† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2023

ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ Διάλογος με τον Θεοδόσιο, τον επίσκοπο Καισαρείας Βιθυνίας, κατά την πρώτη του εξορία στο φρούριο της Βιζύης της Θράκης.

Σημείωση ''ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ'' : Ας προβληματιστούν οι δήθεν αντιοικουμενιστές που μόνο στα λόγια είναι και δια του χαρτοπολέμου.

Ο διάλογος του αγίου Μαξίμου στον τόπο της εξορίας του με τους συγκλητικούς άρχοντες και με τους επισκόπους της Κωνσταντινουπόλεως είναι ένα κλασικό πλέον κείμενο, στο οποίο φανερώνει τις γνή­σια Ορθόδοξες και εκκλησιαστικές προϋποθέσεις του Αγίου και τις αιρετικές και κοσμικές αντίστοιχα των συνομιλητών του.


Παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από αυτόν τον διάλογο, επειδή πιστεύουμε ότι θα βοηθή­ση τον λαό του Θεού να αντιληφθή ποιοι είναι σε κά­θε εποχή οι εκφρασταί της Πίστεώς του.


Στις 24 του μηνός Αυγούστου, της 14ης επινεμή­σεως που μόλις τώρα πέρασε, επισκέφθηκε τον αββά Μάξιμο στον τόπο της εξορίας του, δηλαδή στο κά­στρο της Βιζύης, ο προρρηθείς επίσκοπος Θεοδόσιος, σταλμένος όπως είπε από τον ίδιο τον πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως Πέτρο. Και μαζί του οι ύπατοι Παύλος και Θεοδόσιος, σταλμένοι όπως είπαν κι αυ­τοί από τον βασιλέα. Είχαν μαζί τους, καθώς φαίνε­ται, και τον επίσκοπο Βιζύης. Και λέγει ο Θεοδόσιος ο Επίσκοπος:


ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Παρακαλούν μέσω ημών ο βασι­λεύς και ο πατριάρχης, να μάθουν από σένα ποια εί­ναι η αιτία που δεν έχεις κοινωνία με τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως.


ΜΑΞΙΜΟΣ: Γνωρίζετε τις καινοτομίες που έγιναν από την επινέμησι του περασμένου κύκλου, οι όποίες άρχισαν από την Αλεξάνδρεια με τα εννέα κεφάλαια που εξέθεσε ο Κύρος, αυτός που δεν ξέρω πως έγινε πατριάρχης της πόλεως εκείνης, και που επικυρώθη­καν από τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Γνωρί­ζετε επίσης και τις άλλες αλλοιώσεις, τις προσθήκες και τις αφαιρέσεις, που έγιναν συνοδικά από τους προεδρεύσαντας στην Εκκλησία των Βυζαντινών. Εν­νοώ τον Σέργιο, τον Πύρρο και τον Παύλο. Και αυτές τις καινοτομίες τις γνωρίζει όλη η οικουμένη. Γι' αυ­τήν την αιτία δεν έχω κοινωνία, ο δούλος σας, με την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Ας αρθούν τα εμπόδια που μπήκαν από τους παραπάνω άνδρες, και μαζί μ' αυτά κι αυτοί που τάβαλαν, όπως είπε ο Θεός: «και τους λίθους εκ της οδού διαρρίψατε» (Ιερεμ. 50, 26). Έτσι, βρίσκοντας την οδό του Ευαγγελίου όπως ήταν πρώτα, λεία και ομαλή και ελεύθερη από κάθε α­κανθώδη αιρετική κακία, θα την βαδίζω χωρίς να μου χρειάζεται καμμία ανθρώπινη προτροπή. Μέχρις ότου όμως οι πατριάρχαι της Κωνσταντινουπόλεως καυχώ­νται για τα τεθέντα εμπόδια και γι' αυτούς που τα έβα­λαν, δεν υπάρχει κανένας λόγος ή τρόπος που να με πείση να έχω κοινωνία με αυτούς.


ΘΕΟΔ.: Μα τι κακό λοιπόν ομολογούμε, ώστε να χωρισθής από την κοινωνία μαζί μας;


ΜΑΞΙΜΟΣ: Επειδή λέγετε ότι ο Θεός και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός έχει μία ενέργεια της Θεότητος και ανθρωπότητός του. Έτσι συγχέετε τον λόγο της θεολογίας με τον λόγο της οικονομίας.
Και πάλι, υιοθετώντας άλλη καινοτομία, αφαιρεί­τε εξ ολοκλήρου όλα τα γνωριστικά και συστατικά (στοιχεία) της θεότητος και ανθρωπότητος του Χρι­στού, θεσπίζοντας με νόμους και τύπους, ότι δεν πρέ­πει να λέγεται γι' Αυτόν, ούτε μία ούτε δύο θελήσεις ή ενέργειες. Αυτό είναι πράγμα ανυπόστατο, διότι οι άγιοι Πατέρες μας διδάσκουν μεγαλοφώνως ότι: «Αυτό που δεν έχει καμμιά δύναμι, ούτε υπάρχει ούτε είναι κάτι ούτε έχει καμμία εντελώς θέσι».


ΘΕΟΔ.: Μη παίρνης σαν κύριο δόγμα, αυτό που γίνεται από οικονομία.


ΜΑΞΙΜΟΣ: Αν δεν είναι κύριο δόγμα για όσους το δέ­χονται, για ποιο λόγο με παραδώσατε ανέντιμα σε βάρβαρα και άθεα έθνη; Για ποιο λόγο καταδικάσθη­κα να μένω στη Βιζύη, και οι σύνδουλοί μου, ο ένας στην Πέρβερι κι ο άλλος στην Μεσήμβρια;
Και ποιος πιστός δέχεται την οικονομία που κάνει να σιγήσουν τα λόγια, τα οποία οικονόμησε ο των όλων Θεός να ειπωθούν από τους αποστόλους και τους προφήτας και διδασκάλους; Κι ας ιδούμε, μεγάλε κύ­ριε, σε ποιο κακό καταλήγει το θέμα αυτό, αν το καλο­εξετάσουμε. Διότι ο Θεός έβαλε στην Εκκλησία, πρώ­τον μεν τους αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, για να καταρτίζωνται οι πιστοί, λέγοντας στο Ευαγγέλιο προς τους αποστόλους και μέσω αυτών προς τους μεταγενεστέρους «Ο υμίν λέγω, πάσι λέ­γω», και πάλι «ο δεχόμενος υμάς εμέ δέχεται, και ο α­θετών υμάς, εμέ αθετεί». Είναι λοιπόν φανερό και ανα­ντίρρητο, ότι αυτός που δεν δέχεται τους αποστόλους και τους προφήτας και διδασκάλους και δεν υπολογί­ζει τα λόγια τους, δεν υπολογίζει τον ίδιο το Χριστό.
Ας εξετάσουμε δε και κάτι άλλο. Ο Θεός διάλεξε και κατέστησε αποστόλους, προφήτας και διδασκά­λους, προς τον καταρτισμό των πιστών. Αντίθετα, ο διάβολος διάλεξε και ξεσήκωσε ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους, για να πολε­μηθή και ο παλαιός νόμος και ο ευαγγελικός. Μονα­δικούς δε ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους εννοώ τους αιρετικούς, των ο­ποίων είναι διεστραμμένοι οι λόγοι και οι λογισμοί. Όπως ακριβώς λοιπόν αυτός που δέχεται τους αληθι­νούς αποστόλους και προφήτας και διδασκάλους, δέ­χεται τον Θεό, έτσι και αυτός που δέχεται τους ψευδα­ποστόλους και ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκά­λους, δέχεται τον διάβολο. Αυτός λοιπόν που βάζει τους αγίους μαζί με τους βδελυρούς και ακαθάρτους αιρετικούς (δεχθήτε τα λόγια μου, λέγω την αλήθεια), προφανώς βάζει στην ίδια μοίρα τον Θεό μαζί με τον διάβολο.
Αν λοιπόν εξετάζοντας τις καινοτομίες που έγι­ναν τώρα στα χρόνια μας, τις βρίσκουμε να έχουν κα­ταντήσει σ' αυτό το πιο ακραίο κακό, προσέξτε μή­πως, ενώ προφασιζόμαστε την ειρήνη, βρεθούμε να νοσούμε και να κηρύττουμε την αποστασία, η οποία θα είναι, κατά τον θείο απόστολο, πρόδρομος της πα­ρουσίας του Αντιχρίστου. Αυτά σας τα είπα χωρίς κανένα δισταγμό, κύριοί μου, για να λυπηθήτε τους ε­αυτούς σας κι εμάς.
Με συμβουλεύετε επίσης να έλθω να κοινωνήσω με την Εκκλησία στην οποία τέτοια κηρύσσονται, ε­νώ έχω άλλα γραμμένα στο βιβλίο της καρδιάς μου, και να γίνω κοινωνός μ' αυτούς που νομίζουν ότι στρέφονται εναντίον του διαβόλου με την βοήθεια του Θεού, ενώ στην πραγματικότητα στρέφονται ενα­ντίον του Θεού; Να μη δώση Ο Θεός, που γεννήθηκε για μένα χωρίς αμαρτία!


Και αφού τους έβαλε μετάνοια, είπε:


ΜΑΞΙΜΟΣ: Οτιδήποτε έχετε διαταγή να κάνετε στο δούλο σας, σας λέγω κάμετέ το. Εγώ πάντως ουδέπο­τε θα γίνω συγκοινωνός μ' αυτούς που δέχονται αυτές τις καινοτομίες.
Μόλις τα άκουσαν εκείνοι αυτά, πάγωσαν. Έβαλαν κάτω τα κεφάλια τους και εσιώπησαν για αρκετή ώρα. Σήκωσε κάποια στιγμή το κεφάλι του ο επίσκοπος Θεοδόσιος, κύτταξε προς τον αββά Μάξιμο και είπε:


ΘΕΟΔ.: Σου λέμε λοιπόν εμείς πως, εάν εσύ κοι­νωνήσης, ο δεσπότης μας ο βασιλεύς θα ελαφρύνη τον Τύπο.


ΜΑΞΙΜΟΣ: Η απόστασις που μας χωρίζει είναι ακόμη μεγάλη. Τι θα κάνουμε με το δόγμα του ενός θελήμα­τος που επικυρώθηκε συνοδικά από τον Σέργιο και τον Πύρρο για την αναίρεσι κάθε ενέργειας;


ΘΕΟΔ.: Εκεινο το χαρτί καταστράφηκε και αχρη­στεύθηκε.


ΜΑΞΙΜΟΣ: Το έσβησαν από τους πέτρινους τοίχους, όχι όμως κι από τις νοερές ψυχές. Ας δεχθούν την καταδίκη του που έγινε συνοδικά στην Ρώμη με ευσε­βή δόγματα και κανόνες, και τότε θα λυθή το μεσότοι­χο και δεν θάχουμε ανάγκη από συμβουλές.


ΘΕΟΔ.: Δεν έχει ισχύ η σύνοδος της Ρώμης, γιατί έγινε χωρίς την διαταγή του βασιλέως.


ΜΑΞΙΜΟΣ: Αν οι διαταγές των βασιλέων δίνουν κύ­ρος στις προγενέστερες συνόδους και όχι η ευσεβής πίστις, ας δεχθούν και τις συνόδους που έγιναν ενα­ντίον του ομοουσίου, μια και έγιναν με εντολή των βασιλέων. Και ποιος κανόνας ορίζει να είναι έγκυρες μόνο εκείνες οι σύνοδοι που συνεκλήθησαν με εντολή βασιλέως ή οπωσδήποτε όλες οι σύνοδοι να συγ­καλούνται κατόπιν βασιλικής διαταγής; Ο ευσεβής κανών της Εκκλησίας γνωρίζει ως άγιες και έγκυρες εκείνες τις συνόδους, τις οποίες διακρίνει η ορθότης των δογμάτων.


ΘΕΟΔ.: Όπως τα λες είναι. η ορθότης των δογμά­των δίνει κύρος στις συνόδους. Τι λοιπόν; Δεν πρέπει καθόλου να λέμε μία ενέργεια στον Χριστό;


ΜΑΞΙΜΟΣ: Σύμφωνα με την αγία Γραφή και τους α­γίους Πατέρας τίποτα τέτοιο δεν παρελάβαμε να λέμε. Αλλά, όπως ακριβώς παρελάβαμε να πιστεύωμε για το Χριστό δύο φύσεις, αυτές από τις οποίες απαρτίζε­ται, έτσι μας επετράπη να πιστεύω με και να ομολογούμε και τις φυσικές Του θελήσεις και ενέργειες που υπάρχουν καταλλήλως σ' αυτόν, αφού αυτός ο ίδιος είναι εκ φύσεως Θεός μαζί και άνθρωπος.


ΘΕΟΔ.: Πράγματι, κύριε, και εμείς ομολογούμε και τις φύσεις και τις διάφορες ενέργειες, δηλαδή και την θεία και την ανθρωπίνη. και ότι η θεότης του εί­ναι θελητική και η ανθρωπότης του θελητική. επειδή η ψυχή του δεν ήταν χωρίς θέλησι. Αλλά για να μη χάνουμε τον καιρό μας εδώ, ό,τι κι αν είπαν οι Πατέ­ρες το ομολογώ, και μάλιστα το κάνω και εγγράφως (δηλαδή), δύο φύσεις και δύο θελήματα και δύο ενέρ­γειες. Έλα λοιπόν να κοινωνήσης μαζί μας και να γί­νη η ένωσις.


ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, δεν τολμώ να δεχθώ εγώ έγγρα­φη συγκατάθεσι από σας γι' αυτό το πράγμα, διότι εί­μαι απλός μοναχός. Αν όμως ο Θεός σας έφερε σε κα­τάνυξι, ώστε να δεχθήτε τους λόγους των αγίων Πατέ­ρων, να ενεργήσετε όπως απαιτούν οι κανόνες. Να στείλετε, δηλαδή, περί τούτου έγγραφο προς τον επί­σκοπο Ρώμης, ο βασιλεύς και ο Πατριάρχης και η πε­ρί αυτόν σύνοδος. Εγώ πάντως ούτε κι αν γίνουν αυ­τά θα κοινωνήσω, επειδή οι αναθεματισθέντες αναφέ­ρονται στην αγία αναφορά. Διότι φοβάμαι το κατά­κριμα του αναθέματος.


ΘΕΟΔ.: Ο Θεός γνωρίζει ότι δεν σε κατηγορώ που φοβάσαι, αλλά ούτε και κανένας άλλος. Για το ό­νομα όμως του Κυρίου, πες μας την γνώμη σου, εάν είναι δυνατόν να γίνη αυτό (δηλ. να αρθή το ανάθεμα ήδη αποθανόντος αιρετικού).


ΜΑΞΙΜΟΣ: Ποια γνώμη μπορώ να σας δώσω γι' αυτό; Πηγαίνετε, ψάξτε να βρήτε αν ποτέ έχει γίνει κάτι τέ­τοιο και ελευθερώθηκε κανείς μετά θάνατον από το έγκλημα για την πίστι, κι από το κατάκριμα που έχει εξαγορευθή εναντίον του. Πρέπει να καταδεχθούν ο βασιλεύς και ο Πατριάρχης να μιμηθούν την συγκα­τάβασι του Θεού. και ο μεν να κάνει παρακλητική κέ­λευσι, ο δε συνοδική δέησι προς τον πάπα της Ρώμης. Χωρίς αμφιβολία, αν βρεθή κάποιος τρόπος εκκλη­σιαστικός που να το επιτρέπη αυτό για την σωστή ομολογία της πίστεως, θα συμφωνήση περί αυτού μαζί σας.


ΘΕΟΔ.: Αυτό θα γίνη οπωσδήποτε. αλλά δος μου τον λόγο σου ότι, εάν στείλουν εμένα, θα έλθης μαζί μου.


ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, σου είναι πιο συμφέρον να πά­ρης μαζί σου τον σύνδουλό μου που είναι στη Μεσημ­βρία, παρά εμένα. Εκείνος και την γλώσσα γνωρίζει και τον σέβονται πολύ, μια και τόσα χρόνια τιμωρεί­ται για τον Θεό και για την ορθή πίστι που κρατεί ο θρόνος τους.


ΘΕΟΔ.: Έχουμε μεταξύ μας κάτι μικροδιαφορές, και δεν μου είναι τόσο ευχάριστο να πάω μαζί του.


ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, αφού νομίζετε ότι πρέπει να γίνη αυτό, ας γίνη όπως αποφασίζετε. εγώ σας ακολουθώ όπου θέλετε.


Μετά από αυτό σηκώθηκαν όλοι επάνω χα­ρούμενοι και με δάκρυα στα μάτια. Έβαλαν με­τάνοια και έγινε προσευχή. Και κάθε ένας τους ασπάσθηκε τα άγια Ευαγγέλια, και τον Τίμιο Σταυρό, και την εικόνα του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και της Δεσποίνης ημών Παναγίας Θεοτόκου της Μητέρας Του, αφού έ­βαλαν επάνω και τα χέρια τους προς βεβαίωσι των συμφωνηθέντων. Αφού ειπώθηκαν αυτά, ό­ταν ασπάζονταν μεταξύ τους είπε ο ύπατος Θεο­δόσιος:


ΘΕΟΔ.: Να λοιπόν, έγιναν όλα καλά. Άρα γε θα καταδεχθή ο βασιλεύς να κάνη παρακλητική κέλευσι;


ΜΑΞΙΜΟΣ: Οπωσδήποτε θα κάνη, εάν θέλη να είναι μιμητής του Θεού και να ταπεινωθή μαζί Του για την κοινή σωτηρία όλων μας. Ας αναλογισθή ότι, αφού ο Θεός που φύσει σώζει, δεν μας έσωσε παρά αφού με την θέλησί Του ταπεινώθηκε, πώς ο φύσει σωζόμενος άνθρωπος θα σωθή ή θα σώση χωρίς να ταπεινωθή;


Μετά δε την αναχώρησι των παραπάνω αν­δρών, στις 8 του μηνός Σεπτεμβρίου της παρού­σης 15ης ινδικτιώνος, πήγε πάλι ο ύπατος Παύ­λος στη Βιζύη προς τον αββά Μάξιμο, έχοντας μαζί του διαταγή που έλεγε τα εξής: «Παραγγέ­λομε στην ενδοξότητά σου να πας στη Βιζύη και να φέρης τον Μοναχό Μάξιμο με πολλή τιμή και περιποίησι, λόγω της μεγάλης του ηλικίας και της ασθενείας του, και διότι αυτός ανήκει στους προγόνους μας και τους έχει τιμήσει. Και να τον βάλης στο λαμπρό μοναστήρι του Αγίου Θεοδώρου, που βρίσκεται δίπλα στο Βασιλικό παλάτι». Αφού λοιπόν ο ύπατος τον πήρε και τον έβαλε στο προειρημένο μοναστήρι, πήγε να δώση ειδοποίησι.
Την επομένη ημέρα πήγαν προς αυτόν οι πα­τρίκιοι Επιφάνιος και Τρώιλος, με λαμπρό ντύ­σιμο και ύφος, καθώς και ο επίσκοπος Θεοδό­σιος. Συναντήθηκαν με αυτόν στο κατηχουμενείο της Εκκλησίας του ιδίου μοναστηριού. Αφού έγινε ο συνηθισμένος ασπασμός κάθησαν, υπο­χρεώνοντας κι αυτόν να καθήση. Και αρχίζοντας τον λόγο μαζί του ο Τρώιλος είπε:


ΤΡΩΙΛΟΣ: Ο αυτοκράτωρ μας διέταξε να έρθουμε και να σου ανακοινώσουμε την γνώμη που έχει η θεο­στήρικτη βασιλεία του. Αλλά πρώτα πες μας, θα κά­νης την διαταγή του βασιλέως ή δεν θα την κάνης;


Ο Μάξιμος είπε:


ΜΑΞΙΜΟΣ:Κύριε, να ακούσω τι διέταξε η ευσεβής του δύναμις και θά αποκριθώ κατάλληλα. γιατί προς κάτι το άγνωστο ποια απάντησι μπορώ να δώσω;


Ο Τρώιλος επέμενε λέγοντας:


ΤΡΩΙΛ.: Δεν πρόκειται να πούμε τίποτε, εάν δεν μας πης πρώτα, αν θα κάνης ή όχι την διαταγή του βασιλέως.


Και όταν τους είδε να αντιστέκωνται και λό­γω της καθυστερήσεώς του να βλέπουν πιο σκληρά και μαζί με τους συνακόλουθούς τους να αποκρίνωνται πιο άγρια, ενώ φάνταζαν τα περή­φανα στολίδια των αξιωμάτων τους, απαντώντας ο αββάς Μάξιμος είπε:


ΜΑΞΙΜΟΣ: Αφού δεν θέλετε να πήτε στον δούλο σας την απόφασι του κυρίου και βασιλέως μας, να λοιπόν σας λέω, κι ακούει ο Θεός και οι άγιοι άγγελοι και όλοι εσείς: οτιδήποτε με διατάξη για κάθε πράγμα που καταλύεται και καταστρέφεται σ' αυτόν τον αιώνα, με προθυμία το κάνω.


Και αμέσως ο Τρώιλος είπε:


ΤΡΩΙΛ.: Συγχωρέστε με, αλλά εγώ φεύγω. γιατί αυτός τίποτε δεν πρόκειται να κάνη.


Και αφού έγινε πάρα πολύς θόρυβος και μεγάλη ταραχή και σύγχυσι, τους είπε ο επίσκοπος Θεοδόσιος:


ΘΕΟΔ.: Πείτε του την διαταγή και θα μάθετε την απάντησί του. Διότι, δεν είναι λογικό να φύγουμε, χω­ρίς να πούμε και να ακούσουμε τίποτε.


Τότε ο πατρίκιος Επιφάνιος είπε:


ΕΠΙΦ.: Αυτό σου δηλώνει με μας ο βασιλεύς: «Ε­πειδή η Δύσις και όσοι διαστρέφουν (τα πράγματα) στην Ανατολή αποβλέπουν σε σένα, κι όλοι εξ αιτίας σου ξεσηκώνονται μη θέλοντας να συμφωνήσουν μαζί μας για την πίστι, είθε να σε κατανύξη ο Θεός να κοινωνήσης μαζί μας βάσει του Τύπου που εκθέσαμε. Θα βγούμε τότε εμείς οι ίδιοι στη Χαλκή (πύλη) και θα σε ασπασθούμε, θα σου δώσουμε το χέρι και με κάθε τιμή και δόξα θα σε βάλουμε στην μεγάλη Εκκλησία. Θα στέκεσαι μαζί μας στο μέρος που συνηθίζουν να στέκωνται οι βασιλείς. Θα κάνουμε τότε και την σύ­ναξι (Θ. Λειτουργία) και θα κοινωνήσουμε τα άχρα­ντα και ζωοποιά μυστήρια, το ζωοποιό σώμα και αίμα του Χριστού. Θα σε ανακηρύξουμε πατέρα μας. και θα γίνη χαρά όχι μόνο στην φιλόχριστη και βασιλική μας πόλι, αλλά και σ' όλη την οικουμένη. Γιατί γνω­ρίζουμε πολύ καλά ότι, εάν εσύ κοινωνήσης με τον ε­δώ άγιο θρόνο, όλοι θα ενωθούν μαζί μας, αυτοί που εξ αιτίας σου και εξ αιτίας της διδασκαλίας σου απο­σχίσθηκαν από την κοινωνία με μας».


Γυρίζοντας τότε προς τον επίσκοπο ο αββάς Μάξιμος του είπε με δάκρυα στα μάτια:


ΜΑΞΙΜΟΣ: Μεγάλε κύριε, όλοι περιμένουμε ημέρα κρίσεως. Αληθινά, ούτε όλη η δύναμι των ουρανών δεν θα με πείση να το κάνω αυτό. Γιατί, τι θα έχω να απολογηθώ -δεν λέω στο Θεό, αλλά στην συνείδησί μου-, αν για την δόξα των ανθρώπων, που μόνη της δεν έχει καμμιά οντότητα, γίνω εξωμότης της πίστεως που σώζει αυτούς που την υπερασπίζονται;


Όταν άκουσαν τα λόγια αυτά, σηκώθηκαν ό­λοι επάνω και γεμάτοι θυμό τον έσπρωξαν, τον τράβηξαν και τον έρριξαν κάτω. Τον γέμισαν μά­λιστα από το κεφάλι ως τα νύχια με φτυσίματα, που η δυσωδία τους παρέμεινε μέχρις ότου πλύ­θηκαν τα ρούχα του. Σηκώθηκε τότε και ο επί­σκοπος και είπε:


ΘΕΟΔ.: Δεν έπρεπε να το κάνετε αυτό. Έπρεπε να ακούσωμε μόνο την απάντησί του και να την αναφέ­ρωμε στον αγαθό μας βασιλέα.


Μόλις τους έπεισε ο επίσκοπος να ησυχά­σουν, κάθησαν πάλι. Με θυμό όμως και αγριότη­τα του είπαν μύριες βρισιές και ακατανόμαστες κατάρες. Τότε του είπε ο Επιφάνιος:


ΕΠΙΦ.: Πες μας λοιπόν κάκιστε λαίμαργε γέρο, μας είπες αυτά τα λόγια θεωρώντας ως αιρετικούς ε­μάς και την πόλι μας και τον βασιλέα; Αληθινά, είμα­στε περισσότερο Χριστιανοί και ορθόδοξοι από σένα. Και ομολογούμε ότι ο Κύριός μας και Θεός έχει και θεϊκή και ανθρώπινη θέλησι και νοερή ψυχή. και ότι κάθε νοερή φύσι οπωσδήποτε έχει εκ φύσεως το θέ­λειν και το ενεργείν, επειδή ίδιον της ζωής είναι η κί­νησις και ίδιον του νοός η θέλησις. Και γνωρίζουμε ότι είναι θελητικός, όχι μόνο κατά την θεότητα, αλλά και κατά την ανθρωπότητα. Δεν αρνούμαστε επίσης και τις δύο θελήσεις του και ενέργειες.


Και απαντώντας ο αββάς Μάξιμος είπε:


ΜΑΞΙΜΟΣ: Εάν πιστεύετε έτσι, όπως πιστεύουν οι νο­ερές φύσεις και η Εκκλησία του Θεού, πώς εσείς με αναγκάζετε να κοινωνήσω με τον Τύπο, που μόνο την αναίρεσι αυτών έχει;


ΕΠΙΦ.: Αυτό έγινε για οικονομία, για να μη ζημιωθούν οι λαοί μας με τέτοιες λεπτολογίες.


Και απαντώντας ο αββάς Μάξιμος είπε:


ΜΑΞΙΜΟΣ: Συμβαίνει το αντίθετο. κάθε άνθρωπος α­γιάζεται με την ακριβή ομολογία της πίστεως, και όχι με την αναίρεσι που βρίσκεται στον Τύπο.


Και είπε ο Τρώιλος:


ΤΡΩΙΛ.: Και στο παλάτι σου είπαμε, ότι (ο Τύ­πος) δεν ανήρεσε τίποτε, αλλά διέταξε να κατασιγά­σουν (οι διϊστάμενες απόψεις) για να ειρηνεύσουμε ό­λοι.


Και απαντώντας πάλι ο αββάς Μάξιμος είπε:


ΜΑΞΙΜΟΣ: Η σιωπή των λόγων είναι αναίρεσις των λόγων. Λέγει το Άγιον Πνεύμα μέσω του Προφήτου Δαβίδ: «Ουκ εισί λαλιαί, ουδέ λόγοι, ων ουχί ακούονται αι φωναί αυτών». Άρα λοιπόν ο λόγος που δεν λέγεται, δεν είναι καν λόγος.


Και είπε ο Τρώιλος:


ΤΡΩΙΛ.: Στην καρδιά σου να έχης ό,τι θέλεις, δεν σε εμποδίζει κανείς.


Ο αββάς Μάξιμος απήντησε:


ΜΑΞΙΜΟΣ: Ο Θεός δεν περιώρισε στην καρδιά όλη την σωτηρία, αλλά είπε: «Ο ομολογών με έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω αυτόν έμπροσθεν του Πα­τρός μου του εν ουρανοίς». Και ο θείος Απόστολος διδάσκει ως εξής: «Kαρδία μεν πιστεύεται εις δικαιο­σύνην. στόματι δε ομολογείται εις σωτηρίαν». Αν λοιπόν ο Θεός και οι προφήται και οι απόστολοι του Θεού προτρέπουν να ομολογήται με τους λόγους των Αγίων το μυστήριο, το μεγάλο και φρικτό και σωτή­ριο για όλο τον κόσμο, δεν πρέπει να σιωπήση με κα­νένα τρόπο η φωνή που κηρύττει αυτό, για να μη κιν­δυνεύση η σωτηρία των σιωπώντων.


Και απαντώντας ο Επιφάνιος με πολύ άγριο τρόπο είπε:


ΕΠΙΦ.: Υπέγραψες στον λίβελλο;


Και είπε ο αββάς Μάξιμος:


ΜΑΞΙΜΟΣ: Ναι υπέγραψα.


ΕΠΙΦ.: Και πώς τόλμησες να υπογράψης και να αναθεματίσης αυτούς που ομολογούν και πιστεύουν ό­πως οι νοερές φύσεις και η καθολική Εκκλησία; Α­ληθινά με δική μου πρότασι θα σε πάμε στην πόλι, θα σε στήσουμε δεμένο στην αγορά και θα φέρουμε τους μίμους, άνδρες και γυναίκες, και τις πιο διάσημες πόρνες και όλο το λαό, για να χτυπήση και φτύση κα­θένας και καθεμιά τους το πρόσωπό σου.


Απαντώντας σ' αυτά ο αββάς Μάξιμος είπε:


ΜΑΞΙΜΟΣ: Ας γίνη όπως είπατε, εάν αναθεματίσαμε αυτούς που ομολογούν ότι ο Κύριος έχει δύο φύσεις, και τις κατάλληλες σ' αυτόν δύο φυσικές θελήσεις και ενέργειες, και ότι είναι εκ φύσεως αληθινός Θεός και άνθρωπος. Διάβασε, δέσποτα, τα πρακτικά και τον λίβελλο, και εάν βρήτε αυτά που είπατε, κάμετε ό,τι σκέπτεσθε.


Μετά από αυτά τον ωδήγησαν στην Κωνσταντι­νούπολι και έβγαλαν απόφασι εναντίον τους. Ανεθε­μάτισαν και κατεδίκασαν τον εν αγίοις Μάξιμο, τον μακάριο μαθητή του Αναστάσιο, τον αγιώτατο πάπα Μαρτίνο, τον άγιο Σωφρόνιο πατριάρχη Ιεροσολύ­μων, και όλους τους ορθοδόξους και ομοφρονούντας μ' αυτούς. Έπειτα έφεραν και τον άλλο μακάριο Αναστάσιο. Αφού χρησιμοποίησαν και γι' αυτόν τα ίδια αναθέματα και βρισιές, τους παρέδωσαν στους άρχο­ντες λέγοντας: Αποφασίζουμε να σας παραλάβη αμέ­σως ο πανεύφημος έπαρχός μας, που είναι δω, στο πο­λυάνθρωπο ανάκτορό του. Να σας χτυπήση με νεύρα στα μετάφρενα (τον Μάξιμο, Αναστάσιο και Αναστά­σιο), και να αποκόψη από την ρίζα το όργανο της ακολασίας σας, δηλαδή την βλάσφημη γλώσσα σας, του Μαξίμου, Αναστασίου και Αναστασίου. Στη συ­νέχεια να κόψη με σιδερένιο μαχαίρι και την ταραχώ­δη δεξιά που υπηρέτησε τον βλάσφημο λογισμό σας. Μόλις δε σας αποστερήσουν αυτά τα βδελυκτά μέλη, να τα κρεμάσουν πάνω σας και να σας περιφέρουν στα δώδεκα τμήματα της βασιλίδος των πόλεων. Κατόπιν να σας παραδώση σε ισόβια εξoρία και ταυτόχρονα συνεχή φρούρησι, έτσι που συνεχώς και για όλο το χρόνο της ζωής σας να οδύρεσθε για τα βλάσφημα σφάλματά σας. Γιατί η κατάρα που εφεύρατε ε­ναντίον μας, επέπεσε πάνω στα κεφάλια σας.


Τότε λοιπόν τους πήρε ο έπαρχος και τους τιμώ­ρησε κόβοντας τα μέλη τους. Τέλος τους περιέφερε σ' όλη την πόλι και τους εξώρισε στην Λαζική.

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2023

Ο ΜΕΓΑΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΓΩΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ


"τῇ σῇ γὰρ γεννὴσει 
πάσας αἱρετικῶν τὰς ὁρμάς, 
ἐκ Θεοῦ προνοίας ἀπεκρούσατο" 
(Ἀπόστιχο Κ΄ Ἰανουαρίου)

Απέναντι στην σκανδαλώδη αίρεση του Νεστοριανισμού [1] αντιτάχθηκε το σύνολο του ορθοδόξου κόσμου και ιδίως οι μοναχοί. Πολλοί όμως εκ των πολεμίων της διδασκαλίας του Νεστορίου από υπερβάλλοντα ζήλο έφθασαν στο άλλο άκρο, ισχυριζόμενοι ότι η θεία φύση απορρόφησε την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Η αίρεση αυτή, την οποία συστηματοποίησαν και διέδωσαν ο αρχιμανδρίτης Ευτυχής και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Διόσκορος, ονομάστηκε Μονοφυσιτισμός και καταδικάστηκε από την Εκκλησία με την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο (451) που έγινε στην Χαλκηδόνα.
Σε αυτήν παραβρισκόταν ο γεραρός υπερασπιστής της Ορθοδοξίας Πατριάρχης Ιεροσολύμων [2] Ιουβενάλιος, ο οποίος είχε συμμετάσχει και στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Πριν όμως ο Ιουβενάλιος επιστρέψει στην Αγία Πόλη, έφθασε σε αυτήν ένας μοναχός ονόματι Θεοδόσιος, ο οποίος και διέδωσε ότι στην Χαλκηδόνα ουσιαστικά προδόθηκε η Ορθοδοξία και έγινε αποδοχή της διδασκαλίας του Νεστοριανισμού. Ο Θεοδόσιος κατάφερε να παρασύρει όχι μόνο το μεγαλύτερο μέρος των πιστών, και μάλιστα των μοναχών, αλλά ακόμη και αυτήν την σεβαστή αυτοκράτειρα Ευδοκία, που παρεπιδημούσε στα Ιεροσόλυμα. Ο Πατριάρχης Ιουβενάλιος θεωρήθηκε αιρετικός και στον πατριαρχικό θρόνο τοποθετήθηκε ο Θεοδόσιος, ο οποίος έσπευσε να αντικαταστήσει σε όλες τις επαρχίες τους ορθοδόξους επισκόπους με μονοφυσίτες! Πολλές ταραχές (ακόμη και φόνοι) έγιναν για να στερεοποιηθεί στον θρόνο του, αφού οι πιστοί πιέζονταν να αποκηρύξουν τον Ιουβενάλιο και την Σύνοδο της Χαλκηδόνας. 
Η μεγάλη πλειοψηφία τελικά τάχθηκε με τον Θεοδόσιο, εξαιτίας της υποστήριξής του από την Ευδοκία, που την σεβόντουσαν και την θαύμαζαν όλοι για την σοφία και την αρετή της. Όλοι σχεδόν οι ναοί και όλα τα μοναστήρια μνημόνευαν τον Θεοδόσιο και όλοι οι μοναχοί, ακόμη και οι ενάρετοι, όπως ο Γεράσιμος ο Ιορδανίτης, ο μετέπειτα γνωστός Άγιος. Ο αυτοκράτορας Μαρκιανός έστειλε επιστολή στους μοναχούς να αποδεχθούν τον Ιουβενάλιο και την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, αλλά αυτοί "νομίζοντες ὅτι ἠμύνοντο τῆς ὀρθοδοξίας δὲν ὑπήκουον" [3].
Η Εκκλησία των Ιεροσολύμων κινδύνευε να πέσει εντελώς στην αίρεση του Μονοφυσιτισμού. Μόνο δυο-τρεις ασκητές [4] και ένα μοναστήρι αντιδρούσαν. Το μοναστήρι αυτό ήταν το Κοινόβιο του Μεγάλου Ευθυμίου, ο οποίος εκείνη την περίοδο ήταν περίπου 75 ετών. Όπως γράφει ο βιογράφος του Αγίου, Κύριλλος Σκυθοπολίτης "πάντων τοίνυν τότε σχεδὸν τῶν τε πολιτῶν καὶ τῆς ἐρήμου μοναχῶν τῇ τούτου (σ. ημ. του Θεοδοσίου) ἀποστασίᾳ ἐπακολουθησάντων, μόνοι οἱ περὶ τὸν μέγαν Εὐθύμιον ἐκ πάσης τῆς ἐρήμου τούτῳ κοινωνήσαι οὐκ ἠνέσχοντο" [5].
Ο Θεοδόσιος έστειλε στον Μέγα Ευθύμιο αντιπροσωπεία, αποτελούμενη από τους αρχιμανδρίτες Ελπίδιο και Γερόντιο. με σκοπό να τον πείσουν να ενωθεί με αυτόν. Ο δε Μέγας Ευθύμιος απάντησε: "μή μοι γένοιτο ταῖς μιαιφονίαις κοινωνῆσαι Θεοδοσίου, ἢ τῇ αὐτοῦ ὑπαχθῆναι κακοδοξίᾳ" [6]. Οι αρχιμανδρίτες του είπαν: "μα είναι δυνατόν Γέροντα, να κοινωνήσουμε με το δόγμα του Νεστορίου το οποίο επικύρωσε η Σύνοδος της Χαλκηδόνας; Που ακούσαμε στην Γραφή ή στους Αγίους Πατέρες για δύο φύσεις του Χριστού;". Ο Μέγας Ευθύμιος όμως τους εξήγησε τον Όρο της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου και την ορθόδοξη διδασκαλία περί της Χριστολογίας, ότι δηλαδή ο Χριστός μας είναι τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος και πως η ένωση των δύο φύσεων (θείας και ανθρώπινης) τελέσθη αδιαιρέτως και αχωρίστως (αναίρεση του Νεστοριανισμού), ασυγχύτως και ατρέπτως (αναίρεση του Μονοφυσιτισμού) σε μία υπόσταση [7]. Από τους δύο αρχιμανδρίτες, ο Ελπίδιος συντάχθηκε με τον Άγιο (αν και δεν διέκοψε κοινωνία αμέσως με τον Θεοδόσιο [8]), ενώ ο Γερόντιος επέμεινε στην αίρεση και έτσι "ἀσύμφωνοι ἀπολυθέντες ἦλθον πρὸς τὸν ἀποστείλαντα αὐτούς" [9]. 
Ο Θεοδόσιος φοβούμενος ότι ο Μέγας Ευθύμιος ίσως μεταστρέψει και άλλους έσπευσε να σβήσει τον "ζωτικὸν σπινθῆρα τῆς εὐσεβείας" [10], στέλνοντας και άλλες αντιπροσωπείες. Βλέποντας την πίεση αυτή ο Άγιος αναχώρησε πιο βαθιά στην έρημο παραγγέλνοντας όμως στους μοναχούς του "τῇ ἀποστασίᾳ μὴ κοινωνῆσαι". 
Αυτό που φοβόταν ο Θεοδόσιος όμως έγινε. Αρχικά ο Μέγας Ευθύμιος μετέστρεψε στην γνήσια Ορθοδοξία τον Άγιο Γεράσιμο τον Ιορδανίτη. Ο Άγιος Γεράσιμος είχε και αυτός παραπλανηθεί αρχικά, αλλά επειδή είχε αγνή ψυχή έβαλε λογισμό να πάει να συναντήσει τον διάσημο για την αρετή του Ευθύμιο για να συζητήσει το θέμα αυτό. Μένοντας χρόνο μαζί του πείσθηκε ότι ο Όρος της Συνόδου της Χαλκηδόνας είναι ορθόδοξος και διέκοψε την κοινωνία με τον Θεοδόσιο ("ἀποστῆναι τῆς πρὸς Θεοδόσιον κοινωνίας μετὰ καὶ ἄλλων ἀναχωρητῶν, Πέτρου τε τοῦ ἐπίκλην, Γουρνίτου καὶ Μάρκου καὶ Ἰούλωνος καὶ Σιλουανοῦ" [11]).
Τελικά ο αυτοκράτορας Μαρκιανός, που ήταν ορθόδοξος, έστειλε στρατό για να επιβάλλει την τάξη και να απαλλάξει την Ιερουσαλήμ από τους ταραξίες Μονοφυσίτες. Όμως, αν και τελικά ο Πατριάρχης Ιουβενάλιος αποκαταστάθηκε και ο Θεοδόσιος εγκατέλειψε την πόλη, η Ευδοκία παρέμενε στην πλάνη της και δεν αναγνώριζε τον Ιουβενάλιο και την Σύνοδο της Χαλκηδόνας. Κατά παραχώρηση Θεού, επειδή η Ευδοκία ήταν αγνή ψυχή, συνέβησαν κάποια άσχημα περιστατικά, τα οποία την οδήγησαν να σκεφτεί μήπως σφάλλει. Έστειλε έτσι αντιπροσώπους στον περίφημο Άγιο Συμεών τον Στυλίτη, ο οποίος της συνέστησε τα εξής: "ἔχεις τοίνυν αὐτόθεν τὸν Θεοφόρον Εὐθύμιον, ἕπου ταῖς αὐτοῦ διδασκαλίαις καὶ νουθεσίαις καὶ σώζῃ" [12].
Πράγματι η Ευδοκία συναντήθηκε με τον Μέγα Ευθύμιο ο οποίος την προέτρεψε: "ἀφισταμένη τῆς Διοσκόρου κοινωνίας, Ἰουβεναλίῳ ἐπισκόπῳ Ἱεροσολύμων κοινώνησον" [13]. Η πανηγυρική επανένταξη της Ευδοκίας στην Ορθοδοξία [14] οδήγησε και πολλούς που την εμπιστεύονταν στην κρίση της, στην κοινωνία με την Εκκλησία. Ανάμεσα σε αυτούς και ο προαναφερθείς αρχιμανδρίτης Ελπίδιος.
Ελαττώθηκε έτσι κατά πολύ η ισχύς του Μονοφυσιτικού σχίσματος στην Ιεροσολυμιτική Εκκλησία, χάρις στο ανάστημα και το πατερικό φρόνημα του Μεγάλου Ευθυμίου, του οποίου τις πρεσβείες επικαλούμαστε όλοι οι Ορθόδοξοι, που τιμήσαμε την μνήμη του σήμερα, ώστε να στερεωνόμαστε στον υπέρ της Πίστεως Ιερό Αγώνα!

Νικόλαος Μάννης

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Αιρετική διδασκαλία του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου (αρχές Δ΄ αι.), σύμφωνα με την οποία η Παναγία μας (την οποία αποκαλούσε όχι Θεοτόκο, αλλά Χριστοτόκο) δεν γέννησε τον Θεό Λόγο, αλλά τον άνθρωπο Χριστό, στον οποίο μετά ήλθε και κατοίκησε ο Θεός Λόγος. Καταδικάστηκε από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο.
[2]  Ήταν ο πρώτος από τους Επισκόπους των Ιεροσολύμων ο οποίος έλαβε τον τίτλο "Πατριάρχης", μιας και στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο η Εκκλησία των Ιεροσολύμων ανυψώθηκε σε Πατριαρχείο.
[3] Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, Ιεροσόλυμα/Αλεξάνδρεια, 1910, σελ. 172.
[4] Έναν από αυτούς, τον Αββά Γελάσιο προσέγγισε ο Θεοδόσιος και του ζήτησε να αναθεματίσει τον Ιουβενάλιο. Ο Άγιος Γελάσιος απάντησε ότι άλλον επίσκοπο δεν αναγνωρίζει, παρά μόνο τον Ιουβενάλιο. Τότε οι οπαδοί του Θεοδοσίου τον έπιασαν έξω από τον ναό και έβαλαν γύρω του ξύλα απειλώντας ότι θα τον κάψουν ζωντανό. Ο Άγιος παρέμεινε ακίνητος και ατάραχος, χωρίς να πει τίποτα και τελικά, για τον φόβο του κόσμου ο οποίος τον είχε σε μεγάλη ευλάβεια, τον άφησαν να φύγει! 
[5] Αυγουστίνου μοναχού Ιορδανίτου, Βίος Μεγάλου Ευθυμίου υπό Κυρίλλου Σκυθοπολίτου, Ιεροσόλυμα, 1913, σελ. 45.
[6] Αυτόθι.
[7] Αντιμαχόμενη τα δύο άκρα του Νεστροριανισμού και του Μονοφυσιτισμού η Εκκλησία διά της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου αναθεμάτισε και τους πρωτεργάτες των αιρέσεων αυτών: "τοὺς αἱρετικοὺς ὑμεῖς ἐξεβάλετε· Νεστορίῳ καὶ Εὐτυχεῖ καὶ Διοσκόρῳ ἀνάθεμα. Ἡ Τριὰς τοὺς τρεῖς καθεῖλεν. Ἡ Τριὰς τοὺς τρεῖς ἐξέβαλε" (ACO II, 1, 2, 156).
[8] "Εἰ καὶ μὴ πάραυτα τῆς Θεοδοσίου ἀπέστη κοινωνίας" (Αυγουστίνου μοναχού, ό.π., σελ 47).
[9] Αυτ.
[10] Αυτ.
[11] Αυτ., σελ. 49.
[12] Αυτ., σελ. 52.
[13] Αυτ., σελ. 53.
[14] Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη της στις 13 Αυγούστου. 

ΚΥΡΙΕΣ ΠΗΓΕΣ
1. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, Ιεροσόλυμα/Αλεξάνδρεια, 1910
2. Αυγουστίνου μοναχού Ιορδανίτου, Βίος Μεγάλου Ευθυμίου υπό Κυρίλλου Σκυθοπολίτου, Ιεροσόλυμα, 1913
3. Θεοδωρήτου Ιερομονάχου, Μοναχισμός και αίρεσις, Αθήνα, 1977

Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2023

«Οὐδέποτε διά μεσότητος, ἄνθρωπε, τά ἐκκλησιαστικά διωρθώθη»*


Τοῦ ἐν ῾Αγίοις πατρός ἡμῶν Μάρκου ᾿Επισκόπου ᾿Εφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ 


᾿Ενδοξότατε, σοφώτατε, λογικώτατε καί ποθεινότατε εἰς ἐμέ ἀδελφέ καί πνευματικέ μου υἱέ, κύριε Γεώργιε, εὔχομαι πρός τόν Θεόν νά εἶσαι ὑγιής ψυχικῶς καί σωματικῶς καί σέ ὅλα νά ἔχεις καλῶς. Μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί ἐγώ εἶμαι ἀρκετά καλά κατά τήν ὑγεία τοῦ σώματος.


῞Οση χαρά μᾶς γέμισες, ὅταν τάχθηκες μέ τήν ὀρθή πίστη καί τό εὐσεβές καί πάτριο φρόνημα, καί ὑποστήριξες τήν ἀλήθεια, πού οἱ ἄδικοι κριτές καταδίκασαν, τόση -ἀπεναντίας- λύπη καί κατήφεια μᾶς κυρίευσε, ὅταν ἀκούσαμε τήν μεταβολή σου καί πάλι τά ἀντίθετα νά φρονεῖς καί νά λέγεις, καί νά συντρέχεις τούς κακούς οἰκονόμους μέ τήν θεωρία τῆς «μεσότητας» καί τῆς «οἰκονομίας». Εἶναι ἄραγε καλές αὐτές οἱ θεωρίες καί ἄξιες μιᾶς ψυχῆς ποῦ φιλοσοφεῖ;

Καί ἐνῷ ἐγώ σκεπτόμουν νά σοῦ πλέξω τό ἐγκώμιο καί εἶχα κατά νοῦ τόν μέγα Γρηγόριο τόν τῆς Θεολογίας ἐπώνυμο, ὁ ὁποῖος ἐπαινοῦσε κάποιον φιλόσοφο ῎Ηρωνα λεγόμενο, ἀντιστεκόμενο στήν πλάνη τῶν ᾿Αρειανῶν μέ τά λόγια ὅτι ἀφοῦ μέ μαστίγιο καταξεσχίσθηκε τό σῶμα του, πῆγε στήν ἐξορία. Σύ ὅμως δίχως οὔτε τοῦ ἑνός, οὔτε τοῦ ἄλλου λυπηροῦ πεῖρα νά ἀποκτήσεις, μόνον μέ ἀπειλές, ἀπ' ὅτι φαίνεται, πτοήθηκες καί ἔτσι εὔκολα ἀμέσως ἐπρόδωσες τήν ἀλήθεια. «Τίς δώσει τῇ κεφαλῇ μου ὕδωρ καί τοῖς ὀφθαλμοῖς μου πηγήν δακρύων καί κλαύσομαι τήν θυγατέρα Σιών» τήν τοῦ φιλοσόφου (ἐννοῶ) ψυχή «(ἶ)ιπιζομένην καί μεταφοερομένην, ὡς χνοῦς ἀπό ἅλωνος θερινῆς». ᾿Αλλά θά πεῖς ἴσως, ὅτι δέν πῆγες στήν ἀντίθετη πλευρά, ἀλλά ὅτι σέ μιά μέση κατάσταση καί κάποια «οἰκονομία» ἀποβλέπεις. Οὐδέποτε μέ τίς μέσες καταστάσεις, ἄνθρωπέ μου, διορθώθηκαν τά ἐκκλησιαστικά. Δέν ὑπάρχει μέση κατάσταση μεταξύ ἀληθείας καί ψεύδους. ᾿Αλλά, ὅπως ὅποιος φεύγει ἀπό τό φῶς, στό σκοτάδι -κατ' ἀνάγκην- μεταφέρεται, ἔτσι καί αὐτός πού παρεκκλίνει ἔστω καί λίγο ἀπό τήν ἀλήθεια στό ψεῦδος πλέον ἀνήκει, θά λέγαμε ἀληθῶς. Καίτοι μπορεῖ κανείς νά μιλήση γιά μέση κατάσταση μεταξύ φωτός καί σκότους, αὐτό πού καλεῖται λυκαυγές ἤ λυκόφως, ὅμως μέση κατάσταση μεταξύ ἀληθείας καί ψεύδους δέν θά μπορέσει νά ἀνακαλύψει κανείς ὅσο πολύ καί ἄν κοπιάσει.

῎Ακουσε πῶς «ἐγκωμιάζει» τήν Σύνοδο πού εἰσηγεῖται τήν μέση κατάσταση ὁ πολύς ἐν θεολογίᾳ Γρηγόριος. «᾿Εκείνη ἡ Σύνοδος μπορεῖ νά ὀνομασθεῖ, εἴτε Πύργος τῆς Χαλάνης (τῆς Βαβέλ) στόν ὁποῖο ὁ Θεός καλῶς προκάλεσε τήν σύγχυση τῶν γλωσσῶν (ὅπως καί ἔπρεπε, διότι ἡ συμφωνία ἦταν γιά κακό), εἴτε τό Συνέδριο τοῦ Καϊάφα, πού κατέκρινε τόν Χριστό, εἴτε κάτι παρόμοιο. Διότι αὐτή τά πάντα ἀνέτρεψε καί συνέχεε. Τό μέν εὐσεβές καί παλαιό δόγμα γιά τό ὁμότιμον τῆς ῾Αγίας Τριάδος κατέλυσε, προσπαθῶντας μέ διάφορα τεχνάσματα νά γκρεμίσει τό ὁμοούσιον, πρός δέ τήν ἀσέβεια ἄνοιξε τήν θύρα μέ τήν μεσότητα τῆς διατυπώσεως. Διότι ἔγιναν σοφοί γιά νά πράττουν τά κακά ἐνῷ τό νά πράττουν τά καλά δέν ἐγνώρισαν". ᾿Αλλά δέν ταιριάζουν αὐτά καί γιά τήν δική μας τωρινή Σύνοδο1; Καί πολύ μάλιστα, ἐγώ θά ἔλεγα. ᾿Αλλά, ὅσο δέν ἦταν καί τόσο πρόθυμη νά μεταχειρισθεῖ τήν μεσότητα καί τήν διπλόη τόσο ἐμποδιζόταν ἀπό τούς μισθοδότες (Λατίνους). Γι' αὐτό καί φανερά τήν βλασφημία ἐξέφρασε κατά τίς προσδοκίες ἐκείνων. Μᾶλλον, ὅπως εἶπε ὁ προφήτης «᾿Ωά ἀσπίδων ἔρρηξαν καί ἱστόν ἀράχνης ὑφαίνουσι». Καί ὄντως, ἱστός ἀράχνης εἶναι ὁ ὅρος πού αὐτοί συνέθεσαν καί ὀνόμασαν. ῞Ας μή μᾶς ἐξαπατοῦν λοιπόν μέ τήν υἱοθέτηση τῆς μεσότητας καί τῆς διπλόης. Καϊαφαϊκό Συνέδριο εἶναι, ὅσο ἡ ἕνωση πού ἔκαναν τήν ᾿Εκκλησία ἐπισκιάζει.

Μέχρι πότε, ἀγαπητέ, θά ἀπασχολεῖς στά μάταια τό εὐγενικό καί φιλότιμο τῆς ψυχῆς σου; Μέχρι πότε θά ζεῖς στά ὄνειρα, καί πότε ἐσύ θά ἐπιδιώξεις τήν ἀλήθεια μέ τόν πρέποντα ζῆλο; Φεῦγε ἀπό τήν Αἴγυπτο δίχως ἐπιστροφή. Φεῦγε ἀπό τά Σόδομα καί τά Γόμορα. Πήγαινε πρός τό ῎Ορος νά σωθεῖς καί νά μή συμπεριληφθεῖς στήν καταστροφή. ᾿Αλλά σέ ἔχει κυριεύσει ἡ κενοδοξία καί ὁ ψευδώνυμος πλοῦτος, καί τά κομψά καί ἀνθοστόλιστα ἐνδύματα καί τά ὑπόλοιπα πού συνθέτουν τήν κοσμική εὐημερία. ᾿Αλοίμονο στήν ἀφιλόσοφο διάνοια τοῦ φιλοσόφου! ᾿Αναλογίσου αὐτούς πού πρίν ἀπό ἐσέ ἀσχολήθηκαν μέ αὐτά πού σύ θεωρεῖς σημαντικά.

Αὔριο καί ἐσύ θά κατεβεῖς στόν ῞Αδη, ἀφήνοντας τά πάντα πίσω σου ἐπάνω στή γῆ. Καί τότε θά σοῦ ζητηθεῖ λόγος μέ πολλή ἀκρίβεια γιά τά ὅσα ἔπραξες ἐν ζωῇ, ὅπως ἀκριβῶς καί ἀπό τήν ψευδώνυμη Σύνοδο θά ζητηθεῖ τό αἷμα τῶν χαμένων ψυχῶν πού σκαναλίσθηκαν ὡς πρός τήν πίστη αὐτῶν πού δέχθηκαν στίς ψυχές τους τήν ἀφόρητη καί ἀσυγχώρητη βλασφημία κατά τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί νά ἀναφέρουν τήν ὕπαρξή Του σέ δύο ἀρχές (ἐνν. τήν αἵρεση τοῦ φιλιόκβε), αὐτῶν πού ὑποτάχθηκαν στά λατινικά ἄθεσμα καί καταγέλαστα ἔθη, καί ἕλκυσαν τίς ἀρές καί τά ἀναθέματα ἐπάνω στά κεφάλια τους ἐξαιτίας τῆς καινοτομίας στά θέματα τῆς πίστεως.

᾿Αλλά, δῆθεν, γιά τήν σωτηρία καί προκοπή τοῦ γένους ἔγινε ἡ ἕνωση ἀπό αὐτούς. Δέν βλέπεις, τούς ἐχθρούς τοῦ Σταυροῦ (τούς Τούρκους) πῶς φεύγουν, καί ἕνας δικός μας νά διώκει χιλίους καί νά τρέπει σέ ὑποχώρηση εἴκοσι χιλιάδες; Καί ὅμως, ἀκριβῶς τό ἀντίθετο βλέπουμε. Διότι «ἐάν μή Κύριος οἰκοδομεῖ» τήν ἐξουσία μας «εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες»· ἐάν μή Κύριος φυλάξη τήν πολη μας «εἰς μάτην ἠγρύπνησαν οἱ διά τῶν χρυσίων τοῦ Πάπα ταύτην φυλάσσοντες».

᾿Αλλά, ἔλα λοιπόν, σύνελθε καί «ἄφες τούς νεκρούς θάπτειν τούς ἑαυτούς νεκρούς». ῎Αφησε «τά τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι» καί δώσε στόν Θεό τήν ψυχή πού κτίσθηκε καί στολίσθηκε ἀπό ᾿Εκεῖνον. Κατάλαβε τό χρέος σου πρός Αὐτόν καί δώσε τά ὀφειλόμενα.

Ναί, σέ παρακαλῶ, φίλτατε καί σοφώτατε, κάνε νά χαρῶ μέ τήν ἐπιστροφή σου καί νά δοξάσω τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ἄς σέ διαφυλάττει ἀπό κάθε κακό πού μπορεῖ νά σοῦ τύχει.

῾Ο ταπεινός Μητροπολίτης 
᾿Εφέσου καί πάσης ᾿Ασίας
Μάρκος




῾Η ᾿Επιστολή ἀπευθύνεται στόν Γεώργιον τόν Σχολάριον τόν μετέπειτα γενόμενο Μοναχό Γεννάδιο καί πρῶτο Πατριάρχη μετά τήν ἅλωση. ῾Ο Γεώργιος Σχολάριος ἦταν κάτοχος τῆς Φιλοσοφίας, ἕνας ἀπό τούς πιό μορφωμένους ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του. ᾿Αρχικῶς εἶχε δεχθεῖ τήν ἀπόφαση τῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας. ῎Επειτα, πείσθηκε ἀπό τόν ῞Αγιο Μάρκο τόν Εὐγενικό καί ἔγινε ἀνθενωτικός καί διαδέχθηκε τόν ῞Αγιο Μάρκο στήν ἡγεσία τῆς ἀνθενωτικῆς μερίδος.

Πρόκειται γιά τήν καλύτερη ἀπάντηση στούς σύγχρονους κήρυκες τῆς «μεσότητος», δηλαδή τῆς θεωρίας ὅτι δέν πρέπει νά εἴμεθα οὔτε οἰκουμενιστές, οὔτε ζηλωτές ἀλλά νά βαδίζουμε τήν «μέση καί βασιλική ὁδό» μεταξύ ἀληθείας καί ψεύδους!

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΠΡΟΚΑΘΗΜΕΝΟΥΣ, ΚΑΤΑ ΤΑ ΕΤΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΑΣ ΤΟΥ (328-373)

(ΠΑΤΗΣΤΕ ΣΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ)


1.      Παρά την καταδίκη του Αρείου από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325) η αίρεση του με διάφορες μορφές και παραλλαγές βρήκε πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθεί μέσα στην Εκκλησία και αρκετοί Επίσκοποι έγιναν φορείς της, χωρίς όμως να παραδέχονται ότι ακολουθούν τον Άρειο («Ἡμεῖς οὕτε ἀκόλουθοι Ἀρείου γεγόναμενˑ πῶς γὰρ Ἐπίσκοποι ὅντες, ἀκολουθήσωμεν Πρεσβυτέρῳ; Οὕτε ἅλλην τινὰ πίστιν παρὰ τὴν ἑξ ἀρχῆς παραδοθεῖσαν ἐδεξάμεθα», P.G. 26, 720). Όλοι αυτοί οι λεγόμενοι Αρειανόφρονες Επίσκοποι (με τις υποδιαιρέσεις τους σε Ανομοίους, Ομοίους, Πνευματομάχους κλπ.) καταδικάστηκαν από την Εκκλησία με την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο το 381. Όπως θα δούμε, ο Μέγας Αθανάσιος (ο οποίος έζησε προ της Β΄ Οικουμενικής) ΔΕΝ είχε καμία εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους, παρόλο που εκείνοι δεν είχαν ακόμη καταδικαστεί!
   2. Σταδιακά οι Αρειανόφρονες, και με την βοήθεια της πολιτικής εξουσίας, άρχισαν να καταλαμβάνουν όλο και περισσότερους επισκοπικούς θρόνους και έτσι έφθασε η Εκκλησία σε σημείο να έχει πάνω από τους μισούς Επισκόπους της Αρειανόφρονες, ενώ σε πολλές περιοχές υπήρχαν και παραπάνω από ένας Επίσκοποι στην ίδια πόλη, μιας και οι Αρειανόφρονες Αυτοκράτορες (όπως ο Κωνστάντιος) τοποθετούσαν και αναγνώριζαν ομόφρονες Επισκόπους. Στον βίο του Μεγάλου Αθανασίου από τον Μεταφραστή διαβάζουμε τα εξής: «Μίγδην (=ανακατεμένοι) γὰρ ἦσαν οἱ τῶν Ἐκκλησιῶν ἔξαρχοι, ὀνόματι μὲν Χριστιανοὶ καλούμενοι, τῇ δὲ ἐπιμειξίᾳ τῆς κοινωνίας τῶν αἱρετικῶν μηδὲν διαφέροντες. Οὐ σπονδαῖς γὰρ εἰδώλων τὴν παράβασιν ἔπραττον, ἀλλ᾿ ἐν προσχήματι Χριστιανισμοῦ τὸ βλάσφημον Ἀρείου δόγμα κρατύνειν ἐσπούδαζον. Ὁ δὲ βασιλεὺς Κωνστάντιος καὶ ἤδη μὲν πρῶτον συνεκρότει τὴν Ἀρειανὴν δόξαν… προστάξας τοὺς μὴ βουλομένους ὑπογράφει αὐτῇ έξωθεῖσθαι τῶν Ἐκκλησιῶν, καὶ εἰς τοὺς τόπους αὐτῶν ἑτέρους ἀντικαθίστασθαι» (P.G. 25, CCXL).
   3. Αρχικά οι Αρειανόφρονες Επίσκοποι κατάφεραν με σκευωρία να εκδιώξουν από τον επισκοπικό θρόνο της Αντιοχείας τον Άγιο Ευστάθιο, τον μεγαλύτερο υπερασπιστή του «Ομοουσίου». Με κέντρο την Αντιόχεια έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο εκδιώξεως του ετέρου μεγάλου υπερασπιστού του «Ομοουσίου», του Μεγάλου Αθανασίου, Επισκόπου Αλεξανδρείας.
    4. Το 335 έγινε Σύνοδος στην Τύρο στην οποία προήδρευσε ο Επίσκοπος Αντιοχείας Φλάκιλλος. Η εν Τύρω Σύνοδος προσπάθησε με σκευωρία (παρόμοια με εκείνη που χρησιμοποιήθηκε για τον Άγιο Ευστάθιο) να καταδικάσει τον Μέγα Αθανάσιο, αλλά ο Άγιος κατέρριψε τις συκοφαντίες. Παρόλα αυτά οι Αρειανόφρονες πέτυχαν αρχικά την εξορία του στην Γαλλία, ενώ το 338 με νέα Σύνοδο καθήρεσαν τον Άγιο και στη θέση του στην Αλεξάνδρεια εξέλεξαν αρχικά τον Πιστό και μετέπειτα τον Γρηγόριο (αμφότεροι Αρειανόφρονες). Το ίδιο έτος εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο (ηγέτης των Αρειανοφρόνων) από Νικομηδείας Ευσέβιος. Έτσι την περίοδο εκείνη ο Μέγας Αθανάσιος ήταν ένας «καθηρημένος» και «εκτός Εκκλησίας» Επίσκοπος τον οποίο δεν αναγνώριζε η Πολιτεία και η «επίσημη Εκκλησία» και δεν είχε εκκλησιαστική κοινωνία τουλάχιστον με τρεις πατριαρχικούς θρόνους και δεκάδες επισκοπικούς, στις οποίες υπήρχαν Αρειανόφρονες Επίσκοποι.
   5. Το 341 στην Σύνοδο της Αντιοχείας ανανεώθηκε η «καθαίρεση» του Μεγάλου Αθανασίου. Αξίζει να σημειωθεί πως τους Κανόνες (όχι όμως τους δογματικούς Όρους ή τις αποφάσεις, όπως την «καθαίρεση» του Αγίου) της Συνόδου αυτής η Εκκλησία τους αποδέχτηκε (συμπεριελήφθησαν και στο «Πηδάλιον»), διότι όπως είπαμε οι Αρειανόφρονες Επίσκοποι ήταν ακόμη άκριτοι, ήτοι μη καταδικασμένοι, και επομένως τυπικώς ακόμη έφεραν το αξίωμα του Επισκόπου. Αυτό φανερώνει ξεκάθαρα πως οι Ορθόδοξοι διέκοπταν την εκκλησιαστική κοινωνία με αιρετίζοντες Επισκόπους ακόμη και ΠΡΟΤΟΥ οι τελευταίοι να καταδικαστούν από Σύνοδο. Αντιθέτως διατηρούσαν εκκλησιαστική κοινωνία με ΑΔΙΚΩΣ καθηρημένους.
   6. Το 343 αποφασίστηκε από τους συναυτοκράτορες Ανατολής Κωνστάντιο και Δύσης Κώνστα (τη εισηγήσει του Μεγάλου Αθανασίου) να γίνει Οικουμενική Σύνοδος. Αυτή σχεδιάστηκε να γίνει στην Σαρδική (σημερινή Σόφια της Βουλγαρίας) με την συμμετοχή 170 Επισκόπων (76 Αρειανοφρόνων και 94 Ορθοδόξων). Οι Αρειανόφρονες βλέποντας πως ήταν μειοψηφία αποχώρησαν και η Σύνοδος διασπάστηκε στα δύο. Στην Σαρδική συγκάλεσαν Σύνοδο οι Ορθόδοξοι (με τους οποίους συντάχθηκαν και δύο εκ των Αρειανοφρόνων), ενώ οι Αρειανόφρονες μετέβησαν στην Φιλιππούπολη και συγκάλεσαν Σύνοδο υπό την προεδρία του Αντιοχείας Στεφάνου, στην οποία και πάλι καταδικάστηκε ο Μέγας Αθανάσιος!
    7. Παρόλα αυτά ο Αρειανόφρων Κωνστάντιος αποδέχτηκε την επάνοδο του Μεγάλου Αθανασίου στην Αλεξάνδρεια, εξαιτίας των πιέσεων του αδελφού του Κώνστα, ο οποίος ήταν Ορθόδοξος. Ο Άγιος προτού φθάσει στην Αλεξάνδρεια πέρασε από την Αντιόχεια το έτος 346, στην οποία βρισκόταν ο Κωνστάντιος, για να τον συναντήσει, αποφεύγοντας κάθε εκκλησιαστική κοινωνία με τον τότε Αντιοχείας Λεόντιο. Εκεί διεξήχθη μεταξύ του Αγίου και του Κωνσταντίνου ένας σημαντικός διάλογος. Ο Κωνστάντιος είπε στον Άγιο: «ἐπειδὴ δὲ εἰσὶν ἐν τῇ Ἀλεξανδρείᾳ τινες τοῦ λαοῦ διακρινόμενοι τὴν πρός σε κοινωνίαν, μίαν ἐν τῇ πόλει ἐκκλησίαν ἔασον ἔχειν αὐτούς» (Σωκράτους Σχολαστικού, Εκκλησιαστική Ιστορία, P.G. 67, 256). Του ζήτησε δηλαδή να παραχωρήσει έναν ναό στην Αλεξάνδρεια σε εκείνους που δεν είχαν κοινωνία μαζί του, δηλαδή τους Αρειανόφρονες. Ο Μέγας Αθανάσιος δέχτηκε και ζήτησε να παραχωρήσει και ο αυτοκράτορας έναν ναό στην Αντιόχεια, στους Ορθοδόξους εκείνους που είχαν διακόψει την εκκλησιαστική κοινωνία με τους Αρειανόφρονες Επισκόπους Αντιοχείας («Μίαν γὰρ καὶ αὐτὸς ἐκκλησίαν ἀπονεμηθῆναι ἠξίου καθ' ἑκάστην πόλιν τοῖς διακρινομένοις πρὸς τὴν τῶν Ἀρειανιζόντων κοινωνίαν», αυτόθι), τους αποκαλούμενους «Ευσταθιανούς». Συγκεκριμένα του απάντησε: «Καὶ μάλα, βασιλεῦ, δίκαιον καὶ ἀναγκαῖον τοῖς σοῖς προστάγμασι πείθεσθαι, καὶ οὐκ ἀντερῶ: ἐπεὶ δὲ καὶ ἀνὰ τήνδε τὴν Ἀντιόχειαν πόλιν εἰσὶν οἱ τὴν κοινωνίαν τῶν ἑτεροδόξων ἡμῖν ἀποφεύγοντες, παραπλησίαν αἰτῶ χάριν ὥστε καὶ αὐτοὺς μίαν ἔχειν ἐκκλησίαν καὶ ἀδεῶς ἐν ταύτῃ συνιέναι» (Σωζομενός, Εκκλησιαστική Ιστορία, P.G. 67, 1099). Το ίδιο διαφωτιστικότατη είναι και η μαρτυρία του Σωζομενού, του εκκλησιαστικού ιστορικού της περιόδου εκείνης: «Λεόντιος τότε τὴν ἐπισκοπὴν διεῖπεν. Ὃν ὡς ἑτερόδοξον παρῃτεῖτο Ἀθανάσιος, τοῖς δὲ καλουμένοις Εὐσταθιανοῖς ἐκοινώνει ἐν ἰδιωτῶν οἰκίαις ἐκκλησιάζων» (αυτόθι). Καμία εκκλησιαστική κοινωνία με τον (Αρεινόφρονα μεν, αλλά άκριτο, μη καταδικασμένο υπό Συνόδου) Επίσκοπο Αντιοχείας Λεόντιο, δεν είχε ο Μέγας Αθανάσιος, αντιθέτως κοινωνούσε με τους («σχισματοαιρετικούς» για την επίσημη Εκκλησία) «Ευσταθιανούς», οι οποίοι δεν είχαν ναούς και λειτουργούσαν σε σπίτια! [Μια τέτοια ευλογημένη εμπειρία είχε και ο γράφων μικρός, όταν συμμετείχε σε μια Λειτουργία που έγινε μυστικώς σε σπίτι στις Σπέτσες μετά τον διωγμό του αειμνήστου Γέροντος Χρυσοστόμου Σπύρου, τον οποίο εκδίωξε από τη Μονή του, ο Ύδρας και Σπετσών Ιερόθεος, επειδή ο Γέροντας διέκοψε εκκλησιαστική κοινωνία μαζί του, λόγω της αιρέσεως του Οικουμενισμού].
     8. Τρία χρόνια μετά την επιστροφή του Μεγάλου Αθανασίου στον επισκοπικό θρόνο της Αλεξανδρείας (Οκτώβριος 346) και συγκεκριμένα στις αρχές του 350 δολοφονήθηκε ο προστάτης του Κώνστας και οι Αρειανόφρονες ξεκίνησαν νέο γύρο αγώνων εναντίον του. Αρχικά με την Σύνοδο του Σιρμίου (351) επανέλαβαν τις παλαιές κατηγορίες εναντίον του, ενώ με τις Συνόδους της Αρελάτης (353) και Μεδιολάνων (355) τον καταδίκασαν εκ νέου! Ο Αυτοκράτορας Κωνστάντιος έστειλε στα τέλη του 355 απεσταλμένους να συλλάβουν και να απομακρύνουν τον Μέγα Αθανάσιο, αλλά ο λαός εξεγέρθηκε και ματαίωσε τα σχέδιά του, με αποτέλεσμα ο Κωνστάντιος να στείλει τον στρατό! Στις 9 Φεβρουαρίου 356, σε αγρυπνία που προΐστατο ο Άγιος στο ναό του Αγίου Θεωνά ο αυτοκρατορικός στρατός πολιόρκησε την εκκλησία. Οι στρατιώτες έσπασαν τις πόρτες και ξυλοκόπησαν τους προσευχόμενους [παρόμοιες σκηνές βιώσαν οι παππούδες μας μετά την Ημερολογιακή Καινοτομία του 1924, στον Άγιο Θεράποντα στο Γουδί, στους Αγίους Θεοδώρους Νέας Σμύρνης, στον Άγιο Γεώργιο Παλαιού Φαλήρου κ.α.]. Ο Μέγας Αθανάσιος φυγαδεύτηκε με τη βία, από πνευματικά του παιδιά και ο Αυτοκράτορας διέταξε να συνεχιστεί η καταδίωξή του. Νέος Επίσκοπος Αλεξανδρείας τοποθετήθηκε ο Γεώργιος ο οποίος ενθρονίστηκε στις αρχές του 357. Ο πιστός λαός, που ΔΕΝ κοινωνούσε με τον Γεώργιο, αλλά αναγνώριζε τον Αθανάσιο ως γνήσιο Ποιμενάρχη του, επαναστάτησε και κατάφερε τον Οκτώβριο του 358 να εκδιώξει τον Γεώργιο από την πόλη.
   9. Όπως παρατηρούμε (βλ. Πίνακα), το 358 ο Μέγας Αθανάσιος ΔΕΝ κοινωνούσε με ΚΑΜΙΑ επίσημη Εκκλησία στον κόσμο, διότι όλοι οι Προκαθήμενοί τους ήταν Αρειανόφρονες, ενώ η πλειοψηφία των Ορθοδόξων Επισκόπων ήταν στην εξορία!
  10. Το 361 ο νέος Αυτοκράτορας Ιουλιανός, οπαδός της εθνικής θρησκείας, με διάταγμά του όρισε την επιστροφή των εξορίστων Επισκόπων, αλλά άφησε και τους αιρετίζοντες στην θέση τους, με σκοπό να δημιουργηθούν έριδες, μάχες και σύγχυση, ώστε να υπάρχει σκανδαλισμός και επιστροφή του λαού στην ειδωλολατρεία.
    11. Το 362 δημιουργείται στην Αντιόχεια το γνωστό Σχίσμα μεταξύ των Ορθοδόξων που έχουν πλέον δύο Επισκόπους, τον Άγιο Μελέτιο και τον Παυλίνο. Ο Μέγας Αθανάσιος κοινωνεί με τον Παυλίνο, διότι έχει την εσφαλμένη εντύπωση πως ο Μελέτιος είναι Αρειανόφρονας. [Τελικά ο Μέγας Βασίλειος με πολύ κόπο θα καταφέρει να πείσει τον Μέγα Αθανάσιο, ότι ο Άγιος Μελέτιος είναι Ορθόδοξος, αλλά λίγο προτού να υπάρξει εκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ τους ο Μέγας Αθανάσιος θα κοιμηθεί].
  12. Το 365 διατάσσεται από τον Αρειανόφρονα Αυτοκράτορα Ουάλη, νέα εξορία του Αγίου, αλλά μπροστά στην επανάσταση του λαού, ο Αυτοκράτορας αναγκάζεται να την ανακαλέσει και το 366 ο Άγιος επιστρέφει από την τελευταία εξορία του. Προσπάθεια των Αρειανοφρόνων το επόμενο έτος να τοποθετήσουν τον Αρειανόφρονα Λούκιο, ως Επίσκοπο Αλεξανδρείας, δεν ευδοκίμησε. 
   13. Στις 2 Μαΐου 373 (Ιουλιανό Ημερολόγιο) κοιμήθηκε ο Μέγας αυτός Ομολογητής και Αγωνιστής Άγιος Αθανάσιος. Είναι δε λίαν επίκαιρη και η, συμπεριληφθείσα στο «Πηδάλιον», επιστολή του προς τον Ρουφιανιανό. Αξίζει να μελετηθεί και να αξιολογηθεί, διότι πραγματεύεται το ζήτημα της κατάκριτης εκκλησιαστικής κοινωνίας των Ορθοδόξων μετά των αιρετιζόντων και τον τρόπο θεραπείας αυτής. Κλείνοντας πρέπει να ειπωθεί πως ειλικρινά αξίζει να εντρυφήσει κανείς στην αφορώσα την μεταξύ των δύο πρώτων Οικουμενικών Συνόδων Εκκλησιαστική Ιστορία (μία περίοδο που έχει ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ κοινά με την εποχή μας), διότι θα λάβει σημαντικότατα διδάγματα.

Νικόλαος Μάννης

ΠΗΓΕΣ
MIGNE, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ, ΤΟΜ. 25 και 67
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ
ΖΑΧΑΡΙΑ ΜΑΘΑ, ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΦΕΞΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΕΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2023

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ΛΟΥΚΑ (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 77790717


             «Καὶ γιατί νὰ ζῶ χριστιανικά;», εἶπε κάποιο παλικάρι στὴν εὐσεβή του μάνα. «Γιατί νὰ ζῶ χριστιανικά, ὅταν αὐτὸ ἀπαιτεῖ ἀγῶνες καὶ θυσίες, ἐνῶ μπορῶ νὰ ζήσω μια ζωὴ ἄνετη, βγάζοντας παράνομο, ἀλλὰ εὔκολο χρῆμα, ὅπως τόσοι καὶ τόσοι τῶν ἡμερῶν μας;».

            Τί πρέπει νὰ ἀπαντήσει αὐτὴ ἡ μάνα; Μήπως, «παιδί μου, αὐτὰ εἶναι τοῦ πειρασμοῦ, θὰ σὲ τιμωρήσει ὁ Θεὸς καὶ θὰ πᾶς στὴ κόλαση»; Σὲ καμία περίπτωση! Μὲ αὐτά, τὸ χάσαμε τὸ παιδί μας.

            Τότε, τί νὰ ἀπαντήσει; Νὰ βγάλει ὅλη της τὴν ἀγάπη καὶ νὰ πεῖ: «παιδί μου, ἔλα νὰ σοῦ διηγηθῶ τὴν ἱστορία τοῦ Ζακχαίου». 

Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

            Στὸν Ζακχαῖο ἀναφέρεται ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή. Ὁ Ζακχαῖος ἦταν ἀρχιτελώνης καὶ πολὺ πλούσιος. Ἦταν τὸ μοντέλο τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ὀνειρεύονται πολλοὶ ἀπὸ τοὺς νέους μας, τὸ ὁποῖο βέβαια μὲ μεγάλη μαεστρία ἔχουν φροντίσει νὰ τοὺς καλλιεργήσουν τὰ μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης καὶ μαζικῆς ἐνημέρωσης, κυρίως δέ, τὰ τραγούδια ποὺ ἀκοῦνε. Ἦταν ὁ Ζακχαῖος πλούσιος, ἀλλὰ πώς; Σίγουρα ὄχι μὲ τὴν τίμια ἐργασία του. Ἦταν τοκογλύφος, ἄνθρωπος αἰσχρός, ἄρπαγας, δοσίλογος, ἀπειλητικός, ἐκμεταλλευτής, πλεονέκτης. Ἦταν πονηρὸς καὶ μοναδική του μέριμνα ἦταν πὼς θὰ ἐξοικονομοῦσε περισσότερα χρήματα ἀδειάζοντας τὶς τσέπες τῶν συνανθρώπων του. Μὲ μία φράση, ἦταν τὸ μίασμα τῆς κοινωνίας. Ὡστόσο, παρὰ τὰ ὅσα τὸν κακολογοῦσαν, ἐκεῖνος ἔκανε τὴ ζωή του ἀπολαμβάνοντας τὶς ἠδονὲς ποὺ τοῦ προσέφερε ἡ ὕλη. 

            Αὐτός, λοιπόν, ὁ ἁμαρτωλός, ἡ προσωποποίηση τῆς ἁμαρτίας, κάποια στιγμὴ σὰν νὰ συνειδητοποίησε κάτι, κάτι ποὺ μέχρι τότε ἡ νεότητά του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ συνειδητοποιήσει. Συνειδητοποίησε ὅτι δὲν εἶναι αἰώνιος σὲ αὐτὴ τὴ γῆ, ὅτι γερνάει. Κατάλαβε ὅτι ἀπὸ ὅσα εἶχε, στὴν πραγματικότητα δὲν ἦταν τίποτα δικό του. Καὶ πάνω σὲ αυτόν του τὸν λογισμό, ἔφτασε στὰ αὐτιά του τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Γεμίζουν, τοῦ ‘λεγαν, τὴν ψυχή, τὰ λόγια αὐτοῦ τοῦ Διδασκάλου». Γεμίζουν τὴν ψυχή; Αὐτὸ ἀκριβῶς ἦταν ποὺ ἀναζητοῦσε. Τὰ πλούτη καὶ οἱ ἠδονὲς δὲν ἦταν παρὰ ἕνας φαῦλος κύκλος ποὺ, τελικά, ἄφηνε πάντα κενὴ τὴν ψυχή του. Οἱ δὲ δολοπλοκίες ποὺ ἔκανε, τὸν φόρτωναν μὲ τὸν φόβο τῆς ἐκδίκησης τῶν θυμάτων του. 

            Κάποια στιγμή, ὁ Ζακχαῖος πληροφορήθηκε ὅτι ἀπὸ τὴν Ἱεριχὼ περνοῦσε ἐκεῖνος ποὺ πολὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ δεῖ, ὁ Κύριός μας. Τὸν Χριστὸ συνόδευε μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων. Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ, σχετικὰ μὲ τὸ μεγάλο πλῆθος, θὰ ἤθελα νὰ τονίσω ὅτι σὲ αὐτὸ ἔχουμε ἱερὸ καθῆκον κυρίως οἱ κληρικοί, ἀλλὰ καὶ οἱ λαϊκοί, νὰ στοχεύουμε, στὸ νὰ πλαισιώνουν τὴν Ἐκκλησία ὅλο καὶ περισσότεροι ἄνθρωποι. Ἄν καὶ ὁπωσδήποτε ἡ ποιότητα ἔχει μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ τὴν ποσότητα, ὡστόσο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὀφείλει διαρκῶς νὰ ἐπεκτείνεται, νὰ ἐξαπλώνεται καὶ νὰ αὐξάνεται. 

            Τὸ πλῆθος, λοιπόν, τῶν ἀνθρώπων ποὺ πλαισίωναν τὸν Κύριο, ἦταν γιὰ τὸν Ζακχαῖο πρόβλημα. Ὁ ἴδιος ἦταν μικρὸς στὸ ἀνάστημα καὶ δὲν θὰ μποροῦσε ἀπὸ τὸν κόσμο νὰ δεῖ τὴν ὄψη τοῦ περίφημου Διδασκάλου. Ἤθελε, ὅμως, νὰ τὸν δεῖ. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ λέξη κλειδί: ἤθελε. Ὅταν ὑπάρχει ἀληθινή, καρδιακὴ θέληση, ὁ ἄνθρωπος βγάζει ὅλη του τὴν δημιουργικότητα καὶ ὄχι μόνο αὐτό. Ὅταν ὑπάρχει θέληση ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ κάνει τὰ ἀδύνατα δυνατά. Οἱ δικαιολογίες ἀνήκουν κατὰ κύριο λόγο στοὺς ἀνθρώπους ποὺ στεροῦνται αὐτῆς τῆς εὐλογημένης θέλησης. Τί ἔκανε, ὅμως, ὁ Ζακχαῖος; Ταπείνωσε τὸν ἑαυτό του ἐνώπιον τοῦ πλήθους καὶ ἀνέβηκε πάνω σὲ μιὰ συκομουριά. Ποιά σχόλια καὶ ποιά ντροπὴ θὰ τὸν ἐμπόδιζε; Δὲν ὑπολόγιζε τίποτα ἀπὸ αὐτά. Τὸ μόνο ποὺ τὸν ἐνδιέφερε ἦταν νὰ δεῖ τὸν Διδάσκαλο καὶ τὰ κατάφερε. 

             μεγάλη συνάντηση ἔγινε, ἡ συνάντηση Θεανθρώπου καὶ ἀνθρώπου, Ποιμένος καὶ προβάτου, Ἰατροῦ καὶ ἀσθενοῦς. Τὸν κοίταξε ὁ γλυκύτατος Χριστός, τὸν κάλεσε μὲ τὸ ὄνομά του ὄντας Παντογνώστης, καὶ τοῦ ἔδωσε κάτι ποὺ μιὰ ὁλόκληρη κοινωνία ποτὲ δὲν ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο αὐτόν: ἀγάπη. Ὁ λόγος ποὺ ποτὲ ἡ κοινωνία δὲν ἔδωσε στὸν Ζακχαῖο ἀγάπη; Εἴτε γιατὶ τὸ στεροῦνταν, εἴτε γιατὶ δὲν εἶχε τὸ θάρρος, ἀλλὰ μάλλον διότι σύμφωνα μὲ τὸν ἀνθρώπινο νόμο, ὁ δόλιος αὐτὸς ἄρπαγας δὲν ἄξιζε ἀγάπη. Ὁ Χριστός, ἐρχόμενος στὴ γῆ, ἀνέτρεψε αὐτὸν τὸν νόμο, καθιστῶντας καὶ τὸν χειρότερο τῶν ἁμαρτωλῶν πρόσωπο ποὺ ἀξίζει ἀγάπη. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση, ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ μοναδικὸς τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ χειρότερος μπορεῖ νὰ γίνει ὁ καλύτερος καὶ ἡ κοινωνία νὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ τὴν ἄλλοτε παραβατικὴ συμπεριφορά του. 

            «Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα. Σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸ σπίτι σου». Αὐτὰ ἦταν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Παράδειγμα πρὸς μίμηση γιὰ ὅλους ἑμᾶς ποὺ δὲν σκεφτήκαμε ποτὲ νὰ κάνουμε τὴν ἀνατροπὴ δίνοντας ἀξία στὸν ἁμαρτωλό, ὡσὰν ἑμεῖς νὰ εἴμαστε οἱ ἀνώτεροι. 

             ἀνταπόκριση τοῦ Ζακχαῖου ἄμεση: κατέβηκε γρήγορα καὶ ὑποδέχθηκε τὸν Κύριο στὸ σπίτι του. Καὶ ὄχι ἁπλὰ τὸν ὑποδέχθηκε, ἀλλὰ τὸν ὑποδέχθηκε μὲ χαρά! Δεῖτε τὸ μεγαλεῖο τῆς πίστης μας, ἀδελφοί! Ὁ Χριστὸς ἦρθε καὶ ἔφερε τὴν χαρὰ καὶ διαχρονικὰ τὴν προσφέρει σὲ ὅσους θέλουν. Καὶ δὲν ἦταν αὐτὴ ἡ χαρὰ τοῦ Ζακχαίου ἴδια μὲ ὅλες τὶς προηγούμενες, τὶς χαρὲς τῶν ἠδονῶν. Αὐτὴ ἡ χαρὰ ἀνατάραξε τὸ εἶναι του. Αὐτὴ ἡ χαρὰ ἔφερε τὴν μεταμόρφωση τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Αὐτὴ ἡ χαρὰ ἦταν ἡ αἰώνια, ἡ ἀληθινή. Ὅποιος ἀπέκτησε αὐτὴ τὴ χαρά, καμιὰ ἄλλη δὲν τὸν ἔθελξε! 

             γνωριμία, ἀγαπητοί, ἡ γνωριμία ἔχει πολὺ σημαντικὸ ρόλο. Ἕνας γέροντας εἶχε πει ὅτι «ὁ ἄνθρωπος μισεῖ κάποιον γιατὶ δὲν τὸν ξέρει καὶ δὲν τὸν ξέρει γιατὶ τὸν μισεῖ». Ὁ Ζακχαῖος μισοῦσε τὴ δικαιοσύνη διότι δὲν τὴν ἤξερε, μέχρι ποὺ ἦρθε ὁ ἴδιος ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης καὶ τοῦ εἶπε «γνώρισέ με». Καὶ ἀφοῦ ὁ Ζακχαῖος γνώρισε, ἀγάπησε καὶ ἀφοῦ ἀγάπησε, μετανόησε. Μετανόησε ἀληθινὰ καὶ ἔμπρακτα. Ἐπειδὴ ἡ ἁμαρτία του ἦταν ὑλικὴ καὶ κατεῖχε ἀκόμη τὸ προϊὸν τῆς ἁμαρτίας του, ἔπρεπε αὐτὴ ἡ ὕλη, τὰ χρήματα ποὺ εἶχε καταχραστεῖ, νὰ φύγουν ἀπὸ πάνω του. Γιὰ αὐτό, χωρὶς δεύτερη σκέψη, ἀλλὰ μὲ συνειδητὴ μεταμέλεια δήλωσε στὸν Κύριο ὅτι τὰ μισὰ ὑπάρχοντά του θὰ τὰ δώσει στοὺς πτωχούς, ἐνῶ ὅποιον ἀδίκησε μὲ συκοφαντίες, θὰ τοῦ ἀνταπόδωσει τέσσερεις φορὲς περισσότερα.  

            Ὀ Κύριός μας χάρηκε, διότι ὁ υἱὸς αὐτοῦ «νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε καὶ ἀπολωλὸς καὶ εὑρέθη», ὅπως θὰ ἀκούσουμε σὲ λίγες μέρες, τὴν Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου. Ἄλλωστε, σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεώς του ἦταν νὰ σηκώσει τὸν ἁμαρτωλό. Μὲ τὴν μεταστροφή, λοιπόν, τοῦ Ζακχαίου, ὁ Χριστὸς γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ νίκησε. Νίκησε καὶ ὁ Ζακχαῖος. Οἱ μόνοι χαμένοι τῆς σημερινῆς περικοπῆς, παρέμειναν οἱ Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι βλέποντας τὸν Κύριο νὰ κάνει τὴν ἀνατροπή, ἄρχισαν νὰ τὸν κατηγοροῦν ὅτι ἦλθε νὰ μείνει στὸ σπίτι τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Ὁ φθόνος τους, τὸ μέγα αὐτὸ κακὸ ποὺ, μάλλον, ἕως τῆς συντελείας  θὰ ταλαιπωρεῖ τὴν Ἐκκλησία ἀλλὰ καὶ αὐτὲς τὶς ψυχὲς τῶν φθονούντων, δὲν τοὺς ἐπέτρεψε νὰ γίνουν συμμέτοχοι στὴ χαρά τοῦ Θεοῦ, τῶν ἀγγέλων καὶ τοῦ Ζακχαίου. Οἱ παλαιοὶ Φαρισαῖοι ἔφυγαν. Oἱ τωρινοὶ ἔχουν ἀκόμη δυνατότητα μετανοίας. 

            ν κατακλείδι, τὸ βασικὸ μήνυμα ποὺ μᾶς διδάσκει ἡ ἱστορία τοῦ Ζακχαίου εἶναι ὅτι, ἀρχικά, ἡ προσκόλληση στὰ πλούτη, οἱ ἠδονὲς καὶ οἱ ἀδικίες μόνο κακὸ καὶ δουλεία προσφέρουν στὴ ψυχὴ καὶ δὲν τὴν ἀφήνουν νὰ πετάξει ἐλεύθερη στὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ. Ἔπειτα, ὅτι ἀκόμη καὶ ὁ μεγαλύτερος ἁμαρτωλὸς ἔχει μέσα του -εἴτε βαθειά, εἴτε πολὺ βαθειά- καλὸ ψυχικὸ κόσμο. Ὅλοι μας ἔχουμε τὰ ἐλαττώματά μας. Ἔχουμε, ὅμως, καὶ κάποια χαρίσματα ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ κάποια πολὺ ὄμορφα στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ βγάλουμε πρὸς τὰ ἔξω. Μὲ αὐτὰ τὰ καλὰ στοιχεῖα θὰ ἐπιβληθοῦμε στὰ ἐλαττώματά μας, ἀρκεῖ, ὅπως ὁ Ζακχαῖος, νὰ ἐπιτρέψουμε κὶ ἑμεῖς στὸν Χριστὸ νὰ εἰσέλθει στὸν οἶκο τῆς ψυχῆς μας.

Μετ’ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

†  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος