† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2024

Ο ΜΕΓΑΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ ΠΑΥΛΟΣ ΩΣ ΠΟΙΜΗΝ

 ὑπό Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Νάσσου

 

 

Α) Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΕΝΙΚΑ

 


 ὅρος «ποιμαντική» προέρχεται ἀπό τό ρῆμα «ποιμαίνειν», ὅπως ἐπίσης καί ὁ ὅρος «ποιμήν». Ἡ χρήση τοῦ ρήματος «ποιμαίνειν» ἔχει διπλή σημασία στούς ἀρχαίους Ἕλληνες. Ἡ κυριολεκτική σημασία εἶναι ἡ φροντίδα τοῦ ποιμένα γιά τό (ἄλογο) ποίμνιο, τά ζῶα, γιά τά ὁποῖα μεριμνᾶ, ὄχι ἁπλῶς γιά τήν τροφή τους, ἀλλά γιά ὅλες γενικῶς τίς ἀνάγκες τους. Ἡ μεταφορική ἔννοια τοῦ ποιμένος δηλώνει τό ἄρχειν καί ὁδηγεῖν καί διοικεῖν ἀνθρώπους. Στήν ἀνωτέρω ἔννοια τοῦ ποιμένος λογικῶν ζώων ἀναφέρεται ὁ Πλάτων, ὡς ἑξῆς: «Οὗτοι ἄρα τῶν παλαιῶν ἄριστοι νομοθέται γεγόνασιν, νομῆς τε καί ποιμένες ἀνδρῶν, ὥσπερ καί Ὅμηρος ἔφη <ποιμένα λαῶν> εἶναι τόν ἀγαθόν στρατηγόν»1 .

 

aopavlos


Στήν ἐκκλησιαστική πραγματικότητα ὁ ὅρος «ποιμήν» ἐνέχει πνευματικό περιεχόμενο, καθώς, ἡ ἰδέα γιά τόν ἰσραηλητικό λαό ὡς ποίμνιο τοῦ Θεοῦ εἶναι βαθύτατη, ὅπως συχνά μαρτυρεῖται στά κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐνῶ ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας ὀνομάζεται ποιμήν τοῦ λαοῦ Αὐτοῦ2 . Στόν Ἰεζεκιήλ, ὁ Θεός, ὡς ὁ κατεξοχήν ποιμήν, θά ὑποσχεθεῖ ὅτι θά ὁδηγήσει τό ποίμνιό του, δηλ. τόν λαό του «ἐν νομῇ ἀγαθῇ»3 . Ὁ Κύριος θέτει τά θεμέλια τῆς ποιμαντικῆς, ὡς πνευματικῆς ἐργασίας μέσα στό σῶμα Του, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία συνέστη ἀπό τήν πλευρά Του, σύμφωνα μέ τή χαρακτηριστική ρήση τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου. Γράφει ὁ χρυσορρήμων Πατήρ: «Ἡ Ἐκκλησία ἀπό τῆς πλευρᾶς τοῦ Χριστοῦ συνέστη…Ἐπειδή γάρ ὁ Χριστός εἰς τόν σταυρόν ἀνηνέχθη, καί προσηλώθη, καί ἀπέθανε, <προσελθών εἷς τῶν στρατιωτῶν, ἔνυξεν αὐτοῦ τήν πλευράν, καί ἐξῆλθε αἷμα καί ὕδωρ>·…καί ἐξ ἐκείνου τοῦ αἵματος, καί τοῦ ὕδατος ἡ Ἐκκλησία ἅπασα συνέστηκεν»4 .


ς γνωστόν, ὁ Ἐνανθρωπήσας Λόγος τοῦ Θεοῦ παρουσιάζεται ὡς Ποιμήν καί μάλιστα μέ ἀπόλυτη ἔννοια, καί διατρανώνει μάλιστα ὅτι Αὐτός εἶναι «ὁ ποιμήν ὁ καλός»5 . Ὁ Ἀρχιποίμην Χριστός, δηλώνοντας τόν προσωπικό (ἐξιδιασμένο) χαρακτῆρα τῆς ποιμαντικῆς, ἀλλά καί τό θυσιαστικό ἦθος τοῦ καλοῦ ποιμένος, θά διακηρύξει: «Γινώσκω τά ἐμά καί γινώσκομαι ὑπό τῶν ἐμῶν…καί τήν ψυχήν μου τίθημι ὑπέρ τῶν προβάτων»6 .


 Θεός Λόγος «ἐφανερώθη ἐν σαρκί»7 , καί ἕνωσε στό Πρόσωπό Του τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, τή θεία φύση Του μέ τήν προσληφθεῖσα ἀνθρωπίνη, «ἀτρέπτως καί ἀσυγχύτως καί ἀναλλοιώτως καί ἀδιαρέτως καί ἀδιασπάστως»8 , μέ σκοπό νά σώσει τόν ἄνθρωπο, καλώντας τον ὡς «καλός Ποιμήν» στήν «μίαν ποίμνην, ἀγγέλων καί ἀνθρώπων καί μίαν Βασιλείαν». Αὐτός, σύμφωνα μέ τήν Ὑμνολογία, «τό πλανηθέν ὀρειάλωτον εὑρών πρόβατον τοῖς ὤμοις ἀναλαβών, τῷ Πατρί προσήγαγε»9 . Ὁ Θεάνθρωπος σώζει ὄχι μόνο τόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς Του, ὁ ὁποῖος τόν εἶδε καί τόν ἄκουσε, ὅπως οἱ «αὐτόπται τοῦ Λόγου», ἀλλά τόν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς, πού θά γίνει πιστό μέλος τῆς Ἐκκλησίας Του, ἡ ὁποία εἶναι, σύφωνα μέ τόν ἀπόστολο Παύλο «σῶμα Χριστοῦ»10 , καί «κοινωνία τῆς θεώσεως», κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ11 .


Μετά τήν Ἀνάληψη καί τήν Πεντηκοστή, τόν ποιμαντικό ρόλο κατ᾿ ἐντολήν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ἀναλαμβάνουν οἱ Ἅγιοι Μαθηταί καί Ἀπόστολοί Του. Αὐτός τούς καθιέρωσε, τούς κατέστησε ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας Του. Ὁ Ἀπόστολος, μάλιστα, ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος κατεξοχήν διακρίνεται ὡς ποιμήν, μέσα ἀπό τίς Ἐπιστολές του, εἶναι ὁ Παῦλος, ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν. Αὐτός ἀναφέρεται στούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καί διδασκάλους ὡς ἑξῆς: «καί αὐτός ἔδωκε τούς μέν ἀποστόλους, τούς δέ προφήτας, τούς δέ εὐαγγελιστάς, τούς δέ ποιμένας καί διδασκάλους»12 . Ὁμιλοῦμε περί Ἀρχιερέων καί ἱερέων ὡς ποιμένων. Αὐτοί ἔλαβαν τή χάρη τῆς ἱερωσύνης μέ τήν χειροτονία καί ἔχουν τό χάρισμα μιᾶς εἰδικῆς λειτουργίας μέσα στό ἐκκλησιαστικό σῶμα, χάρισμα πού μετέχει στό τρισσόν ἀξίωμα τοῦ Κυρίου, σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη Δογματική. Αὐτοί ἀσκοῦν τήν λεγόμενη ποιμαντική διακονία καί πρέπει νά τήν ἀσκοῦν κατά Θεόν.


Εἶναι, βεβαίως, χαρακτηριστικό, ὅτι στήν Καινή Διαθήκη ὑπάρχουν οἱ ὅροι «ἀρχιερεύς» καί «ἱερεύς» νοηματικά, καί ὑπονοῦνται ὡς λέξεις. Στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή του ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν γράφει: «Ἀδελφοί ἅγιοι, κατανοήσατε τόν ἀπόστολον καί ἀρχιερέα τῆς ὁμολογίας ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν» 13.


στόσο, ἀναφορικά μέ τούς ποιμένες τῶν λογικῶν προβάτων χρησιμοποιοῦνται οἱ ὅροι: ἐπίσκοπος, πρεσβύτερος, ποιμήν. Ὑπάρχει, βεβαίως, ἡ μία καί ἑνιαῖα ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, στήν ὁποία μετέχουν «κατά χάριν» οἱ λειτουργοί τοῦ Θεοῦ. Αὐτοί εἶναι «ὑπηρέται Χριστοῦ καί οἰκονόμοι μυστηρίων Θεοῦ», σύμφωνα μέ τόν ἀπόστολο Παύλο
14. Εἶναι πατέρες κατά πνεῦμα και ἀναγεννοῦν, ὅπως γράφει ὁ ἴδιος, «διά τοῦ Εὐαγγελίου»15 , ὁδηγῶντας αὐτούς ἀπό τή φυσική κατάσταση, αὐτό πού ὀνομάζεται «κατά φύσιν» στό «ὑπέρ φύσιν», ἤ ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἀπό τό «εἶναι» στό «εὖ εἶναι» καί στό «ἀεί εὖ εἶναι», δηλ. στό κατά χάριν ἄκτιστο ἐπίπεδο τῆς Βασιλεία τοῦ Θεοῦ16 . Αὐτό δέν εἶναι κάτι ἁπλό, οὔτε συνιστᾶ ἕνα εὔκολο ἐγχείρημα, ἀλλά ἕνα ὄντως ἐργωδέστατο, πολύ σπουδαῖο καί ὑψηλό. Ὁ Μέγας Βασίλειος θά προσδιορίζει στά «Ἀσκητικά» του ὡς ἑξῆς τόν πνευματικό πατέρα, πού βρίσκεται στήν πνευματική διακονία μετά τόν ἕνα Πατέρα τόν οὐράνιο: «Πατήρ γάρ ἐστίν ἀληθέστατος, πρῶτος μέν ὁ τῶν ἁπάντων Πατήρ∙ ὁ δεύτερος δέ μετ᾿ ἐκεῖνον ὁ τῆς πνευματικῆς καθοδηγούμενος πολιτείας»17 . Αὐτός ἀσκεῖ τήν ἐν Θεῷ ποιμαντική διά τῆς ἱερωσύνης, ἡ ὁποία, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο εἶναι «τέχνη τεχνῶν καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν»18 .

 

 

Β) Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

 


Δέν γνώρισε «ἐν σαρκί» τόν Ἐνανθρωπήσαντα Λόγο ὁ Παῦλος. Δέν ἔζησε πλησίον τοῦ θειοτάτου Διδασκάλου ὡς ἄμεσος μαθητής, ὁ μετά ταῦτα «οὐρανόφρων». Δέν μαθήτευσε στό ὑψηλότερο Διδασκαλεῖο τοῦ κόσμου, ἀπό ὅπου ἔρρευσαν στήν Οἰκουμένη «τά ρήματα τῆς αἰωνίου ζωῆς» ὁ ζηλωτής Ἰουδαῖος Σαῦλος19 . Ὅμως, τόν γνώρισε στό ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ, τότε πού ἔκλεισαν προσωρινά τά σωματικά του μάτια, γιά νά ἀνοίξουν διά παντός τά πνευματικά. Ὁ Παῦλος μετά ταῦτα, ἐμπνεόμενος ἀπό τήν Ἀγάπη τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ, ἀναδεικνύεται «στόμα τοῦ Χριστοῦ»20 , διαπρύσιος κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου, κορυφαῖος Ἀπόστολος καί ποιμήν, πατέρας καί ἀναγεννητής ὑπάρξεων, ἀφοῦ κατά τό πρότυπο τοῦ Μεγάλου Ποιμένος καί τή Χάρη Ἐκείνου, ποίμανε μέ ἱκανότητα, σοφία καί δεξιοτεχνία τίς Ἐκκλησίες καί ἔγινε «τά πάντα τοῖς πάσι»21 , χάριν τῆς σωτηρίας τῶν πάντων.


Στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, διαζωγραφεῖται ἐναργῶς ἡ ὅλη ποιμαντική ἀγωνία καί δραστηριότητα τοῦ «σκεύους τῆς ἐκλογῆς» τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ πρῶτα περιγράφεται τό ὄραμα τῆς Δαμασκοῦ καί ἡ μεταστροφή τοῦ πρώην Σαύλου22. Κατόπιν, οἱ Ἐπιστολές τοῦ Παύλου, πρός Κορινθίους, πρός Κολοσσαεῖς κ.λπ. ἀποτυπώνουν τήν ἀνύστακτη και ἀδιάκοπη μέριμνά του ὑπέρ «πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν», ἐνῶ ἡ μία ἐπιστολή του πρός Τίτον καί οἱ δύο πρός Τιμόθεον διαγράφουν τήν πολιτεία καί τά προσόντα τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἐν λόγῳ Ἐπιστολές τοῦ θεορρήμωνος Παύλου ὀνομάστηκαν (ἀπό τόν 18ο αἰ. καί ἑξῆς) «ποιμαντικές»23 . Μποροῦμε νά σημειώσουμε, ὅτι κατά τή σύγχρονη ὁρολογία, αὐτές οἱ Ἐπιστολές ἀφοροῦν τή λεγομένη «ποιμαντική καθηκοντολογία».


 ἀσυναγώνιστος ὑπομνηματιστής τοῦ Παύλου, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, θά καταθέσει περί τῶν Ἐπιστολῶν, ὅτι ὁ Παῦλος, «ἀπηρτισμένος ἡμῖν τούς χαρακτῆρας ὑπέγραψε τῆς ἐπισκοπῆς, ἵν᾿ ἕκαστος τῶν εἰς ἀρχήν ταύτην ἀναβαινόντων, εἰς ἐκείνην (τήν εἰκόνα) ὁρῶν, μετά τοσαύτης ἀκριβείας τά καθ᾿ ἑαυτόν ἅπαντα οἰκονομῇ»24 . Πράγματι, στίς συγκεκριμένες Ἐπιστολές καθορίζονται οἱ ἁρμοδιότητες τῶν κατά τόπους προϊσταμένων τῆς Ἐκκλησίας. Καί ὅπως εὔστοχα ἔχει παρατηρηθεῖ, οἱ ποιμαντικές Ἐπιστολές θεωρήθηκαν ἀπό πολύ νωρίς ὡς τό πρῶτο πρακτικό ἐγχειρίδιο περί ποιμαντικῆς στήν ἐκκλησιαστική ἐπιστήμη τῆς ποιμαντικῆς, καί ὁ Παῦλος ὡς ὁ πατέρας καί θεμελιωτής τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τέχνης αὐτῆς25 .


Δεύτερος Νῶε ἀνεδείχθη ὁ Παῦλος, πάλι κατά τόν Χρυσόστομο, ἀφοῦ οἱ Ἐπιστολές του ἀποτελοῦν κιβωτό πνευματική, πολύ ἀνώτερη τῆς παλαιᾶς, ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ Νῶε, καί τοῦτο διότι ἡ κιβωτός τοῦ Παύλου ἅρπαξε ἀπό τά κύματα τῆς ἀπιστίας ὅλη τήν Οἰκουμένη, γιά νά τή σώσει ἀπό τόν πνευματικό καταποντισμό26 .


Εἶναι γεγονός, ὅτι ἡ ποιμαντική διακονία τοῦ Παύλου καί ἡ καθημερινή του μέριμνα γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, ἐκκινοῦσε ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία, «ὡς παφλάζουσα φλόγα» ἔκαιγε ἐντός τῆς πυρφόρου ὑπάρξεώς του. Αὐτή τόν ἐνέπνεε καί τόν καθοδηγοῦσε. Ὅμως, ὁ διδάσκαλος Παῦλος διέθετε καί τέχνη καί μεθοδολογία ποιμαντική, σύνεση καί διάκριση, ἀρετές κατεξοχήν ποιμαντικές. Ἀπό τόν ἱ. Χρυσόστομο ἐξαίρεται ἡ τεχνική τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου, τήν ὁποία χρησιμοποιεῖ κατά τήν ἄσκηση τῆς ποιμαντικῆς του διακονίας. Ἀναφέρεται λ.χ. στό γεγονός ἐκεῖνο, κατά τό ὁποῖο ὁ Παῦλος μέμφεται κάποιον πόρνο ἄνθρωπο, ἀλλ᾿ ὅμως δέν τόν κατονομάζει27 . Ἐπίσης, ὁ Χρυσόστομος θά παρατηρήσει, ὅτι στήν Α΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή του ὁ Ἀπόστολος ἀρχίζει μέ αὐστηρότητα, ἀλλά καταλήγει μέ προσήνεια. Ἀντίθετα, στή Β΄ Ἐπιστολή του, ἐνῶ ἀρχίζει μέ πραότητα, καταλήγει σέ ἀπειλές28 . Ὄντως, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Ἱεράρχη, «καί τόξα καί δόρατα καί βέλη καί πάντα ἡ γλῶττα τοῦ Παύλου»29 . Κατά ταῦτα, δικαίως ὁ τῶν Ἐθνῶν Ἀπόστολος, θά χαρακτηρισθεῖ ἀπό τόν ἱ. Χρυσόστομο ὡς ὁ μέγιστος πνευματικός «τῆς Οἰκουμένης» γιατρός30.


κόμη, θά ἐπισημάνει ὁ ἱκανότατος ἑρμηνευτής τοῦ Παύλου, ὅτι, ὅπως ἕνας ἄριστος ζωγράφος, ὅταν πρόκειται νά κατασκευάσει μιά αὐθεντική καί πρωτότυπη μορφή βασιλέως, ἀναμειγνύει πολλά χρώματα καί ἀποτυπώνει μέ ἀκρίβεια τά χαρακτηριστικά τῆς μορφῆς, ὥστε ἔπειτα, ὅσοι μιμοῦνται καί ἀντιγράφουν, νά τήν ἀπεικονίζουν μέ ἀκρίβεια, ἔτσι καί ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, «καθάπερ τινά εἰκόνα βασιλικήν γράφων, καί τό ἀρχέτυπον αὐτῆς κατασκευάζων, τά ποικίλα τῆς ἀρετῆς κεράσας χρώματα, ἀπηρτισμένους ἡμῖν τούς χαρακτῆρας ὑπέγραψε τῆς ἐπισκοπῆς, ἵν᾿ ἕκαστος τῶν εἰς τήν ἀρχήν ταύτην ἀναβαινόντων, εἰς ἐκείνην ὁρῶν, μετά τοσαύτης ἀκριβείας τά καθ᾿ ἑυτόν οἰκονομῇ»31 .


στόσο, ἡ ποιμαντική τοῦ Παύλου, δέν εἶναι ἀπροϋπόθετη δογματικά, ἀλλά ἑδράζεται στά θεμελιώδη δόγματα τοῦ Εὐαγγελίου, ἤτοι, στό Τριαδικόν τοῦ Θεοῦ, στήν ἑνότητα, ἀλλά καί διάκριση τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, στή Σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου καί στήν πίστη ὅτι ἡ σωτηρία ἐπιτυγχάνεται ἐν τῇ Ἐκκλησία καί διά τῆς Ἐκκλησίας, πού σύμφωνα μέ τόν Παῦλο, εἶναι «σῶμα Χριστοῦ». Ἐπιπλέον, ἐπισημαίνονται καί οἱ τρόποι ποιμαντικῆς διακονίας τοῦ μεγίστου τῶν Ἀποστόλων, ὅπως ἐπίσης καί ἡ ποιμαντική του μέριμνα γιά συγκεκριμένα πρόσωπα32 .


Εἰδικώτερα τώρα, μποροῦμε νά ἀνιχνεύσουμε ποιμαντικά στοιχεῖα ἀπό τίς συγκεκριμένες Ἐπιστολές τοῦ θεορρήμωνος Παύλου, τίς λεγόμενες «ποιμαντικές». Αὐτές εἶναι οἱ πρός Τίτον, πού θεωρεῖται καί ὡς ἡ ἀρχαιότερη καί οἱ πρός Τιμόθεον Α΄ καί Β΄. Στήν Α’ πρός Τιμόθεον περιέχεται ὁ «καθρέπτης» τοῦ ἐπισκόπου. Συγκεκριμένα, στό γ΄ Κεφάλαιο τῆς Ἐπιστολῆς, ὁ Παῦλος θά παραγγείλει μέ αὐθεντία στό «γνήσιο τέκνο του» τόν Τιμόθεο, ὅτι «δεῖ τόν ἐπίσκοπον ἀνεπίληπτον εἶναι, μή πάροινον, μή πλήκτην, μή αἰσχροκερδῆ, ἀλλ᾿ ἐπιεικῆ, ἄμαχον, ἀφυλάργυρον»33 .


Τό κατεξοχήν χαρακτηριστικό τοῦ ἐπισκόπου, στίς Ποιμαντικές Ἐπιστολές τοῦ Παύλου εἶναι ἡ διδασκαλία. Ἡ νουθεσία του πρός τόν Τιμόθεο εἶναι χαρακτηριστική:
«Ἕως ἔρχομαι πρόσεχε τῇ ἀναγνώσει, τῇ παρακλήσει, τῇ διδασκαλίᾳ. Μή ἀμέλει τοῦ ἐν σοί χαρίσματος, ὅ ἐδόθη σοι διά προφητείας μετά ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου. Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι, ἵνα σου ἡ προκοπή φανερά ᾖ πᾶσιν. Ἔπεχε σεαυτῷ καί τῇ διδασκαλίᾳ, ἐπίμενε αὐτοῖς· τοῦτο γάρ ποιῶν καί σεαυτόν σώσεις καί τούς ἀκούοντάς σου»34 .


Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ Παῦλος λέγει στόν πιστό μαθητή του Τιμόθεο «ἐπίμενε αὐτοῖς», νά ἐπιμένεις σ᾿ αὐτά, δηλ. στή διδασκαλία καί τό κήρυγμα, καί ἄν αὐτά, λέγει, πού σέ προτρέπω, τά ἐφαρμόσεις, τότε θά σώσεις καί τόν ἑαυτό σου καί τούς ἀκούοντες τή διδαχή σου. Ὁ ὑπομνηματιστής τοῦ συγκεκριμένου χωρίου περί τῆς διδασκαλίας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, θά γράψει ὅτι ἡ διδασκαλία εἶναι τό κατεξοχήν χάρισμα πού ἔλαβε ὁ ἐπίσκοπος ἀπό τήν χειροτονία35 . Ὁ ἱερός Δαμασκηνός θά σημειώσει: «Μή ἐν τῷ βίῳ μόνον, ἀλλά καί ἐν τῷ λόγῳ τῷ διδασκαλικῷ»36 . Ὁ ἴδιος ὁ θεορρήμων Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν μελετοῦσε πρίν τό κήρυγμα, ἀναζητοῦσε τήν κατάρτισή του, καίτοι ἦταν τόσο πεφωτισμένος, ἀφοῦ εἶχε μυηθεῖ στίς οὐράνιες πραγματικότητες, ἀκούγοντας «ἄῤῥη¬τα ῥή¬μα¬τα, ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι»37 .


Στό τέλος τῶν Ποιμαντικῶν του Ἐπιστολῶν (στή Β΄ πρός Τιμόθεον) ὁ Παῦλος παρακαλεῖ τόν ἀποδέκτη τῶν λόγων του νά τοῦ φέρει, ἐκτός ἀπό κάποιο ἔνδυμα γιά νά ἀντιμετωπίσει τό ψῦχος («τόν φελόνην»), τίς μεμβράνες, ὥστε νά μελετᾶ ὁ ἴδιος τίς Ἅγιες Γραφές38 . Χαρακτηριστικό, μάλιστα, τῆς εὐαίσθητης καί εὐγενέστατης καρδίας τοῦ Παύλου, παράδειγμα πρός μίμηση καί τοῦτο γιά τούς ἐπισκόπους καί ποιμένες, εἶναι ὅτι ὁ μέγας Ἀπόστολος παρακαλεῖ καί δέν ἐπιτάσσει τόν νεαρό («νεόφυτον») Τιμόθεο. Ὁ Παῦλος, παρότι εἶναι φορέας ἐπιταγῆς, ἐντούτοις, παρακαλεῖ πατρικά καί δέν διατάζει ἐξουσιαστικά. Αὐτή τήν εὐγένεια τῆς ἀναγεννημένης ἐν Χριστῷ καρδίας τοῦ μακαρίου Παύλου, δέν μποροῦσε νά προσπεράσει ἀσχολίαστη ὁ χαρισματικός ὑπομνηματιστής του, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, καί γι᾿ αὐτό σημειώνει: <Καθώς παρεκάλεσά σε>…. Ἄκουε τό προσηνές· πώς οὐ διδασκάλου φωνῇ χρῆται, ἀλλ᾿ ἱκέτου σχεδόν, οὐ γάρ εἶπεν <ἐπέταξα>, οὐδέ <ἐκέλευσα>»39 .


Εὐγένεια, λοιπόν, πνευματική διάκριση, κενωτική ἀγάπη, θυσιαστική προσφορά, εἶναι τά χαρακτηριστικά πού διέπουν ἕναν καλό ποιμένα, ὁ ὁποῖος ἐργάζεται ἐμπόνως καί εὐτόνως, ὡς καλός ἁλιεύς, προκειμένου νά «ζωγρίσει» τούς νοητούς ἰχθύες καί νά τούς τοποθετήσει στό δίκτυο τοῦ Δεσπότου Θεοῦ. Ὑπόδειγμα τούτων πάντων ὁ Παῦλος. Αὐτός κοπίασε καί πόνεσε τόσο γιά τή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἐφαρμογή του ἀπό τούς ἀνθρώπους, ὥστε στήν περίπτωσή του νά ἐφαρμόζεται κατεξοχήν τό πατερικό: «Ὕπαγε, πόνησον· κόπου γάρ χρεία καί πόνου καρδίας»40 . Αὐτός ἦταν ὁ Μέγας Παῦλος ὡς ποιμήν!


 θεοφιλής ποιμαντική τοῦ ἀποστόλου Παύλου κατέστη φαεινό ὑπόδειγμα γιά τήν ἄσκηση τῆς ποιμαντικῆς διακονίας μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καί Διδασκάλων, παλαιῶν καί νεοτέρων. Πολλοί εἶχαν τόν Παύλο ὡς ἐμπνευστή καί μυστικό καθοδηγητή στό ἐπίπονο ἔργο τῆς ἐν Θεῷ διαποιμάνσεως τῶν λογικῶν προβάτων τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ.


διαιτέρως θά λέγαμε, ἀπό τόν Παῦλο ἐμπνέονται στή συγγραφή τῶν περί ἱερωσύνης λόγων τους δύο κορυφαίοι Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας μας καί Οἰκουμενικοί Διδάσκαλοι, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος41 καί ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος42 , ἀλλά χρειάζεται κάποιο ἰδιαίτερο κείμενο, ὅπου θά νά μποροῦσε νά γίνει εἰδική ἀναφορά περί τῆς ποιμαντικῆς διακονίας Πατέρων καί Διδασκάλων, κατ᾿ ἔμπνευση τοῦ μεγάλου ἀποστόλου καί χαρισματικοῦ ποιμένος Παύλου.


Εἴθε ὁ χαρισματικός ποιμήν, Ἀπόστολος καί πρῶτος Θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας, Παῦλος νά ἐμπνέει καί νά ἐνισχύει ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μετέρχονται τήν «τέχνην τεχνῶν καί ἐπιστήμην ἐπιστημῶν» στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, γιά τήν κατά Θεόν ποδηγεσία τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Ἀρχιποίμενος Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτοί, κατά τόν Παῦλο, εἶναι οἱ «ἐν ἑνί Πνεύματι εἰς ἕν σῶμα βαπτισθέντες καί πάντες εἰς ἕν Πνεῦμα ποτισθέντες»43
 .

 

 

1.Πλάτωνος, Μίνως, 321b-321c2.
2.Πρωτοπρ. Ἀθ. Γκίκα, Μαθήματα Ποιμαντικῆς, ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 16, ὅπου καί οἱ σχετικές παραπομπές σέ Βιβλικά χωρία.
3.Ἰεζ. λδ΄, 14.
4.Ἐγκώμιον εἰς Μάξιμον 3, PG 51, 229.
5.Ἰω. ι΄, 11.
6.Ἰω. ι΄, 15.
7.Α΄ Τιμ., 3, 16.
8.Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 47, PG 49, 993 B.
9.Θεοτοκίον, Δοξαστικόν Ἑσπερινοῦ τοῦ Σαββάτου, ἦχος δ΄, «Ὁ διά σέ Θεοπάτωρ προφήτης Δαβίδ».
10.Α΄Κορ. 12, 27.
11.Λόγοι ἀποδεικτικοί Β΄, 78, βλ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τόμ. Α΄, σελ. 149
12.Ἐφεσ. δ΄, 11.
13.Ἑβρ. γ΄, 1.Βλ. Βλ. Ν. Σωτηροπούλου, Ἀντιχιλιαστικόν ἐγχειρίδιον, ἔκδ. «Σταυρός», Ἀθῆναι 1994, σελ. 183-184. Στό ἐν λόγῳ ἀντιαιρετικό πόνημα ὁ συγγραφέας παραθέτει πλῆθος ἐδαφίων ἀπό τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη, πού ἀναφέρονται στήν ὕπαρξη ἀρχιερέων καί ἱερέων στήν ἐποχή ἰσχύος τῆς Καινῆς Διαθήκης, οἱ ὁποῖοι εἶναι, φυσικά, μέτοχοι τῆς ἱερωσύνης τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
14.Α΄Κορ., δ΄,1., βλ. π. Γ. Μεταλληνοῦ, Κηρύγματα στά Ἀποστολικά ἀναγνώσματα, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 78.
15.Α΄ Κορ. 4, 1-17.
16.PG 90, 1329 AB.
17.Μ. Βασιλείου, Ἀσκητικαί διατάξεις, 20, 1, MPG. 31, 1389D. Βλ. ἐπισκόπου Σοφιανοῦ CHEORGHE PATRUNJEL, «Ἡ πνευματική πατρότητα κατά τόν Μέγα Βασίλειο» (Διδακτορική Διατριβή), Θεσσαλονίκη 2..009, σελ. 33.
18.Γρηγορίου Θεολόγου, Ἀπολογητικός περί τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς, ΕΠΕ 1, 94.
19.Μαθήτευσε, ὡστόσο, ὁ Παῦλος σέ «ὑπερουράνιο», θεῖο Διδασκαλεῖο, κατά τήν ὑπερκόσμια, ἀσύλληπτη ἐκείνη πνευματική ἐμπειρία τῆς «ἁρπαγῆς», ὅπου εἶδε τά «ἄρρητα ρήματα» καί μυήθηκε ἐν Πνεύματι στά ὑπέρ -ἔννοιαν ἀγαθά τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
20.Α΄ Κορ.14, 37.
21.Α΄Κορ. 9, 22.
22.Πρξ. Θ΄, 1-18.
23.«Epistolae pastoralis», βλ. π. Ἀθ Γκίκα, Μαθήματα Ποιμαντικῆς, σελ. 25.
24.Ἐγκώμιον εἰς τόν Ἱερομάρτυρα Ἰγνάτιον, PG 50, 589.
25.π. Ἀθ. Γκίκα, ὅπ. π. σελ. 26, Πρβλ. Νικηφ. Καλογερᾶ, Ἡ Ποιμαντική, Ἀθῆναι 1883, σελ. 8, Νεκταρίου Κεφαλᾶ, Μητροπολίτου Πεταπόλεως, Ποιμαντική, ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 34.
26.Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τὸν Ἅγιον Παῦλον, Ὁμιλία Α’, ΕΠΕ 36, 404: «Καί ἐκεῖνος μέν (ὁ Νῶε), ἑαυ¬τόν μετά τῶν παί¬δων διέ¬σω¬σε μό¬νον∙ οὖτος δέ, πο¬λύ χα¬λε¬πω¬τέ¬ρου τήν οἰκου¬μέ¬νην κα¬τα¬κλυ¬σμοῦ κα¬τα¬λα¬βό¬ντος, οὐ σα¬νί¬δας πη¬ξά¬με¬νος καί κι¬βω¬τόν ποι-ή¬σας, ἀλλ᾿ ἀντί σανί¬δων τάς ἐπι¬στο¬λάς συν¬θείς, οὐ δύ¬ο καί τρεῖς καί πέ¬ντε συγ¬γε-νεῖς, ἀλλά τήν οἰκου¬μέ¬νην ἅπα¬σαν, κα¬τα¬πο¬ντίζε¬σθαι μέλ¬λου¬σαν, ἐκ μέ¬σων ἥρπα¬σε τῶν κυ¬μά¬των».
27.Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Α΄ Κορινθίους 9, PG 61, 79.
28.Βλ. Σπ. Τσιτσίγκου, Ἡ θεραπεία τῶν πνευματικῶν νοσημάτων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου κατά τήν ἐποχή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου σύμφωνα μέ τούς τρεῖς Ἱεράρχες, Ἀθήνα 2004, σελ. 476 (Ἀνάτυπον ἐκ τῆς Ἐπιστημονικῆς Ἐπετηρίδος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Τόμος ΛΘ΄).
29.Εἰς Β΄ Κορινθίους 21, PG 61, 545.
30.Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς την ἁγίαν Πεντηκοστήν, Ὁμιλ. Α΄, β΄, PG 50, 456, ὅ.π. Σπ. Τσιτσίγκου μνημ. ἔργ.
31.Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τόν ἅγιον ἱερομάρτυρα Ἰγνάτιον, PG 55, 589, βλ. πρωτοπρ. Θ. Ζήση, Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, Πατερική θεώρηση, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 40.
32.Βλ. Ἀρχιμ. Γ. Καψάνη, «Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὡς Ποιμήν» (Εἰσήγηση), στό : Παῦλος, πρῶτος μετά τόν Ἕνα, ἐκδ. Κλάδος Ἐκδόσεων Ἐπικοινωνιακῆς καί Μορφωτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 2001, σελ. 145 κ.ἑξ.
33.Α΄ Τιμ., 3, 2-3.
34.Α΄ Τιμ. 4, 13-14.
35.Βλ. Σωτηρίου Σ. Δεσπότη, Ἀποστόλου Παύλου Ποιμαντικές Ἐπιστολές, Τόμ Α΄, Πρός Τιμόθεον Α΄, ἐκδ. ἔννοια, Ἀθήνα 2018, σελ. 481.
36.PG 95, 1012.
37.Ὅπ.π., σ. 1-4. 
38.Β΄Τιμ., 4, 13.
39.Σ. Δεσπότη, Ἀποστόλου Παύλου Ποιμαντικές Ἐπιστολές, σελ. 164.
40.Φιλοκαλία, τ. Β΄, σελ. 252, Λόγος πάνυ ὠφέλιμος.
41.Βλ. Γρηγορίου Θελόγου, Ἀπολογητικός περί τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς, ΕΠΕ 1, 74-215.
42.Βλ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί ἱερωσύνης (ἕξι λόγοι), ΕΠΕ 28, 54-309.
43.Α΄ Κορ. 12,13.

Δευτέρα 8 Ιουλίου 2024

ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 30ό)

 Αγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου της Ρωσικής Διασποράς (+1985)

30. Είδη Προσευχής

Κατ᾿ οίκον προσευχή. Εκκλησιαστική (δημόσια) προσευχή.
Χριστιανικές αργίες (διακοπές) και νηστείες.

Γνωρίζουμε ήδη πόσο σημαντική είναι η προσευχή για τον Χριστιανό, για την πνευματική του ζωή. Τώρα το ερώτημα που έχουμε μπροστά μας είναι το εξής: πώς πρέπει να προσευχόμαστε; Στην χριστιανική ζωή, βλέπουμε δύο διαφορετικά είδη προσευχής: την ιδιωτική (προσευχή κατ᾿ οίκον) και την εκκλησιαστική (δημόσια) προσευχή. Και οι δύο έχουν τα δικά τους χαρακτηριστικά και ιδιαιτερότητες.

Όταν διαβάζουμε τις ευαγγελικές οδηγίες του Κυρίου για την προσευχή, βλέπουμε ότι Αυτός, αναμφίβολα, μιλούσε για την προσευχή του πρώτου είδους: «Σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τὸν ταμιεῖόν σου, καὶ κλείσας τὴν θύραν σου πρόσευξαι τῷ Πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ Πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ»[1]. Και φυσικά, το κύριο και πρωτότυπο είδος προσευχής για μας πρέπει να είναι ακριβώς η κατ᾿ οίκον, η ιδιωτική προσευχή. Η προσευχή είναι μια βαθιά οικεία, εγκάρδια υπόθεση. Όποιος έχει αναζητήσει ειλικρινά μια καρδιακή και τρυφερή προσευχή, γνωρίζει καλά πόσο εύκολο και φυσικό είναι να προσεύχεσαι μόνος, στη σιωπή και την ηρεμία. Και αντίθετα, ο Κύριος μας προειδοποιεί σκόπιμα ενάντια στην προσευχή για επίδειξη, την υποκριτική, που εκτελείται για να ληφθούν έπαινοι από τους ανθρώπους. Λαμβάνοντας αυτόν τον έπαινο, οι υποκριτές «ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν»[2], σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου. Και φυσικά, η προσευχή σε κοινή θέα είναι μερικές φορές πολύ δύσκολη και λεπτή υπόθεση, και σ᾿ αυτήν την περίπτωση απαιτείται μεγάλη συνήθεια συγκέντρωσης και βάθους στην προσευχή, ώστε να είναι απλή και ειλικρινής και να μην γίνεται για επίδειξη…

Ο Χριστιανός, όταν προσεύχεται στον Θεό, πρέπει οπωσδήποτε να συλλογίζεται τα λόγια των προσευχών που διαβάζει και να συγκεντρώνει τις σκέψεις του στο περιεχόμενο της προσευχής. Όλοι γνωρίζουν πόσο πολύ δύσκολη μπορεί να είναι η καταπολέμηση της πίεσης εξωγενών σκέψεων και εικόνων που επίμονα πολιορκούν τον προσευχόμενο άνθρωπο. Αυτό συμβαίνει τόσο από την προσωπική μας απόσπαση όσο και από την άμεση επιρροή της κακής, διαβολικής δύναμης. Το καθήκον του Χριστιανού είναι να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να απορρίψει επίμονα στην προσευχή όλες αυτές τις ξένες, μερικές φορές ακάθαρτες, οδυνηρά δυσάρεστες σκέψεις γι᾿ αυτόν και να προσευχηθεί με συγκέντρωση και ευλάβεια. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αυξημένη πίεση των σκέψεων και των εικόνων, ιδιαίτερα των δυσάρεστων ή βλάσφημων, προέρχεται απευθείας από τον διάβολο, και εάν ο Χριστιανός αντιστέκεται σ᾿ αυτές τις σκέψεις, λαμβάνει όφελος για την ψυχή του, όχι κακό.

Συνήθως προσευχόμαστε με εκκλησιαστικές προσευχές, που γνωρίζουμε από την παιδική μας ηλικία. Αυτό είναι απαραίτητο, γιατί μας εισάγει στην προσευχητική ατμόσφαιρα που αποπνέει η Εκκλησία. Εδώ όμως πρέπει να προσέχουμε ώστε η συνεχής ανάγνωση των ίδιων προσευχών να μη μετατραπεί σε αυτόματη επανάληψή τους, που εκτελείται μηχανικά, χωρίς προσοχή και εμβάθυνση στο νόημα και το περιεχόμενο των λέξεων της προσευχής. Και επομένως, εδώ απαιτείται από τον Χριστιανό πλήρης ευλάβεια και συγκεντρωμένη προσοχή, ώστε να προσεύχεται και να συνομιλεί με τον Θεό και να μην προσπερνά [απλώς] τα γνωστά λόγια.

Σύμφωνα με τις ταυτόχρονες μαρτυρίες των ασκητών της προσευχής (Θεοφάνους του Εγκλείστου, Ιωάννου της Κρονστάνδης κ.ά.), εκτός από την υποχρεωτική ανάγνωση των εκκλησιαστικών προσευχών, είναι χρήσιμο για τον Χριστιανό να προσθέτει σ᾿ αυτές τις προσευχές δικά του λόγια, για τις δικές του ανάγκες και για τις ανάγκες των αγαπημένων του προσώπων. Συχνά ένας Χριστιανός δεν μπορεί να εκφράσει τα συναισθήματά του και τις εμπειρίες του με λόγια εκκλησιαστικών προσευχών (πολλές από τις οποίες είναι ακατάλληπτες σ᾿ αυτόν), και εδώ η ζωντανή, ειλικρινής προσευχή με τα δικά του λόγια είναι πολύ κατάλληλη, με εξομολόγηση των καθημερινών του αμαρτιών και με καλές υποσχέσεις στον Θεό για να διορθώσει τον εαυτό του και να παλέψει με τα πάθη του. Και μια τέτοια προσευχή, φυσικά, δεν θα είναι πλέον τυπική και στεγνή προσευχή, γιατί θα προέρχεται από τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής.

Μόνον όσοι έχουν συνηθίσει στην εγκάρδια και συνεχή προσευχή στο σπίτι μπορούν πραγματικά να συμμετέχουν στην εκκλησιαστική-δημόσια προσευχή. Και η συμμετοχή σ᾿ αυτήν είναι καθήκον κάθε Χριστιανού. Ο ίδιος ο Κύριος μίλησε για μια τέτοια προσευχή: «οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν»[3]. Ο Οικουμενικός Άγιος και μεγάλος Διδάσκαλος της προσευχής Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει: «Μπορείτε, βέβαια, να προσεύχεστε στο σπίτι, αλλά δεν μπορείτε να προσεύχεστε εκεί όπως προσεύχεστε στην Εκκλησία, όπου είναι μαζεμένοι τόσοι άνθρωποι, όπου μια ομόφωνη προσευχή υψώνεται στον Θεό. Δεν θα εισακουστείτε σύντομα όταν προσεύχεστε μόνοι στον Κύριο, όπως όταν προσεύχεστε μαζί με τους αδελφούς σας, γιατί εδώ υπάρχει κάτι περισσότερο: ομοψυχία, ένωση αγάπης, προσευχές ιερέων. Κατά τη δημόσια προσευχή, όχι μόνον οι άνθρωποι υψώνουν τις φωνές τους, αλλά και οι Άγγελοι προσκυνούν τον Κύριο, και οι Αρχάγγελοι προσεύχονται…».

Έτσι, η προσευχή στην Εκκλησία έχει έναν κατεξοχήν ιερό χαρακτήρα. Και αυτό που την κάνει τέτοια είναι η Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που, ως γνωστόν, οργανώνει [συγκροτεί] την πνευματική μας ζωή, προάγοντας τις προσωπικές μας πνευματικές προσπάθειες. Ο ιερέας υπηρετεί στην Εκκλησία: δεν είναι ιερέας επειδή έλαβε πνευματική μόρφωση ή έχει την κλήση να υπηρετήσει την Εκκλησία. Όλα αυτά τον προετοιμάζουν μόνο για την ποιμαντική διακονία. Αυτό όμως που τον έκανε ιερέα ήταν ότι έλαβε χειροτονία και, μέσω του μυστηρίου της Ιεροσύνης, έγινε ένας από τους ποιμένες της Εκκλησίας. Ο ναός μας λοιπόν είναι ένας καθαγιασμένος ναός, με ειδικά αφιερωμένο θυσιαστήριο και το κυρίως ιερό του -το άγιο Αντιμήνσιο- στο οποίο βρίσκονται τα λείψανα του Αγίων του Θεού.

Σύμφωνα με τα λόγια των Γραφών, ο ναός μας είναι σπίτι προσευχής[4]. Ο ίδιος ο Κύριος μάς έδωσε παράδειγμα σεβασμού γι᾿ αυτόν τον οίκο του Θεού, όταν στην επίγεια ζωή του τον καθάρισε δύο φορές από κάθε αταξία και ασχήμια[5]. Και ακούμε συνεχώς κατά τις ιερές Ακολουθίες πώς η Αγία Εκκλησία διακηρύσσει: «Ὑπὲρ τοῦ ἁγίου οἴκου τούτου καὶ τῶν μετὰ πίστεως, εὐλαβείας καὶ φόβου Θεοῦ εἰσιόντων ἐν αὐτῷ, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Πρέπει λοιπόν ο καθένας μας να εισέρχεται στο ναό, ενθυμούμενος ότι εδώ θα εμφανιστεί ενώπιον της Παρουσίας του ίδιου του Κυρίου.

Ένα από τα πιο σημαντικότερα μειονεκτήματα της σύγχρονης ζωής μας είναι η αδυναμία μας να περάσουμε τις αργίες (διακοπές) με χριστιανικό τρόπο. Η ζωή μας έχει αναπτυχθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να κυριαρχούν σ᾿ αυτήν τα συμφέροντα (ενδιαφέροντα) καθαρά γήινης φύσης. Η εργασία, η φροντίδα για ένα κομμάτι ψωμί, οι μικρές καθημερινές εντυπώσεις, τα μαθήματα των νέων, όλα αυτά γεμίζουν τις ώρες μας και ο άνθρωπος δεν έχει καν χρόνο απλώς για να θυμηθεί την ψυχή του, τις υψηλότερες απαιτήσεις και ανάγκες της. Και έτσι οι αργίες μας, ένα φωτεινό σημείο στην άχρωμη ζωή μας, καταντούν γεμάτες ματαιοδοξία και «εγκόσμιες φροντίδες». Οι αργίες όμως είναι γεμάτες ιδεολογικό και θρησκευτικό νόημα. Μας λένε ότι αυτός ο κόσμος δεν είναι τόσο άδειος και άθλιος όσο μερικές φορές μας φαίνεται, γιατί απο πάνω βρίσκεται ένας άλλος κόσμος, που δίνει στην ψυχή μας χαρά και αναφαίρετη γαλήνη. Ποιός δεν ξέρει με τι χαρά γεμίζει η καρδιά του Χριστιανού τις μέρες της μεγαλύτερης εορτής των διακοπών του Πάσχα, της Λαμπρής Ανάστασης του Χριστού;!..

Αλλά πόσο συχνά οι ημέρες των χριστιανικών αναμνήσεων και εορτασμών αποδεικνύονται ημέρες ακόμη μεγαλύτερης κενότητας και ανούσιας αδράνειας για μας! Οι αργίες είναι ημέρες του Θεού και πρέπει να είναι αφιερωμένες όχι μόνο στην ξεκούραση από την εργασία, αλλά κυρίως στην προσευχή και τις καλές πράξεις, σε έργα χριστιανικής φιλανθρωπίας. Και βλέπουμε συνεχώς πως όλες οι «διακοπές» των ανθρώπων συνίστανται στο ότι οι άνθρωποι κοιμούνται περισσότερο, κάνουν βόλτες, διασκεδάζουν και μερικές φορές αμαρτάνουν δέκα φορές περισσότερο απ᾿ ό,τι τις καθημερινές -σε γλέντι και μέθες.

Φυσικά, κάποιος που αφιερώνει τον χρόνο των διακοπών αποκλειστικά στη σωματική ξεκούραση και ψυχαγωγία δεν διαφέρει από έναν ειδωλολάτρη ή άθεο, διότι «γιορτάζει» με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως εκείνοι. Και πόσο συχνά παρατηρούμε ότι μεμονωμένα άτομα και ολόκληρες κοινότητες και ιδρύματα οργανώνουν τις δικές τους «βραδιές» με διασκέδαση την παραμονή των εορτών. Ένα εξωφρενικό, αντιχριστιανικό έθιμο! Το βράδυ, ο άνθρωπος συχνά «διασκεδάζει» σε σημείο εξάντλησης, σε σημείο κορεσμού, και όχι χωρίς αμαρτίες, αλλά το πρωί -όταν οι θεοσεβείς άνθρωποι πηγαίνουν στην εορταστική Θ. Λειτουργία- αυτός «αναπαύεται» μερικές φορές μέχρι το μεσημέρι!… Πού είναι όμως η προσευχή, η επίσκεψη στο ναό του Θεού; Σε τί διαφέρει ένας τέτοιος άνθρωπος από έναν άθεο ή έναν ειδωλολάτρη;

Αυτό που είναι ακόμη πιο απαράδεκτο είναι η στάση  πολλών ανθρώπων στις μέρες μας απέναντι στις νηστείες που επιτάσσει η Εκκλησία. Έχουμε πολλές νηστείες: τέσσερις πολυήμερες  -Μεγάλη Τεσσαρακοστή, Αγίων Αποστόλων, Κοιμήσεως της Θεοτόκου και Χριστουγέννων-, καθώς και μονοήμερες -Τετάρτη και Παρασκευή κάθε εβδομάδας, Παραμονή Χριστουγέννων και Θεοφανίων, Αποτομή Κεφαλής του Ιωάννου του Βαπτιστού, Ύψωση του Ζωοδόχου Σταυρού και τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας (ιδιαίτερα της Μεγάλης Παρασκευής).

Κι όμως, η στάση πάρα πολλών απο μας απέναντι σ᾿ αυτές τις εκκλησιαστικές νηστείες είναι παράδοξη και εντελώς αντιχριστιανική. Αυτές τις νηστείες, τις παραβιάζουν και δεν τις εκπληρώνουν οι άνθρωποι με τόσο ήρεμη συνείδηση, σαν να πρόκειται για κάτι μικροπράγματα που δεν έχουν σημασία! Η άποψη της Εκκλησίας δεν είναι καθόλου έτσι. Σύμφωνα με τους ιερούς Κανόνες της, οι παραβάτες της νηστείας (χωρίς βάσιμο λόγο) πρέπει να αφορίζονται (αποκόπτονται) από την Θεία Κοινωνία για αρκετό καιρό[6]. Και ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ είπε ευθέως: «όποιος δεν τηρεί τις νηστείες δεν είναι χριστιανός, όπως κι αν αποκαλεί τον εαυτό του…». Η νηστεία είναι, φυσικά, απαραίτητη για τον άνθρωπο. Εξωτερικά είναι άθλος άνευ όρων υιικής υπακοής στην Εκκλησία, της οποίας οι Κανόνες πρέπει να είναι ιεροί γι᾿ αυτόν, και όχι κάτι το παραμελημένο και καταπατημένο. Αλλά και εσωτερικά η νηστεία αποτελεί κατόρθωμα εγκράτειας και αυτοσυγκράτησης. Κι αυτή είναι η μεγάλη της αξία και το νόημα, αφού η αυστηρή τήρηση της νηστείας ενισχύει την θέληση του ανθρώπου και αναπτύσσει χαρακτήρα σταθερό στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και πράξεις. Ας μη ξεχνάμε ότι ο ίδιος ο Χριστός νήστευε και προέβλεψε ότι θα νηστεύουν και οι Απόστολοί Του[7]. Και για την καταπολέμηση του κακού, της διαβολικής δύναμης, είπε: «τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ»[8].

Είναι αλήθεια ότι τώρα λένε συχνά ότι η νηστεία είναι επιβλαβής για την υγεία. Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις που ένα εξαντλημένο σώμα δεν απαιτεί αποχή, αλλά αυξημένη διατροφή. Όμως η Εκκλησία δεν απαιτεί αυστηρή νηστεία από τους άρρωστους, αλλά μόνο την εφικτή νηστεία. Και το πιο σημαντικό είναι να θυμάστε ότι μόνον όσοι δεν νηστεύουν οι ίδιοι μιλούν για «βλάβη» της νηστείας. Αυτοί που τηρούν τις νηστείες δεν θα το πουν ποτέ αυτό, γιατί γνωρίζουν από προσωπική πείρα ότι η νηστεία όχι μόνο δεν είναι επιβλαβής, αλλά είναι θετικά ωφέλιμη για την υγεία του σώματος. Γι᾿ αυτό επίσης μας πείθει και η ιστορική πραγματικότητα. Είναι γνωστό πόσο αυστηρά νήστευαν οι πρόγονοί μας, εντυπωσιάζοντας τους άλλους Σλάβους και τους Έλληνες (για να μην πω για τους αλλόθρησκους) με την σταθερότητα και την αντοχή τους. Και ποιος θα ισχυριστεί ότι οι πρόγονοί μας ήταν πιο αδύναμοι απο μας, κι ότι εμείς είμαστε πιο σκληροί και πιο δυνατοί απ᾿ αυτούς; Ας μη μιλήσουμε καν για το γεγονός ότι οι γιατροί μας, στις περισσότερες περιπτώσεις, ξεκινούν την θεραπεία της νόσου με δίαιτα, δηλαδή με νηστεία!…

Αλλά, φυσικά, η νηστεία δεν είναι μόνον αποχή από τη σωματική τροφή. Τις μέρες της νηστείας η Εκκλησία ψάλλει: «Νηστεύοντες ἀδελφοὶ σωματικῶς, νηστεύσωμεν καὶ πνευματικῶς… δώσωμεν πεινῶσιν ἄρτον, καὶ πτωχοὺς ἀστέγους εἰσαγάγωμεν εἰς οἴκους»[9]. «Ἀληθὴς νηστεία, ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, καὶ ἐπιορκίας…»[10]Η νηστεία λοιπόν για τον Xριστιανό είναι καιρός αποχής και αυτοκριτικής από κάθε άποψη. Και γι᾿ αυτό η σωστή χριστιανική νηστεία δίνει στους πιστούς τέτοια ηθική ικανοποίηση. Ο μεγάλος δάσκαλος του λαμπρού χριστιανικού ασκητισμού, ο άγιος Επίσκοπος Θεοφάνης ο Έγκλειστος, λέει τα εξής για τη νηστεία: «Η νηστεία φαίνεται ζοφερή μέχρι να μπει κανείς στο πεδίο της, αλλά αρχίστε την και θα δείτε ότι είναι φως μετά τη νύχτα, ελευθερία μετά από φυλάκιση, προνόμιο μετά από μια πονεμένη ζωή…».

Τέλος και τω Θεώ δόξα και ευχαριστία!

[Επίκειται η άμεση έκδοση σε ενιαίο βιβλίο
όλων των συνεχειών του παρόντος έργου]


[1] Ματθ. ϛ΄ 6.
[2] Ματθ. ϛ΄ 2.
[3] Ματθ. ιη΄ 20.
[4] «Γέγραπται, ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται» (Ματθ. κα΄ 13).
[5] Πρβλ. Λουκ. β΄ 46 και Λουκ. ιθ΄ 45-47.
[6] «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, ἢ ὑποδιάκονος, ἢ ἀναγνώστης, ἢ ψάλτης, τὴν ἁγίαν Τεσσαρακοστὴν τοῦ Πάσχα οὐ νηστεύει, ἢ τετράδα, ἢ παρασκευήν, καθαιρείσθω, ἐκτὸς εἰ μὴ δι᾿ ἀσθένειαν σωματικὴν ἐμποδίζοιτο· εἰ δὲ λαϊκὸς εἴη, ἀφοριζέσθω» (Κανόνας ΞΘ΄ των Αγίων Αποστόλων).
[7] «Ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ νυμφίος, καὶ τότε νηστεύσουσιν» (Ματθ. θ΄ 15).
[8] Ματθ. ιζ΄ 21.
[9] Ιδιόμελο την Τετάρτη εσπέρας της Α΄ Εβδομάδος των Νηστειών.
[10] Ιδιόμελο αποστίχων την Δευτέρα εσπέρας της Α΄ Εβδομάδος των Νηστειών.

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024

ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 29ο)

 Αγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου της Ρωσικής Διασποράς (+1985)

29. Η Προσευχή του Κυρίου

Η προσευχή του Κυρίου («Πάτερ ἡμῶν») ως πρότυπο χριστιανικής προσευχής.
Τα τρία κύρια μέρη αυτής. Ο ευχαριστιανός και ο δοξαστικός χαρακτήρας
της χριστιανικής προσευχής (ιδιαίτερα στην Θεία Λειτουργία)

Το πρότυπο της προσευχής για μάς τους Χριστιανούς είναι φυσικά η προσευχή του Κυρίου («Κυριακή προσευχή»). Λαμβάνοντας υπόψη την σύνθεση και το περιεχόμενό της, βλέπουμε ότι εξωτερικά στην σύνθεσή της χωρίζεται σε τρία μέρη: α) επίκληση, β) αιτήσεις και γ) δοξολογία. Σύμφωνα με το εσωτερικό της περιεχόμενο, μπορεί επίσης να χωριστεί σε τρία γενικά μέρη. Το πρώτο και κυριότερο, περιλαμβάνει την επίκληση και τα τρία πρώτα αιτήματα. Ακολουθεί η τέταρτη αίτηση για το καθημερινό μας ψωμί και τέλος άλλα τρία αιτήματα για τις προσωπικές μας αμαρτίες.

Ποιό είναι το πρώτο και σημαντικότερο πράγμα για το οποίο πρέπει να προσευχηθεί ένας Χριστιανός; Για ποιό πρέπει να αγωνίζεται περισσότερο από όλα: «ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ»[1]. Αυτό βλέπουμε στο πρώτο μέρος της προσευχής. Απευθυνόμενος στον Θεό ως Επουράνιο Πατέρα, ο Χριστιανός μαρτυρεί έτσι ότι η αληθινή μας πατρίδα δεν είναι στην γη, αλλά στον ουρανό. «Ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει»[2], έγραψε ο Απόστολος Παύλος ξεκάθαρα. Και σ’ αυτή την έκκληση προς τον Πατέρα, ο Χριστιανός προσεύχεται να αγιαστεί το Όνομα του Θεού, τόσο στην προσωπική ζωή του καθενός μας όσο και στην ανθρώπινη ιστορία. Είναι ιερό πράγμα ειδικά όταν εμείς, οι Χριστιανοί, μέσω της επιτέλεσης καλών πράξεων οδηγούμε τους μη πιστούς να «δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς»[3].

Στην συνέχεια, ο Χριστιανός προσεύχεται για να εδραιωθεί η Βασιλεία του Θεού στην γη. Κοιτάζοντας την ζωή, βλέπει σ’ αυτήν μια διαρκή πάλη ανάμεσα σε δύο αρχές: το φως και το σκοτάδι, την αλήθεια και το ψέμα, το καλό και το κακό. Και βλέποντας αυτό, δεν μπορεί παρά να προσευχηθεί ώστε στην ζωή μας να εμφανιστεί η νίκη του φωτός επί του σκότους και να θριαμβεύσει η Βασιλεία του Θεού, η Βασιλεία της Αλήθειας και της Καλοσύνης.

Στην τρίτη αίτηση της προσευχής του Κυρίου προσευχόμαστε γι’ αυτό, ώστε το θέλημα του Θεού να εκπληρωθεί στην ανθρώπινη ζωή, όπως εκπληρώνεται και στον ουράνιο κόσμο. Η χριστιανική συνείδηση λέει με σιγουριά και σταθερότητα στον άνθρωπο ότι το να βασιζόμαστε στο θέλημα του Θεού δεν είναι μόνο καθήκον μας, αλλά και πραγματική σοφία, η αλήθεια της ζωής. Ο Επουράνιος Πατέρας γνωρίζει τι είναι χρήσιμο και απαραίτητο για τον καθένα μας, και από την απέραντη αγάπη και καλοσύνη Του μας εύχεται καλό και σωτηρία περισσότερο απ’ ότι εμείς για τον εαυτό μας. Γι’ αυτό ο Απόστολος Πέτρος λέει: «Ρίξτε όλες τις φροντίδες σας πάνω Του, γιατί Αυτός φροντίζει για σας»[4].

Η τέταρτη αίτηση της προσευχής του Κυρίου είναι η μόνη που δεν μιλάει για τις πνευματικές, αλλά για τις σωματικές μας ανάγκες. Πρέπει να ζητάμε τον «ἐπιούσιον ἄρτον» (=το καθημερινό μας ψωμί), δηλαδή ό,τι είναι απαραίτητο για την ύπαρξή μας, για την διατήρηση της σωματικής ζωής. Και πέρα απ’ αυτό, «αν δοθεί, δόξα τω Θεώ, αλλά αν δεν δοθεί, μη σε νοιάζει» (έκφραση από την Kατήχηση[5]). Φυσικά, η έκφραση «ἐπιούσιος ἄρτος» περιλαμβάνει όλα όσα μας είναι απαραίτητα: φαγητό, ρούχα, στέγαση κ.λπ. Και αυτή η τέταρτη αίτηση υποδεικνύει στον άνθρωπο ότι η επίγεια ζωή μας με τα καθημερινά προβλήματά της είναι επίσης θέμα το οποίο εμπίπτει στην φροντίδα του Επουράνιου Πατέρα για μάς. Ο Απόστολος Παύλος λέει: «Να έχετε αφιλάργυρη διάθεση, μένοντας ικανοποιημένοι με αυτά που έχετε, διότι ο ίδιος ο Κύριος είπε: δεν θα σε αφήσω ποτέ, ούτε θα σε εγκαταλείψω…»[6].

Η πέμπτη αίτηση της προσευχής του Κυρίου αναφέρεται στην συγχώρεση των αμαρτιών. Όχι μόνο σε αυτήν την αίτηση, αλλά και σε άλλα σημεία της διδασκαλίας Του, ο Κύριος έδειξε ξεκάθαρα ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να λάβουμε άφεση αμαρτιών από τον Θεό είναι η συγχώρεση των συνανθρώπων μας. Αλλά πόσο συχνά αυτό το αίτημα είναι αναληθές στα μάτια του Θεού, στον Οποίο προσευχόμαστε!… Διαβάζουμε «ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν», αλλά στην πραγματικότητα δεν συγχωρούμε και δεν αφήνουμε, αλλά είμαστε προσβεβλημένοι και για πολύ καιρό τρέφουμε ενόχληση στις καρδιές μας και επιθυμία να ανταποδώσουμε. Επομένως, κάθε φορά που ο κάθε Χριστιανός κάνει αυτήν την αίτηση, πρέπει να αναλογίζεται αν έχει συγχωρήσει τους εχθρούς του και όσους τον έβλαψαν. Και αν αυτό δεν συμβαίνει, αν δεν έχει συγχωρήσει, τότε δεν μπορεί να περιμένει συγχώρεση από τον Θεό για τον εαυτό του.

Οι δύο τελευταίες αιτήσεις, η έκτη και η έβδομη, μιλούν για ένα πράγμα: για τα αίτια της αμαρτίας. Πρώτα, ζητάμε να αφαιρεθεί από εμάς το μικρόβιο του πειρασμού και των σκανδάλων, και έπειτα να ελευθερωθούμε από το κακό, δηλαδή από τον ιδρυτή όλων των αμαρτιών, τον διάβολο. Οι άνθρωποι συνήθως φοβούνται τις εξωτερικές κακοτυχίες: τις αποτυχίες, τις ασθένειες, την φτώχεια κ.λπ. Ο Χριστιανισμός μάς διδάσκει να φοβόμαστε περισσότερο απ’ όλα για την αθάνατη ψυχή μας. Ο Κύριος είπε: «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι· φοβήθητε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ»[7]. Και σε άλλο σημείο, σχετικά με τις εξωτερικές καταστροφές, ο Κύριος, αφού απαρίθμησε εξωτερικές δοκιμασίες και διωγμούς για την πίστη, είπε ευθέως: «χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς»[8].

Όχι, ο Χριστιανός δεν πρέπει να φοβάται τις εξωτερικές κακοτυχίες και προβλήματα, αλλά τις αμαρτίες και τις πτώσεις του. Όλοι γνωρίζουν πόσο συνηθίζουμε να παρανομούμε, αμαρτάνοντας κυριολεκτικά σε κάθε βήμα και σε κάθε στιγμή της ζωής μας. Αλλά η αμαρτία είναι ανομία, παραβίαση του Νόμου της Αλήθειας του Θεού, και επομένως το αποτέλεσμά της είναι μαρτύριο και θλίψη, «ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων…»[9]. Και έτσι, η προσευχή «Πάτερ ἡμῶν» κρατά την καρδιά μας σε βαθιά αποστροφή απ’ αυτά τα πνευματικά κακά, κι εμείς, ομολογώντας ταπεινά την αδυναμία και την κλίση μας στην αμαρτία, ζητάμε από τον Θεό να μας σώσει από την πτώση στις αμαρτίες που μας βάζουν σε πειρασμό και να μας ελευθερώσει από τον κακό καθοδηγητή της αμαρτίας, τον διάβολο.

Αυτές οι επτά αιτήσεις, ως γνωστόν, συνοδεύονται από μια επίσημη δοξολογία της δύναμης, της εξουσίας και της δόξας του Θεού[10]. Σε αυτή τη δόξα του μεγαλείου του Θεού βρίσκεται η υιική έκφραση της ακλόνητης και ξεκάθαρης σιγουριάς πως ό,τι ζητάμε θα μας δοθεί από την αγάπη του Επουράνιου Πατέρα, γιατί δική Του είναι «η βασιλεία και η δύναμη και η δόξα για πάντα».

Αλλά όχι μόνο η προσευχή του Κυρίου αποτελείται από τέτοια δοξολογία. Προσευχές δοξολογίας σε ξεκάθαρη μορφή (όπως για παράδειγμα το «Αἰνεῖτε τὸ ὄνομα Κυρίου» ή το «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος» κ.λπ.) δεν χρησιμοποιούνται τόσο συχνά από εμάς[11]. Συνήθως όμως αντιπροσωπεύουν το τέλος των προσευχών μας (ιδιαίτερα των λειτουργικών) και έχουν πάντα έναν ιδιαίτερα επίσημο και ιερό χαρακτήρα. Επομένως, προφέρονται πάντα από Κληρικό – Επίσκοπο ή Ιερέα. Οι πιο σημαντικές και χαρακτηριστικές προσευχές δοξολογίας είναι οι ψαλμωδίες «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ» (Μεγάλη Δοξολογία) και «Εσέ, Θεέ, δοξάζουμε»[12]. Οι προσευχές της δοξολογίας, πρωτίστως, θα πρέπει να χαρακτηρίζονται ανυπέρβλητες χριστιανικές προσευχές, επειδή κυρίως εκφράζουν την αγάπη του Χριστιανού για τον Θεό και την λατρεία για τις υψηλότερες τελειότητές Του.

Άρρηκτα συνδεδεμένο με την προσευχή της δοξολογίας στις ιερές Ακολουθίες είναι το τρίτο είδος προσευχής, η ευχαριστία. Είναι αυτονόητο ότι ένας Χριστιανός που αγαπά τον Θεό και γνωρίζει την αγάπη, το έλεος και τα οφέλη Του δεν μπορεί παρά να αισθάνεται ευγνωμοσύνη προς Αυτόν στην καρδιά του. Η πιο σημαντική ευχαριστήρια προσευχή είναι η πιο σημαντική Ακολουθία μας: η Θεία Λειτουργία. Το κύριο μέρος της, ο λεγόμενος «ευχαριστιακός κανόνας», αρχίζει με τις λέξεις «Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίω». Και αυτή η πιο αγνή αναίμακτη θυσία, η θυσία της αλήθειας, η θυσία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, που προσφέρεται κατά την Λειτουργία στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, αν και ορατά προσφέρεται από τους ανθρώπους, επιτελείται αόρατα από τον ίδιο τον Σωτήρα Χριστό, με την Χάρη και την πανσθενουργό δύναμή Του, και από εμάς τους ανθρώπους τούτο γίνεται δεκτό μόνο με ευλάβεια και ευγνωμοσύνη. Γι’ αυτό, την πιο σημαντική στιγμή της Λειτουργίας, ο ιερέας διακηρύττει πανηγυρικά: «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν Σοὶ προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα», και οι προσευχόμενοι (οι ψάλτες για λογαριασμό τους) απαντούν με τον ευχαριστήριο ύμνο: «Σὲ ὑμνοῦμεν, σὲ εὐλογοῦμεν, σοὶ εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεὸς ἡμῶν…».


(συνεχίζεται)


[1] Ματθ. ϛ΄ 33.
[2] Φιλιπ. γ΄ 20.
[3] Ματθ. ε΄ 16.
[4] «Πᾶσαν τὴν μέριμναν ὑμῶν ἐπιῤῥίψαντες ἐπ᾿ αὐτόν, ὅτι αὐτῷ μέλει περὶ ὑμῶν» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 7).
[5] Αναφέρεται στην περίφημη Κατήχηση του Αγίου Φιλαρέτου Μόσχας (+1867).
[6] «Ἀφιλάργυρος ὁ τρόπος, ἀρκούμενοι τοῖς παροῦσιν· αὐτὸς γὰρ εἴρηκεν· οὐ μή σε ἀνῶ οὐδ᾿ οὐ μή σε ἐγκαταλίπω» (Ἑβρ.  ιγ΄ 5).
[7] Ματθ. ι΄ 28.
[8] Ματθ. ε΄ 12.
[9] Ματθ. κβ΄ 13.
[10] «Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἀγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
[11] Αναφέρεται στο ρωσικό τυπικό.
[12] Βλ. υποσ. 1, στο 11ο Κεφάλαιο του παρόντος έργου.