε προς τον Ιωάννη και του είπε: «Πόση χαρά θα ένιωθε, Γιοβάν, σήμερα ο αφέντης σου, αν γευόταν από αυτό το αγαπημένο του φαγητό.» Ο Ιωάννης με απλότητα ζήτησε ένα πιάτο με πιλάφι. Και με τη δύναμη της αδιακρίτου πίστεως και θερμής προσευχής του το πιάτο θαυματουργικώς απεστάλη στο αφεντικό του! Οι παριστάμενοι δεν πίστεψαν. Γέλασαν… Όταν όμως μετά από καιρό επέστρεψε ο αγάς και έφερε πίσω το πιάτο άδειο με το οικόσημο της μωαμεθανικής του οικογένειας, τότε πείστηκαν όλοι για τη δύναμη της πίστεως του άκακου και φιλάγαθου και φιλάνθρωπου αυτού δούλου.

Ύστερα και από το γεγονός αυτό, το ζεύγος των κυρίων πίεζε περισσότερο τον Ιωάννη να μην κατοικεί πια στον ανθυγιεινό στάβλο και του παραχώρησε δωμάτιο για να ζει με αξιοπρέπεια. Αυτός όμως και πάλι – όπως και την πρώτη φορά αρνήθηκε. Προτίμησε να ζει ως ταπεινός δούλος Ιησού Χριστού στο «ησυχαστήριο» που τόσα χρόνια είχε αγαπήσει μένοντας πιστός στα θελήματα του αγά του και στη διακονία και τις περιποιήσεις των άκακων και άλογων ζώων.

Έφθασε κάποτε η ώρα που ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος επρόκειτο να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να αναχωρήσει για τον ουρανό. Ο Όσιός μας αρρώστησε. Παρέμενε ξαπλωμένος με υπομονή στον ταπεινό αχυρώνα του στάβλου ευγνωμονώντας τον Θεό για όλα τα δώρα που του είχε χαρίσει. Κάποια στιγμή αισθάνθηκε ότι πλησιάζει το τέλος του και ζήτησε με ισχυρό πόθο να κοινωνήσει τα Άχραντα Μυστήρια. Και, επειδή υπήρχε την περίοδο εκείνη ατμόσφαιρα μίσους από φανατισμένους Τούρκους, ο διακριτικός και ευλαβής ιερέας π. Θεόδωρος Παπαδόπουλος έφερε τη θεία Κοινωνία με άκρα ευλάβεια μυστικά μέσα σε ένα μήλο. Με ιερή συγκίνηση ο όσιος και ομολογητής του Χριστού Ιωάννης κοινώνησε για τελευταία φορά. Και ειρηνικά παρέδωσε την αγνισμένη και φωτισμένη ψυχή του στον αγαπημένο του Κύριο Ιησού Χριστό. Ήταν 27 Μαΐου του έτους 1730. Η είδηση διαδόθηκε αστραπιαία σε όλο το Προκόπιο. Μεγάλο πένθος απλώθηκε σε όλη την περιοχή της Καππαδοκίας. Ο Ομέρ αγάς τον τίμησε και τον έκλαψε.

Στη συνείδηση όλων, Χριστιανών και Οθωμανών, ο δούλος του Θεού Ιωάννης ήταν ένας άγιος. Είχαν περάσει τριάμισι μόλις χρόνια από την κοίμηση του Αγίου. Οι Προκοπιείς έβλεπαν κάθε νύχτα «φῶς λάμπον ἅγιον τῷ τοῦ ὁσίου μνήματι». Έτσι με θαυμαστή υπόδειξη του Αγίου το Νοέμβριο του 1733 έγινε η ανακομιδή των ιερών Λειψάνων του. Έκθαμβοι οι πιστοί Χριστιανοί αντίκρισαν το ιερό Λείψανο του νέου αυτού ασκητού και ομολογητού «ἀκέραιο καί εὐωδιάζον». Με ιερό δέος το εναπέθεσαν κάτω από την Αγία Τράπεζα του Αγίου Γεωργίου (του ναού που τόσο είχε αγαπήσει ο Άγιος).

Εκατό χρόνια μετά, το 1832, ο στρατός του Ογλού Οσμάν πορευόμενος σε πολεμική αποστολή λεηλάτησε το Προκόπιο. Βεβήλωσε και λήστεψε τον ιερό ναό. Παρέδωσε το ιερό Λείψανο του αγίου Ιωάννου στις φλόγες. Αλλά ο Άγιος παρουσιάστηκε σε όραμα και φοβέρισε τους ασεβείς Οθωμανούς. Έντρομοι οι στρατιώτες εγκατέλειψαν αμέσως εκεί ό,τι είχαν κλέψει και έφυγαν διακηρύσσοντας το μεγάλο θαύμα. Το σκήνωμα του Αγίου παρέμενε άθικτο, όμως μαύρισε επιφανειακά. Το 1862 με επέμβαση θαυματουργική του Αγίου γλύτωσαν από το σεισμό είκοσι παιδάκια του ελληνικού σχολείου.

Η φήμη του οσίου Ιωάννου ως θαυματουργού είχε απλωθεί πλέον σ’ όλη τη Μ. Ασία. Πάμπολλες είναι οι μαρτυρίες για τα θαύματά του. Πλήθη λαού τον επισκέπτονται και ζητούν θεία προστασία και βοήθεια. Τον ονομάζουν «θεραπευτή Άγιο». Οι Τούρκοι τον αποκαλούν «κουλέ Γιουβάν», αιχμάλωτο Ιωάννη. Με πίστη και αυτοί λαμβάνουν «το σιφά σουγιού», το νερό του αγιάσματός του. Με αυτό θεραπεύονται, ραντίζουν τα χωράφια, σταματούν οι επιδημίες. Μια δοξολογία εξέρχεται από τα χείλη όλων. Η λάρνακα του Οσίου «ἰατρεῖον δέδεικται πάσης ἀσθενείας». Έκθαμβος ο υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας αείμνηστος π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης θα γράψει: «Ἰδόντες σου τήν βιοτήν καί τήν πτωχείαν τήν πολλήν οἱ Ἀγαρηνοί, Ἰωάννη, σφόδρα ηὐλαβήθησαν ἠθῶν σου τήν σεμνότητα». Και σε δόξασαν. Και με μεγάλη φωνή διέδιδαν ότι είσαι φίλος και οικείος του Θεού!

Ο Ορθόδοξος κόσμος της Ανατολής απέδειξε τη μεγάλη του ευλάβεια και την ευγνωμοσύνη του προς τον όσιο Ιωάννη και με την ανέγερση μεγαλοπρεπούς βυζαντινού ναού στη μνήμη του ονόματός του στο Προκόπιο της Μικράς Ασίας. Για την ανέγερση αυτή έγινε πανελλήνιος συναγερμός. Μεγάλη ήταν και η συνεισφορά της Ι. Μ. Αγίου Παντελεήμονος Αγ. Όρους. Εκεί, μέσα στον λαμπρό αυτό ναό διαστάσεων 50×40 και ύψους 30 μέτρων και με τα 2 καμπαναριά του, που διαλαλούσαν τη δόξα της Χριστιανοσύνης από το 1886 έως τις 9 Σεπτεμβρίου 1924 ο άγιος Ιωάννης μέσα από την ξύλινη λάρνακα δεχόταν τις παρακλήσεις του αγαπημένου του πιστού λαού. (Δυστυχώς ο ναός αυτός κατεδαφίστηκε από τα θεμέλιά του το 1950 με εντολή του φανατικού «καϊμακάμη», Τούρκου διοικητού του Προκοπίου).

Τώρα ο όσιος Ιωάννης ο Ρώσος ο ομολογητής φιλοξενείται στο χώρο της ευβοϊκής γης. Το αγιασμένο ιερό του σκήνωμα αναπαύεται πλέον μόνιμα μέσα στον καινούργιο ολόλαμπρο, περικαλλή ναό του που έκτισαν στο Νέο Προκόπιο Ευβοίας με πολλές θυσίες οι πιστοί μας πρόσφυγες μαζί με τη συνδρομή πολλών ευσεβών Χριστιανών. Συνεχίζει ο Όσιός μας και από εκεί με την ίδια, όπως πάντα, απέραντη αγάπη του και στοργή να ακούει τις δεήσεις και τις προσευχές των πιστών αδελφών του. Και να θαυματουργεί σε πολλούς. Συνεχώς καταγράφονται και νέα θαύματά του.

Ιδιαίτερη συγκίνηση προξενεί ένα ταπεινό μπαστουνάκι που παραστέκει δίπλα στην ασημένια λάρνακα του Αγίου. Βουβός μάρτυρας θαύματος. Προέρχεται από τη συγκύπτουσα γερόντισσα Μαρία Σιάκα από το Φρέναρος Αμμοχώστου (Κύπρο), η οποία στις 11.08.78 θεραπεύτηκε εκεί από τον Άγιο και με φωνή πνιγμένη από δάκρυα ευγνωμοσύνης του είπε: «Ίντα (τι) να σου δώσω, παλληκάρι μου; Άγιέ μου, είμαι φτωχιά, θα σου δώσω το μπαστούνι μου, διότι εν μου (δεν μου) χρειάζεται μέχρι να πεθάνω».

Συγκινητική είναι και η παρουσία του Αγίου τον Μάρτιο του 1999 στη Σερβία. Όπως η υπέρμαχος Στρατηγός, η Παναγία μας, ενδυνάμωσε τους στρατιώτες μας το 1940, έτσι και ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος σε οράματα που πολλοί τον είδαν, τους βεβαίωσε: «Πηγαίνω στο Βελιγράδι, γιατί σφαγιάζεται η Ορθοδοξία». Και πράγματι· ντυμένος στρατιωτικά ο Άγιος ενίσχυε πολλούς Σέρβους την περίοδο εκείνη με τη θαυματουργική παρουσία του, όπως το κατέθεσαν αυτόπτες αξιόπιστοι μάρτυρες Σέρβοι.

Ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος ο ομολογητής αγάπησε αληθινά, βαθιά και ισόβια τον Χριστό μας. Καμιά δυσκολία δεν στάθηκε ικανή, ώστε να χαλαρώσει τους δεσμούς της αγάπης του προς τον Κύριό μας, τον Ιησού Χριστό. Ούτε η μικρή του ηλικία τον εμπόδισε, ούτε το αρνητικό παράδειγμα της αποστασίας των συστρατιωτών του ούτε οι συνθήκες της αιχμαλωσίας ούτε οι πιέσεις και οι ειρωνείες των αλλοπίστων ούτε ο τόπος της διαμονής του. Όλα αυτά τα περιφρόνησε. Και είχε πάντοτε ως σύνθημα της ζωής του να πράττει «ό,τι αρέσει στον Βασιλέα Χριστό», οπουδήποτε και αν βρίσκεται. Γι’ αυτό με τη Χάρη του παντοδύναμου Θεού μέσα σε 40 μόλις χρόνια ολοκλήρωσε τον προορισμό του με τόσο θεάρεστη ακρίβεια. Έζησε άγια! Γι’ αυτό ο Κύριος, ο Παντοκράτωρ, τον βράβευσε με δόξα μεγάλη, με το φωτοστέφανο το τιμημένο του Αγίου!

Ας βαδίζουμε κι εμείς στα ίχνη του και με τις πρεσβείες του ας σταθεροποιούμε τις αποφάσεις μας για αγώνα αγιασμού μέχρι θανάτου.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.

Ἐκ γῆς ὁ καλέσας σε πρὸς οὐρανίους μονάς, τηρεῖ καὶ μετὰ θάνατον ἀδιαλώβητον τὸ σκῆνός σου ὅσιε. Σὺ γὰρ ἐν τῇ Ἀσία ὡς αἰχμάλωτος ἤχθης, ἔνθα καὶ ὠκειώθης τῷ Χριστῷ Ἰωάννη. Αὐτὸν οὖν ἱκέτευε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.




Δευτέρα 7 Ιουνίου 2021

Η ΑΝΑΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ - Ευαγγέλιο (Ο Ιησούς εμφανίζεται στους μαθητές)

 

Εὐαγγέλιο (Λουκ. κδ΄36-53)

Ταῦτα δὲ αὐτῶν λαλούντων αὐτὸς ὁ ᾿Ιησοῦς ἔστη ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν.

πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν.

καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί τεταραγμένοι ἐστέ, καὶ διατί διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;

ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα.

καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐπέδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας.

ἔτι δὲ ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ τῆς χαρᾶς καὶ θαυμαζόντων εἶπεν αὐτοῖς· ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε;

οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου,

καὶ λαβὼν ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγεν.

εἶπε δὲ αὐτοῖς· οὗτοι οἱ λόγοι οὓς ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς ἔτι ὢν σὺν ὑμῖν, ὅτι δεῖ πληρωθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωϋσέως καὶ προφήταις καὶ ψαλμοῖς περὶ ἐμοῦ.

τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς,

καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὅτι οὕτω γέγραπται καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ,

καὶ κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀρξάμενον ἀπὸ ῾Ιερουσαλήμ.

ὑμεῖς δέ ἐστε μάρτυρες τούτων.

καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου ἐφ᾿ ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει ῾Ιερουσαλὴμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους.

Απόδοση

Ο Ιησούς εμφανίζεται στους μαθητές

Ενώ λοιπόν μιλούσαν αυτά, αυτός στάθηκε στο μέσο τους και τους λέει: «Ειρήνη σ’ εσάς».
Πτοήθηκαν τότε και γέμισαν φόβο και νόμιζαν πως βλέπουν πνεύμα.
Και είπε σ’ αυτούς: «Τι είστε ταραγμένοι και γιατί διαλογισμοί ανεβαίνουν στην καρδιά σας;
Δείτε τα χέρια μου και τα πόδια μου, γιατί εγώ είμαι, ο ίδιος, ψηλαφήστε με και δείτε, γιατί πνεύμα δεν έχει σάρκα και οστά καθώς βλέπετε εμένα να έχω».
Και αφού είπε αυτό, τους έδειξε τα χέρια και τα πόδια του.
Επειδή, λοιπόν, αυτοί ακόμα απιστούσαν από τη χαρά τους και θαύμαζαν, τους είπε: «Έχετε κάτι φαγώσιμο εδώ;»
Εκείνοι του έδωσαν μέρος από ψάρι ψητό και κηρήθρα από μέλι.
Και αφού τα έλαβε μπροστά τους, τα έφαγε.
Είπε λοιπόν προς αυτούς: «Αυτοί είναι οι λόγοι μου που μίλησα προς εσάς, ενώ ήμουν ακόμη μαζί σας, ότι πρέπει να εκπληρωθούν όλα τα γραμμένα μέσα στο νόμο του Μωυσή και στους προφήτες και στους ψαλμούς για μένα».
Τότε διάνοιξε το νου τους, για να καταλαβαίνουν τις Γραφές.
Και τους είπε: «Έτσι έχει γραφτεί, ότι ο Χριστός έπρεπε να πάθει και να αναστηθεί από τους νεκρούς την τρίτη ημέρα,
και να κηρυχτεί στο όνομά του μετάνοια για άφεση αμαρτιών σε όλα τα έθνη. Αφού αρχίσετε από την Ιερουσαλήμ,
εσείς να είστε μάρτυρες αυτών.
Και ιδού, εγώ αποστέλλω την υπόσχεση του Πατέρα μου πάνω σας. Εσείς όμως καθίστε μέσα στην πόλη, ωσότου ντυθείτε δύναμη από ψηλά».

«Ὁ Κύριος ἀνελήφθη εἰς οὐρανούς, ἵνα πέμψῃ τὸν Παράκλητον τῶ κόσμω, οἱ οὐρανοὶ ἡτοίμασαν τὸν θρόνον αὐτοῦ, νεφέλαι τὴν ἐπίβασιν αὐτοῦ, Ἄγγελοι θαυμάζουσιν, ἄνθρωπον ὁρῶντες ὑπεράνω αὐτῶν, ὁ Πατὴρ ἐκδέχεται, ὃν ἐν κόλποις ἔχει συναϊδιον, Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον κελεύει πᾶσι τοὶς Ἀγγέλοις αὐτοῦ, Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ἡμῶν, Πάντα τὰ ἔθνη κροτήσατε χείρας. ὅτι ἀνέβη Χριστός, ὅπου ἣν τὸ πρότερον».

Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός μετά την λαμπροφόρο Ανάστασή Του από τους νεκρούς, δεν εγκατέλειψε αμέσως τον κόσμο, αλλά συνέχισε για σαράντα ημέρες να εμφανίζεται στους μαθητές Του (Πράξ.1,3). Αυτές οι μεταναστάσιμες εμφανίσεις Του προς αυτούς είχαν πολύ μεγάλη σημασία. Έπρεπε οι πρώην δύσπιστοι και φοβισμένοι μαθητές να βιώσουν το γεγονός της Αναστάσεως του Διδασκάλου τους και να αποβάλλουν κάθε δισταγμό και ψήγμα απιστίας για Εκείνον.

Την τεσσαρακοστή λοιπόν ημέρα, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Λουκά, ο Κύριος τους μαθητές του «εξήγαγε έξω έως τη Βηθανία», στο όρος των Έλαιών όπου συνήθως προσηύχετο. «Και αφού σήκωσε τα χέρια του, τους ευλόγησε». (Λουκά 24,50) και «ευλογώντας τους, εχωρίσθηκε απ' αυτούς και εφέρετο πρός τα πάνω, στον ουρανό» μέχρι που τον έχασαν από τα μάτια τους. Και μετά αφού Τον προσκύνησαν επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ με χαρά μεγάλη και έμεναν συνεχώς στο ναό υμνολογώντας και δοξολογώντας το Θεό.

Ο ευαγγελιστής Μάρκος, περιγράφοντας πιο λακωνικά το θαυμαστό και συνάμα συγκινητικό γεγονός, αναφέρει πως μετά από την ρητή αποστολή των μαθητών σε ολόκληρο τον κόσμο κηρύττοντας και βαπτίζοντας τα έθνη, «ανελήφθη εις τον ουρανόν και εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού. Εκείνοι δε εξελθόντες εκήρυξαν πανταχού, του Κυρίου συνεργούντος και τον λόγον βεβαιούντος δια των επακολουθούντων σημείων» (Μαρκ.16,19-20).

Αυτή η ευλογία είναι πια η αρχή της Πεντηκοστής. Ο Κύριος ανέρχεται για να μας στείλει το παράκλητο Πνεύμα, όπως λέγει το τροπάριο της εορτής: «Ανυψώθηκες στη δόξα, Χριστέ Θεέ μας, αφού χαροποίησες τους μαθητές σου με την επαγγελία του Αγίου Πνεύματος και βεβαιώθηκαν από την ευλογία σου».

Η Ανάληψη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού αποτελεί αναμφίβολα το θριαμβευτικό πέρας της επί γης παρουσίας Του και του απολυτρωτικού έργου Του. «Ανελήφθη εν δόξη» για να επιβεβαιώσει την θεία ιδιότητά Του στους παριστάμενους μαθητές Του. Για να τους στηρίξει περισσότερο στον τιτάνιο πραγματικά αγώνα, που Εκείνος τους ανάθεσε, δηλαδή τη συνέχιση του σωτηριώδους έργου Του για το ανθρώπινο γένος.

Ο Κύριος Ιησούς Χριστός ανήλθε στους ουρανούς, αλλά δεν εγκατέλειψε το ανθρώπινο γένος, για το οποίο έχυσε το τίμιο Αίμα Του. Μπορεί να κάθισε στα δεξιά του Θεού στους ένδοξους ουρανούς, όμως η παρουσία Του εκτείνεται ως τη γη και ως τα έσχατα της δημιουργίας. Άφησε στη γη την Εκκλησία Του, η οποία είναι το ίδιο το αναστημένο, αφθαρτοποιημένο και θεωμένο σώμα Του, για να είναι το μέσον της σωτηρίας όλων των ανθρωπίνων προσώπων, που θέλουν να σωθούν. Νοητή ψυχή του σώματός Του είναι ο Θεός Παράκλητος, «το Πνεύμα της αλήθείας» (Ιωάν. 15,26), ο Οποίος επεδήμησε κατά την αγία ημέρα της Πεντηκοστής σε αυτό, για να παραμείνει ως τη συντέλεια του κόσμου.

Η σωτηρία συντελείται με την οργανική συσσωμάτωση των πιστών στο θεανδρικό Σώμα του Χριστού. Αυτό εννοούσε, όταν υποσχόταν στους μαθητές Του: «ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ.28,20).

ΠΗΓΗ: www.saint.gr


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.

Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, χαροποιήσας τοὺς Μαθητάς, τὴ ἐπαγγελία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, βεβαιωθέντων αὐτῶν διὰ τῆς εὐλογίας, ὅτι σὺ εἰ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου



Κυριακή 6 Ιουνίου 2021

ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ Γ' ΕΥΡΕΣΕΩΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ (25 Μαΐου)

 



Γιορτάζουμε σήμερα 25 Μαΐου, ημέρα της Γ' ευρέσεως της Τιμίας Κεφαλής του Αγίου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου.

Η Τιμία Κεφαλή του Αγίου  Ιωάννου του Προδρόμου, ενώ ήταν κρυμμένη για πολλά χρόνια, "φάνηκε μέσα από τη γη και έλαμψε ως χρυσός" (όπως λέει και το Απολυτίκιο της ημέρας).

Και ενώ στην αρχή βρισκόταν τοποθετημένη σε ειδική στάμνα, βρέθηκε μέσα σε αργυρό αγγείο και σε ιερό τόπο. Η εύρεση της Τιμίας Κεφαλής του έγινε κατόπιν πληροφορίας, την οποία έδωσε κάποιος ιερέας από τα Κόμανα της Καππαδοκίας, ο οποίος είδε το ακριβές σημείο σε ιερό εφύπνιο.

Από εκεί η Τιμία Κεφαλή μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στη Μονή του Στουδίου, όπου και έγινε μεγαλειώδης υποδοχή, παρουσία του αυτοκράτορα του Πατριάρχου και του πιστού λαού της Βασιλεύουσας.

Οι εορτές του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου σε ολόκληρο το έτος:

~ Η Σύλληψις (23 Σεπτεμβρίου)
~ Το γενέσιον (24 Ιουνίου)
~ Η Σύναξις (7 Ιανουαρίου)
~ Η Αποτομή της κεφαλής (29 Αυγούστου)
~ Η Α' και Β' Εύρεσις της κεφαλής (24 Φεβρουαρίου)
~ Η Γ’ Εύρεσις της κεφαλής (25 Μαΐου)

Απολυτίκιο:
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.

Ως θείον θησαύρισμα, εγκεκρυμμένον τή γή, Χριστός απεκάλυψε, τήν Κεφαλήν σου ημίν, Προφήτα καί Πρόδρομε, πάντες ούν συνελθόντες, εν τή ταύτη εύρέσει, άσμασι θεηγόροις, τόν Σωτήρα υμνούμεν, τόν σώζοντα ημάς εκ φθοράς ταίς ικεσίαις σου.



Σάββατο 5 Ιουνίου 2021

Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ : Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα (Τά μεσάνυχτα - Τό θαῦμα)

 


Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο δὲ πορευομένων ἡμῶν τῶν Ἀποστόλων εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη. 17 αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας. 18 τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι  Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς. καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ. 19  Ἰδόντες δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, 20 καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν  Ἰουδαῖοι ὑπάρχοντες. 21 καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν Ρωμαίοις οὖσι. 22 καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ᾿ αὐτῶν. καὶ οἱ στρατηγοὶ περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον ραβδίζειν, 23 πολλάς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν, παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς· 24 ὃς παραγγελίαν τοιαύτην εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον. 25 Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι. 26 ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σαλευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη. 27 ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους. 28 ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε. 29 αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, 30 καὶ προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω ἔφη· κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ; 31 οἱ δὲ εἶπον· πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον  Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου. 32 καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. 33 καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα, 34 ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ.

Τα μεσάνυχτα

Ο απόστολος Παύλος μαζί με τον Σίλα βρίσκονται στους Φιλίππους. Για πολλές μέρες όμως, καθώς οι δύο Απόστολοι πήγαιναν στον τόπο της προσευχής, συνέβαινε κάτι το παράδοξο. Τους ακολουθούσε μια νεαρή δούλη που είχε μαντικό δαιμονικό πνεύμα και με τις μαντείες της αυτές έβγαζε πολλά κέρδη για τα αφεντικά της. Και κάθε τόσο φώναζε δυνατά: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του υψίστου και μας φανερώνουν το δρόμο της σωτηρίας». Και το έκανε όχι για καλό σκοπό· αλλά για να ελκύσει την εμπιστοσύνη του λαού και να την εκμεταλλευθεί με δολιότητα. Αγανακτώντας λοιπόν ο απόστολος Παύλος, στράφηκε πίσω προς τη δούλη αυτή που τον ακολουθούσε, και είπε στο δαιμονικό πνεύματα: «Σε διατάζω, στο όνομα του Ιησού Χριστού, να βγεις από αυτήν». Και πραγματικά την ίδια στιγμή το πονηρό πνεύμα έφυγε. Αλλά όταν τα αφεντικά της κατάλαβαν ότι θα έχαναν πλέον τα κέρδη τους, συνέλαβαν τον Παύλο και τον Σίλα και τους έσυραν στην αγορά. Εκεί τους οδήγησαν στους στρατηγούς και είπαν: «Αυτοί οι Ιουδαίοι προκαλούν ταραχή στην πόλη μας και κηρύττουν θρησκευτικά έθιμα ανεπίτρεπτα για μας τους Ρωμαίους». Κι ενώ μαζεύτηκε πολύς όχλος εναντίον τους, οι στρατηγοί ξέσχισαν τα ενδύματα των δύο Αποστόλων. Και διέταξαν να τους ραβδίσουν, μπροστά σ’ όλο εκείνο το πλήθος. Και αφού τους έδωσαν πολλά χτυπήματα, τους έριξαν στη φυλακή, δίνοντας εντολή στο δεσμοφύλακα να τους φρουρεί καλά για να μη δραπετεύσουν. Κι αυτός τους έβαλε στο βαθύτερο διαμέρισμα της φυλακής κι έδεσε σφιχτά τα πόδια τους, για να μην μπορούν να μετακινηθούν. Τα μεσάνυχτα όμως οι άγιοι Απόστολοι, σαν να μην τους είχε συμβεί τίποτε, έψαλλαν ύμνους στον Θεό. τους άκουγαν μάλιστα και οι άλλοι φυλακισμένοι.


Πόσο συγκλονιστική ήταν εκείνη η νύχτα! Οι δύο Απόστολοι, μετά από τόσο κόπο και βασανισμό, κουρασμένοι και κατάκοποι, αντί να κοιμηθούν, μέσα στο σκοτάδι της φυλακής υμνούσαν τον Θεό! Και Τον υμνούσαν δοξολογητικά! Μαστιγώθηκαν, εξευτελίστηκαν, γέμισαν με πληγές, υβρίσθηκαν, κινδύνευσε η ζωή τους, τα πόδια τους ήταν σφιχτοδεμένα, δεν μπορούσαν να κουνηθούν, βρίσκονταν στο πιο βαθύ κελί της φυλακής, κι αυτοί αντί να γογγύζουν για το δράμα τους και να ζητούν από τον Θεό τη λύτρωση, Τον δοξολογούσαν! Δεν τους κυρίευσε η ανάγκη του ύπνου, ούτε τους έκαμψε ο πόνος, ούτε ο φόβος τους έκανε να δειλιάσουν, αλλά μάλλον τους δημιούργησε έναν ιερό ενθουσιασμό και τους προκαλούσε μια ανείπωτη χαρά. Συναισθάνονταν ότι ο Θεός ήταν μαζί τους, δίπλα τους. Θα περίμενε κανείς να στενάζουν, να είναι τρομοκρατημένοι για τη ζωή τους. Αυτοί όμως αντιθέτως ήταν ήσυχοι, ειρηνικοί, προσευχόμενοι. Δεν ήταν ώρα προσευχής, δεν ήταν τόπος προσευχής. Αλλά η καρδιά τους ήταν δοσμένη στην προσευχή. Και μας διδάσκουν ότι καμία δοκιμασία, κανένα πρόβλημα, όσο μεγάλο κι αν είναι, δεν πρέπει να μας ανακόπτει από την προσευχή. Και μάλιστα από τη δοξολογητική προσευχή.



Το θαύμα


Η συνέχεια της διηγήσεως είναι θαυμαστή. Ξαφνικά έγινε μεγάλος σεισμός, σαλεύθηκαν τα θεμέλια της φυλακής. Κι άνοιξαν τη στιγμή αυτή όλες οι θύρες και λύθηκαν όλων των φυλακισμένων οι αλυσίδες. Όταν όμως ξύπνησε ο δεσμοφύλακας και είδε ανοικτές τις θύρες της φυλακής, τράβηξε το μαχαίρι του για να αυτοκτονήσει, επειδή νόμιζε ότι είχαν δραπετεύσει οι φυλακισμένοι και γι’ αυτό τον περίμενε η ποινή του θανάτου. Αλλά ο απόστολος Παύλος του φώναξε δυνατά: «Μην κάνεις κανένα κακό στον εαυτό σου. Όλοι είμαστε εδώ». Μετά απ’ αυτό ο δεσμοφύλακας, αφού πήρε κάποιο φως, έτρεξε μέσα στη φυλακή. Και μόλις αντιλήφθηκε το θαύμα, κυριεύθηκε από τρόμο και έπεσε στα πόδια των Αποστόλων. Κι αφού τους έβγαλε στην αυλή της φυλακής, τους είπε: Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να σωθώ; Κι αυτοί του απάντησαν: Πίστευσε στον Ιησού Χριστό και θα σωθείς και εσύ και όλη η οικογένειά σου. Στη συνέχεια οι δύο Απόστολοι δίδαξαν σ’ αυτόν και σ’ όλους όσοι ήταν στο σπίτι του τις θεμελιώδεις αλήθειες της διδασκαλίας του Κυρίου. Και ο δεσμοφύλακας, αφού τους πήρε μαζί του εκείνη την ώρα της νύχτας, τους έλουσε από τα αίματα και αμέσως βαπτίσθηκε κι αυτός και όλοι οι δικοί του. Και αφού τους ανέβασε στο σπίτι του, ετοίμασε τραπέζι και δοκίμασε μεγάλη χαρά μαζί με όλη του την οικογένεια· διότι όλοι τους είχαν πιστεύσει στον Θεό.

Όλα αυτά τα θαύματα που συνέβησαν ήταν θαύματα της προσευχής. Οι Απόστολοι δοξολογούσαν τον Θεό, και ο Θεός απάντησε στους δοξολογητικούς ύμνους τους. Έκανε αισθητή την παρουσία του όχι με ένα αλλά με πολλά θαύματα. Όχι μόνο τους απελευθέρωσε, αλλά οδήγησε στη σωτηρία και όλη την οικογένεια του δεσμοφύλακα. Η δοξολογία των Αποστόλων προκάλεσε τόσο ισχυρό σεισμό που συγκλόνισε όχι μόνο τις πύλες της φυλακής αλλά και τις καρδιές του δεσμοφύλακα και της οικογένειάς του.


Ας μάθουμε λοιπόν να προσευχόμαστε δοξολογητικά στο Θεό. Κι Εκείνος θα απαντά στις προσευχές μας με τρόπους που δεν μπορούσε ούτε καν να διανοηθούμε.



Περιοδικό «Ο Σωτήρ», αριθ. 2000


Πηγἠ: www.xfd.gr


Δείτε σχετικά:
2. ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
3. Ὑπομονή ἀπό τίς θλίψεις (Ἁγίου Ἰωάννου τοῡ Χρυσοστoμου

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ - Εὐαγγέλιον - Τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος


1 Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παράγων ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. 2 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; 3 ἀπεκρίθη  Ἰησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. 4 ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. 5 ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ᾦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. 6 ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ 7 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων.

8 Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; 9 ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. 10 ἔλεγον οὖν αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; 11 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος λεγόμενος  Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. 12 εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· οὐκ οἶδα.
13  Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. 14 ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ  Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. 15 πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. 16 ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. 17 λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. 18 οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ  Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος 19 καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; 20 ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· 21 πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. 22 ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς  Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ  Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. 23 διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. 24 ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. 25 ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. 26 εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; 27 ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; 28 ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. 29 ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. 30 ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. 31 οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. 32 ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου. 33 εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. 34 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. 35  Ἤκουσεν ὁ  Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; 36 ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; 37 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ  Ἰησοῦς· καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. 38 ὁ δὲ ἔφη· πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.

ΑΠΟΔΟΣΗ

Εκείνο τον καιρό, καθώς περνούσε ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο πού είχε γεννηθεί τυφλός. Τότε τον ρώτησαν οι μαθητές του και του λέγουν διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, για να γεννηθεί τυφλός; Αποκρίθηκε ο Ιησούς, ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθούν σ' αυτόν τα έργα του Θεού. Εγώ πρέπει να εργάζομαι τα έργα εκείνου πού με έστειλε, ως πού ακόμη είναι ήμερα, έρχεται νύχτα, οπού κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. Όταν είμαι στον κόσμο, φως είμαι του κόσμου.
Αφού είπε αυτά, έφτυσε χάμω και με το σάλιο έκαμε λάσπη και έβαλε τη λάσπη πάνω στα μάτια του τυφλού και του είπε, πήγαινε να νίφτεις στη δεξαμενή του Σιλωάμ, πού στα ελληνικά θέλει να πει «απεσταλμένος». Πήγε λοιπόν και νίφτηκε και ήλθε βλέποντας.
Οι γειτόνοι του λοιπόν και εκείνοι πού τον έβλεπαν και ήξεραν πώς πρώτα ήταν τυφλός, έλεγαν αυτός δεν είναι πού καθόταν και ζητιάνευε; Άλλοι έλεγαν πώς αυτός είναι- άλλοι πώς κάποιος όμοιος του, εκείνος έλεγε πώς εγώ είμαι, του έλεγαν λοιπόν πώς ανοίχτηκαν τα μάτια σου; Αποκρίθηκε εκείνος και είπε, ένας άνθρωπος πού λέγεται Ιησούς έκαμε λάσπη και έβαλε πάνω στα μάτια μου και μου είπε, πήγαινε στη δεξαμενή του Σιλωάμ και νίψου, πήγα λοιπόν και νίφτηκα και είδα το φως μου. Του είπαν που είναι εκείνος; Λέγει, δεν ξέρω.
 Παίρνουν τον άλλοτε τυφλό και τον πηγαίνουν στους Φαρισαίους. Ήταν δε Σάββατο όταν έκαμε τη λάσπη ο Ιησούς και άνοιξε τα μάτια του τυφλού. Ρωτούσαν λοιπόν πάλι οι Φαρισαίοι τον άλλοτε τυφλό, πώς είδε το φως του, και αυτός τους είπε, έβαλε λάσπη πάνω στα μάτια μου και νίφτηκα και βλέπω. Έλεγαν λοιπόν μερικοί από τους Φαρισαίους, αυτός ο άνθρωπος δεν είναι από τον Θεό, γιατί δε φυλάει την αργία του Σαββάτου.
 Άλλοι έλεγαν πώς μπορεί άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια θαύματα; Έτσι χωρίστηκαν οι γνώμες μεταξύ τους. Λέγουν πάλι στον τυφλό. Συ τί λες γι' αυτόν τον άνθρωπο; Γιατί τα δικά σου μάτια άνοιξε. Και αυτός είπε πώς είναι προφήτης.
Δεν πίστεψαν λοιπόν οι Ιουδαίοι γι' αυτόν πώς ήταν τυφλός και είδε το φως του, μέχρι πού φώναξαν τους γονείς του και τους ρώτησαν λέγοντας τους, αυτός είναι ο γιος σας, πού λέτε πώς γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν τώρα βλέπει; Τους αποκρίθηκαν οι γονείς του και είπαν ξέρουμε πώς αυτός είναι ο γιος μας και πώς γεννήθηκε τυφλός. Πώς όμως τώρα βλέπει δεν ξέρουμε ή ποιος του άνοιξε τα μάτια δεν ξέρουμε, ο ίδιος είναι σε ηλικία, τον ίδιο να ρωτήσετε, ο ίδιος θα πει για τον εαυτό του.
Αυτά είπαν οι γονείς του, επειδή εφοβούντο τους Ιουδαίους γιατί είχαν κάνει κιόλας συμφωνία οι Ιουδαίοι, ώστε αν κανείς ομολογήσει τον Χριστό, να τον διώξουν από τη Συναγωγή. Γι' αυτό οι γονείς του είπαν πώς ο ίδιος έχει ηλικία, και να ρωτήσουν τον ίδιο. Για δεύτερη λοιπόν φορά φώναξαν τον άνθρωπο πού ήταν τυφλός και του είπαν, Να δοξάζεις το Θεό, εμείς ξέρουμε πώς αυτός ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός.
Εκείνος απάντησε και είπε. Αν είναι αμαρτωλός δεν ξέρω, ένα ξέρω, πώς πριν ήμουν τυφλός και εδώ και λίγη ώρα βλέπω. Του είπαν πάλι, και τί σου έκαμε; Με ποιο τρόπο σου άνοιξε τα μάτια; Εκείνος τους απάντησε, λίγο πριν σας είπα και δεν ακούσατε; τί πάλι θέλετε να ακούτε;
Μήπως θέλετε και σεις να γίνετε μαθηταί του; Εκείνοι γέλασαν μαζί του και είπαν εσύ είσαι μαθητής εκείνου, εμείς είμαστε μαθηταί του Μωυσή. Εμείς ξέρουμε πώς, Θεός μίλησε στον Μωυσή, γι' αυτόν όμως εδώ δεν ξέρουμε από που είναι. Ο άνθρωπος απάντησε και είπε, εσείς δεν ξέρετε από που είναι και αυτό είναι περίεργο, και όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πώς ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς, αλλά ακούει εκείνους πού τον σέβονται και κάνουν το θέλημα του. Από τότε πού κτίστηκε ο κόσμος δεν ακούστηκε πώς άνοιξε κανείς τα μάτια ενός ανθρώπου πού γεννήθηκε τυφλός. Δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα τέτοιο, αν δεν ήταν αυτός ο άνθρωπος από τον Θεό.
 Του απάντησαν και είπαν εσύ είσαι βουτηγμένος μέσα στις αμαρτίες και τώρα διδάσκεις εμάς; Και τον έβγαλαν έξω. Ο Ιησούς άκουσε πώς τον έβγαλαν έξω και του είπε, όταν τον βρήκε, συ πιστεύεις στον υιό του Θεού; Εκείνος απάντησε και είπε, Και ποιος είναι Κύριε, για να πιστέψω; Ο δε Ιησούς του είπε, και τον είδες και αυτός πού σου μιλεί αυτός είναι. Και είπε αυτός, πιστεύω, Κύριε, και τον προσκύνησε.

Το ευαγγέλιο της Κυριακής του Τυφλού, αποτελεί μια αδιάψευστη απόδειξη ότι ο Χριστός δεν ήταν μόνο τέλειος άνθρωπος αλλά και τέλειος Θεός. 


Όπως διαβάζουμε στο Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο (κεφ. 9, 1-38), ο Χριστός, περνώντας μέσα από την Ιερουσαλήμ, συναντάει έναν εκ γενετής τυφλό. Ο Κύριος, έκανε πυλό, αφού έφτυσε στο χώμα, του άλειψε τα μάτια και τον έστειλε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Ο τρόπος αυτός θεραπείας, μας υπενθυμίζει τον τρόπο που ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, πλάθοντάς τον. Ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη, πλάθει τον άνθρωπο από χώμα, τώρα ο Χριστός, πλάθει τα μάτια του εκ γενετής τυφλού πάλι από χώμα. Ο ίδιος Θεός! Δοκιμάζει την πίστη του τυφλού και τον στέλνει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου, και ζητάει τη δική του εκούσια και ελεύθερη συμμετοχή του στο θαύμα. Ο τυφλός όμως με πίστη, υπακούει στην εντολή του Θεού, πηγαίνει και πλένεται και επιστρέφει βλέποντας.

Όμως, η ζωή του θεραπευμένου τυφλού, δε έγινε ευκολότερη. Γίνεται στόχος της κακίας και του μίσους των Φαρισαίων, των ανθρώπων εκείνων που με ζήλο πίστευαν στο Θεό και στην τήρηση του Νόμου Του. Ανακρίνουν τον τυφλό κι αντί να πιστέψουν κι εκείνοι βλέποντας ζωντανό το θαύμα μπροστά τους, κλείνουν τα μάτια της ψυχής τους. Ο θρησκευτικός φανατισμός τους, όχι μόνο τους κλείνει τα μάτια της ψυχής και εξαφανίζει από την ψυχή τους τη διάκριση αλλά τους απομακρύνει τελικά και από το Θεό.

Οι γονείς του τυφλού, φοβούνται να ομολογήσουν το θαύμα που έγινε στο παιδί τους που γεννήθηκε τυφλό, για να μην γίνουν αποσυνάγωγοι. Τόση ήταν η πίστη τους και η χαρά τους που απέκρυψαν αποφεύγοντας με μαεστρία να ομολογήσουν ένα αληθινό γεγονός. «Έχει ηλικία αυτόν να ρωτήσετε»! Ίσως ο Χριστός να τους χάλασε τα σχέδια, αφού ο εκ γενετής τυφλός γιος τους ζητιάνευε. Ίσως τους χάλασε την ησυχία τους αφού έπρεπε να παρουσιαστούν στη συναγωγή και να ανακριθούν με τον κίνδυνο να γίνουν αποσυνάγωγοι. Κι εμείς οι χριστιανοί που ευεργετούμαστε καθημερινά από το Θεό, ντρεπόμαστε ή φοβόμαστε να ομολογήσουμε το Θεό από την ολιγοπιστία μας. Βάζουμε τα συμφέροντά μας πάνω από το Θεό, πιστεύοντας ενδόμυχα πως Εκείνος θα μας καταλάβει! Εκείνος θα μας καταλάβει αλλά θα δει και την πίστη μας και τις προτεραιότητες που έχουμε βάλλει στη ζωή μας. Θα δει ποιους θεούς έχουμε βάλλει στη θέση Του και με το δικό του τρόπο δε θα πάψει να μας υπενθυμίζει πως Εκείνος είναι το φως του κόσμου.

Ο τυφλός, τελικά δε θεράπευσε μόνο τα μάτια του σώματός του αλλά και της ψυχής του. Αναγνωρίζει και προσκυνεί τη θεότητα του Ιησού και δε διστάζει να το ομολογήσει στους θρησκευτικούς άρχοντες με θάρρος που θα το ζήλευαν πολλοί από μας. Δεν αρκεί μόνο η πίστη, χρειάζεται και η ομολογία πίστεως για να γίνουμε γνήσια παιδιά του Ιησού. Όταν ομολογήσουμε το Χριστό μπροστά στους ανθρώπους, θα μας ομολογήσει και Εκείνος μπροστά στον Πατέρα Του, μας έχει υποσχεθεί ο Κύριος.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. Α’.

Τὸν συνάναρχον Λόγον Πατρὶ καὶ Πνεύματι, τὸν ἐκ Παρθένου τεχθέντα εἰς σωτηρία ἡμῶν, ἀνυμνήσωμεν πιστοὶ καὶ προσκυνήσωμεν· ὅτι ηὐδόκησε σαρκί, ἀνελθεῖν ἐν τῷ Σταυρῷ, καὶ θάνατον ὑπομεῖναι, καὶ ἐγεῖραι τοὺς τεθνεῶτας, ἐν τῇ ἐνδόξῳ Ἀναστάσει αὐτοῦ.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Τῆς ψυχῆς τὰ ὄμματα πεπηρωμένος, σοὶ Χριστὲ προσέρχομαι, ὡς ὁ τυφλὸς ἐκ γενετῆς, ἐν μετανοίᾳ κραυγάζων σοι· Σὺ τῶν ἐν σκότει τὸ φῶς τὸ ὑπέρλαμπρον.

Μεγαλυνάριον

Ἤνοιξας Σωτήρ μου τοὺς ὀφθαλμούς, τοῦ τυφλοῦ ἐκ μήτρας, ὡς φιλάνθρωπος πλαστουργός, τοῦ πηλοῦ τῇ χρήσει, καὶ Σιλωὰμ τῇ νίψει· διό σε ὡμολόγει, Θεὸν καὶ Κύριον 


www.saint.gr