Σχετικά με τη συγκαταβατική ενσάρκωση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και τα όσα προσφέρθηκαν εξαιτίας της σ' αυτούς που τον εμπιστεύτηκαν αληθινά και σχετικά με την αιτία που ο Θεός, αν και μπορούσε να ελευθερώσει με ποικίλους άλλους τρόπους το ανθρώπινο γένος από την υποταγή στο διάβολο, προτίμησε να χρησιμοποιήσει αυτή τη συγκαταβατική τακτική.
Μπορούσε, οπωσδήποτε, ο προαιώνιος και απεριόριστος και παντοκράτορας Λόγος και παντοδύναμος Υιός του Θεού, και χωρίς ο ίδιος να περιβληθεί την ανθρώπινη φύση, να απαλλάξει τους ανθρώπους από την υποτέλεια στο θάνατο και την υποδούλωση στο διάβολο, γιατί όλα υπακούουν στις εντολές του και το καθετί εξαρτιέται από τη θεϊκή εξουσία του, όλα έχει τη δύναμη να τα ενεργεί και, σύμφωνα με τον Ιώβ, τίποτε δε βρίσκεται έξω από τις δυνατότητές του, άλλωστε, απέναντι στην απόλυτη υπεροχή του δημιουργού, η δύναμη αντίστασης των δημιουργημάτων χρεοκοπά, κανένα δεν είναι ισχυρότερο από τον Παντοκράτορα.
Όμως, αυτή η τακτική σωτηρίας, δηλαδή με την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, ήταν η πιο προσαρμοσμένη στη δική μας φύση, την ανθρώπινη αδυναμία μας κι ακόμα ήταν η πιο αντάξια του Θεού που την εφάρμοζε μια και χαρακτηριζόταν από το στοιχείο της δικαιοσύνης, χωρίς το οποίο καμιά ενέργεια του Θεού δεν πραγματοποιείται. «Δίκαιος γαρ ο Θεός, και δικαιοσύνας ηγάπησε, και ουκ έστιν αδικία εν αυτω», όπως λέει κι ο ψαλμωδός Προφήτης.
Ο άνθρωπος εγκατέλειψε το Θεό πρώτος και, κατά συνέπεια, δίκαια εγκαταλείφθηκε από το Θεό, τότε κατέφυγε, με τη θέλησή του, στον αρχηγό της κακίας, που τον είχε παρασύρει με τις δόλιες αντίθεες συμβουλές του, δίκαια, πάλι, κατά συνέπεια, παραδόθηκε σ' αυτόν, έτσι εισχώρησε στον κόσμο ο θάνατος, ως αποτέλεσμα του φθόνου του πονηρού και με την άδεια, τη δίκαιη, του αγαθού Θεού. Και ο θάνατος, εξαιτίας της υπερβάλλουσας κακότητας του αρχηγού της κακίας διπλασιάστηκε, κοντά σε κείνον που προσκολλήθηκε στην ανθρώπινη φύση, προστέθηκε κι ο άλλος που αυτός ο ίδιος ο διάβολος βίαια τον προξενεί.
Επειδή, λοιπόν, η υποταγή στο διάβολο και η παράδοση στο θάνατο επήλθε ως δίκαιη συνέπεια, έπρεπε και η επάνοδος του ανθρώπινου γένους στην ελευθερία και τη ζωή να συντελεστεί από το Θεό πάλι ως δίκαιη συνέπεια. Και δεν ήταν μόνο η παράδοση του ανθρώπου στο φθονερό εχθρό του, που πρόκυψε ως συνέπεια της θείας δικαιοσύνης, ήταν και το γεγονός ότι ο ίδιος ο διάβολος, που αποξενώθηκε από τη δικαιοσύνη του Θεού και επεδίωξε άδικα να εξουσιάζει και να μην υπακούει πουθενά και να καταπιέζει, βρισκόμενος σε διάσταση με τη δικαιοσύνη, χρησιμοποίησε τη δύναμή του ενάντια στον άνθρωπο.
Ο Θεός, λοιπόν, θεώρησε ότι προείχε να νικηθεί πρώτα ο διάβολος με τη δικαιοσύνη, με την οποία έχει ανοιχτή διαμάχη, και κατόπιν να νικηθεί με τη θεϊκή υπεροχή, δηλαδή με την ανάσταση και τη μέλλουσα κρίση. Γιατί αυτή είναι η σωστή σειρά, να προηγείται η δικαιοσύνη από τη δύναμη, αυτό αρμόζει αληθινά στη θεϊκή αγαθή διακυβέρνηση του κόσμου, όχι στην καταπιεστική επιβολή: να ακολουθεί η δύναμη, αφού πρώτα επιβληθεί η δικαιοσύνη.
Και, όπως ο διάβολος, ο παμπάλαιος φονιάς του ανθρώπου, ξεσηκώθηκε εναντίον μας από φθόνο και μίσος, έτσι κι ο ζωοδότης μπήκε στη μάχη με το μέρος μιας από άπειρη αγαθότητα κι αγάπη για τον άνθρωπο. Και όπως εκείνος, χωρίς να του έχει παρασχεθεί το δικαίωμα, έβαλε σκοπό του να καταστρέψει το πλάσμα του Θεού, έτσι κι ο πλάστης, έχοντας αντίθετα, κάθε δικαίωμα, αποφάσισε να σώσει το δημιούργημά του. Και όπως εκείνος πέτυχε με την αδικία και τη δολιότητα να καταγάγει νίκη και να γκρεμίσει τον άνθρωπο από το θεοδώρητο αξίωμά του, έτσι κι ο ελευθερωτής με δικαιοσύνη και σοφό σχέδιο επέφερε την πανωλεθρία του αρχηγού της κακίας και την ανακαίνιση του ανθρώπου.
Λοιπόν, ο Θεός απέφευγε να χρησιμοποιήσει, πράγμα που μπορούσε, τη δύναμη, ώσπου να προχωρήσει στην απόδοση της δικαιοσύνης, πράγμα που ήταν αναγκαίο. Έτσι άλλωστε φάνηκε ξεκάθαρα η δύναμη της δικαιοσύνης, αφού προτιμήθηκε ως τακτική από τον παντοδύναμο που κανένας δεν μπορεί να τον νικήσει. Απ' αυτό μάλιστα θα ‘πρεπε και οι άνθρωποι να παραδειγματιστούν, ώστε να ζουν με δικαιοσύνη την επίγεια ζωή τους, ώστε στην αιώνια ζωή της αθανασίας ν' αναλάβουν τη δύναμη και να μη τη χάσουν ποτέ.
Κι ακόμα έπρεπε ο διάβολος που τότε νίκησε τον άνθρωπο, να νικηθεί από τη νικημένη ανθρώπινη φύση και να κατατροπωθεί αυτός που με τόση πανουργία παγίδευσε τον άνθρωπο. Γι' αυτό το σκοπό χρειαζόταν απαραίτητα να υπάρξει ένας άνθρωπος αναμάρτητος. Όμως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. «Ουδείς γαρ, λέει η Γραφή, αναμάρτητος, ουδ' αν μία ημέρα η ζωή αυτού» και «τις καυχήσεται αγνήν έχειν την καρδίαν;»
Μονάχα ο Θεός, κανένας άλλος, δεν μπορεί να είναι αναμάρτητος. Γι' αυτό ακριβώς ο Θεός Λόγος, ο γεννημένος από το Θεό ευθύς απ' την αρχή της ύπαρξής του, και πάντοτε ενωμένος μ' Αυτόν (δεν είναι δυνατό να υπάρξει η να εννοηθεί ποτέ Θεός στερημένος λόγου) και ουδέποτε διαχωρισμένος απ' Αυτόν, ο ένας υπαρκτός Θεός (το αντιφέγγισμα του ήλιου δεν είναι άλλον φως διαφορετικό απ' τον ήλιο και οι ηλιακές ακτίνες δεν είναι άλλοι ήλιοι), γι αυτό, λοιπόν, ο μόνος αναμάρτητος Υιός και Λόγος του Θεού καθίσταται γιος ανθρώπου, χωρίς βέβαια, να αλλάζει τίποτε ως προς τη θεότητά του, μένοντας, όμως, ακηλίδωτος ως προς την ανθρώπινή του ιδιότητα.
«Ος, όπως προφήτευσε ο Ησαϊας, αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματί αυτού». Και όχι μόνο αυτό, αλλά και κείνος που δε «συνελήφθη εν ανομίαις» και δεν «εκυήθη εν αμαρτίαις» καθώς διαπιστώνει, μιλώντας για τον εαυτό του, ή μάλλον για ολόκληρο το γένος των ανθρώπων, ο Δαβίδ στους Ψαλμούς. Γιατί η επανάσταση της σάρκας έχει ως αυτόματη συνέπεια την καταδίκη που είναι και λέγεται φθορά.
Αυτή η επανάσταση αν και δε γίνεται με τη θέληση του ανθρώπου, αν και φανερά βρίσκεται σε αντίθεση με τους νόμους της νόησης και παρά το γεγονός ότι τιθασεύεται από τους ενάρετους και προσανατολίζεται μόνο προς τον τομέα δημιουργίας παιδιών, έτσι ή αλλιώς σπρώχνει τον άνθρωπο προς τη φθορά και δεν είναι παρά έφεση για ικανοποίηση των παθών αυτού που δε συνειδητοποίησε την τιμή που αξιώθηκε η φύση μας από το Θεό, αλλά εξομοιώθηκε με τα κτήνη.
Γι αυτό και δε γεννήθηκε, απλώς Θεός ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά και από Παρθένο επίλεκτη και απαλλαγμένη από βρώμικους σαρκικούς λογισμούς, σύμφωνα με τους προφήτες, γεννήθηκε από Παρθένο στη μήτρα της οποίας επέφερε τη σύλληψη όχι κάποια σαρκική όρεξη, αλλ' ο ερχομός του Αγίου Πνεύματος. Αυτό που συνέβηκε ήταν η υποδοχή και η αποδοχή του ουράνιου χαρμόσυνου μηνύματος, όχι υπόκυψη και δοκιμή στη γεμάτη πάθος σαρκική επιθυμία.
Μακριά από κάθε τέτοια εμπειρία, η σύλληψη έγινε μέσα στην πνευματική ευφροσύνη και την επικοινωνία με το Θεό. «Ιδού γαρ η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου», απάντησε η άσπιλη Παρθένος στον άγγελο που της έφερε το μήνυμα της χαράς, συνέλαβε και γέννησε. Προκειμένου έτσι ο νικητής του διαβόλου, όντας άνθρωπος - θεάνθρωπος να κατάγεται, βέβαια, από το ανθρώπινο γένος, να μη μετέχει όμως στην κληρονομούμενη αμαρτία. Αυτός μόνος απ' όλους τους ανθρώπους να συλληφθεί χωρίς να συντρέχει το γεγονός της παρακοής, μόνος αυτός να μπει στη μήτρα της μητέρας του χωρίς να μεσολαβήσει η εμπαθής ηδονή της σάρκας και οι βρώμικες επιθυμίες που χαρακτηρίζουν τη μιασμένη από την παρακοή ανθρώπινη φύση.
Προκειμένου έτσι ο Χριστός να υπάρξει τέλεια απαλλαγμένος από κάθε μόλυνση που μεταδίδεται στους απογόνους, με αποτέλεσμα να μην έχει καμιά ανάγκη κάθαρσης ο ίδιος, και να δέχεται τα πάντα με σοφία για χάρη μας. Και έτσι να γίνει ο ολοκληρωτικά νέος Άνθρωπος και να παραμείνει νέος πραγματικά κι αταλάντευτα, χωρίς καθόλου να παλιώνει πάλι, και να ανοικοδομήσει, προσφερόμενος ο ίδιος ως θεμέλιο και ως όργανο, τον παλιό Άνθρωπο και να τον διατηρήσει πάντα νέο, μια και μπορεί να διώξει μακριά κάθε στοιχείο παλιό και φθαρμένο.
Γιατί και κείνος, ο πρώτος Άνθρωπος δημιουργήθηκε καταρχήν πεντακάθαρος και ήταν νέος ωσότου με τη θέλησή του ακολούθησε το διάβολο και εκτράπηκε στις σαρκικές ηδονές και ξέπεσε μες το βούρκο της αμαρτίας με αποτέλεσμα να παλιωθεί και να κατρακυλήσει στην παραφθορά της φυσικής του κατάστασης.
Γι' αυτό ο Κυβερνήτης του κόσμου δεν ανακαινίζει τον άνθρωπο, παράδοξα, μόνο με κάποια εξωτερική ενέργεια του, αλλά τον προσλαμβάνει και τον αγκαλιάζει. Και δεν ανορθώνει μόνο και ξαναστεριώνει την ανθρώπινη φύση, αλλά και την περιβάλλεται με τρόπο απερίγραπτο και ενώνεται και ταυτίζεται μαζί της, και γεννιέται συγχρόνως Θεός και άνθρωπος από γυναίκα βέβαια, ώστε να πάρει πίσω της φύση του που ο ίδιος έπλασε κι ο πονηρός με τη συμβουλή του τού έκλεψε, παρθένο όμως, για να καταστήσει τον άνθρωπο νέο, γιατί αν γεννιόταν με σπέρμα ανδρός, θα έφερνε την κληρονομιά της αμαρτίας και δε θα ήταν καινούριος άνθρωπος, δε θα ήταν ο αρχηγός και χορηγός της ζωής εκείνης που ποτέ δεν παλιώνει, δε θα κατάφερνε, αν άνηκε στην παλιά ξεπεσμένη κατάσταση, να προσλάβει ολόκληρη τη διαφανή θεότητα και να καταστήσει τη σάρκα ανεξάντλητη πηγή αγιασμού τόσο, ώστε να ξεπλύνει και να καθαρίσει πλέρια το μολυσμό των προπατόρων και να επαρκέσει για τον εξαγιασμό και όλων των επιγόνων. Γι' αυτό ακριβώς, ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος, αλλά αυτός ο ίδιος ο Κύριος, νικημένος από την αγάπη του για μας, θέλησε να μας σώσει και να μας αναπλάσει, με το να γεννηθεί τέλειος άνθρωπος όπως και μεις, μένοντας όμως συγχρόνως αναλλοίωτα Θεός.
«Μοναχά ο ορθόδοξος χριστιανός γιορτάζει τα Χριστούγεννα πνευματικά, κι από την ψυχή του περνάνε αγιασμένα αισθήματα…»
του Φώτη Κόντογλου
Την πνευματική χαρά και την ουράνια αγαλλίαση που νοιώθει ο χριστιανός από τα Χριστούγεννα, δεν μπορεί να τη νοιώσει, με κανέναν τρόπο, όποιος τα γιορτάζει μοναχά σαν μια συγκινητική συνήθεια, που είναι δεμένη περισσότερο με τις συνηθισμένες χαρές του κόσμου, με τον χειμώνα, με τα χιόνια, με το ζεστό τζάκι.
Μοναχά ο ορθόδοξος χριστιανός γιορτάζει τα Χριστούγεννα πνευματικά, κι από την ψυχή του περνάνε αγιασμένα αισθήματα, και τη ζεσταίνουνε με κάποια θέρμη παράδοξη, που έρχεται από έναν άλλο κόσμο, τη θέρμη του Αγίου Πνεύματος, κατά τον Αναβαθμό που λέγει: «Αγίω Πνεύματι πάσα ψυχή ζωούται, και καθάρσει υψούται, λαμπρύνεται τη τριαδική μονάδι, ιεροκρυφίως».
Ψυχή και σώμα γιορτάζουν μαζί, ευφραίνουνται με τη θεία ευφροσύνη, που δεν την απογεύεται όποιος βρίσκεται μακριά από τον Χριστό. Ενώ η καρδιά του χριστιανού, αυτές τις αγιασμένες μέρες, είναι γεμάτη από την ευωδία της υμνωδίας, γεμάτη από μια γλυκύτατη πνευματική φωτοχυσία, που σκεπάζει όλη την κτίση, τα βουνά, τη θάλασσα, τον κάθε βράχο, το κάθε δέντρο, την κάθε πέτρα, το κάθε πλάσμα.
Όλα είναι αγιασμένα, όλα γιορτάζουνε, όλα ψέλνουνε, όλα ευφραίνονται, όλη η φύση είναι «ως ελαία κατάκαρπος εν τω οίκω του Θεού». Κανείς δεν νοιώθει στην καρδιά του τέτοια χαρά, παρά μονάχα εκείνος που αγαπά τον Θεό και που ζει τις μέρες της ζωής του μαζί με τον Θεό, γιατί κανένας άλλος από τον Θεό δεν μπορεί να δώσει τέτοια χαρά, τέτοια ειρήνη, κατά τον λόγο που είπε ο Κύριος στον Μυστικό Δείπνο: «Τη δική μου την ειρήνη σας δίνω, δεν σας δίνω εγώ την ειρήνη που δίνει ο κόσμος».
Η χαρά του Χριστού κ’ η ειρήνη είναι αλλιώτικη από τη χαρά κι από την ειρήνη τούτου του κόσμου. Για τούτο ο άνθρωπος που χαίρεται να πηγαίνει στην εκκλησία, για να πιει απ’ αυτή την αθάνατη βρύση της αληθινής χαράς και της ειρήνης, λέγει μαζί με τον Δαβίδ: «Εξαπόστειλον, Κύριε, το φως σου και την αλήθειάν σου· αυτά με ωδήγησαν και ήγαγόν με εις όρος άγιόν σου και εις τα σκηνώματά σου· και εισελεύσομαι προς το θυσιαστήριον του Θεού, προς τον Θεόν τον ευφραίνοντα την νεότητά μου».
Ας γιορτάσουμε λοιπόν κ’ εμείς, αδελφοί μου, τη Γέννηση του Χριστού «εν πνεύματι και αληθεία, εν ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς», και τότε και τ’ άλλα «προστεθήσεται ημίν», θα μας δοθούνε, ήγουν η χαρά του σπιτιού, της οικογένειας, της φύσης, της συναναστροφής, της αγνής διασκέδασης, γιατί όλα θα τα γλυκαίνει η αγάπη του Χριστού, και θα τα ζεσταίνει η θέρμη Εκείνου που είναι ο ζωοδότης.
Μέγα μάθημα της ταπείνωσης είναι για μας, αδελφοί μου, η Γέννηση του Χριστού. Πού γεννήθηκε; Μέσα σε μια φάτνη, σ’ ένα παχνί να πούμε καλύτερα, για να νοιώσουμε βαθύτερα την ανείπωτη συγκατάβαση του Θεού, γιατί τ’ αρχαία λόγια κάνουνε να φαίνουνται στα μάτια μας πλούσια και τα φτωχά πράγματα. Η μητέρα του, η υπεραγία Θεοτόκος, μακριά από το σπίτι της, ξένη σε ξένον τόπο, πήγε και τον γέννησε μέσα σ’ ένα μαντρί. Το βόδι και το γαϊδούρι τον ζεστάνανε με την ανασαμιά τους. Τσομπάνηδες τον συντροφέψανε. Μαζί με τα νιογέννητα αρνιά λογαριάστηκε ο αμνός του Θεού, που ήρθε στον κόσμο για να σώσει τον άνθρωπο από την κατάρα του Αδάμ. Ποιος άνθρωπος γεννήθηκε με μεγαλύτερη ταπείνωση;
Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος γράφει, στον Λόγο του για την Ταπεινοφροσύνη, τα παρακάτω εξαίσια λόγια: «Θέλω ν’ ανοίξω το στόμα μου, αδελφοί μου, και να λαλήσω για την υψηλή υπόθεση της ταπεινοφροσύνης, κ’ είμαι γεμάτος φόβο, σαν εκείνον τον άνθρωπο που ξέρει πως θα μιλήσει για τον Θεό. Γιατί η ταπεινοφροσύνη είναι στολή της θεότητας. Γιατί ο Λόγος του Θεού που έγινε άνθρωπος, αυτή ντύθηκε, κ’ ήρθε σε συνάφεια μαζί μας μ’ αυτή, παίρνοντας σώμα σαν το δικό μας. Κι όποιος τη ντύθηκε, αληθινά έγινε όμοιος μ’ Εκείνον, που κατέβηκε από το ύψος Του, και που σκέπασε την αρετή της μεγαλωσύνης Του και τη δόξα Του με την ταπεινοφροσύνη. Κι αυτό έγινε για να μην κατακαεί η κτίση από τη θωριά Του. Γιατί η κτίση δεν μπορούσε να τον κοιτάξει, αν δεν έπαιρνε ένα μέρος απ’ αυτή (το σώμα), κ’ έτσι μίλησε μ’ αυτή. Σκέπασε τη μεγαλωσύνη Του με τη σάρκα, και μ’ αυτή ήρθε σε συνάφεια μαζί μας, με το σώμα που επήρε από την Παρθένο και Θεοτόκο Μαρία. Ώστε, βλέποντάς τον εμείς πως είναι από το γένος μας και πως μας μιλά σαν άνθρωπος, να μην τρομάξουμε από τη θωριά Του. Γι’ αυτό, όποιος φορέσει τη στολή που φόρεσε ο Κτίστης (δηλαδή την ταπεινοφροσύνη), τον ίδιον τον Χριστό ντύθηκε».
Η φάτνη είναι η ταπεινή καρδιά, που μοναχά σ’ αυτήν πηγαίνει και γεννιέται ο Χριστός. Η Εκκλησία μας φωτοβολά μέσα στο χειμωνιάτικο σκοτάδι, γιορτάζοντας τη Γέννηση του Κυρίου. Από μέσα της ακούγεται μια υπερκόσμια υμνωδία, σαν εκείνη που ψέλνανε οι άγγελοι τη νύχτα που γεννήθηκε ο Κύριος, ως «ήχος καθαρός εορταζόντων»…
Άγιος Διονύσιος ο Νέος, ο Ζακυνθινός Αρχιεπίσκοπος Αιγίνης (1547 - 1622)
Ο Αγιος Διονύσιος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στα 1547 από γονείς που ξεχώριζαν στο νησί για την κοινωνική τους θέση και την καλή τους οικονομική κατάσταση. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Γραδενίγος Σιγούρος. Ο πατέρας του λεγόταν Μούκιος και η μητέρα του Παυλίνα, ενώ είχε άλλα δύο αδέλφια, τον Κωνσταντίνο και τη Σιγούρα. Σύμφωνα με τοπικές παραδόσεις της Ζακύνθου, που δεν επιβεβαιώνονται ιστορικά, ο άγιος είχε για ανάδοχο τον Αγιο Γεράσιμο, τον προστάτη της Κεφαλονιάς.
Η οικογένειά του φρόντισε να αποκτήσει μόρφωση, επιμένοντας περισσότερο στην κλασική παιδεία, χωρίς βεβαίως να αγνοούν και τα «Εκκλησιαστικά γράμματα».
Οι επιλογές των γονιών του φαίνεται πως απέδωσαν γρήγορα καρπούς, αφού απέκτησε σημαντική μόρφωση. Μιλούσε εκτός της ελληνικής γλώσσας, την ιταλική και τη λατινική, χειριζόταν μοναδικά την αρχαία ελληνική. Ενώ, όπως προκύπτει από κείμενά του που έχουν σωθεί, ήταν και πολύ ικανός θεολόγος.
Από τις Στροφάδες στην Αίγινα
Σε ηλικία 20 χρόνων και αφού είχαν πεθάνει οι γονείς του αποφάσισε να γίνει μοναχός. Για τον λόγο αυτό αφήνει όλη την περιουσία του στον αδελφό του, με ιδιαίτερη αναφορά για την αποκατάσταση της αδελφής του. Εκάρη μοναχός στη μονή Στροφάδων, νησί νότια της Ζακύνθου, παίρνοντας το όνομα Δανιήλ. Εκεί αφιερώθηκε στην προσευχή, στη μελέτη των γραφών, στον αυστηρό ασκητικό βίο και δύο χρόνια αργότερα έγινε ηγούμενος της μονής.
Εναν χρόνο μετά χειροτονήθηκε ιερέας από τον επίσκοπο Κεφαλληνίας και Ζακύνθου, Θεόφιλο. Το 1577 αποφάσισε να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους. Περνώντας από την Αθήνα, θέλησε να πάρει την ευλογία του επισκόπου Νικάνορα, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από τη μόρφωσή του και θέλησε να τον προάγει στο επισκοπικό αξίωμα της επισκοπής Αιγίνης, που βρισκόταν σε χηρεία. Εγραψε στον Πατριάρχη Ιερεμία υπέρ της υποψηφιότητας του Δανιήλ. Ο Ιερεμίας συναίνεσε τελικά και χειροτονήθηκε επίσκοπος Αιγίνης λαμβάνοντας το όνομα Διονύσιος. Το έργο που επιτέλεσε στο νησί της Αίγινας ήταν σημαντικό, αφού πρωτίστως ενδιαφέρθηκε για την ανακούφιση των φτωχών και των αδυνάτων. Στην παλιά πόλη της Αίγινας σώζεται και σήμερα έξω από την Εκκλησία ο πέτρινος θρόνος, όπου ο Αγιος Διονύσιος ανέβαινε και κήρυττε στους χριστιανούς. Ο άγιος του Θεού ποίμανε το πνευματικό του στην Αίγινα ποίμνιο, καθώς λέγει η Θεία Γραφή, «μετ’ επιστήμης», σαν αληθινός δηλαδή και καλός ποιμένας της Εκκλησίας.
Το νησί της Αίγινας είναι ευλογημένος τόπος, όπου τον πάτησαν και τον άγιασαν δύο Οσιοι Πατέρες της Εκκλησίας· τότε μεν ο Αγιος Διονύσιος και στις ημέρες μας ο Αγιος Νεκτάριος, ο επίσκοπος Πενταπόλεως. Και οι δύο αξιωμένοι με τη χάρη των θαυμάτων, γι’ αυτό και οι δύο κατέχουν τον τίτλο του θαυματουργού.
Το 1579 υποχρεώθηκε σε παραίτηση. Ο αυστηρά ασκητικός βίος σε συνδυασμό με αυξημένες δραστηριότητες που είχε αναλάβει κλόνισαν την υγεία του, με αποτέλεσμα να στείλει επιστολή τόσο στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία όσο και στον επίσκοπο Αθηνών Νικάνορα με την παραίτησή του και την ταυτόχρονη δήλωση της θέλησής του να επιστρέψει στη Ζάκυνθο. Ο Ιερεμίας όμως δεν ήθελε να μείνουν αναξιοποίητες οι ικανότητες του Διονυσίου και έτσι τον έχρισε χωρεπίσκοπο Ζακύνθου. Η έντονη δραστηριότητα όμως στη Ζάκυνθο προκάλεσε την επιβουλή του επισκοπικού περιβάλλοντος, ίσως δε και του ίδιου του επισκόπου, με αποτέλεσμα να καταγγελθεί για υπέρβαση εξουσίας στον ηγεμόνα του νησιού Νικόλαο Δαπόντε. Ο Δαπόντες ζήτησε την παραίτηση του Διονυσίου, κάτι που ο ίδιος δέχτηκε, ώστε να μην προκληθούν σχίσματα και εντάσεις.
Η συγχώρεση του φονιά του αδελφού του
Οι οικογένειες Σιγούρου και Μονδίνου, όπως προκύπτει από διασωθέντα έγγραφα που βρίσκονται στα αρχεία της Βενετίας, βρίσκονταν σε μια διαρκή αντιπαλότητα. Μάλιστα πολλές φορές έλυναν τις διαφορές τους με συμπλοκές.
Κάποια μέρα μπήκε στο κελί του Αγίου ένας κυνηγημένος άνθρωπος, τρέμοντας και ζητώντας προστασία. Είχε σκοτώσει τον αδελφό του Αγίου Διονυσίου, Κωνσταντίνο. Οταν το άκουσε, ο Αγιος -σύμφωνα με τις προφορικές παραδόσεις του νησιού, σηκώθηκε, άνοιξε την πίσω πόρτα του κελιού του και οδήγησε τον φονιά να φύγει, να κρυφτεί και να σωθεί. Οταν δε οι συγγενείς του σκοτωμένου, αλλά και του αγίου, και τα όργανα της εξουσίας ήλθαν στο κελί και ρωτούσαν για τον φονιά, ο Αγιος Διονύσιος προσποιήθηκε κι απάντησε πως δεν τον είχε δει και πως δεν ήξερε τίποτε. Γι’ αυτό ένας Ζακυνθινός ποιητής, θέλοντας να εγκωμιάσει την αρετή του Αγίου Διονυσίου και θαυμάζοντας το παράδειγμά του, σ’ ένα του ποίημα έγραψε αυτό τον παράδοξο στίχο: «αγιάζει ο δούλος του Θεού την ώρα που αμαρτάνει»!
Στη Μονή της Αναφωνήτριας
Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Αγιος Διονύσιος είχε αποσυρθεί στο μοναστήρι της Θεοτόκου της Αναφωνήτριας. Η Μονή της Παναγίας της Αναφωνήτριας ήταν γνωστή γιατί η παράδοση θέλει την εικόνα της Θεοτόκου να έχει έρθει με θαυματουργό τρόπο στο μοναστήρι από την Κωνσταντινούπολη αμέσως μετά την Αλωση. Η Μονή ιδρύθηκε από τον άρχοντα της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου Λεονάρδο Γ' Τόκκο και τη γυναίκα του Λάππα τον 15ο αιώνα και προικίστηκε με σημαντική περιουσία. Τη Μονή της Αναφωνήτριας υπήρχε η συνήθεια οι Ενετοί διοικητές να την παραχωρούν μαζί με την περιουσία της σε κάποια από τις αριστοκρατικές οικογένειες του νησιού. Ετσι το 1568 παραχωρήθηκε στον Αγιο Διονύσιο που καταγόταν από την επιφανή οικογένεια των Σιγούρων. Εκεί στη Ζάκυνθο τον επισκέπτονταν χιλιάδες πιστοί για να τον συμβουλευτούν αλλά και να τους εξομολογήσει.
Ο Αγιος Διονύσιος κοιμήθηκε το 1624, σε ηλικία 77 ετών. Κατά την επιθυμία του, τον έθαψαν στο μοναστήρι στις Στροφάδες. Οταν ύστερα από χρόνια θέλησαν να κάμουν ανακομιδή των αγίων λειψάνων του, το ιερό σκήνωμα βρέθηκε ολόκληρο και ακέραιο, ντυμένο τα αρχιερατικά άμφια, όπως το είχαν θάψει. Στα 1703 η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου αναγνώρισε την αγιότητά του ύστερα από αναφορές και αιτήσεις του κλήρου και του λαού της Ζακύνθου, που βεβαίωναν για τα πολλά θαύματα και για την πίστη και συνείδηση της τοπικής Εκκλησίας στην αγιοσύνη του.
Τα θαύματα
Η μετάνοια των δύσπιστων αλιέων:Ο Αγιος Διονύσιος κάποτε πήγαινε με άλλους κληρικούς ως προσκεκλημένος στη Μονή Αγίου Γεωργίου στο νησάκι Βόιδι. Οι ψαράδες όμως, οι οποίοι τους μετέφεραν με το πλοίο τους, ήταν προληπτικοί κατά των ρασοφόρων και απέδωσαν στην παρουσία των κληρικών την αποτυχία τους στο ψάρεμα. Ο άγιος, θέλοντας να τους συνετίσει, τους υπέδειξε πού να ρίξουν τα δίχτυα τους και παρότι το μέρος εκείνο δεν είχε ποτέ ψάρια, οι ψαράδες έπιασαν τόσα πολλά, ώστε δεν μπορούσαν να σηκώσουν τα δίχτυα τους. Τότε προσκύνησαν τον άγιο και του ζήτησαν συγχώρεση.
Η διάβαση του χειμάρρου:Οταν ο άγιος μόναζε στη Μονή της Αναφωνήτριας, χρειάστηκε να κατέβει στην πόλη συνοδευόμενος από τον διάκονο Δανιήλ. Στον δρόμο έπεσε ραγδαία βροχή, αλλά κατά τρόπο θαυμαστό δεν βράχηκε ούτε ο άγιος ούτε ο συνοδός του. Λίγο αργότερα συνάντησαν έναν χείμαρρο που ήταν αδύνατο να περάσουν. Τότε ο άγιος ευλόγησε τον χείμαρρο, ο οποίος σταμάτησε, αφήνοντας τον άγιο και τον συνοδό του να περάσουν.
Η λύση του αφορισμού:Στον Ναό του Αγίου Νικολάου των Ξένων βρέθηκε αδιάλυτο το σώμα αφορισμένης γυναίκας, νεκρής από πολύ καιρό. Ο άγιος παρακλήθηκε από τους συγγενείς της γυναικός να λύσει το επιτίμιο. Τότε διέταξε να βάλουν το πτώμα σε ένα στασίδι. Κατόπιν προσευχήθηκε γονατιστός και με δάκρυα για τη λύση του αφορισμού. Μόλις τελείωσε τη συγχωρητική ευχή ο άγιος, το πτώμα έκλινε το κεφάλι σαν να προσκυνούσε τον άγιο και κατόπιν διαλύθηκε σε οστά και χώμα.
Το όραμα του Ηγουμένου Δανιήλ:Οταν μετά την κοίμηση του Αγίου Διονυσίου και την ανακομιδή των Λειψάνων του το Σκήνωμά του βρέθηκε άθικτο, τοποθετήθηκε από τους Μοναχούς της Μονής Στροφάδων σε ειδική λάρνακα μέσα στο Καθολικό της Μονής, μέχρι την επίσημη ανακήρυξή του ως Αγίου το 1703. Πριν από αυτήν, ο ιερομόναχος Δανιήλ, που ήταν και ηγούμενος της Μονής Στροφάδων, αμφέβαλλε για την αγιότητα του Ιεράρχου. Μια νύχτα όμως νόμισε πως είδε τον Εκκλησιάρχη να του ζητάει την ευχή για να σημάνει τον Ορθρο. Ο Ηγούμενος τότε κατευθύνθηκε προς τον ναό και μπαίνοντας τον είδε φωταγωγημένο και τον άγιο να στέκεται όρθιος έξω από τη λάρνακα και να ιερουργεί, υπηρετούμενος από ιερείς και διακόνους. Τότε ένας από τους ιερείς λέει στον ηγούμενο Δανιήλ «πληροφορήθηκες τώρα, ή αμφιβάλλεις;». Τρομαγμένος ο ηγούμενος, έφυγε από τον ναό και όταν γύρισε για να επιβεβαιώσει το προηγούμενο όραμά του είδε τον άγιο να αποσύρεται στη λάρνακά του, τα φώτα του ναού να σβήνουν και τους ιερωμένους να χάνονται.
Αισθητικό συναίσθημα. Η σχέση του Χριστιανισμού με την αισθητική. Η σύνδεση ομορφιάς και ηθικής.
Ας στραφούμε τώρα στο ζήτημα της ανάπτυξης της καρδιάς στον άνθρωπο.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, από την καρδιά κατανοούμε την ικανότητά μας να νιώθουμε ευχάριστα και δυσάρεστα. Αυτές οι αισθήσεις είναι διαφόρων ειδών, από τις κατώτερες, οργανικές (για παράδειγμα, γλυκύτητα, πικρότητα, τραχύτητα κ.λπ.), μέχρι τα υψηλότερα (για παράδειγμα, αισθητικά αισθήματα, ηθικά, θρησκευτικά κ.λπ.), και αυτά τα ανώτερα αισθήματα ονομάζονται επίσης συναισθήματα. Η εκπαίδευση της ανθρώπινης καρδιάς συνίσταται ακριβώς στην ανάπτυξη αυτών των συναισθημάτων σε αυτήν. Ας σταθούμε σε ένα από αυτά τα συναισθήματα -το αισθητικό συναίσθημα.
Αισθητικό συναίσθημα ονομάζεται η αίσθηση του ωραίου -η ικανότητα ενός ανθρώπου να βλέπει και να κατανοεί, να ενθουσιάζεται και να θαυμάζει κάθε ομορφιά, οτιδήποτε ωραίο, όπου και σε όποια μορφή παρουσιάζεται. Ένας τέτοιος θαυμασμός για την ομορφιά μπορεί είτε να φτάσει σε μια θυελλώδη, φλογερή έκσταση (για παράδειγμα, η ποιητική ωδή «Εσέ, Θεέ, δοξάζουμε»[1] στην εκκλησιαστική υμνωδία), είτε να μετατραπεί σε ένα ήσυχο, ήρεμο, βαθύ συναίσθημα (για παράδειγμα, μια ελεγεία ή το ποιητικό ειδύλλιο «Φως ιλαρόν» στην Ακολουθία). Έτσι, το αισθητικό συναίσθημα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιδέα του ωραίου, με την ιδέα της ομορφιάς, αλλά το ερώτημα που τίθεται είναι: τι είναι ομορφιά;
Αυτή η ερώτηση μπορεί να απαντηθεί με διάφορους τρόπους. Η καλύτερη απάντηση πρέπει να αναγνωριστεί ότι είναι η εξής: η ομορφιά είναι μια πλήρης αντιστοιχία μεταξύ του περιεχομένου και της μορφής μιας δεδομένης ιδέας. Όσο πιο υπέροχο είναι το περιεχόμενο αυτής της ιδέας και όσο πιο καθαρή, πιο εμφανής και πιο τέλεια είναι η μορφή με την οποία μεταδίδεται αυτή η ιδέα, τόσο περισσότερη ομορφιά θα υπάρχει εδώ, τόσο πιο όμορφο θα είναι αυτό το φαινόμενο. Και, φυσικά, ο Χριστιανισμός βλέπει την ύψιστη ομορφιά στον Θεό, στον οποίο βρίσκεται η πληρότητα κάθε ομορφιάς και τελειότητας.
Το αισθητικό συναίσθημα είναι εγγενές σε κάθε άτομο έως ένα βαθμό, αλλά απέχει πολύ από το να αναπτύσσεται πάντα σωστά και πλήρως. Η σωστή ανάπτυξη και κατεύθυνσή του επιτυγχάνεται μέσω της ανακάλυψης της ικανότητας ενός ανθρώπου να αξιολογεί σωστά αυτό ή εκείνο το φαινόμενο ή ένα έργο τέχνης. Ένας αισθητικά μορφωμένος άνθρωπος θα μπορεί να βρει χαρακτηριστικά τελειότητας και ομορφιάς σε μια καλή εικόνα, μια μουσική σύνθεση ή ένα λογοτεχνικό έργο. Ο ίδιος θα καταλάβει και θα εκτιμήσει και θα μπορέσει να εξηγήσει σε άλλον, τι ακριβώς είναι όμορφο σε αυτό το έργο τέχνης, ποιο είναι το περιεχόμενό του και με ποια μορφή μεταδίδεται εδώ.
Ο Χριστιανισμός ξέρει να εκτιμά και να αγαπά την ομορφιά. Και βλέπουμε την ομορφιά στον Χριστιανισμό παντού: και στην οικοδόμηση των ναών και στην Λατρεία και στην εκκλησιαστική μουσική και στην εικονογραφία. Ταυτόχρονα, είναι αξιοσημείωτο ότι η ομορφιά στη φύση αγαπήθηκε και εκτιμήθηκε από τους πιο αυστηρούς ασκητές μας, που εγκατέλειψαν εντελώς τον κόσμο. Έτσι ήταν στην αρχαιότητα (Μέγας Βασίλειος και άλλοι άγιοι Πατέρες), έτσι ήταν και στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Όλα τα καλύτερα ρωσικά Μοναστήρια ιδρύθηκαν σε περιοχές που διακρίνονται για την ομορφιά τους, η οποία προσέλκυσε τους ιερούς ιδρυτές και ασκητές αυτών των Μοναστηριών σε εκείνα τα μέρη και ευχαρίστησε όλους τους προσκυνητές και τους επισκέπτες χωρίς εξαίρεση[2].
Έτσι εκδηλώνεται το λαμπρό πνεύμα του Χριστιανισμού στη σχέση του με κάθε τι πραγματικά όμορφο. Στο ίδιο το Ευαγγέλιο, βλέπουμε πώς ο Σωτήρας Χριστός αντιμετωπίζει με αγάπη και προσοχή το κρίνο του αγρού, τα πουλιά του ουρανού, τη συκιά και το αμπέλι. Και ακόμη και στην προχριστιανική αρχαιότητα, ο άγιος προφητάναξ Δαβίδ, αναλογιζόμενος την ομορφιά και το μεγαλείο της δημιουργίας του Θεού, αναφώνησε: «Εσύ δημιούργησες όλη τη σοφία, δόξα σε Σένα, Κύριε, που δημιούργησες τα πάντα»[3]. Και σε άλλους Ψαλμούς, αναφερόμενος στη φύση, σαν σε κάτι το ζωντανό και συνειδητό, είπε: «Πᾶσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύριον[4]… αἰνεῖτε αὐτὸν ἥλιος καὶ σελήνη, αἰνεῖτε αὐτὸν πάντα τὰ ἄστρα καὶ τὸ φῶς[5]».
Αλλά, φυσικά, ο Χριστιανισμός μπορεί να αναγνωρίσει ως αληθινά όμορφο μόνο αυτό που όχι μόνο ικανοποιεί τις αισθήσεις μας με την ομορφιά και τη χάρη της μορφής του, αλλά είναι επίσης ηθικά πολύτιμο και καλής ποιότητας. Η αληθινή ομορφιά πάντα εξυψώνει, εξευγενίζει, φωτίζει την ανθρώπινη ψυχή και θέτει μπροστά της τα ιδανικά της αλήθειας και της καλοσύνης. Και ο Χριστιανός ποτέ δεν θα αναγνωρίζει την ομορφιά μίας εικόνας ή ενός έργου τέχνης, το οποίο -ακόμη και άριστα εκτελεσμένο κι αν είναι- δεν καθαρίζει και δεν φωτίζει την ψυχή του ανθρώπου, αλλά την χυδαιοποιεί και την μολύνει…
(Συνεχίζεται)
[1] Πρόκειται για τον γνωστό αρχαίο ύμνο «Те Deum laudamus» που αποδίδεται στον Άγιο Αμβρόσιο Μεδιολάνων. Μπορείτε να τον ακούσετε εδώ σε παραδοσιακή ρωσική ερμηνεία από το περίφημο μοναστήρι του Βαλαάμ: https://www.youtube.com/watch?v=c2aCG3QqTY4
[2] Ας θυμηθεί κανείς και τα δικά μας Μοναστήρια στο Άγιον Όρος, στα Μετέωρα και σε άλλες περιοχές που διακρίνονται για την φυσική ομορφιά τους.
[3] Εδώ ο Άγιος Φιλάρετος αντιγράφει τους δύο τελευταίους στίχους από τον -βασισμένο στους Ψαλμούς του Δαβίδ- θρησκευτικό ύμνο «Благослови, душе моя» (Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον) του μεγάλου Ρώσου μουσικού Σεργίου Ραχμάνινοφ (+1943).