† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2021

Άγιος Φιλάρετος, Μητροπολίτης Νέας Υόρκης και Ανατολικής Αμερικής [1903 – 8 Νοεμβρίου 1985]: το ανάθεμα κατά του Οικουμενισμού

agios filaretos ths rwsikhs ekklhsias ths diasporas 01


Ο άγιος ιεράρχης Φιλάρετος, κατά κόσμον Γεώργιος Νικολάγεβιτς Βοζνεσένσκυ (George Nicolaevich Voznesensky), γεννήθηκε στην πόλη Κουρσκ στις 22 Μαρτίου / 4 Απριλίου, 1903, σε μια ευσεβή ορθόδοξη οικογένεια. Ο πατέρας του, ο Αρχιερέας Nicolas Voznesensky, προερχόταν από οικογένεια ιερέων και ήταν ένας ενθουσιώδης ποιμένας και σπουδαίος άνθρωπος της προσευχής. Στη συνέχεια εκάρη μοναχός με το όνομα Δημήτριος και αργότερα έγινε επίσκοπος (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Hailar). Υπήρχαν πέντε παιδιά στην οικογένεια της Λυδίας και του Νικολάου Βοζνεσένσκυ, δύο γιοι και τρεις κόρες. Από πολύ πρώιμο στάδιο του ο νεαρός Γεώργιος μεγάλωσε σε μια ατμόσφαιρα χριστιανικής αγάπης και εκκλησιαστικής ζωής.

Το 1909 η οικογένεια μετακόμισε προς την Άπω Ανατολή. Εκεί ο Γιώργος ολοκλήρωσε την οκταετή βασική εκπαίδευση ολοκληρώσει την οκταετή διάρκεια σχολικής γραμματικής. Όταν έλαβαν την εξουσία οι αθεϊστές, η οικογένεια του μέλλοντα ιεράρχη μετακόμισε εκ νέου στο Χαρμπίν, μια πόλη με έντονη εκκλησιαστική ζωή, όπου μετά από λίγα χρόνια ο Γεώργιος σπούδασε στο Polytechnic Institute. Εκείνη την περίοδο γνώρισε τα έργα του αγίου ιεράρχη Ιγνάτιου Μπριαντσιανίνωφ και η ψυχή του ικανοποιήθηκε πάρα πολύ από τη διδασκαλία του σχετικά με τη χριστιανική ζωή και τη συνεχή μνήμη του θανάτου. Από εκείνη τη στιγμή, η ζωή στον κόσμο έπαψε να τον ενδιαφέρει. Το 1930, ο Γεώργιος χειροτονήθηκε διάκονος και το 1931 πρεσβύτερος. Κατά το ίδιο έτος, έλαβε τη μοναστική κουρά με το όνομα Φιλάρετος, προς τιμήν του αγίου Φιλάρετου του Γουβερνέτου.

Σταδιακά μια μοναστική κοινότητα σχηματίστηκε, με συνεπή πνευματική ζωή, ανάγνωση των Αγίων Πατέρων, συμβολή στο έργο του ορφανοτροφείου και των σχολείων του Χαρμπίν κ.τ.λ. Ο πνευματικός οδηγός του Ιερομονάχου Φιλάρετου εκείνα τα χρόνια ήταν ο ευλογημένος Μητροπολίτης Αντώνιος Κραποβίτσκυ (Khrapovitsky), ο οποίος είχε μια ιδιαίτερα εγκάρδια σχέση μαζί του μέχρι το τέλος της ζωής του το 1936.

Ο πατέρας Φιλάρετος είχε πραγματικά μια φιλεύσπλαχνη καρδιά. Έδινε όλα όσα είχε, μερικές φορές ακόμη και τα ρούχα του, και ανακούφιζε με όποιο τρόπο μπορούσε εκείνους που είχαν ανάγκη. Διακατεχόταν από μεγάλη αγάπη για το λόγο του Θεού και ήξερε όλο το Ευαγγέλιο απ' έξω. Το όνομά του ήταν γνωστό πολύ πιο πέρα από τα σύνορα της επαρχίας Χαρμπίν. Το 1933 διορίστηκε ηγούμενος και το 1937 αρχιμανδρίτης.

Το 1931, η Μαντζουρία καταλήφθηκε από τους Ιάπωνες. Το 1945 ο σοβιετικός στρατός κατανίκησε τον ιαπωνικό στρατό, ενώ το κομμουνιστικό καθεστώς εγκαταστάθηκε στην Κίνα. Για όσους Ρώσους ήταν σε θέση να μεταναστεύσουν προς τη Δύση ή προς την Αυστραλία, άρχισε μια περίοδο με πόνο και δοκιμασίες. Η σοβιετική κυβέρνηση άρχισε να απαιτεί οι Ρώσοι μετανάστες να λάβουν σοβιετικό διαβατήριο, για να δείξει ότι στην ΕΣΣΔ δεν υπήρχε καταπίεση των πιστών.

Εκείνη την εποχή η «Εφημερίδα του Πατριαρχείου της Μόσχας», δήλωσε ότι στη Σοβιετική Ένωση δεν υπήρχε δίωξη της Εκκλησίας και ότι η μόνη σύγκρουση ήταν με αντεπαναστάτες. Ο αρχιμανδρίτης Φιλάρετος αρνήθηκε να μνημονεύει το αθεϊστικό καθεστώς και διακήρυσσε με παρρησία την πραγματική –αρνητική για την Ορθοδοξία– κατάσταση στη ρωσική γη. Έτσι πολλές φορές κλήθηκε για ανάκριση, διώχθηκε, το σπίτι του πυρπολήθηκε, αφού προηγουμένως είχαν σφραγισθεί τα παράθυρα και η πόρτα, όμως ο Κύριος έσωσε τη ζωή του ποιμένα του και κατάφερε να διαφύγει με ασφάλεια με ένα άλμα από τον πρώτο όροφο και με τις φλόγες να περιβάλλουν το σπίτι, έχοντας ωστόσο υποστεί σοβαρά εγκαύματα στο κάτω μέρος του προσώπου του και τους σπονδύλους του λαιμού του.

Ο καλός ποιμένας δεν εγκατέλειψε το ποίμνιό του μέχρις ότου όλοι όσοι είχαν κατορθώσει να αποκτήσουν τις θεωρήσεις βγήκαν από την Κίνα. Έτσι, μόλις το 1962 έφυγε για το Χονγκ Κονγκ.

Πολύ σύντομα εγκαταστάθηκε στην Αυστραλία, στο Μπρίσμπαν. Το 1963 έγινε επίσκοπος στην Αυστραλία. Το 1964, ο επίσκοπος Φιλάρετος παρακολούθησε τη Σύνοδο των Ρώσων Ιεραρχών της Διασποράς, η οποία πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη. Ο Μητροπολίτης Αναστάσιος ήταν τότε σε βαθύ γήρας και επρόκειτο να αποσυρθεί. Στη Σύνοδο διεξήχθησαν εκλογές για το διάδοχό του, όμως οι δύο υποψήφιοι ισοψήφησαν. Για να διατηρηθεί η ειρήνη στην Εκκλησία, ο άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς, Αρχιεπίσκοπος Σαγκάης και Σαν Φρανσίσκο, πρότεινε ένα τρίτο υποψήφιο, το σχετικά άγνωστο Επίσκοπο Φιλάρετο, ο οποίος ήταν ο πιο πρόσφατα χειροτονηθείς. Έτσι, το 1964, η Ρωσική Εκκλησία στο Εξωτερικό όρισε τρίτο κατά σειρά πρωθιεράρχη της το Μητροπολίτη Φιλάρετο.

Ως επικεφαλής της Ρωσικής Εκκλησίας στο Εξωτερικό, ο άγιος έμεινε σταθερός στην ανεξαρτησία της Ορθοδοξίας από το πατριαρχείο Μόσχας, που είχε υποταχθεί στο αθεϊστικό καθεστώς, όμως παράλληλα εργάστηκε σκληρά  για την ειρήνη των Ορθοδόξων και για να δαμάσει τη διχόνοια στο εσωτερικό της Ρωσικής Εκκλησίας του Εξωτερικού. Εργάστηκε με πραότητα αλλά και ζήλο για τη διαφύλαξη της πατερικής παράδοσης και υπερασπίστηκε την Ορθοδοξία από τον κίνδυνο της αιρέσεως του Οικουμενισμού, αντικρούοντας τη «θεωρία των κλάδων».

Επίσης κατά τη διακονία του ως προκαθημένου της Ρωσικής Εκκλησία στο Εξωτερικό πραγματοποιήθηκε η ανακήρυξη της αγιότητας των αγίων Ιωάννη της Κρονστάνδης (ανακηρύχθηκε το 1964), Γερμανού της Αλάσκας (1970), Ξένιας της Πετρούπολης (1978), των Νεομαρτύρων και Ομολογητών της Ρωσίας (1981), καθώς και του οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφκσυ (1982).

Ο άγιος Φιλάρετος ήταν εραστής του μοναχισμού, επειδή δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να αφιερώσει τον εαυτό του εξ ολοκλήρου στο Θεό. Με δικά του λόγια: «Σύμφωνα με τη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, η μοναστική τρόπος είναι, αυτή καθαυτή, η ευθεία διαδρομή προς το Ουράνιο Βασίλειο, όταν ολοκληρωθεί όπως πρέπει».

Τα κηρύγματά του ήταν ουσιώδη, απλά και καθαρά. Σύμφωνα με την μαρτυρία πολλών ανθρώπων, η ρητορεία του ήταν εφάμιλλη με του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Με ιδιαίτερο δέος και σεβασμό πλησίαζε τα Άγια Μυστήρια του Χριστού, υπενθυμίζοντας το ποίμνιό του ότι: «η θεία Κοινωνία είναι μια φωτιά. Κανείς δεν μπορεί να την απαγορεύει, αν δεν υπάρχουν σοβαρά κανονικά εμπόδια. Ο χριστιανός πρέπει να λαμβάνει τη θεία Κοινωνία όσο πιο συχνά γίνεται. Για αυτόν τον λόγο η θεία Κοινωνία λαμβάνεται μπροστά στην Ωραία Πύλη, γιατί αυτό συμβολίζει την εγγύτητα μας στην Βασιλεία των Ουρανών και μας ωθεί προς τα πάνω!».

Ενώ ήταν ένας ποιμένας γεμάτος φροντίδα και αγάπη για τους άλλους, ήταν εξαιρετικά αυστηρός με τον εαυτό του. Ζούσε μια πραγματικά ασκητική ζωή: κοιμόταν για δύο ή τρεις ώρες την ημέρα, έτρωγε ελάχιστα, παρακολουθούσε με πατρικό ενδιαφέρον τις λύπες και τις χαρές του ποιμνίου του και ξαγρυπνούσε προσευχόμενος γι’ αυτό. Τα πνευματικά παιδιά του ήταν οι μάρτυρες πολλών θαυμάτων του, που πραγματοποιήθηκαν τόσο κατά τη διάρκεια της ζωής του όσο και μετά την κοίμησή του. Οι μαρτυρίες τους μιλούν εύγλωττα για την τεράστια δύναμη των προσευχών του.

Η ζωή του Μητροπολίτη Φιλάρετου, που ήταν ίση με αυτή των Αγγέλων, στέφθηκε από την ευλογημένη κοίμησή του στις 8/21 Νοεμβρίου 1985, κατά την ημέρα εορτής του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και όλων των ασωμάτων Δυνάμεων.

Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος θάφτηκε στη Μονή της Αγίας Τριάδας του Jordanville. Δεκατρία χρόνια μετά το θάνατό του, αποφασίστηκε ότι θα πρέπει να μεταφερθεί στην κρύπτη κάτω από το Ιερό της Αγίας Τριάδος στη Μητρόπολη Jordanville. Το άνοιγμα του τάφου του έγινε στις 28 Οκτωβρίου/10 Νοεμβρίου 1998. Ο Αρχιεπίσκοπος Λαύρος των Συρακουσών και Αγίας Τριάδος, ο επίσκοπος Ιλαρίων του Μανχάταν, Αρχιμανδρίτης Λουκάς και οι αδελφοί ήταν παρόντες σε αυτή την περίπτωση και έγιναν μάρτυρες της πλήρους αφθαρσίας του λειψάνου του. Το σώμα του ήταν λευκό και ακόμη και μαλακό. Τα άμφια, ο σταυρός και η εικόνα της Παναγίας ήταν ακόμη φωτεινά.

Τα πιστά τέκνα της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Εξωτερικό δέχθηκαν την αφθαρσία του λειψάνου του αγίου Ιεράρχη Φιλάρετου ως ένα θαύμα, που μας παραχώρησε ο Θεός για την ενίσχυση της πίστης μας.

Τα στοιχεία ελήφθησαν από (εδώ).


agios filaretos ths rwsikhs ekklhsias ths diasporas 04


Χρονολόγιο ομολογιακού αγώνα του Αγίου Φιλάρετου κατά του Οικουμενισμού

1. Τὴν 2ην Δεκεμβρίου 1965 ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος ἔστειλε καταγγελία εἰς τὸν «Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην» Ἀθηναγόρα, ἐλέγχοντάς τον διὰ τὴν ἀντικανονικὴν «ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων». Εἰς τὴν ἐπιστολὴν ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος γράφει: «Ἔχουμε κληρονομήσει μίαν κληρονομίαν ἀπὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων ὅτι τὰ ἄπαντα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν πρέπει νὰ γίνονται με νόμιμον τρόπον, ὁμόφρονα, καὶ σύμφωνα με τὰς ἀρχαίας παραδόσεις. Ἐὰν κάποιοι ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους ἔστω καὶ Προκαθημένους τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν κάμουν κάτι ὁποῦ δὲν εἶναι σύμφωνα με τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας δίναται νὰ διαμαρτυρηθῇ ἐναντίον του. Ὁ 15ος Κανών τῆς Πρῶτης‐καὶ‐Δευτέρας Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 861 περιγράφει ὅτι «τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται» ἐκείνοι οἱ Ἐπίσκοποι καὶ κληρικοὶ οἴτινες διακόπτουν τὴν κοινωνίαν ἀκόμη καὶ με τὸν Πατριάρχην τους, ἐφ’ ὅσον κηρύττει αἵρεσιν δημοσίως καὶ δημοσίως διδάσκει αὐτὴν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Με αὐτὸν τὸν τρόπον ὅλοι εἶμεθα θεματοφύλακες τῆς ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας... Ἐνῷ ἡ Ρώμη ἔχει πολλὰ νὰ ἀλλάξῃ προκειμένου νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν ἔκφρασιν τῆς Πίστεως τῶν Ἀποστόλων, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἡ ὁποῖα ἔχει διατηρήσει τὴν αὐτὴν Πίστιν ἄψογα μέχρι σήμερον, δὲν ἔχει τίποτα νὰ ἀλλάξῃ. Ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων Πατέρων μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν κατέχει τὸν διάλογον με αὐτοὺς ὁποῦ ἔχουν ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξίαν. Τουναντίον, ἡ Ἐκκλησία ἀπευθύνεται εἰς αὐτοὺς μὲ μονόλογον, καλώντας αὐτοὺς νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὸ ποῖμνιόν της, διὰ τῆς ἀπορρίψεως τῶν τινῶν διισταμένων δογμάτων... Σίγουρα ἀκόμα καὶ πολλὰ ἀπὸ τὰ πνευματικά σας τέκνα θὰ προετιμοῦσαν τὴν πιστότητα στὴν Ὀρθοδοξία παρὰ τὴν ἰδαίαν τῆς ἑνώσεως με τοὺς αἱτεροδόξους χωρὶς τὴν πλῆρη ἀρμονία τους μαζί μας στὴν ἀλήθειαν...»

2. Τὴν 21ην Μαΐου 1968 ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος ἔγραψεν ἀνοικτὴ ἐπιστολὴ εἰς τὸν «Πατριάρχην» Ἀθηναγόραν. Ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος γράφει: «Ὑπὸ ὁρισμένας προϋποθέσεις αὐτὴ ἡ πρόθεσις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου νὰ συγκαλέσῃ μίαν Μεγάλην Σύνοδον τῶν ἐκπροσώπων ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν θὰ μπορούσε πραγματικὰ νὰ εἶναι ἕνα χαρμόσυνον γεγονὸς. Ἀλλὰ ἡ σύγκλησις μιᾶς Συνόδου δὲν φέρνει πάντοτε χαρὰν. Καὶ μία Μεγάλη Σύνοδος, ἔστω καὶ ἄν πολλαὶ αὐτοκέφαλαι ἐκκλησίαι συμμετέχουν εἰς τὰς πράξεις της, δὲν σημαίνει ὅτι ἔχει αὐτομάτως τὴν τιμὴν τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἐκφρασθείσα τὴν αὐθεντικὴν φωνή της καὶ ὡς ἱσχύουσα τὰς παραδόσεις τῶν Ἁποστόλων καὶ Ἁγίων Πατέρων. Ἐντοῦτοις, κάθε νέα Σύνοδος πρέπει νὰ εἶναι ἐν πλῆρῃ ἀρμονίᾳ μετὰ τῶν ποηγουμένων Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἐφένετο καὶ ἡ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου ἐπὶ Διωσκόρου ὡς ἀρκετὰ πλῆρης, ἀλλὰ εἶναι γνωστὴ σήμερον ὡς Ληστρικὴ Σύνοδος. Ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φωτίζει μία Σύνοδος καὶ κάμνει τὴν φωνή της νὰ εἶναι φωνὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας μόνο ὅταν συναχθεῖ ἡ Σύνοδος ἵνα καταδικάσῃ, σύμφωνα με τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν, τὰς καινοτομίας καὶ τὰ αὐθαίρετα δόγματα ὁποῦ εἶναι ὑποταγμένα στοὺς ἱσχυροὺς τοῦ κόσμου τούτου, οἱ ὁποῖοι θέλουν ὅπως εἰσαγάγουν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μίαν αἱρετικὴν ἐπιδημίαν...» (Ἐπιστολὴ Μητρ. Φιλαρέτου, 21.5.1968). Ἔτσι ὁ κ. Φιλάρετος ἐχαρακτήρησεν τὴν συγκληθεῖσα Σύνοδον τοῦ Ἀθηναγόρου ὡς στερημένη τῆς θείας χάριτος.

3. Τὴν 14ην Ἰουλίου 1969 ὁ Μητροπολίτης κ. Φιλάρετος ἔγραψε τὴν πρώτην του Ἀνοικτὴν Ἐπιστολὴν εἰς ὅλους τοὺς Πατριάρχας καὶ Ἐπισκόπους τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καταγγέλοντάς τους διὰ τὴν κακόδοξον σιωπήν των ἐν σχέσει μὲ τὴν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γράφει: «...Παρατηροῦμε ὅμως ὄτι κανένας εἰς ὑψηλοτέραν θέσιν ἀπὸ τῆς ἡμετέρας δὲν ἀνεβάζει τὴν φωνή του. Καὶ τὸ γεγονὸς τοῦτο μᾶς προκαλεῖ να ὁμιλήσωμεν, ὥστε νὰ μὴν κατηγορηθοῦμεν εἰς τὴν Δευτέραν Παρουσίαν ὅτι εἴχαμε δεῖ τὸν κίνδυνον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅμως δὲν εἴχαμε προειδοποιήσει τοὺς Ἐπισκόπους της.»

4. Κατὰ τὸ 1972 ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος ἔγραψε τὴν Δευτέραν Ἀνοικτήν του Ἐπιστολὴν, ἐλέγχοντας τοὺς ἀπανταχοῦ ἐπισκόπους τῆς γῆς διὰ τὴν σιωπήν των ἐν σχέσει με τὴν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Εἰς τὴν ἰδίαν ἐπιστολὴν ὁνομάζει τὴν καινοτομίαν τοῦ νέου ἡμερολογίου ὡς πρῶτον βῆμα τῆς πλάνης τοῦ Νεωτερισμοῦ. Γράφει:

«Εἰς τὴν πρώτην κατώδυνον Ἐπιστολὴν ἡμῶν, ἐγράψαμεν ἐν λεπτομερείαις, ἐπὶ τοῦ ἀσυμβιβάστου, ἀπὸ Ἐκκλησιολογικῆς ἀπόψεως, τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν, παρουσιάζοντες ἐπακριβῶς τὴν βιαιότητα καὶ ὡμότητα τῶν ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας παραβάεων, αἵτινες συντελοῦνται διὰ τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἑκκλησιῶν εἰς τὸ Συμβούλιον τοῦτο. Κατεδείξαμεν ὅτι αἱ βασικαὶ ἀρχαὶ τοῦ Συμβουλίου τούτου, εἶναι ἀσυμβίβαστοι μὲ τὴν Ὀρθόδοξον Διδασκαλίαν καὶ τὸ Δόγμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡμεῖς, συνεπομένως, διεμαρτυρήθημεν ἐναντίον τῆς ἀποδοχῆς τῆς ἀποφάσεως ταύτης γενομένης εἰς τὸ Πανορθόδοξον Συνέδριον τῆς Γενεύης, ἕνθα ἡ Ὀρθόδοξος Ἑκκλησία, ἐγένετο δεκτὴ ὡς ὀργανικὸν μέλος τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν.

Ἀλλοίμονον! Τὰ τελευταῖα, ταῦτα, ἕτη, εἶναι ὑπερφορτωμένα μὲ κραυγαλέας ἀποδείξεις, ὅτι, εὶς τοὺς διαλόγους μετὰ τῶν Ἑτεροδόξων, μερικαὶ Ὀρθόδοξοι Ἀντιπροσωπεῖαι υἱοθέτησαν μίαν καθαρῶς Προτεσταντικὴν Ἐκκλησιολογίαν, ἥτις ἄγει σταδιακῶς, εἰς Προτεσταντικὴν, καθαρῶς, προσέγγισιν προβλημάτων τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἐκ τῆς ὁποῖας καὶ ἀναδύεται ἡ σύγχρονος ἐκκοσμίκευσίς της καὶ ἡ ἀφόρητος νεωτεριστική της ἐμφάνισις. Ὁ νεωτερισμός, συνίσταται εἰς κατάπτωσιν καὶ ὑποστάθμισιν τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, συμφώνως πρὸς τὰς ἀρχὰς τοῦ ρέοντος κοινωνικοῦ βίου καὶ τῶν συμπαρομαρτουσῶν ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν. Βλέπομεν τοῦτο εἰς τὴν Νεωτεριστικὴν Κίνησιν τῆς «Ζώσης Ἐκκλησίας» ἐν Ρωσίᾳ, κατὰ τὰς τελευταίας δεκαετίας. Εἰς τὴν πρώτην Συνέλευσιν τῶν ἱδρυτῶν τῆς Ζώσης Ἐκκλησίας κατὰ τὴν 29ην Μαΐου 1922, οἱ σκοποί της καθωρίσθησαν ὡς «ἀναθεώρησις καὶ ἀλλαγὴ ὅλων τῶν ὅψεων τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὡς αὖται καθίστανται ἐπιτακτικαὶ ἐκ τῶν ἀπαιτήσεων τῆς συγχρόνου ζωῆς» («Ἡ Νέα Ἐκκλησία» καθηγητοῦ Β. Βασιλείου Τιτλίνωφ, Πετρούπολις‐Μόσχα 1923 σ. 11). Ἡ «Ζῶσα Ἐκκλησία» ἦτο μία ἀπόπειρα διὰ τὴν μεταρρύθμισιν, προσηρμοσμένη εἰς τὰς ἀπαιτήσεις τῶν συνθηκῶν ἑνὸς Κομμουνιστικοῦ Κράτους.

Ὁ Μοντερνισμὸς ἢ Νεωτερισμὸς τοποθετεῖ αὐτὸν τὸν συμβιβασμὸν μὲ τὴν ἀνθρωπίνην μειονεκτικότητα καὶ ἀσθένειαν, ὑπεράνω ἠθικῶν, καὶ μάλιστα Δογματικῶν ἀπαιτήσεων τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἐν τοιαύτῃ ἐκτάσει, ὥστε, ὁ κόσμος ἐγκαταλείπει τὰς Χριστιανικὰς Ἀρχὰς, ἡ δὲ ἐκκοσμίκευσις (ὁ Μοντερνισμὸς), ὑποβιβάζει τὸ ἐπίπεδον τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἐπὶ μᾶλλον καὶ μᾶλλον. Ἐντὸς τῶν Δυτικῶν Ὁμολογιῶν, βλέπομεν, ὅτι ἐπῆλθε σχεδὸν κατάργησις τῆς Νηστείας, ριζικὴ συντόμευσις καὶ ἐκχυδαϊσμὸς τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ Λειτουργίας καὶ τελικῶς, πλήρης καὶ ὁλοσχερὴς πνευματικὴ ἐρήμωσις, ἐξικνουμένη μέχρι τοῦ σημείου, ἀπροκαλύπτου ἐκδηλώσεως ἀνοχῆς, ἄν μὴ καὶ ἐνθαρρύνσεως πρὸς ἀνθρωπίνους διαστροφὰς καὶ ἐλαττώματα, δι’ ἅτινα, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει, ὅτι «αἰσχρὸν ἑστι καὶ λέγειν».

Ὁ ἐκσυγχρονισμὸς καὶ μοντερνισμὸς οὖτος ὑπῆρξεν ἡ βάσις τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου (τῆς θλιβερᾶς ἐκείνης μνήμης), ἤτις συνῆλθεν ἐν Κωνσταντινουπόλει τὸ 1923, καὶ ἥτις, προφανῶς, ἥσκησε μεγίστην ἐπίδρασιν ἐπὶ τοῦ ἀνακαινιστικοῦ πειράματος ἐν τῇ Κομμουνιστικὴ Ρωσία. Συνεπείᾳ τῆς Συνόδου ἐκείνης, Ἐκκλησίαι τινὲς, ἐνῷ δὲν υἱοθέτησαν ὅλας τὰς μεταρρυθμίσεις αἴτινες εἰσήχθησαν τότε, ἀπεδέχθησαν, ἐν τούτοις, τὸ Δυτικὸν – Παπικὸν Ἡμερολόγιον καὶ μάλιστα, εἰς τινας περιπτώσεις, τὸ δυτικὸν Πασχάλιον. Τοῦτο ὑπῆρξε, τότε, τὸ πρῶτον βῆμα, εἰς τὴν ὁδὸν τῆς ἐκκοσμικεύσεως καὶ τοῦ μοντερνισμοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐνῷ, συγχρόνως, ἤλλαξεν ὁ τρόπος τῆς ζωῆς της, ὥστε, νὰ ἀχθῇ αὕτη, προϊόντος τοῦ χρόνου, ἐγγύτατα πρὸς τὰς αἱρετικὰς Ὁμολογίας καὶ φατρίας. Ἐκ τῆς ἐπόψεως ταύτης, ἡ τοιαύτη υἱοθέτησις τοῦ Δυτικοῦ Παπικοῦ Ἡμερολογίου, ἦτο μία κατάφωρος παράβασις τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ, ταυτοχρόνως, ὑπῆρξεν ἡ ἀφετηρία ἀσυγκρατήτου τάσεως ἀπομονώσεως τῶν πιστῶν ἀπὸ ἐκείνους οἴτινες διδάσκουν ἀντιθέτος πρὸς τὰς ἀρχὰς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δημιουργήσασα τὸ ὑφιστάμενον μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ρεῦμα ἀντιπαθείας πρὸς τὴν προσέγγισιν καὶ ὁμοίωσιν πρὸς τὸν αἱρεσιογόνον Παπισμὸν, Προτεσταντισμὸν καὶ ἐκκοσμικευμένον Μοντερνισμὸν.

Ὑπενθιμίζομεν τὸν 65ον Ἀποστολικὸν Κανόνα τοὺς 32ον, 33ον καὶ 37ον Κανόνας τῆς Λαοδικείας καὶ τὰς Ἐντολὰς τοῦ Θεορρήμονος Παύλου εἰς τὰς Ἐπιστολὰς αὐτοῦ πρὸς Τίτον (3, 10). Τὸ φρικτὸν προϊὸν τῆς τοιαύτης μεταρρυθμίσεως ἦτο ὁ βιασμὸς καὶ ἡ παράβασις τῆς ἑνότητος εἰς τὰς προσευχὰς καὶ Λειτουργίας τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ἐν διαφόροις χώραις. Οὕτω, ἐνῷ ἔνιοι ἐξ αὐτῶν ἑορτάζουν τὰ Χριστούγεννα, ὁμοῦ μετὰ τῶν αἱρετικῶν, ἕτεροι ἐξηκολούθουν νηστεύοντες! Ἐνίοτε, τοιοῦτως διχασμὸς συμπίπτει καὶ εἰς τὴν αὐτὴν, ἐκασταχοῦ, Ἐκκλησίαν [π.χ. εἰς Ἑλλάδα, Ρουμανία, Κύπρο, κλπ.], καὶ μερικὲς φορὲς τὸ Πάσχα ἑορτάζεται συμφώνως πρὸς τὸ Δυτικὸν Παπικὸν Πασχάλιον τῶν αἱρετικῶν παραφυάδων [π.χ. εἰς Ρουμανία, Φιλλανδία, κλπ.]. Ἐπὶ τῷ τέλει, ἐν τούτοις, τῆς συμπλησιάσεως πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς τῶν διαφόρων ἀποχρώσεων καὶ παραφυάδων, παραβιάζεται σήμερον, ἀναφανδὸν καὶ ἀσυστόλως, ὑπὸ τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ Παπιστῶν, ὁ Ι΄ Κανών τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καθ’ ὅν, οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ, ταυτοχρόνως, ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ, δέον νὰ ἑορτάζωσι καὶ νὰ δοξάζωσι τὴν Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Ἀνάστασιν, καθ’ ἄπαντα τὸν κόσμον...

Δὲν δύναται νὰ διαφύγῃ τῆς εὐαισθήτου συνειδήσεως πλείστων τέκνων τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ Ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμισις, προητοίμασε τὸ ἔδαφος καὶ ὑπέσκαψε τὰ θεμέλια διὰ μίαν ἀναθεώρησιν τῆς συνόλου τάξεως τῆς ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἥτις ὑπῆρξεν εὐλογημένη ὑπὸ τῶν Θεοπνεύστων ἀποφάσεων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Ἤδη, εἰς τὴν Πανορθόδοξον ἐκείνην Διάσκεψιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κατὰ τὸ 1923, τὸ θέμα τοῦ δευτέρου γάμου τῶν Κληρικῶν, ἀνέκυψε μεθ’ ἑτέρων πολλῶν θεμάτων. Καὶ προσφάτως, ὁ Ἕλλην Ἀρχιεπίσκοπος Βορείου καὶ Νοτίου Ἀμερικῆς Ἰάκωβος, προέβη εἰς δήλωσιν ἐπιδοκιμάζουσαν τὸν γάμον τῶν Ἐπισκόπων! («Ἑλληνικὰ Χρονικὰ» 23 Δεκεμβρίου 1971). Ἡ ἱσχὺς τῆς Ὀρθοδοξίας ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι αὔτη διατηρεῖ ἀπαραφθάρτους τὰς ἀρχὰς τῆς Ἱερᾶς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως. Παρὰ ταῦτα, ὑπάρχουσιν ἐκεῖνοι, οἴτινες ἐπιχειροῦν νὰ συμπεριλάβουν εἰς τὰ θέματα τῆς μελλούσης μεγάλης Συνόδου, οὐχὶ ἀπλῶς μίαν ἀνταλλαγὴν γνωμῶν διὰ τὴν καλυτέραν μεθοδολογίαν πρὸς διασφάλισιν τηρήσεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως, ἀλλὰ, τουναντίον, μίαν πονηρίαν πρὸς ἐφεύρεσιν μεθόδειῶν διὰ μίαν ριζικὴν ἀναθεώρησιν τῆς ὅλης Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀρχῆς γενομένης διὰ τῆς καταργήσεως τῶν Νηστειῶν, τοῦ δευτέρου γάμου τῶν Κληρικῶν κλπ., εἰς τρόπον, ὥστε, ἡ ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, νὰ ἔλθῃ ἐγγύτατα πρὸς τὴν τοιαύτην τῶν αἱρετικῶν Ὁμολογιῶν καὶ αἱρεσιοβριθῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων...

Ἐν τῷ μεταξύ, δραστηριότητες σκοποῦσαι τὴν δημιουργίαν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, μέσῳ μιᾶς ἀπατηλῆς Ἑνώσεως διαφόρων ἑτεροκλήτων Ὁμολογιῶν, ἄνευ προσοχῆς, σεβασμοῦ καὶ πίστεως πρὸς τὴν Ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ, διαφυλασσομένη μόνον ἐντὸς τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, θὰ ὁδηγήσουν ἡμᾶς μόνον ἔξω καὶ μακρὰν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ δή, ἐν τῷ βασιλείῳ τοῦ ἀντιχρίστου! Δέον νὰ κατανοηθῇ, ὅτι, αἱ συνθῆκαι, αἵτινες ἤγαγον τὸν Σωτῆρα νὰ διερωτηθῇ, ἐὰν κατὰ τὴν Δευτέραν Παρουσίαν Του, θὰ εὕρισκεν ἀκόμη τὴν Πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς, ἐνισχύονται οὐ μόνον ἀπὸ τὴν ἀπροσχημάτιστον ἐπέκτασιν τῆς προπαγάνδας ὑπὲρ τοῦ ἀθεϊσμοῦ, ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ ἀπὸ τὴν ἀσύστολον διάδοσιν τῆς συγχρόνου λύμης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ...

Τούτων πάντων ἕνεκεν, ἤδη ἀνωτέρω ἐκτεθέντων, τὰ σεβασμιώτατα μέλη τῆς Ἡμετέρας Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων, ὁμοθύμως συνεφώνησαν καὶ συναπεφάσισαν νὰ ἀναγνωρίσωσι τὸν Οἰκουμενισμὸν ὡς μίαν ἐξόχως ἐπικίνδυνον Αἵρεσιν...

Ζητοῦμεν καὶ παρακαλοῦμεν ἄπαντας, ὅπως, πρὸ ἄλλου τινὸς, ἀναπέμψωσι θερμὰς προσευχὰς, πρὸς τὸν Κύριον, ἵνα σώςῃ τὴν Ἁγίαν Αὐτοῦ Ἐκκλησίαν, ἐκ τῆς θυέλλης, ἥτις εἶναι ἐπὶ θύραις ἐκ τῆς νέας ταύτης Αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ζητοῦμεν, ὅπως πράξωσι τὸ πᾶν, ὅπως διανοιγῶσιν οἱ πνευματικοὶ ὀφθαλμοὶ ἀπάντων τῶν πιστῶν, ἵνα κατανοήσωσι τὴν ἀλήθειαν καὶ ἀπορρίψωσι τὸ ψεῦδος καὶ τὴν πλάνην. Δεόμεθα, ἐν τέλει, τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐνισχύῃ ἕνα ἕκαστον ἐξ ἡμῶν εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν ἀεὶ ἐν τῇ Ἀληθείᾳ καὶ τῇ καθαρότητι τῆς Πίστεως, ἥτις δέδοται ἡμῖν, πηγαίως, ἀδιαφθόρως καὶ ἀπαραχαράκτως καὶ παρέχῃ ἡμῖν πᾶσι τὴν δύναμιν ποδηγετήσεως τοῦ Ποιμνίου ἡμῶν ἐν τῇ εὐσεβεία καὶ τῇ ὀρθῇ καὶ ἀπαρεγκλίτῳ Ὀρθοδόξῳ Χριστιανικῇ Πίστει. Γένοιτο!

Ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος, Πρόεδρος τῆς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Ἐκτὸς Ρωσίας.» (Ἀνοικτὴ Ἐπιστολὴ Μητρ. κ. Φιλαρέτου, 1972).


agios filaretos ths rwsikhs ekklhsias ths diasporas 02


5. Τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ 1972, εἰς τὸν Ἱερὸν Καθεδρικὸν Ναὸν Ἁγίου Νικολάου Μοντρεάλλης Καναδὰ, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ὑπὸ τὴν Προεδρείαν τοῦ Μητροπολίτου κ. Φιλαρέτου Συνοδικῶς ἀναθεμάτησε τὸν Οἰκουμενισμὸν καὶ τὸν Μοντερνισμὸν (Νεωτερισμὸν).

6. Δεκέμβριος 1975: Ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος γράφη ἕτερο [Ἀντι-οικουμενιστικὸ] κείμενο, σχετικὰ μὲ τὴν λεγομένη «Ὁμολογία Θυατείρων», ἡ ὁποία εἶχε ἐκδοθῆ τότε ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Θυατείρων καὶ Μ. Βρετανίας Ἀθηναγόρα (Κοκκινάκη), μὲ ἔγκρισι τῆς συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλως, ἐπὶ πατριάρχου Δημητρίου, γιὰ νὰ καταδείξη ὅτι αὐτὴ ἡ οἰκουμενιστικὴ ἐπίσημη Ὁμολογία εἶναι ἕνα κείμενο ἐντελῶς αἱρετικοῦ πνεύματος, ποὺ προτρέπει σὲ συμπροσευχὴ καὶ μυστηριακὴ διακοινωνία μὲ τοὺς πάσης φύσεως αἱρετικούς, τοὺς ὁποίους ἀναγνωρίζει πλήρως καὶ ἐντάσσει στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ ὁρίζη ὅρια εἰς αὐτήν!...

«Ἔκκλησις τοῦ Μητροπολίτου Φιλαρέτου πρὸς τοὺς Προκαθημένους τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καὶ τοὺς Σεβασμιωτάτους Ὀρθοδόξους Ἱεράρχας ΠΑΡΑΓΓΕΛΛΩΝ εἰς ἡμᾶς νὰ διατηρῶμεν σταθερῶς ἐν πᾶσι τὴν διακηρυχθεῖσαν Ὀρθόδοξον πίστιν ὁ ἅγιος Ἀπ. Παῦλος, ἔγραψε πρὸς τοὺς Γαλάτας:

«Ἀλλὰ καὶ ἂν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾿ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω.» (Γαλ. αʹ 8)

Τὸν μαθητήν του Τιμόθεον ἐδίδαξε νὰ παραμένῃ πιστὸς εἰς ὅσα τὸν ἐκατήχησε καὶ εἰς ὅσα ἐνεπιστεύθησαν εἰς αὐτόν, ὡς γνωρίζων καλῶς ὑπὸ ποίου ἐκατηχήθη ταῦτα (Βʹ Τιμ. γʹ 14).

Τὰ ἀνωτέρω συνιστοῦν ἕνα δείκτην, τὸν ὁποῖον ἕκαστος Ἱεράρχης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὀφείλει νὰ ἀκολουθῇ καὶ πρὸς τὸν ὁποῖον ὀφείλει ὑπακοὴν ἕνεκα τοῦ ὅρκου τῆς χειροτονίας του. Ὁ Ἀπόστολος γράφων σχετικῶς θέλει τὸν Ἐπίσκοπον:

«ἀντεχόμενον τοῦ κατὰ τὴν διδαχὴν πιστοῦ λόγου, ἵνα δυνατὸς ᾖ καὶ παρακαλεῖν ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τῇ ὑγιαινούσῃ καὶ τοὺς ἀντιλέγοντας ἐλέγχειν» (Τιτ. αʹ 9).

Εἰς τὸν παρόντα καιρὸν τῆς παγκοσμίου ἀμφιβολίας, συγχύσεως καὶ διαφθορᾶς ἀπαιτεῖται εἰδικῶς ἀπὸ ἡμᾶς νὰ ὁμολογῶμεν τὴν ἀληθῆ διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξαρτήτως τοῦ ποῖος θὰ ἀκούσῃ καὶ εἰς πεῖσμα τῆς κυκλούσης ἡμᾶς ἀπιστίας. Ἐὰν πρὸς χάριν τῆς προσαρμογῆς εἰς τὰς πλάνας τοῦ αἰῶνος τούτου σιγήσωμεν περὶ τῆς ἀληθείας, ἢ δώσωμεν μίαν διεφθαρμένην διδασκαλίαν χάριν τῆς εὐαρεστήσεως τοῦ κόσμου, τότε πράγματι θὰ δώσωμεν εἰς αὐτοὺς ποὺ ζητοῦν τὴν ἀλήθειαν λίθον ἀντὶ ἄρτου.

Ὅσον ὑψηλότερα ἵσταται αὐτὸς ποὺ ἐνεργεῖ παρομοίως, τόσον μεγαλύτερον εἶναι καὶ τὸ σκάνδαλον, τὸ ὁποῖον δημιουργεῖται ὑπ᾿ αὐτοῦ, καὶ μάλιστα αἱ συνέπειαί του. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν μεγίστην θλῖψιν μᾶς προεκάλεσεν ἡ ἀνάγνωσις τῆς καλουμένης «Ὁμολογίας Θυατείρων», ἡ ὁποία προσφάτως ἐκυκλοφορήθη εἰς τὴν Εὐρώπην μὲ τὴν ἰδιαιτέραν εὐλογίαν καὶ ἐπιδοκιμασίαν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ τοῦ Πατριάρχου τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.

Γνωρίζομεν ὅτι ὁ συγγραφεὺς τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Θυατείρων (Λονδίνου) Ἀθηναγόρας εἶχε παρουσιάσει εἰς τὸ παρελθὸν σημεῖα ὁμολογητοῦ τῆς Ὀρθοδόξου ἀληθείας, καὶ συνεπῶς οὐδόλως ἀνεμένομεν ἀπ᾿ αὐτὸν μίαν τοιαύτην ὁμολογίαν, ἡ ὁποία πόρρω ἀπέχει τῆς Ὀρθοδοξίας.

Παρὰ ταῦτα, ἐὰν τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἦτο μόνον μία προσωπικὴ ἔκφρασις τοῦ ἰδίου, δὲν θὰ ἐγράφομεν. Παρεκινήθημεν εἰς τοῦτο περισσότερον, διότι ἐπὶ τῆς ἐργασίας αὐτῆς ἐναπόκειται ἡ σφραγὶς τῆς ἀποδοχῆς ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Πατριάρχου Δημητρίου καὶ τῆς Συνόδου του. Ἐπὶ εἰδικοῦ Πατριαρχικοῦ πρωτοκόλλου ἀπευθυνομένου πρὸς τὸν Μητροπολίτην Ἀθηναγόραν ἀναφέρεται, ὅτι ἡ ἐργασία του ἐξητάσθη ὑπὸ εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς. Μετὰ τὴν ἀποδοχὴν αὐτῆς ὑπὸ τῆς Ἐπιτροπῆς, ὁ πατριάρχης συμφώνως πρὸς τὴν ἀπόφασιν τῆς Συνόδου, ἔδωκε τὴν εὐλογίαν του διὰ τὴν ἔκδοσιν «τῆς λαμπρᾶς αὐτῆς ἐργασίας», ὡς γράφει. Συνεπῶς ἡ εὐθύνη διὰ τὸ ἔργον αὐτὸ μεταφέρεται τώρα ἀπὸ τὸν Μητροπολίτην Ἀθηναγόραν εἰς ὁλόκληρον τὴν Ἱεραρχίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Αἱ προηγηθεῖσαι ἡμέτεραι Ἐπιστολαὶ τοῦ Πόνου ἔχουν ἤδη ἐκφράσει τὴν θλῖψιν ποὺ μᾶς κατέλαβεν, ὅταν ἀπὸ τὸν Θρόνον τῶν Ἁγίων Χρυσοστόμου, Πρόκλου, Ταρασίου, Φωτίου καὶ πολλῶν ἄλλων Ἁγίων Πατέρων, ἀκούομεν μίαν διδασκαλίαν, τὴν ὁποίαν χωρὶς ἀμφιβολίαν οἱ ἀνωτέρω Ἅγιοι θὰ κατεδίκαζον καὶ θὰ παρέδιδον εἰς τὸ ἀνάθεμα.

Εἶναι θλιβερὸν νὰ γράφεται τὸ ἀνωτέρω. Πόσον θὰ ηὐχόμεθα νὰ ἠκούομεν ἀπὸ τὸν Θρόνον τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία ἐγέννησε τὴν ἡμετέραν Ρωσικὴν Ἐκκλησίαν, ἕνα μήνυμα τῆς χρηστότητος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁμολογίας τῆς ἀληθείας ἐν τῷ πνεύματι τῶν μεγάλων Ἱεραρχῶν της. Μετὰ πόσης χαρᾶς θὰ ἀπεδεχόμεθα ἕνα τοιοῦτον μήνυμα, τὸ ὁποῖον θὰ μετεδίδαμε πρὸς οἰκοδομὴν καὶ εἰς τὸ ἡμέτερον Πλήρωμα. Ἀντιθέτως νῦν μία μεγάλη θλῖψις ἔχει προκληθῆ εἰς ἡμᾶς ἕνεκα ἀκριβῶς τῆς ἀνάγκης νὰ προειδοποιήσωμεν τὸ Ποίμνιόν μας, ὅτι ἀπὸ τὴν κάποτε πηγὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας νῦν προέρχεται ἕνα σκανδαλῶδες μήνυμα διαφθορᾶς (τῆς Ἀληθείας).

Ἐὰν κανεὶς ξεφυλλίσῃ τὴν «Ὁμολογίαν Θυατείρων», ἀλλοίμονον! ὑπάρχουν τόσαι ἐσωτερικαὶ ἀντιφάσεις καὶ ἀντορθόδοξοι σκέψεις, ὥστε ἐὰν ἤθελε τὰς ἀριθμήσει θὰ ἔπρεπε νὰ γράψῃ ἕνα ὁλόκληρον βιβλίον. Νομίζομεν ὅτι δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ τὸ πράξωμεν. Εἶναι ἱκανὸν δι᾿ ἡμᾶς νὰ ὑπογραμμίσωμεν τὸ κύριον σημεῖον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐρείδεται καὶ ἐκ τοῦ ὁποίου προέρχεται ἡ ἀντορθόδοξος διδαχή, ἡ ὁποία περιέχεται εἰς τὴν ὁμολογίαν ταύτην.

Ὁ Μητροπολίτης Ἀθηναγόρας εἰς ἓν σημεῖον (σ. 60) γράφει πολὺ δικαιολογημένα, ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ πιστεύουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία των εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἥτις καὶ κατέχει τὴν πληρότητα τῆς Καθολικῆς Ἀληθείας. Ὁ αὐτὸς ἐπίσης ἀναγνωρίζει, ὅτι αἱ ἄλλαι ὁμολογίαι δὲν ἔχουν διατηρήσει αὐτὴν τὴν Πληρότητα. Ἀλλὰ περαιτέρω, φαίνεται ὅτι ἐλησμόνησεν, ὅτι κάθε διδασκαλία, ἥτις ἀφίσταται τοῦ σεβασμοῦ τῆς Ἀληθείας, δι᾿ αὐτὸ καὶ μόνον εἶναι ἐσφαλμένη. Οἱ ἀνήκοντες εἰς θρησκευτικὴν κοινότητα ποὺ ὁμολογεῖ μίαν τοιαύτην διδασκαλίαν, εἶναι ἤδη χωρισμένοι τῆς μιᾶς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας.

Ὁ Μητροπολίτης Ἀθηναγόρας βεβαίως τὸ ἀναγνωρίζει αὐτό, ὅσον ἀφορᾶ εἰς τοὺς ἀρχαίους αἱρετικούς, ὡς ἦσαν οἱ Ἀρειανοί, ὅταν ὅμως ὁμιλῇ περὶ τῶν συγχρόνων του, δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ λάβῃ σοβαρῶς ὑπ᾿ ὄψει τὰ ἀνωτέρω. Ἀναφορικῶς λοιπὸν πρὸς αὐτοὺς (τοὺς συγχρόνους), μᾶς προσκαλεῖ νὰ ἔχωμεν ὡς ὁδηγοὺς οὐχὶ τὴν ἀρχαίαν Παράδοσιν καὶ τοὺς Κανόνας, ἀλλὰ «τὴν νέαν διάθεσιν, ἡ ὁποία ἐπικρατεῖ σήμερον μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν» (σ. 12) καὶ «τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν» (σ. 11).

Τυγχάνει ὅμως αὐτὸ σύμφωνον πρὸς τὴν διδασκαλίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων; Ἂς ἀναμνησθῶμεν τοῦ αʹ Κανόνος τῆς Ζʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος μᾶς δίδει ἕνα τελείως διαφορετικὸν κριτήριον ἀναφορικῶς πρὸς τὴν σκέψιν καὶ ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας μας. «Τοὺς τὴν ἱερατικὴν λαχοῦσιν ἀξίαν» γράφει, «μαρτύριά τε καὶ κατορθώματα αἱ τῶν Κανονικῶν Διατάξεών εἰσιν ὑποτυπώσεις». Καὶ περαιτέρω: «...τοὺς θείους Κανόνας ἐνστερνιζόμεθα, καὶ ὁλόκληρον τὴν αὐτῶν διαταγὴν καὶ ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπὸ τῶν σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἓξ Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ τῶν τοπικῶς συναθροισθεισῶν ἐπὶ ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων, καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν· ἐξ ἑνὸς ἅπαντες καὶ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τὰ συμφέροντα».

Ἐν ἀντιθέσει καὶ προκλήσει πρὸς τὴν ἀνωτέρω ἀρχήν, εἰς τὴν «Ὁμολογίαν Θυατείρων» ἡ ἔμφασις γίνεται συνεχῶς ἐπὶ «τῆς νέας διαθέσεως». «Οἱ Χριστιανοὶ σήμερον», γράφει, «ἐπισκέπτονται Ἐκκλησίας καὶ προσεύχονται μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς διαφόρων παραδόσεων, μὲ τοὺς ὁποίους εἰς τὸ παρελθὸν ἦτο ἀπηγορευμένον νὰ σχετίζωνται, διότι ἐθεωροῦντο αἱρετικοί...» (σ. 12).

Ἀλλὰ ποῖος ἦτο προηγουμένως αὐτός, ὁ ὁποῖος ἀπηγόρευεν αὐτὰς τὰς προσευχάς; Δὲν ἦτο ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ Ἅγιοι Πατέρες, αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι; Καὶ τὸ θέμα εἶναι ὅτι μόνον ἐκαλοῦντο αἱρετικοὶ καὶ δὲν ἐθεωροῦντο τοιοῦτοι καὶ εἰς τὴν πρᾶξιν;

Ὁ αʹ Κανὼν τοῦ Μ. Βασιλείου παρέχει ἕνα διαυγῆ ὁρισμὸν τῆς ὀνομασίας τῶν αἱρετικῶν: «Οἱ παλαιοὶ (Πατέρες) ὠνόμασαν (αἱρετικοὺς) τοὺς παντελῶς ἀπερρηγμένους καὶ κατ᾿ αὐτὴν τὴν πίστιν παντελῶς ἀπηλλοτριωμένους». Δὲν ἀναφέρεται τοῦτο ἀκριβῶς εἰς ἐκείνας τὰς δυτικὰς ὁμολογίας, αἱ ὁποῖαι ἔχουν ἐκπέσει τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας; Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει ἡμῖν: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τιτ. γʹ 10), ἐνῶ ἡ «Ὁμολογία Θυατείρων» προσκαλεῖ ἡμᾶς εἰς μίαν μετ᾿ αὐτῶν προσευχητικὴν κοινωνίαν.

Ὁ 45ος Ἀποστολικὸς Κανὼν διατάσσει: «Ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος ἢ διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω...». Ὁ 64ος Ἀποστολικὸς Κανὼν καὶ ὁ 33ος Κανὼν τῆς Συνόδου τῆς Λαοδικείας ἀπαγορεύει νὰ λαμβάνωμεν εὐλογίας ἐξ αἱρετικῶν. Ἡ «Ὁμολογία Θυατείρων» ἀντιθέτως καλεῖ ἡμᾶς εἰς συμπροσευχὴν μετ᾿ αὐτῶν καὶ προχωρεῖ μάλιστα ἔτι περαιτέρω, ὥστε νὰ ἐπιτρέπῃ εἰς Ὀρθοδόξους χριστιανοὺς νὰ λαμβάνουν θείαν Κοινωνίαν καὶ νὰ τὴν δίδουν εἰς αὐτούς.

Ὁ ἴδιος ὁ Μητροπολίτης Ἀθηναγόρας δίδει τὴν πληροφορίαν ὅτι, εἰς τὴν Ἀγγλικανικὴν Ὁμολογίαν μέγα μέρος ἐπισκόπων καὶ πιστῶν δὲν ἀναγνωρίζουν οὔτε τὸν ἐπισκοπικὸν βαθμόν, οὔτε τὴν ἁγιότητα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οὔτε τὴν μεταποίησιν τῶν Τιμίων Δώρων εἰς τὴν Θ. Λειτουργίαν, οὔτε ἄλλα Μυστήρια, οὔτε τὴν τιμὴν τῶν ἁγίων Λειψάνων. Ὁ ἴδιος ὁ συγγραφεὺς τῆς «Ὁμολογίας» ὑποδεικνύει τὰ ἄρθρα τῆς Ἀγγλικανικῆς Ὁμολογίας, εἰς τὰ ὁποῖα τὰ ἀνωτέρω ἀναφέρονται. Εἰσέτι δὲ καταφρονῶν πάντα ταῦτα, ἐπιτρέπει εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς νὰ λαμβάνουν Θ. Κοινωνίαν ἀπὸ τοὺς Ἀγγλικανοὺς καὶ τοὺς Καθολικούς, καὶ εὑρίσκει ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ μεταλαμβάνουν αὐτοὺς εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.

Ποῦ στηρίζεται αὐτὴ ἡ ἐνέργεια; Ἐπὶ τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων; Ἐπὶ τῶν Κανόνων; Οὐχί! Ἡ μόνη δικαιολογία δι᾿ αὐτὸ εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι ἡ ἀντικανονικότης αὕτη ὑφίσταται μέν, ἀλλὰ συγχρόνως ὑπάρχει καὶ μία «φιλία», ἡ ὁποία ἐξεδηλώθη ὑπὸ τῶν Ἀγγλικανῶν πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους.

Ἐν τούτοις, ἀνεξαρτήτως ποῖαν θέσιν λαμβάνει κάποιος ποὺ ἐπιτρέπει μίαν ἀπαγορευμένην ὑπὸ τῶν Κανόνων πρᾶξιν, καὶ ἀνεξαρτήτως τί εἴδους φιλία ἔχει ἐμπνεύσει αὐτὴν τὴν ἐνέργειαν, αὐτὸ δὲν ἠμπορεῖ νὰ δικαιώσῃ μίαν πρᾶξιν καταδικαζομένην ὑπὸ τῶν Κανόνων. Τί ἀπάντησις θὰ δοθῇ εἰς τὸν οὐράνιον Κριτὴν ὑπὸ τῶν Ἱεραρχῶν ποὺ συμβουλεύουν τὰ πνευματικά των τέκνα νὰ λαμβάνουν ἀντὶ τῆς ἀληθοῦς Κοινωνίας, αὐτήν, τὴν ὁποίαν συχνὰ ὁ προσφέρων ταύτην δὲν ἀναγνωρίζει ὡς Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ;

Μία τοιαύτη παρανομία προέρχεται ἀπὸ τὴν τελείως αἱρετικήν, Προτεσταντικὴν ἢ —διὰ νὰ ἐκφρασθῶμεν εἰς τὴν σύγχρονον γλῶσσαν— οἰκουμενιστικὴν διδασκαλίαν τῆς «Ὁμολογίας Θυατείρων» περὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δὲν βλέπει αὕτη ὅρια εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. «Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα» διαβάζομεν εἰς αὐτήν, «εἶναι περισσότερον δύναμις καὶ ἐνεργεῖ μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν. Δι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὅρια, ἀλλὰ διηνεκῶς ἐπεκτείνονται· ἔχει θύρα, ἀλλὰ ὄχι τοίχους» (σ. 77).

Ἀλλὰ ἐὰν τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐνεργῇ ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, τότε διατὶ ἦτο ἀναγκαῖον νὰ ἔλθῃ ὁ Σωτὴρ εἰς τὴν γῆν διὰ νὰ τὴν ἱδρύσῃ; Ἡ φροντὶς διὰ τὴν διατήρησιν καὶ ὁμολογίαν τῆς αὐθεντικῆς ἀληθείας, μία φροντὶς ἡ ὁποία ἔχει διαβιβασθῆ εἰς ἡμᾶς διὰ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, καταντᾶ περιττὴ διὰ τῆς ἀνωτέρω ἐκδοχῆς.

Καίτοι ἡ «Ὁμολογία» λέγει, εἰς τὴν σελ. 60, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δύναται «δικαίως νὰ διεκδικήσῃ εἰς τὴν στιγμὴν αὐτὴν τῆς Ἱστορίας, ὅτι εἶναι ἡ Μία Ἐκκλησία, τὴν ὁποίαν ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἵδρυσεν ἐπὶ τῆς γῆς», δὲν βλέπει οὐδεμίαν ἀναγκαιότητα ἀδιαφθόρου διατηρήσεως τῆς Πίστεώς της, ἐπιτρέπων διὰ τοῦτο τὴν συνύπαρξιν Ἀληθείας καὶ πλάνης. Εἰς πεῖσμα τῶν λόγων τοῦ Ἀποστόλου, ὅτι ὁ Χριστὸς παρέστησεν Αὐτῷ ἑαυτὴν «ἔνδοξον τὴν Ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα ἢ τι τῶν τοιούτων» (Ἐφ. εʹ 27), ἡ «Ὁμολογία Θυατείρων» παρουσιάζει τὴν Ἐκκλησίαν ὡς ἑνοῦσαν ἐν ἑαυτῇ ἀμφότερα, Ἀλήθειαν καὶ ὅ,τι ἔχει ἡ ἰδία ἀναγνωρίσει ὡς ἀποστασίαν, δηλαδὴ τὴν αἵρεσιν, καίτοι ἡ τελευταία ἔκφρασις δὲν χρησιμοποιεῖται ἐνταῦθα.


agios filaretos ths rwsikhs ekklhsias ths diasporas 05


Ἡ ἀπόρριψις μιᾶς τοιαύτης διδασκαλίας ἔχει διαυγῶς ἐκφρασθῆ εἰς τὴν περίφημον «Ἐπιστολὴν τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς», ἀναφορικῶς πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν: «Ὁμολογοῦμεν ἄνευ ἀμφιβολίας ὡς σταθερὰν πίστιν, ὅτι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία δὲν δύναται νὰ σφάλλῃ ἢ πλανηθῇ καὶ νὰ ἐκφέρῃ τὸ ψεῦδος εἰς τὴν θέσιν τῆς Ἀληθείας, διότι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, πάντοτε ἐνεργοῦν διὰ μέσου τῶν Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι πιστῶς τὴν ὑπηρετοῦν, διατηρεῖ αὐτὴν μακρὰν πάσης πλάνης» (12).

Ὁ συγγραφεὺς τῆς «Ὁμολογίας Θυατείρων», ὑπείκων εἰς τὸ νέον δόγμα τῆς εὐαρεστήσεως τῶν καιρῶν, λησμονεῖ τελείως τὴν παραγγελίαν τοῦ Σωτῆρος, τὴν λέγουσαν: «ἐὰν ὁ ἀδελφὸς καὶ τῆς Ἐκκλησίας παρακούσῃ, ἔστω σοι ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης» (Ματθ. ιηʹ 17), καὶ τὴν παρομοίαν παραγγελίαν τοῦ Ἀποστόλου: «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τιτ. γʹ 10).

Ὅθεν μετὰ μεγίστης θλίψεως πρέπει νὰ παραδεχθῶμεν, ὅτι ἡ καλουμένη «Ὁμολογία Θυατείρων» ἀντηχεῖ ἐκ τῆς Κωνσταντινουπόλεως οὐχὶ τὴν φωνὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἀληθείας, ἀλλὰ μᾶλλον τὴν φωνὴν τῆς ὁσημέραι ἐπεκτεινομένης πλάνης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Ἀλλὰ τί θὰ γίνῃ τώρα μὲ αὐτοὺς ποὺ «τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο Ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος;» (Πραξ. κʹ 28). Ἡ ἀνωτέρω ἐσφαλμένη διδαχή, ἐπισήμως διακηρυχθεῖσα ἐν τῷ ὀνόματι τῆς καθόλου Ἐκκλησίας τῆς Κων/λεως, θὰ παραμείνῃ χωρὶς διαμαρτυρίας ἐκ μέρους τῶν ἱεραρχῶν τοῦ Θεοῦ; Θὰ συνεχισθῇ εἰσέτι, κατὰ τὴν ἔκφρασιν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἡ προδοσία τῆς ἀληθείας διὰ τῆς σιωπῆς;

Μὲ τὸ νὰ εἶμαι ὁ νεώτερος ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ προεδρεύουν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ηὐχόμεθα καὶ ἐπεθυμοῦμεν νὰ ἠκούομεν τὰς φωνὰς τῶν πρεσβυτέρων ἡμῶν, προτοῦ ὁμιλήσωμεν δημοσίᾳ. Ἀλλὰ μέχρι τῆς στιγμῆς ἡ φωνὴ αὐτὴ δὲν ἠκούσθη. Ἐὰν δὲν ἔχουν γνωρίσει εἰσέτι τὸ περιεχόμενον τῆς «Ὁμολογίας Θυατείρων», τοὺς ἱκετεύομεν νὰ μελετήσουν αὐτὴν προσεκτικῶς καὶ νὰ μὴ τὴν ἀφήσουν ἄνευ καταδίκης.

Εἶναι φοβερὸν καὶ μόνον τὸ ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναφερθοῦν εἰς ἡμᾶς οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου, οὓς ἀπηύθυνε πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Λαοδικείας: «Οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρὸς εἶ, οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρὸς ἦς ἢ ζεστὸς· οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου» (Ἀποκαλ. γʹ 15-6).

Προειδοποιοῦμεν τὸ Ποίμνιόν μας καὶ ἐνημεροῦντες τοὺς συμποιμενάρχας μας, καλοῦμεν αὐτοὺς εἰς ἀγῶνα ὑπὲρ τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας μας, ἕνεκα τῆς κοινῆς εὐθύνης διὰ τὸ Ποίμνιόν μας ἐνώπιον τοῦ Οὐρανίου Ἀρχιποίμενος. Ἱκετεύομεν αὐτοὺς νὰ μὴ καταφρονήσουν τὴν προειδοποίησίν μας καὶ οὕτω μία φανερὰ ἀκρωτηρίασις τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας παραμείνει χωρὶς κατηγορίαν καὶ καταδίκην.

Ἡ εὐρεῖα κυκλοφορία τῆς «Ὁμολογίας» μᾶς παρεκίνησε νὰ πληροφορήσωμεν ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν διὰ τὴν θλῖψιν μας. Ἐπιθυμοῦμεν νὰ ἐλπίζωμεν ὅτι ἡ κραυγή μας αὕτη θὰ εἰσακουσθῇ.

Ὁ Πρόεδρος τῆς Συνόδου τῆς ἐν Διασπορᾷ Ὀρθοδόξου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας,
† Μητροπολίτης Φιλάρετος
   Νέα Ὑόρκη
   
6η Δεκεμβρίου, 1975»

7. Τὴν 18ην Αὐγούστου 1983 ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς ἀναθεμάτησε τὴν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ πρᾶξις γράφει:

«Τοῖς βάλλουσι κατὰ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ διδάσκουσιν ὅτι ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία μεμέρισται ἐν οὔτω καλουμένοις «κλάδοις», οἴτινες διαφέρουσιν ἀλλήλων ἐν διδασκαλίᾳ καὶ τρόπῳ ζωῆς, ἥ ὅτι ἡ Ἐκκλησία οὔχ ὑφίσταται ὁρατῶς, ἀλλ’ ἀπαρτισθήσεται ἐν τῷ μέλλοντι, ὅταν ἄπαντες οἱ «κλάδοι» ἤ τμήματα ἤ ὁμολογίαι ἤ προσέτι καὶ θρησκεῖαι ἑνωθοῦσιν ἐν ἑνὶ σώματι, καὶ οἴτινες οὔ διακρίνουσι τὴν ἱερωσύνην καὶ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν ἱερωσύνην καὶ τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ λέγουσιν ὅτι τὸ βάπτισμα καὶ ἥ εὐχαριστία τῶν αἱρετικῶν εὶσὶν ἰκανὰ πρὸς σωτηρίαν, ὡσαύτως, τοῖς κοινωνοῦσιν ἐν γνώσει τοῖς προμνημονευθεῖσιν αἱρετικοῖς ἤ συνηγοροῦσι, διαδίδουσι, ἤ ὑπεραμυνομένοις τῆς καινοφανοῦς αὐτῶν αἱρέσεως τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἐν προσχήματι ἀδελφικῆς ἀγάπης, ἤ ὑποτιθέμενης ἑνώσεως τῶν διαχωρισθέντων Χριστιανῶν, ΑΝΑΘΕΜΑ.»

Τὴν ἀπόφασιν ὑπέγραψαν οἱ Ἀρχιερεὶς: Νέας Ὑόρκης κ. Φιλάρετος, Σικάγου κ. Σεραφείμ, Ἀργεντινῆς κ. Ἀθανάσιος, Μοντρεάλης κ. Βιτάλιος, Ἀγγελουπόλεως κ. Ἀντώνιος, Γενεύης κ. Ἀντώνιος, Φραγκεσκουπόλεως κ. Ἀντώνιος, Καράκων κ. Σεραφείμ, Αὐστραλίας κ. Παῦλος, Συρακουσῶν κ. Λαῦρος, Βρετανίας κ. Κωνσταντῖνος, Φλωρίδος κ. Γρηγόριος, Βερολίνου κ. Μάρκος καὶ Ὀχίου κ. Ἀλύπιος. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος διέταξεν ὅπως διαβασθῇ ὁ ἀναθεματισμὸς ἐν τῷ Ἱερῷ Συνοδικῷ καθεκάστην Κυριακὴν τῆς Ὀρθοδοξίας.


agios filaretos ths rwsikhs ekklhsias ths diasporas 03


Πηγή: Καλλινίκου Ἱερομονάχου Ἁγιορείτου (ἐπιμελ.), «Ὀρθόδοξος Μαρτυρία - Ἀντιοικουμενιστικὰ κείμενα», σελ. 62-68, Ἅγιον Ὄρος, Ἀθῆναι 1985, Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας http://www.oodegr.com/oode/synaxaristis/agioi_amerikis/agioi_amerikis.htm#4.

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2021

Ὁ Ἃγιος Μεγαλομάρτυρας Δημήτριος ὁ Μυροβλύτης (26 Ὀκτωβρίου)


 «Φύλαττε τοὺς δούλους σου ἀθλητά, μάρτυς μυροβλύτα τοὺς ὑμνοῦντάς σε εὐσεβῶς, καὶ ρῦσαι κινδύνων καὶ πάσης ἄλλης βλάβης, Δημήτριε τρισμάκαρ ταῖς ἱκεσίαις σου».

Νεανική ηλικία – Υπατικό αξίωμα

Ο Άγιος ήλθε στον κόσμο γύρω στο 280 μ.Χ. στην Μεγάλη Θεσσαλονίκη από γονείς επισήμους, οι οποίοι κατάγονταν από τις πιο επιφανείς οικογένειες των Μακεδόνων.
Η σημαντικότατη τότε πόλη της Θεσσαλονίκης βρισκόταν ακόμη στο σκότος της ειδωλολατρίας. Είχε δεχθεί στο εύφορο έδαφος της τον σπόρο του Ευαγγελικού Κηρύγματος
από τον Απόστολο των Εθνών Παύλο, περίμενε όμως να στείλει ο Θεός την μεγαλειώδη μορφή του διδασκάλου και μάρτυρος Του Δημητρίου, για να καρποφορήσει όχι πλέον
«εν τριάκοντα», αλλά «εν εκατόν» (Μάρκ. δ' 8), και να ετοιμαστεί για να αναδειχθεί σε λίγο «η πρώτη μετά την πρώτη», την Κωνσταντινούπολη.
Οι γονείς του ήταν θαυμαστοί για την αρετή της ψυχής τους. Η δε παιδεία του συνταιριασμένη με την ψυχική ευγένεια, την ωραιότητα του σώματος και το άσπιλο της ψυχής,
καθιστούσε τον Δημήτριο επάξιο κατοικητήριο του Θεού, ναό αγιασμένο του Υψίστου. Και στην μεν παιδική και την εφηβική ηλικία υπερίσχυσε από όλους τους συνομηλίκους
του και δεν υπήρχε κανένα αληθινό αγαθό στο οποίο να μη διέφερε πολύ από τους άλλους.

Όταν δε έφθασε στην ανδρική ηλικία, έδειχνε την φυσική του δύναμη εξασκώντας την ανδρεία και την ρωμαλεότητα και μαθαίνοντας την τέχνη του πολέμου· είχε όμως και άριστο
ήθος, ήταν ντροπαλός και γινόταν πιο συμπαθής με την σεμνότητά του.
Το πιο αξιοθαύμαστο και ανθρωπίνως ανέφικτο ήταν ότι η παρθενία του, την οποία ασπάστηκε από την νεότητά του, δεν περιοριζόταν στο σώμα, αλλά βασίλευε και στην ψυχή
του.
Αυτά τον έκαναν περιβόητο σε όλους τόσο, πού και ο ίδιος ο βασιλέας εζήτησε να τον γνωρίσει. Καταλαβαίνοντας λοιπόν τον μεγαλοφυή χαρακτήρα του Δημητρίου ο βασιλέας,
τον ανεβάζει από την αρχή σε μεγάλη δόξα αναγορεύοντας τον πρώτα συγκλητικό της Θεσσαλονίκης και μετά ανθύπατο και αυθέντη της Ελλάδος, φορώντας του την κατάλληλη

στρατιωτική στολή, το δακτυλίδι στο χέρι, καθώς και τον επίσημο ωρατίωνα (τήβεννο) του υπάτου. Όταν ο βασιλέας τον κόσμησε με όλα τα υπατικά διάσημα και του έδωσε στα
χέρια τόσο μεγάλη εξουσία, φρόντιζε όλα τα κοινά και διοικούσε τα πάντα νομίμως.
Είναι χαρακτηριστική η πληροφορία πού μας έχει διασώσει η παράδοση σχετικά με την προσωπική του ζωή, ότι δηλαδή την εποχή της υπατείας του είχε ορίσει κάποιον από
τους έμπιστους του ανθρώπους να τον ξυπνά συχνά τις νυκτερινές ώρες, ώστε να «προσκαρτερή τη προσευχή και τη δεήσει» (Πράξ. α΄ 14).


«Ως ωραίοι οι πόδες των Ευαγγελιζομένων...»

Ο θεόσταλτος αυτός προστάτης, σύντροφος και διδάσκαλος των Θεσσαλονικέων,  έμιζε την πόλη από ορθοδοξία και κατατρόπωνε όσους είχαν διαφορετικό φρόνημα. Έλεγαν
οι παλαιοί, ότι εκείνοι πού εμβάθυναν στα θεια ζητούσαν να εξακριβώσουν ποιος είναι ο λόγος, για τον οποίο η φήμη του μάρτυρος αυτού, πού έστεψε ο Θεός φύλακα της
Θεσσαλονίκης, απλώθηκε τόσο πολύ• και βεβαιώθηκαν ότι αυτό συνέβη όχι τόσο εξαιτίας των σωματικών θεραπειών πού γίνονταν από την προσευχή του, όσο για την κάθαρση
των ψυχών πού γινόταν με την διδαχή του.
Έτσι λοιπόν πολλοί απολαμβάνοντας την γλυκύτατη διδασκαλία του μάρτυρος απομακρύνθηκαν από το πικρό σκοτάδι της απάτης και ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό μπαίνοντας
στον χώρο πού λάμπει το γλυκό φώς της αληθείας.


Μπροστά στον τύραννο

Επειδή ο Δημήτριος, δεν ζούσε κρυφά την χριστιανική ζωή ούτε ήταν νυκτερινός μαθητής του Χριστού, αλλά μάλλον διδάσκαλος της αληθείας, ο οποίος άφοβα και φανερά
ομολογούσε την ευσέβεια, ανακαλύπτεται εύκολα απ' αυτούς, πρώτα αποκαλύπτουν τα σχετικά μ' αυτόν στον βασιλέα, ότι δηλαδή είναι Χριστιανός και καταφρονεί τους θεούς
τους.
Ακούγοντάς τα λοιπόν αυτά ο βασιλέας κυριεύτηκε συγχρόνως από έκπληξη, ανία, δέος και οργή. Αλλά επειδή δεν ήθελε να το πιστέψει αυτό μόνο από την ακοή και δεν
υπέφερε να χάση τέτοιον άνδρα, προτίμησε να το διαπίστωση με τα ίδια του τα μάτια. Διατάζει λοιπόν να φέρουν τον άνδρα μπροστά του.
Όταν αυτός παρουσιάστηκε μπροστά του, δεν έφριξε από το μέγεθος της εξουσίας ούτε δείλιασε μπροστά στις τιμωρίες πού τον περίμεναν ούτε και φοβήθηκε την αγριότητα
του δικαστού. Αλλά βλέποντας αυτή την ωμότητα σαν αφορμή για να φανεί καλύτερα ο πόθος πού είχε προς τον Θεό, μπαίνει αμέσως σαν λιοντάρι στον αγώνα.

Ο Μαξιμιανός προσπάθησε με ήπιο ύφος να πείσει τον Άγιο να πιστέψει στα είδωλα όμως ο Άγιος του είπε τα εξής:
—Αύτη η πίστη μου στον αληθινό Θεό μού έχει χαρίσει και θα μού χαρίσει στο μέλλον αγαθά άφθαρτα, αναλλοίωτα, αιώνια. Τον Χριστό από μικρό παιδί λατρεύω και δέχομαι ως
Προνοητή, Δεσπότη και Θεό μου. Αυτόν μού προτείνεις τώρα να αρνηθώ και να προτιμήσω τα φαύλα; Διότι τί άλλο είναι τα χάλκινα και χρυσά κατασκευάσματα, οι θεοί σου;
Και αν το κάνω αυτό, ποιος φρόνιμος άνθρωπος δεν θα με θεωρήσει ανόητο και απερίσκεπτο;
Ο Μαξιμιανός άρχισε τότε να εξοργίζεται και να τον απειλεί. Αλλά ο Άγιος έμεινε σταθερός στην πίστη ομολογώντας τον Κύριο Ιησού Χριστό.
Χολώθηκε ο Μαξιμιανός και σκέφθηκε ευθύς να επιβάλει την μεγαλύτερη τιμωρία στον Δημήτριο. Συγκράτησε όμως την ορμή του, επειδή δεν μπορούσε να υποφέρει την
απώλεια τέτοιου ανδρός. Άκουσε όλα αυτά να τα λέγει ο Άγιος με φρόνημα σταθερό, γενναίο παράστημα και ελεύθερο στόμα, κι εκείνη την στιγμή ανέβαλε την τιμωρία, και
τον έστειλε στην φυλακή.



Στην φυλακή

Και ενώ ο άγιος προσευχόταν χαρούμενος μέσα στο δεσμωτήριο, ο σατανάς σπεύδει   να τον βγάλει από την καλή αυτή ασχολία• στήνει ενέδρα, ξεσηκώνεται δόλια  ναντίον του.
Βλέπει λοιπόν ο αθλητής του Χρίστου έναν σκορπιό να έρπει στην γη με το κεντρί  ηκωμένο και έτοιμο να τον χτυπήσει στο πόδι• και σφραγίζοντάς τον με τον σταυρό
επικαλέστηκε αυτόν πού έδωσε εξουσία στο πλάσμα του να πατά επάνω σε φίδια και σκορπιούς, και τον θανάτωσε αμέσως και αυτόν και τον νοητό σκορπιό πού κρυβόταν
μέσα του. Εκείνη ακριβώς την στιγμή εμφανίζεται θειος άγγελος και του βάζει ένα στεφάνι στο κεφάλι λέγοντας «ειρήνη σοι, αθλητά του Χριστού, ίσχυε και ανδρίζου». Έτσι ο
Κύριος πού γρήγορα παρηγορεί «τούς φοβουμένους αυτόν», από την πρώτη στιγμή πού κλείστηκε στην φυλακή, τον βοηθά με αυτό το θαυμάσιο σημείο να είναι ήρεμος και
για το μέλλον τον γεμίζει με προθυμία.
Στη φυλακή ήταν και ένας νεαρός χριστιανός ο Νέστορας, ο οποίος θα αντιμετώπιζε σε μονομαχία τον φοβερό μονομάχο της εποχής Λυαίο. Ο νεαρός χριστιανός πριν τη
μονομαχία επισκέφθηκε τον Δημήτριο και ζήτησε τη βοήθειά του. Ο Άγιος Δημήτριος του έδωσε την ευχή του και το αποτέλεσμα ήταν ο Νέστορας να νικήσει το Λυαίο. Όμως
προκάλεσε την οργή του αυτοκράτορα ο οποίος τον κάλεσε μπροστά του και τον κατηγόρησε ότι με μαγεία κατάφερε να νικήσει τον Λυαίο. Όμως ο Νέστορας ομολόγησε τον
Χριστό και του είπε ότι ο Θεός στον οποίο πιστεύει ο Δημήτριος έκανε αυτός τον βοήθησε. Τότε ο τύραννος έδωσε εντολή να αποκεφαλίσουν τον Νέστορα.


Το μαρτύριο – Αρχή θαυμάτων


Αποτέλεσμα εικόνας για Το μαρτύριο του Αγίου ΔημητρίουΑπό εδώ αρχίζουν να διαβάλλουν επίμονα τον Δημήτριο ψιθυρίζοντας ότι αυτός είναι   αίτιος της σφαγής του Λυαίου. Διατάζει λοιπόν να θανατωθεί ο Άγιος με λόγχες μέσα στα
καμίνια του λουτρού πού ήταν φυλακισμένος. Έτσι κι έγινε.
Σπεύδουν οι στρατιώτες στην φυλακή, για να λογχεύσουν τον Άγιο και να υπερασπιστούν έτσι τον βασιλέα και την ειδωλολατρία. Και ο γνήσιος μαθητής του Χριστού ανοίγει τις
αγκάλες του, για να τον κτυπήσουν στα καίρια μέρη. Σηκώνει το δεξί του χέρι για να τον λογχίσουν στην πλευρά σαν τον Χριστό. Δέχεται κατόπιν πολλές πληγές με τα κοντάρια,
πού πέρασαν τις σάρκες του τρυπώντας και τις απέναντι πλευρές από την εσωτερική μεριά και πολλαπλασιάζοντας έτσι το πάθος της ζωηφόρου πλευράς του Κυρίου του, πού
λογχεύθηκε επάνω στον Σταυρό. Γέμισε το σώμα του πληγές και το στόμα του ύμνους στον Θεό.

Η σάρκα σου σπαράχθηκε για τον Θεό, και το αίμα σου χύθηκε σαν νερό στην γη  ρδεύοντας μαζί με τον ιδρώτα σου την Θεσσαλονίκη και καθιστώντας την γη της εύφορη και
εκλεκτή, ώστε να καρποφορήσει σωτήρια συγκομιδή.
Έτσι έγιναν όλα αυτά, στις 26 Οκτωβρίου του σωτηρίου έτους 304, και το νεκρό σώμα του μάρτυρος ο Μαξιμιανός διέταξε να το ρίξουν σε ένα πηγάδι πού υπήρχε εκεί. Αλλά
δεν ήταν δυνατόν ο Θεός, για τον οποίο θυσιάστηκε εκείνο το σώμα, να το παραβλέψει. Αλλά κάποιοι από τους φιλοχρίστους με την προτροπή Εκείνου ήλθαν την νύκτα και
βρίσκοντάς το ριγμένο εκεί χωρίς καμία τιμή, αυτό πού ήταν τόσο πολύτιμο, το έβγαλαν και το περιποιήθηκαν με ευλάβεια. Ύστερα οι φίλοι του Θεού τον θάπτουν και τον
σκεπάζουν με χώμα στο σημείο όπου μαρτύρησε.

Κάποιος δε από τους υπηρέτες του άγιου πού βρισκόταν εκεί μπροστά την ώρα του μακαρίου του τέλους, έβγαλε την ματωμένη χλαμύδα την ποτισμένη με το θειο εκείνο αίμα
του μάρτυρος και βούτηξε το δακτυλίδι πού φορούσε στο μαρτυρικό αίμα, έκανε δε μ' αυτό πολυάριθμα θαύματα. Και δεν υπήρχε αρρώστια ούτε πονηρό πνεύμα πού
δοκιμάζοντας την δύναμη του να μη νικήθηκαν αμέσως και να μην τράπηκαν σε φυγή, τόσο ώστε να γεμίσει από αυτή την φήμη των θαυμάτων όλη η πόλη της Θεσσαλονίκης.
Και ήταν φυσικό να μην ξεφύγει αυτό από τον φθόνο του Μαξιμιανού. Γι' αυτό συλλαμβάνεται αμέσως και ο υπηρέτης πού προκάλεσε αυτό το αγαθό και αποκεφαλίζεται. Το
όνομα της περιοχής πού έγινε η σφαγή του είναι «τριβουνάλιο», πού σημαίνει βήμα του στρατηγού, και το όνομα του καλού υπηρέτη Λούππος. Η μνήμη του εορτάζεται μαζί
με του Αγίου Νέστορος στις 27 Οκτωβρίου.

Αλλά και η Θεσσαλονίκη συμφιλιώθηκε όλη με τον Θεό διά μέσου του θανάτου του Δημητρίου. Από τότε πολλοί μεγάλοι και περικαλλείς ναοί στόλισαν την Μεγαλόπολη αυτή
της αυτοκρατορίας και αργότερα συμπρωτεύουσα του Βυζαντίου, όπως και του σημερινού Ελληνικού κράτους, πού και με την θέα τους μάς ενισχύουν στην πίστη. Όλη η πόλη
διακηρύττει με παρρησία την ευσέβεια και καυχάται να ονομάζεται «πόλη του Άγιου Δημητρίου». Κι ενώ ο μάρτυρας ευρίσκεται στον ουρανό, διαμένει με το σώμα του και με τα
θαύματά του στην πόλη όπου υπέστη τον βίαιο θάνατο, επιδεικνύοντας με πολλούς τρόπους την κηδεμονία του και ευεργετεί αυτήν και όλη την οικουμένη παντοειδώς με τις
αδιάλειπτες προς τον Θεό πρεσβείες του.

Οι συγγραφείς εγκωμίων του Αγίου Δημητρίου, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Γρηγόριος ο Παλαμάς και Δημήτριος Χρυσολωράς, αναφέρουν ότι το σώμα του Αγίου ετάφη στον τόπο
του μαρτυρίου, ο δε τάφος μετεβλήθη σε βαθύ φρέαρ που ανέβλυζε μύρο, εξ ου και η προσωνυμία του Μυροβλήτου.
Στις βυζαντινές εικόνες αλλά και στη σύγχρονη αγιογραφία ο Άγιος Δημήτριος παρουσιάζεται αρκετές φορές ως καβαλάρης με κόκκινο άλογο (σε αντιδιαστολή του λευκού αλόγου
του Αγίου Γεωργίου) να πατά τον άπιστο Λυαίο.
Σήμερα ο Άγιος Δημήτριος τιμάται ως πολιούχος Άγιος της Θεσσαλονίκης.




Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’.


Μέγαν εὕρατο ἐv τοῖς κιvδύvοις, σὲ ὑπέρμαχοv, ἡ οἰκουμένη, Ἀθλοφόρε τὰ ἔθνη τροπούμενον. Ὡς οὖν Λυαίου καθεῖλες τὴν ἔπαρσιν, ἐν τῷ σταδίῳ θαῤῥύvας τὸν Νέστορα, 
οὕτως Ἅγιε, Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον Ἦχος β’. Αὐτόμελον.


Τοῖς τῶv ἰαμάτωv σου ῥείθροις Δημήτριε, τὴv Ἐκκλησίαν Θεὸς ἐπορφύρωσεv, ὁ δούς σοι τὸ κράτος ἀήττητοv, καὶ περιέπωv τὴν πόλιv σου ἄτρωτοv· αὐτῆς γὰρ ὑπάρχεις τὸ στήριγμα.


Κάθισμα

Βασιλεῖ τῶν αἰώνων εὐαρεστῶν, βασιλέως ἀνόμου πᾶσαν βουλήν, ἐξέκλινας Ἔνδοξε, καὶ γλυπτοῖς οὐκ ἐπέθυσας· διὰ τοῦτο θῦμα, σαυτὸν προσενήνοχας, τῷ τυθέντι Λόγῳ ἀθλήσας στερρότατα· ὅθεν καὶ τῇ λόγχῃ, τὴν πλευρὰν ἐξωρύχθης, τὰ πάθη ἰώμενος, τῶν πιστῶς προσιόντων σοι, Ἀθλοφόρε Δημήτριε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, 
τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.


Ἕτερον Κάθισμα Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λογον.

Εὐσεβείας τοῖς τρόποις καταπλουτῶν, ἀσεβείας τὴν πλάνην καταβαλών, Μάρτυς κατεπάτησας, τῶν τυράννων τὰ θράση, καὶ τῷ θείῳ πόθῳ, τὸν νοῦν πυρπολούμενος, 
τῶν εἰδώλων τὴν πλάνην, εἰς χάος ἐβύθισας· ὅθεν ἐπαξίως, ἀμοιβὴν τῶν ἀγώνων, ἐδέξω τὰ θαύματα, καὶ πηγάζεις ἰάματα, Ἀθλοφόρε Δημήτριε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, 
τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον

Φύλαττε τοὺς δούλους σου ἀθλητά, μάρτυς μυροβλύτα τοὺς ὑμνοῦντάς σε εὐσεβῶς, καὶ ρῦσαι κινδύνων καὶ πάσης ἄλλης βλάβης, Δημήτριε τρισμάκαρ ταῖς ἱκεσίαις σου.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον

Τὸν μέγαν ὁπλίτην καὶ ἀθλητήν, τὸν στεφανηφόρον, καὶ ἐν μάρτυσι θαυμαστόν, τὸν λόγχῃ τρωθέντα, πλευρὰν ὡς ὁ δεσπότης, Δημήτριον τὸν θεῖον ὕμνοις τιμήσωμεν.

xristianos.gr

Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ' ΛΟΥΚΑ: Εὐαγγέλιον - Ὁμιλία περί τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονιζομένου τῶν Γαδαρινῶν (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)

 Î£Ï‡ÎµÏ„ική εικόνα



«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ  εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν. 28 ἰδὼν δὲ τὸν  Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοὶ καὶ σοί,  Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. 29 παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. 30 ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ  Ἰησοῦς λέγων· τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· 31 καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. 32 ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. 33 ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. 34 ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. 35 ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν  Ἰησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ᾿ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ  Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. 36 ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. 37 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν. 38 ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ᾿ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ  Ἰησοῦς λέγων· 39 ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. καὶ ἀπῆλθε καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ  Ἰησοῦς».

Απόδοση

Εκείνο τον καιρό, ο Ιησούς κατέπλευσε στην περιοχή των Γαδαρηνών, που βρίσκεται στην απέναντι όχθη από την Γαλιλαία. Όταν βγήκε στην ξηρά, τον συνάντησε κάποιος άντρας από την πόλη, που είχε μέσα του δαιμόνια από πολύν καιρό. Ρούχο δεν ντυνόταν, ούτε έμενε σε σπίτι, αλλά ζούσε στα μνήματα. Όταν είδε τον Ιησού, έβγαλε μια κραυγή, έπεσε στα πόδια του και του είπε με δυνατή φωνή: «Τί δουλειά έχεις εσύ μ’ εμένα Ιησού, Υιέ του Υψίστου Θεού; Σε παρακαλώ, μη με βασανίσεις». Αυτά τα είπε, γιατί ο Ιησούς είχε διατάξει το δαιμονικό πνεύμα να βγει από τον άνθρωπο. Από πολλά χρόνια τον είχε στην εξουσία του, και για να τον συγκρατήσουν τον έδεναν με αλυσίδες και του έβαζαν στα πόδια σιδερένια δεσμά. Εκείνος όμως έσπαζε τα δεσμά, και το δαιμόνιο τον οδηγούσε στις ερημιές. Ο Ιησούς τον ρώτησε: «Ποιο είναι το όνομά σου;» Εκείνος απάντησε: «Λεγεών»• γιατί είχαν μπει μέσα του πολλά δαιμόνια. Τα δαιμόνια, λοιπόν, τον παρακαλούσαν να μην τα διατάξει να πάνε στην άβυσσο. Εκεί κοντά ήταν ένα κοπάδι από πολλούς χοίρους που έβοσκαν στο βουνό, και τα δαιμόνια παρακαλούσαν τον Ιησού να τους επιτρέψει να μπουν στους χοίρους, και τους το επέτρεψε. Τότε το κοπάδι όρμησε προς τον γκρεμό και πνίγηκε στη λίμνη. Μόλις οι βοσκοί είδαν τι έγινε, έφυγαν και το είπαν στην πόλη και στην ύπαιθρο. Βγήκαν οι άνθρωποι να δουν τι έγινε, και ήρθαν κοντά στον Ιησού. Βρήκαν τον άνθρωπο από τον οποίο βγήκαν τα δαιμόνια, να κάθεται δίπλα στον Ιησού, να φοράει ρούχα και να φέρεται λογικά, και φοβήθηκαν. Όσοι είχαν δει τι είχε γίνει, τους είπαν για το πώς ο δαιμονισμένος σώθηκε. Τότε όλο το πλήθος από την περιοχή των Γαδάρων παρακαλούσαν τον Ιησού να φύγει από κοντά τους, γιατί τους είχε πιάσει μεγάλος φόβος. Εκείνος μπήκε στο πλοιάριο για να γυρίσει πίσω. Ο άνθρωπος από τον οποίο είχαν βγει τα δαιμόνια τον παρακαλούσε να τον πάρει μαζί του. Ο Ιησούς όμως του είπε να φύγει, με τα παρακάτω λόγια: «Γύρισε στο σπίτι σου, και διηγήσου όσα έκανε σ’ εσένα ο Θεός». Εκείνος έφυγε διαλαλώντας σ’ όλη την πόλη όσα έκανε σ’ αυτόν ο Ιησούς.


(Επιμέλεια κειμένου: Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη) 


Ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Παλαμᾶ, περί τοῦ: «Ἐξελθόντι τῶ Ἰησοῦ εἰς τήν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν».


«Ο ων εκ του Θεού τα ρήματα του Θεού ακούει», λέγει ο Κύριος. Δηλαδή υπακούει στις εντολές του Θεού, και μετατρέπει τους λόγους σε έργα, ζει και πολιτεύεται κατά Χριστόν, εκτελεί το θέλημα του Ουρανίου Πατρός, και γίνεται «κληρονόμος μεν Θεού, συγκληρονόμος δε Χριστού». Όποιος όμως παρακούει τον Θεό, διαπράττει την αμαρτίαν, και επιδίδεται σ’ αυτήν αμετανοήτως. Είναι δούλος της αμαρτίας και ουκ έστιν εκ του Θεού, αλλά εκ του πονηρού», αφού με την κακήν προαίρεση μεταπλάσσει την φύση την οποίαν έλαβεν από τον Θεόν, και την εξομοιώνει με τον πατέρα της απωλείας. Γι’ αυτό και ο Κύριος έλεγε στους Ιουδαίους, «υμείς εκ του πατρός υμών του διαβόλου εστέ, και τας επιθυμίας αυτού θέλετε ποιείν».
Αυτού του είδους οι άνθρωποι είναι αθλιότεροι και από τους φανερά δαιμονιζομένους, έστω και αν διαφεύγουν την προσοχή των πολλών.

Πράγματι, ενώ οι δαιμονιζόμενοι κατακόπτουν τα σώματά τους και μερικές φορές βλάπτουν σωματικώς όποιους συναντούν, εκείνοι που δια των πονηρών επιθυμιών έχουν εξομοιωθεί με τον αρχέκακον εχθρό, διαφθείρουν τις ψυχές τις ιδικές τους και όσων τους συναναστρέφονται απρόσεκτα. Και ενώ οι πρώτοι στον καιρό του θανάτου αποβάλλουν μαζί με το σώμα και την επήρεια των δαιμόνων, οι δεύτεροι, επειδή αμαρτάνουν αμετανοήτως, έχουν αθάνατον και αναπόβλητον την βλάβην. Επίσης, τον ενοχλούμενον φανερώς από τον δαίμονα όλοι τον λυπούμεθα όταν τον αντικρύσωμε, ενώ τον φονέα και τον φιλάργυρον, τον υπερήφανον και τον αναίσχυντον, και τον ανυπότακτον και όλους τους ομοίους των, όχι μόνον δεν τους λυπούμεθα, αλλά και τους μισούμε. Διότι ο ένας περιπίπτει στο πάθος ακουσίως, ενώ ο φιλαμαρτήμων, προσελκύει ελευθέρως το κακόν, μερικές φορές μάλιστα αποκρύπτοντας την βλαπτικότητα και την κακοήθεια της νόσου του.

Επειδή όμως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν την εναντίον μας μανίαν του διαβόλου, από τις επιθέσεις εκείνου κατά της ψυχής και από την συνεργία του στην αμαρτία, παρεχώρησεν ο Θεός να υπάρχουν και κατά το σώμα δαιμονοφόρητοι, ώστε να μάθουμε από αυτούς όλοι, πόσον φοβερά είναι η κατάστασις της ψυχής που έκαμε τούτον ένοικόν της δια των πονηρών έργων. Όταν δε ο Μονογενής Υιός του Θεού, από απροσμέτρητον πέλαγος φιλανθρωπίας, έκλινεν ουρανούς και κατήλθε στην γη, για να ελευθερώσει τις ψυχές μας από την τυραννία του διαβόλου, απεδίωκε τα δαιμόνια και από τους φανερά κατά το σώμα δαιμονιζομένους. Το έκαμε αυτό για να παρουσιάσει και να επιβεβαιώσει με την φανερώς ενεργουμένην ελευθερία και ίαση, την γινομένην κρυπτώς ελευθερία και ίαση της ψυχής.

Πράγματι, και όταν εχάρισε την θεραπεία στην ψυχή του παραλυτικού, όχι μόνον δεν επευφημήθη από εκείνους που έβλεπαν μόνον τα φαινόμενα, αλλά και εβλασφημήθη. Γι’ αυτό εθεράπευσε και την σωματικήν του παράλυση, για να μάθουν, όπως ο ίδιος έλεγε προς τους παρόντες, ότι «εξουσίαν έχει ο υιός του ανθρώπου επί της γης αφιέναι αμαρτίας».
Κυρίως γι’ αυτό λοιπόν απομακρύνει τους δαίμονες από τους δαιμονιζομένους, για να μάθωμε ότι αυτός είναι που τους αποδιώκει και από τις ψυχές μας, και μας χαρίζει την αιωνίαν ελευθερίαν.

«Εξελθόντι γαρ εις την γην», σύμφωνα με την αναγινωσκομένην σήμερα περικοπήν του Ευαγγελίου, «υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως, ος είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών, και ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο, και εν οικία ουκ έμενεν, αλλ’ εν τοις μνήμασιν». Εξήλθε, λέγει, όχι ήλθε στην ξηρά, για να δείξει ότι ήλθε με πλοίον, αφού ήδη και την θύελλα του ανέμου κατέπαυσε, και την θάλασσαν εγαλήνευσε με την επιτίμησή του. Διότι όταν από την Γαλιλαίαν επεβιβάσθη στο πλοίο με τους μαθητάς του, είπε προς αυτούς, όπως λέγει παραπάνω ο Ευαγγελιστής: «διέλθωμεν εις το πέραν». Από εδώ φαίνεται ότι προείδε το γεγονός, και από ευσπλαγχνίαν ήλθεν αυτόκλητος βοηθός στον βασανιζόμενον τόσον δεινώς και πολυετώς από τους δαίμονες. Ο Λουκάς λοιπόν λέγει ότι ήταν ένας και είχε πολλά δαιμόνια, ο Μάρκος όμως ομιλεί και αυτός περί ενός, «αλλ’ εν πνεύματι ακαθάρτω». Ο δε Ματθαίος ισχυρίζεται ότι ήσαν δύο μαζί και εβασανίζοντο από πολλά δαιμόνια.

Την αιτίαν δε, για την οποίαν άλλοι Ευαγγελισταί ομιλούν για έναν, άλλοι δε για περισσοτέρους, και δαιμονιζομένους και δαιμόνια, την εφανέρωσε και ο Λουκάς και ο Μάρκος. Διότι το ένα, το οποίον ο Μάρκος ωνόμασεν ακάθαρτον πνεύμα, εξεταζόμενο στην συνέχεια από τον Κύριον λέγει «λεγεών όνομά μοι, ότι πολλοί εσμέν». Πράγματι λεγεών είναι ορμαθός και πολυάριθμον σύστημα αγγέλων ή ανθρώπων, οι οποίοι στέκονται, μετακινούνται μαζί και αποβλέπουν και κινούνται προς ένα έργον και σκοπόν. Γι’ αυτό και οι δαιμονιζόμενοι εκείνοι, επειδή ενεργούντο και εκινούντο από ένα τοιούτο σύστημα, ευρίσκοντο αδιασπάστως μαζί στα μνήματα και στα όρη, και μαζί εβασανίζοντο. Γι’ αυτό άλλοτε μεν καλούνται ενικώς, άλλοτε δε πληθυντικώς, και αυτοί και τα πονηρά πνεύματα που τους ταλαιπωρούσαν.

Δεν ανεγνώρισε δε απλώς τον Ιησούν ο λεγεών δια μέσου του ανθρώπου εκείνου, αλλά και «προσέπεσε και φωνή μεγάλη ανεκραύγασε: τι εμοί και σοί, Ιησού, Υιέ του Θεού του Υψίστου; Δέομαί σου, μη με βασανίσεις. Παρήγγειλε γάρ» λέγει, «ο Κύριος τω ακαθάρτω πνεύματι εξελθείν από του ανθρώπου». Έχοντας καταπλεύσει επί τούτου ο Κύριος από ευσπλαχνία στην παραλίαν εκείνην όπου ζούσε ο δαιμονιζόμενος, διέταξε μεν τον λεγεώνα των δαιμόνων να εξέλθει από τον άνθρωπο, πού όμως να απέλθει δεν του είπε. Γι’ αυτό εκείνο το παμμίαρον σμήνος των πονηρών πνευμάτων κατελήφθη από αμηχανίαν, και εφοβήθη μήπως παραδοθεί τώρα από τον Κύριο στην μέλλουσαν καταδίκη, στην προετοιμασμένην γι’ αυτά γέεννα του πυρός, με την οποία θα παραδοθούν σε τελείαν ακινησίαν, αφού θα καταργηθεί κάθε ενέργειά τους. Ηναγκάσθη λοιπόν να προσέλθει, και να προσπέσει, χρησιμοποιώντας ταπεινότερα και αληθινά λόγια προς τον Κύριον, τα οποία τον εμαρτύρησαν ότι είναι Υιός του Υψίστου. Μέσα στην πονηρία τους ενόμιζαν ότι με αυτήν την μαρτυρία, σαν με κάποιαν κολακεία, θα μεταπείσουν τον Κύριον των όλων.

Και ο Κύριος ανέχθη την μαρτυρία των δαιμόνων, προς καταρτισμόν των ευρισκομένων στο πλοίο. Διότι πριν από λίγο, βλέποντας ο κόσμος τα τόσον μεγάλα θαύματά του στην θάλασσα, έλεγαν μεταξύ τους με απορία: «τις εστίν ούτος, ότι και οι άνεμοι και η θάλασσα υπακούουσιν αυτώ»; Τώρα όμως έμαθαν ότι είναι «ο Υιός του Θεού του Υψίστου». Διότι πάντοτε, ακόμη και ο διάβολος, είναι συνεργός στην βουλήν του Θεού, όχι όμως επειδή το θέλει ούτε αποβλέποντας σ’ αυτό. Γι’ αυτό και κάποιος από τους θεοφόρους λέγει, ότι «το κακόν συνεργεί στο αγαθόν, όχι με καλήν προαίρεση».
Ο δε Κύριος θέλοντας να φανερώσει στους παρόντες ότι ο δαίμων που τόσον φρίττει ενώπιόν του δεν είναι ένας, αλλά πλήθος πολύ, τον ηρώτησε: «τι σοι εστίν όνομα; Ο δε είπεν, λεγεών ονομά μοι, ότι δαιμόνια πολλά εσμέν». Λέγουν ορισμένοι ότι το τάγμα του λεγεώνος αποτελείται από έξι περίπου χιλιάδες.

«Και παρεκάλουν αυτόν», λέγει, «ίνα μη επιτάξει αυτοίς εις την άβυσσον απελθείν». Βλέπεις ότι είναι ο φόβος, όπως είπαμε παραπάνω, αυτός που τους ηνάγκασε και να προσέλθουν, και να προσπέσουν, και να χρησιμοποιήσουν σχήματα και λόγια αληθινά και ταπεινότερα. Κοίταξε όμως και την Παντοκρατορικήν εξουσία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Πράγματι΄ ο δαίμων και χωρίς να το θέλει τον εμαρτύρησε Κύριον και της αβύσσου. Και ποιος είναι αυτός που επιβλέπει αβύσσους; Βεβαίως ο καθήμενος στους ουρανούς, αυτός που περιέχει και κατευθύνει τα πάντα.

Βλέπε δε και ότι το στίφος των δαιμόνων δεν ημπορεί να μένει πουθενά, αν δεν έχει πάρει από αυτόν την άδειαν ή την παραχώρηση. Γι’ αυτό και όταν προσετάχθη από τον Κύριο να φύγει, αλλά δεν έλαβε εντολήν πού να απέλθει, κατελήφθη από μεγάλην βία, και εύρε ως καταφύγιον τους χοίρους, οι οποίοι έβοσκαν στο όρος, ώστε να διαφύγει δι’ αυτών. Αλλά ούτε κατ’ αυτών είχεν από μόνον του την εξουσία, πολύ δε περισσότερον δεν την έχει εναντίον των ανθρώπων. Διότι, λέγει «ην εκεί αγέλη χοίρων πολλών βοσκομένη εν τω όρει. Και παρεκάλεσαν αυτόν ίνα επιτρέψει αυτοίς εις εκείνους απελθείν. Και επέτρεψεν αυτοίς. Εξελθόντα δε τα δαιμόνια από του ανθρώπου, εισήλθον εις τους χοίρους. Και όρμησεν η αγέλη των χοίρων κατά του κρημνού εις την λίμνην και απεπνίγη». Τα δαιμόνια λοιπόν, ζητώντας δήθεν πρόφαση φυγής, και έχοντας κακοποιό προαίρεση, εζήτησαν την άδεια κατά των χοίρων, επειδή ο Σωτήρ τα εδίωκε από τους ανθρώπους. Εσυνειδητοποίησαν ότι την στιγμήν εκείνη δεν εδιώκοντο από έναν ή δύο, αλλά δια του ενός από όλους τους ανθρώπους. Και ο Κύριος τους το επέτρεψε, για να γνωρίσουμε εμείς από όσα έπαθαν οι χοίροι, ότι ούτε τον άνθρωπον εκείνον θα ελυπούντο να τον καταστρέψουν τελείως, αν δεν ανεχαιτίζοντο και πριν αοράτως από την δύναμιν εκείνου.

«Ιδόντες δε», λέγει, «οι βόσκοντες, έφυγον. Και απήγγειλαν εις την πόλιν και εις τους αγρούς το γεγονός». Λάβετε τώρα παρακαλώ στον νου σας τον άσωτον υιόν του Ευαγγελίου, που εσώθη με την απομάκρυνσιν από τους χοίρους, για να καταλάβετε ποιοι ήσαν αυτοί που έβοσκαν τους χοίρους, ή μάλλον ποιοι ομοιάζουν με αυτούς. Πράγματι ο χοιρώδης βίος εξ αιτίας της ακαθαρσίας του, συμβολίζει κάθε πονηρόν πάθος. Και χοίροι είναι κυρίως αυτοί που περιφέρουν τον ρυπωμένον από την σάρκα χιτώνα. Προϊστάμενοί τους, ένα είδος βοσκών, είναι εκείνοι που υπερέχουν από αυτούς στην ηδυπάθεια, και λαμβάνουν πρόνοιαν για την σάρκα και την δίαιτά τους, εις τρόπον ώστε να εκπληρώνουν την επιθυμία τους.
Σ’ εμάς όμως δεν επιτρέπει ο χρόνος ούτε, όπως βλέπετε, ο θόρυβος του πλήθους, να ασχοληθούμε λεπτομερώς με την συνέχεια, ποία δηλαδή είναι η γύμνωσις που προκαλείται στην ψυχήν από την αμαρτία, την οποίαν υπεδήλωνε ο δαιμονιζόμενος εκείνος, και ποία η διαβίωσις στα όρη (διότι, λέγει «ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο και εν οικία ουκ έμενεν, αλλ’ εν τοις μνήμασι») και ποίες οι αλυσίδες, οι χειροπέδες και τα δεσμά τα οποία εκείνος έσπαζε και έφευγε διωκόμενος.

Αλλά ας αποφύγωμε και εμείς, μάλιστα οι μοναχοί, την συναναστροφή και συμβίωση με τους χοίρους. Διότι κατά το Σολομώντειον λόγιον «φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί», και ως επί το πλείστον καθένας είναι ή γίνεται όμοιος με τους συντρόφους του. Τι το όφελος να φύγεις οριστικώς από τον κόσμο και να καταφύγεις στα αφιερωμένα στον Θεόν φροντιστήρια, να εξέρχεσαι όμως καθημερινώς από αυτά και να συμφύρεσαι πάλι με τον κόσμο; Πώς, ειπέ μου, τριγυρνώντας στις αγορές θα αποφύγεις τα προσανάμματα των παθών, δια των οποίων επέρχεται ο θάνατος της ψυχής, που χωρίζει τον άνθρωπον από τον Θεόν; Αυτός είναι ο θάνατος «ο αναβαίνων εις ημάς δια των θυρίδων», οι οποίες είναι μέσα μας, δηλαδή των αισθήσεων. Αυτές έγιναν αφορμή να εκπέσουν από την αθανασίαν και οι προπάτορες εκείνοι.

Ας φύγωμε λοιπόν όλοι μας μακριά, άλλοι από την συμβίωση με τα κακά, έστω και αν μας φαίνεται ότι υπερτερούμε πολλών στην καταγωγή και στην δόξα και στην σωματικήν ρώμη και στον υλικόν πλούτο, και άλλοι από την ομοίωση προς τους χοίρους, λαμβάνοντας στον νου μας την λίμνην εκείνη του ασβέστου πυρός, μέσα στην οποίαν, φευ!, θα πέσουν όσοι αμετανοήτως υπηρετούν τις προσβολές των δαιμόνων. Και βλέποντας το βάραθρον στο οποίον κρημνίζονται όταν αποθαίνουν, όσοι μέχρι το τέλος τους ομοιάζουν ως προς τον τρόπον της ζωής με τους χοίρους, ας απομακρυνθούμε ανεπιστρόφως από τον όντως δυσώδη βίον της αμαρτίας, και ας προσέλθωμε έτσι καλώς και δικαίως στην πηγήν των μύρων, την οποία μας εχάρισεν ο Θεός, και εκχύνεται δια της λάρνακος από την σωρόν του εντοπίου μας Χριστομάρτυρος (Δημητρίου).

Και αφού με την χρήση τούτων αγιασθούμε και ενισχυθούμε, να κηρύττωμε και στους αγρούς και στις πόλεις, όπου και αν είμεθα, την θειοτάτην δύναμη και ενέργειαν του θείου αυτού μύρου. Δεν εννοώ με την γλώσσα και τα λόγια (διότι ποίος δεν ήκουσε με την ιδικήν του ακοή την συρροή των θαυμάτων που γίνονται εδώ;), αλλά με την μεταβολήν της ζωής μας προς το καλλίτερον, ώστε βλέποντάς μας όλοι να ειπούν, «αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου», με την οποία δεξιάν έχει ζωγραφηθεί ο μέγας Δημήτριος, και δια της οποίας μετασχηματίζει αυτούς που τον πλησιάζουν προς το θειότερον, ώστε να έχει και στον ουρανόν συμπολίτες αυτούς που ευτύχησαν να είναι στην γη συγκάτοικοί του. Αυτό είθε να συμβεί με τις πρεσβείες εκείνου, και να επιτύχωμε όλοι τις υπεσχημένες ουράνιες μονές, και την εκεί συνοίκηση με τους αγίους, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει δόξα εις τους αιώνας».
Αμήν.

(13ος - 14ος αιών - ΕΠΕ Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, τομ. 11, σελ. 196. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 347 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)


www.alopsis.gr