Αγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου της Ρωσικής Διασποράς (+1985)
22.Ηεπίδραση του Χριστιανισμού σε όλες τις πτυχές της ζωής
Η χριστιανική οικογένεια. Αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ συζύγων, γονέων και παιδιών. Σεβασμός προς την εξουσία – πολιτική και πνευματική.
Το κύριο καθήκον της Χριστιανικής Εκκλησίας είναι να διδάξει τους ανθρώπους να ζουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, για να τους οδηγήσει μέσα από αυτό στην αιώνια ευδαιμονία. Μάταια κάποιοι θέλουν να αναγάγουν τον Χριστιανισμό μόνο σε μια στενά απομονωμένη σφαίρα θρησκευτικών εμπειριών. Όχι, ο Χριστιανισμός είναι ζωή, ο Χριστιανισμός είναι μια νέα σφραγίδα σε όλες τις σχέσεις ζωής των ανθρώπων. Και η επιρροή του στην ζωή είναι αδιαμφισβήτητη και αναμφισβήτητη για κάθε αμερόληπτο άνθρωπο.
Αρκεί να επισημάνουμε ότι αν και στην εποχή μας η ζωή και η συμπεριφορά των ανθρώπων στην γη έχουν απομακρυνθεί πολύ από τα χριστιανικά ιδανικά, οι έννοιες και οι απόψεις τους έχουν διαμορφωθεί σύμφωνα με τον χριστιανικό τύπο. Τα έργα και οι δημιουργίες των καλύτερων, ειλικρινών υπηρετών της επιστήμης και της τέχνης, φέρουν ξεκάθαρα χριστιανικό αποτύπωμα. Επιπλέον, τέτοια ενθαρρυντικά φαινόμενα όπως η εξάλειψη της δουλείας, η εμφάνιση πολλών φιλανθρωπικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και πολλά άλλα, αναμφίβολα οφείλουν την εμφάνισή τους στον Χριστιανισμό. Αλλά, ίσως, το πρώτο κύτταρο της κοινωνικής ζωής -η οικογένεια- γνώρισε τη αναμορφωτική και εκπαιδευτική επίδραση του Χριστιανισμού περισσότερο από όλα.
Φυσικά, είναι σπουδαίο και υπεύθυνο πράγμα για έναν Χριστιανό και μία Χριστιανή να επιλέξουν σύντροφο για την ζωή. Σχετικά με τον χριστιανικό γάμο ο Λόγος του Θεού λέει: «Ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν»[1] -δηλαδή σε αυτόν οι δύο αποτελούν, σαν να λέγαμε, έναν οργανισμό, μια κοινή ζωή. Η χριστιανή σύζυγος σκέφτεται πρώτα από όλα τον άντρα της και μετά τον εαυτό της. Με τον ίδιο τρόπο, ο σύζυγος θα φροντίσει πρώτα την γυναίκα του και μετά θα φροντίσει τον εαυτό του. Και ο Κύριος εξασφάλισε μια τέτοια χριστιανική συζυγική ένωση με τον θείο Λόγο Του: «Ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω…»[2].
Και είναι αξιοσημείωτον ότι σε έναν τέτοιο χριστιανικό γάμο, η αγάπη του συζύγου έχει τον ίδιο ανιδιοτελή, θυσιαστικό χαρακτήρα με τον οποίο διακρίνεται γενικά η αληθινή χριστιανική αγάπη. Όχι μάταια ο Απόστολος Παύλος συγκρίνει την συζυγική ένωση με την ένωση Χριστού και Εκκλησίας και λέει: «Οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς»[3]. Στον χριστιανικό γάμο, η ενότητα των αγαπημένων προσώπων γίνεται τόσο ολοκληρωμένη και πλήρης, η αμοιβαία αφοσίωση των συζύγων τόσο βαθιά και άνευ όρων ώστε γίνεται ο ένας σαν τον άλλον σε όλα, και μερικές φορές σε μεγάλη ηλικία μοιάζουν ακόμη και στην εμφάνιση μεταξύ τους. Και οι ζωές τους περνούν σε πλήρη αρμονία -με πλήρη αφοσίωση στις εντολές του Σωτήρος Χριστού και της Αγίας Του Εκκλησίας.
Πόσο δύσκολο όμως είναι στην εποχή μας να βλέπουμε την απερίσκεπτη, άμυαλη, απρόσεκτη και εντελώς αντιχριστιανική στάση των νέων απέναντι σ’ αυτό το σοβαρότατο θέμα. Πρέπει συνεχώς να παρατηρούμε πως οι γάμοι συνάπτονται τώρα όχι λόγω μιας σοβαρής, βαθιάς, αποδεδειγμένης αίσθησης αγάπης, αλλά λόγω του «έρωτα» -ενός επιπόλαιου και ρηχού συναισθήματος. Συχνά το περιεχόμενο μιας τέτοιας «αγάπης» είναι, δυστυχώς, στην ουσία, μόνο ζωώδης πόθος, μόνο «βρασμός του νεανικού αίματος» (και μερικές φορές όχι νεανικού, αλλά βρώμικου και ταραχώδους…).
Και ταυτόχρονα, σε τέτοιους «γάμους» στην προγαμιαία περίοδο, παρατηρείται συνεχώς μια ψευδαίσθηση και ένας εξωραϊσμός σώματος και ψυχής, μια υποκριτική επιθυμία να μην είσαι, αλλά να φαίνεσαι καλύτερος και πιο όμορφος, για το οποίο μιλήσαμε ήδη νωρίτερα. Όμως η ζωή μπορεί να οικοδομηθεί μόνο πάνω στην αλήθεια: δεν μπορεί να σταθεί σε ψέματα. Γι’ αυτό και η συχνή απογοήτευση των συζύγων μεταξύ τους και η άσχημη πρακτική του διαζυγίου. Και ποιος δεν ξέρει ότι στις μέρες μας αυτοί οι «έρωτες» συνάπτονται συνεχώς με «πολιτικούς γάμους», δηλαδή παράνομες σχέσεις, παραβιάζοντας συνεχώς και συστηματικά την 7η Εντολή[4], για την οποία παράβαση η Εκκλησία αφορίζει από την κοινωνία των Θείων Μυστηρίων. Και όλα αυτά συχνά καταλήγουν τραγικά, όχι μόνο με διαμάχες, αλλά και με εγκλήματα: δολοφονίες και αυτοκτονίες.
Ο Χριστιανικός γάμος είναι η ζωντανή ζωή των δύο σε ενότητα. Και με τα χρόνια, η συζυγική αγάπη σε αυτόν μόνο [σ.σ. στον πραγματικό χριστιανικό γάμο] εντείνεται, γίνεται πιο βαθιά, πιο πνευματική. Φυσικά, ακόμη και στον Χριστιανισμό, αυτή η συζυγική αγάπη, ως γνωστό συστατικό, περιλαμβάνει και την παθιασμένη αγάπη, που συνδέεται με την φυσική σεξουαλική κλίση και την καθαρά σωματική έλξη που ενυπάρχει σε κάθε άτομο, την έλξη του προς το άλλο φύλο. Αλλά σε έναν αληθινά χριστιανικό γάμο, μια τέτοια παθιασμένη αγάπη των συζύγων εισέρχεται, όπως είπαμε, μόνον ως συστατικό· ποτέ δεν έχει τέτοιο νόημα και δύναμη όπως στις μη χριστιανικές ενώσεις γάμου. Και στους βίους των Αγίων βλέπουμε μια σειρά από παραδείγματα για το πώς οι χριστιανοί σύζυγοι, με αμοιβαία συναίνεση, αρνήθηκαν να συνευρεθούν σαρκικά -είτε από την αρχή του γάμου, είτε μετά από αρκετά χρόνια. Και είναι αξιοσημείωτον ότι σε έναν τέτοιο γάμο, όταν οι ασκητές σύζυγοι ζουν «σαν αδελφός και αδελφή», η αμοιβαία αγάπη τους διακρίνεται από μια ιδιαίτερη δύναμη στοργής, ολοκληρωμένης πίστης και αμοιβαίου σεβασμού. Έτσι ο Χριστιανισμός αγίασε, εξύψωσε και μεταμόρφωσε την γαμήλια ένωση.
Όμως σε μια χριστιανική οικογένεια, εκτός από σύζυγοι, υπάρχουν και παιδιά και γονείς. Και ο Χριστιανισμός, πάλι, αφήνει το χαρακτηριστικό του αποτύπωμα στις αμοιβαίες σχέσεις και των δύο.
Κάθε καλή οικογένεια πρέπει σίγουρα να έχει μια ενωμένη οικογενειακή ζωή. Το «δικό μας», το κοινό, πρέπει πάντα να στέκεται πάνω από το «δικό μου», το προσωπικό. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα μέλη της οικογένειας έχουν το ίδιο επίθετο· θα πρέπει να ζουν μια κοινή, φιλική ζωή.
Αρχηγός της οικογένειας θεωρείται συνήθως και πρέπει να είναι ο σύζυγος. Η ευημερία της οικογένειας βασίζεται σε αυτόν, στα έργα του. Και η οικογένεια είναι το πρώτο του καθήκον. Για όσους αδιαφορούν για την οικογένειά τους, ο Απόστολος Παύλος μιλά συνοπτικά, αλλά αρκετά κατανοητά: «Αν κάποιος δεν φροντίζει για τους δικούς του, και ιδιαίτερα για εκείνους του σπιτικού του, έχει αρνηθεί την πίστη και είναι χειρότερος από άπιστο…»[5].
Συμβαίνει συχνά στην ζωή οι γονείς, κατευθύνοντας τα παιδιά τους προς τον ένα ή τον άλλο δρόμο στην ζωή, να το κάνουν αντίθετα με την κλίση και την ειλικρινή επιθυμία τους. Και μερικές φορές είναι εντελώς άδικο. Και εναντίον αυτού, ο Απόστολος λέει ευθέως: «Πατέρες, μην εξοργίζετε τα παιδιά σας, μήπως αποθαρρυνθούν, αλλά να τα ανατρέφετε με τη διδασκαλία και τη νουθεσία του Κυρίου»[6] . Οι υπερβολικές, αφόρητες απαιτήσεις, πράγματι, βυθίζουν τα παιδιά σε απόγνωση. Μία επιπλέον αδικία: για ένα παιδί, ο πατέρας είναι η ανώτατη αρχή, και αλίμονο αν αυτή η εξουσία έρχεται σε αντίθεση με αυτήν την αίσθηση της αλήθειας, η οποία είναι πολύ ισχυρότερη σε ένα παιδί παρά σε έναν ενήλικα. Το αποτέλεσμα είναι μια κατάσταση απολύτως απελπιστική για την ψυχή ενός παιδιού… Αλλά συμβαίνει ακόμα χειρότερα όταν οι γονείς κακομαθαίνουν υπερβολικά τα παιδιά τους, είναι πολύ επιεικείς απέναντί τους και συχνά τα αφήνουν αφύλακτα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη ηθική βλάβη στο παιδί, ειδικά επειδή, όπως είδαμε, ο λόγος του Θεού διατάζει απευθείας τους γονείς να αναθρέψουν και να διδάξουν τα παιδιά τους το Νόμο του Κυρίου…
Το καθήκον της ανατροφής των παιδιών, φυσικά, είναι πρωτίστως της μητέρας. Και αυτό είναι φυσικό, διότι κανείς δεν είναι τόσο κοντά στην ψυχή και την καρδιά ενός παιδιού όσο η μητέρα του -δεν είναι τυχαίο που τρέχει κοντά της φωνάζοντας «μαμά» όταν προσβάλλεται. Και πρώτα από όλα υπάρχει ένα μεγάλο καθήκον: να αναθρέψει έναν γυιο ή μια κόρη -έναν πιστό Χριστιανό, έναν ευγενικό, συμπαθή, εργατικό, χρήσιμο εργάτη για την Εκκλησία και το Κράτος- να αναθρέψει με τα λόγια, και το παράδειγμα, και την στοργή και την αυστηρότητα. Και ο σύζυγος πρέπει να εκτιμήσει αυτό το τεράστιο εκπαιδευτικό έργο της γυναίκας του. Αυτός είναι ο βωμός της υπηρεσίας της στον Κύριό της, ένα έργο όχι λιγότερο σημαντικό από το έργο του πατέρα για την οικογένεια. Και ντροπή, ντροπή σε εκείνες τις μητέρες που επιβαρύνονται με την ανατροφή των παιδιών τους και συχνά τα δίνουν εξ ολοκλήρου στην φροντίδα των νταντάδων[7], ξεχνώντας ότι η ψυχή του παιδιού καταστρέφεται ή μολύνεται τόσο εύκολα. Μπορεί κάποιος να αντικαταστήσει πραγματικά την μητέρα του παιδιού;
Αλλά όχι λιγότερο από τους γονείς, τα παιδιά πρέπει να θυμούνται τις ευθύνες τους. Όλοι γνωρίζουν την 5η Εντολή του Νόμου του Θεού για την τιμή των γονέων[8]. Έγραψε ο Απόστολος Παύλος: «Τὰ τέκνα ὑπακούετε τοῖς γονεῦσιν ὑμῶν ἐν Κυρίῳ· τοῦτο γάρ ἐστι δίκαιον»[9]. Και, φυσικά, αυτή η απαίτηση προκαλείται ακριβώς από την δικαιοσύνη. Άλλωστε τα παιδιά οφείλουν τα πάντα στους γονείς τους, που τα φροντίζουν, τα αγαπούν, εργαζόμενοι και αρνούμενοι πολύ τον εαυτό τους, μεγαλώνοντάς τα με την αγάπη τους, συχνά βοηθώντας τα ακόμα κι όταν τα ίδια γίνονται ενήλικες και ανεξάρτητοι άνθρωποι.
Πόσο συχνά όμως τώρα παραβιάζεται η 5η Εντολή! Ακόμη και εκείνα τα παιδιά που είναι πεπεισμένα ότι αγαπούν ειλικρινά και βαθιά τους γονείς τους, συχνά δεν τους ακούν και επομένως δεν τους σέβονται. Η αγάπη συνδέεται πάντα με την υπακοή. Και όσο μεγαλώνουν αυτά τα παιδιά, τόσο πιο θεληματικά, δυστυχώς, γίνονται, είναι αγενή με τους γονείς τους, κατηγορώντας τους κατά πρόσωπο για «οπισθοδρόμηση» και μη λογαριάζοντας πλέον την εξουσία τους καθόλου. Είναι αυτός σεβασμός προς τους γονείς; Πράγματι, στην Παλαιά Διαθήκη ειπώθηκε ευθέως: «Ὁ κακολογῶν πατέρα αὐτοῦ ἢ μητέρα αὐτοῦ τελευτήσει θανάτῳ»[10], και στο Ευαγγέλιο ο Σωτήρας, υπενθυμίζοντας αυτόν τον νόμο, τον ονόμασε εντολή του Θεού[11]. Και πόσα τρομερά παραδείγματα είναι γνωστά από την ζωή για το πώς ο Κύριος τιμώρησε αυστηρά (μερικές φορές θανάσιμα) όσους προσέβαλαν έναν πατέρα ή μια μητέρα! Δεν είναι άνευ λόγου αυτό που λένε: «η προσευχή της μάνας σώζει από νερό και από φωτιά» και «η ευλογία των γονέων φτιάχνει τα σπίτια των παιδιών τους»[12] και, από την άλλη, ποιος δεν ξέρει τί τρομερή συμφορά είναι να υποστείς την κατάρα ενός πατέρα ή μιας μητέρας…
Άρα, με την βασική της έννοια, η 5η Εντολή μιλά για την τιμή των γονέων. Αλλά, φυσικά, αυτό για έναν Χριστιανό περιλαμβάνει και όλους όσους παίρνουν την θέση των γονέων: δασκάλους, εκπαιδευτικούς κ.λπ., και ειδικά, φυσικά, τους εκπροσώπους των νόμιμων αρχών που προστατεύουν την τάξη στο κράτος[13]. Ο Απόστολος Παύλος διατάζει ευθέως να προσευχόμαστε «ὑπὲρ βασιλέων καὶ πάντων τῶν ἐν ὑπεροχῇ ὄντων»[14], και σε πολλά άλλα σημεία στις επιστολές του δίδασκε την υπακοή στις αρχές[15]. Ακόμη πιο σημαντικό, βέβαια, για τον Χριστιανό είναι η τιμή προς τις πνευματικές αρχές: τους Ποιμένες της Εκκλησίας, ιδιαίτερα τους Επισκόπους, καθώς και τον ποιμένα που είναι ο πνευματικός του πατέρας και είναι υπεύθυνος ενώπιον του Θεού για την ψυχή του. Ο Απόστολος Παύλος λέει: «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες»[16]. Και ο ίδιος ο Κύριος είπε στους Αποστόλους Του και μέσω αυτών στους Ποιμένες της Εκκλησίας: «Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ»[17].
(συνεχίζεται)
[1] Μαρκ. ι΄ 7. [2]Μαρκ. ι΄ 9. [3] Εφ. ε΄ 25. [4] «Οὐ μοιχεύσεις». [5] «Εἰ δέ τις τῶν ἰδίων καὶ μάλιστα τῶν οἰκείων οὐ προνοεῖ, τὴν πίστιν ἤρνηται καὶ ἔστιν ἀπίστου χείρων» (Α΄ Τιμ. ε΄ 8). [6] «Οἱ πατέρες μὴ ἐρεθίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν, ἵνα μὴ ἀθυμῶσιν» (Κολ. γ΄ 21) και «οἱ πατέρες μὴ παροργίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν, ἀλλ᾿ ἐκτρέφετε αὐτὰ ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» (Εφ. ϛ΄ 4). [7] Προτιμήθηκε στην μετάφραση η συνηθισμένη στην εποχή μας λέξη «νταντά» (εκ του τουρκικού dada) παρά οι ελληνικές «τροφός» ή «παραμάνα», διότι οι τελευταίες είχαν κάποια ιερότητα, ενώ η πρώτη αφορά καθαρά μισθωτή σχέση. [8]«Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς». [9] Εφ. ϛ΄ 1. [10] Εξ. κα΄ 16. [11] «Διατί καὶ ὑμεῖς παραβαίνετε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν παράδοσιν ὑμῶν; Ὁ γὰρ Θεὸς ἐνετείλατο λέγων· τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα· καὶ ὁ κακολογῶν πατέρα ἢ μητέρα θανάτῳ τελευτάτω. Ὑμεῖς δὲ λέγετε· ὃς ἂν εἴπῃ τῷ πατρὶ ἢ τῇ μητρί, δῶρον ὃ ἐὰν ἐξ ἐμοῦ ὠφεληθῇς, καὶ οὐ μὴ τιμήσῃ τὸν πατέρα αὐτοῦ ἢ τὴν μητέρα αὐτοῦ· καὶ ἠκυρώσατε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν παράδοσιν ὑμῶν» (Ματθ. ιε΄3-6). [12] Πρβλ. «Εὐλογία γὰρ πατρὸς στηρίζει οἴκους τέκνων, κατάρα δὲ μητρὸς ἐκριζοῖ θεμέλια» (Σοφ. Σειρ. γ΄ 9). [13] Είναι σημαντική αυτή η παρατήρηση, διότι δεν πρέπει να τιμώνται αδιακρίτως όλοι οι εκπρόσωποι των αρχών, αλλά μόνον όσοι προστατεύουν την τάξη στο κράτος. Ο ίδιος ο Άγιος Φιλάρετος απέρριπτε την τιμή των αθεϊστών εξουσιαστών στην πατρίδα του Ρωσία διότι κατεπάτησαν και τον Νόμο του Θεού και την τάξη στο κράτος με τα εγκλήματά τους. [14] Α΄ Τιμ. β΄ 2. [15] Π.χ. «Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω. οὐ γάρ ἔστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ· αἱ δὲ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν» (Ρωμ. ιγ΄ 1). Βεβαίως, όπως ερμηνεύει ο Ιερός Χρυσόστομος, εδώ ο Απόστολος εννοεί ότι η εξουσία είναι ταγμένη από τον Θεό, όχι όμως ότι κάθε εξουσιαστής είναι εκ του Θεού και πρέπει τάχα να του οφείλεται υποταγή: «Πᾶς οὖν ἄρχων ὑπὸ τοῦ Θεοῦ κεχειροτόνηται; Οὐ τοῦτο λέγω… Οὐκ εἶπεν· οὐ γάρ ἐστιν ἄρχων, εἰ μὴ ἀπὸ Θεοῦ, ἀλλὰ περὶ τοῦ πράγματος διαλέγεται λέγων· οὐ γάρ ἔστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ» (PG 60, 615). Όταν οι άρχοντες διατάζουν πράγματα ενάντια στο Νόμο του Θεού τότε το Πνεύμα το Άγιο διά του Αποστόλου είναι ξεκάθαρο: «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις» (Πραξ. ε΄ 29). [16] Εβρ. ιγ΄ 17. [17] Λουκ. ι΄ 16. Αυτό πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι οι Ποιμένες δεν «διδάσκουν ἄλλην διδαχήν, ἢ νόμον, παρὰ μόνον τὴν διδαχὴν καὶ τοὺς νόμους τοὺς εὐαγγελικούς» (βλ. Μαξίμου Πελοποννησίου, Εγχειρίδιον κατά του σχίσματος των Παπιστών). Διότι και οι αιρετικοί ποιμένες -όπως οι Παπικοί- αυτό το ρητό επικαλούνται για να έχουν τους λαϊκούς τους σε υπακοή.
• Ἐπιμέλεια-παρουσίασις: + Ἐπίσκοπος Γαρδικίου Κλήμης (12/25.6.2012). Εὐχαριστίες ὀφείλονται σὲὅσους ἐβοήθησαν στὴν συλλογὴ στοιχείων γιὰ τὸ Θαῦμα καὶ μάλιστα στὸν κ. Νικόλαο Πολῦχρο, γιὰ τὴν πρώτη καταγραφή του.
Η Οσία Σοφία Χοτοκουρίδου, το γένος Αμανατίου Σαουλίδου, γεννήθηκε το 1883 μ.Χ. στο χωριό Σαρή-ποπά (ή Σαρή-παπά) της επαρχίας Αρδάσης Τριπόλεως, Νόμου Τραπεζούντας του Πόντου. Το 1907 μ.Χ. παντρεύεται με τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδη στο χωριό Το(γ)ρούλ της επαρχίας Αρδάσης και μετά από τρία χρόνια, το 1910 μ.Χ., απέκτησε ένα παιδί. Έπειτα από δύο χρόνια, χάνει το παιδί της το οποίο βρίσκει τραγικό θάνατο, αφού φαγώθηκε από χοίρους, ενώ δυο χρόνια μετά, το 1914 μ.Χ. χάνει και τον άντρα της τον οποίο τον πήραν οι Τούρκοι στα τάγματα εργασίας, όπου και μάλλον απεβίωσε.
Η νεαρή χήρα κατέφυγε στα βουνά, όπου ζούσε ασκητικά, με μεγάλη νηστεία. Εκεί της εμφανίστηκε ο Άγιος Γεώργιος και την προειδοποίησε για επικείμενη επιδρομή των Τσετών. Η Σοφία ενημέρωσε τους συγχωριανούς της, που κρύφτηκαν και απέφυγαν τον κίνδυνο.
Στην ανταλλαγή των πληθυσμών το καράβι που μετέφερε τους συγχωριανούς της Σοφίας στην Ελλάδα κινδύνεψε να καταποντιστεί. Αυτή έβλεπε τα κύματα γεμάτα από Αγγέλους και την Παναγία. Ζήτησε απ᾿ αυτήν να πνιγεί η ίδια και να σωθούν οι συγχωριανοί της. Η Παναγία τους έσωσε όλους. Ο καπετάνιος δεν το πίστευε πώς σώθηκαν κι έλεγε: «Κάποιον άγιο έχουμε» και οι χωριανοί του απάντησαν: «Τη Σοφία».
Το 1927 μ.Χ. με παρότρυνση της Παναγίας πηγαίνει στο μοναστήρι της στην Κλεισούρα της Καστοριάς, στην Ιερά Μονή του Γενεθλίου της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπου έζησε ασκητικά για μισό περίπου αιώνα. Εκεί βρήκε έναν ενάρετο ιερομόναχο, τον π. Γρηγόριο, που είχε έλθει από το Άγιο Όρος, ο οποίος την κατάρτισε στη μοναχική ζωή. Έζησε ασκητικά ως λαϊκή, φορώντας τα μαύρα της χηρείας και της ασκήσεως, καθισμένη πάνω στο τζάκι και αλείφοντας το πρόσωπό της με στάχτη, για να μη φαίνεται η ομορφιά του...