† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Τετάρτη 10 Απριλίου 2024

Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος - Εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεόν

 

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, Δέσποτα, Κύριε οὐρανοῦ καὶ γῆς ποὺ μὲ προώρισες πρὸ καταβολῆς κόσμου νὰ ἔλθω ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη. Σ᾿ εὐχαριστῶ γιατί, πρὶν φθάσει ἡ μέρα καὶ ἡ ὥρα, ποὺ πρόσταξες νὰ γεννηθῶ, ἐσὺ ὁ μόνος ἀθάνατος, ὁ μόνος παντοδύναμος, ὁ μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, κατέβηκες ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ ἁγίου κατοικητηρίου σου, χωρὶς νὰ ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους, σαρκώθηκες καὶ γεννήθηκες ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρθένο Μαρία.

 Ἔτσι μὲ ἀνέπλασες, μὲ ζωοποίησες, μ᾿ ἐλευθέρωσες ἀπὸ τὴν προπατορικὴ πτώση καὶ μοῦ προετοίμασες τὴν ἄνοδο στοὺς οὐρανούς. Ἔπειτα σὰν γεννήθηκα καὶ μεγάλωσα λίγο, μὲ ἀνακαίνισες μὲ τὸ ἅγιο τῆς ἀναπλάσεως βάπτισμα, μὲ στόλισες μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μοῦ χάρισες φύλακα Ἄγγελο φωτεινὸ καὶ μὲ διαφύλαξες ἄτρωτο ἀπὸ τὰ ἔργα καὶ τὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ, μέχρι ποὺ ἐνηλικώθηκα.

Ἔκρινες ὅμως δίκαιο νὰ σῳζόμαστε ὄχι μὲ τὴν βία ἀλλὰ μὲ τὴν δική μας προαίρεση, γιατὶ θέλησες νὰ τιμηθῶ κι᾿ ἐγὼ μὲ τὸ αὐτεξούσιο καὶ νὰ σοῦ φανερώνω αὐτοπροαίρετη τὴν ἀγάπη μου μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν σου. Ἀλλὰ ἐγὼ ὁ ἀχάριστος καὶ καταφρονητής, ἐπειδὴ λογίστηκα τὴν τιμὴ τῆς αὐτεξουσιότητος σὰν τὸ ἄλογο ποὺ λύθηκε ἀπὸ τὰ δεσμά, ἀποσκίρτησα ἀπὸ τὴν πατρική σου ἐξουσία καὶ ρίχτηκα στὸ γκρεμό. Κι ἐνῷ κοιτόμουν καὶ κυλιόμουν ἐκεῖ ὁ ἀναίσθητος καὶ συντριβόμουν ὅλο καὶ περισσότερο, δὲν μὲ ἀποστράφηκες καὶ δὲν μ᾿ ἄφησες νὰ κείτομαι καὶ νὰ μολύνομαι ἀπὸ τὸ βόρβορο. Μὲ σπλαχνίστηκες, ἔστειλες καὶ μ᾿ ἔβγαλες ἀπὸ κεῖ, μὲ τίμησες λαμπρότερα καὶ μὲ λύτρωσες μὲ τὰ ἄρρητα κρίματά σου ἀπὸ βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες, ποὺ ἤθελαν νὰ μὲ χρησιμοποιήσουν σὰν εὐτελὲς σκεῦος στὴν ὑπηρεσία τῶν θελημάτων τους. Δῶρα χρυσὰ καὶ ἀργυρά, ἂν καὶ ἤμουν φιλάργυρος, δὲν μ᾿ ἄφησες νὰ δεχθῶ. Τὶς δόξες καὶ τὶς τιμὲς τοῦ κόσμου, ποὺ μοῦ πρόσφεραν γιὰ νὰ προδώσω τὸν ἁγιασμό σου, μ᾿ ἀξίωσες νὰ τὶς καταφρονήσω.

Ὅμως ὅλες αὐτὲς τὶς εὐεργεσίες --σοῦ ἐξομολογοῦμαι, Κύριε καὶ Θεὲ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς-- περιφρονώντας τες πάλι, βυθίστηκα ὁ ἄθλιος σε λασπερὸ λάκκο αἰσχρῶν ἐννοιῶν καὶ πράξεων. Κι ὅταν ἐκεῖ κατρακύλισα, αἰχμαλωτίστηκα ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ στὸ σκοτάδι εἶναι κρυμμένοι. Ἀπὸ κεῖ οὔτε ἐγὼ μόνος, ἀλλ᾿ οὔτε ὁ κόσμος ὁλόκληρος, ἂν μαζευόταν, μποροῦσε νὰ μὲ βγάλει καὶ νὰ μὲ γλυτώσει ἀπὸ τὰ χέρια τους.
Ἤμουν λοιπὸν φυλακισμένος ἐλεεινὰ κεῖ κάτω. Μ᾿ ἔσερναν ἄθλια ἐδῶ καὶ κεῖ, μὲ σύμπνιγαν καὶ μὲ περιγελοῦσαν. Ἀλλὰ σύ, ὁ εὔσπλαχνος καὶ φιλάνθρωπος Δεσπότης, δὲν μ᾿ ἐγκατέλειψες, δὲν μνησικάκησες, δὲν ἀποστράφηκες τὴν ἀγνώμονα γνώμη μου καὶ δὲν μ᾿ ἄφησες γιὰ πολὺ νὰ τυραννιέμαι ἐκούσια ἀπὸ τοὺς νοητοὺς λῃστές. Ἐγὼ αἰχμάλωτος σ᾿ αὐτοὺς χαιρόμουν ἀπὸ τὴν πολλή μου ἀναισθησία. Ἐσὺ ὅμως Κύριε δὲν ὑπέφερες νὰ μὲ βλέπεις περίγελο τῶν δαιμόνων, ἀλλὰ μὲ σπλαγχνίστηκες καὶ μ᾿ ἐλέησες. Καὶ δὲν ἔστειλες σὲ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἄθλιο οὔτε Ἄγγελο οὔτε ἄνθρωπο. Ἔσκυψες ἐσὺ ὁ ἴδιος, κινούμενος ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῆς ἀγαθότητός σου, στὸ βαθύτατο λάκκο τοῦ βορβόρου ποὺ ἤμουν βυθισμένος. Ἅπλωσες τὸ ἄχραντό σου χέρι, χωρὶς ἐγὼ νὰ σὲ βλέπω -ἄλλωστε πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ δῶ ἔτσι ποὺ ἤμουν βουτηγμένος καὶ πνιγμένος στὸ βόρβορο; μ᾿ ἅρπαξες ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ μὲ τράβηξες ἀπὸ ἐκεῖ μὲ βία. Ἐγὼ ἔνιωθα τὸν πόνο καὶ τὴν ὁρμητικὴ κίνηση πρὸς τὰ πάνω, ἀγνοοῦσα ὅμως ὁλότελα ποιὸς μὲ τραβάει καὶ μ᾿ ἀνεβάζει.

ΟΤΑΝ μὲ ἀνέσυρες καὶ μ᾿ ἔστησες στὴ γῆ, μ᾿ ἐμπιστεύθηκες στὸν δοῦλο καὶ μαθητή σου. Ἤμουν ὅλος ρυπαρός, μὲ τὰ μάτια, τὰ αὐτιὰ καὶ τὸ στόμα φραγμένα ἀπὸ τὸν βόρβορο, γι᾿ αὐτὸ οὔτε τώρα σ᾿ ἔβλεπα, ποιὸς εἶσαι. Ἔνιωθα μόνο ὅτι εἶσαι ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, ἀφοῦ μὲ λύτρωσες ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν βαθύτατο λάκκο καὶ τὸν βόρβορο. Μοῦ εἶπες: «Κράτησε καλά, προσκολλήσου καὶ ἀκολούθησε τὸν ἄνθρωπο τοῦτον. Αὐτὸς θὰ σὲ πλύνει καὶ θὰ σὲ καθαρίσει». Μοῦ χάρισες ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη σ᾿ αὐτὸν καὶ χάθηκες χωρὶς νὰ ξέρω ποὺ πῆγες.

Κατὰ τὴν προσταγή σου λοιπόν, Πανάγιε Δέσποτα, ἀκολούθησα σταθερὰ αὐτὸν ποὺ μοῦ ὑπέδειξες. Μὲ ὁδηγοῦσε στὶς βρύσες καὶ τὶς πηγὲς μὲ πολὺ κόπο, γιατὶ ἤμουν τυφλός. Τὸν κρατοῦσα γερὰ μὲ τὸ χέρι τῆς πίστεως ποὺ μοῦ ἔδωσες, ἀναγκαζόμενος ν᾿ ἀκολουθῶ πίσω του. Ἐκεῖνος, ποὺ ἔβλεπε καλά, ὑπερπηδοῦσε ὅλες τὶς πέτρες, τοὺς λάκκους καὶ τὶς παγίδες, ἐνῷ ἐγὼ σκόνταφτα κι᾿ ἔπεφτα ὑποφέροντας πολλοὺς πόνους, κακώσεις καὶ θλίψεις. Ἐκεῖνος σὲ κάθε πηγὴ καὶ βρύση νιβόταν καὶ λουζόταν, ἐνῷ ἐγὼ ποὺ δὲν ἔβλεπα, τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς τὶς προσπερνοῦσα. Ἂν δὲν μ᾿ ἔπιανε ἀπὸ τὸ χέρι νὰ μὲ στήσει δίπλα στὴν πηγή, δὲν θὰ μποροῦσα ποτὲ νὰ βρῶ τὴν βρύση μὲ τὸ νερό. Μὰ κι ὅταν μὲ καθοδηγοῦσε καὶ πολλὲς φορὲς μ᾿ ἄφηνε γιὰ νὰ νιφτῶ, μαζὶ μὲ τὸ καθαρὸ νερὸ ἔπαιρνα στὶς παλάμες μου λάσπη καὶ βόρβορο, ποὺ ὑπῆρχαν κοντὰ στὴν πηγή, μολύνοντας ἔτσι τὸ πρόσωπό μου. Συχνά, ψηλαφώντας νὰ βρῶ τὴν πηγή, συμπαρέσυρα τὰ χώματα καὶ ἀνατάραζα τὸν βόρβορο, καὶ ὁλότελα τυφλός, μολύνοντας τὸ πρόσωπο μὲ τὸν βόρβορο, νόμιζα πὼς πλένομαι μὲ καθαρὸ νερό.

Πῶς πάλι νὰ περιγράψω τὸν κόπο καὶ τὴν βία ποῦ μου προξενοῦσαν ὅλα αὐτά; Κι ὄχι μόνο αὐτά, ἀλλὰ καὶ ὅσοι καθημερινὰ ἀντιδροῦσαν καὶ μὲ συμβούλευαν τάχα λέγοντας: «Τί ματαιοπονεῖς σὰν ἀνόητος καὶ ἀκολουθεῖς αὐτὸν τὸν ἐμπαίκτη καὶ πλάνο, προσδοκώντας ματαίως καὶ ἀνώφελα ν᾿ ἀναβλέψεις; Τώρα πιὰ εἶναι ἀδύνατο! Τί τὸν ἀκολουθεῖς σκοντάφτοντας καὶ ματώνοντας τὰ πόδια σου; Γιατί δὲν ἀκολουθεῖς καλύτερα ἀνθρώπους ἐλεήμονες, ποὺ παρακαλοῦν νὰ σὲ ἀναπαύσουν καὶ νὰ σὲ θρέψουν καὶ νὰ σὲ περιποιηθοῦν; Ἀποκλείεται πιὰ νὰ θεραπευθεῖς ἀπὸ τὴν ψυχικὴ λέπρα καὶ νὰ δεῖς τὸ φῶς σου. Ποῦ βρέθηκε τώρα θαυματουργὸς αὐτὸς ὁ ἐμπαίκτης νὰ σοῦ τάζει πράγματα ἀκατόρθωτά σε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς παρούσης γενεᾶς; Ἀλλοίμονο! Θὰ χάσεις καὶ αὐτὴ τὴν θεραπεία ποὺ σοῦ προσφέρουν οἱ φιλόχριστοι καὶ φιλάδελφοι καὶ συμπονετικοὶ ἄνθρωποι καὶ τὶς κακουχίες καὶ θλίψεις θὰ ὑπομείνεις γιὰ μάταιες ἐλπίδες καὶ ὅσα σου ὑπόσχεται ὁ ἀπατεῶνας αὐτὸς καὶ πλάνος, ἀναμφίβολα, δὲν πρόκειται νὰ τὰ ἀποκτήσεις. Τί μπορεῖ νὰ κάνει αὐτός; Δὲν τὸ συλλογίζεσαι καὶ μόνος σου, χωρὶς νὰ σοῦ τὸ ποῦμε ἐμεῖς; Τί φαντάζεσαι; Ἐμεῖς ὅλοι δὲν βλέπομε; Ἢ εἴμαστε τυφλοί, ὅπως σου λέει αὐτὸς ὁ πλανεμένος; Ὅλοι μας βλέπομε καλὰ καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλη ὅραση ἀνώτερη ἀπὸ τὴ δική μας. μὴν ἀπατᾶσαι».

Ἀλλὰ σὺ ὁ ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος μ᾿ ἔσωσες ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς πραγματικὰ ἀπατεῶνες καὶ πλάνους με τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα ποὺ μοῦ χάρισες, ἐνισχύοντάς με νὰ ὑπομείνω κι ὅσα προανέφερα κι ἄλλα πολλά.
ΕΤΣΙ, καρτερικὰ καὶ σταθερὰ ὑπομένοντας ὅλα αὐτὰ κάθε μέρα ψηλαφητὰ μὲ θολὸ νερὸ κατὰ δύναμη πλενόμουν καὶ λουζόμουν, ὅπως μ᾿ ἐδίδασκε ὁ Ἀπόστολος ἐκεῖνος καὶ μαθητής σου. Ὥσπου κάποτε ποὺ κατευθυνόμουν τρέχοντας πρὸς τὴν πηγή, μοῦ φανερώθηκες στὸν δρόμο πάλι ἐσὺ ὁ ἴδιος, ἐσὺ ποὺ πρὸ καιροῦ ἀπὸ τὸν βόρβορο μὲ εἶχες ἀνασύρει. Καὶ τότε γιὰ πρώτη φορᾷ μὲ τὴν ἄχραντη αἴγλη τοῦ προσώπου σου ἄστραψες στὰ ἀσθενικά μου μάτια, ὥστε τὸ λίγο φῶς ποὺ νόμιζα πῶς ἔχω, τὸ ἔχασα κι αὐτό, κι ἔτσι δὲν μπόρεσα νὰ σὲ ἀναγνωρίσω. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ δῶ ἢ νὰ σὲ γνωρίσω ποιὸς ἤσουν, ἀφοῦ οὔτε τὴν αἴγλη τοῦ προσώπου σου δὲν μπόρεσα ν᾿ ἀτενίσω, οὔτε νὰ γνωρίσω καὶ νὰ κατανοήσω; Ἀπὸ τότε λοιπὸν δὲν ἀπαξίωνες ὁ ἀνυπερήφανος νὰ κατεβαίνεις συχνότερα πρὸς ἐμένα, καθὼς βρισκόμουν σ᾿ αὐτὴν τὴν πηγήν. Ἀλλὰ ἐρχόσουν καὶ κρατώντας μου τὸ κεφάλι, τὸ βύθιζες στὰ νερὰ καὶ μ᾿ ἔκανες νὰ βλέπω καθαρώτερα τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου. Εὐθὺς ὅμως χανόσουν, χωρὶς νὰ μ᾿ ἀφήνεις νὰ καταλάβω ποιὸς ἤσουν ἐσὺ ποὺ τὰ ἔκανες αὐτὰ ἢ ἀπὸ ποὺ ᾖρθες καὶ ποὺ πηγαίνεις. Ἀλλὰ οὔτε καὶ τώρα ἀκόμη μου δίνεις νὰ τὸ καταλάβω. Ἔτσι, ἐρχόμενος καὶ φεύγοντας γιὰ ἀρκετὸ χρόνο, λίγο-λίγο μοῦ φανερωνόσουν ὅλο καὶ καλύτερα, μ᾿ ἔλουζες στὰ νερὰ καὶ μοῦ χάριζες νὰ βλέπω περισσότερο καὶ καθαρώτερο φῶς.

Ἀφοῦ τὸ ἔκανες αὐτὸ γιὰ πολὺ χρόνο, μὲ ἀξίωσες κάποτε νὰ δῶ ἕνα φοβερὸ μυστήριο: Καθὼς ἐρχόσουν καὶ μ᾿ ἔπλενες μὲ τὰ νερά, ὅπως μοῦ φαινόταν, καὶ μ᾿ ἔλουζες καὶ μὲ βύθιζες πολλὲς φορὲς μέσα σ᾿ αὐτά, εἶδα τὶς ἀστραπὲς ποὺ μὲ περιέλαμπαν καὶ τὶς ἀκτῖνες τοῦ προσώπου σου ποὺ ἀναμίχθηκαν μὲ τὰ νερά, καὶ βλέποντας νὰ λούζομαι μὲ φωτόμορφο νερὸ ἔμεινα ἐκστατικός. Δὲν ἤξερα ὅμως ἀπὸ ποὺ ἐρχόταν οὔτε ποιὸς μοῦ τὸ πρόσφερε. Μόνο χαιρόμουν νὰ λούζομαι αὐξάνοντας στὴν πίστη, πετώντας μὲ τὰ φτερὰ τῆς ἐλπίδος καὶ ἀνεβαίνοντας μέχρι τὸν οὐρανό. Κι ἐκείνους τοὺς πλάνους, ποὺ μοῦ ψιθύριζαν τὰ λόγια της ἀπάτης καὶ τοῦ ψεύδους, τοὺς μισοῦσα πολὺ καὶ τοὺς λυπόμουν γιὰ τὴν πλάνη τους καὶ δὲν συναναστρεφόμουν οὔτε συνομιλοῦσα καθόλου μ᾿ αὐτούς, ἀλλὰ ἀπέφευγα ἀκόμα καὶ νὰ τοὺς βλέπω, γιὰ νὰ μὴ βλαφθῶ. Τὸν συνεργὸ καὶ βοηθό μου ὅμως, δηλαδὴ τὸν ἅγιο μαθητὴν καὶ ἀπόστολό σου, τὸν τιμοῦσα καὶ τὸν σεβόμουν, ὅπως ἐσένα, τὸν πλάστη μου. Τὸν ἀγαποῦσα ὁλόψυχα, ἔπεφτα στὰ πόδια του νύχτα καὶ μέρα καὶ τὸν παρακαλοῦσα «ὅ,τι μπορεῖς βοήθησέ με», μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι κοντά σου ὅσα θέλει τὰ μπορεῖ.

Ἔτσι περνοῦσα μὲ τὴν χάρη σου γιὰ ἀρκετὸ καιρό, ὅταν εἶδα πάλι ἕνα φοβερὸ μυστήριο: Μὲ πῆρες καὶ μὲ ἀνέβασες μαζί σου στοὺς οὐρανοὺς (δὲν ξέρω ἂν ἤμουν μὲ τὸ σῶμα ἢ χωρὶς τὸ σῶμα, ἐσὺ μόνο ξέρεις, ποὺ τὸ ἔκανες). Ἔμεινα ἀρκετὴ ὥρα μαζί σου. Θαύμασα τὸ μεγαλεῖο τῆς δόξης -ἀγνοῶ ὅμως ποιὰ καὶ τίνος ἦταν αὐτὴ ἡ δόξα- θαμπώθηκα ἀπὸ τὸ ὕψος κι ἔμεινα ἐκστατικός. Ἀλλὰ καὶ πάλι μ᾿ ἄφησες μόνον στὴν γῆ, ὅπου στεκόμουν πρωτύτερα καὶ βρέθηκα νὰ θρηνῶ καὶ νὰ ὀδύρομαι γιὰ τὴν ἀναξιότητά μου. Μὰ σὲ λίγο, ἐνῷ ἤμουν στὴ γῆ, ἄνοιξαν πάνω ψηλὰ οἱ οὐρανοὶ καὶ μ᾿ ἀξίωσες νὰ μοῦ ἀποκαλύψεις τὸ πρόσωπό σου σὰν ἥλιο ἀσχημάτιστο. Ἀλλ᾿ οὔτε τότε μ᾿ ἄφησες νὰ καταλάβω ποιὸς ἤσουν (γιατί πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ γνωρίσω, ἀφοῦ δὲν μοῦ μίλησες;) Κρύφτηκες ἀμέσως κι ἐγὼ τριγυρνοῦσα ἀναζητώντας σε, ἂν καὶ δὲν σὲ γνώριζα, καὶ ποθοῦσα νὰ δῶ τὴν μορφή σου καὶ νὰ γνωρίσω καλὰ ποιὸς ἤσουν. Γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ τὸν πολὺ πόθο καὶ τῆς ἀγάπης σου τὴν φλόγα ἔκλαιγα ἀσταμάτητα, μὴ γνωρίζοντας ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποὺ μ᾿ ἔφερες ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη, μὲ λύτρωσες ἀπὸ τὸν βόρβορο κι᾿ ἔγινες γιὰ χάρη μου ὅλα ὅσα προεῖπα.

Ἔτσι λοιπόν, πολλὲς φορὲς μοῦ φανερώθηκες καὶ πολλὲς φορὲς πάλι χωρὶς νὰ μιλήσεις, μοῦ κρύφθηκες καὶ δὲν σ᾿ ἔβλεπα καθόλου. Ἔβλεπα τὶς ἀστραπὲς καὶ τὴν αἴγλη τοῦ προσώπου σου νὰ μὲ περικυκλώνουν συνεχῶς, ὅπως κάποτε μέσα στὰ νερά, ἀλλ᾿ ἀδυνατοῦσα ὁλότελα νὰ τὶς συγκρατήσω. Θυμόμουν πόσο ψηλὰ σὲ εἶδα κάποτε. Καὶ νομίζοντας ὁ ἀνόητος ὅτι εἶσαι ἄλλος, ζητοῦσα μὲ δάκρυα πάλι νὰ σὲ δῶ.
Καταπίεζα λοιπὸν τὸν ἑαυτό μου μὲ πολὺ λύπη καὶ θλίψη καὶ στενοχώρια καὶ λησμόνησα ὁλότελα ὅλο τὸν κόσμο καὶ τὰ ἐγκόσμια, μὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μου, μὴ βάζοντας στὸ νοῦ μου ὅτι ὑπάρχει τίποτε ὁρατὸ ἢ σκιὰ ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο. Τότε ἦταν ποὺ ἐσὺ ὁ ἴδιος, ὁ ἀόρατος, ὁ ἀψηλάφητος καὶ ἄπιαστος μοῦ φανερώθηκες. Ἔνιωσα νὰ μοῦ καθάρεις τὸν νοῦ, νὰ μοῦ πλαταίνεις τὸ ὀπτικὸ τῆς ψυχῆς καὶ νὰ μ᾿ ἀξιώνεις νὰ βλέπω ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τὴν δόξα σου. Ἔβλεπα πῶς καὶ σὺ ὁ ἴδιος ὅλο καὶ περισσότερο μεγαλώνεις καὶ λάμποντας πλαταίνεις πιὸ πολύ. Αἰσθανόμουν σιγὰ-σιγὰ νὰ ἔρχεσαι καὶ νὰ μὲ πλησιάζεις, καθὼς ὑποχωροῦσε τὸ σκοτάδι, ὅπως μᾶς συμβαίνει πολλὲς φορὲς καὶ μὲ τὰ αἰσθητά: ὅταν π.χ. ἡ σελήνη φέγγει στὸν οὐρανὸ καὶ τὰ σύννεφα μοιάζουν νὰ περπατοῦν, τότε μας φαίνεται πὼς ἡ σελήνη τρέχει πολὺ γρήγορα, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα δὲν αὐξάνει καθόλου τὴν συνηθισμένη της ταχύτητα, οὔτε ἀλλάζει τὴν ἀρχική της πορεία. Ἔτσι καὶ σὺ Δέσποτα, φαινόσουν νὰ ἔρχεσαι ὁ ἀκίνητος καὶ νὰ μεγαλώνεις ὁ ἀναλλοίωτος καὶ νὰ παίρνεις μορφὴ ὁ ἀσχημάτιστος.

Ὅταν ἕνας τυφλὸς ἀρχίζει σταδιακὰ νὰ βρίσκει τὸ φῶς του καὶ νὰ διακρίνει τὴν μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ περιγράφει λίγο-λίγο πῶς εἶναι, δὲν μεταποιεῖται οὔτε μεταβάλλεται ἡ ἴδια ἡ μορφή. Ἀλλὰ ὅσο καθαρίζεται ἡ ὀπτικὴ δύναμη τῶν ὀφθαλμῶν του, τόσο βλέπει τὴν μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου ὅπως εἶναι, γιατὶ ὁλόκληρη τυπώνεται στὴν ὀπτικὴ αἴσθηση καὶ μέσῳ αὐτῆς εἰσχωρεῖ, ἀποτυπώνεται καὶ χαράζεται σὰν σὲ πίνακα στὴ νοερὴ καὶ μνημονευτικὴ δύναμη τῆς ψυχῆς. Ἔτσι ἀκριβῶς καὶ σὺ μοῦ φανερώθηκες, ἀφοῦ τέλεια καθάρισες τὸ νοῦ μου μὲ τὸ λαμπρὸ φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Βλέποντας πιὰ ὁ νοῦς μου διαυγέστερα καὶ καθαρώτερα, νόμιζα ὅτι ἀπὸ κάπου βγαίνεις καὶ φαίνεσαι λαμπρότερος. Μοῦ ἀποκάλυψες τότε χαρακτῆρα ἀσχημάτιστης μορφῆς καὶ μ᾿ ἔβγαλες ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο (μπορῶ νὰ πῶ καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα, γιατὶ δὲν μοῦ ἔδωσες νὰ τὸ κατανοήσω ἀκριβῶς). Ἄστραψες λοιπὸν καὶ μοῦ φάνηκε πὼς φανερώθηκες ὅλος σε ὅλον ἐμένα, ποὺ ἔβλεπα πιὰ καλά. Σοῦ εἶπα.

-Ὢ Δέσποτα, ποιὸς νὰ εἶσαι;
Τότε μ᾿ ἀξίωσες γιὰ πρώτη φορᾷ, τὸν ἄσωτο, ν᾿ ἀκούσω τὴν φωνή σου. Μοῦ μίλησες μὲ πολλὴ προσήνεια καὶ μοῦ εἶπες:
-Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεός, ποὺ ἔγινα ἄνθρωπος γιὰ σένα. Μὲ ἀναζήτησες μ᾿ ὅλη σου τὴν ψυχή. γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς θὰ εἶσαι ἀδελφὸς καὶ φίλος καὶ συγκληρονόμος μου!
Ἔκπληκτος, ἔκθαμβος κι ἔντρομος ἐγώ, λίγο καταλάβαινα καὶ μονολογοῦσα:
-Τί θέλει ἄραγε ἡ δόξα αὐτὴ κι λαμπρότητα ἡ μεγάλη; Καὶ πῶς καὶ ἀπὸ ποῦ ἐγὼ ἀξιώθηκα τέτοια ἀγαθά;
Κατάπληκτος, μὲ τὴν ψυχὴ φοβισμένη καὶ τὴν δύναμη παραλυμένη ἀναρωτιόμουν:
-Ποιὸς εἶμαι ἐγὼ Δέσποτα ἢ τί καλὸ ἔπραξα ὁ ἄθλιος καὶ ταλαίπωρος, γιὰ νὰ μὲ καταστήσεις ἄξιον τέτοιων ἀγαθῶν καὶ συμμέτοχο καὶ συγκληρονόμο τέτοιας δόξης;
Κι ἐνῷ σκεφτόμουν ὅτι αὐτὴ ἡ δόξα καὶ χαρὰ ξεπερνάει τὸ νοῦ, ἐσὺ ὁ Δεσπότης συνομιλώντας πάλι μ᾿ ἐμένα σὰν φίλος μὲ φίλο, μοῦ εἶπες μὲ τὸ πνεῦμα ποὺ μιλοῦσε ἐντός μου:
-Αὐτὰ σοῦ τὰ δώρησα μόνο γιὰ τὴν πρόθεση, τὴν προαίρεση καὶ τὴν πίστη σου. Κι ἄλλα ἀκόμη θὰ σοῦ δωρήσω. Γιατί τί ἄλλο ἔχεις ἢ εἶχες ποτὲ δικό σου, ἀφοῦ πλάστηκες ἀπὸ μένα γυμνός, ὥστε νὰ τὸ λάβω καὶ νὰ σοῦ δώσω ἀντὶ γιὰ ἐκεῖνο αὐτά; Ἂν βέβαια δὲν ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὴν σάρκα, δὲν θὰ δεῖς τὸ τέλειο οὔτε θὰ μπορέσεις νὰ τὸ ἀπολαύσεις ὁλόκληρο.

Ἐγὼ ρώτησα τότε:
-Ἀλλὰ τί μεγαλύτερο ἢ λαμπρότερο ἀπ᾿ αὐτὸ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει; Ἐμένα μοῦ ἀρκεῖ νὰ εἶμαι ἔτσι καὶ μετὰ τὸν θάνατο.
Πόσο μικρόψυχος εἶσαι, μοῦ εἶπες, ποὺ ἀρκεῖσαι σ᾿ αὐτά! Αὐτά, συγκρινόμενα μὲ τὰ μέλλοντα, εἶναι τὸ ἴδιο σὰν ἕνα οὐρανὸ ποὺ τὸν ζωγράφισες στὸ χαρτὶ καὶ τὸν κρατᾷς στὰ χέρια σου. Ὅσο αὐτὸς ὑστερεῖ ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ οὐρανό, τόσο ἀσύγκριτα περισσότερο θὰ σοῦ ἀποκαλυφθεῖ ἡ μέλλουσα δόξα ἀπ᾿ αὐτὴν ποὺ βλέπεις τώρα.
Λέγοντας αὐτὰ σώπασες καὶ λίγο-λίγο ὁ καλὸς καὶ γλυκὸς δεσπότης κρύφτηκες ἀπὸ τὰ μάτια μου, εἴτε ἐπειδὴ ἐγὼ ἀπομακρύνθηκα ἀπὸ σένα, εἴτε ἐπειδὴ σὺ ἔφυγες ἀπὸ κοντά μου, δὲν ξέρω. Τότε ᾖρθα πάλι στὸν ἑαυτό μου, νομίζοντας ὅτι ἀπὸ κάπου ἐπέστρεψα, καὶ μπῆκα στὸ πρῶτο μου σκήνωμα. Θυμόμουν λοιπὸν τὸ κάλλος τῆς δόξης καὶ τῶν λόγων σου, καθὼς περπατοῦσα, καθόμουν, ἔτρωγα, ἔπινα, προσευχόμουν κι ἔκλαιγα ζώντας μέσα σὲ ἀνέκφραστη χαρὰ ποὺ σὲ γνώρισα, τὸν Ποιητὴ τῶν ἁπάντων. Καὶ πῶς νὰ μὴ χαιρόμουν; ὅμως πάλι λυπόμουν, γιατί ποθοῦσα ἔτσι νὰ σὲ ξαναδῶ. Κάποτε λοιπὸν ποὺ πῆγα νὰ ἀσπασθῶ τὴν εἰκόνα ἐκείνης ποὺ σὲ γέννησε κι᾿ ἔπεσα νὰ τὴν προσκυνήσω, πρὶν σηκωθῶ, μοῦ φανερώθηκες μέσα στὴν ταλαίπωρη καρδιά μου, ποὺ τὴν μετέβαλες σὲ φῶς. Τότε κατάλαβα ὅτι σ᾿ ἔχω μέσα μου συνειδητά. Ἀπὸ τότε λοιπὸν δὲν σὲ ἀγαποῦσα ἀναπολώντας στὴν μνήμη μου ἐσένα καὶ τὰ σχετικὰ μὲ σένα, ἀλλὰ πίστεψα ὅτι ἔχω ἀληθινὰ μέσα μου ἐσένα, τὴν ἐνυπόστατη ἀγάπη, γιατὶ ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη εἶσαι σύ, ὁ Θεός.
Σ᾿ αὐτὴ τὴν πίστη φυτεύθηκε ἡ ἐλπίδα, ποτίστηκε μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὰ δάκρυα, λαμπρύνθηκε μὲ τὶς ἐλλάμψεις τοῦ φωτός σου κι ἔτσι ριζώθηκε κι αὐξήθηκε πολύ. Ἔπειτα, σὺ ὁ ἴδιος, ὁ καλὸς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ᾖλθες μὲ τὴν μάχαιρα τῶν πειρασμῶν, δηλαδὴ μὲ τὴν ταπείνωση καὶ κόβοντας τὰ κλωνάρια τῶν λογισμῶν ποὺ εἶχαν ἀνέβει πολὺ ψηλά, μπόλιασες στὴν ἐλπίδα μόνη τὴν ἁγία σου ἀγάπη σὰν σὲ μία ρίζα δένδρου. Βλέποντάς την λοιπὸν μέρα μὲ τὴ μέρα ν᾿ αὐξάνει καὶ νὰ μοῦ μιλάει συνεχῶς, -ἢ μᾶλλον σὺ δι᾿ αὐτῆς νὰ μὲ διδάσκεις καὶ νὰ μὲ περιλάμπεις- ζῶ μὲ τόση χαρά, σὰν νὰ εἶμαι ἤδη πάνω ἀπὸ κάθε πίστη καὶ ἐλπίδα, καθὼς φωνάζει ὁ Παῦλος:
«Αὐτὸ ποὺ ἤδη βλέπει κανείς,
Ποιὸς λόγος ὑπάρχει νὰ τὸ ἐλπίζει;»
Ἂν λοιπὸν ἐγὼ σὲ ἔχω, τί περισσότερο νὰ ἐλπίζω;
Μοῦ εἶπες πάλι Δέσποτα:
- Ἄκουσέ με. Καθὼς βλέπεις τὸν ἥλιο μέσα στὰ νερά, τὸν ἴδιον ὅμως τότε καθόλου δὲν τὸν βλέπεις, ἀφοῦ εἶσαι σκυμμένος κάτω, ἔτσι νὰ σκέφτεσαι καὶ γι᾿ αὐτὸ ποὺ σοῦ συμβαίνει. Ἀσφάλιζε τὸν ἑαυτό σου καὶ φρόντιζε συνεχῶς νὰ μὲ βλέπεις ἐντός σου καθαρὰ καὶ ζωηρά, ὅπως τὸν ἥλιο στὰ καθαρὰ νερά. Κι᾿ ἔπειτα θ᾿ ἀξιωθεῖς, καθώς σου εἶπα, νὰ μὲ δεῖς ἔτσι μετὰ τὸν θάνατον. Εἶ δὲ μή, ὅλος ὁ κύκλος αὐτῶν τῶν ἔργων καὶ κόπων καὶ λόγων σου δὲν θὰ σὲ ὠφελήσουν καθόλου. Μᾶλλον θὰ σὲ καταδικάσουν περισσότερο καὶ θὰ σοῦ προξενήσουν μεγαλύτερη θλίψη, ἐπειδὴ καθὼς ξέρεις,
«οἱ δυνατοὶ θὰ ἐξετασθοῦν δυνατά».

Γιατὶ ἡ φτώχεια δὲν εἶναι αἰτία ντροπῆς τόσο γι᾿ αὐτὸν ποὺ γεννήθηκε φτωχὸς οὔτε ἡ λύπη ποὺ προξενεῖ τὸν λυπεῖ αὐτὸν τόσο, ὅσο ἐκεῖνον πού, ἀφοῦ πλούτισε καὶ δοξάσθηκε καὶ ὑψώθηκε κι ἔγινε φίλος μὲ τὸν ἐπίγειο βασιλέα, ἔπειτα ἐξέπεσε ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ καὶ κατάντησε σὲ παντελῆ φτώχεια. Ἂν καὶ οἱ ἀναλογίες δὲν εἶναι ἴδιες ἀνάμεσα στὰ ἐπίγεια καὶ ὁρατὰ καὶ στὰ πνευματικὰ καὶ ἀόρατα. Σ᾿ αὐτοὺς δηλ. ποὺ γιὰ κάποια αἰτία ξέπεσαν ἀπὸ τὴ φιλία καὶ τὴν δουλεία τοῦ ἐπιγείου βασιλέως, ἐπιτρέπεται νὰ εἶναι κύριοι τῶν ὑπαρχόντων τους καὶ νὰ τ᾿ ἀπολαμβάνουν καὶ νὰ ζοῦν. Ἂν ὅμως ἐκπέσει κανεὶς ἀπὸ τὴ δική μου ἀγάπη καὶ φιλία, δὲ μπορεῖ καθόλου νὰ ζήσει -γιατὶ ἡ ζωή του εἶμαι ἐγὼ -ἀλλὰ εὐθὺς γυμνώνεται ἀπ᾿ ὅλα καὶ παραδίνεται αἰχμάλωτος στοὺς δικούς μου καὶ δικούς του ἐχθρούς. Ἐκεῖνοι τὸν παραλαμβάνουν καὶ λόγω τῆς προηγουμένης ἀγάπης εὐνοίας καὶ ἀγάπης ποὺ εἶχε πρὸς ἐμένα, τοῦ ἐπιτίθενται μὲ μεγαλύτερη μανία τιμωρώντας, καταγελώντας καὶ περιπαίζοντάς τον.

ΝΑΙ, Πανάγιε Βασιλιᾶ μου, πιστεύω κι᾿ ἐγὼ σὲ σένα τὸν Θεό μου, πὼς πράγματι ἔτσι εἶναι καὶ προσπέφτοντας σὲ θερμοπαρακαλῶ.
Φύλαξέ με τὸν ἁμαρτωλὸ κι ἀνάξιο ποὺ ἐλέησες, καὶ τὸ βλαστάρι τῆς ἀγάπης σου ποὺ μπόλιασες στὸ δένδρο τῆς ἐλπίδας μου στήριξέ το μὲ τὴ δύναμή σου, νὰ μὴν τὸ σαλέψουν οἱ ἄνεμοι, νὰ μὴν τὸ συντρίψει ἡ καταιγίδα, νὰ μὴν τὸ σπάσει κανένας ἐχθρός, νὰ μὴν τὸ κάψει ὁ καύσωνας τῆς ἀμελείας, νὰ μὴν ξεραθεῖ ἀπὸ τὴ ῥᾳθυμία καὶ τοὺς μετεωρισμούς, νὰ μὴν ἐξαφανισθεῖ ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὴν κενοδοξία. Ξέρεις ἐσὺ ποὺ μοῦ τὸ χάρισες καὶ μοῦ τὸ φύτεψες αὐτό, πὼς ἐξαιτίας του εἶμαι ἀβοήθητος ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο, ἀφοῦ τὸν συνεργὸ καὶ βοηθό μου καὶ δικό σου ἀπόστολο, καθὼς ἐσὺ θέλησες, τὸν χώρισες σωματικὰ ἀπὸ μένα.

Ξέρεις ἐσὺ τὴν ἀσθένειά μου, ξέρεις καλὰ τὴν ταλαιπωρία καὶ τὴν μεγάλη ἀδυναμία μου. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, σπλαγχνίσου με πιὸ πολὺ ἀπὸ δῶ καὶ μπρός, πολυεύσπλαγχνε Κύριε. Μ᾿ ὅλη μου τὴν καρδιὰ πέφτω στὰ πόδια σου ἱκετεύοντας ἐσένα, ποὺ μοῦ φανέρωσες τόσες ὡραιότητες. Στερέωσε στὴν ἀγάπη σου τὴν ψυχή μου καὶ δῶσε νὰ ριζώσει βαθιὰ στὴν ψυχή μου ἡ ἀγάπη σου, γιὰ νὰ εἶσαι, σύμφωνα μὲ τὴν ἄχραντη κι᾿ ἅγια κι᾿ ἀψευδῆ σου ἐπαγγελία, ἐσὺ μέσα σε μένα κι ἐγὼ νὰ ὑπάρχω μέσα σὲ σένα. Ἡ ἀγάπη σου θὰ μὲ σκεπάζει κι ἐγὼ θὰ τὴν σκεπάζω καὶ θὰ τὴν φυλάω ἐντός μου, θὰ μὲ βλέπεις Δέσποτα μέσα σ᾿ αὐτὴν κι ἐγὼ θ᾿ ἀξιώνομαι νὰ σὲ βλέπω μέσα ἀπ᾿ αὐτήν, τώρα μὲν σὰν σὲ καθρέπτη καὶ ἀμυδρά, καθὼς εἶπες, ἐνῷ τότε, σ᾿ ὅλη τὴν ἀγάπη ὅλον ἐσένα ποὺ εἶσαι ἀγάπη κι ἔτσι μας ἀξίωσες νὰ σὲ ὀνομάζουμε, γιατὶ σὲ σένα πρέπει κάθε εὐχαριστία, κράτος, τιμὴ καὶ προσκύνηση, στὸν Πατέρα καὶ στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, Κάλαμος Ἀττικῆς

Τρίτη 9 Απριλίου 2024

Ὁ Ἀόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ IΣΤ´

 

Μὲ ποιὸ τρόπο ξημερώνοντας πρέπει νὰ βγαίνῃ στὴ μάχη τὸ πρωὶ ὁ στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ πολεμᾷ.

φοῦ ξυπνήσῃς τὸ πρωὶ καὶ προσευχηθῇς ἀρκετὴ ὥρα λέγοντας, Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με, τὸ πρῶτο πρᾶγμα ποὺ πρέπει νὰ σκεφθῇς εἶναι αὐτό, τὸ νὰ νομίσῃς ὅτι βλέπῃς τὸν ἑαυτό σου κλεισμένο μέσα σὲ ἕνα τόπο καὶ στάδιο (29), τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι ἄλλο, παρὰ ἡ ἴδια σου καρδιὰ καὶ ὅλος ὁ ἐσωτερικὸς ἄνθρωπος· μὲ αὐτὸν τὸ νόμο, ὅτι ὅποιος ἐκεῖ δὲν πολεμήσει, θὰ μένῃ γιὰ πάντα πεθαμένος· καὶ μέσα σὲ αὐτὸ φαντάσου πὼς βλέπῃς μπροστά σου ἐκεῖνο τὸν ἐχθρὸ καὶ ἐκείνη τὴν κακή σου ἐπιθυμία, τὴν ὁποία ἀποφάσισες νὰ πολεμήσῃς καὶ εἶσαι ἕτοιμος νὰ πληγωθῇς καὶ νὰ πεθάνης, ἀρκεῖ μόνο νὰ τὴν νικήσῃς. Καὶ ἀπὸ μὲν τὸ δεξιὸ μέρος τοῦ σταδίου, πίστεψε πὼς βλέπῃς τὸν νικηφόρο σου Ἀρχιστράτηγο, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ μὲ τὴν Παναγία του Μητέρα καὶ μὲ πολλὰ τάγατα Ἀγγέλων καὶ Ἁγίων καὶ μάλιστα τὸν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ· καὶ ἀπὸ τὴν ἀριστερὴ πλευρά, ὅτι βλέπῃς τὸν ὑπόγειο διάβολο μὲ τοὺς δικούς του δαίμονες, γιὰ νὰ ξεσηκώσουν τὸ πάθος ἐκεῖνο καὶ τὴν κακὴ ἐπιθυμία καταπάνω σου, καὶ νὰ σὲ παρακινήσουν νὰ ἐγκαταλείψης τὸν πόλεμο καὶ νὰ ὑποταχθῇς σὲ αὐτό· φαντάσου καὶ πὼς ἀκοῦς μία φωνή, σὰν ἀπὸ τὸν φύλακά σου Ἄγγελο, νὰ σοῦ λέῃ τὰ ἑξῆς: Ἐσὺ σήμερα θὰ πολεμήσῃς ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ πάθους καὶ τῶν ἄλλων σου ἐχθρῶν ἡ καρδιά σου ἂς μὴ δειλιάσῃ πλήρως καὶ ἀποφύγῃς τὸν πόλεμον γιὰ τὸν φόβο ἢ ἄλλο περιορισμὸ μὲ κανένα τρόπο· διότι ὁ Κύριος μας καὶ Ἀρχιστράτηγός μας Ἰησοῦς στέκεται ἐδῶ περιτριγυρισμένος μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς χιλιάρχους καὶ ἑκατοντάρχους του, δηλαδὴ μὲ ὅλα του τὰ δοξασμένα τάγματα, γιὰ νὰ πολεμήσῃ ὅλους τοὺς ἐχθρούς σου καὶ νὰ μὴ τοὺς ἀφήσῃ νὰ σὲ καταπιέσουν ἢ νὰ σὲ νικήσουν «Ὁ Κύριος θὰ πολεμήσῃ γιὰ σᾶς» (Ἐξοδ. 14,14). Ὁπότε, στάσου σταθερός, βίασε τὸν ἑαυτό σου, ὑπόμεινε τὸν πόνο ποὺ θὰ θέλῃς νὰ αἰσθανθῇς κάποια φορά, φώναζε πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῆς καρδιᾶς σου· «μὴ μὲ παραδώσῃς στὴ βουλιμία τῶν ἐχθρῶν μου» (Ψαλμ. 26,18). Φώναζε τὸν Κύριό σου καὶ τὴν Παρθένο καὶ ὅλους τοὺς Ἁγίους καὶ τὶς Ἁγίες· καὶ θὰ νικήσῃς ὁπωσδήποτε· γιατὶ λέει· «Σᾶς γράφω νέοι μου γιὰ νὰ σᾶς βεβαιώσω ὅτι ἔχετε νικήσει τὸν πονηρό» (Ἰωάν. α´ 2,13). Καὶ ἂν ἐσὺ εἶσαι ἀδύνατος καὶ κακομαθημένος, ἐνῷ οἱ ἐχθροί σου εἶναι δυνατοὶ καὶ πολλοί, πολὺ περισσότερες εἶναι οἱ βοήθειες ἐκείνου ποὺ σὲ ἔπλασε καὶ σὲ λύτρωσε καὶ ἀσύγκριτα δυνατώτερος εἶναι ὁ Θεὸς στὸν πόλεμον αὐτόν, ὅπως γράφτηκε· «Ὁ Κύριός σου εἶναι κραταιὸς καὶ δυνατὸς στὸν πόλεμο» (Ψαλμ. 23,8). Καὶ περισσότερο πόθο ἔχει αὐτὸς γιὰ νὰ σὲ σώσῃ, παρὰ αὐτὸν ποὺ ἔχει ὁ ἔχθρος γιὰ νὰ σὲ καταστρέψη. Γι᾿ αὐτὸ πολέμα καὶ μὴ βαρεθῇς ποτέ σου τὸν κόπο. Γιατὶ ἀπὸ τὸν κόπο καὶ ἀπὸ τὴν βία καὶ τὴν δοκιμασία, ποὺ αἰσθάνεσαι γιὰ τὴν συνήθεια ποὺ ἔδειξες στὸ κακό, γεννᾶται ἡ νίκη καὶ ὁ μεγάλος θησαυρός, μὲ τὸν ὁποῖο ἀγοράζεται ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ ἑνώνεται ἡ ψυχὴ γιὰ πάντα μὲ τὸ Θεό.

Λοιπὸν ἄρχισε στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ νὰ πολεμᾷς μὲ τὰ ὀχήματα τῆς ἀπιστίας στὸν ἑαυτό σου καὶ τῆς ἐλπίδας καὶ τοῦ θάρρους στὸ Θεό σου, μὲ τὴν προσευχὴ καὶ μὲ τὴν ἐκγύμνασι· μάλιστα δὲ μὲ τὸ ὄχημα τῆς καρδιακῆς καὶ νοερὴς προσευχῆς, τὸ ὁποῖο εἶναι τό· Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ὄνομα τόσο φοβερό, ποὺ σὰν μαχαῖρι μὲ δυὸ στόματα στρέφεται μέσα στὴ καρδιά, μασάει καὶ κατακόβει τοὺς δαίμονες καὶ τὰ πάθη· γι᾿ αὐτὸ σχετικὰ εἶπε ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακας. «Ἰησοῦ ὀνόματι, μάστιζε πολεμίους»· γιὰ τὸ ὁποῖο μιλᾶμε ξεχωριστὰ στό με´ κεφάλαιο. Μὲ αὐτά, λέω, πολεμάει ἐκεῖνο τὸν ἐχθρὸ καὶ ἐκεῖνο τὸ πάθος καὶ τὴν κακὴ ἐπιθυμία, ποὺ σὲ πολεμάει τὴν ὁποία εἶσαι ἀποφασισμένος νὰ νικήσῃς μὲ τὴν σειρά, ποὺ σοῦ εἶπα στὸ ιγ´ κεφάλαιο· δηλαδὴ πότε μὲ τὴν ἀντίστασι, νὰ τὸν πληγώνεις μέχρι θανάτου, πότε μὲ τὸ μῖσος, πότε μὲ τὶς πράξεις τῆς ἀντίθετης ἀρετῆς· καὶ ἔτσι, νὰ κάνῃς πράγματα ποὺ ἀρέσουν στὸ Θεό σου, ὁ ὁποῖος, μὲ ὅλη τὴν θριαμβεύουσα στὸν οὐρανὸ Ἐκκλησία στέκεται ἀόρατα καὶ βλέπει τὸν πόλεμό σου· γιὰ τὸν ὁποῖο πόλεμο, δὲν πρέπει νὰ λυπᾶσαι σκεπτόμενος, ὅτι ἀφενὸς μὲν εἶναι ἡ ὑποχρέωσις ποὺ ἔχουμε ὅλοι μας νὰ δουλεύουμε καὶ νὰ ἀρέσουμε στὸ Θεὸ καὶ ἀφετέρου ἡ ἀνάγκη ποὺ ἔχουμε νὰ πολεμᾶμε, καθὼς σοῦ εἶπα ἀπὸ πρίν. Γιατὶ, ἂν ἐγκαταλείψουμε αὐτὸν τὸν πόλεμο, ὁπωσδήποτε θὰ θανατωθοῦμε. Ἔπειτα, καὶ ἂν φύγῃς πρὸς στιγμὴ ἀπὸ τὸν κατὰ Θεὸν αὐτὸ πόλεμο σὰν ἀποστάτης καὶ παραδοθῇς στὸ κόσμο καὶ σὲ ὅλες τὶς καλοπεράσεις καὶ ἀναπαύσεις τῆς σάρκας, ὕστερα ὅμως καὶ μὲ τὴν πίεσί σου πάλι πρέπει νὰ πολεμήσῃς καὶ μὲ τόσες ἀντιθέσεις, ποὺ πολλὲς φορὲς νὰ ἱδρώνῃ τὸ πρόσωπό σου καὶ νὰ καταπληγώνεται ἡ καρδιά σου μὲ θανατηφόρες λυποθυμίες. Πότε; τὴν ὥρα τῶν γηρατειῶν σου καὶ τοῦ θανάτου σου. Ὅταν οἱ δαίμονες καὶ ὅλα τὰ πάθη σου, πιθανὸν νὰ σὲ ἔχουν περικυκλώσει. Καὶ τόσο νὰ σὲ συντρίψουν, ποὺ ἐσὺ μὴ μπορώντας, ποιὸ πρῶτα νὰ πολεμήσῃς, θὰ παραδοθῇς σὲ αἰώνιο θάνατο. Γι᾿ αὐτό, μὴ γίνῃς τόσο ἀνόητος, ἀγαπητέ, ποὺ νὰ θέλῃς νὰ πολεμᾷς τότε σὲ μία ὥρα ἀσύμφορη ἀλλὰ σὰν φρόνιμος, ὑπόμεινε τώρα τὴν κούρασι τοῦ πολέμου, γιὰ νὰ νικήσῃς, νὰ στεφανωθῇς καὶ νὰ ἑνωθῇς μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ στὴ βασιλεία του τὴν οὐράνια· «Θυμήσου τὸν δημουργό σου τὶς μέρες τῆς νεότητός σου, πρὶν ἔλθουν οἱ μέρες οἱ κακὲς καὶ φθάσουν τὰ χρόνια ἐκεῖνα ποὺ δὲν θὰ ἔχῃς δύναμι» (Ἐκκλ. 12,1).

-----------------------------------------------

29. Στάδιο λέγεται ὁ τόπος ἐκεῖνος μέσα στὸν ὁποῖο γίνονται οἱ ἀθλητικοὶ ἀγῶνες καὶ ὁ πόλεμος. 

Ὁ Ἀόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

ΣΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ - ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟ ΑΔΥΝΑΤΟ (Ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα)


 

Δευτέρα 8 Απριλίου 2024

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΥΣ Γ' ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα)

 

Ὁμιλία στοὺς Γ΄ Χαιρετισμοὺς τῆς Θεοτόκου

Ἀπὸ τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίων Δώδεκα Ἀποστόλων στὴν Λάρισα, τὴν Παρασκευὴ Γ΄ ἑβδ. Νηστειῶν, 23-3/5-4-2024:

Κυριακή 7 Απριλίου 2024

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΣΥΝΕΟΡΤΑΣΜΟΥ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

koino pasxa mannis 1

Του Νικολάου Μάννη

Μια φορά κι έναν καιρό, ένας πατέρας ετοιμάστηκε να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι.

Πριν φύγει όμως άφησε εντολή να γίνει δωρεά σε ένα ορφανοτροφείο ένα σεβαστό χρηματικό ποσό.

Έδωσε μάλιστα και βαριά κατάρα σε όποιον από τα παιδιά του τολμούσε να αψηφήσει την εντολή του.

Μετά την αναχώρησή του όμως ένας από τους γιους του άρπαξε με άνομο τρόπο το ποσό αυτό με αποτέλεσμα τα αδέλφια του να καταγγείλουν την ασέβεια αυτή και να του συστήσουν να μετανοήσει το συντομότερο και να αποκαταστήσει την αδικία, για να μην έχει στο κεφάλι του την πατρική κατάρα.

Αλλά αυτός παρέμενε πεισματικά αμετανόητος...

Μετά από πολλά χρόνια και ενώ τίποτα δεν είχε αλλάξει, κάποιοι από τους απογόνους των υπόλοιπων παιδιών άρχισαν να επιθυμούν να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους με τον καταραμένο θείο τους χρησιμοποιώντας τα εξής επιχειρήματα:

"Πρέπει να είμαστε αγαπημένοι όλοι στην οικογένεια".

"Ο Χριστός είπε "αγαπάτε αλλήλους" και "ίνα ώσι εν"".

"Είναι σκάνδαλο η οικογένειά μας να είναι διηρημένη".

"Ο καημένος ο θείος είναι αδικημένος από τον φανατισμό των γονιών μας".

Με τέτοιου είδους επιχειρήματα προσπαθούσαν να πείσουν και τους άλλους συγγενείς τους, όμως πολλοί από αυτούς έμειναν πιστοί στην πατρική παρακαταθήκη, λέγοντας ότι μόνο ένας τρόπος ομόνοιας υπάρχει ώστε να αποκατασταθεί η ενότητα: η διόρθωση της παρανομίας.

Όταν ο πατέρας επιστρέψει, τί θα συμβεί άραγε;

Σάββατο 6 Απριλίου 2024

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ 2024 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

 

DSC 8970

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

            Μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ φτάσαμε αἰσίως στὴν Γ΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴν μέση τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Σαρακοστῆς. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία μας τοποθετεῖ πρὸς προσκύνηση στὴ μέση κάθε Ναοῦ τὸ ἱερώτερο σύμβολό της, τὸν Τίμιο Σταυρό, γιὰ αὐτὸ καὶ ἡ σημερινὴ Κυριακὴ ὀνομάζεται «τῆς Σταυροπροσκυνήσεως». 

            Ἡ πανηγυρικὴ προσκύνηση τοῦ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ στὸ μέσον τῆς τεσσαρακονθήμερης νηστείας καθιερώθηκε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες μας γιὰ ἕναν ἁπλούστατο λόγο. Τὴν περίοδο αὐτή, οἱ Χριστιανοὶ ἐφαρμόζουμε ἕναν ἰδιαίτερο πνευματικὸ ἀγώνα νὰ καθαρισθοῦμε, μέσῳ τῆς ἐγκράτειας, ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ θέλουν τὴν ψυχή μας ὑπόδουλη. Μέσα ἀπὸ τὴν νηστεία τῶν αἰσθήσεων ἐπιδιώκουμε τὴν ψυχική μας ἐλευθερία, προκειμένου νὰ φθάσουμε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ὅσο γίνεται καλύτερα προετοιμασμένοι στὰ ἄχραντα Πάθη καὶ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του. Ὁ πνευματικὸς ἀγώνας τῆς νηστείας εἶναι ἕνας Σταυρὸς τὸν ὁποῖο σηκώνει ὁ καθένας μας ἀνάλογα μὲ τὶς δυνάμεις του. Στὴν πορεία, ἐνδεχομένως νὰ κουρασθοῦμε, νὰ ἐξαντληθοῦμε, ἢ ἀκόμη καὶ νὰ σκεφτοῦμε, ὡς ἄνθρωποι, νὰ ἐγκαταλείψουμε τὸν ἀγώνα. Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἔρχεται ἡ Σταυροπροσκύνηση. Προσκυνῶντας τὸν Τίμιο Σταυρὸ λαμβάνουμε θάρρος καὶ δύναμη νὰ συνεχίσουμε τὸν πνευματικὸ ἀγώνα τῆς κάθαρσης. Τὸ θάρρος καὶ ἡ δύναμη προκύπτουν: πρῶτον, ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν δύναμη ποὺ φέρει πάνω του ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Δεύτερον, ἀπὸ τὴν σκέψη πὼς ὁ Θεάνθρωπος Κύριός μας καταδέχθηκε γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἀναξίους δούλους Του νὰ κρεμασθεῖ στὸ Ξύλο τοῦ Σταυροῦ καὶ ἐμεῖς θὰ ἀρνηθοῦμε νὰ σηκώσουμε οἱ ἴδιοι τὸν Σταυρό μας γιὰ τὴν δική μας σωτηρία; Τρίτον, ἀπὸ τὴν βέβαιη ἐλπίδα καὶ τὴν ἀναμφίβολη ἀλήθεια ὅτι πάντοτε μετὰ τὴν Σταύρωση ἀκολουθεῖ ἡ Ἀνάσταση. Θέλουμε τὴν Ἀνάστασή μας; Ἂν ναί, ὀφείλουμε νὰ δείξουμε λίγη ὑπομονὴ στὴν Σταύρωση ποὺ προηγεῖται. Παράδεισο χωρὶς προηγουμένως θλίψεις, κόπους καὶ θυσίες δὲν συνάντησε κανένας.

            Πέραν τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, πανηγυρίζουμε σήμερα «τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον καὶ τοῦ ἀπ΄ αἰῶνος μυστηρίου τὴν φανέρωση», τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Πανηγυρίζουμε τὸ γεγονὸς τῆς ἐπίσκεψης τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ πρὸς τὴν νεαρὴ Παρθένο Μαριὰμ, προκειμένου νὰ τῆς ἀναγγείλει τὸ χαρμόσυνο μήνυμα ὅτι ἐπελέγη ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ καταστεῖ Μητέρα τοῦ Υἱοῦ Του. Στὸ ἄκουσμα αὐτοῦ τοῦ παράξενου λόγου, ἡ Παναγία μας ἀπόρησε: «πῶς μπορεῖ νὰ γίνει αὐτὸ ἐφόσον εἶμαι Παρθένος»; Ἔλαβε, τότε, τὴν ἀπάντηση: «Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ ἔλθει ἐπάνω σου καὶ ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου θὰ σὲ ἐπικαλύψει». Λαμβάνοντας αὐτὴν τὴν διαβεβαίωση, ἡ πλήρως ἀφιερωμένη στὸν Θεό, ἡ Πάναγνος Δέσποινα, ἡ «ἐν γυναιξὶν εὐλογημένη», ἔκλινε μὲ ταπείνωση τὴν κεφαλὴ καὶ ἀποδέχθηκε τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ λέγοντας: «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου». Μὲ τὴν φράση αὐτὴ ἐπιτελέσθηκε τὸ μέγα θαῦμα καὶ «ἡ Παρθένος ἔσχεν ἐν γαστρί», συνέλαβε τὸν Κύριο καὶ Θεό μας, ὅπως εἶχε προφητέψει ἑκατοντάδες χρόνια νωρίτερα ὁ Προφήτης Ἡσαΐας. 

             Ἄχραντος Θεοτόκος ἔκανε αὐτὸ ποὺ ἀναφέραμε στὴν ἀρχή: σήκωσε τὸν Σταυρό Της, θυσιάσθηκε καὶ ἔκανε ὑπακοὴ στὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ σωθεῖ, μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀπόφασή της, τὸ ἐξόριστο ἀνθρώπινο γένος. Φαίνεται, γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, ὅτι μία παρακοὴ μᾶς κατέστρεψε, ἡ παρακοὴ τῶν Πρωτοπλάστων, καὶ μία ὑπακοὴ μᾶς ἔσωσε, ἡ ὑπακοὴ τῆς Κυρίας Θεοτόκου. 

            Πραγματικά, σήμερα φανερώθηκε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ «ἀπ΄ αἰῶνος ἀπόκρυφον καὶ Ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον» πώς ὁ Θεὸς θὰ θεράπευε τὸ πταῖσμα τῶν Πρωτοπλάστων καὶ θὰ μᾶς ἀνακαλοῦσε στὴν ἀρχαία πατρίδα μας· μὲ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στὴν ἄχραντη κοιλία τῆς Ἀειπαρθένου Κόρης. Τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία μας εἶχε ὡς χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τὴν ἀνατροπὴ τῶν νόμων τῆς φύσης, γιὰ αὐτὸ καὶ εὐστόχως ἀναφέρει ὁ ὑμνωδὸς ὅτι «Θεὸς ὅπου βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις». 

            Αὐτὸ γιὰ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς ἀποτελεῖ νόμο, καθὼς τὸ ἔχουμε δεῖ ἀμέτρητες φορές. Ἀρχικὰ ἀναφέραμε ὅτι μετὰ τὴν Σταύρωση ἀκολουθεῖ ἡ Ἀνάσταση. Αὐτὸ ἀποτελεῖ ὑπέρβαση τῆς φύσεως. Ἡ φύση λέει ὅτι μετὰ τὴν Σταύρωση ἀκολουθεῖ ὁ θάνατος, τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο. Ὅταν, ὅμως, μιλάει ὁ Θεός, ἡ φύση ὑποχωρεῖ. 

            Τολμῶ νὰ πῶ πὼς αὐτὸ τὸ βλέπουμε ξεκάθαρα καὶ μὲ τὴν ἔνδοξη Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1821, τῆν ἔναρξη τῆς ὁποίας τιμοῦμε μαζὶ μὲ τὴν Θεομητορικὴ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.

            Τότε, ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ ἡ ἔκφραση, μιὰ «χούφτα» ὑπόδουλων ἐπὶ τετρακόσια χρόνια Ἑλλήνων ὕψωσε τὸ ἀνάστημα, σήκωσε τὸ λάβαρο τῆς Ἐπανάστασης καὶ ὑπὸ τὴν σκέπη τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ ρίχθηκε στὸν ἀγώνα γιὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ τοῦ Ἔθνους καὶ τὴν ἐπανάκτηση τῆς ἐλευθερίας. Αὐτὴ ἡ «χούφτα», εἰς πεῖσμα τῶν νόμων τῆς φύσης ποὺ λέει ὅτι ὑπερέχει πάντοτε ὁ ἰσχυρός, κατάφερε νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ὑπερδύναμη τῆς Ὀθωμανικῆς Αὑτοκρατορίας καὶ νὰ ἐξέλθει νικήτρια. Μὲ ἄλλα λόγια, κατάφερε νὰ σηκώσει τὸν Σταυρό της γιὰ νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν Ἐπανάσταση καὶ τὴν Ἀνάσταση. Γιατί συνέβη ὅλο αὐτό; Γιατί, ὅπως εἶχε πεῖ ὁ μακαριστὸς Ἀρχιστράτηγος τῆς Ἐπανάστασης, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: «ὁ Θεὸς ἔβαλε τὴν ὑπογραφή Του γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος καὶ δὲν τὴν παίρνει πίσω!». 

            Καὶ γιατί ὁ Θεὸς θέλησε οἱ Ἕλληνες νὰ ἐλευθερωθοῦν; Διότι, ὅταν ἔπιασαν οἱ Ἥρωες πρόγονοί μας τὰ ὅπλα, εἶπαν ὅτι ἀγωνίζονταν πρῶτα «ὑπὲρ Πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ Πατρίδος». Τὰ δύο αὐτὰ ἰδανικὰ ἀπὸ πολλῶν αἰώνων κάποιοι δῆθεν φίλοι μας θέλησαν μὲ ἀσύλληπτη μανία νὰ μᾶς τὰ κλέψουν, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν τὰ κατάφεραν, ἐφηῦραν πιὸ ὕπουλους τρόπους γιὰ νὰ μᾶς κάνουν νὰ τὰ προδώσουμε καὶ νὰ τὰ παραδώσουμε μὲ τὴν θέλησή μας. Γιὰ αὐτὸ καὶ βλέπουμε τόση ἐπίθεση στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τόση ἐπίθεση στὸ Ἔθνος καὶ ὅλα τὰ χαρακτηριστικά του, τόση ἐπίθεση στὴν παραδοσιακὴ Οἰκογένεια. 

            γαπητοί μου ἀδελφοί, οἱ πρόγονοί μας, τῶν ὁποίων εὐχόμαστε ἡ μνήμη νὰ εἶναι αἰωνία καὶ νὰ ἀπολαμβάνουν ἐν οὐρανοῖς τοὺς κόπους τους, θυσιάσθηκαν γιὰ νὰ εἴμαστε σήμερα ἐλεύθεροι, ἂν βέβαια αὐτὸ ὀνομάζεται ἐλευθερία -αὐτὸ εἶναι ἄλλο θέμα. Οἱ προπάτορές μας σήκωσαν τὸν Σταυρὸ καὶ ὁδήγησαν τὴν Πατρίδα μας στὴν Ἀνάσταση. Ὀφείλουμε καὶ ἐμεῖς τὸ ἴδιο νὰ κάνουμε. Μὲ πνεῦμα θυσίας νὰ σηκώσουμε τὸν Σταυρὸ γιὰ νὰ καταφέρουμε νὰ διατηρήσουμε ὅσα ἁγνὰ καὶ ἅγια μᾶς παραδόθηκαν, γιὰ νὰ καταφέρουμε νὰ κρατήσουμε ζωντανὲς τὶς ρίζες μας. 

            Χρόνια πολλὰ καὶ εὐλογημένα! Ἡ Παναγία νὰ μᾶς σκεπάζει καὶ νὰ μᾶς δίνει δύναμη νὰ σηκώνουμε μὲ ὑπομονὴ τὸν Σταυρό μας καὶ νὰ κρατιόμαστε γερὰ στὶς ρίζες μας!

Ὁ Ἐπίσκοπός σας,

 ὁ  Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Τετάρτη 3 Απριλίου 2024

ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΛΑΛΙΑΣ (Οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου)

  

Οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου

Καταλαλιά σημαίνει γέννημα του μίσους, ασθένεια λεπτή, αλλά και παχειά∙ παχειά βδέλλα, κρυμμένη και αφανής, πού απορροφά και εξαφανίζει το αίμα της αγάπης. Σημαίνει υπόκρισις αγάπης, αιτία της ακαθαρσίας, αιτία του βάρους της καρδιάς, εξαφάνισις της αγνότητος…

Άκουσα μερικούς να καταλαλούν και τους επέπληξα. Και για να δικαιολογηθούν οι εργάτες αυτοί του κακού μου απήντησαν ότι το έκαναν από αγάπη και ενδιαφέρον προς αυτόν που κατέκριναν. Εγώ τότε τους είπα να την αφήσουν αυτού του είδους την αγάπη, για να μη διαψευσθή εκείνος που είπε: «Τον καταλαλούντα λάθρα τον πλησίον αυτού, τούτον εξεδίωκον» (Ψαλμ. ρ΄ 5). Εάν ισχυρίζεσαι ότι αγαπάς τον άλλον, ας προσεύχεσαι μυστικά γι΄ αυτόν και άς μη τον κακολογής. Διότι αυτός ο τρόπος της αγάπης είναι ευπρόσδεκτος από τον Κύριον…

Επί πλέον άς μη λησμονής και τούτο, και έτσι οπωσδήποτε θα συνέλθης και θα παύσης να κρίνης αυτόν πού έσφαλε: Ο Ιούδας ανήκε στην χορεία των μαθητών, ενώ ο ληστής στην χορεία των φονέων. Και είναι άξιο θαυμασμού πώς μέσα σε μία στιγμή ο ένας επήρε την θέσι του άλλου!…

Είδα άνθρωπο πού φανερά αμάρτησε, αλλά μυστικά μετενόησε. Και αυτόν πού εγώ τον κατέκρινα ως ανήθικο, ο Θεός τον εθεωρούσε αγνό, διότι με την μετάνοιά του Τον είχε πλήρως εξευμενίσει…

Ακόμη και την ώρα του θανάτου του, αν ιδής κάποιον να αμαρτάνη, μήτε τότε να τον κατακρίνης. Διότι η απόφασις του Θεού είναι άγνωστη στους ανθρώπους. Μερικοί έπεσαν φανερά σε μεγάλα αμαρτήματα, κρυφά όμως έπραξαν πολύ μεγαλύτερα καλά. Έτσι εξαπατήθηκαν οι φιλοκατήγοροι, και εκείνο πού εκρατούσαν στα χέρια τους ήταν καπνός και όχι ήλιος…

Οι δαίμονες μας σπρώχνουν πιεστικά ή στο να αμαρτήσωμε ή, αν δεν αμαρτήσωμε, στο να κατακρίνωμε όσους αμάρτησαν, ώστε με το δεύτερο να μολύνουν οι κακούργοι το πρώτο…

Η κρίσις είναι αναιδής αρπαγή του δικαιώματος του Θεού, ενώ η κατάκρισις όλεθρος της ψυχής αυτού ο οποίος κατακρίνει…

Ο καλός «ραγολόγος» τρώγει τις ώριμες ρώγες των σταφυλιών και δεν πειράζει καθόλου τις άγουρες. Παρόμοια ο καλόγνωμος και συνετός άνθρωπος, όσες αρετές βλέπει στους άλλους τις σημειώνει με επιμέλεια, ενώ ο ανόητος αναζητεί τα ελαττώματα και τις κατηγορίες. Γι΄ αυτόν μάλιστα έχει λεχθή: «Εξηρεύνησαν ανομίαν, εξέλιπον εξερευνώντες εξερευνήσεις» (Ψαλμ. ξγ΄ 7).

Μη κατακρίνης και όταν ακόμη βλέπης κάτι με τους ίδιους τους οφθαλμούς σου, διότι και αυτοί πολλές φορές εξαπατώνται…

(Από την «Κλίμακα», Λόγος Δέκατος)

Σάββατο 30 Μαρτίου 2024

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ Β΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ 2024 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 8970


γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,   

            Κάθε ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν φύση του ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ στηρίγματα -ἀνθρώπους ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ ἐμπιστεύεται, ἔτοιμους νὰ παραβλέψουν τὸ ἐγώ τους γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ ὀρθοποδήσουμε τόσο σωματικά, ὅσο καὶ πνευματικά. 

            Τέτοιοι ἄνθρωποι ἦταν οἱ τέσσερεις ἄνδρες τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος. Χάρη στὴν πολλή τους ἀγάπη, πρόθυμα ἔσπευδαν νὰ διακονήσουν τὸν παραλυτικὸ φίλο τους. Καὶ χάρη στὴν πολλή τους πίστη, μὲ αὐθόρμητο ἐνθουσιασμὸ καὶ βεβαιότητα τὸν σήκωσαν ξαπλωμένο στο κρεβάτι του καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσει. Στὸ σπίτι, ὅμως, ποὺ κήρυττε ὁ Χριστός, εἶχε συγκεντρωθεῖ πλῆθος κόσμου, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν μποροῦν νὰ εἰσέλθουν οἱ φέροντες τὸν παράλυτο. Ἂν ἦταν ἄλλος στὴ θέση τους, ἢ θὰ εἶχε φύγει, ἢ θὰ περίμενε μέχρι νὰ τελειώσει ὁ Κύριος τὴν διδασκαλία Του, ὥστε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τότε νὰ Τοῦ παρουσιάσουν τὸν ἀσθενῆ. Ἐκεῖνοι, ὅμως, βιάζονταν νὰ λυθεῖ ὁ ἄνθρωπός τους ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἀσθένειας καὶ νὰ βιώσει τὴν χαρὰ τῆς ὑγείας, ὅπως τὴν βίωναν καὶ οἱ ἴδιοι. Τὸ σημεῖο αὐτὸ μᾶς θυμίζει αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Ἀπόστολος Φίλιππος στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς προηγούμενης Κυριακῆς∙ δὲν κράτησε τὴν χαρὰ τῆς εὕρεσης τοῦ Μεσσία γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἔσπευσε νὰ τὴν μοιραστεῖ μὲ τὸν Ναθαναήλ, τὸν πολύτιμο φίλο του. Μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, λοιπόν, οἱ τέσσερεις ἄνδρες ἀποφάσισαν νὰ παραβλέψουν τὰ ἐμπόδια∙ ἄνοιξαν τὴν στέγη τοῦ σπιτιοῦ, σήκωσαν τὸν παράλυτο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν κατέβασαν καὶ τὸν παρουσίασαν στὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος βλέποντας τὴν πίστη τους, χάρισε στὸν παράλυτο ὄχι τὴν θεραπεία τοῦ σώματος, ἀλλὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του καὶ αὐτὸ γιὰ νὰ διδάξει σὲ ὅλους μας ὅτι πρῶτα πρέπει νὰ μεριμνοῦμε γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ ὕστερα γιὰ τὸ σῶμα, διότι ἡ ψυχὴ εἶναι ἀθάνατη, ἐνῶ τὸ σῶμα, εἴτε ἀσθενὲς, εἴτε ὑγιές, κάποια στιγμὴ θὰ βρεθεῖ στὸ χῶμα. Ἐπειδή, ὅμως, οἱ διαχρονικοὶ Φαρισαῖοι σκανδαλίσθηκαν, διότι θεώρησαν ὡς βλασφημία τὰ λόγια τοῦ Κυρίου καὶ σκέφθηκαν ὅτι μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες, τότε ὁ Ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων διέταξε τὸν παραλυτικό: «σήκω, πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου», πράγμα ποὺ ἔγινε. Ἔτσι ὁ Χριστός, μέσα ἀπὸ τὴν φανερὴ θεραπεία τοῦ παραλύτου, δίδαξε ὅτι ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες. Καὶ ἐφόσον μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες κατὰ τοὺς Φαρισαίους, ὁ Χριστὸς ἀπέδειξε καὶ σὲ αὐτοὺς ὅτι εἶναι ὁ Θεός. Βρῆκε, δηλαδὴ, τὴν εὐκαιρία νὰ θεραπεύσει καὶ ἐκείνους, ἄσχετα ἂν ἐκεῖνοι παρέμεναν πεισματικὰ στὴν ἀσθένειά τους. 

            να σημεῖο ποὺ πρέπει νὰ προσέξουμε, εἶναι τὸ: «ἰδὼν (…) ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν». Ὁ Χριστὸς θεράπευσε τὸν παράλυτο, ὄχι μόνο χάρη στὴν πίστη του, ἀλλὰ καὶ χάρη στὴν πίστη τῶν τεσσάρων ἀνδρῶν ποὺ τὸν στήριζαν. Τέτοιους ἀνθρώπους ἔχουμε ἀνάγκη νὰ μᾶς στηρίζουν! Σὲ αὐτοὺς τοὺς ἄνδρες μποροῦμε νὰ καθρεφτίσουμε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μᾶς περιβάλλουν. Ἐμεῖς ἔχουμε τέτοια στηρίγματα; Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐμπιστευόμαστε εἶναι ἄνθρωποι τῆς θυσίας; Εἶναι ἄνθρωποι ποὺ βλέποντας τὴν παραλυσία μας θὰ μᾶς σηκώσουν πρόθυμα γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὸν Χριστὸ νὰ μᾶς θεραπεύσει γιὰ νὰ γίνουμε καὶ ἐμεῖς, ὅπως ἐκεῖνοι, ὑγιεῖς; Ἂν ναί, τότε ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἀκούσουμε τὸν Χριστὸ νὰ μᾶς λέει: «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Ἂν ὄχι, τότε καλὸ εἶναι νὰ ἀφήσουμε τὶς κακὲς συναναστροφές -διότι οἱ κακὲς συναναστροφὲς φθείρουν τὶς καλὲς ἀρχές, «φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί»- καὶ νὰ ψάξουμε νὰ βροῦμε τέτοιους ἀνθρώπους. Σίγουρα ὑπάρχουν κοντά μας. Ἄν, ὅμως, δὲν ψάξουμε καλὰ καὶ δὲν βροῦμε, μποροῦμε ἁπλὰ νὰ μποῦμε σὲ μία Ἐκκλησία, νὰ σηκώσουμε τὰ μάτια καὶ νὰ κοιτάξουμε τὶς Εἰκόνες στοὺς τοίχους. Θὰ δοῦμε πολλὰ στηρίγματα∙ τοὺς Ἁγίους μας. 

            να τέτοιο στήριγμα, ἕνας ἄνθρωπος τῆς θυσίας, ὑπῆρξε ὁ Μεγάλος Θεολόγος ποὺ σήμερα τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὁ Παλαμάς. Μεγάλωσε σὲ ἁγία οἰκογένεια καὶ ἀπὸ μικρὸς ἦταν μέσα στὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλή. Μόλις ἐνηλικιώθηκε, ἂν καὶ ὁ Αὐτοκράτορας τὸν ἐτοίμαζε γιὰ μεγάλα ἀξιώματα, ἐκεῖνος ἀποφάσισε νὰ ἀπαρνηθεῖ τὰ ἐγκόσμια καὶ νὰ φορέσει τὸ τιμημένο ράσο. Ἀποτέλεσε πρότυπο Μοναχοῦ καὶ ἀγωνιζόταν συνεχῶς νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν Θεὸ μέσω τῆς εὐχῆς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με», ὅπως εἶχε μάθει ἀπὸ τὸν πατέρα του.

            Στὰ χρόνια ποὺ ὁ Ὅσιος μόναζε, κάποιος λόγιος κληρικὸς ὀνόματι Βαρλαὰμ ἄρχισε νὰ διαδίδει νέες πλάνες, περιγελῶντας τὴν ὀρθόδοξη ἡσυχαστικὴ παράδοση. Κήρυττε ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ κατανοήσει τὸν Θεὸ μέσῳ τῆς μόρφωσης καὶ τῆς φιλοσοφίας. Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα πολλοὶ νὰ κινδυνέψουν ἀπὸ πνευματικὴ παραλυσία, νὰ πέσουν δηλαδή, στὴν πλάνη. Τότε, λοιπόν, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, μὲ προθυμία ἀνάλογη τῶν τεσσάρων ἀνδρῶν τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ἔφυγε ἀπὸ τὸ ἐρημητήριό του καὶ ἔσπευσε νὰ ὑπερασπισθεῖ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ τὴν ὀρθόδοξη μοναστικὴ παράδοση, παραβλέποντας κάθε ἐμπόδιο. Ἔτσι, φωτισμένος ἀπὸ τὴν Θεία Χάρη, ὁ Ἅγιος διακήρυξε ὅτι ἡ μόρφωση δὲν παρεμβάλλεται μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Ἀντιθέτως, κάθε ἄνθρωπος, εἴτε ἐγγράμματος, εἴτε ἀγράμματος, μπορεῖ μέσῳ τῆς Κάθαρσης ἀπὸ κάθε κακὴ πράξη καὶ πονηρὸ λογισμὸ καὶ μέσῳ τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, μέσῳ τοῦ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με», νὰ φθάσει στὸν Φωτισμὸ τοῦ νοῦ καὶ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό, νὰ γίνει Θεὸς κατὰ χάριν. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἔγινε τὸ στήριγμα τῆς θεολογίας. 

γαπητοὶ ἀδελφοί, 

            Εἶναι σημαντικὸ νὰ ἔχουμε καὶ νὰ ἐμπιστευόμαστε τέτοιους ἀνθρώπους στὴ ζωή μας. Εἶναι σημαντικὸ ὁ πνευματικός μας, οἱ φίλοι μας καὶ τὰ στηρίγματα μας νὰ μᾶς κατευθύνουν μὲ πνεῦμα θυσίας πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ὄχι πρὸς τὸν κόσμο. Ὁ Χριστὸς βράβευσε τοὺς ἀνθρώπους τῆς θυσίας μὲ τὴν θεραπεία τοῦ φίλου τους. Βράβευσε, ἐπίσης τὸν Ἅγιο Γρηγόριο μὲ τὴν νίκη τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας. Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τέτοιους ἀνθρώπους. 

            ς προσέξουμε, ὅμως καὶ τὸ ἑξῆς: τὸ σῶμα μας γίνεται θυσία γιὰ τὴν παράλυτη ψυχή μας; Τρέχει μὲ προθυμία πρὸς τὸν Χριστὸ γιὰ τὴν θεραπεία της; Ὅταν συναντάει ἐμπόδια, φροντίζει νὰ τὰ ὑπερνικᾶ γιὰ νὰ πλησιάσει τὸν Χριστό, ἢ φεύγει πίσω; 

            Τὴν εὐλογημένη περίοδο ποὺ διανύουμε, ἔχουμε -περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη περίοδο τοῦ ἔτους- τὴν δυνατότητα νὰ προσεγγίσουμε τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ Τοῦ παρουσιάσουμε τὴν παράλυτη ψυχή μας. Ἐπειδή, ὅμως, θέλει θυσίες ἡ σωτηρία, ὀφείλουμε νὰ ἀνέβουμε στὴ «νοητὴ στέγη», νὰ τηρήσουμε τὴν νηστεία, νὰ κάνουμε ἐλεημοσύνη, νὰ καθαρίσουμε τὸν νοῦ μας ἀπὸ πονηροὺς λογισμούς, νὰ συμμετέχουμε στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες, νὰ ἐξομολογηθοῦμε καὶ νὰ προσευχώμαστε ἀδιαλείπτως, λέγοντας «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με». Τότε, ὁ Χριστὸς θὰ δεῖ τὸν ἀγώνα καὶ τὴν πίστη μας καὶ θὰ μᾶς πεῖ «Παιδιά μου, συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σας».

            ν θέλουμε νὰ ἔχουμε δίπλα μας ἀνθρώπους τῆς θυσίας, πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ γίνουμε θυσία γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς συνανθρώπους μας. 

Οἱ πρεσβεῖες τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου νὰ συνοδεύουν ὅλους μας.

Μετ’ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας

 ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

ΣΤΟΥΣ Α' ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ (Ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα)



Ὁμιλία διά τήν «κατά Θεόν λύπη» (Τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)


Όσοι αμαρτήσαμε έχουμε ανάγκη πάλι από τη λύπη και τον πόνο της μετάνοιας για τα αμαρτήματα που έχουμε διαπράξει. Πρέπει να μετανοήσουμε και να πέσουμε στα γόνατα, για να ακούσει καθένας μας μυστικά μέσα στην καρ­διά του, όπως ο Παράλυτος του Ευαγγελίου, «έχε θάρρος, τέκνο». Και έτσι, αφού πληροφορηθεί η καρδιά μας ότι έχουμε λάβει τη συγχώρηση, να με­ταστρέψουμε τη λύπη σε χαρά. Διότι αυτή είναι η λύπη, το μέλι το πνευματικό, που θηλάζουμε εμείς από τη στερεά πέτρα, σύμφωνα με το αποστολικό ρητό: «ΕΘήλασαν μελί από πέτρα» (Δευτ. 32, 13) «η δε πέτρα είναι ο Χριστός» (Α' Κορ. 10, 4).

Να μη σας κάνει όμως εντύπωση που απο­κάλεσα τη λύπη «μέλι». Γιατί αυτή είναι η λύπη για την οποία ο απόστολος Παύλος λέει: «Η κατά Θεόν λύπη προκαλεί αμεταμέλητη μετάνοια για τη σωτηρία» (Β' Κορ. 7, 10). Όπως δηλαδή σ' αυτόν που έχει τραυματισμένη γλώσσα το μέλι θα του φανεί πικρό -αλλά όταν θα θεραπευθεί θα αλλάξει γνώμη,- έτσι και ο φόβος του Θεού προκαλεί λύπη στις ψυχές που είναι δεκτικές του Ευαγγελικού κηρύγματος. Όσο καιρό οι ψυχές αυτές έχουν ανοικτά τα τραύματα των αμαρτιών τους, αισθάνονται λύπη. Όταν όμως ελευθερωθούν απ’ αυτά δια της μετανοίας, νιώθουν εκείνη τη χαρά, την οποία εννοεί ο Κύριος όταν λέει: «η λύπη σας θα μεταβληθεί σε χαρά» (Ιωάν. 16, 20). Ποιά λύπη; Ασφαλώς εκείνη που αισθάνονταν οι Μαθητές στο άκουσμα ότι θα στερούνταν τον Κύριο και Διδά­σκαλό τους. Τη λύπη εκείνη που αισθάνθηκε ο Πέτρος όταν Τον αρνήθηκε. Δηλαδή τη λύπη που αισθάνεται ο κάθε πιστός όταν μετανοεί για τις αμαρτίες, για τις ελλείψεις του στην αρετή, πράγμα που οφείλεται στη ραθυμία του.

Και εμείς λοιπόν, όταν πέφτουμε σε τέτοιου είδους αμαρτίες, να λυπούμαστε και να κατηγορούμε τους εαυτούς μας και όχι κάποιον άλλο. Άλλωστε, ούτε τον Αδάμ, όταν αθέτησε την εντολή του Θεού, τον ωφέλησε η μετάθεση της ευθύνης προς την Εύα, αλλά ούτε και την Εύα τη βοήθησε το ότι επέρριψε την ευθύνη στον αρχέκακο όφι. Κι αυτό, γιατί εμείς έχουμε πλασθεί από τον Θεό ως αυτεξούσιοι· και έχουμε λάβει το ηγεμονικό της ψυχής ως εξουσιαστική δύναμη κατά των παθών. Δεν έχουμε λοιπόν κανέναν που να κυριαρχεί επάνω μας και να μας αναγκάζει σε υποταγή.

Αυτό θεωρείται κατά Θεόν σωτήρια λύπη: Το να κατηγορούμε τους εαυτούς μας, και όχι κάποιον άλλο, για όσα πλημμελήματα διαπράττουμε. Να λυ­πούμαστε για τον εαυτό μας και να ειρηνεύουμε με τον Θεό με την κατάνυξη και την εξομολόγηση. Αυτή την αυτομεμψία και κατάνυξη επέδειξε ο Λάμεχ, ο οποίος εξομολογήθηκε ενώπιον όλων την αμαρ­τία του, κατέκρινε τον εαυτό του και τον θεώρησε περισσότερο ένοχο από τον Κάιν, σύμφωνα με την Αγία Γραφή που λέει: «Για τον Κάιν προβλεπόταν τιμωρία επτά φορές, και για τον Λάμεχ εβδομή­ντα επτά» (Γεν. 4, 24). Έτσι, αφού πένθησε τον εαυτό του ως ένοχο, με την βαθιά του κατάνυξη και την ομο­λογία της αμαρτίας του, διέφυγε από την καταδίκη του Νόμου, όπως είπε αργότερα και ο Προφήτης: «Ομολόγησε εσύ πρώτος τις αμαρτίες σου για να δικαιωθείς» (Ησ. 43, 26). Αυτό επιβεβαίωσε αργότερα και ο Απόστολος, λέγοντας: «Αν εμείς κρίναμε τους εαυτούς μας, δεν θα κρινόμαστε» (Α' Κορ. 11, 31).


Πρώτος λοιπόν ο Λάμεχ αναφέρεται ότι απέ­φυγε την καταδίκη του Νόμου, διότι μετανόησε και λυπήθηκε για την αμαρτία του. Έπειτα από αυτόν, συμπεριφέρθηκαν, κατά τον ίδιο τρόπο, και οι Νινευίτες, λαός πολύς και πόλη μεγάλη. Αυτοί μάλιστα είχαν τη βεβαιότητα ότι θα ξεπεράσουν την καταδίκη τους με τη λύπη και τη μετάνοια, όχι μόνο όταν συνειδητοποίησαν την αμαρτία τους, αλλά και όταν άκουσαν από τον προφήτη Ιωνά την απόφαση του Θεού που έλεγε: «Ακόμα τρεις ημέρες και η Νινευί θα καταστραφεί» (Ιωνά 3, 4). Ακουσαν λοιπόν οι Νινευίτες και πίστευσαν. Δεν έπεσαν στο πονηρό και δαιμο­νικό βάραθρο της απογνώσεως, ούτε φόρτωσαν στις καρδιές τους το λίθο της πωρώσεως. Αλλά είπε ο ένας στον άλλο: «Ποιός ξέρει, μπορεί να αλλάξει απόφαση ο Θεός και να μας ελεήσει, ώστε να μην καταστραφούμε» (Ιωνά 3, 9). Έτσι εγκατέλειψαν την πονηρία και τις αμαρτωλές συνήθειές τους. Κήρυξαν γενική νηστεία, φόρεσαν μικροί και μεγάλοι, ακόμα και ο βασιλιάς τους, σάκκους, έριξαν πάνω τους στάχτη. Έμειναν ακόμα και τα βρέφη χωρίς τροφή, γιατί, όπως φαίνεται, λησμόνησαν από τη λύπη τους οι μητέρες να τα θηλάσουν, σύμφωνα μ’ αυτό που λέει και ο Ψαλμωδός: «Από τη φωνή του στεναγμού μου λησμόνησα να φάω τον άρτο μου» (Ψαλμ. 101,5 και εξ.). Και όχι μόνο οι άνθρωποι, αλλά ακόμα και τα ζώα τα άφησαν, εξαιτίας του πένθους τους, νηστικά και απότιστα, κλεισμένα στα μαντριά τους. Έτσι, ζώντας όλοι στην ατμόσφαιρα της σωτήριας λύπης και του πένθους, απέφυγαν τις ολέθριες συνέπειες της αμαρτίας τους και βρήκαν συγχώρηση και έλεος από τον Θεό.

Επειδή λοιπόν, αδελφοί μου, και η δική μας ζωή περνάει σχεδόν ολόκληρη μέσα στην αμαρτία, οφείλουμε κι εμείς να λειτουργήσουμε τη σωτήρια αυτή λύπη που γεννιέται από τη μετάνοια. Γιατί αν δεν κάνουμε αυτό, τότε, καθώς λέει ο Κύριος, «οι Νινευίτες θα μας κατακρίνουν κατά την ημέρα της κοινής αναστάσεως» (Ματθ. 12, 41). Κι αυτό, γιατί εκείνοι μετανόησαν με το κήρυγμα του Ιωνά, ενώ εμείς δεν μετανοούμε με το λόγο του Κυρίου μας Ιησού Χρι­στού, ο Οποίος είναι και ο Θεός του Ιωνά.

Ο Ιωνάς, επίσης, δεν κήρυττε μόνο μετάνοια, αλλά μιλούσε και για τις βαριές συνέπειες της αμαρ­τίας τους, δηλαδή για καταδίκη και για θάνατο. Ο Χριστός όμως ήλθε για να έχουμε ζωή και κάτι περισσότερο ακόμα: Για να απολαύσουμε τη Θεία Υιοθεσία και την Ουράνια Βασιλεία.

Ο Ιωνάς, με το κήρυγμά του, δεν υποσχόταν Βασιλεία Ουρανών. Ο Χριστός όμως, κηρύττοντας μετάνοια, μας υπόσχεται Βασιλεία Ουράνια. Ταυτό­χρονα, μας προλέγει τη μέλλουσα συντέλεια του κόσμου, λέγοντας: «Όπως οι άνθρωποι της εποχής του Νώε απολάμβαναν τα σωματικά αγαθά με άνεση και χωρίς φόβο, και ξαφνικά ήλθε ο κατακλυσμός και τους αφάνισε όλους, έτσι θα συμβεί και στη συντέλεια, γιατί παρέρχεται το σχήμα αυτού του κόσμου» (Α' Κορ. 7, 31).

Ο Ιωνάς απειλούσε τότε τους Νινευίτες με καταστροφή φθαρτών πραγμάτων, αλλά δεν τους μίλησε για φοβερό βήμα και αδέκαστη Κρίση ούτε βέβαια για το πυρ το άσβεστο ούτε για ακοίμητο σκώληκα ούτε για σκότος εξώτερο ούτε τριγμό των οδόντων ούτε πένθος απαράκλητο. Ο Κύριος όμως, παράλληλα με αυτά, είπε ότι όσοι δεν λυπηθούν για τις αμαρτίες τους εδώ και δεν κλαύσουν, αυτές τις συνέπειες θα τις γευθούν μετά τη συντέλεια του κόσμου, η οποία δεν θα λάβει χώρα σε τρεις ημέρες, όπως κήρυττε τότε ο Ιωνάς, αλλά μετά από πολύ χρόνο. Και αυτό θα γίνει από την απέραντη μακροθυμία του Χριστού.

Η μακροθυμία λοιπόν του Θεού σε οδηγεί, αδελφέ μου, σε μετάνοια και λύπη. Πρόσεχε όμως, μήπως, από τη σκληρότητά σου και την ανάλγητη καρδιά σου, «θησαυρίσεις για τον εαυτό σου οργή κατά την ημέρα της συντέλειας και της δικαιοκρισίας του Θεού» (Ρωμ. 2, 5). Διότι ο Κύριος θα αποδώσει στον καθένα κατά τα έργα του.

Σ' εκείνους που ζητούν, με τη ζωή της μετά­νοιας και της υπομονής, με την οδύνη και συντριβή της καρδιάς, την άφεση των αμαρτιών τους, θα δώ­σει ο Κύριος χαρά και ανάπαυση, ζωή αιώνια και βασιλεία άρρητη. Σε όσους όμως παρέμειναν στην ζωή ανάλγητοι και αμετανόητοι, θα έλθει θλίψη και στενοχώρια αφόρητη και επιπλέον, ατελεύτητη κό­λαση.

Ο προφήτης Δαυίδ επίσης αναδείχθηκε στήλη «της κατά Θεόν λύπης». Και μάλιστα, στήλη που ζει και διακηρύττει την αξία της σωτήριας λύπης και της κατανύξεως. Διότι αυτός κατέγραψε και την αμαρτία που διέπραξε, αλλά και το πένθος προς τον Θεό και τη μετάνοια που ο ίδιος επέδειξε, καθώς και το έλεος που δέχθηκε από τον Θεό. Αυτός λέει στον Ψαλμό: «Είπα, θα εξομολογηθώ ενώπιον του Κυρίου την ανομία μου, και Συ συγχώρεσες την ασέβεια της καρδιάς μου» (Ψαλμ. 31, 5). Εννοούσε βέβαια ως ασέβεια τη ρίζα της κακίας, το ένοικο πάθος και ως ανομία την έμπρακτη αμαρτία. Γι’ αυτήν, αφού την έκανε σε όλους γνωστή, θρήνησε και πένθησε. Έτσι βρήκε όχι μόνο την άφεση, αλλά δέχθηκε στην ψυχή του και τη θεραπεία.

Πώς όμως πενθούσε; Ας ακούσουμε πάλι τον ίδιο να μας λέει: «Με μαστίγωναν οι θλίψεις και οι αδικίες όλη την ημέρα και ήλεγχα τον εαυτό μου συνεχώς μήπως και έχω πέσει σε κάποια αμαρτία» (Ψαλμ. 72, 14) και «όλη την ημέρα πενθούσα και σκυθρώπαζα και ταπείνωνα τον εαυτό μου» (Ψαλμ. 34, 14)...

Εμπρός λοιπόν, αδελφοί μου, ας προσκυνή­σουμε και ας προσπέσουμε και ας κλαύσουμε, -όπως ο ίδιος Προφήτης μας προτρέπει- ενώπιον του Κυ­ρίου που μας έπλασε και μας κάλεσε σε μετάνοια και σ' αυτή τη σωτήρια λύπη, το πένθος και την κατάνυξη. Κι αυτό, γιατί εκείνος που δεν έχει λύπη, δεν έχει υπακούσει σ' Εκείνον που έχει κάνει την κλήση, δεν έχει συναριθμηθεί με τους προσκαλεσμέ­νους Αγίους του Θεού, ούτε, ασφαλώς, θα αξιωθεί να λάβει την παρηγοριά εκείνη που έχει υποσχεθεί ο Κύριος στο Ευαγγέλιο. Γιατί Εκείνος λέει: «Είναι μακάριοι εκείνοι που πενθούν, διότι αυτοί θα βρουν παρηγοριά» (Ματθ. 5, 4).

Υπάρχει κανένας που μπορεί να ισχυρισθεί ότι δεν έχει αμαρτίες και γι' αυτό δεν χρειάζεται το πένθος; Αλλά και αν ακόμα λέγαμε κάτι τέτοιο -πράγμα σχεδόν αδύνατον, αφού και μόνο το να έχει φθάσει κανείς στη μετριοπάθεια είναι μεγάλο κατόρθωμα- όμως στην αρχή του λόγου μας αναφέ­ραμε και μια ακόμα αιτία πένθους. Οι μαθητές του Χριστού λυπούνταν επειδή δεν θα έβλεπαν πλέον τον Μόνο και Αληθινό Αγαθό, Τον Διδάσκαλο και Σωτήρα τους. Εκείνου και εμείς τώρα τη θέα στερού­μαστε. Και όχι μόνο Εκείνον αλλά και την τρυφή του Παραδείσου. Διότι ξεπέσαμε από αυτή και ανταλ­λάξαμε τον απαθή εκείνο τόπο με τον εμπαθή και επίπονο τούτο χώρο που τώρα ζούμε. Στερηθήκαμε την πρόσωπο με Πρόσωπο συνομιλία μας με τον Θεό, την συναναστροφή με τους Αγγέλους Του και την ατελεύτητη ζωή.
Ποιός λοιπόν, γνωρίζοντας το τι έχουμε στερη­θεί, δεν θα πονέσει και δεν θα πενθήσει γι' αυτό; Αν υπάρχει κάποιος που το γνωρίζει και δεν το κάνει, τότε, σίγουρα, αυτός δεν είναι πιστός.

Επομένως, εμείς τώρα που γνωρίζουμε, με τη θεόπνευστη διδασκαλία της Αγίας Γραφής, τι έχει συμβεί, ας πενθήσουμε τους εαυτούς μας, αδελφοί, και ας καθαρίσουμε τους μολυσμούς που έχουμε υποστεί από τις αμαρτίες που έχουμε διαπράξει, με το σωτήριο πένθος. Έτσι και το έλεος του Θεού θα βρούμε και τον Παράδεισο θα ανακτήσουμε και την αιώνια παρηγοριά και ανάπαυση θα απολαύσουμε.
*
Αυτή τη ζωή, μακάρι όλοι να την αποκτήσουμε, με τη Χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον Αναρχο Πατέρα και το Πανάγιο και Αγαθό και Ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Από την ΚΘ’ ομιλία του Αγ. Γρηγορίου (P.G. 151, 364-376) στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου της ΣΤ’ Κυριακής . για την «κατά Θεόν λύπη»

(Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο «ΩΔΗ ΣΤΟ ΕΦΗΜΕΡΟ: Η Λύπη κατά τους Πατέρες», Εκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ» Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα).

ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2024

Ὁ Ἀόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ´

 

Πρέπει νὰ πολεμᾷ κανεὶς μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις καὶ παντοτεινὰ καὶ γενναῖα.

ὰν θέλῃς νὰ νικᾷς τοὺς ἐχθρούς σου πιὸ γρήγορα καὶ εὔκολα, εἶναι ἀνάγκη νὰ πολεμᾷς, ἀδελφὲ καὶ γιὰ πάντα καὶ γενναῖα, ἐναντίον ὅλων σου τῶν παθῶν, περισσότερο ὅμως καὶ εἰδικὰ ἐναντίον τῆς φιλαυτίας σου, δηλαδὴ τῆς ὑπερβολικῆς ἀγάπης τοῦ ἑαυτοῦ σου, συνηθίζοντας νὰ ἔχῃς γιὰ φίλους σου ἀγαπητοὺς τὶς περιφρονήσεις καὶ τὶς θλίψεις, ποὺ μπορεῖ ποτὲ νὰ σοῦ δώσῃ ὁ κόσμος· γιατί, μὲ τὸ νὰ μὴ γνωρίζει κάποιος αὐτὸν τὸν πόλεμο τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ μὲ τὸ νὰ τὸν ὑπολογίζῃ λίγο, συνέβηκε καὶ συμβαίνει πάντα νὰ εἶναι οἱ νίκες δύσκολες, σπάνιες, ἀτελεῖς καὶ ἀνύπαρκτες.

Λοιπόν, αὐτὸς ὁ πόλεμος πρέπει νὰ γίνεται πάντοτε, ἀσταμάτητα, δηλαδὴ συνεχῶς, ὡς τὴν ὥρα τοῦ θανάτου σου καὶ μὲ γενναία ψυχή, τὴν ὁποία εὔκολα θὰ ἀποκτήσῃς ἐὰν τὴν ζητήσῃς ἀπὸ τὸν Θεό· ἐὰν ὅμως σκεφθῇς τὴν μανιασμένη ὁρμὴ καὶ τὸ παντοτεινὸ μῖσος, ποὺ ἔχουν ἐναντίον σου οἱ ἐχθροὶ δαίμονες καὶ τὸ μεγάλο πλῆθος τῶν παρατάξεων καὶ στρατευμάτων του, σκέψου ὅμως ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ καὶ ὅτι εἶναι πολὺ μεγαλύτερη ἡ δύναμι τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀγάπη ποὺ σοῦ ἔχει καὶ ὅτι πολλοὶ περισσότεροι εἶναι οἱ Ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ καὶ οἱ προσευχὲς τῶν Ἁγίων, ποὺ πολεμοῦν κρυφὰ μὲ τὸ μέρος μας, ὅπως γράφτηκε γιὰ τὸν Ἀμαλήκ· «Μὲ μυστικὸ καὶ ἀόρατο χέρι πολεμᾷ ὁ Κύριος» (Ἔξοδ. 17,16). Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν σκέψι παρακινήθηκαν τόσες γυναῖκες καὶ τόσα ἀνήλικα παιδιὰ καὶ κατέκτησαν καὶ νίκησαν ὅλη τη δύναμι καὶ σοφία τοῦ κόσμου, ὅλες τὶς προσβολὲς τοῦ ἐχθροῦ διαβόλου καὶ ὅλη τὴ μανία του.

πότε, δὲν πρέπει νὰ φοβηθῇς ποτέ, ἂν καὶ σοῦ φαίνεται ὅτι ὁ πόλεμος τῶν ἐχθρῶν εἶναι δυνατὸς κατὰ πολύ, ὅτι θὰ παραμείνη γιὰ ὅλη σου τὴν ζωὴ καὶ ἂς σὲ φοβερίζῃ μὲ πτώσεις ἀπὸ διάφορα μέρη. Γιατὶ, κάθε δύναμι καὶ γνῶσι τῶν ἐχθρῶν μας, βρίσκεται στὰ χέρια τοῦ θείου μας Ἀρχιστρατήγου Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ τοῦ ὁποίου τὴν τιμὴ πολεμεῖσαι. Ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ μόνος του σὲ προσκαλεῖ μὲ πίεσι στὸν πόλεμο, εἶναι φανερό, ὅτι ὄχι μόνο δὲν θὰ ἀφήσῃ ποτὲ νὰ ὑπάρξει σὲ βάρους σου κάποια ἐξουσία καὶ νίκη ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς (γιατὶ αὐτὸ τὸ θεωρεῖ ὡς προσβολή του)· ἀλλὰ πολεμώντας αὐτὸς γιὰ σένα, θὰ τοὺς δώσῃ στὰ χέρια σου νικημένους, ὅταν τοῦ φανῇ εὐχάριστο, ὅπως γράφτηκε «Ὁ Κύριος ὁ Θεός σου πηγαινοέρχεται μέσα στὸ στρατόπεδό σου γιὰ νὰ σὲ προστατεύσῃ καὶ γιὰ νὰ συλλάβη τοὺς ἐχθρούς σου καὶ νὰ τοὺς παραδώσῃ στὰ χέρια σου». (Δευτερ. 23,14).

ὰν ὅμως καὶ αὐτὸς ἀργοπορήσῃ μέχρι τὴν τελευταία μέρα τῆς ζωῆς σου, νὰ κάνῃς αὐτὴ τὴν νίκη (27), αὐτὸ θὰ εἶναι γιὰ μεγαλύτερο κέρδος σου· μόνον ἐσύ, αὐτὸ πρέπει νὰ κάνῃς, τὸ νὰ πολεμᾷς μεγαλόψυχα· καὶ ἂν πολλὲς φορὲς μείνης πληγωμένος στὸν πόλεμο, μὴν ἀφήσῃς ποτέ σου τὰ ὅπλα, οὔτε νὰ φύγῃς· τέλος πάντων, γιὰ νὰ παρακινῆσαι νὰ πολεμᾷς γενναῖα, πρέπει νὰ γνωρίζῃς, ὅτι αὐτὸν τὸν πόλεμο δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀποφύγη κανένας ἄνθρωπος, εἴτε στὴ ζωὴ εἴτε στὸ θάνατο· καὶ ὅποιος δὲν πολεμάει γιὰ νὰ νικήσῃ τὰ πάθη καὶ τοὺς ἐχθρούς του, ἀναγκαστικὰ πρέπει νὰ συλληφθῇ ἀπὸ ἐδῶ ἢ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ νὰ πεθάνῃ.

Γι᾿ αὐτό, πρέπει νὰ πολεμᾶμε γενναῖα καὶ πάντα, γιατὶ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τέτοιους ἐχθρούς, οἱ ὁποῖοι τόσο πολὺ μᾶς μισοῦν, ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐλπίζουμε ποτὲ ἀπὸ αὐτοὺς οὔτε εἰρήνη, οὔτε διωρία ἢ καμμία ἀνακωχὴ καὶ κατάπαυσι τοῦ πολέμου. Γιατὶ καλὸ ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ μὴν ἀνοίξουμε πόρτα καὶ νὰ βάλουμε τοὺς ἐχθροὺς καὶ τὰ πάθη μέσα στὴν ψυχὴ καὶ καρδιά μας· ἀφοῦ ὅμως τοὺς βάλαμε μία φορά, δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ ἀδιαφορήσουμε, ἀλλὰ πρέπει νὰ πολεμᾶμε γιὰ νὰ τοὺς βγάλουμε, ἐπειδὴ αὐτοὶ εἶναι ἀναιδεῖς καὶ ἀδιάντροποι, δὲν βγαίνουν μὲ ἄλλον τρόπο παρὰ μὲ τὸν πόλεμο (28).

------------------------------------

27. Καθὼς o Θεὸς δὲν ἐξωλόθρευσε ὅλα τὰ ἔθνη ἀπὸ τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ἀλλὰ ἄφησε σὲ αὐτὴ τὶς πέντε περιφέρειες τῶν ἀλλοφύλων καὶ τοὺς Σιδωνίους καὶ Ἑβραίους, ἕνα μέν, γιὰ νὰ δοκιμάζῃ τοὺς Ἑβραίους, ἂν φυλάττουν τὶς ἐντολές του καὶ σταθερὴ τὴν πίστι τους σὲ αὐτή. Καὶ ἄλλο, γιὰ νὰ τοὺς μαθαίνῃ πάντοτε τὸν πόλεμο, ὅπως γράφτηκε. «Καὶ αὐτὰ τὰ Ἔθνη ἄφησε ὁ Κύριος, ὥστε πειράσαι ἐν αὐτοῖς τὸν Ἰσραήλ.... Γνῶναι εἰσακούσονται τὰς ἐντολὰς Κυρίου. Τοῦ διδάξαι αὐτοῖς πόλεμον» (Κρίτ. γ´ 13, 14). Κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο δὲν ἐξολοθρεύει ὅλα τὰ πάθη ἀπὸ μᾶς, ἀλλὰ ἀφήνει καὶ μερικὰ νὰ μᾶς πολεμοῦν μέχρι τὸ θάνατό μας, ὄχι ἀπὸ ἀδυναμία, ἢ αἰτία δική του, ἀλλὰ ἀπὸ αἰτία δική μας, καθὼς ἑρμηνεύει ὁ Θεοδώρητος: Ὁ α´, γιὰ νὰ μὴ πέσωμε σὲ ἀμέλεια, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε ἄγρυπνοι, ἐπιμελεῖς καὶ προσεκτικοί· ὁ β´, γιὰ νὰ μὴν λησμονήσουμε τὸν πόλεμο καὶ ξαφνικὰ μᾶς πλακώσουν καὶ μᾶς νικήσουν τὰ πάθη καὶ οἱ ἐχθροί· γ´, γιὰ νὰ προστρέχωμεν πάντα στὸν Θεὸ καὶ νὰ ζητοῦμε θερμότερα τὴν βοήθειά του· ὁ δ´, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανευώμαστε, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε ταπεινοὶ στὸ φρόνημα· ε´, γιὰ νὰ μισήσουμε ἀπὸ τὴν καρδιά μας τὰ πάθη καὶ τοὺς ἐχθρούς, ποὺ τόσο ἀκούραστα ἂς πολεμοῦν ς´, διὰ νὰ δοκιμασθοῦμε, ἂν μέχρι τέλους φυλάξουμε τὴν τιμὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστι· ζ´, γιὰ νὰ παρακινούμεθα στενώτερα στὸ νὰ φυλάττουμε ὅλες τὶς ἐντολὲς καὶ νὰ μὴ παραβαίνουμε οὔτε τὴν παραμικρή· η´, γιὰ νὰ μάθουμε μὲ τὴν δοκιμὴ πόσο ἀξίζει ἡ ἀρετὴ καὶ ἀκολούθως νὰ μὴ τὴν ἀφίνουμε καὶ νὰ πέφτουμε στὴν ἁμαρτία, θ´, γιὰ νὰ γίνεται καὶ ὁ παντοτεινὸς πόλεμος ὑπόθεσις μεγαλυτέρων στεφάνων σὲ μᾶς· ι´, γιὰ νὰ δοξάσουμε τὸν Θεὸ καὶ νὰ ντροπιάσουμε περισσότερο τὸν διάβολον καὶ τὴν ἁμαρτία, μὲ τὴν μέχρι τέλους ὑπομονή μας καὶ ια´, γιὰ νὰ εἴμαστε γυμνασμένοι ἀπὸ συνήθεια στὸν πόλεμο νὰ μὴν φοβηθοῦμε τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου, ὅταν θὰ μᾶς γίνῃ ὁ πλέον δυνατώτερος πόλεμος.

28. Ὁ μέγας Βασίλειος στὸν σχετικὰ μὲ τὴν Παρθενία λόγο του, ἀναφέρει πάνω σὲ αὐτὸ ἕνα ὡραῖο παράδειγμα καὶ λέει. «Καθὼς οἱ βασιλικοὶ στρατιῶτες σὲ καιρὸ πολέμου, δὲν βάλλουν τὰ ἅρματά τους μέσα σε κλεισμένα σπίτια, ἀλλὰ μέσα σὲ ἐκεῖνα ποὺ βρίσκουν ἀνοικτὰ καὶ ἀφοῦ τὰ βάλουν μίαν φορά, τὰ ἀφήνουν μέσα καὶ αὐτοὶ βγαίνουν ἔξω καὶ περπατοῦν, χωρὶς νὰ φοβοῦνται ὅτι κάποιος θὰ ρίξη ἔξω τὰ ἅρματά τους, κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ οἱ πονηροὶ δαίμονες, ὅταν βρίσκουν ἀνοικτὴ τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας, βάζουν μέσα σὲ αὐτὴ τὰ ἅρματά τους, τὰ ὁποῖα εἶναι οἱ κακοὶ λογισμοὶ καὶ τὰ πάθη καὶ τὰ ἀφήνουν, ἐὰν ἐμεῖς δὲν ἀγωνισθοῦμε νὰ τὰ πετάξουμε ἔξω.

Ὁ Ἀόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

Τρίτη 26 Μαρτίου 2024

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΛΙΑΣ (Αγίου Κασσιανού του Ρωμαίου)

 

Θα κάνω λόγο για την εγκράτεια στα φαγητά, η οποία είναι αντίθετη της γαστριμαργίας, και για τον τρόπο των νηστειών και την ποσότητα των φαγητών. Και αυτά, όχι από τον εαυτό μου, αλλά καθώς παραλάβαμε από τους αγίους Πατέρες.

Εκείνοι λοιπόν, δεν έχουν παραδώσει ένα κανόνα νηστείας, ούτε ένα τρόπο της διατροφής, ούτε το ίδιο μέτρο, γιατί δεν έχουν όλοι την ίδια δύναμη, είτε λόγω ηλικίας, είτε ασθένειας, είτε καλύτερης συνήθειας του σώματος. Έχουν όμως παραδώσει σε όλους ένα σκοπό, να αποφεύγουμε την αφθονία και να αποστρεφόμαστε τον χορτασμό της κοιλιάς.

Έχουν δει στην πράξη ότι είναι ωφελιμότερο και βοηθά στην καθαρότητα το να τρώει κανείς μία φορά την ημέρα από το να τρώει κάθε τρεις ή τέσσερις ή εφτά ημέρες. Γιατί λένε, εκείνος που επεκτείνεται υπέρμετρα στη νηστεία, υπέρμετρα κατόπιν τρώει. Και από αυτό, άλλοτε εξαιτίας της υπερβολής της αποχής από την τροφή ατονεί το σώμα και γίνεται πιο απρόθυμο για τις πνευματικές εργασίες, και άλλοτε όταν γεμίσει από το βάρος των τροφών προκαλεί αμέλεια και εξασθένηση της ψυχής.

Και πάλι οι άγιοι Πατέρες δοκίμασαν και είδαν ότι δεν είναι για όλους κατάλληλη η διατροφή με χόρτα, ούτε με όσπρια, ούτε όλοι μπορούν να τρέφονται μόνο με ξερό ψωμί. Και άλλος, καθώς είπαν, ενώ τρώει δύο λίτρες ψωμί, πεινά ακόμη, ενώ άλλος τρώει μία λίτρα ή έξι ουγγιές και χορταίνει.


Σε όλους λοιπόν, όπως είπα, ένα κανόνα εγκράτειας έχουν παραδώσει, το να μην ξεγελιούνται με τον χορτασμό της κοιλιάς (Παροιμ. 24:15), ούτε να παρασύρονται από την ηδονή του λάρυγγα. Γιατί δεν είναι μόνο η διαφορά της ποιότητας των τροφών, αλλά και η ποσότητα που ανάβει τα πυρωμένα βέλη της πορνείας. Γιατί με οποιαδήποτε τροφή όταν γεμίσει η κοιλιά, γεννά το σπόρο της διαφθοράς.

Και πάλι δεν είναι μόνο η κραιπάλη του κρασιού που φέρνει μέθη στη διάνοια, αλλά και η αφθονία του νερού και κάθε τροφής η υπερβολική χρήση, τη ζαλίζει και φέρνει νύστα σ’ αυτήν. Αιτία της καταστροφής των Σοδομιτών δεν ήταν η κραιπάλη του κρασιού και των διαφόρων φαγητών, αλλά η αφθονία του άρτου, κατά τον προφήτη (Ιεζ. 16:49).


Η ασθένεια του σώματος δεν είναι αντίθετη με την καθαρότητα της καρδιάς, όταν δώσουμε στο σώμα εκείνα που απαιτεί η ασθένεια, όχι ό,τι θέλει η ηδονή. Τις τροφές τις χρησιμοποιούμε τόσο ώστε να ζήσουμε, όχι για να σκλαβωθούμε στις ορμές της επιθυμίας. Η μετρημένη και μέσα σε λογικά όρια τροφή βοηθά στην υγεία του σώματος, δεν αφαιρεί την αγιότητα.

Ακριβής κανόνας εγκράτειας, όπως παρέδωσαν οι Πατέρες, είναι να σταματούμε να τρώμε πριν χορτάσουμε. Και ο Απόστολος που είπε: «Μη φροντίζετε για την σάρκα, πώς να ικανοποιήσετε τις επιθυμίες της» (Ρωμ. 13:14), δεν εμπόδισε την αναγκαία κυβέρνηση της ζωής, αλλά απαγόρευσε την φιλήδονη φροντίδα.

(Προς τον επίσκοπο Κάστορα περί των οχτώ λογισμών της κακίας,
Φιλοκαλία, τ. Α΄, εκδ. «Το περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 91)

ΒΑΣΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ (Ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα)