Μη λυπάσαι να δουλαγωγείς τη σάρκα σου για χάρη του Χριστού, γιατί Εκείνος την έπλασε. Μην τρομάζεις μπροστά στους πόνους, γιατί Εκείνος έχει τη δύναμη κάθε πληγή να θεραπεύσει. Μη λυπάσαι να Του προσφέρεις ολόκληρη την ύπαρξή σου, γιατί Εκείνος θα την ανακαινίσει, θα την δοξάσει και θα σου την προσφέρει πάλι «εν κροσσωτοίς χρυσοίς περιβεβλημένην πεποικιλμένην» (Ψαλμ. 44:14) στη βασιλεία των ουρανών. Όπως ο Χριστός υπέφερε για χάρη σου, υπόφερε κι εσύ για χάρη του Χριστού.
Ρίξε ένα βλέμμα γύρω σου και δες πόσος πόνος, πόση δυστυχία, πόσες θλίψεις υπάρχουν στους ανθρώπους. Όσο κι αν πονάς, υπάρχουν άλλοι που πονούν περισσότερο. Όσο κι αν δυστυχείς, υπάρχουν άλλοι που δυστυχούν περισσότερο. Δόξασε κι ευχαρίστησε τον Θεό που δεν σου στέλνει πιο μεγάλες συμφορές. Πάρε θάρρος, βάλε αρχή και ευαρέστησέ Τον με τον πνευματικό αγώνα σου. Με λίγο προσωρινό κόπο θ’ απολαύσεις αιώνια και ατελεύτητα αγαθά, «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη» (Α’ Κορ. 2:9).
Ξέρεις γιατί κυριεύεσαι από πνευματική ραθυμία και ακηδία; Επειδή δεν αγαπάς μ’ όλη σου την καρδιά τον Κύριο. Και όποιος δεν αγαπά τον Κύριο μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του, βλέπει την οδό που οδηγεί στη ζωή πολύ στενή και τεθλιμμένη, αισθάνεται τον ζυγό του Κυρίου ασήκωτο και τον νόμο Του ακατόρθωτο. Αγάπησε τον Κύριο «εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της δυνάμεώς σου» (Δευτ. 6:5), και τότε θα βαδίζεις στον δρόμο Του με χαρά και προθυμία, «ηγούμενος πάντα σκύβαλα είναι ίνα Χριστόν κερδήσης» (Φιλιπ. 3:8).
Οι άγιοι της Εκκλησίας μας, που βαθιά αγάπησαν τον Θεό, κάθε κόπο για χάρη Του τον θεωρούσαν άκοπο, κάθε πόνο άπονο, κάθε θλίψη ευεργεσία. Μερικοί μάλιστα, φλεγόμενοι από θείο έρωτα, δεν άντεχαν ούτε για λίγο ν’ αναχαιτίζουν τον χειμαρρώδη εκείνο πόθο που τους ωθούσε στην ένωση με τον Θεό. Περιφρονούσαν ακόμη και τις πιο βασικές ανθρώπινες ανάγκες, την τροφή και τον ύπνο, για να μη στερηθούν την απόλυτη και απρόσκοπτη επικοινωνία τους με τον εκλεκτό Νυμφίο της ψυχής τους. Τόσο φλογισμένες και συνεπαρμένες ήταν οι ψυχές των αγίων από τη θεία αγάπη. Με χαρά, σαν ασώματοι άγγελοι, παραδίδονταν σε υπεράνθρωπες νηστείες, ατελεύτητες αγρυπνίες, αδιάλειπτες προσευχές και δοξολογίες προς τον αγαπώμενο Κύριο, κι έφθαναν για χάρη Του μέχρι τον θάνατο, αντιμετωπίζοντάς τον όχι σαν κακό μα σαν λύτρωση και δυνατότητα απόλυτης και αιωνίας ενώσεως μαζί Του.
Όλα αυτά βέβαια που κατόρθωσαν θα ήταν απραγματοποίητα, αν στην αγάπη τους προς τον Θεό δεν προσετίθετο και η θεία χάρις, «η πάντοτε τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα», που ενδυναμώνει όσους δείχνουν έμπρακτη αγάπη στον Κύριο. Έτσι, «τοις αγαπώσι τον Θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν» (Ρωμ. 8:28), ώστε να επαληθεύεται πάντοτε η αψευδής ρήση Εκείνου: «Ο ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστι» (Ματθ. 11:30).
Ετοιμάσου λοιπόν, αδελφέ μου, ετοιμάσου για την υποδοχή του ουρανίου Νυμφίου, του υπερένδοξου Κυρίου Ιησού Χριστού. Ιδού, «έρχεται εν τω μέσω της νυκτός, και μακάριος ο δούλος ον ευρήσει γρηγορούντα, ανάξιος δε πάλιν ον ευρήσει ραθυμούντα». Ξύπνα, ετοίμασε τη λαμπάδα της καρδιάς σου. «Ανάστα, τι καθεύδεις; το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι».
Έρχεται Εκείνος που μαζί Του θα ζεις και θα συνευφραίνεσαι αιωνίως. Πρόσεξε να μη σβήσει η λαμπάδα σου. Πρόσεξε να μη νυστάξει η ψυχή σου από τη ραθυμία και την ακηδία. Ετοιμάσου να δεχθείς μέσα σου τον Κύριο της δόξης. Ήρθε και χτυπά κιόλας τη θύρα της καρδιάς σου. Άκουσέ Τον: «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω· εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν, και εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ’ αυτού και αυτός μετ’ εμού. Ο νικών, δώσω αυτώ καθίσαι μετ’ εμού εν τω θρόνω μου… Ο έχων ους ακουσάτω…» (Αποκ. 3:20-22).
Από το βιβλίο: Αγίου Δημητρίου του Ροστώφ, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2013, σελ. 79.
Οι Άγγελοι θυμιάζουν και μυρώνουν τους εκλεκτούς του Θεού
Κάποιο πρωινό, ο όσιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός (9ος-10ος αι.), καθισμένος σε μια γωνιά, άκουγε το πνευματικό του παιδί, τον Επιφάνιο, που διάβαζε ένα λόγο του μεγάλου Βασιλείου.
Όσην ώρα διαρκούσε η ανάγνωση, ξεχυνόταν μια ευωδία σαν από πολύτιμα αρώματα. Όταν τελείωσε η ανάγνωση, χάθηκε και η ευωδία. Έκπληκτος ο Επιφάνιος στράφηκε προς τον όσιο:
– Εξήγησέ μου σε παρακαλώ, τι ευωδία ήταν αυτή; Κι ο όσιος, επειδή είχε δει αυτόν που σκορπούσε την ευωδία, αποκρίθηκε:
– Άγγελοι Κυρίου είχαν συγκεντρωθεί εδώ, παιδί μου. Ένας μάλιστα, θέλοντας να τιμήσει τα λόγια του Αγίου Πνεύματος, θύμιαζε γύρω μας χαρούμενος.
Η έκπληξη και η απορία του Επιφανίου κορυφώθηκαν. Ο όσιος λοιπόν συνέχισε πιο αναλυτικά:
– Σε τρεις περιπτώσεις οι άγγελοι θυμιάζουν και μυρώνουν τους εκλεκτούς του Θεού: Πρώτον, όταν διαβάζουν τα ιερά βιβλία, οπότε τους κυκλώνουν για ν’ ακούσουν κι αυτοί. Δεύτερον, όταν προσεύχονται και συνομιλούν με το Θεό, οπότε συμπροσεύχονται κι εκείνοι με πόθο. Τρίτον, όταν υπομένουν για την αγάπη του Θεού κόπο, πόνο και τιμωρίες, οπότε τους μυρώνουν και τους παρακινούν στον αγώνα της ευσέβειας. Για την τελευταία περίπτωση θα σου πω την ακόλουθη ιστορία:
Κάποτε ο παραβάτης Ιουλιανός, ξεκινώντας να πολεμήσει τους Πέρσες, κατέβηκε στη Δάφνη (προάστιο της Αντιόχειας) για να θυσιάσει στο θεό Απόλλωνα. Ήθελε να πάρει χρησμό για την έκβαση του πολέμου.
Ο δαίμονας όμως, που κατοικούσε στο άγαλμα, δεν μπορούσε να δώσει χρησμό, γιατί βρίσκονταν εκεί τα λείψανα του αγίου ιερομάρτυρος Βαβύλα και των τριών νηπίων.
Ο παραβάτης διέταξε τους Αντιοχείς να τα μετακομίσουν άφοβα. Τότε εκείνοι σήκωσαν τη σορό των αγίων και βάδιζαν ψάλλοντας: «Αισχυνθήτωσαν πάντες οι προσκυνούντες τοις γλυπτοίς, οι εγκαυχώμενοι εν τοις ειδώλοις αυτών».
Όταν τ’ άκουσε αυτά ο βασιλιάς, διέταξε οργισμένος να συλλάβουν όσους ακολουθούσαν τη λιτανεία. Ανάμεσά τους συνέλαβαν κι έναν έφηβο δεκαπέντε χρονών, που λεγόταν Θεόδωρος.
Τον παρουσίασαν στον βασιλιά, κι εκείνος πρόσταξε να τον κρεμάσουν σ’ ένα ξύλο και να του ξεσχίζουν τις σάρκες. Έτσι κρεμασμένος υπέφερε πολλά βασανιστήρια. Όταν βράδιασε, τον κατέβασαν και τον έριξαν στη φυλακή.
Έμεινε εκεί μερικές μέρες, μέχρι που έλαβαν την είδηση πως ο βασιλιάς σκοτώθηκε στον πόλεμο. Τότε ελευθερώθηκε ο Θεόδωρος και γύρισε στο σπίτι του.
«Αγαπημένε μας Θεόδωρε», τον ρωτούσαν εκεί συγγενείς και φίλοι, «τι ένιωθες όταν σε ξέσχιζαν κρεμασμένο στο ξύλο;»
Εκείνος τους αποκρίθηκε: «Στην αρχή υπέφερα με δυσκολία τον πόνο. Ύστερα όμως παρουσιάστηκαν μπροστά μου τέσσερις νέοι με όμορφα πρόσωπα και κατάλευκες στολές.
Ο ένας κρατούσε μια λεκάνη αστραφτερή. Ο άλλος χρυσό μυροδοχείο με μύρο σαν ροδέλαιο. Οι άλλοι δύο κρατούσαν λευκά σεντόνια διπλωμένα στα τέσσερα.
Ο ένας άδειασε το μύρο στη λεκάνη και, καθώς εκείνο εξατμιζόταν, ένιωθα σε κάθε εισπνοή να σκορπίζεται η ευωδία του σ’ όλα μου τα μέλη και να εξουδετερώνει τους φρικτούς πόνους.
Ύστερα, ο ένας έβρεχε το πανί στη λεκάνη και το ‘βαζε στο πρόσωπό μου πολλή ώρα, ώστε με την ηδονή εκείνη να ξεχνάω τους πόνους. Όταν το έπαιρνε ο πρώτος, ήταν ο άλλος έτοιμος κι έβαζε το δικό του.
Αυτό συνεχιζόταν μέχρι που με κατέβασαν οι δήμιοι από το ξύλο. Τότε όμως έφυγαν οι άγγελοι από κοντά μου και λυπήθηκα, γιατί στερήθηκα εκείνη τη γλυκύτατη ηδονή. Ήθελα να βασανιζόμουν ακόμη…»
(Εμφανίσεις και θαύματα των Αγγέλων, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2013, σελ. 174)