Αγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου της Ρωσικής Διασποράς (+1985)
23.Οικογένεια και κράτος
Ο κοσμοπολιτισμός και η μονομέρειά του. Ο πατριωτισμός στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Τα παραδείγματα του Μωυσή, του Αποστόλου Παύλου και το ίδιου του Σωτήρος Χριστού. Η νομιμότητα της αγάπης για τον πλησίον.
Μια υγιής και δυνατή οικογένεια είναι η πρώτη και κύρια μονάδα της κοινωνίας και του κράτους. Το ισχυρότερο και πιο οργανωμένο κράτος πέφτει σε κατάσταση παρακμής και καταρρέει εάν η οικογένεια διαλυθεί σε αυτό και δεν υπάρχουν γερά θεμέλια οικογενειακής ζωής και ανατροφής. Αντίθετα, εάν η οικογένεια είναι ισχυρή και η εκπαίδευση διεξάγεται σε υγιείς βάσεις, τότε ακόμη και με μεγάλη εξωτερική καταστροφή των μορφών κρατικής ζωής, ο λαός παραμένει βιώσιμος και μπορεί να αποκαταστήσει την κρατική εξουσία και ενότητα.
Αλλά πρέπει να θυμόμαστε ότι μια χριστιανική οικογένεια δεν πρέπει να αποτραβηχτεί εντελώς στη μοναξιά της και να μετατραπεί σε «γκέτο»[1]. Μια τέτοια ζωή είναι μια ζωή οικογενειακού εγωισμού. Το άτομο που το βιώνει αυτό δεν έχει ενδιαφέροντα έξω από την οικογένειά του, δεν θέλει να μάθει τίποτα για τις χαρές και τις λύπες του κόσμου γύρω του και δεν τον υπηρετεί με κανένα τρόπο. Φυσικά, μια τέτοια ζωή δεν είναι χριστιανική ζωή, και μια τέτοια οικογένεια δεν είναι χριστιανική οικογένεια. Όπως ήδη έχει ειπωθεί, η χριστιανική οικογένεια είναι ακριβώς μια μονάδα της κοινωνίας, ένα μέρος της, άρρηκτα συνδεδεμένο με το σύνολό της. Συμμετέχει ενεργά στην δημόσια ζωή και υπηρετεί τους γείτονές της, παρέχοντάς τους πάντα στήριξη και κάθε δυνατή βοήθεια.
Ωστόσο, ούτε αυτό είναι αρκετό. Σύμφωνα με την σαφή διδασκαλία του Ευαγγελίου, η ζωντανή σχέση ενός Χριστιανού δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στα οικογενειακά όρια, αλλά και στα εγχώρια, εθνικά και κρατικά. Όχι, στην αγάπη του ο Χριστιανισμός είναι πανανθρώπινος. Για τον Χριστιανό, κάθε άνθρωπος, σε όποιο έθνος κι αν ανήκει, είναι ο πλησίον του, τον οποίο πρέπει να αγαπά, σύμφωνα με την εντολή του Σωτήρος. Αυτό μας το δείχνει ξεκάθαρα η παραβολή του Καλού Σαμαρείτη και, κυρίως, το κατηγορηματικό της συμπέρασμα. Σε αυτή την παραβολή, ο Σωτήρας επεσήμανε στον Ιουδαίο Νομικό το έλεος και την αγάπη με την οποίαν ο Καλός Σαμαρείτης περιέθαλψε έναν τραυματισμένο και ληστευμένο Ιουδαίο, δηλαδή έναν εκπρόσωπο ενός λαού εχθρικού προς τους Σαμαρείτες. Και μετά είπε στον Νομικό: «πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως»[2]. Αυτός είναι ο νόμος της χριστιανικής αγάπης!
Αλλά αν εμείς, οι Χριστιανοί, καλούμαστε σε μια τέτοια ολοκληρωτική αγάπη, αυτό δεν συνιστά Διεθνισμό/Κοσμοπολιτισμό, δηλαδή αποδοχή του δόγματος της αδελφοσύνης των λαών, σύμφωνα με το οποίο το άτομο είναι «πολίτης όλου του σύμπαντος», και καθόλου του δικού του κράτους. Σύμφωνα με αυτή την διδασκαλία, δεν πρέπει να υπάρχουν κρατικές-εθνικές διαφορές και διαχωρισμοί στην ανθρωπότητα, αλλά να αντιπροσωπεύουν όλοι μια οικογένεια.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο θετικό κομμάτι της διδασκαλίας του, ο Κοσμοπολιτισμός πλησιάζει τον Χριστιανισμό. Και πάλι, είναι αναμφίβολο ότι τις εκκλήσεις του για αδελφοσύνη, αγάπη και αλληλοβοήθεια τις πήρε ακριβώς από τον Χριστιανισμό. Και αυτές οι εκκλήσεις είναι καθαρά χριστιανικές. Αλλά μόνον αυτές οι χριστιανικές ιδέες είναι πολύτιμες στον κοσμοπολιτισμό. Διότι με αυτή την αλήθεια, ο Κοσμοπολιτισμός ανακάτεψε πολύ περισσότερες άσχημες αναλήθειες και αυταπάτες. Λόγω αυτού, η διδασκαλία του αποδείχθηκε στενά μονόπλευρη και τεχνητή, και επομένως άνευ ζωτικής σημασίας. Τέτοιες λανθασμένες αντιλήψεις είναι όλα τα συμπεράσματα του Κοσμοπολιτισμού ενάντια στο αίσθημα του πατριωτισμού, ενάντια στην ορθόδοξη διδασκαλία για το καθήκον της υπηρέτησης της πατρίδας, της ευημερίας και της ασφάλειάς της.
Αλλά ποιός δεν ξέρει πόσο σκληροί και ανίκανοι για μια εγκάρδια, συμπονετική στάση είναι οι μακροχρόνιοι κήρυκες του Κοσμοπολιτισμού στην ζωή; Φωνάζουν αφρίζοντας υπέρ της αγάπης τους για τον άνθρωπο και δεν ξέρουν πώς να αγαπούν τον πλησίον τους όπως πρέπει. Το να αγαπάς τον πλησίον σου σημαίνει να αγαπάς κάθε άνθρωπο που βρίσκεται στον δρόμο σου από την πρόνοια του Θεού και συχνά έχει ανάγκη από συμπόνια και υποστήριξη.
Ο Χριστιανισμός δεν έχει την ψεύτικη μονομέρεια του Κοσμοπολιτισμού. Ο Χριστός δεν μας διέταξε μια τεχνητή αγάπη για την «ανθρωπότητα», αλλά ακριβώς αγάπη για τον πλησίον μας. Τέτοιος πλησίον για έναν Χριστιανό είναι κάθε άνθρωπος γενικά (γι’ αυτό ο Χριστιανός πρέπει να αγαπά τους πάντες) και ειδικότερα κάθε άνθρωπο που συναντά στην καθημερινή ζωή. Και η χριστιανική αγάπη εκδηλώνεται περισσότερο απ’ όλα, ακριβώς σε αυτές τις προσωπικές συναντήσεις, στην ζωντανή αλληλεπίδραση, την αλληλοϋποστήριξη και την συμπάθεια. Πόσο μακριά απ’ αυτό απέχει η μονόπλευρη διδασκαλία του Κοσμοπολιτισμού με τις τεχνητές, αποσπασμένες από την ζωή εκκλήσεις για αγάπη υπέρ της «ανθρωπότητας!»[3].
Όταν ένας άνθρωπος είναι ακόμη παιδί, τότε στα παιδικά του χρόνια πλησίον του είναι οι γονείς, τα αδέρφια και οι συγγενείς του γενικότερα. Και εκείνη την στιγμή είναι αρκετό και καλό γι’ αυτόν να είναι καλό, στοργικό, ανταποκρινόμενο και αφοσιωμένο μέλος της οικογένειας. Αλλά, προφανώς, η έννοια της αγάπης για τους άλλους ανθρώπους, δηλαδή εκτός της οικογένειάς του, είναι ακόμα απρόσιτη γι’ αυτόν. Δεν έχει ζωντανή σχέση μαζί τους, και ως εκ τούτου είναι, ακριβώς, «ξένοι» γι’ αυτόν.
Σταδιακά μεγαλώνοντας, στην εφηβεία και στη νεότητά του, δημιουργεί ήδη προσωπικές, ζωντανές σχέσεις με πολλούς ανθρώπους, γίνονται «δικοί του». Και εδώ η καλή ανατροφή θα πρέπει να διδάξει το παιδί να συμπεριφέρεται σ’ αυτούς τους καινούριους «πλησίον» του με χριστιανικό τρόπο -φιλικό, καλοπροαίρετο, με ειλικρινή διάθεση να βοηθήσει, να παρέχει κάθε δυνατή υπηρεσία (αν και, φυσικά, οι συγγενείς του εξακολουθούν να είναι οι πλησιέστεροι σ’ αυτόν). Αλλά και εδώ, ο έφηβος δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί στους πνευματικούς του ορίζοντες σε σημείο που να είναι δυνατό να απαιτήσει από αυτόν τις ίδιες εγκάρδιες σχέσεις αγάπης προς οποιονδήποτε κάτοικο άλλων λαών και χωρών.
Και μόνον όταν ένας Χριστιανός ενηλικιωθεί και αναπτυχθεί πλήρως, ο ορίζοντάς του ανοίγει διάπλατα και κάθε άνθρωπος, σε όποιο έθνος κι αν ανήκει, γίνεται «πλησίον» γι’ αυτόν. Αλλά, φυσικά, πρώτα και πάνω απ’ όλα αγαπά, πρώτον, την οικογένειά του, τους συγγενείς του, ανάμεσα στους οποίους μεγάλωσε και ζει, και δεύτερον, την χώρα του, τους ανθρώπους του στους οποίους ανήκει. Με αυτούς τους ανθρώπους τον συνδέουν όλες οι πολιτειακές, πολιτικές και αστικές του ευθύνες. Η ιστορία, ο πολιτισμός, τα έθιμά του, όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των συντοπιτών του, και ιδιαίτερα τα ιερά του, είναι επίσης «δικά του», «εγγενή» γι’ αυτόν. Είναι προσκολλημένος με τον λαό του, με την πατρίδα του και την αγαπά, και αυτή η αγάπη για την πατρίδα είναι εκείνος ο χριστιανικός πατριωτισμός, που τόσο σκληρά τον πολεμούν οι κοσμοπολίτες [σημ.ημ.: θα λέγαμε σήμερα οι παγκοσμιοποιητές] μέσα στην αυταπάτη τους.
Αλλά, φυσικά, ο χριστιανικός πατριωτισμός είναι ξένος προς εκείνα τα άκρα και τα λάθη στα οποία συχνά πέφτουν άνθρωποι που αυτοαποκαλούνται «πατριώτες». Ο Χριστιανός πατριώτης, αγαπώντας τον λαό του, δεν κλείνει τα μάτια στα ελαττώματά του και κοιτάζει νηφάλια τις εθνικές του ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά του. Και επομένως, δεν θα συμφωνήσει ποτέ με εκείνους τους «πατριώτες» που τείνουν να εξυψώνουν κάθε τι εγγενές (ακόμα και τις εθνικές κακίες και ελλείψεις -αλκοολισμό, βλασφημία κ.λπ.) θεωρώντας τα νόμιμα και καλά. Διότι παρατηρεί ότι δεν πρόκειται πια για πατριωτισμό, αλλά για διογκωμένη εθνική υπερηφάνεια, δηλαδή για το αμάρτημα εναντίον του οποίου μάχεται τόσο έντονα ο Χριστιανισμός. Όχι, ο αληθινός πατριώτης δεν κλείνει τα μάτια του στις αμαρτίες και τις ασθένειες του λαού του -τις βλέπει, λυπάται, τις πολεμά και μετανοεί ενώπιον του Θεού και των άλλων ανθρώπων για τον εαυτό του και για τον λαό του. Επιπλέον, ο χριστιανικός πατριωτισμός είναι εντελώς ξένος προς το μίσος έναντι των άλλων λαών. Αν αγαπώ τον λαό μου, τότε γιατί να μην αγαπώ τους Κινέζους, τους Τούρκους, τους Εβραίους ή οποιονδήποτε άλλο λαό; Αυτό [δηλαδή, το να μην αγαπώ τους άλλους λαούς] θα ήταν ένα αντιχριστιανικό συναίσθημα. Όχι, ο Θεός να τους δώσει ευημερία, γιατί είμαστε όλοι άνθρωποι – παιδιά του ίδιου Πατέρα.
Όμως τα σημαντικότερα στοιχεία υπέρ του πατριωτισμού μπορούμε να τα βρούμε στις Γραφές. Ακόμη και στην Παλαιά Διαθήκη, ολόκληρη η ιστορία του εβραϊκού λαού είναι γεμάτη με στοιχεία για το πώς οι Εβραίοι αγαπούσαν την Σιών τους, την Ιερουσαλήμ τους, τον Ναό τους. Αυτό ήταν το καλύτερο παράδειγμα αληθινού πατριωτισμού, αγάπης για τον λαό και τα ιερά του. Και δεν είναι τυχαίο που η Χριστιανική μας Εκκλησία πήρε στην λατρεία της αυτή την δοξολογία των ιερών της από τους Εβραίους, αν και, φυσικά, κατά την χριστιανική τους έννοια, ψάλλει: «εὐλογητὸς Κύριος ἐκ Σιών, ὁ κατοικῶν Ἱερουσαλήμ, ἀλληλούια»[4].
Ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό παράδειγμα αγάπης για τον λαό βρίσκεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο προφήτης Μωυσής φανέρωσε την Διαθήκη. Όταν όμως, αμέσως μετά την σύναψη της Διαθήκης με τον Θεό, ο λαός του Ισραήλ πρόδωσε τον Θεό του και λάτρεψε το χρυσό μοσχάρι, η οργή της δικαιοσύνης του Θεού φούντωσε πολύ. Ο Μωυσής τότε άρχισε να προσεύχεται για τους αμαρτωλούς ανθρώπους, χωρίς να εγκαταλείψει το όρος στο οποίο προσευχόταν για 40 ημέρες και 40 νύχτες. Ο Κύριος όμως απάντησε: «και τώρα άφησέ με να ξεσπάσει η οργή μου εναντίον τους και να τους καταστρέψω»[5]. Αυτό που είναι αξιοσημείωτο σε αυτά τα λόγια του Θεού είναι η απόδειξη της δύναμης της προσευχής ενός δίκαιου ανθρώπου, με την οποίαν αυτός, κατά την τολμηρή έκφραση του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, φαίνεται να δένει τον Θεό! Ο μέγας προφήτης άρχισε να προσεύχεται ακόμη πιο θερμά, και τελικά αναφώνησε: «συγχώρεσέ τους την αμαρτία τους, και αν όχι, τότε σβήσε με από το βιβλίο σου, στο οποίο με έχεις γράψει…»[6]. «Και ο Κύριος τον άκουσε και αυτή την φορά, και δεν θέλησε να τους καταστρέψει»[7], λέει η Αγία Γραφή. Δεν είναι αυτό το υψηλότερο κατόρθωμα ανιδιοτελούς πατριωτισμού;
Παρόμοιο παράδειγμα βλέπουμε και στην Καινή Διαθήκη στον βίο του μεγάλου Αποστόλου Παύλου. Κανείς δεν τον παρεμπόδισε στο έργο του κηρύγματος τόσο μοχθηρά και επίμονα όσο οι συμπατριώτες του που δεν πίστευαν στον Χριστό. Μισούσαν τον Παύλο, θεωρώντας τον προδότη της πίστης των πατέρων τους. Τι λέει ο Απόστολος γι’ αυτούς τους συμπατριώτες του; Ιδού: «Ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα, οἵτινές εἰσιν Ἰσραηλῖται»[8]. Από αυτά τα λόγια βλέπουμε την αγάπη του για τους συμπατριώτες του. Αυτή η αγάπη ήταν τόσο μεγάλη που ήταν έτοιμος, όπως και ο Μωυσής, να θυσιάσει την προσωπική του αιώνια σωτηρία (και όχι μόνο την προσωρινή του ζωή) για την σωτηρία αυτού του λαού.
Αλλά ιδού και το παράδειγμα του ίδιου του Σωτήρος. Στο Ευαγγέλιο διαβάζουμε πως είπε ότι ήρθε πρώτα απ’ όλα για τον λαό Του[9]. Σε άλλη περίπτωση, απευθύνθηκε στην Ιερουσαλήμ και είπε: «Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτείνουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυνάξαι τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ὄρνις τὴν ἑαυτῆς νοσσιὰν ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε!»[10]. Και όταν διέσχισε την Ιερουσαλήμ με τις κραυγές «Ωσαννά», όταν όλος ο λαός χάρηκε με χαρά, ο Σωτήρας έκλαψε… Αλλά δεν έκλαψε για τον εαυτό του, παρά γι’ αυτή την πόλη Του, για τον θάνατο εκείνων που τώρα φώναζαν «Ωσαννά» σε Αυτόν, αλλά σε λίγες μέρες θα φώναζαν «Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ Τον…». Έτσι αγάπησε ο Ίδιος τον λαό Του -με συγκινητική, βαθιά αγάπη.
Έτσι, το αίσθημα του πατριωτισμού δεν το αρνείται ούτε το καταδικάζει ο Χριστιανισμός. Σε αντίθεση με την ψευδή άποψη των κοσμοπολιτών, δεν καταδικάζει τη νομιμότητα της προνομιακής αγάπης για την οικογένεια και τους φίλους του. Γνωρίζουμε ήδη τα λόγια του Αποστόλου: «Αν κάποιος δεν φροντίζει για τους δικούς του, και ιδιαίτερα για τα μέλη της οικογένειάς του, έχει απαρνηθεί την πίστη και είναι χειρότερος από άπιστο»[11]. Και σε άλλο μέρος, μιλώντας για την εκλογή κάποιου στην υπηρεσία της Εκκλησίας, ο Απόστολος θέτει τον όρο ότι ο εκλεγμένος «κυβερνάει καλά τα παιδιά του και το σπιτικό του»[12]. Αλλά τονίζουμε για άλλη μια φορά ότι μια τέτοια αγάπη και φροντίδα δεν πρέπει να είναι εγωιστική ή εγωκεντρική. Όχι, φροντίζοντας για εκείνους που έρχονται άμεσα σε επαφή μαζί του στην ζωή, ο Χριστιανός πρέπει πάντα, με την χριστιανική του αγάπη, να μην ξεχνά τους άλλους ανθρώπους -τους γείτονες και τους εν Χριστώ αδελφούς του.
Εν κατακλείδι, ας παραθέσουμε μερικά ακόμη λόγια του Αποστόλου Παύλου: «Ἄρα οὖν ὡς καιρὸν ἔχομεν, ἐργαζώμεθα τὸ ἀγαθὸν πρὸς πάντας, μάλιστα δὲ πρὸς τοὺς οἰκείους τῆς πίστεως»[13].
(συνεχίζεται)
[1] Εννοεί να απομονωθεί εντελώς, αδιαφορώντας για την κοινωνία. [2] Λουκ. ι΄ 37. [3] Την υποκρισία του Διεθνισμού/Κοσμοπολιτισμού είχε παρατηρήσει και ο Ζαν Ζακ Ρουσώ (1712-1778), ο διάσημος φιλόσοφος και παιδαγωγός (συμφωνεί εν πολλοίς με τον Πλούταρχο, που υπήρξε ο αγαπημένος του συγγραφέας), γράφοντας χαρακτηριστικά γι’ αυτήν: «Δυσπιστείτε απέναντι στους κοσμοπολίτες που γυρεύουνε μακριά, μες στα βιβλία τους, καθήκοντα που περιφρονούν όταν είναι να τα εκπληρώσουνε γύρω τους. Ο τάδε φιλόσοφος αγαπά τους Τάταρους, για ν᾿ απαλλαγεί ν᾿ αγαπά τους διπλανούς του» (Αιμίλιος ή Για την Εκπαίδευση, εκδ. Αναγνωστίδη, χ.χ., σελ. 26). [4] Ψαλμ. ρλδ΄ 21. [5] «Καὶ νῦν ἔασόν με καὶ θυμωθεὶς ὀργῇ εἰς αὐτούς ἐκτρίψω αὐτούς» (Εξ. λβ΄ 9). [6] «Καὶ νῦν εἰ μὲν ἀφεῖς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δὲ μή, ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας» (Εξ. λβ΄ 32). [7] «Καὶ εἰσήκουσε Κύριος ἐμοῦ καὶ ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ, καὶ οὐκ ἠθέλησε Κύριος ἐξολοθρεῦσαι ὑμᾶς» (Δευτ. ι΄ 10). [8] Ρωμ. θ΄ 3-4. Βλέπουμε ότι από όσα παραθέτει εδώ ο Άγιος Φιλάρετος, ο Χριστιανισμός αποδέχεται τον πατριωτισμό, αλλά απορρίπτει τον εθνικισμό, τον αντισημιτισμό και όλες τις ιδεολογίες μίσους. [9] «Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ» (Ματθ. ιε΄ 24). [10] Λουκ. ιγ΄ 34. [11] Βλ. Α΄ Τιμ. ε΄ 8. [12] «Τοῦ ἰδίου οἴκου καλῶς προϊστάμενον, τέκνα ἔχοντα ἐν ὑποταγῇ μετὰ πάσης σεμνότητος» (Α΄ Τιμ. γ΄ 4). [13] Γαλ. ϛ΄ 10.
Ο Άγιος Σάββας εν Καλύμνω, μαθητής του Αγίου Νεκταρίου Αιγίνης, εκοιμήθη την 7η Απριλίου 1948, η οποία, κατά το παλαιό ημερολόγιο, αντιστοιχεί με την 25η Μαρτίου, Εορτή του Ευαγγελισμού. Παραθέτουμε δύο μαρτυρίες περί του σημείου που έλαβε χώρα κατά την κοίμηση του Αγίου. Η πρώτη είναι από τον παλαιοημερολογίτη θεολόγο, αείμνηστο πλέον, Σταύρο Καραμήτσο και η δεύτερη από τον νεοημερολογίτη θεολόγο κ. Βασίλειο Παπανικολάου.
2. Από το βιβλίο του Βασιλείου Παπανικολάου "Ο Άγιος Σάββας ο Νέος ο εν Καλύμνω" (έκδοσις Ι. Μ. Αγ. Πάντων Καλύμνου, 1975 - το απόσπασμα από εδώ: http://www.kannavos.gr/biblia3.html):
"Περί το τέλος της ζωής του ευρίσκετο εν άκρα περισυλλογή και ιερά κατανύξει. Επί τρείς ημέρας ουδένα εδέχθη... Έδωσε τας τελευταίας συμβουλάς. Εζήτησεν την εν Χριστώ αγάπην και υπακοήν και όταν ο επιθανάτιος ρόγχος τον κατέλαβε και επί μακρόν συνεχίζετο, αίφνης, λαμβάνει δυνάμεις, ενώνει τας μικράς ευλογημένας χείρας του και χειροκροτεί επανειλημμένως ενώ εκ των χειλέων του εξέρχονται αι τελευταίαι ιεραί φράσεις: «Ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος». ... Την ώραν εκείνην ολίγαι μόνον μοναχαί (τον) περιέβαλλον ... Κάποια μοναχή είδε – κατά θείαν παραχώρησιν – τον άγιον Σάββαν να ανέρχεται εν μέσω χρυσού συννέφου εις τον ουρανόν... και να ψάλλει με γλυκυτάτην φωνήν το: «Ευαγγελίζου γή χαράν μεγάλην». Ήτο εσπέρας του Ευαγγελισμού με το παλαιόν τότε και η εκκλησία μας, ήρχισεν εορτάζουσα την λαμπράν ημέρα της Θεοτόκου και της ανθρωπότητος, την οποίαν τόσο πολύ ηυλαβείτο ο άγιος".
Αγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου της Ρωσικής Διασποράς (+1985)
22.Ηεπίδραση του Χριστιανισμού σε όλες τις πτυχές της ζωής
Η χριστιανική οικογένεια. Αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ συζύγων, γονέων και παιδιών. Σεβασμός προς την εξουσία – πολιτική και πνευματική.
Το κύριο καθήκον της Χριστιανικής Εκκλησίας είναι να διδάξει τους ανθρώπους να ζουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, για να τους οδηγήσει μέσα από αυτό στην αιώνια ευδαιμονία. Μάταια κάποιοι θέλουν να αναγάγουν τον Χριστιανισμό μόνο σε μια στενά απομονωμένη σφαίρα θρησκευτικών εμπειριών. Όχι, ο Χριστιανισμός είναι ζωή, ο Χριστιανισμός είναι μια νέα σφραγίδα σε όλες τις σχέσεις ζωής των ανθρώπων. Και η επιρροή του στην ζωή είναι αδιαμφισβήτητη και αναμφισβήτητη για κάθε αμερόληπτο άνθρωπο.
Αρκεί να επισημάνουμε ότι αν και στην εποχή μας η ζωή και η συμπεριφορά των ανθρώπων στην γη έχουν απομακρυνθεί πολύ από τα χριστιανικά ιδανικά, οι έννοιες και οι απόψεις τους έχουν διαμορφωθεί σύμφωνα με τον χριστιανικό τύπο. Τα έργα και οι δημιουργίες των καλύτερων, ειλικρινών υπηρετών της επιστήμης και της τέχνης, φέρουν ξεκάθαρα χριστιανικό αποτύπωμα. Επιπλέον, τέτοια ενθαρρυντικά φαινόμενα όπως η εξάλειψη της δουλείας, η εμφάνιση πολλών φιλανθρωπικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και πολλά άλλα, αναμφίβολα οφείλουν την εμφάνισή τους στον Χριστιανισμό. Αλλά, ίσως, το πρώτο κύτταρο της κοινωνικής ζωής -η οικογένεια- γνώρισε τη αναμορφωτική και εκπαιδευτική επίδραση του Χριστιανισμού περισσότερο από όλα.
Φυσικά, είναι σπουδαίο και υπεύθυνο πράγμα για έναν Χριστιανό και μία Χριστιανή να επιλέξουν σύντροφο για την ζωή. Σχετικά με τον χριστιανικό γάμο ο Λόγος του Θεού λέει: «Ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν»[1] -δηλαδή σε αυτόν οι δύο αποτελούν, σαν να λέγαμε, έναν οργανισμό, μια κοινή ζωή. Η χριστιανή σύζυγος σκέφτεται πρώτα από όλα τον άντρα της και μετά τον εαυτό της. Με τον ίδιο τρόπο, ο σύζυγος θα φροντίσει πρώτα την γυναίκα του και μετά θα φροντίσει τον εαυτό του. Και ο Κύριος εξασφάλισε μια τέτοια χριστιανική συζυγική ένωση με τον θείο Λόγο Του: «Ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω…»[2].
Και είναι αξιοσημείωτον ότι σε έναν τέτοιο χριστιανικό γάμο, η αγάπη του συζύγου έχει τον ίδιο ανιδιοτελή, θυσιαστικό χαρακτήρα με τον οποίο διακρίνεται γενικά η αληθινή χριστιανική αγάπη. Όχι μάταια ο Απόστολος Παύλος συγκρίνει την συζυγική ένωση με την ένωση Χριστού και Εκκλησίας και λέει: «Οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς»[3]. Στον χριστιανικό γάμο, η ενότητα των αγαπημένων προσώπων γίνεται τόσο ολοκληρωμένη και πλήρης, η αμοιβαία αφοσίωση των συζύγων τόσο βαθιά και άνευ όρων ώστε γίνεται ο ένας σαν τον άλλον σε όλα, και μερικές φορές σε μεγάλη ηλικία μοιάζουν ακόμη και στην εμφάνιση μεταξύ τους. Και οι ζωές τους περνούν σε πλήρη αρμονία -με πλήρη αφοσίωση στις εντολές του Σωτήρος Χριστού και της Αγίας Του Εκκλησίας.
Πόσο δύσκολο όμως είναι στην εποχή μας να βλέπουμε την απερίσκεπτη, άμυαλη, απρόσεκτη και εντελώς αντιχριστιανική στάση των νέων απέναντι σ’ αυτό το σοβαρότατο θέμα. Πρέπει συνεχώς να παρατηρούμε πως οι γάμοι συνάπτονται τώρα όχι λόγω μιας σοβαρής, βαθιάς, αποδεδειγμένης αίσθησης αγάπης, αλλά λόγω του «έρωτα» -ενός επιπόλαιου και ρηχού συναισθήματος. Συχνά το περιεχόμενο μιας τέτοιας «αγάπης» είναι, δυστυχώς, στην ουσία, μόνο ζωώδης πόθος, μόνο «βρασμός του νεανικού αίματος» (και μερικές φορές όχι νεανικού, αλλά βρώμικου και ταραχώδους…).
Και ταυτόχρονα, σε τέτοιους «γάμους» στην προγαμιαία περίοδο, παρατηρείται συνεχώς μια ψευδαίσθηση και ένας εξωραϊσμός σώματος και ψυχής, μια υποκριτική επιθυμία να μην είσαι, αλλά να φαίνεσαι καλύτερος και πιο όμορφος, για το οποίο μιλήσαμε ήδη νωρίτερα. Όμως η ζωή μπορεί να οικοδομηθεί μόνο πάνω στην αλήθεια: δεν μπορεί να σταθεί σε ψέματα. Γι’ αυτό και η συχνή απογοήτευση των συζύγων μεταξύ τους και η άσχημη πρακτική του διαζυγίου. Και ποιος δεν ξέρει ότι στις μέρες μας αυτοί οι «έρωτες» συνάπτονται συνεχώς με «πολιτικούς γάμους», δηλαδή παράνομες σχέσεις, παραβιάζοντας συνεχώς και συστηματικά την 7η Εντολή[4], για την οποία παράβαση η Εκκλησία αφορίζει από την κοινωνία των Θείων Μυστηρίων. Και όλα αυτά συχνά καταλήγουν τραγικά, όχι μόνο με διαμάχες, αλλά και με εγκλήματα: δολοφονίες και αυτοκτονίες.
Ο Χριστιανικός γάμος είναι η ζωντανή ζωή των δύο σε ενότητα. Και με τα χρόνια, η συζυγική αγάπη σε αυτόν μόνο [σ.σ. στον πραγματικό χριστιανικό γάμο] εντείνεται, γίνεται πιο βαθιά, πιο πνευματική. Φυσικά, ακόμη και στον Χριστιανισμό, αυτή η συζυγική αγάπη, ως γνωστό συστατικό, περιλαμβάνει και την παθιασμένη αγάπη, που συνδέεται με την φυσική σεξουαλική κλίση και την καθαρά σωματική έλξη που ενυπάρχει σε κάθε άτομο, την έλξη του προς το άλλο φύλο. Αλλά σε έναν αληθινά χριστιανικό γάμο, μια τέτοια παθιασμένη αγάπη των συζύγων εισέρχεται, όπως είπαμε, μόνον ως συστατικό· ποτέ δεν έχει τέτοιο νόημα και δύναμη όπως στις μη χριστιανικές ενώσεις γάμου. Και στους βίους των Αγίων βλέπουμε μια σειρά από παραδείγματα για το πώς οι χριστιανοί σύζυγοι, με αμοιβαία συναίνεση, αρνήθηκαν να συνευρεθούν σαρκικά -είτε από την αρχή του γάμου, είτε μετά από αρκετά χρόνια. Και είναι αξιοσημείωτον ότι σε έναν τέτοιο γάμο, όταν οι ασκητές σύζυγοι ζουν «σαν αδελφός και αδελφή», η αμοιβαία αγάπη τους διακρίνεται από μια ιδιαίτερη δύναμη στοργής, ολοκληρωμένης πίστης και αμοιβαίου σεβασμού. Έτσι ο Χριστιανισμός αγίασε, εξύψωσε και μεταμόρφωσε την γαμήλια ένωση.
Όμως σε μια χριστιανική οικογένεια, εκτός από σύζυγοι, υπάρχουν και παιδιά και γονείς. Και ο Χριστιανισμός, πάλι, αφήνει το χαρακτηριστικό του αποτύπωμα στις αμοιβαίες σχέσεις και των δύο.
Κάθε καλή οικογένεια πρέπει σίγουρα να έχει μια ενωμένη οικογενειακή ζωή. Το «δικό μας», το κοινό, πρέπει πάντα να στέκεται πάνω από το «δικό μου», το προσωπικό. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα μέλη της οικογένειας έχουν το ίδιο επίθετο· θα πρέπει να ζουν μια κοινή, φιλική ζωή.
Αρχηγός της οικογένειας θεωρείται συνήθως και πρέπει να είναι ο σύζυγος. Η ευημερία της οικογένειας βασίζεται σε αυτόν, στα έργα του. Και η οικογένεια είναι το πρώτο του καθήκον. Για όσους αδιαφορούν για την οικογένειά τους, ο Απόστολος Παύλος μιλά συνοπτικά, αλλά αρκετά κατανοητά: «Αν κάποιος δεν φροντίζει για τους δικούς του, και ιδιαίτερα για εκείνους του σπιτικού του, έχει αρνηθεί την πίστη και είναι χειρότερος από άπιστο…»[5].
Συμβαίνει συχνά στην ζωή οι γονείς, κατευθύνοντας τα παιδιά τους προς τον ένα ή τον άλλο δρόμο στην ζωή, να το κάνουν αντίθετα με την κλίση και την ειλικρινή επιθυμία τους. Και μερικές φορές είναι εντελώς άδικο. Και εναντίον αυτού, ο Απόστολος λέει ευθέως: «Πατέρες, μην εξοργίζετε τα παιδιά σας, μήπως αποθαρρυνθούν, αλλά να τα ανατρέφετε με τη διδασκαλία και τη νουθεσία του Κυρίου»[6] . Οι υπερβολικές, αφόρητες απαιτήσεις, πράγματι, βυθίζουν τα παιδιά σε απόγνωση. Μία επιπλέον αδικία: για ένα παιδί, ο πατέρας είναι η ανώτατη αρχή, και αλίμονο αν αυτή η εξουσία έρχεται σε αντίθεση με αυτήν την αίσθηση της αλήθειας, η οποία είναι πολύ ισχυρότερη σε ένα παιδί παρά σε έναν ενήλικα. Το αποτέλεσμα είναι μια κατάσταση απολύτως απελπιστική για την ψυχή ενός παιδιού… Αλλά συμβαίνει ακόμα χειρότερα όταν οι γονείς κακομαθαίνουν υπερβολικά τα παιδιά τους, είναι πολύ επιεικείς απέναντί τους και συχνά τα αφήνουν αφύλακτα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη ηθική βλάβη στο παιδί, ειδικά επειδή, όπως είδαμε, ο λόγος του Θεού διατάζει απευθείας τους γονείς να αναθρέψουν και να διδάξουν τα παιδιά τους το Νόμο του Κυρίου…
Το καθήκον της ανατροφής των παιδιών, φυσικά, είναι πρωτίστως της μητέρας. Και αυτό είναι φυσικό, διότι κανείς δεν είναι τόσο κοντά στην ψυχή και την καρδιά ενός παιδιού όσο η μητέρα του -δεν είναι τυχαίο που τρέχει κοντά της φωνάζοντας «μαμά» όταν προσβάλλεται. Και πρώτα από όλα υπάρχει ένα μεγάλο καθήκον: να αναθρέψει έναν γυιο ή μια κόρη -έναν πιστό Χριστιανό, έναν ευγενικό, συμπαθή, εργατικό, χρήσιμο εργάτη για την Εκκλησία και το Κράτος- να αναθρέψει με τα λόγια, και το παράδειγμα, και την στοργή και την αυστηρότητα. Και ο σύζυγος πρέπει να εκτιμήσει αυτό το τεράστιο εκπαιδευτικό έργο της γυναίκας του. Αυτός είναι ο βωμός της υπηρεσίας της στον Κύριό της, ένα έργο όχι λιγότερο σημαντικό από το έργο του πατέρα για την οικογένεια. Και ντροπή, ντροπή σε εκείνες τις μητέρες που επιβαρύνονται με την ανατροφή των παιδιών τους και συχνά τα δίνουν εξ ολοκλήρου στην φροντίδα των νταντάδων[7], ξεχνώντας ότι η ψυχή του παιδιού καταστρέφεται ή μολύνεται τόσο εύκολα. Μπορεί κάποιος να αντικαταστήσει πραγματικά την μητέρα του παιδιού;
Αλλά όχι λιγότερο από τους γονείς, τα παιδιά πρέπει να θυμούνται τις ευθύνες τους. Όλοι γνωρίζουν την 5η Εντολή του Νόμου του Θεού για την τιμή των γονέων[8]. Έγραψε ο Απόστολος Παύλος: «Τὰ τέκνα ὑπακούετε τοῖς γονεῦσιν ὑμῶν ἐν Κυρίῳ· τοῦτο γάρ ἐστι δίκαιον»[9]. Και, φυσικά, αυτή η απαίτηση προκαλείται ακριβώς από την δικαιοσύνη. Άλλωστε τα παιδιά οφείλουν τα πάντα στους γονείς τους, που τα φροντίζουν, τα αγαπούν, εργαζόμενοι και αρνούμενοι πολύ τον εαυτό τους, μεγαλώνοντάς τα με την αγάπη τους, συχνά βοηθώντας τα ακόμα κι όταν τα ίδια γίνονται ενήλικες και ανεξάρτητοι άνθρωποι.
Πόσο συχνά όμως τώρα παραβιάζεται η 5η Εντολή! Ακόμη και εκείνα τα παιδιά που είναι πεπεισμένα ότι αγαπούν ειλικρινά και βαθιά τους γονείς τους, συχνά δεν τους ακούν και επομένως δεν τους σέβονται. Η αγάπη συνδέεται πάντα με την υπακοή. Και όσο μεγαλώνουν αυτά τα παιδιά, τόσο πιο θεληματικά, δυστυχώς, γίνονται, είναι αγενή με τους γονείς τους, κατηγορώντας τους κατά πρόσωπο για «οπισθοδρόμηση» και μη λογαριάζοντας πλέον την εξουσία τους καθόλου. Είναι αυτός σεβασμός προς τους γονείς; Πράγματι, στην Παλαιά Διαθήκη ειπώθηκε ευθέως: «Ὁ κακολογῶν πατέρα αὐτοῦ ἢ μητέρα αὐτοῦ τελευτήσει θανάτῳ»[10], και στο Ευαγγέλιο ο Σωτήρας, υπενθυμίζοντας αυτόν τον νόμο, τον ονόμασε εντολή του Θεού[11]. Και πόσα τρομερά παραδείγματα είναι γνωστά από την ζωή για το πώς ο Κύριος τιμώρησε αυστηρά (μερικές φορές θανάσιμα) όσους προσέβαλαν έναν πατέρα ή μια μητέρα! Δεν είναι άνευ λόγου αυτό που λένε: «η προσευχή της μάνας σώζει από νερό και από φωτιά» και «η ευλογία των γονέων φτιάχνει τα σπίτια των παιδιών τους»[12] και, από την άλλη, ποιος δεν ξέρει τί τρομερή συμφορά είναι να υποστείς την κατάρα ενός πατέρα ή μιας μητέρας…
Άρα, με την βασική της έννοια, η 5η Εντολή μιλά για την τιμή των γονέων. Αλλά, φυσικά, αυτό για έναν Χριστιανό περιλαμβάνει και όλους όσους παίρνουν την θέση των γονέων: δασκάλους, εκπαιδευτικούς κ.λπ., και ειδικά, φυσικά, τους εκπροσώπους των νόμιμων αρχών που προστατεύουν την τάξη στο κράτος[13]. Ο Απόστολος Παύλος διατάζει ευθέως να προσευχόμαστε «ὑπὲρ βασιλέων καὶ πάντων τῶν ἐν ὑπεροχῇ ὄντων»[14], και σε πολλά άλλα σημεία στις επιστολές του δίδασκε την υπακοή στις αρχές[15]. Ακόμη πιο σημαντικό, βέβαια, για τον Χριστιανό είναι η τιμή προς τις πνευματικές αρχές: τους Ποιμένες της Εκκλησίας, ιδιαίτερα τους Επισκόπους, καθώς και τον ποιμένα που είναι ο πνευματικός του πατέρας και είναι υπεύθυνος ενώπιον του Θεού για την ψυχή του. Ο Απόστολος Παύλος λέει: «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες»[16]. Και ο ίδιος ο Κύριος είπε στους Αποστόλους Του και μέσω αυτών στους Ποιμένες της Εκκλησίας: «Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ»[17].
(συνεχίζεται)
[1] Μαρκ. ι΄ 7. [2]Μαρκ. ι΄ 9. [3] Εφ. ε΄ 25. [4] «Οὐ μοιχεύσεις». [5] «Εἰ δέ τις τῶν ἰδίων καὶ μάλιστα τῶν οἰκείων οὐ προνοεῖ, τὴν πίστιν ἤρνηται καὶ ἔστιν ἀπίστου χείρων» (Α΄ Τιμ. ε΄ 8). [6] «Οἱ πατέρες μὴ ἐρεθίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν, ἵνα μὴ ἀθυμῶσιν» (Κολ. γ΄ 21) και «οἱ πατέρες μὴ παροργίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν, ἀλλ᾿ ἐκτρέφετε αὐτὰ ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» (Εφ. ϛ΄ 4). [7] Προτιμήθηκε στην μετάφραση η συνηθισμένη στην εποχή μας λέξη «νταντά» (εκ του τουρκικού dada) παρά οι ελληνικές «τροφός» ή «παραμάνα», διότι οι τελευταίες είχαν κάποια ιερότητα, ενώ η πρώτη αφορά καθαρά μισθωτή σχέση. [8]«Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς». [9] Εφ. ϛ΄ 1. [10] Εξ. κα΄ 16. [11] «Διατί καὶ ὑμεῖς παραβαίνετε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν παράδοσιν ὑμῶν; Ὁ γὰρ Θεὸς ἐνετείλατο λέγων· τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα· καὶ ὁ κακολογῶν πατέρα ἢ μητέρα θανάτῳ τελευτάτω. Ὑμεῖς δὲ λέγετε· ὃς ἂν εἴπῃ τῷ πατρὶ ἢ τῇ μητρί, δῶρον ὃ ἐὰν ἐξ ἐμοῦ ὠφεληθῇς, καὶ οὐ μὴ τιμήσῃ τὸν πατέρα αὐτοῦ ἢ τὴν μητέρα αὐτοῦ· καὶ ἠκυρώσατε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν παράδοσιν ὑμῶν» (Ματθ. ιε΄3-6). [12] Πρβλ. «Εὐλογία γὰρ πατρὸς στηρίζει οἴκους τέκνων, κατάρα δὲ μητρὸς ἐκριζοῖ θεμέλια» (Σοφ. Σειρ. γ΄ 9). [13] Είναι σημαντική αυτή η παρατήρηση, διότι δεν πρέπει να τιμώνται αδιακρίτως όλοι οι εκπρόσωποι των αρχών, αλλά μόνον όσοι προστατεύουν την τάξη στο κράτος. Ο ίδιος ο Άγιος Φιλάρετος απέρριπτε την τιμή των αθεϊστών εξουσιαστών στην πατρίδα του Ρωσία διότι κατεπάτησαν και τον Νόμο του Θεού και την τάξη στο κράτος με τα εγκλήματά τους. [14] Α΄ Τιμ. β΄ 2. [15] Π.χ. «Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω. οὐ γάρ ἔστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ· αἱ δὲ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν» (Ρωμ. ιγ΄ 1). Βεβαίως, όπως ερμηνεύει ο Ιερός Χρυσόστομος, εδώ ο Απόστολος εννοεί ότι η εξουσία είναι ταγμένη από τον Θεό, όχι όμως ότι κάθε εξουσιαστής είναι εκ του Θεού και πρέπει τάχα να του οφείλεται υποταγή: «Πᾶς οὖν ἄρχων ὑπὸ τοῦ Θεοῦ κεχειροτόνηται; Οὐ τοῦτο λέγω… Οὐκ εἶπεν· οὐ γάρ ἐστιν ἄρχων, εἰ μὴ ἀπὸ Θεοῦ, ἀλλὰ περὶ τοῦ πράγματος διαλέγεται λέγων· οὐ γάρ ἔστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ» (PG 60, 615). Όταν οι άρχοντες διατάζουν πράγματα ενάντια στο Νόμο του Θεού τότε το Πνεύμα το Άγιο διά του Αποστόλου είναι ξεκάθαρο: «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις» (Πραξ. ε΄ 29). [16] Εβρ. ιγ΄ 17. [17] Λουκ. ι΄ 16. Αυτό πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι οι Ποιμένες δεν «διδάσκουν ἄλλην διδαχήν, ἢ νόμον, παρὰ μόνον τὴν διδαχὴν καὶ τοὺς νόμους τοὺς εὐαγγελικούς» (βλ. Μαξίμου Πελοποννησίου, Εγχειρίδιον κατά του σχίσματος των Παπιστών). Διότι και οι αιρετικοί ποιμένες -όπως οι Παπικοί- αυτό το ρητό επικαλούνται για να έχουν τους λαϊκούς τους σε υπακοή.